Language of document : ECLI:EU:C:2012:763

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 29ης Νοεμβρίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑440/11 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Stichting Administratiekantoor Portielje κ.λπ.

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Άρθρα 81, παράγραφος 1, ΕΚ, και 53, παράγραφος 1, Συμφωνία ΕΟΧ – Έννοια επιχειρήσεως – Καταλογισμός τελεσθείσας από εμπορική εταιρία παραβάσεως της νομοθεσίας περί συμπράξεων σε ίδρυμα το οποίο ελέγχει άμεσα ή έμμεσα το 100 % των μετοχών της εν λόγω εμπορικής εταιρίας , χωρίς το ίδιο να ασκεί οικονομική δραστηριότητα – “Σύμπραξη επιχειρήσεων που εκτελούν μετακομίσεις” – Βελγική αγορά υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων»





I –    Εισαγωγή

1.        Η παρούσα υπόθεση παρέχει για ακόμη μία φορά στο Δικαστήριο την ευκαιρία να εξειδικεύσει τη νομολογία του σχετικά με το άκρως επίμαχο θέμα της ευθύνης των μητρικών εταιριών για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους των κατά 100 % θυγατρικών εταιριών τους. Το βασικό ζήτημα που τίθεται είναι αν ένας τέτοιος καταλογισμός της ευθύνης για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων προϋποθέτει ότι η μητρική εταιρία ασκεί ίδια οικονομική δραστηριότητα, ήτοι ότι αποτελεί από μόνη της επιχείρηση υπό την έννοια του ευρωπαϊκού δικαίου ανταγωνισμού, ή αν αρκεί να ασκεί οικονομική δραστηριότητα η θυγατρική εταιρία και οι δύο εταιρίες –μητρική και θυγατρική– να αποτελούν επιχείρηση από κοινού.

2.        Το ανωτέρω νομικό ζήτημα τίθεται σχετικά με τη «σύμπραξη επιχειρήσεων που εκτελούν μετακομίσεις», της οποίας η ύπαρξη στη βελγική αγορά διεθνών υπηρεσιών μετακομίσεως αποκαλύφθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν από μερικά χρόνια και η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο αποφάσεως επιβολής προστίμου εκδοθείσας την 11η Μαρτίου 2008 (στο εξής: επίδικη απόφαση) (2). Η Επιτροπή κατηγόρησε για συμμετοχή σε σύμπραξη επιχειρήσεων που εκτελούν μετακομίσεις, και επέβαλε πρόστιμο, σε δέκα συνολικά επιχειρήσεις ή/και ομίλους επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων και στην εταιρία Gosselin Group NV (στο εξής: Gosselin). Εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή τμήματος του εν λόγω προστίμου η Επιτροπή καταλόγισε στη Stichting Administratiekantoor Portielje (στο εξής: Portielje), ένα οικογενειακό ίδρυμα το οποίο ελέγχει άμεσα ή έμμεσα το 100 % του μετοχικού κεφαλαίου της Gosselin και διασφαλίζει την ενιαία διοίκηση της Gosselin προς το συμφέρον των μελών της οικογένειας των ιδρυτών.

3.        Το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντούτοις, με την απόφασή του της 16ης Ιουνίου 2011 (στο εξής: απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ή αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) (3) κατέληξε ότι παρανόμως η Επιτροπή έκρινε ότι η Portielje ενεχόταν εις ολόκληρον, για τον λόγο, κυρίως, ότι η ίδια η Portielje δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα και ως εκ τούτου δεν αποτελεί επιχείρηση.

4.        Κατά της αποφάσεως αυτής στρέφεται τώρα η Επιτροπή με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Όπως υποστηρίζει, o καταλογισμός ευθύνης με βάση τις διατάξεις περί συμπράξεων εξαρτάται αποκλειστικά από το αν η μητρική και η θυγατρική εταιρία, ήτοι εν προκειμένω οι Portielje και Gosselin, αποτελούν από κοινού επιχείρηση κατά την έννοια του ευρωπαϊκού δικαίου ανταγωνισμού και αν μπορεί η συμμετοχή στη σύμπραξη να καταλογιστεί στην εν λόγω ενιαία οικονομική οντότητα.

5.        Το Δικαστήριο θα πρέπει να ασχοληθεί προσεχώς με μια σειρά περαιτέρω νομικών ζητημάτων στο πλαίσιο των λοιπών εκκρεμών αναιρετικών διαδικασιών οι οποίες αφορούν τη σύμπραξη εταιριών που εκτελούν μετακομίσεις (4).

II – Ιστορικό

6.        Η Gosselin είναι εμπορική εταιρία με έδρα το Βέλγιο. Ιδρύθηκε το 1983 και από τις 20 Δεκεμβρίου 2007 λειτουργεί υπό τη σημερινή επωνυμία της ως εταιρία μετακομίσεων (5).

7.        Η Portielje συστάθηκε το 2001 υπό τη μορφή ιδρύματος με έδρα τις Κάτω Χώρες. Μέσω της Portielje συνδέονται μέτοχοι που ανήκουν στην οικογένεια των ιδρυτών της Gosselin προκειμένου να διασφαλίσουν την ενιαία διαχείριση της Gosselin. Η ίδια η Portielje δεν ασκεί εμπορική δραστηριότητα.

8.        Από την 1η Ιανουαρίου 2002 το εν λόγω οικογενειακό ίδρυμα ελέγχει άμεσα ή έμμεσα το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της Gosselin. Ειδικότερα, η Portielje κατέχει ως εταιρία χαρτοφυλακίου άμεσα το 92 % των μετοχών της Gosselin, ενώ το υπόλοιπο 8 % κατέχει η Vivet en Gosselin NV η οποία, με τη σειρά της, ανήκει κατά 99,87 % στην Portielje.

 Πραγματικά περιστατικά και διοικητική διαδικασία

9.        Στη βελγική αγορά των υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων υφίστατο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ερευνών της Επιτροπής, από το 1984 έως το 2003 μια σύμπραξη στην οποία συμμετείχαν δέκα επιχειρήσεις μετακομίσεων (6) σε διάφορα χρονικά διαστήματα (7) και σε διαφορετικό βαθμό.

10.      Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εν λόγω σύμπραξη συνιστούσε γενική σύμπραξη υπό τη μορφή μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως (8), η οποία στηριζόταν συνολικώς σε τρία είδη αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμφωνιών (9):

–        συμφωνιών περί καθορισμού τιμών, με τις οποίες οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις μετακομίσεων καθόριζαν αμοιβές για τις υπηρεσίες που παρείχαν στους πελάτες τους·

–        συμφωνιών περί καθορισμού ενός συστήματος οικονομικών αντισταθμίσεων για απορριφθείσες ή μη υποβληθείσες προσφορές (προμηθειών)· με αυτές, οι ανταγωνιστές της επιχειρήσεως η οποία συνήπτε σύμβαση διεθνούς μετακομίσεως θα ελάμβαναν ένα είδος οικονομικής αντισταθμίσεως, ανεξάρτητα από το αν είχαν υποβάλει ή όχι προσφορά και οι ίδιες· οι εν λόγω προμήθειες μετακυλίονταν εν αγνοία των πελατών στην τελική τιμή των εκάστοτε υπηρεσιών μετακομίσεως·

–        συμφωνιών περί κατανομής της αγοράς μέσω ενός συστήματος εικονικών προσφορών (προσφορών διευκολύνσεως), τις οποίες υπέβαλε στον πελάτη ή στο πρόσωπο που επρόκειτο να μετακομίσει μια εταιρία μετακομίσεων η οποία δεν προετίθετο να διενεργήσει τη μετακόμιση· για τον σκοπό αυτόν, η επιχείρηση υποδείκνυε στους ανταγωνιστές της την τιμή, το ποσοστό ασφαλίσεως και τα έξοδα αποθηκεύσεως που έπρεπε να χρεώσουν για την εικονική υπηρεσία.

11.      Ενώ οι συμφωνίες για τις προμήθειες και τις προσφορές διευκολύνσεως εφαρμόσθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της συμπράξεως (από το 1984 έως το 2003), δεν κατέστη δυνατό να αποδειχθεί η υλοποίηση των συμφωνιών περί καθορισμού τιμών πέραν του Μαΐου του 1990 (10).

12.      Από τις διαπιστώσεις της περί τα πραγματικά περιστατικά η Επιτροπή συνήγαγε με την επίδικη απόφαση το συμπέρασμα ότι οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, καθορίζοντας σε διάφορα χρονικά διαστήματα «άμεσα ή έμμεσα τις τιμές για υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο, κατανέμοντας τμήμα της αγοράς αυτής και καταστρατηγώντας τη διαδικασία υποβολής προσφορών» (11).

13.      Η επίδικη απόφαση επιδόθηκε σε συνολικώς 31 νομικά πρόσωπα, στα οποία επιπλέον η Επιτροπή επέβαλε για την παράβαση πρόστιμα διαφορετικού ύψους (12), σε άλλες περιπτώσεις σε μία μόνον εταιρία και σε άλλες περιπτώσεις σε περισσότερες εταιρίες ευθυνόμενες εις ολόκληρον.

14.      Σύμφωνα με όσα διαπίστωσε η Επιτροπή στο άρθρο 1, στοιχείο γ΄, της επίδικης αποφάσεως, η Gosselin συμμετείχε στη γενική σύμπραξη κατά την περίοδο από 31 Ιανουαρίου 1992 έως 18 Σεπτεμβρίου 2002, ενώ κατά την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 2002 έως 18 Σεπτεμβρίου 2002 συμμετείχε «με τη Stichting Administratiekantoor Portielje». Για τον λόγο αυτόν επιβλήθηκε στην Gosselin, κατ’ άρθρο 2, στοιχείο ε΄, της επίδικης αποφάσεως, πρόστιμο ύψους 4,5 εκατομμυρίων ευρώ, για το οποίο η Portielje κρίθηκε ευθυνόμενη εις ολόκληρον μέχρι του ποσού των 370 000 ευρώ.

15.      Στις 24 Ιουλίου 2009 η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση (13) με την οποία τροποποίησε την επίδικη απόφαση μειώνοντας το επιβληθέν στην Gosselin πρόστιμο σε 3,28 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το ποσό για το οποίο η Portielje ευθυνόταν εις ολόκληρον μειώθηκε σε 270 000 ευρώ. Η εν λόγω τροποποίηση έγινε κατόπιν νέου υπολογισμού των κύκλων εργασίας που, κατά την άποψη της Επιτροπής, έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου το οποίο επιβλήθηκε στις Gosselin και Portielje.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

16.      Αρκετοί από τους αποδέκτες της επίδικης αποφάσεως ζήτησαν πρωτοδίκως έννομη προστασία, ασκώντας κατ’ αυτής προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (14).

17.      Οι ασκηθείσες στις 4 Ιουνίου 2008 προσφυγές των Gosselin και Portielje συνεκδικάσθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

18.      Επί της προσφυγής στην υπόθεση T‑208/08 το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του (15) την επίδικη απόφαση, στο μέτρο που η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι η Gosselin μετείχε στην παράβαση κατά την περίοδο από τις 30 Οκτωβρίου 1993 έως τις 14 Νοεμβρίου 1996. Αντίστοιχα το Γενικό Δικαστήριο μείωσε το επιβληθέν στην Gosselin πρόστιμο σε 2,32 εκατομμύρια ευρώ. Κατά τα λοιπά απέρριψε την προσφυγή της Gosselin και καταδίκασε κάθε διάδικο στα δικαστικά του έξοδα.

19.      Επί της προσφυγής στην υπόθεση T‑209/08 το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε με την ίδια αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του (16) εξ ολοκλήρου την επίδικη απόφαση στο μέτρο που αφορά την Portielje και καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

III – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

20.      Με το από 25 Αυγούστου 2011 δικόγραφο η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Η αναίρεση αυτή στρέφεται μόνο κατά το μέρος της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή ακυρώσεως της Portielje στην υπόθεση T‑209/08 (17). Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που η τελευταία ακυρώνει την απόφαση C(2008) 926, όπως έχει τροποποιηθεί διά της αποφάσεως C(2009) 5810, όσον αφορά την Portielje·

–        να απορρίψει την προσφυγή της Portielje·

–        να καταδικάσει την Portielje στα έξοδα των δικών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου.

21.      Από την πλευρά της, η Portielje ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να κρίνει αβάσιμη και να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής· και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

22.      Επί της αιτήσεως αναιρέσεως διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη διαδικασία, ενώ στις 24 Οκτωβρίου 2012 έλαβε χώρα και η επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

IV – Εκτίμηση

23.      Κατά πάγια νομολογία για το άρθρο 81 ΕΚ (πρώην άρθρο 85 ΕΟΚ, νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ) (18), η μητρική εταιρία ενδέχεται να ευθύνεται εις ολόκληρον με τη θυγατρική της για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων εκ μέρους της τελευταίας, ακόμη και αν στη συγκεκριμένη σύμπραξη εμπλέκεται άμεσα μόνο η θυγατρική. Τέτοια ευθύνη συντρέχει ιδίως όταν η θυγατρική δεν δραστηριοποιήθηκε αυτόνομα στην αγορά αλλά, κατά κύριο λόγο, ακολούθησε οδηγίες της μητρικής, υπέκειτο δηλαδή στην καθοριστική επιρροή της τελευταίας (19). Εξάλλου, εάν μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο των μετοχών ή σχεδόν όλες τις μετοχές της θυγατρικής εταιρίας της, τεκμαίρεται κατά τρόπο μαχητό ότι ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής εταιρίας της στην αγορά (20) («τεκμήριο του 100 %» (21) ή «νομολογία Akzo Nobel»).

24.      Η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι στην προκείμενη περίπτωση εφάρμοσε τις εν λόγω αρχές κατά τρόπο νομικά εσφαλμένο. Συγκεκριμένα, στηρίζεται σε δύο λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο ένας αναφέρεται στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ (βλ. κατωτέρω υπό A) και ο άλλος στις δυνατότητες καταρρίψεως του τεκμηρίου του 100 % (βλ. κατωτέρω υπό B).

 Α –      Επί του προσδιορισμού του προσωπικού πεδίου εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ (πρώτος λόγος αναιρέσεως)

25.      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως θέτει ορισμένα θεμελιώδη νομικά ζητήματα σχετικά με την έννοια της επιχειρήσεως στο δίκαιο ανταγωνισμού, άπτεται δε, τελικώς, του θέματος του προσωπικού πεδίου εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (22), στα οποία εμπίπτουν επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων (23).

26.      Με τον συγκεκριμένο λόγο αναιρέσεως η Επιτροπή στρέφεται κατά των σκέψεων 36 έως 50 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή «δεν απέδειξε ότι η Portielje είναι επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ» (24), κάνοντας δεκτή την προσφυγή ακυρώσεως της Portielje κατά της επίδικης αποφάσεως. Κατά την άποψη του Γενικού Δικαστηρίου, η Portielje θα έπρεπε να είναι η ίδια επιχείρηση προκειμένου να ευθύνεται εις ολόκληρον με την Gosselin για τη συμμετοχή της τελευταίας στη σύμπραξη επιχειρήσεων που εκτελούν μεταφορές (25).

1.      Η έννοια της επιχειρήσεως στο πλαίσιο του άρθρου 81 ΕΚ (πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως)

27.      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι στηρίχθηκε σε ένα νομικά εσφαλμένο κριτήριο. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς επικεντρώθηκε στο ζήτημα αν η ίδια η Portielje αποτελούσε επιχείρηση, αντί να διερωτηθεί αν η Portielje και η Gosselin αποτελούσαν ενιαία επιχείρηση από κοινού. Κατά την άποψη της Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο παρερμήνευσε εν προκειμένω την έννοια της επιχείρησης στο δίκαιο ανταγωνισμού.

28.      Δεν αμφισβητείται ότι, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, η έννοια της επιχειρήσεως περιλαμβάνει κάθε οντότητα η οποία ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τη διέπει και τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς της (26). Επίσης δεν αμφισβητείται ότι μία τέτοια οικονομική οντότητα μπορεί να αποτελείται από περισσότερα του ενός φυσικά ή νομικά πρόσωπα (27).

29.      Τον ανωτέρω ορισμό ακολούθησε και το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του (28). Εντούτοις, προέβη αμέσως στη διευκρίνιση ότι «στη μητρική εταιρία μιας επιχειρήσεως που διέπραξε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ δεν μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις με απόφαση περί εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, αν δεν είναι και η ίδια επιχείρηση» (29).

30.      Η αντίληψη που εκφράζεται εν προκειμένω για την έννοια της επιχειρήσεως σε σχέση με την ευθύνη της μητρικής εταιρίας για παραβάσεις της νομοθεσίας περί συμπράξεων εκ μέρους θυγατρικής της είναι σαφώς εσφαλμένη.

31.      Συγκεκριμένα, η εις ολόκληρον ευθύνη μητρικής και θυγατρικής εταιρίας θεμελιώνεται στο γεγονός ότι δύο εταιρίες λειτουργούν από κοινού ως φορείς μιας ενιαίας επιχειρήσεως κατά την έννοια του δικαίου ανταγωνισμού όταν η θυγατρική δεν διαθέτει επαρκή αυτοτέλεια έναντι της μητρικής (30). Στην περίπτωση αυτή, οι δύο εταιρίες αποτελούν μία ενιαία οικονομική οντότητα, μπορούν δε αμφότερες να επωφελούνται του λεγόμενου «Konzernprivileg», ήτοι της άρσεως της απαγορεύσεως συμπράξεως για τις μεταξύ τους συμφωνίες (31). Αντίστοιχα, οι δύο εταιρίες αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα και ως προς τις εξωτερικές τους σχέσεις και ως εκ τούτου υπέχουν κοινή ευθύνη για παραβάσεις της νομοθεσίας περί συμπράξεων που τελούνται από την επιχείρηση την οποία συνιστούν από κοινού (32).

32.      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα δέχτηκε ότι η έννοια της επιχειρήσεως κατά το δίκαιο του ανταγωνισμού και ο καταλογισμός της συμπεριφοράς μιας θυγατρικής εταιρίας στη μητρική εταιρία αποτελούν «δύο διακριτές έννοιες» (33). Στην πραγματικότητα πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Όπως προελέχθη, η εις ολόκληρον ευθύνη της μητρικής εταιρίας από κοινού με τη θυγατρική της αποτελεί εκδήλωση της ιδιότητας αμφοτέρων ως νομικών φορέων μιας ενιαίας επιχειρήσεως. Αυτή ακριβώς η συγκρότηση της εν λόγω ενιαίας οικονομικής οντότητας από τη μητρική και τη θυγατρική εταιρία συνιστά αναγκαία και συνάμα ικανή συνθήκη για την εις ολόκληρον ευθύνη της μητρικής για παραβάσεις της νομοθεσίας περί συμπράξεων που τελούνται από τη θυγατρική της.

33.      Η νομική θέση που διατυπώνει το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά την οποία η μητρική, για να συνυπέχει ευθύνη για τελούμενες από τη θυγατρική της παραβάσεις της νομοθεσίας περί συμπράξεων, απαιτείται να έχει και η ίδια την ιδιότητα της επιχειρήσεως, θα οδηγούσε στο να τεθεί ο καταλογισμός της ευθύνης μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας υπό μία πρόσθετη, μηδέποτε αναγνωρισθείσα υπό τη συγκεκριμένη μορφή προϋπόθεση.

34.      Φρονώ ότι μία τέτοια πρόσθετη προϋπόθεση ουδόλως προκύπτει από τη μέχρι τούδε νομολογία. Για παράδειγμα, αν ίσχυε η προϋπόθεση αυτή, τότε στην υπόθεση Akzo Nobel, η οποία αποτελεί τη «leading case» των τελευταίων ετών στο εξεταζόμενο εν προκειμένω θέμα, η Akzo Nobel NV, ως αμιγώς εταιρία χαρτοφυλακίου (34), δεν θα έπρεπε να είναι αποδέκτρια της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου.

35.      Το Γενικό Δικαστήριο στο σημείο αυτό δεν λαμβάνει υπόψη την απόφαση Akzo Nobel (35), ούτε θεμελιώνει άλλως πως την ύπαρξη της εν λόγω πρόσθετης προϋποθέσεως την οποία επικαλείται. Περιορίζεται στην παράθεση τριών αποφάσεων του Δικαστηρίου, επιλεγμένων κατά το μάλλον ή ήττον τυχαία (36), στις οποίες κρίθηκε ότι «δεν αμφισβητείτο» το γεγονός «ότι η μητρική εταιρία ήταν επιχείρηση» (37).

36.      Εντούτοις, για την επιβολή κυρώσεων σε μία επιχείρηση για παραβάσεις της νομοθεσίας περί συμπράξεων βάσει του άρθρου 81 ΕΚ (νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ) σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 δεν ενδιαφέρει αν δραστηριοποιούνται οικονομικά και συνεπώς αντιμετωπίζονται ως επιχειρήσεις τα ίδια τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αποτελούν τη νομική ενσάρκωση της επιχειρήσεως αυτής.

37.      Το μόνο καθοριστικό στοιχείο είναι ότι, τελικά, η παράβαση διαπράχθηκε από μία επιχείρηση και ότι όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα στα οποία επιδίδεται απόφαση προστίμου ως κύρωση για την εν λόγω παράβαση είναι νομικοί φορείς της συγκεκριμένης κοινής επιχειρήσεως. Τούτο διότι η επιβολή κυρώσεων κατ’ άρθρο 23, παράγραφος 2, σημείο α΄, του κανονισμού 1/2003 έχει ως σκοπό να διασφαλίσει ότι τα πρόσωπα τα οποία ασκούν μία συγκεκριμένη επιρροή στη μετέχουσα στη σύμπραξη επιχείρηση θα είναι υπόλογα με βάση την αρχή της προσωπικής ευθύνης και ότι θα μεριμνούν ώστε η επιχείρηση να μη διαπράττει τέτοιου είδους παραβάσεις στο μέλλον (38). Ενόψει του ως άνω σκοπού είναι αδιάφορο αν τα εν λόγω φυσικά ή νομικά πρόσωπα ασκούν κατά τα λοιπά, δηλ. ανεξαρτήτως της επιρροής τους στη μετέχουσα στη σύμπραξη επιχείρηση, ορισμένη οικονομική δραστηριότητα.

38.      Εν κατακλείδι προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη διαπιστώνοντας ότι στη μητρική εταιρία μιας επιχειρήσεως δεν μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις αν δεν είναι και η ίδια επιχείρηση και προβαίνοντας, στη συνέχεια, σε εξέταση του αν και η ίδια Portielje αποτελούσε επιχείρηση (39).

39.      Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι βάσιμο.

2.      Το ζήτημα της εφαρμογής του τεκμηρίου του 100 % στη σχέση μεταξύ Portielje και Gosselin (δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως)

40.      Για λόγους πληρότητας θα αναφερθώ στη συνέχεια και στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως που προβάλλει επικουρικώς η Επιτροπή. Αφορά ιδίως το ζήτημα αν στη σχέση της Portielje προς την Gosselin τυγχάνει εφαρμογής το τεκμήριο του 100 %, όπως αυτό προκύπτει από την απόφαση Akzo Nobel (40). Κατά την άποψη της Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την εφαρμογή του εν λόγω τεκμηρίου στην προκειμένη περίπτωση.

41.      Αντικείμενο της εν λόγω αιτιάσεως είναι οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 46 έως 49 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, οι οποίες βασίζονται στο σκεπτικό ότι «η Portielje δεν ασκεί αμέσως καμία οικονομική δραστηριότητα» (41). Υπό τις συνθήκες αυτές, η ιδιότητα της Portielje ως επιχειρήσεως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, θα μπορούσε να προκύπτει μόνον από κάποιας μορφής «έμμεση συμμετοχή» στην οικονομική δραστηριότητα της Gosselin. Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο, επικαλούμενο τις σκέψεις 111 έως 113 της εκδοθείσας επί υποθέσεως κρατικών ενισχύσεων αποφάσεως Cassa di Risparmio di Firenze (42), καλεί την Επιτροπή να αποδείξει με συγκεκριμένα στοιχεία ότι η Portielje όντως «αναμίχθηκε στη διαχείριση» της Gosselin, μη επιτρέποντας την εφαρμογή του τεκμηρίου του 100 % (43).

42.      Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο στηρίζεται εν προκειμένω στη θέση που διατυπώνεται στην απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze, κατά την οποία η απλή κατοχή μεριδίων συμμετοχής, έστω πλειοψηφικών, δεν αποτελεί από μόνη της οικονομική δραστηριότητα (44). Αντιθέτως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ένα ίδρυμα το οποίο κατέχει πλειοψηφική συμμετοχή σε μία εταιρία θεωρείται ότι μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα της ελεγχόμενης από αυτό «επιχειρήσεως» μόνον εφόσον ασκεί πράγματι τον εν λόγω έλεγχο «αναμειγνυόμενο» ευθέως ή εμμέσως στη διαχείριση της εταιρίας (45).

43.      Από το συγκεκριμένο χωρίο της αποφάσεως Cassa di Risparmio di Firenze το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε ότι το βάρος αποδείξεως της αναμίξεως ενός μη έχοντος οικονομική δραστηριότητα ιδρύματος, όπως η Portielje, σε μία δραστηριοποιούμενη στην αγορά εμπορική εταιρία, όπως η Gosselin, φέρει η Επιτροπή, και ότι δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη ο προβαλλόμενος από την τελευταία –κατ’ εφαρμογή της αποφάσεως Akzo Nobel– έλεγχος του 100 % (σχεδόν) των μετοχών της εταιρίας από το ίδρυμα (46).

44.      Η κρίση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

45.      Σε αντίθεση με ό,τι φαίνεται να υπονοεί το Γενικό Δικαστήριο, οι αποφάσεις Cassa di Risparmio di Firenze και Akzo Nobel κινούνται στο ίδιο πνεύμα. Και στις δύο περιπτώσεις, το Δικαστήριο εκτιμά ότι μπορεί να ληφθεί ως δεδομένο ότι υφίσταται μία οικονομική ενότητα και, κατά συνέπεια, ότι η «μητρική εταιρία» και η «θυγατρική» της συνιστούν ενιαία επιχείρηση, εφόσον η μητρική ασκεί πράγματι καθοριστική επιρροή στη θυγατρική (47).

46.      Βεβαίως, κατά τη νομολογία Akzo Nobel, στη «συγκεκριμένη περίπτωση» που η μητρική εταιρία κατέχει όλες ή σχεδόν όλες τις μετοχές της θυγατρικής της υφίσταται ένα μαχητό «τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής» της μητρικής στη συμπεριφορά της θυγατρικής (τεκμήριο του 100 %) (48), ενώ, αντιθέτως, στην απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze (49) δεν γίνεται λόγος για τέτοιου είδους τεκμήριο.

47.      Το γεγονός ότι στην απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze δεν γίνεται αναφορά στο τεκμήριο του 100 % οφείλεται μάλλον στο ότι επρόκειτο για διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, κατά την οποία δεν εξετάστηκαν ζητήματα απόδειξης. Επίσης θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην υπόθεση Cassa di Risparmio di Firenze το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε ειδικά με την περίπτωση του κατά 100 % ή σχεδόν 100 % ελέγχου, αλλά γενικά με «πλειοψηφικές συμμετοχές», οι οποίες περιλαμβάνουν και την περίπτωση που το ποσοστό συμμετοχής είναι σαφώς μικρότερο του 100 %.

48.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο προσέδωσε υπερβολική σημασία στο γεγονός ότι το Δικαστήριο στην υπόθεση Casa di Risparmio di Firenze «δεν θέσπισε […] μαχητό τεκμήριο της “αναμίξεως”» (50) κατά το πρότυπο της νομολογίας Akzo Nobel.

49.      Ιδίως, δεν προκύπτει κανένα στοιχείο το οποίο να δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι στην υπόθεση Cassa di Risparmio di Firenze το Δικαστήριο απέφυγε να αναγνωρίσει το τεκμήριο του 100 % ακριβώς επειδή οι «μητρικές» δεν είχαν την ιδιότητα της επιχειρήσεως ή επειδή αποτελούσαν ιδρύματα.

50.      Μολονότι το Δικαστήριο με πρόσφατες αποφάσεις του δεν απέκλεισε παντελώς το ενδεχόμενο η ερμηνεία της έννοιας της οικονομικής ενότητας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων να διαφέρει από εκείνη που ισχύει για τους λοιπούς τομείς του δικαίου του ανταγωνισμού (51), μέχρι τούδε μεριμνούσε πάντοτε για την απόλυτα ενιαία ερμηνεία της έννοιας της επιχειρήσεως σε όλα τα πεδία του δικαίου του ανταγωνισμού (52), όπως εξάλλου προκύπτει και από την απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze (53). Τη γραμμή αυτή θα πρέπει το Δικαστήριο να ακολουθήσει και στην παρούσα περίπτωση.

51.      Το ότι το Δικαστήριο ειδικά στην απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze και στη νομολογία Akzo Nobel υιοθετεί την ίδια έννοια της επιχειρήσεως αποδεικνύεται εξάλλου και από ορισμένες διασταυρούμενες παραπομπές μεταξύ των δύο νομολογιακών γραμμών (54). Η σχετική επισήμανση της Επιτροπής κατά την παρούσα διαδικασία είναι ορθή.

52.      Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι ούτε η απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze αποτελεί εμπόδιο για την εφαρμογή του τεκμηρίου του 100 % στη σχέση μεταξύ ενός ιδρύματος όπως της Portielje και μίας εμπορικής εταιρίας όπως της Gosselin.

53.      Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η Portielje, το τεκμήριο του 100 % δεν οδηγεί σε αναστροφή του βάρους αποδείξεως. Πρόκειται απλώς για ρύθμιση η οποία αφορά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με τον καταλογισμό ευθύνης στη μητρική και στη θυγατρική εταιρία για παραβάσεις των κανόνων περί συμπράξεων. Δεδομένου ότι η κατοχή του 100 % (ή σχεδόν του 100 %) του κεφαλαίου της θυγατρικής εταιρίας από τη μητρική της δικαιολογεί καταρχήν το συμπέρασμα ότι ασκείται στην πράξη καθοριστική επιρροή, η μητρική εταιρία φέρει το βάρος να ανατρέψει το συμπέρασμα αυτό, προσκομίζοντας ανταποδεικτικώς βάσιμα στοιχεία· ειδάλλως, το συμπέρασμα αυτό πληροί τις απαιτήσεις που διέπουν το βάρος αποδείξεως. Άλλως ειπείν, υφίσταται μια αλληλεπίδραση στις σχετικές με την απόδειξη υποχρεώσεις, η οποία προηγείται της εκτιμήσεως του ζητήματος του αντικειμενικού βάρους αποδείξεως (55).

54.      Επίσης, παρά την αντίθετη άποψη της Portielje, το πεδίο εφαρμογής του τεκμηρίου του 100 % σε καμία περίπτωση δεν διευρύνεται υπερβολικά λόγω της εφαρμογής του σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη. Τούτο διότι σκοπός του εν λόγω τεκμηρίου είναι η διευκόλυνση της αποτελεσματικής εφαρμογής των περί ανταγωνισμού κανόνων των Συνθηκών με παράλληλη τήρηση της θεμελιώδους αρχής της προσωπικής ευθύνης, καθώς και η δημιουργία ασφάλειας δικαίου (56). Υπό το πρίσμα αυτό, η περίπτωση ενός ιδρύματος όπως η Portielje, της οποίας σκοπός είναι η διασφάλιση της «ενότητας της διαχειρίσεως» μιας ελεγχόμενης από την ίδια εμπορικής εταιρίας, δεν μπορεί να αξιολογηθεί διαφορετικά από την περίπτωση μιας «κλασσικής» μητρικής εταιρίας όσον αφορά τη σχέση με τη θυγατρική της ή από την περίπτωση μιας εταιρίας χαρτοφυλακίου στη σχέση με τις ελεγχόμενες από αυτήν εταιρίες του ομίλου. Όλες αυτές οι μητρικές έχουν ένα έντονο οικονομικό συμφέρον στις συγκεκριμένες δραστηριότητες που ασκούν οι αντίστοιχες θυγατρικές τους στην αγορά. Η οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσά τους σε σχέση με την ευθύνη τους κατά τους κανόνες περί συμπράξεων θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

55.      Όσον αφορά την ευθύνη τους για την επιχειρηματική συμπεριφορά των ελεγχόμενων εταιριών, είναι αδιάφορο αν οι ελέγχοντες οργανισμοί –είτε πρόκειται για ιδρύματα, είτε για εταιρίες χαρτοφυλακίου είτε για άλλου είδους μητρικές εταιρίες– ασκούν οι ίδιοι οικονομική δραστηριότητα. Αντιθέτως, σε περίπτωση γενικής εξαιρέσεως από το πεδίο εφαρμογής του τεκμηρίου του 100 % των μη αυτοτελώς οικονομικά δραστηριοποιούμενων εταιριών χαρτοφυλακίου και των ιδρυμάτων, θα καθίστατο δυνατό στην κορυφή του ομίλου να καταστρατηγεί στην πράξη τους κανόνες περί συνευθύνης για παραβάσεις των διατάξεων που αφορούν τις συμπράξεις, καίτοι παρασκηνιακώς «κινεί τα νήματα» στον οικείο όμιλο (57).

56.      Τέλος, αλυσιτελής είναι και ο ισχυρισμός της Portielje ότι η εφαρμογή του τεκμηρίου του 100 % σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη θα οδηγούσε σε παράδοξες συνέπειες σε άλλες περιπτώσεις, στις οποίες μέτοχος μιας εμπορικής εταιρίας είναι το κράτος. Πρόκειται για επίκληση ενός καθαρά υποθετικού προβλήματος, το οποίο ουδόλως τίθεται στην παρούσα περίπτωση. Η θέση της Portielje δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε κατά προσέγγιση με τη θέση στην οποία βρίσκεται το κράτος όταν εμφανίζεται ως επενδυτής, καθόσον οι δραστηριότητές της περιορίζονται, ως γνωστόν, στη διασφάλιση της ενιαίας διαχειρίσεως μίας και μοναδικής οικογενειακής επιχειρήσεως. Πέραν αυτού, το Δικαστήριο έχει ήδη αφήσει να εννοηθεί ότι λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη θέση του κράτους σε σχέση με τυχόν παραβάσεις της νομοθεσίας περί συμπράξεων οι οποίες τελούνται από ελεγχόμενες από αυτό εταιρίες (58). Ως εκ τούτου, οι ανησυχίες που εκφράζει η Portielje είναι αδικαιολόγητες.

57.      Ενόψει των ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει επίσης να γίνει δεκτό.

 Επί της ανατροπής του τεκμηρίου της ασκήσεως καθοριστικής επιρροής (δεύτερος λόγος αναιρέσεως)

58.      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στρέφεται κατά των σκέψεων 51 έως 59 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, όπου το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Portielje κατάφερε στην προκείμενη περίπτωση να ανατρέψει το τεκμήριο του 100 % προσκομίζοντας ικανές αποδείξεις (59). Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Portielje δεν ασκούσε καθοριστική επιρροή στην Gosselin και δεν ήταν καν σε θέση να ασκήσει μια τέτοια επιρροή.

59.      Οι συγκεκριμένες σκέψεις εντάσσονται στο κεφάλαιο της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει «επαλλήλως» αν η συμπεριφορά της Gosselin θα μπορούσε να καταλογισθεί στην Portielje (60). Επειδή όμως το πρώτο κεφάλαιο της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, στο οποίο εξετάζεται η έννοια της επιχειρήσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό (61), η έκβαση της προκείμενης ένδικης διαφοράς εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη νομική εξέταση του εν λόγω δευτέρου κεφαλαίου.

60.      Αδιαμφισβήτητα το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής μιας μητρικής εταιρίας επί της κατά 100 % (ή σχεδόν 100 %) θυγατρικής της (τεκμήριο του 100 %) αποτελεί κατά τη νομολογία Akzo Nobel μαχητό τεκμήριο (62).

61.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε νομική πλάνη ως προς την εκτίμηση των ισχυρισμών που προέβαλε η Portielje προς ανατροπή του εν λόγω τεκμηρίου. Κατ’ ουσίαν η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στην προσωπική διασύνδεση μεταξύ της Portielje και της Gosselin. Συναφώς προβάλλει τρεις συνολικά αιτιάσεις στις οποίες αντιστοιχούν τα τρία σκέλη του δεύτερου λόγου αναιρέσεως. Με αυτά θα ασχοληθώ στη συνέχεια, εξετάζοντας από κοινού το δεύτερο και το τρίτο σκέλος.

62.      Καταρχάς υπενθυμίζεται ότι στην αναιρετική διαδικασία το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να θέσει εν αμφιβόλω την ορθότητα της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων από το Γενικό Δικαστήριο, εκτός αν τίθεται ζήτημα παραμορφώσεως (63). Εντούτοις, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών εκ μέρους του Δικαστηρίου (64). Ο εν λόγω έλεγχος καλύπτει και το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων τα ορθά νομικά κριτήρια (65).

1.      Επί της αιτιάσεως περί παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν την προσωπική διασύνδεση μεταξύ της Portielje και της Gosselin (πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως)

63.      Στο πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο «πρόδηλη παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων» όσον αφορά τη θέση και την επιρροή των τριών μελών του διοικητικού συμβουλίου της Gosselin τα οποία ήταν συγχρόνως και μέλη της διοικήσεως της Portielje.

64.      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή βάλλει κατά της διαπιστώσεως του Γενικού Δικαστηρίου ότι «από τα έξι πρόσωπα που απαρτίζουν το διοικητικό συμβούλιο της Portielje, μόνον το ήμισυ μετέχει, επίσης, στο διοικητικό συμβούλιο της Gosselin» (66) και, αντιστρόφως, ότι «τα τρία πρόσωπα που απαρτίζουν το διοικητικό συμβούλιο της Gosselin, […] αποτελούν μόνον το ήμισυ των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Portielje» (67). Κατά την άποψη της Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα υπονοεί με τη διαπίστωση αυτή ότι τα εν λόγω μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν μπορούσαν να ασκήσουν από κοινού καθοριστική επιρροή στην πολιτική της Portielje.

65.      Εντούτοις, παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων συντρέχει μόνον όταν, χωρίς να εξετασθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων είναι προδήλως πεπλανημένη (68).

66.      Στην προκείμενη περίπτωση το Γενικό Δικαστήριο σε κανένα σημείο της αναιρεσιβαλλόμενης, και επ’ ουδενί στις σκέψεις 56 και 57, δεν καταλήγει στο συμπέρασμα για το οποίο κάνει λόγο η Επιτροπή, ότι δηλαδή τα εν λόγω τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Gosselin δεν μπορούσαν να ασκήσουν από κοινού καθοριστική επιρροή στην πολιτική της Portielje. Ως εκ τούτου, η αιτίαση περί παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων υπό την ως άνω έννοια πρέπει να απορριφθεί.

67.      Επομένως, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

2.      Επί της απουσίας επίσημων αποφάσεων των οργάνων της Portielje και της Gosselin (δεύτερο και τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως)

68.      Με το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει κατ’ ουσία στο Γενικό Δικαστήριο ότι η εκτίμησή του σχετικά με τη δυνατότητα της Portielje να ασκεί επιρροή στην Gosselin στηρίχθηκε αποκλειστικά σε κριτήρια του εταιρικού δικαίου.

69.      Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο ουσιαστικά στηρίζει το συμπέρασμά του περί ανατροπής του τεκμηρίου του 100 % στο γεγονός ότι η διοίκηση της Portielje έλαβε επίσημες αποφάσεις για πρώτη φορά μετά τον τερματισμό της παραβάσεως. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η εκ μέρους της Portielje άσκηση καθοριστικής επιρροής στην Gosselin «αποκλείεται για τον λόγο αυτό» (69). Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2002 έως 18 Σεπτεμβρίου 2002, για το οποίο καταλογίστηκε η παράβαση στην Portielje σύμφωνα με την επίδικη απόφαση, δεν έλαβε χώρα γενική συνέλευση των μετόχων της Gosselin, στο πλαίσιο της οποίας η Portielje θα μπορούσε να επηρεάσει την επιχειρηματική πολιτική της Gosselin (70). Επίσης το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την εν λόγω περίοδο, η Portielje δεν ασκούσε ουδεμία επιρροή στη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της Gosselin ούτε άλλαξε η σύνθεση αυτή με πρωτοβουλία της Portielje (71).

70.      Οι εν λόγω κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου αποτελούν έκφραση παρερμηνείας του τεκμηρίου του 100 % και των νομικών προϋποθέσεων ανατροπής του.

71.      Το αν μία θυγατρική εταιρία μπορεί να καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά ή, αντιθέτως, είναι εκτεθειμένη στην καθοριστική επιρροή της μητρικής της, δεν μπορεί να εκτιμηθεί αποκλειστικά με βάση τις σχετικές διατάξεις του εταιρικού δικαίου. Σε διαφορετική περίπτωση, θα ήταν πολύ εύκολο για την εκάστοτε μητρική εταιρία να αποφεύγει την ευθύνη για τελούμενες από την κατά 100 % θυγατρική της παραβάσεις της νομοθεσίας περί συμπράξεων επικαλούμενη λόγους αναγόμενους αμιγώς στο εταιρικό δίκαιο.

72.      Βέβαια, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αρμοδιότητες τις οποίες διαθέτουν τα όργανα των εμπλεκόμενων εταιριών, καθώς επίσης το αν και πότε τα όργανα αυτά έλαβαν αποφάσεις και, ενδεχομένως, με ποιο περιεχόμενο. Τον αποφασιστικό ρόλο έχει όμως η οικονομική πραγματικότητα. Το δίκαιο ανταγωνισμού δεν προσηλώνεται στους τύπους αλλά εξετάζει την πραγματική συμπεριφορά των επιχειρήσεων.

73.      Όπως εύστοχα παρατηρεί η Επιτροπή, μία εκτίμηση της σχέσης επιρροής μεταξύ μητρικής και θυγατρικής με μοναδικό κριτήριο τις εταιρικές πράξεις θα ήταν υπερβολικά φορμαλιστική και δεν θα λάμβανε υπόψη την οικονομική πραγματικότητα.

74.      Από έναν τέτοιου είδους φορμαλισμό πάσχει η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο, κάνοντας δεκτούς τους ισχυρισμούς που προέβαλε η προσφεύγουσα στον πρώτο βαθμό, στηρίχθηκε αποκλειστικά σε κριτήρια του εταιρικού δικαίου προκειμένου να εκτιμήσει το ζήτημα της ενδεχόμενης καθοριστικής επιρροής της Portielje στην Gosselin. Περιορίζοντας τα κριτήρια του ελέγχου του αποκλειστικά στα προβλεπόμενα από το εταιρικό δίκαιο, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη. Ιδίως δεν έλαβε υπόψη του ότι η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας αποτελούμενης από μητρική και θυγατρική εταιρία δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι έχουν ληφθεί επισήμως σχετικές αποφάσεις των οικείων εταιρικών οργάνων: η εν λόγω ενιαία οντότητα μπορεί να υφίσταται και ατύπως, και συγκεκριμένα λόγω της προσωπικής διασύνδεσης μεταξύ των δύο εταιριών.

75.      Το Γενικό Δικαστήριο ασχολήθηκε με την προσωπική διασύνδεση μεταξύ της Gosselin και της Portielje παρεμπιπτόντως, στηριζόμενο και πάλι σε κριτήρια του εταιρικού δικαίου και μόνο. Μάλιστα, αντικείμενο της εξέτασής του ήταν συναφώς δύο μάλλον θεωρητικά ζητήματα, και δη, πρώτον, το αν «τα κύρια μέλη της διοικήσεως της Portielje ασκούν, μέσω της γενικής συνελεύσεως της Gosselin, επιρροή στο διοικητικό συμβούλιο της εν λόγω εταιρίας» και, δεύτερον, το αν «όλες οι επιχειρήσεις στις οποίες εκπροσωπούνται, επίσης, τα τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Gosselin με την ως άνω ιδιότητα πρέπει να εκληφθούν, εξ αυτού του γεγονότος, ως μητρικές εταιρίες της Gosselin» (72).

76.      Το σημαντικό θα ήταν, ωστόσο, να εξεταστούν οι πραγματικές συνέπειες της προσωπικής διασυνδέσεως μεταξύ της Portielje και της Gosselin στην επιχειρηματική καθημερινότητα και να εκτιμηθεί με αμιγώς πραγματικά κριτήρια, αν η Gosselin –παρά το τεκμήριο του 100 %– καθόριζε πράγματι αυτόνομα την επιχειρηματική της πολιτική. Δυστυχώς, πουθενά στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν γίνεται λόγος για το ζήτημα αυτό.

77.      Εν κατακλείδι, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της Portielje ότι το τεκμήριο του 100 % θα καθίστατο «αμάχητο» αν λαμβανόταν υπόψη τυχόν δυνατότητες ασκήσεως επιρροής και εκτός των οργάνων των εμπλεκόμενων νομικών προσώπων. Αφενός, η Portielje δεν προβάλλει κανένα στοιχείο για να στηρίξει την ουσιαστική βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού. Αφετέρου, είναι προφανές ότι τα πραγματικά τεκταινόμενα στην επιχειρηματική καθημερινότητα, ακόμη και εκείνα που δεν αφορούν διαδικασίες των οργάνων του νομικού προσώπου, δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο αποδείξεως βάσει εσωτερικής αλληλογραφίας και εσωτερικών εγγράφων, σημειώσεων συναντήσεων και μαρτυριών (73). Ανάλογα με το εκάστοτε περιεχόμενό τους, τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα μπορεί να οδηγήσουν είτε στην ανατροπή του τεκμηρίου του 100 % είτε στην επιβεβαίωσή του.

78.      Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως προς το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του.

 Γ –      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

79.      Εν κατακλείδι διαπιστώνεται ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος ως προς αμφότερα τα σκέλη του, ενώ και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος ως προς το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του.

80.      Κατά το άρθρο 61, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να αναιρεθεί ως προς το τέταρτο και το έκτο σημείο της, τα οποία αφορούν την προσφυγή της Portielje στην υπόθεση T‑209/08. Κατά τα υπόλοιπα μέρη της, τα οποία δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας, η απόφαση παραμένει άθικτη.

V –    Απόφαση σχετικά με την προσφυγή ακυρώσεως της Portielje

81.      Από το άρθρο 61, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, όταν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για να την κρίνει.

82.      Στην προκείμενη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο προέβη στο πλαίσιο της αποφάσεώς του σε διεξοδική εξέταση των λόγων προσφυγής που προέβαλε η Portielje κατά την ενώπιόν του διαδικασία στην υπόθεση T‑209/08. Εξάλλου, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δόθηκε στους διαδίκους η δυνατότητα να αναπτύξουν τις θέσεις τους ως προς όλα τα σημεία που είναι κρίσιμα για την εκτίμηση της υπό κρίση υποθέσεως. Επίσης ούτε τα περιστατικά χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων. Κατά συνέπεια, η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση.

 Α –     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Portielje με την προσφυγή την οποία άσκησε στην υπόθεση Τ-209/08

83.      Με τον πρώτο λόγο της προσφυγής που άσκησε στην υπόθεση T‑209/08, η Portielje υποστήριξε ότι δεν είναι επιχείρηση κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού και ως εκ τούτου δεν υφίσταται μεταξύ της ίδιας και της Gosselin σχέση αντίστοιχη με εκείνη που υφίσταται μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας (74).

84.      Ο ανωτέρω λόγος πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που προαναφέρθηκαν (75).

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Portielje με την προσφυγή την οποία άσκησε στην υπόθεση T‑209/08

85.      Με τον δεύτερο λόγο της προσφυγής που άσκησε στην υπόθεση T‑209/08, η Portielje υποστήριξε ότι δεν μπορεί να της καταλογιστεί ευθύνη για πράξεις της Gosselin, καθόσον δεν ασκούσε καθοριστική επιρροή στην εταιρία αυτή (76).

86.      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η Portielje ελέγχει αδιαμφισβήτητα το σύνολο (σχεδόν) των μετοχών της Gosselin (77). Κατά τη νομολογία Akzo Nobel (78) τεκμαίρεται συνεπώς μαχητά ότι η Portielje ασκούσε πράγματι καθοριστικό ρόλο στην Gosselin.

87.      Προς κατάρριψη του εν λόγω τεκμηρίου, η προσφεύγουσα πρωτοδίκως προέβαλε εντελώς τυπικά επιχειρήματα τα οποία αντλεί από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία των οργάνων της Portielje και της Gosselin ως ιδρύματος και εταιρίας αντίστοιχα. Επικαλέστηκε τη νόμιμη υποχρέωση των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Gosselin να ενεργούν αποκλειστικά προς το συμφέρον της εταιρίας και τονίζει ότι οι διοικήσεις της Portielje και της Gosselin είναι συλλογικά όργανα, μεταξύ των οποίων υπάρχει μερική μόνο ταύτιση ως προς τα πρόσωπα που τα απαρτίζουν.

88.      Όπως όμως προεκτέθηκε (79), τα εν λόγω επιχειρήματα δεν αρκούν από μόνα τους, καθόσον τον καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι πραγματικές σχέσεις και η οικονομική πραγματικότητα. Τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, όπου δεν υφίστατο, μεν, απόλυτη ταύτιση μεταξύ των μελών των διοικήσεων της Portielje και της Gosselin, υπήρχε όμως μία σημαντική προσωπική σχέση μεταξύ των δύο νομικών προσώπων, καθόσον τρία από τα μέλη της διοικήσεως ήταν κοινά. Η σχέση αυτή ενισχύει ακόμη περισσότερο την πρώτη εντύπωση, ότι η Gosselin δεν διέθετε επαρκή αυτονομία έναντι της Portielje και ότι τα συμφέροντα των δύο νομικών προσώπων συνέπιπταν.

89.      Στην προσφεύγουσα εναπέκειτο (80) να αποδείξει ότι στην προκείμενη περίπτωση η «μητρική» Portielje ήταν αποστασιοποιημένη από τη «θυγατρική» της, δηλαδή την Gosselin, και συνεπώς η τελευταία, καίτοι ελεγχόταν κατά 100 % από την Portielje, καθόριζε αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά (81).

90.      Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για probatio diabolica, κατά την οποία η μητρική θα πρέπει να αποδείξει την απουσία μιας σχέσεως (82). Όπως εκτέθηκε σε προηγούμενο σημείο (83), το αν και κατά πόσο η θυγατρική εταιρία καθόριζε η ίδια την επιχειρηματική της πολιτική και την παρουσία της στην αγορά, επιδεικνύοντας αυτόνομη, δηλαδή ανεξάρτητη από τη μητρική της εταιρία, συμπεριφορά, θα μπορούσε να καταδειχθεί με τη χρησιμοποίηση συγκεκριμένων στοιχείων της επιχειρηματικής καθημερινότητας.

91.      Δεδομένου, όμως, ότι η Portielje –πέραν της εμμονής της στη διαμόρφωση των σχέσεων από σκοπιάς του δικαίου ιδρυμάτων και εταιριών– δεν προέβαλε οιοδήποτε συγκεκριμένο επιχείρημα προς ανατροπή του τεκμηρίου του 100 % και, ιδίως, δεν απάντησε στο ζήτημα των επιπτώσεων που απορρέουν στην πράξη από τις προσωπικές της σχέσεις με την Gosselin, θα πρέπει και ο δεύτερος λόγος της προσφυγής της να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Γ –      Λοιπά

92.      Σε ό,τι αφορά τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η Portielje με την προσφυγή την οποία άσκησε στην υπόθεση T‑209/08, αυτοί έχουν ήδη απορριφθεί από το Γενικό Δικαστήριο ως αβάσιμοι. Εξέτασα και από την πλευρά μου τους λόγους αυτούς και, για τους ίδιους λόγους που παραθέτει και το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, τους θεωρώ επίσης αβάσιμους.

93.      Επίσης, η μείωση του προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο σε ό,τι αφορά την Gosselin δεν μπορεί να έχει επίδραση ως προς την Portielje. Η εν λόγω μείωση αφορά την περίοδο από 30 Οκτωβρίου 1993 έως 14 Νοεμβρίου 1996, ενώ η εις ολόκληρον ευθύνη της Portielje αφορά, κατά την επίδικη απόφαση, την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2002 έως 18 Σεπτεμβρίου 2002.

94.      Τέλος, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην Portielje υπολογίστηκε με εσφαλμένο τρόπο ή ότι ήταν υπερβολικό ή άλλως μη δικαιολογημένο. Επίσης, παρά την πλήρη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (άρθρο 261 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003), στην προκείμενη περίπτωση δεν υφίσταται λόγος για ανάκληση ή εκ νέου καθορισμό του προστίμου.

 Ενδιάμεσο συμπέρασμα

95.      Εν κατακλείδι, η προσφυγή ακυρώσεως της Portielje στην υπόθεση T‑209/08 πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.

VI – Δικαστικά έξοδα

96.      Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των δικαστικών εξόδων (84).

97.      Δυνάμει του άρθρου 138, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει ζητήσει να καταδικασθεί η Portielje στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία έχει ηττηθεί σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, θα πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα τόσο της διαδικασίας στον πρώτο βαθμό όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

VII – Πρόταση

98.      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)      να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Ιουνίου 2011 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑208/08 και T‑209/08, Gosselin Group NV κ.λπ. κατά Επιτροπής, ως προς το τέταρτο και το έκτο σημείο του διατακτικού της·

2)      να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η Stichting Administratiekantoor Portielje στην υπόθεση T‑209/08·

3)      να καταδικάσει τη Stichting Administratiekantoor Portielje στα έξοδα της διαδικασίας στον πρώτο βαθμό επί της υποθέσεως T‑209/08 καθώς και στα έξοδα της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 –      Απόφαση της Επιτροπής της 11ης Μαρτίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/38.543 – Υπηρεσίες διεθνών μετακομίσεων), κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2008) 926 τελικό, της οποίας περίληψη δημοσιεύθηκε στην ΕΕ 2009, C 188, σ. 16. Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως διατίθεται, χωρίς τα στοιχεία που καλύπτονται τυχόν από το απόρρητο, στη γαλλική γλώσσα και μόνο στον ιστότοπο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής στο Διαδίκτυο (http://ec.europa.eu/competition/antitrust/cases/index.html).


3 – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2011, T‑208/08 και T‑209/08, Gosselin Group κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. II‑3639).


4 – Η εκκρεμής υπόθεση C‑429/11 P, Gosselin Group κατά Επιτροπής κ.λπ., έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως η οποία στρέφεται επίσης κατά της αναιρεσιβαλλόμενης στην υπό κρίση υπόθεση αποφάσεως. Κατά άλλων αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικών με τη σύμπραξη επιχειρήσεων που εκτελούν μετακομίσεις έχουν ασκηθεί αναιρέσεις στις εκκρεμείς υποθέσεις C‑439/11 P, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑441/11 P, Επιτροπή κατά Coppens, και C‑444/11 P, Team Relocations κ.λπ. κατά Επιτροπής. Επί της υποθέσεως C‑441/11 P, Επιτροπή κατά Coppens, ανέπτυξα τις προτάσεις μου την 24η Μαΐου 2012.


5 – Βλ. σχετικά με αυτό το ζήτημα και με όσα εκτίθενται στα κατωτέρω σημεία, σκέψη 2 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


6 – Allied Arthur Pierre, Compas, Coppens, Gosselin, Interdean, Mozer, Putters, Team Relocations, Transworld και Ziegler (βλ., ενδεικτικώς, το σημείο 345 της επίδικης αποφάσεως).


7 –      Τα χρονικά αυτά διαστήματα ήταν μεταξύ τριών μηνών και πλέον των 18 ετών.


8 – Βλ. ιδίως τις αιτιολογικές σκέψεις 307, 314 και 345 της επίδικης αποφάσεως.


9 – Βλ. συναφώς την αιτιολογική σκέψη 121 της επίδικης αποφάσεως και τη σκέψη 1 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


10 – Αιτιολογικές σκέψεις 123 έως 153 της επίδικης αποφάσεως.


11 –      Άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως και σκέψη 1 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


12 –      Τα επιμέρους πρόστιμα κυμαίνονταν μεταξύ 1 500 και 9 200 000 ευρώ.


13 –      Απόφαση της Επιτροπής της 24ης Ιουλίου 2009, κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2009) 5810 (τελικό).


14 – Βλ. σχετικώς, εκτός από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2011, T-199/08, Ziegler κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-3507), T-204/08 και T-212/08, Team Relocations κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-3569), T-210/08, Verhuizingen Coppens κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-3713), και T-211/08, Putters International κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-3729).


15 –      Βλ. σημεία 1 έως 3 και 5 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


16 –      Βλ. σημεία 4 και 6 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


17 – Το υπόλοιπο μέρος της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το οποίο αφορά στην προσφυγή ακυρώσεως που κατέθεσε η Gosselin, αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως C‑429/11 P.


18 – Καθόσον η επίδικη απόφαση εκδόθηκε πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να ληφθεί υπόψη το καθεστώς απαγορεύσεως συμπράξεων που ίσχυε υπό το άρθρο 81 ΕΚ. Η ανάλυση που ακολουθεί, πάντως, ισχύει απολύτως κατ’ αναλογία και για το άρθρο 101 ΣΛΕΕ.


19 – Αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1972, 48/69, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 99, σκέψεις 132 και 133, στο εξής: απόφαση ICI), της 25ης Οκτωβρίου 1983, 107/82, AEG-Telefunken κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 3151, σκέψη 49), της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I‑8237, σκέψεις 58 και 72 στο εξής: απόφαση Akzo Nobel), της 29ης Μαρτίου 2011, C‑201/09 P και C‑216/09 P, ArcelorMittal Luxemburg κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι-2239, σκέψεις 95 και 96, στο εξής: απόφαση ArcelorMittal), και της 19ης Ιουλίου 2012, C‑628/10 P και C‑14/11 P, AOI κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ. (σκέψεις 42 έως 44, στο εξής: απόφαση AOI).


20 – Αποφάσεις Akzo Nobel (σκέψεις 60 και 61), ArcelorMittal (σκέψεις 97 και 98) και AOI (σκέψεις 46 και 47), προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 19. Οι αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑520/09 P, Arkema κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι-8901, σκέψεις 40 και 42) και C‑521/09 P, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι-8947, σκέψεις 56, 63 και 95, στο εξής: απόφαση Elf Aquitaine) αφορούν θυγατρικές εταιρίες, των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ελεγχόταν από τη μητρική κατά 98 %.


21 – Βλ. τις προτάσεις μου της 12ης Ιανουαρίου 2012 στην υπόθεση AOI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, ιδίως σημείο 33).


22 –      Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).


23 –      Αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 59 ), της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑280/06, ETI κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I‑10893, σκέψη 38), της 1ης Ιουλίου 2008, C‑49/07, MOTOE (Συλλογή 2008, σ. I‑4863, σκέψη 20), και Akzo Nobel (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 54).


24 –      Σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


25 –      Σκέψεις 42 και 43 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


26 – Αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1991, C‑41/90, Höfner και Elser (Συλλογή 1991, σ. I‑1979, σκέψη 21), της 23ης Μαρτίου 2006, C‑237/04, Enirisorse (Συλλογή 2006, σ. I‑2843, σκέψη 28), ETI κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 38), MOTOE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 21), Akzo Nobel (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 54), ArcelorMittal (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 95) και AOI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 42).


27 – Αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, 170/83, Hydrotherm Gerätebau (Συλλογή 1984, σ. 2999, σκέψη 11), Akzo Nobel (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 55), ArcelorMittal (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 95) και AOI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 42).


28 –      Σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως· βλ. και σκέψη 44 της ίδιας αποφάσεως.


29 – Σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


30 – Αποφάσεις Akzo Nobel (σκέψη 59), ArcelorMittal (σκέψη 101) και AOI (σκέψη 44), προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 19˙ βλ. επίσης τις προτάσεις μου στην υπόθεση AOI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σημείο 173) και τις προτάσεις μου της 23ης Απριλίου 2009 στην υπόθεση Akzo Nobel (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σημείο 97).


31 – Αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1966, 32/65, Ιταλία κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 429 επ.), ICI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 134), της 24ης Οκτωβρίου 1996, C‑73/95 P, Viho κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I‑5457, σκέψη 16), και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C‑217/05, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio (Συλλογή 2006, σ. I‑11987, σκέψη 44).


32 – Αποφάσεις Akzo Nobel (σκέψεις 56 και 59), ArcelorMittal (σκέψεις 95 και 101) και AOI (σκέψεις 42 έως 44), προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 19.


33 –      Σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


34 –      Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Akzo Nobel (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σημείο 11).


35 –      Απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19.


36 – Αποφάσεις Hydrotherm Gerätebau (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27), ICI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19) και της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑9925).


37 –      Σκέψεις 40 και 41 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


38 – Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου της 3ης Ιουλίου 2007 στην υπόθεση ETI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σημεία 71 και 72), όπως επίσης τις προτάσεις μου στην υπόθεση Akzo Nobel (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σημεία 39 και 41).


39 –      Σκέψεις 42, 43 και 50 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


40 – Βλ., ιδίως, τις αποφάσεις Akzo Nobel (σκέψεις 60 και 61), ArcelorMittal (σκέψεις 97 και 98) και AOI (σκέψεις 46 και 47), προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 19.


41 –      Σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


42 – Απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑289).


43 –      Σκέψεις 47 έως 49 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


44 – Απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 42, σκέψη 111).


45 – Απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 42, σκέψη 112). Ειδικότερα, στο συγκεκριμένο σημείο της αποφάσεως το Δικαστήριο δεν κάνει λόγο για ίδρυμα αλλά γενικά για «νομικό πρόσωπο» του οποίου το μερίδιο σε μία εταιρία του επιτρέπει τον έλεγχο αυτής. Από τα συμφραζόμενα προκύπτει, εντούτοις, ότι η απόφαση αφορούσε ιδρύματα και, ειδικότερα, τραπεζικά ιδρύματα που είχαν συσταθεί και λειτουργούσαν κατά το ιταλικό δίκαιο.


46 –      Βλ., συναφώς, σκέψεις 48 και 49 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


47 – Σχετικά με το δίκαιο των συμπράξεων βλ. την παρατιθέμενη στην υποσημείωση 19 νομολογία καθώς και τις προτάσεις μου στην υπόθεση AOI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σημείο 144)˙ σχετικά με το δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων βλ. την απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 42, σκέψη 112).


48 –      Βλ. συναφώς ανωτέρω, σημείο 23 των παρουσών προτάσεων και την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20 νομολογία.


49 –      Απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 42, ιδίως σκέψεις 110 έως 113.


50 –      Σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


51 – Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, C‑480/09 P, AceaElectrabel κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. I‑3355, σκέψη 66).


52 – Βλ. συναφώς την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26 νομολογία.


53 – Απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 42, σκέψη 107)˙ επίσης απόφαση Enirisorse (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 28).


54 – Στην απόφαση Akzo Nobel (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 54) το Δικαστήριο παραπέμπει στην απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 42). Στην απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2011, C‑90/09 P, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. I‑1, σκέψεις 34 και 35, στο εξής: απόφαση General Química) γίνεται παραπομπή τόσο στη νομολογία Akzo Nobel όσο και στην απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze.


55 – Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου στις υποθέσεις Akzo Nobel (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σημείο 74) και AOI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σημείο 170).


56 – Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Akzo Nobel (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σημείο 71 σε συνδυασμό με τα σημεία 40 και 41).


57 – Σχετικά με ορισμένες ενδεικτικές περιπτώσεις στις οποίες εντούτοις είναι πιθανή η ανατροπή του τεκμηρίου του 100 %, βλ. τις παρατηρήσεις στην υποσημείωση 67 των προτάσεών μου στην υπόθεση Akzo Nobel (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19).


58 – Βλ., συναφώς, απόφαση ETI κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψεις 47 έως 50).


59 –      Σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


60 –      Σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


61 –      Βλ., ανωτέρω, σημεία 25 έως 57 των παρουσών προτάσεων.


62 – Βλ., ιδίως, τις αποφάσεις Akzo Nobel (σκέψεις 60 και 63), ArcelorMittal (σκέψη 97) και AOI (σκέψεις 46 και 48), προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 19, καθώς και τις αποφάσεις General Química (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 54, σκέψεις 39, 42 και 50) και Elf Aquitaine (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψεις 56 και 59).


63 –      Διάταξη της 17ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑19/95 P, San Marco κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I‑4435, σκέψη 39) και αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1994, C‑136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I‑1981, σκέψη 49), Elf Aquitaine (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 68), της 9ης Ιουνίου 2011, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, Comitato «Venezia vuole vivere» κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι-4727, σκέψη 149), και AOI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σκέψη 85).


64 – Διάταξη San Marco κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 63, σκέψη 39) και αποφάσεις Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 63, σκέψη 49), General Química (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 54, σκέψη 71) και Comitato «Venezia vuole vivere» κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 63, σκέψη 149).


65 – Αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2011, C‑109/10 P, Solvay κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι-10329, σκέψη 51), και C‑110/10 P, Solvay κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι-10439, σκέψη 46).


66 –      Σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


67 –      Σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


68 – Αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 2007, C‑229/05, PKK και KNK κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I‑439, σκέψη 37), της 22ας Νοεμβρίου 2007, C‑260/05 P, Sniace κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑10005, σκέψη 37) και Comitato «Venezia vuole vivere» κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 63, σκέψη 153).


69 –      Σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


70 –      Σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


71 –      Σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


72 –      Σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


73 – Βλ., ενδεικτικώς, την εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο στην απόφαση General Química (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 54, σκέψη 104).


74 –      Σκέψεις 28 και 29 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


75 –      Βλ. συναφώς σημεία 27 έως 57 των παρουσών προτάσεων.


76 –      Σκέψεις 28 και 30 έως 32 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


77 – Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Portielje κατέχει «το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου της Gosselin» (σκέψεις 49 και 53 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως). Φρονώ ότι ορθότερο είναι ότι η Portielje έχει υπό τον έλεγχό της το σύνολο των μετοχών της Gosselin, καθόσον διαχειρίζεται το 92 % των μετοχών αυτών ως εταιρία χαρτοφυλακίου για λογαριασμό της οικογένειας των ιδρυτών και επιπλέον κατέχει το σύνολο σχεδόν των μετοχών (99,87 %) της Vivet en Gosselin NV, στην οποία ανήκει το υπόλοιπο 8 % της Gosselin. Πρόκειται, εντούτοις, απλώς και μόνο για ζήτημα διατυπώσεως, το οποίο δεν επηρεάζει την εφαρμογή του τεκμηρίου του 100 %.


78 – Βλ., ιδίως, τις αποφάσεις Akzo Nobel (σκέψεις 60 και 61), ArcelorMittal (σκέψεις 97 και 98) και AOI (σκέψεις 46 και 47), προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 19.


79 – Βλ. συναφώς σημεία 68 έως 78 των παρουσών προτάσεων.


80 – Αποφάσεις General Química (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 54, σκέψη 104) και Elf Aquitaine (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 61).


81 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, τις προτάσεις μου στις υποθέσεις AOI (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σημείο 171) και Akzo Nobel (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 19, σημείο 75).


82 –      Βλ., συναφώς, την απόφαση Elf Aquitaine (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 65 ).


83 –      Βλ. σημείο 77 των παρουσών προτάσεων.


84 – Με βάση τη γενική αρχή κατά την οποία, σε περίπτωση θεσπίσεως νέων κανόνων διαδικασίας, αυτοί εφαρμόζονται γενικώς επί όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος τους (πάγια νομολογία, βλ. ενδεικτικώς την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Meridionale Industria Salumi κ.λπ. (Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9), η απόφαση περί εξόδων διέπεται στην προκείμενη περίπτωση από τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2012, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 2012 (υπό αυτήν την έννοια, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, C‑417/11 P, Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψεις. 91 και 92). Πάντως, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά σε σχέση με το άρθρο 69, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με τα άρθρα 118 και 122, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου της 19ης Ιουνίου 1991.