Language of document : ECLI:EU:T:2015:50

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 28ης Ιανουαρίου 2015 (*)

«Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Ευρωπαϊκή αγορά του υπεροξειδίου του υδρογόνου και του υπερβορικού άλατος — Δημοσίευση αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Απόρριψη αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί συνεργασίας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Εμπιστευτική φύση — Επαγγελματικό απόρρητο — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη»

Στην υπόθεση T‑345/12,

Akzo Nobel NV, με έδρα το Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες),

Akzo Chemicals Holding AB, με έδρα το Nacka (Σουηδία),

Eka Chemicals AB, με έδρα το Bohus (Σουηδία),

εκπροσωπούμενες από τους C. Swaak και R. Wesseling, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους C. Giolito, M. Kellerbauer και G. Meessen,

καθής,

υποστηριζόμενης από

CDC Hydrogene Peroxide Cartel Damage Claims (CDC Hydrogene Peroxide), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον T. Funke, δικηγόρο,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2012) 3533 τελικό, της 24ης Μαΐου 2012, περί απορρίψεως της αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που είχαν υποβάλει οι Akzo Nobel, Akzo Chemicals Holding και Eka Chemicals κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 της αποφάσεως 2011/695/ΕΕ του προέδρου της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (υπόθεση COMP/38.620 — Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, N. J. Forwood (εισηγητή) και E. Bieliūnas, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Απριλίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 3 Μαΐου 2006 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε την απόφαση C(2006) 1766 τελικό, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ κατά των Akzo Nobel NV, Akzo Chemicals Holding AB, Eka Chemicals AB, Degussa AG, Edison SpA, FMC Corporation, FMC Foret SA, Kemira OYJ, L’Air Liquide SA, Chemoxal SA, Snia SpA, Caffaro Srl, Solvay SA/NV, Solvay Solexis SpA, Total SA, Elf Aquitaine SA και Arkema SA (υπόθεση COMP/38.620 — Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας) (στο εξής: απόφαση PHP).

2        Με την απόφαση PHP, η Επιτροπή διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι οι προσφεύγουσες Akzo Nobel, Akzo Chemicals Holding και Eka Chemicals μετείχαν σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), με δεκατέσσερις άλλες εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του υπεροξειδίου του υδρογόνου και του υπερβορικού άλατος. Για τον λόγο αυτό επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες πρόστιμο 25,2 εκατομμυρίων ευρώ, για την καταβολή του οποίου ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον.

3        Το 2007 δημοσιεύθηκε στον διαδικτυακό τόπο της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Ανταγωνισμού της Επιτροπής (στο εξής: ΓΔ Ανταγωνισμού) το πρώτο μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως PHP.

4        Με έγγραφο που απέστειλε στις προσφεύγουσες στις 28 Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή τους γνωστοποίησε την πρόθεσή της να δημοσιεύσει νέο αναλυτικότερο μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως PHP, το οποίο θα περιείχε το σύνολο της εν λόγω αποφάσεως, εξαιρουμένων ορισμένων εμπιστευτικών πληροφοριών. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ζήτησε από τις προσφεύγουσες να προσδιορίσουν για ποιες από τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην απόφαση PHP σκοπεύουν να υποβάλουν αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως

5        Όταν διαπίστωσαν ότι το αναλυτικότερο κείμενο της αποφάσεως PHP το οποίο σκόπευε να δημοσιεύσει η Επιτροπή περιείχε μεγάλο αριθμό πληροφοριών που είχαν παρασχεθεί στο πλαίσιο αιτήσεως υποβληθείσας βάσει της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002), οι προσφεύγουσες γνωστοποίησαν στην Επιτροπή, με έγγραφο που της απεύθυναν στις 9 Ιανουαρίου 2012, ότι αντιτίθενται στην πρότασή της, διότι η σκοπούμενη δημοσίευση θα έπληττε σοβαρά τα συμφέροντά τους κατά τρόπο ανεπανόρθωτο. Ζήτησαν, συνεπώς, από την Επιτροπή να επανεξετάσει την πρόθεσή της να δημοσιεύσει νέο αναλυτικότερο μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως PHP και, επικουρικώς, να μη συμπεριλάβει σε αυτό ορισμένες πληροφορίες που, κατ’ αυτές, είχαν εμπιστευτικό χαρακτήρα.

6        Με έγγραφο της 15ης Μαρτίου 2012, η Επιτροπή ενημέρωσε τις προσφεύγουσες ότι δέχεται το αίτημά τους να απαλείψει από το μη εμπιστευτικό κείμενο που προορίζεται για δημοσίευση όλες τις πληροφορίες που καθιστούν ευθέως ή εμμέσως δυνατό τον εντοπισμό της πηγής των πληροφοριών που είχαν κοινοποιηθεί βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002. Αντιθέτως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι δεν ήταν δικαιολογημένη η τήρηση του απορρήτου όσον αφορά τις λοιπές πληροφορίες των οποίων την εμπιστευτική μεταχείριση είχε ζητήσει η προσφεύγουσα.

7        Κάνοντας χρήση της δυνατότητας που παρέχεται με την απόφαση 2011/695/ΕΕ του προέδρου της Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2001, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (ΕΕ L 275, σ. 29, στο εξής: απόφαση σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων), οι προσφεύγουσες προσέφυγαν στον σύμβουλο ακροάσεων, ζητώντας την απάλειψη από το προς δημοσίευση μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως PHP όλων των πληροφοριών που είχαν προσκομίσει βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

8        Με την απόφαση C(2012) 3533 τελικό, της 24ης Μαΐου 2012 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), ο σύμβουλος ακροάσεων απέρριψε, εξ ονόματος της Επιτροπής, τις αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που είχαν υποβάλει οι προσφεύγουσες και, κατά συνέπεια, επέτρεψε τη δημοσίευση των πληροφοριών που αυτές είχαν παράσχει στην Επιτροπή προκειμένου να επωφεληθούν του προγράμματος επιείκειας της Επιτροπής.

9        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο σύμβουλος ακροάσεων επισήμανε, καταρχάς, τα όρια των καθηκόντων του, στο πλαίσιο των οποίων του επιτρέπεται μόνο να εξετάσει εάν μια πληροφορία μπορεί να θεωρηθεί εμπιστευτική και όχι να θεραπεύσει τυχόν προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των προσφευγουσών έναντι της Επιτροπής.

10      Επισήμανε ακόμη ότι οι προσφεύγουσες αντιτίθενται στη δημοσίευση του νέου αναλυτικότερου μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως PHP, προβάλλοντας ως μόνο λόγο ότι αυτό περιέχει πληροφορίες παρασχεθείσες κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002. Ωστόσο, κατά τον σύμβουλο ακροάσεων, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά το αν θα προβεί σε εκτενέστερη δημοσίευση των αποφάσεών της, πέραν του ουσιώδους περιεχομένου τους. Επιπλέον, τυχόν παραπομπές σε έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υποθέσεως δεν εμπίπτουν αυτές καθεαυτές στο επιχειρηματικό απόρρητο ούτε αποτελούν εμπιστευτικές πληροφορίες.

11      Κατά τον σύμβουλο ακροάσεων, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η δημοσίευση των πληροφοριών που είχαν παράσχει στην Επιτροπή, προκειμένου να τύχουν της επιείκειάς της, θα μπορούσε να τους προξενήσει σοβαρή ζημία. Σε κάθε περίπτωση, το συμφέρον επιχειρήσεως στην οποία η Επιτροπή έχει επιβάλει πρόστιμο για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού να μη δημοσιοποιηθούν στο κοινό πληροφορίες σχετικά με την προσαπτόμενη σε αυτήν παράβαση δεν χρήζει ιδιαίτερης προστασίας. Ο σύμβουλος ακροάσεων υπενθύμισε, συναφώς, ότι οι αγωγές αποζημιώσεως αποτελούν μέρος της πολιτικής ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι, συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν έννομο συμφέρον προστασίας από τον κίνδυνο ασκήσεως τέτοιων αγωγών σε βάρος τους, λόγω της συμμετοχής τους στο καρτέλ που αποτελεί αντικείμενο της αποφάσεως PHP.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Αυγούστου 2012 οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

13      Με διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2012, T‑345/12 R, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, αφενός, ανέστειλε την εκτέλεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και, αφετέρου, επέβαλε στην Επιτροπή να μην προβεί στη δημοσίευση κειμένου της αποφάσεως PHP αναλυτικότερου, όσον αφορά τις προσφεύγουσες, σε σχέση με το δημοσιευμένο στον διαδικτυακό τόπο της ΓΔ Ανταγωνισμού από το 2007.

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή υπέβαλε στο Γενικό Δικαστήριο αίτημα εκδικάσεως της υπό κρίση υποθέσεως κατά προτεραιότητα δυνάμει του άρθρου 55, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

15      Με διάταξη του προέδρου του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2013, επιτράπηκε στη CDC Hydrogene Peroxide Cartel Damage Claims (CDC Hydrogene Peroxide) να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής.

16      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τρίτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

17      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία, χωρίς να κάνει δεκτό το αίτημα της Επιτροπής για κατά προτεραιότητα εκδίκαση. Επίσης, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ζήτησε την προσκόμιση εγγράφων από τις προσφεύγουσες. Αυτές προσκόμισαν τα ζητηθέντα έγγραφα εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

18      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Απριλίου 2014.

19      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        εφόσον το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εμπεριέχει έγκριση προσβάσεως βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), να ακυρώσει την απόφαση περί παροχής τέτοιας εγκρίσεως,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

20      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, δήλωσαν ότι παραιτούνται από το δεύτερο αίτημά τους, η δήλωση δε αυτή καταχωρίστηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

21      Η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

22      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, εφόσον το έγγραφο που απεύθυνε στις προσφεύγουσες στις 28 Νοεμβρίου 2011 περιείχε επίσημη απόφαση δημοσιεύσεως αναλυτικότερου μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως PHP, οι προσφεύγουσες έχουν απολέσει το δικαίωμα αμφισβητήσεως της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, διότι ζήτησαν την ακύρωσή της εντός της προθεσμίας του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

23      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με το έγγραφό της της 28ης Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή πράγματι ενημέρωσε τις προσφεύγουσες ότι «αποφάσισε προσφάτως» να δημοσιεύσει νέο κείμενο της αποφάσεως PHP, αναλυτικότερο από αυτό που είναι διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο της ΓΔ Ανταγωνισμού από το 2007, πλην όμως σκοπός της ενέργειας αυτής ήταν να παρασχεθεί στις προσφεύγουσες η δυνατότητα να ζητήσουν την απάλειψη από το προς δημοσίευση κείμενο τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που τις αφορούν ή άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών, κατά τα διευκρινιζόμενα στο παράρτημα III του εν λόγω εγγράφου. Επομένως, το έγγραφο αυτό δεν περιείχε την τελική θέση της Επιτροπής σχετικά με τα ζητήματα εμπιστευτικότητας που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρινόμενης διαφοράς.

24      Τούτο εξηγεί, κατά τα λοιπά, το γεγονός ότι η Επιτροπή, με το έγγραφο που απεύθυνε στις προσφεύγουσες στις 15 Μαρτίου 2012, δεν επικαλέστηκε τον οριστικό χαρακτήρα αποφάσεως την οποία φέρεται να εμπεριέχει το έγγραφό της της 28ης Νοεμβρίου 2011, αλλά, αντιθέτως, τις κάλεσε να απευθυνθούν στον σύμβουλο ακροάσεων, εφόσον επιθυμούν να αμφισβητήσουν την απόρριψη από τη ΓΔ Ανταγωνισμού της πλειονότητας των αιτημάτων τους εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

25      Επισημαίνεται, ακόμη, ότι, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή, απαντώντας σε αίτημα των προσφευγουσών, απέστειλε στον νομικό σύμβουλό τους ηλεκτρονική επιστολή από την οποία προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση ήταν η μόνη που είχε ληφθεί έναντι αυτών ως προς το εν λόγω ζήτημα και ότι αποτυπώνει την τελική θέση της.

26      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

27      Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους. Ο πρώτος αφορά παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως των προσφευγουσών, ο δεύτερος παραβίαση της υποχρεώσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που απορρέει από το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και ο τρίτος προσβολή των εύλογων προσδοκιών των προσφευγουσών, παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, καθώς και της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με ανεπαρκή αιτιολογία και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως

28      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, πράγμα που συνιστά παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, όπως αυτό κατοχυρώνεται με το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συναφώς, προβάλλουν, καταρχάς, ότι δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν από την προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκαν τα επιχειρήματά τους σχετικά με τις εύλογες προσδοκίες τους, τα οποία είχαν προβάλει προς στήριξη των αιτημάτων τους εμπιστευτικής μεταχειρίσεως. Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απαντά στο επιχείρημά τους ότι η σκοπούμενη από την Επιτροπή δημοσίευση συνιστά παρέκκλιση από την προγενέστερη διοικητική πρακτική της. Τέλος, προβάλλουν ότι εν προκειμένου απαιτείται εκτενέστερη αιτιολόγηση, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά παρέκκλιση από την επιλογή της Επιτροπής το 2007 να δημοσιεύσει μη εμπιστευτικό κείμενο αποφάσεως PHP χωρίς τις πληροφορίες των οποίων την εμπιστευτική μεταχείριση είχαν ζητήσει οι προσφεύγουσες.

29      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, θεωρούμενη στο πλαίσιό της, είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

30      Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως ατομικής αποφάσεως σκοπό έχει να παρέχονται στον μεν δικαστή της Ένωσης η δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως, στον δε ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση έχει επαρκές έρεισμα ή αν ενδεχομένως πάσχει ελάττωμα λόγω του οποίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της, με τη διευκρίνιση ότι το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αυτής εξαρτάται από τη φύση της πράξεως για την οποία πρόκειται και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 14, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 1996, T‑49/95, Van Megen Sports κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1799, σκέψη 51).

31      Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή υποχρεούται μεν να αναφέρει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η κατά νόμο δικαιολόγηση της αποφάσεώς της και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων έλαβε την απόφαση αυτή, αλλά δεν απαιτείται να προσδιορίζει η αιτιολογία όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα εάν η αιτιολογία μιας πράξεως πληροί τις απαιτήσεις τις διατάξεως αυτής πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της ως άνω πράξεως αλλά και το πλαίσιό της και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 2012, T‑53/12, CF Sharp Shipping Agencies κατά Συμβουλίου, σκέψη 37). Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 2011, T‑465/08, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑1941, σκέψη 163).

32      Η εν λόγω υποχρέωση αιτιολογήσεως απορρέει και από το άρθρο 8, παράγραφος 2, της αποφάσεως σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων, σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 της διατάξεως αυτής, όσον αφορά τις αποφάσεις που ο σύμβουλος ακροάσεων καλείται να λάβει επί των αιτήσεων εμπιστευτικής μεταχειρίσεως ορισμένων πληροφοριών στο πλαίσιο διαδικασιών εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού.

33      Εν προκειμένω, τόσο από τα έγγραφα των προσφευγουσών της 8ης Δεκεμβρίου 2011 και της 9ης Ιανουαρίου 2012 προς τη ΓΔ Ανταγωνισμού, καθώς και από το έγγραφο που απέστειλαν στον σύμβουλο ακροάσεων στις 10 Απριλίου 2012 προκύπτει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, οι προσφεύγουσες διατύπωσαν την άποψη ότι η δημοσίευση κειμένου της αποφάσεως PHP με πληροφορίες τις οποίες είχαν γνωστοποιήσει οικειοθελώς, προκειμένου να επωφεληθούν της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, συνιστά προσβολή των εύλογων προσδοκιών τους. Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει επίσης ότι οι προσφεύγουσες είχαν υποστηρίξει ότι η δημοσίευση αυτή αποτελεί παρέκκλιση από την προγενέστερη διοικητική πρακτική της Επιτροπής, η οποία συνίστατο στη μη δημοσιοποίηση σε τρίτους πληροφοριών που έχουν περιέλθει σε αυτήν από επιχειρήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας.

34      Επ’ αυτού, τονίζεται ότι, όπως προκύπτει κατ’ ουσίαν από τη σημερινή απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, T‑341/12, Evonik Degussa κατά Επιτροπής (σκέψεις 42 έως 44 και 58), ο σύμβουλος ακροάσεων δεν απάντησε ειδικά σε καθένα από τα επιχειρήματα αυτά, προκειμένου να μην υπερβεί τα καθήκοντά του, όπως αυτά οριοθετούνται με το άρθρο 8 της αποφάσεως σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων.

35      Ωστόσο, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε όταν ολοκληρώθηκε η διοικητική διαδικασία κατά την οποία η Επιτροπή κλήθηκε να απαντήσει στις επί της αρχής αντιρρήσεις των προσφευγουσών κατά της σκοπούμενης δημοσιεύσεως, οι οποίες ήταν εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του συμβούλου ακροάσεων.

36      Υπό τις συνθήκες αυτές και προς διασφάλιση της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας των προσφευγουσών, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να εξεταστεί εντός του πλαισίου που οδήγησε στην έκδοσή της και, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι με την εν λόγω απόφαση η Επιτροπή διατύπωσε εμμέσως πλην σαφώς τις θέσεις της επί της σκοπούμενης δημοσιεύσεως, όπως οι θέσεις αυτές διατυπώθηκαν από τη ΓΔ Ανταγωνισμού και στον βαθμό που δεν αφορούν πτυχές εκτός καθηκόντων του συμβούλου ακροάσεων.

37      Πάντως, η προσβαλλόμενη απόφαση, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα αυτό, παρέχει στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να κατανοήσουν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η κατά νόμον δικαιολόγησή της.

38      Συγκεκριμένα, πρώτον, η Επιτροπή, με έγγραφο που απέστειλε η ΓΔ Ανταγωνισμού στις προσφεύγουσες στις 28 Νοεμβρίου 2011, δικαιολόγησε την πρόθεσή της να δημοσιεύσει αναλυτικότερο μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως PHP επικαλούμενη τον σκοπό της διαφάνειας. Εξάλλου, με έγγραφο που απεύθυνε στις προσφεύγουσες στις 20 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι η σκοπούμενη δημοσίευση πρέπει να νοηθεί σε συνάφεια με την αίτηση προσβάσεως σε εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως PHP, υποβληθέν δυνάμει του κανονισμού 1049/2001.

39      Δεύτερον, είναι μεν αληθές ότι ο σύμβουλος ακροάσεων δήλωσε αναρμόδιος να εξετάσει τυχόν προσβολή των εύλογων προσδοκιών της προσφεύγουσας, με το σκεπτικό ότι η εξέταση αυτή δεν εμπίπτει στα καθήκοντά του, όπως αυτά οριοθετούνται από το άρθρο 8 της αποφάσεως σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων, πλην όμως η Επιτροπή, με έγγραφο που απέστειλε η ΓΔ Ανταγωνισμού στις προσφεύγουσες στις 15 Μαρτίου 2012, απάντησε ρητώς στο επιχείρημά τους ότι η επίμαχη δημοσίευση συνιστά προσβολή των εύλογων προσδοκιών τους.

40      Από το έγγραφο αυτό προκύπτει πράγματι ότι, στο πλαίσιο της αναλύσεως των επί της αρχής αντιρρήσεων κατά της επίμαχης δημοσιεύσεως, η Επιτροπή εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι οφείλει να σταθμίσει την προστασία των σκοπών των ερευνών της, στην οποία κατατείνει η προβλεπόμενη από το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση από την αρχή της διαφάνειας, με τα εύλογα συμφέροντα των ενδιαφερομένων. Η Επιτροπή ανέφερε επίσης ότι ένα έγγραφο δεν προστατεύεται ως εκ του ότι της έχει κοινοποιηθεί στο πλαίσιο αιτήσεως επιείκειας και μόνον και ότι η σκοπούμενη δημοσίευση δεν θίγει τον σκοπό των ερευνών της. Τόνισε ακόμη ότι, εν προκειμένω, πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 4, παράγραφος 7, του κανονισμού 1049/2001, δυνάμει του οποίου οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα που προβλέπονται από τις τρεις πρώτες παραγράφους του άρθρου αυτού ισχύουν μόνο καθόσον χρόνο η εκεί προβλεπόμενη προστασία δικαιολογείται βάσει του περιεχομένου του εγγράφου. Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι η επίμαχη δημοσίευση δεν συνιστά προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των προσφευγουσών.

41      Τρίτον, στην προσβαλλόμενη απόφαση παρατίθενται πλείονα στοιχεία προς στήριξη της απορρίψεως των αιτήσεων εμπιστευτικής μεταχειρίσεως τις οποίες είχαν υποβάλει οι προσφεύγουσες. Ο σύμβουλος ακροάσεων τόνισε καταρχάς, με την εν λόγω απόφαση, ότι οι αναφορές σε έγγραφα του φακέλου της υποθέσεως δεν συνιστούν καθεαυτές επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλες εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες. Εν συνεχεία, προς δικαιολόγηση της απορρίψεως των αιτήσεων εμπιστευτικής μεταχειρίσεως αναφέρονται, πρώτον, η ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτει η Επιτροπή όσον αφορά το αν θα δημοσιεύσει περισσότερα στοιχεία, πέραν του ουσιώδους περιεχομένου των αποφάσεων που λαμβάνει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003, δεύτερον, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η δημοσιοποίηση των πληροφοριών που είχε παράσχει στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 ενδέχεται να της προξενήσει ζημία και, τρίτον, ότι, ακόμη και αν αποδεικνυόταν η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου, από τη νομολογία προκύπτει ότι δεν χρήζει προστασίας το συμφέρον της προσφεύγουσας να μη γνωστοποιηθούν στο κοινό λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τη συμμετοχή της σε παράβαση.

42      Οι διαπιστώσεις που περιέχονται στην προηγούμενη σκέψη οδηγούν επίσης στην απόρριψη του επιχειρήματος των προσφευγουσών ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρατίθενται στοιχεία που να δικαιολογούν εν προκειμένω την παρέκκλιση από την προγενέστερη διοικητική πρακτική της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν είχε αποδειχθεί η ύπαρξη της προγενέστερης διοικητικής πρακτικής για την οποία κάνουν λόγο οι προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση, τοποθετούμενη εντός του πλαισίου της εκδόσεώς της, παρέχει επαρκή στοιχεία ώστε οι προσφεύγουσες να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή αποφάσισε στη συγκεκριμένη περίπτωση να παρεκκλίνει από την εν λόγω πρακτική.

43      Τέλος, είναι απορριπτέο ως αλυσιτελές το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι εν προκειμένω απαιτείται αιτιολόγηση εκτενέστερη από τη συνήθη, επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση επιτρέπει τη δημοσίευση πληροφοριών οι οποίες είχαν χαρακτηριστεί προηγουμένως ως εμπιστευτικού χαρακτήρα από την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν η υποχρέωση εκτενέστερης αιτιολογήσεως κρινόταν δικαιολογημένη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένης υπόψη τόσο της φύσεως των επιχειρημάτων που ανέπτυξαν οι προσφεύγουσες με το έγγραφό τους της 10ης Απριλίου 2012 προς τον σύμβουλο ακροάσεων όσο και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και το οποίο ήταν γνωστό στις προσφεύγουσες, στην εν λόγω απόφαση παρατίθενται με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια οι λόγοι για τους οποίους αποφασίστηκε εν προκειμένω ότι οι επίμαχες πληροφορίες δεν πρέπει πλέον να θεωρούνται εμπιστευτικού χαρακτήρα.

44      Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση των προσφευγουσών περί ανεπαρκούς αιτιολογήσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Δεδομένου, άλλωστε, ότι οι προσφεύγουσες δεν εξήγησαν κατά τι διαφέρουν οι αιτιάσεις τους περί προσβολής του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως από την επιχειρηματολογία τους περί ανεπαρκούς αιτιολογήσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ούτε οι αιτιάσεις αυτές μπορούν να γίνουν δεκτές. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παραβίαση της υποχρεώσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, η οποία απορρέει από το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003

45      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την υποχρέωση εμπιστευτικότητας που υπέχει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 339 ΣΛΕΕ και του άρθρου 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι πληροφορίες οι οποίες έχουν οικειοθελώς κοινοποιηθεί στην Επιτροπή από επιχειρήσεις πρέπει να προστατεύονται από τη δημοσιοποίηση. Πάντως, οι προσφεύγουσες εν προκειμένω κοινοποίησαν οικειοθελώς στην Επιτροπή τις πληροφορίες των οποίων ζήτησαν την εμπιστευτική μεταχείριση, προκειμένου να επωφεληθούν από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002.

46      Οι προσφεύγουσες επικαλούνται, ακόμη, το άρθρο 30 του κανονισμού 1/2003, κατά το οποίο η Επιτροπή υποχρεούται, κατά την έκδοση των αποφάσεών της, να λαμβάνει υπόψη το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων για την προστασία του επαγγελματικού απόρρητου, καθώς και το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 123, σ. 18), κατά το οποίο δεν πρέπει να κοινοποιούνται ούτε να παρέχεται πρόσβαση σε επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλες εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίες.

47      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, ακόμη, ότι οι πληροφορίες που γνωστοποίησαν στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

48      Συγκεκριμένα, η εν λόγω ανακοίνωση προέβλεπε, σύμφωνα με τις παραγράφους 29, 32 και 33 αυτής, την εμπιστευτική μεταχείριση των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις επιείκειας. Η προστασία των εν λόγω πληροφοριών επιβεβαιώνεται από την παράγραφο 6 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2006). Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι πληροφορίες αυτές γνωστοποιήθηκαν επισήμως στην Επιτροπή, ότι είναι γνωστές σε περιορισμένο αριθμό προσώπων και ότι η δημοσιοποίησή τους ενδέχεται να πλήξει τα συμφέροντα των προσφευγουσών, διότι θα τις έθετε σε δυσμενέστερη θέση, σε περίπτωση ασκήσεως αγωγών αποζημιώσεως εναντίον τους, σε σχέση με άλλους αποδέκτες της αποφάσεως PHP οι οποίοι δεν συνεργάστηκαν με την Επιτροπή. Για τους λόγους αυτούς, ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των πληροφοριών αυτών δεν επηρεάζεται από την πάροδο του χρόνου, σε αντίθεση με τις ευαίσθητες από εμπορικής απόψεως πληροφορίες, κατά τη στενή του όρου έννοια. Το συμφέρον των προσφευγουσών να μη δημοσιοποιηθούν οι πληροφορίες αυτές χρήζει άλλωστε προστασίας, διότι η εμπιστευτική μεταχείριση των εν λόγω πληροφοριών αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία του προγράμματος επιείκειας της Επιτροπής και, συνεπώς, για την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των συμπράξεων.

49      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, στο πλαίσιο αυτό, την πρακτική της Επιτροπής να προστατεύει μόνον τα έγγραφα που έχουν προσκομιστεί ή τις δηλώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί από πρόσωπο που έχει υποβάλει αίτηση επιείκειας, αποκλειομένων των πληροφοριών που περιέχονται στα εν λόγω έγγραφα και δηλώσεις. Κατά τις προσφεύγουσες, η πρακτική αυτή συνιστά προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 339 ΣΛΕΕ. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες προέβαλαν επιπλέον ότι η σκοπούμενη από την Επιτροπή δημοσίευση του αναλυτικότερου μη εμπιστευτικού κειμένου ισοδυναμεί με καταστρατήγηση των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, κατά τα προβλεπόμενα στον κανονισμό 1049/2001, όπως επίσης των ειδικών κανόνων προσβάσεως σε φακέλους ερευνών με αντικείμενο συμπράξεις, κατά τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό 1/2003.

50      Τέλος, κατά τις προσφεύγουσες, με τη δημοσίευση του μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως PHP το 2007 επιτυγχάνεται ο σκοπός της ενημερώσεως του κοινού σχετικά με τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η εν λόγω απόφαση. Με τη δημοσίευση πληρέστερου μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως PHP, η Επιτροπή επιδιώκει στην πραγματικότητα να συνδράμει την παρεμβαίνουσα στην αγωγή αποζημιώσεως που έχει ασκήσει ενώπιον του Landgericht Dortmund (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ντόρτμουντ, Γερμανία). Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί έκφανση γενικότερης μεταβολής της πολιτικής της Επιτροπής όσον αφορά τη δημοσίευση αποφάσεων στον τομέα των συμπράξεων, με σκοπό να παρέχεται συνδρομή στους ασκούντες αγωγές αποζημιώσεως κατά μετεχόντων σε τέτοιες παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού. Ωστόσο, εφόσον το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο δεν έχει τροποποιηθεί, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η απόφαση δημοσιεύσεως αναλυτικότερου μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως PHP. Συγκεκριμένα, το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 απαγορεύει τη χρήση πληροφοριών που έχουν συγκεντρωθεί στο πλαίσιο έρευνας για σκοπούς ξένους προς αυτή και, συνεπώς, προστατεύει το συμφέρον των επιχειρήσεων που αποτελούν αντικείμενο έρευνας της Επιτροπής να μη γίνεται χρήση τέτοιων πληροφοριών στο πλαίσιο αστικών αγωγών. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες προέβαλαν επιπλέον ότι, εν πάση περιπτώσει, το συμφέρον των ενδεχόμενων θυμάτων μιας συμπράξεως να λάβουν συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με αυτήν προστατεύεται επαρκώς λόγω της δυνατότητας των εθνικών δικαστηρίων να ζητούν από την Επιτροπή τη γνωστοποίηση τέτοιων πληροφοριών.

51      Η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν την επιχειρηματολογία αυτή.

52      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι τα επιχειρήματα σχετικά με προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που διατείνεται ότι σχημάτισε η προσφεύγουσα λόγω της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 καθώς και της προγενέστερης πρακτικής της Επιτροπής, επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ουσιαστικά συμπίπτουν με μέρος της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσεται προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Συνεπώς, τα εν λόγω επιχειρήματα εξετάζονται στο πλαίσιο αυτό.

53      Υπενθυμίζεται, εν συνεχεία, ότι, κατά το άρθρο 339 ΣΛΕΕ, τα μέλη των οργάνων της Ένωσης, τα μέλη των επιτροπών καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης οφείλουν, και μετά τη λήξη της υπηρεσιακής τους σχέσεως, να μη μεταδίδουν πληροφορίες που αποτελούν εκ φύσεως επαγγελματικά απόρρητα, ιδίως πληροφορίες σχετικές με επιχειρήσεις που αφορούν τις εμπορικές τους σχέσεις και τα κοστολογικά τους στοιχεία.

54      Κατά το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, οι πληροφορίες που συλλέγονται από την Επιτροπή στο πλαίσιο των ερευνών που διενεργεί δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 17 έως 22 αυτού, επιτρέπεται, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων 12 και 15 του ίδιου κανονισμού, να χρησιμοποιηθούν μόνο για τον σκοπό για τον οποίο συγκεντρώθηκαν. Με το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, το οποίο συμπληρώνει τον κανόνα συμπεριφοράς του άρθρου 339 ΣΛΕΕ στον τομέα εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, διευκρινίζεται, μεταξύ άλλων, ότι, με την επιφύλαξη της συνεργασίας μεταξύ Επιτροπής και αρμοδίων για τον ανταγωνισμό αρχών των κρατών μελών, καθώς και της δυνατότητας των αποδεκτών ανακοινώσεως αιτιάσεων να μελετήσουν τον φάκελο της έρευνας, η Επιτροπή και οι ως άνω αρχές, οι υπάλληλοί τους, το λοιπό προσωπικό τους και τα άλλα πρόσωπα που εργάζονται υπό την εποπτεία των εν λόγω αρχών, καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό άλλων αρχών των κρατών μελών οφείλουν να μη δημοσιοποιούν τα στοιχεία που συγκεντρώνουν ή ανταλλάσσουν κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού και τα οποία, ως εκ της φύσεώς τους, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

55      Εξάλλου, κατά το άρθρο 30, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δημοσιεύει τις αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων στις οποίες καταλογίζει ευθύνη για παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης όσον αφορά τις συμπράξεις. Κατά το άρθρο 30, παράγραφος 2, του κανονισμού, η κατά τα ανωτέρω δημοσίευση περιλαμβάνει τα ονόματα των εμπλεκομένων και τα ουσιώδη στοιχεία της αποφάσεως, περιλαμβανομένων των κυρώσεων που επιβάλλονται, λαμβάνοντας υπόψη το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων να μη δημοσιοποιούνται τα επιχειρηματικά απόρρητά τους.

56      Το δε άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004 προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν κοινοποιεί και δεν παρέχει πρόσβαση σε πληροφοριακά στοιχεία, συμπεριλαμβανόμενων των εγγράφων, εφόσον αυτά περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα ή λοιπές πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα για οποιοδήποτε πρόσωπο.

57      Τέλος, το άρθρο 8, παράγραφοι 1 έως 3, της αποφάσεως σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων ορίζει τα εξής:

«1.      Όταν η Επιτροπή έχει την πρόθεση να αποκαλύψει πληροφορίες που ενδέχεται να αποτελούν επιχειρηματικό απόρρητο ή άλλες πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα οποιασδήποτε επιχείρησης ή προσώπου, η επιχείρηση ή το πρόσωπο ενημερώνεται γραπτώς για την πρόθεση αυτή, καθώς και για τους σχετικούς λόγους από τη [ΓΔ Ανταγωνισμού]. Τάσσεται προθεσμία εντός της οποίας η επιχείρηση ή το πρόσωπο μπορεί να υποβάλει γραπτώς τυχόν παρατηρήσεις.

2.      Όταν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αντιτίθεται στην αποκάλυψη των πληροφοριών, μπορεί να παραπέμψει το θέμα στον σύμβουλο ακροάσεων. Εάν ο σύμβουλος ακροάσεων διαπιστώσει ότι η πληροφορία μπορεί να αποκαλυφθεί διότι δεν αποτελεί επιχειρηματικό απόρρητο ή άλλη πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα ή διότι υπάρχει υπέρτερο συμφέρον στην αποκάλυψή της, το πόρισμα αυτό διατυπώνεται σε αιτιολογημένη απόφαση που κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Στην απόφαση αυτή προσδιορίζεται η ημερομηνία μετά την οποία πρόκειται να αποκαλυφθούν οι πληροφορίες. Η ημερομηνία αυτή δεν πρέπει να τοποθετείται σε απόσταση μικρότερη της μιας εβδομάδας από την ημερομηνία της κοινοποίησης.

3.      Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται mutatis mutandis ως προς την αποκάλυψη πληροφοριών με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

58      Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι συμμετείχαν στη σύμπραξη που αποτελεί αντικείμενο της αποφάσεως PHP. Υποστηρίζουν, όμως, αφενός, ότι ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των επίμαχων πληροφοριών απορρέει από το γεγονός ότι η κοινοποίησή τους στην Επιτροπή ήταν οικειοθελής, στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας, και ότι η σκοπούμενη δημοσίευση ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την προστασία των σκοπών των ερευνών που διενεργεί η Επιτροπή.

59      Δεδομένου ότι ο τομέας των πληροφοριών που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο είναι ευρύτερος των επιχειρηματικών απορρήτων (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Νοεμβρίου 1985, 145/83, Adams κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3539, σκέψη 34, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Μαΐου 2006, Τ/198/03, Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. ΙΙ-1429, σκέψη 29), πρέπει να εξεταστεί, με την επιφύλαξη της εξετάσεως του βασίμου του τρίτου λόγου ακυρώσεως, εάν, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες, οι πληροφορίες πρέπει να προστατεύονται στο πλαίσιο αυτό απλώς και μόνον επειδή γνωστοποιήθηκαν από μια επιχείρηση στην Επιτροπή προκειμένου αυτή να επωφεληθεί του προγράμματος επιείκειας.

60      Κατά το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, εντός της Ένωσης, οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά. Η εν λόγω αρχή αντανακλάται στο άρθρο 15 ΣΛΕΕ, το οποίο διασφαλίζει στους πολίτες, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, και ελλείψει διατάξεων που επιβάλλουν ή απαγορεύουν ρητώς τη δημοσίευση, η δυνατότητα των θεσμικών οργάνων να κοινοποιούν τις πράξεις που εκδίδουν είναι ο κανόνας, από τον οποίο υπάρχουν εξαιρέσεις καθόσον το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως μέσω διατάξεων που διασφαλίζουν την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, απαγορεύει τη δημοσιοποίηση των εν λόγω πράξεων ή ορισμένων πληροφοριακών στοιχείων που περιλαμβάνουν οι πράξεις αυτές (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 69).

61      Ούτε το άρθρο 339 ΣΛΕΕ ούτε το άρθρο 28 του κανονισμού 1/2003 αναφέρουν ρητώς ποιες πληροφορίες, πλην των επιχειρηματικών απορρήτων, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Συναφώς, από το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 δεν μπορεί να συναχθεί ότι τούτο συμβαίνει στην περίπτωση όλων των πληροφοριών που συλλέγονται κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω κανονισμού, πλην αυτών η δημοσίευση των οποίων είναι υποχρεωτική δυνάμει του άρθρου 30. Συγκεκριμένα, όπως το άρθρο 339 ΣΛΕΕ, το άρθρο 28 του κανονισμού 1/2003, το οποίο συνιστά εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως της Συνθήκης στον τομέα των κανόνων του ανταγωνισμού που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις, απαγορεύει μόνον τη δημοσίευση πληροφοριών οι οποίες, λόγω της φύσεώς τους, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 70).

62      Είναι εξάλλου αληθές ότι, κατά τις σκέψεις 75 της αποφάσεως Bank Austria κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, και 64 της αποφάσεως της 12ης Οκτωβρίου 2007, Τ/474/04, Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. ΙΙ-4225, στον βαθμό που η εμπιστευτικότητα ορισμένων πληροφοριών προστατεύεται από εξαίρεση του δικαιώματος προσβάσεως σε έγγραφα του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, η προστασία αυτή έχει σημασία όταν εξετάζεται εάν η Επιτροπή τηρεί την απαγόρευση που επιβάλλεται από το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, όσον αφορά τη δημοσιοποίηση πληροφοριών που εκ φύσεως καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

63      Ωστόσο, μετά την έκδοση αυτών των δικαστικών αποφάσεων, το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 κατά την έννοια ότι τα θεσμικά όργανα επιτρέπεται να στηρίζονται σε γενικά τεκμήρια που εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι τέτοιες γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις ενδέχεται να αφορούν και αιτήσεις γνωστοποιήσεως σχετικές με έγγραφα της ίδιας φύσεως. Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται σε περίπτωση που η κανονιστική ρύθμιση που διέπει τη διαδικασία προβλέπει επίσης αυστηρούς κανόνες όσον αφορά τη μεταχείριση πληροφοριών που συνελέγησαν ή αποδείχθηκαν στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2012, C‑404/10 P, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψεις 108, 116 και 118). Τούτο συμβαίνει όσον αφορά τα άρθρα 27, παράγραφος 2, και 28 του κανονισμού 1/2003 και τα άρθρα 6, 8, 15 και 16 του κανονισμού 773/2004, τα οποία ρυθμίζουν κατά τρόπο αυστηρό τη χρήση των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο υποθέσεως σχετικής με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 2014, C‑365/12 P, Επιτροπή κατά EnBW Energie Baden-Württemberg, σκέψη 86). Στο πλαίσιο αυτό, εάν το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται στην Επιτροπή να δημοσιεύει οποιαδήποτε πληροφορία στην οποία δύναται να αρνηθεί την πρόσβαση δυνάμει της διατάξεως αυτής, επικαλούμενη γενικό τεκμήριο, θα καθιστούσε το άρθρο 30 του κανονισμού 1/2003 άνευ αντικειμένου. Συγκεκριμένα, η ερμηνεία αυτή θα στερούσε από την Επιτροπή τη δυνατότητα να δημοσιεύει τα ουσιώδη έστω σημεία της αποφάσεώς της, κατά το μέτρο που αυτά προκύπτουν κατά λογική αναγκαιότητα από τον φάκελο της έρευνας. Αφετέρου, θα είχε επίσης ως αποτέλεσμα την ανατροπή του βάρους αποδείξεως, το οποίο, στον τομέα της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, φέρει ο αιτών την εν λόγω μεταχείριση, καθώς θα αρκούσε να προβάλει αυτός το γενικό τεκμήριο που τα θεσμικά όργανα μπορούν, υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, να επικαλεστούν, με συνέπεια να υποχρεώνεται εκ των πραγμάτων η Επιτροπή να αποδεικνύει ότι η επίμαχη πληροφορία μπορεί να συμπεριληφθεί στο προς δημοσίευση κείμενο της αποφάσεώς της.

64      Πάντως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγουσες, η δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης διά της δημοσιεύσεως αποφάσεως με την οποία επιβάλλονται κυρώσεις για την εν λόγω παράβαση, βάσει του άρθρου 30 του κανονισμού 1/2003, δεν πρέπει, κατ’ αρχήν, να συγχέεται με την πρόσβαση τρίτων σε έγγραφα περιλαμβανόμενα στον φάκελο της σχετικής με τέτοια παράβαση έρευνας της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, στην υπό κρίση υπόθεση, η δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικών με περιστατικά που στοιχειοθετούν την παράβαση και δεν περιλαμβάνονται στο δημοσιευθέν το 2007 μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως PHP, εφόσον πραγματοποιηθεί, δεν θα έχει ως αποτέλεσμα τη γνωστοποίηση σε τρίτους των αιτήσεων επιείκειας που είχαν υποβάλει οι προσφεύγουσες στην Επιτροπή, των πρακτικών με τις προφορικές δηλώσεις στις οποίες είχαν προβεί οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας, ή ακόμα και των εγγράφων που οικειοθελώς προσκόμισαν αυτές στην Επιτροπή κατά την έρευνα.

65      Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εξεταστούν οι τρεις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικά προκειμένου οι πληροφορίες να καλύπτονται εκ φύσεως από το επαγγελματικό απόρρητο και, συνεπώς, από την προστασία έναντι της δημοσιοποιήσεως στο κοινό, να εξεταστεί δηλαδή, πρώτον, εάν πρόκειται για πληροφορίες οι οποίες είναι γνωστές σε περιορισμένο αριθμό προσώπων, δεύτερον, εάν η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρή ζημία στο πρόσωπο που τις προσκόμισε ή σε τρίτους και, τέλος, τρίτον, εάν τα συμφέρονται που ενδέχεται να θιγούν λόγω της δημοσιεύσεως χρήζουν αντικειμενικά προστασίας (αποφάσεις Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 71, και Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 65).

66      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εν προκειμένω δεν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση, διότι οι πληροφορίες που της γνωστοποίησαν οι προσφεύγουσες κατά την έρευνα περιλαμβάνονταν στον φάκελο στον οποίον είχαν πρόσβαση οι λοιποί αποδέκτες της αποφάσεως PHP.

67      Η επιχειρηματολογία αυτή είναι απορριπτέα. Πρέπει, όντως, να γίνει διάκριση μεταξύ αναγκαίας προστασίας των πληροφοριών που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο σε σχέση με πρόσωπα, επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που έχουν δικαίωμα ακροάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού και προστασίας των εν λόγω πληροφοριών έναντι του κοινού γενικώς [απόφαση Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 29· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, διάταξη του αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, C‑278/13 P(R), Επιτροπή κατά Pilkington Group, σκέψεις 56 και 57].

68      Πράγματι, η υποχρέωση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των θεσμικών οργάνων να μη δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που κατέχουν, οι οποίες καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, θεσπισθείσα στο άρθρο 339 ΣΛΕΕ και τεθείσα σε εφαρμογή, στον τομέα των εφαρμοστέων στις επιχειρήσεις κανόνων του ανταγωνισμού, με το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, αμβλύνεται όσον αφορά τα πρόσωπα στα οποία το άρθρο 27, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού παρέχει το δικαίωμα ακροάσεως. Η Επιτροπή μπορεί να κοινοποιήσει στα πρόσωπα αυτά ορισμένες πληροφορίες καλυπτόμενες από το επαγγελματικό απόρρητο, καθόσον η εν λόγω κοινοποίηση είναι αναγκαία για την ομαλή διεξαγωγή των αποδείξεων. Ωστόσο, στις περιπτώσεις αυτές, οι πληροφορίες πρέπει να γνωστοποιούνται σε περιορισμένο αριθμό προσώπων.

69      Κατά συνέπεια, ο κανόνας του άρθρου 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, με τον οποίον κατοχυρώνεται το δικαίωμα των προσώπων που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας της Επιτροπής να έχουν πρόσβαση στον φάκελο της υποθέσεως, εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της προστασίας έναντι της δημοσιοποιήσεως εν γένει στο κοινό πληροφοριών που έχουν γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή στο πλαίσιο έρευνας και καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

70      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η δημοσιοποίηση των πληροφοριών που είχαν παράσχει στην Επιτροπή στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας θα τους προξενούσε ζημία, καθώς θα τις έθετε, στο πλαίσιο αγωγών αποζημιώσεως σε βάρος τους, σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση σε σχέση με άλλους αποδέκτες της αποφάσεως PHP, οι οποίοι δεν συνεργάστηκαν με την Επιτροπή. Επιπλέον, κατά τις προσφεύγουσες, η εν λόγω δημοσιοποίηση θα μπορούσε να πλήξει και το δημόσιο συμφέρον, καθώς ενδέχεται να αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις από το να καταγγέλλουν παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ στο μέλλον.

71      Η Επιτροπή αντικρούσει την άποψη αυτή, υποστηρίζοντας ότι η δημοσιοποίηση των επίμαχων πληροφοριών δεν μπορεί να προξενήσει σοβαρή βλάβη στις προσφεύγουσες, διότι η δυσμενέστερη θέση στην οποία διατείνονται ότι θα περιέλθουν στο πλαίσιο αστικών αγωγών αποτελεί απλώς την εύλογη συνέπεια της συμμετοχής τους σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης.

72      Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η αντίρρηση αυτή της Επιτροπής αφορά μόνον το εύλογο των συμφερόντων των προσφευγουσών για προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των επίμαχων πληροφοριών, ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο της τρίτης προϋποθέσεως, η οποία εξετάζεται με τις σκέψεις 79 έως 89 κατωτέρω, και όχι το αν θα είναι αντικειμενικά σοβαρή η ζημία που ενδέχεται να υποστούν οι προσφεύγουσες σε περίπτωση γνωστοποιήσεως των πληροφοριών αυτών στο κοινό.

73      Πάντως, δεν αμφισβητείται, συναφώς, ότι οι επίμαχες πληροφορίες, η δημοσίευση των οποίων εξαρτάται από την έκβαση της διαφοράς, έγκεινται ως επί το πλείστον στην περιγραφή των στοιχείων που στοιχειοθετούν την παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ για την οποία η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις με την απόφαση PHP.

74      Συγκεκριμένα, μολονότι η Επιτροπή όντως δεν αιτιολόγησε ειδικά την προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τον σκοπό της διευκολύνσεως της ασκήσεως αγωγών αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, εντούτοις από τη δικογραφία προκύπτει ότι, εκ πρώτης όψεως, η σκοπούμενη από την Επιτροπή δημοσίευση του πληρέστερου μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως PHP θα μπορούσε να παράσχει στην παρεμβαίνουσα, η οποία εκπροσωπεί τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που θεωρούν ότι επλήγησαν από τη διαπιστωθείσα με την εν λόγω απόφαση παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, να αποδείξουν ευχερέστερα την αστική ευθύνη των προσφευγουσών και των λοιπών επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση, καθώς και το εύρος της ευθύνης αυτής στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως που έχει ασκήσει ενώπιον του Landgericht Dortmund.

75      Από το εν λόγω κείμενο της αποφάσεως PHP προκύπτουν αναλυτικά οι επαφές στο πλαίσιο συμπαιγνίας ή οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες στις οποίες μετείχαν οι προσφεύγουσες, καθώς αναφέρονται μεταξύ άλλων οι ονομασίες των προϊόντων που αποτελούσαν αντικείμενο των εν λόγω επαφών ή συμφωνιών, αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις τιμές καθώς και τους στόχους που είχαν καθορίσει οι μετέχοντες όσον αφορά τις τιμές και την κατανομή των μεριδίων αγοράς. Οι πληροφορίες αυτές διευκολύνουν την απόδειξη της ζημίας από φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία, όπως οι επιχειρήσεις των οποίων τα συμφέροντα εκπροσωπεί η παρεμβαίνουσα, φέρονται ως θύματα της παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την απόφαση PHP, καθώς και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ παραβάσεως και προβαλλόμενης ζημίας.

76      Επισημαίνεται, ακόμη, ότι, πέραν των διευκρινίσεων που παρέσχε συναφώς η παρεμβαίνουσα με το υπόμνημα παρεμβάσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή τόνισε, με τα δικόγραφά της, ότι η εφαρμογή της απαγορεύσεως του άρθρου 81 ΕΚ σε ιδιωτικές διαφορές ευνοείται από τη σκοπούμενη δημοσίευση του νέου μη εμπιστευτικού κειμένου.

77      Επομένως, χωρίς να είναι αναγκαίο, στο παρόν στάδιο του σκεπτικού, να εξεταστεί εάν, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, η δημοσίευση των επίμαχων πληροφοριών θα την έθετε, στο πλαίσιο αγωγών αποζημιώσεως, σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την απόφαση PHP, αλλά δεν επέδειξαν το ίδιο πνεύμα συνεργασίας, θεωρείται αποδεδειγμένο ότι η δημοσιοποίηση των πληροφοριών των οποίων η προσφεύγουσα ζητεί την εμπιστευτική μεταχείριση ενδέχεται να της προκαλέσει σοβαρό πλήγμα.

78      Επομένως, πληρούται εν προκειμένω η δεύτερη προϋπόθεση που υπομνήστηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω.

79      Όσον αφορά, τέλος, την τρίτη προϋπόθεση, υπενθυμίζεται ότι η εκτίμηση του απορρήτου χαρακτήρα μιας πληροφορίας απαιτεί τη στάθμιση μεταξύ των εύλογων συμφερόντων που αντιτίθενται στη δημοσίευσή της και του γενικού συμφέροντος να έχουν οι δραστηριότητες των θεσμικών οργάνων τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια (αποφάσεις Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 71, και Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 65).

80      Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η σκοπούμενη δημοσίευση θα τις εξέθετε σε αυξημένο κίνδυνο να υποχρεωθούν στην καταβολή αποζημιώσεων στο πλαίσιο αγωγών που έχουν ασκηθεί ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, ιδίως από την παρεμβαίνουσα, λόγω της συμμετοχής τους στην παράβαση για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την απόφαση PHP, επισημαίνεται καταρχάς ότι το συμφέρον μιας επιχειρήσεως, στην οποία η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, να μη δημοσιοποιηθούν στο κοινό λεπτομέρειες της προσαπτομένης παραβάσεως δεν χρήζει ιδιαίτερης προστασίας, λαμβανομένου υπόψη του συμφέροντος του κοινού να γνωρίζει όσο το δυνατόν πληρέστερα τους λόγους κάθε πράξεως της Επιτροπής, του συμφέροντος των επιχειρηματιών να γνωρίζουν ποια συμπεριφορά ενδέχεται να επισύρει την επιβολή κυρώσεων και του συμφέροντος των προσώπων που θίγονται από την παράβαση να γνωρίζουν τις λεπτομέρειές της προκειμένου να επικαλεσθούν, ενδεχομένως, τα δικαιώματά τους κατά των επιχειρήσεων στις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις και ενόψει της δυνατότητας που έχει η εν λόγω επιχείρηση να υποβάλει την απόφαση αυτή σε δικαστικό έλεγχο (αποφάσεις Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 78, και Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 72· βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ της 21ης Δεκεμβρίου 2012, E‑14/11, DB Schenker κατά Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, Report of the EFTA Court, σ. 1178, σκέψη 189).

81      Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν κατά νόμο να αντιταχθούν στη δημοσίευση, από την Επιτροπή, πληροφοριών που εμφαίνουν αναλυτικά τη συμμετοχή τους στην παράβαση για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την απόφαση PHP, διατεινόμενες ότι η δημοσίευση αυτή ενδέχεται να αυξήσει τον κίνδυνο να υποστούν τις συνέπειες της συμμετοχής τους στην εν λόγω παράβαση, στο πλαίσιο της αστικής ευθύνης.

82      Ωστόσο, ανεξαρτήτως του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, αποθαρρύνοντας τις επιχειρήσεις από την καταγγελία γνωστών σε αυτές παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης και από τη συνεργασία με την Επιτροπή, προκειμένου να επωφεληθούν από το πρόγραμμα επιείκειας, ενδέχεται να βλάψει την αποτελεσματικότητα της πολιτικής της καταπολεμήσεως των παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τις συμπράξεις. Ωστόσο, το συμφέρον αυτό χρήζει προστασίας, διότι το πρόγραμμα επιείκειας επηρεάζει ουσιωδώς την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τις συμπράξεις. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ακόμη, κατ’ ουσίαν, ότι, εφόσον οι πληροφορίες των οποίων σκοπείται η δημοσίευση τις αφορούν περισσότερο απ’ ό,τι άλλες επιχειρήσεις που δεν έχουν υποβάλει αίτηση επιείκειας, η δημοσίευση αυτή θα τις έθετε σε δυσανάλογα δυσμενή θέση στο πλαίσιο διαδικασιών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, με συνέπεια να τίθεται σε κίνδυνο η αποτελεσματικότητα του προγράμματος επιείκειας.

83      Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων επιείκειας μπορεί να επηρεαστεί από τη γνωστοποίηση εγγράφων σχετικών με διαδικασία επιείκειας σε πρόσωπα που επιθυμούν να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως, έστω και αν οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό εθνικές αρχές ή η Επιτροπή χορηγήσουν στον αιτούντα επιείκεια πλήρη ή μερική απαλλαγή από το πρόστιμο που θα μπορούσαν να του επιβάλουν (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουνίου 2011, C‑360/09, Pfleiderer, Συλλογή 2011, σ. I‑5161, σκέψη 26). Συγκεκριμένα, πρόσωπο που έχει εμπλακεί σε προσβολή του δικαίου του ανταγωνισμού μπορεί, ενόψει του ενδεχομένου μιας τέτοιας γνωστοποιήσεως, να αποθαρρυνθεί από το να κάνει χρήση της παρεχόμενης από τέτοια προγράμματα δυνατότητας, δεδομένου ιδίως ότι τα έγγραφα που κοινοποιούνται στην Επιτροπή ή οι δηλώσεις ενώπιόν της στο πλαίσιο αυτό ενδέχεται να είναι αυτοενοχοποιητικά.

84      Αφετέρου, το δικαίωμα αποζημιώσεως για ζημία που έχει προκληθεί εξαιτίας συμβάσεως ή συμπεριφοράς δυνάμενης να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό συμβάλλει ουσιωδώς στη διατήρηση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού εντός της Ένωσης (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Νοεμβρίου 2012, C‑199/11, Otis κ.λπ., σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και την επίτευξη σκοπού γενικού συμφέροντος (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση DB Schenker κατά Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, σκέψη 80 ανωτέρω, σκέψη 132).

85      Κατ’ εφαρμογήν των αρχών αυτών, στο πλαίσιο προδικαστικών διαφορών με αντικείμενο αιτήσεις προσβάσεως σε φακέλους έρευνας τηρούμενους από αρμόδιες για τον ανταγωνισμό εθνικές αρχές, υποβληθείσες από επιχειρήσεις οι οποίες διατείνονταν ότι είχαν υποστεί ζημία από παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι τα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται των σχετικών διαφορών πρέπει να σταθμίζουν τα συμφέροντα τα οποία δικαιολογούν, αφενός, τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών που έχουν οικειοθελώς παρασχεθεί από τους αιτούντες επιείκεια και, αφετέρου, την προστασία των πληροφοριών αυτών (αποφάσεις του Δικαστηρίου Pfleiderer, σκέψη 83 ανωτέρω, σκέψη 30, και της 6ης Ιουνίου 2013, C‑536/11, Donau Chemie κ.λπ., σκέψεις 30 και 31).

86      Είναι απαραίτητο να εξεταστεί το περιεχόμενο της νομολογίας αυτής στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

87      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 64 ανωτέρω, η υπό κρίση υπόθεση δεν έχει ως αντικείμενο την αμφισβήτηση αρνήσεως προσβάσεως σε έγγραφα σχετικά με διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού, όπως συνέβαινε στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Pfleiderer, σκέψη 83 ανωτέρω, και Donau Chemie κ.λπ., σκέψη 85 ανωτέρω, αλλά τη σκοπούμενη από την Επιτροπή δημοσίευση ορισμένων πληροφοριών που περιλαμβάνονται σε έγγραφα τα οποία προσκόμισαν ή σε δηλώσεις τις οποίες πραγματοποίησαν οικειοθελώς οι προσφεύγουσες προκειμένου να επωφεληθούν από το πρόγραμμα επιείκειας.

88      Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν απλώς και κατά τρόπο γενικόλογο ότι η δημοσιοποίηση των πληροφοριών που παρέσχον οικειοθελώς κατά την έρευνα, με την προσδοκία ότι θα επωφεληθούν από το πρόγραμμα επιείκειας, βλάπτει τον σκοπό των ερευνών που διενεργεί η Επιτροπή.

89      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι, ακόμη και αν η θέση αυτή ευσταθούσε, δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει παραβεί κανόνα δικαίου, επειδή η σκοπούμενη δημοσίευση πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί στο πλαίσιο προγράμματος επιείκειας ενδέχεται να επηρεάσει την εφαρμογή του εν λόγω προγράμματος στο πλαίσιο μελλοντικών ερευνών. Επιπλέον, το ειδικό αυτό επιχείρημα στηρίζεται στο συμφέρον του κοινού να γνωρίζει όσο το δυνατόν πληρέστερα τους λόγους οποιασδήποτε ενέργειας της Επιτροπής, στο συμφέρον των επιχειρηματιών να γνωρίζουν ποια συμπεριφορά επισύρει ενδεχομένως την επιβολή κυρώσεων και, τέλος, στο συμφέρον της Επιτροπής να διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα του προγράμματος επιείκειας. Ωστόσο, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν τα ειδικά αυτά συμφέροντα, καθώς εναπόκειται αποκλειστικά στην Επιτροπή να σταθμίσει, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, αφενός, την αποτελεσματικότητα του προγράμματος επιείκειας και, αφετέρου, το συμφέρον του κοινού και των επιχειρηματιών να πληροφορηθούν το περιεχόμενο της αποφάσεώς τους και να ενεργήσουν για την προστασία των δικαιωμάτων τους.

90      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, κατ’ ουσίαν, οι πληροφορίες των οποίων ζητούν την εμπιστευτική μεταχείριση δεν έχουν ουσιώδη σημασία για την κατανόηση του διατακτικού της αποφάσεως PHP και, συνεπώς, δεν καλύπτονται από την υποχρέωση δημοσιότητας που υπέχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 30, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Συγκεκριμένα, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί εάν τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι, βάσει της διαπιστώσεως στη σκέψη 80 ανωτέρω, σκοπός της εν λόγω διατάξεως δεν είναι να περιοριστεί η ευχέρεια της Επιτροπής να δημοσιεύει κατά βούληση κείμενο της αποφάσεώς της πληρέστερο από το κατ’ ελάχιστον απαιτούμενο και να περιλαμβάνει σε αυτό και πληροφορίες των οποίων η δημοσίευση δεν είναι απαραίτητη, εφόσον η γνωστοποίησή τους δεν είναι ασύμβατη με την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου (απόφαση Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 79).

91      Ομοίως, το επιχείρημα που αντλούν οι προσφεύγουσες από το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004 δεν μπορεί να γίνει δεκτό, διότι, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι οι πληροφορίες των οποίων ζητούν εν προκειμένω την εμπιστευτική μεταχείριση αποτελούν επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλες εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίες.

92      Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι επίσης απορριπτέο, ως αλυσιτελές, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των επίμαχων πληροφοριών δεν επηρεάζεται από την πάροδο του χρόνου.

93      Όσον αφορά την εκ μέρους των προσφευγουσών επίκληση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 16 Ιουλίου 1992, C‑67/91, Asociación Española de Banca Privada κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. I‑4785), πρόκειται για απόφαση η οποία δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, καθώς η υπόθεση εκείνη διαφοροποιείται από την κρινόμενη εν προκειμένω ως προς ένα ουσιώδες στοιχείο.

94      Συγκεκριμένα, χωρίς να είναι απαραίτητο να υπομνηστούν οι διαφορές μεταξύ του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 22) και του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, το οποίο το αντικατέστησε, αρκεί η διαπίστωση ότι η απόφαση αυτή αφορούσε τη χρήση από εθνικές αρχές, ως αποδεικτικών στοιχείων, πληροφοριών τις οποίες είχε συγκεντρώσει η Επιτροπή από επιχειρήσεις και οι οποίες δεν είχαν αναφερθεί σε απόφαση με την οποία επιβάλλονται κυρώσεις για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, δημοσιευθείσα υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 21 του κανονισμού 17, το δε Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η χρήση αυτή απαγορεύεται ως μη σχετιζόμενη με τον σκοπό για τον οποίον είχαν συγκεντρωθεί οι πληροφορίες αυτές (απόφαση Asociación Española de Banca Privada κ.λπ., σκέψη 93 ανωτέρω, σκέψεις 35 έως 38 και 47 έως 54).

95      Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την απόφαση Evonik Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 34 ανωτέρω (σκέψεις 170 έως 175), η δημοσίευση από την Επιτροπή μη εμπιστευτικού κειμένου αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 και περιέχουν πληροφορίες τις οποίες έχουν κοινοποιήσει οικειοθελώς στην Επιτροπή οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να επωφεληθούν από το πρόγραμμα επιείκειας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μη σχετιζόμενη με τον σκοπό για τον οποίο συγκεντρώθηκαν οι πληροφορίες αυτές.

96      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά προσβολή δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των προσφευγουσών και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της χρηστής διοικήσεως

97      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέτρο που επιτρέπει τη δημοσίευση μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως PHP με πληροφορίες τις οποίες είχαν υποβάλει οικειοθελώς στην Επιτροπή στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας, συνιστά προσβολή των εύλογων προσδοκιών τους καθώς και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

98      Συναφώς, προβάλλουν, πρώτον, ότι οι συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις προς αυτές απορρέουν από τις ανακοινώσεις περί συνεργασίας του 2002 και του 2006 όσον αφορά τη διατήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που κοινοποίησαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο των αιτήσεών τους επιείκειας. Οι διαβεβαιώσεις αυτές απορρέουν όχι μόνον από το γράμμα των ανακοινώσεων αυτών, ιδίως από την αναφορά στο ενδεχόμενο να αποθαρρυνθούν οι αιτούντες επιείκεια από το να συνεργαστούν, εάν βρεθούν, στο πλαίσιο αστικών αγωγών, σε μειονεκτικότερη θέση απ’ ό,τι οι μη συνεργαζόμενες επιχειρήσεις, αλλά και από την προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η Επιτροπή μετέβαλε προσφάτως την πρακτική της όσον αφορά την προστασία των δηλώσεων και των εγγράφων που υποβάλλονται οικειοθελώς από τις επιχειρήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας.

99      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, εξάλλου, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι δεν αποτελούσε έως σήμερα συνήθη πρακτική της η αποδοχή των αιτήσεων εμπιστευτικής μεταχειρίσεως των πληροφοριών που κοινοποιούνταν οικειοθελώς στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας. Συναφώς, παραθέτουν πολλές παλαιότερες αποφάσεις της Επιτροπής, με τις οποίες είχαν επιβληθεί πρόστιμα για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Οι προσφεύγουσες παραδέχονται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, όντως δημοσιεύθηκαν αποφάσεις διαπιστώνουσες παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ χωρίς να έχουν απαλειφθεί οι πληροφορίες που είχαν γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας, πλην όμως δεν αποκλείεται να συνέβη τούτο επειδή οι επιχειρήσεις που είχαν γνωστοποιήσει τις εν λόγω πληροφορίες δεν είχαν ζητήσει την εμπιστευτική μεταχείρισή τους.

100    Η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των προσφευγουσών απορρέει επίσης από το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε ήδη δημοσιεύσει μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως PHP το 2007, ότι το κείμενο αυτό δεν είχε χαρακτηριστεί ως προσωρινό και ότι οι κανόνες που διέπουν τη δημοσίευση δεν προέβλεπαν τη δυνατότητα δημοσιεύσεως αναλυτικότερου μη εμπιστευτικού κειμένου της εν λόγω αποφάσεως. Από την άποψη αυτή, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από άλλες υποθέσεις στο πλαίσιο των οποίων η Επιτροπή είχε δημοσιεύσει προσωρινά μη εμπιστευτικά κείμενα των αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώνονταν παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ, έως την οριστική ρύθμιση των ζητημάτων εμπιστευτικότητας.

101    Η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν την επιχειρηματολογία αυτή.

102    Συναφώς, τονίζεται, καταρχάς, ότι, σύμφωνα με τον συλλογισμό που αναπτύσσεται στις σκέψεις 34 έως 36 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση εξετάζεται στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας κατόπιν της οποίας εκδόθηκε και, συνεπώς, η εν λόγω απόφαση περιλαμβάνει τις θέσεις της Επιτροπής σχετικά με τη σκοπούμενη δημοσίευση, στον βαθμό που αφορούν ζητήματα που δεν εμπίπτουν στα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων.

103    Κατά συνέπεια, μόνον το γεγονός ότι ο σύμβουλος ακροάσεων δεν ήταν αρμόδιος να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων των προσφευγουσών περί παραβιάσεως των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της ίσης μεταχειρίσεως δεν επηρεάζει την αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων αυτών στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής (βλ., κατ' αναλογίαν, απόφαση Evonik Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 133).

104    Επί της ουσίας, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας κανόνες συμπεριφοράς όπως αυτοί που περιλαμβάνονται στις ανακοινώσεις περί συνεργασίας του 2002 και του 2006 και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις τις οποίες αφορούν οι κανόνες αυτοί, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς της και δεν μπορεί να αποκλίνει άνευ λόγου από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως η απόφασή της ενδέχεται να ακυρωθεί λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. Ι-5425, σκέψη 211, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 71).

105    Αποτελεί επίσης πάγια νομολογία ότι κάθε ιδιώτης στον οποίο κάποιο θεσμικό όργανο της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, δικαιούται να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης [αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1987, 265/85, Van den Bergh en Jurgens και Van Dijk Food Products (Lopik) κατά ΕΟΚ, Συλλογή 1987, σ. 1155, σκέψη 44, και της 16ης Δεκεμβρίου 2010, C‑537/08 P, Kahla Thüringen Porzellan κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑12917, σκέψη 63].

106    Εν προκειμένω, πρώτον, είναι απορριπτέο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η απαγόρευση δημοσιεύσεως υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις πληροφοριών που περιλαμβάνονται σε αιτήσεις επιείκειας ή σε δηλώσεις πραγματοποιηθείσες στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας απορρέει από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 ή ακόμη από εκείνη του 2006.

107    Βεβαίως, από τις παραγράφους 32 και 33 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 προκύπτει ότι «οποιαδήποτε [σχετική] γραπτή δήλωση προς την Επιτροπή [δεν] πρέπει να αποκαλύπτεται ή να χρησιμοποιείται για λόγους διαφορετικούς από αυτούς που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 81 [ΕΚ]», και ότι «[η] Επιτροπή θεωρεί ότι κανονικά η αποκάλυψη, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, εγγράφων που έχει λάβει [στο πλαίσιο αιτήσεως επιείκειας] θα θέσει σε κίνδυνο την προστασία των σκοπών των επιθεωρήσεων και των ερευνών κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001». Επίσης, η Επιτροπή έχει διευκρινίσει με την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2006, η έκδοση της οποίας είναι χρονικά μεταγενέστερη της συνεργασίας της προσφεύγουσας κατά την έρευνα που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως PHP, αφενός, ότι οι πρωτοβουλίες ορισμένων επιχειρήσεων να γνωστοποιήσουν αυθορμήτως στην Επιτροπή ό,τι γνωρίζουν για μια σύμπραξη, καθώς και τον ρόλο τους στη σύμπραξη αυτή, «δεν θα πρέπει να αποθαρρύνονται με την έκδοση διαταγών προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο αστικής δίκης» (παράγραφος 6) και, αφετέρου, ότι «[άλλα] μέρη, όπως οι καταγγέλλοντες, δεν έχουν πρόσβαση στις δηλώσεις της επιχείρησης», οι οποίες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο αιτήσεως επιείκειας (παράγραφος 33).

108    Ωστόσο, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, οι δεσμεύσεις αυτές αφορούν μόνον τη δημοσιοποίηση εγγράφων που έχουν παρασχεθεί οικειοθελώς από τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να επωφεληθούν από το πρόγραμμα επιείκειας, καθώς και τη δημοσιοποίηση δηλώσεων που έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο αυτό από τις ίδιες επιχειρήσεις. Άλλωστε, υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να εκληφθεί η απόφαση της Επιτροπής, την οποία αυτή επικαλείται με τα δικόγραφά της, να αρνηθεί στην EnBW Energie Baden-Württemberg AG την πρόσβαση στο σύνολο των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο σχετικά με τη διαδικασία στην υπόθεση COMP/F/38.899 — Εξοπλισμός μεταγωγής με μόνωση αερίου.

109    Οι δεσμεύσεις αυτές αποσαφηνίζουν περαιτέρω τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή αποφάσισε να απαλείψει από το προς δημοσίευση αναλυτικότερο μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως PHP όλες τις πληροφορίες που ενδέχεται να καταστήσουν ευθέως ή εμμέσως δυνατό τον εντοπισμό της πηγής των πληροφοριών που είχαν κοινοποιήσει οι προσφεύγουσες προκειμένου να επωφεληθούν από το πρόγραμμα επιείκειας.

110    Δεύτερον, τονίζεται ότι η προαναφερθείσα στις σκέψεις 106 έως 109 ανωτέρω διάκριση δεν αναιρείται από τις δηλώσεις ή τις θέσεις της Επιτροπής, τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες.

111    Συγκεκριμένα, όσον αφορά, πρώτον, το χωρίο από έγγραφο που απέστειλε ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Ανταγωνισμού σε δικαστή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής τον Οκτώβριο του 2011, όπου αναφέρεται ότι «πάγια πολιτική της Επιτροπής είναι οι δηλώσεις που έχουν καταρτιστεί από τις επιχειρήσεις ειδικά για να υποβληθούν στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας να προστατεύονται από τη δημοσιότητα τόσο πριν όσο και μετά την έρευνα», το συγκεκριμένο χωρίο δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το χωρίο αυτό απλώς αποτυπώνει τη βούλησή της να προστατεύσει από τη δημοσιότητα τις δηλώσεις που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας. Αντιθέτως, δεν μπορεί να συναχθεί από το χωρίο αυτό ότι ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Ανταγωνισμού εννοεί ότι η Επιτροπή ακολουθεί πολιτική διασφαλίσεως της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως κάθε πληροφορίας που γνωστοποιείται από επιχείρηση η οποία ζητεί να επωφεληθεί από το πρόγραμμα επιείκειας, ιδίως στο πλαίσιο της δημοσιότητας των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003.

112    Ανάλογα ισχύουν για το χωρίο των παρατηρήσεων που υπέβαλε η Επιτροπή υπό την ιδιότητα του amicus curiae ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales) [δευτεροβάθμιου δικαστηρίου Αγγλίας και Ουαλίας, Ηνωμένο Βασίλειο] τον Νοέμβριο του 2011, το οποίο επικαλούνται οι προσφεύγουσες, δεδομένου ότι στο χωρίο αυτό η Επιτροπή απλώς υπενθυμίζει «την πάγια πολιτική της να προστατεύει από τη δημοσιότητα, πριν και μετά την έρευνα, τις δηλώσεις τις οποίες έχουν ειδικά καταρτίσει οι επιχειρήσεις προκειμένου να υπαχθούν στο πρόγραμμα επιείκειας».

113    Όσον αφορά στη συνέχεια την αναφορά σε συνάντηση του ευρωπαϊκού δικτύου ανταγωνισμού, η οποία διεξήχθη στις 23 Μαΐου 2012, οι προσφεύγουσες προβάλλουν μόνον ότι κατά τη συνάντηση αυτή τονίστηκε ότι η προστασία από τη δημοσιότητα αυτών καθεαυτών των αιτήσεων επιείκειας, και όχι, καταρχήν, των πληροφοριών που περιέχουν, είναι θεμελιώδους σημασίας για την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης.

114    Όσον αφορά τις αναφορές των προσφευγουσών στην άποψη που προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 2012, T‑344/08, EnBW Energie Baden-Württemberg κατά Επιτροπής, και η απόφαση του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά EnBW Energie Baden-Württemberg, σκέψη 62 ανωτέρω, όπως και η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2011, T‑437/08, CDC Hydrogene Peroxide κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. II‑8251), οι υποθέσεις αυτές δεν ασκούν εν προκειμένω επιρροή, διότι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, αφορούσαν είτε άρνηση της παροχής προσβάσεως σε φάκελο έρευνας με αντικείμενο παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ είτε άρνηση προσβάσεως στον πίνακα περιεχομένων φακέλου έρευνας με αντικείμενο τέτοια παράβαση. Επομένως, η άποψη που προέβαλε η Επιτροπή στο προαναφερθέν πλαίσιο δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει στις προσφεύγουσες την εύλογη προσδοκία ότι δεν πρόκειται να γνωστοποιήσει στο κοινό καμία από τις πληροφορίες που οι προσφεύγουσες είχαν οικειοθελώς γνωστοποιήσει κατά την έρευνα, προκειμένου να επωφεληθούν από το πρόγραμμα επιείκειας.

115    Τέλος, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, με υπόμνημα που υπέβαλε στην Antitrust Modernization Commission (Επιτροπή εκσυγχρονισμού του δικαίου των συμπράξεων και της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως, Ηνωμένες Πολιτείες) τον Απρίλιο του 2006, η Επιτροπή δήλωσε ότι «η δημοσιοποίηση πληροφοριών που έχουν αυθορμήτως παρασχεθεί κατά την έρευνα ενέχει τον κίνδυνο να υπονομεύσει σοβαρά την αποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνει η Επιτροπή και οι λοιπές αρχές για την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού».

116    Ωστόσο, η δήλωση αυτή αφορά βεβαίως τις πληροφορίες που γνωστοποιούνται στην Επιτροπή στο πλαίσιο αιτήσεων επιείκειας και όχι τις αιτήσεις επιείκειας καθεαυτές ή τις δηλώσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο τέτοιων αιτήσεων, εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω δήλωση έχει, από την άποψη αυτή, απομονωθεί από τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 111 έως 114 ανωτέρω.

117    Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή ορθώς τονίζει τη διαφορά μεταξύ δημοσιεύσεως όπως αυτής που σκοπείται εν προκειμένω και της δημοσιοποιήσεως πληροφοριών, οι οποίες έχουν συλλεγεί βάσει του προγράμματος επιείκειας, στο πλαίσιο εκκρεμών διαδικασιών ενώπιον εθνικών αρχών τρίτου κράτους, όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, αρμόδιων για την έρευνα και την επιβολή κυρώσεων για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 95 ανωτέρω, η δημοσιοποίηση δυνάμει του άρθρου 30 του κανονισμού 1/2003 δεν συνιστά χρήση των πληροφοριών για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους για τους οποίους συγκεντρώθηκαν, κατά την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, ήτοι για τον εντοπισμό και την επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού. Αντιθέτως, η Επιτροπή εκτίμησε, χωρίς να προβληθούν συναφώς αντιρρήσεις, ότι ο κανόνας του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ενδεχομένως εμποδίζει τη γνωστοποίηση στις αρχές τρίτου κράτους του περιεχομένου των αιτήσεων επιείκειας ή των δηλώσεων που της έχουν υποβληθεί, με την επιφύλαξη τυχόν υποχρεώσεων συνεργασίας που υπέχει βάσει των διεθνών δεσμεύσεων της Ένωσης.

118    Τρίτον, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τους απορρέει και από την προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής, η οποία συνίστατο στη μη δημοσιοποίηση πληροφοριών τις οποίες κοινοποιούσαν επιχειρήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος επιείκειας, ζητώντας την εμπιστευτική μεταχείρισή τους. Η πρακτική αυτή αποτυπώνεται στο μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως PHP το οποίο δημοσιεύθηκε το 2007, όπου ελήφθησαν ως επί το πλείστον υπόψη οι αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που είχαν υποβληθεί από την προσφεύγουσα, και το οποίο, σε αντίθεση με τα δημοσιευθέντα κείμενα άλλων αποφάσεων περί επιβολής κυρώσεως για παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, δεν είχε χαρακτηριστεί ως προσωρινό από την Επιτροπή.

119    Συναφώς, τονίζεται ότι η πρακτική αυτή, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει στην προσφεύγουσα την εύλογη προσδοκία ότι δεν πρόκειται να τροποποιηθεί στο μέλλον.

120    Συγκεκριμένα, μολονότι η τήρηση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης συγκαταλέγεται στα θεμελιώδη δικαιώματα του δικαίου της Ένωσης, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν δικαιολογημένα να τρέφουν προσδοκίες για διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα όργανα της Ένωσης (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1982, 245/81, Edeka, Συλλογή 1982, σ. 2745, σκέψη 27, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑29/05, Deltafina κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑4077, σκέψη 426 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

121    Εν προκειμένω, από την εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως ανωτέρω προκύπτει ότι οι πληροφορίες στη δημοσίευση των οποίων αντιτάσσεται η προσφεύγουσα δεν μπορούν να θεωρηθούν, υπό το πρίσμα της επιχειρηματολογίας που αυτή ανέπτυξε κατά τη διοικητική διαδικασία και στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, ως εμπιστευτικού χαρακτήρα.

122    Η Επιτροπή διαθέτει, πάντως, ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά το αν θα δημοσιεύσει ή όχι τέτοιες πληροφορίες. Συγκεκριμένα, δεδομένων των αρχών που υπομνήστηκαν στις σκέψεις 89 και 90 ανωτέρω, το άρθρο 30, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 έχει την έννοια ότι περιορίζει την υποχρέωση δημοσιεύσεως που υπέχει η Επιτροπή αποκλειστικά στην αναφορά των ονομάτων ενδιαφερομένων και των ουσιωδών στοιχείων των αποφάσεων που διαλαμβάνονται στην πρώτη παράγραφο της διατάξεως αυτής, προς διευκόλυνση του καθήκοντος της Επιτροπής να πληροφορεί το κοινό για τις αποφάσεις της, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των γλωσσικών δυσχερειών που συνδέονται με τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν περιορίζει τη δυνατότητα της Επιτροπής, αν το κρίνει σκόπιμο και αν οι πόροι της το επιτρέπουν, να δημοσιεύσει το πλήρες κείμενο των εν λόγω αποφάσεων, ή τουλάχιστον ιδιαίτερα λεπτομερούς κειμένου της αποφάσεως αυτής, με την επιφύλαξη της προστασίας των επιχειρηματικών απορρήτων και των λοιπών εμπιστευτικής φύσεως πληροφοριών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 76).

123    Επομένως, μολονότι η Επιτροπή υπέχει γενική υποχρέωση να δημοσιεύει μόνον τα μη εμπιστευτικά κείμενα των αποφάσεών της, δεν είναι αναγκαίο, για τη διασφάλιση της τηρήσεως της υποχρεώσεως αυτής, να ερμηνευθεί το άρθρο 30, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 υπό την έννοια ότι παρέχει συγκεκριμένο δικαίωμα στους αποδέκτες των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει των άρθρων 7 έως 10 και των άρθρων 23 και 24 αυτού να αντιτάσσονται στη δημοσίευση εκ μέρους της Επιτροπής στην Επίσημη Εφημερίδα και, ενδεχομένως, στον διαδικτυακό τόπο του εν λόγω θεσμικού οργάνου πληροφοριών οι οποίες, αν και δεν είναι εμπιστευτικού χαρακτήρα, εντούτοις δεν είναι «ουσιώδεις» για την κατανόηση του διατακτικού των εν λόγω αποφάσεων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 77). Συνεπώς, το άρθρο 30, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 δεν σκοπεί να περιορίσει την ελευθερία της Επιτροπής να δημοσιεύει εκουσίως κείμενο της αποφάσεώς της πληρέστερο από το κατ’ ελάχιστον απαιτούμενο και να περιλαμβάνει στο κείμενο αυτό και πληροφοριακά στοιχεία των οποίων δεν απαιτείται η δημοσίευση, καθόσον η δημοσίευση των στοιχείων αυτών δεν είναι ασυμβίβαστη με την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου (απόφαση Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 79).

124    Δεδομένης συνεπώς αυτής της διακριτικής ευχέρειας, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 120 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες, ακόμη και αν η ύπαρξη της προγενέστερης πρακτικής της Επιτροπής ήθελε αποδειχθεί, δεν θα μπορούσαν υποστηρίξουν ότι είχαν την εύλογη προσδοκία ότι η πρακτική αυτή θα διατηρηθεί.

125    Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, καθώς η δημοσίευση αναλυτικών πληροφοριών σχετικά με παράβαση του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των συμπράξεων μπορεί να διευκολύνει την απόδειξη της αστικής ευθύνης των υπαιτίων για την παράβαση επιχειρήσεων και να ενισχύσει έτσι την εφαρμογή του εν λόγω δικαίου στην ιδιωτική σφαίρα. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, στην παράγραφο 31 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 και στην παράγραφο 39 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2006, η Επιτροπή τονίζει ότι «[το] γεγονός ότι μια επιχείρηση τυγχάνει απαλλαγής από τα πρόστιμα ή μείωσης του ύψους τους δεν την απαλλάσσει από την αστική ευθύνη που συνεπάγεται η συμμετοχή της σε παράβαση του άρθρου 81 [ΕΚ]».

126    Δεν μπορεί επίσης να ευδοκιμήσει το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η εύλογη προσδοκία τους ότι η Επιτροπή δεν θα δημοσιοποιήσει πληροφορίες οικειοθελώς κοινοποιηθείσες σε αυτήν κατά την έρευνα απορρέει από την αρχική δημοσίευση μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως PHP το 2007, στο πλαίσιο της οποίας είχαν ληφθεί υπόψη οι αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχειρίσεως τις οποίες είχαν υποβάλει οι προσφεύγουσες.

127    Βεβαίως, η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε ρητώς ως προσωρινό το εν λόγω αρχικό μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως PHP που δημοσιεύθηκε το 2007.

128    Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι τότε το Γενικό Δικαστήριο είχε ερμηνεύσει το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, το οποίο έχει περιεχόμενο ουσιαστικά πανομοιότυπο με το άρθρο 30, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, κατά την έννοια ότι η διάταξη αυτή δεν σκοπεί να περιορίσει την ελευθερία της Επιτροπής να δημοσιεύει εκουσίως πληρέστερο κείμενο της αποφάσεώς της από το κείμενο που τουλάχιστον απαιτείται και να περιλαμβάνει στο κείμενο αυτό και πληροφοριακά στοιχεία των οποίων δεν απαιτείται η δημοσίευση, καθόσον η δημοσίευση των στοιχείων αυτών δεν είναι ασυμβίβαστη με την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου (απόφαση Bank Austria Creditanstalt κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 79). Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι η Επιτροπή δημοσίευσε αρχικώς μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως PHP το 2007 χωρίς να το χαρακτηρίσει ως προσωρινό δεν σημαίνει ότι παρέσχε στις προσφεύγουσες συγκεκριμένη διαβεβαίωση ότι δεν πρόκειται στο μέλλον να δημοσιευθεί αναλυτικότερο μη εμπιστευτικό κείμενο της εν λόγω αποφάσεως, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 105 ανωτέρω.

129    Δεδομένου εξάλλου ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η Επιτροπή είχε δεσμευθεί έναντι αυτών να μη δημοσιεύσει μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως PHP που να περιέχει περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με το κείμενο που είχε δημοσιευθεί στον διαδικτυακό τόπο της ΓΔ Ανταγωνισμού τον Σεπτέμβριο του 2007, δεν μπορούν να υποστηρίξουν ότι η δημοσίευση αυτή ανατρέπει τις εύλογες προσδοκίες τους.

130    Τέλος, οι αιτιάσεις περί παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της ίσης μεταχειρίσεως κρίνονται επίσης απορριπτέες, διότι η συλλογιστική που αναπτύσσουν οι προσφεύγουσες προς στήριξη των αιτιάσεων αυτών ουσιαστικά συμπίπτει με αυτή περί παραβιάσεως της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

131    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, όπως και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

132    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

133    Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις Akzo Nobel NV, Akzo Chemicals Holding AB και Eka Chemicals AB στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων αυτών της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Παπασάββας

Forwood

Bieliūnas

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Ιανουαρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.