Language of document : ECLI:EU:C:2012:395

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 28ης Ιουνίου 2012 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις προς την επιχείρηση Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ – Ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά – Ανάκτηση – Μη εκτέλεση»

Στην υπόθεση C‑485/10,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 8 Οκτωβρίου 2010,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. Stromsky και Μ. Κωνσταντινίδη, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τους Π. Μυλωνόπουλο και Κ. Μπόσκοβιτς, επικουρούμενους από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους U. Lõhmus, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev (εισηγητή) και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει, εντός των ταχθεισών προθεσμιών, όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως 2009/610/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 2008, για τις ενισχύσεις C 16/04 (πρώην NN 29/04, CP 71/02 και CP 133/05) που χορήγησε η Ελλάδα στην επιχείρηση Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ (ΕΕ 2009, L 225, σ. 104), και, εν πάση περιπτώσει, μη ενημερώνοντας επαρκώς την Επιτροπή για τα μέτρα που έλαβε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19 της αποφάσεως αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2, 3, 5, 6, 8, 9 και 11 έως 18 της αποφάσεως αυτής και από τη Συνθήκη ΛΕΕ.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 83, σ. 1), έχει ως εξής:

«Εκτιμώντας ότι, στις περιπτώσεις παράνομων ενισχύσεων που δεν είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, θα πρέπει να αποκαθίσταται αποτελεσματικός ανταγωνισμός· ότι, για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να ανακτάται αμελλητί η ενίσχυση, περιλαμβανομένων και των τόκων· ότι είναι σκόπιμο η ανάκτηση να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας· ότι η εφαρμογή των διαδικασιών αυτών δεν θα πρέπει να εμποδίζει την αποκατάσταση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, εμποδίζοντας την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής· ότι, για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της αποφάσεως της Επιτροπής.»

3        Το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:

«Με την επιφύλαξη [διατάξεως] του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] κατ’ εφαρμογή του άρθρου [278 ΣΛΕΕ], η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό και σε περίπτωση κινήσεως διαδικασίας ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που διαθέτουν στα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας.»

4        Το άρθρο 23, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Εφόσον το οικείο κράτος μέλος δεν συμμορφώνεται με μια υπό όρους ή αρνητική απόφαση, και ιδίως στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 14, η Επιτροπή μπορεί να προσφεύγει απευθείας στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο [108], παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ].»

 Ιστορικό της διαφοράς

 Η απόφαση 2009/610

5        Τα άρθρα 2, 3, 8, 9 και 11 έως 15 της αποφάσεως 2009/610 ορίζουν ότι ορισμένα μέτρα, που συνίστανται σε εισφορές κεφαλαίου, εγγυήσεις, αντεγγυήσεις και δάνεια προς την επιχείρηση Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ (στο εξής: ΕΝΑΕ) αποτελούν ενισχύσεις μη συμβατές με την κοινή αγορά.

6        Κατά τα άρθρα 5 και 6 της αποφάσεως αυτής, οι ενισχύσεις που προσδιορίζονται στα άρθρα αυτά, καίτοι εγκρίθηκαν από την Επιτροπή, χορηγήθηκαν καταχρηστικώς και πρέπει να ανακτηθούν.

7        Κατά το άρθρο 16 της αποφάσεως 2009/610, η εγγύηση αποζημιώσεως που χορήγησε η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως ΑΕ στην κοινοπραξία που συγκροτείται από τη Howaldtswerke-Deutsche Werft GmbH και τη Ferrostaal AG, και η οποία προβλέπει ότι η πρώτη αυτή εταιρία θα αποζημιώσει την κοινοπραξία για κάθε κρατική ενίσχυση που θα υποχρεωθεί να επιστρέψει η ΕΝΑΕ, συνιστά ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και μη συμβατή με την κοινή αγορά, η οποία πρέπει να διακοπεί αμέσως.

8        Δεδομένου ότι από την προς ανάκτηση ενίσχυση ωφελήθηκαν αποκλειστικά και μόνον οι μη στρατιωτικές δραστηριότητες της ΕΝΑΕ, το άρθρο 17 της αποφάσεως αυτής διευκρινίζει ότι οι ενισχύσεις αυτές πρέπει να ανακτηθούν από το τμήμα των μη στρατιωτικών δραστηριοτήτων της εταιρίας αυτής.

9        Το άρθρο 18 της αποφάσεως 2009/610 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.       Η Ελλάδα θα ανακτήσει από την ΕΝΑΕ τις προς ανάκτηση ενισχύσεις, όπως ορίζονται στα άρθρα 2, 3, 5, 6, 8, 9 και 11 έως 15.

[…]

4.      Η ανάκτηση της ενίσχυσης είναι άμεση και πραγματική.

5.      Η Ελλάδα εξασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.»

10      Το άρθρο 19 της εν λόγω αποφάσεως έχει ως εξής:

«1.      Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ελλάδα υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή:

α)      το ποσό (κεφάλαιο και τόκοι ανάκτησης) που θα ανακτηθεί από τον αποδέκτη·

β)      λεπτομερή περιγραφή των ήδη ληφθέντων μέτρων και των σχεδιαζόμενων μέτρων για τη συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση·

γ)      έγγραφα που αποδεικνύουν ότι ο αποδέκτης έχει διαταχθεί να επιστρέψει την ενίσχυση.

2.      Η Ελλάδα τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοκλήρωση της ανάκτησης της ενίσχυσης. Υποβάλλει αμέσως, μετά από απλή αίτηση της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα ήδη ληφθέντα και τα σχεδιαζόμενα μέτρα για τη συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση. Υποβάλλει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα ποσά της ενίσχυσης και τους τόκους ανάκτησης που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον αποδέκτη.»

 Οι προ της ασκήσεως της παρούσας προσφυγής διαβουλεύσεις

11      Η απόφαση 2009/610 κοινοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία στις 13 Αυγούστου 2008.

12      Στη συνέχεια, αντηλλάγη εκτεταμένη αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής, των ελληνικών αρχών και των εκπροσώπων της ΕΝΑΕ. Πραγματοποιήθηκαν επίσης μεταξύ αυτών πολυάριθμες συναντήσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή πραγματοποίησε επιτόπια αποστολή προς εξακρίβωση της εκτελέσεως της αποφάσεως 2009/610.

13      Με έγγραφο της 5ης Νοεμβρίου 2008, οι ελληνικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι συνέλεγαν ορισμένες πληροφορίες και ότι είχαν αρχίσει οι ενέργειες για την άρση των εγγυήσεων του Δημοσίου σε δάνεια προς την ΕΝΑΕ. Εξάλλου, οι εν λόγω αρχές ζήτησαν παράταση έξι μηνών για την προθεσμία του άρθρου 18, παράγραφος 5, της αποφάσεως 2009/610.

14      Κατά τη διάρκεια συναντήσεως που πραγματοποιήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2008, η Επιτροπή πληροφόρησε τις ελληνικές αρχές ότι το αίτημά τους για παράταση της προθεσμίας δεν μπορούσε να γίνει δεκτό.

15      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεως της ΕΝΑΕ, η πλήρης ανάκτηση των επιδίκων ενισχύσεων θα μπορούσε να προκαλέσει την πτώχευσή της, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών δραστηριοτήτων της, ικανή να θίξει τα ουσιώδη συμφέροντα ασφάλειας της Ελλάδας υπό την έννοια του άρθρου 346 ΣΛΕΕ. Προς αποφυγή του ενδεχομένου αυτού, η Επιτροπή, οι ελληνικές αρχές και οι εκπρόσωποι της ΕΝΑΕ κατέληξαν, κατά τη συνάντηση της 8ης Ιουλίου 2009, σε συμφωνία που προέβλεπε ότι η απόφαση 2009/610 θα θεωρούνταν ως προσηκόντως εκτελεσθείσα υπό την προϋπόθεση ότι:

–        η ENAE θα πωλήσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία που συνδέονται αποκλειστικά με τις μη στρατιωτικές δραστηριότητές της προκειμένου να επιστρέψει στο Δημόσιο, έστω και εν μέρει, τις ληφθείσες ενισχύσεις·

–        η ENAE αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην αναπτύξει εμπορική δραστηριότητα κατά τα επόμενα δέκα έτη· και

–        η ENAE δεσμεύεται να μην κάνει χρήση της εγγυήσεως αποζημιώσεως που αναφέρεται στο άρθρο 16 της εν λόγω αποφάσεως.

16      Τη συμφωνία αυτή ακολούθησε νέα ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών. Στις 28 Ιουλίου 2010 συνήφθη νέα συμφωνία, η οποία προέβλεπε ότι η απόφαση 2009/610 θα λογιζόταν ως προσηκόντως εκτελεσθείσα εφόσον πληρούνταν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

–        πώληση των περιουσιακών στοιχείων που συνδέονται αποκλειστικά με τις μη στρατιωτικές δραστηριότητες της ΕΝΑΕ, όπως αυτές καθορίστηκαν κατά τη συνάντηση της 8ης Ιουλίου 2009, και απόδοση του τιμήματος των πωλήσεων αυτών στο Δημόσιο·

–        επιστροφή στο Δημόσιο των γεωτεμαχίων που παραχωρήθηκαν στην ΕΝΑΕ για αποκλειστική χρήση και τα οποία δεν σχετίζονται με τις στρατιωτικές δραστηριότητες·

–        δεσμευτική δήλωση της ENAE ότι δεν θα αναπτύξει εμπορική δραστηριότητα κατά τα δεκαπέντε επόμενα έτη·

–        δεσμευτική δήλωση ότι δεν θα γίνει χρήση της εγγυήσεως αποζημιώσεως που αναφέρεται στο άρθρο 16 της αποφάσεως 2009/610· και

–        δέσμευση για την ενημέρωση της Επιτροπής κατά τακτά χρονικά διαστήματα σχετικά με την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως.

17      Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από την απόφαση 2009/610, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

 Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

18      Κατόπιν της ασκήσεως της προσφυγής, οι ελληνικές αρχές απηύθυναν στην Επιτροπή, στις 9 Νοεμβρίου 2010, επιστολή με την οποία εξηγούσαν λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο σχεδίαζαν να εκτελέσουν την απόφαση 2009/610 και αναλάμβαναν προς τούτο μια σειρά δεσμεύσεων. Με έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2010, ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής αρμόδιος για θέματα ανταγωνισμού δήλωσε ότι έλαβε γνώση των εν λόγω δεσμεύσεων και ανέφερε ότι, εφόσον αυτές εφαρμόζονταν πράγματι, η Επιτροπή θα θεωρούσε την απόφαση 2009/610 ως πλήρως εκτελεσθείσα.

19      Προκειμένου να μπορέσουν οι ελληνικές αρχές να θέσουν σε εφαρμογή τις εν λόγω δεσμεύσεις, η Επιτροπή ζήτησε, στις 23 Φεβρουαρίου 2011, την αναστολή της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας για περίοδο έξι μηνών. Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου 2011, η διαδικασία ανεστάλη έως την 1η Ιουνίου 2011.

20      Εκτιμώντας ότι κατά τη λήξη της περιόδου αυτής δεν είχε ληφθεί κανένα μέτρο, η Επιτροπή ζήτησε τη συνέχιση της διαδικασίας.

 Επί της προσφυγής

 Επί της πρώτης αιτιάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

21      Με την πρώτη αιτίασή της, η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2, 3, 5, 6, 8, 9 και 11 έως 18 της αποφάσεως 2009/610. Το εν λόγω όργανο υποστηρίζει ότι η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση προς την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με το άρθρο 18, παράγραφος 5, της αποφάσεως αυτής, ήτοι τη 13η Δεκεμβρίου 2008. Υπογραμμίζει ότι δεν χορηγήθηκε καμία παράταση της εν λόγω προθεσμίας ούτε ρητώς ούτε σιωπηρώς. Αντιθέτως, η αίτηση παρατάσεως την οποία υπέβαλαν οι ελληνικές αρχές στις 5 Νοεμβρίου 2008 απορρίφθηκε.

22      Η Επιτροπή θεωρεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν τήρησε καμία από τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει κατά τις μεταξύ τους διαβουλεύσεις. Κατά συνέπεια, το κράτος μέλος αυτό δεν έλαβε κανένα μέτρο προς εκτέλεση της αποφάσεως 2009/610.

23      Ο μόνος αμυντικός ισχυρισμός τον οποίο μπορεί να προβάλει ένα κράτος μέλος κατά προσφυγής λόγω παραβάσεως, ασκηθείσας από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, είναι η απόλυτη αδυναμία ορθής εκτελέσεως της αποφάσεως. Όμως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε τέτοιον ισχυρισμό.

24      Η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά, καταρχάς, ότι η πρώτη αιτίαση είναι ασαφής, καθόσον η Επιτροπή παρέλειψε να διευκρινίσει ποια ήταν, κατά τη γνώμη της, η προθεσμία εκτελέσεως της αποφάσεως 2009/610. Συναφώς, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι η αρχική προθεσμία που ορίστηκε με την απόφαση αυτή, αλλά οι παραταθείσες προθεσμίες τις οποίες η Επιτροπή δέχθηκε ή ανέχθηκε. Συγκεκριμένα, η αρχικώς ορισθείσα προθεσμία πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρώς παραταθείσα έως τις 28 Ιουλίου 2010, ημερομηνία κατά την οποία επιτεύχθηκε η συμφωνία μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών, ή ακόμα έως τις 24 Σεπτεμβρίου 2010, ημερομηνία κατά την οποία οριστικοποιήθηκαν οι «επίσημες επιστολές» των εν λόγω αρχών. Εν πάση περιπτώσει, η συμμετοχή των εν λόγω αρχών στις διαβουλεύσεις με την Επιτροπή συνεπαγόταν αναστολή της προθεσμίας που είχε αρχικώς οριστεί με την εν λόγω απόφαση.

25      Το κράτος μέλος αυτό υπενθυμίζει, περαιτέρω, ότι η εκτέλεση της αποφάσεως 2009/610 παρουσίαζε πραγματικές δυσκολίες, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή. Προκειμένου να υπερπηδηθούν οι εν λόγω δυσκολίες, οι ελληνικές αρχές συνεργάστηκαν ειλικρινά με την Επιτροπή καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και ανέλαβαν προς τούτο ορισμένες δεσμεύσεις τις οποίες η Επιτροπή δέχθηκε με τις συμφωνίες της 8ης Ιουλίου 2009 και της 28ης Ιουλίου 2010. Κατά συνέπεια, η αιτίαση της Επιτροπής ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβη στις απαραίτητες ενέργειες για την εκτέλεση της αποφάσεως στερούνται ερείσματος.

26      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, τέλος, ότι η προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου κατόπιν της επιστολής του Αντιπροέδρου της Επιτροπής αρμόδιου για θέματα ανταγωνισμού, της 1ης Δεκεμβρίου 2010. Η επιστολή αυτή αποτελεί, στην πραγματικότητα, νέα απόφαση της Επιτροπής, η οποία αντικατέστησε την απόφαση 2009/610. Συγκεκριμένα, στη νέα αυτή απόφαση, η Επιτροπή ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι, αν τα σχεδιαζόμενα μέτρα και οι αναληφθείσες από τις ελληνικές αρχές δεσμεύσεις εφαρμόζονταν πλήρως, η ίδια θα θεωρούσε την απόφαση 2009/610 ως οριστικώς και πλήρως εκτελεσθείσα.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

27      Κατά πάγια νομολογία, το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης αποφάσεως η οποία το υποχρεώνει να ανακτήσει παράνομες ενισχύσεις οφείλει, βάσει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής. Το εν λόγω κράτος μέλος υποχρεούται να ανακτήσει πράγματι τα οφειλόμενα ποσά (αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2006, C-232/05, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2006, σ. I-10071, σκέψη 42· της 20ής Οκτωβρίου 2011, C-549/09, Επιτροπή κατά Γαλλίας, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 27, καθώς και της 1ης Μαρτίου 2012, C‑354/10, Επιτροπή κατά Ελλάδας, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 57).

28      Σε περίπτωση αποφάσεως διαπιστώνουσας τον παράνομο και ασύμβατο με την κοινή αγορά χαρακτήρα μιας ενισχύσεως, η κατόπιν εντολής της Επιτροπής ανάκτησή της λαμβάνει χώρα υπό τους όρους του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 (προμνησθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας της 20ής Οκτωβρίου 2011, σκέψη 28, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 58).

29      Δυνάμει της εν λόγω διατάξεως, η ανάκτηση μιας τέτοιας ενισχύσεως πρέπει να πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους διαδικασίες, όπως προκύπτει και από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, εφόσον οι διαδικασίες αυτές καθιστούν δυνατή την άμεση και πραγματική εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής (προμνησθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας της 20ής Οκτωβρίου 2011, σκέψη 29, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 59).

30      Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, οποιαδήποτε καθυστερημένη ανάκτηση, ήτοι κατόπιν της λήξεως της ταχθείσας προθεσμίας, δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές της Συνθήκης (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-304/09, Επιτροπή κατά Ιταλίας, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 32· της 14ης Ιουλίου 2011, C‑303/09, Επιτροπή κατά Ιταλίας, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 30, και προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 60).

31      Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ημερομηνία αναφοράς για την εφαρμογή του άρθρου 108, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι εκείνη που προβλέπεται στην απόφαση της οποίας η μη εκτέλεση αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς ή, ενδεχομένως, εκείνη την οποία η Επιτροπή καθόρισε στη συνέχεια (βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2006, C-207/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2006, σ. I-70, σκέψη 31, καθώς και προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 61).

32      Εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 4, της αποφάσεως 2009/610, η Ελληνική Δημοκρατία όφειλε να εξασφαλίσει την «άμεση» ανάκτηση των επιδίκων ενισχύσεων. Το κράτος μέλος αυτό διέθετε προς τούτο, δυνάμει της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού, προθεσμία τεσσάρων μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω αποφάσεως.

33      Δεδομένου ότι η απόφαση 2009/610 κοινοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία στις 13 Αυγούστου 2008, η προθεσμία που της τάχθηκε για την ανάκτηση των επιδίκων ενισχύσεων έληγε στις 13 Δεκεμβρίου 2008.

34      Στην υπό κρίση υπόθεση, όμως, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε λάβει κανένα μέτρο προς εκτέλεση της αποφάσεως 2009/610.

35      Το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η εν λόγω προθεσμία είχε σιωπηρώς παραταθεί, ή έστω ανασταλεί, λόγω των διαβουλεύσεων που ακολούθησαν μεταξύ αυτής, της Επιτροπής και των εκπροσώπων της ΕΝΑΕ, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πράγματι, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι η προθεσμία του άρθρου 18, παράγραφος 5, της αποφάσεως 2009/610 παρατάθηκε. Αντιθέτως, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή δεν έκανε δεκτή την αίτηση των ελληνικών αρχών για παράταση της προθεσμίας αυτής.

36      Εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητείται ότι, δυόμισι και πλέον έτη μετά την κοινοποίηση της αποφάσεως 2009/610, η Ελληνική Δημοκρατία δεν έχει προβεί στην ανάκτηση κανενός ποσού αντιστοιχούντος στις επίδικες ενισχύσεις. Η κατάσταση αυτή είναι προδήλως ασυμβίβαστη με την υποχρέωση αυτού του κράτους μέλους να προβεί σε άμεση και πραγματική εκτέλεση της αποφάσεως αυτής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιταλίας της 14ης Ιουλίου 2011, σκέψη 32, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 67).

37      Είναι μεν αληθές ότι η Ελληνική Δημοκρατία ανέλαβε ορισμένες δεσμεύσεις όσον αφορά την εκτέλεση της αποφάσεως 2009/610, όπως αυτές που περιγράφονται στις σκέψεις 15, 16 και 18 της παρούσας αποφάσεως· επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι οι δεσμεύσεις αυτές δεν τέθηκαν σε εφαρμογή. Πράγματι, με το υπόμνημα αντικρούσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία περιορίζεται να επικαλεστεί τη συμμετοχή της στις διαπραγματεύσεις με την Επιτροπή, την αποστολή στην Επιτροπή μιας σειράς επισήμων επιστολών και την ανάληψη των προμνησθεισών δεσμεύσεων, χωρίς ωστόσο να αναφέρει οποιαδήποτε πραγματική ανάκτηση των ποσών που αντιστοιχούν στις επίδικες ενισχύσεις.

38      Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου κατόπιν της επιστολής του Αντιπροέδρου της Επιτροπής αρμόδιου για θέματα ανταγωνισμού της 1ης Δεκεμβρίου 2010, διαπιστώνεται ότι ουδόλως προκύπτει από το περιεχόμενό της ότι η επιστολή αυτή αντικαθιστούσε την απόφαση 2009/610, όπως διατείνεται αυτό το κράτος μέλος. Πράγματι, με την εν λόγω επιστολή απλώς λαμβάνονται υπό σημείωση οι τελευταίες δεσμεύσεις των ελληνικών αρχών και επισημαίνεται ότι, αν οι δεσμεύσεις αυτές εφαρμοστούν πράγματι, η Επιτροπή θα θεωρήσει ότι η απόφαση 2009/610 έχει πλήρως εκτελεστεί.

39      Κατά τα λοιπά, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν επικαλέστηκε, κατά τρόπο αιτιολογημένο, απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως 2009/610 ούτε κατά τις επαφές της με την Επιτροπή πριν από την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής ούτε στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας. Αντιθέτως, η ανάληψη των δεσμεύσεων που περιγράφονται στις σκέψεις 15, 16 και 18 της παρούσας αποφάσεως καταδεικνύει ότι η ορθή και πραγματική εκτέλεση της αποφάσεως αυτής θεωρήθηκε δυνατή.

40      Κατά συνέπεια, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, όλα τα αναγκαία μέτρα προς εκτέλεση της αποφάσεως 2009/610, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2, 3, 5, 6, 8, 9 και 11 έως 18 της αποφάσεως αυτής.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

41      Η Επιτροπή φρονεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη ανακοινώνοντάς της τα μέτρα που είχε λάβει προς εκτέλεση της αποφάσεως 2009/610, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19 της αποφάσεως αυτής. Οι υποχρεώσεις αυτές συνεπάγονται την παροχή συγκεκριμένων πληροφοριών σχετικά με τα μέτρα εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως και όχι την παροχή γενικών πληροφοριών. Δεδομένου, όμως, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε κανένα μέτρο προς εκτέλεση της αποφάσεως 2009/610, παρέβη και την υποχρέωση ενημερώσεως την οποία προβλέπει το εν λόγω άρθρο 19.

42      Η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά ότι η δεύτερη αιτίαση είναι ασαφής στο μέτρο που η Επιτροπή δεν προσδιορίζει τις πληροφορίες τις οποίες οι ελληνικές αρχές παρέλειψαν να της ανακοινώσουν. Το κράτος μέλος αυτό υπενθυμίζει ότι υπήρξε τακτική, συστηματική και αδιάλειπτη επικοινωνία μεταξύ των εν λόγω αρχών και της Επιτροπής καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Συγκεκριμένα, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, οι ελληνικές αρχές τής παρέσχαν πολυάριθμες πληροφορίες.

43      Ειδικότερα, οι πληροφορίες σχετικά με το ποσό που έπρεπε να ανακτηθεί από τον αποδέκτη, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2009/610, παρασχέθηκαν με επιστολή της 24ης Σεπτεμβρίου 2010. Όσον αφορά την υποχρέωση ενημερώσεως της Επιτροπής για τα ήδη ληφθέντα και τα σχεδιαζόμενα μέτρα προς εκτέλεση της αποφάσεως 2009/610, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως αυτής, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι δεν παρέβη την υποχρέωση αυτή, όπως προκύπτει από το σύνολο της αλληλογραφίας που αντηλλάγη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Όσον αφορά, τέλος, τις πληροφορίες που αποδεικνύουν ότι ο αποδέκτης έχει διαταχθεί να επιστρέψει τις επίδικες ενισχύσεις, πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της εν λόγω αποφάσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η ίδια η Επιτροπή συμφώνησε ότι η πλήρης ανάκτηση των εν λόγω ενισχύσεων ήταν αδύνατη, καθόσον υπήρχε κίνδυνος να προκαλέσει την πτώχευση της ΕΝΑΕ, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών δραστηριοτήτων της.

44      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν της παρέσχε τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 19 της αποφάσεως 2009/610.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

45      Το άρθρο 19 της αποφάσεως 2009/610 επιβάλλει στην Ελληνική Δημοκρατία την υποχρέωση να παράσχει στην Επιτροπή μια σειρά πληροφοριών εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω αποφάσεως.

46      Είναι μεν αληθές ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέσχε καθ’ όλη τη διάρκεια της αλληλογραφίας που διατήρησε με τις υπηρεσίες της Επιτροπής σημαντικό αριθμό πληροφοριών σχετικά με τα μέτρα που σχεδίαζε να λάβει προς εκτέλεση της αποφάσεως 2009/610, δεν αμφισβητείται, όμως, ότι οι πληροφορίες αυτές δεν ανακοινώθηκαν εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 19 της αποφάσεως αυτής.

47      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να παράσχει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 19 της αποφάσεως 2009/610, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη διάταξη αυτή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

48      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα, η δε τελευταία ηττήθηκε, η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, όλα τα αναγκαία μέτρα προς εκτέλεση της αποφάσεως 2009/610/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 2008, για τις ενισχύσεις C 16/04 (πρώην NN 29/04, CP 71/02 και CP 133/05) που χορήγησε η Ελλάδα στην επιχείρηση Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ, και παραλείποντας να παράσχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 19 της αποφάσεως αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2, 3, 5, 6, 8, 9 και 11 έως 19 της εν λόγω αποφάσεως.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.