Language of document : ECLI:EU:C:2014:2046

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 3ης Ιουλίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑302/13

flyLAL-Lithuanian Airlines AS, υπό εκκαθάριση

κατά

Starptautiskā lidosta Rīga VAS

και

Air Baltic Corporation AS

[αίτηση του Augstākās tiesas Senāts (Λεττονία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 — Πεδίο εφαρμογής — Έννοια της αστικής και εμπορικής υποθέσεως — Αποζημίωση λόγω παραβιάσεως των ευρωπαϊκών κανόνων ανταγωνισμού — Αναγνώριση αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων — Δημόσια τάξη»





I –    Εισαγωγή

1.        Στην υπό εξέταση υπόθεση προσφέρεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα, στο πλαίσιο της ερμηνείας του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2) να συγκεκριμενοποιήσει περαιτέρω δύο θεμελιώδεις νομικές έννοιες, ήτοι την έννοια της αστικής και εμπορικής υποθέσεως και την έννοια της δημοσίας τάξεως.

2.        Συγκεκριμένα, τίθεται αφενός το ερώτημα κατά πόσον η έννοια «αστική και εμπορική υπόθεση» καταλαμβάνει τη δικαστική διεκδίκηση απαιτήσεων από παραβιάσεις των κανόνων ανταγωνισμού οι οποίες εγείρονται κατά επιχειρήσεων στις οποίες συμμετέχει το Δημόσιο κατά πλειοψηφία. Αφετέρου δε, χρήζει διευκρινίσεως κατά πόσον και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατό να μη χωρήσει εκτέλεση αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων κατ’ εφαρμογή της αρχής της δημοσίας τάξεως.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α — Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Εφαρμοστέες επί της παρούσας υποθέσεως διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου είναι κατ’ ουσίαν τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ (νυν άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ) (3), ενώ από το παράγωγο δίκαιο εφαρμοστέα είναι τα άρθρα 1, 22, 34 και 35 του κανονισμού 44/2001.

4.        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού ορίζει το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του ως εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις.»

5.        Το τμήμα 6 του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού 44/2001 καθιερώνει ορισμένες αποκλειστικές διεθνείς δικαιοδοσίες. Ειδικότερα, το άρθρο 22 ορίζει:

«Αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία, έχουν:

[…]

2.      σε θέματα κύρους, ακυρότητας ή λύσης εταιρειών ή άλλων νομικών προσώπων ή ενώσεων φυσικών ή νομικών προσώπων ή κύρους αποφάσεων των οργάνων τους, τα δικαστήρια του κράτους στο οποίο η εταιρεία, το νομικό πρόσωπο ή η ένωση έχουν την έδρα τους. […]»

6.        Το άρθρο 34 του κανονισμού 44/2001 ρυθμίζει την αναγνώριση αποφάσεων άλλων κρατών μελών και ορίζει μεταξύ άλλων:

«Απόφαση δεν αναγνωρίζεται:

1.      αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως·

[…]».

7.        Το επίσης διέπον το ζήτημα της αναγνωρίσεως άρθρο 35, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 ορίζει:

«Απόφαση δεν αναγνωρίζεται, επίσης, αν έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις των τμημάτων 3, 4 και 6 του κεφαλαίου II […]».

 Β — Το λεττονικό δίκαιο

8.        Επί της υπό εξέταση διαφοράς εφαρμόζονται ιδίως ο «Likums par aviāciju» [νόμος περί αεροπλοΐας] και οι εκτελεστικές αυτού διατάξεις.

9.        Κατά τον λεττονικό νόμο περί αεροπλοΐας, οι επιχειρήσεις εκμεταλλεύσεως αεροσκαφών οφείλουν να καταβάλλουν τέλη, μεταξύ άλλων, για τη χρήση αερολιμένων.

10.      Με βάση την ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη όριζαν κατά τον επίδικο χρόνο διάφορα διατάγματα ότι επιχειρήσεις μεταφοράς επιβατών με προορισμό ή αφετηρία τον αερολιμένα της Ρίγας είναι δυνατό να απολαύουν εκπτώσεων επί των τελών. Το ύψος των εκπτώσεων συναρτάται με τον αριθμό των επιβατών τους οποίους η εκάστοτε επιχείρηση μετέφερε από τον αερολιμένα της Ρίγας στη διάρκεια ενός έτους.

III – Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11.      Η flyLAL-Lithuanian Airlines AS (στο εξής: flyLAL) είναι λιθουανικός αερομεταφορέας ως προς τον οποίο έχει κινηθεί στο μεταξύ διαδικασία αφερεγγυότητας και ο οποίος θεωρούσε ότι υπέστη στην αγορά της παροχής υπηρεσιών αεροπλοΐας δυσμενή διάκριση συγκριτικά με τον ανταγωνιστή της λεττονικό αερομεταφορέα Air Baltic Corporation AS (στο εξής: Air Baltic). Η flyLAL θεωρούσε ιδίως ότι υπέστη οικονομική ζημία λόγω μιας καταστάσεως θίγουσας τους κανόνες ανταγωνισμού στη Λεττονία και τη Λιθουανία.

12.      Το 2008 η flyLAL ενήγαγε για τον λόγο αυτόν την Air Baltic και τη Starptautiskā lidosta Rīga VAS (στο εξής: Lidosta Rīga), η οποία αποτελεί ελεγχόμενη από το δημόσιο κεφαλαιουχική εταιρία επιφορτισμένη με τη διαχείριση του αερολιμένα της Ρίγας, ενώπιον του Vilniaus Apygardos Teismas [περιφερειακό δικαστήριο του Vilnius] ζητώντας μεταξύ άλλων να της καταβληθεί αποζημίωση ύψους 199 830 000 LTL (4). Ως βάση της αγωγής της η ενάγουσα επικαλέσθηκε παραβιάσεις των ευρωπαϊκών κανόνων ανταγωνισμού. Ισχυρίσθηκε κατ’ ουσίαν ότι στο πλαίσιο της λετονικής πολιτικής εκπτώσεων επί των τελών αερολιμένα η Air Baltic καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά. Οι εντός της Λεττονίας προσφερόμενες εκπτώσεις επί των τελών επέτρεψαν στην Air Baltic μεταξύ άλλων να εφαρμόσει «ντάμπινγκ» στις τιμές της στο αεροδρόμιο του Vilnius (Δημοκρατία της Λιθουανίας). Επιπλέον, η προσχεδιασμένη παροχή εκπτώσεων επί των τελών αερολιμένα αποτέλεσε αντικείμενο απαγορευμένης συμφωνίας μεταξύ των εναγομένων.

13.      Ήδη πριν την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της αγωγής για την κύρια υπόθεση το Lietuvos Apeliacinis Teismas [λιθουανικό Εφετείο] διέταξε με απόφαση της 31ης Δεκεμβρίου 2008 τη συντηρητική κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της Air Baltic και της Lidosta «Rīga» για το ζητούμενο ποσό της αγωγής (στο εξής: ασφαλιστικά μέτρα).

14.      Κατόπιν τούτου, η flyLAL υπέβαλε ενώπιον του Rīgas pilsētas priekšpilsētas tiesa [δικαστήριο του δημοτικού διαμερίσματος Vidzeme της πόλης της Riga] αίτημα αναγνωρίσεως της αποφάσεως της 31ης Δεκεμβρίου 2008 και εκτελέσεώς της στη Λεττονία. Το εν λόγω αίτημα έγινε κατ’ ουσίαν δεκτό με πρωτόδικη απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2012 και ως εκ τούτου η απόφαση της 31ης Δεκεμβρίου 2008 αναγνωρίσθηκε και κηρύχθηκε εκτελεστή στη Δημοκρατία της Λεττονίας.

15.      Κατόπιν ασκήσεως ένδικου μέσου από την Air Baltic και τη Lidosta Rīga καλείται πλέον το αιτούν δικαστήριο Augstākās tiesas Senāts [ανώτατο δικαστήριο της Δημοκρατίας της Λεττονίας] να αποφανθεί επί της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως της αποφάσεως της 31ης Δεκεμβρίου 2008 στη Λεττονία.

16.      Το αιτούν δικαστήριο θέτει, πρώτον, το ερώτημα κατά πόσον η λιθουανική δίκη επί της αιτήσεως αποζημιώσεως —και συγκεκριμένα η απόφαση της 31ης Δεκεμβρίου 2008— είχε ως αντικείμενο αστική και εμπορική υπόθεση κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 44/2001. Εάν στο ανωτέρω ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση, θα πρέπει, δεύτερον, να διευκρινισθεί κατά πόσον ήδη στο πλαίσιο της εκδικάσεως της αιτήσεως αποζημιώσεως έπρεπε να έχει διαγνωσθεί αποκλειστική δικαιοδοσία των λεττονικών δικαστηρίων βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού 44/2001. Εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση τίθεται, τρίτον, το περαιτέρω ερώτημα κατά πόσον το Augstākās tiesas Senāts θα πρέπει βάσει του άρθρου 35, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 να απορρίψει το αίτημα αναγνωρίσεως της αποφάσεως της 31ης Δεκεμβρίου 2008 λόγω παραβάσεως του άρθρου 22 του εν λόγω κανονισμού. Τέταρτον, το Augstākās tiesas Senāts θέτει επίσης το ερώτημα κατά πόσον η αναγνώριση της επίμαχης αποφάσεως είναι συμβατή με τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας της Λεττονίας κατά την έννοια του άρθρου 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001. Αφενός, η απόφαση της 31ης Δεκεμβρίου 2008 περιέχει μόνον περιορισμένες επεξηγήσεις ως προς τον υπολογισμό του αιτηθέντος ποσού το οποίο είναι ιδιαιτέρως υψηλό. Αφετέρου, καθότι εν τω μεταξύ κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας κατά της περιουσίας της ενάγουσας λιθουανικής εταιρίας, οι εναγόμενες δεν θα έχουν σε περίπτωση που η αγωγή εν συνεχεία απορριφθεί καμία ρεαλιστική δυνατότητα να αποκαταστήσουν τη ζημία που θα έχουν υποστεί λόγω της εκδόσεως της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων. Κατά τον τρόπο αυτόν, η Δημοκρατία της Λεττονίας, η οποία κατέχει ποσοστό 100 % και 52,6 % αντίστοιχα των μετοχών των εναγομένων, θα μπορούσε να υποστεί εκτεταμένη ζημία η οποία θα έθιγε τα οικονομικά συμφέροντα του κράτους και θα έπληττε την ασφάλεια του κράτους.

17.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Augstākās tiesas Senāts ανέστειλε τη δίκη και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)         Θεωρείται αστική ή εμπορική, κατά την έννοια του κανονισμού, η υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας ο ενάγων ζητεί αποζημίωση και να αναγνωριστεί ο παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς των εναγομένων, η οποία συνίσταται σε σύναψη απαγορευμένης συμφωνίας και κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, και στηρίζεται σε γενικής ισχύος κανονιστικές ρυθμίσεις που έχει θεσπίσει άλλο κράτος μέλος, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η απαγορευμένη συμφωνία ήταν εξ υπαρχής άκυρη, καθώς και του γεγονότος ότι η θέσπιση κανονιστικών πράξεων αποτελεί άσκηση κρατικής δραστηριότητας δημοσίου δικαίου (acta iure imperii), ως προς την οποία ισχύει η ετεροδικία του κράτους έναντι των δικαστηρίου άλλου κράτους;

2)         Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα (εάν δηλαδή πρόκειται για αστική ή εμπορική υπόθεση κατά την έννοια του κανονισμού), θεωρείται ότι η αγωγή αποζημιώσεως αφορά το κύρος αποφάσεων εταιρικών οργάνων κατά την έννοια του άρθρου 22, σημείο 2, του κανονισμού, οπότε είναι δυνατόν η απόφαση να μην αναγνωριστεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 35, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού;

3)         Εάν το αντικείμενο της αγωγής αποζημιώσεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22, σημείο 2, του κανονισμού (αποκλειστική δικαιοδοσία), υποχρεούται το δικαστήριο του κράτους μέλους αναγνωρίσεως να ελέγξει τη συνδρομή των περιστάσεων του άρθρου 35, παράγραφος 1, του κανονισμού, σε περίπτωση που ζητείται αναγνώριση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων;

4)         Έχει η ρήτρα δημοσίας τάξεως του άρθρου 34, σημείο 1, του κανονισμού την έννοια ότι η αναγνώριση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων είναι αντίθετη στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους, εφόσον, πρώτον, ο κύριος λόγος της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων συνίσταται στο μέγεθος του ποσού που ζητείται με την αγωγή αποζημιώσεως, ο υπολογισμός του οποίου δεν έχει αιτιολογηθεί και τεκμηριωθεί, και, δεύτερον, εφόσον η αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως αυτής θα προκαλέσει στους εναγόμενους σημαντική ζημία, για την οποία, σε περίπτωση απορρίψεως της αγωγής αποζημιώσεως, δεν θα έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν την αποκατάστασή της από την ενάγουσα, καθώς πρόκειται για εμπορική εταιρία υπό πτώχευση, με αποτέλεσμα να πληγούν, εν τέλει, τα οικονομικά συμφέροντα και να απειληθεί η ασφάλεια του κράτους μέλους αναγνωρίσεως, δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Λεττονίας κατέχει το σύνολο των μετοχών της Lidosta «Riga» και το 52,6 % των μετοχών της Air Baltic;

IV – Νομική εκτίμηση

 Α — Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

18.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημά του το Augstākās tiesas Senāts ερωτά κατ’ ουσίαν κατά πόσον η λιθουανική δίκη επί της αιτήσεως αποζημιώσεως —και συγκεκριμένα η απόφαση της 31ης Δεκεμβρίου 2008— είχε ως αντικείμενο αστική και εμπορική υπόθεση κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001.

19.      Προς απάντηση του εν λόγω ερωτήματος αυτού πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινιστεί η έννοια του όρου «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» του κανονισμού 44/2001. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξεταστεί η νομολογία του Δικαστηρίου επί του εν λόγω στοιχείου του πραγματικού (κατωτέρω υπό 1) και οι εντεύθεν διαπιστώσεις να μεταφερθούν επί των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (κατωτέρω υπό 2).

1.      Τα νομολογιακά κριτήρια

20.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (5), η έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή σε επίπεδο Ένωσης, σε συνάρτηση, αφενός, προς τους σκοπούς και προς το σύστημα του κανονισμού 44/2001 και, αφετέρου, προς τις γενικές αρχές που συνάγονται από το σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων (6).

21.      Καθότι στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών η Σύμβαση των Βρυξελλών (7) αντικαταστάθηκε (8) από τον κανονισμό 44/2001, η ερμηνεία της Συμβάσεως των Βρυξελλών από το Δικαστήριο διατηρεί την ισχύ της και σε σχέση με τις αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού 44/2001 (9). Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη έχει την ίδια θέση και επιτελεί την ίδια λειτουργία με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (10).

22.      Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου επί των προμνησθεισών διατάξεων, ορισμένες δικαστικές αποφάσεις ενδέχεται να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 λόγω των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη φύση των εννόμων σχέσεων των αντιδίκων ή το αντικείμενο της διαφοράς (11).

23.      Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον συντρέχει περίπτωση αστικής και εμπορικής υποθέσεως πρέπει ως εκ τούτου να εξακριβωθούν κατ’ αρχάς τα καθοριστικά στοιχεία της έννομης σχέσεως των διαδίκων της κύριας δίκης (κατωτέρω υπό 2α) και εν συνεχεία, προκειμένου να προσδιορισθεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (κατωτέρω υπό 2β), να εξακριβωθούν επίσης τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων βασίζεται η κάθε απαίτηση καθώς και να εξεταστούν η βάση της ασκηθείσας αγωγής και ο τρόπος ασκήσεώς της (12).

2.      Εφαρμογή των νομολογιακών κριτηρίων επί των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης

24.      Κατ’ αρχάς χρήζουν εξετάσεως οι έννομες σχέσεις της ενάγουσας και των εναγομένων της κύριας δίκης στο πλαίσιο των οποίων συντελέστηκε η φερόμενη παραβίαση των ευρωπαϊκών κανόνων ανταγωνισμού λόγω της οποίας ζητείται αποζημίωση.

 Φύση των εννόμων σχέσεων των αντιδίκων

25.      Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, παθητικοί ομόδικοι στη διαφορά της κύριας δίκης είναι η Lidosta «Rīga» και η Air Baltic, δύο επιχειρήσεις στις οποίες η Δημοκρατία της Λεττονίας κατέχει αντίστοιχα ποσοστό 100 % και 52,6 % των μετοχών.

26.      Το γεγονός αυτό καθαυτό δεν αποτελεί ωστόσο επαρκή λόγο αποκλεισμού της εφαρμογής του κανονισμού 44/2001. Αντιθέτως, κρίσιμο είναι κατά πόσον, σε συνάρτηση με την επίμαχη έννομη σχέση, δημόσια αρχή ενεργεί κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας (13). Εάν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001.

27.      Το ως άνω ζήτημα θα εξεταστεί ακολούθως σε συνάρτηση με τις έννομες σχέσεις με τις οποίες συνδέονται οι επιμέρους διάδικοι της κύριας δίκης.

 i) Έννομες σχέσεις της flyLAL και της Air Baltic

28.      Λαμβανομένης υπόψη της έννομης σχέσεως με την οποία συνδέονται η flyLAL και η Air Baltic, το ζήτημα της φύσεως των έννομων σχέσεων δεν χρήζει ενδελεχέστερης διερευνήσεως.

29.      Οι δύο επιχειρήσεις προσφέρουν υπηρεσίες στην αγορά της παροχής υπηρεσιών αεροπλοΐας και αποτελούν αποδέκτες υπηρεσιών στην αερολιμενική αγορά. Κατά τις εν λόγω δραστηριότητές τους καμία από τις εν λόγω διαδίκους δεν ενεργεί έναντι της έτερης διαδίκου κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας μη δυνάμενης να ασκηθεί από ιδιώτες (14).

 ii) Έννομες σχέσεις της flyLAL και της Lidosta «Rīga»

30.      Ούτε η έννομη σχέση της flyLAL και της Lidosta «Rīga» χαρακτηρίζεται από την ενάσκηση δημόσιας εξουσίας.

31.      Στο επίκεντρο της εν λόγω έννομης σχέσεως βρίσκεται η χρήση του αερολιμένα της Ρίγας από τη flyLAL έναντι καταβολής ανταλλάγματος υπό τη μορφή τελών αερολιμένα. Οι εν λόγω υπηρεσίες χρήσεως του αερολιμένα συνίστανται κατά βάση στον έλεγχο των αεροσκαφών, των επιβατών και των φορτίων. Η Δημοκρατία της Λεττονίας συναλλάσσεται με τους χρήστες του αερολιμένα μέσω της εξ ολοκλήρου θυγατρικής της Lidosta «Rīga» υπό όρους ιδιωτικού δικαίου στο πλαίσιο της απελευθερώσεως της αγοράς παροχής υπηρεσιών αερολιμένα ως προς τον αερολιμένα της Ρίγας (15). Κάθε άλλος ιδιώτης επιχειρηματίας, όπως επί παραδείγματι φορέας εκμεταλλεύσεως ιδιωτικού αεροσκάφους, θα μπορούσε ομοίως να παρέχει τις εν λόγω υπηρεσίες (16).

32.      Καμία επίδραση δεν ασκεί επ’ αυτού ούτε το γεγονός ότι, όσον αφορά τη διαμόρφωση της τιμολογιακής πολιτικής και ιδίως ως προς την παροχή ή όχι εκπτώσεων, η Lidosta «Rīga» υπόκειται σε γενικής ισχύος νομοθετικούς κανόνες της Δημοκρατίας της Λεττονίας. Ειδικότερα, η εν λόγω δέσμευση αφορά μόνον τη σχέση της Δημοκρατίας της Λεττονίας ως μετόχου και της Lidosta «Rīga» ως εξ ολοκλήρου θυγατρικής της και δεν έχει αντίκτυπο στη σχέση της Lidosta «Rīga» και της flyLAL ως χρήστη του αερολιμένα.

33.      Ομοίως άνευ σημασίας είναι το κατά πόσον η Lidosta «Rīga» έχει την ευχέρεια να χρησιμοποιεί τις εισπραττόμενες αμοιβές κατά την ελεύθερη κρίση της ή υπόκειται ως προς τούτο σε νομοθετικούς κανόνες. Ο λόγος είναι ότι ούτε αυτό το στοιχείο καθορίζει τη φύση της έννομης σχέσεώς της με τους χρήστες του αερολιμένα, όπως η flyLAL, αλλά καθορίζει τις διαφορετικής φύσεως έννομες σχέσεις της Lidosta «Rīga» με τη μέτοχό της τη Δημοκρατία της Λεττονίας.

34.      Συνεπώς, η ιστορική βάση της υπό εξέταση υποθέσεως διαφέρει από τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση LTU (17). Μολονότι και σε εκείνη την περίπτωση αντικείμενο αποτέλεσαν αμοιβές για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε συνάρτηση με την αεροπλοΐα, οι εν λόγω αμοιβές δεν καταβλήθηκαν όμως για οικονομικής φύσεως χρήση του αερολιμένα. Αντιθέτως, επρόκειτο για τέλη πλοηγήσεως πτήσεων τα οποία επιβλήθηκαν ως αντάλλαγμα για την παροχή υπηρεσιών ασφάλειας των αερομεταφορών από διεθνή οργανισμό ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας, ήτοι για αμιγώς δημοσίου δικαίου σκοπούς όπως ο έλεγχος και η επιτήρηση του εναέριου χώρου (18).

35.      Αποκλειστικά και μόνον σε σχέση με τέτοια τέλη πλοηγήσεως πτήσεων το Δικαστήριο επιβεβαίωσε στην απόφαση LTU ότι συντρέχει «συνάρτηση με την άσκηση δημόσιας εξουσίας» (19). Αντίθετα προς την υπό εξέταση υπόθεση, στην απόφαση LTU ενυπήρχαν, κατά συνέπεια, στοιχεία τα οποία αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα των σχέσεων κυριαρχικής εξουσίας και συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι συντρέχει περίπτωση ασκήσεως δημόσιας εξουσίας.

36.      Η εν προκειμένω προτεινόμενη για τον σκοπό του εννοιολογικού ορισμού της «αστικής και εμπορικής υποθέσεως» διαφοροποίηση μεταξύ της παροχής υπηρεσιών ασφάλειας των αερομεταφορών που συνδέονται με την ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, αφενός, και της απελευθερώσεως μιας αγοράς αερολιμενικών υπηρεσιών, αφετέρου, είναι εξάλλου σύμφωνη με παρόμοιους συλλογισμούς του Δικαστηρίου στο πεδίο του δικαίου ανταγωνισμού.

37.      Στο εν λόγω πεδίο, το Δικαστήριο ήδη αντιμετώπισε σε ορισμένες αποφάσεις του το ζήτημα του χαρακτηρισμού των δραστηριοτήτων οργάνου διοικήσεως αερολιμένα. Στο πλαίσιο αυτό, κατέληξε εν γένει στο συμπέρασμα ότι ασκεί οικονομική δραστηριότητα όποιος παρέχει «αερολιμενικές υπηρεσίες έναντι αμοιβής προερχόμενης, μεταξύ άλλων, από τα αερολιμενικά τέλη» και ως εκ τούτου η εν λόγω δραστηριότητα θα πρέπει να αξιολογείται κατ’ αρχήν ως προς τη συμμόρφωσή της με τους ευρωπαϊκούς κανόνες ανταγωνισμού (20). Η αξιολόγηση μιας τέτοιας δραστηριότητας δεν θα πρέπει να εξαρτάται από το αν η οντότητα που την ασκεί ανήκει στον ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα, ή από την αποδοτικότητα της δραστηριότητας αυτής (21).

38.      Μεταξύ της —κρίσιμης για την εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001— διακρίσεως μεταξύ ιδιωτικού δικαίου έννομης σχέσεως και έννομης σχέσεως με κυρίαρχη την ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, αφενός, και της διακρίσεως μεταξύ οικονομικής δραστηριότητας και δραστηριότητας ασκήσεως δημόσιας εξουσίας στο πεδίο του δικαίου ανταγωνισμού, αφετέρου, συντρέχει όμως όχι μόνο ορολογική συνάφεια αλλά και επί της ουσίας σχέση αλληλεπιδράσεως η οποία δικαιολογεί την εφαρμογή συμβατών μεταξύ τους αξιολογικών κριτηρίων. Την εν λόγω προσέγγιση υιοθετεί πρόδηλα και το Δικαστήριο, καθώς στην απόφαση SAT Fluggesellschaft, στην οποία έκρινε με βάση το δίκαιο ανταγωνισμού, έκανε μνεία της αποφάσεως LTU (22). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 κρίνεται βάσει των ίδιων κριτηρίων με εκείνα που έχει αναπτύξει το Δικαστήριο στο πεδίο του δικαίου ανταγωνισμού όσον αφορά το γνώρισμα της οικονομικής δραστηριότητας. Σε διαφορετική περίπτωση, θα προέκυπταν αδικαιολόγητες αξιολογικές αντιφάσεις, εάν σε αμιγώς οικονομική δραστηριότητα δεν αναγνωριζόταν ο χαρακτήρας της αστικής και εμπορικής υποθέσεως.

39.      Βάσει των ανωτέρω, ούτε η έννομη σχέση της Lidosta «Rīga» με την ενάγουσα της κύριας δίκης φέρει χαρακτηριστικά ενασκήσεως δημόσιας εξουσίας, αλλά αντιθέτως έχει, καθώς αφορά κατ’ ουσίαν την παροχή αερολιμενικών υπηρεσιών έναντι ανταλλάγματος, οικονομικό και ιδιωτικού δικαίου χαρακτήρα.

 Αντικείμενο της διαφοράς

40.      Ακολούθως χρήζει διερευνήσεως κατά πόσον τα ανωτέρω συμπεράσματα που εξήχθησαν ως προς τη φύση των έννομων σχέσεων των διαδίκων επιβεβαιώνονται επίσης από το αντικείμενο της διαφοράς.

41.      Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι —όπως τονίζουν η Δημοκρατία της Λεττονίας και η Lidosta «Rīga»—, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που έγιναν γνωστές από το αιτούν δικαστήριο, είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσον συντρέχει περίπτωση θίγουσας τον ανταγωνισμό συμφωνίας εις βάρος της ενάγουσας της κύριας δίκης, ενώ και η συνδρομή περιπτώσεως καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως από τη Lidosta «Rīga» ουδόλως αναμφίβολη προβάλλει δεδομένης της δεσμεύσεώς της από τους νομοθετικούς κανόνες του λετονικού κράτους (23). Εντούτοις, στην υπό εξέταση υπόθεση το Δικαστήριο δεν καλείται να εξετάσει τη συνδρομή παραβιάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, αλλά αντιθέτως καλείται να εξετάσει το ζήτημα κατά πόσον μπορεί να χαρακτηριστεί ως αστική και εμπορική υπόθεση η διαφορά της κύριας δίκης, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται αξίωση αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ (24).

42.      Κρίσιμα για την αξιολόγηση του αντικειμένου της διαφοράς είναι εν προκειμένω τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων βασίζεται η επίδικη αξίωση. Εάν η προβαλλόμενη αξίωση πηγάζει από πράξη δημόσιας εξουσίας, η υπόθεση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αστική και εμπορική (25). Ωστόσο, η υπόθεση δεν αρκεί να έχει οποιουδήποτε είδους σχέση με την ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Αντιθέτως, είναι αποφασιστικής σημασίας κατά πόσον η συγκεκριμένη πράξη η οποία γέννησε την αξίωση αποτελεί πράξη ενασκήσεως δημόσιας εξουσίας (26).

43.      Από την εξέταση της φύσεως των έννομων σχέσεων των διαδίκων οι οποίες εξετάστηκαν ανωτέρω και αποτελούν τη βάση θεμελιώσεως της προβαλλόμενης αξιώσεως αποζημιώσεως προέκυψε ήδη ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση ενασκήσεως δημόσιας εξουσίας. Το εν λόγω συμπέρασμα δεν αναιρείται ούτε από το γεγονός ότι οι αξιώσεις αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως των ευρωπαϊκών κανόνων ανταγωνισμού έχουν αμιγή χαρακτήρα δικαίου της Ένωσης (κατωτέρω υπό i) ούτε από τις ιδιαίτερες συνθήκες της υπό εξέταση υποθέσεως, όπως ιδίως τη συμμετοχή κρατικών υπηρεσιών (κατωτέρω υπό ii).

i)      Δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 επί αξιώσεων αποζημιώσεως βασιζόμενων στο δίκαιο ανταγωνισμού;

44.      Ακολούθως θα ασχοληθώ κατ’ αρχάς γενικώς με τη νομική θεμελίωση και το κανονιστικό πλαίσιο των αξιώσεων αποζημιώσεως οι οποίες βασίζονται στο δίκαιο ανταγωνισμού. Εν συνεχεία θα αξιολογήσω υπό το ανωτέρω πρίσμα το αντικείμενο της κύριας δίκης.

–       Υποχρέωση αποζημιώσεως βαρύνουσα τους εμπλεκόμενους σε συμπράξεις ως αρχή του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης

45.      Η υποχρέωση αποζημιώσεως με την οποία βαρύνονται οι εμπλεκόμενοι σε συμπράξεις καθώς και οι επιχειρήσεις οι οποίες καταχρώνται τη δεσπόζουσα θέση τους στην αγορά αποτελεί αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία πηγάζει άμεσα από το πρωτογενές δίκαιο (27).

46.      Το Δικαστήριο έχει συναφώς κρίνει επανειλημμένα ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 81 ΕΚ παράγει άμεσο αποτέλεσμα στις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις και γεννά απευθείας δικαιώματα υπέρ των υποκειμένων δικαίου (28), η πρακτική αποτελεσματικότητα της απαγορεύσεως που θεσπίζει η εν λόγω διάταξη θα διακυβευόταν εάν δεν μπορούσε κάθε υποκείμενο δικαίου να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που του προξένησε σύμβαση ή συμπεριφορά δυνάμενη να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (29).

47.      Μολονότι το Δικαστήριο μέχρι τώρα δεν είχε την ευκαιρία να κρίνει σχετικά, δεν τίθεται αμφιβολία ότι τα ανωτέρω θα πρέπει να ισχύουν ομοίως και ως προς την άλλη θεμελιώδη διάταξη του ευρωπαϊκού δικαίου ανταγωνισμού, ήτοι το άρθρο 82 ΕΚ.

–       Αντίστοιχη αγωγή αποζημιώσεως έχει ως αντικείμενο κατ’ αρχήν αστική και εμπορική υπόθεση

48.      Αντίστοιχες αγωγές αποζημιώσεως που στρέφονται κατά επιχειρήσεων οι οποίες παρέβησαν τα άρθρα 81 ΕΚ και/ή 82 ΕΚ έχουν από τη σκοπιά της ευρωπαϊκής πολιτικής δικονομίας ως αντικείμενο κατ’ αρχήν αστικές και εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 (30). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τόνισε τα ανωτέρω εκ νέου στην πρόσφατη πρότασή της για οδηγία εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού (31).

ii)    Ουδεμία διαφοροποίηση της εκτιμήσεως λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της υπό εξέταση υποθέσεως

49.      Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών της υπό εξέταση υποθέσεως, ήτοι ότι οι επί αποζημιώσεως εναγόμενες επιχειρήσεις ανήκουν σε φορείς δημοσίου δικαίου, καθώς επίσης ιδίως ότι η παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού φέρεται να είχε ως αιτία την τήρηση νομοθετικών κανόνων του λετονικού κράτους, τίθεται ωστόσο το ερώτημα κατά πόσον είναι επίσης in casu εύλογη η εμμονή στον κατά τα ανωτέρω χαρακτηρισμό της υποθέσεως ως ιδιωτικού δικαίου.

50.      Φρονώ ότι στο εν λόγω ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση. Υπέρ αυτού συνηγορούν τα ακόλουθα δύο επιχειρήματα:

–       Ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης

51.      Όπως εκτέθηκε ανωτέρω στο σημείο 38, θα πρέπει κατά τη διάκριση μεταξύ ιδιωτικού δικαίου έννομης σχέσεως και έννομης σχέσεως με κυρίαρχη την ενάσκηση δημόσιας εξουσίας να εφαρμοστούν ως προς το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 τα ίδια κριτήρια όπως κατά τη διάκριση μεταξύ οικονομικών δραστηριοτήτων και δραστηριοτήτων ασκήσεως δημόσιας εξουσίας από επιχειρήσεις κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

52.      Συνδέοντας τα ανωτέρω με το αντικείμενο της παρούσας διαφοράς, ως προς το οποίο είναι εν τέλει κρίσιμο κατά πόσον η πράξη η οποία γέννησε την αξίωση τελέστηκε κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, θα πρέπει να γίνει επίσης δεκτό ότι δεν κυριαρχούν δημοσίου δικαίου γνωρίσματα (32): πρώτον, η θίγουσα τους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφορά επί της οποίας βασίζεται η επίδικη αξίωση, ήτοι εν προκειμένω η επιβολή από τη Lidosta «Rīga» διαφορετικού ύψους αερολιμενικών τελών, συνδέεται άμεσα με την οικονομική δραστηριότητα της εν λόγω επιχειρήσεως, ήτοι την εκμετάλλευση του αερολιμένα. Δεύτερον, τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ επί των οποίων βασίζεται η επίδικη αξίωση μπορούν να έχουν εφαρμογή αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που η υπόχρεη σε αποζημίωση επιχείρηση ασκεί οικονομική δραστηριότητα και όχι δημόσια εξουσία.

53.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ήδη το συμπέρασμα ότι η εκκρεμής αγωγή αποζημιώσεως (και τα ασφαλιστικά μέτρα) πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν ως αντικείμενο αστική και εμπορική υπόθεση κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001.

54.      Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν διαφοροποιείται ούτε από το γεγονός ότι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά την ενάγουσα θεμελιώνουν την αξίωσή της, εκτός των γνωρισμάτων δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης τα οποία φέρουν, εμπίπτουν επίσης και στο πεδίο του εθνικού δικαίου αεροπλοΐας. Ο λόγος είναι ότι η υπό εξέταση αγωγή αποζημιώσεως, όπως θα αναλυθεί ακολούθως εξαντλητικά, δεν βάλλει κατά λεττονικών κανονιστικών διατάξεων και ως εκ τούτου δεν βάλλει κατά επονομαζόμενων acta iure imperii.

–       Η αγωγή αποζημιώσεως δεν βάλλει κατά acta iure imperii

55.      Το αιτούν δικαστήριο, όπως σαφώς προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, προδήλως εκτιμά ότι η ενάγουσα της κύριας δίκης με την αγωγή αποζημιώσεώς της βάλλει εν τέλει κατά των κανονιστικών διατάξεων της Δημοκρατίας της Λεττονίας.

56.      Στο πλαίσιο αυτό πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι η ευθύνη κράτους για acta iure imperii πράγματι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001. Ο αναδιατυπωμένος κανονισμός 44/2001 με έναρξη δεσμευτικής ισχύος την 10η Ιανουαρίου 2015 περιέχει πλέον συμπληρωματικές διασαφηνίσεις επί του εν λόγω ζητήματος(33).

57.      Επιπλέον πρέπει να παρατηρηθεί ότι, σύμφωνα με τη γενικά παραδεδεγμένη αρχή της ετεροδικίας των κρατών (par in parem non habet imperium), ένα κράτος δεν μπορεί να υπαχθεί ως προς acta iure imperii στη δικαιοδοσία άλλου κράτους (34).

58.      Εντούτοις, φρονώ ότι οι εκπεφρασθείσες από το αιτούν δικαστήριο αμφιβολίες δεν ευσταθούν.

59.      Πρώτον, με την επίδικη αγωγή στη λιθουανική κύρια υπόθεση δεν ζητείται ο έλεγχος της νομιμότητας κανόνων δικαίου αλλά μόνον η ανόρθωση ζημιών που υπέστη η ενάγουσα λόγω παραβιάσεως κανόνων του ανταγωνισμού. Μολονότι η ολοένα συχνότερη άσκηση αγωγών αποζημιώσεως βάσει του δικαίου περί παράνομων συμπράξεων, όπως το Δικαστήριο έχει ήδη επανειλημμένα τονίσει, μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη διατήρηση της λειτουργίας του ανταγωνισμού στην Ένωση (35) και ως εκ τούτου εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον, ωστόσο τούτο δεν αρκεί για να μετατρέψει τη δίκη επί αγωγής αποζημιώσεως κατά μιας ή περισσοτέρων κατά το ιδιωτικό δίκαιο δραστηριοποιούμενων επιχειρήσεων, οι οποίες ανήκουν σε φορείς δημοσίου δικαίου, σε δίκη περί ελέγχου νομιμότητας κανονιστικών πράξεων. Τούτο ισχύει ακόμη και στις περιπτώσεις που η επίμαχη παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού επηρεάστηκε έστω και έμμεσα από κρατική νομική πράξη, όπως εν προκειμένω από τις λετονικές ρυθμίσεις περί αερολιμενικών τελών.

60.      Δεύτερον, ούτε η έννομη συνέπεια της ακυρότητας κατ’ άρθρο 81, παράγραφος 2, ΕΚ, της οποίας έκανε μνεία το αιτούν δικαστήριο, οδηγεί σε διαφορετική κρίση.

61.      Ο λόγος είναι ότι το γεγονός ότι η παραβίαση της απαγορεύσεως συμπράξεων συνεπάγεται κατ’ άρθρο 81, παράγραφος 2, ΕΚ την ακυρότητα της θίγουσας τον ανταγωνισμό συμφωνίας αφορά αποκλειστικά την ίδια τη συγκεκριμένη συμφωνία, ήτοι τη συμφωνία η οποία διέπει την οικονομική σχέση της Lidosta Rīga και της Air Baltic, αλλά ουδόλως τις λετονικές κανονιστικές ρυθμίσεις οι οποίες φέρονται να επηρέασαν έμμεσα τη συμφωνία. Σε περίπτωση που οι εν λόγω ρυθμίσεις πράγματι δεν είναι συμβατές με το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης, θα μπορούσε η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης να αντιτίθεται στη δυνατότητα εφαρμογής τους. Τούτο όμως δεν θα αποτελούσε άμεση συνέπεια της αγωγής αποζημιώσεως.

62.      Σε κάθε περίπτωση, η αντανακλαστικά επερχόμενη συνέπεια της ακυρότητας κατ’ άρθρο 81, παράγραφος 2, ΕΚ δεν μετατρέπει την υποκειμενική αγωγή αποζημιώσεως σε αντικειμενική δικαστική διαδικασία ελέγχου νομιμότητας κρατικών κανονιστικών διατάξεων.

3.      Προσωρινό συμπέρασμα

63.      Στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει συνεπώς να δοθεί η απάντηση ότι διαφορά περί ασφαλιστικών μέτρων όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, επ’ αφορμή αγωγής στο πλαίσιο της οποίας ιδιωτικού δικαίου αερομεταφορέας ζητεί, λόγω φερόμενης παραβιάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποζημίωση μεταξύ άλλων από επιχείρηση η οποία ανήκει σε φορέα δημοσίου δικαίου και η οποία του παρέχει πρόσβαση στη χρήση αερολιμένα έναντι καταβολής αερολιμενικών τελών, αποτελεί αστική και εμπορική υπόθεση κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, ακόμη και στην περίπτωση που τα αερολιμενικά τέλη και οι ενδεχόμενες εκπτώσεις επί των εν λόγω τελών ρυθμίζονται με εθνικές κανονιστικές διατάξεις.

 Β — Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

64.      Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό του ερώτημα, τα οποία μπορούν να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν εν πρώτοις κατά πόσον δίκη επί αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου συμπράξεων, όπως η κύρια δίκη, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει ως αντικείμενο διαφορά περί του κύρους αποφάσεων εταιρικών οργάνων κατά την έννοια του άρθρου 22, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ερωτά επιπλέον κατά πόσον, σε περίπτωση που η δίκη επί της αγωγής για την κύρια υπόθεση διεξάγεται ενώπιον άλλου δικαστηρίου αντί του αρμόδιου κατ’ άρθρο 22, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001, το άρθρο 35, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, στοιχείο 2, του κανονισμού 44/2001, αντιτίθεται επίσης στην αναγνώριση αποφάσεως που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων από το εν λόγω άλλο δικαστήριο.

65.      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση και για τον λόγο αυτό παρέλκει η εξέταση του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος.

66.      Ο λόγος είναι ότι το αντικείμενο της αγωγής και της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, η οποία αποτελεί και την εκκρεμή δίκη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, είναι κατά βάση το αίτημα αποζημιώσεως της ενάγουσας και όχι «θέματα κύρους, ακυρότητας ή λύσης εταιρειών […] ή κύρους αποφάσεων των οργάνων τους» κατά την έννοια του άρθρου 22, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001.

67.      Είναι γεγονός ότι η ενάγουσα βάλλει με το αίτημα αποζημιώσεώς της εμμέσως και κατά της τιμολογιακής πολιτικής της Lidosta «Rīga», πολιτική η οποία μολονότι είναι νομοθετικά προκαθορισμένη, εν τέλει δεν μπορεί να αποτυπώνεται και σε αποφάσεις των εταίρων της Lidosta «Rīga» ή του διοικητικού της συμβουλίου.

68.      Εντούτοις, το άρθρο 22, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 είναι διάταξη εξαιρετικού χαρακτήρα και πρέπει ως εκ τούτου να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Σκοπός του είναι η συγκέντρωση της δικαστικής δικαιοδοσίας στην έδρα της εταιρίας αποκλειστικά για αγωγές οι οποίες έχουν ευθέως ως αντικείμενο κάποιο από τα εξαντλητικά απαριθμούμενα στην εν λόγω διάταξη. Καθότι στην υπό εξέταση υπόθεση δεν συντρέχει περίπτωση αγωγής προσβολής ή ακυρότητας που να βάλλει ευθέως κατά αποφάσεως, ενώ ούτε στην αγωγή γίνεται ονομαστική αναφορά σε συγκεκριμένη απόφαση ούτε προκύπτει ότι προσβάλλεται τέτοια απόφαση, το άρθρο 22, στοιχείο 2, του κανονισμού 44/2001 δεν είναι εν προκειμένω κρίσιμο, όπως άλλωστε δεν είναι ούτε και το άρθρο 35 του εν λόγω κανονισμού καθόσον παραπέμπει στο άρθρο 22.

69.      Επί του δεύτερου ερωτήματος πρέπει συνεπώς να δοθεί η απάντηση ότι δίκη επί αγωγής αποζημιώσεως, όπως η δίκη επί της αγωγής στην κύρια υπόθεση, δεν έχει ως αντικείμενο διαφορά περί του κύρους της αποφάσεως εταιρικών οργάνων κατά την έννοια του άρθρου 22, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001.

Γ — Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

70.      Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημά του το Augstākās tiesas Senāts ερωτά κατ’ ουσίαν κατά πόσον είναι αντίθετη στη δημόσια τάξη κράτους μέλους η αναγνώριση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον, πρώτον, το σημαντικό μέγεθος του ποσού που εξασφαλίζεται με τη συντηρητική κατάσχεση δεν έχει αιτιολογηθεί και, δεύτερον, εφόσον απειλείται η πρόκληση μη δυνάμενης να αποκατασταθεί ζημίας με αποτέλεσμα να πληγούν τα οικονομικά συμφέροντα και να απειληθεί η ασφάλεια του κράτους μέλους αναγνωρίσεως.

1.      Η ρήτρα της δημοσίας τάξεως στη νομολογία του Δικαστηρίου

71.      Εισαγωγικά πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, κατά πάγια νομολογία (36), πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς καθότι παρακωλύει την επίτευξη ενός εκ των θεμελιωδών σκοπών του εν λόγω κανονισμού (37). Η ρήτρα της δημοσίας τάξεως, η οποία περιλαμβάνεται στην εν λόγω διάταξη, μπορεί συνεπώς να εφαρμόζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (38).

72.      Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι τα κράτη μέλη παραμένουν καταρχήν ελεύθερα να καθορίσουν, δυνάμει της κατά το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού (EK) 44/2001 επιφυλάξεως, σύμφωνα με τις εθνικές τους αντιλήψεις, τις απαιτήσεις της δημοσίας τάξεως, τα όρια της έννοιας αυτής προκύπτουν από την ερμηνεία του ως άνω κανονισμού (39). Κατά συνέπεια, καίτοι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει το περιεχόμενο της δημοσίας τάξεως ενός κράτους μέλους, οφείλει πάντως να ελέγξει τα όρια εντός των οποίων το δικαστήριο κράτους μέλους μπορεί να εφαρμόσει την έννοια αυτή για να μην αναγνωρίσει απόφαση που προέρχεται από άλλο κράτος μέλος (40). Γενικά, το δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως δεν μπορεί να ελέγξει την ορθότητα της εκτιμήσεως των νομικών ή πραγματικών περιστατικών στην οποία προβαίνει το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως (41).

73.      Επομένως, η εφαρμογή της ρήτρας της δημοσίας τάξεως, κατά το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η αναγνώριση ή η εκτέλεση της αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος θα προσέκρουε κατά τρόπο ανεπίτρεπτο στην έννομη τάξη του κράτους εκτελέσεως, καθόσον θα παραβίαζε θεμελιώδη αρχή. Η συγκεκριμένη προσβολή θα πρέπει να συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου θεωρούμενου ως ουσιώδους στην έννομη τάξη του κράτους εκτελέσεως ή προσβολή δικαιώματος αναγνωριζομένου ως θεμελιώδους στην ίδια έννομη τάξη (42).

74.      Συνεπώς, το εθνικό δικαστήριο σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνει τα όρια τα οποία οφείλει να τηρεί ως προς την αποδοχή προσβολής της δημοσίας τάξεως, εφόσον η απόρριψη της εκτελέσεως αποτρέπει κατάφωρη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία αναγνωρίζονται στην ΕΣΔΑ και/ή στην έννομη τάξη της Ένωσης (43).

75.      Στην υπό εξέταση υπόθεση το αιτούν δικαστήριο θίγει δύο ζητήματα και ερωτά σχετικά με την κρισιμότητά τους ως προς τη στοιχειοθέτηση προσβολής της δημοσίας τάξεως του οικείου κράτους μέλους: πρώτον, την έλλειψη αναλυτικής αιτιολογήσεως του ποσού κατασχέσεως στην υπό αναγνώριση απόφαση ασφαλιστικών μέτρων (κατωτέρω υπό 2) και, δεύτερον, τη φερόμενη διακύβευση της «ασφάλειας του κράτους» από τις οικονομικές επιπτώσεις της εκτελέσεως (κατωτέρω υπό 3).

2.      Έλλειψη αναλυτικά αιτιολογημένου υπολογισμού του αιτηθέντος ποσού

76.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η πρώτη ένδειξη που συνηγορεί υπέρ της αποδοχής προσβολής της δημοσίας τάξεως είναι η έλλειψη αναλυτικής αιτιολογήσεως του ποσού για το οποίο η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων διέταξε την κατάσχεση, καθόσον για τον υπολογισμό του ποσού το λιθουανικό δικαστήριο βασίστηκε, κατά το αιτούν δικαστήριο, κατά κύριο λόγο σε όχι ειδικότερα προσδιορισθείσα «έκθεση» η οποία περιλαμβάνεται στη δικογραφία.

77.      Ως εκ τούτου, τίθεται, πρώτον, το θεμελιώδες ζήτημα της συμβατότητας με την αρχή της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ καθώς και στο άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (44), και, δεύτερον, το ζήτημα των ενδεχόμενων επιπτώσεων μιας, έστω μερικής, ελλείψεως αιτιολογίας ως προς τη δυνατότητα αναγνωρίσεως αποφάσεως σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις υπό το πρίσμα της προστασίας της δημοσίας τάξεως.

 Αρχή της δίκαιης δίκης και υποχρέωση αιτιολογήσεως

78.      Συναφώς έχει κρίνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατά πάγια νομολογία, ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατ’ άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ αντιστοιχεί κατ’ αρχήν σε υποχρέωση των δικαστηρίων να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους (45). Παράλληλα έχει όμως επανειλημμένα επισημάνει ότι δεν πρέπει να τίθενται υπερβολικά υψηλές απαιτήσεις σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως καθώς και ότι οι εν λόγω απαιτήσεις μπορεί να διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος της αποφάσεως και τις περιστάσεις κάθε μεμονωμένης περιπτώσεως (46). Στο πλαίσιο αυτό μπορούν να ληφθούν υπόψη ιδίως το είδος της αποφάσεως και οι διαφορές που υπάρχουν στις έννομες τάξεις των κρατών μελών.

79.      Συγκεκριμένα, αναγνωρίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων εξυπηρετεί διττό σκοπό: αφενός, επιδιώκεται να διασφαλιστεί η ικανοποίηση του δικαιώματος ακροάσεως, δηλαδή η επαρκής εκτίμηση των ισχυρισμών των διαδίκων από το δικαστήριο (47). Αφετέρου, σκοπός της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι να δοθεί στον ηττηθέντα διάδικο η δυνατότητα να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους ηττήθηκε και ενδεχομένως να καταθέσει ένδικο μέσο. Εξάλλου, άνευ επαρκούς αιτιολογήσεως δεν θα ήταν εφικτός ούτε ο προσδιορισμός της εκτάσεως του ουσιαστικού δεδικασμένου της αποφάσεως, με αποτέλεσμα ο ενάγων να μπορεί, επί παραδείγματι, να επιτύχει την έκδοση και άλλου τίτλου για την ίδια απαίτηση (48).

 β)      Έλλειψη αιτιολογίας και δυνατότητα αναγνωρίσεως αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων υπό το πρίσμα της αρχής της δημοσίας τάξεως

80.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, προκύπτει στην υπό εξέταση υπόθεση, αφενός, ότι τυχόν απολύτως αυθαίρετος υπολογισμός του ποσού κατασχέσεως, ο οποίος είναι αδύνατον να γίνει κατανοητός από τον εναγόμενο, δεν θα μπορούσε να είναι σύμφωνος με την αρχή της δίκαιης δίκης και συνακόλουθα της δημοσίας τάξεως. Αφετέρου, όμως, τούτο πρόδηλα δεν συντρέχει στην κύρια δίκη στην οποία, σε κάθε περίπτωση, χρησιμοποιήθηκαν ως βάση τα στοιχεία εκθέσεως, ενώ και οι απαιτήσεις αιτιολογήσεως δεν πρέπει εν γένει να είναι υπερβολικές. Σε περίπτωση που, επί παραδείγματι, ορισμένες έννομες τάξεις διαθέτουν μεθόδους προσδιορισμού της ζημίας οι οποίες είναι ευρέως αποδεκτές, αλλά όχι πολύ σαφείς και προσαρμόσιμες στις συγκεκριμένες συνθήκες των μεμονωμένων περιπτώσεων, δεν θα ήταν εύλογο η εφαρμογή τους —στο πλαίσιο αποφάσεως κατά τα λοιπά επαρκώς αιτιολογημένης και όχι εκτεθειμένης στον κίνδυνο εξαφανίσεως κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου— να μπορεί να θεμελιώσει παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και/ή του άρθρου 47, παράγραφος 2, του Χάρτη και να γεννά ζήτημα προσβολής της δημοσίας τάξεως κράτους μέλους (49).

81.      Εφαρμόζοντας τα ανωτέρω επί του ζητήματος της ενδεχόμενης προσβολής της δημοσίας τάξεως προκύπτει συμπερασματικά ότι τυχόν όχι εκτενώς αιτιολογημένος υπολογισμός ποσού κατασχέσεως σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να κρίνεται κατά τρόπο απομονωμένο από το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται. Αντιθέτως, εξαρτάται από τα συνολικά στοιχεία της επίμαχης αποφάσεως, συμπεριλαμβανομένων των συνοδευτικών εγγράφων, και ιδίως εξαρτάται από το κατά πόσον οι αποδέκτες της αποφάσεως είχαν ευλόγως τη δυνατότητα να καταθέσουν ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως στο κράτος εκδόσεως και να προβάλουν τη φερόμενη προσβολή (50).

82.      Στην υπό εξέταση υπόθεση συνηγορούν ως εκ τούτου εύλογα επιχειρήματα υπέρ της απόψεως ότι ο όχι αρκούντως αναλυτικά αιτιολογημένος υπολογισμός του ποσού κατασχέσεως δεν επαρκεί για τη στοιχειοθέτηση προσβολής της δημοσίας τάξεως, ιδίως λαμβανομένου υπόψη ότι το ύψος του ποσού επιβεβαιωνόταν με έκθεση και ότι επίσης επανεξετάσθηκε στο πλαίσιο εκδικάσεως ενδίκου μέσου στη Λιθουανία. Συνεπώς, κατά τα φαινόμενα τηρήθηκαν οι βασικές αρχές της δίκαιης δίκης, μολονότι ως προς την ίδια την απόφαση θα ήταν ενδεχομένως επιθυμητή λεπτομερέστερη αιτιολόγηση.

83.      Καθώς η αιτίαση της ελλείψεως αιτιολογίας δεν αποδείχθηκε ικανή να στοιχειοθετήσει προσβολή της δημοσίας τάξεως, θα πρέπει εν κατακλείδι να εξεταστεί κατά πόσον οι οικονομικές επιπτώσεις της εκτελέσεως θα μπορούσαν να αποδειχθούν κρίσιμες για τη διαπίστωση ενδεχόμενης προσβολής της δημοσίας τάξεως.

3.      Αδυναμία αναστροφής αποτελεσμάτων λόγω διαδικασίας αφερεγγυότητας σε περίπτωση απορρίψεως της αγωγής στην κύρια υπόθεση

84.      Προκαταβολικά υπενθυμίζεται ότι η προστασία της αρχής της δημοσίας τάξεως αποσκοπεί στην αποτροπή κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου θεωρούμενου ως ουσιώδους στην έννομη τάξη του κράτους εκτελέσεως ή προσβολής δικαιώματος αναγνωριζομένου ως θεμελιώδους στην ίδια έννομη τάξη (51). Επομένως, αντικείμενο προστασίας αποτελούν έννομα συμφέροντα ή, σε κάθε περίπτωση, συμφέροντα που κατοχυρώνονται σε κανόνα δικαίου τα οποία αφορούν την πολιτική, οικονομική, κοινωνική ή πολιτιστική τάξη του οικείου κράτους μέλους.

85.      Αντιθέτως, δεν αρκεί ο σκοπός προστασίας αμιγώς οικονομικών συμφερόντων όπως ο κίνδυνος χρηματικής ζημίας, ακόμη και εάν αυτή είναι πολύ μεγάλη. Τούτο ισχύει κατ’ αρχήν ακόμη και στην περίπτωση που διακυβεύονται τα συμφέροντα φορέα δημόσιας εξουσίας (52), όπως εν προκειμένω της Δημοκρατίας της Λεττονίας, η οποία δραστηριοποιείται στην αγορά μέσω επιχειρήσεων που της ανήκουν και διατρέχει στο πλαίσιο αυτό τον κίνδυνο να υποστεί ζημίες.

86.      Το οικονομικό συμφέρον μπορεί εν τούτοις, κατά το αιτούν δικαστήριο, να αναβαθμιστεί σε νομικά κρίσιμο στοιχείο και ως εκ τούτου να πρέπει να ληφθεί υπόψη σύμφωνα με το άρθρο 34, στοιχείο 1, του κανονισμού 44/2001 σε κάθε περίπτωση όταν οι επαπειλούμενες οικονομικές απώλειες θέτουν σε διακινδύνευση κατά τρόπο αρκούντως συγκεκριμένο την έννομη τάξη και την «ασφάλεια του κράτους». Πώς τούτο συντρέχει υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες της κύριας δίκης δεν το εξηγεί ωστόσο το αιτούν δικαστήριο. Ιδίως δεν παρουσιάζει κανένα στοιχείο σχετικά με ενδεχόμενη αισθητή υποβάθμιση του στρατιωτικού και στρατηγικού ρόλου του αερολιμένα της Ρίγας λόγω των ασφαλιστικών μέτρων, όπως υποστήριξε σχετικά η Lidosta «Rīga». Συνεπώς, το εν λόγω ζήτημα δεν χρήζει διερευνήσεως κατά την απάντηση του προδικαστικού ερωτήματος, του οποίου η νομική και πραγματική βάση οριοθετείται από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως (53), όπου γίνεται λόγος μόνο για ζήτημα «προσβολής οικονομικών συμφερόντων του κράτους».

87.      Κατά πόσον μπορεί να στοιχειοθετηθεί τέτοια προσβολή της δημοσίας τάξεως λόγω επαπειλούμενης δραματικής επιδεινώσεως των οικονομικών του κράτους —μολονότι επί του εν λόγω ζητήματος δεν προκύπτει ότι υπάρχει σχετική νομολογία— είναι εξαιρετικά αμφίβολο, τόσο βάσει του νοήματος όσο και βάσει του σκοπού προστασίας της αρχής της δημοσίας τάξεως, καθώς τα οικονομικά κριτήρια είναι κατ’ αρχήν ξένα προς τη φύση της εν λόγω αρχής.

88.      Το εν λόγω ερώτημα μπορεί πάντως να θεωρηθεί στην υπό εξέταση υπόθεση ως υποθετικό και να μείνει αναπάντητο, καθώς, παρά τη δογματική διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος κατά τρόπο μάλιστα που προβάλλει ως δεδομένη τη σοβαρή διακινδύνευση της ασφάλειας του κράτους, στο πλαίσιο συνολικής θεωρήσεως των πραγματικών περιστατικών τα οποία γνωστοποίησε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει στην υπό εξέταση υπόθεση ότι μπορεί να αποκλειστεί η συνδρομή τέτοιας καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης, ακόμη και στην περίπτωση που διακυβεύεται οικονομική απώλεια περίπου 58 εκατομμυρίων ευρώ. Όσο υψηλό και αν είναι το εν λόγω ποσό, πιθανότατα δεν αρκεί για να διαταράξει συθέμελα ένα κρατικό μόρφωμα. Τούτο ισχύει πολλώ μάλλον εφόσον τα μέτρα εκτελέσεως είναι κατ’ ουσίαν μέτρα κατασχέσεως και δεν θίγουν την ακεραιότητα των περιουσιακών στοιχείων και τις ιδιότητες των αγαθών.

89.      Μολονότι το Δικαστήριο έκρινε, σε διαφορετικό πλαίσιο, σχετικά με το ζήτημα του μετριασμού των επιπτώσεων των οικονομικών κινδύνων ότι, όταν διατάσσονται ασφαλιστικά μέτρα, θα πρέπει πάντα να διασφαλίζεται η ανάκτηση του επιδικασθέντος ποσού σε περίπτωση που ο ενάγων δεν δικαιωθεί κατά την εκδίκαση της αγωγής για την κύρια υπόθεση (54), εντούτοις η εν λόγω νομολογία αφορά τις αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων με τις οποίες ο αποδέκτης διατάσσεται να καταβάλει προσωρινώς στον αιτούντα. Δεν εκτείνεται, αντιθέτως, σε μέτρα εξασφαλίσεως όπως εν προκειμένω στην κύρια δίκη υπό τη μορφή της συντηρητικής κατασχέσεως.

90.      Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι για τη στοιχειοθέτηση προσβολής της δημοσίας τάξεως βάσει οικονομικών κριτηρίων.

4.      Προσωρινό συμπέρασμα

91.      Στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει συνεπώς να δοθεί η απάντηση ότι δεν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι μη αναγνωρίσεως λόγω προσβολής της δημοσίας τάξεως είτε σε συνάρτηση με έλλειψη αιτιολογήσεως της υπό εκτέλεση αποφάσεως είτε σε συνάρτηση με τις οικονομικές επιπτώσεις της εκτελέσεως.

V –    Πρόταση

92.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

1.      Διαφορά περί ασφαλιστικών μέτρων όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, επ’ αφορμή αγωγής στο πλαίσιο της οποίας ιδιωτικού δικαίου αερομεταφορέας ζητεί, λόγω φερόμενης παραβιάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποζημίωση μεταξύ άλλων από επιχείρηση η οποία ανήκει σε φορέα δημοσίου δικαίου και η οποία του παρέχει πρόσβαση στη χρήση αερολιμένα έναντι καταβολής αερολιμενικών τελών, αποτελεί αστική και εμπορική υπόθεση κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, ακόμη και στην περίπτωση που τα αερολιμενικά τέλη και οι ενδεχόμενες εκπτώσεις επί των εν λόγω τελών ρυθμίζονται με εθνικές κανονιστικές διατάξεις.

2.      Δίκη επί αγωγής αποζημιώσεως, όπως η δίκη επί της αγωγής για την κύρια υπόθεση, δεν έχει ως αντικείμενο διαφορά περί του κύρους της αποφάσεως εταιρικών οργάνων κατά την έννοια του άρθρου 22, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001.

3.      Υπό τις συνθήκες της κύριας δίκης, δεν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι μη αναγνωρίσεως λόγω προσβολής της δημοσίας τάξεως είτε σε συνάρτηση με έλλειψη αιτιολογήσεως της υπό εκτέλεση αποφάσεως είτε σε συνάρτηση με τις οικονομικές επιπτώσεις της εκτελέσεως.


1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 —      ΕΕ 2001, L 12, σ. 1, ως έχει εφαρμογή εν προκειμένω, ο οποίος τροποποιήθηκε τελευταία φορά με τον κανονισμό (ΕΚ) 1103/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008 (ΕΕ L 304, σ. 80).


3 — Οι επίμαχες, φερόμενες ως θίγουσες τους κανόνες ανταγωνισμού, συμπεριφορές εκδηλώθηκαν προτού τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβώνας. Ως εκ τούτου είναι κρίσιμα για την απάντηση της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μόνον τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Οι ακόλουθες επισημάνσεις ισχύουν ωστόσο άνευ ετέρου και σε σχέση με τα άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ τα οποία έχουν κατ’ ουσίαν το ίδιο περιεχόμενο.


4 — Το εν λόγω ποσό αντιστοιχεί σε περίπου 58 000 000 ευρώ.


5 — Βλ. τη σχετική επισκόπηση στις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Sapir κ.λπ. (C‑645/11, EU:C:2012:757, σημεία 47 έως 69).


6 — Βλ. μεταξύ άλλων τις αποφάσεις LTU κατά Eurocontrol (29/76, EU:C:1976:137, σκέψη 3), Rüffer (814/79, EU:C:1980:291, σκέψη 7), Sonntag (C‑172/91, EU:C:1993:144, σκέψη 18), Baten (C‑271/00, EU:C:2002:656, σκέψη 28), Préservatrice Foncière TIARD (C‑266/01, EU:C:2003:282, σκέψη 20), Blijdenstein (C‑433/01, EU:C:2004:21, σκέψη 24), Λεχουρίτου κ.λπ. (C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψη 29) και Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 41).


7 —      Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7).


8 — Βλ. το άρθρο 68, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001.


9 — Αποφάσεις Draka NK Cables κ.λπ. (C‑167/08, EU:C:2009:263, σκέψη 20), SCT Industri (C‑111/08, EU:C:2009:419, σκέψη 22), German Graphics Graphische Maschinen (C‑292/08, EU:C:2009:544, σκέψη 27), Realchemie Nederland (C‑406/09, EU:C:2011:668, σκέψη 38), Sapir κ.λπ. (C‑645/11, EU:C:2013:228, σκέψη 31) και Sunico κ.λπ. (C‑49/12, EU:C:2013:545, σκέψη 32).


10 — Βλ. υπό την έννοια αυτή, ως προς το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, την απόφαση SCT Industri (C‑111/08, EU:C:2009:419, σκέψη 23).


11 — Βλ. μεταξύ άλλων τις αποφάσεις LTU κατά Eurocontrol (29/76, EU:C:1976:137, σκέψη 4), Baten (C‑271/00, EU:C:2002:656, σκέψη 29), Préservatrice Foncière TIARD (C‑266/01, EU:C:2003:282, σκέψη 21), Λεχουρίτου κ.λπ. (C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψη 30), Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 42), Realchemie Nederland (C‑406/09, EU:C:2011:668, σκέψη 39), Sapir κ.λπ. (C‑645/11, EU:C:2013:228, σκέψη 32), Sunico κ.λπ. (C‑49/12, EU:C:2013:545, σκέψη 33) και Schneider (C‑386/12, EU:C:2013:633, σκέψη 18).


12 — Αποφάσεις Baten (C‑271/00, EU:C:2002:656, σκέψη 31), Préservatrice Foncière TIARD (C‑266/01, EU:C:2003:282, σκέψη 23), Frahuil (C‑265/02, EU:C:2004:77, σκέψη 20), Sapir κ.λπ. (C‑645/11, EU:C:2013:228, σκέψη 34) και Sunico κ.λπ. (C‑49/12, EU:C:2013:545, σκέψη 35).


13 — Αποφάσεις LTU κατά Eurocontrol (29/76, EU:C:1976:137, σκέψη 4), Rüffer (814/79, EU:C:1980:291, σκέψη 8), Baten (C‑271/00, EU:C:2002:656, σκέψη 30), Préservatrice Foncière TIARD (C‑266/01, EU:C:2003:282, σκέψη 22), Λεχουρίτου κ.λπ. (C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψη 31), Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 43), Mahamdia (C‑154/11, EU:C:2012:491, σκέψη 56), Sapir κ.λπ. (C‑645/11, EU:C:2013:228, σκέψη 33) και Sunico κ.λπ. (C‑49/12, EU:C:2013:545, σκέψη 34).


14 — Βλ., επί του εν λόγω κριτηρίου, τις αποφάσεις LTU κατά Eurocontrol (29/76, EU:C:1976:137, σκέψη 4), Sonntag (C‑172/91, EU:C:1993:144, σκέψη 22), Préservatrice Foncière TIARD (C‑266/01, EU:C:2003:282, σκέψη 30), Λεχουρίτου κ.λπ. (C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψη 34) και Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 44).


15 — Συνεπώς, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ του ρόλου του κράτους ως μετόχου επιχειρήσεως, αφενός, και του ρόλου του κράτους όταν ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας, αφετέρου· βλ. υπό την έννοια αυτήν επίσης την απόφαση Επιτροπή κατά EDF (C‑124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 80).


16 — Εξάλλου, και η οδηγία 96/67/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1996, σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών εδάφους στους αερολιμένες της Κοινότητας (ΕΕ L 272, σ. 36), ιδίως δε το άρθρο 2, στοιχεία δ΄ και ζ΄, επιβεβαιώνει ότι οι εν λόγω υπηρεσίες δεν συνιστούν ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, αλλά παρέχονται στο πλαίσιο ισότιμης συναλλακτικής σχέσεως.


17 — Απόφαση LTU κατά Eurocontrol (29/76, EU:C:1976:137).


18 — Ως προς τον δημοσίου δικαίου χαρακτήρα των δραστηριοτήτων της Eurocontrol βλ. επίσης την απόφαση SAT Fluggesellschaft (C‑364/92, EU:C:1994:7, σκέψεις 27 έως 29).


19 — Απόφαση LTU κατά Eurocontrol (29/76, EU:C:1976:137, σκέψη 4).


20 — Βλ. τις αποφάσεις Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (C‑82/01 P, EU:C:2002:617, σκέψη 78) και Mitteldeutsche Flughafen κ.λπ. (C‑288/11 P, EU:C:2012:821, σκέψη 40).


21 — Βλ. τις αποφάσεις Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (C‑82/01 P, EU:C:2002:617, σκέψη 75), MOTOE (C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψεις 21 και 22), Selex Sistemi Integrati κατά Επιτροπής (C‑113/07 P, EU:C:2009:191, σκέψη 69) και Mitteldeutsche Flughafen κ.λπ. (C‑288/11 P, EU:C:2012:821, σκέψη 50).


22 — Απόφαση SAT Fluggesellschaft (C‑364/92, EU:C:1994:7, σκέψη 28).


23 — Συγκεκριμένα, τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 EK αφορούν κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου μόνον ενέργειες θίγουσες τον ανταγωνισμό στις οποίες προβαίνουν οι επιχειρήσεις εξ ιδίας πρωτοβουλίας. Αντιθέτως, δεν έχουν εφαρμογή, αν η θίγουσα τον ανταγωνισμό συμπεριφορά επιβάλλεται στις επιχειρήσεις από την εθνική νομοθεσία ή αν η τελευταία διαμορφώνει ένα νομικό πλαίσιο το οποίο, αυτό καθαυτό, αποκλείει κάθε δυνατότητα ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων· βλ. την απόφαση Επιτροπή και Γαλλία κατά Ladbroke Racing (C‑359/95 P και C‑379/95 P, EU:C:1997:531, σκέψεις 33 και 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αντιθέτως, σε περίπτωση ελλείψεως αυτόβουλης συμπεριφοράς εκ μέρους (δημοσίου δικαίου) επιχειρήσεως λόγω της εν λόγω δεσμεύσεως, είναι ενδεχομένως δυνατό να γίνει λόγος περί μέτρου του κράτους μέλους που θίγει τον ανταγωνισμό, το οποίο θα μπορούσε να αναιρεί την πρακτική αποτελεσματικότητα των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού και το οποίο επίσης καταλαμβάνεται από το άρθρο 81 ΕΚ και/ή 82 ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 10 ΕΚ (νυν άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ) με το οποίο θεσπίζεται η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας. Ενδεχόμενη αγωγή αποζημιώσεως θα έπρεπε συνεπώς να στρέφεται κατά του ίδιου του κράτους μέλους και όχι κατά της «δεσμευόμενης» επιχειρήσεως της οποίας η συμπεριφορά έναντι των άλλων επιχειρήσεων είναι «δικαιολογημένη»· βλ. την απόφαση CIF (C‑198/01, EU:C:2003:430, σκέψη 54).


24 — Υπό την έννοια αυτή αναφέρεται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα: «[…] υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας ο ενάγων ζητεί αποζημίωση και να αναγνωριστεί ο παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς των εναγομένων, η οποία συνίσταται σε σύναψη απαγορευμένης συμφωνίας και κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως […]».


25 — Αποφάσεις Rüffer (814/79, EU:C:1980:291, σκέψη 15) και Λεχουρίτου κ.λπ. (C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψη 41).


26 — Βλ. αποφάσεις LTU κατά Eurocontrol (29/76, EU:C:1976:137, σκέψη 4), Rüffer (814/79, EU:C:1980:291, σκέψη 15) και Λεχουρίτου κ.λπ. (C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψη 41).


27 — Βλ., σε σχέση με το άρθρο 81 ΕΚ, τις προτάσεις μου στην υπόθεση KONE κ.λπ. (C‑557/12, EU:C:2014:45, σημεία 25 έως 30).


28 — Απόφαση Manfredi κ.λπ. (C‑295/04 έως C‑298/04, EU:C:2006:461, σκέψη 39).


29 — Απόφαση Courage και Crehan (C‑453/99, EU:C:2001:465, σκέψη 26).


30 — Βλ. συναφώς επίσης την επί του παρόντος εκκρεμή υπόθεση CDC κατά Evonik Degussa κ.λπ. (C‑352/13, ΕΕ 2013, C 298, σ. 2).


31 — Βλ. την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημιώσεως βάσει του εθνικού δικαίου για παραβιάσεις των διατάξεων της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (COM[2013] 404 τελικό), η οποία στη σ. 6 κάνει μνεία του κανονισμού 44/2001. Βλ. επίσης την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των δικαστηρίων των κρατών μελών της ΕΕ κατά την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ (ΕΕ 2004, C 101, σ. 54, σημείο 3 και υποσημείωση 4).


32 —      Βλ. τις αποφάσεις LTU κατά Eurocontrol (29/76, EU:C:1976:137, σκέψη 4), Rüffer (814/79, EU:C:1980:291, σκέψη 15) και Λεχουρίτου κ.λπ. (C‑292/05, EU:C:2007:102, σκέψη 41).


33 — Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 351, σ. 1).


34 — Βλ. την απόφαση Mahamdia (C‑154/11, EU:C:2012:491, σκέψη 54).


35 — Βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις Courage και Crehan (C‑453/99, EU:C:2001:465, σκέψεις 26 και 27), Manfredi κ.λπ. (C‑295/04 έως C‑298/04, EU:C:2006:461, σκέψη 91), Pfleiderer (C‑360/09, EU:C:2011:389, σκέψη 28) και Donau Chemie κ.λπ. (C‑536/11, EU:C:2013:366, σκέψη 23).


36 — Μολονότι η ακολούθως παρατιθέμενη νομολογία εκδόθηκε επί της προγενέστερης διατάξεως που περιλαμβανόταν στη Σύμβαση των Βρυξελλών, πρέπει όμως να υιοθετηθεί και κατά την ερμηνεία του άρθρου 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001. Βλ. συναφώς τις προτάσεις μου στην υπόθεση Trade Agency (C‑619/10, EU:C:2012:247, σημείο 71).


37 —      Βλ. υπό την έννοια αυτή τις αποφάσεις Solo Kleinmotoren (C‑414/92, EU:C:1994:221, σκέψη 20), Krombach (C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψη 21), Renault (C‑38/98, EU:C:2000:225, σκέψη 26), Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 55), Prism Investments (C‑139/10, EU:C:2011:653, σκέψη 33), Trade Agency (C‑619/10, EU:C:2012:531, σκέψη 48) και Salzgitter Mannesmann Handel (C‑157/12, EU:C:2013:597, σκέψη 28).


38 — Βλ. υπό την έννοια αυτή τις αποφάσεις Hoffmann (145/86, EU:C:1988:61, σκέψη 21), Hendrikman και Feyen (C‑78/95, EU:C:1996:380, σκέψη 23), Krombach (C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψη 21), Renault (C‑38/98, EU:C:2000:225, σκέψη 26), Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 55) και Trade Agency (C‑619/10, EU:C:2012:531, σκέψη 48).


39 — Βλ. τις αποφάσεις Krombach (C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψη 22), Renault (C‑38/98, EU:C:2000:225, σκέψη 27), Gambazzi (C‑394/07, EU:C:2009:219, σκέψη 26), Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 56) και Trade Agency (C‑619/10, EU:C:2012:531, σκέψη 49).


40 — Βλ. τις αποφάσεις Krombach (C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψη 23), Renault (C‑38/98, EU:C:2000:225, σκέψη 28), Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 57) και Trade Agency (C‑619/10, EU:C:2012:531, σκέψη 49).


41 — Βλ. τις αποφάσεις Krombach (C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψη 36), Renault (C‑38/98, EU:C:2000:225, σκέψη 29), Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 58) και Trade Agency (C‑619/10, EU:C:2012:531, σκέψη 50).


42 —      Βλ. τις αποφάσεις Krombach (C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψη 36), Renault (C‑38/98, EU:C:2000:225, σκέψη 29), Gambazzi (C‑394/07, EU:C:2009:219, σκέψη 27), Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 59) και Trade Agency (C‑619/10, EU:C:2012:531, σκέψη 51).


43 —      Βλ. υπό την έννοια αυτή τις αποφάσεις Krombach (C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψεις 38 και 39) και Gambazzi (C‑394/07, EU:C:2009:219, σκέψη 28).


44 — Επί της αρχής της ομοιογένειας κατ’ άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη βλ. μεταξύ άλλων τις αποφάσεις Varec (C‑450/06, EU:C:2008:91, σκέψη 48) και McB (C‑400/10 PPU, EU:C:2010:582, σκέψη 53).


45 — ΕΔΔΑ, αποφάσεις Van de Hurk κατά Ολλανδίας της 19ης Απριλίου 1994 (προσφυγή υπ’ αριθ. 16034/90, § 61), Ruiz Torija κατά Ισπανίας της 9ης Δεκεμβρίου 1994 (προσφυγή υπ’ αριθ. 18390/91, § 29), Higgins κατά Γαλλίας της 19ης Φεβρουαρίου 1998 (προσφυγή υπ’ αριθ. 20124/92, Recueil des arrêts et décisions 1998-I, § 42) και Hirvisaari κατά Φινλανδίας της 27ης Σεπτεμβρίου 2001 (προσφυγή υπ’ αριθ. 49684/99, § 30). Βλ. επίσης την απόφαση Schröder κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑221/97 P, EU:C:1998:597, σκέψη 24).


46 — ΕΔΔΑ, αποφάσεις Ruiz Torija κατά Ισπανίας της 9ης Δεκεμβρίου 1994 (προσφυγή υπ’ αριθ. 18390/91, § 29) και Van de Hurk κατά Ολλανδίας της 19ης Απριλίου 1994 (προσφυγή υπ’ αριθ. 16034/90, § 61).


47 — ΕΔΔΑ, αποφάσεις Jokela κατά Φινλανδίας της 21ης Μαΐου 2002 (προσφυγή υπ’ αριθ. 28856/95, § 72 έως 73) και Nedzela κατά Γαλλίας της 27ης Ιουλίου 2006 (προσφυγή υπ’ αριθ. 73695/01, § 55).


48 — Βλ. σχετικά τις προτάσεις μου στην υπόθεση Trade Agency (C‑619/10, EU:C:2012:247, σημείο 85).


49 — Επί παραδείγματι, το γερμανικό Bundesgerichtshof [ανώτατο ομοσπονδιακό δικαστήριο] έκρινε συναφώς ότι ο κατ’ αποκοπήν προσδιορισμός αποζημιώσεως στο γαλλικό δίκαιο είναι συμβατός με την εθνική δημόσια τάξη, βλ. BGH, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1979 (Az. VIII ZB 10/79, BGHZ 75, 167).


50 — Τούτο ισχύει επίσης, και ιδιαιτέρως, στην περίπτωση που η φερόμενη παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης οφειλόταν στον επείγοντα χαρακτήρα της αποφάσεως. Βλ. συναφώς την απόφαση Eurofood IFSC (C‑341/04, EU:C:2006:281, σκέψη 66).


51 — Βλ. τις αποφάσεις Krombach (C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψη 36), Renault (C‑38/98, EU:C:2000:225, σκέψη 29), Gambazzi (C‑394/07, EU:C:2009:219, σκέψη 27), Αποστολίδης (C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 59) και Trade Agency (C‑619/10, EU:C:2012:531, σκέψη 51) καθώς και τον ορισμό της δημοσίας τάξεως στο άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ L 160, σ. 1) ο οποίος αποτελεί συγγενή με τον κανονισμό 44/2001 ρύθμιση στο πεδίου του δικαίου αφερεγγυότητας.


52 — Βλ., υπό παρόμοιες συνθήκες, ΕΔΔΑ, απόφαση De Luca κατά Ιταλίας της 24ης Σεπτεμβρίου 2013 (προσφυγή υπ’ αριθ. 43870/04, §§ 54 και 55).


53 — Βλ. συναφώς το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.


54 — Βλ. τις αποφάσεις Van Uden (C‑391/95, EU:C:1998:543, σκέψη 47, σχετικά με την «προκαταβολή ποσού προς εκπλήρωση αντιπαροχής απορρέουσας από σύμβαση») και Mietz (C‑99/96, EU:C:1999:202, σκέψη 42) οι οποίες εκδόθηκαν με βάση το αντίστοιχο άρθρο 24 της Συμβάσεως των Βρυξελλών.