Language of document : ECLI:EU:C:2014:26

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 23ης Ιανουαρίου 2014 (*)

«Υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων — Οδηγίες 72/166/ΕΟΚ, 84/5/ΕΟΚ, 90/232/ΕΟΚ και 2009/103/ΕΟΚ — Τροχαίο ατύχημα — Μη υλική βλάβη — Αποζημίωση — Εθνικές διατάξεις που προβλέπουν ειδικό τρόπο υπολογισμού προκειμένου περί τροχαίων ατυχημάτων, λιγότερο ευνοϊκό για τα θύματα έναντι εκείνου τον οποίο προβλέπει το κοινό σύστημα αστικής ευθύνης — Συμφωνία προς τις οδηγίες αυτές»

Στην υπόθεση C‑371/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale di Tivoli (Ιταλία), με απόφαση της 20ής Ιουνίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Αυγούστου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Enrico Petillo,

Carlo Petillo

κατά

Unipol Assicurazioni SpA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, J. L. da Cruz Vilaça, Γ. Αρέστη, J.-C. Bonichot και A. Arabadjiev (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Impellizzeri, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουλίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Unipol Assicurazioni SpA, εκπροσωπούμενη από τους A. Frignani και G. Ponzanelli, avvocati,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze, καθώς και από τις J. Kemper και F. Wannek,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη Λ. Πνευματικού,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Centeno Huerta,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον M. Santoro, avvocato dello Stato,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. Kalniņš και την I. Ņesterova,

–        η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Kriaučiūnas, καθώς και από τις R. Janeckaitė και A. Svinkūnaitė,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την E. Montaguti και τον K.‑P. Wojcik,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Οκτωβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 1972, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 136, στο εξής: πρώτη οδηγία), της δεύτερης οδηγίας 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Δεκεμβρίου 1983, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (ΕΕ L 8, σ. 17), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005 (ΕΕ L 149, σ. 14, στο εξής: δεύτερη οδηγία), της τρίτης οδηγίας 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 1990, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (ΕΕ L 129, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/14 (στο εξής: τρίτη οδηγία), και της οδηγίας 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (ΕΕ L 263, σ. 11).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Enrico και Carlo Petillo και, αφετέρου, της ασφαλιστικής εταιρίας Unipol Assicurazioni SpA (στο εξής: Unipol), σχετικά με την αποζημίωση που οφείλει η τελευταία, βάσει της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων, για τη ζημία που υπέστη ο Enrico Petillo εξαιτίας τροχαίου ατυχήματος.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 1 της πρώτης οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας:

[...]

2.      ως “ζημιωθείς” νοείται το πρόσωπο το οποίο δικαιούται αποκαταστάσεως της ζημίας που προεκλήθη από οχήματα·

[...]».

4        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής:

«Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει […] όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη, η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του, να καλύπτεται από ασφάλιση. Οι καλυπτόμενες ζημίες καθώς και οι όροι της ασφάλισης αυτής καθορίζονται στα πλαίσια των μέτρων αυτών.»

5        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της δεύτερης οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Η ασφάλιση που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της [πρώτης] οδηγίας καλύπτει υποχρεωτικά τις υλικές ζημίες και τις σωματικές βλάβες.

2.      Με την επιφύλαξη μεγαλύτερων ποσών εγγύησης, που ενδεχομένως απαιτούνται από τα κράτη μέλη, κάθε κράτος μέλος απαιτεί τα ποσά υποχρεωτικής ασφάλισης να ανέρχονται τουλάχιστο σε:

α)      σε περίπτωση σωματικής βλάβης, ελάχιστο ποσό κάλυψης 1 000 000 ευρώ για κάθε θύμα ή 5 000 000 ευρώ για κάθε αξίωση, ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων·

β)      σε περίπτωση υλικών ζημιών, σε 1 000 000 ευρώ για κάθε αξίωση, ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων.

Τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον απαιτείται, να ορίσουν μεταβατική περίοδο έως και πέντε ετών από την ημερομηνία εφαρμογής της οδηγίας [2005/14], για να προσαρμόσουν τα οικεία ελάχιστα ποσά κάλυψης στα ποσά που προβλέπει η παρούσα παράγραφος.

Τα κράτη μέλη που επιθυμούν να κάνουν χρήση της ως άνω προβλεπομένης μεταβατικής περιόδου ενημερώνουν την Επιτροπή και αναφέρουν τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.

Εντός 30 μηνών από την ημερομηνία εφαρμογής της οδηγίας [2005/14], τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν αυξήσει τις εγγυήσεις τουλάχιστον έως το ήμισυ των επιπέδων που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο.»

6        Το άρθρο 1 της τρίτης οδηγίας προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι «η ασφάλιση που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της [πρώτης οδηγίας] καλύπτει την ευθύνη για σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού, που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος».

7        Το άρθρο 1α της τρίτης οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η ασφάλιση που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 72/166/EΟΚ καλύπτει τις σωματικές βλάβες και τις υλικές ζημίες που υπέστησαν πεζοί, ποδηλάτες και άλλοι μη μηχανοκίνητοι χρήστες των δρόμων οι οποίοι, συνεπεία ατυχήματος στο οποίο εμπλέκεται μηχανοκίνητο όχημα, δικαιούνται αποζημίωση σύμφωνα με το εθνικό αστικό δίκαιο. Το παρόν άρθρο δεν προδικάζει ούτε την αστική ευθύνη ούτε το ποσό της αποζημίωσης.»

8        Κατά το άρθρο 30 της οδηγίας 2009/103, η τελευταία άρχισε να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στις 7 Οκτωβρίου 2009.

 Το ιταλικό δίκαιο

9        Το άρθρο 139 του νομοθετικού διατάγματος 209, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, για τη θέσπιση του κώδικα ιδιωτικών ασφαλίσεων (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 239, της 13ης Οκτωβρίου 2005), όπως τροποποιήθηκε με την υπουργική απόφαση της 17ης Ιουνίου 2011 (GURI αριθ. 147, της 27ης Ιουνίου 2011, στο εξής: κώδικας ιδιωτικών ασφαλίσεων), προβλέπει τα εξής:

«1.      Αποζημίωση για ελαφρά βλάβη της υγείας που προκύπτει από ατυχήματα προκαλούμενα από τη χρήση μηχανοκίνητων οχημάτων και σκαφών πρέπει να παρέχεται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια και μέτρα:

a)      για μόνιμη βλάβη της υγείας, με αποτέλεσμα αναπηρία ίση προς ή μικρότερη από [9 %], καταβάλλεται ποσό που βαίνει αναλογικώς αυξανόμενο για κάθε ποσοστιαία μονάδα αναπηρίας. Για τον υπολογισμό του ποσού αυτού, σε κάθε ποσοστιαία μονάδα αναπηρίας εφαρμόζεται ο αντίστοιχος συντελεστής που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 6. Το προκύπτον από τον υπολογισμό αυτό ποσό μειώνεται με την πρόοδο της ηλικίας του ενδιαφερομένου ατόμου κατά [0,5 %] για κάθε έτος ηλικίας από το ενδέκατο έτος και μετά. Η αξία της πρώτης μονάδας είναι ίση προς [759,04 ευρώ]·

b)      για πρόσκαιρη βλάβη της υγείας, χορηγείται ποσό [44,28 ευρώ] ανά ημέρα πλήρους ανικανότητας. Σε περίπτωση πρόσκαιρης ανικανότητας μικρότερης από 100 %, το σχετικό ποσό υπολογίζεται σε συνάρτηση με το ποσοστό ανικανότητας που αναγνωρίζεται για κάθε ημέρα.

2.      Ως “βλάβη της υγείας” κατά την έννοια της παραγράφου 1 νοείται η ιατροδικαστικώς βεβαιώσιμη, πρόσκαιρη ή μόνιμη, προσβολή της ψυχοσωματικής ακεραιότητας του ατόμου η οποία έχει επίπτωση στις καθημερινές δραστηριότητες και στη δυναμική των βιοτικών σχέσεων του παθόντος, ασχέτως προς τον ενδεχόμενο αντίκτυπο στην ικανότητά του να παράγει εισόδημα. […]

3.      Το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να αυξήσει το ποσό της υπολογιζομένης σύμφωνα με την παράγραφο 1 βλάβης της υγείας κατά ένα πέμπτον το πολύ, συνεκτιμώντας ευλόγως τις υποκειμενικές ψυχοσωματικές συνθήκες του παθόντος.

4.      Με προεδρικό διάταγμα, εκδιδόμενο κατόπιν συνεδριάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου, προτάσει του Υπουργού Υγείας, μετά από διαβούλευση με τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Πολιτικών, τον Υπουργό Δικαιοσύνης και τον Υπουργό Παραγωγικών Δραστηριοτήτων, καταρτίζεται ειδικός πίνακας με βαθμούς προσβολής της ψυχοσωματικής ακεραιότητας, που περιλαμβάνει μονάδες αναπηρίας από μία έως εννέα.

5.      Τα ποσά της παραγράφου 1 αναπροσαρμόζονται ετησίως με υπουργική απόφαση […], κατ’ αναλογία προς τη μεταβολή του εθνικού δείκτη τιμών καταναλωτή για τις οικογένειες εργατών και υπαλλήλων, που καθορίζεται από την ISTAT [εθνική στατιστική υπηρεσία].

6.      Για τον υπολογισμό του ποσού της παραγράφου 1, στοιχείο a, για 1 ποσοστιαία μονάδα αναπηρίας εφαρμόζεται συντελεστής ίσος προς 1,0, για 2 ποσοστιαίες μονάδες αναπηρίας εφαρμόζεται συντελεστής ίσος προς 1,1, για 3 ποσοστιαίες μονάδες αναπηρίας εφαρμόζεται συντελεστής ίσος προς 1,2, για 4 ποσοστιαίες μονάδες αναπηρίας εφαρμόζεται συντελεστής ίσος προς 1,3, για 5 ποσοστιαίες μονάδες αναπηρίας εφαρμόζεται συντελεστής ίσος προς 1,5, για 6 ποσοστιαίες μονάδες αναπηρίας εφαρμόζεται συντελεστής ίσος προς 1,7, για 7 ποσοστιαίες μονάδες αναπηρίας εφαρμόζεται συντελεστής ίσος προς 1,9, για 8 ποσοστιαίες μονάδες αναπηρίας εφαρμόζεται συντελεστής ίσος προς 2,1, για 9 ποσοστιαίες μονάδες αναπηρίας εφαρμόζεται συντελεστής ίσος προς 2,3.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10      Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι, στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, το όχημα που οδηγούσε ο Mauro Recchioni προσέκρουσε εκ των όπισθεν στο όχημα που ανήκε στον Carlo Petillo, το οποίο οδηγούσε ο Enrico Petillo, με αποτέλεσμα να υποστεί ο τελευταίος σωματικές βλάβες.

11      Οι Carlo και Enrico Petillo άσκησαν αγωγή κατά της Unipol, ασφαλιστή του M. Recchioni, ενώπιον του Tribunale di Tivoli, με αίτημα να διαπιστωθεί η αποκλειστική ευθύνη του M. Recchioni για το εν λόγω ατύχημα και να υποχρεωθεί η Unipol στην καταβολή ποσού 3 350 λόγω της προκληθείσας περιουσιακής ζημίας, επιπλέον του ήδη καταβληθέντος ποσού των 6 700 ευρώ, καθώς και συνολικού ποσού ύψους 14 155,37 ευρώ λόγω της μη περιουσιακής ζημίας που υπέστη ο Enrico Petillo, αντί του ήδη καταβληθέντος ποσού των 2 700 ευρώ.

12      Κατά το αιτούν δικαστήριο, το ιταλικό δίκαιο προβλέπει, στο άρθρο 2043 του αστικού κώδικα για τις υλικές ζημίες και στο άρθρο 2059 του κώδικα αυτού για τη μη περιουσιακή ζημία, δικαίωμα πλήρους αποκαταστάσεως της προκαλούμενης από οιονεί αδικοπραξία ζημίας.

13      Κατά πάγια νομολογία των ιταλικών δικαστηρίων, η μη περιουσιακή ζημία αποτελείται από τη σωματική βλάβη, που προκύπτει από την προσβολή της ψυχοσωματικής ακεραιότητας, από την ηθική βλάβη, που προκύπτει από ψυχική ταλαιπωρία την οποία προκαλεί η προσβολή αυτή, και από την εναπομένουσα ζημία που απορρέει, ιδίως, από την παρεμπόδιση των συνήθων και καθημερινών δραστηριοτήτων ή, ακόμα, της μεγαλύτερης από τον μέσο όρο προσωπικής ολοκληρώσεως.

14      Το Corte costituzionale [συνταγματικό δικαστήριο] έκρινε, με μια απόφαση του 2003, ότι η μη περιουσιακή ζημία έχει ενιαίο χαρακτήρα και δεν υποδιαιρείται σε επιμέρους κατηγορίες. Εντούτοις, η νομολογία συνεχίζει να διακρίνει τα παρατιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως συστατικά στοιχεία. Επιπλέον, η ιταλική έννομη τάξη αναθέτει στον δικαστή την εκτίμηση της ζημίας αυτής.

15      Ωστόσο, προς περιορισμό του κόστους των υπηρεσιών ασφαλίσεως, ο Ιταλός νομοθέτης προέβλεψε, στο άρθρο 139 του κώδικα ιδιωτικών ασφαλίσεων, ειδικό σύστημα προσδιορισμού των ποσών που πρέπει να καταβάλλονται στο πλαίσιο μη περιουσιακής ζημίας προκαλούμενης σε βάρος θυμάτων τροχαίων ή ναυτικών ατυχημάτων. Το ως άνω σύστημα προβλέπει περιορισμούς σε σχέση με τα κριτήρια εκτιμήσεως που εφαρμόζονται στις λοιπές διαφορές, ενώ περιορίζει τη δυνατότητα του δικαστή να προσαυξήσει, αναλόγως της υποθέσεως, το ποσό της αποζημιώσεως στο ένα πέμπτο του ποσού που προσδιορίζεται βάσει του άρθρου 139 του κώδικα ιδιωτικών ασφαλίσεων.

16      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει περαιτέρω ότι, αν η μη περιουσιακή ζημία που υπέστη ο Enrico Petillo οφειλόταν σε διαφορετική αιτία και όχι σε τροχαίο ατύχημα, θα είχε υπολογιστεί ως ακολούθως, δυνάμει της ισχύουσας ιταλικής νομοθεσίας και νομολογίας:

–        σωματική βλάβη 4 % προκληθείσα σε άτομο έχον συμπληρώσει τα 21 έτη κατά τον χρόνο του ατυχήματος: 5 407,55 ευρώ·

–        ολική προσωρινή αναπηρία επί 10 ημέρες, μερική προσωρινή αναπηρία 50 % επί 20 ημέρες και 25 % επί 10 ημέρες: 2 250,00 ευρώ, και

–        ηθική βλάβη, ίση προς το ένα τρίτο της σωματικής βλάβης: 2 252,00 ευρώ,

ήτοι συνολικό ποσό 10 210,00 ως μη περιουσιακή ζημία, επιπλέον του ποσού των 445,00 ευρώ που οφείλεται λόγω των ιατρικών εξόδων.

17      Εντούτοις, δεδομένου ότι η επίμαχη ζημία προκύπτει από τροχαίο ατύχημα, το ποσό που πρέπει να καταβληθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 139 του κώδικα ιδιωτικών ασφαλίσεων πρέπει να υπολογιστεί ως ακολούθως:

α)      σωματική βλάβη 4 % προκληθείσα σε άτομο έχον συμπληρώσει τα 21 έτη κατά τον χρόνο του ατυχήματος: 3 729,92 ευρώ, και

β)      ολική προσωρινή αναπηρία επί 10 ημέρες, μερική προσωρινή αναπηρία 50 % επί 20 ημέρες και 25 % επί 10 ημέρες: 996,00 ευρώ,

ήτοι συνολικό ποσό 4 725,00 ευρώ για μη περιουσιακή ζημία, επιπλέον του ποσού των 445,00 ευρώ που οφείλονται λόγω των ιατρικών εξόδων. Πράγματι, η χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης αποκλείεται καθόσον δεν προβλέπεται από τον κώδικα ιδιωτικών ασφαλίσεων, μολονότι αναπτύσσεται, συναφώς, μια ευνοϊκότερη για τα θύματα νομολογιακή τάση.

18      Τα ποσά που καθορίζονται με την εφαρμογή διαφόρων τρόπων υπολογισμού παρουσιάζουν, για την ίδια βλάβη, διαφορά ύψους 5 485,00 ευρώ. Ακόμη, το άρθρο 139 του κώδικα ιδιωτικών ασφαλίσεων δεν παρέχει στον δικαστή καμία δυνατότητα να προσαρμόσει την εκτίμησή του αναλόγως της κάθε υποθέσεως, διότι αυτός υποχρεούται να προβεί μόνο σε αριθμητικό υπολογισμό, πράγμα το οποίο περιορίζει τη δυνατότητά του να κρίνει σύμφωνα με την αρχή της επιεικείας.

19      Το Tribunale di Tivoli, αναφερόμενο ιδίως στην απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ της 20ής Ιουνίου 2008, E‑8/07, Celina Nguyen κατά The Norwegian State (EFTA Court Report 2008, σ. 224), διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τη συμφωνία με την πρώτη, τη δεύτερη και την τρίτη οδηγία, καθώς και με την οδηγία 2009/103, μιας εθνικής νομοθεσίας η οποία, προκειμένου περί της αποκαταστάσεως ζημίας απορρέουσας από τροχαίο ατύχημα, δεν αποκλείει μεν την ασφάλιση της μη περιουσιακής ζημίας, δεν παρέχει όμως τη δυνατότητα χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης και περιορίζει την αποζημίωση λόγω προσβολής της ψυχοσωματικής ακεραιότητας, σε σχέση με όσα γίνονται δεκτά στον τομέα της αποζημιώσεως δυνάμει πάγιας νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων.

20      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το άρθρο 139 του κώδικα ιδιωτικών ασφαλίσεων δεν είναι σύμφωνο προς την αρχή της πλήρους αποκαταστάσεως της μη περιουσιακής ζημίας, ο συνυπολογισμός της οποίας ουδόλως πρέπει να περιορίζεται σε συνάρτηση με τη φύση του συμβάντος το οποίο αποτελεί την αιτία της προσβολής της σωματικής ακεραιότητας.

21      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale di Tivoli αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Λαμβ[άνοντας υπόψη την πρώτη, τη δεύτερη και την τρίτη οδηγία] και [την οδηγία] 2009/103/ΕΚ, που διέπουν την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης εκ της κυκλοφορίας αυτοκινήτων, επιτρέπεται η εσωτερική νομοθεσία κράτους μέλους να θέτει —καθορίζοντας διά νόμου δεσμευτικά κριτήρια υπολογισμού των ζημιών που προκύπτουν από τροχαία ατυχήματα και μόνο γι’ αυτές— έναν εν τοις πράγμασι (ποσοτικό) περιορισμό της ευθύνης για μη περιουσιακή ζημία η οποία βαρύνει τα πρόσωπα εκείνα (ασφαλιστικές εταιρίες) τα οποία, σύμφωνα με τις ως άνω οδηγίες, υποχρεούνται να εγγυώνται την υποχρεωτική ασφάλιση για ζημίες από την κυκλοφορία οχημάτων;»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

22      Το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αμφισβητείται από την Unipol και την Ιταλική Κυβέρνηση. Κατ’ αυτές, το αιτούν δικαστήριο δεν εξηγεί πώς η ζητούμενη ερμηνεία των κανόνων του δικαίου της Ένωσης θα είναι χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Επιπλέον, η απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου δεν περιλαμβάνει εξηγήσεις όσον αφορά την επιλογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητείται η ερμηνεία, ούτε όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας.

23      Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι από την έκθεση του πραγματικού και νομικού πλαισίου που περιλαμβάνεται στην απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, όπως συμπληρώθηκε με την απάντηση στο αίτημα του Δικαστηρίου προς παροχή διευκρινίσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του, καθώς και από την έκθεση των λόγων που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει το παρόν προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, οπότε το ερώτημα αυτό είναι παραδεκτό.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

24      Εισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως ορθώς υποστήριξαν η Γερμανική και η Ισπανική Κυβέρνηση, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας επελεύσεως του ατυχήματος που αποτέλεσε την αιτία για τη διαφορά της κύριας δίκης, η οδηγία 2009/103 δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης. Επιπλέον, η τρίτη οδηγία δεν εφαρμόζεται ratione materiae στην ως άνω διαφορά, καθόσον οι Enrico Petillo και Carlo Petillo δεν έχουν κανένα από τα χαρακτηριστικά των ιδιαίτερα ευάλωτων θυμάτων τα οποία αφορά η οδηγία αυτή. Κατά συνέπεια, το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να νοηθεί ως αφορών αποκλειστικά την ερμηνεία της πρώτης και τη δεύτερης οδηγίας.

25      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας και 1, παράγραφοι 1 και 2, της δεύτερης οδηγίας έχουν την έννοια ότι αντιβαίνουν προς εθνική νομοθεσία όπως αυτή της κύριας δίκης, που προβλέπει ειδικό σύστημα αποζημιώσεως για μη υλικές ζημίες οι οποίες προκύπτουν από ελαφρές σωματικές βλάβες προκαλούμενες από τροχαία ατυχήματα, περιορίζοντας την αποζημίωση για τις εν λόγω βλάβες σε σχέση με όσα ισχύουν στον τομέα της αποκαταστάσεως όμοιων ζημιών που προκαλούνται από άλλα αίτια πέραν των ατυχημάτων αυτών.

26      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τα προοίμια της πρώτης και της δεύτερης οδηγίας προκύπτει ότι οι οδηγίες αυτές σκοπούν να διασφαλίσουν, αφενός, την ελεύθερη κυκλοφορία τόσο των οχημάτων που σταθμεύουν συνήθως εντός του εδάφους της Ένωσης όσο και των ατόμων που επιβαίνουν σ’ αυτά και, αφετέρου, σε περίπτωση προκλήσεως ατυχήματος με τέτοια οχήματα, την ενιαία μεταχείριση του θύματος, ανεξαρτήτως του τόπου επελεύσεως του ατυχήματος εντός της Ένωσης (απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2012, C‑300/10, Marques Almeida, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27      Επομένως, η πρώτη οδηγία, όπως διευκρινίστηκε και συμπληρώθηκε, ιδίως, με τη δεύτερη οδηγία, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι η αστική ευθύνη η οποία προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων που σταθμεύουν συνήθως εντός του εδάφους τους θα καλύπτεται από ασφάλιση και διευκρινίζει, ιδίως, τα είδη των ζημιών τα οποία πρέπει να καλύπτει η ασφάλιση αυτή (απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, C‑22/12, Haasová, σκέψη 38).

28      Πρέπει εντούτοις να υπομνησθεί ότι η έκταση της υποχρεώσεως ασφαλιστικής καλύψεως της αστικής ευθύνης εξ αυτοκινήτων για ζημίες σε βάρος τρίτων διαφέρει από την έκταση της αποζημιώσεως των τελευταίων βάσει της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου. Συγκεκριμένα, ενώ η πρώτη προσδιορίζεται και εξασφαλίζεται από την κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης, η δεύτερη διέπεται, κυρίως, από το εθνικό δίκαιο (απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, C‑277/12, Drozdovs, σκέψη 30).

29      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι τόσο από το αντικείμενο, ιδίως, της πρώτης και της δεύτερης οδηγίας όσο και από το γράμμα τους προκύπτει ότι αυτές δεν έχουν ως σκοπό να εναρμονίσουν τα συστήματα αστικής ευθύνης των κρατών μελών και ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι ελεύθερα να καθορίζουν το εφαρμοστέο σύστημα αστικής ευθύνης επί ατυχημάτων που προκύπτουν από την κυκλοφορία οχημάτων (απόφαση Marques Almeida, προαναφερθείσα, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Κατά συνέπεια, και βάσει ιδίως του άρθρου 1, σημείο 2, της πρώτης οδηγίας, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη διατηρούν, καταρχήν, την ευχέρεια να καθορίζουν, στο πλαίσιο των οικείων συστημάτων αστικής ευθύνης, σε ποιες ειδικότερα περιπτώσεις υπάρχει υποχρέωση αποζημιώσεως για ζημίες προκαλούμενες από οχήματα, το εύρος της αποζημιώσεως και τους δικαιούχους (προαναφερθείσες αποφάσεις Haasová, σκέψη 41, και Drozdovs, σκέψη 32).

31      Ωστόσο, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίζουν ότι η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο αστική ευθύνη που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων θα καλύπτεται από ασφάλιση σύμφωνη προς τις διατάξεις, μεταξύ άλλων, της πρώτης και της δεύτερης οδηγίας (προπαρατεθείσα απόφαση Marques Almeida, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στον τομέα αυτό, το δίκαιο της Ένωσης και ότι οι εθνικές διατάξεις που ρυθμίζουν την αποζημίωση για ζημίες που προκαλούνται από την κυκλοφορία αυτοκίνητων οχημάτων δεν μπορούν να καταλύουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της πρώτης και της δεύτερης οδηγίας (προπαρατεθείσα απόφαση Marques Almeida, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Κατά συνέπεια, η ευχέρεια των κρατών μελών να καθορίζουν ποιες ζημίες καλύπτονται από την υποχρεωτική ασφάλιση, καθώς και τα της εφαρμογής της ασφαλίσεως αυτής περιορίστηκε, μεταξύ άλλων, με τη δεύτερη οδηγία, κατά το ότι κατέστη υποχρεωτική η κάλυψη ορισμένων ζημιών τουλάχιστον έως τα καθοριζόμενα ποσά. Στις ζημίες των οποίων η κάλυψη είναι υποχρεωτική περιλαμβάνονται οι σωματικές βλάβες, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας (προαναφερθείσες αποφάσεις Haasová, σκέψη 46, και Drozdovs, σκέψη 37).

34      Ωστόσο, ο όρος «σωματικές βλάβες» καλύπτει κάθε ζημία, εφόσον η αποκατάστασή της προβλέπεται από το εφαρμοστέο στη διαφορά εθνικό δίκαιο βάσει της απορρέουσας από προσβολή της προσωπικότητας αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου, προσβολή η οποία περιλαμβάνει τόσο τη σωματική βλάβη όσο και την ψυχική οδύνη (προαναφερθείσες αποφάσεις Haasová, σκέψη 47, και Drozdovs, σκέψη 38).

35      Κατά συνέπεια, μεταξύ των ζημιών για τις οποίες, μεταξύ άλλων, η πρώτη και η δεύτερη οδηγία επιβάλλουν υποχρέωση αποζημιώσεως συγκαταλέγονται οι μη υλικές βλάβες των οποίων η ικανοποίηση προβλέπεται από το εφαρμοστέο στη διαφορά εθνικό δίκαιο στο πλαίσιο της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου (προαναφερθείσες αποφάσεις Haasová, σκέψη 50, και Drozdovs, σκέψη 41).

36      Εν προκειμένω, πρώτον, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, όπως και υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Marques Almeida, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική κανονιστική ρύθμιση αποσκοπεί στον καθορισμό της εκτάσεως του δικαιώματος αποζημιώσεως του θύματος στο πλαίσιο της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου και δεν περιορίζει την κάλυψη που παρέχει η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης.

37      Πράγματι, σύμφωνα με τα όσα εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο περί του ιταλικού δικαίου, το δίκαιο αυτό προβλέπει, αφενός, στο άρθρο 2059 του αστικού κώδικα, τη βάση του δικαιώματος προς ικανοποίηση των μη υλικών ζημιών που προκύπτουν από τροχαία ατυχήματα και, αφετέρου, στο άρθρο 139 του κώδικα ιδιωτικών ασφαλίσεων, τις λεπτομέρειες εφαρμογής όσον αφορά τον προσδιορισμό της εκτάσεως του δικαιώματος αποζημιώσεως, όσον αφορά ελαφρές σωματικές βλάβες προκαλούμενες, ιδίως, από τέτοια ατυχήματα.

38      Ακόμη, απαντώντας σε αίτημα παροχής διευκρινίσεων που του απηύθυνε το Δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι, κατά το ιταλικό δίκαιο, η αστική ευθύνη του ασφαλισμένου για μη υλικές ζημίες σε βάρος ατόμων εξαιτίας τροχαίου ατυχήματος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα ποσά που καλύπτονται, δυνάμει του άρθρου 139 του κώδικα ιδιωτικών ασφαλίσεων, από την υποχρεωτική ασφάλιση, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε η Ιταλική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

39      Έτσι, πρέπει να γίνει δεκτό, αφενός, ότι η ως άνω εθνική ρύθμιση εμπίπτει στο εθνικό δίκαιο αστικής ευθύνης στο οποίο παραπέμπουν η πρώτη και η δεύτερη οδηγία (βλ., κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Haasová, σκέψη 58) και, αφετέρου, ότι δεν είναι ικανή να περιορίσει την κάλυψη της αστικής ευθύνης ενός ασφαλισμένου (βλ., κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Marques Almeida, σκέψη 35).

40      Πρέπει να προστεθεί ότι, όσον αφορά την υποχρεωτική κάλυψη, από την ασφάλιση περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας, των υλικών ζημιών και των σωματικών βλαβών, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει κάποια ένδειξη ότι η σχετική εθνική ρύθμιση δεν προβλέπει ποσά σύμφωνα προς το ελάχιστο όριο το οποίο ορίζει το άρθρο 1 της δεύτερης οδηγίας.

41      Δεύτερον, πρέπει να εξακριβωθεί αν η ως άνω εθνική ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα τον αυτόματο αποκλεισμό ή τον υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος του θύματος προς αποζημίωση βάσει της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων.

42      Συναφώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 69 έως 74 καθώς και 82 και 83 των προτάσεών του, από τη νομολογία που υπενθυμίζεται στις σκέψεις 30 έως 32 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η πρώτη και η δεύτερη οδηγία δεν επιβάλλουν στα κράτη μέλη την επιλογή ενός συγκεκριμένου συστήματος προσδιορισμού της εκτάσεως του δικαιώματος που έχει το θύμα να λάβει αποζημίωση στο πλαίσιο της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου.

43      Έτσι, καταρχήν, δεν αντιβαίνουν προς τις οδηγίες αυτές ούτε μια εθνική νομοθεσία που επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια δεσμευτικά κριτήρια για τον προσδιορισμό των προς αποκατάσταση μη υλικών ζημιών ούτε ειδικά συστήματα προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες των τροχαίων ατυχημάτων, ακόμα και αν τα συστήματα αυτά περιλαμβάνουν, για ορισμένες μη υλικές ζημίες, τρόπο προσδιορισμού της εκτάσεως του δικαιώματος αποζημιώσεως λιγότερο ευνοϊκό για το θύμα έναντι εκείνου που ισχύει όσον αφορά το δικαίωμα αποζημιώσεως των θυμάτων των λοιπών ατυχημάτων πέραν των τροχαίων.

44      Ειδικότερα, το γεγονός ότι, για την εκτίμηση του ποσού της αποζημιώσεως της ελαφράς μη υλικής βλάβης, δεν λαμβάνονται υπόψη ή περιορίζονται ορισμένα από τα στοιχεία του υπολογισμού που ακολουθείται στον τομέα της αποζημιώσεως των θυμάτων των λοιπών ατυχημάτων πέραν των τροχαίων δεν επηρεάζει τη συμφωνία προς τις ανωτέρω οδηγίες μιας τέτοιας εθνικής νομοθεσίας, διότι αυτή δεν έχει ως αποτέλεσμα τον αυτόματο αποκλεισμό ή τον υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος του θύματος προς αποζημίωση (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2011, C‑409/09, Ambrósio Lavrador και Olival Ferreira Bonifácio, Συλλογή 2011, σ. I‑4955, σκέψη 29, και Marques Almeida, προαναφερθείσα, σκέψη 32).

45      Εν προκειμένω, ωστόσο, η ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο περί της υπάρξεως ενός τέτοιου αυτόματου αποκλεισμού ή ενός τέτοιου υπέρμετρου περιορισμού. Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει, καταρχάς, ότι παρέχεται αποζημίωση, στη συνέχεια, ότι ο προβλεπόμενος περιοριστικότερος τρόπος υπολογισμού της αποζημιώσεως αυτής ισχύει μόνο για τις ελαφρές σωματικές βλάβες και, τέλος, ότι το ποσό που προκύπτει από τον ως άνω υπολογισμό είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα της προκληθείσας βλάβης και προς τη διάρκεια της προκληθείσας αναπηρίας. Ακόμη, το εν λόγω σύστημα παρέχει τη δυνατότητα στον δικαστή να διαρρυθμίσει το ποσό της καταβλητέας αποζημιώσεως, προσαυξάνοντάς το μέχρι το ένα πέμπτο του υπολογισθέντος ποσού.

46      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, δεν θίγεται η προβλεπόμενη από το δίκαιο της Ένωσης εγγύηση ότι η προσδιοριζόμενη κατά το εθνικό δίκαιο αστική ευθύνη που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων καλύπτεται από ασφάλιση σύμφωνη προς τις διατάξεις, μεταξύ άλλων, της πρώτης και της δεύτερης οδηγίας (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Marques Almeida, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Επομένως, στο υποβαλλόμενο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας και 1, παράγραφοι 1 και 2, της δεύτερης οδηγίας έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται προς εθνική νομοθεσία όπως αυτή της κύριας δίκης, που προβλέπει ειδικό σύστημα αποζημιώσεως για μη υλικές ζημίες οι οποίες προκύπτουν από ελαφρές σωματικές βλάβες προκαλούμενες από τροχαία ατυχήματα, περιορίζοντας την αποζημίωση για τις εν λόγω βλάβες σε σχέση με όσα ισχύουν στον τομέα της αποκαταστάσεως όμοιων ζημιών που προκαλούνται από άλλα αίτια πέραν των ατυχημάτων αυτών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

48      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 1972, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής, και 1, παράγραφοι 1 και 2, της δεύτερης οδηγίας 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Δεκεμβρίου 1983, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται προς εθνική νομοθεσία όπως αυτή της κύριας δίκης, που προβλέπει ειδικό σύστημα αποζημιώσεως για μη υλικές ζημίες οι οποίες προκύπτουν από ελαφρές σωματικές βλάβες προκαλούμενες από τροχαία ατυχήματα, περιορίζοντας την αποζημίωση για τις εν λόγω βλάβες σε σχέση με όσα ισχύουν στον τομέα της αποκαταστάσεως απολύτως όμοιων ζημιών που προκύπτουν από άλλα αίτια πέραν των ατυχημάτων αυτών.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.