Language of document : ECLI:EU:C:2015:298

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 5ης Μαΐου 2015 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως — Θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας — Ενιαίο καθεστώς προστασίας ευρεσιτεχνιών — Κανονισμός (ΕΕ) 1257/2012 — Άρθρο 118, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ — Νομική βάση — Άρθρο 291 ΣΛΕΕ — Ανάθεση εξουσιών σε όργανα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές της αυτοτέλειας και της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑146/13,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 22 Μαρτίου 2013,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τις E. Chamizo Llatas και S. Centeno Huerta,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τις M. Gómez‑Leal και M. Dean, καθώς και από τον U. Rösslein,

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους T. Middleton και F. Florindo Gijón, καθώς και από τις Μ. Μπαλτά και L. Grønfeldt,

καθών,

υποστηριζόμενων από:

το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από την C. Pochet, καθώς και από τους J.‑C. Halleux και T. Materne,

την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

το Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από τον C. Thorning και τη M. Wolff,

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και M. Möller, καθώς και από την J. Kemper,

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues, F.‑X. Bréchot και D. Colas, καθώς και από τη N. Rouam,

το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου,

την Ουγγαρία, εκπροσωπούμενη από τον M. Fehér και την K. Szíjjártó,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τη M. Bulterman και τον J. Langer,

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις A. Falk, C. Meyer-Seitz και U. Persson,

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον M. Holt, επικουρούμενο από την J. Stratford, QC, και τον T. Mitcheson, barrister,

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την I. Martínez del Peral, καθώς και από τους T. van Rijn, B. Smulders και F. Bulst,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, M. Ilešič (εισηγητή), A. Ó Caoimh, C. Vajda και S. Rodin, προέδρους τμήματος, A. Borg Barthet, J. Malenovský, E. Levits, E. Jarašiūnas, C. G. Fernlund και J. L. da Cruz Vilaça, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Ιουλίου 2014,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Νοεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή του, το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί την ακύρωση του κανονισμού (ΕΕ) 1257/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2012, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών (ΕΕ L 361, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

2        Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσαν τον ως άνω κανονισμό κατόπιν της αποφάσεως 2011/167/ΕΕ του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2011, για την έγκριση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών (ΕΕ L 76, σ. 53, στο εξής: απόφαση ενισχυμένης συνεργασίας).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

 Η Σύμβαση για τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας

3        Το τιτλοφορούμενο «Ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας» άρθρο 2 της Συμβάσεως για τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η οποία υπογράφηκε στο Μόναχο στις 5 Οκτωβρίου 1973 και τέθηκε σε ισχύ στις 7 Οκτωβρίου 1977, όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο (στο εξής: ΣΕΔΕ), ορίζει τα εξής:

«(1)      Τα διπλώματα, που χορηγούνται σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή, ονομάζονται ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας.

(2)      Σε κάθε ένα συμβαλλόμενο Κράτος για το οποίο έχει χορηγηθεί, το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έχει την ίδια ισχύ και υπόκειται στο ίδιο καθεστώς, με ένα εθνικό δίπλωμα που απονεμήθηκε στο Κράτος αυτό, εκτός εάν ορίζει διαφορετικά η Σύμβαση αυτή.»

4        Το άρθρο 142 της ΣΕΔΕ, το οποίο τιτλοφορείται «Ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας», ορίζει τα εξής:

«(1)      Ομάδα συμβαλλομένων Κρατών που αποφάσισε, με ειδική συμφωνία, ότι τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας που χορηγούνται για τα Κράτη αυτά θα έχουν ενιαίο χαρακτήρα στο σύνολο του εδάφους τους, μπορεί να προβλέψει ότι τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας μπορεί να χορηγούνται μόνο από κοινού για όλα αυτά τα Κράτη.

(2)      Οι διατάξεις του μέρους αυτού εφαρμόζονται όταν η ομάδα των συμβαλλόμενων Κρατών χρησιμοποίησε το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1.»

5        Το άρθρο 143 της ΣΕΔΕ, το οποίο τιτλοφορείται «Ειδικά τμήματα του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας» (στο εξής: ΕΓΔΕ), ορίζει τα εξής:

«(1)      Η ομάδα των συμβαλλόμενων Κρατών μπορεί να αναθέσει στο [ΕΓΔΕ] συμπληρωματικά καθήκοντα.

(2)      Για την εκτέλεση αυτών των συμπληρωματικών καθηκόντων, μπορούν να δημιουργηθούν στο [ΕΓΔΕ] ειδικά τμήματα, κοινά για όλα τα συμβαλλόμενα Κράτη που ανήκουν στην ομάδα αυτή. Ο Πρόεδρος του [ΕΓΔΕ] διευθύνει τα ειδικά αυτά τμήματα. Οι διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζονται ανάλογα.»

6        Το άρθρο 145 της ΣΕΔΕ, το οποίο τιτλοφορείται «Ειδική Επιτροπή του Διοικητικού Συμβουλίου», ορίζει τα εξής:

«(1)      Η ομάδα των συμβαλλόμενων Κρατών μπορεί να συστήσει μία Ειδική Επιτροπή του Διοικητικού Συμβουλίου για να ελέγχει τη δραστηριότητα των ειδικών τμημάτων που δημιουργήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 143, παράγραφος 2. Το [ΕΓΔΕ] θέτει στη διάθεση της επιτροπής αυτής το προσωπικό, τα γραφεία και τα αναγκαία υλικά μέσα για την εκτέλεση της αποστολής της. Ο Πρόεδρος του [ΕΓΔΕ] είναι υπεύθυνος για τις δραστηριότητες των ειδικών τμημάτων απέναντι στην Ειδική Επιτροπή του Διοικητικού Συμβουλίου.

(2)      Η σύνθεση, οι αρμοδιότητες και οι δραστηριότητες της Ειδικής Επιτροπής καθορίζονται από την ομάδα των συμβαλλόμενων Κρατών.»

7        Κατά το άρθρο 146 της ΣΕΔΕ:

«Εφόσον μια ομάδα συμβαλλομένων Κρατών ανέθεσε συμπληρωματικό έργο στο [ΕΓΔΕ] σύμφωνα με το άρθρο 143, αναλαμβάνει τις δαπάνες που συνεπάγεται για τον Οργανισμό η εκτέλεση των έργων αυτών. Εάν συστήθηκαν ειδικά τμήματα μέσα στο [ΕΓΔΕ] για την εκτέλεση του συμπληρωματικού αυτού έργου, η ομάδα των συμβαλλόμενων Κρατών αναλαμβάνει τις δαπάνες του προσωπικού, του γραφείου και του αναγκαίου υλικού για τα τμήματα αυτά. Τα άρθρα 39 παράγραφοι 3 και 4, και τα άρθρα 41 και 47 εφαρμόζονται ανάλογα.»

8        Το άρθρο 147 της ΣΕΔΕ, το οποίο τιτλοφορείται «Πληρωμές για τέλη ανανέωσης ενιαίου διπλώματος ευρεσιτεχνίας», ορίζει τα εξής:

«Εάν η ομάδα των συμβαλλόμενων Κρατών κατάρτισε ενιαία κλίμακα για τα ετήσια τέλη, το εκατοστιαίο ποσοστό που προβλέπεται στο άρθρο 39 παράγραφος 1, υπολογίζεται σύμφωνα με την ενιαία αυτή κλίμακα. Το ελάχιστο ποσό που προβλέπεται στο άρθρο 39, παράγραφος 1, αποτελεί επίσης το ελάχιστο ποσό και για το ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Το άρθρο 39 παράγραφοι 3 και 4 εφαρμόζονται ανάλογα.»

 Η Συμφωνία για την ίδρυση Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας

9        Το άρθρο 23 της Συμφωνίας για την ίδρυση Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, η οποία υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 19 Φεβρουαρίου 2013 (ΕΕ C 175, σ. 1, στο εξής: Συμφωνία για το ΕΔΔΕ), ορίζει τα εξής:

«Οι πράξεις του Δικαστηρίου αποδίδονται απευθείας σε κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος Μέλος χωριστά, μεταξύ άλλων για τους σκοπούς των άρθρων 258, 259 και 260 της ΣΛΕΕ, και σε όλα τα Συμβαλλόμενα Κράτη Μέλη συλλογικά.»

10      Το άρθρο 89, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα Συμφωνία τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2014 ή την πρώτη ημέρα του τέταρτου μήνα από την κατάθεση του δέκατου τρίτου εγγράφου επικύρωσης ή προσχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 84, συμπεριλαμβανομένων των τριών κρατών μελών τα οποία είχαν το μεγαλύτερο αριθμό ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας εν ισχύι κατά το έτος πριν από το έτος υπογραφής της Συμφωνίας ή την πρώτη ημέρα του τέταρτου μήνα από την έναρξη ισχύος των τροποποιήσεων του κανονισμού (ΕΕ) […] 1215/2012 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351, σ. 1),] όσον αφορά τη σχέση του με την παρούσα Συμφωνία, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι μεταγενέστερη.»

 Το δίκαιο της Ένωσης

11      Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 4, 7, 9, 16, 20, 24 και 25 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχουν ως εξής:

«(1)      Η δημιουργία των νομικών συνθηκών οι οποίες επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να προσαρμόσουν τη δραστηριότητά τους στη διασυνοριακή μεταποίηση και διανομή προϊόντων και τους παρέχουν περισσότερες επιλογές και ευκαιρίες συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 [ΣΕΕ]. Η ενιαία προστασία των ευρεσιτεχνιών στην εσωτερική αγορά, ή τουλάχιστον σε σημαντικό τμήμα της, θα πρέπει να περιλαμβάνεται στις νομικές πράξεις που έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις.

[...]

(4)      Το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών αναμένεται να προωθήσει την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς διευκολύνοντας και καθιστώντας λιγότερο δαπανηρή και περισσότερο νομικά ασφαλή την πρόσβαση στο σύστημα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Αναμένεται επίσης να βελτιώσει το επίπεδο προστασίας των ευρεσιτεχνιών παρέχοντας τη δυνατότητα εξασφάλισης ενιαίας προστασίας των ευρεσιτεχνιών στα συμμετέχοντα κράτη μέλη καθώς και να εξαλείψει το κόστος και την πολυπλοκότητα για τις επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ένωση. Θα πρέπει να είναι διαθέσιμο στους δικαιούχους ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας τόσο από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη όσο και από άλλα κράτη, ανεξαρτήτως της ιθαγένειας, του τόπου κατοικίας ή τόπου εγκατάστασής τους.

[...]

(7)      Το καθεστώς ενιαίας προστασίας των ευρεσιτεχνιών θα πρέπει να επιτευχθεί παρέχοντας ενιαία ισχύ στα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας στο στάδιο μετά τη χορήγησή τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού και ως προς όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Το κύριο χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας με ενιαία ισχύ [(στο εξής: ΕΔΕΕΙ)] θα πρέπει να είναι ο ενιαίος χαρακτήρας του, δηλαδή η παροχή ενιαίας προστασίας και η παραγωγή ίδιων αποτελεσμάτων σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, το [ΕΔΕΕΙ] θα πρέπει να περιορίζεται, να μεταβιβάζεται, να ανακαλείται ή να λήγει μόνον ως προς όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Το [ΕΔΕΕΙ] θα πρέπει να μπορεί να αποτελεί αντικείμενο αδειών εκμετάλλευσης σε σχέση με το σύνολο ή μέρος των επικρατειών των συμμετεχόντων κρατών μελών. Προκειμένου να διασφαλίζεται το ομοιόμορφο ουσιαστικό πεδίο της προστασίας που παρέχει το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών, μόνον ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας τα οποία χορηγήθηκαν για όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη με το ίδιο σύνολο αξιώσεων πρέπει να διαθέτουν ενιαία ισχύ. Τέλος, η ενιαία ισχύς που αποδίδεται σε ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας θα πρέπει να έχει επικουρικό χαρακτήρα και θα πρέπει να θεωρείται ότι παύει [να] υφίσταται εφόσον το βασικό ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ανακληθεί ή περιορισθεί.

[...]

(9)      Το [ΕΔΕΕΙ] θα πρέπει να παρέχει στον δικαιούχο το δικαίωμα να εμποδίζει οποιονδήποτε τρίτο από την τέλεση πράξεων έναντι των οποίων το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παρέχει προστασία. Αυτό θα διασφαλίζεται με την ίδρυση ενιαίου δικαστηρίου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Για τα θέματα που δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό ή τον κανονισμό (EE) […] 1260/2012 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2012, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών σε σχέση με τις εφαρμοστέες μεταφραστικές ρυθμίσεις [(ΕΕ L 361, σ. 89)], θα πρέπει να ισχύουν οι διατάξεις της ΣΕΔΕ, η [Συμφωνία για το ΕΔΔΕ], συμπεριλαμβανομένων των διατάξεών της περί πεδίου εφαρμογής του εν λόγω δικαιώματος και των περιορισμών του, και το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

[...]

(16)      Η ομάδα κρατών μελών που κάνει χρήση των διατάξεων του [ενάτου] μέρους […] της ΣΕΔΕ δύναται να αναθέσει καθήκοντα στο ΕΓΔΕ και να συστήσει ειδική επιτροπή στο πλαίσιο του διοικητικού συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (“ειδική επιτροπή”).

[...]

(20)      Το κατάλληλο ύψος και η κατανομή των τελών ανανέωσης θα πρέπει να καθορίζονται ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι, όσον αφορά το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών, όλες οι δαπάνες των εργασιών που ανατίθενται στο ΕΓΔΕ καλύπτονται πλήρως από τους πόρους που παράγουν τα [ΕΔΕΕΙ] και ότι, μαζί με τα τέλη που καταβάλλονται στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας κατά το στάδιο πριν από τη χορήγηση, τα έσοδα από τα τέλη ανανέωσης διασφαλίζουν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας.

[...]

(24)      Η δικαιοδοσία για τα [ΕΔΕΕΙ] θα πρέπει να συσταθεί και να διέπεται από πράξη σχετική με τη σύσταση ενιαίου συστήματος επίλυσης των διαφορών για τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα [ΕΔΕΕΙ].

(25)      Η σύσταση ενός Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας που θα εκδικάζει υποθέσεις που αφορούν το [ΕΔΕΕΙ] έχει καθοριστική σημασία προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία του διπλώματος αυτού, η συνοχή της νομολογίας και, ως εκ τούτου, η ασφάλεια δικαίου και η αποτελεσματικότητα κόστους για τους δικαιούχους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Είναι συνεπώς ύψιστης σημασίας να επικυρώσουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη τη [Συμφωνία για το ΕΔΔΕ] σύμφωνα με τις εθνικές συνταγματικές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες τους και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου το δικαστήριο αυτό να ξεκινήσει τις εργασίες του το ταχύτερο δυνατόν.»

12      Το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός θεσπίζει την ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών, η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση [ενισχυμένης συνεργασίας].

2.      Ο παρών κανονισμός αποτελεί ειδική συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 142 της [ΣΕΔΕ].»

13      Το άρθρο 2, στοιχεία α΄ έως γ΄, του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)      “συμμετέχον κράτος μέλος”: κράτος μέλος το οποίο συμμετέχει, σε ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών, δυνάμει της απόφασης [ενισχυμένης συνεργασίας] ή δυνάμει απόφασης η οποία εκδίδεται σύμφωνα με το δεύτερο ή το τρίτο εδάφιο του άρθρου 331 παράγραφος 1 […] ΣΛΕΕ, κατά την υποβολή της αίτησης ενιαίας ισχύος η οποία αναφέρεται στο άρθρο 9·

β)      “ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας”: δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το οποίο χορηγείται από το [ΕΓΔΕ] βάσει των κανόνων και των διαδικασιών που θεσπίζονται στη ΣΕΔΕ·

γ)      “[ΕΔΕΕΙ]”: ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας με ενιαία ισχύ στα συμμετέχοντα κράτη μέλη δυνάμει του παρόντος κανονισμού».

14      Το άρθρο 3 του ως άνω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που χορηγείται με το ίδιο σύνολο αξιώσεων σε σχέση με όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη διαθέτει ενιαία ισχύ στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, υπό τον όρο ότι η ενιαία ισχύς του καταχωρίζεται στο μητρώο για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών.

Το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που χορηγήθηκε με διαφορετικά σύνολα αξιώσεων για διαφορετικά συμμετέχοντα κράτη μέλη δεν διαθέτει ενιαία ισχύ.

2.      Το [ΕΔΕΕΙ] έχει ενιαίο χαρακτήρα. Παρέχει ενιαία προστασία και παράγει τα ίδια αποτελέσματα σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

Μπορεί να περιορισθεί, να μεταβιβασθεί, να ανακληθεί ή να λήξει, μόνον σε σχέση με όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

Μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αδειών εκμετάλλευσης στο σύνολο ή μέρος της επικράτειας ενός ή πλειόνων συμμετεχόντων κρατών μελών.

3.      Η ενιαία ισχύς του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας θεωρείται ότι παύει να υφίσταται εφόσον το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ανακληθεί ή περιορισθεί.»

15      Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Το [ΕΔΕΕΙ] παρέχει στον δικαιούχο το δικαίωμα να εμποδίζει οποιονδήποτε τρίτο από την τέλεση πράξεων έναντι των οποίων το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παρέχει προστασία στις επικράτειες των συμμετεχόντων κρατών μελών στα οποία έχει ενιαία ισχύ, υπό την αίρεση ισχυόντων περιορισμών.

2.      Το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος αυτού και οι περιορισμοί του είναι ομοιόμορφοι σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη στα οποία το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έχει ενιαία ισχύ.

3.      Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 πράξεις έναντι των οποίων το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παρέχει προστασία και οι ισχύοντες περιορισμοί είναι οι καθοριζόμενοι από τη νομοθεσία που ισχύει για τα [ΕΔΕΕΙ] στο συμμετέχον κράτος μέλος του οποίου η εθνική νομοθεσία εφαρμόζεται στο [ΕΔΕΕΙ] ως αντικείμενο ιδιοκτησίας σύμφωνα με το άρθρο 7.»

16      Το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Το [ΕΔΕΕΙ] ως αντικείμενο ιδιοκτησίας αντιμετωπίζεται στο σύνολό του και σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη ως εθνικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του συμμετέχοντος κράτους μέλους, στο οποίο το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έχει ενιαία ισχύ και στο οποίο, σύμφωνα με το μητρώο ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας:

α)      ο αιτών διπλώματος ευρεσιτεχνίας είχε την κατοικία ή την κύρια έδρα επιχειρηματικής δραστηριότητας κατά την ημερομηνία της υποβολής της αίτησης χορήγησης του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας· ή

β)      εάν δεν εφαρμόζεται το στοιχείο α), ο αιτών είχε επαγγελματική κατοικία κατά την ημερομηνία της υποβολής της αίτησης χορήγησης του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

2.      Εάν δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναφέρονται στο μητρώο ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ως συναιτούντες, το στοιχείο α) της παραγράφου 1 εφαρμόζεται στον συναιτούντα που αναφέρεται πρώτος. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό, το στοιχείο α) της παραγράφου 1 εφαρμόζεται στον επόμενο αναφερόμενο συναιτούντα με τη σειρά καταχώρισης. Εάν το στοιχείο α) της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται σε κανέναν από τους συναιτούντες, εφαρμόζεται ανάλογα το στοιχείο β) της παραγράφου 1.

3.      Εάν κανένας αιτών δεν διέθετε την κατοικία ή την κύρια έδρα του ή την έδρα του σε συμμετέχον κράτος μέλος, στο οποίο το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έχει ενιαία ισχύ, για τους σκοπούς των παραγράφων 1 ή 2, το [ΕΔΕΕΙ] ως αντικείμενο ιδιοκτησίας αντιμετωπίζεται στο σύνολό του και σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη ως εθνικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του κράτους στο οποίο έχει την έδρα του ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΣΕΔΕ.

4.       Η απόκτηση ενός δικαιώματος δεν μπορεί να εξαρτηθεί από οποιαδήποτε καταχώριση σε εθνικό μητρώο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.»

17      Το άρθρο 9 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Διοικητικά καθήκοντα που ανατίθενται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη κατά την έννοια του άρθρου 143 της ΣΕΔΕ αναθέτουν στο ΕΓΔΕ τα ακόλουθα καθήκοντα, τα οποία πρέπει να εκτελούνται σε συμφωνία προς τον εσωτερικό κανονισμό του ΕΓΔΕ:

α)      τη διαχείριση αιτημάτων ενιαίας ισχύος από δικαιούχους ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας·

β)      την ένταξη του μητρώου για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών εντός του ευρωπαϊκού μητρώου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και τη διαχείριση του μητρώου για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών·

γ)      την παραλαβή και την καταχώριση δηλώσεων για την παραχώρηση αδειών εκμετάλλευσης οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 8, την απόσυρσή τους και τους όρους παραχώρησης αδειών εκμετάλλευσης που προβλέφθηκαν σε διεθνείς οργανισμούς τυποποίησης από τον δικαιούχο του [ΕΔΕΕΙ]·

δ)      τη δημοσίευση των μεταφράσεων που αναφέρονται στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) […] 1260/2012 κατά τη μεταβατική περίοδο που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο·

ε)      την είσπραξη και τη διαχείριση των τελών ανανέωσης για τα [ΕΔΕΕΙ], σε σχέση με τα έτη που έπονται του έτους κατά το οποίο το δελτίο ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας αναφέρει ότι χορηγήθηκε το εν λόγω δίπλωμα· την είσπραξη και τη διαχείριση πρόσθετων τελών για την καθυστερημένη πληρωμή τελών ανανέωσης, όπου η καθυστερημένη πληρωμή γίνεται εντός έξι μηνών από την ημερομηνία οφειλής καθώς και την κατανομή μέρους των εισπραχθέντων τελών ανανέωσης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη·

στ)      τη διαχείριση ενός καθεστώτος αποζημίωσης για την επιστροφή των μεταφραστικών δαπανών που αναφέρονται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) […] 1260/2012·

ζ)      τη διασφάλιση ότι τα αιτήματα ενιαίας ισχύος από τον δικαιούχο του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας υποβάλλονται στη γλώσσα της διαδικασίας η οποία ορίζεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3 της ΣΕΔΕ το αργότερο έναν μήνα μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης της χορήγησης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας στο δελτίο ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας· και

η)      τη διασφάλιση ότι η ενιαία ισχύς αναφέρεται στο μητρώο για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών, στο οποίο υποβάλλεται αίτημα ενιαίας ισχύος και, ότι κατά τη μεταβατική περίοδο η οποία προβλέπεται στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) […] 1260/2012, συνυποβάλλονται οι μεταφράσεις που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, καθώς και ότι το ΕΓΔΕ ενημερώνεται για όλους τους περιορισμούς, τις άδειες εκμετάλλευσης, τις μεταβιβάσεις ή τις ανακλήσεις [ΕΔΕΕΙ].

2.      Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, κατά την εκπλήρωση των διεθνών τους υποχρεώσεων που ανέλαβαν στο πλαίσιο της ΣΕΔΕ, διασφαλίζουν την τήρηση του παρόντος κανονισμού και συνεργάζονται για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Υπό την ιδιότητά τους ως συμβαλλόμενων κρατών της ΣΕΔΕ, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη διακυβέρνηση και την εποπτεία των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τα καθήκοντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου καθώς και τον καθορισμό του ύψους των τελών ανανέωσης σύμφωνα με το άρθρο 12 του παρόντος κανονισμού και την κατανομή των τελών ανανέωσης σύμφωνα με το άρθρο 13 του παρόντος κανονισμού.

Για τον σκοπό αυτό, συστήνουν μια ειδική επιτροπή στο πλαίσιο του διοικητικού συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (“ειδική επιτροπή”) κατά την έννοια του άρθρου 145 της ΣΕΔΕ.

Η ειδική επιτροπή απαρτίζεται από τους εκπροσώπους των συμμετεχόντων κρατών μελών και από ένα εκπρόσωπο της Επιτροπής ως παρατηρητή καθώς και τους αναπληρωτές τους που τους εκπροσωπούν σε περίπτωση απουσίας. Τα μέλη της ειδικής επιτροπής μπορούν να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες.

Η ειδική επιτροπή αποφασίζει λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη θέση της Επιτροπής και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 35 παράγραφος 2 της ΣΕΔΕ.

3.       Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη διασφαλίζουν αποτελεσματική έννομη προστασία ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους ή περισσότερων συμμετεχόντων κρατών μελών κατά των αποφάσεων του ΕΓΔΕ οι οποίες λαμβάνονται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.»

18      Το άρθρο 18 του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.      Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2014 ή την ημερομηνία έναρξης ισχύος της [Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ], αναλόγως του ποια από τις ημερομηνίες αυτές είναι η τελευταία.

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 και από το άρθρο 4 παράγραφος 1, το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η ενιαία ισχύς του οποίου έχει καταχωριστεί στο μητρώο για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών διαθέτει ενιαία ισχύ μόνο σε εκείνα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη στα οποία το Ενιαίο Δικαστήριο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας διαθέτει την ημερομηνία της καταχώρισης αποκλειστική αρμοδιότητα για τα [ΕΔΕΕΙ].

3.      Κάθε συμμετέχον κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή την εκ μέρους του επικύρωση της [Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ] κατά τον χρόνο κατάθεσης των κυρωτικών του εγγράφων. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ημερομηνία έναρξης ισχύος της [Σ]υμφωνίας [για το ΕΔΔΕ] και ένα κατάλογο των κρατών μελών που έχουν επικυρώσει τη σύμβαση κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος. Η Επιτροπή επικαιροποιεί στη συνέχεια τακτικά τον κατάλογο των συμμετεχόντων κρατών μελών που έχουν επικυρώσει τη [Συμφωνία για το ΕΔΔΕ] και δημοσιεύει τον επικαιροποιημένο κατάλογο στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.      Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη θέσπιση των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 9 το αργότερο έως την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

5.      Κάθε συμμετέχον κράτος μέλος διασφαλίζει τη θέσπιση των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 έως την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή, στην περίπτωση ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους στο οποίο το Ενιαίο Δικαστήριο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας δεν διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα για τα [ΕΔΕΕΙ] κατά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, έως την ημερομηνία από την οποία το Ενιαίο Δικαστήριο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας διαθέτει τη σχετική αποκλειστική αρμοδιότητα στο εν λόγω συμμετέχον κράτος μέλος.

6.      Το καθεστώς ενιαίας προστασίας των ευρεσιτεχνιών μπορεί να ζητηθεί για κάθε ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το οποίο χορηγείται από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Μαρτίου 2013, το Βασίλειο της Ισπανίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

20      Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 επετράπη στο Βασίλειο του Βελγίου, στην Τσεχική Δημοκρατία, στο Βασίλειο της Δανίας, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, στην Ουγγαρία, στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στο Βασίλειο της Σουηδίας, στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρέμβουν υπέρ των αιτημάτων του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 131, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

21      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να κρίνει νομικά ανυπόστατο τον προσβαλλόμενο κανονισμό ή, επικουρικώς, να τον ακυρώσει στο σύνολό του·

–        επικουρικότερον, να ακυρώσει:

–        το άρθρο 9, παράγραφος 1, στο σύνολό της, και παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατ’ αποδοχή του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, και

–        το άρθρο 18, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού, στο σύνολό του, καθώς και όλες τις περιλαμβανόμενες στον εν λόγω κανονισμό παραπομπές στο Ενιαίο Δικαστήριο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, ως δικαιοδοτικό όργανο για το ΕΔΕΕΙ και ως πηγή του δικαίου του ΕΔEΕI, και

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

22      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, προς τα οποία συντάσσεται το σύνολο των παρεμβαινόντων, ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και

–        να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της προσφυγής

23      Προς στήριξη της προσφυγής του, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως, τους οποίους αντλεί, αντιστοίχως, από προσβολή των αξιών του κράτους δικαίου, από έλλειψη νομικής βάσεως, από κατάχρηση εξουσίας, από παράβαση του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και, επικουρικώς, από παραβίαση των αρχών που διατυπώνονται στην απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7), από παραβίαση των ίδιων αυτών αρχών λόγω της αναθέσεως στο ΕΓΔΕ ορισμένων διοικητικών καθηκόντων σχετικών με το ΕΔEEI και, όσον αφορά τον έκτο και τον έβδομο λόγο, από παραβίαση των αρχών της αυτοτέλειας και της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή των αξιών του κράτους δικαίου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

24      Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί, επειδή αντιβαίνει στις αξίες του κράτους δικαίου στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 2 ΣΕΕ. Ο κανονισμός αυτός στηρίζει την προστασία που παρέχει στο ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ενώ η διοικητική διαδικασία χορηγήσεως του διπλώματος ευρεσιτεχνίας αυτού δεν υπόκειται σε κανένα δικαστικό έλεγχο, ο οποίος να διασφαλίζει την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, πράγμα που συνιστά παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Το Βασίλειο της Ισπανίας προσθέτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ο εν λόγω κανονισμός να «ενσωματώνει» στην έννομη τάξη της Ένωσης πράξεις προερχόμενες από ένα διεθνές όργανο το οποίο δεν διέπεται από τις προαναφερθείσες αρχές και να εντάσσεται στη νομοθεσία της Ένωσης διεθνές σύστημα στο πλαίσιο του οποίου δεν διασφαλίζεται η τήρηση των προβλεπόμενων στη Συνθήκη ΛΕΕ συνταγματικών αρχών. Το κράτος μέλος αυτό διευκρινίζει ότι, στο πλαίσιο αυτό, αφενός, τα συμβούλια προσφυγών και το Ανώτατο Συμβούλιο Προσφυγών του ΕΓΔΕ είναι όργανα τα οποία δημιουργήθηκαν εντός του ΕΓΔΕ και δεν είναι ανεξάρτητα έναντι αυτού. Αφετέρου, οι αποφάσεις των ως άνω συμβουλίων προσφυγών και Ανωτάτου Συμβουλίου Προσφυγών δεν υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου, δεδομένου ότι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας απολαύει ετεροδικίας και ασυλίας εκτελέσεως.

25      Το Κοινοβούλιο, αφού υπενθυμίζει ότι το σύστημα του ΕΔΕΕΙ στηρίζεται στην ορθολογική επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης, στον οποίο αναγνωρίζεται ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, υποστηρίζει ότι το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων των ιδιωτών το οποίο παρέχει ο προσβαλλόμενος κανονισμός και το οποίο διασφαλίζει παράλληλα η ΣΕΔΕ και το Ενιαίο Δικαστήριο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας είναι συμβατό προς τις αρχές του κράτους δικαίου. Κατά των διοικητικών αποφάσεων του ΕΓΔΕ σχετικά με τη χορήγηση ΕΔΕΕΙ είναι δυνατή η άσκηση διοικητικών προσφυγών ενώπιον διαφόρων οργάνων εντός του ΕΓΔΕ. Το επίπεδο προστασίας των ιδιωτών στο πλαίσιο της ΣΕΔΕ κρίθηκε αποδεκτό από τα κράτη μέλη, τα οποία είναι όλα συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω Συμβάσεως.

26      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι αόριστος. Κατά το θεσμικό όργανο αυτό, η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σε διεθνή οργανισμό συμβιβάζεται με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εφόσον στο πλαίσιο του συγκεκριμένου οργανισμού τα θεμελιώδη δικαιώματα απολαύουν ισοδύναμης προστασίας. Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω. Επικουρικώς, κατά το Συμβούλιο, το άρθρο 9, παράγραφος 3, του προσβαλλόμενου κανονισμού υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν αποτελεσματική ένδικη προστασία.

27      Οι παρεμβαίνοντες συντάσσονται κατ’ ουσίαν με τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας τονίζουν όμως ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι πρωτίστως αλυσιτελής.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

28      Δεν αμφισβητείται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αποτελεί, όπως ορίζει το άρθρο του 1, ειδική συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 142 της ΣΕΔΕ, το οποίο τιτλοφορείται «Ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, αφενός, ότι τα κράτη που συμμετέχουν σε τέτοια συμφωνία αποφασίζουν ότι τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας που θα χορηγούνται για αυτά θα έχουν ενιαίο χαρακτήρα στο σύνολο του εδάφους τους, δύνανται δε επιπροσθέτως να προβλέψουν ότι τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας μπορούν να χορηγούνται μόνον από κοινού για όλα αυτά τα κράτη.

29      Προς τον σκοπό αυτόν, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δημιουργεί τις νομικές προϋποθέσεις για την αναγνώριση, στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών, του ενιαίου αυτού χαρακτήρα σε ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που έχει προηγουμένως χορηγήσει το ΕΓΔΕ βάσει των διατάξεων της ΣΕΔΕ. Η αιτιολογική σκέψη 7 του προσβαλλόμενου κανονισμού διευκρινίζει ως προς το σημείο αυτό ότι το καθεστώς ενιαίας προστασίας, το οποίο έχει αμιγώς παρακολουθηματικό χαρακτήρα, θα πρέπει να συνίσταται στην παροχή «ενιαία[ς] ισχύ[ος] στα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας στο στάδιο μετά τη χορήγησή τους δυνάμει του [ως άνω] κανονισμού και ως προς όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη». Όπως ρητώς προκύπτει από τους ορισμούς που προβλέπει το άρθρο 2, στοιχεία β΄ και γ΄, του εν λόγω κανονισμού, το ΕΔΕΕΙ είναι ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ήτοι δίπλωμα ευρεσιτεχνίας χορηγούμενο από το ΕΓΔΕ με τήρηση των κανόνων και των διαδικασιών που προβλέπει η ΣΕΔΕ, στο οποίο αναγνωρίζεται ενιαία ισχύς στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

30      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός ουδόλως έχει ως σκοπό να ρυθμίσει, έστω εν μέρει, τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, τις οποίες δεν διέπει το δίκαιο της Ένωσης αλλά αποκλειστικά η ΣΕΔΕ και ότι δεν «ενσωματώνει» στο δίκαιο της Ένωσης την προβλεπόμενη στη ΣΕΔΕ διαδικασία χορηγήσεως των ευρωπαϊκών διπλωμάτων.

31      Αντιθέτως, από τον μη αμφισβητούμενο από το Βασίλειο της Ισπανίας χαρακτηρισμό του προσβαλλόμενου κανονισμού ως «ειδική[ς] συμφωνία[ς] κατά την έννοια του άρθρου 142 της [ΣΕΔΕ]» προκύπτει κατά λογική αναγκαιότητα ότι ο εν λόγω κανονισμός περιορίζεται, αφενός, στον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που έχει προηγουμένως χορηγήσει το ΕΓΔΕ κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων της ΣΕΔΕ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου του, να αποκτήσει ενιαία ισχύ και, αφετέρου, στον καθορισμό της ενιαίας αυτής ισχύος.

32      Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 61 των προτάσεών του, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η νομιμότητα, εξ απόψεως δικαίου της Ένωσης, της διαδικασίας που προηγείται της χορηγήσεως ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, είναι αλυσιτελής και, άρα, απορριπτέος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη νομικής βάσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

33      Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το άρθρο 118, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν συνιστά την προσήκουσα νομική βάση για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού και ότι ο εν λόγω κανονισμός πρέπει να θεωρηθεί νομικά ανυπόστατος. Ο κανονισμός αυτός, αφενός, στερείται ουσιαστικού περιεχομένου, ενώ η έκδοσή του δεν συνδυάστηκε με μέτρα διασφαλίσεως ενιαίας προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στην Ένωση, και, αφετέρου, δεν προβλέπει την προς τον σκοπό αυτόν προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών.

34      Ο εν λόγω κανονισμός εμφανίζεται ως ειδική συμφωνία, κατά την έννοια του άρθρου 142 της ΣΕΔΕ, που, όπως προκύπτει από τον τίτλο του, θεσπίζει ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα της δημιουργίας ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών. Εντούτοις, το αντικείμενο και ο σκοπός του ίδιου κανονισμού δεν αντιστοιχεί στη νομική βάση επί της οποίας στηρίζεται.

35      Ειδικότερα, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν καθορίζει έναντι ποίων πράξεων παρέχει προστασία το ΕΔΕΕΙ και κακώς παραπέμπει στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, εφόσον το ΕΔΕΕΙ θεσπίστηκε από την Ένωση και τα κράτη μέλη μπορούν, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, να ασκούν την αρμοδιότητά τους μόνο κατά το μέτρο που η Ένωση δεν έχει ασκήσει τη δική της. Επιπλέον, όσον αφορά τα αποτελέσματα του ΕΔΕΕΙ, ο ως άνω κανονισμός παραπέμπει στη Συμφωνία για το ΕΔΔΕ, που είναι συμφωνία δημοσίου διεθνούς δικαίου στην οποία συμβαλλόμενα μέρη είναι τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία, πλην της Δημοκρατίας της Πολωνίας, και η Ιταλική Δημοκρατία. Η παραπομπή αυτή όμως αποτελεί παραβίαση της αρχής της αυτοτέλειας της έννομης τάξεως της Ένωσης. Εν προκειμένω, ο εν λόγω κανονισμός καθίσταται άνευ περιεχομένου, δεδομένου ότι η «προσέγγιση των νομοθεσιών» μεταφέρθηκε στις διατάξεις της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ.

36      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι το άρθρο 118 ΣΛΕΕ συνιστά την προσήκουσα νομική βάση για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού. Το άρθρο αυτό δεν απαιτεί πλήρη εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών, εφόσον δημιουργείται τίτλος διανοητικής ιδιοκτησίας ο οποίος παρέχει ενιαία προστασία εντός των συμμετεχόντων κρατών μελών.

37      Λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου και του περιεχομένου του, ο εν λόγω κανονισμός πληροί την απαίτηση αυτή, δεδομένου ότι καθιερώνει το ΕΔΕΕΙ, το οποίο παρέχει ενιαία προστασία στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών και ορίζει τα χαρακτηριστικά του ενιαίου διπλώματος ευρεσιτεχνίας, καθώς και το περιεχόμενο και τα αποτελέσματά του.

38      Οι παρεμβαίνοντες που διατύπωσαν παρατηρήσεις επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως συντάσσονται με τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

39      Κατά πάγια νομολογία, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως της Ένωσης πρέπει να θεμελιώνεται σε αντικειμενικά στοιχεία δεκτικά δικαστικού ελέγχου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως αυτής (αποφάσεις Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑377/12, EU:C:2014:1903, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, C‑81/13, EU:C:2014:2449, σκέψη 35).

40      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 118, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, παρέχει στον νομοθέτη της Ένωσης την εξουσία να θεσπίζει μέτρα για την εξασφάλιση ενιαίας προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στο εσωτερικό της Ένωσης. Στη διάταξη αυτή, η οποία προστέθηκε στη Συνθήκη ΛΕΕ με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, γίνεται συγκεκριμένη μνεία της εγκαθιδρύσεως και λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, η οποία εμπίπτει σε τομέα συντρεχουσών αρμοδιοτήτων της Ένωσης κατά το άρθρο 4 ΣΛΕΕ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Ισπανία και Ιταλία κατά Συμβουλίου, C‑274/11 και C‑295/11, EU:C:2013:240, σκέψεις 16 έως 26).

41      Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει, όσον αφορά τη φράση «στο εσωτερικό της Ένωσης» που περιέχεται στη διάταξη αυτή, ότι, εφόσον η απονεμόμενη με το άρθρο αυτό αρμοδιότητα ασκείται στο πλαίσιο ενισχυμένης συνεργασίας, ο θεσπιζόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο ευρωπαϊκός τίτλος διανοητικής ιδιοκτησίας και η ενιαία προστασία που παρέχει δεν ισχύουν στο σύνολο της Ένωσης αλλά αποκλειστικά στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Ισπανία και Ιταλία κατά Συμβουλίου, C‑274/11 και C‑295/11, EU:C:2013:240, σκέψεις 67 και 68).

42      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθεί εάν ο προσβαλλόμενος κανονισμός, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού και του περιεχομένου του, θεσπίζει μέτρα που εξασφαλίζουν ενιαία προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών και εάν, κατά συνέπεια, ορθώς στηρίχθηκε, όπως υποστηρίζουν το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και οι παρεμβαίνοντες, στο άρθρο 118, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο αναφέρεται ως νομική βάση στο προοίμιο του εν λόγω κανονισμού.

43      Όσον αφορά τον σκοπό του προσβαλλόμενου κανονισμού, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 1, αυτός έχει ως σκοπό τη δημιουργία «ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών», το οποίο, κατά την αιτιολογική σκέψη 1 του ίδιου κανονισμού, πρέπει να περιλαμβάνεται στα νομικά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις, προκειμένου ιδίως να μπορούν να προσαρμόσουν τη δραστηριότητά τους στη διασυνοριακή μεταποίηση και διανομή προϊόντων. Η αιτιολογική σκέψη 4 του εν λόγω κανονισμού επιβεβαιώνει τον σκοπό αυτόν τονίζοντας την ανάγκη βελτιώσεως του επιπέδου προστασίας των ευρεσιτεχνιών με την παροχή στις επιχειρήσεις της δυνατότητας εξασφαλίσεως ενιαίας προστασίας στα συμμετέχοντα κράτη μέλη καθώς και εξαλείψεως του κόστους και της πολυπλοκότητας του συστήματος για τις επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ένωση.

44      Όσον αφορά το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού, διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις του εκφράζουν, ως προς τον καθορισμό των χαρακτηριστικών του ΕΔΕΕΙ, τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης για εξασφάλιση ενιαίας προστασίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών.

45      Ειδικότερα, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει ότι το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που χορηγείται με το ίδιο σύνολο αξιώσεων σε σχέση με όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη έχει ενιαία ισχύ στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, υπό τον όρο ότι η ενιαία ισχύς του καταχωρίζεται στο μητρώο για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών. Επιπλέον, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι το ΕΔΕΕΙ έχει ενιαίο χαρακτήρα, παρέχει ενιαία προστασία, παράγει τα ίδια αποτελέσματα σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και μπορεί να περιορισθεί, να μεταβιβασθεί, να ανακληθεί ή να λήξει μόνον σε σχέση με όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

46      Ως προς το σημείο αυτό, ο καθορισμός ενός και μόνο εθνικού δικαίου ως εφαρμοστέου στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών, οι διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του οποίου ορίζουν τις πράξεις κατά των οποίων παρέχει προστασία το συγκεκριμένο ΕΔΕΕΙ καθώς και τα χαρακτηριστικά του ως αντικειμένου ιδιοκτησίας, καθιστά δυνατή την εξασφάλιση του ενιαίου χαρακτήρα της παρεχόμενης προστασίας.

47      Ειδικότερα, σε αντίθεση με τα χορηγούμενα κατ’ εφαρμογήν των κανόνων της ΣΕΔΕ ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας, που παρέχουν εντός καθενός από τα κράτη μέρη στη Σύμβαση αυτή προστασία της οποίας το περιεχόμενο καθορίζει το εθνικό δίκαιο κάθε κράτους, η παρεχόμενη από το ΕΔΕΕΙ ενιαία προστασία απορρέει από την εφαρμογή των άρθρων 5, παράγραφος 3, και 7 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα οποία διασφαλίζουν την εφαρμογή του οριζόμενου εθνικού δικαίου στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών στα οποία έχει ενιαία ισχύ το ΕΔΕΕΙ.

48      Όσον αφορά το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός «στερείται ουσιαστικού περιεχομένου», επισημαίνεται ότι, όπως παρατήρησε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 89 των προτάσεών του, το άρθρο 118 ΣΛΕΕ, που εντάσσεται στο κεφάλαιο 3 του τίτλου VII της Συνθήκης ΛΕΕ το οποίο αφορά την «προσέγγιση των νομοθεσιών», μολονότι αναφέρεται στη θέσπιση «μέτρ[ων] για τη δημιουργία ευρωπαϊκών τίτλων, ώστε να εξασφαλισθεί ενιαία προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στο εσωτερικό της Ένωσης», δεν επιβάλλει εντούτοις κατ’ ανάγκην στον νομοθέτη της Ένωσης την πλήρη και εξαντλητική εναρμόνιση όλων των πτυχών του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας.

49      Μολονότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν απαριθμεί τις πράξεις κατά των οποίων παρέχει προστασία το ΕΔΕΕΙ, εντούτοις η προστασία αυτή είναι ενιαία, καθόσον, ανεξαρτήτως της ακριβούς εκτάσεως της ουσιαστικής προστασίας που παρέχει το ΕΔΕΕΙ δυνάμει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου κατά το άρθρο 7 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το δίκαιο αυτό εφαρμόζεται για το συγκεκριμένο ΕΔΕΕΙ στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών στα οποία το ΕΔΕΕΙ έχει ενιαία ισχύ.

50      Κατά τα λοιπά, ο νομοθέτης της Ένωσης εξέθεσε στην αιτιολογική σκέψη 9 του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι το περιεχόμενο και οι περιορισμοί του δικαιώματος που παρέχεται στον δικαιούχο του ΕΔΕΕΙ να εμποδίζει την τέλεση από οποιονδήποτε τρίτο πράξεων έναντι των οποίων το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αυτό παρέχει προστασία σε ολόκληρο το έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών στα οποία έχει ενιαία ισχύ πρέπει να έχουν εφαρμογή στα θέματα που δεν καλύπτονται από τον ως άνω κανονισμό ή τον κανονισμό 1260/2012.

51      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών που θεσπίζει ο προσβαλλόμενος κανονισμός δύναται να αποτρέψει τις αποκλίσεις μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών ως προς την παρεχόμενη από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας προστασία και, άρα, επιδιώκει ενιαία προστασία κατά την έννοια του άρθρου 118, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

52      Ως εκ τούτου, η ως άνω διάταξη αποτελεί την προσήκουσα νομική βάση για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

53      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται κατάχρηση εξουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

54      Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενήργησαν κατά κατάχρηση εξουσίας. Αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι ο εν λόγω κανονισμός, που παραμένει κενό γράμμα, ουδόλως θεσπίζει νομικό καθεστώς ικανό να εξασφαλίσει ενιαία προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στο εσωτερικό της Ένωσης. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, το Δικαστήριο δεν έκρινε επί του ζητήματος αυτού στην απόφασή του Ισπανία και Ιταλία κατά Συμβουλίου (C‑274/11 και C‑295/11, EU:C:2013:240).

55      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από το σύνολο των παρεμβαινόντων, ζητούν την απόρριψη του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι το Δικαστήριο με την απόφαση Ισπανία και Ιταλία κατά Συμβουλίου (C‑274/11 και C‑295/11, EU:C:2013:240) απέρριψε τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας περί καταχρήσεως εξουσίας. Το Συμβούλιο προσθέτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός και η θέσπιση του ΕΔΕΕΙ συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η Ένωση, εφόσον ο δικαιούχος ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ο οποίος επιθυμεί να το προστατεύσει εντός των 25 κρατών μελών που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία, θα υποχρεωνόταν, αν το ΕΔΕΕΙ δεν είχε ενιαία ισχύ, να επικυρώσει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αυτό σε καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη, ενώ θα έπρεπε να αναγνωρίσει το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και, σε περίπτωση ένδικης διαφοράς, να το υπερασπίσει χωριστά σε καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

56      Κατά πάγια νομολογία, μια πράξη έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνο όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τον επιδιωκόμενο με την παροχή της συγκεκριμένης εξουσίας ή με σκοπό την παράκαμψη μιας διαδικασίας που προβλέπει ειδικά η Συνθήκη ΛΕΕ για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων (αποφάσεις Fedesa κ.λπ., C‑331/88, EU:C:1990:391, σκέψη 24, καθώς και Ισπανία και Ιταλία κατά Συμβουλίου, C‑274/11 και C‑295/11, EU:C:2013:240, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57      Εν προκειμένω όμως, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αποδεικνύει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε, αποκλειστικώς ή πρωταρχικώς, για την επίτευξη σκοπών διαφορετικών από εκείνους που επιδιώκονται με την παροχή της συγκεκριμένης εξουσίας και δηλώνονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτού, ή με σκοπό την παράκαμψη διαδικασίας που προβλέπει η Συνθήκη ΛΕΕ για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων.

58      Ειδικότερα, το Βασίλειο της Ισπανίας, προβάλλοντας με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως κατάχρηση εξουσίας, επαναλαμβάνει απλώς το επιχείρημά του ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν ορίζει νομικό καθεστώς ικανό να εξασφαλίσει ενιαία προστασία δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στο εσωτερικό της Ένωσης. Το επιχείρημα αυτό, όμως, απορρίφθηκε στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

59      Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι επίσης αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται παράβαση του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και παραβίαση των αρχών που διατυπώνονται στην απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7)

 Επιχειρήματα των διαδίκων

60      Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί την ανάθεση, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, στα συμμετέχοντα κράτη μέλη τα οποία ενεργούν στο πλαίσιο ειδικής επιτροπής του διοικητικού συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας της αρμοδιότητας να καθορίζουν το ύψος των τελών ανανεώσεως και την κατανομή τους. Η ανάθεση αυτής της εκτελεστικής αρμοδιότητας στα συμμετέχοντα κράτη μέλη συνιστά παράβαση του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και παραβίαση των αρχών που διατυπώνονται στην απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7).

61      Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το άρθρο 291 ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει στον νομοθέτη να αναθέσει στα συμμετέχοντα κράτη μέλη την εν λόγω αρμοδιότητα. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού δεν έχει εφαρμογή και η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι, όταν απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, οι πράξεις αυτές αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή ή στο Συμβούλιο. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας είναι πρόδηλο ότι η προϋπόθεση αυτή εφαρμογής της ως άνω παραγράφου 2 πληρούται εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 9, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού.

62      Επικουρικώς, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει παράβαση του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει ότι η επίμαχη ανάθεση αρμοδιοτήτων δεν πληροί τις προϋποθέσεις που διατυπώνονται στην απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7), την οποία επιβεβαίωσαν οι αποφάσεις Romano (98/80, EU:C:1981:104), Tralli κατά ΕΚΤ (C‑301/02 P, EU:C:2005:306) και Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑270/12, EU:C:2014:18).

63      Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο αναθέτει ορισμένα διοικητικά καθήκοντα στο ΕΓΔΕ, παραβιάζει τις αρχές που διατυπώνονται στην απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7). Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν πλείονες παρεμβαίνοντες, στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για ίδιες αρμοδιότητες των κρατών μελών, αλλά για αρμοδιότητες της Ένωσης. Η ανάθεση αυτή, μολονότι, κατά το κράτος μέλος αυτό, μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς λόγω της τεχνογνωσίας του ΕΓΔΕ στον συγκεκριμένο τομέα, δεν μπορεί εντούτοις να αφορά εξουσίες οι οποίες συνεπάγονται ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως. Η προβλεπόμενη όμως στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του προσβαλλόμενου κανονισμού διαχείριση του καθεστώτος αποζημιώσεως για την επιστροφή των μεταφραστικών δαπανών την οποία ρυθμίζει το άρθρο 5 του κανονισμού 1260/2012 συνεπάγεται ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως. Εξάλλου, το ΕΓΔΕ απολαύει ετεροδικίας και ασυλίας εκτελέσεως και, κατά συνέπεια, οι πράξεις του δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.

64      Απαντώντας στον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η ανάθεση ορισμένων αρμοδιοτήτων σε εξειδικευμένους οργανισμούς αποτελούσε πάντοτε εξαίρεση από τους κανόνες της Συνθήκης που αφορούν την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, η οποία είναι νομικά αποδεκτή υπό ορισμένους όρους. Επιπλέον, το Κοινοβούλιο διερωτάται κατά πόσον η απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7) αφορά περίπτωση αναθέσεως αρμοδιοτήτων σε διεθνές όργανο, όπως η ειδική επιτροπή του διοικητικού συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας.

65      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 291, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εκδίδουν νομικά δεσμευτικές πράξεις, η ευθύνη για τη θέσπιση των κατάλληλων εκτελεστικών μέτρων βαρύνει τα κράτη μέλη. Μόνο στην περίπτωση που η εκτέλεση των εν λόγω πράξεων απαιτεί ενιαίες προϋποθέσεις, τα εκτελεστικά μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή ή, ενδεχομένως, από το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Ως προς το σημείο αυτό, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αποδεικνύει για ποιο λόγο o καθορισμός των τελών ανανεώσεως και η κατανομή τους έπρεπε να έχουν ενιαία εφαρμογή στο επίπεδο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, η απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7) δεν έχει σημασία εν προκειμένω.

66      Σε κάθε περίπτωση, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζει η απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7).

67      Ως προς τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι για τους λόγους που προέβαλαν απαντώντας στον τέταρτο λόγο ακυρώσεως δεν έχει εφαρμογή η απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7) και η κατόπιν αυτής νομολογία. Τα θεσμικά αυτά όργανα προσθέτουν ότι, σε αντίθεση με τα λοιπά καθήκοντα που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού, το καθήκον που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού αυτού υπόκειται σε κριτήρια που ορίζονται εμμέσως κατά παραπομπή στο άρθρο 5 του κανονισμού 1260/2012. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, το ΕΓΔΕ δεν έχει απόλυτη ευχέρεια ως προς το εν λόγω καθήκον. Ειδικότερα, η εκ μέρους του ΕΓΔΕ εκτίμηση είναι μάλλον διοικητικής ή τεχνικής φύσεως και όχι πολιτική. Το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει επίσης ότι εκπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχει ως παρατηρητής στην ειδική επιτροπή του διοικητικού συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας. Όσον αφορά την προβαλλόμενη απουσία δικαστικού ελέγχου, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο παραπέμπουν στα προβληθέντα συναφή επιχειρήματά τους.

68      Οι παρεμβαίνοντες συντάσσονται με τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

69      Το πρώτο επιχείρημα που προβάλλεται προς στήριξη του τέταρτου λόγου ακυρώσεως αφορά παράβαση του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Το δεύτερο επιχείρημα που προβάλλεται προς στήριξη του λόγου αυτού καθώς και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως αφορά παραβίαση των αρχών που διατυπώνονται στην απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7).

70      Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, δεν αμφισβητείται, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, ότι ο κανονισμός αυτός αποτελεί ειδική συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 142 της ΣΕΔΕ, οπότε στη συμφωνία αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του ενάτου μέρους της εν λόγω Συμβάσεως το οποίο αφορά τις ειδικές συμφωνίες και περιλαμβάνει τα άρθρα 142 έως 149.

71      Κατά τα άρθρα 143 και 145 της ΣΕΔΕ, ομάδα συμβαλλομένων κρατών η οποία κάνει χρήση των διατάξεων του ενάτου μέρους της ΣΕΔΕ μπορεί να αναθέσει καθήκοντα στο ΕΓΔΕ και να συστήσει ειδική επιτροπή του διοικητικού συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, όπως υπενθυμίζει η αιτιολογική σκέψη 16 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Επιπλέον, το άρθρο 146 της ΣΕΔΕ ορίζει ότι, εφόσον μια ομάδα συμβαλλομένων κρατών ανέθεσε συμπληρωματικά καθήκοντα στο ΕΓΔΕ κατά την έννοια του άρθρου 143 της Συμβάσεως αυτής, αναλαμβάνει τις δαπάνες που συνεπάγεται για τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας η εκπλήρωση των καθηκόντων αυτών.

72      Προς τον σκοπό ακριβώς της εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων το άρθρο 9 του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει, στη μεν παράγραφο 1, ότι τα συμμετέχοντα κράτη μέλη αναθέτουν στο ΕΓΔΕ τα εκεί απαριθμούμενα καθήκοντα, στη δε παράγραφο 2 ότι τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, ως συμβαλλόμενα κράτη στη ΣΕΔΕ, διαχειρίζονται και εποπτεύουν τις δραστηριότητες που σχετίζονται με τα καθήκοντα αυτά και μεριμνούν για τον καθορισμό του ύψους των τελών ανανεώσεως και της κατανομής τους κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του ίδιου κανονισμού. Η αιτιολογική σκέψη 20 του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζει ως προς το σημείο αυτό ότι το κατάλληλο ύψος και η κατανομή των τελών ανανεώσεως θα πρέπει να καθορίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ότι, όσον αφορά το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών, όλες οι δαπάνες των καθηκόντων που ανατίθενται στο ΕΓΔΕ καλύπτονται πλήρως από τους πόρους που προέρχονται από τα ΕΔΕΕΙ.

73      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το ποσό των τελών ανανεώσεως για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 9, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού πρέπει να καλύπτει οπωσδήποτε τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται το ΕΓΔΕ για την εκπλήρωση των συμπληρωματικών καθηκόντων που του αναθέτουν κατά την έννοια του άρθρου 143 της ΣΕΔΕ τα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

74      Τα καθήκοντα αυτά όμως είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με την εφαρμογή του ενιαίου καθεστώτος προστασίας των ευρεσιτεχνιών, το οποίο θεσπίζει ο προσβαλλόμενος κανονισμός.

75      Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς όσα υποστήριξαν ορισμένοι παρεμβαίνοντες, ο καθορισμός του ύψους των τελών ανανεώσεως και της κατανομής τους, για τον οποίο γίνεται λόγος στο άρθρο 9, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, αποτελεί εφαρμογή νομικά δεσμευτικής πράξεως του δικαίου της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 291, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

76      Κατά τα οριζόμενα στη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη θεσπίζουν όλα τα μέτρα εσωτερικού δικαίου που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης.

77      Μόνον όταν απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, οι πράξεις αυτές αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή ή, σε ειδικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες και στις περιπτώσεις των άρθρων 24 ΣΕΕ και 26 ΣΕΕ, στο Συμβούλιο.

78      Το Βασίλειο της Ισπανίας όμως δεν εκθέτει στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως τους λόγους για τους οποίους θα απαιτούνταν τέτοιες ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού.

79      Ειδικότερα, το κράτος μέλος αυτό υποστηρίζει απλώς ότι η ανάγκη για τέτοιες προϋποθέσεις προκύπτει από τις διατάξεις του κανονισμού αυτού και από τον καθορισμό ενιαίου τέλους για το ΕΔΕΕΙ και όχι ενός τέλους ανά κράτος μέλος.

80      Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί εντούτοις να γίνει δεκτό.

81      Ειδικότερα, μολονότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει ότι τα συμμετέχοντα κράτη μέλη αναθέτουν στο ΕΓΔΕ «την είσπραξη και τη διαχείριση των τελών ανανέωσης για τα [ΕΔΕΕΙ]», εντούτοις από καμία διάταξη του κανονισμού αυτού δεν προκύπτει ότι το ύψος των τελών αυτών ανανεώσεως πρέπει να είναι το ίδιο για όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

82      Κατά τα λοιπά, από τον χαρακτηρισμό του προσβαλλόμενου κανονισμού ως ειδικής συμφωνίας κατά την έννοια του άρθρου 142 της ΣΕΔΕ και το γεγονός, το οποίο δεν αμφισβήτησε το Βασίλειο της Ισπανίας, ότι ο καθορισμός του ύψους των τελών ανανεώσεως και της κατανομής τους εναπόκειται στην ειδική επιτροπή του διοικητικού συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας προκύπτει κατά λογική αναγκαιότητα ότι τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού οφείλουν κατ’ ανάγκην να τα λάβουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και όχι η Επιτροπή ή το Συμβούλιο, δεδομένου ότι η Ένωση, σε αντίθεση με τα κράτη μέλη της, δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη ΣΕΔΕ.

83      Κακώς, επομένως, υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

84      Πρέπει, δεύτερον, να εξεταστεί το επιχείρημα περί παραβιάσεως των αρχών που διατυπώνονται στην απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7), το οποίο προβάλλεται προς στήριξη του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως. Στο πλαίσιο της νομολογίας αυτής, το Δικαστήριο έχει κρίνει μεταξύ άλλων ότι δεν συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της Συνθήκης ΛΕΕ η εκ μέρους θεσμικού οργάνου της Ένωσης ανάθεση σε ιδιωτικό φορέα διακριτικής εξουσίας, που προϋποθέτει ευρεία ελευθερία εκτιμήσεως και μπορεί, ανάλογα με τον τρόπο ασκήσεώς της, να αποτελέσει έκφραση πραγματικής οικονομικής πολιτικής (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής, 9/56, EU:C:1958:7, σκέψεις 43, 44 και 47, καθώς και Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψεις 41 και 42).

85      Υπενθυμίζεται ως προς το σημείο αυτό ότι η Ένωση, σε αντίθεση με τα κράτη μέλη της, δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη ΣΕΔΕ. Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης της Ένωσης ορθώς όρισε στο εν λόγω άρθρο 9, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι τα συμμετέχοντα κράτη μέλη μεριμνούν για τον καθορισμό του ύψους των τελών ανανεώσεως και της κατανομής τους, ως συμβαλλόμενα κράτη στη ΣΕΔΕ.

86      Από το γράμμα δε του άρθρου 9, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι τα συμμετέχοντα κράτη μέλη αναθέτουν, κατά την έννοια του άρθρου 143 της ΣΕΔΕ, στο ΕΓΔΕ τα απαριθμούμενα στη διάταξη αυτή καθήκοντα.

87      Εφόσον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν ανέθεσε στα συμμετέχοντα κράτη μέλη ή στο ΕΓΔΕ δικές του βάσει του δικαίου της Ένωσης εκτελεστικές αρμοδιότητες, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7).

88      Κατά συνέπεια, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέοι.

 Επί του έκτου και του έβδομου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται παραβίαση των αρχών της αυτοτέλειας και της ομοιομορφίας του δικαίου της Ένωσης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

89      Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η διατήρηση της αυτοτέλειας της έννομης τάξεως της Ένωσης προϋποθέτει ότι οι αρμοδιότητες της Ένωσης και των θεσμικών οργάνων της δεν θα θιγούν από καμία διεθνή συμφωνία. Αυτό, όμως, συμβαίνει εν προκειμένω.

90      Με το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ και του σχεδίου συμφωνίας περί συστάσεως δικαστηρίου αρμόδιου για την εκδίκαση διαφορών σχετικών με τα ευρωπαϊκά και κοινοτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας, το οποίο το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι συμβατό προς τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΕ και της Συνθήκης ΛΕΕ (γνωμοδότηση 1/09, EU:C:2011:123). Αφενός, το Ενιαίο Δικαστήριο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας δεν αποτελεί μέρος του θεσμικού και δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης. Αφετέρου, η Συμφωνία για το ΕΔΔΕ δεν προβλέπει εγγυήσεις για την τήρηση του δικαίου της Ένωσης. Ακόμα και να υποτεθεί ότι είναι συμβατό προς τις Συνθήκες να αποδίδονται, βάσει του άρθρου 23 της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, οι πράξεις του Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας απευθείας σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος μέλος χωριστά, αλλά και σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη συλλογικά, μεταξύ άλλων και για τους σκοπούς των άρθρων 258 ΣΛΕΕ, 259 ΣΛΕΕ και 260 ΣΛΕΕ, αυτό δεν αποτελεί επαρκή εγγύηση προς τον ως άνω σκοπό.

91      Με το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, προσχωρώντας στη Συμφωνία για το ΕΔΔΕ, ασκούν αρμοδιότητα η οποία ανήκει πλέον στην Ένωση και τούτο κατά παραβίαση των αρχών της καλόπιστης συνεργασίας και της αυτοτέλειας του δικαίου της Ένωσης. Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας, εφόσον η συμφωνία αυτή μπορεί να επηρεάσει τους κοινούς κανόνες ή να μεταβάλλει το περιεχόμενό τους. Η Συμφωνία για το ΕΔΔΕ επηρεάζει τον κανονισμό 1215/2012 και τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στο Λουγκάνο στις 30 Οκτωβρίου 2007 (ΕΕ L 339, σ. 3), και μεταβάλλει το περιεχόμενό τους.

92      Τέλος, με το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι από το άρθρο 18, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού συνάγεται ότι η εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού εξαρτάται απολύτως από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ. Κατά το άρθρο 89 της Συμφωνίας αυτής η θέση της σε ισχύ τίθεται υπό τον όρο της καταθέσεως του δέκατου τρίτου εγγράφου επικυρώσεως ή προσχωρήσεως, συμπεριλαμβανομένων των τριών κρατών μελών τα οποία είχαν το μεγαλύτερο αριθμό ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας εν ισχύι κατά το έτος πριν από το έτος υπογραφής της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ. Αυτό σημαίνει ότι η αποτελεσματική άσκηση της αρμοδιότητας της Ένωσης στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου κανονισμού εξαρτάται από τη βούληση των κρατών μελών που είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας για το EΔΔΕ.

93      Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το άρθρο 18, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποφασίζουν μονομερώς αν θα εφαρμόσουν τον εν λόγω κανονισμό. Επομένως, αν ένα κράτος μέλος αποφασίσει να μην κυρώσει τη Συμφωνία για το ΕΔΔΕ, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε αυτό και το ΕΔΔΕ δεν θα έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στο έδαφός του να επιλαμβάνεται διαφορών σχετικών με το ΕΔΕΕΙ, συνεπώς το ΕΔΕΕΙ δεν θα έχει ενιαία ισχύ όσον αφορά το εν λόγω κράτος μέλος. Αυτό θα συνεπαγόταν παραβίαση των αρχών της αυτοτέλειας και της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

94      Το Κοινοβούλιο επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι η σχέση μεταξύ του προσβαλλόμενου κανονισμού και της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για τη λειτουργία του ΕΔΕΕΙ και δεν θίγει το δίκαιο της Ένωσης. Η Συμφωνία για το ΕΔΔΕ πληροί τις δύο ουσιαστικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη διασφάλιση της αυτοτέλειας της έννομης τάξεως της Ένωσης, δεδομένου ότι, αφενός, δεν αλλοιώνεται η φύση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και των θεσμικών οργάνων της και, αφετέρου, η Συμφωνία αυτή δεν επιβάλλει στην Ένωση και στα θεσμικά όργανά της να προβούν, κατά την άσκηση των εσωτερικών αρμοδιοτήτων τους, σε οποιαδήποτε ιδιαίτερη ερμηνεία των νομικών κανόνων της Ένωσης οι οποίοι περιλαμβάνονται στην εν λόγω Συμφωνία.

95      Εξάλλου, η ίδρυση του Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας δεν θίγει καμία από τις αρμοδιότητες της Ένωσης. Κατ’ αρχάς, η ίδρυση ενιαίου δικαστηρίου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και ο καθορισμός της δικαιοδοσίας του αποτελεί αρμοδιότητα των κρατών μελών, η οποία δεν έχει ανατεθεί αποκλειστικά στην Ένωση. Δεύτερον, ο προσβαλλόμενος κανονισμός απαιτεί ρητά από τα κράτη μέλη να απονείμουν στο ΕΔΔΕ αποκλειστική αρμοδιότητα. Ο κανονισμός αυτός, ο οποίος βασίζεται στο άρθρο 118, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, επιτρέπει ρητώς στα κράτη μέλη να θεσπίσουν, σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, διατάξεις οι οποίες προβλέπουν παρεκκλίσεις από τον κανονισμό 1215/2012. Επιπλέον, ο νομοθέτης της Ένωσης εξαρτά τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ από τις αναγκαίες τροποποιήσεις του κανονισμού αυτού σε ό,τι αφορά τη σχέση του με την εν λόγω Συμφωνία. Τέλος, πολλές διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ εξαρτούν την έναρξη ισχύος μιας νομικής πράξεως του παράγωγου δικαίου της Ένωσης από την έγκριση των κρατών μελών.

96      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, εξάλλου, ότι η άρνηση ενός κράτους μέλους να κυρώσει τη Συμφωνία για το ΕΔΔΕ, η οποία άρνηση όντως συνεπάγεται τη μη εφαρμογή του προσβαλλόμενου κανονισμού στο έδαφός του, θα συνιστούσε παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Κατά το θεσμικό όργανο αυτό, ακόμη και αν υποτεθεί ότι απειλείται η ομοιόμορφη εφαρμογή του προσβαλλόμενου κανονισμού, ένας τέτοιος κίνδυνος δικαιολογείται από την ανάγκη να εξασφαλισθεί αποτελεσματική ένδικη προστασία και να τηρηθεί η αρχή της ασφάλειας δικαίου.

97      Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι πολιτική επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να συνδέσει το ΕΔΕΕΙ με τη λειτουργία χωριστού δικαιοδοτικού οργάνου, του Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, το οποίο εγγυάται τη συνέπεια της νομολογίας και την ασφάλεια του δικαίου. Δεν υπάρχει κανένα νομικό κώλυμα για τη δημιουργία συνδέσμου μεταξύ του ΕΔΕΕΙ και του Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, στον οποίο αναφέρονται εξάλλου οι αιτιολογικές σκέψεις 24 και 25 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Εξάλλου, στη νομοθετική πρακτική υπάρχουν πολλά παραδείγματα περιπτώσεων όπου η εφαρμογή μιας πράξεως της Ένωσης εξαρτάται από την επέλευση ξένου προς αυτήν γεγονότος. Όσον αφορά τον αριθμό των απαιτούμενων επικυρώσεων για τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, η επιλογή του αριθμού των δεκατριών επικυρώσεων οφείλεται στη βούληση των κρατών μελών για διασφάλιση της ταχείας, αφενός, εφαρμογής του ΕΔΕΕΙ και, αφετέρου, συστάσεως του Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας.

98      Το Συμβούλιο υπενθυμίζει, εξάλλου, ότι το άρθρο 18, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού προβλέπει παρέκκλιση μόνο από τα άρθρα 3, παράγραφοι 1 και 2, και 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, ώστε η ενιαία ισχύς του ΕΔΕΕΙ να περιορίζεται στα κράτη μέλη τα οποία έχουν κυρώσει τη Συμφωνία για το ΕΔΔΕ, ενώ οι λοιπές διατάξεις του προσβαλλόμενου κανονισμού εφαρμόζονται σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του συνδέσμου μεταξύ του προσβαλλόμενου κανονισμού και της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ, θεωρήθηκε ότι η παρέκκλιση αυτή αποτελεί περαιτέρω εγγύηση για τη βέλτιστη λειτουργία του συνδέσμου αυτού.

99      Οι παρεμβαίνοντες που διατύπωσαν παρατηρήσεις επί του έκτου και του εβδόμου λόγου συντάσσονται με τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

100    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι με τα δύο πρώτα σκέλη του έκτου λόγου ακυρώσεως προβάλλεται, αφενός, ότι οι διατάξεις της Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ δεν είναι συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, ότι τα συμμετέχοντα κράτη μέλη δεν δύνανται να κυρώσουν τη Συμφωνία για το ΕΔΔΕ, χωρίς να παραβούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

101    Υπενθυμίζεται όμως ότι στο πλαίσιο προσφυγής που ασκείται δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται ως προς τη νομιμότητα διεθνούς συμφωνίας που έχει συναφθεί από κράτη μέλη.

102    Επίσης, στο πλαίσιο τέτοιας προσφυγής ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να αποφαίνεται ως προς τη νομιμότητα πράξεως εθνικής αρχής (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Liivimaa Lihaveis, C‑562/12, EU:C:2014:2229, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

103    Κατά συνέπεια, τα δύο πρώτα σκέλη του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

104    Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως, επισημαίνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός, όπως ορίζει το άρθρο του 18, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, «[ε]φαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2014 ή την ημερομηνία έναρξης ισχύος της [Συμφωνίας για το ΕΔΔΕ], αναλόγως του ποια από τις ημερομηνίες αυτές είναι η τελευταία».

105    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η προβλεπόμενη στο άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ άμεση ισχύς των κανονισμών επιβάλλει η έναρξη της ισχύος τους και η εφαρμογή τους υπέρ ή σε βάρος υποκειμένων δικαίου να μην εξαρτάται από κανένα μέτρο μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, εκτός αν ο συγκεκριμένος κανονισμός αναθέτει στα κράτη μέλη τη λήψη των νομοθετικών, κανονιστικών, διοικητικών και οικονομικών μέτρων που είναι αναγκαία προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού (βλ. αποφάσεις Bussone, 31/78, EU:C:1978:217, σκέψη 32, και ANAFE, C‑606/10, EU:C:2012:348, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

106    Αυτό συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση όπου, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο ίδιος ο νομοθέτης της Ένωσης ανέθεσε στα κράτη μέλη, αφενός, τη θέσπιση διαφόρων μέτρων στο νομικό πλαίσιο που ορίζει η ΣΕΔΕ και, αφετέρου, την ίδρυση του Ενιαίου Δικαστηρίου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, το οποίο, όπως υπενθυμίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 24 και 25 του εν λόγω κανονισμού, έχει καθοριστική σημασία για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του διπλώματος αυτού ευρεσιτεχνίας, της συνοχής της νομολογίας και, κατά συνέπεια, της ασφάλειας δικαίου, καθώς και οικονομικά συμφέρουσας λύσεως για τους δικαιούχους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

107    Το επιχείρημα δε του Βασιλείου της Ισπανίας στο πλαίσιο του εβδόμου λόγου ακυρώσεως ότι το άρθρο 18, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποφασίζουν μονομερώς αν θα εφαρμόσουν τον εν λόγω κανονισμό στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, εφόσον η διάταξη αυτή προβλέπει παρέκκλιση μόνο από το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, και από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού και όχι από τις λοιπές διατάξεις του. Κατά τα λοιπά, αυτή η μερική και χρονικά περιορισμένη παρέκκλιση δικαιολογείται από τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 106 της παρούσας αποφάσεως.

108    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο έκτος και ο έβδομος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέοι.

109    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της, καθώς και το αίτημα μερικής ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο προέβαλε επικουρικώς το Βασίλειο της Ισπανίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

110    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ζήτησαν την καταδίκη του Βασιλείου της Ισπανίας και αυτό ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και να καταδικαστεί στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

111    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 140, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει, εκτός από τα δικαστικά του έξοδα, τα δικαστικά έξοδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Το Βασίλειο του Βελγίου, η Τσεχική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, η Ουγγαρία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το Βασίλειο της Σουηδίας, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.