Language of document : ECLI:EU:C:2014:739

ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 2ας Μαΐου 2014 (1)

Υπόθεση C‑129/14 PPU

Zoran Spasic

[αίτηση του Oberlandesgericht Nürnberg (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Επείγουσα προδικαστική διαδικασία — Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Αρχή ne bis in idem — Κεκτημένο του Σένγκεν — Άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν — Άρθρα 50 και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών — Καταδίκη για την ίδια πράξη — Προϋπόθεση σχετικά με την έκτιση ποινής — Ποινική κύρωση αποτελούμενη από δύο στοιχεία»





Περιεχόμενα

I –ΕισαγωγήI – 5

II –Το νομικό πλαίσιοI – 9

Α —Η ΕΣΔΑI – 9

Β —Το δίκαιο της ΈνωσηςI – 10

1.Ο ΧάρτηςI – 10

2.Το κεκτημένο του Σένγκεν στο δίκαιο της ΈνωσηςI – 12

α)Η συμφωνία ΣένγκενI – 12

β)Η σύμβαση εφαρμογήςI – 12

γ)Το πρωτόκολλο επί του κεκτημένου του ΣένγκενI – 13

III –Η κύρια δίκη, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του ΔικαστηρίουI – 16

IV –ΑνάλυσηI – 20

Α —Εισαγωγικές παρατηρήσειςI – 20

1.Επί της αρμοδιότητας του ΔικαστηρίουI – 20

2.Επί των διακυβευμάτων της υποθέσεωςI – 23

Β –Επί του πρώτου ερωτήματος, περί της σχέσεως μεταξύ του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής και του άρθρου 50 του ΧάρτηI – 29

1.Επί της αρχής ne bis in idemI – 29

2.Επί της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής και της εφαρμογής της από τις συναφείς ρυθμίσειςI – 31

3.Επί του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7I – 35

4.Το άρθρο 50 του Χάρτη και η σχέση του με το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7I – 40

5.Έρχεται η σχετική με την έκτιση προϋπόθεση που προβλέπεται με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής σε σύγκρουση με το άρθρο 50 του Χάρτη;I – 42

6.Συνιστά η σχετική με την έκτιση προϋπόθεση περιορισμό ή παρέκκλιση κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη;I – 46

–Επί της υπάρξεως επεμβάσεως που συνιστά προσβολή θεμελιώδους δικαιώματοςI – 46

–Επί της δικαιολογήσεως της επεμβάσεως με γνώμονα τους όρους του άρθρου 52, παράγραφος 1, του ΧάρτηI – 50

–Επί της δικαιολογήσεως βάσει του ελέγχου αναλογικότηταςI – 54

Γ –Επί του δευτέρου ερωτήματος, σχετικά με την ερμηνεία της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως κατά την έννοια του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογήςI – 65

V –ΠρότασηI – 72

I –    Εισαγωγή

1.      Αφετηρία της παρούσας διαδικασίας αποτελεί η αίτηση κατά της αποφάσεως περί διατηρήσεως των αποτελεσμάτων εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος από τις γερμανικές αρχές κατά του Ζ. Spasic, σερβικής ιθαγένειας, ο οποίος τελεί επί του παρόντος υπό προσωρινή κράτηση στη Γερμανία δυνάμει του εν λόγω εντάλματος (2). Ο Ζ. Spasic καταδικάσθηκε στην Ιταλία για απάτη λόγω της ίδιας πράξεως που αποτελεί το αντικείμενο του εν λόγω εντάλματος.

2.      Με τα προδικαστικά του ερωτήματα, το Oberlandesgericht Nürnberg (Ανώτερο Περιφερειακό Δικαστήριο Νυρεμβέργης, Γερμανία) υπέβαλε στο Δικαστήριο ένα καινοφανές ζήτημα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει τη σχέση μεταξύ του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), που κατοχυρώνει το δικαίωμα του προσώπου να μην διώκεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη (αρχή ne bis in idem), και του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας Σένγκεν (στο εξής: σύμβαση εφαρμογής) (3), σχετικά με την εφαρμογή της ίδιας αρχής.

3.      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν η εφαρμογή της προϋποθέσεως που ορίζεται στο άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής, κατά την οποία η απαγόρευση ποινικής διώξεως για τις ίδιες πράξεις εφαρμόζεται μόνο υπό την επιφύλαξη ότι «η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου κράτους που επέβαλε την καταδίκη» (στο εξής: σχετική με την έκτιση προϋπόθεση) (4), μπορεί να θεωρηθεί ως θεμιτός περιορισμός του άρθρου 50 του Χάρτη κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Το ερώτημα αυτό θα οδηγήσει το Δικαστήριο στην εξειδίκευση του περιεχομένου της αρχής ne bis in idem σε διασυνοριακό πλαίσιο, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση της δημιουργίας του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Το Δικαστήριο καλείται επίσης να αποφανθεί επί της ερμηνείας της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως κατά την έννοια του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής οσάκις η ποινή αποτελείται από δύο ανεξάρτητα στοιχεία.

4.      Δεδομένου ότι το άρθρο 50 του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (5), η εξέταση της υποβληθείσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως συνεπάγεται ότι πρέπει να προσδιοριστούν οι συνέπειες του εν λόγω πρωτοκόλλου για τους σκοπούς ερμηνείας της αρχής ne bis in idem.

5.      Συναφώς, επισημαίνω εξαρχής ότι η σχετική με την έκτιση προϋπόθεση κατά το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής επιτρέπει στις αρχές του κράτους μέλους Β να κινήσουν ή να συνεχίσουν ποινική δίωξη παρά την ύπαρξη αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε στο κράτος μέλος Α σε σχέση με το ίδιο πρόσωπο και για την ίδια πράξη. Πάντως, σε εθνικό πλαίσιο, τέτοια ενέργεια θα απαγορευόταν, τόσο σύμφωνα με το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7, όπως ερμηνεύθηκε στις υποθέσεις του ΕΔΔΑ Zolotoukhine κατά Ρωσίας (6) και Muslija κατά Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (7), όσο και σύμφωνα με το άρθρο 50 του Χάρτη το οποίο, σύμφωνα με τις σχετικές με τον Χάρτη επεξηγήσεις, έχει την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με το αντίστοιχο δικαίωμα της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ) στην περίπτωση της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem στο εσωτερικό κράτους μέλους. Ενδείκνυται συνεπώς επίσης να καθορισθούν τα όρια της διακριτικής ευχέρειας των εθνικών αρχών του κράτους μέλους Β ενόψει των επιταγών που απορρέουν από τον Χάρτη (8).

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α —      Η ΕΣΔΑ

6.      Το πρωτόκολλο αριθ. 7, στο άρθρο 4 που φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα κάθε προσώπου να μη δικάζεται ή τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου κράτους, για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους αυτού.

2.      Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εμποδίζουν την επανάληψη της διαδικασίας, σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους για το οποίο πρόκειται, εάν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενέστερων της απόφασης γεγονότων, ή υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα της προηγούμενης διαδικασίας, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης.

3.      Καμία απόκλιση από αυτό το άρθρο δεν επιτρέπεται με βάση το άρθρο 15 της [ΕΣΔΑ]» (9).

 Β       Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο Χάρτης

7.      Το άρθρο 50 του Χάρτη, που φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη», έχει το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο.»

8.      Το άρθρο 52 του Χάρτη, με τίτλο «Εμβέλεια και ερμηνεία των δικαιωμάτων και των αρχών», ορίζει:

«1.      Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. […] [(10)].

3.      Στον βαθμό που ο παρών Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω σύμβαση. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία.

[…]

7.      Τα δικαστήρια της Ένωσης και των κρατών μελών λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους τις επεξηγήσεις οι οποίες έχουν εκπονηθεί με σκοπό την παροχή κατευθύνσεων για την ερμηνεία του παρόντος Χάρτη.»

2.      Το κεκτημένο του Σένγκεν στο δίκαιο της Ένωσης

 α)     Η συμφωνία Σένγκεν

9.      Στις 14 Ιουνίου 1985 οι κυβερνήσεις των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας υπέγραψαν, στο Σένγκεν, συμφωνία σχετική με την σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (11).

 β)     Η σύμβαση εφαρμογής

10.    Η σύμβαση εφαρμογής, που συνάφθηκε στις 19 Ιουνίου 1990 μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων μερών και τέθηκε σε ισχύ στις 26 Μαρτίου 1995, ορίζει τα ακόλουθα στο άρθρο 54, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο III, με τίτλο «Εφαρμογή της αρχής ne bis in idem»:

«Όποιος δικάστηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρο όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη.»

11.    Το άρθρο 55 της συμβάσεως εφαρμογής ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54. Το άρθρο 56 θέτει τον κανόνα κατά τον οποίον κάθε χρονικό διάστημα στερήσεως της ελευθερίας που διανύθηκε στο έδαφος συμβαλλομένου μέρους αφαιρείται από την κύρωση που ενδεχομένως θα απαγγελθεί σε άλλο κράτος. Θα λαμβάνονται επίσης υπόψη, στο μέτρο που οι εθνικές νομοθεσίες το επιτρέπουν, κυρώσεις πέραν των στερητικών της ελευθερίας ποινών που έχουν ήδη εκτιθεί. Το άρθρο 57 αφορά την ανταλλαγή των σχετικών πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών. Σύμφωνα με το άρθρο 58, οι προηγούμενες διατάξεις δεν εμποδίζουν την εφαρμογή ευρυτέρων εθνικών διατάξεων που αφορούν την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, η οποία συνδέεται με τις δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό.

 γ)     Το πρωτόκολλο επί του κεκτημένου του Σένγκεν

12.    Με το πρωτόκολλο (αριθ. 2) για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προσαρτήθηκε στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στο εξής: πρωτόκολλο περί του κεκτημένου του Σένγκεν) (12), το προαναφερθέν νομικό πλαίσιο, που περιλαμβάνει επίσης τη σύμβαση εφαρμογής (13), ενσωματώθηκε στο δίκαιο της Ένωσης με την ονομασία «κεκτημένο του Σένγκεν».

13.    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου αυτού έχει το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ, το κεκτημένο του Σένγκεν, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων της συσταθείσας, από τις συμφωνίες Σένγκεν, εκτελεστικής επιτροπής, οι οποίες είχαν υιοθετηθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, θα εφαρμόζεται αμέσως στα δεκατρία κράτη μέλη που αναφέρονται στο άρθρο 1 [(14)], με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου […]

[…] Το Συμβούλιο […] καθορίζει, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των συνθηκών, τη νομική βάση για κάθε διάταξη ή απόφαση που συνιστούν το κεκτημένο του Σένγκεν.

Όσον αφορά τέτοιες διατάξεις και αποφάσεις και σύμφωνα με τον καθορισμό της νομικής βάσης που καθόρισε το Συμβούλιο, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ασκεί τις αρμοδιότητες που του απονέμουν οι σχετικές εφαρμοστέες διατάξεις των Συνθηκών. […]

[…]

Εφόσον δεν έχουν ληφθεί τα προαναφερόμενα μέτρα και με την επιφύλαξη του άρθρου 5, παράγραφος 2, οι διατάξεις ή αποφάσεις οι οποίες συνιστούν το κεκτημένο του Σένγκεν θεωρούνται πράξεις οι οποίες βασίζονται στον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

14.    Το κεκτημένο του Σένγκεν ενσωματώθηκε στη Συνθήκη ΛΕΕ με το πρωτόκολλο (αριθ. 19) (15). Το πρωτόκολλο (αριθ. 36) περί των μεταβατικών διατάξεων, που προσαρτήθηκε στη Συνθήκη ΛΕΕ (16), ορίζει, στα άρθρα 9 και 10, τις έννομες συνέπειες των πράξεων των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης που εκδόθηκαν δυνάμει της Συνθήκης ΕΕ πριν τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας.

III – Η κύρια δίκη, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

15.    Ο κατηγορούμενος στην κύρια δίκη Ζ. Spasic είναι Σέρβος πολίτης διωκόμενος από την Staatsanwaltschaft Regensburg (Γερμανία) για την τέλεση απάτης ως μέλος εγκληματικής οργανώσεως στο Μιλάνο στις 20 Μαρτίου 2009. Το θύμα της εγκληματικής αυτής πράξεως, ο Γερμανός πολίτης W. Soller, είχε παραδώσει στον Ζ. Spasic ποσό 40 000 ευρώ σε τραπεζογραμμάτια μικρής αξίας σε αντάλλαγμα τραπεζογραμματίων αξίας 500 ευρώ, που στη συνέχεια αποδείχθηκαν πλαστά.

16.    Ο Ζ. Spasic, κατά του οποίου η Staatsanwaltschaft Innsbruck (Αυστρία) εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως στις 27 Αυγούστου 2009 για σειρά παρομοίων αδικημάτων τελεσθέντων στην Αυστρία και τη Γερμανία το έτος 2008, συνελήφθη στην Ουγγαρία στις 8 Οκτωβρίου 2009 και παραδόθηκε στη συνέχεια στις αυστριακές αρχές. Καταδικάσθηκε στην Αυστρία δυνάμει δικαστικής αποφάσεως της 26ης Αυγούστου 2010, που κατέστη αμετάκλητη.

17.    Στις 25 Φεβρουαρίου 2010 το Amtsgericht Regensburg (Γερμανία) εξέδωσε εθνικό ένταλμα συλλήψεως για την πράξη της απάτης που διαπράχθηκε στο Μιλάνο, βάσει του οποίου η Staatsanwaltschaft Regensburg εξέδωσε στη συνέχεια ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως στις 5 Μαρτίου 2010. Στις 20 Νοεμβρίου 2013 το Amtsgericht Regensburg εξέδωσε άλλο, εκτενέστερο, εθνικό ένταλμα συλλήψεως κατά του Ζ. Spasic, το σημείο I του οποίου αφορά την αξιόποινη πράξη της απάτης που τελέσθηκε στις 20 Μαρτίου 2009 στο Μιλάνο.

18.    Δυνάμει αποφάσεως της 18ης Ιουνίου 2012, το Tribunale ordinario di Milano (Ιταλία) καταδίκασε τον Ζ. Spasic ερήμην για το αδίκημα που τελέσθηκε την 20ή Μαρτίου 2009 στο Μιλάνο σε στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έτους καθώς και σε πρόστιμο 800 ευρώ. Παρατηρώ συναφώς ότι η απόφαση του Tribunale di Milano κατέστη αμετάκλητη στις 7 Ιουλίου 2012, ενώ η δίωξη που κινήθηκε στη Γερμανία υπήρξε εν μέρει ταυτόχρονη με την ιταλική διαδικασία.

19.    Ο Ζ. Spasic τελεί επί του παρόντος υπό προσωρινή κράτηση στη Γερμανία από της 6ης Δεκεμβρίου 2013, ημερομηνία κατά την οποία, σε εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως της 5ης Μαρτίου 2010, οι αυστριακές αρχές τον παρέδωσαν στις γερμανικές αρχές (17). Στην Αυστρία, ο Ζ. Spasic είχε αρχίσει να εκτίει ποινή φυλακίσεως οκτώ ετών. Δεδομένης της παραδόσεώς του στις γερμανικές αρχές, η εκτέλεση της ποινής που απαγγέλθηκε στην Αυστρία ανεστάλη προσωρινώς. Εντούτοις, δεν προκύπτει σαφώς από τη δικογραφία εάν έχει προβλεφθεί η επιστροφή του Ζ. Spasic στην Αυστρία πριν ή αφού εκτίσει την ποινή που ενδεχομένως θα απαγγελθεί στη Γερμανία.

20.    Ο κατηγορούμενος προσέβαλε ενώπιον του Amtsgericht Regensburg την απόφαση δυνάμει της οποίας εξακολουθεί να τελεί υπό προσωρινή κράτηση, υποστηρίζοντας κατ’ ουσίαν ότι, βάσει της αρχής ne bis in idem, δεν χωρεί δίωξή του για την τελεσθείσα στο Μιλάνο πράξη, ως προς την οποία έχει ήδη εκδοθεί από το Tribunale di Milano αμετάκλητη και εκτελεστή απόφαση σε βάρος του.

21.    Μετά την απόρριψη της αιτήσεώς του, ο Ζ. Spasic κατέθεσε ενώπιον του Landgericht Regensburg την απόδειξη καταβολής, την 23η Ιανουαρίου 2014, του ποσού 800 ευρώ, που συνιστά την εκτέλεση της χρηματικής ποινής που του επιβλήθηκε με την απόφαση του Tribunale di Milano.

22.    Με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2014, το Landgericht Regensburg επικύρωσε την απόφαση του Amtsgericht Regensburg, διευκρινίζοντας ότι η εκτέλεση της προσωρινής κρατήσεως μπορούσε στο εξής να στηριχθεί μόνο στα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στο σημείο I του εντάλματος συλλήψεως της 20ής Νοεμβρίου 2013, και απέρριψε κατά τα λοιπά την αίτηση.

23.    Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, που επιλήφθηκε στη συνέχεια, ο Ζ. Spasic υποστήριξε κατ’ ουσίαν ότι η σχετική με την έκτιση προϋπόθεση που προβλέπεται με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής δεν μπορεί να περιορίσει νομίμως την εμβέλεια του άρθρου 50 του Χάρτη και ότι αυτός θα έπρεπε να αποφυλακισθεί κατόπιν της εκτίσεως που συνίσταται στην καταβολή του προστίμου 800 ευρώ.

24.    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberlandesgericht Nürnberg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνάδει το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας Σένγκεν με το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι εξαρτά την εφαρμογή του κανόνα ne bis in idem από την προϋπόθεση ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή πρέπει να έχει ήδη εκτιθεί ή να εκτίεται ή να μην μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη;

2)      Πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας Σένγκεν ακόμη και όταν έχει εκτελεσθεί μόνον ένα σκέλος (εν προκειμένω, το χρηματικό σκέλος) της ποινής η οποία επιβλήθηκε εντός του οικείου συμβαλλομένου μέρους και αποτελείται από δύο ανεξάρτητα σκέλη (εν προκειμένω: στερητική της ελευθερίας ποινή και χρηματική ποινή);»

25.    Με την απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε την εφαρμογή της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, κατά το γερμανικό δίκαιο, η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου δεν μπορεί να παραταθεί πέραν των έξι μηνών εκτός αν συντρέχει ιδιαίτερος λόγος. Πλην όμως, η παράταση αυτή εξαρτάται προδήλως από την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

26.    Το αρμόδιο τμήμα αποφάσισε στις 31 Μαρτίου 2014 να εφαρμόσει εν προκειμένω την επείγουσα προδικαστική διαδικασία. Η υπόθεση ανατέθηκε στο τμήμα μείζονος συνθέσεως σύμφωνα με το άρθρο 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

27.    Έγγραφες παρατηρήσεις υπέβαλαν οι εκπρόσωποι του Ζ. Spasic, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ως άνω μετέχοντες καθώς και η Γαλλική Δημοκρατία και η Ιταλική Δημοκρατία αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Απριλίου 2014.

IV – Ανάλυση

 Α       Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.      Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

28.    Εξαρχής φρονώ ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα δυνάμει του άρθρου 35 της Συνθήκης ΕΕ (18).

29.    Προκειμένου ιδίως περί του δεύτερου ερωτήματος, δυνάμει του πρωτοκόλλου περί του κεκτημένου του Σένγκεν, η νομική φύση της συμβάσεως εφαρμογής είναι ανάλογη προς αυτή των αποφάσεων, των αποφάσεων-πλαισίων ή των συμβάσεων κατά την έννοια του άρθρου 34 ΕΕ. Συνεπώς, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου προς απάντηση στο δεύτερο ερώτημα θεμελιώνεται στο εν λόγω άρθρο 35 ΕΕ (19) σε συνδυασμό προς το άρθρο 2 και το παράρτημα Α της αποφάσεως 1999/436/ΕΚ του Συμβουλίου (20), όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται από πολύ πλούσια νομολογία σχετικά με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής.

30.    Αντιθέτως, προκειμένου περί του πρώτου ερωτήματος, είναι αληθές ότι, δυνάμει του παλαιού άρθρου Κ.7 που προέκυψε από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (που έγινε το άρθρο 35 της Συνθήκης ΕΕ), η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αποκλείσθηκε όσον αφορά τον έλεγχο του κύρους των συμβάσεων, τόσο στο πλαίσιο των προδικαστικών παραπομπών όσο και στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας. Εντούτοις, το πρώτο υποβληθέν ερώτημα αφορά ρητώς την ενδεχόμενη ασυμβατότητα μεταξύ του Χάρτη και διατάξεως της συμβάσεως εφαρμογής και όχι την ακυρότητα της τελευταίας. Επισημαίνω συναφώς ότι το άρθρο 134 της συμβάσεως εφαρμογής ορίζει ότι οι διατάξεις της εφαρμόζονται μόνο στο μέτρο που συμβιβάζονται προς το κοινοτικό δίκαιο (21).

31.    Η σύμβαση εφαρμογής, η οποία αποτελεί αδιαμφισβήτητα μέρος του δικαίου της Ένωσης από της «κοινοτικοποίησεώς» της, δεν εκφεύγει του επιβαλλόμενου ελέγχου υπό το πρίσμα του Χάρτη. Πράγματι, το Δικαστήριο, δυνάμει της αποκλειστικής του αρμοδιότητας, εξασφαλίζει, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 19 ΣΕΕ, την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των Συνθηκών (22). Η εξουσία του προς ερμηνεία του πρωτογενούς δικαίου πρέπει να θεωρείται δεδομένη σε σχέση με την σύμβαση εφαρμογής, δεδομένου ότι η τελευταία αποτελεί ιδιόμορφη πράξη του δικαίου της Ένωσης και βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το παράγωγο δίκαιο στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου.

32.    Σε κάθε περίπτωση, προκύπτει από τη νομολογία ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκτιμά υπό το πρίσμα του Χάρτη πράξη του παραγώγου δικαίου που έχει άμεση εφαρμογή (23).

2.      Επί των διακυβευμάτων της υποθέσεως

33.    Η πραγμάτωση, στο πλαίσιο της Ένωσης, του κεκτημένου του Σένγκεν, μέρος του οποίου αποτελεί το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής το οποίο αφορά την αρχή ne bis in idem, αποσκοπεί στην ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως και, ειδικότερα, στην ταχύτερη εξέλιξη της Ένωσης σε χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η διατήρηση και ανάπτυξη του οποίου αποτελεί σκοπό της Ένωσης. Ο φιλόδοξος αυτός σκοπός εξακολουθεί να προσκρούει επί του παρόντος σε ένα πρόβλημα συγκρούσεως δικαιοδοσίας σε ποινικές υποθέσεις, εν προκειμένω μεταξύ της Ιταλικής Δημοκρατίας ως τόπου τελέσεως του εγκλήματος και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ως κράτους καταγωγής του θύματος (24).

34.    Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας E. Sharpston στις προτάσεις της στην υπόθεση Μ, «προς το παρόν δεν έχουν συμφωνηθεί κοινοί κανόνες σε επίπεδο Ένωσης για τη διεθνή δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις. Η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem επιλύει το πρόβλημα με έναν περιορισμένο και κάποιες φορές αυθαίρετο τρόπο. Δεν μπορεί να υποκαταστήσει ικανοποιητικά τη δράση για την επίλυση τέτοιων συγκρούσεων βάσει συμφωνημένων κριτηρίων» (25).

35.    Πάντως, το ζήτημα της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem σε υπερεθνικό επίπεδο οφείλεται στο γεγονός ότι, εφόσον μια αξιόποινη πράξη περιλαμβάνει στοιχεία που τη συνδέουν με περισσότερες έννομες τάξεις, υφίσταται κίνδυνος οι αρχές που υπάγονται σε μία έννομη τάξη να υποστηρίξουν ότι έχουν αυτές δικαιοδοσία, δημιουργώντας έτσι την πιθανότητα σωρεύσεως κρατικών καταστολών (26). Τούτου λεχθέντος, η παρούσα υπόθεση δεν εγείρει ερωτηματικά ως προς τα ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem που αποτέλεσαν προσφάτως το αντικείμενο ζωηρών δικανικών και ακαδημαϊκών συζητήσεων, τόσο στο ευρωπαϊκό όσο στο εθνικό επίπεδο, ιδίως στην περίπτωση ποινικών και διοικητικών διώξεων για την ίδια πράξη. Επιπροσθέτως, στο πλαίσιο των συζητήσεων αυτών, τέθηκε το ζήτημα περί του τρόπου καθορισμού της έννοιας της ταυτότητας της αξιόποινης πράξεως καθώς και της έννοιας «κρίση με αμετάκλητη απόφαση» στην περίπτωση που η δίωξη δεν περατώθηκε με δικαστική απόφαση.

36.    Εν προκειμένω, η παρούσα περίπτωση εμπίπτει πλήρως στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής. Πράγματι, είναι βέβαιο ότι οι διώξεις στην Ιταλία και τη Γερμανία αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά (27) και, τηρουμένων των αναλογιών, το έγκλημα της απάτης. Ο ποινικός χαρακτήρας των δύο διαδικασιών δεν επιδέχεται αμφισβήτηση (28), ούτε, κατά μείζονα λόγο, το γεγονός ότι η απόφαση του Tribunale ordinario di Milano της 18ης Ιουνίου 2012 εκδόθηκε από δικαιοδοτικό όργανο και κατέστη αμετάκλητη από 7ης Ιουλίου 2012 (29).

37.    Με άλλα λόγια, τόσο το στοιχείο «bis» όσο και το στοιχείο «idem» στοιχειοθετούνται εν προκειμένω. Στην πραγματικότητα, η σχετική με την έκτιση προϋπόθεση κατά το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής είναι αυτή που, βάσει του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται με το άρθρο 50 του Χάρτη, βρίσκεται στον πυρήνα της παρούσας προδικαστικής παραπομπής.

38.    Συναφώς, είναι πρόδηλο ότι η σχετική με την έκτιση προϋπόθεση που προβλέπεται με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη. Επιπροσθέτως, επισημαίνω ότι η εμβέλεια του άρθρου 50 του Χάρτη δεν έχει ακόμη οριοθετηθεί με οριστικό τρόπο στη νομολογία του Δικαστηρίου.

39.    Πράγματι, η αρχή ne bis in idem τυγχάνει εφαρμογής και εκτός του λεγομένου «κλασικού» ποινικού δικαίου (30), με συνηθέστερο παράδειγμα το δίκαιο του ανταγωνισμού, στο πλαίσιο του οποίου η εφαρμογή της αρχής υποβάλλεται στην τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτίσεως του παραβάτη και της ταυτίσεως του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος (31). Επομένως, κατά του ίδιου επιχειρηματία είναι δυνατή η ταυτόχρονη άσκηση διώξεως και επιβολή κυρώσεως για τα ίδια πραγματικά περιστατικά από τις εθνικές αρχές και από την Επιτροπή επειδή οι δύο διαδικασίες έχουν διαφορετικούς σκοπούς (32).

40.    Εξάλλου, η αρχή ne bis in idem τυγχάνει εφαρμογής στον τομέα των ελέγχων και των κυρώσεων των παρατυπιών που διαπράττονται στο δίκαιο της Ένωσης (33), πράγμα που υπενθύμισε το Δικαστήριο σχετικά με τη σωρευτική εφαρμογή των διοικητικών κυρώσεων (34).

41.    Συνεπώς, φρονώ εξαρχής ότι, στην παρούσα υπόθεση, η εξέταση της εμβέλειας της αρχής ne bis in idem υπό το πρίσμα του Χάρτη οφείλει να περιορισθεί μόνο στο πεδίο του κλασικού ποινικού δικαίου, χωρίς να συμπεριλάβει τα ζητήματα που συνδέονται με τις διοικητικές κυρώσεις, με όλες τις συνέπειες και ιδιαιτερότητες που μπορεί να περιλαμβάνει το εν λόγω πεδίο του ποινικού δικαίου.

42.    Τέλος, έχοντας υπόψη ότι το κείμενο του άρθρου 50 του Χάρτη είναι πανομοιότυπο προς αυτό του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7, με μόνη διαφορά το πεδίο εδαφικής εφαρμογής τους, ενδείκνυται προπαντός να εξετασθούν οι συνέπειες της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) επί του θέματος.

 Β       Επί του πρώτου ερωτήματος, περί της σχέσεως μεταξύ του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής και του άρθρου 50 του Χάρτη

1.      Επί της αρχής ne bis in idem

43.    Η αρχή ne bis in idem, την οποία το Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει ως «γενική απαίτηση επιείκειας» (35), είναι καθολικώς αναγνωρισμένη στις εθνικές έννομες τάξεις. Εντούτοις, το δημόσιο διεθνές δίκαιο δεν επιβάλλει την αρχή αυτή στα κράτη και αυτή δεν έχει αναγνωρισθεί ως υπαγόμενη στην έννοια της δίκαιης δίκης που καθιερώνεται με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (36).

44.    Στο δίκαιο της Ένωσης, η υποχρέωση εφαρμογής της αρχής ne bis in idem (37) αναγνωρίσθηκε από το Δικαστήριο ήδη από το 1966 με την απόφαση Gutmann κατά Επιτροπής (38). Όπως έκρινε στη συνέχεια το Δικαστήριο, «η αρχή non bis in idem, την οποία καθιερώνει και το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 […], αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου της οποίας την τήρηση εξασφαλίζει ο δικαστής» (39). Η αρχή αυτή αποτελεί την πηγή ιδιαιτέρως πλούσιας νομολογίας, ιδίως στους τομείς του δικαίου του ανταγωνισμού και της συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, καθώς και στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, πράγμα που κατά την άποψή μου μπορεί να προβληθεί ως επιχείρημα κατά της απόψεως ότι υφίσταται μια μοναδική και ενιαία έννοια της αρχής ne bis in idem σε όλους τους τομείς του δικαίου της Ένωσης. Τέλος, η φύση της εν λόγω αρχής ως θεμελιώδους δικαιώματος έχει αναγνωρισθεί με το άρθρο 50 του Χάρτη.

45.    Χωρίς να εισέλθω στις λεπτομέρειες, είναι σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι το απόφθεγμα ne bis in idem καλύπτει δύο διακριτές νομικές πτυχές ή ιδέες (40). Πρόκειται, αφενός, περί της απαγορεύσεως δεύτερης διώξεως στην ίδια υπόθεση που αφορά το ίδιο πρόσωπο («Erledigungsprinzip», ήτοι περί της αρχής της περατώσεως των διαδικασιών) και, αφετέρου, περί της αρχής του συνυπολογισμού («Anrechnungsprinzip»), που συνεπάγεται ότι, οσάκις έχει ήδη προηγηθεί καταδίκη για το ίδιο έγκλημα σε άλλη χώρα, η νέα απόφαση οφείλει να λάβει υπόψη το στοιχείο αυτό προκειμένου να μειώσει τη δεύτερη καταδίκη (41). Όπως εξήγησε ο γενικός εισαγγελέας D. Colomer, η πρώτη πτυχή θεμελιώνεται στις επιταγές της ασφάλειας δικαίου ενώ η δεύτερη απηχεί μάλλον τις επιταγές της επιείκειας, της οποίας έκφανση είναι η ο κανόνας της αναλογικότητας (42).

46.    Είναι βέβαιο ότι, δεδομένης της διατυπώσεώς του, το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής αφορά μόνο την πρώτη πτυχή, ήτοι την απαγόρευση της διπλής διώξεως, ενώ η διατύπωση του άρθρου 50 του Χάρτη και αυτή του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 εμπερικλείουν τις δύο πτυχές.

2.      Επί της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως που προβλέπεται με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής και της εφαρμογής της από τα συναφή νομοθετήματα

47.    Το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής είναι η πρώτη διάταξη που καθιερώνει δεσμευτικό κανόνα ne bis in idem, εφαρμοστέο στις διασυνοριακές σχέσεις στο ποινικό δίκαιο (43). Μολονότι η σύμβαση σχετικά με την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem περιλάμβανε διάταξη κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη με αυτή του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής , εντούτοις η σύμβαση αυτή ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ (44). Επιπλέον, η προϋπόθεση σχετικά με την έκτιση, με ισχύ σε υπερεθνικό επίπεδο, απαντάται κατά το παρελθόν και στις ευρωπαϊκές συμβάσεις για την έκδοση (45).

48.    Οι λόγοι για τους οποίους οι συντάκτες της συμβάσεως εφαρμογής υπήγαγαν την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στον όρο «η ποινή να έχει ήδη εκτιθεί ή να εκτίεται ή να μην μπορεί πλέον να εκτιθεί» είναι κατά τη γνώμη μου προφανείς. Όπως επισημαίνουν η Γερμανική Κυβέρνηση και το Συμβούλιο, ο όρος αυτός έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θα τιμωρηθεί πράγματι για την επίμαχη παράβαση τουλάχιστον μια φορά∙ με άλλα λόγια, ο όρος αυτός αποσκοπεί στην αποφυγή της ατιμωρησίας. Ο σκοπός της αποφυγής της ατιμωρησίας προκύπτει σαφώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως από τις αποφάσεις Miraglia (46) και Kretzinger (47).

49.    Στη συνέχεια, η αρχή ne bis in idem, σε συνάρτηση με τη σχετική με την έκτιση προϋπόθεση, ενσωματώθηκε στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ (48) και αποτελεί έναν από τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται υποχρεωτικά η μη εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος (49). Πάντως, πριν την έκδοση αυτής της αποφάσεως-πλαισίου, τα πρόσωπα στα οποία είχαν επιβληθεί ποινικές κυρώσεις μπορούσαν να αποφύγουν ευχερώς την έκτισή των ποινών αυτών μετακινούμενα μεταξύ των κρατών μελών, και ιδίως επιστρέφοντας στο κράτος καταγωγής τους. Η απόφαση-πλαίσιο καθώς και άλλες πράξεις του δικαίου της Ένωσης που εκδόθηκαν μεταγενεστέρως αύξησαν την αποτελεσματικότητα της ποινικής διώξεως σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα και διευκόλυναν την εκτέλεση των ποινικών καταδικών (50).

50.    Επιπροσθέτως, το άρθρο 7 της συμβάσεως σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (51) καθώς και το άρθρο 10 της συμβάσεως σχετικά με την καταπολέμηση της δωροδοκίας στην οποία ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (52) περιλαμβάνουν προϋπόθεση σχετική με την έκτιση που είναι διαμορφωμένη κατά το πρότυπο του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής.

51.    Αντιθέτως, πολλές πράξεις του παραγώγου δικαίου, ιδίως το άρθρο 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909/ΔΕΥ (53), μνημονεύουν την αρχή ne bis in idem μεταξύ των λόγων μη εκτελέσεως ποινικής αποφάσεως χωρίς η αρχή αυτή να υπόκειται σε προϋπόθεση σχετική με την έκτιση (54).

52.    Μολονότι ομολογουμένως η εμφάνιση στο δίκαιο της Ένωσης ενός αποτελεσματικότερου πλαισίου συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις δεν επηρεάζει αφ’ εαυτής την ερμηνεία της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως που προβλέπεται με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής, εντούτοις η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί να μην έχει αντίκτυπο στην εκτίμηση της συμβατότητας του εν λόγω άρθρου προς το άρθρο 50 του Χάρτη καθώς και στην εκτίμηση του άρθρου αυτού από απόψεως αναλογικότητας κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Πράγματι, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στο προαναφερθέν πράσινο βιβλίο (55), «[η] προϋπόθεση αυτή ήταν δικαιολογημένη σε παραδοσιακό σύστημα αμοιβαίας συνδρομής, όπου η εκτέλεση μιας ποινής σε άλλα κράτη μέλη αποδεικνυόταν συχνά δυσχερής. Είναι αμφίβολο αν εξακολουθεί να υπάρχει ανάγκη σε έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, όπου υπάρχει πλέον η δυνατότητα διασυνοριακής εκτέλεσης των αποφάσεων βάσει των πράξεων της ΕΕ περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως» (56).

3.      Επί του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7

53.    Αντιθέτως προς το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής, το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 δεν εφαρμόζεται στις διασυνοριακές σχέσεις, αλλά το πεδίο εφαρμογής του περιορίζεται αυστηρώς στις εσωτερικές καταστάσεις ενός κράτους. Όπως ήδη επισήμανα, το εν λόγω άρθρο δεν περιέχει προϋπόθεση σχετική με την έκτιση που να είναι ανάλογη προς αυτή που προβλέπει το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής, αλλά αντιθέτως καλύπτει τόσο την απαγόρευση της διπλής διώξεως όσο και αυτή της διπλής ποινής.

54.    Το πρωτόκολλο αριθ. 7 που υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου 1984, επικυρώθηκε από 43 μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων όλων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την εξαίρεση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Όπως προκύπτει από το σχέδιο συμφωνίας για την προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ, το πρωτόκολλο αυτό δεν περιλαμβάνεται στα μέτρα ως προς τα οποία προβλέπεται η προσχώρηση της Ένωσης (57). Συνεπώς, η παράλειψη μνείας του εν λόγω πρωτοκόλλου στην απόφαση περί παραπομπής εξηγείται από το γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν το έχει επικυρώσει (58). Εντούτοις, κατά την υπογραφή του πρωτοκόλλου αυτού, το κράτος μέλος αυτό προέβη σε ορισμένες δηλώσεις (59).

55.    Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου αριθ. 7, κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή τιμωρηθεί ποινικά δύο φορές. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, η επανάληψη της διαδικασίας, κατά τον νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους για το οποίο πρόκειται, είναι εντούτοις δυνατή εάν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενέστερων της δικαστικής αποφάσεως γεγονότων ή υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα της προηγούμενης διαδικασίας, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της υποθέσεως. Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του πρωτοκόλλου αριθ. 7 απαγορεύει οποιαδήποτε παρέκκλιση από το άρθρο αυτό δυνάμει του άρθρου 15 της ΕΣΔΑ, το οποίο επιτρέπει, σε περίπτωση πολέμου ή άλλου δημοσίου κινδύνου που απειλεί τη ζωή του έθνους, τη λήψη μέτρων κατά παρέκκλιση των προβλεπομένων από την ΕΣΔΑ υποχρεώσεων.

56.    Εν ολίγοις, το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 εγγυάται προστασία που, χωρίς να είναι απόλυτη, παραμένει εντούτοις υπέρτερη της προστασίας που προβλέπεται εν γένει με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ.

57.    Οι διατάξεις του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 αποτελούν πηγή πλούσιας και ποικίλης νομολογίας του ΕΔΔΑ, η οποία, κατά τη γνώμη μου, προφανώς δεν έχει καθορίσει με ακρίβεια τις έννοιες της ποινικής διώξεως ή της ποινικής κυρώσεως και, ιδίως, την έννοια της παραβάσεως.

58.    Προκειμένου περί του τελευταίου τούτου ζητήματος, το ΕΔΔΑ, στην απόφασή του Zolotoukhine κατά Ρωσίας, έκρινε ότι η έννοια της παραβάσεως αφορά «γεγονότα τα οποία αποτελούν σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που αναφέρονται στο ίδιο πρόσωπο και είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους κατά χρόνο και τόπο» (60). Με την απόφαση αυτή, το ΕΔΔΑ προσέγγισε τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής και με «την ταύτιση των πραγματικών περιστατικών», η οποία αποτελεί το μόνο πρόσφορο κριτήριο για τους σκοπούς της εφαρμογής του εν λόγω άρθρου (61).

59.    Η νομολογία του ΕΔΔΑ επιβεβαιώνει ομοφώνως ότι η αρχή ne bis in idem αφορά όχι μόνον την περίπτωση διπλής καταδίκης, αλλά και αυτή της διπλής διώξεως (62). Το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 έχει αντικείμενο την απαγόρευση της επαναλήψεως αμετακλήτως περαιωμένων ποινικών διαδικασιών. Πλην όμως, μια απόφαση θεωρείται αμετάκλητη «εφόσον έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Αυτό συμβαίνει όταν είναι ανέκκλητη, ήτοι οσάκις δεν μπορεί να προσβληθεί με τακτικά ένδικα μέσα ή οσάκις οι διάδικοι έχουν εξαντλήσει τα μέσα αυτά ή άφησαν να παρέλθουν άπρακτες οι προθεσμίες ασκήσεώς τους» (63).

60.    Επιπροσθέτως, από πρόσφατη απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση Muslija κατά Βοσνίας-Ερζεγοβίνης προκύπτει ότι το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 απαγορεύει την εξακολούθηση παραλλήλων διώξεων όταν μια από τις διαδικασίες έχει καταλήξει σε αμετάκλητη απόφαση. Σε παρόμοια περίπτωση, πρέπει να παύουν οι άλλες διώξεις (64).

4.      Το άρθρο 50 του Χάρτη και η σχέση του με το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7

61.    Όπως ήδη επισήμανα, το άρθρο 50 του Χάρτη έχει πανομοιότυπη διατύπωση με αυτή του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7, με μόνη διαφορά ως προς το πεδίο εδαφικής εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, το οποίο, στην περίπτωση του Χάρτη, καλύπτει το σύνολο της Ένωσης (65), ενώ, στην περίπτωση του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου, αφορά μόνο το έδαφος ενός κράτους.

62.    Είναι βέβαιο ότι ο Χάρτης πρέπει να ερμηνεύεται σε συμφωνία με τις αντίστοιχες διατάξεις της ΕΣΔΑ. Παρά ταύτα, το ζήτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η προσέγγιση αυτή ισχύει επίσης στις περιπτώσεις όπου διάταξη της ΕΣΔΑ δεν δεσμεύει όλα τα κράτη μέλη. Συναφώς, έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις σχετικά με την πλήρη συνεκτίμηση της νομολογίας του ΕΔΔΑ προς τον σκοπό της ερμηνείας της αρχής ne bis in idem κατά το δίκαιο της Ένωσης (66).

63.    Κατά την άποψή μου, η μη κύρωση του πρωτοκόλλου αριθ. 7 από ορισμένα κράτη μέλη δεν επηρεάζει την ερμηνεία του άρθρου 50 του Χάρτη, καθόσον το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αλλοιώσει την εμβέλεια της εν λόγω διατάξεως. Στην αντίθετη περίπτωση, τούτο θα ισοδυναμούσε με την αναγνώριση της εξουσίας των κρατών μελών να προβαίνουν σε μονομερή ερμηνεία του περιεχόμενου του πλαισίου που ισχύει για τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης. Πάντως, υπό το πρίσμα της αρχής της αυτοτέλειας του δικαίου της Ένωσης, σε συνδυασμό με την αποστολή του Δικαστηρίου να εξασφαλίζει την ενιαία εφαρμογή του, το ενδεχόμενο αυτό πρέπει να αποκλεισθεί.

64.    Επομένως, επιβάλλεται η συνεκτική ερμηνεία του άρθρου 50 σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7, εκκινώντας από τη βασική διαπίστωση της εννοιολογικής ταυτίσεως των δύο αυτών διατάξεων όσον αφορά τους περιλαμβανόμενους σ’ αυτές πανομοιότυπους όρους.

5.      Είναι η σχετική με την έκτιση προϋπόθεση που προβλέπεται με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής αντίθετη προς το άρθρο 50 του Χάρτη;

65.    Λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της παρούσας προβληματικής, προτίθεμαι να εξετάσω τη σχέση μεταξύ του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής και του άρθρου 50 του Χάρτη ως ακολούθως. Καταρχάς, προτίθεμαι να θέσω το ζήτημα της ενδεχόμενης ασυμβατότητας των δύο αυτών διατάξεων. Στη συνέχεια, εφόσον δεν διαπιστωθεί τέτοια ασυμβατότητα, προτίθεμαι να καθορίσω κατά πόσον πρόκειται για επέμβαση στην άσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος περί μη διώξεως ή επιβολής ποινής δύο φορές για την ίδια παράβαση. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σκόπιμο να εξεταστεί αν η σχετική με την έκτιση προϋπόθεση που προβλέπεται με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής μπορεί να αποτελεί τέτοια επέμβαση. Τέλος, πρέπει να εξεταστούν οι προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 52 του Χάρτη και ιδίως η προϋπόθεση περί σεβασμού του ουσιώδους περιεχομένου του επίμαχου θεμελιώδους δικαιώματος καθώς και ο έλεγχος της αναλογικότητας της επεμβάσεως που απορρέει από το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής, υπό το πρίσμα του άρθρου 50 του Χάρτη.

66.    Είναι βέβαιο ότι η σχετική με την έκτιση προϋπόθεση που προβλέπεται με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής εξαρτά την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem από πρόσθετες προϋποθέσεις που απουσιάζουν από το άρθρο 50 του Χάρτη και που δεν αντιστοιχούν στις παρεκκλίσεις που επιτρέπονται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 7.

67.    Επιπλέον, φρονώ ότι η εφαρμογή της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως καταλήγει σε αποτέλεσμα που, από απόψεως ουσίας, δεν είναι συμβατό με την προαναφερθείσα νομολογία του ΕΔΔΑ, η οποία παραμένει εντούτοις εφαρμοστέα και περιορίζεται μόνο στις καταστάσεις εσωτερικής φύσεως ενός κράτους. Πράγματι, η σχετική με την έκτιση προϋπόθεση που προβλέπεται με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής δεν εμποδίζει καθεαυτή την κίνηση ή την εξακολούθηση διώξεων που αφορούν τις ίδιες πράξεις, παρά το γεγονός ότι μπορεί να υφίσταται απόφαση ποινικού δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους που έχει καταστεί αμετάκλητη.

68.    Εντούτοις, η εκδοχή της ασυμβατότητας με την ΕΣΔΑ, που υποστηρίζεται μόνον από τον εκπρόσωπο του Ζ. Spasic, είναι νοητή σε τέσσερις καταστάσεις που καταλαμβάνονται από την έκφραση «εντός της Ένωσης», η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη. Πρόκειται για καταστάσεις διπλών διώξεων από τις αρχές της Ένωσης, διπλών διώξεων από τις εθνικές αρχές και αυτές της Ένωσης, διπλών διώξεων στο εθνικό επίπεδο και διασυνοριακών διπλών διώξεων. Δεδομένου ότι μόνον οι δύο τελευταίες περιπτώσεις έχουν σημασία στο πεδίο της συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, όπως αυτή υφίσταται στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, είναι σκόπιμο να περιορισθεί η συζήτηση σ’ αυτές.

69.    Κατά την άποψή μου, η ιδιαιτέρως υψηλή προστασία που καθιερώνει το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7, κατά το οποίο δεν επιτρέπεται η δίωξη δύο φορές για την ίδια πράξη, καθώς και η εξέλιξη του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, εντός του οποίου η διασυνοριακή εκτέλεση πραγματοποιείται εφεξής χάρη στις ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση, κατατείνουν υπέρ της αυστηρής εφαρμογής του άρθρου 50 του Χάρτη. Συνεπώς, θα προέκυπτε εκ πρώτης όψεως ασυμβατότητα μεταξύ, αφενός, της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως που προβλέπεται με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής και του Χάρτη, αφετέρου.

70.    Παρά ταύτα, το συμπέρασμα αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να έλθει σε αντίθεση προς τις σχετικές με τον Χάρτη επεξηγήσεις, που προφανώς κάνουν διάκριση μεταξύ των καταστάσεων εθνικού χαρακτήρα και των καταστάσεων διασυνοριακού χαρακτήρα όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem.

71.    Πράγματι, σύμφωνα με τις εν λόγω επεξηγήσεις, «[ό]σον αφορά τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7, ήτοι την εφαρμογή της αρχής στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους, το διασφαλιζόμενο δικαίωμα έχει την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με το αντίστοιχο δικαίωμα της ΕΣ∆Α». Το άρθρο 50 αντιστοιχεί συνεπώς στο άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7, «αλλά η εμβέλειά του επεκτείνεται στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών». Αυτό προφανώς σημαίνει ότι, στις περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, η έννοια και η έκταση εφαρμογής του άρθρου 50 του Χάρτη θα μπορούσαν να διαφέρουν από την ΕΣΔΑ. Εντούτοις, οι συντάκτες των επεξηγήσεων προφανώς θεώρησαν ότι το εκεί αναφερόμενο κεκτημένο της Ένωσης συνιστά περιορισμό, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, της ασκήσεως του θεμελιώδους δικαιώματος που προβλέπεται στο άρθρο 50 του Χάρτη.

72.    Επιπροσθέτως, η μειωμένης ακρίβειας διατύπωση του άρθρου 50 του Χάρτη δεν επιτρέπει τη συναγωγή μονοσήμαντων και ενιαίων συμπερασμάτων σε σχέση με την πλειάδα των καταστάσεων επί των οποίων θα μπορούσε να εφαρμοστεί η εν λόγω αρχή, τόσο εκτός όσο και εντός του πεδίου του κλασικού ποινικού δικαίου, σε περίπτωση καταστάσεων λιγότερο σαφών από την προκείμενη.

73.    Για όλους αυτούς τους λόγους, δεν θεωρώ ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να κηρύξει τη σχετική με την έκτιση προϋπόθεση, αυτή καθεαυτήν, ασύμβατη προς τον Χάρτη.

6.      Συνιστά η σχετική με την έκτιση προϋπόθεση περιορισμό ή παρέκκλιση κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη;

–       Επί της υπάρξεως επεμβάσεως που συνιστά προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος

74.    Εφόσον γίνει δεκτή η ερμηνεία των σχετικών με τον Χάρτη επεξηγήσεων όπως εκτέθηκε παραπάνω, θεωρώ αδύνατον να αποκλεισθεί η ύπαρξη οποιασδήποτε συγκρούσεως μεταξύ της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως και του άρθρου 50 του Χάρτη. Πάντως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος ή για παρέκκλιση από αυτό παρά μόνον εάν ο επίμαχος κανόνας συνιστά επέμβαση στο σχετικό θεμελιώδες δικαίωμα (67).

75.    Το αιτούν δικαστήριο, αναφερόμενο στη νομολογία των ανωτάτων γερμανικών δικαστηρίων (68) και υπό το πρίσμα των επεξηγήσεων του Χάρτη, όπως είχαν μετά την ενημέρωσή τους το 2007 (69), υποστηρίζει ότι το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής συνιστά διάταξη συνεπαγόμενη περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η περιλαμβανόμενη στις ως άνω επεξηγήσεις φράση «[ο]ι πολύ περιορισμένες εξαιρέσεις διά των οποίων οι συμβάσεις αυτές επιτρέπουν στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τον κανόνα ‟ne bis in idem”» αναφέρεται στις συμβάσεις (70) που περιέχουν την αρχή ne bis in idem διατυπωμένη κατά το πρότυπο της συμβάσεως εφαρμογής, ή στις διατάξεις τους που εισάγουν παρεκκλίσεις, συμπεριλαμβανομένων των άρθρων 54 έως 58 της συμβάσεως εφαρμογής.

76.    Είναι ασφαλώς αληθές ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και με το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη, το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τις επεξηγήσεις αυτές (71). Αυτό συνεπάγεται κατ’ αντιδιαστολή ότι το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από αυτές κατά την ερμηνεία του Χάρτη. Επιπροσθέτως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εν λόγω επεξηγήσεις παραπέμπουν στο κεκτημένο της Ένωσης όσον αφορά το παράγωγο δίκαιο, τούτο δεν συνεπάγεται, κατά την άποψή μου, ότι δεν μπορεί να τεθεί εκ νέου ζήτημα συμβατότητας του κεκτημένου αυτού με τον Χάρτη, λαμβανομένης υπόψη της εξελίξεως της νομολογίας του ΕΔΔΑ, του Δικαστηρίου καθώς και της εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης.

77.    Χωρίς να θέλω να λάβω θέση επί του ζητήματος ποια αποτελέσματα μπορούν να έχουν τα άρθρα 55 έως 58 της συμβάσεως εφαρμογής υπό το πρίσμα του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, ορισμένες από τις διατάξεις αυτές επιβάλλουν, κατά τη γνώμη μου, σαφώς περιορισμούς στο θεμελιώδες δικαίωμα που αποτελεί η αρχή ne bis in idem.

78.    Αντιθέτως, λιγότερο σαφής είναι η περίπτωση του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής. Πράγματι, ο σκοπός της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως που προβλέπεται με την εν λόγω διάταξη είναι περισσότερο η οριοθέτηση ή ο προσδιορισμός του πεδίου εφαρμογής του κανόνα ne bis in idem σε διασυνοριακό πλαίσιο, παρά η επιβολή περιορισμού στον εν λόγω κανόνα ή η πρόβλεψη παρεκκλίσεως από αυτόν. Είναι αληθές ότι, στις έγγραφες παρατηρήσεις της, η Επιτροπή χαρακτηρίζει τη σχετική με την έκτιση προϋπόθεση ως προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής και όχι ως εξαίρεση από τη διάταξη αυτή. Εντούτοις, ο χαρακτηρισμός αυτός, ο οποίος συνδέεται με την εσωτερική δομή της συμβάσεως εφαρμογής, δεν ασκεί επιρροή στη σχέση στην οποία τελούν, υπό το πρίσμα του άρθρου 52 του Χάρτη, το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής στο σύνολό του, αφενός, και το άρθρο 50 του Χάρτη, αφετέρου.

79.    Συναφώς, πρέπει να εξεταστεί εάν η ύπαρξη περιορισμού αυτή καθαυτήν εξαρτάται από υποκειμενική ή αντικειμενική εκτίμηση.

80.    Στην πρώτη περίπτωση, ένας κανόνας δικαίου συνιστά περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη μόνον εφόσον έχει θεσπιστεί ως τέτοιος. Επομένως, η περίπτωση αυτή, η οποία θα ήταν ικανή να αποκλείσει τη σχετική με την έκτιση προϋπόθεση που προβλέπεται με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 52, επιτάσσει να έχει θεσπίσει ο νομοθέτης τον κανόνα δικαίου με σκοπό τον περιορισμό του σχετικού θεμελιώδους δικαιώματος και να έχει επίσης λάβει υπόψη, κατά τη θέσπισή του, την αναλογικότητα του περιορισμού, κατά την έννοια της δεύτερης περιόδου του εν λόγω άρθρου.

81.    Εντούτοις, φρονώ ότι η έννοια του περιορισμού κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως αντικειμενική έννοια. Έτσι, κάθε διάταξη του δικαίου της Ένωσης ή διάταξη του εθνικού δικαίου που θέτει σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, η οποία, κατά νόμο ή εν τοις πράγμασι, ενδέχεται να περιορίσει την άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκτιμήσεως ως προς τη συμβατότητά της με τον Χάρτη και, κατά συνέπεια, ως προς τη δυνατότητά της να συνιστά περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 52 του Χάρτη. Επιπροσθέτως, ο έλεγχος της συμβατότητας των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη, ο οποίος κατέστη νομικά δεσμευτικός μόλις το 2009, επιβάλλεται και σε σχέση με διατάξεις που θεσπίσθηκαν προγενεστέρως (72).

82.    Συνεπώς, η εφαρμογή της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως που προβλέπει το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής ενδέχεται να συνιστά περιορισμό, κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, του θεμελιώδους δικαιώματος που ορίζεται στο άρθρο 50 του Χάρτη.

–       Επί της δικαιολογήσεως της επεμβάσεως υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη

83.    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι, πλην ορισμένων εξαιρέσεων (73), τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια αλλά ενδέχεται να υπόκεινται σε περιορισμούς, υπό τον όρο ότι αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος την επίτευξη των οποίων επιδιώκει το επίμαχο μέτρο και δεν συνιστούν, με γνώμονα το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, υπέρμετρη και αφόρητη επέμβαση που θίγει την ίδια την ουσία των κατοχυρούμενων κατά τον τρόπο αυτόν δικαιωμάτων (74). Συνεπώς, το Δικαστήριο αναζητεί στη νομολογία του έναν μηχανισμό που να καθιστά δυνατή την εξεύρεση της αρμόζουσας ισορροπίας μεταξύ, αφενός, των διαφόρων δικαιωμάτων και συμφερόντων και, αφετέρου, των θεμελιωδών δικαιωμάτων και οικονομικών ελευθεριών (75), και προβαίνει στη στάθμιση αυτή λαμβάνοντας επίσης υπόψη τους σκοπούς στους οποίους βασίζεται ο περιορισμός θεμελιώδους δικαιώματος (76).

84.    Το ΕΔΔΑ εφαρμόζει συγκρίσιμη συλλογιστική (77), δεχόμενο ότι ορισμένα δικαιώματα επιδέχονται περιορισμούς υπό την επιφύλαξη ότι οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί δεν θίγουν το δικαίωμα στην ίδια την ουσία του. Επιπλέον, τέτοιοι περιορισμοί συμβιβάζονται με την οικεία διάταξη της ΕΣΔΑ μόνον εφόσον κατατείνουν σε νόμιμο σκοπό και εφόσον υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού (78). Ειδικότερα, όσον αφορά τον καθορισμό της επεμβάσεως υπό το πρίσμα των προβλεπόμενων με την ΕΣΔΑ ελευθεριών, η διαπίστωση τυχόν επεμβάσεως δεν συνεπάγεται την παραβίαση της Συμβάσεως, αλλά απαιτεί να ελεγχθεί εάν η επέμβαση αυτή πληροί τους όρους της τυπικής νομιμότητας (εάν προβλέπεται από τον νόμο), της ουσιαστικής νομιμότητας (εάν επιδιώκει την επίτευξη νόμιμων σκοπών από απόψεως της σχετικής διατάξεως) και του χαρακτήρα της ως απαραίτητης μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία (79).

85.    Υπενθυμίζω ότι η πρώτη περίοδος του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη επιτρέπει τους περιορισμούς των κατοχυρούμενων με τον Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων υπό την επιφύλαξη ότι αυτοί προβλέπονται από τον νόμο και σέβονται το ουσιώδες περιεχόμενο των σχετικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η δεύτερη περίοδος του εν λόγω άρθρου συναρτά τους περιορισμούς αυτούς από το κριτήριο της αναλογικότητας (80).

86.    Εν προκειμένω, είναι αυτονόητο ότι η σχετική με την έκτιση προϋπόθεση ικανοποιεί το κριτήριο κατά το οποίο αυτή πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο.

87.    Όσον αφορά τον σεβασμό του ουσιώδους περιεχομένου του υπό συζήτηση θεμελιώδους δικαιώματος, θεωρώ, όχι χωρίς δισταγμό, ότι σχετική με την έκτιση προϋπόθεση πληροί επίσης το κριτήριο αυτό.

88.    Στην περίπτωση της αρχής ne bis in idem, είναι πράγματι δυσχερές να προσδιοριστεί το ουσιώδες περιεχόμενο που την εξατομικεύει. Εντούτοις, ο εντοπισμός του «σκληρού πυρήνα» του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος είναι δυνατός με αναδρομή στην εξέλιξη της διεθνούς και εθνικής προστασίας του. Έτσι, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ουσία του θεμελιώδους δικαιώματος αυτού συνίσταται i) στην απαγόρευση διώξεων μετά την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως, ii) κλασικής ποινικής φύσεως, iii) από τις αρχές του αυτού κράτους, iv) σε περίπτωση ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, v) καθώς και ταυτότητας του νομικού τους χαρακτηρισμού λαμβανομένου υπόψη του αγαθού που αποτελεί το αντικείμενο της προστασίας σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, vi) υπό την επιφύλαξη ότι η πρώτη διαδικασία δεν βαρύνεται από σοβαρό σφάλμα καθώς και vii) υπό την επιφύλαξη της απουσίας νέων αποδείξεων. Εντούτοις, το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα δεν είναι εφαρμοστέο σε ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήματα όπως η γενοκτονία.

89.    Κατά συνέπεια, επέμβαση μπορεί να γίνει δεκτή εκτός του πεδίου του κλασικού ποινικού δικαίου, στις περιπτώσεις κατ’ ιδέαν συρροής παραβάσεων καθώς και στις καταστάσεις διασυνοριακού χαρακτήρα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση εμπίπτει ιδίως το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής, που δεν εμποδίζει νέα ποινική δίωξη για την ίδια πράξη με αυτή για την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει ήδη καταδικασθεί δυνάμει αμετάκλητης αποφάσεως σε άλλο κράτος μέλος. Αυτή ακριβώς είναι άλλωστε η περίπτωση του Ζ. Spasic.

90.    Κατόπιν των παρατηρήσεων αυτών, προτείνω να κριθεί ότι το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής, που αφορά την αρχή ne bis in idem εντός διασυνοριακού πλαισίου, σέβεται την ουσία της αρχής ne bis in idem ως θεμελιώδους δικαιώματος.

–       Επί της δικαιολογήσεως υπό το πρίσμα του ελέγχου αναλογικότητας

91.    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να ελεγχθεί η αναλογικότητα της επεμβάσεως που διαπιστώθηκε. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί, κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου, να είναι οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης κατάλληλες προς επίτευξη των νομίμων σκοπών που επιδιώκονται από τους επίμαχους κανόνες και να μην υπερβαίνουν το όριο του καταλλήλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών αυτών (81).

92.    Όσον αφορά τον σκοπό γενικού συμφέροντος στον οποίον στηρίζεται ο επίμαχος εν προκειμένω περιορισμός, το θεμελιώδες δικαίωμα να μην διώκεται ή να μην τιμωρείται κανείς δύο φορές για την ίδια παράβαση, που κατοχυρώνεται με το άρθρο 50 του Χάρτη, περιορίζεται από το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής επ’ ονόματι του αναγνωρισμένου από την Ένωση σκοπού που συνίσταται στην αποφυγή της ατιμωρησίας στο πλαίσιο της εγκαθιδρύσεως του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ, εντός του οποίου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.

93.    Όσον αφορά την καταλληλότητα της εφαρμογής της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως προς επίτευξη του σκοπού της αποτροπής της ατιμωρησίας, τίθεται καταρχάς το ζήτημα αν δικαιολογείται η ποινική δικαιοδοσία των γερμανικών αρχών όσον αφορά την άσκηση διώξεως κατά του Ζ. Spasic μετά την καταδίκη του στο Μιλάνο δυνάμει αποφάσεως που κατέστη αμετάκλητη. Δύο εκδοχές φαίνονται συναφώς δυνατές.

94.    Εάν ο λόγος της διώξεως είναι να επιβληθεί στον Ζ. Spasic δεύτερη κύρωση αυστηρότερη από αυτήν που απορρέει από την απόφαση του Tribunale di Milano της 18ης Ιουνίου 2012 με την οποία, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του κατηγορουμένου και του εισαγγελέως, η επιβληθείσα ποινή μειώθηκε, και ο σκοπός της διώξεως αυτής είναι να διασφαλισθεί υψηλότερη προστασία στο γερμανικής εθνικότητας θύμα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν εξαρτά την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem από την εναρμόνιση ή την προσέγγιση των ποινικών νομοθεσιών των κρατών μελών. Απαιτείται συνεπώς η ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης των κρατών μελών στα αντίστοιχα συστήματά τους ποινικής δικαιοσύνης και η αποδοχή, από κάθε κράτος μέλος, της εφαρμογής του ισχύοντος στα άλλα κράτη μέλη ποινικού δικαίου, έστω και αν η εφαρμογή του δικού του εθνικού δικαίου θα οδηγούσε σε διαφορετική λύση (82). Ο λόγος αυτός δεν θα μπορούσε συνεπώς να γίνει αποδεκτός ως δικαιολογών την εφαρμογή της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.

95.    Εάν, αντιθέτως, ο λόγος της εφαρμογής της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως κατά το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής στηρίζεται στον φόβο ότι, ελλείψει διώξεως στη Γερμανία, ο Ζ. Spasic θα παραμείνει ατιμώρητος για την παράβαση που διέπραξε στο Μιλάνο, η επέμβαση σε σχέση με το θεμελιώδες δικαίωμα που προβλέπεται με το άρθρο 50 του Χάρτη είναι καταρχήν κατάλληλη για την επίτευξη του σκοπού της αποτροπής της ατιμωρησίας.

96.    Εντούτοις, η τελευταία αυτή εκδοχή θέτει επίσης εν αμφιβόλω την επιταγή αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς τα αντίστοιχα συστήματά τους ποινικής δικαιοσύνης. Παρατηρώ συναφώς ότι, στις 5 Ιανουαρίου 2013, η εισαγγελία του Tribunale di Milano εξέδωσε απόφαση που διατάσσει την εισαγωγή του καταδικασθέντος σε σωφρονιστικό κατάστημα προκειμένου να εκτίσει την ποινή φυλακίσεως στην Ιταλία (83). Πάντως, η Ιταλική Δημοκρατία δεν έχει ακόμη εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως προς τον σκοπό αυτό.

97.    Τούτο με οδηγεί στην εξέταση της αναγκαιότητας, κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, της εφαρμογής της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως.

98.    Κατά την άποψή μου, η επιταγή που συνίσταται στην αποτροπή της ατιμωρησίας δεν απαιτεί τη γενικευμένη εφαρμογή της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως, όπως προβλέπεται με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής, διότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, το κριτήριο της αναγκαιότητας δεν δύναται πλέον να θεωρείται ότι πληρούται σε συστηματική βάση.

99.    Πράγματι, τα ζητήματα που έθεσε με το προαναφερθέν πράσινο βιβλίο η Επιτροπή σχετικά με τη δικαιολόγηση της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως στο πλαίσιο διασυνοριακής εκτελέσεως βασιζόμενης σε ρυθμίσεις που στηρίζονται στην αμοιβαία αναγνώριση (84) έχει όντως καταστεί κρισιμότερη.

100. Σήμερα, στο δίκαιο της Ένωσης υφίστανται νομοθετήματα του παραγώγου δικαίου με λιγότερο παρεμβατικό χαρακτήρα (85), τα οποία επιτρέπουν στα κράτη μέλη την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καταδικασθείς βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος καθώς και την ανταλλαγή των σχετικών προς τούτο πληροφοριών (86). Εξάλλου, πολλές πράξεις του παραγώγου δικαίου σε ζητήματα συνεργασίας στον τομέα του ποινικού δικαίου αναφέρονται στην αρχή ne bis in idem, η οποία δεν συναρτάται προς κάποια προϋπόθεση σχετική με την έκτιση (87).

101. Στο πλαίσιο αυτό, η συστηματική έκθεση των προσώπων που έχουν ήδη καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου στον κίνδυνο της επαναλήψεως της διώξεως εντός άλλου κράτους μέλους υπερβαίνει το μέτρο που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

102. Εξάλλου, μολονότι δέχομαι ότι η αρχή κατά την οποία «κάθε ποινή πρέπει να εκτελείται» αποτελεί στοιχείο του κράτους δικαίου (88), εντούτοις θεωρώ ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τα μέσα που μπορούν να θεσπίζουν προς εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται από τα εθνικά δικαστήρια. Στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής, ενδέχεται το πρώτο κράτος μέλος να μην έχει ακόμη θελήσει ή μπορέσει να εκτελέσει μια δικαστική απόφαση, για παράδειγμα λόγω της εθνικής νομοθεσίας που απαιτεί ειδική διαδικασία για τον συγκεκριμένο προσδιορισμό των τρόπων εκτελέσεως, λόγω της ανεπάρκειας θέσεων στα σωφρονιστικά ιδρύματα, λόγω του ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εκτίει άλλη ποινή σε άλλο κράτος ή λόγω εξατομικευμένης συμφωνίας που προβλέπει την αναστολή εκτελέσεως για λόγους οικογενειακούς ή σχετιζόμενους με την υγεία του καταδικασθέντος. Το δίκαιο της Ένωσης δεν θα μπορούσε για παράδειγμα να επιβάλει σε κράτος υποχρέωση εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως προς τον σκοπό αποτροπής της ατιμωρησίας (89).

103. Για όλους αυτούς τους λόγους, η γενικευμένη εφαρμογή της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως δεν πληροί το κριτήριο της αναλογικότητας και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογημένη προσβολή, κατά την έννοια του άρθρου 52 του Χάρτη, του δικαιώματος να μην διώκεται ή να μην δικάζεται κανείς ποινικά δύο φορές.

104. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, τα κράτη μέλη υποχρεούνται όχι μόνο να ερμηνεύουν αλλά και να εφαρμόζουν πράξη του παράγωγου δικαίου κατά τρόπο σύμφωνο προς τα θεμελιώδη δικαιώματα (90). Η υποχρέωση αυτή μπορεί να συνεπάγεται καθήκον μη εφαρμογής της επίμαχης πράξεως σε όλες τις πραγματικές καταστάσεις που καταλαμβάνονται από τη διατύπωσή της (91).

105. Πράγματι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, υφίστανται ακόμη περιορισμένες περιπτώσεις ως προς τις οποίες η εφαρμογή της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής πρέπει να θεωρείται αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

106. Τέτοια είναι, πρώτον, η περίπτωση των πραγματικών καταστάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 7, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ. Θεωρώ πρόδηλο ότι μια παρέκκλιση που, κατά την ΕΣΔΑ, είναι εφαρμοστέα σε εθνικές καταστάσεις, μπορεί να εφαρμόζεται στις καταστάσεις διασυνοριακού χαρακτήρα που έχει προσθέσει ο Χάρτης στο πεδίο εφαρμογής του θεμελιώδους δικαιώματος ne bis in idem.

107. Δεύτερον, κατά την άποψή μου, τα εγκλήματα των οποίων τους δράστες υποχρεούνται να τιμωρούν τα κράτη δυνάμει του γενικού διεθνούς δικαίου, όπως είναι τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, η γενοκτονία και τα εγκλήματα πολέμου, πρέπει να διώκονται για δεύτερη φορά εάν η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem θα κατέληγε στην ατιμωρησία των δραστών (92). Η απόφαση του Συμβουλίου περί των ερευνών και της ποινικής διώξεως σχετικά με τις γενοκτονίες, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τα εγκλήματα πολέμου απηχεί επίσης την αναγκαιότητα μιας αυστηρής προσεγγίσεως στο πλαίσιο αυτό (93).

108. Τρίτον, προς αποτροπή της ατιμωρησίας, θα ήταν επίσης αναγκαίο να ασκηθεί νέα δίωξη και να επιβληθεί νέα ποινή σε περίπτωση επίμονης παρεμποδίσεως της αμοιβαίας συνδρομής στον τομέα της εκτελέσεως των αποφάσεων. Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν, παρά την εφαρμογή ή ελλείψει εφαρμογής των λιγότερο παρεμβατικών ρυθμίσεων που βρίσκονται στη διάθεση των αρχών δύο ενδιαφερομένων κρατών μελών, ο σκοπός της Ένωσης που συνίσταται στην αποτροπή της ατιμωρησίας κινδυνεύει να ματαιωθεί.

109. Εξάλλου, η Επιτροπή ορθώς υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 12 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/948, κατά τα οποία οι αρχές δύο ενδιαφερομένων κρατών που αμφότερες υποστηρίζουν ότι έχουν δικαιοδοσία για την κίνηση ποινικής διαδικασίας υποχρεούνται να προβούν σε συνεννόηση προς αποφυγή των αρνητικών συνεπειών που απορρέουν από την ύπαρξη ταυτοχρόνων διαδικασιών. Είναι αληθές ότι τυπικώς η υποχρέωση αυτή παύει να ισχύει κατόπιν της εκδόσεως αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως στο ένα ή το άλλο κράτος μέλος. Εντούτοις, κατά την άποψή μου, το άρθρο 57, παράγραφος 1, της συμβάσεως εφαρμογής, ερμηνευόμενο σύμφωνα με την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας και σε πνεύμα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, μπορεί να αποτελέσει πηγή τέτοιας υποχρεώσεως (94).

110. Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, η εφαρμογή της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως που προβλέπει το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής συνιστά μη δυσανάλογη και, επομένως, δικαιολογημένη επέμβαση, κατά την έννοια του άρθρου 52 του Χάρτη, στο θεμελιώδες δικαίωμα να μη διώκεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές κάποιος για την ίδια πράξη, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 50 του εν λόγω Χάρτη, πρώτον, στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 7, δεύτερον, στην περίπτωση κατά την οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να τιμωρούν πράξεις δυνάμει του διεθνούς δικαίου καθώς και, τρίτον, στην περίπτωση κατά την οποία τα εφαρμοστέα δυνάμει του δικαίου της Ένωσης μέτρα δεν επαρκούν προς αποτροπή της ατιμωρησίας. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να ελέγξει αν εν προκειμένω συντρέχει η τρίτη περίπτωση.

 Γ       Επί του δευτέρου ερωτήματος, σχετικά με την ερμηνεία της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως κατά την έννοια του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής

111. Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν, κατά την έννοια του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαγγελθείσα από δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους ποινή «έχει εκτιθεί» ή «εκτίεται» ή «δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί» οσάκις κατηγορούμενος καταδικάσθηκε, σύμφωνα με το δίκαιο συμβαλλομένου κράτους, σε ποινή αποτελούμενη από δύο στοιχεία, ήτοι σε στερητική της ελευθερίας ποινή και σε χρηματική ποινή και έχει εκτελεσθεί μόνον η χρηματική ποινή.

112. Πράγματι, ο Ζ. Spasic, δεδομένου ότι κατέβαλε τη χρηματική ποινή των 800 ευρώ, υποστηρίζει ότι, λόγω της μερικής αυτής εκτελέσεως, η ποινή πρέπει να θεωρηθεί ότι «έχει εκτιθεί» ή ότι «εκτίεται» κατά την έννοια του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής. Σημειώνω ότι, στις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή συμφωνεί με την άποψη αυτή, λαμβάνοντας υπόψη τη μερική αυτής έκτιση της ποινής και το γεγονός ότι η κράτηση του κατηγορουμένου εντός άλλου κράτους μέλους καθιστά πρακτικώς αδύνατη την άμεση εκτέλεση του δεύτερου στοιχείου της ποινής. Έτσι, κατά την Επιτροπή, δεν επιβάλλεται δεύτερη ποινική διαδικασία προς αποτροπή της ατιμωρησίας.

113. Συναφώς, όσον αφορά τη φύση της αποφάσεως που εκδόθηκε από το Tribunale di Milano, σημειώνω ότι από τη δικογραφία προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε «απόντος» του κατηγορουμένου. Πράγματι, το ιταλικό δικαστήριο αναφέρει σαφώς ότι, κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Ζ. Spasic βρισκόταν σε σωφρονιστικό κατάστημα στην Αυστρία. Εξάλλου, από την εν λόγω απόφαση προκύπτει επίσης ότι ο κατηγορούμενος προέβη σε συμφωνία με την εισαγγελία προκειμένου να μειωθεί η ποινή του δυνάμει του άρθρου 444 του ιταλικού ποινικού κώδικα. Συνεπώς, η συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποτελεί τυπικό παράδειγμα δικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην. Εντούτοις, φρονώ ότι το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής είναι πλήρως εφαρμοστέο εν προκειμένω, δεδομένου ότι προϋπόθεση εφαρμογής της διατάξεως αυτής είναι μόνον η έκδοση αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως από συμβαλλόμενο μέρος (95).

114. Επιπροσθέτως, υπενθυμίζω ότι η αρχή ne bis in idem που προβλέπεται με το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής διαδραματίζει δύο θεμελιώδεις ρόλους. Αφενός, δεν αποτελεί απλό δικονομικό κανόνα, αλλά θεμελιώδη εγγύηση υπέρ των πολιτών την οποία προβλέπουν τα δικαιικά συστήματα που στηρίζονται στην αναγνώριση υπέρ του ατόμου ενός συνόλου δικαιωμάτων και ελευθεριών έναντι της δράσεως των δημοσίων αρχών. Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη αποτελεί όριο στην άσκηση της εξουσίας διώξεως και κολασμού των αξιόποινων πράξεων (96). Αφετέρου, το εν λόγω άρθρο αποσκοπεί στην εδραίωση της ασφάλειας δικαίου διά του σεβασμού των αποφάσεων των κρατικών οργάνων που έχουν καταστεί απρόσβλητες, ελλείψει εναρμονίσεως ή προσεγγίσεως των ποινικών νομοθεσιών των κρατών μελών (97).

115. Θεωρώ ότι η σχετική με την έλλειψη εναρμονίσεως πτυχή είναι σημαντική για την απάντηση στο παρόν ερώτημα, δεδομένης της ποικιλίας των συστημάτων επιβολής ποινών στα εθνικά δίκαια. Συνεπώς, η ερμηνεία του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής οφείλει, κατά περίπτωση, να σέβεται το είδος της απαγγελθείσας ποινής και τις ιδιομορφίες του ποινικού συστήματος του κράτους μέλους που επέβαλε την καταδίκη (98).

116. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται περί καταδίκης για ένα μόνον έγκλημα. Δυνάμει του άρθρου 640 του ιταλικού ποινικού κώδικα, το ιταλικό δικαστήριο απήγγειλε δύο ποινές, θεωρούμενες «κύριες ποινές» στο ιταλικό ποινικό δίκαιο, ήτοι τη στερητική της ελευθερίας ποινή και τη χρηματική ποινή (99). Επομένως, όπως επιβεβαίωσε ο εκπρόσωπος της Ιταλικής Κυβερνήσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν πρόκειται περί κύριας ποινής και παρεπόμενης ποινής κατά την έννοια του ιταλικού δικαίου.

117. Όσον αφορά τις τρεις πτυχές της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως κατά την έννοια του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής, ενδείκνυνται οι ακόλουθες διαπιστώσεις.

118. Πρώτον, όσον αφορά την προϋπόθεση «να έχει εκτιθεί» η ποινή, φαίνεται σαφές ότι, σε περίπτωση κατά την οποία απαγγέλθηκαν δύο ποινές για την ίδια παράβαση, όπως στην περίπτωση της ιταλικής δικαστικής αποφάσεως εν προκειμένω, η εκτέλεση της μίας από αυτές δεν συνεπάγεται ότι πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση. Ασφαλώς, εν προκειμένω, η καταβολή της χρηματικής ποινής των 800 ευρώ πρέπει να θεωρηθεί ως «εκτιθείσα ποινή». Εντούτοις, όσον αφορά τη στερητική της ελευθερίας ποινή, δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος δεν την έχει ακόμη «εκτίσει».

119. Πράγματι, τυχόν διαφορετική ερμηνεία θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου την αρχή ne bis in idem κατά το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής ως προς τις δύο λειτουργίες της που υπομνήσθηκαν παραπάνω. Πάντως, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο στην υπόθεση Gözütok και Brügge, η ερμηνεία του εν λόγω άρθρου πρέπει να διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή της εν λόγω αρχής (100).

120. Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά ιδίως την ποινή της φυλακίσεως, είναι βέβαιο ότι η ποινή στην οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος ενδέχεται να υποστεί τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια της εκτελέσεώς της: μείωση διάρκειας, προσωρινές έξοδοι, πρόωρη απόλυση, πρόωρη απόλυση υπό όρο. Επομένως, η ποινή φυλακίσεως πρέπει να θεωρείται «εκτιθείσα» στην περίπτωση της υπό όρο απολύσεως, εφόσον η διαδικασία εκτελέσεως ανταποκρίνεται στην προϋπόθεση του οριστικού και εξαντλητικού χαρακτήρα. Δεν επιτάσσεται συνεπώς η πλήρης έκτιση της ποινής στην οποία καταδικάσθηκε ο ενδιαφερόμενος. Σε τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να απαγγελθεί νέα ποινή χωρίς να έχει προηγηθεί νέα παράλειψη ή νέα παράβαση (101).

121. Δεύτερον, όσον αφορά την προϋπόθεση κατά την οποία η ποινή πρέπει να «εκτίεται», θεωρώ ότι ούτε αυτή πληρούται εν προκειμένω.

122. Συναφώς, όσον αφορά την ποινή φυλακίσεως, δεδομένου ότι ο Ζ. Spasic δεν έχει εισαχθεί σε ιταλικό σωφρονιστικό κατάστημα προς εκτέλεση της αποφάσεως του Tribunale di Milano, δεν μπορεί ευλόγως να αμφισβητείται ότι η προαναφερθείσα προϋπόθεση δεν πληρούται εν προκειμένω.

123. Συναφώς, επισημαίνω ότι από την απόφαση του Tribunale di Milano της 18ης Ιουνίου 2012 προκύπτει σαφώς ότι η αναστολή εκτελέσεως δεν ζητήθηκε στο στάδιο της εν λόγω αποφάσεως και, όπως επιβεβαίωσε ο εκπρόσωπος της Ιταλικής Κυβερνήσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν τίθεται πλέον εν προκειμένω ζήτημα ενδεχόμενης αυτεπάγγελτης αναστολής σύμφωνα με το ιταλικό δίκαιο (102). Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι μια ποινή φυλακίσεως με αναστολή, στον βαθμό που επιβάλλεται για να τιμωρηθεί η παράνομη συμπεριφορά ενός καταδικασθέντος προσώπου, συνιστά ποινή κατά την έννοια του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής. Η εν λόγω ποινή πρέπει να θεωρείται ότι «εκτίεται», αφ’ ης στιγμής η καταδικαστική απόφαση καθίσταται εκτελεστή καθώς και καθ’ όλη την περίοδο δοκιμασίας. Εν συνεχεία, αφού ολοκληρωθεί η περίοδος δοκιμασίας, η ποινή πρέπει να θεωρείται ότι «έχει ήδη εκτιθεί» κατά την έννοια της ίδιας αυτής διατάξεως (103).

124. Τέλος, είναι πρόδηλο ότι δεν βρισκόμαστε ενώπιον περιπτώσεως στην οποία η ποινή «δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί» κατά τους νόμους του κράτους που επέβαλε την καταδίκη. Από την απόφαση της 5ης Ιανουαρίου 2013 της εισαγγελίας του Tribunale di Milano προκύπτει ότι οι ιταλικές αρχές εκκινούν από την άποψη ότι η στερητική της ελευθερίας ποινή είναι εκτελεστή.

125. Κατά συνέπεια, προτείνω στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι η προϋπόθεση του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής δεν πληρούται οσάκις κατηγορούμενος καταδικάσθηκε, σύμφωνα με το δίκαιο του συμβαλλομένου κράτους, σε ποινή αποτελούμενη από δύο ανεξάρτητα στοιχεία, ήτοι μία στερητική της ελευθερίας ποινή και μία χρηματική ποινή, και έχει εκτιθεί μόνο η χρηματική ποινή, ενώ η άλλη ποινή ούτε εκτίθηκε ούτε εκτίεται, αλλά μπορεί ακόμη να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του κράτους μέλους που επέβαλε την καταδίκη.

V –    Πρόταση

126. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα που έθεσε το Oberlandesgericht Nürnberg:

1)      Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, η εφαρμογή της σχετικής με την έκτιση προϋποθέσεως που προβλέπει το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, συνιστά μη δυσανάλογη και, επομένως, δικαιολογημένη επέμβαση, κατά την έννοια του άρθρου 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο θεμελιώδες δικαίωμα να μην διώκεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές κάποιος για την ίδια πράξη, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 50 του εν λόγω Χάρτη

–        στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 22 Νοεμβρίου 1984, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο αριθ. 11 με αφετηρία την θέση του τελευταίου σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1998,

–        στην περίπτωση κατά την οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να τιμωρούν πράξεις δυνάμει του διεθνούς δικαίου, καθώς και

–        στην περίπτωση κατά την οποία τα εφαρμοστέα δυνάμει του δικαίου της Ένωσης μέτρα δεν επαρκούν προς αποτροπή της ατιμωρησίας.

Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να ελέγξει αν εν προκειμένω συντρέχει η τελευταία περίπτωση.

2)      Η προϋπόθεση του άρθρου 54 της εν λόγω συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας Σένγκεν δεν πληρούται οσάκις κατηγορούμενος καταδικάσθηκε, σύμφωνα με το δίκαιο του συμβαλλομένου κράτους, σε ποινή αποτελούμενη από δύο ανεξάρτητα στοιχεία, ήτοι μία στερητική της ελευθερίας ποινή και μία χρηματική ποινή, και έχει εκτιθεί μόνο η χρηματική ποινή, ενώ η άλλη ποινή ούτε εκτίθηκε ούτε εκτίεται, αλλά μπορεί ακόμη να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του κράτους μέλους που επέβαλε την καταδίκη.


1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 — Ενδείκνυται να επισημανθεί ότι οι γερμανικές αρχές εξέδωσαν περισσότερα εντάλματα συλλήψεως, τόσο εθνικά όσο και ευρωπαϊκά, τα οποία επίσης διορθώθηκαν στη συνέχεια. Για τις λεπτομέρειες, βλ. περίγραμμα εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών.


3 — Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19).


4 — Βλ. απόφαση Kretzinger (C‑288/05, EU:C:2007:441, σκέψη 39).


5 — Υπογραφέν στο Στρασβούργο στις 22 Νοεμβρίου 1984, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο αριθ. 11 με αφετηρία την θέση σε ισχύ του τελευταίου την 1η Νοεμβρίου 1998 (στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 7).


6 — ΕΔΔΑ, απόφαση Zolotoukhine κατά Ρωσίας της 10ης Φεβρουαρίου 2009, αριθ. 14939/03, § 80 έως 84.


7 — ΕΔΔΑ, απόφαση Muslija κατά Βοσνίας-Ερζεγοβίνης της 14ης Ιανουαρίου 2014, αριθ. 32042/11, § 37 σχετικά με την αλληλοεπικάλυψη των διαδικασιών.


8 — Προφανώς οι γερμανικές αρχές διαθέτουν διακριτική εξουσία όσον αφορά τη δίωξη για πράξεις που διαπράχθηκαν έξω από την επικράτεια στην οποία εφαρμόζεται ο ποινικός κώδικας. Βλ. άρθρο 153 c του γερμανικού κώδικα ποινικής δικονομίας (Strafprozeßordnung).


9 —       Σύμφωνα με το σημείο 26 της επεξηγηματικής εκθέσεως επί του πρωτοκόλλου αριθ. 7, «[το άρθρο 4] καθιερώνει την αρχή κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου κράτους για παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση (non bis in idem)»: http://conventions.coe.int/Treaty/FR/Reports/Html/117.htm.


10 —      Από τις σχετικές με το άρθρο 50 του Χάρτη επεξηγήσεις προκύπτει ότι ο κανόνας ne bis in idem δεν εφαρμόζεται μόνον εντός ενός και του αυτού κράτους αλλά επίσης μεταξύ διαφόρων κρατών µελών, πράγμα που αντιστοιχεί στο κεκτημένο του δικαίου της Ένωσης. Διευκρινίζεται ότι ο κανόνας της μη σωρεύσεως αφορά τη σώρευση δύο ομοειδών κυρώσεων, εν προκειμένω ποινικών. Οι πολύ περιορισμένες εξαιρέσεις διά των οποίων τα άρθρα 54 έως 58 της συμβάσεως εφαρμογής, το άρθρο 7 της συμβάσεως για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και το άρθρο 10 της συμβάσεως για την καταπολέμηση κατά της διαφθοράς επιτρέπουν στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τον κανόνα ne bis in idem καλύπτονται από την οριζόντια διάταξη του άρθρου 52, παράγραφος 1, περί των περιορισμών. Όσον αφορά τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7, ήτοι την εφαρμογή της αρχής στο εσωτερικό ενός κράτους µέλους, το κατοχυρούμενο δικαίωμα έχει την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια µε το αντίστοιχο δικαίωμα της ΕΣΔΑ.


11 — ΕΕ 2000, L 239, σ. 13.


12 — ΕΕ 1997, C 340, σ. 93.


13 — Βλ. παράρτημα του πρωτοκόλλου περί του κεκτημένου του Σένγκεν, σημείο 2.


14 —      Το Βασίλειο του Βελγίου, το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας.


15 — ΕΕ 2008, C 115, σ. 290.


16 — ΕΕ 2008, C 115, σ. 322.


17 — Σύμφωνα με το άρθρο 121 του γερμανικού κώδικα ποινικής δικονομίας, με τίτλο «Προσωρινή κράτηση πέραν των έξι μηνών», «[εν]όσω δεν έχει εκδοθεί απόφαση απαγγέλλουσα στερητική της ελευθερίας ποινή […], η εκτέλεση της προσωρινής κρατήσεως για την ίδια πράξη δεν δύναται να παραταθεί πέραν των έξι μηνών παρά μόνον εάν η ιδιάζουσα δυσχέρεια ή η ιδιαίτερη διάρκεια των ερευνών ή άλλη σημαντική αιτία εξακολουθούν να μην επιτρέπουν την έκδοση δικαστικής αποφάσεως και δικαιολογούν την παράταση της κρατήσεως. […]».


18 — Η μνεία από το Συμβούλιο της πρόσφατης εκδόσεως της οδηγίας σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, η οποία πρόκειται να αντικαταστήσει τις αντίστοιχες διατάξεις της συμβάσεως εφαρμογής, προφανώς δεν μπορεί να τροποποιήσει αυτό το συμπέρασμα. Βλ. οδηγία του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας σε ποινικές υποθέσεις, υπό δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. έγγραφο PE-CONSE 122/13).


19 — Από την ενημέρωση σχετικά με την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της συνθήκης του Άμστερνταμ, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 1ης Μαΐου 1999 (ΕΕ L 114, σ. 56), προκύπτει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προέβη σε δήλωση δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΕ, διά της οποίας το εν λόγω κράτος μέλος δέχθηκε την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 35, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της Συνθήκης ΕΕ. Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 35 παραμένει μεταβατικώς εφαρμοστέο επί πέντε έτη μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ήτοι έως την 1η Δεκεμβρίου 2014.


20 — Απόφαση της 20ής Μαΐου 1999 για τον καθορισμό, δυνάμει των οικείων διατάξεων της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, της νομικής βάσης για κάθε διάταξη ή απόφαση που συνιστά το κεκτημένο του Σένγκεν (ΕΕ L 176, σ. 17).


21 — Για ανάλυση, βλ. Van Raepenbusch, S., «Le traité d’Amsterdam et la Cour de justice», Bulletin de la Cour, Σεπτέμβριος 1997, αριθ. 51.


22 — Επί της οριοθετήσεως των αρμοδιοτήτων μεταξύ πρώτου και τρίτου πυλώνα, βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑170/96, EU:C:1998:219).


23 — Απόφαση McB (C‑400/10 PPU, EU:C:2010:582, σκέψη 52).


24 — Όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του γερμανικού ποινικού κώδικα (Strafgesetzbuch), ο κατηγορούμενος υπόκειται στη δικαιοδοσία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας επί ποινικών υποθέσεων λόγω της εθνικότητας του θύματος.


25 — C‑398/12, EU:C:2014:65, σκέψη 51. Ως προς τις απόπειρες επιλύσεως του προβλήματος, η γενική εισαγγελέας παραπέμπει, στην υποσημείωση, στο Πράσινο Βιβλίο σχετικά με τις συγκρούσεις δικαιοδοσίας και την αρχή ne bis in idem στις ποινικές διαδικασίες, που εκδόθηκε από την Επιτροπή [COM(2005) 696 τελικό].


26 — Da Cunha Rodrigues, J. N., «À propos du principe ‘Ne bis in idem’ – Un regard sur la jurisprudence de la Cour de justice des Communautés européennes», Une communauté de droit, τιμητικός τόμος για τον Gil Carlo Rodriguez Iglesias, Βερολίνο, 2003, σ. 165.


27 — Αποφάσεις van Esbroeck (C‑436/04, EU:C:2006:165, σκέψεις 27 και 36)· van Straaten (C‑150/05, EU:C:2006:614, σκέψεις 41, 47 και 48), και Mantello (C‑261/09, EU:C:2010:683, σκέψη 39).


28 — Απόφαση van Straaten (EU:C:2006:614, σημείο 55) και, κατ’ αντιδιαστολή, απόφαση Miraglia (C‑469/03, EU:C:2005:156, σκέψεις 29 και 30).


29 — Βλ., επ’ αυτού, απόφαση Gasparini κ.λπ. (C‑467/04, EU:C:2006:610, σκέψη 33) και van Esbroeck (EU:C:2006:165, σκέψη 21).


30 — Η αυτοτέλεια της έννοιας «της κατηγορίας σε ποινική υπόθεση» καθιερώθηκε από το ΕΔΔΑ στην απόφαση Engel κατά Κάτω Χωρών της 8ης Ιουνίου 1976, αριθ. 5100/71. Με τον όρο «κλασικό» εννοώ το κατασταλτικό ποινικό δίκαιο, που εκφράζει βαρεία κοινωνική ή ηθική καταδίκη της εν λόγω πράξεως και που προσδιορίζεται ως τέτοιο από το εφαρμοστέο δίκαιο. Βλ. επίσης απόφαση Bonda (C‑489/10, EU:C:2012:319, σκέψεις 37 επ.).


31 — Η αρχή αυτή απαγορεύει συνεπώς την επιβολή κυρώσεως σε ένα και το αυτό πρόσωπο περισσότερες της μίας φοράς για την ίδια παράνομη συμπεριφορά προς προστασία του ιδίου εννόμου αγαθού. Βλ. απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 338).


32 — Βλ. αποφάσεις Wilhelm κ.λπ. (14/68, EU:C:1969:4, σκέψη 11)· Tréfileurope κατά Επιτροπής (T‑141/89, EU:T:1995:62, σκέψη 191), και Sotralentz κατά Επιτροπής (T‑149/89, EU:T:1995:69, σκέψη 29). Εξάλλου, η διατήρηση ανόθευτου ανταγωνισμού επί του εδάφους της Ένωσης ή εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου θεωρείται ως διακριτό αντικείμενο προστασίας σε σχέση με την αγορά τρίτης χώρας. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται συνεπώς να τηρεί την αρχή της μη σωρεύσεως των κυρώσεων και να λαμβάνει υπόψη τις προηγουμένως επιβληθείσες κυρώσεις. Βλ., επί της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, απόφαση Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής (T‑224/00, EU:T:2003:195, σκέψεις 90 έως 93), που διαλαμβάνει επίσης ανάλυση της εμβέλειας του άρθρου 50 του Χάρτη, το οποίο δεν είναι εφαρμοστέο σε περίπτωση παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού με παγκόσμια εμβέλεια.


33 — Βλ. προοίμιο του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1).


34 — Βλ. απόφαση Beneo-Orafti (C‑150/10, EU:C:2011:507, σκέψεις 68 επ.).


35 — Απόφαση Wilhelm κ.λπ. (EU:C:1969:4, σκέψη 11).


36 — ΕΔΔΑ, απόφαση X κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας της 16ης Μαΐου 1977, αριθ. 7680/76· απόφαση X κατά Βελγίου της 16ης Μαΐου 1977, αριθ. 7697/76, και απόφαση Gestra κατά Ιταλίας της 16ης Ιανουαρίου 1995, αριθ. 21072/92.


37 — Επισημαίνω ότι συχνά, όπως για παράδειγμα στις σχετικές με τον Χάρτη επεξηγήσεις, η εν λόγω αρχή κατονομάζεται «non bis in idem». Κατά τον van Boeckel, ορθότερη κατά τους κανόνες της λατινικής γραμματικής είναι η παραλλαγή «ne bis in idem». Βλ. van Boeckel, Blas, The Ne Bis In Idem Principle in EU Law, Kluwer Law International BV, Alphen an den Rijn, 2010, σ. 31.


38 — 18/65 και 35/65, EU:C:1966:24.


39 — Βλ. αποφάσεις Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 59) και Showa Denko κατά Επιτροπής (C‑289/04 P, EU:C:2006:431, σκέψη 50).


40 — Οι αρχές αυτές ενσωματώνονται αντιστοίχως στα λατινικά ρητά «nemo debet bis vexari pro una et eadem causa» και «nemo debet bis puniri pro uno delicto».


41 — Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο περί της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των οριστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις [COM(2000) 495 τελικό].


42 — Προτάσεις Gözütok και Brügge (C‑187/01, EU:C:2002:516, σκέψεις 49 και 50).


43 — Στην πραγματικότητα, ένα συγκρίσιμο αλλά όχι ευρέως γνωστό κείμενο θέσπιζε μια πρώτη απαγόρευση της διπλής διώξεως και της διπλής ποινής στο κοινοτικό επίπεδο: η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Απριλίου 1989 περί εγκρίσεως της Διακηρύξεως των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών (βλ., ιδίως, άρθρα 20 και 25 της εν λόγω διακηρύξεως, σχετικά με την αρχή ne bis in idem) (ΕΕ 1989, C 120, σ. 51).


44 — Σύμβαση μεταξύ των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 25ης Μαΐου 1987, μνημονευόμενη από το Δικαστήριο στην απόφαση Gözütok και Brügge (C‑187/01 και C‑385/01, EU:C:2003:87, σκέψη 46).


45 — Βλ. άρθρο 2 του συμπληρωματικού πρωτοκόλλου της 15ης Οκτωβρίου 1975 στη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την έκδοση της 13ης Δεκεμβρίου 1957, που τροποποίησε το άρθρο 9 της εν λόγω συμβάσεως. Βλ. επίσης άρθρο 35 της ευρωπαϊκής συμβάσεως για τη διαβίβαση των ποινικών δικογραφιών της 15ης Μαΐου 1972.


46 — Απόφαση Miraglia (EU:C:2005:156, σκέψεις 33 και 34).


47 — Απόφαση Kretzinger (EU:C:2007:441, σκέψη 51).


48 — Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και με τις διαδικασίες παραδόσεως μεταξύ κρατών μελών (ΕΕ L 190, σ. 1).


49 — Περί της ερμηνείας των λόγων μη εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, βλ., ιδίως, αποφάσεις Kozłowski (C‑66/08, EU:C:2008:437) και Wolzenburg (C‑123/08, EU:C:2009:616).


50 — Βλ., συναφώς, τα μέτρα για τα οποία γίνεται λόγος στις υποσημειώσεις 85 έως 87 των προτάσεων αυτών.


51 — Πράξη του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 1995, για την κατάρτιση της συμβάσεως σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ C 316, σ. 48).


52 — Πράξη του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 1997, για την κατάρτιση της σύμβασης περί της καταπολεμήσεως της δωροδοκίας στην οποία ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταρτιζόμενη δυνάμει του άρθρου Κ.3, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ C 195, σ. 1).


53 — Απόφαση-πλαίσιο της 27ης Νοεμβρίου 2008 σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για τον σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 327, σ. 27).


54 — Βλ. υποσημείωση 87 στις παρούσες προτάσεις,


55 — Πράσινο βιβλίο σχετικά με τις συγκρούσεις δικαιοδοσίας και την αρχή ne bis in idem στις ποινικές διαδικασίες.


56 — Όπ.π. (σκέψη 3).


57 — Βλ. άρθρο 1 του σχεδίου συμφωνίας προσχωρήσεως: http://www.coe.int/t/dghl/standardsetting/hrpolicy/accession/Meeting_reports/47_1(2013)008rev2_FR.pdf


58 — Φαίνεται ότι η έλλειψη επικυρώσεως συνδέεται με το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 7. Βλ. έκθεση του γερμανικού Bundestag, σ. 3: http://dip21.bundestag.de/dip21/btd/17/129/1712996.pdf


59 — Δήλωση πραγματοποιηθείσα κατά την υπογραφή, την 19η Μαρτίου 1985, προσβάσιμη στον ιστότοπο του Συμβουλίου της Ευρώπης: http://conventions.coe.int/Treaty/Commun/ListeDeclarations.asp?CL=FRE&NT=117&VL=0


60 — ΕΔΔΑ, απόφαση Zolotoukhine κατά Ρωσίας της 10ης Φεβρουαρίου 2009, αριθ. 14939/03, § 84.


61 — Στο πλαίσιο αυτό, η εν λόγω έννοια ερμηνεύθηκε ως αναφερόμενη μόνο στο υποστατό των γεγονότων και εμπερικλείουσα σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών άρρηκτα συνδεδεμένων μεταξύ τους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών αυτών περιστατικών ή του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος (βλ. αποφάσεις van Esbroeck, EU:C:2006:165, σκέψεις 27, 32, 36 και 42· Gasparini κ.λπ., EU:C:2006:610, σκέψη 54· van Straaten, EU:C:2006:614, σκέψεις 41, 47 και 48, καθώς και Kraaijenbrink, C‑367/05, EU:C:2007:444, σκέψη 26). Επισημαίνεται επίσης ότι η έννοια αυτή των «ιδίων πράξεων», που περιλαμβάνεται επίσης στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης (βλ. απόφαση Mantello, EU:C:2010:683, σκέψη 38).


62 — Συναφώς, επισημαίνω ορολογική αναντιστοιχία μεταξύ του τίτλου του άρθρου 50 του Χάρτη που αναφέρεται στο «Δικαίωμα του προσώπου να μην δικάζεται ή τιμωρείται ποινικά δύο φορές» και τη διατύπωση του άρθρου 50 του Χάρτη κατά το οποίο «Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά».


63 — Βλ., ιδίως ΕΔΔΑ, απόφαση Nikitine κατά Ρωσίας της 20ής Ιουλίου 2004, αριθ. 50178/99, § 37· απόφαση Horciag κατά Ρουμανίας της 15ης Μαρτίου 2005, αριθ. 70982/01· απόφαση Muslija κατά Βοσνίας-Ερζεγοβίνης της 14ης Ιανουαρίου 2014, αριθ. 32042/11, καθώς και απόφαση Zigarella κατά Ιταλίας της 3ης Οκτωβρίου 2002, αριθ. 48154/99.


64 — «Έτσι οι δύο διαδικασίες διεξάχθηκαν ταυτοχρόνως. Στο χρονικό σημείο κατά το οποίο η πταισματική καταδίκη κατέστη αμετάκλητη και απέκτησε την ισχύ δεδικασμένου, η ποινική διαδικασία εκκρεμούσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το Τοπικό Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε παύσει την ποινική διαδικασία μετά την έκδοση ‟αμετάκλητης” αποφάσεως στην πρώτη διαδικασία» (προπαρατεθείσα απόφαση Muslija κατά Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, § 37).


65 — Κατά τις αναφερόμενες στο άρθρο 52 του Χάρτη επεξηγήσεις, το άρθρο 50 αντιστοιχεί στο άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7, όμως το πεδίο εφαρμογής του εκτείνεται στο επίπεδο της Ένωσης μεταξύ των δικαιοδοσιών των κρατών μελών.


66 — Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Bonda (C‑489/10, EU:C:2011:845, σκέψη 43) καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2012:340, σκέψη 109).


67 — Βλ., προσφάτως, απόφαση Digital Rights Ireland (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψεις 32 επ.).


68 — Το Bundesgerichtshof και το Bundesverfassungsgericht.


69 — ΕΕ 2007, C 303, σ. 17. Εντούτοις, καμία αλλαγή δεν επήλθε σχετικά με το άρθρο 50 του Χάρτη.


70 — Βλ. υποσημείωση 10.


71 — Βλ. απόφαση Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 20).


72 — Μεταξύ των παραδειγμάτων ελέγχου, με γνώμονα τον Χάρτη, μέτρων παραγώγου δικαίου που θεσπίσθηκαν πριν τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας, βλ. αποφάσεις Association belge des Consommateurs Test-Achats κ.λπ. (C‑236/09, EU:C:2011:100)· Volker und Markus Schecke και Eifert (C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662), και Digital Rights Ireland (EU:C:2014:238).


73 — Βλ., επ’ αυτού, απόφαση Schmidberger (C‑112/00, EU:C:2003:333, σκέψη 80), που αφορά το δικαίωμα καθενός στη ζωή ή την απαγόρευση των βασανιστηρίων καθώς και των απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή μεταχειρίσεων.


74 — Βλ. αποφάσεις Wachauf (5/88, EU:C:1989:321, σκέψη 18)· Dokter κ.λπ. (C‑28/05, EU:C:2006:408, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) καθώς και G. και R. (C‑383/13 PPU, EU:C:2013:533, σκέψη 33).


75 — Βλ. αντί πολλών, αποφάσεις Promusicae (C‑275/06, EU:C:2008:54)· Scarlet Extended (C‑70/10, EU:C:2011:771)· Bonnier Audio κ.λπ. (C‑461/10, EU:C:2012:219)· Trade Agency (C‑619/10, EU:C:2012:531)· Deutsches Weintor (C‑544/10, EU:C:2012:526)· Schmidberger (EU:C:2003:333), και Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑271/08, EU:C:2010:426).


76 — Αποφάσεις Volker und Markus Schecke και Eifert (EU:C:2010:662, σκέψεις 67 έως 71) και Schwarz (C‑291/12, EU:C:2013:670, σκέψεις 36 έως 38).


77 — Οι τρεις κατηγορίες δικαιωμάτων υπό την έννοια της ΕΣΔΑ είναι τα επιδεκτικά ρητών περιορισμών δικαιώματα, τα αναφερόμενα στο άρθρο 15 της ΕΣΔΑ δικαιώματα και τα απόλυτα δικαιώματα όπως αυτό του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Βλ. Peers, S., Prechal, S., The EU Charter of Fundamental Rights,ACommentary, Hart Publishing 2014, σ. 1462.


78 — Περί του δικαιώματος της προσβάσεως στα δικαστήρια, βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Fogarty κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 21ης Νοεμβρίου 2001, αριθ. 37112/97.


79 — Για ένα τυπικό παράδειγμα, βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Silver κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 25ης Μαρτίου 1983, αριθ. 5947/72, 6205/73, 7052/75, 7061/75, 7107/75, 7113/75 και 7136/75.


80 — «Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.»


81 — Βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Afton Chemical (C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψη 45)· Volker und Markus Schecke και Eifert (EU:C:2010:662, σκέψη 74)· Nelson κ.λπ. (C‑581/10 και C‑629/10, EU:C:2012:657, σκέψη 71)· Sky Österreich (C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 50)· Schaible (C‑101/12, EU:C:2013:661, σκέψη 29), και Digital Rights (EU:C:2014:23, σκέψη 46).


82 — Βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Gözütok και Brügge (EU:C:2003:87, σκέψη 33)· van Esbroeck (EU:C:2006:165, σκέψεις 28 έως 30, 35, 36, 38 και 42) και Bourquain (C‑297/07, EU:C:2008:708, σκέψεις 35, 37 και 40).


83 — Revoca di Decreto di Sospensione di ordine di esecuzione per la carcerazione ex art. 656 c. 8 cpp.


84 — Πράσινο βιβλίο σχετικά με τις συγκρούσεις δικαιοδοσίας και την αρχή ne bis in idem στις ποινικές διαδικασίες.


85 — Βλ. απόφαση-πλαίσιο 2008/909, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως στις ποινικές υποθέσεις· απόφαση-πλαίσιο 2008/675/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2008, για τη συνεκτίμηση των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας (ΕΕ L 220, σ. 32), καθώς και τις συναφείς ρυθμίσεις όπως είναι η πράξη του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, για την κατάρτιση, σύμφωνα µε το άρθρο 34 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, της συμβάσεως για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 197, σ. 1), και απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 93, σ. 23).


86 — Απόφαση 2009/316/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, σχετικά με τη δημιουργία του ευρωπαϊκού συστήματος πληροφοριών ποινικού μητρώου (ECRIS) κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ (ΕΕ L 93, σ. 33).


87 — Βλ. άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/948/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την πρόληψη και τον διακανονισμό συγκρούσεων επί ζητημάτων ασκήσεως δικαιοδοσίας στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ L 328, σ. 42)· άρθρα 4 και 7 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως επί χρηματικών ποινών (ΕΕ L 76, σ. 16)· άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως-πλαισίου 2003/577/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δεσμεύσεως περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 196, σ. 45)· άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της αποφάσεως-πλαισίου 2006/783/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως στις αποφάσεις δημεύσεως (ΕΕ L 328, σ. 59)· άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909, και άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/947/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως δικαστικών αποφάσεων και αποφάσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής ή απολύσεως υπό όρους με σκοπό την εποπτεία των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων (ΕΕ L 337, σ. 102). Βλ. επίσης τις τροποποιήσεις που επέφερε η απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για την τροποποίηση των αποφάσεων-πλαισίων 2002/584, 2005/214, 2006/783, 2008/909 και 2008/947 και την κατοχύρωση των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων και την προώθηση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην του ενδιαφερομένου προσώπου στη δίκη (ΕΕ L 81, σ. 24).


88 — Κατά τη διατύπωση του Cesare Beccaria, «η βεβαιότητα μιας τιμωρίας, έστω ήπιας, θα εντυπωσιάζει πάντοτε περισσότερο από τον φόβο μιας τρομερής ποινής εάν στον φόβο αυτό αναμιγνύεται η ελπίδα της ατιμωρησίας», Περί των εγκλημάτων και των ποινών, Λιβόρνο, 1764.


89 — Σημειώνω, συναφώς, τις πράξεις που περιλαμβάνονται στην απόφαση-πλαίσιο 2008/909 καθώς και στην απόφαση-πλαίσιο 2009/829/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή, μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως στις αποφάσεις περί μέτρων επιτηρήσεως εναλλακτικά προς την προσωρινή κράτηση (ΕΕ L 294, σ. 20), και στην απόφαση-πλαίσιο 2008/947/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως δικαστικών αποφάσεων και αποφάσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής ή απολύσεως υπό όρους με σκοπό την εποπτεία των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων (ΕΕ L 337, σ. 102).


90 — Βλ., επ’ αυτού, απόφαση N. S. κ.λπ. (C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψεις 77 και 99).


91 — Απόφαση N. S. κ.λπ. (EU:C:2011:865, σκέψεις 105 και 106).


92 — Συναφώς, στη θεωρία, o van Bockel (όπ.π., σ. 235) υποστηρίζει την ανάγκη της δυνατότητας εφαρμογής της προϋποθέσεως περί εκτίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής στις περιπτώσεις των εγκληματιών πολέμου που καταδικάσθηκαν ερήμην στην περίπτωση κατά την οποία οι απαγγελθείσες ποινές ουδόλως εκτελέσθηκαν.


93 — Απόφαση 2003/335/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2003, περί των ερευνών και της ποινικής διώξεως σχετικά με τη γενοκτονία, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τα εγκλήματα πολέμου (ΕΕ L 118, σ. 12).


94 — Το κριτήριο «εάν το κρίνουν αναγκαίο» στην εν λόγω διάταξη αφορά, κατά την άποψή μου, τις καταστάσεις στις οποίες οι αρχές του κράτους μέλους B κατέχουν ήδη τις σχετικές πληροφορίες που επιβεβαιώνουν ότι το διωκόμενο πρόσωπο καταδικάσθηκε ήδη αμετακλήτως από άλλο κράτος μέλος για τις ίδιες πράξεις. Θα ήταν κυνικό να επιτραπεί στις εν λόγω αρχές να μην αναζητούν τις σχετικές πληροφορίες ακόμη και εάν «έχουν λόγους να πιστεύουν ότι η κατηγορία αφορά τις ίδιες πράξεις με [αυτές για τις οποίες το πρόσωπο] καταδικάσθηκε ήδη αμετακλήτως» εντός άλλου κράτους μέλους.


95 — Απόφαση Bourquain (EU:C:2008:708, σκέψη 37).


96 — Βλ. προτάσεις Gözütok και Brügge (EU:C:2002:516, σκέψη 114).


97 — Απόφαση van Esbroeck (EU:C:2006:165, σκέψεις 28 έως 30, 35, 36, 38 και 42).


98 — Συναφώς υπενθυμίζω ότι στην απόφαση Gözütok και Brügge (EU:C:2003:87, σκέψη 29), το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι επιβληθείσες στον κατηγορούμενο υποχρεώσεις κατόπιν συμφωνίας που προτάθηκε από την ολλανδική εισαγγελία συνιστούσαν ιδιόμορφη «ποινή».


99 — Βλ. άρθρο 17 του ιταλικού ποινικού κώδικα.


100 — EU:C:2003:87, σκέψη 35.


101 — Για παράδειγμα, διά της μη τηρήσεως των όρων της υπό όρο απολύσεως.


102 — Όπως προκύπτει από τις εξηγήσεις που δόθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από τον εκπρόσωπο της Ιταλικής Κυβερνήσεως, τέτοια αυτεπαγγέλτως διαταχθείσα αναστολή μεσολάβησε μετά την απόφαση του Tribunal di Milano και ανακλήθηκε δυνάμει της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 5ης Ιανουαρίου 2013 (Revoca di Decreto di Sospensione di ordine di esecuzione per la carcerazione ex art. 656 c. 8 cpp).


103 — Απόφαση Kretzinger (EU:C:2007:441, σκέψη 42).