Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 27 Ιανουαρίου 2015 η Photo USA Electronic Graphic, Inc. κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 18 Νοεμβρίου 2014 στην υπόθεση T-394/13, Photo USA Electronic Graphic, Inc. κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Υπόθεση C-31/15 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Photo USA Electronic Graphic, Inc. (εκπρόσωπος: Κ. Αδαμαντόπουλος, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ancàp SpA, Cerame-Unie AISBL, Confindustria Ceramica, Verband der Keramischen Industrie eV

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 18ης Νοεμβρίου 2014 στην υπόθεση T-394/13, Photo USA Electronic Graphic, Inc. κατά Συμβουλίου με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 412/2013 του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές επιτραπέζιων σκευών από κεραμευτική ύλη καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας1 ·

να ακυρώσει τον κανονισμό (ΕΕ) 412/2013 και

να καταδικάσει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας για την αναιρετική δίκη καθώς και στα έξοδα της δίκης επί της υποθέσεως T-394/13 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά, κρίνοντας επί του πρώτου, του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκαν ενώπιόν του. Ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα ζητεί την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζονται ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι επαρκώς αποδεδειγμένα, οπότε το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί επ’ αυτών.

Η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως σχετικά με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η νυν αναιρεσείουσα φέρει το βάρος αποδείξεως ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πλάνη εκτιμήσεως ως προς τους παράγοντες που θεώρησαν κρίσιμους. Όπως προκύπτει από την προγενέστερη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων αρκεί να αποδείξει είτε ότι (1) τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πλάνη εκτιμήσεως ως προς τους παράγοντες που θεωρούν κρίσιμους ή ότι (2) ήταν αναγκαίος ο αποκλεισμός των παραγόντων αυτών, επειδή υπήρχαν άλλοι πιο κρίσιμοι παράγοντες. Στο πλαίσιο αυτό, αρκεί, προκειμένου να απαλλαγεί από το βάρος αποδείξεως ο προσφεύγων, να αποδειχθεί ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πλάνη ως προς 2 από τους 3 παράγοντες τους οποίους τα θεσμικά όργανα έκριναν κρίσιμους. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραμόρφωσε τα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία και πραγματικά περιστατικά.Η αναιρεσείουσα προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως σχετικά με τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 7, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στο εξής: βασικός κανονισμός), κρίνοντας ότι τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να εξετάσουν τις επιπτώσεις των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικών στην κατάσταση του κλάδου στην Ένωση, μόνο εφόσον υπάρχει ήδη τελική απόφαση αρμόδιας αρχής ανταγωνισμού η οποία διαπιστώνει την ύπαρξη τέτοιων αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικών. Δεύτερον, απορρίπτοντας το αίτημα της νυν αναιρεσείουσας περί γνωστοποιήσεως της ταυτότητας των παραγωγών της Ένωσης που περιλαμβάνονταν στο δείγμα, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι μπορούσε να εξετάσει αν το θεσμικό όργανο τήρησε τις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 4, του βασικού κανονισμού χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα των παραγωγών της Ένωσης που περιλαμβάνονταν στο δείγμα. Τρίτον, επιβάλλοντας στην νυν αναιρεσείουσα την υποχρέωση να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τις επιπτώσεις των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικών επί των παραγωγών της Ένωσης που περιλαμβάνονταν στο δείγμα, ενώ η ταυτότητα των παραγωγών αυτών παραμένει απόρρητη, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 7, του βασικού κανονισμού και επέβαλε μη εύλογο βάρος αποδείξεως στην νυν αναιρεσείουσα. Τέταρτον, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε επίσης εσφαλμένα το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 7, του βασικού κανονισμού, κρίνοντας ότι οι είναι δυνατή η εκπλήρωση των κρίσιμων υποχρεώσεων επί τη βάσει απλών υποθέσεων και όχι με την διεξαγωγή πραγματικής εξετάσεως.