Language of document : ECLI:EU:C:2009:674

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 29ης Οκτωβρίου 2009 (1)

Υπόθεση C‑386/08

Brita GmbH

κατά

Hauptzollamt Hamburg‑Hafen

[αίτηση του Finanzgericht Hamburg (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προτιμησιακό καθεστώς – Συμφωνία ΕΚ-Ισραήλ – Συμφωνία ΕΚ‑ΟΑΠ – Έννοια του όρου “προϊόντα καταγωγής” ή “καταγόμενα προϊόντα” – Προϊόντα καταγωγής περιοχής στην οποία έχουν εγκατασταθεί ισραηλινοί έποικοι στη Δυτική Όχθη – Εκ των υστέρων έλεγχος των πιστοποιητικών EUR.1 – Αμφιβολία ως προς την καταγωγή των εμπορευμάτων – Έννοια του όρου “έδαφος του Κράτους του Ισραήλ”»





1.        Η υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας Συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Κράτους του Ισραήλ, αφετέρου (2), καθώς και της Ευρωμεσογειακής Ενδιάμεσης Συμφωνίας Συνδέσεως για το εμπόριο και τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφενός, και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) εξ ονόματος της Παλαιστινιακής Αρχής της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, αφετέρου (3).

2.        Αφορμή για την υποβολή της αποτέλεσε η εκ μέρους της εταιρίας Brita GmbH (4) αμφισβήτηση των τελωνειακών δασμών που της επέβαλαν οι γερμανικές τελωνειακές αρχές για την εισαγωγή συσκευών παρασκευής αεριούχου ύδατος που κατασκευάζονται στη Δυτική Όχθη και για τις οποίες οι ισραηλινές τελωνειακές αρχές εξέδωσαν πιστοποιητικό κυκλοφορίας στο οποίο βεβαιώνεται η ισραηλινή καταγωγή των προϊόντων αυτών.

3.        To Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) ζητεί να διευκρινιστεί από το Δικαστήριο αν, δυνάμει της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ, οι γερμανικές τελωνειακές αρχές δεσμεύονται από το αποτέλεσμα του ελέγχου της καταγωγής των εν λόγω προϊόντων που διενήργησαν εκ των υστέρων οι ισραηλινές τελωνειακές αρχές.

4.        Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, επίσης, να διευκρινιστεί αν οι γερμανικές τελωνειακές αρχές οφείλουν να υποβάλουν τη μεταξύ αυτών και των ισραηλινών τελωνειακών αρχών διαφορά ενώπιον της επιτροπής τελωνειακής συνεργασίας, που συγκροτείται δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας.

5.        Τέλος, ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής αδιακρίτως της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ ή της Συμφωνίας ΕΚ‑ΟΑΠ σε εμπορεύματα για τα οποία έχει μεν εκδοθεί πιστοποιητικό ισραηλινής καταγωγής, πλην όμως αποδεικνύονται καταγωγής κατεχομένων εδαφών και, ειδικότερα, Δυτικής Όχθης.

6.        Με τις παρούσες προτάσεις, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι, καθόσον η ένδικη διαφορά μεταξύ των τελωνειακών αρχών των συμβαλλομένων στη Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ κρατών αναφέρεται στην έκταση του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της συμφωνίας αυτής, οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής δεν δεσμεύονται από το αποτέλεσμα του εκ των υστέρων ελέγχου που διενεργούν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής.

7.        Εν συνεχεία, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι οι γερμανικές τελωνειακές αρχές δεν είχαν την υποχρέωση να υποβάλουν στην επιτροπή τελωνειακής συνεργασίας τη μεταξύ αυτών και των ισραηλινών τελωνειακών αρχών διαφορά.

8.        Τέλος, θα αναφέρω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι τα εμπορεύματα για τα οποία οι ισραηλινές τελωνειακές αρχές εξέδωσαν πιστοποιητικό ισραηλινής καταγωγής, αλλά τα οποία αποδεικνύεται ότι κατάγονται από τα κατεχόμενα εδάφη και, ειδικότερα, από τη Δυτική Όχθη, δεν μπορούν να τύχουν ούτε του προτιμησιακού καθεστώτος της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ ούτε του προτιμησιακού καθεστώτος της Συμφωνίας ΕΚ‑ΟΑΠ.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Το κοινοτικό δίκαιο

9.        Η Ευρωμεσογειακή Σύνοδος Υπουργών, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Βαρκελώνη στις 27 και 28 Νοεμβρίου 1995, κατέστησε δυνατή τη συγκεκριμενοποίηση των κατευθύνσεων που είχαν χαράξει τα προηγούμενα Ευρωπαϊκά Συμβούλια, ήτοι τη σύναψη εταιρικής σχέσεως με τις χώρες της λεκάνης της Μεσογείου. Στο πλαίσιο αυτό συνήφθησαν συμφωνίες με δώδεκα τρίτα κράτη. Πρόκειται για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλγερίας, την Κυπριακή Δημοκρατία, την Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου, το Κράτος του Ισραήλ, το Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας, τη Δημοκρατία του Λιβάνου, τη Δημοκρατία της Μάλτας, το Βασίλειο του Μαρόκου, την Αραβική Δημοκρατία της Συρίας, τη Δημοκρατία της Τυνησίας, την Τουρκική Δημοκρατία και την Παλαιστινιακή Αρχή.

10.      Αυτή η νέα εταιρική σχέση διαρθρώνεται σε τρία σκέλη. Το σκέλος «πολιτική και ασφάλεια» σκοπεί στον προσδιορισμό ενός κοινού χώρου ειρήνης και σταθερότητας. Το δεύτερο σκέλος, ήτοι το σκέλος «οικονομικών και δημοσιονομικών», σκοπεί να καταστήσει δυνατή τη δημιουργία μιας ζώνης κοινής ευημερίας. Τέλος, το σκέλος που αναφέρεται στον «κοινωνικό, πολιτιστικό και ανθρώπινο» τομέα σκοπεί στην ανάπτυξη των ανθρωπίνων πόρων, καθώς και στην προώθηση της κατανόησης μεταξύ πολιτισμών και στην ανάπτυξη μιας ελεύθερης και ευημερούσας κοινωνίας των πολιτών

11.      Στο πλαίσιο αυτό, συνήφθησαν διμερείς συμφωνίες μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών, αφενός, και των μεσογειακών χωρών, αφετέρου. Οι συμφωνίες αυτές έχουν την ίδια δομή, η οποία περιλαμβάνει τα τρία προαναφερθέντα σκέλη, καθώς και ένα πρωτόκολλο σχετικά με τον ορισμό της έννοιας καταγόμενα προϊόντα ή προϊόντα καταγωγής και με τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας που αφορούν, κυρίως, την έκδοση και τον εκ των υστέρων έλεγχο των πιστοποιητικών βεβαιώσεως της καταγωγής των προϊόντων.

12.      Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη συνήψαν, έτσι, στις Βρυξέλλες, στις 20 Νοεμβρίου 1995, τη Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ και, στις 24 Φεβρουαρίου 1997, τη Συμφωνία ΕΚ‑ΟΑΠ.

13.      Οι συμφωνίες αυτές εγκρίθηκαν, αντιστοίχως, με τις αποφάσεις 2000/384/ΕΚ, ΕΚΑΧ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 2000 (5), και 97/430/ΕΚ του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1997 (6).

1.      Η Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ

14.      Η Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2000. Από το προοίμιο της συμφωνίας αυτής προκύπτει ότι η «Κοινότητα, τα κράτη μέλη της και το Ισραήλ επιθυμούν να ενισχύσουν [τους υπάρχοντες παραδοσιακούς δεσμούς τους] και να δημιουργήσουν μόνιμες σχέσεις, βασιζόμενες στην αμοιβαιότητα, την εταιρική σχέση, καθώς και στην προώθηση της περαιτέρω ενσωμάτωσης της οικονομίας του Ισραήλ στην ευρωπαϊκή οικονομία».

15.      Το προοίμιο της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ αναφέρει, επίσης, ότι τα μέρη συνήψαν τη συμφωνία αυτή «εκτιμώντας τη σημασία που αποδίδουν στην αρχή της οικονομικής ελευθερίας και στην τήρηση των αρχών του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και, ιδίως, στο σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της δημοκρατίας, που αποτελούν την ίδια τη βάση της Συνδέσεως».

16.      Κατά το άρθρο 7 της εν λόγω συμφωνίας, οι διατάξεις της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ εφαρμόζονται στα προϊόντα καταγωγής κοινότητας και Ισραήλ. Το άρθρο 8 της συμφωνίας αυτής προβλέπει ότι «καταργούνται οι εισαγωγικοί και εξαγωγικοί δασμοί και οι τυχόν επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος μεταξύ της Κοινότητας και του Ισραήλ. Τούτο ισχύει και για τους δασμούς φορολογικού χαρακτήρα».

17.      Το άρθρο 67 της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ προβλέπει την ίδρυση Συμβουλίου Συνδέσεως, το οποίο εξετάζει τα μείζονα προβλήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της συμφωνίας καθώς και όλα τα διμερή ή διεθνή θέματα κοινού ενδιαφέροντος.

18.      Κατά το άρθρο 75, παράγραφος 1, της εν λόγω συμφωνίας, κάθε μέρος δύναται να υποβάλει στο Συμβούλιο Συνδέσεως κάθε διαφορά περί την εφαρμογή ή την ερμηνεία της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ.

19.      Από το άρθρο 79, παράγραφος 2, της συμφωνίας αυτής προκύπτει, επίσης, ότι αν ένα μέρος θεωρεί ότι το άλλο μέρος δεν εκπληρώνει τις εκ της συμφωνίας υποχρεώσεις του, μπορεί να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, υπό τον όρον, πάντως, να παράσχει προηγουμένως στο Συμβούλιο Συνδέσεως όλες τις σχετικές πληροφορίες που απαιτούνται για την εμπεριστατωμένη εξέταση της κατάστασης με σκοπό την εξεύρεση λύσεως αποδεκτής από τα μέρη.

20.      Το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ ορίζεται στο άρθρο 83 αυτής. Κατά το άρθρο αυτό, η εν λόγω συμφωνία εφαρμόζεται στα εδάφη στα οποία εφαρμόζονται οι συνθήκες για την ίδρυση της Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, υπό τους όρους που προβλέπονται στις συνθήκες αυτές, και στο έδαφος του Κράτους του Ισραήλ.

21.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της εν λόγω συμφωνίας, σχετικά με τον ορισμό της έννοιας καταγόμενα προϊόντα ή προϊόντα καταγωγής και με τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας, θεωρούνται ως προϊόντα καταγωγής Ισραήλ τα προϊόντα που έχουν εξ ολοκλήρου παραχθεί στο Ισραήλ κατά την έννοια του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου (7), καθώς και τα προϊόντα που παράγονται στο Ισραήλ και περιέχουν ύλες που δεν έχουν παραχθεί εξ ολοκλήρου σ’ αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι τα προϊόντα αυτά έχουν υποστεί στο Ισραήλ επαρκείς επεξεργασίες ή μεταποιήσεις κατά την έννοια του άρθρου 5 του εν λόγω πρωτοκόλλου.

22.      Το πρωτόκολλο αριθ. 4 της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ θεσπίζει, επίσης, κανόνες σχετικά με την απόδειξη καταγωγής των προϊόντων. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του πρωτοκόλλου προβλέπει ότι τα προϊόντα καταγωγής, κατά την έννοια του εν λόγω πρωτοκόλλου, υπάγονται στις διατάξεις της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ εφόσον προσκομισθεί πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 (8). Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ, το πιστοποιητικό αυτό εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής μετά από γραπτή αίτηση που υποβάλλεται από τον εξαγωγέα ή, με ευθύνη του εξαγωγέα, από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.

23.      Το άρθρο 32 του πρωτοκόλλου προβλέπει διοικητική συνεργασία μεταξύ του Κράτους του Ισραήλ και του οικείου κράτους μέλους. Για τον λόγο αυτόν, σε περίπτωση κατά την οποία οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής έχουν αμφιβολίες ως προς την καταγωγή των προϊόντων, μπορούν να ζητούν εκ των υστέρων έλεγχο των πιστοποιητικών EUR.1. Στο πλαίσιο αυτό, οι εν λόγω αρχές επιστρέφουν τα σχετικά πιστοποιητικά στις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής, αναφέροντας όπου κρίνεται σκόπιμο τους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους που δικαιολογούν την έρευνα.

24.      Το άρθρο 32, παράγραφος 3, του εν λόγω πρωτοκόλλου προβλέπει ότι ο έλεγχος διενεργείται από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής. Το άρθρο 32, παράγραφος 6, του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ αναφέρει ότι, «εάν, σε περίπτωση βάσιμων αμφιβολιών, δεν υπάρχει απάντηση εντός δέκα μηνών ή εάν η απάντηση δεν περιλαμβάνει επαρκείς πληροφορίες για τη διαπίστωση της γνησιότητας του εν λόγω εντύπου ή την πραγματική καταγωγή των προϊόντων, οι τελωνειακές αρχές που έχουν ζητήσει πληροφορίες αρνούνται, εκτός εκτάκτων περιστάσεων, το ευεργέτημα των προτιμήσεων».

25.      Τέλος, κατά το άρθρο 33, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου αυτού, «[ό]ταν προκύπτουν διαφορές σε σχέση με τις διαδικασίες ελέγχου του άρθρου 32, οι οποίες δεν μπορούν να ρυθμιστούν μεταξύ των τελωνειακών αρχών που ζητούν τον έλεγχο και των τελωνειακών αρχών που είναι υπεύθυνες για τη διενέργειά του ή όταν δημιουργούνται προβλήματα ως προς την ερμηνεία του παρόντος πρωτοκόλλου, αυτά υποβάλλονται προς εξέταση στην επιτροπή τελωνειακής συνεργασίας».

26.      Το ζήτημα των κανόνων περί της καταγωγής των προϊόντων και της εκτάσεως του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ αποτελεί, εδώ και πολλά χρόνια, το αντικείμενο αντιπαραθέσεως μεταξύ της Κοινότητας και του Κράτους του Ισραήλ. Η Κοινότητα φρονεί ότι τα προϊόντα καταγωγής των κατεχομένων εδαφών της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας δεν μπορούν να τύχουν του προτιμησιακού καθεστώτος που θεσπίζει η Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ, ενώ το Κράτος του Ισραήλ φρονεί ότι αυτό είναι δυνατό.

27.      Ήδη το 1997, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε ανακοίνωσή της προς τους εισαγωγείς (9), εξέφραζε αμφιβολίες σχετικά με την εγκυρότητα των πιστοποιητικών EUR.1 που προσκομίζονται κατά την εισαγωγή στην Κοινότητα χυμού από πορτοκάλι προελεύσεως Ισραήλ και έκανε λόγο για έλλειψη διοικητικής συνεργασίας μεταξύ του Κράτους του Ισραήλ και της Κοινότητας. Οι αμφιβολίες αυτές ήταν, κατά την άποψη της Επιτροπής, ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα των εν λόγω πιστοποιητικών.

28.      Στις 12 Μαΐου 1998, η Επιτροπή, σε ανακοίνωσή της προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (10), εξέθετε τις δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ, το οποίο εφαρμοζόταν εν αναμονή της επικυρώσεως της συμφωνίας αυτής καθεαυτής εκ μέρους της Κοινότητας.

29.      Στην ανακοίνωση αυτή, η Επιτροπή ανέφερε ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται δύο εμπόδια για την ορθή εφαρμογή της συμφωνίας. Τα εμπόδια αυτά αφορούσαν την εξαγωγή στην Κοινότητα εμπορευμάτων για τα οποία είχε εκδοθεί πιστοποιητικό καταγωγής Ισραήλ, ενώ, στην πραγματικότητα, τα εμπορεύματα αυτά είχαν παραχθεί στα κατεχόμενα εδάφη.

30.      Εξάλλου, κατά τη δεύτερη σύνοδο του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΕ‑Ισραήλ (11), η Επιτροπή είχε «εκφράσει την απογοήτευσή της για τις συνεχιζόμενες αποκλίσεις ως προς την ερμηνεία του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της συμφωνίας [ΕΚ‑Ισραήλ]». Η Επιτροπή είχε, επίσης, υπογραμμίσει ότι είχε κατά νόμον υποχρέωση να διασφαλίζει την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής και να προστατεύει τους ίδιους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (12). Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή δήλωσε ότι θα προέβαινε σε δημοσίευση νέας ανακοινώσεως (13).

31.      Με την ειδοποίηση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει τους εισαγωγείς ότι «μετά από διενεργηθέντες ελέγχους διαπιστώθηκε και επιβεβαιώνεται σήμερα ότι το Ισραήλ εκδίδει πιστοποιητικά καταγωγής για προϊόντα που προέρχονται από περιοχές που τέθηκαν υπό τη διοίκηση του Ισραήλ από το 1967 και μετά, τα οποία, σύμφωνα με την Κοινότητα, δεν επιτρέπεται να υποβάλλονται σε προτιμησιακή μεταχείριση βάσει της [Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ]». Η Επιτροπή συνεχίζει αναφέροντας ότι οι «επιχειρηματίες της Κοινότητας που προσκομίζουν έγγραφα πιστοποιητικά καταγωγής προκειμένου να τύχουν προτιμησιακής μεταχειρίσεως για προϊόντα καταγωγής περιοχών στις οποίες έχουν εγκατασταθεί ισραηλινοί έποικοι στη Δυτική Όχθη, στη Λωρίδα της Γάζας, στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και στα Υψίπεδα του Γκολάν, ενημερώνονται ότι οφείλουν να καταβάλλουν ιδιαίτερη προσοχή και ότι η θέση των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία ενδέχεται να συνεπάγεται τη γένεση τελωνειακής οφειλής».

2.      Η Συμφωνία ΕΚ‑ΟΑΠ

32.      Η Συμφωνία ΕΚ‑ΟΑΠ τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1997. Στο προοίμιό της αναφέρεται ότι τα μέρη συνήψαν τη συμφωνία αυτή «εκτιμώντας τη σημασία την οποία αποδίδουν στην τήρηση των αρχών του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και ιδιαιτέρως στο σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της δημοκρατίας και των πολιτικών και οικονομικών ελευθεριών, που αποτελούν την ίδια τη βάση των σχέσεών τους». Η εν λόγω συμφωνία συνήφθη, επίσης, «εκτιμώντας την υπάρχουσα διαφορά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη μεταξύ των συμβαλλομένων και την ανάγκη να ενταθούν οι προσπάθειες οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας».

33.      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της Συμφωνίας ΕΚ‑ΟΑΠ, σκοπός της συμφωνίας είναι η συμβολή στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, καθώς και η ενθάρρυνση της περιφερειακής συνεργασίας με στόχο την παγίωση της ειρηνικής συνύπαρξης και της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας.

34.      Το άρθρο 5 της εν λόγω συμφωνίας ορίζει ότι «οι εισαγωγικοί δασμοί και οι τυχόν επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της Κοινότητας και της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας καταργούνται». Το άρθρο 6 της εν λόγω συμφωνίας προσθέτει ότι «οι εισαγωγές στην Κοινότητα προϊόντων που κατάγονται από τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας πραγματοποιούνται χωρίς δασμούς και οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος, καθώς επίσης χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς και οποιοδήποτε άλλο μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος».

35.      Η έννοια «προϊόντα καταγωγής» ορίζεται στο πρωτόκολλο αριθ. 3 της Συμφωνίας ΕΚ‑ΟΑΠ σχετικά με τον ορισμό της εννοίας «καταγόμενα προϊόντα» ή «προϊόντα καταγωγής» και τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας. Στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, του πρωτοκόλλου αυτού αναφέρεται ότι θεωρούνται ως προϊόντα καταγωγής Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη και Λωρίδας της Γάζας τα προϊόντα που παράγονται εξ ολοκλήρου στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας (14), καθώς και τα προϊόντα που παράγονται στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας και περιέχουν ύλες που δεν έχουν παραχθεί εξολοκλήρου σ’ αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι τα προϊόντα αυτά έχουν υποστεί στα εν λόγω εδάφη επαρκείς επεξεργασίες ή μεταποιήσεις.

36.      Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων σχετικά με την εφαρμογή ή την ερμηνεία της Συμφωνίας ΕΚ‑ΟΑΠ, το άρθρο 67 της συμφωνίας προβλέπει ότι συμβαλλόμενο μέρος δύναται να υποβάλει στη μεικτή επιτροπή ορισμένη διαφορά προς επίλυση.

37.      Τέλος, το άρθρο 73 της εν λόγω συμφωνίας αναφέρει ότι αυτή εφαρμόζεται στο έδαφος της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας.

 Β-     Η ενδιάμεση Συμφωνία Ισραηλινών-Παλαιστινίων

38.      Η διαδικασία της Μαδρίτης, η οποία ξεκίνησε το 1991, φιλοδοξεί να εγγυηθεί διαρκή ειρήνη στη Μέση Ανατολή. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, το Κράτος του Ισραήλ και η ΟΑΠ υπέγραψαν στην Ουάσιγκτον, στις 28 Σεπτεμβρίου 1995, ενδιάμεση Συμφωνία Ισραηλινών-Παλαιστινίων για τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας (15). Η συμφωνία αυτή, η οποία, κατά το προοίμιό της, αντικαθιστά τη συμφωνία για τη Λωρίδα της Γάζας και την περιοχή της Ιεριχούς (16), την προκαταρκτική συμφωνία για τη μεταβίβαση εξουσιών και αρμοδιοτήτων (17) και το πρωτόκολλο σχετικά με τη μεταγενέστερη μεταβίβαση εξουσιών και αρμοδιοτήτων (18), σκοπεί, κυρίως, στο να «προβλέψει […] εκλεγμένο Συμβούλιο […] και [έναν] επικεφαλής του εκτελεστικού Γραφείου για τον παλαιστινιακό πληθυσμό της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας […] που να οδηγήσουν σε μόνιμη διευθέτηση, σύμφωνα με τις αποφάσεις 242 και 338 του Συμβουλίου Ασφαλείας [των Ηνωμένων Εθνών]» (19).

39.      Στο προοίμιο αυτό αναφέρεται, επίσης, ότι οι εκλογές για την ανάδειξη του εκλεγμένου Συμβουλίου και του επικεφαλής του εκτελεστικού Γραφείου θα αποτελέσουν «σημαντικό ενδιάμεσο προπαρασκευαστικό στάδιο προς την κατεύθυνση της ικανοποιήσεως των θεμιτών προσδοκιών και των δίκαιων απαιτήσεων του παλαιστινιακού λαού και θα παράσχουν δημοκρατικό έρεισμα για τη συγκρότηση των παλαιστινιακών θεσμικών οργάνων».

40.      Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, η Συμφωνία Ισραηλινών-Παλαιστινίων προβλέπει ότι το Κράτος του Ισραήλ θα μεταβιβάσει τις εξουσίες και αρμοδιότητες της ισραηλινής στρατιωτικής και πολιτικής διοίκησης στο εκλεγμένο Συμβούλιο, θα συνεχίσει δε να ασκεί τις εξουσίες και αρμοδιότητες που δεν θα έχουν μεταβιβαστεί (20).

41.      Μετά το πρώτο στάδιο της αναδιατάξεως (21), εγκαθιδρύθηκαν τρεις ζώνες. Πρόκειται για τις ζώνες A, B και C. Δεδομένου ότι το έδαφος από το οποίο προέρχονται τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης προϊόντα υπάγεται στη ζώνη C, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται αποκλειστικά στη ζώνη αυτή.

42.      Στην εν λόγω ζώνη, το Κράτος του Ισραήλ διατηρεί αποκλειστική αρμοδιότητα όσον αφορά τον τομέα της ασφάλειας.

43.      Κατά το άρθρο IX, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, 1), της Συμφωνίας Ισραηλινών-Παλαιστινίων, η ΟΑΠ δύναται να διεξάγει διαπραγματεύσεις με κράτη ή διεθνείς οργανισμούς και να υπογράφει οικονομικές συμφωνίες.

44.      Εξάλλου, το άρθρο XI, παράγραφος 2, στοιχείο c), της συμφωνίας αυτής προβλέπει ότι «εντός της ζώνης C, κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου της αναδιατάξεως, το Ισραήλ θα μεταβιβάσει στο Συμβούλιο τις μη συνδεόμενες με τα εδάφη πολιτικές εξουσίες και αρμοδιότητες, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα III».

45.      Το άρθρο IV του παραρτήματος III της εν λόγω συμφωνίας προβλέπει ειδικές διατάξεις για τα εδάφη της ζώνης C.

46.      Στο πλαίσιο αυτό, ορίζεται ότι, όσον αφορά τα εδάφη αυτά, στη διάρκεια του πρώτου σταδίου αναδιατάξεως, οι σχετικές με τους τομείς που απαριθμούνται στο προσάρτημα 1 εξουσίες και αρμοδιότητες θα μεταβιβαστούν και θα αναληφθούν από το εκλεγμένο Συμβούλιο, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του προσαρτήματος αυτού.

47.      Κατά το άρθρο 6 του εν λόγω προσαρτήματος, το εμπόριο και η βιομηχανία περιλαμβάνονται μεταξύ των τομέων που μεταβιβάζονται στο εκλεγμένο Συμβούλιο. Διευκρινίζεται ότι ο τομέας του εμπορίου και της βιομηχανίας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Οι οικονομικές πτυχές του τομέα αυτού περιλαμβάνονται στο παράρτημα V της Συμφωνίας Ισραηλινών-Παλαιστινίων.

48.      Κατά το άρθρο IX (που αφορά τη βιομηχανία), παράγραφος 6, του παραρτήματος αυτού, οι Παλαιστίνιοι θα έχουν το δικαίωμα να εξάγουν χωρίς περιορισμούς τα βιομηχανικά προϊόντα τους προς τις εξωτερικές αγορές, βάσει πιστοποιητικών καταγωγής εκδιδόμενων από την Παλαιστινιακή Αρχή.

II – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαφορά της κύριας δίκης

49.      Η Brita είναι εταιρία εγκατεστημένη στη Γερμανία. Εισάγει συσκευές παρασκευής αεριούχου ύδατος, καθώς και εξαρτήματα και συμπυκνωμένους χυμούς που παρασκευάζει η εταιρία Soda‑Club Ltd (22) της οποίας οι εγκαταστάσεις βρίσκονται στο Mishor Adumin, στη Δυτική Όχθη, ανατολικώς της Ιερουσαλήμ.

50.      Δυνάμει της Συμφωνίας Ισραηλινών-Παλαιστινίων, το έδαφος αυτό, το οποίο κατελήφθη το 1967 από το Κράτος του Ισραήλ, εμπίπτει στα εδάφη της ζώνης C.

51.      Κατά την περίοδο μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουνίου του 2002, η Brita ζήτησε να τεθούν υπό το τελωνειακό καθεστώς της ελεύθερης κυκλοφορίας τα εμπορεύματα που αυτή προμηθεύτηκε από τη Soda‑Club. Προς τούτο υπέβαλε 62 τελωνειακές διασαφήσεις, στις οποίες αναφερόταν ότι η χώρα καταγωγής των εμπορευμάτων αυτών ήταν το Κράτος του Ισραήλ. Ομοίως, στα τιμολόγια που εξέδωσε η Soda‑Club αναγραφόταν ότι τα επίμαχα στην κύρια δίκη προϊόντα ήταν καταγωγής Ισραήλ.

52.      Το γερμανικό τελωνείο δέχθηκε προσωρινώς το αίτημα της Brita περί παροχής προνομιακής μεταχειρίσεως στα προϊόντα αυτά κατά τη Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ. Παράλληλα, ζήτησε εκ των υστέρων έλεγχο των πιστοποιητικών καταγωγής των οικείων προϊόντων.

53.      Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε κατόπιν εκδόσεως της υπουργικής εγκυκλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2001, σύμφωνα με την οποία η υποβολή αιτήσεων εκ των υστέρων ελέγχου ήταν αναγκαία ως προς όλα τα πιστοποιητικά παροχής προτιμησιακού καθεστώτος που εκδόθηκαν στο Ισραήλ, εφόσον, όσον αφορά τις παραδόσεις των εμπορευμάτων αυτών, υπήρχαν βάσιμες υπόνοιες ότι ενδέχεται να κατάγονται από περιοχές όπου έχουν εγκατασταθεί ισραηλινοί έποικοι στη Δυτική Όχθη, στη Λωρίδα της Γάζας, στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και στα Υψίπεδα του Γκολάν.

54.      Η αίτηση εκ των υστέρων ελέγχου διαβιβάστηκε στις ισραηλινές τελωνειακές αρχές. Οι εν λόγω αρχές απάντησαν στις γερμανικές τελωνειακές αρχές ότι «από τον έλεγχό [τους] προέκυψε ότι τα εν λόγω εμπορεύματα κατάγονται από περιοχή υπαγόμενη στην ευθύνη των ισραηλινών τελωνείων. Ως εκ τούτου πρέπει να θεωρηθούν ως καταγόμενα από το Ισραήλ σύμφωνα με τη Συμφωνία Συνδέσεως Ισραήλ-ΕΕ και μπορούν να τύχουν προτιμησιακής μεταχειρίσεως σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας αυτής».

55.      Εκτιμώντας ότι οι παρασχεθείσες από τις ισραηλινές τελωνειακές αρχές πληροφορίες ήταν ανεπαρκείς, κατά την έννοια του άρθρου 32, παράγραφος 6, του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ, οι γερμανικές τελωνειακές αρχές ζήτησαν από τις ισραηλινές αρχές εγγράφως, στις 6 Φεβρουαρίου 2003, συμπληρωματικά στοιχεία ως προς το αν τα εμπορεύματα για τα οποία εκδόθηκαν τα πιστοποιητικά παροχής προτιμησιακού καθεστώτος παρήχθησαν σε περιοχές όπου έχουν εγκατασταθεί ισραηλινοί έποικοι στη Δυτική Όχθη, στη Λωρίδα της Γάζας, στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και στα Υψίπεδα του Γκολάν.

56.      Οι ισραηλινές αρχές δεν έδωσαν απάντηση στην αίτηση αυτή. Κατόπιν τούτου, με την απευθυνόμενη στην Brita πράξη επιβολής εισαγωγικών δασμών, της 25ης Σεπτεμβρίου 2003, το Hauptzollamt Hamburg-Hafen απέρριψε την αίτηση παροχής προτιμησιακού καθεστώτος επειδή δεν αποδείχθηκε ότι τα εισαχθέντα εμπορεύματα εμπίπτουν στη Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ.

57.      Κατ’ ακολουθία, αποφασίστηκε η εκ των υστέρων επιβολή εισαγωγικών δασμών, ποσού 19 155,46 ευρώ. Κατά της εν λόγω πράξεως η Brita υπέβαλε διοικητική ένσταση ενώπιον του Hauptzollamt Hamburg-Hafen. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε ως αβάσιμη, με απόφαση της 21ης Ιουνίου 2006.

58.      Στις 10 Ιουλίου 2006, η Brita άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Το αιτούν δικαστήριο, έχοντας αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο σειρά προδικαστικών ερωτημάτων.

III – Τα προδικαστικά ερωτήματα

59.      Το Δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστούν τα ακόλουθα ερωτήματα:

«1)      Πρέπει να παρέχεται σε εισαγωγέα προνομιακή μεταχείριση για εμπορεύματα καταγόμενα από τη Δυτική Όχθη, λαμβανομένου υπόψη ότι οι δύο σχετικές συμφωνίες –συγκεκριμένα, η [Συμφωνία ΕΚ-Ισραήλ] και η [Συμφωνία ΕΚ-ΟΑΠ]– προβλέπουν προνομιακή μεταχείριση εμπορευμάτων καταγόμενων από το Κράτος του Ισραήλ ή τη Δυτική Όχθη, τούτο δε σε κάθε περίπτωση, ακόμα και όταν προσκομίζεται μόνο επίσημο πιστοποιητικό καταγωγής εκδοθέν από το Κράτος του Ισραήλ;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

2)      Δεσμεύονται οι τελωνειακές αρχές κράτους μέλους, όσον αφορά εισαγωγέα ο οποίος ζητεί προνομιακή μεταχείριση για εισαχθέν στην Κοινότητα εμπόρευμα, κατά τη [Συμφωνία ΕΚ-Ισραήλ], από πιστοποιητικό καταγωγής εκδοθέν από τις ισραηλινές αρχές –χωρίς να κινηθεί η διαδικασία ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 32 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της [Συμφωνίας ΕΚ-Ισραήλ]– στην περίπτωση κατά την οποία οι τελωνειακές αρχές δεν έχουν αμφιβολία ως προς την καταγωγή του εμπορεύματος, αλλά μόνον ως προς το αν το εμπόρευμα κατάγεται από περιοχή ευρισκόμενη απλώς υπό ισραηλινό έλεγχο– δυνάμει της Συμφωνίας Ισραηλινών-Παλαιστινίων– εφόσον δεν έχει κινηθεί η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 33 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της [Συμφωνίας ΕΚ-Ισραήλ];

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα:

3)      Οφείλουν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής, στην περίπτωση κατά την οποία στο πλαίσιο του εκ μέρους τους ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της [Συμφωνίας ΕΚ-Ισραήλ], βεβαιώνεται (απλώς) από τις ισραηλινές αρχές ότι το εμπόρευμα έχει παραχθεί σε περιοχή εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα των ισραηλινών τελωνειακών αρχών και ότι, κατά συνέπεια, είναι ισραηλινής καταγωγής, και στην περίπτωση που οι ισραηλινές αρχές δεν απάντησαν στο μεταγενέστερο αίτημα των τελωνειακών αρχών του κράτους εισαγωγής για την παροχή περισσότερων στοιχείων, να αρνηθούν, και μόνον εξ αυτού του λόγου, την παροχή προνομιακής μεταχειρίσεως, χωρίς να έχει σχετικώς σημασία ποια είναι η πραγματική καταγωγή του εμπορεύματος;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα:

4)      Οφείλουν οι τελωνειακές αρχές να αρνηθούν την παροχή προνομιακής μεταχειρίσεως κατά τη [Συμφωνία ΕΚ-Ισραήλ] στην περίπτωση κατά την οποία –όπως διαπιστώθηκε εν τω μεταξύ– το εμπόρευμα κατάγεται από τη Δυτική Όχθη, ή μήπως η προνομιακή μεταχείριση κατά την εν λόγω συμφωνία πρέπει να παρέχεται και για εμπορεύματα καταγόμενα από την περιοχή αυτή, τουλάχιστον εφόσον δεν έχει κινηθεί η διαδικασία διευθετήσεως διαφορών σχετικών με την ερμηνεία του χρησιμοποιούμενου στη [Συμφωνία ΕΚ-Ισραήλ] όρου “έδαφος του Κράτους του Ισραήλ”, που προβλέπει το άρθρο 33 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της συμφωνίας αυτής;»

IV – Ανάλυση

60.      Καταρχάς, όσον αφορά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της ερμηνείας των κρίσιμων στην υπόθεση αυτή συμφωνιών συνδέσεως, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας (23), με την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, 12/86, Demirel (24), ότι συμφωνία συναφθείσα από το Συμβούλιο, σύμφωνα με τα άρθρα 228 και 238 της Συνθήκης ΕΚ (25), αποτελεί, όσον αφορά την Κοινότητα, πράξη θεσπισθείσα εκ μέρους ενός των θεσμικών οργάνων της, κατά την έννοια του άρθρου 177, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, της Συνθήκης EK (26), ότι οι διατάξεις παρόμοιας συμφωνίας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κοινοτικής έννομης τάξεως και ότι, στο πλαίσιο της έννομης αυτής τάξεως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας της εν λόγω συμφωνίας (27).

61.      Κατά την άποψή μου, τα προδικαστικά ερωτήματα μπορούν να αναλυθούν ως εξής.

62.      Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, στο πλαίσιο του άρθρου 32 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ, οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής δεσμεύονται από το αποτέλεσμα του εκ των υστέρων ελέγχου των πιστοποιητικών καταγωγής που διενεργούν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής.

63.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, επίσης, να διευκρινιστεί αν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής όφειλαν, για την επίλυση της διαφοράς μεταξύ αυτών και των τελωνειακών αρχών του κράτους εξαγωγής, να υποβάλουν τη διαφορά, κατά το άρθρο 33 του ως άνω πρωτοκόλλου, στην επιτροπή τελωνειακής συνεργασίας, πριν λάβουν μονομερώς μέτρα.

64.      Τέλος, με το πρώτο και το τέταρτο ερώτημα, ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί ως προς το ζήτημα αν εμπόρευμα για το οποίο εκδίδεται από τις ισραηλινές τελωνειακές αρχές πιστοποιητικό καταγωγής Ισραήλ και το οποίο παράγεται στα κατεχόμενα εδάφη της Δυτικής Όχθης μπορεί να τύχει αδιακρίτως είτε της προνομιακής μεταχειρίσεως κατά τη Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ είτε της προνομιακής μεταχειρίσεως κατά τη Συμφωνία ΕΚ‑ΟΑΠ.

 Επί του ερωτήματος αν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής δεσμεύονται από το αποτέλεσμα του εκ των υστέρων ελέγχου που διενεργούν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής

65.      Καταρχάς, πρέπει, κατά την άποψή μου, να υπομνησθούν οι κρίσιμες διατάξεις της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ σχετικά με τον έλεγχο της καταγωγής των προϊόντων.

66.      Προκειμένου να επιτύχει την υπαγωγή στο προτιμησιακό καθεστώς, ο εξαγωγέας οφείλει, κατά το άρθρο 17, του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ, να προσκομίσει πιστοποιητικό EUR.1. Το πιστοποιητικό αυτό εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής, οι οποίες λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την επαλήθευση του χαρακτήρα καταγωγής των προϊόντων και της πλήρωσης των λοιπών όρων του εν λόγω πρωτοκόλλου (28).

67.      Το εν λόγω πιστοποιητικό υποβάλλεται εν συνεχεία στις τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής του προϊόντος. Σε περίπτωση που οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής έχουν βάσιμες αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα του πιστοποιητικού EUR.1, τον χαρακτήρα καταγωγής του οικείου προϊόντος ή την εκπλήρωση των λοιπών όρων του εν λόγω πρωτοκόλλου, πραγματοποιείται εκ των υστέρων έλεγχος του πιστοποιητικού αυτού (29).

68.      Στο πλαίσιο αυτό, οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής επιστρέφουν το εν λόγω πιστοποιητικό στις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής αναφέροντας, όπου κρίνεται σκόπιμο, τους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους που δικαιολογούν την έρευνα. Οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής διενεργούν τον έλεγχο και οφείλουν να ενημερώσουν τις αντίστοιχες αυτών αρχές [του κράτους εισαγωγής] εντός δέκα μηνών, το αργότερο, για τα αποτελέσματα του οικείου ελέγχου. Οι ίδιες αρχές οφείλουν να αναφέρουν αν τα έγγραφα είναι γνήσια και αν το σχετικό προϊόν μπορεί να θεωρηθεί ως προϊόν καταγωγής και ότι πληροί τους λοιπούς όρους του εν λόγω πρωτοκόλλου (30).

69.      Εάν, σε περίπτωση βάσιμων αμφιβολιών, δεν υπάρχει απάντηση εντός δέκα μηνών ή εάν η απάντηση δεν περιλαμβάνει επαρκείς πληροφορίες για τη διαπίστωση της γνησιότητας του οικείου πιστοποιητικού ή την πραγματική καταγωγή του σχετικού προϊόντος, οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής αρνούνται το ευεργέτημα των προτιμήσεων (31).

70.      Επομένως, η διοικητική συνεργασία την οποία προβλέπει το άρθρο 32 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ προβλέφθηκε για την επαλήθευση της ακρίβειας των σχετικών με την καταγωγή των προϊόντων ενδείξεων. Ο εκ των υστέρων έλεγχος μπορεί, για παράδειγμα, να έχει ως αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι η συνολική αξία ύλης μη καταγόμενης από το Κράτος του Ισραήλ που χρησιμοποιείται στη σύνθεση του τελικού προϊόντος, για το οποίο εκδόθηκε πιστοποιητικό EUR.1, δεν υπερβαίνει το 10 % της τιμής εκ του εργοστασίου του προϊόντος (32) ή να αφορά την εξακρίβωση των μεταποιήσεων τις οποίες υπέστη, ενδεχομένως, το προϊόν (33).

71.      Στο σημείο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί το ζήτημα αν, στην αχθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση, το αποτέλεσμα του εκ των υστέρων ελέγχου της καταγωγής προϊόντος, που διενεργείται από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής, δεσμεύει τις τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής.

72.      Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να απαντήσει στο ερώτημα αυτό εξετάζοντας άλλες συμφωνίες μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων κρατών.

73.      Συγκεκριμένα, με την απόφαση Les Rapides Savoyards κ.λπ. (34), που αφορούσε την ερμηνεία της συμφωνίας ελευθέρων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (35), και η οποία περιλαμβάνει ένα πρωτόκολλο παρόμοιο με αυτό της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ, το Δικαστήριο έκρινε ότι «ο προσδιορισμός της καταγωγής των εμπορευμάτων στηρίζεται στην κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των τελωνειακών αρχών των συμβαλλομένων στη συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών μερών, υπό την έννοια ότι η καταγωγή καθορίζεται από τις αρχές του κράτους εξαγωγής, δεδομένου ότι ο έλεγχος λειτουργίας του συστήματος αυτού εξασφαλίζεται χάρη στη συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερομένων υπηρεσιών» (36).

74.      Το Δικαστήριο ανέφερε, εν συνεχεία, ότι ο μηχανισμός αυτός μπορεί να λειτουργήσει μόνον αν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής αναγνωρίζουν τις εκτιμήσεις στις οποίες έχουν προβεί νομίμως οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής (37).

75.      Πρόσφατα εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι «οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής δεν μπορούν να κηρύξουν μονομερώς άκυρο ένα πιστοποιητικό EUR.1 εκδοθέν νομοτύπως από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής. Ομοίως, σε περίπτωση εκ των υστέρων ελέγχου, οι ίδιες αυτές αρχές δεσμεύονται από τα αποτελέσματα του ελέγχου αυτού» (38).

76.      Επομένως, ο μηχανισμός διοικητικής συνεργασίας που θεσπίζεται γενικώς από τη συμφωνία Συνδέσεως και, ειδικότερα, από το άρθρο 32 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ, στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των τελωνειακών αρχών των συμβαλλομένων στη συμφωνία κρατών και στην αμοιβαία αναγνώριση των πράξεων που εκδίδουν.

77.      Εντούτοις, η αμοιβαία αυτή αναγνώριση δεν είναι απόλυτη. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει δεχθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής δεν δεσμεύονται από το αποτέλεσμα του εκ των υστέρων ελέγχου που διενεργούν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής.

78.      Έτσι, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής δεν είναι σε θέση να διενεργήσουν κανονικά τον εκ των υστέρων έλεγχο που προβλέπει το επίμαχο πρωτόκολλο, οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής μπορούν να προβούν οι ίδιες στον έλεγχο της γνησιότητας και της ακρίβειας του επίδικου πιστοποιητικού και να λάβουν υπόψη τους άλλες αποδείξεις περί της καταγωγής των εμπορευμάτων (39).

79.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, επίσης, ότι, σε περίπτωση ευλόγων αμφιβολιών ως προς την καταγωγή των εμπορευμάτων και εάν δεν δοθεί απάντηση των τελωνειακών αρχών του κράτους εξαγωγής εντός δέκα μηνών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος ελέγχου ή εάν η απάντηση των αρχών αυτών δεν περιλαμβάνει επαρκείς πληροφορίες ώστε να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός της καταγωγής, δικαιούνται οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής να ανακαλέσουν μονομερώς τα πιστοποιητικά που εξέδωσαν οι τελωνειακές αρχές άλλου κράτους (40).

80.      Επιπλέον, όταν το προτιμησιακό καθεστώς έχει θεσπιστεί όχι με διεθνή συμφωνία μεταξύ της Κοινότητας και τρίτης χώρας βάσει αμοιβαίων υποχρεώσεων, αλλά με κοινοτικό μέτρο αυτοτελούς χαρακτήρα, οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής δεν έχουν την εξουσία να δεσμεύουν την Κοινότητα και τα κράτη μέλη της στην εκ μέρους τους ερμηνεία της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως. Στην περίπτωση αυτή, οι εκτιμήσεις περί της καταγωγής των εμπορευμάτων στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή στο πλαίσιο μιας αποστολής έρευνας πρέπει να υπερισχύουν των εκτιμήσεων των τελωνειακών αρχών του τρίτου κράτους εξαγωγής (41).

81.      Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει, όσον αφορά τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας (42), ότι οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής διατηρούν τη δυνατότητα να εισπράξουν εκ των υστέρων την τελωνειακή οφειλή, στηριζόμενες στα αποτελέσματα ελέγχων που έγιναν από την Επιτροπή μετά τις πράξεις εισαγωγής, χωρίς να είναι υποχρεωμένες να προσφύγουν στον προβλεπόμενο από την οικεία συμφωνία μηχανισμό διευθετήσεως των διαφορών (43).

82.      Κατά συνέπεια, οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής δεν υποχρεούνται να αναγνωρίσουν αποφάσεις ληφθείσες από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής σε περίπτωση, αποκλειστικώς, ελλιπούς απαντήσεως εκ μέρους των τελωνειακών αρχών του κράτους εξαγωγής ή οσάκις πρόκειται για κοινοτικό μέτρο αυτοτελούς χαρακτήρα.

83.      Αυτό εξηγείται από την ύπαρξη τεκμηρίου κατά το οποίο οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση για να ελέγξουν άμεσα τα περιστατικά που καθορίζουν την καταγωγή των προϊόντων (44).

84.      Επομένως, οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής δεσμεύονται, καταρχήν, από το αποτέλεσμα του εκ των υστέρων ελέγχου που διενεργούν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής.

85.      Πάντως, θεωρώ ότι η περίπτωση που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως διαφέρει από τις περιπτώσεις που έχει εξετάσει το Δικαστήριο μέχρι σήμερα.

86.      Συγκεκριμένα, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το ζήτημα που τίθεται δεν αφορά την επαλήθευση της ακρίβειας των σχετικών με την καταγωγή του προϊόντος ενδείξεων, η οποία καταγωγή παρέχει δικαίωμα προνομιακής μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι η καταγωγή αυτή είναι γνωστή και δεν αμφισβητείται. Το ζήτημα που τίθεται, στην πραγματικότητα, αφορά το αν η εν λόγω καταγωγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ.

87.      Όπως προανέφερα (45), η μεταξύ των τελωνειακών αρχών του κράτους εισαγωγής και των τελωνειακών αρχών του κράτους εξαγωγής διαφορά απασχόλησε ήδη τη δεύτερη σύνοδο του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΕ-Ισραήλ, της 20ής Νοεμβρίου 2001. Υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 75 της Συμφωνίας ΕΚ-Ισραήλ, το Συμβούλιο Συνδέσεως είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί διαφορών σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας.

88.      Στη διάρκεια αυτής της συνόδου, η Επιτροπή, ως μέλος του Συμβουλίου Συνδέσεως (46), αναφέρθηκε στη διαφορά σχετικά με τους κανόνες περί της καταγωγής των προϊόντων, καθώς και στις δυσχέρειες που η διαφορά αυτή δημιουργεί για την εφαρμογή της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ και δήλωσε ότι προτίθετο να λάβει σχετικά μέτρα. Η Επιτροπή εξέφρασε την απογοήτευσή της για τις συνεχιζόμενες αποκλίσεις ως προς την ερμηνεία του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της συμφωνίας αυτής και δήλωσε ότι θα προέβαινε σε δημοσίευση νέας ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία να διευκρινίζει και να αντικαθιστά την ανακοίνωση του 1997.

89.      Μέχρι σήμερα, η διαφορά μεταξύ της Κοινότητας και του Κράτους του Ισραήλ εξακολουθεί να μην έχει βρει λύση.

90.      Το αιτούν δικαστήριο αντιμετωπίζει, εν προκειμένω, το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ μιας γερμανικής εταιρίας, η οποία εισάγει προϊόντα καταγωγής κατεχομένων εδαφών, και των γερμανικών τελωνειακών αρχών. Για τον λόγο αυτόν, απευθύνεται στο Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να δώσει λύση στο εν λόγω ζήτημα.

91.      Συγκεκριμένα, η διαφορά μεταξύ της Κοινότητας και του Κράτους του Ισραήλ διαρκεί πολλά χρόνια, προκαλώντας, έτσι, ανασφάλεια δικαίου στους επιχειρηματίες όσον αφορά την ενδεχόμενη εφαρμογή της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ στα προϊόντα τα οποία κατάγονται από τα κατεχόμενα εδάφη.

92.      Αποδοχή, εξάλλου, του ότι οι τελωνειακές αρχές των συμβαλλομένων στη συμφωνία αυτή μερών, ή και τα δικαστήριά τους, δύνανται να αποφαίνονται μονομερώς ως προς το αν η Συμφωνία ΕΚ-Ισραήλ εφαρμόζεται στα προϊόντα καταγωγής κατεχομένων εδαφών, θα οδηγούσε αναμφίβολα σε μη ενιαία εφαρμογή της συμφωνίας αυτής, η οποία, υπενθυμίζω, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κοινοτικής έννομης τάξεως.

93.      Συγκεκριμένα, το γεγονός αυτό θα είχε ως συνέπεια προϊόντα προερχόμενα από τα κατεχόμενα εδάφη να τυγχάνουν προνομιακής μεταχειρίσεως κατά τη Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ όταν εξάγονται προς ένα κράτος μέλος, ενώ τα ίδια προϊόντα να μην υπάγονται στο προτιμησιακό αυτό καθεστώς, όταν εξάγονται προς κάποιο άλλο κράτος μέλος.

94.      Φρονώ, έτσι, ότι το υφιστάμενο τεκμήριο σχετικά με την εκ μέρους των τελωνειακών αρχών του κράτους εξαγωγής επαλήθευση της ακρίβειας των γεγονότων δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεδομένου ότι ουδείς των συμβαλλομένων στη Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ βρίσκεται εν προκειμένω σε ευνοϊκότερη θέση για να καθορίσει μονομερώς το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας αυτής.

95.      Κατ’ ακολουθία, δεν βλέπω με ποιο τρόπο οι γερμανικές τελωνειακές αρχές θα μπορούσαν να δεσμεύονται από το αποτέλεσμα του εκ των υστέρων ελέγχου που διενεργούν οι ισραηλινές τελωνειακές αρχές.

96.      Κατόπιν όλων των ανωτέρω παρατηρήσεων, καταλήγω ότι, καθόσον η διαφορά που έχει ανακύψει μεταξύ των τελωνειακών αρχών των συμβαλλομένων στη Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ κρατών δεν αναφέρεται σε κάποιο πραγματικό περιστατικό, αλλά στην έκταση του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της συμφωνίας αυτής, οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής δεν δεσμεύονται από το αποτέλεσμα του εκ των υστέρων ελέγχου που διενεργούν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 32 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της εν λόγω συμφωνίας.

 Επί της υποχρεώσεως υποβολής της υποθέσεως στην επιτροπή τελωνειακής συνεργασίας

97.      Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οι γερμανικές τελωνειακές αρχές όφειλαν, πριν την έκδοση της αποφάσεως περί εκ των υστέρων επιβολής εισαγωγικών δασμών, να υποβάλουν την υπόθεση στην επιτροπή τελωνειακής συνεργασίας, κατά το άρθρο 33, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ που προβλέπει ότι, όταν προκύπτουν διαφορές επ’ ευκαιρία του εκ των υστέρων ελέγχου ή όταν δημιουργούνται προβλήματα ως προς την ερμηνεία του εν λόγω πρωτοκόλλου, αυτά υποβάλλονται προς εξέταση στην επιτροπή τελωνειακής συνεργασίας.

98.      Το ζήτημα έγκειται, στην πραγματικότητα, στο αν οι γερμανικές τελωνειακές αρχές μπορούσαν να λάβουν μονομερώς μέτρα, ήτοι να προβούν σε έκδοση αποφάσεως περί εκ των υστέρων επιβολής εισαγωγικών δασμών, χωρίς να υποβάλουν προηγουμένως την υπόθεση στην επιτροπή τελωνειακής συνεργασίας.

99.      Έχω τη γνώμη ότι η διαδικασία την οποία καθιερώνει το άρθρο 33, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω πρωτοκόλλου δεν αποτελεί το κατάλληλο πλαίσιο για την επίλυση διαφοράς σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ.

100. Η διαδικασία αυτή προβλέπεται οσάκις προκύπτουν διαφορές σε σχέση με τις διαδικασίες ελέγχου του άρθρου 32 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της συμφωνίας, ελέγχου ο οποίος επιτρέπει την επαλήθευση της ακρίβειας των σχετικών με την καταγωγή των προϊόντων ενδείξεων (47).

101. Πάντως, έχω τη γνώμη ότι η διαφορά μεταξύ των τελωνειακών αρχών του κράτους εισαγωγής και των τελωνειακών αρχών του κράτους εξαγωγής δεν αφορά τα περιστατικά που καθορίζουν την καταγωγή των επίμαχων στην κύρια δίκη προϊόντων, αλλά την ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας.

102. Θεωρώ ότι η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση διαφοράς όπως αυτή της κύριας δίκης και η οποία, κατά τα λοιπά, είναι αυτή που ακολουθήθηκε, είναι η διαδικασία του άρθρου 75, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ.

103. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι «κάθε μέρος δύναται να υποβάλει στο Συμβούλιο Σύνδεσης κάθε διαφορά περί την εφαρμογή ή την ερμηνεία της παρούσας συμφωνίας». Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι το Συμβούλιο Συνδέσεως είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 67 της συμφωνίας, να εξετάζει τα μείζονα προβλήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας καθώς και όλα τα διμερή ή διεθνή θέματα κοινού ενδιαφέροντος.

104. Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων, καταλήγω ότι οι γερμανικές τελωνειακές αρχές δεν υποχρεούντο να υποβάλουν τη μεταξύ αυτών και των ισραηλινών τελωνειακών αρχών διαφορά στην επιτροπή τελωνειακής συνεργασίας.

 Επί της δυνατότητας υπαγωγής σε προνομιακή μεταχείριση βάσει αμφοτέρων των συμφωνιών

105. Με το πρώτο και το τέταρτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν εμπορεύματα για τα οποία εκδόθηκε πιστοποιητικό περί ισραηλινής καταγωγής, αλλά τα οποία αποδεικνύεται ότι κατάγονται από τα κατεχόμενα εδάφη και ειδικότερα από τη Δυτική Όχθη μπορούν αδιακρίτως να υπαχθούν είτε στο προτιμησιακό καθεστώς της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ είτε στο προτιμησιακό καθεστώς της Συμφωνίας ΕΚ‑ΟΑΠ.

106. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το ζήτημα ποιες τελωνειακές αρχές είναι αρμόδιες για την έκδοση πιστοποιητικού EUR.1 είναι, τελικώς, άνευ σημασίας και ότι το πλεονέκτημα της παροχής προνομιακής μεταχειρίσεως πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να παρασχεθεί στα προϊόντα καταγωγής κατεχομένων εδαφών, δεδομένου ότι τόσο η Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ όσο και η Συμφωνία ΕΚ‑ΟΑΠ προβλέπουν το προτιμησιακό αυτό καθεστώς.

107. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

108. Καταρχάς, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 83 της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ ορίζει ότι «[αυτή] εφαρμόζεται […] στο έδαφος του Κράτους του Ισραήλ».

109. Τα σύνορα του Κράτους του Ισραήλ ορίστηκαν με το Σχέδιο Διχοτόμησης της Παλαιστίνης το οποίο επεξεργάστηκε η Unscop (48) και το οποίο εγκρίθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1947, με την απόφαση 181 της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών. Στις 14 Μαΐου 1948, ο αρχηγός της προσωρινής κυβερνήσεως του Κράτους του Ισραήλ ανακήρυξε την ίδρυση του κράτους αυτού με βάση τα σύνορα που είχαν οριστεί στο Σχέδιο Διχοτόμησης της Παλαιστίνης (49).

110. Εξάλλου, στο προοίμιο της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ αναφέρονται τα εξής:

«εκτιμώντας τη σημασία που αποδίδουν τα μέρη στην αρχή της οικονομικής ελευθερίας και στην τήρηση των αρχών του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και, ιδίως, στον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της δημοκρατίας, που αποτελούν την ίδια τη βάση της σύνδεσης».

111. Πάντως, δυνάμει της αποφάσεως 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, της 22ας Νοεμβρίου 1967, στην οποία αναφέρεται το προοίμιο της Συμφωνίας ΕΚ‑ΟΑΠ, ζητήθηκε από τα ισραηλινά στρατεύματα να αποσυρθούν από τα κατεχόμενα εδάφη, να παύσουν κάθε είδους παρέμβαση και κάθε εμπόλεμη ενέργεια, καθώς και να σεβαστούν την κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα και την πολιτική ανεξαρτησία κάθε κράτους της περιοχής. Την εφαρμογή της αποφάσεως αυτής ζήτησε το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με άλλη απόφαση και συγκεκριμένα με την απόφαση 338 της 22ας Οκτωβρίου 1973.

112. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, παρά να αποφανθεί ότι τα εδάφη της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας δεν αποτελούν τμήμα του εδάφους του Κράτους του Ισραήλ.

113. Προσθέτω επίσης ότι, κατόπιν υποβολής της υπ’ αριθ. P‑2747/00 γραπτής ερωτήσεως εκ μέρους του Α. Lipietz, ευρωβουλευτή (50), σχετικά με το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ, το Συμβούλιο ανέφερε ότι, όσον αφορά το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της [συμφωνίας αυτής], το άρθρο 83 εφαρμόζεται μόνο στο έδαφος του Κράτους του Ισραήλ [και ότι] ο όρος Ισραήλ καλύπτει τα χωρικά ύδατα που περικλείουν το Ισραήλ και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, κάποια θαλάσσια σκάφη. Η συμφωνία [ΕΚ-Ισραήλ] δεν περιλαμβάνει περαιτέρω ορισμούς. Η [Κοινότητα] θεωρεί ότι η συμφωνία [αυτή] εφαρμόζεται αποκλειστικά στο έδαφος του Κράτους του Ισραήλ εντός των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών» (51).

114. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου XI, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Ισραηλινών-Παλαιστινίων, το Κράτος του Ισραήλ και η ΟΑΠ θεωρούν, αμφότερα, τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας ως ενιαία εδαφική ενότητα.

115. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω παρατηρήσεων, φρονώ ότι δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα προϊόντα τα οποία κατάγονται από τη Δυτική Όχθη και, γενικότερα, από τα κατεχόμενα εδάφη, μπορούν να τύχουν προνομιακής μεταχειρίσεως κατά τη Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ.

116. Ασφαλώς, οι εντάσεις στις σχέσεις μεταξύ του Κράτους του Ισραήλ και της ΟΑΠ δεν πρέπει να αποβαίνουν σε βάρος των παραγωγών των εδαφών αυτών και να τους εμποδίζουν να τύχουν προνομιακής μεταχειρίσεως.

117. Πάντως, η λύση την οποία προτείνει το αιτούν δικαστήριο, όσο ρεαλιστική και αν είναι, δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ικανοποιητική για τους ακόλουθους λόγους.

118. Καταρχάς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το σύστημα των προτιμήσεων στηρίζεται στην αρχή της μονομερούς χορηγήσεως από την Κοινότητα δασμολογικών προνομιών υπέρ προϊόντων που προέρχονται από ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες με σκοπό τη διευκόλυνση των εμπορικών ανταλλαγών με τις χώρες αυτές. Το προνόμιο αυτό του προτιμησιακού καθεστώτος συνδέεται, επομένως, με την καταγωγή του εμπορεύματος και η επαλήθευση της προελεύσεως αυτής αποτελεί, κατά συνέπεια, απαραίτητο στοιχείο του συστήματος (52).

119. Επομένως, το πιστοποιητικό που εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής πρέπει να βεβαιώνει, κατά τρόπο που να μην καταλείπει αμφιβολίες, ότι το επίμαχο προϊόν προέρχεται από συγκεκριμένο κράτος, προκειμένου το προϊόν αυτό να τύχει του προτιμησιακού καθεστώτος που έχει θεσπιστεί σε σχέση με το κράτος αυτό.

120. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το προτιμησιακό καθεστώς βάσει της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ εφαρμόζεται σε προϊόν καταγωγής Δυτικής Όχθης.

121. Επιπλέον, φρονώ ότι αν η Κοινότητα προέβη, χρόνια μετά τη σύναψη της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ και την προσάρτηση, το 1967, των κατεχομένων εδαφών, στη σύναψη της Συμφωνίας ΕΚ‑ΟΑΠ, με σκοπό να παράσχει στα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Όχθης και Λωρίδας της Γάζας προνομιακή μεταχείριση, το έπραξε διότι ακριβώς έκρινε ότι τα προϊόντα αυτά δεν μπορούσαν να τύχουν τέτοιας μεταχειρίσεως δυνάμει της Συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ.

122. Εξάλλου, από έγγραφο εργασίας που συνέταξε η ομάδα «Mashreq/Maghreb» του Συμβουλίου το οποίο καθορίζει τη θέση της Ένωσης ενόψει της πέμπτης συνόδου του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΕ‑Ισραήλ προκύπτει σαφώς ότι, κατά τους όρους μιας τεχνικής συμφωνίας μεταξύ του Κράτους του Ισραήλ και της Επιτροπής, οι ισραηλινές τελωνειακές αρχές υποχρεούνται να περιλαμβάνουν ένδειξη περί του τόπου παραγωγής σε όλα τα πιστοποιητικά καταγωγής που εκδίδονται στο Ισραήλ για προϊόντα απολαύοντα προνομιακής μεταχειρίσεως και εξαγόμενα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό, προκειμένου να είναι δυνατή η διάκριση μεταξύ των εμπορευμάτων καταγωγής Ισραήλ που μπορούν να τύχουν προνομιακής μεταχειρίσεως κατά τη Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ και των εμπορευμάτων που προέρχονται από ζώνες εγκαταστάσεως εποίκων και τα οποία δεν μπορούν να τύχουν τέτοιας μεταχειρίσεως (53).

123. Επιπλέον, είναι προφανές ότι η Κοινότητα, με τη σύναψη της Συμφωνίας ΕΚ‑ΟΑΠ, επεδίωκε την ανάπτυξη των εμπορικών ανταλλαγών από και προς τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 1 της συμφωνίας προκύπτει ότι σκοπός αυτής είναι η συμβολή στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, καθώς και η ενθάρρυνση της περιφερειακής συνεργασίας με στόχο την παγίωση της ειρηνικής συνύπαρξης και της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας.

124. Στην ανακοίνωσή της με ημερομηνία 12 Μαΐου 1998 (54), η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η θέσπιση προτιμησιακού καθεστώτος για τα εδάφη της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας σκοπούσε στην αποκατάσταση μιας ανωμαλίας συνιστάμενης στο γεγονός ότι τα γειτονικά των εδαφών αυτών κράτη υπάγονταν ήδη σε ένα τέτοιο καθεστώς, ενώ δεν υπήρχε σχετική πρόβλεψη για τα εδάφη της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας (55).

125. Το 2007, η Δυτική Όχθη και η Λωρίδα της Γάζας καταλάμβαναν μόλις την 168η θέση στην κατάταξη των εισαγωγέων εμπορικών εταίρων της Ένωσης (56). Η Συμφωνία ΕΚ‑ΟΑΠ σκοπεί ακριβώς στην ενίσχυση των ανταλλαγών μεταξύ των εδαφών αυτών και της Ένωσης. Αποδοχή του ότι τα προϊόντα καταγωγής των εν λόγω εδαφών μπορούν να τύχουν της προνομιακής μεταχειρίσεως ΕΚ‑Ισραήλ και θεωρούνται, έτσι, ως προϊόντα ισραηλινής καταγωγής θα στερούσε από τη Συμφωνία ΕΚ‑ΟΑΠ κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα.

126. Τέλος, η Brita φρονεί ότι, εν πάση περιπτώσει, οι παλαιστινιακές τελωνειακές αρχές δεν ήταν σε θέση να εκδώσουν τα πιστοποιητικά EUR.1 για τα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Όχθης. Είναι αληθές ότι, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως στα κατεχόμενα εδάφη, ενδέχεται να είναι δύσκολο για τους εξαγωγείς των εδαφών αυτών να επιτύχουν την έκδοση των εν λόγω πιστοποιητικών από τις τελωνειακές αρχές της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας. Επομένως, θα μπορούσε να γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζει το αιτούν δικαστήριο, ότι τα εν λόγω πιστοποιητικά εκδίδουν οι ισραηλινές τελωνειακές αρχές και ότι οι εξαγωγείς προϊόντων καταγωγής των εν λόγω εδαφών τυγχάνουν της προτιμησιακής μεταχειρίσεως κατά τη Συμφωνία ΕΚ‑ΟΑΠ.

127. Εντούτοις, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 4, του πρωτοκόλλου αριθ. 3 της Συμφωνίας ΕΚ‑ΟΑΠ, αρμόδιες για την έκδοση του πιστοποιητικού EUR.1 είναι οι τελωνειακές αρχές της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας.

128. Επιπλέον, από το παράρτημα V της Συμφωνίας Ισραηλινών-Παλαιστινίων, σχετικά με τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο συμβαλλομένων, προκύπτει ότι οι παλαιστινιακές αρχές δεν απεκδύονται κάθε εξουσίας και αρμοδιότητας σε σχέση με το εμπόριο και τον τελωνειακό τομέα (57).

129. Συγκεκριμένα, κατά τα άρθρα VIII, παράγραφος 11, και IX, παράγραφος 6, του εν λόγω παραρτήματος, οι Παλαιστίνιοι πρέπει να μπορούν να εξάγουν τα γεωργικά και βιομηχανικά προϊόντα τους χωρίς περιορισμούς, βάσει των εκδιδόμενων από τις παλαιστινιακές αρχές πιστοποιητικών καταγωγής (58).

130. Επομένως, υφίστανται αρμόδιες αρχές για την έκδοση των πιστοποιητικών EUR.1 για τα προϊόντα καταγωγής Δυτικής Όχθης και Λωρίδας της Γάζας. Εξάλλου, προκύπτει ότι ο επιχειρηματίας μπορεί να ζητεί τα πιστοποιητικά αυτά από το εμπορικό επιμελητήριο της Παλαιστίνης (59).

131. Κατά συνέπεια, προκειμένου να εφαρμοστεί το προτιμησιακό καθεστώς που προβλέπει η Συμφωνία ΕΚ‑ΟΑΠ, φρονώ ότι τα πιστοποιητικά EUR.1, που αποδεικνύουν την καταγωγή των προϊόντων, πρέπει να εκδίδονται αποκλειστικώς από τις παλαιστινιακές τελωνειακές αρχές. Το να εφαρμόζεται το προτιμησιακό καθεστώς που προβλέπει η συμφωνία αυτή σε προϊόντα για τα οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό EUR.1 από άλλες πλην των παλαιστινιακών αρχές δεν θα ήταν συνεπές.

132. Κατά τα λοιπά, φρονώ ότι ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται με την απόφαση της 5ης Ιουλίου 1994, C‑432/92, Anastasiou κ.λπ. (60), με την οποία το Δικαστήριο εκλήθη να αποφανθεί επί υποθέσεως που, κατά την άποψή μου, προσομοιάζει προς την εκκρεμή, εν προκειμένω, ενώπιον του Δικαστηρίου.

133. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση αυτή, που αφορούσε τη συμφωνία της 19ης Δεκεμβρίου 1972 για τη σύνδεση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Κυπριακής Δημοκρατίας (61), η οποία προβλέπει μηχανισμό αποδείξεως της καταγωγής των εμπορευμάτων ανάλογο με αυτόν που καθιερώνει η Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ και η Συμφωνία ΕΚ‑ΟΑΠ, το Δικαστήριο εκλήθη να αποφανθεί, αφενός, ως προς το αν η Συμφωνία ΕΚ‑Κύπρου απαγορεύει την εκ μέρους των τελωνειακών αρχών του κράτους εισαγωγής αποδοχή πιστοποιητικών EUR.1 εκδοθέντων από άλλες αρχές πλην των αρμόδιων αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας ή, αντιθέτως, αν επιβάλλει την αποδοχή των εν λόγω πιστοποιητικών και, αφετέρου, ως προς το αν η κατάσταση θα ήταν διαφορετική σε περίπτωση που ορισμένες περιστάσεις σχετιζόμενες με την ιδιαίτερη κατάσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα θεωρούνταν ότι συντρέχουν ή όχι.

134. Η κατάσταση ήταν η ακόλουθη. Παραγωγοί και εξαγωγείς εσπεριδοειδών εγκατεστημένοι στο βόρειο τμήμα της Κύπρου εξήγαν τα προϊόντα τους στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα σχετικά με τα προϊόντα αυτά πιστοποιητικά EUR.1 είχαν εκδοθεί από άλλες αρχές πλην των αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας.

135. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «είναι μεν αληθές ότι η de facto διχοτόμηση του εδάφους της Κύπρου, συνεπεία της επεμβάσεως του τουρκικού στρατού το 1974, σε μια ζώνη όπου οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας εξακολουθούν να ασκούν όλες τους τις αρμοδιότητες και σε μια ζώνη όπου αυτές δεν μπορούν de facto να τις ασκούν, δημιουργεί προβλήματα που είναι δύσκολο να λυθούν στο πλαίσιο της εφαρμογής της συμφωνίας [ΕΟΚ-Κύπρου] επί του συνόλου της Κύπρου, αλλά δεν συνάγεται από αυτό ότι δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη οι σαφείς, συγκεκριμένες και άνευ όρων διατάξεις του πρωτοκόλλου [του 1977 περί της καταγωγής των προϊόντων και της διοικητικής συνεργασίας] [(62)]» (63).

136. Το Δικαστήριο απεφάνθη, εν συνεχεία, ότι «η αποδοχή των πιστοποιητικών εκ μέρους των τελωνειακών αρχών του κράτους εισαγωγής δείχνει ότι αυτές έχουν πλήρη εμπιστοσύνη στο σύστημα ελέγχου της καταγωγής των προϊόντων, όπως εφαρμόζεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους εξαγωγής. Δείχνει επίσης ότι το κράτος εισαγωγής δεν αμφιβάλλει ότι ο εκ των υστέρων έλεγχος, οι διαβουλεύσεις και η λύση ενδεχομένων διαφορών ως προς την καταγωγή των προϊόντων ή ως προς την ύπαρξη απάτης θα μπορούν να έχουν αποτελέσματα χάρη στη συνεργασία των ενδιαφερομένων διοικητικών αρχών» (64).

137. Κατά το Δικαστήριο, «αποκλείεται αυτή η συνεργασία με τις αρχές μιας οντότητας όπως αυτή που είναι εγκατεστημένη στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, η οποία δεν έχει αναγνωριστεί ούτε από την Κοινότητα ούτε από τα κράτη μέλη, δεδομένου ότι αυτά δεν αναγνωρίζουν άλλο κυπριακό κράτος από την Κυπριακή Δημοκρατία» (65). Το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι «η αποδοχή πιστοποιητικών [καταγωγής] μη εκδοθέντων από την Κυπριακή Δημοκρατία θα αποτελούσε, ελλείψει δυνατότητας ελέγχου και συνεργασίας, άρνηση αυτού του σκοπού και της επιδιώξεως του θεσπισθέντος με το πρωτόκολλο του 1977 συστήματος» (66).

138. Καθίσταται επομένως σαφές, ενόψει της αναλύσεως του Δικαστηρίου στην προπαρατεθείσα απόφαση Anastasiou κ.λπ., ότι πιστοποιητικά εκδοθέντα από άλλες αρχές πλην αυτών που ρητώς κατονομάζονται στη συμφωνία συνδέσεως δεν μπορεί να γίνουν δεκτά ως έγκυρα. Μολονότι είναι αληθές ότι δύσκολες καταστάσεις σε εδάφη όπως το βόρειο τμήμα της Κύπρου ή της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας θα συνέκλιναν υπέρ μιας λύσεως όπως αυτή που προτείνει το αιτούν δικαστήριο, εντούτοις, έχω τη γνώμη ότι η επιλογή αυτής της μεθόδου θα υπονόμευε, τελικώς, τις προσπάθειες που καταβάλλονται για την εφαρμογή ενός συστήματος διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των τελωνειακών αρχών των κρατών μελών και αυτών της Δυτικής Όχθης καθώς και της Λωρίδας της Γάζας και για την ενθάρρυνση του εμπορίου με τα εδάφη αυτά.

139. Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω στοιχείων, έχω τη γνώμη ότι τα εμπορεύματα για τα οποία έχουν εκδοθεί πιστοποιητικά των ισραηλινών τελωνειακών αρχών περί ισραηλινής καταγωγής, αλλά τα οποία αποδεικνύεται ότι κατάγονται από τα κατεχόμενα εδάφη και συγκεκριμένα από τη Δυτική Όχθη δεν μπορούν να τύχουν της προνομιακής μεταχειρίσεως που προβλέπει η Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ ούτε της προνομιακής μεταχειρίσεως που προβλέπει η Συμφωνία ΕΚ‑ΟΑΠ.

V –    Πρόταση

140. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Finanzgericht Hamburg ως εξής:

«1)      Οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής δεν δεσμεύονται από το αποτέλεσμα του εκ των υστέρων ελέγχου που διενεργούν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 32 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας Συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Κράτους του Ισραήλ, αφετέρου, όταν η μεταξύ των τελωνειακών αρχών των συμβαλλομένων στη συμφωνία αυτή κρατών διαφορά αφορά την έκταση του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας.

2)      Eπιπλέον, οι γερμανικές τελωνειακές αρχές δεν υποχρεούντο να υποβάλουν τη μεταξύ αυτών και των ισραηλινών τελωνειακών αρχών διαφορά στην επιτροπή τελωνειακής συνεργασίας.

3)      Εμπορεύματα για τα οποία έχουν εκδοθεί πιστοποιητικά των ισραηλινών τελωνειακών αρχών περί ισραηλινής καταγωγής, αλλά τα οποία αποδεικνύεται ότι κατάγονται από τα κατεχόμενα εδάφη και συγκεκριμένα από τη Δυτική Όχθη δεν μπορούν να τύχουν της προνομιακής μεταχειρίσεως που προβλέπει η Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Κράτους του Ισραήλ, αφετέρου, ούτε της προνομιακής μεταχειρίσεως που προβλέπει η Ευρωμεσογειακή Ενδιάμεση Συμφωνία Συνδέσεως για το εμπόριο και τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφενός, και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) εξ ονόματος της Παλαιστινιακής Αρχής της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, αφετέρου.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 ΕΕ 2000, L 147, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία ΕΚ‑Ισραήλ.


3 – ΕΕ 1997, L 187, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία ΕΚ‑ΟΑΠ.


4 – Στο εξής: Brita.


5 – ΕΕ L 147, σ. 1.


6 – ΕΕ L 187, σ. 1.


7 – Το εν λόγω άρθρο 4 απαριθμεί τα προϊόντα που θεωρούνται ως παραγόμενα εξ ολοκλήρου είτε στην Κοινότητα είτε στο Ισραήλ. Πρόκειται, για παράδειγμα, για ορυκτά προϊόντα εξορυσσόμενα από το έδαφος των χωρών αυτών ή από τον θαλάσσιο ή ωκεάνειο πυθμένα τους, για φυτικά προϊόντα συγκομιζόμενα στις χώρες αυτές ή και για ζώντα ζώα γεννώμενα και εκτρεφόμενα στις χώρες αυτές.


8 – Στο εξής: πιστοποιητικό EUR.1.


9 – Ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς – Εισαγωγές στην Κοινότητα από το Ισραήλ, της 8ης Νοεμβρίου 1997 (ΕΕ C 338, σ. 13).


10 – Implementation of the interim agreement on trade and trade‑related matters between the European Community and Israel [SEC(1998) 695 τελικό].


11 – Βλ. σχέδιο πρακτικών της δεύτερης συνόδου του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΕ-Ισραήλ, της 20ής Νοεμβρίου 2001 (διατίθεται στον δικτυακό τόπο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης).


12 – Σελίδα 4.


13 – Ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς – Εισαγωγές στην Κοινότητα από το Ισραήλ, της 23ης Νοεμβρίου 2001 (ΕΕ C 328, σ. 6).


14 – Δυνάμει του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 3 της συμφωνίας ΕΚ‑ΟΑΠ, θεωρούνται, ιδίως, ως παραγόμενα εξ ολοκλήρου στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας τα ορυκτά προϊόντα τα εξορυσσόμενα από το έδαφός τους ή από τον θαλάσσιο ή ωκεάνειο πυθμένα τους, τα φυτικά προϊόντα τα συγκομιζόμενα σ’ αυτές ή τα προϊόντα τα προερχόμενα από ζώντα ζώα, τα οποία εκτρέφονται σ' αυτές.


15 – Στο εξής: Συμφωνία Ισραηλινών-Παλαιστινίων.


16 – Συμφωνία υπογραφείσα στο Κάιρο στις 4 Μαΐου 1994.


17 – Συμφωνία υπογραφείσα στο Erez στις 29 Αυγούστου 1994.


18 – Πρωτόκολλο υπογραφέν στο Κάιρο στις 27 Αυγούστου 1995.


19 – Βλ. προοίμιο της Συμφωνίας Ισραηλινών-Παλαιστινίων.


20 – Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, της συμφωνίας αυτής.


21 – Το άρθρο X της εν λόγω συμφωνίας προβλέπει ότι «το πρώτο στάδιο αναδιατάξεως των ισραηλινών στρατιωτικών δυνάμεων θα καλύψει τις ζώνες εποικισμού στη Δυτική Όχθη –τοποθεσίες, πόλεις, χωριά, στρατόπεδα προσφύγων και οικισμούς– όπως ορίζονται στο παράρτημα I [της Συμφωνίας Ισραηλινών-Παλαιστινίων], και θα ολοκληρωθεί 22 ημέρες πριν τη διεξαγωγή των παλαιστινιακών εκλογών», οι δε εκλογές για την ανάδειξη του εκλεγμένου Συμβουλίου πραγματοποιήθηκαν στις 20 Ιανουαρίου 1996 [βλ. τον δικτυακό τόπο του Institut Européen de Recherche sur la Coopération Méditerranéenne et Euro-Arabe (http://www.medea.be), καθώς και τον δικτυακό τόπο των Ηνωμένων Εθνών (http://www.un.org)].


22 – Στο εξής: Soda‑Club.


23 – Συμφωνία υπογραφείσα στις 12 Σεπτεμβρίου 1963, στην Άγκυρα, από την Τουρκική Δημοκρατία, αφενός, και τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου. Η συμφωνία αυτή συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48).


24 – Συλλογή 1987, σ. 3719.


25 – Άρθρο 228 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 300 ΕΚ) και άρθρο 238 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 310 ΕΚ).


26 – Νυν άρθρο 234, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, ΕΚ.


27 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Demirel (σκέψη 7). Βλ., επίσης, απόφαση της 16ης Ιουνίου 1998, C‑162/96, Racke (Συλλογή 1998, σ. I‑3655, σκέψη 41).


28 – Άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 6, του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ.


29 – Άρθρο 32, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου αυτού.


30 – Βλ. άρθρο 32, παράγραφοι 2, 3 και 5, του εν λόγω πρωτοκόλλου.


31 – Βλ. άρθρο 32, παράγραφος 6, του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ.


32 – Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του πρωτοκόλλου αυτού.


33 – Βλ. άρθρο 6 του εν λόγω πρωτοκόλλου.


34 – Απόφαση της 12ης Ιουλίου 1984, 218/83 (Συλλογή 1984, σ. 3105).


35 – Συμφωνία η οποία υπογράφηκε στις 22 Ιουλίου 1972 στις Βρυξέλλες, συναφθείσα, εγκριθείσα και επικυρωθείσα εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2840/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ L 300, σ. 188).


36 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Les Rapides Savoyards κ.λπ. (σκέψη 26.


37 – Όπ.π. (σημείο 27).


38 – Βλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2006, C‑23/04 έως C‑25/04, Σφακιανάκης (Συλλογή 2006, σ. I‑1265, σκέψη 49).


39 – Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1993, C‑12/92, Huygen κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. I‑6381, σκέψη 27).


40 – Προπαρατεθείσα απόφαση Σφακιανάκης (σκέψη 38).


41 – Βλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 1996, C‑153/94 και C‑204/94, Faroe Seafood κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I‑2465, σκέψεις 24 και 25).


42 – Βλ. υποσημείωση 23 των ανά χείρας προτάσεων.


43 – Βλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2002, C‑251/00, Ilumitrónica (Συλλογή 2002, σ. I‑10433, σκέψη 74).


44 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Les Rapides Savoyards κ.λπ. (σκέψη 26).


45 – Βλ., ανωτέρω, σημεία 26 έως 31 των προτάσεων.


46 – Βλ. άρθρο 68 της συμφωνίας ΕΚ‑Ισραήλ.


47 – Βλ., ανωτέρω, σημείο 70 των προτάσεων.


48 – United Nations Special Committee On Palestine. Αποτελούμενη από έντεκα κράτη, η επιτροπή αυτή, συσταθείσα από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 1947, επιφορτίστηκε με την εξεύρεση λύσεως όσον αφορά τη σύγκρουση στην Παλαιστίνη, ιδίως δια της επεξεργασίας ενός σχεδίου διχοτόμησης.


49 – Βλ. δικτυακό τόπο των Ηνωμένων Εθνών (http://www.un.org), καθώς και αυτόν του Υπουργείου Εξωτερικών του Κράτους του Ισραήλ (http://www.mfa.gov.il).


50 – ΕΕ 2001, C 113 E, σ. 163.


51 – Σημείο 2 της απαντήσεως του Συμβουλίου.


52 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1980, 827/79, Acampora (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 455, σκέψη 5).


53 – Βλ. έγγραφο εργασίας του Συμβουλίου της 3ης Δεκεμβρίου 2004 (15638/04, σημείο 40).


54 – Βλ. υποσημείωση 10 των ανά χείρας προτάσεων.


55 – Σελίδα 9 της ανακοινώσεως.


56 – Βλ. δικτυακό τόπο της Επιτροπής (http://trade.ec.europa.eu/doclib/docs/2006/september/tradoc_113382.pdf).


57 – Βλ. άρθρο 3 του εν λόγω παραρτήματος.


58 – Υπενθυμίζεται ότι τα άρθρα αυτά είναι εφαρμοστέα στα εδάφη της ζώνης C δυνάμει του άρθρου XI, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της Συμφωνίας Ισραηλινών-Παλαιστινίων, που παραπέμπει στο παράρτημα III της συμφωνίας αυτής. Όμως, κατά το άρθρο 6 του προσαρτήματος της συμφωνίας αυτής, οι οικονομικές πτυχές του τομέα του εμπορίου και της βιομηχανίας, που σχετίζονται με τα εδάφη της ζώνης C, περιέχονται στο παράρτημα V της Συμφωνίας Ισραηλινών-Παλαιστινίων.


59 – Βλ. σημείο 17 των παρατηρήσεων της Επιτροπής.


60 – Συλλογή 1994, σ. I‑3087.


61 – Συμφωνία ως παράρτημα στον κανονισμό (ΕΚ) 1246/73 του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 1973 (ΕΕ L 133, σ. 1, στο εξής: Συμφωνία ΕΚ‑Κύπρου).


62 – Πρωτόκολλο προσαρτημένο στο πρωτόκολλο της Συμφωνίας ΕΟΚ‑Κύπρου, το οποίο δεύτερο πρωτόκολλο είναι προσαρτημένο στον κανονισμό (ΕΚ) 2907/77 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1977 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/009, σ. 84).


63 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Anastasiou κ.λπ. (σκέψη 37).


64 – Όπ.π. (σκέψη 39).


65 – Όπ.π. (σκέψη 40).


66 – Όπ.π. (σκέψη 41).