Language of document : ECLI:EU:T:2009:205

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 17ης Ιουνίου 2009 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές του προϊόντος glyphosate καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας – Καθεστώς εταιρίας που ασκεί τις δραστηριότητές της υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96»

Στην υπόθεση T‑498/04,

Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group Co. Ltd, με έδρα το Jiande City (Κίνα), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον D. Horovitz, δικηγόρο, και τον B. Hartnett, barrister, και στη συνέχεια από τον Horovitz,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από την

Association des utilisateurs και distributeurs de l’agrochimie européenne (Audace), εκπροσωπούμενη από τους J. Flynn, QC, και D. Scannell, barrister,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τον J.-P. Hix, επικουρούμενο από τον G. Berrisch, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις E. Righini και K. Talabér-Ritz,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1683/2004 του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2004, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του προϊόντος glyphosate καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 303, σ. 1), στον βαθμό που αφορά την προσφεύγουσα,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τον O. Czúcz, πρόεδρο, την I. Labucka (εισηγήτρια) και τον M. Prek, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Ιουλίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 7, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: βασικός κανονισμός), προβλέπει, για τους σκοπούς του καθορισμού του ντάμπινγκ, τους κανόνες που αφορούν τον καθορισμό του ποσού της αποκαλούμενης «κανονικής αξίας». Έτσι, η παράγραφός του 1, θεσπίζει μία κύρια μέθοδο, σύμφωνα με την οποία «[η] κανονική αξία βασίζεται κατ’ αρχήν στις πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στη χώρα εξαγωγής».

2        Το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού προβλέπει έναν ειδικό κανόνα για τις εισαγωγές από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς. Η διάταξη αυτή έχει ως εξής:

«α)      Στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς […], η κανονική αξία καθορίζεται με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς ή την τιμή από αυτή την τρίτη χώρα προς άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κοινότητας, ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, πάνω σε κάθε άλλη λογική βάση […]

β)      Στις έρευνες αντιντάμπινγκ για εισαγωγές από […] τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, την Ουκρανία, το Βιετνάμ και το Καζακστάν καθώς και από οποιαδήποτε χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς που είναι μέλος του ΠΟΕ κατά την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6, εάν αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που θα υποβάλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα και με βάση τα κριτήρια και τις διαδικασίες που περιλαμβάνονται στο στοιχείο γ΄, ότι υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος. Άλλως εφαρμόζονται οι κανόνες […] [που καθορίζονται στο στοιχείο] α΄.

γ)      Ένας ισχυρισμός […] [κατά το στοιχείο] β΄ γίνεται γραπτώς και πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις ότι ο παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ήτοι:

–        οι επιχειρηματικές αποφάσεις για τιμές, κόστος και εισροές, π.χ. πρώτες ύλες, τεχνολογία, εργατικό δυναμικό, εκροές, πωλήσεις και επενδύσεις, λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, ενώ το κόστος των σημαντικότερων εισροών πρέπει να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά,

–        οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν σαφή λογιστική καταγραφή, υποκειμένη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς,

–        το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων δεν πρέπει να υπόκειται σε μείζονες στρεβλώσεις, προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, ιδίως ως προς την απαξίωση του ενεργητικού, άλλες αποσβέσεις, δοσοληψίες αντιπραγματισμού και πληρωμές με συμψηφισμό,

–        οι οικείες επιχειρήσεις υπόκεινται σε νομοθεσία περί πτωχεύσεως και ιδιοκτησιακού καθεστώτος η οποία εγγυάται ασφάλεια δικαίου και λειτουργική σταθερότητα,

και

–        ο καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών γίνεται με τιμές αγοράς.

Η απόφαση ότι ο παραγωγός πληροί τα ανωτέρω κριτήρια θα ληφθεί εντός τριμήνου από την έναρξη της έρευνας, αφού ζητηθεί συγκεκριμένα η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και αφού δοθεί στην κοινοτική βιομηχανία η δυνατότης να λάβει θέση. Η απόφαση θα παραμείνει σε ισχύ καθόλη τη διάρκεια της έρευνας.»

3        Το άρθρο 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού προβλέπει:

«Οι συναφείς διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι σχετικές με τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται σε κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των παραγράφων 2, 3 και 4 [του ίδιου άρθρου] […]».

 Ιστορικό της διαφοράς

4        Η προσφεύγουσα, Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group Co. Ltd, είναι εταιρία κινεζικού δικαίου, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο της Σαγκάης. Το glyphosate είναι ένα από τα κύρια προϊόντα που κατασκευάζει και πωλεί η προσφεύγουσα στην κινεζική και στην παγκόσμια αγορά. Πρόκειται για βασικό χημικό προϊόν που χρησιμοποιείται ευρέως από τους γεωργούς παγκοσμίως.

5        Τον Φεβρουάριο του 1998, το Συμβούλιο επέβαλε, με τον κανονισμό (ΕΚ) 368/98 (ΕΕ L 47, σ. 1), οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του προϊόντος glyphosate, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (στο εξής: ΛΔΚ). Ο κανονισμός αυτός τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1086/2000 του Συμβουλίου (ΕΕ L 124, σ. 1) και από τον κανονισμό (ΕΚ) 163/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 30, σ. 1).

6        Στις 18 Νοεμβρίου 2002, μετά τη δημοσίευση ανακοίνωσης για την επικείμενη λήξη ορισμένων μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές του προϊόντος glyphosate καταγωγής ΛΔΚ (ΕΕ C 120, σ. 3), η Επιτροπή έλαβε αίτηση επανεξέτασης των μέτρων αυτών βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, από την Ευρωπαϊκή Ένωση Glyphosate [European Glyphosate Association (EGA)]. Στις 15 Φεβρουαρίου 2003, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση για την έναρξη ενδιάμεσης επανεξέτασης και επανεξέτασης ενόψει της λήξεως ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές του προϊόντος glyphosate καταγωγής ΛΔΚ, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού (ΕΕ C 36, σ. 18).

7        Στις 4 Απριλίου 2003, μετά την έναρξη της έρευνας, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή συμπληρωμένο το ερωτηματολόγιο για τους παραγωγούς που ζητούν την υπαγωγή σε καθεστώς χώρας με οικονομία της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ), ζητώντας της να εγκρίνει την υπαγωγή της στο ΚΟΑ δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού. Εξάλλου, στις 30 Απριλίου 2003, η προσφεύγουσα υπέβαλε επίσης στην Επιτροπή συμπληρωμένο το ερωτηματολόγιο για τους παραγωγούς εξαγωγείς glyphosate της ΛΔΚ.

8        Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα απάντησε σε διάφορες αιτήσεις της Επιτροπής για την παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών και αντέδρασε στις παρατηρήσεις της EGA, με τις οποίες αυτή εξέφραζε την αντίθεσή της στην υπαγωγή της προσφεύγουσας στο ΚΟΑ. Εξάλλου, στο διάστημα από 2 έως 4 Σεπτεμβρίου 2003, η Επιτροπή πραγματοποίησε επίσκεψη ελέγχου στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας.

9        Στις 5 Δεκεμβρίου 2003, η Επιτροπή ανακοίνωσε στην προσφεύγουσα την πρόθεσή της να απορρίψει την αίτηση περί υπαγωγής της στο ΚΟΑ (στο εξής: ανακοίνωση της 5ης Δεκεμβρίου 2003). Στις 16 και 23 Δεκεμβρίου 2003, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ανακοινώσεως αυτής.

10      Με έγγραφο της 6ης Απριλίου 2004, η Επιτροπή επιβεβαίωσε την απόφασή της να μην εγκρίνει την υπαγωγή της προσφεύγουσας στο ΚΟΑ.

11      Στις 7 Απριλίου 2004, η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων θα πρότεινε τα οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ. Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της κοινοποιήσεως αυτής στις 19 Απριλίου 2004.

12      Στις 24 Σεπτεμβρίου 2004, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1683/2004 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του προϊόντος glyphosate καταγωγής ΛΔΚ (ΕΕ L 303, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Όσον αφορά την αίτηση περί εγκρίσεως της υπαγωγής της στο ΚΟΑ που υπέβαλε η προσφεύγουσα, οι αιτιολογικές σκέψεις 13 έως 15 του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζουν:

«13)      Μολονότι η πλειονότητα των μετοχών της εταιρίας ανήκε σε ιδιώτες, διαπιστώθηκε ότι η εταιρία ήταν υπό κρατικό έλεγχο, λόγω του μεγάλου κατακερματισμού των μη κρατικών μεριδίων, καθώς και λόγω του γεγονότος ότι το δημόσιο κατείχε σαφώς το μεγαλύτερο πακέτο μετοχών. Επιπλέον, το διοικητικό συμβούλιο είχε ουσιαστικά οριστεί από τους κρατικούς μετόχους και οι περισσότεροι διευθύνοντες σύμβουλοι ήταν είτε κρατικοί υπάλληλοι είτε υπάλληλοι κρατικών επιχειρήσεων. Κατά συνέπεια, διαπιστώθηκε ότι η εταιρία υπόκειτο σε μεγάλο βαθμό σε κρατικό έλεγχο και επιρροή.

14)      Εξάλλου, διαπιστώθηκε ότι η κυβέρνηση της ΛΔΚ είχε παραχωρήσει στο Εμπορικό Επιμελητήριο της Κίνας που εκπροσωπεί τους εισαγωγείς και εξαγωγείς μετάλλων, ορυκτών και χημικών προϊόντων (CCCMC), το δικαίωμα θεώρησης των συμβάσεων και ελέγχου των τιμών εξαγωγής, με σκοπό τον εκτελωνισμό. Το σύστημα αυτό περιελάμβανε τον καθορισμό μιας ελάχιστης τιμής για τις εξαγωγές glyphosate και παρείχε τη δυνατότητα στο CCCMC να απαγορεύει τις εξαγωγές σε περίπτωση μη εφαρμογής των τιμών αυτών.

15)      Κατά συνέπεια, ύστερα από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, αποφασίστηκε να μην εγκριθεί για την [προσφεύγουσα] η υπαγωγή σε καθεστώς χώρας με οικονομία της αγοράς [ΚΟΑ], λόγω του ότι δεν πληρούσε όλα τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού.»

13      Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 17 του προσβαλλόμενου κανονισμού:

«Εν προκειμένω, διαπιστώθηκε ότι η [προσφεύγουσα] υπέκειτο, σε μεγάλο βαθμό, σε κρατικό έλεγχο, όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών εξαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος, όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 14 ανωτέρω. […]»

14      Δεδομένου ότι απορρίφθηκε η αίτηση εγκρίσεως υπαγωγής στο ΚΟΑ, η κανονική αξία υπολογίστηκε, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού, με βάση στοιχεία παραγωγών σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς, δηλαδή με βάση την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας (αιτιολογικές σκέψεις 23 έως 30 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

15      Το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει:

«1. Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του προϊόντος glyphosate που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ ex 29310095 (κωδικός TARIC 2931009582) και ex 38083027 (κωδικός TARIC 3808302719), καταγωγής [ΛΔΚ].

[…]

4. Το ποσοστό του δασμού που επιβάλλεται στην καθαρή τιμή “ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας” πριν από τον εκτελωνισμό των προϊόντων που περιγράφονται στις παραγράφους 1 έως 3, καθορίζεται σε 29,9 %.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Δεκεμβρίου 2004.

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Απριλίου 2005, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου. Με διάταξη της 13ης Ιουνίου 2005, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση. Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 28 Ιουνίου 2005, η Επιτροπή ενημέρωσε το Πρωτοδικείο ότι παραιτούνταν από την κατάθεση υπομνήματος παρεμβάσεως, ενώ θα ελάμβανε μέρος στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 25 Απριλίου 2005, η Association des utilisateurs et distributeurs de l’agrochimie européenne (Audace) ζήτησε να παρέμβει υπέρ της προσφεύγουσας. Με διάταξη της 8ης Ιουλίου 2005, ο Πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση. Ο Πρόεδρος επιφυλάχθηκε ως προς τη βασιμότητα των αιτήσεων εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που υπέβαλαν η προσφεύγουσα και το Συμβούλιο. Τα έγγραφα μη εμπιστευτικού χαρακτήρα που κατέθεσαν οι διάδικοι κοινοποιήθηκαν στην Audace.

19      Η Audace κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως στις 15 Σεπτεμβρίου 2005 και το Συμβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος αυτού στις 6 Δεκεμβρίου 2005.

20      Με έγγραφα της 2ας και της 15ης Δεκεμβρίου 2005, αντιστοίχως, το Συμβούλιο και η προσφεύγουσα δήλωσαν ότι αποσύρουν τις αιτήσεις τους εμπιστευτικής μεταχειρίσεως έναντι της Audace. Κατά συνέπεια, ένα αντίγραφο των εμπιστευτικών εγγράφων κοινοποιήθηκε στην Audace.

21      Κατόπιν τροποποίησης της σύνθεσης των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

22      Λόγω κωλύματος ενός μέλους του τμήματος, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου όρισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άλλο δικαστή προς συμπλήρωση του τμήματος.

23      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, να καλέσει την προσφεύγουσα να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις και να προσκομίσει ένα έγγραφο. Η προσφεύγουσα ανταποκρίθηκε σ’ αυτά τα αιτήματα εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

24      Οι διάδικοι, πλην της Audace που δεν συμμετείχε στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Ιουλίου 2008.

25      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού στον βαθμό που την αφορά·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Audace ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού στον βαθμό που αφορά την προσφεύγουσα·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα της παρεμβάσεως.

27      Το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

28      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

29      Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρεις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της. Ο πρώτος λόγος αντλείται, κατ’ ουσίαν, από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από το σημείο 6 του παραρτήματος II της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ) και από το άρθρο 18, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού καθώς και από προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας. Ο τρίτος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι τα κοινοτικά όργανα δεν έλαβαν υπόψη τους καταλλήλως τις έρευνες αντιντάμπινγκ που πραγματοποιήθηκαν παράλληλα εναντίον της σε τρίτες χώρες και υποστηρίζει, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η άρνηση υπαγωγής της στο ΚΟΑ οφείλεται στο ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι διεθνείς υποχρεώσεις που υπέχει η Κοινότητα από τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).

30      Πριν την εξέταση των αιτιάσεων που προβάλλονται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 43 επ. κατωτέρω) και λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων των διαδίκων που αφορούν την οικονομία του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού και το βάρος αποδείξεως όσον αφορά την απόδειξη του ΚΟΑ, καθώς και των επιχειρημάτων σχετικά με τους λόγους της μη εγκρίσεως υπαγωγής στο ΚΟΑ εν προκειμένω, πρέπει να διευκρινιστεί, κατ’ αρχάς, το πλαίσιο και το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς.

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

31      Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού αφορά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας σε περιπτώσεις εισαγωγών από χώρα όπου δεν ισχύει η οικονομία της αγοράς. Μέχρι την τροποποίηση που έγινε δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 905/98 του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 1998, για την τροποποίηση του βασικού κανονισμού (ΕΕ L 128, σ. 18), για όλες τις χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς, η κανονική αξία υπολογιζόταν πάντοτε σύμφωνα με την αποκαλούμενη μέθοδο της «ανάλογης χώρας», δηλαδή με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε ανάλογη τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς.

32      Από το προοίμιο του κανονισμού 905/98 προκύπτει, ωστόσο, ότι το 1998 το Συμβούλιο θεώρησε ότι «η διαδικασία μεταρρυθμίσεων στη Ρωσία και στη [ΛΔΚ] [είχε] μεταβάλει ουσιαστικά τις οικονομίες τους και είχε οδηγήσει στην εμφάνιση εταιριών έναντι των οποίων επικρατούσαν συνθήκες οικονομίας της αγοράς» και ότι «και οι δύο χώρες [είχαν], ως εκ τούτου, απομακρυνθεί από τις οικονομικές συνθήκες που ενέπνευσαν τη χρησιμοποίηση της μεθόδου της ανάλογης χώρας». Το Συμβούλιο έκρινε, επομένως, «ότι [ήταν] σκόπιμο να αναθεωρηθεί η κοινοτική πρακτική αντιντάμπινγκ, ώστε να είναι δυνατό να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβληθείσες οικονομικές συνθήκες» στις δύο προαναφερθείσες χώρες και ότι «ειδικότερα, [ήταν] σκόπιμο να προσδιορισθεί ότι η κανονική αξία μπορ[ούσε] να καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται σε χώρες με οικονομία της αγοράς όταν [μπορούσε να αποδειχθεί] ότι επικρατούν συνθήκες αγοράς για έναν ή περισσότερους παραγωγούς που υπόκεινται σε έρευνα, σε σχέση με την κατασκευή και την πώληση του σχετικού προϊόντος» (πέμπτη αιτιολογική σκέψη). Το Συμβούλιο διευκρίνισε, τέλος, ότι «η εξέταση για το αν επικρατούν συνθήκες της αγοράς θα γινόταν με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που θα υποβάλλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα» (έκτη αιτιολογική σκέψη).

33      Έτσι, μετά την τροποποίηση αυτή, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, στην περίπτωση ερευνών που αφορούν τις εισαγωγές από τη ΛΔΚ, η κανονική αξία προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του ίδιου κανονισμού, εάν αποδειχθεί, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που θα υποβάλλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα και με βάση τα κριτήρια και τις διαδικασίες που του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού, ότι υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την παραγωγή και την πώληση του οικείου προϊόντος. Ωστόσο, αν αυτό δεν ισχύει, εφαρμόζεται η μέθοδος της «ανάλογης χώρας» που καθορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού.

34      Όπως έχει κρίνει το Πρωτοδικείο, από το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού και τις προπαρατεθείσες αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 905/98 προκύπτει ότι τα κοινοτικά όργανα υποχρεούνται, σε καταστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, να διεξάγουν έλεγχο κατά περίπτωση, δεδομένου ότι η ΛΔΚ δεν μπορεί να θεωρηθεί ακόμη ως χώρα με οικονομία της αγοράς. Συνεπώς, η κανονική αξία ενός προϊόντος προελεύσεως Κίνας μπορεί να προσδιορισθεί σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται για τις χώρες με οικονομία της αγοράς μόνον «εάν αποδεικνύεται […] ότι [ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα] υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς» (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Οκτωβρίου 2004, T‑35/01, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II‑3663, σκέψη 52).

35      Εξάλλου, από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι το βάρος αποδείξεως φέρει ο παραγωγός-εξαγωγέας που επιθυμεί να υπαχθεί στο ευνοϊκό καθεστώς των επιχειρήσεων που λειτουργούν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Πράγματι, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι η σχετική αίτηση «πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις». Επομένως, δεν εναπόκειται στα κοινοτικά όργανα να αποδείξουν ότι ο παραγωγός-εξαγωγέας δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή στο εν λόγω καθεστώς. Αντιθέτως, στα κοινοτικά όργανα εναπόκειται να εκτιμήσουν αν τα προσκομισθέντα από τον παραγωγό-εξαγωγέα στοιχεία επαρκούν προς απόδειξη του ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού (απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψεις 53 και 54).

36      Επομένως, εάν υπάρχει αμφιβολία ως προς το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, διότι, ιδίως, ο οικείος παραγωγός-εξαγωγέας δεν παρέσχε ή δεν ήταν σε θέση να παράσχει τις απαραίτητες πληροφορίες ή διότι δεν συνεργάστηκε πλήρως κατά την έρευνα, και επομένως δεν κατέστη δυνατό για τα κοινοτικά όργανα να επαληθεύσουν αν υφίστανται ή όχι οι προϋποθέσεις της οικονομίας της αγοράς, η υπαγωγή στο ΚΟΑ δεν μπορεί να εγκριθεί.

37      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, στο πλαίσιο της εκτίμησης των νομικής και πολιτικής φύσεως πραγματικών καταστάσεων που εκδηλώνονται στη συγκεκριμένη χώρα, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τον καθορισμό του αν ο εισαγωγέας μπορεί να υπαχθεί σε ΚΟΑ. Επομένως, ο εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή έλεγχος των εκτιμήσεων των κοινοτικών οργάνων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του ότι τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, του ότι συνέβησαν πράγματι τα περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και του ότι δεν υπήρξε ούτε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ούτε κατάχρηση εξουσίας (βλ. απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψεις 48 και 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η υπαγωγή στο ΚΟΑ της προσφεύγουσας δεν εγκρίθηκε για τον λόγο ότι αυτή δεν απέδειξε ότι πληρούσε την προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού και, ειδικότερα, την προϋπόθεση που έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει ότι «οι επιχειρηματικές αποφάσεις για τιμές, κόστος και εισροές […] λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση».

39      Συγκεκριμένα, όπως τονίζει η προσφεύγουσα, από την ανακοίνωση της 5ης Δεκεμβρίου 2003 προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι πληρούνται τα λοιπά κριτήρια, του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, δεύτερη έως πέμπτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Εξάλλου, όσον αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή δεν υπέβαλε καμία ένσταση όσον αφορά το κόστος των κύριων εισροών το οποίο, κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει «να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά». Κατέληξε, αντιθέτως, ότι, όπου ήταν δυνατή η σύγκριση των τιμών των πρώτων υλών που παρέχονται στην εγχώρια αγορά με εισαγόμενες πρώτες ύλες, παρατηρήθηκαν μικρές διαφορές. Ομοίως, το Συμβούλιο παραδέχθηκε, με τα υπομνήματά του, ότι δεν εγκρίθηκε η υπαγωγή στο ΚΟΑ της προσφεύγουσας για τον λόγο ότι τα θεσμικά όργανα έκριναν ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι οι αποφάσεις της είχαν ληφθεί χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση.

40      Επομένως, η προσφεύγουσα είχε πλήρως ενημερωθεί για τους λόγους απόρριψης της αίτησής της περί υπαγωγής στο ΚΟΑ και, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει, η απουσία σαφούς αναφοράς στον προσβαλλόμενο κανονισμό όσον αφορά ποιο από τα κριτήρια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού δεν πληρούται δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μαρτυρεί έλλειψη αντικειμενικότητας και αμεροληψίας των κοινοτικών οργάνων. Εξάλλου, από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας προκύπτει σαφώς ότι έχει κατανοήσει πλήρως το αντικείμενο της απόρριψης της αίτησης περί υπαγωγής της στο ΚΟΑ.

41      Όπως προκύπτει από τον προσβαλλόμενο κανονισμό και όπως τονίζει το Συμβούλιο με τα υπομνήματά του, το συμπέρασμα των κοινοτικών οργάνων σύμφωνα με το οποίο η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι πληρούσε την προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού στηρίχθηκε, κατ’ ουσίαν, αφενός, σε εκτιμήσεις σχετικές με τον έλεγχο της προσφεύγουσας από το κράτος καθώς και σε εκτιμήσεις που αφορούν τον διορισμό και τη σύνθεση του διοικητικού της συμβουλίου (αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού) και, αφετέρου, στη διαπίστωση ότι το κράτος ασκεί σημαντικό έλεγχο, μέσω της διαδικασίας θεωρήσεως και ελέγχου των συμβάσεων εξαγωγής, στον καθορισμό των τιμών εξαγωγής του οικείου προϊόντος από την προσφεύγουσα (αιτιολογική σκέψη 14 του προσβαλλόμενου κανονισμού, όπως διευκρινίζεται από την αιτιολογική σκέψη 17 του ίδιου κανονισμού).

42      Πρέπει να σημειωθεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι ο πρώτος λόγος, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, συνίσταται κατ’ αρχάς στον ισχυρισμό ότι τα κοινοτικά όργανα δεν εξέτασαν αν οι αποφάσεις της προσφεύγουσας όσον αφορά τις τιμές και το κόστος των εισροών ελήφθησαν βάσει στοιχείων της αγοράς και χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση. Επομένως, οι αιτιάσεις αυτές αφορούν κυρίως τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού και, κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστούν εντός αυτού του πλαισίου. Πρέπει, στη συνέχεια, να εξεταστούν χωριστά οι αιτιάσεις που αφορούν την αμφισβήτηση της εκτίμησης εκ μέρους των κοινοτικών οργάνων των τιμών εξαγωγής.

 Επί των αιτιάσεων που αφορούν την εκτίμηση του Συμβουλίου όσον αφορά τον έλεγχο της προσφεύγουσας από το κράτος καθώς και τον διορισμό και τη σύνθεση του διοικητικού της συμβουλίου

43      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το Συμβούλιο, για να διαπιστώσει αν λειτουργούσε υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, εφάρμοσε ένα κριτήριο μη συμβατό με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι έχει παράσχει επαρκή στοιχεία για να αποδείξει ότι οι αποφάσεις της για τις τιμές και το κόστος των εισροών ελήφθησαν βάσει στοιχείων της αγοράς, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση στο θέμα αυτό και ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη δεόντως τα στοιχεία αυτά. Η προσφεύγουσα τονίζει, επομένως, ότι οι διαπιστώσεις που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού, σχετικά με τη μειοψηφική συμμετοχή του κράτους και τον διορισμό και τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι συμφωνούν με τα στοιχεία του φακέλου, δεν συνιστούν από μόνα τους στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν την άρνηση υπαγωγής της στο ΚΟΑ. Ωστόσο, η προσφεύγουσα αμφισβητεί επίσης την ακρίβεια της εκτίμησης του Συμβουλίου όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, υποστηρίζοντας ότι έρχονται σε αντίθεση με τα στοιχεία του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας.

44      Το Πρωτοδικείο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει τις αιτιάσεις αυτές από κοινού.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

45      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι αντεπεξήλθε πλήρως στο βάρος αποδείξεως προσκομίζοντας, από την έναρξη της έρευνας, επαρκή στοιχεία για την απόδειξη του ότι οι αποφάσεις της ελήφθησαν βάσει στοιχείων της αγοράς, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση επ’ αυτού.

46      Συναφώς, η προσφεύγουσα αναφέρεται στα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις τιμές της, τις δαπάνες της και την απόκτηση των εισροών. Προβάλλει ιδίως ότι απέδειξε ότι διαπραγματευόταν τις τιμές επί ίσοις όροις επιδιώκοντας να καλύπτει το συνολικό κόστος παραγωγής της εταιρίας και ταυτοχρόνως να εξασφαλίζει ένα λογικό κέρδος και ότι, όπως δέχθηκε η Επιτροπή με την ανακοίνωση της 5ης Δεκεμβρίου 2003, οι τιμές των εγχώριων και εισαγόμενων πρώτων υλών ήταν σχεδόν οι ίδιες, αποδεικνυομένου έτσι ότι προμηθευόταν πρώτες ύλες από την εγχώρια αγορά σε τιμές που αντικατοπτρίζουν τις τιμές της αγοράς.

47      Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι το Συμβούλιο δεν αναφέρει με τον προσβαλλόμενο κανονισμό ότι το κράτος παρενέβη σημαντικά στις εμπορικές αποφάσεις της. Ομοίως, ο φάκελος της έρευνας δεν περιλαμβάνει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι αποφάσεις της προσφεύγουσας όσον αφορά τις τιμές, το κόστος και τις εισροές δεν ελάμβαναν υπόψη στοιχεία της αγοράς, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση. Τονίζει, εξάλλου, ότι η Επιτροπή εξέτασε τα έγγραφα σχετικά με τις τιμές, το κόστος και τις προμήθειες των εισροών κατά τον επιτόπιο έλεγχο, ότι δεν διατύπωσε καμία αμφιβολία για την ακρίβειά τους και ότι τα στοιχεία αυτά δεν έχουν αμφισβητηθεί ή αντικρουστεί από τα συμπεράσματα των κοινοτικών οργάνων.

48      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η εκτίμηση του Συμβουλίου, στην αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού, σύμφωνα με την οποία «η εταιρία υπέκειτο σε μεγάλο βαθμό σε κρατικό έλεγχο και επιρροή», είναι ανεπαρκής σύμφωνα με το κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού και συνεπώς δεν μπορούσε βάσει αυτής να απορριφθεί η αίτηση περί υπαγωγής της στο ΚΟΑ.

49      Υπογραμμίζει ότι η διατύπωση της διάταξης αυτής επιβάλλει στα κοινοτικά όργανα να εκτιμήσουν αν τα προσκομισθέντα από τον παραγωγό-εξαγωγέα στοιχεία είναι επαρκή για να αποδείξουν ότι οι εμπορικές αποφάσεις του ελήφθησαν βάσει στοιχείων της αγοράς και χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση. Έτσι, η απουσία «σημαντικής κρατικής παρεμβάσεως» έπρεπε να εκτιμηθεί αντικειμενικά, συγκεκριμένα και με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία, «σε σχέση με» κάθε πλευρά των εμπορικών αποφάσεων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Κατά την άποψή της, δεδομένης της σημασίας της λέξης «παρέμβαση», κατάσταση στην οποία το κράτος είτε δεν παρεμβαίνει στις εμπορικές αποφάσεις είτε παρεμβαίνει μεν, αλλά δεν εμποδίζει να ληφθούν υπόψη στοιχεία της αγοράς, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, δεν συνιστά «παρέμβαση», υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Η προσφεύγουσα παρατηρεί, εξάλλου, ότι η διάταξη αυτή δέχεται την κρατική παρέμβαση εφόσον δεν είναι «σημαντική».

50      Επ’ αυτού, η Audace προσθέτει ότι, στα αγγλικά, η έννοια της «παρεμβάσεως» (interference) εμπεριέχει σαφώς ένα στοιχείο «παρεμβολής, χειραγώγησης ή πραγματικής ανάμειξης». Επισημαίνει ότι πρόκειται για «μεταβιβαστική έννοια» και ότι το κράτος πρέπει να παρέμβει «σε» (interfere with) μια απόφαση ή σε μια συγκεκριμένη πράξη, η οποία πρέπει να εμπίπτει σε μια από τις κατηγορίες του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Η διατύπωση της διάταξης αυτής στις άλλες επίσημες γλώσσες επιβεβαιώνει αυτή την ερμηνεία («intervention significative» στα γαλλικά και «Staatseingriffe» στα γερμανικά). Κατά την Audace, η έννοια αυτή δεν μπορεί βασίμως να εξομοιωθεί με τις έννοιες του «ελέγχου» ή της «επιρροής» που είναι «μη μεταβιβαστικές έννοιες», δεδομένου ότι το κράτος μπορεί να έχει κάποια επιρροή χωρίς ωστόσο να επιδρά αποτελεσματικά στην αλλαγή των αποφάσεων ή των πράξεων. Επιπλέον, η χρήση της φράσης «ως προς το θέμα αυτό» συνδέει την παρέμβαση με αποφάσεις που αφορούν τις τιμές και το κόστος των εισροών.

51      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι το κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού δεν είναι ο έλεγχος και θεωρεί, επομένως, ότι η μειοψηφική συμμετοχή του κράτους δεν αποτελεί παράγοντα που να επιτρέπει το συμπέρασμα ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση που ορίζει η διάταξη αυτή. Υποστηρίζει, εξάλλου ότι, με καμία δημοσιευθείσα απόφαση, δεν απορρίφθηκε η έγκριση υπαγωγής στο ΚΟΑ λόγω μειοψηφικής συμμετοχής του κράτους ή λόγω κρατικών εταιριών και η Επιτροπή έπρεπε να εκτιμήσει κατά την έρευνα ότι η εν λόγω συμμετοχή δεν αποτελούσε εμπόδιο για την έγκριση υπαγωγής στο ΚΟΑ, εφόσον, σε αντίθετη περίπτωση, ο επιτόπιος έλεγχος που πραγματοποίησε δεν θα είχε κανένα νόημα.

52      Ομοίως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ορθότητα των ισχυρισμών των κοινοτικών οργάνων που αφορούν τον διορισμό και τη σύνθεση του διοικητικού της συμβουλίου. Τονίζει, ως προς τον υποτιθέμενο διορισμό του διοικητικού συμβουλίου από τους μετόχους που υπάγονται στον δημόσιο τομέα, ότι το γεγονός ότι η πλειονότητα των λοιπών μετόχων δεν συμμετέχει στην ετήσια συνέλευση δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι το κράτος ασκεί σημαντική παρέμβαση στις εμπορικές αποφάσεις της. Προβάλλει επίσης ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν αντιπροσωπεύουν ένα συγκεκριμένο μέτοχο και δεν παρεμβαίνουν στις αποφάσεις της εταιρίας σχετικά με τις τιμές, το κόστος και τις εισροές. Η παρέμβαση αυτή θα ήταν αντίθετη τόσο προς την κινεζική νομοθεσία για τις εμπορικές εταιρίες όσο και προς το καταστατικό της προσφεύγουσας. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η παρουσία στο διοικητικό συμβούλιο δημοσίων υπαλλήλων ή προσώπων που προέρχονται από δημόσιες επιχειρήσεις δεν αποτελεί στοιχείο που επιτρέπει από μόνο του να συναχθεί ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

53      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ερμηνεία του Συμβουλίου σημαίνει ότι, στην πράξη, λόγω της μειοψηφικής συμμετοχής του κράτους, πολλές κινεζικές εμπορικές εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, με σύγχρονη και ορθή διαχείριση, δεν θα ήταν σε θέση να αποδείξουν ότι «επικρατούν συνθήκες αγοράς για έναν ή περισσότερους παραγωγούς που υπόκεινται σε έρευνα, σε σχέση με την παραγωγή και την πώληση του σχετικού προϊόντος», γεγονός που είναι αντίθετο προς τον σκοπό που επιδιώχθηκε με τη θέσπιση του κανονισμού 905/98. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του νεοσύστατου και επιτυχούς είδους κινεζικής εταιρίας, εισηγμένης στο χρηματιστήριο, η οποία λειτουργεί χωρίς περιορισμούς, υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, με στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών και της αξίας των μερισμάτων που διανέμονται στους μετόχους. Υποστηρίζει, εξάλλου, ότι σημαντικές συμμετοχές του κράτους σε εταιρίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδεικνύουν ότι η ύπαρξη του κράτους ως μετόχου δεν συνεπάγεται παρέμβαση στις αποφάσεις της εταιρίας. Ομοίως, πρόσωπα που έχουν σχέση με τον δημόσιο τομέα συμμετέχουν σε πολλές από τις πλέον ανταγωνιστικές εταιρίες της Ένωσης.

54      Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η μειοψηφική συμμετοχή του κράτους είναι σημαντική, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, τούτο δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την απόρριψη της αίτησης περί υπαγωγής της στο ΚΟΑ εν προκειμένω, δεδομένου ότι τα στοιχεία που προσκόμισε αποδεικνύουν ότι οι μέτοχοι δεν παρεμβαίνουν στις αποφάσεις της εταιρίας σχετικά με τις τιμές, το κόστος και τις εισροές και η συμμετοχή του κράτους δεν τους εμπόδιζε να λάβουν υπόψη τα στοιχεία της αγοράς όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι δεν αναλύθηκε και δεν αντικρούσθηκε από τα κοινοτικά όργανα με τα υπομνήματά τους καμία από τις παρατηρήσεις της σχετικά με τις «εγγυήσεις» που εμποδίζουν το κράτος να παρέμβει στις αποφάσεις της. Η προσέγγιση αυτή έρχεται σε αντίθεση προς τη συνήθη πρακτική των κοινοτικών οργάνων, σύμφωνα με την οποία εκτιμούν λεπτομερώς, ακόμη και στην περίπτωση εταιριών που ανήκουν εξ ολοκλήρου ή κατά πλειοψηφία στο κράτος, τα μέτρα που έλαβε η εταιρία για την πρόληψη της παρεμβάσεως του κράτους υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες.

55      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ακρίβεια, όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, των ισχυρισμών των κοινοτικών οργάνων.

56      Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των κοινοτικών οργάνων, η κατοχή από το κράτος μιας μειοψηφικής συμμετοχής στο κεφάλαιό της δεν του παρέχει τη δυνατότητα, ούτε εκ των πραγμάτων ούτε εκ του νόμου, να την ελέγχει, εφόσον, όπως αποδείχθηκε κατά την έρευνα, οι εφαρμοστέες ρυθμίσεις και το καταστατικό της περιέχουν εγγυήσεις που εμποδίζουν την παρέμβαση των μετόχων που υπάγονται στον δημόσιο τομέα στις επιχειρηματικές αποφάσεις ή στη διαχείριση της εταιρίας και τους απαγορεύουν να προσβάλλουν τα δικαιώματα και τα νόμιμα συμφέροντα της εταιρίας και των άλλων μετόχων. Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η συμμετοχή ενός των μετόχων που υπάγονται στον δημόσιο τομέα προέκυψε από μια συνήθη εμπορική συναλλαγή.

57      Δεύτερον, όπως απέδειξε η προσφεύγουσα κατά την έρευνα, τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου δεν διορίζονται από το κράτος, αντίθετα προς ό,τι αναφέρει το Συμβούλιο με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, αλλά εκλέγονται από τη γενική συνέλευση. Όπως επίσης εξήγησε η προσφεύγουσα, η κινεζική νομοθεσία περί εταιριών, το καταστατικό της και οι κανόνες για την εισαγωγή των εταιριών στο Χρηματιστήριο της Σαγκάης «προστατεύουν» αυτήν και τους μετόχους της από μια τέτοια παρέμβαση.

58      Τρίτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον ισχυρισμό του Συμβουλίου ότι «οι περισσότεροι διευθύνοντες σύμβουλοι ήταν είτε κρατικοί υπάλληλοι είτε υπάλληλοι κρατικών επιχειρήσεων». Συναφώς, προβάλλει ότι απέδειξε, αφενός, ότι κανείς από τους διευθύνοντες συμβούλους ή τα διευθυντικά στελέχη δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος και ότι η κινεζική νομοθεσία περί εμπορικών εταιριών, που έχει συμπεριληφθεί στο καταστατικό της, απαγορεύει στους δημοσίους υπαλλήλους να ασκούν καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου, ελεγκτή ή διευθυντή εταιρίας και, αφετέρου, ότι μόνο δύο διευθύνοντες σύμβουλοι (επί συνόλου εννέα) ήσαν διευθυντές εταιριών που ανήκαν στο κράτος, εν προκειμένω δύο εταιριών μετόχων της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα, σε απάντηση προς τα επιχειρήματα που προέβαλε το Συμβούλιο με το υπόμνημα αντικρούσεως, προβάλλει ότι είναι εσφαλμένη η εκτίμηση ότι οι διευθύνοντες σύμβουλοί της είχαν σχέση με το κράτος απλώς και μόνον επειδή εργάζονταν σε αυτό ή επειδή ήσαν καθηγητές πανεπιστημίων, δηλαδή δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

59      Τέλος, η προσφεύγουσα και η Audace αμφισβητούν τα επιχειρήματα που προέβαλε το Συμβούλιο κατά τη διάρκεια της δίκης για να δικαιολογήσει την προσέγγισή του.

60      Έτσι, πρώτον, ως προς το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέχουν τη δυνατότητα να εξεταστεί αν οι «επιχειρηματικές πράξεις» της προσφεύγουσας διενεργήθηκαν βάσει στοιχείων της αγοράς είναι αλυσιτελή όσον αφορά την κρατική παρέμβαση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τη νομολογία και την πρακτική των κοινοτικών οργάνων προκύπτει ότι κάθε περίπτωση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, αποτελεί προϋπόθεση που αφορά ένα μόνο σύνολο πραγματικών περιστατικών που πρέπει να εξεταστούν από κοινού. Οι πέντε περιπτώσεις αυτού του άρθρου αφορούν πέντε κύριες πλευρές των ουσιωδών χαρακτηριστικών που διαθέτουν απαραίτητα οι επιχειρήσεις που λειτουργούν σε σύστημα οικονομίας της αγοράς. Η προϋπόθεση που ορίζεται στην πρώτη περίπτωση έχει σχέση με τον τρόπο με τον οποίο η οικεία επιχείρηση λαμβάνει τις εμπορικές αποφάσεις της και αποσκοπεί στο να αξιολογηθεί εάν αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται «από την επιχείρηση και για τις υποθέσεις» ή εάν «επηρεάζονται» από άλλες θεωρήσεις που επικρατούν σε συστήματα που δεν βασίζονται στην οικονομία της αγοράς. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, επομένως, αν στην υπό κρίση υπόθεση τα κοινοτικά όργανα αναγνωρίζουν ότι οι αποφάσεις της «λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση» και ότι «το κόστος των σημαντικότερων εισροών εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά», υφίσταται τεκμήριο ότι οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται «χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση στον τομέα αυτόν», τούτο δε κατά μείζονα λόγο εφόσον ο φάκελος δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει το αντίθετο και εφόσον πληρούνται καθ’ ολοκληρίαν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στις τέσσερις άλλες περιπτώσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού.

61      Η Audace υπογραμμίζει επίσης ότι σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού είναι να καθορίσει τα κριτήρια που θα παρέχουν τη δυνατότητα να προσδιοριστεί αν οι οικείες επιχειρήσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζονται οι εταιρίες που λειτουργούν σε οικονομία της αγοράς, όσον αφορά τον καθορισμό της κανονικής αξίας των προϊόντων. Τελικώς, σημαντικό για την εκτίμηση αυτή είναι εάν οι αποφάσεις των εν λόγω εταιριών λαμβάνονται βάσει της αγοράς. Έτσι, κατά την Audace, τα κοινοτικά όργανα πρέπει να ελέγχουν εάν η επιρροή του κράτους έχει ως αποτέλεσμα την «επιρροή στις σχετικές αποφάσεις», έτσι ώστε να μην υπόκεινται στους νόμους της αγοράς. Η Audace θεωρεί ότι η ερμηνεία του Συμβουλίου δεν είναι συμβατή με τον στόχο αυτόν.

62      Δεύτερον, όσον αφορά τον ισχυρισμό του Συμβουλίου ότι δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί αν το κράτος παρενέβη σε συγκεκριμένες εμπορικές αποφάσεις, διότι «η ΛΔΚ παραμένει πάντοτε μία χώρα που δεν διαθέτει οικονομία της αγοράς, στην οποία ελάχιστες μόνον εταιρίες λειτουργούν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς», η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι το 1998 το Συμβούλιο αναγνώρισε επισήμως την ουσιαστική εξέλιξη της κινεζικής οικονομίας, δικαιολογώντας την τροποποίηση του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την πρακτική που ακολουθούν τα κοινοτικά όργανα κατά την έκδοση αποφάσεων, η έγκριση υπαγωγής στο ΚΟΑ των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στη ΛΔΚ κάθε άλλο παρά ως εξαίρεση εφαρμόζεται. Η Audace προσθέτει επ’ αυτού ότι σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού είναι να παράσχει τη δυνατότητα σε Κινέζους εξαγωγείς που διαθέτουν τα προσόντα, ακόμη και αν είναι ελάχιστοι, να αποδείξουν κατά περίπτωση ότι υπόκεινται στους νόμους της οικονομίας της αγοράς, δεδομένου ότι η ΛΔΚ είναι μέλος του ΠΟΕ. Η προσέγγιση του Συμβουλίου φαίνεται να παραποιεί τη διαδικασία αυτή και να προδικάζει την απάντηση που πρέπει να δοθεί.

63      Τρίτον, απαντώντας στα επιχειρήματα του Συμβουλίου σχετικά με το βάρος αποδείξεως που φέρει ο οικείος εξαγωγέας και το περιθώριο εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι τα όρια των εξουσιών του Συμβουλίου έχουν σαφώς καθοριστεί από τη νομολογία και προβάλλει, ειδικότερα, ότι μεταξύ των εγγυήσεων που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη καταλέγεται η υποχρέωση του κοινοτικού οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα σχετικά με την κρινόμενη περίπτωση στοιχεία, το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να προβάλλει την άποψή του, καθώς και το δικαίωμά του να δει την απόφαση επαρκώς αιτιολογημένη. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, εν προκειμένω, τα κοινοτικά όργανα δεν τήρησαν προδήλως τις προϋποθέσεις αυτές και, συνεπώς, η εκτίμηση εκ μέρους τους των πραγματικών περιστατικών δεν ήταν ορθή.

64      Τέταρτον, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει το Συμβούλιο με το υπόμνημα αντικρούσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, του βασικού κανονισμού δεν πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά και ότι η προσέγγιση των κοινοτικών οργάνων πρέπει να είναι ευέλικτη και ανοιχτή στο ενδεχόμενο ότι ακόμη περισσότερες επιχειρήσεις θα πληρούν τα κριτήρια του ΚΟΑ. Επισημαίνει, συγκεκριμένα, ότι η διάταξη αυτή αποτελεί «εξαίρεση της εξαιρέσεως», δηλαδή εξαίρεση από τη μέθοδο της ανάλογης χώρας, η οποία δυνάμει του βασικού κανονισμού και της συμφωνίας αντιντάμπινγκ αποτελεί επίσης εξαίρεση από την κύρια μέθοδο καθορισμού της κανονικής αξίας. Επιπλέον, βάσει του πρωτοκόλλου για την προσχώρηση της ΛΔΚ στον ΠΟΕ, που επισυνάπτεται στην απόφαση της υπουργικής διάσκεψης του ΠΟΕ της 10ης Νοεμβρίου 2001 (WT/L/432 της 23ης Νοεμβρίου 2001, στο εξής: πρωτόκολλο προσχώρησης της ΛΔΚ στον ΠΟΕ), πρόκειται για προσωρινή και μεταβατική λύση.

65      Τέλος, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, επίσης, τα επιχειρήματα του Συμβουλίου σύμφωνα με τα οποία οι αναφορές των εταιριών στην κινεζική νομοθεσία είναι αλυσιτελείς. Θεωρεί ότι υπονομεύουν τις προσπάθειες της ΛΔΚ να εγκαθιδρύσει οικονομία της αγοράς και έρχονται σε αντίθεση προς τους λόγους καθιέρωσης του ΚΟΑ στον βασικό κανονισμό. Υποστηρίζει, εξάλλου, ότι αυτή η νομοθεσία θεσπίστηκε πρόσφατα και επιβάλλει κανόνες όμοιους με εκείνους που ισχύουν στις κυριότερες σύγχρονες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των νομοθεσιών διαφόρων κρατών μελών της Κοινότητας.

66      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού που προτείνουν η προσφεύγουσα και η Audace είναι εσφαλμένη και ότι τα κοινοτικά όργανα χρησιμοποίησαν εν προκειμένω την ορθή μέθοδο. Υπογραμμίζει, ιδίως, ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι η μέθοδος προσδιορισμού της κανονικής αξίας του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού συνιστά εξαίρεση από την ειδική μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, και ότι, συνεπώς, πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά. Εξάλλου, υπενθυμίζει ότι το βάρος της αποδείξεως για το ότι πληρούνται όλα αυτά τα κριτήρια το φέρει ο συγκεκριμένος παραγωγός και ότι τα κοινοτικά όργανα έχουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την έγκριση υπαγωγής στο ΚΟΑ.

67      Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η «σημαντική κρατική παρέμβαση» υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού δεν προϋποθέτει την εξέταση από τα κοινοτικά όργανα του αν υπήρξε κρατική παρέμβαση σε συγκεκριμένες εμπορικές αποφάσεις, όταν το ίδιο το κράτος λαμβάνει τέτοιες αποφάσεις ή αν δεν επιτρέπει να ληφθούν. Αρκεί να αποδειχθεί ότι το κράτος ασκεί σημαντικό έλεγχο στον εξαγωγέα στη ΛΔΚ.

68      Συναφώς, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι η ΛΔΚ εξακολουθεί να είναι μία χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς, στην οποία ορισμένες μόνον εταιρίες λειτουργούν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Θεωρεί, επομένως, ότι, για να αποδειχθεί ότι το κράτος παρεμβαίνει στις εμπορικές αποφάσεις, αρκεί να αποδειχθεί ότι έχει σημαντικό μερίδιο στο σύνολο της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της εταιρίας. Η παρέμβαση αυτή μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής στις συνελεύσεις των μετόχων και στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

69      Συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη του Συμβουλίου, εάν το κράτος ελέγχει μια εταιρία, παρεμβαίνει επίσης στις αποφάσεις της, ακόμη κι αν δεν «αναμιγνύεται» στις αποφάσεις της ή δεν τις «χειραγωγεί» ούτε τις «επηρεάζει», όπως απαιτεί η Audace. Στην περίπτωση αυτή, οι αποφάσεις της εταιρίας είναι αποφάσεις που λαμβάνονται από το κράτος υπό τη γενική εποπτεία που ασκεί και πρόκειται κατ’ ανάγκη για αποφάσεις του είδους των αποφάσεων του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Συνεπώς, κατά το Συμβούλιο, εάν η κατοχή μετοχών από το κράτος μεταφράζεται σε κρατικό έλεγχο, οδηγεί επίσης σε κρατική παρέμβαση η οποία εξ ορισμού είναι σημαντική.

70      Το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, η κρατική παρέμβαση και οι τιμές υπό συνθήκες αγοράς αποτελούν δύο διαφορετικά ζητήματα και οι προϋποθέσεις της εγκρίσεως υπαγωγής στο ΚΟΑ δεν έχουν ως μοναδικό σκοπό να ελέγξουν αν οι τιμές και το κόστος αντανακλούν τις τιμές της αγοράς. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη χρήση του συμπλεκτικού συνδέσμου «και» στη διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, ο εξαγωγέας πρέπει να αποδείξει δύο διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, πρώτον, ότι οι αποφάσεις του ελήφθησαν βάσει των στοιχείων της αγοράς και, δεύτερον, ότι οι αποφάσεις του ελήφθησαν χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση. Το Συμβούλιο ισχυρίζεται, επομένως, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις τιμές συγκεκριμένων πράξεων είναι αλυσιτελή όσον αφορά το θέμα της κρατικής επιρροής και δεν αντικρούουν τους ισχυρισμούς που προβάλλει προς τούτο η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής.

71      Το Συμβούλιο θεωρεί, εξάλλου, ότι, αν απαιτούνταν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με συγκεκριμένες εμπορικές αποφάσεις, τούτο θα καθιστούσε πρακτικά αδύνατη για τον εξαγωγέα την απόδειξη για το ότι πληρούται το πρώτο κριτήριο. Συνεπώς, αρκεί, κατ’ αρχήν, να αποδείξει ο εξαγωγέας, γενικώς, ότι δεν ελέγχεται από το κράτος και ότι λειτουργεί χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, διότι τούτο συνεπάγεται επίσης ότι το κράτος δεν επεμβαίνει στις εμπορικές αποφάσεις του.

72      Εξάλλου, το Συμβούλιο αμφισβητεί την ύπαρξη πάγιας πρακτικής σύμφωνα με την οποία τα κοινοτικά όργανα εκτιμούν λεπτομερώς τα μέτρα που λαμβάνει ο εξαγωγέας που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας για να εμποδίσει την κρατική παρέμβαση. Εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε κατά την έρευνα ότι είχε όντως λάβει μέτρα για να εμποδίσει μία κρατική επιρροή. Τονίζει ότι μέτρα που θα μπορούσαν να είναι κατάλληλα προς τούτο είναι π.χ. μέτρα σχετικά με τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου (ώστε τα μέλη του να μην είναι ούτε δημόσιοι υπάλληλοι ούτε πρόσωπα συνδεόμενα με το κράτος) ή μέτρα για τους κανόνες της ψηφοφορίας (εμποδίζοντας τον μέτοχο του δημόσιου τομέα να δημιουργήσει μειοψηφία αρνησικυρίας, γεγονός που θα παρείχε τη δυνατότητα στην πλειοψηφία των ιδιωτών μετόχων να ελέγχουν την εταιρία). Πάντως, το μοναδικό μέτρο στο οποίο αναφέρεται η προσφεύγουσα είναι η κινεζική νομοθεσία περί εταιριών, το οποίο δεν είναι μέτρο που έλαβε η προσφεύγουσα. Στην πραγματικότητα, κατά την άποψη του Συμβουλίου, αν η κινεζική νομοθεσία περί εταιριών μπορούσε, από μόνη της, να εμποδίσει την κρατική επιρροή, όλες οι ελεγχόμενες από το κράτος εταιρίες θα μπορούσαν βάσει της νομοθεσίας αυτής να ζητήσουν την έγκριση υπαγωγής στο ΚΟΑ, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί στην πράξη άνευ αντικειμένου η εκτίμηση του καθεστώτος αυτού.

73      Όσον αφορά τη σύγκριση της κατάστασης της προσφεύγουσας με την κατάσταση μιας επιχείρησης σε χώρα με οικονομία της αγοράς, το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι η προσφεύγουσα δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η ΛΔΚ είναι χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς και ότι, στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις που ελέγχονται από το κράτος δεν λειτουργούν εξ ορισμού υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

74      Το Συμβούλιο προσθέτει ότι το γεγονός ότι η κρατική συμμετοχή στο σύνολο της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων μπορεί να συνιστά «παρέμβαση», υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, εξαρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε περίπτωσης. Εν προκειμένω, τα κοινοτικά όργανα κατέληξαν ότι οι λόγοι απόρριψης που παρατίθενται με τον προσβαλλόμενο κανονισμό αρκούσαν, «θεωρούμενοι συνολικώς», για να συναχθεί ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι λειτουργούσε χωρίς κρατική παρέμβαση.

75      Τέλος, το Συμβούλιο προβάλλει, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι οι λόγοι που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού τεκμηριώνονται από τον φάκελο της διοικητικής διαδικασίας.

76      Πρώτον, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι το συμπέρασμα των κοινοτικών οργάνων ότι το κράτος είχε τον έλεγχο της προσφεύγουσας, ακόμη και αν δεν κατείχε την πλειοψηφία των μετοχών, στηριζόταν σε εκτίμηση της κατανομής των μετοχών. Συγκεκριμένα, η κρατική συμμετοχή (40,98 %) είχε υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, κατανεμόμενη μεταξύ τριών μόνο δημοσίων επιχειρήσεων, ενώ η ιδιωτική συμμετοχή (59,02 %) ήταν σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμένη, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα στους μετόχους του δημόσιου τομέα να ελέγχουν τις συνελεύσεις των μετόχων. Εξάλλου, το γεγονός ότι η άνιση κατανομή της κρατικής συμμετοχής σε σχέση με την ιδιωτική συμμετοχή παρείχε στο κράτος τη δυνατότητα ελέγχου της εταιρίας επιβεβαιώνεται από τον τρόπο με τον οποίο εκπροσωπήθηκαν οι μέτοχοι κατά την ετήσια συνέλευση που πραγματοποιήθηκε κατά την έρευνα, κατά τη διάρκεια της οποίας το 90 % των μετοχών που εκπροσωπήθηκαν ανήκαν στο κράτος ή στις δημόσιες επιχειρήσεις.

77      Δεύτερον, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι, εφόσον τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας είχαν εκλεγεί από συνελεύσεις μετόχων, οι οποίες, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, ελέγχονταν από μετόχους του δημόσιου τομέα, επομένως, de facto, οι μέτοχοι αυτοί διόρισαν το διοικητικό συμβούλιο.

78      Τρίτον, όσον αφορά τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου, το Συμβούλιο προβάλλει ότι, όπως σαφώς προκύπτει από πίνακα που προσκόμισε η προσφεύγουσα με το έγγραφο της 10ης Σεπτεμβρίου 2003 απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, δύο μόνον από τα εννέα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν είχαν σχέση με το κράτος. Όλοι οι υπόλοιποι απασχολούνταν σε δημόσιες ή ελεγχόμενες από το κράτος επιχειρήσεις ή φορείς. Πάντως, σε χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς, πρέπει να υποτεθεί ότι το κράτος ελέγχει όλες τις οικονομικές δραστηριότητες και είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό πως οι απασχολούμενοι σε δημόσιους ή ελεγχόμενους από το κράτος φορείς μπορούν να μην εξαρτώνται από τον εργοδότη τους, δηλαδή από το κράτος, και να μην ενεργούν ως δημόσιοι υπάλληλοι.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

79      Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, με την αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο διαπίστωσε τα εξής:

«Μολονότι η πλειονότητα των μετοχών της εταιρίας ανήκε σε ιδιώτες, διαπιστώθηκε ότι η εταιρία ήταν υπό κρατικό έλεγχο, λόγω του μεγάλου κατακερματισμού των μη κρατικών μεριδίων, καθώς και λόγω του γεγονότος ότι το δημόσιο κατείχε σαφώς το μεγαλύτερο πακέτο μετοχών. Επιπλέον, το διοικητικό συμβούλιο είχε ουσιαστικά οριστεί από τους κρατικούς μετόχους και οι περισσότεροι διευθύνοντες σύμβουλοι ήταν είτε κρατικοί υπάλληλοι, είτε υπάλληλοι κρατικών επιχειρήσεων. Κατά συνέπεια, διαπιστώθηκε ότι η εταιρία υπέκειτο σε μεγάλο βαθμό σε κρατικό έλεγχο και επιρροή.»

80      Πρέπει να επισημανθεί εισαγωγικά ότι, αντιθέτως προς όσα υπονοεί η προσφεύγουσα (βλ. σκέψη 56 ανωτέρω), τα κοινοτικά όργανα ουδόλως ισχυρίστηκαν, ούτε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό ούτε κατά την έρευνα, ότι το κράτος είχε άμεση ανάμειξη στις αποφάσεις που αφορούσαν την καθημερινή διαχείριση, ότι οι μέτοχοι του δημόσιου τομέα επηρέαζαν τα δικαιώματα και τα νόμιμα συμφέροντα της εταιρίας και των λοιπών μετόχων ή ότι ο τρόπος με τον οποίο το κράτος είχε αποκτήσει τη συμμετοχή του δεν ήταν σύμφωνος με τις συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Εκτός από τους ισχυρισμούς σχετικά με το διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας, τα κοινοτικά όργανα περιορίστηκαν στη διαπίστωση της ύπαρξης κρατικού ελέγχου στηριζόμενα σε σκέψεις που αφορούν την κατανομή της εταιρικής συμμετοχής της προσφεύγουσας, χωρίς να αποφανθούν ιδίως επί του πώς είχε ασκηθεί ή πώς μπορούσε να ασκηθεί στην πράξη ο έλεγχος αυτός. Πάντως, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του Συμβουλίου ότι οι συνελεύσεις των μετόχων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αποφάσιζαν για τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου, ελέγχονταν από μετόχους του δημόσιου τομέα.

81      Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν η διαπίστωση της υπάρξεως ενός τέτοιου κρατικού ελέγχου μπορούσε να δικαιολογήσει την άρνηση υπαγωγής σε ΚΟΑ.

82      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι ο «έλεγχος» ή η «επιρροή» του κράτους δεν αποτελεί προϋπόθεση που προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Πρέπει επομένως να εξακριβωθεί αν, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, ο κρατικός έλεγχος, που διαπιστώθηκε εν προκειμένω, συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την ύπαρξη «σημαντικής παρεμβάσεως» εκ μέρους του κράτους κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

83      Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού απαιτεί από τον ενδιαφερόμενο παραγωγό-εξαγωγέα, για να μπορέσει να υπαχθεί στο ΚΟΑ, να προσκομίσει ιδίως επαρκείς αποδείξεις για το ότι «οι επιχειρηματικές αποφάσεις για τιμές, κόστος και εισροές, π.χ. πρώτες ύλες, τεχνολογία, εργατικό δυναμικό, εκροές, πωλήσεις και επενδύσεις, λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση».

84      Από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής προκύπτει σαφώς ότι η ύπαρξη ή μη σημαντικής κρατικής παρεμβάσεως μπορεί να εκτιμηθεί με γνώμονα τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι «επιχειρηματικές αποφάσεις για τιμές, κόστος και εισροές». Συγκεκριμένα, απαιτεί εκ μέρους του ενδιαφερόμενου παραγωγού-εξαγωγέα να αποδείξει ότι οι αποφάσεις του λαμβάνονται, αφενός, «βάσει στοιχείων από την αγορά» και, αφετέρου, «χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση». Εξάλλου, η χρήση της λέξης «συναφώς» ενισχύει ακόμη περισσότερο τον σύνδεσμο μεταξύ των σχετικών αποφάσεων και της κρατικής παρεμβάσεως. Επομένως, κρατική συμπεριφορά που δεν μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις αυτές δεν συνιστά «σημαντική παρέμβαση» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

85      Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της διατυπώσεως της διατάξεως αυτής, του σκοπού και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, η έννοια της «σημαντικής κρατικής παρεμβάσεως» δεν μπορεί να εξομοιωθεί με οποιαδήποτε επιρροή στις δραστηριότητες μιας επιχείρησης ή με οποιαδήποτε συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, αλλά πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μία πράξη των δημόσιων αρχών που μπορεί να καταστήσει τις αποφάσεις της ασυμβίβαστες με τις συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

86      Συγκεκριμένα, η χρήση της φράσης «σημαντική παρέμβαση» μαρτυρεί τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη να επιτρέψει ένα βαθμό κρατικής επιρροής στις δραστηριότητες μιας επιχείρησης ή ανάμειξης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων η οποία δεν θα έχει αντίκτυπο στον τρόπο λήψεως αποφάσεων που αφορούν τις τιμές και το κόστος των εισροών.

87      Πρέπει να τονιστεί, επίσης, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, και γ΄, του βασικού κανονισμού, οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη έως πέμπτη περίπτωση, έχουν ως σκοπό τον προσδιορισμό των παραγωγών, που αποτελούν αντικείμενο έρευνας αντιντάμπινγκ, οι οποίοι «υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς […] όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του σχετικού ομοειδούς προϊόντος» (άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού· βλ. επίσης πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 905/98) και οι οποίοι «λειτουργ[ούν] υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς» (άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού). Εξάλλου, η εφαρμογή των κανόνων του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού προϋποθέτει ότι είναι διαθέσιμα ορισμένα στοιχεία, όπως οι τιμές που καταβλήθηκαν ή θα καταβληθούν, το κόστος παραγωγής και οι πωλήσεις «κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις» όσον αφορά κυρίως το προϊόν που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας (άρθρο 2, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού). Υπό τις συνθήκες αυτές, τα κριτήρια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού επιτάσσουν οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να ενταχθούν στο ΚΟΑ να λειτουργούν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και οι τιμές, οι δαπάνες και η λογιστική καταγραφή των επιχειρήσεων να είναι αξιόπιστες (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2003, T‑255/01, Changzhou Hailong Electronics & Light Fixtures και Zhejiang Yankon κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II‑4741, σκέψη 41).

88      Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι η επίμαχη προϋπόθεση στοχεύει να ελέγξει κατά πόσον οι σχετικές αποφάσεις των οικείων παραγωγών-εξαγωγέων καθορίζονται από καθαρά εμπορικά κριτήρια, που χαρακτηρίζουν την επιχείρηση που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ή αν στρεβλώνονται από άλλα κριτήρια, που χαρακτηρίζουν οικονομίες καθοριζόμενες από το κράτος.

89      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ορθώς το Συμβούλιο επισημαίνει ότι, για τους σκοπούς της ερμηνείας και της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα κράτη που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού δεν θεωρούνται κράτη που έχουν οικονομία της αγοράς, και τούτο παρά τις μεταρρυθμίσεις που συντελέσθηκαν (βλ., συναφώς, απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψεις 51 και 52). Πρόκειται για εκτίμηση του κοινοτικού νομοθέτη ως προς την οικονομική, τη νομική και την πολιτική κατάσταση στις εν λόγω τρίτες χώρες, η οποία ρητώς αναγνωρίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού και η οποία δικαιολογεί την ειδική μεταχείριση που επιφυλάσσεται στις εισαγωγές από τα κράτη αυτά όσον αφορά τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Πρέπει να υποτεθεί, επομένως, ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργούν οι εν λόγω επιχειρήσεις στις χώρες αυτές δεν είναι όμοιες, εκτός αντιθέτου αποδείξεως, με τις συνθήκες που υπάρχουν στις χώρες με οικονομία της αγοράς.

90      Έτσι, ειδικότερα, υπό τις συνθήκες χώρας χωρίς οικονομία της αγοράς, το γεγονός ότι μια εταιρία εγκατεστημένη στη χώρα αυτή ελέγχεται από το κράτος μπορεί να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς αν το εν λόγω κράτος δεν υπερβαίνει τον ρόλο του συνήθη μετόχου που σέβεται τους κανόνες της αγοράς και αν η διαχείριση της εταιρίας είναι αρκούντως ανεξάρτητη από το κράτος ώστε να μπορεί να λάβει αυτόνομες αποφάσεις όσον αφορά τις τιμές και το κόστος των εισροών βάσει των στοιχείων της αγοράς που αντανακλούν την προσφορά και τη ζήτηση. Πρέπει να αναφερθεί, εξάλλου, ότι όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο «λαμβάνονται» οι αποφάσεις των επιχειρήσεων, ο κοινοτικός νομοθέτης έθεσε ειδικώς ως προϋπόθεση η διαδικασία λήψεως αποφάσεων της οικείας επιχειρήσεως να είναι ελεύθερη από κάθε σημαντική παρέμβαση εκ μέρους του κράτους. Έτσι, στην επιχείρηση εναπόκειται να αποδείξει ότι οι αποφάσεις της που αφορούν τις τιμές και το κόστος των εισροών λαμβάνονται αυτόνομα, καθορίζονται από κριτήρια που χαρακτηρίζουν την οικονομία της αγοράς, δηλαδή μεταξύ άλλων από τη μεγιστοποίηση του κέρδους, και δεν επηρεάζονται από κριτήρια που χαρακτηρίζουν κρατικές αρχές. Πάντως, η λήψη αυτόνομων αποφάσεων, καθοριζόμενων με εμπορικά κριτήρια, αποτελεί, κατ’ αρχήν, χαρακτηριστικό του ιδιωτικού τομέα και, επομένως, θεμιτώς τα κοινοτικά όργανα, στο πλαίσιο της άσκησης της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν στον τομέα αυτόν, λαμβάνουν υπόψη, κατά την έρευνα των αποδείξεων που προσκομίζει ο οικείος εξαγωγέας, την περίπτωση να ελέγχεται η ενδιαφερόμενη επιχείρηση από το κράτος.

91      Ωστόσο, ο κρατικός έλεγχος, όπως διαπιστώθηκε εν προκειμένω, δεν είναι από μόνος του ασύμβατος με το να λαμβάνει η οικεία επιχείρηση εμπορικές αποφάσεις σύμφωνες με τις συνθήκες οικονομίας της αγοράς και δεν σημαίνει, ιδίως, ότι οι αποφάσεις της που αφορούν τις τιμές και το κόστος των εισροών καθορίζονται από κριτήρια διαφορετικά από εκείνα μιας επιχείρησης που λειτουργεί υπό τέτοιες συνθήκες.

92      Πάντως, η προσέγγιση που προέβαλε το Συμβούλιο κατά τη διάρκεια της δίκης, η οποία προκύπτει επίσης από την αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού, σύμφωνα με την οποία ο κρατικός έλεγχος εξομοιώνεται με «σημαντική κρατική παρέμβαση» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού οδηγεί στον αποκλεισμό, κατ’ αρχήν, των εταιριών που ελέγχονται από το κράτος από το ευεργέτημα της υπαγωγής στο ΚΟΑ, ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου πραγματικού, νομικού και οικονομικού πλαισίου στο οποίο λειτουργούν και, ειδικότερα, ανεξαρτήτως του αν παρέχουν επαρκείς αποδείξεις για να τεκμηριώσουν ότι το κράτος δεν υπερέβη τον ρόλο του συνήθους μετόχου σε χώρα με οικονομία της αγοράς, ότι οι αποφάσεις της επιχείρησης ελήφθησαν αυτόνομα και χωρίς να ληφθούν υπόψη κριτήρια που χαρακτηρίζουν δημόσιες αρχές και ότι οι αποφάσεις αυτές καθορίστηκαν, επομένως, αποκλειστικά με καθαρά εμπορικά κριτήρια, που χαρακτηρίζουν επιχείρηση που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

93      Πρέπει να επισημανθεί, ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι ισχυρισμοί του Συμβουλίου που αφορούν τον διορισμό και τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας δεν παρέχουν τη δυνατότητα, λαμβανομένου υπόψη του φακέλου, να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι ο έλεγχος που ασκεί το κράτος στην εταιρία δεν υπερβαίνει, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, τα όρια των συνήθων μηχανισμών της αγοράς.

94      Συγκεκριμένα, αφενός, όσον αφορά τον διορισμό του διοικητικού συμβουλίου, από τον φάκελο προκύπτει ότι το κράτος ή οι δημόσιοι οργανισμοί δεν έχουν τη δυνατότητα να διορίζουν απευθείας έναν ή περισσότερους διευθύνοντες συμβούλους. Συγκεκριμένα, όπως δήλωσε η προσφεύγουσα με την αίτηση περί υπαγωγής στο ΚΟΑ, βάσει του καταστατικού της, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου εκλέγονται από τη γενική συνέλευση. Εξάλλου, τούτο δεν αμφισβητήθηκε από τα κοινοτικά όργανα, από τον δε φάκελο καθώς και από τα επιχειρήματα του Συμβουλίου προκύπτει, αντιθέτως, ότι ο ισχυρισμός που προβάλλεται με την αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού αφορά ακριβώς το γεγονός ότι, λόγω της μεγάλης διασποράς των μετοχών των ιδιωτών, που επιτρέπει στους μετόχους του δημόσιου τομέα να ελέγχουν τις γενικές συνελεύσεις, αυτοί αποφασίζουν, στην πράξη, για τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου. Πάντως, από αυτό καθεαυτό το γεγονός δεν μπορεί να συναχθεί ότι η θέση των μετόχων του δημόσιου τομέα είναι διαφορετική ή ότι ενεργούν διαφορετικά από έναν ιδιώτη μέτοχο της μειοψηφίας, ο οποίος, λόγω της διασποράς των μετοχών της πλειοψηφίας, έχει εκ των πραγμάτων τον έλεγχο των συνελεύσεων των μετόχων. Ως εκ τούτου, ούτε το γεγονός αυτό αποτελεί λόγο για να απορριφθεί η αίτηση της προσφεύγουσας περί υπαγωγής στο ΚΟΑ.

95      Αφετέρου, όσον αφορά τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου, επιβάλλεται η διαπίστωση, βάσει του φακέλου και των επιχειρημάτων του Συμβουλίου, ότι οι ισχυρισμοί σχετικά με την ύπαρξη δεσμών μεταξύ της πλειοψηφίας του διοικητικού συμβουλίου και του κράτους στηρίζονται στο γεγονός και μόνον ότι η προσφεύγουσα ελέγχεται από το κράτος. Συγκεκριμένα, ενώ τα κοινοτικά όργανα δεν έχουν διατυπώσει καμία ένσταση όσον αφορά τους δύο από τους εννέα διευθύνοντες συμβούλους, προσάπτουν σε τρεις άλλους διευθύνοντες συμβούλους ότι συνδέονται με την προσφεύγουσα με σχέση εργασίας (όσον αφορά τον «γενικό διευθυντή» και τον «αναπληρωτή γενικό διευθυντή») ή με σύμβαση παροχής υπηρεσιών (όσον αφορά τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου), ενώ αυτή ελεγχόταν από το κράτος. Πάντως, το γεγονός αυτό από μόνο του δεν μπορεί να θεωρηθεί ασυμβίβαστο προς τις συνθήκες οικονομίας της αγοράς και δεν παρέχει τη δυνατότητα να προβληθεί, χωρίς άλλες ενδείξεις για τους δεσμούς με το κράτος, ότι οι αποφάσεις αυτών των διευθυνόντων συμβούλων στο διοικητικό συμβούλιο καθορίσθηκαν από κριτήρια που χαρακτηρίζουν δημόσιες αρχές. Υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας όσον αφορά άλλους διευθύνοντες συμβούλους, θα πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από το ότι η πλειοψηφία του διοικητικού συμβουλίου συνδέεται με το κράτος κατά τρόπο ασυμβίβαστο με τις συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

96      Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι οι σκέψεις που παρατίθενται με την αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν περιέχουν κανένα στοιχείο που να μπορεί να δικαιολογήσει περαιτέρω την άρνηση υπαγωγής της προσφεύγουσας στο ΚΟΑ εν προκειμένω. Ειδικότερα, το συμπέρασμα του Συμβουλίου ότι η προσφεύγουσα υπόκειται «σε μεγάλο βαθμό σε κρατικό έλεγχο και επιρροή» επαναλαμβάνει απλώς, βάσει του φακέλου, τη διαπίστωση της υπάρξεως κρατικού ελέγχου επ’ αυτής.

97      Έτσι, εφόσον το κριτήριο του κρατικού ελέγχου δεν περιλαμβάνεται ρητώς στις προϋποθέσεις που ορίζονται με την επίμαχη διάταξη, η άποψη του Συμβουλίου είναι αντίθετη προς το σύστημα που καθιέρωσε εισάγοντας, δυνάμει του κανονισμού 905/98, τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, στον βασικό κανονισμό, ο οποίος βασίζεται στην κατά περίπτωση έρευνα, από τα κοινοτικά όργανα, του επαρκούς ή μη επαρκούς χαρακτήρα των αποδεικτικών στοιχείων που παρέχουν οι παραγωγοί-εξαγωγείς οι οποίοι αποτελούν αντικείμενο έρευνας αντιντάμπινγκ και ζητούν την υπαγωγή τους στο ΚΟΑ.

98      Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ορθώς η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι οι λόγοι που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού μαρτυρούν ότι, κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον είναι επαρκή ή όχι τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέσχε, τα κοινοτικά όργανα εφάρμοσαν κριτήριο το οποίο δεν προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι ο κρατικός έλεγχος σε μια επιχείρηση είναι στοιχείο που μπορεί ενδεχομένως να ληφθεί υπόψη, δεν αρκεί, από μόνο του, για να αποδείξει την ύπαρξη «σημαντικής κρατικής παρέμβασης», κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

99      Βεβαίως, το βάρος αποδείξεως φέρει ο παραγωγός-εξαγωγέας που επιθυμεί να υπαχθεί σε ΚΟΑ. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προσκόμισε στην Επιτροπή διάφορα αποδεικτικά στοιχεία επιδιώκοντας να αποδείξει ότι πληρούσε την προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία κρίθηκαν αλυσιτελή λόγω της εξομοιώσεως του κρατικού ελέγχου με τη «σημαντική κρατική παρέμβαση» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

100    Έτσι, η προσφεύγουσα προσκόμισε τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είχε εξάλλου ζητήσει και η Επιτροπή με το ερωτηματολόγιο για τους παραγωγούς που ζητούν την υπαγωγή τους σε ΚΟΑ και τα οποία αφορούσαν τις αποφάσεις που ελήφθησαν κατά την περίοδο της έρευνας για τις τιμές και τις δαπάνες, τη διαπραγμάτευση των συμβάσεων, τις διακυμάνσεις των τιμών, το ρυθμιστικό περιβάλλον (σε θέματα τιμών, διανομής και χορήγησης αδειών εξαγωγής) και τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων στην εταιρία. Πρέπει να σημειωθεί, συναφώς, ότι το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σύμφωνα με τα οποία η Επιτροπή εξέτασε κατά τον επιτόπιο έλεγχο τα έγγραφά της σχετικά με τις τιμές, το κόστος και τις εισροές και δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη για την ακρίβειά τους. Αντιθέτως, το Συμβούλιο αναγνώρισε ρητώς, κατά τη διάρκεια της δίκης, ότι τα κοινοτικά όργανα είχαν εκτιμήσει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με συγκεκριμένες εμπορικές αποφάσεις ήσαν αλυσιτελή για να εκτιμηθεί αν πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 2 , παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, και ειδικότερα αν οι αποφάσεις αυτές είχαν ληφθεί χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση.

101    Ομοίως, ούτε η διατύπωση του προσβαλλόμενου κανονισμού ούτε τα στοιχεία του φακέλου της έρευνας παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστωθεί αν τα κοινοτικά όργανα έλαβαν υπόψη τα στοιχεία που παρουσίασε η προσφεύγουσα με την αίτηση περί υπαγωγής σε ΚΟΑ, τα οποία επανειλημμένως προέβαλε κατά τη διάρκεια της έρευνας, όσον αφορά τις εγγυήσεις που υπάρχουν στο καταστατικό της, στον κινεζικό νόμο περί εταιριών και στους κανόνες περί εισαγωγής στο χρηματιστήριο της Σαγκάης, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον οι εγγυήσεις αυτές αποτελούσαν στοιχεία επαρκή για να αποδειχθεί ότι οι αποφάσεις της προσφεύγουσας για τις τιμές και τις εισροές είχαν ληφθεί χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση. Το ίδιο ισχύει για τα στοιχεία σχετικά με τη συμπεριφορά των ιδιωτών μετόχων και των μετόχων του δημόσιου τομέα κατά τις ψηφοφορίες της γενικής συνέλευσης των μετόχων και τα στοιχεία σχετικά με την προέλευση της κρατικής συμμετοχής. Ειδικότερα, στο τμήμα με τίτλο «Κρατική επιρροή» της ανακοίνωσης της 5ης Δεκεμβρίου 2003, τα στοιχεία αυτά δεν εξετάζονται. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά το έγγραφο της 6ης Απριλίου 2004, με το οποίο η Επιτροπή επιβεβαίωσε την απόφασή της να απορρίψει την υπαγωγή της προσφεύγουσας στο ΚΟΑ.

102     Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι περιστάσεις που απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν δικαιολογούν το συμπέρασμα του Συμβουλίου, που εξάγεται στην αιτιολογική σκέψη 15 αυτού του κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο η προσφεύγουσα δεν πληρούσε όλα τα κριτήρια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

103    Οι σκέψεις αυτές δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση από τα επιχειρήματα του Συμβουλίου που αντλούνται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε περίπτωση όπως η επίμαχη εν προκειμένω.

104    Συγκεκριμένα, οι προεκτεθείσες σκέψεις δεν στηρίζονται σε εκτίμηση των νομικής και πολιτικής φύσεως πραγματικών καταστάσεων που εμπίπτουν στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων στον τομέα αυτόν, αλλά στον καθορισμό του περιεχομένου των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου που έχει θεσπίσει το Συμβούλιο. Πάντως, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας, ο κοινοτικός δικαστής ασκεί πλήρη έλεγχο ως προς την εκ μέρους των κοινοτικών οργάνων ορθή εφαρμογή των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 2007, T‑374/04, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4431, σκέψη 81).

105    Πρέπει να υπογραμμιστεί, πράγματι, ότι, με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄, και γ΄, του βασικού κανονισμού και, ειδικότερα, προβλέποντας συγκεκριμένα κριτήρια για την υπαγωγή σε ΚΟΑ, το Συμβούλιο περιόρισε την εξουσία του εκτιμήσεως, με σκοπό, εξάλλου, να λάβει υπόψη τις «νέες οικονομικές συνθήκες» στην Κίνα (πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 905/98). Έτσι, η εκτίμησή του βάσει της διατάξεως αυτής πρέπει να πραγματοποιείται εντός των ορίων των εν λόγω κανόνων δικαίου και η άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως στον τομέα αυτόν δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να τίθενται επιπλέον προϋποθέσεις για την υπαγωγή σε ΚΟΑ πέραν αυτών που ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού.

106    Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, έχει ακόμα περισσότερο θεμελιώδη σημασία ο σεβασμός των παρασχεθεισών από την κοινοτική έννομη τάξη διασφαλίσεων, στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών, και ότι, μεταξύ αυτών των διασφαλίσεων, περιλαμβάνονται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμόδιου κοινοτικού οργάνου να εξετάζει, με προσοχή και αμεροληψία, όλα τα ασκούντα εν προκειμένω επιρροή στοιχεία, το δικαίωμα του διοικουμένου να καθιστά γνωστή την άποψή του καθώς και να διαπιστώνει ότι η απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2006, T‑413/03, Shandong Reipu Biochemicals κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑2243, σκέψη 63). Επομένως, σε περίπτωση όπως εν προκειμένω, μολονότι ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να παρεμβαίνει όσον αφορά την επιφυλασσόμενη στις κοινοτικές αρχές εκτίμηση, παρ’ όλ’ αυτά, σ’ αυτόν εναπόκειται να διαπιστώνει ότι, στο πλαίσιο της έρευνας την οποία τα κοινοτικά όργανα υποχρεούνται να πραγματοποιήσουν για τους σκοπούς του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, και γ΄, του βασικού κανονισμού, έλαβαν υπόψη όλα τα ασκούντα επιρροή στοιχεία που προέβαλε ο παραγωγός-εξαγωγέας και ότι τα εκτίμησαν με την απαιτούμενη επιμέλεια (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Shandong Reipu Biochemicals κατά Συμβουλίου, σκέψη 64). Πάντως, όπως τονίσθηκε ανωτέρω, η εσφαλμένη ερμηνεία των εφαρμοστέων εν προκειμένω κανόνων δικαίου οδήγησε τα κοινοτικά όργανα στο να μη λάβουν υπόψη λυσιτελή αποδεικτικά στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα.

107    Πρέπει να επισημανθεί εξάλλου ότι ορθώς το Συμβούλιο υποστήριξε ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού μέθοδος προσδιορισμού της κανονικής αξίας ενός προϊόντος αποτελεί εξαίρεση από την ειδική μέθοδο που προβλέπεται προς τούτο στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού, η οποία εφαρμόζεται κατ’ αρχήν στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς και ότι, επομένως, πρέπει να ερμηνευθεί περιοριστικά (αποφάσεις Changzhou Hailong Electronics & Light Fixtures και Zhejiang Yankon κατά Συμβουλίου, σκέψη 87 ανωτέρω, σκέψη 39, και Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 50). Ωστόσο, αυτό δεν δικαιολογεί την άποψη του Συμβουλίου που εξομοιώνει, κατ’ αρχήν, τον κρατικό έλεγχο, όπως παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού, με «σημαντική κρατική παρέμβαση» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, και μάλιστα χωρίς να ληφθούν υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το συγκεκριμένο πραγματικό, νομικό και οικονομικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί η προσφεύγουσα. Η άποψη αυτή αντιστοιχεί, πράγματι, όπως διαπιστώθηκε, με προϋποθέσεις για την υπαγωγή σε ΚΟΑ επιπλέον αυτών που θέτει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού.

108    Τέλος, δεν πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της προσφεύγουσας με το οποίο ζητεί να αποφανθεί το Πρωτοδικείο ως προς το αν οι αποδείξεις που προσκόμισε είναι επαρκείς για να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι η εκτίμηση αυτή επιφυλάσσεται στα κοινοτικά όργανα. Όπως ορθώς υπογραμμίζει το Συμβούλιο, στα κοινοτικά όργανα εναπόκειται να εκτιμούν, κατά περίπτωση, αν τα προσκομιζόμενα από τον παραγωγό-εξαγωγέα στοιχεία επαρκούν προς απόδειξη του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού και στα κοινοτικά δικαστήρια εναπόκειται να εξετάζουν αν τα εν λόγω όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση αυτή (βλ., συναφώς, απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψεις 52 και 53). Δεν εναπόκειται επομένως στο Πρωτοδικείο να προβεί σε μια τέτοια έρευνα αντί των εν λόγω οργάνων.

109    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι παρούσες αιτιάσεις πρέπει να γίνουν δεκτές.

 Επί των αιτιάσεων που αφορούν την εκτίμηση του Συμβουλίου σχετικά με τον καθορισμό εκ μέρους της προσφεύγουσας των τιμών εξαγωγής

110    Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η εκτίμηση του Συμβουλίου όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών εξαγωγής δεν μπορεί να στηρίξει την άρνηση υπαγωγής σε ΚΟΑ. Αφενός, επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις δεν είναι κρίσιμες για την εξέταση της αιτήσεως περί υπαγωγής σε ΚΟΑ και ότι το Συμβούλιο ερμήνευσε επομένως εσφαλμένα το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, και γ΄, του βασικού κανονισμού. Αφετέρου, η εκτίμηση του Συμβουλίου όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών εξαγωγής της προσφεύγουσας είναι προδήλως εσφαλμένη.

 Επί της αιτιάσεως που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, του βασικού κανονισμού

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

111    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, δεδομένου ότι η διαδικασία θεώρησης των εξαγωγικών συμβάσεων από το κινεζικό εμπορικό επιμελητήριο εισαγωγέων και εξαγωγέων μετάλλων, ορυκτών και χημικών προϊόντων (στο εξής: CCCMC) αφορά τις τιμές εξαγωγής και όχι τις πωλήσεις του συγκεκριμένου προϊόντος στην εσωτερική κινεζική αγορά, δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμη βάση για την άρνηση υπαγωγής της στο ΚΟΑ. Η αντίθετη εκτίμηση του Συμβουλίου αποτελεί, κατά τη γνώμη της, ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού που αντιβαίνει στη γενική οικονομία της Συμφωνίας αντιντάμπινγκ, του πρωτοκόλλου προσχώρησης της ΛΔΚ στον ΠΟΕ και του βασικού κανονισμού.

112    Επισημαίνει, συναφώς, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού και το άρθρο 15 του πρωτοκόλλου προσχώρησης της ΛΔΚ στον ΠΟΕ αφορούν τον καθορισμό της κανονικής αξίας και λαμβάνουν υπόψη την πώληση του οικείου προϊόντος στην εσωτερική κινεζική αγορά. Οι τιμές εξαγωγής αποτελούν αντιθέτως διαφορετική έννοια στο πλαίσιο του βασικού κανονισμού ο οποίος διέπεται από διαφορετικούς κανόνες. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το προοίμιο του κανονισμού 905/98, από τη νομολογία του Πρωτοδικείου (απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 34 ανωτέρω) και από την πάγια πρακτική των κοινοτικών οργάνων τα οποία, για να εκτιμήσουν αν υπάρχει «σημαντική κρατική παρέμβαση», λαμβάνουν πάντοτε υπόψη τις αποφάσεις που αφορούν τις τιμές της εν λόγω εσωτερικής αγοράς και όχι τις τιμές εξαγωγής.

113    Το Συμβούλιο προβάλλει ότι το γεγονός ότι η διαδικασία θεώρησης των συμβάσεων από το CCCMC δεν αφορά τις εξαγωγές δεν ασκεί επιρροή. Θεωρεί ότι η προσφεύγουσα συγχέει τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο ΚΟΑ με τον καθορισμό της κανονικής αξίας και τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής στην περίπτωση που εγκριθεί η υπαγωγή στο ΚΟΑ. Πάντως, για να εγκριθεί η υπαγωγή στο ΚΟΑ, ο εξαγωγέας πρέπει να προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις για το ότι δεν υπάρχει καμία κρατική παρέμβαση ως προς τις τιμές και τις πωλήσεις της επιχείρησης. Η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται αν το κράτος παρεμβαίνει ως προς τις τιμές εξαγωγής. Το Συμβούλιο υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι με την απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 34 ανωτέρω (σκέψεις 94 έως 109), το Πρωτοδικείο εξέτασε ιδιαιτέρως τα συμπεράσματα των κοινοτικών οργάνων σχετικά με τις ελεγχόμενες από το κράτος τιμές εξαγωγής.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

114    Μολονότι ορθώς επισημαίνει η προσφεύγουσα ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού αφορά τον καθορισμό της κανονικής αξίας, η οποία, στο πλαίσιο του κανονισμού αυτού, αποτελεί έννοια διαφορετική από την έννοια των τιμών εξαγωγής, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι η συμπεριφορά των οικείων παραγωγών-εξαγωγών όσον αφορά τις τιμές εξαγωγής δεν ασκεί καμία επιρροή για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, του βασικού κανονισμού.

115    Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή εξαρτά τον καθορισμό της κανονικής αξίας βάσει των κανόνων του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού από την απόδειξη, εκ μέρους του οικείου παραγωγού, ότι λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Πάντως, ουδείς λόγος υπάρχει να θεωρηθεί ότι οι «συνθήκες οικονομίας της αγοράς» πρέπει να περιλαμβάνουν μόνον τις εγχώριες δραστηριότητες του συγκεκριμένου παραγωγού. Αντίθετα, δεν μπορεί κάποιος να αρνηθεί ότι η έλλειψη περιορισμών όσον αφορά την εξαγωγική δραστηριότητα και, ιδίως, η ελευθερία διαπραγμάτευσης των τιμών εξαγωγής αποτελούν χαρακτηριστικά της οικονομίας της αγοράς.

116    Η άποψη της προσφεύγουσας δεν βρίσκει ωστόσο κανένα στήριγμα στη διατύπωση των πέντε περιπτώσεων του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, που ορίζουν ποια αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να προσκομίσει ο παραγωγός για να θεωρηθεί ότι λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Συγκεκριμένα, ουδόλως προκύπτει από αυτές τις διατάξεις ότι αναφέρονται αποκλειστικά στις εγχώριες δραστηριότητες των οικείων παραγωγών. Ειδικότερα, η αναφορά στις «αποφάσεις των επιχειρήσεων σχετικά με τις τιμές» δεν συνοδεύεται από καμία επιφύλαξη βάσει της οποίας οι αποφάσεις αυτές πρέπει να αφορούν μόνον την εγχώρια αγορά του παραγωγού.

117    Το σημείο 15, στοιχείο α΄, του πρωτοκόλλου προσχώρησης της ΛΔΚ στον ΠΟΕ, που επικαλείται η προσφεύγουσα, παραπέμπει επίσης στο κριτήριο των «συνθηκών οικονομίας της αγοράς» όσον αφορά, ιδίως, την πώληση ομοειδούς προϊόντος, χωρίς να αναφέρεται αν πρόκειται αποκλειστικά για πωλήσεις στην εγχώρια αγορά.

118    Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η έννοια των «συνθηκών οικονομίας της αγοράς», που χρησιμοποιείται στον βασικό κανονισμό και στο πρωτόκολλο προσχώρησης της ΛΔΚ στον ΠΟΕ, δεν αφορούσε τις τιμές εξαγωγής. Επομένως, η άρνηση υπαγωγής στο ΚΟΑ μπορεί νομίμως να στηριχθεί στους ενδεχόμενους περιορισμούς στην ελευθερία καθορισμού των τιμών εξαγωγής και, συνεπώς, τα κοινοτικά όργανα δεν υπέπεσαν συναφώς σε πλάνη περί το δίκαιο.

119    Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα, με τις παρατηρήσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2003, δέχθηκε τη λυσιτέλεια της ανάλυσης των εξαγωγικών πωλήσεων στο πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Ισχυρίσθηκε, συγκεκριμένα, ότι, αν το κράτος εμπόδιζε τις εξαγωγές λόγω των πολύ χαμηλών τιμών, η Επιτροπή έπρεπε να το λάβει υπόψη στο πλαίσιο της εκτίμησης για την ύπαρξη σημαντικής κρατικής παρεμβάσεως, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι αυτό δεν συνέβαινε όσον αφορά το συγκεκριμένο προϊόν.

120    Επομένως, η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της αιτιάσεως που αντλείται από πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως του Συμβουλίου όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών εξαγωγής της προσφεύγουσας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

121    Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι απέδειξε ότι οι τιμές εξαγωγής καθορίζονταν ελεύθερα βάσει στοιχείων εμπορικής φύσεως και χωρίς καμία κρατική παρέμβαση. Επομένως, η εκτίμηση του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαδικασία θεώρησης των εξαγωγικών συμβάσεων από το CCCMC είναι προδήλως εσφαλμένη.

122    Συναφώς, πρώτον, η προσφεύγουσα αναφέρεται στα αποδεικτικά στοιχεία και στις εξηγήσεις που παρέσχε στην Επιτροπή και εξετάστηκαν από αυτήν κατά τον επιτόπιο έλεγχο, οι οποίες αποδεικνύουν ότι οι αποφάσεις της για τις τιμές βασίζονταν σε στοιχεία καθαρά εμπορικά και δεν υπαγορεύονταν ή ελέγχονταν από το κράτος. Απέδειξε, ειδικότερα, ότι δεν απαιτούνταν καμία έγκριση για την πώληση του συγκεκριμένου προϊόντος στην εγχώρια ή παγκόσμια αγορά και δεν προέκυψε καμία ρύθμιση τιμών από τη δράση των κρατικών οργανισμών.

123    Δεύτερον, όσον αφορά το CCCMC, η προσφεύγουσα εξήγησε ότι δεν κατευθυνόταν ούτε ελεγχόταν από το κράτος, αλλά ήταν ένας μη κυβερνητικός οργανισμός, που ιδρύθηκε από τα μέλη του. Υποστηρίζει, εξάλλου, ότι ο φάκελος της έρευνας περιέχει αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ενδεικτική τιμή δεν καθοριζόταν από το CCCMC, αλλά από τους Κινέζους παραγωγούς του glyphosate, και δεν επρόκειτο για μια υποχρεωτική κατώτατη τιμή εξαγωγής, αλλά για ενδεικτική τιμή προσανατολισμού. Έτσι, δεν ήταν απαραίτητο να «τηρηθεί» η τιμή αυτή, δεδομένου ότι η διαδικασία θεώρησης των εξαγωγικών συμβάσεων αποτελούσε απλή διατύπωση.

124    Ειδικότερα, η προσφεύγουσα εξήγησε ότι οι Κινέζοι παραγωγοί του glyphosate συμφώνησαν μεταξύ τους ως προς την αναγκαιότητα ενδεικτικών τιμών εξαγωγής (guided export pricing) για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου των ερευνών αντιντάμπινγκ στις αγορές του εξωτερικού. Το CCCMC ανέλαβε να διευκολύνει τον συντονισμό και να παράσχει υπηρεσίες γραμματείας. Έτσι, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι τα στοιχεία στα οποία βασίζονταν η τιμή του επόμενου έτους προέρχονταν από τους Κινέζους παραγωγούς, οι οποίοι υπέβαλλαν στο CCCMC τις ατομικές προτάσεις τους. Ωστόσο, οι πραγματικές τιμές εξαγωγής αποφασίζονταν από κάθε παραγωγό με βάση τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν με τους πελάτες επί ίσοις όροις. Αντίγραφο της σχετικής εξαγωγικής σύμβασης προσκομιζόταν στη συνέχεια στο CCCMC, ο ρόλος του οποίου ήταν να εισαγάγει τα στοιχεία της σύμβασης σε μια βάση δεδομένων και να θεωρήσει τη σύμβαση χωρίς να παρέμβει στις τιμές εξαγωγής. Οι πληροφορίες που συγκέντρωνε το CCCMC χρησιμοποιούνταν για να ενημερώνει τακτικώς τους Κινέζους παραγωγούς του glyphosate για τις τιμές εξαγωγής, κατά τρόπο σφαιρικό και μη εμπιστευτικό. Κατά την προσφεύγουσα, ο εξαγωγέας επιδείκνυε στις τελωνειακές αρχές τη θεωρημένη από το CCCMC σύμβαση, κατόπιν δε αυτού οι εν λόγω αρχές προέβαιναν στον εκτελωνισμό.

125    Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι απέδειξε ότι το CCCMC θεώρησε όλες τις εξαγωγικές συμβάσεις της κατά την περίοδο της έρευνας, ανεξαρτήτως τιμής και, επομένως, η φερόμενη ως κατώτατη τιμή εξαγωγής δεν ήταν υποχρεωτική, και οπωσδήποτε όχι κατά το μέρος που την αφορά. Συναφώς, η προσφεύγουσα αναφέρεται σε αρκετά στοιχεία που προσκόμισε κατά την έρευνα τα οποία έλεγξε η Επιτροπή κατά την επιτόπια έρευνα, όπως τα αντίγραφα των εξαγωγικών συμβάσεων και των τιμολογίων ή τους πλήρεις καταλόγους των εξαγωγών της προς την Κοινότητα και προς άλλες αγορές κατά την περίοδο της έρευνας, συμπεριλαμβανομένης της μέσης ενιαίας τιμής των εξαγωγών, η οποία είναι χαμηλότερη της ενδεικτικής τιμής. Προσκόμισε επίσης πιστοποιητικό του CCCMC που βεβαίωνε ότι είχαν θεωρηθεί όλες οι εξαγωγικές συμβάσεις της προσφεύγουσας για το προϊόν glyphosate κατά την περίοδο της έρευνας.

126    Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι τα κοινοτικά όργανα δεν έλαβαν υπόψη επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία που προέβαλε σε διάφορα στάδια της έρευνας, επαναλαμβάνοντας στα διάφορα έγγραφά τους και στον προσβαλλόμενο κανονισμό το ίδιο σκεπτικό για τον ρόλο του CCCMC. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέβησαν τις αρχές της ισότητας, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας, καθώς και την υποχρέωση επιμελούς εξέτασης, και παραβίασαν την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

127    Εξάλλου, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το επιχείρημα του Συμβουλίου, που αντλείται από το γεγονός ότι δύο μόνον παραγωγοί glyphosate στη ΛΔΚ ζήτησαν να υπαχθούν στο ΚΟΑ, αποτελεί «καθαρό επινόημα» και είναι «απαράδεκτο». Εν πάση περιπτώσει, παρατηρεί ότι, στην πραγματικότητα, πολλοί Κινέζοι εξαγωγείς απειλήθηκαν από την επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον τους η Monsanto στο πλαίσιο των ερευνών αντιντάμπινγκ που διεξήχθησαν σχεδόν παράλληλα παγκοσμίως και προτίμησαν να αποφύγουν να δαπανήσουν περισσότερα χρήματα για την υπεράσπισή τους στην αγορά της Ένωσης. Η Audace επιμένει επίσης ιδιαιτέρως επί του θέματος αυτού, τονίζοντας ότι αυτό το επιχείρημα του Συμβουλίου αποδεικνύει ότι έχει μία επιφανειακή και προκατειλημμένη στάση ως προς την εκτίμησή του στην υπό κρίση υπόθεση.

128    Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, εάν η εκτίμηση του Συμβουλίου αναφέρεται σε περίπτωση στην οποία το CCCMC θα μπορούσε να αρνηθεί τη θεώρηση εξαγωγικής σύμβασης λόγω της τιμής, αυτή η δυνατότητα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απόρριψη της αιτήσεως περί υπαγωγής στο ΚΟΑ, δεδομένης της πάγιας πρακτικής του CCCMC και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι δεν αποδείχθηκε πράγματι ότι υπήρξε άρνηση θεώρησης. Συγκεκριμένα, δικαίωμα αρνησικυρίας του οποίου δεν γίνεται χρήση δεν μπορεί να αποτελεί κρατική παρέμβαση, πόσο μάλλον σημαντική παρέμβαση. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω μηχανισμός δεν προέβλεπε τέτοια παρέμβαση.

129    Η προσφεύγουσα επισημαίνει, εξάλλου, ότι η τήρηση διατυπώσεων σε περίπτωση εξαγωγής δεν είναι σπάνια, ακόμη και στην Ένωση. Επί παραδείγματι, η άδεια εξαγωγής είναι υποχρεωτική για τρόφιμα στο πλαίσιο της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής (ΚΓΠ). Υπογραμμίζει ότι οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν διαρκώς, τόσο μικροοικονομικώς όσο και μακροοικονομικώς, στην οικονομία όλων των χωρών με οικονομία της αγοράς και η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ είναι κλασικό παράδειγμα παρεμβάσεως υπέρ της εγχώριας βιομηχανίας. Η διαφορά μεταξύ ενός συστήματος οικονομίας της αγοράς και ενός άλλου συστήματος έγκειται επομένως στο μέγεθος («σημαντική») της «κρατικής παρεμβάσεως».

130    Το Συμβούλιο προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι είχε τεθεί σε εφαρμογή ένα πολύ αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου, τη διαχείριση του οποίου είχε το κράτος μέσω του CCCMC και των τελωνειακών αρχών και ότι το γεγονός αυτό συνιστούσε επομένως παρέμβαση της κυβέρνησης της ΛΔΚ στον καθορισμό των τιμών εξαγωγής της προσφεύγουσας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η τιμή που καθόριζε στην πραματικότητα η προσφεύγουσα και ιδίως το γεγονός ότι το CCCMC ενέκρινε τις συμβάσεις με τιμή κατώτερη από το «ελάχιστο όριο τιμής» δεν ασκούν επιρροή.

131    Συναφώς, το Συμβούλιο αναφέρει, απαντώντας σε αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών, ότι η προσφεύγουσα εξήγησε ότι στο CCCMC υπήρχε ομάδα συντονισμού των εξαγωγέων glyphosate που συνεδρίαζε για να καθορίσει το κατάλληλο «ελάχιστο όριο τιμής» των εξαγωγών. Οι περισσότερες εξαγωγές πραγματοποιούνταν με τιμή ανώτερη του «ελάχιστου ορίου τιμής», το οποίο δεν μεταβλήθηκε για δύο χρόνια. Κατά την προσφεύγουσα, όλες οι εξαγωγικές συμβάσεις έπρεπε να υποβληθούν στο CCCMC, το οποίο έλεγχε τις τιμές πώλησης και θεωρούσε τη σύμβαση αν η τιμή πώλησης ήταν ανώτερη από το «ελάχιστο όριο τιμής». Η Κυβέρνηση της ΛΔΚ έδωσε εντολή στις κινεζικές τελωνειακές αρχές να επιτρέπουν τις εξαγωγές μόνον εάν η σύμβαση είχε θεωρηθεί από το CCCMC.

132    Το Συμβούλιο παρατηρεί, με μεταγενέστερο έγγραφο, ότι η προσφεύγουσα δήλωσε ότι χρησιμοποίησε εσφαλμένα τη φράση «ελάχιστο όριο τιμής» και ότι έργο του CCCMC ήταν μόνον ο έλεγχος της τιμής της σύμβασης. Το Συμβούλιο υπογραμμίζει όμως ότι η προσφεύγουσα, μολονότι υποστήριξε ότι το CCCMC θεώρησε συμβάσεις με τιμή κατώτερη του «ελάχιστου ορίου τιμής», δεν ισχυρίστηκε ωστόσο ότι το CCCMC δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί να θεωρήσει σύμβαση με τιμή χαμηλότερη του «ελάχιστου ορίου τιμής». Πάντως, κατά το Συμβούλιο, αν το CCCMC δεν είχε το δικαίωμα αυτό, η όλη διαδικασία έγκρισης δεν μπορούσε να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίσθηκε, δηλαδή να εξασφαλισθεί ότι ο καθορισμός της τιμής των εξαγωγών glyphosate προελεύσεως ΛΔΚ δεν θα προκαλέσει την έναρξη ερευνών αντιντάμπινγκ στο εξωτερικό.

133    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το CCCMC δεν βρισκόταν υπό τη διαχείριση ή υπό τον έλεγχο του κράτους και το «ελάχιστο όριο τιμής» δεν καθοριζόταν από το CCCMC, αλλά από τους Κινέζους παραγωγούς glyphosate, το Συμβούλιο εκτιμά ότι το επιχείρημα αυτό αντικρούεται από τη διατύπωση ενός αποσπάσματος από το ενημερωτικό έντυπο του CCCMC, που έχει ως εξής:

«Οι πωλήσεις σε χαμηλές τιμές έχουν ως αποτέλεσμα σημαντικές απώλειες για την κυβέρνηση, τη βιομηχανία και τις επιχειρήσεις και εμπλέκουν τη βιομηχανία και τις επιχειρήσεις σε υποθέσεις αντιντάμπινγκ στο εξωτερικό. Για να διατηρηθεί ένα αυστηρό σύστημα εξαγωγών και για την προστασία των συμφερόντων της βιομηχανίας, η Κυβέρνηση έλαβε μέτρα με τα οποία παρέχει στο CCCMC το δικαίωμα θεώρησης των συμβάσεων και ελέγχου των τιμών εξαγωγής, με σκοπό τον εκτελωνισμό.» (η υπογράμμιση του Συμβουλίου παραλείπεται).

134    Επιπλέον, κατά το Συμβούλιο, αν και η τιμή φαινόταν να καθορίζεται από όλους τους παραγωγούς glyphosate, στην πραγματικότητα καθοριζόταν από το κράτος, εφόσον οι περισσότεροι παραγωγοί ήσαν δημόσιες επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις ελεγχόμενες από το κράτος. Συναφώς, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι, επί 39 παραγωγών glyphosate στη ΛΔΚ, που αναφέρονταν στην αίτηση επανεξέτασης, δύο μόνο ζήτησαν την υπαγωγή σε ΚΟΑ. Το Συμβούλιο καταλήγει ότι οι υπόλοιποι 37 παραγωγοί συμπέραναν μόνοι τους ότι δεν πληρούσαν τις απαιτούμενες για την υπαγωγή τους στο ΚΟΑ προϋποθέσεις, γεγονός που σημαίνει ότι ανήκαν στο κράτος ή ελέγχονταν από αυτό.

135    Το Συμβούλιο τονίζει ότι, δεδομένου ότι οι τελωνειακές αρχές επέτρεπαν τις εξαγωγές μόνον εάν το CCCMC είχε θεωρήσει τη σύμβαση, τούτο μπορούσε να απαγορεύσει τις εξαγωγές για τις οποίες ετηρείτο το «ελάχιστο όριο τιμής». Κατά τη γνώμη του, αυτό υποχρέωνε στην πραγματικότητα τους εξαγωγείς, μεταξύ των οποίων η προσφεύγουσα, να τηρούν το «ελάχιστο όριο τιμής», ακόμη και αν το CCCMC είχε ορισμένες φορές θεωρήσει εξαγωγές με τιμή χαμηλότερη του ορίου αυτού.

136    Τέλος, απαντώντας στο επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι τηρούμενες στην περίπτωση των εξαγωγών διατυπώσεις δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο, το Συμβούλιο προβάλλει ότι η κρατική παρέμβαση σε οικονομία της αγοράς, όπου όλες οι επιχειρήσεις λειτουργούν κατ’ αρχήν σύμφωνα με τα κριτήρια της αγοράς, ακόμη και αν ανήκουν εξ ολοκλήρου στο κράτος, δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτήν που εφαρμόζεται σε μια χώρα που δεν έχει αυτού του είδους την οικονομία, όπου μια εταιρία που ελέγχεται από το κράτος δεν λειτουργεί σύμφωνα με τα κριτήρια της αγοράς. Εξάλλου, η θέσπιση ενός τέτοιου γενικού πλαισίου εντός του οποίου λειτουργούν οι εταιρίες, ακόμη και αν αυτό έχει επίπτωση στις αποφάσεις των εταιριών, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων για τις τιμές, δεν συνιστά, κατά τη γνώμη του Συμβουλίου, κρατική παρέμβαση υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

137    Επιβάλλεται η διαπίστωση, εισαγωγικά, ότι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, οι ενδεχόμενοι περιορισμοί στην ελευθερία καθορισμού των τιμών εξαγωγής πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εκτίμησης του αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού. Επομένως, εναπέκειτο στην προσφεύγουσα να αποδείξει ιδίως ότι οι εξαγωγές της ήταν σύμφωνες με τη συμπεριφορά επιχείρησης που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και, ειδικότερα, ότι ήταν ελεύθερη να αποφασίσει τις τιμές εξαγωγής, με βάση καθαρά εμπορικά κριτήρια και χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση.

138    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, με την αίτηση περί υπαγωγής στο ΚΟΑ, απαντώντας στις ερωτήσεις του ερωτηματολογίου της Επιτροπής για τους παραγωγούς που επιθυμούσαν να υπαχθούν στο εν λόγω καθεστώς, η προσφεύγουσα ανέφερε, κατ’ ουσίαν, ότι είχε όλα τα απαραίτητα δικαιώματα για τις εξαγωγές και τις εισαγωγές, ότι οι εξαγωγές της ήταν αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων με βάση επιχειρησιακές παραμέτρους και ότι το κράτος ουδόλως παρενέβαινε στον καθορισμό των τιμών, των ποσοτήτων, των προϋποθέσεων και των τρόπων πώλησης. Προσκόμισε επίσης δικαιολογητικά έγγραφα που ζήτησε η Επιτροπή, μεταξύ των οποίων κατάλογο των πωλήσεων που πραγματοποίησε προς την Κοινότητα κατά την περίοδο έρευνας και κατάλογο με τις μηνιαίες ποσότητες εξαγωγών του συγκεκριμένου προϊόντος καθώς και τον μέσο μηναίο όρο των τιμών των εξαγωγικών πωλήσεων κατά την περίοδο έρευνας.

139    Όπως προκύπτει από τον προσβαλλόμενο κανονισμό (αιτιολογική σκέψη 14, όπως έχει διευκρινιστεί από την αιτιολογική σκέψη 17) και όπως ανέφερε το Συμβούλιο κατά τη διάρκεια της δίκης, τα κοινοτικά όργανα θεώρησαν ωστόσο ότι, μέσω του μηχανισμού θεώρησης από το CCCMC των εξαγωγικών συμβάσεων, επί του οποίου είχε επιστήσει την προσοχή τους ο καταγγέλλων, το κράτος ασκούσε σημαντικό έλεγχο επί της προσφεύγουσας όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών εξαγωγής του εν λόγω προϊόντος, κατά τρόπο ασυμβίβαστο με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Εξάλλου, με την από 5 Δεκεμβρίου 2003 ανακοίνωσή της, η Επιτροπή ανέφερε ότι ο μηχανισμός αυτός έπρεπε να θεωρηθεί ως «σημαντική κρατική παρέμβαση στις αποφάσεις των εξαγωγέων glyphosate». Πέραν αυτών των σκέψεων, τα κοινοτικά όργανα δεν αμφισβητούν τις παραπάνω δηλώσεις της προσφεύγουσας και δεν της προσάπτουν ότι δεν συνεργάσθηκε ή ότι δεν υπέβαλε τις αναγκαίες πληροφορίες για να ελεγχθεί η ύπαρξη ή όχι των συνθηκών οικονομίας της αγοράς όσον αφορά τις εξαγωγικές της δραστηριότητες.

140    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ύπαρξη του εν λόγω μηχανισμού, δεδομένου ότι η ίδια παρέσχε πληροφορίες κατά την έρευνα για τη λειτουργία του. Προβάλλει όμως, κατ’ ουσίαν, ότι απέδειξε ότι ο μηχανισμός αυτός δεν ήταν ασυμβίβαστος προς την προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Επομένως, το Πρωτοδικείο πρέπει να ελέγξει αν, από τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε η προσφεύγουσα κατά την έρευνα, τα κοινοτικά όργανα μπορούσαν να θεωρήσουν, χωρίς να υποπέσουν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι ο λόγος που αφορά τον μηχανισμό θεώρησης των εξαγωγικών συμβάσεων από το CCCMC παρείχε τη δυνατότητα να διαπιστωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι πληρούσε την προϋπόθεση αυτή.

141    Συναφώς, πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις στις οποίες προέβη η προσφεύγουσα με τα από 24 Ιουνίου και 4 Ιουλίου 2003 έγγραφά της σε απάντηση αιτήσεως συμπληρωματικών πληροφοριών της Επιτροπής ως προς την αίτηση υπαγωγής στο ΚΟΑ της 11ης Ιουνίου 2003 και από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε, στις 16 και στις 23 Δεκεμβρίου 2003, επί της ανακοινώσεως της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2003, το εν λόγω σύστημα θεσπίστηκε με πρωτοβουλία των παραγωγών glyphosate, μελών του CCCMC, που είναι μη κυβερνητικός οργανισμός, με σκοπό να διευκολυνθεί η συμμόρφωσή τους με τη νομοθεσία αντιντάμπινγκ και να προστατευθούν από τις συναφείς καταγγελίες. Σ’ αυτή την οπτική εντάσσονται τα μέτρα που θέσπισε η κυβέρνηση με τα οποία παραχώρησε στο CCCMC το δικαίωμα θεώρησης των συμβάσεων και ελέγχου των τιμών εξαγωγής, με σκοπό τον εκτελωνισμό. Οι σχετικές δηλώσεις της προσφεύγουσας αποδείχθηκαν από το περιεχόμενο του εντύπου του CCCMC, μεταφράσεις του οποίου προσκόμισε η ίδια, συνημμένες στο έγγραφο της 24ης Ιουνίου 2003, και η EGA, με το από 21 Νοεμβρίου 2003 έγγραφό της. Έτσι, σύμφωνα με τις δηλώσεις της προσφεύγουσας, στο πλαίσιο των τελωνειακών διαδικασιών, οι τελωνειακές αρχές έλεγχαν αν η εξαγωγική σύμβαση είχε πράγματι θεωρηθεί από το CCCMC, αλλά δεν εξέταζαν την ορισθείσα στην εν λόγω σύμβαση τιμή.

142    Δεύτερον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του ως άνω φακέλου, η τιμή καθοριζόταν από τα μέλη της ομάδας παραγωγών glyphosate. Οι σχετικές δηλώσεις της προσφεύγουσας αποδείχθηκαν με το έγγραφο του CCCMC της 29ης Δεκεμβρίου 2001, που δόθηκε στην Επιτροπή κατά τον έλεγχο στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας και προσκομίσθηκε εκ νέου από την προσφεύγουσα με τις από 23 Δεκεμβρίου 2003 παρατηρήσεις της, από το οποίο προκύπτει ότι η μείωση της τιμής αναφοράς αποφασίσθηκε κατόπιν «ψηφοφορίας» των οικείων εξαγωγέων.

143    Τρίτον, η προσφεύγουσα υπέβαλε σειρά αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται ότι η εν λόγω τιμή δεν ήταν δεσμευτική κατά την περίοδο της έρευνας και ότι η προσφεύγουσα ήταν ελεύθερη να καθορίσει χαμηλότερες τιμές εξαγωγής.

144    Έτσι, μολονότι η προσφεύγουσα χρησιμοποίησε, με τις πρώτες παρατηρήσεις της όσον αφορά το CCCMC, στο έγγραφο της 24ης Ιουνίου 2003, τη φράση «ελάχιστο όριο τιμής», τόνισε στη συνέχεια, με το έγγραφο της 4ης Ιουλίου 2003, ότι ούτε η κυβέρνηση ούτε το CCCMC ούτε οι παραγωγοί μπορούσαν να εγγυηθούν την εν λόγω τιμή. Κατά τις δηλώσεις της, ο ρόλος του CCCMC αφορούσε μόνον τον έλεγχο της αναγραφόμενης στη σύμβαση τιμής, την οποία εισήγαγε σε βάση δεδομένων για στατιστικούς σκοπούς, και στη θεώρηση της σύμβασης μετά τις εν λόγω ενέργειες. Η προσφεύγουσα εξήγησε ότι η θεώρηση δεν σήμαινε επομένως ότι το CCCMC είχε εγκρίνει την τιμή, αλλά ότι η τιμή είχε ελεγχθεί. Ως προς τις τελωνειακές αρχές, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι αυτές έλεγχαν μόνον αν είχε τεθεί θεώρηση επί της σύμβασης. Η προσφεύγουσα επανέλαβε στη συνέχεια, με τα έγγραφα της 16ης και της 23ης Δεκεμβρίου 2003, τις δηλώσεις σύμφωνα με τις οποίες η εν λόγω τιμή δεν ήταν δεσμευτική.

145    Επιπλέον, από τον φάκελο της έρευνας προκύπτει ότι, κατά τον επιτόπιο έλεγχο, η προσφεύγουσα προσκόμισε συμπληρωματικές εξηγήσεις όσον αφορά τον εν λόγω μηχανισμό και επισήμανε ότι τον Δεκέμβριο του 2001 αποφασίσθηκε να θεωρούνται όλες οι συμβάσεις, ακόμη και αν η τιμή ήταν χαμηλότερη της τιμής αναφοράς, και ότι το 2002 (περίοδος έρευνας) το CCCMC είχε θεωρήσει όλες τις συμβάσεις. Τόνισε επίσης ότι, σε συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2003, το σύστημα της τιμής αναφοράς έπαυσε να ισχύει, οι συμβάσεις όμως εξακολούθησαν να θεωρούνται, προκειμένου το CCCMC να συγκεντρώνει ετήσιες στατιστικές πληροφορίες. Οι εξηγήσεις αυτές διαβιβάστηκαν επίσης στην Επιτροπή με το έγγραφο της προσφεύγουσας της 23ης Δεκεμβρίου 2003.

146    Οι δηλώσεις αυτές σύμφωνα με τις οποίες η εν λόγω τιμή δεν ήταν δεσμευτική αποδείχθηκαν από τα λοιπά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατά την έρευνα.

147    Πρώτον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από το ερωτηματολόγιο της Επιτροπής για τους παραγωγούς που ζητούν την υπαγωγή στο ΚΟΑ και από το ερωτηματολόγιο για τους παραγωγούς-εξαγωγείς glyphosate της ΛΔΚ, κατά την περίοδο έρευνας, πραγματοποίησε δύο πωλήσεις προς την Κοινότητα και, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η τιμή ήταν κατώτερη του «ελάχιστου ορίου τιμής», γεγονός που αποδεικνύεται από έγγραφο του CCCMC της 29ης Δεκεμβρίου 2001, το οποίο δόθηκε στην Επιτροπή κατά τον επιτόπιο έλεγχο.

148    Δεύτερον, όσον αφορά τις εξαγωγικές πωλήσεις της προς άλλες χώρες, η προσφεύγουσα επισύναψε στο ερωτηματολόγιο για τους παραγωγούς-εξαγωγείς glyphosate της ΛΔΚ πίνακα στον οποίο παρατίθενται, μεταξύ άλλων, οι ποσότητες και τα ποσά των πωλήσεων αυτών. Επομένως, όπως αναφέρει η προσφεύγουσα χωρίς να αντικρουσθεί από το Συμβούλιο, όσον αφορά περισσότερες από 200 πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο έρευνας, η μέση τιμή ήταν χαμηλότερη του «ελάχιστου ορίου τιμής».

149    Τρίτον, για να αποδείξει τις δηλώσεις της κατά τον επιτόπιο έλεγχο, όσον αφορά τη διαδικασία θεώρησης των συμβάσεων εξαγωγής από το CCCMC, η προσφεύγουσα προσκόμισε μία σύμβαση πώλησης, της 26ης Νοεμβρίου 2002, στην οποία είχε ορισθεί τιμή χαμηλότερη του «ελάχιστου ορίου τιμής» και έφερε θεώρηση του CCCMC, καθώς και τα σχετικά τιμολόγια. Όπως τονίζει η προσφεύγουσα, στα έγγραφα που προσκόμισε στην Επιτροπή κατά τον έλεγχο αυτόν βρίσκονται και άλλα τιμολόγια εξαγωγικών πωλήσεων που ορίζουν τιμές χαμηλότερες του «ελάχιστου ορίου τιμής». Η προσφεύγουσα αναφέρει, χωρίς να αντικρουσθεί από το Συμβούλιο, ότι τα στοιχεία αυτά ελέγχθηκαν από την Επιτροπή. Εξάλλου, η προσφεύγουσα προσκόμισε επίσης έγγραφο του CCCMC, της 29ης Δεκεμβρίου 2001, όπου αναφέρεται ότι η τιμή μπορούσε να κυμαίνεται αναλόγως των μεταβολών των συνθηκών της αγοράς. Μεταγενέστερα, με τις παρατηρήσεις της 16ης και της 23ης Δεκεμβρίου 2003, η προσφεύγουσα επέστησε επίσης την προσοχή της Επιτροπής στα στοιχεία αυτά που είχε θέσει στη διάθεσή της κατά τον έλεγχο.

150    Τέλος, η προσφεύγουσα, με το έγγραφο της 1ης Οκτωβρίου 2003, το οποίο κατέθεσε προς απάντηση στις παρατηρήσεις της EGA επί της αιτήσεώς της περί υπαγωγής στο ΚΟΑ, προσκόμισε έγγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου 2003 με το οποίο το CCCMC δηλώνει ότι θεώρησε όλες τις συμβάσεις της προσφεύγουσας το 2002 (περίοδος έρευνας) και ότι η τιμή ήταν απλώς η τιμή αναφοράς. Το έγγραφο αυτό διαβιβάσθηκε στην Επιτροπή με τα έγγραφα της προσφεύγουσας της 16ης και της 23ης Δεκεμβρίου 2003.

151    Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι τα ανωτέρω στοιχεία μπορούσαν να αποδείξουν ότι ο εν λόγω μηχανισμός δεν είχε επιβληθεί από το κράτος, ότι η τιμή είχε καθοριστεί από τους παραγωγούς glyphosate μέλη του CCCMC και ότι δεν είχε ως αποτέλεσμα πραγματικό περιορισμό στις εξαγωγικές δραστηριότητες της προσφεύγουσας. Επομένως, τα κοινοτικά όργανα χωρίς να αμφισβητήσουν την αποδεικτική ισχύ ή την επάρκεια των στοιχείων αυτών δεν μπορούσαν να συμπεράνουν, χωρίς να υποπέσουν σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, ότι, μέσω του εν λόγω μηχανισμού, το κράτος είχε ασκήσει σημαντικό έλεγχο στις τιμές του συγκεκριμένου προϊόντος και ότι ο μηχανισμός αυτός συνιστούσε «σημαντική κρατική παρέμβαση» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

152    Πάντως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα κοινοτικά όργανα δεν αμφισβήτησαν τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία και τις εν λόγω δηλώσεις.

153    Έτσι, αφενός, από τον φάκελο προκύπτει ότι τα κοινοτικά όργανα ουδέποτε αμφισβήτησαν τις δηλώσεις της προσφεύγουσας ότι το CCCMC ήταν μη κυβερνητικός οργανισμός ούτε άλλωστε αμφισβήτησαν τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας ότι οι παραγωγοί glyphosate ανέλαβαν την πρωτοβουλία να καθιερώσουν το εν λόγω σύστημα προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους ερευνών αντιντάμπινγκ στις αγορές εξαγωγών και να παράσχουν τη δυνατότητα στο CCCMC να συγκεντρώσει τις στατιστικές πληροφορίες. Εξάλλου, μολονότι από τη διατύπωση του εντύπου του CCCMC, στην οποία στηρίζεται το Συμβούλιο (βλ. σκέψη 133 ανωτέρω), προκύπτει ότι η κυβέρνηση έλαβε μέτρα που επέτρεψαν τη συμμετοχή των τελωνειακών αρχών στον εν λόγω μηχανισμό, δεν αντικρούει εντούτοις, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας ότι ο μηχανισμός αυτός δεν επιβλήθηκε από το κράτος και η τιμή καθοριζόταν από τους ίδιους τους παραγωγούς glyphosate, μέλη του CCCMC.

154    Συναφώς, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα που προέβαλε το Συμβούλιο κατά τη διάρκεια της δίκης, σύμφωνα με το οποίο το γεγονός ότι από τους 39 παραγωγούς glyphosate στη ΛΔΚ μόνο δύο ζήτησαν την υπαγωγή τους στο ΚΟΑ σημαίνει ότι ανήκαν ή ελέγχονταν από το κράτος και, επομένως, το κράτος καθόριζε στην πραγματικότητα το «ελάχιστο όριο τιμής». Συγκεκριμένα, ο σχετικός ισχυρισμός όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους οι 37 αυτοί παραγωγοί δεν ζήτησαν την υπαγωγή στο ΚΟΑ ουδόλως αποδείχθηκε και, εξάλλου, η σκέψη αυτή ουδόλως προκύπτει από τα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων κατά τη διάρκεια της έρευνας ή από τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

155    Αφετέρου, τα κοινοτικά όργανα δεν αμφισβήτησαν την αποδεικτική ισχύ ή την επάρκεια των στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα για να αποδείξει ότι μπορούσε ελεύθερα να καθορίσει τις τιμές εξαγωγής σε επίπεδο χαμηλότερο από το «ελάχιστο όριο τιμής», συμπεριλαμβανομένων ιδίως των διαφόρων τιμολογίων και των συμβάσεων, αλλά περιορίστηκαν στο να διατυπώσουν γενικούς ισχυρισμούς ότι οι τιμές εξαγωγής ελέγχονταν από το κράτος. Πάντως, αντίθετα προς όσα φαίνεται να υποστηρίζει το Συμβούλιο, τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις τιμές που πράγματι καθόρισε η προσφεύγουσα είναι πλήρως λυσιτελή για τους σκοπούς της εξέτασης της προϋπόθεσης του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Ειδικότερα, δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί, χωρίς να αμφισβητήσει την αποδεικτική ισχύ ή την επάρκεια των στοιχείων αυτών, όπως πράττει το Συμβούλιο για να υπερασπιστεί την προσέγγιση που ακολούθησε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ότι είχε τεθεί σε εφαρμογή ένα πολύ αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου και ότι η προσφεύγουσα ήταν στην πραγματικότητα υποχρεωμένη να τηρήσει το «ελάχιστο όριο τιμής».

156    Υπό τις συνθήκες αυτές, φαίνεται ότι το μοναδικό στοιχείο επί του οποίου στήριξαν την εκτίμησή τους τα κοινοτικά όργανα ήταν η δυνατότητα του CCCMC να αρνηθεί τη θεώρηση της εξαγωγικής σύμβασης και να απαγορεύσει, επομένως, τις εξαγωγές για τις οποίες δεν ετηρείτο το «ελάχιστο όριο τιμής», λόγω της ανάμειξης των τελωνειακών αρχών στο σύστημα. Η ερμηνεία αυτή συνάγεται και από τη διατύπωση της ανακοίνωσης της 5ης Δεκεμβρίου 2003, από την οποία προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι η δυνατότητα του CCCMC να εμποδίσει τις εξαγωγές που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις που είχε ορίσει συνιστούσε καθεαυτή «σημαντική κρατική παρέμβαση» υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, τούτο δε ανεξαρτήτως των εξηγήσεων της προσφεύγουσας σύμφωνα με τις οποίες η επίμαχη τιμή ήταν ενδεικτική και ο εν λόγω μηχανισμός εφαρμοζόταν για να μειωθεί ο κίνδυνος ερευνών αντιντάμπινγκ σε τρίτες χώρες καθώς και για να παρασχεθεί η δυνατότητα στο CCCMC να συγκεντρώσει στατιστικές πληροφορίες.

157    Ωστόσο, το γεγονός αυτό από μόνο του δεν μπορούσε, ενόψει των ανωτέρω στοιχείων, να δικαιολογήσει την άρνηση υπαγωγής στο ΚΟΑ εν προκειμένω. Πρέπει να υπογραμμιστεί, πράγματι, ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η προσφεύγουσα είχε αποδείξει ότι πληρούσε την προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, δεν μπορεί να μη ληφθούν υπόψη αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν, αφενός, ότι ο συγκεκριμένος μηχανισμός δεν είχε ως αποτέλεσμα πραγματικό περιορισμό στις εξαγωγικές δραστηριότητες της και, αφετέρου, ότι δεν είχε τεθεί σε εφαρμογή για να παράσχει τη δυνατότητα κρατικής παρεμβάσεως στις εν λόγω δραστηριότητες.

158    Επιβάλλεται η διαπίστωση, επομένως, ότι η εκτίμηση των κοινοτικών οργάνων για τον ρόλο του CCCMC δεν αρκεί, κατόπιν των στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατά την έρευνα, για να στηρίξει το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι πληρούσε την προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

159    Επομένως, η παρούσα αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.

160    Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι, κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα έπρεπε, για να ευδοκιμήσει η προσφυγή της, να αποδείξει ότι υπήρξε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ως προς το συνολικό συμπέρασμα για την ύπαρξη σημαντικής κρατικής παρεμβάσεως, το οποίο συνήχθη βάσει όλων των ανωτέρω εξετασθέντων λόγων –και όχι βάσει καθενός εκ των λόγων τούτων ξεχωριστά–, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι οι λόγοι αυτοί δεν μπορούν, έστω και σε συνδυασμό, να δικαιολογήσουν την άρνηση υπαγωγής στο ΚΟΑ εν προκειμένω. Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει, πράγματι, ότι τα κοινοτικά όργανα, με την ανάλυση των συνθηκών στις οποίες στηρίχθηκαν για να απορρίψουν την υπαγωγή της προσφεύγουσας στο ΚΟΑ, δεν έλαβαν υπόψη όλα τα λυσιτελή στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα για να αποδείξει ότι ελάμβανε τις αποφάσεις της με βάση στοιχεία της αγοράς και χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση. Επομένως, καμία από τις περιστάσεις αυτές, ακόμη και σε συνδυασμό με άλλες, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι πληρούσε την προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού και, ως εκ τούτου, τα ανωτέρω διαπιστωθέντα σφάλματα έπλητταν επίσης το συνολικό συμπέρασμα του Συμβουλίου.

161    Επιπλέον, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, λόγω της απόρριψης της αιτήσεως περί υπαγωγής στο ΚΟΑ, που υπέβαλε η προσφεύγουσα, η κανονική αξία καθορίστηκε όσον την αφορά, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού, βάσει στοιχείων που ελήφθησαν από παραγωγούς τρίτης χώρας με οικονομία αγοράς, δηλαδή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Βραζιλίας (αιτιολογικές σκέψεις 23 έως 31 του προσβαλλόμενου κανονισμού), και επί της βάσεως αυτής ιδίως υπολογίσθηκε ένα συνολικό περιθώριο ντάμπινγκ για όλη τη ΛΔΚ (αιτιολογικές σκέψεις 36 έως 39 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Επομένως, η απόρριψη της αιτήσεως περί υπαγωγής στο ΚΟΑ επηρέασε οπωσδήποτε την επιβολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ όσον αφορά την προσφεύγουσα, δυνάμει του άρθρου 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

162    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού στον βαθμό που αφορά την προσφεύγουσα, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

163    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, τα κοινοτικά όργανα που παρεμβαίνουν στη διαφορά φέρουν τα δικά τους έξοδα. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά του έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας και της Audace, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματα. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1683/2004 του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2004, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του προϊόντος glyphosate καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στον βαθμό που αφορά τη Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group Co. Ltd.

2)      Το Συμβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group Co. και η Association des utilisateurs et distributeurs de l’agrochimie européenne (Audace).

3)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Czúcz

Labucka

Prek

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Ιουνίου 2009.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Επί των αιτιάσεων που αφορούν την εκτίμηση του Συμβουλίου όσον αφορά τον έλεγχο της προσφεύγουσας από το κράτος καθώς και τον διορισμό και τη σύνθεση του διοικητικού της συμβουλίου

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί των αιτιάσεων που αφορούν την εκτίμηση του Συμβουλίου σχετικά με τον καθορισμό εκ μέρους της προσφεύγουσας των τιμών εξαγωγής

Επί της αιτιάσεως που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, του βασικού κανονισμού

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της αιτιάσεως που αντλείται από πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως του Συμβουλίου όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών εξαγωγής της προσφεύγουσας

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.