Language of document : ECLI:EU:C:2011:58

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 9ης Φεβρουαρίου 2011 (1)

Υπόθεση C‑442/09

Karl Heinz Bablok,

Stefan Egeter,

Josef Stegmeier,

Karlhans Müller,

Barbara Klimesch

κατά

Freistaat Bayern

[αίτηση του Bayerischer Verwaltungsgerichtshof (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα – Κανονισμός (ΕΚ) 1829/2003 – Μελισσοκομικά προϊόντα – Πρόσμειξη γύρης προερχόμενης από γενετικώς τροποποιημένα φυτά – Συνέπειες – Διάθεση στην αγορά – Έννοια του όρου “γενετικώς τροποποιημένος οργανισμός” και της εκφράσεως “παράγονται από ΓΤΟ”»





1.        Το Bayerischer Verwaltungsgerichtshof (Γερμανία) υποβάλλει στο Δικαστήριο πλείονα προδικαστικά ερωτήματα με αντικείμενο την ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 1829/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές (2).

2.        Τα εν λόγω ερωτήματα αφορούν το νομικό καθεστώς των τροφίμων, όπως το μέλι και τα συμπληρώματα διατροφής με βάση τη γύρη, στα οποία ενσωματώθηκαν μη ηθελημένα απειροελάχιστες ποσότητες γύρης προερχόμενης από γενετικώς τροποποιημένα φυτά, όπως είναι ο αραβόσιτος της σειράς MON 810 ο οποίος παράγεται από την εταιρεία Monsanto και περιέχει DNA και πρωτεΐνες που έχουν προκύψει με γενετική τροποποίηση.

3.        Με τα εν λόγω ερωτήματα ζητείται, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν τα εν λόγω τρόφιμα υπόκεινται στο σύστημα εγκρίσεως, επισημάνσεως και εποπτείας των γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων που θεσπίζει ο κανονισμός 1829/2003.

4.        Από τις απαντήσεις του Δικαστηρίου θα καθοριστεί, στη διαφορά της κύριας δίκης, εάν έχουν αξίωση χρηματικής αποζημιώσεως ορισμένοι μελισσοκόμοι (3) που εκμεταλλεύονται μελισσοκομεία ευρισκόμενα πλησίον γεωτεμαχίων τα οποία ανήκουν στην ιδιοκτησία του Freistaat Bayern και στα οποία καλλιεργήθηκε κατά τα παρελθόντα έτη γενετικώς τροποποιημένος αραβόσιτος της σειράς MON 810 για ερευνητικούς σκοπούς.

5.        Επομένως, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει τα προβλήματα που συνδέονται με τη συνύπαρξη των γενετικώς τροποποιημένων καλλιεργειών και των συμβατικών προϊόντων που επικρατούν γύρω τους. Επί του παρόντος, επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης αποτελεί, δυνάμει της αρχής της επικουρικότητας, να καταλείπεται στα κράτη μέλη ο καθορισμός των κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της εν λόγω συνυπάρξεως. Οι οικείοι κανόνες ενδέχεται, όπως προκύπτει από τις εθνικές διατάξεις που αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, να θεσπίζουν ειδικό καθεστώς ευθύνης για τις εν λόγω περιπτώσεις. Για την εφαρμογή του καθεστώτος αυτού ευθύνης και, ιδίως, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν έχει προκληθεί ζημία σε βάρος καλλιεργητή του οποίου η παραγωγή μολύνθηκε, ενδεχομένως να είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί εάν το επίμαχο προϊόν πρέπει να χαρακτηριστεί ως γενετικώς τροποποιημένο τρόφιμο, το οποίο, λόγω αυτού του χαρακτηρισμού, υπόκειται σε διαδικασία εγκρίσεως της διαθέσεώς του στην αγορά, εποπτείας και επισημάνσεως κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1829/2003. Το εν λόγω ζήτημα του χαρακτηρισμού αποτελεί ένα από τα κύρια διακυβεύματα της παρούσας υποθέσεως.

6.        Με τις παρούσες προτάσεις, θα προτείνω, κατ’ αρχάς, στο Δικαστήριο να κρίνει ότι το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών (4) στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου (5), και το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού 1829/2003 έχουν την έννοια ότι δεν συνιστά «οργανισμό» κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων η γύρη που προέρχεται από γενετικώς τροποποιημένο φυτό η οποία, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ενσωματώνεται στο μέλι ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως συμπλήρωμα διατροφής, δεν είναι πλέον ικανή να επιτελέσει τη λειτουργία της στην αναπαραγωγική διαδικασία των φυτών.

7.        Περαιτέρω, θα προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 2, σημείο 10, του κανονισμού 1829/2003 έχει την έννοια ότι, για να θεωρηθεί ότι τα τρόφιμα «παράγονται από ΓΤΟ» αρκεί το ότι περιέχουν υλικό από γενετικώς τροποποιημένα φυτά. Επιπλέον, θα διευκρινίσω ότι, κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού έχει την έννοια ότι το μέλι που περιέχει γύρη προερχόμενη από γενετικώς τροποποιημένο φυτό, καθώς και τα συμπληρώματα διατροφής με βάση την εν λόγω γύρη, αποτελούν τρόφιμα που περιέχουν συστατικό παραγόμενο από ΓΤΟ. Συναφώς, θα επισημάνω ότι ελάχιστη σημασία έχει εάν η πρόσμειξη στα εν λόγω τρόφιμα του υλικού που προέρχεται από γενετικώς τροποποιημένο φυτό ήταν ηθελημένη ή μη.

8.        Εν τέλει, θα προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1829/2003 έχουν την έννοια ότι η μη ηθελημένη πρόσμειξη σε μέλι γύρης προερχόμενης από ποικιλία αραβοσίτου, όπως ο αραβόσιτος της σειράς MON 810, για τη διάθεση της οποίας στην αγορά χορηγήθηκε έγκριση δυνάμει της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 1990, αναφορικά με τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον (6), και της οποίας ορισμένα μόνον παράγωγα προϊόντα έχουν εγκριθεί ως υφιστάμενα προϊόντα δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού, συνεπάγεται ότι για τη διάθεση του εν λόγω μελιού στην αγορά απαιτείται η χορήγηση εγκρίσεως κατά τον εν λόγω κανονισμό. Επιπλέον, θα επισημάνω ότι οι τιμές κατωφλίου που προβλέπονται στα άρθρα 12, παράγραφος 2, και 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 1829/2003 δεν μπορούν να τύχουν αναλογικής εφαρμογής σε σχέση με την απαίτηση χορηγήσεως εγκρίσεως για τη διάθεση στην αγορά που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α ?         Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία 2001/18

9.        Κατά το άρθρο 1 αυτής, σε συνδυασμό, ιδίως, με την εικοστή όγδοη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία 2001/18, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1829/2003 και τον κανονισμό (ΕΚ) 1830/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003 (7), διέπει, αφενός, τη σκόπιμη ελευθέρωση ΓΤΟ στο περιβάλλον για σκοπούς διαφορετικούς από τη διάθεση στην αγορά εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και, αφετέρου, την εμπορία ΓΤΟ ως προϊόντων ή εντός προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εφόσον η χρήση για την οποία προορίζεται το προϊόν προϋποθέτει τη σκόπιμη ελευθέρωση του ή των οργανισμών στο περιβάλλον.

10.      Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Οι ζώντες οργανισμοί που ελευθερώνονται στο περιβάλλον σε μεγάλες ή μικρές ποσότητες, είτε για πειραματικούς σκοπούς είτε ως εμπορικά προϊόντα, είναι δυνατό να αναπαραχθούν στο περιβάλλον και να διασχίσουν εθνικά σύνορα, θίγοντας με τον τρόπο αυτό τα άλλα κράτη μέλη. Οι συνέπειες μιας τέτοιας ελευθερώσεως μπορεί να είναι αμετάκλητες.»

11.      Κατά την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας «[η] προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος απαιτεί να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον έλεγχο των κινδύνων που είναι δυνατόν να προέλθουν από τη σκόπιμη ελευθέρωση [ΓΤΟ] στο περιβάλλον».

12.      Επιπλέον, η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/18 ορίζει ότι «[σ]την [εν λόγω] οδηγία λαμβάνεται δεόντως υπόψη η σχετική διεθνής πείρα στον τομέα αυτό και οι διεθνείς εμπορικές υποχρεώσεις και οι διατάξεις της σέβονται τις απαιτήσεις του πρωτοκόλλου της Καρθαγένης περί βιοασφάλειας [(8)], το οποίο είναι προσαρτημένο στη σύμβαση περί βιολογικής ποικιλομορφίας [(9)]».

13.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι η σκόπιμη ελευθέρωση ή η διάθεση ΓΤΟ στην αγορά επιτρέπεται μόνον σύμφωνα με το μέρος Β ή το μέρος Γ της εν λόγω οδηγίας, αντίστοιχα, ήτοι, κυρίως, κατόπιν κοινοποιήσεως σχετικής αιτήσεως, αξιολογήσεως των κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία και για το περιβάλλον και, στη συνέχεια, εγκρίσεως από την αρμόδια αρχή.

14.      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/18 ορίζει ότι πρέπει να αξιολογούνται για κάθε μεμονωμένη περίπτωση οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, οι οποίες μπορεί να προκαλούνται άμεσα ή έμμεσα μέσω μεταφοράς γενετικού υλικού από ΓΤΟ σε άλλους οργανισμούς.

2.      Ο κανονισμός 1829/2003

15.      Η πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1829/2003 ορίζει ότι «[η] ελεύθερη κυκλοφορία ασφαλών και υγιεινών τροφίμων και ζωοτροφών είναι θεμελιώδης πτυχή της εσωτερικής αγοράς και συμβάλλει σημαντικά στην υγεία και την ευημερία των πολιτών και διασφαλίζει τα κοινωνικά και οικονομικά τους συμφέροντα».

16.      Στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού επισημαίνεται ότι «[θ]α πρέπει να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης ζωής και υγείας κατά την άσκηση των κοινοτικών πολιτικών».

17.      Ακολούθως, στην τρίτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού ορίζεται ότι «[γ]ια την προστασία της ανθρώπινης υγείας και της υγείας των ζώων, τα τρόφιμα και οι ζωοτροφές που περιέχουν, αποτελούνται ή παράγονται από [ΓΤΟ] (στο εξής καλούνται “γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και γενετικώς τροποποιημένες ζωοτροφές”) θα πρέπει να υπόκεινται σε μια αξιολόγηση ασφάλειας μέσω κοινοτικής διαδικασίας προτού διατεθούν στην αγορά της Κοινότητας».

18.      Στην ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1829/2003 διευκρινίζεται ότι «η διάθεση στην κοινοτική αγορά γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων και ζωοτροφών θα πρέπει να εγκρίνεται μόνον ύστερα από επιστημονική αξιολόγηση του υψηλότερου δυνατού επιπέδου, η οποία θα διεξάγεται υπό την ευθύνη της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων [(10)], των κινδύνων που παρουσιάζουν για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων και, κατά περίπτωση, για το περιβάλλον».

19.      Κατά την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού «όταν ένας ΓΤΟ που χρησιμοποιείται στην παραγωγή τροφίμων ή ζωοτροφών έχει εγκριθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού, τα τρόφιμα ή οι ζωοτροφές που περιέχουν, αποτελούνται ή παράγονται από αυτόν τον ΓΤΟ δεν θα χρειάζεται να υποβληθούν στη διαδικασία εγκρίσεως του παρόντος κανονισμού, αλλά θα υπόκεινται στις απαιτήσεις που ορίζονται στην έγκριση που έχει χορηγηθεί για τον ΓΤΟ».

20.      Δυνάμει της δέκατης έκτης αιτιολογικής σκέψεως του εν λόγω κανονισμού, αυτός «θα πρέπει να καλύπτει τρόφιμα και ζωοτροφές που παράγονται “από” ένα ΓΤΟ αλλά όχι τρόφιμα και ζωοτροφές που παράγονται “με” ένα ΓΤΟ. Το κριτήριο προσδιορισμού είναι εάν ή όχι το υλικό που προέρχεται από το γενετικώς τροποποιημένο αρχικό υλικό είναι παρόν στο τρόφιμο ή τη ζωοτροφή».

21.      Το άρθρο 2 του κανονισμού 1829/2003 περιέχει κατάλογο με ορισμούς των εννοιών που είναι κρίσιμες για τους σκοπούς εφαρμογής του οικείου κανονισμού, παραπέμποντας, κατά περίπτωση, στους ορισμούς των εν λόγω εννοιών που περιέχονται στην οδηγία 2000/13/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων (11), στην οδηγία 2001/18 ή στον κανονισμό (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (12).

22.      Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τους εξής ορισμούς:

–        «τρόφιμα»: ουσίες ή προϊόντα, είτε αυτά έχουν υποστεί πλήρη ή μερική επεξεργασία είτε όχι, τα οποία προορίζονται για βρώση από τον άνθρωπο ή αναμένεται ευλόγως ότι θα χρησιμεύσουν για τον σκοπό αυτόν·

–        «οργανισμός»: κάθε βιολογική οντότητα ικανή προς αναπαραγωγή ή προς μεταφορά γενετικού υλικού·

–        «[ΓΤΟ]»: οργανισμός, εξαιρουμένων των ανθρώπινων όντων, του οποίου το γενετικό υλικό έχει τροποποιηθεί κατά τρόπο που δεν συμβαίνει φυσιολογικά με τη σύζευξη ή/και τον φυσιολογικό ανασυνδυασμό·

–        «σκόπιμη ελευθέρωση»: οποιαδήποτε σκόπιμη εισαγωγή ενός ΓΤΟ ή ενός συνδυασμού ΓΤΟ στο περιβάλλον, κατά την οποία δεν χρησιμοποιούνται ειδικά μέτρα απομονώσεως προκειμένου να περιορίζεται η επαφή τους με τον ευρύτερο πληθυσμό και το περιβάλλον και να παρέχεται υψηλό επίπεδο προστασίας·

–        «αξιολόγηση περιβαλλοντικού κινδύνου»: αξιολόγηση των κινδύνων, άμεσων ή έμμεσων, ταχυφανών ή οψιφανών, που ενδέχεται να παρουσιάζει για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον η σκόπιμη ελευθέρωση ή η διάθεση ΓΤΟ στην αγορά·

–        «γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα»: τρόφιμα που περιέχουν, αποτελούνται ή παράγονται από ΓΤΟ·

–        «[ΓΤΟ] που προορίζεται για την ανθρώπινη διατροφή»: ΓΤΟ ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τρόφιμο ή ως πρώτη ύλη για την παραγωγή τροφίμων·

–        «παράγονται από [ΓΤΟ]» σημαίνει ότι προέρχονται, εξ ολοκλήρου ή μερικώς, από ΓΤΟ αλλά δεν περιέχουν ή δεν αποτελούνται από αυτούς·

–        «συστατικό»: κάθε ουσία, περιλαμβανομένων και των προσθέτων, η οποία χρησιμοποιείται στην παρασκευή ή την ετοιμασία ενός τροφίμου και η οποία εξακολουθεί να υπάρχει στο τελικό προϊόν ενδεχομένως σε τροποποιημένη μορφή.

23.      Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1829/2003, όσον αφορά τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα, καθορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, στο οποίο διευκρινίζεται ότι το τμήμα υπό τον τίτλο «Έγκριση και Εποπτεία» εφαρμόζεται:

«α)      στους ΓΤΟ για ανθρώπινη διατροφή·

β)      στα τρόφιμα που περιέχουν ή αποτελούνται από ΓΤΟ·

γ)      στα τρόφιμα που παράγονται από συστατικά παραγόμενα από ΓΤΟ ή περιέχουν τέτοια συστατικά.»

24.      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού:

«Απαγορεύεται η διάθεση στην αγορά ΓΤΟ που προορίζεται για την ανθρώπινη διατροφή ή τροφίμου που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, εάν δεν καλύπτεται από έγκριση που χορηγείται σύμφωνα με το παρόν τμήμα και εάν δεν πληρούνται οι σχετικοί όροι της εγκρίσεως.»

25.      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1829/2003, η χορήγηση εγκρίσεως εξαρτάται, ιδίως, από το εάν αποδεικνύεται ότι ο ΓΤΟ ή το γενετικώς τροποποιημένο τρόφιμο δεν έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων, στην υγεία των ζώων ή στο περιβάλλον.

26.      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 5, του οικείου κανονισμού η έγκριση που χορηγείται με τη διαδικασία του εν λόγω κανονισμού ισχύει σε όλη την Κοινότητα επί δέκα έτη και επιδέχεται ανανέωση.

27.      Όσον αφορά τα υφιστάμενα προϊόντα, το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Κατά παρέκκλιση του άρθρου 4 παράγραφος 2, τα προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος τμήματος και έχουν διατεθεί νομίμως στην αγορά της Κοινότητας πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού μπορεί να συνεχίσουν να διατίθενται στην αγορά, να χρησιμοποιούνται και να υφίστανται επεξεργασία, εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      στην περίπτωση προϊόντων που έχουν διατεθεί στην αγορά δυνάμει της οδηγίας 90/220/[…] πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 1997, σχετικά με τα νέα τρόφιμα και τα νέα συστατικά τροφίμων] (13) ή σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού […] αριθ. 258/97, οι υπεύθυνοι για τη διάθεση στην αγορά των εν λόγω προϊόντων κοινοποιούν στην Επιτροπή την ημερομηνία κατά την οποία τα προϊόντα ετέθησαν για πρώτη φορά σε κυκλοφορία στην Κοινότητα, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού·

β)      στην περίπτωση προϊόντων που έχουν διατεθεί νομίμως στην αγορά της Κοινότητας αλλά δεν αναφέρονται στο στοιχείο α΄, οι υπεύθυνοι για τη διάθεση αυτών στην αγορά κοινοποιούν στην Επιτροπή ότι τα προϊόντα ετέθησαν σε κυκλοφορία στην Κοινότητα πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία εφαρμογής του.

2.      Η κοινοποίηση της παραγράφου 1 συνοδεύεται από τα στοιχεία του άρθρου 5, παράγραφοι 3 και 5, όπου ενδείκνυται, τα οποία η Επιτροπή διαβιβάζει στην Αρχή και τα κράτη μέλη. Η Αρχή διαβιβάζει στο κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς τα στοιχεία που μνημονεύονται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχεία θ΄ και ι΄. Το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς δοκιμάζει και επικυρώνει τη μέθοδο ανιχνεύσεως και ταυτοποιήσεως που προτείνει ο αιτών.

3.      Εντός ενός έτους από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και αφού επαληθευθεί ότι υποβλήθηκαν και εξετάσθηκαν όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες, τα εν λόγω προϊόντα καταχωρούνται στο μητρώο. […]

4.      Εντός εννέα ετών από την ημερομηνία κατά την οποία τα προϊόντα περί των οποίων η παράγραφος 1, στοιχείο α΄, διετέθησαν για πρώτη φορά στην αγορά, αλλά οπωσδήποτε πριν την παρέλευση τριών ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, οι υπεύθυνοι για τη διάθεσή τους στην αγορά υποβάλλουν αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 11, που εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

Εντός τριών ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, οι υπεύθυνοι για τη διάθεση στην αγορά των προϊόντων περί των οποίων η παράγραφος 1, στοιχείο β΄, υποβάλλουν αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 11, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

[…]»

28.      Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1829/2003, μετά την έκδοση εγκρίσεως σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ο κάτοχος της εγκρίσεως και τα ενδιαφερόμενα μέρη τηρούν όλους τους όρους ή περιορισμούς που έχουν επιβληθεί στην έγκριση, ειδικότερα δε εξασφαλίζουν ότι τα προϊόντα που δεν καλύπτονται από την έγκριση δεν κυκλοφορούν στην αγορά ως τρόφιμα ή ζωοτροφές.

29.      Το άρθρο 12 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου ΙΙ αυτού, υπό τον τίτλο «Επισήμανση», ορίζει τα εξής:

«1.      Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται στα τρόφιμα που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή ή για μονάδες ομαδικής εστίασης στην Κοινότητα και τα οποία:

α)      περιέχουν ή αποτελούνται από ΓΤΟ, ή

β)      παράγονται από ή περιέχουν συστατικά που παράγονται από ΓΤΟ.

2.      Το παρόν τμήμα δεν εφαρμόζεται στα τρόφιμα που περιέχουν υλικό το οποίο περιέχει, αποτελείται ή παράγεται από ΓΤΟ σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο από 0,9 % για κάθε μεμονωμένο συστατικό τροφίμων ή επί τροφίμου που αποτελείται από ένα μόνο συστατικό, εφόσον η παρουσία αυτή είναι τυχαία ή τεχνικώς αναπόφευκτη.

[...]»

30.      Το άρθρο 47 του εν λόγω κανονισμού, υπό τον τίτλο «Μεταβατικά μέτρα για την τυχαία ή τεχνικώς αναπόφευκτη παρουσία γενετικώς τροποποιημένου υλικού που έτυχε ευνοϊκής αξιολογήσεως κινδύνου», ορίζει τα εξής:

«1.      Η παρουσία στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές υλικού που περιέχει, αποτελείται ή παράγεται από ΓΤΟ σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο από 0,5 % δεν θεωρείται ότι συνιστά παράβαση του άρθρου 4 παράγραφος 2, […] εφόσον:

α)      η παρουσία αυτή είναι τυχαία ή τεχνικώς αναπόφευκτη·

β)      το γενετικώς τροποποιημένο υλικό έχει τύχει ευνοϊκής γνώμης της κοινοτικής επιστημονικής επιτροπής ή επιτροπών ή της Αρχής πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού·

γ)      η αίτηση για την έγκρισή του δεν έχει απορριφθεί δυνάμει της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας, και

δ)      οι μέθοδοι ανιχνεύσεως είναι προσιτές στο κοινό.

[…]

5.      Το παρόν άρθρο παραμένει εφαρμοζόμενο επί διάστημα τριών ετών μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.»

3.      Η οδηγία 2001/110/ΕΚ

31.      Το άρθρο 1 της οδηγίας 2001/110/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, για το μέλι (14), ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα προϊόντα που ορίζονται στο παράρτημα I. Τα προϊόντα αυτά πρέπει να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του παραρτήματος II.»

32.      Το παράρτημα Ι, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας περιλαμβάνει τον ακόλουθο ορισμό:

«Μέλι είναι η φυσική γλυκιά ουσία που παράγουν οι μέλισσες του είδους Apis mellifera από το νέκταρ των φυτών ή από εκκρίσεις ζώντων μερών φυτών ή εκκρίματα εντόμων απομυζούντων φυτά ευρισκόμενα πάνω στα ζώντα μέρη των φυτών, τα οποία οι μέλισσες συλλέγουν, μετατρέπουν αναμειγνύοντας με ειδικές ύλες του σώματός τους, αποθέτουν, αφυδατώνουν, εναποθηκεύουν και φυλάσσουν στις κηρήθρες της κυψέλης, προκειμένου να ωριμάσουν.»

33.      Στο παράρτημα ΙΙ, πρώτο έως τρίτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας αναφέρονται τα εξής:

«Το μέλι αποτελείται ουσιαστικά από διάφορα σάκχαρα, κυρίως φρουκτόζη και γλυκόζη, καθώς και από άλλες ουσίες, όπως οργανικά οξέα, ένζυμα και στερεά σωματίδια που προέρχονται από τη συγκομιδή μελιού. […]

Όταν διατίθεται στο εμπόριο ως μέλι ή όταν χρησιμοποιείται σε οιοδήποτε προϊόν προοριζόμενο για κατανάλωση από τον άνθρωπο, δεν πρέπει να έχει προστεθεί κανένα συστατικό τροφίμων στο μέλι, συμπεριλαμβανομένων των προσθέτων τροφίμων, ούτε να έχει γίνει καμία άλλη προσθήκη εκτός από μέλι. Στο μέτρο του δυνατού, το μέλι δεν πρέπει να περιέχει οργανικές ή ανόργανες ύλες ξένες προς τη σύστασή του. […]

Με την επιφύλαξη του παραρτήματος I, σημείο 2, στοιχείο β΄ viii), δεν επιτρέπεται να αφαιρείται γύρη ή χαρακτηριστικό συστατικό του μελιού, εκτός αν αυτό είναι αναπόφευκτο κατά την αφαίρεση ξένων οργανικών ή ανόργανων υλών.»

 Β ?       Το εθνικό δίκαιο

34.      Το άρθρο 36α του νόμου περί γενετικής μηχανικής (Gentechnikgesetz, στο εξής: GenTG), που προστέθηκε με τον νόμο της 21ης Δεκεμβρίου 2004 (15), ορίζει τα εξής:

«1)      Η μεταβίβαση χαρακτηριστικών ενός οργανισμού που οφείλονται σε γενετικές παρεμβάσεις ή άλλες προσμείξεις [ΓΤΟ] συνιστούν σημαντική βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 906 του Αστικού Κώδικα [Bürgerliches Gesetzbuch, στο εξής: BGB] ιδίως όταν, λόγω της ως άνω μεταβιβάσεως ή άλλης προσμείξεως, παρά τις προθέσεις του έχοντος το δικαίωμα καρπώσεως των προϊόντων, αυτά

1.      δεν επιτρέπεται να διατίθενται στην αγορά ή

2.      κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή κατ’ άλλες διατάξεις επιτρέπεται να διατίθενται στην αγορά μόνο με επισήμανση που αναφέρει τη γενετική τροποποίηση […]».

35.      Το άρθρο 906, παράγραφος 2, του BGB, όπως δημοσιεύθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2002 (16), ορίζει τα εξής:

«Το ίδιο ισχύει όταν προκαλείται σημαντική βλάβη από τη χρήση που είναι συνήθης για ακίνητα της περιοχής του άλλου κτήματος και η βλάβη αυτή δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα που μπορούν να γίνουν αποδεκτά, από οικονομικής απόψεως, για τους χρήστες αυτού του είδους. Αν ο κύριος έχει σύμφωνα με τα ανωτέρω υποχρέωση ανοχής της επενέργειας, μπορεί να αξιώσει εύλογη χρηματική αποζημίωση από τον νομέα του άλλου κτήματος, όταν η επενέργεια παραβλάπτει πέραν του ανεκτού μέτρου μια χρήση συνήθη για ακίνητα της περιοχής του κτήματός του ή την απόδοσή του.»

II – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

36.      Το 1998, η εταιρεία Monsanto έλαβε, σε εκτέλεση της αποφάσεως 98/294/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Απριλίου 1998, για τη διάθεση στην αγορά γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου (Zea mays L. σειρά ΜΟΝ 810) σύμφωνα με την οδηγία 90/220 (17), έγκριση για τη διάθεση στην αγορά γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου της σειράς MON 810 (18).

37.      Πλείονα προϊόντα που παρασκευάζονται από αραβόσιτο της σειράς MON 810 έλαβαν έγκριση δυνάμει του κανονισμού 258/97 και στη συνέχεια κοινοποιήθηκαν ως υφιστάμενα προϊόντα, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1829/2003. Πρόκειται για τα άλευρα αραβοσίτου, τη γλουτένη αραβοσίτου, το σιμιγδάλι αραβοσίτου, το άμυλο αραβοσίτου, τη γλυκόζη αραβοσίτου και το έλαιο αραβοσίτου.

38.      Το 2007, η Monsanto υπέβαλε αίτηση ανανεώσεως των εν λόγω αδειών. Η οικεία αίτηση εξακολουθεί να τελεί υπό εξέταση. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 4, του κανονισμού 1829/2003, η διάρκεια της εγκρίσεως παρατείνεται μέχρι την έκδοση αποφάσεως.

39.      Ωστόσο, η καλλιέργεια αραβοσίτου της σειράς MON 810 απαγορεύθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βάσει της από 17 Απριλίου 2009 αποφάσεως της Bundesamt für Verbraucherschutz und Lebensmittelsicherheit (Ομοσπονδιακής Αρχής προστασίας του καταναλωτή και ασφάλειας των τροφίμων) περί προσωρινής αναστολής ισχύος της εν λόγω εγκρίσεως για τη διάθεση στην αγορά.

40.      Ο γενετικώς τροποποιημένος αραβόσιτος της σειράς MON 810 περιέχει γονίδιο του βακτηρίου του εδάφους Βacillus thuringiensis (Bt) το οποίο προκαλεί στο φυτό του αραβοσίτου τη σύνθεση τοξινών Bt. Οι εν λόγω τοξίνες Bt καταπολεμούν τις λάρβες της πυραλίδας του αραβοσίτου, ενός επιβλαβούς για τον αραβόσιτο είδους πεταλούδας, οι λάρβες του οποίου, όταν προσβάλλουν το φυτό, εξασθενούν την ανάπτυξή του. Οι τοξίνες Bt καταστρέφουν τα κύτταρα του πεπτικού σωλήνα των λαρβών του εντόμου και προκαλούν έτσι τον θάνατό τους.

41.      Το Freistaat Bayern, το οποίο είναι ιδιοκτήτης διαφόρων γεωτεμαχίων στα οποία καλλιεργήθηκε κατά τα παρελθόντα έτη γενετικώς τροποποιημένος αραβόσιτος της σειράς MON 810 για ερευνητικούς σκοπούς, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να επαναλάβει την καλλιέργεια αυτή μόλις λήξει η ισχύς της απαγορεύσεως καλλιέργειας που έχει διαταχθεί για ολόκληρη την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

42.      Ο K. H. Bablok εκμεταλλεύεται μελισσοκομείο ερασιτεχνικού και οικολογικού χαρακτήρα και παράγει, πλησίον των γεωτεμαχίων του Freistaat Bayern, μέλι προς πώληση και προς ιδίαν κατανάλωση. Έως το 2005 παρήγε επίσης γύρη προς πώληση ως τρόφιμο, υπό τη μορφή συμπληρωμάτων διατροφής. Σκοπεύει να επαναλάβει την παραγωγή γύρης μόλις παύσει να υπάρχει ο κίνδυνος προσμείξεως γενετικώς τροποποιημένης γύρης.

43.      Οι S. Egeter, J. Stegmeier και K. Müller, καθώς και η B. Klimesch, οι οποίοι άσκησαν παρέμβαση στην κύρια δίκη κατά το στάδιο της εφέσεως, εκμεταλλεύονται επίσης μελισσοκομεία ερασιτεχνικού και οικολογικού χαρακτήρα, ορισμένοι δε εξ αυτών μόνον προς ιδίαν κατανάλωση. Τα μελισσοκομεία τους απέχουν από τις καλλιέργειες του εφεσίβλητου από ένα έως τρία χιλιόμετρα.

44.      Η γύρη, την οποία συλλέγουν οι μέλισσες ως τροφή, ενδέχεται να ενσωματωθεί στο μέλι είτε τυχαία, μεταφερόμενη από τις μέλισσες οι οποίες παράγουν το μέλι, είτε λόγω της τεχνικής διαδικασίας της φυγοκεντρήσεως των κηρηθρών για τη συλλογή του μελιού, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει στη λήψη όχι μόνον του περιεχομένου των κελιών που περιέχουν μέλι, αλλά και του περιεχομένου γειτονικών κελιών όπου αποθηκεύεται η γύρη.

45.      Το 2005 εντοπίστηκαν, αφενός, DNA αραβοσίτου της σειράς MON 810 σε ποσοστό 4,1 % του συνολικού DNA του αραβοσίτου και, αφετέρου, διαγονιδιακές πρωτεΐνες (τοξίνη Bt) σε γύρη αραβοσίτου του K. H. Bablok την οποία είχαν συλλέξει μέλισσες προερχόμενες από κυψέλες τοποθετημένες σε απόσταση 500 μέτρων από το πειραματικό γεωτεμάχιο του Freistaat Bayern.

46.      Επιπλέον, απειροελάχιστες ποσότητες DNA MON 810, προερχομένου από την πρόσμειξη γύρης του συγκεκριμένου αραβοσίτου, ανιχνεύθηκαν και σε ορισμένα δείγματα μελιού του K. H. Bablok.

47.      Κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί παραπομπής δεν είχε ανιχνευθεί DNA MON 810 στα μελισσοκομικά προϊόντα των λοιπών εκκαλούντων της κύριας δίκης.

48.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης, μεταξύ των Bablok κ.λπ. και του Freistaat Bayern, υπέρ του οποίου άσκησαν παρέμβαση οι Monsanto Technology LLC, Monsanto Agrar Deutschland GmbH και Monsanto Europe SA, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί, ιδίως, εάν, λόγω της προσμείξεως γύρης αραβοσίτου της σειράς MON 810, τα επίμαχα μελισσοκομικά προϊόντα έχουν υποστεί «σημαντική βλάβη», κατά την έννοια των άρθρων 36α του GenTG και 906, παράγραφος 2, του BGB και, συνεπώς, δεν μπορούν πλέον να διατεθούν στο αγορά και να καταναλωθούν (19).

49.      Πρωτοδίκως, με απόφαση της 30ής Μαΐου 2008, το Bayerisches Verwaltungsgericht Augsburg έκρινε ότι η πρόσμειξη γύρης αραβοσίτου MON 810 σε μέλι και σε συμπληρώματα διατροφής με βάση τη γύρη συνεπάγεται ότι τα εν λόγω προϊόντα υπόκεινται σε χορήγηση εγκρίσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1829/2003 (20), ελλείψει της οποίας απαγορεύεται η διάθεσή τους στην αγορά.

50.      Ο K. H. Bablok, το Freistaat Bayern, καθώς και οι Monsanto Technology LLC και Monsanto Agrar Deutschland GmbH άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως του Bayerisches Verwaltungsgericht Augsburg ενώπιον του Bayerischer Verwaltungsgerichtshof.

51.      Με την έφεσή τους, το Freistaat Bayern, καθώς και οι Monsanto Technology LLC και Monsanto Agrar Deutschland GmbH ισχυρίζονται ότι ο κανονισμός 1829/2003 δεν έχει εφαρμογή στη γύρη αραβοσίτου της σειράς MON 810 η οποία απαντά στο μέλι ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως συμπλήρωμα διατροφής, διότι με την ευκαιρία της εγκρίσεως της ελευθερώσεως του εν λόγω αραβοσίτου στη φύση κατά την οδηγία 2001/18 εξετάσθηκαν και, ως εκ τούτου, επιτράπηκαν και οι συνέπειες μιας ασήμαντης φυσικής προσμείξεώς του στα τρόφιμα.

52.      Επίσης, υποστηρίζουν την άποψη ότι η γύρη που περιέχεται στο μέλι ή αποτελεί συμπλήρωμα διατροφής δεν συνιστά «ΓΤΟ» κατά την έννοια του κανονισμού 1829/2003, διότι κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η γύρη ενσωματώνεται στο μέλι ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως τρόφιμο ή ως συμπλήρωμα διατροφής έχει παύσει να διαθέτει συγκεκριμένη και εξατομικευμένη ικανότητα γονιμοποιήσεως, η δε απλή παρουσία σε αυτή διαγονιδιακού DNA και/ή διαγονιδιακών πρωτεϊνών δεν αρκεί για τον χαρακτηρισμό της ως ΓΤΟ.

53.      Κατά τους εν λόγω εκκαλούντες, εν πάση περιπτώσει, ο κανονισμός 1829/2003 δεν έχει εφαρμογή στο μέλι, καθόσον τούτο αποτελεί τρόφιμο ζωικής προελεύσεως. Ακόμη και εάν ο εν λόγω κανονισμός θεωρηθεί εφαρμοστέος εν προκειμένω, οι διατάξεις του σχετικά με τη χορήγηση εγκρίσεως πρέπει να τύχουν συσταλτικής ερμηνείας. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση τυχαίας προσμείξεως γύρης αραβοσίτου της σειράς MON 810 η οποία νομίμως απαντά στη φύση, επιβάλλεται η χορήγηση εγκρίσεως για τη διάθεση στην αγορά του επίμαχου μελιού μόνον όταν η γύρη ανιχνεύεται σε ποσοστό που υπερβαίνει την τιμή κατωφλίου 0,9 %, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού σε σχέση με την απαίτηση επισημάνσεως.

54.      Το Bayerischer Verwaltungsgerichtshof επισημαίνει ότι η καλλιέργεια αραβοσίτου της σειράς MON 810, η οποία έλαβε χώρα στο παρελθόν και ενδέχεται να πραγματοποιηθεί εκ νέου στο μέλλον, είναι νόμιμη, υπό την επιφύλαξη της ανανεώσεως της εγκρίσεως για τη διάθεση στην αγορά και ότι, επομένως, οι Bablok κ.λπ. πρέπει να αποδεχτούν την καλλιέργεια αυτή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 906, παράγραφος 2, του BGB.

55.      Με γνώμονα την εν λόγω διάταξη, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το ζήτημα εάν τα μελισσοκομικά προϊόντα έχουν υποστεί σημαντική βλάβη, το οποίο είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, αποτελεί συνάρτηση του εάν, σε περίπτωση προσμείξεως γύρης της σειράς MON 810, τα επίμαχα προϊόντα απαγορεύεται, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1829/2003, να διατίθενται στην αγορά ελλείψει εγκρίσεώς τους ως γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα ή, εν πάση περιπτώσει, επιτρέπεται να διατίθενται στην αγορά μόνο με επισήμανση που αναφέρει τη γενετική τροποποίηση.

56.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι συνέπειες αυτές προϋποθέτουν ότι τα μελισσοκομικά προϊόντα που περιέχουν γύρη του γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου της σειράς MON 810 εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1829/2003.

57.      Το Bayerischer Verwaltungsgerichtshof διαπιστώνει ότι το εν λόγω ζήτημα εξαρτάται, κατ’ αρχάς, από το εάν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης γύρη αραβοσίτου συνιστά «οργανισμό», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4, του εν λόγω κανονισμού, και «ΓΤΟ», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 5, του οικείου κανονισμού, βάσει των ορισμών των εν λόγω εννοιών που περιέχονται στην οδηγία 2001/18 και στους οποίους παραπέμπουν οι δυο προαναφερθείσες διατάξεις.

58.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η γύρη αραβοσίτου αποτελεί οργανισμό, δεδομένου ότι δεν μπορεί μεν να αναπαραχθεί η ίδια, αλλά μπορεί υπό φυσιολογικές συνθήκες να μεταφέρει, ως αρσενικός γαμέτης, γενετικό υλικό, στους θηλυκούς γαμέτες.

59.      Εξάλλου, το Bayerischer Verwaltungsgerichtshof παρατηρεί ότι η γύρη αραβοσίτου χάνει την ικανότητα γονιμοποιήσεως ενός θηλυκού άνθους αραβοσίτου εντός σύντομου διαστήματος λόγω αφυδατώσεως, οπότε, από τη χρονική στιγμή κατά την οποία το μέλι, περιλαμβανομένων των προσμείξεων γύρης, αποθηκεύεται και σκεπάζεται σε κηρήθρες και καθ’ όλη τη διάρκεια ωριμάνσεως του, η γύρη αραβοσίτου που περιέχεται σε αυτό δεν αποτελεί πλέον ζωντανό οργανισμό ικανό να λειτουργήσει. Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, το ίδιο ισχύει για τη γύρη που περιέχεται σε προϊόντα με βάση τη γύρη κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο το επίμαχο προϊόν προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως τρόφιμο ή ως συμπλήρωμα διατροφής.

60.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, ορισμένα στοιχεία συνηγορούν υπέρ του να θεωρηθεί ότι ο οργανισμός και ο ΓΤΟ νοείται μόνον ως βιολογική οντότητα ικανή να λειτουργήσει, ήτοι ζωντανή και ότι δεν αρκεί το ότι η νεκρωθείσα γύρη περιέχει διαγονιδιακό DNA ή διαγονιδιακές πρωτεΐνες. Κατά το περιεχόμενο των όρων «οργανισμός» και «ΓΤΟ», όπως αυτοί περιλαμβάνονται στην οδηγία 2001/18, απαιτείται οι γενετικές πληροφορίες που περιέχονται στη γύρη να μπορούν συγκεκριμένα να μεταβιβασθούν σε αντίστοιχο δέκτη προς ανασυνδυασμό. Υπέρ της θέσεως αυτής συνηγορεί η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας. Επομένως, σημείο αναφοράς κατά την εν λόγω οδηγία αποτελούν δυο καθοριστικά κριτήρια, ήτοι η βιωσιμότητα και η συνδεόμενη προς αυτήν ικανότητα γονιμοποιήσεως και όχι η απλή μεταφορά DNA το οποίο δεν μπορεί πλέον να πολλαπλασιαστεί αυτοτελώς με φυσικό τρόπο.

61.      Εντούτοις, το Bayerischer Verwaltungsgerichtshof ζητεί να διευκρινιστεί εάν η εν λόγω ερμηνεία συνάδει με τον σκοπό της προστασίας της ανθρώπινης υγείας και της υγείας των ζώων του κανονισμού 1829/2003, ο οποίος στις αιτιολογικές σκέψεις του 1 έως 3 καθώς και στην αιτιολογική σκέψη 9, διακηρύσσει ότι, χάριν της προστασίας της ανθρώπινης υγείας και της υγείας των ζώων, επιτρέπει τη διάθεση στην αγορά μόνον ασφαλών, υγιεινών και ανταποκρινόμενων σε απαιτήσεις του υψηλότερου δυνατού επιπέδου τροφίμων και ζωοτροφών. Το να εξαιρούνται από το προστατευτικό πεδίο του εν λόγω κανονισμού τρόφιμα τα οποία περιέχουν σε απεριόριστες ποσότητες πρωτεΐνες ή DNA που έχουν προκύψει με γενετική τροποποίηση δεν θα μπορούσε να συμβιβάζεται με τον ως άνω προστατευτικό σκοπό. Συναφώς, στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού και σε σχέση με τα ασφαλή για τον άνθρωπο τρόφιμα, ενδέχεται να ενδιαφέρει λιγότερο το ζήτημα της συγκεκριμένης ικανότητας γονιμοποιήσεως του ΓΤΟ και να αποδίδεται βαρύνουσα σημασία στην παρουσία γενετικώς τροποποιημένου υλικού.

62.      Στο πλαίσιο αυτό το Bayerischer Verwaltungsgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει ο όρος “[ΓΤΟ]” του άρθρου 2, σημείο 5, του κανονισμού […] 1829/2003 […] την έννοια ότι περιλαμβάνει και υλικό γενετικώς τροποποιημένων φυτών (εν προκειμένω γύρη γενετικώς τροποποιημένου αραβόσιτου της σειράς MON 810), το οποίο περιέχει μεν DNA και πρωτεΐνες (εν προκειμένω τοξίνη Bt) που έχουν προκύψει με γενετική τροποποίηση, αλλά κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο το υλικό αυτό ενσωματώνεται σε τρόφιμο (εν προκειμένω μέλι) ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως τρόφιμο ή ως συμπλήρωμα διατροφής δεν διαθέτει (πλέον) συγκεκριμένη και εξατομικευμένη ικανότητα γονιμοποιήσεως;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

α)      Αρκεί εν πάση περιπτώσει, προκειμένου να θεωρηθεί ότι τα τρόφιμα “παράγονται από [ΓΤΟ]” κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 10, του κανονισμού […] 1829/2003, το ότι περιέχουν υλικό από γενετικώς τροποποιημένα φυτά, το οποίο σε προγενέστερο χρονικό σημείο διέθετε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη ικανότητα γονιμοποιήσεως;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως:

β)      Έχει η φράση “παράγονται από ΓΤΟ” των άρθρων 2, σημείο 10, και 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού […] 1829/2003 την έννοια ότι δεν απαιτεί, όσον αφορά τους ΓΤΟ, ηθελημένη και στοχευμένη διαδικασία παραγωγής και συμπεριλαμβάνει τη μη ηθελημένη και τυχαία πρόσμειξη (πρώην) ΓΤΟ σε τρόφιμο (εν προκειμένω μέλι ή γύρη ως συμπλήρωμα διατροφής);

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ή στο δεύτερο ερώτημα:

Έχουν τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2, του κανονισμού […] 1829/2003 την έννοια ότι οποιαδήποτε πρόσμειξη, σε τρόφιμα ζωικής προελεύσεως όπως το μέλι, γενετικώς τροποποιημένου υλικού που νομίμως απαντά στη φύση ενεργοποιεί την κατά τα ως άνω άρθρα υποχρέωση εγκρίσεως και εποπτείας ή μπορούν να τύχουν αναλογικής εφαρμογής οι τιμές κατωφλίου που ισχύουν βάσει άλλων διατάξεων (παραδείγματος χάριν του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κανονισμού);»

III – Ανάλυση

63.      Τα δύο πρώτα ερωτήματα που υποβάλλει το Bayerischer Verwaltungsgerichtshof αφορούν το εάν η πρόσμειξη γύρης γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου της σειράς MON 810 σε μέλι ή η χρήση της ως συμπληρώματος διατροφής εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1829/2003. Με το τρίτο ερώτημα ζητείται να προσδιοριστεί ποιες είναι οι συνέπειες της ενδεχόμενης υπαγωγής των εν λόγω προϊόντων στο πεδίο εφαρμογής του οικείου κανονισμού.

 Α –Επί του πρώτου ερωτήματος

64.      Με το πρώτο ερώτημα, το Bayerischer Verwaltungsgerichtshof ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18 και το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού 1829/2003 έχουν την έννοια ότι συνιστά «οργανισμό» κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων η γύρη που προέρχεται από γενετικώς τροποποιημένο φυτό η οποία, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ενσωματώνεται στο μέλι ή χρησιμοποιείται ως συμπλήρωμα διατροφής, δεν μπορεί πλέον να επιτελέσει τη λειτουργία της στην αναπαραγωγική διαδικασία των φυτών.

65.      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού 1829/2003 παραπέμπει στον ορισμό της έννοιας «οργανισμός» που περιλαμβάνεται στην οδηγία 2001/18. Το άρθρο 2, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι ως οργανισμός νοείται «κάθε βιολογική οντότητα ικανή προς αναπαραγωγή ή προς μεταφορά γενετικού υλικού».

66.      Επομένως, η ρητή παραπομπή που περιλαμβάνεται στον κανονισμό 1829/2003 υποδηλώνει ότι η έννοια του οργανισμού πρέπει να έχει το ίδιο περιεχόμενο στο πλαίσιο των δύο αυτών κανονιστικών πράξεων.

67.      Πάντως, από αυτό καθεαυτό το γράμμα του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18 δεν προκύπτει προδήλως η απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο. Κατόπιν τούτου, στον βαθμό που η ικανότητα προς αναπαραγωγή ή προς μεταφορά γενετικού υλικού συνιστά ένα από τα χαρακτηριστικά τα οποία προσδιορίζουν ένα ζωντανό οργανισμό, όπως η ικανότητα επιβιώσεως και αναπτύξεως ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο εξελίσσεται, από την ανάγνωση και μόνο του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18, κλίνω υπέρ της απόψεως ότι η διατύπωση που επέλεξε ο κοινοτικός νομοθέτης αποσκοπεί στο να ορίσει ως οργανισμούς μόνον τις βιολογικές οντότητες οι οποίες, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο τίθεται το ζήτημα του χαρακτηρισμού τους ως ΓΤΟ, διαθέτουν όντως ικανότητα προς αναπαραγωγή ή προς μεταφορά γενετικού υλικού. Δεδομένου ότι η βιολογία μπορεί να οριστεί ως η επιστήμη της ζωής και, ειδικότερα, ως η μελέτη του αναπαραγωγικού κύκλου των ζώντων ειδών, η παράθεση στην ίδια πρόταση της εκφράσεως «βιολογική οντότητα» και της φράσεως «ικανή προς αναπαραγωγή ή προς μεταφορά γενετικού υλικού» ενδεχομένως θα φαινόταν μάλλον περιττή, εάν δεν προοριζόταν να προσδιορίσει αποκλειστικά τις ενεργές βιολογικές οντότητες οι οποίες εξακολουθούν να διαθέτουν ικανότητα προς αναπαραγωγή ή προς μεταφορά γενετικού υλικού.

68.      Άλλες διατάξεις της οδηγίας 2001/18 με οδηγούν στη σκέψη ότι ο «οργανισμός» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας νοείται μόνον ως ζωντανός οργανισμός, ήτοι ως οντότητα της οποίας οι ζωτικές λειτουργίες και, πρωτίστως, η αναπαραγωγική λειτουργία παραμένουν ενεργές.

69.      Κατ’ αρχάς, η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι οι «ζώντες οργανισμοί [(21)] που ελευθερώνονται στο περιβάλλον σε μεγάλες ή μικρές ποσότητες, είτε για πειραματικούς σκοπούς είτε ως εμπορικά προϊόντα, είναι δυνατό να αναπαραχθούν στο περιβάλλον και να διασχίσουν εθνικά σύνορα, θίγοντας με τον τρόπο αυτό τα άλλα κράτη μέλη. Οι συνέπειες μιας τέτοιας ελευθερώσεως μπορεί να είναι αμετάκλητες για το περιβάλλον». Ως εκ τούτου, από την ανάγνωση του άρθρου 2, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας υπό το πρίσμα της οικείας αιτιολογικής σκέψεως, μπορεί να συναχθεί ότι, καθόσον αναφέρεται σε «βιολογικ[ές] οντότητ[ες] ικαν[ές] προς αναπαραγωγή ή προς μεταφορά γενετικού υλικού», ο κοινοτικός νομοθέτης εννοεί αποκλειστικά τις οντότητες οι οποίες, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ελευθερώνονται στο περιβάλλον, εξακολουθούν να επιτελούν τις ζωτικές λειτουργίες τους και, ιδίως, παραμένουν ικανές προς αναπαραγωγή και προς μεταβίβαση των γενετικών τους χαρακτηριστικών.

70.      Περαιτέρω, από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/18 προκύπτει ότι «στην [εν λόγω] οδηγία λαμβάνεται δεόντως υπόψη η σχετική διεθνής πείρα στον τομέα αυτό και οι διεθνείς εμπορικές υποχρεώσεις και οι διατάξεις της σέβονται τις απαιτήσεις του πρωτοκόλλου [...], το οποίο είναι προσαρτημένο στη σύμβαση περί βιολογικής ποικιλομορφίας».

71.      Ο σκοπός του πρωτοκόλλου συνίσταται στην επίτευξη επαρκούς προστασίας και ασφάλειας κατά τη διακίνηση, τον χειρισμό και τη χρήση εμβίων τροποποιημένων οργανισμών οι οποίοι παράγονται με βάση τις αρχές της σύγχρονης βιοτεχνολογίας και ενδέχεται να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία. Το πεδίο εφαρμογής του πρωτοκόλλου περιορίζεται ειδικά στους εμβίους οργανισμούς. Εξάλλου, είναι αξιοσημείωτο ότι ο ορισμός της έννοιας «έμβιος οργανισμός» για τους σκοπούς της εφαρμογής του πρωτοκόλλου είναι παρεμφερής με εκείνον που διατυπώνεται στο άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 3, στοιχείο η΄, του πρωτοκόλλου, ως έμβιος οργανισμός «νοείται οιαδήποτε βιολογική οντότητα ικανή για διακίνηση ή αναδιπλασιασμό γενετικού υλικού, συμπεριλαμβανομένων των στειρωμένων οργανισμών, των ιών και των ιοειδών».

72.      Σημειώνεται, επίσης, ότι ο κανονισμός (EΚ) 1946/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2003, για τις διασυνοριακές διακινήσεις γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών (22), που αποσκοπεί στην εφαρμογή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης των διαδικασιών που καθορίζονται στο πρωτόκολλο, παραπέμπει στον ορισμό της έννοιας «οργανισμός» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18, πράγμα που συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι οι ορισμοί των όρων «οργανισμός» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και «έμβιος οργανισμός» κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο η΄, του πρωτοκόλλου συμπίπτουν.

73.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το επίθετο «ικανή» που περιλαμβάνεται τόσο στο άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18 όσο και στο άρθρο 3, στοιχείο η΄, του πρωτοκόλλου περιγράφει βιολογικές οντότητες οι οποίες εξακολουθούν να διαθέτουν συγκεκριμένες ιδιότητες οι οποίες απαιτούνται για την αναπαραγωγή ή τη μεταβίβαση γενετικού υλικού. Από αυτή την άποψη, το επίθετο «ικανή» δεν έχει την έννοια ότι παραπέμπει ευρύτερα στη γενική και αφηρημένη ικανότητα προς αναπαραγωγή ή προς μεταβίβαση γενετικού υλικού η οποία κατά κανόνα χαρακτηρίζει ορισμένο είδος ως σύνολο.

74.      Οι Bablok κ.λπ. δεν συμφωνούν με το συμπέρασμα αυτό. Αντιθέτως, διατείνονται ότι καθοριστικό στοιχείο για τον προσδιορισμό του οργανισμού είναι η γενική και αφηρημένη ικανότητα του οργανισμού προς αναπαραγωγή. Τούτο προκύπτει σαφώς από το άρθρο 3, στοιχείο η΄, του πρωτοκόλλου, το οποίο εντάσσει ρητώς τους στειρωμένους οργανισμούς στην κατηγορία των «εμβίων οργανισμών». Ισχυρίζονται ότι, εάν γινόταν δεκτό ότι καθοριστικό στοιχείο αποτελεί η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη ικανότητα γονιμοποιήσεως, τούτο θα σήμαινε ότι τα γενετικώς τροποποιημένα στειρωμένα φυτά (τα οποία είναι επομένως ανίκανα προς αναπαραγωγή) δεν παύουν ασφαλώς να αποτελούν φυτά, αλλά δεν εμπίπτουν στους οργανισμούς. Επομένως, ο ορισμός του «οργανισμού» κατά την οδηγία 2001/18 θα ήταν στενότερος από τον βιολογικό ορισμό του οργανισμού, πράγμα που αντίκειται στην πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη.

75.      Κατά τη γνώμη μου, η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι πειστική, διότι παραβλέπει το γεγονός ότι, μολονότι οι στειρωμένοι οργανισμοί δεν έχουν ικανότητα σεξουαλικής αναπαραγωγής, εντούτοις μπορούν να αναδιπλασιάζουν το γενετικό υλικό τους και να αναπαράγονται με ασεξουαλικές, φυτικές μεθόδους. Επομένως, ένας στειρωμένος οργανισμός μπορεί ασφαλώς να θεωρηθεί ότι αποτελεί οντότητα που διαθέτει συγκεκριμένη ικανότητα προς μεταφορά γενετικού υλικού (23).

76.      Προς στήριξη της θέσεώς τους ότι ο ορισμός που διατυπώνεται στο άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18 αφορά το εάν ο οργανισμός είναι γενικώς και αφηρημένως ικανός προς αναπαραγωγή, οι Bablok κ.λπ. αναφέρουν την περίπτωση των ιών και των ιοειδών. Κατ’ αυτούς, οι εν λόγω μικροοργανισμοί δεν είναι έμβιοι ούτε αυτοτελώς ικανοί προς αναπαραγωγή. Επομένως, η μνεία στους ιούς και στα ιοειδή που γίνεται στο άρθρο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2009/41/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών (24), και στο άρθρο 3, στοιχείο η΄, του πρωτοκόλλου καταδεικνύει ότι στην έννοια του οργανισμού δεν εμπίπτουν μόνον έμβιοι οργανισμοί.

77.      Το ζήτημα εάν οι ιοί και τα ιοειδή αποτελούν ή όχι έμβιους οργανισμούς δεν θα επιλυθεί εν προκειμένω, καθόσον αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής έριδος. Πάντως, λαμβανομένης υπόψη της ικανότητάς τους προς μεταφορά γενετικού υλικού, φαίνεται ότι η έκφραση «προς μεταφορά γενετικού υλικού», η οποία χρησιμοποιείται στα προμνημονευθέντα άρθρα, αποσκοπεί ακριβώς στο να συμπεριλάβει στην έννοια του οργανισμού οντότητες όπως οι ιοί και τα ιοειδή, καίτοι δεν είναι ικανές να αναδιπλασιάζουν αυτοτελώς το γενετικό τους υλικό. Οι ιοί είναι ακυτταρικοί μικροοργανισμοί αποτελούμενοι από πρωτεΐνες και νουκλεϊκά οξέα (DNA ή RNA), τα οποία περιέχουν γενετικό υλικό, οι οποίοι είναι μεν ανίκανοι να αυτοαναπαραχθούν, μπορούν όμως να εισάγουν το γενετικό υλικό τους σε άλλα κύτταρα (ζωικά, φυτικά ή μικροβιακά), όπου αυτό αναδιπλασιάζεται από τους μηχανισμούς των εν λόγω κυττάρων. Τα ιοειδή αποτελούν παθογόνους παράγοντες που προσβάλλουν φυτά, οι οποίοι περιέχουν γυμνό RNA (ήτοι μη καλυπτόμενο με πρωτεΐνες). Οι ιοί, όπως και τα ιοειδή, χρησιμοποιούν κύτταρα ξενιστές για να αναδιπλασιάσουν το γενετικό υλικό τους (25). Εντούτοις, το γεγονός ότι εξαρτώνται από οργανισμούς ξενιστές δεν συνεπάγεται, κατά τη γνώμη μου, ότι οι ιοί και τα ιοειδή που είναι βιολογικά ενεργοί αποκλείεται να διαθέτουν συγκεκριμένη ικανότητα «προς μεταφορά γενετικού υλικού».

78.      Λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω στοιχείων, δεν έχω πεισθεί ότι η μνεία των στειρωμένων οργανισμών, καθώς και των ιών και των ιοειδών, σε ορισμούς παρεμφερείς με εκείνον που διατυπώνεται στο άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18 είναι ικανή να αποκλείσει ότι στους οργανισμούς του εν λόγω άρθρου εμπίπτουν μόνο βιολογικά ενεργές οντότητες οι οποίες έχουν συγκεκριμένη ικανότητα προς αναπαραγωγή ή προς μεταφορά γενετικού υλικού.

79.      Εξάλλου, τα εν λόγω παραδείγματα εξηγούν, κατά τη γνώμη μου, τους λόγους για τους οποίους γίνεται μνεία όχι μόνον στην αναπαραγωγή, αλλά και στη μεταφορά γενετικού υλικού. Με τη μνεία τόσο της αναπαραγωγής όσο και της μεταφοράς γενετικού υλικού, ο κοινοτικός νομοθέτης, όπως και τα κράτη σε διεθνές επίπεδο στο πλαίσιο της καταρτίσεως του πρωτοκόλλου, θέλησε να καλύψει τη μεταβίβαση γενετικού υλικού με διάφορες μεθόδους, είτε με αναπαραγωγή είτε με μεταφορά γενετικού υλικού.

80.      Οι Bablok κ.λπ., υποστηριζόμενοι ως προς το σημείο αυτό από την Ελληνική Κυβέρνηση, επικαλούνται και άλλα επιχειρήματα προς στήριξη της απόψεώς τους ότι το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18 δίδει ευρύ ορισμό της έννοιας του οργανισμού, το περιεχόμενο του οποίου βαίνει πέραν των εμβίων οργανισμών που έχουν συγκεκριμένη ικανότητα προς αναπαραγωγή ή προς μεταφορά γενετικού υλικού. Διατείνονται ότι υπέρ της εν λόγω προσεγγίσεως συνηγορεί τόσο η αρχή της προλήψεως όσο και οι σκοποί της προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης περιέλαβε στον ορισμό όχι μόνον την αναπαραγωγή, αλλά και τη μεταφορά γενετικού υλικού, μάλλον υποδηλώνει ότι στον εν λόγω ορισμό εμπίπτουν ακόμη και οργανισμοί που έχουν απολέσει τις ζωτικές λειτουργίες τους. Το κύριο επιχείρημα επί του οποίου βασίζεται η ανάλυσή τους αντλείται από την έννοια της οριζόντιας γενετικής μεταφοράς.

81.      Συγκεκριμένα, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη ότι, καίτοι πρόκειται για ένα φαινόμενο του οποίου η ύπαρξη και η πραγματική έκταση εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο επιστημονικών συζητήσεων, η μεταφορά γενετικού υλικού μπορεί να πραγματοποιείται είτε καθέτως, ήτοι εντός του ίδιου είδους, είτε οριζοντίως, δηλαδή μεταξύ διαφορετικών ειδών.

82.      Μεταξύ των περιπτώσεων οριζόντιας μεταφοράς γενετικού υλικού περιλαμβάνεται η απορρόφηση του γενετικού υλικού ενός γενετικώς τροποποιημένου φυτού από μικροοργανισμούς όπως τα βακτήρια. Μπορεί, επί παραδείγματι, να πρόκειται για την περίπτωση φυτικών μερών, όπως τα φύλλα, τα οποία κατά την αποσύνθεσή τους καταλείπουν εντός του εδάφους το γενετικό υλικό τους, το οποίο μπορεί, επομένως, να απορροφηθεί από τα βακτήρια που υπάρχουν στο εν λόγω οικοσύστημα. Μπορεί επίσης να πρόκειται για την περίπτωση της ενσωματώσεως του υλικού ενός γενετικώς τροποποιημένου φυτού σε βακτήρια που ευρίσκονται στο πεπτικό σύστημα του ανθρώπου. Η εν λόγω μεταφορά μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις (οι οποίες αποτελούν επίσης αντικείμενο επιστημονικής έριδος) να οδηγήσει σε γενετικό ανασυνδυασμό εντός του οργανισμού δέκτη.

83.      Κατά τους Bablok κ.λπ., το γεγονός ότι μετά τον θάνατο βιολογικής οντότητας δεν αποκλείεται η παρουσία γενετικού υλικού της στα κατάλοιπά της, και, επομένως, υπάρχει ενδεχόμενο μεταφοράς του γενετικού της υλικού, συνεπάγεται ότι ο όρος «οργανισμός» του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18 περιλαμβάνει και τις νεκρές βιολογικές οντότητες. Επίσης, δεδομένου ότι η νεκρωθείσα γύρη η οποία ανιχνεύεται στο μέλι ή χρησιμοποιείται ως συμπλήρωμα διατροφής δεν υποβλήθηκε συστηματικώς, κατόπιν επεξεργασίας, όπως η αφυδάτωση, σε αφαίρεση του γενετικού της υλικού, το οποίο, επομένως, δεν αποκλείεται να μεταφερθεί σε άλλους οργανισμούς ή μικροοργανισμούς, η εν λόγω γύρη πρέπει να εξακολουθεί να θεωρείται ως «οργανισμός» κατά την έννοια του άρθρου αυτού. Συνοπτικώς, καθόσον συγκεκριμένο υλικό, καίτοι ανενεργό πλέον, εξακολουθεί να περιέχει γενετικές πληροφορίες (DNA ή RNA) οι οποίες μπορούν να ενσωματωθούν σε άλλες οντότητες, θα πρέπει να εξακολουθεί να θεωρείται ως «οργανισμός» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου.

84.      Δεν συμμερίζομαι την ανάλυση αυτή για τους ακόλουθους λόγους.

85.      Σημειώνεται, κατ’ αρχάς, ότι από τη μελέτη του πρωτοκόλλου, καθώς και των συναφών προπαρασκευαστικών και επεξηγηματικών εγγράφων, μάλλον επιβεβαιώνεται η σκέψη ότι η μνεία όχι μόνον της αναπαραγωγής, αλλά και της μεταφοράς γενετικού υλικού, αποσκοπεί στο να καλύψει τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μεταφέρουν το γενετικό τους υλικό οι βιολογικώς ενεργές οντότητες. Λαμβανομένης υπόψη της ομοιότητας των ορισμών του άρθρου 3, στοιχείο η΄, του πρωτοκόλλου και του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18, αμφιβάλλω αν η μνεία της μεταφοράς γενετικού υλικού μπορεί να προσλαμβάνει ευρύτερο περιεχόμενο στο πλαίσιο του τελευταίου άρθρου, ώστε να περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις οριζόντιας μεταφοράς γενετικού υλικού από νεκρές βιολογικές οντότητες.

86.      Περαιτέρω, οσάκις μια βιολογική οντότητα έχει απολέσει τις ζωτικές λειτουργίες της, δεν μπορεί πλέον να συμμετάσχει ενεργά στη μεταφορά γενετικού υλικού. Δεν διαδραματίζει πλέον κανένα ρόλο στο πλαίσιο της εν λόγω μεταφοράς. Ακόμα και όταν με την πρόσληψη της νεκρής οντότητας από βακτήρια το γενετικό της υλικό διαχέεται στο περιβάλλον, πρόκειται απλώς για παθητική μεταφορά του υλικού αυτού, η οποία εξαρτάται από το περιβάλλον στο οποίο ευρίσκεται το εν λόγω υλικό. Στην περίπτωση αυτή, η βιολογική οντότητα δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να εξακολουθεί να θεωρείται «ικανή» προς μεταφορά γενετικού υλικού. Άλλως ειπείν, απλώς και μόνον η παρουσία DNA σε βιολογικό υλικό του οποίου οι ζωτικές λειτουργίες έχουν παύσει να υφίστανται και το ενδεχόμενο ενσωματώσεως του εν λόγω DNA σε άλλους οργανισμούς δεν στοιχειοθετούν, κατά τη γνώμη μου, ότι η βιολογική οντότητα είναι ικανή προς μεταφορά γενετικού υλικού κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18.

87.      Επιπλέον, η επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι Bablok κ.λπ., η οποία επικεντρώνεται στην παρουσία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, γενετικού υλικού μετά τον θάνατο της βιολογικής οντότητας, θα μπορούσε να οδηγήσει σε πλήρη εξομοίωση του οργανισμού με το γενετικό του υλικό, ήτοι κυρίως με το DNA του, καθόσον το τελευταίο μπορεί πάντοτε, εφόσον δεν καταστραφεί, να ενσωματωθεί σε άλλον οργανισμό. Όμως, οι δυο έννοιες δεν πρέπει να συγχέονται. Τούτο επιβεβαιώνεται από την ακόλουθη διευκρίνιση, η οποία περιλαμβάνεται στον οδηγό εφαρμογής της οδηγίας 90/220 που κατήρτισε η Επιτροπή (26):

«The definition of “organism” covers: micro-organisms, including viruses and viroids; plants and animals; including ova, seeds, pollen, cell cultures and tissue cultures from plants and animals. This definition does not cover naked r DNA and naked r-plasmids [(27)]» (28).

88.      Κατανοώ το ενδιαφέρον των Bablok κ.λπ., για τη διασφάλιση, μέσω της διασταλτικής ερμηνείας της έννοιας του οργανισμού, της αξιολογήσεως των κινδύνων τους οποίους συνεπάγεται το ενδεχόμενο οριζόντιας μεταφοράς γενετικού υλικού. Εντούτοις, το θεμιτό αυτό ενδιαφέρον δεν αρκεί προκειμένου να υπαχθούν στην έννοια του οργανισμού όλες οι βιολογικές οντότητες, είτε ζωντανές είτε νεκρές, οι οποίες ανήκουν σε ορισμένο είδος το οποίο είναι ικανό προς αναπαραγωγή ή προς μεταφορά γενετικού υλικού.

89.      Συγκεκριμένα, ακόμη και εάν, όπως πιστεύω, ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να περιορίσει την έννοια του «οργανισμού» του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18, ώστε να περιλαμβάνει μόνο βιολογικά ενεργές οντότητες, τούτο δεν σημαίνει ότι κατά τη διαδικασία χορηγήσεως εγκρίσεως για την ελευθέρωση ορισμένου ΓΤΟ στο περιβάλλον παραλείπεται η αξιολόγηση των κινδύνων που απορρέουν από το ενδεχόμενο οριζόντιας μεταφοράς γενετικού υλικού του εν λόγω οργανισμού κατά τη διάρκεια της ζωής του ή μετά τον θάνατό του. Τούτο προκύπτει από την απόφαση 2002/623/ΕΚ, της 24ης Ιουλίου 2002, με την οποία καθορίζονται τα σημειώματα προσανατολισμού που συμπληρώνουν το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2001/18 (29) (το οποίο έχει τον τίτλο «Αρχές για την αξιολόγηση περιβαλλοντικού κινδύνου»). Μεταξύ των χαρακτηριστικών που ενδέχεται να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις, η Επιτροπή μνημονεύει ρητώς τη μεταφορά γενετικού υλικού, κάθετη και οριζόντια (30). Κατόπιν τούτου, η ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18 που προτείνω να υιοθετήσει το Δικαστήριο δεν θίγει ούτε την αρχή της προλήψεως ούτε τον σκοπό της προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας.

90.      Από όλα αυτά τα στοιχεία συνάγεται ότι η γύρη αραβοσίτου της σειράς MON 810 η οποία δεν είναι πλέον βιώσιμη, και, επομένως, δεν είναι πλέον ικανή να επιτελέσει τη λειτουργία της στην αναπαραγωγή της εν λόγω φυτικής ποικιλίας, δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να θεωρηθεί ότι αποτελεί «οργανισμό» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18 και του άρθρου 2, σημείο 4, του κανονισμού 1829/2003. Εξ αυτού συνάγεται ότι η γύρη αυτή δεν συνιστά ΓΤΟ κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της εν λόγω οδηγίας (31) και του άρθρου 2, σημείο 5, του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, η περίπτωση, στην οποία αναφέρονται τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι η παρουσία μη βιώσιμης γύρης προερχόμενης από γενετικώς τροποποιημένα φυτά σε μέλι ή σε συμπληρώματα διατροφής δεν εμπίπτει ούτε στην κατηγορία των «[ΓΤΟ] που προορίζονται για την ανθρώπινη διατροφή» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1829/2003 ούτε στην κατηγορία των «τροφίμων που περιέχουν ΓΤΟ ή αποτελούνται από τέτοιους οργανισμούς», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού (32).

91.      Αφετηρία για τη συναγωγή του εν λόγω συμπεράσματος αποτέλεσε η προταθείσα από το αιτούν δικαστήριο παραδοχή ότι η γύρη που περιέχεται στο μέλι ή χρησιμοποιείται ως συμπλήρωμα διατροφής συνιστά πλέον όχι ζωντανή βιολογική οντότητα, αλλά άψυχο υλικό, σε αντίθεση, επί παραδείγματι, με τους σπόρους οι οποίοι είναι πάντοτε ικανοί να βλαστήσουν αυτοτελώς, οσάκις εισέλθουν στην τροφική αλυσίδα. Εξυπακούεται ότι εναπόκειται, σε τελευταία ανάλυση, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, βάσει επιστημονικών μελετών που ενδεχομένως προσκομίσθηκαν ενώπιόν του, ότι η γύρη που χρησιμοποιείται υπό τις προμνημονευθείσες συνθήκες δεν συνιστά πλέον ζωντανή βιολογική οντότητα.

92.      Όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, η απάντηση που προτείνω να δώσει το Δικαστήριο στο πρώτο ερώτημα δεν είναι ότι τα τρόφιμα στα οποία ανιχνεύεται γύρη προερχόμενη από γενετικώς τροποποιημένα φυτά εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1829/2003. Συγκεκριμένα, βάσει της έννοιας του τροφίμου που παράγεται από ΓΤΟ θα συναχθεί ότι η συγκεκριμένη περίπτωση εμπίπτει στον εν λόγω κανονισμό και ότι για την αντίστοιχη κατηγορία τροφίμων πρέπει να διενεργείται αξιολόγηση των κινδύνων που συνεπάγεται το ενδεχόμενο οριζόντιας γενετικής μεταφοράς (33).

 Β ?         Eπί του δευτέρου ερωτήματος

93.      Το δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο έχει δυο σκέλη. Κατ’ αρχάς, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να αποφανθεί εάν το άρθρο 2, σημείο 10, του κανονισμού 1829/2003 έχει την έννοια ότι, για να θεωρηθεί ότι ορισμένο τρόφιμο «παράγ[ε]ται από [ΓΤΟ]», αρκεί να περιέχει υλικό προερχόμενο από γενετικώς τροποποιημένα φυτά, το οποίο σε προγενέστερο χρονικό σημείο διέθετε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη ικανότητα γονιμοποιήσεως. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, περαιτέρω, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν η έννοια τρόφιμα που «παράγονται από [ΓΤΟ]» απαιτεί ηθελημένη πρόσμειξη του προερχομένου από ΓΤΟ υλικού στο τρόφιμο, ή εάν συμπεριλαμβάνει και τη μη ηθελημένη πρόσμειξη του οικείου υλικού στο τρόφιμο.

94.      Όπως προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική του σκέψη, ο κανονισμός 1829/2003 θεμελιώνεται στη βασική ιδέα ότι, για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και της υγείας των ζώων, τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και οι γενετικώς τροποποιημένες ζωοτροφές θα πρέπει να υπόκεινται σε μια αξιολόγηση ασφάλειας μέσω κοινοτικής διαδικασίας προτού διατεθούν στην αγορά της Ένωσης.

95.      Ως «γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα» το άρθρο 2, σημείο 6, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα «τρόφιμα που περιέχουν, αποτελούνται ή παράγονται από ΓΤΟ».

96.      Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1829/2003 προσδιορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνει, πρώτον, τους ΓΤΟ για ανθρώπινη διατροφή, δεύτερον, τα τρόφιμα που περιέχουν ή αποτελούνται από ΓΤΟ και, τρίτον, τα τρόφιμα που παράγονται από συστατικά παραγόμενα από ΓΤΟ ή περιέχουν τέτοια συστατικά. Το εν λόγω πεδίο εφαρμογής είναι ευρύτατο, καθόσον τα μόνα τρόφιμα που δεν καλύπτει είναι εκείνα που παράγονται «με» ένα ΓΤΟ.

97.      Η δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1829/2003 παρέχει διευκρινίσεις σε σχέση με τη διάκριση μεταξύ των τροφίμων που παράγονται «από» ένα ΓΤΟ και εκείνων που παράγονται «με» ένα ΓΤΟ. Κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, «το κριτήριο προσδιορισμού είναι εάν ή όχι (34) το υλικό που προέρχεται από το γενετικώς τροποποιημένο αρχικό υλικό είναι παρόν στο τρόφιμο […]» (35). Βάσει του εν λόγω κριτηρίου, η οικεία αιτιολογική σκέψη παραθέτει ως παράδειγμα προϊόντων τα οποία παράγονται «με» ένα ΓΤΟ και, ως εκ τούτου, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1829/2003 τα «προϊόντα που λαμβάνονται από ζώα που τρέφονται με γενετικώς τροποποιημένες ζωοτροφές ή υποβάλλονται σε αγωγή με γενετικώς τροποποιημένα φάρμακα». Συγκεκριμένα, με βάση τις υφιστάμενες επιστημονικές γνώσεις, δεν αποδεικνύεται ότι το DNA των γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων ή, γενικότερα, υλικά που περιέχονται στα εν λόγω τρόφιμα ή ακόμη γενετικώς τροποποιημένα φάρμακα μπορούν να ανιχνευθούν στο κρέας των ζώων που έχουν τραφεί με τις εν λόγω ζωοτροφές ή που έχουν υποβληθεί σε αγωγή με τα εν λόγω φάρμακα.

98.      Λαμβανομένου υπόψη του εν λόγω κρίσιμου κριτηρίου της παρουσίας στο τρόφιμο υλικού που προέρχεται από το γενετικώς τροποποιημένο αρχικό υλικό, φρονώ ότι τόσο το μέλι στο οποίο ανιχνεύεται γύρη αραβοσίτου της σειράς ΜΟΝ 810, όσο και τα συμπληρώματα διατροφής με βάση τη γύρη που περιέχουν γύρη της ίδιας ποικιλίας αραβοσίτου πρέπει να θεωρούνται ως τρόφιμα που παράγονται «από» ένα ΓΤΟ.

99.      Αντιθέτως προς την άποψη της Επιτροπής, φρονώ ότι ούτε η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών τροφίμων ούτε η διάκριση μεταξύ των φυσικών συστατικών του μελιού και των πρόσθετων συστατικών του ασκούν επιρροή ως προς τον χαρακτηρισμό των επίμαχων τροφίμων ως τροφίμων «που παράγονται από ΓΤΟ».

100. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μολονότι τα συμπληρώματα διατροφής που περιέχουν γύρη που προέρχεται από ένα ΓΤΟ εμπίπτουν σαφώς στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1829/2003, καθόσον αποτελούν τρόφιμα που παράγονται από ΓΤΟ, εντούτοις, τούτο δεν ισχύει, αντιθέτως, για το μέλι στο οποίο ανιχνεύονται ίχνη γύρης προερχόμενης από γενετικώς τροποποιημένο φυτό. Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει την άποψη ότι η εν λόγω γύρη πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί φυσικό συστατικό του μελιού και όχι πρόσθετο συστατικό του.

101. Το επιχείρημα αυτό της Επιτροπής με οδηγεί στο να εξετάσω το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1829/2003, το οποίο εντάσσει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού τα «τρόφιμα που παράγονται από συστατικά που παράγονται από ΓΤΟ ή που περιέχουν αυτά τα συστατικά». Στο εν λόγω άρθρο χρησιμοποιείται, όσον αφορά τα τρόφιμα (36), μια ευρύτερη εκδοχή του ορισμού του άρθρου 2, σημείο 10, του εν λόγω κανονισμού, καθόσον μνημονεύεται η έννοια των «συστατικών».

102. Επομένως, επιβάλλεται να εξεταστεί εάν η γύρη που ανιχνεύεται στο μέλι ή που χρησιμοποιείται ως συμπλήρωμα διατροφής μπορεί να χαρακτηριστεί ως «συστατικό» με βάση τον ορισμό που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, σημείο 13, του κανονισμού 1829/2003, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/13. Κατά την εν λόγω διάταξη, με τον όρο «συστατικό» νοείται «κάθε ουσία, περιλαμβανομένων και των προσθέτων, η οποία χρησιμοποιείται στην παρασκευή ή την ετοιμασία ενός τροφίμου και η οποία εξακολουθεί να υπάρχει στο τελικό προϊόν ενδεχομένως σε τροποποιημένη μορφή».

103. Καίτοι είναι ευχερές να αποδειχθεί ότι η γύρη που περιέχεται στα συμπληρώματα διατροφής με βάση τη γύρη συνιστά αναμφιβόλως συστατικό των τελευταίων, εντούτοις, για να αποδειχθεί το ίδιο σε σχέση με την παρουσία γύρης στο μέλι, επιβάλλεται η παροχή ορισμένων διευκρινίσεων.

104. Το παράρτημα II της οδηγίας 2001/110 για το μέλι παραθέτει τα «χαρακτηριστικά της συστάσεως του μελιού». Κατά το πρώτο εδάφιο του εν λόγω παραρτήματος, το μέλι δεν αποτελείται μόνον από διάφορα σάκχαρα, αλλά και από «άλλες ουσίες» όπως «στερεά σωματίδια που προέρχονται από τη συγκομιδή μελιού».

105. Κατά τις διευκρινίσεις που παρέσχαν οι Bablok κ.λπ., η γύρη, η οποία συνιστά σημαντικό θρεπτικό συστατικό για τις νεαρές μέλισσες, συλλέγεται από τις μέλισσες από τα άνθη με τη βοήθεια του τριχώματός τους. Τα πόδια των μελισσών φέρουν τριχίδια που σχηματίζουν βούρτσες και χτένες οι οποίες τους επιτρέπουν να συγκεντρώνουν τη γύρη και να της δίνουν τη μορφή σβώλων. Στο εσωτερικό της κυψέλης, οι σβώλοι αποκολλώνται και τοποθετούνται σε ειδικά κελιά αποθηκεύσεως. Τα εν λόγω κελιά ευρίσκονται στην επιφάνεια των κηρηθρών ακριβώς δίπλα στα κελιά αποθηκεύσεως του μελιού.

106. Για τη συγκομιδή του μελιού, ο μελισσοκόμος λαμβάνει από την κυψέλη τις κηρήθρες του μελιού για να τις φυγοκεντρήσει. Επομένως, το μέλι που περιέχεται στα κελιά αφαιρείται με τη φυγόκεντρο δύναμη. Εντούτοις, στις κηρήθρες του μελιού περιλαμβάνονται πάντοτε, αναπόφευκτα, κελιά γύρης. Επομένως, ταυτόχρονα με το περιεχόμενο των κελιών μελιού αφαιρείται και το περιεχόμενο των κελιών γύρης, η δε γύρη αναμιγνύεται με το μέλι (37).

107. Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά το τρίτο εδάφιο του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2001/110 «[μ]ε την επιφύλαξη του παραρτήματος Ι, σημείο 2, στοιχείο β΄, viii) (38), δεν επιτρέπεται να αφαιρείται γύρη ή χαρακτηριστικό συστατικό του μελιού, εκτός αν αυτό είναι αναπόφευκτο κατά την αφαίρεση ξένων οργανικών ή ανόργανων υλών».

108. Από την εν λόγω διάταξη συνάγεται ότι η γύρη συνιστά οργανικό υλικό το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της συστάσεως του μελιού. Δεν αποτελεί ένα ξένο σώμα ή πρόσμειξη του μελιού, αλλά ανήκει στα φυσικά συστατικά του, τα οποία κατ’ αρχήν δεν μπορούν να αφαιρεθούν (39). Η εν λόγω ιδιότητα της γύρης ως φυσικού συστατικού του μελιού είναι ανεξάρτητη από την περιοδικότητα της ενσωματώσεώς της στο μέλι και τις ποσότητες στις οποίες ανιχνεύεται σε αυτό, καθόσον τα εν λόγω στοιχεία αποτελούν συνάρτηση ορισμένων αστάθμητων παραμέτρων στο πλαίσιο της παραγωγής και της συγκομιδής του μελιού.

109. Όσον αφορά, εν προκειμένω, την έννοια του «συστατικού», όπως προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/13, φρονώ ότι μπορεί αρκετά ευχερώς να γίνει δεκτό ότι, καίτοι η γύρη αποτελεί ιδιάζον συστατικό του μελιού, εντούτοις δεν παύει να αποτελεί ουσία «που χρησιμοποιείται στην παρασκευή ή την προετοιμασία» του μελιού, η οποία «εξακολουθεί να υπάρχει στο τελικό προϊόν».

110. Η διάκριση μεταξύ «φυσικού συστατικού» και «πρόσθετου συστατικού» την οποία προτείνει η Επιτροπή, πέραν του ότι έχει αμιγώς θεωρητικό χαρακτήρα, αποκλείει το ενδεχόμενο να περιέχεται στο μέλι γύρη προερχόμενη από γενετικώς τροποποιημένο φυτό, πράγμα που ουδόλως συνάδει με τη ρητώς εκπεφρασμένη στη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1829/2003 βούληση του κοινοτικού νομοθέτη το κριτήριο προσδιορισμού να είναι εάν περιέχεται ή όχι στο τρόφιμο το υλικό που προέρχεται από το γενετικώς τροποποιημένο αρχικό υλικό. Εξάλλου, ακόμη και εάν γινόταν δεκτό, όπως προτείνει η Επιτροπή, ότι μια ουσία, για να αποτελεί «συστατικό», πρέπει να έχει εισαχθεί στο τρόφιμο κατόπιν ανθρώπινης παρεμβάσεως, διαπιστώνεται ότι η συγκομιδή του μελιού με φυγοκέντρηση, η οποία προκαλεί την πρόσμειξη της γύρης στο μέλι, αποτελεί σαφώς τέτοιου είδους παρέμβαση.

111. Κατά τη γνώμη μου, μπορεί να γίνει επίσης ευχερώς δεκτό ότι η γύρη αραβοσίτου της σειράς ΜΟΝ 810 που ανιχνεύεται στο μέλι αποτελεί συστατικό «παραγόμενο από ΓΤΟ» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του ίδιου κανονισμού. Συγκεκριμένα, κατά τον ορισμό του άρθρου 2, σημείο 10, του εν λόγω κανονισμού, η επίμαχη γύρη «προέρχεται» από ΓΤΟ αλλά, λαμβανομένης υπόψη της αναλύσεως που προηγήθηκε σε σχέση με το πρώτο ερώτημα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει ΓΤΟ ούτε ότι αποτελείται από ΓΤΟ.

112. Εν τέλει, αν γίνει δεκτό ότι η γύρη αποτελεί συστατικό του μελιού παραγόμενο από ΓΤΟ, φρονώ ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη μέλι πρέπει να θεωρηθεί, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1829/2003, ότι αποτελεί τρόφιμο «που περιέχει» τέτοιου είδους συστατικό. Επομένως, υπό το πρίσμα της εν λόγω διατάξεως, προκύπτει σαφώς ότι το μέλι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

113. Συναφώς, ελάχιστη σημασία έχει, και τούτο αφορά το δεύτερο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, το εάν ο μελισσοκόμος προετίθετο ή όχι να ενσωματώσει στο μέλι του γύρη προερχόμενη από γενετικώς τροποποιημένο φυτό.

114. Οι διευκρινίσεις σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο η γύρη καταλήγει στο μέλι καταδεικνύουν ότι η εν λόγω πρόσμειξη, η οποία πραγματοποιείται σε βαθμό μη προβλέψιμο, δεν αποτελεί προϊόν της βουλήσεως του μελισσοκόμου, αλλά γεγονότων συνυφασμένων με τη διαδικασία παραγωγής μελιού.

115. Η δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 1829/2003, την οποία επιβάλλει η παρουσία (αντικειμενικό κριτήριο) σε ορισμένο τρόφιμο είτε ενός ΓΤΟ είτε υλικού που προέρχεται από το γενετικώς τροποποιημένο αρχικό υλικό, δεν μπορεί να εξαρτάται από ένα υποκειμενικό κριτήριο αντλούμενο από το εάν η εν λόγω πρόσμειξη ήταν ηθελημένη ή μη. Το εν λόγω υποκειμενικό κριτήριο αντίκειται στον σκοπό της προστασίας της ανθρώπινης υγείας τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός 1829/2003, καθόσον ο κίνδυνος που ενέχουν τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα για την ανθρώπινη υγεία είναι ανεξάρτητος από την ενσυνείδητη ή μη προσθήκη της επίμαχης ουσίας.

116. Εξάλλου, όπως ορθώς επισημαίνουν οι Bablok κ.λπ., τυχόν συσταλτική ερμηνεία του όρου «παράγονται από ΓΤΟ» βάσει υποκειμενικών κριτηρίων θα περιόριζε το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού 1829/2003 σχετικά με την επισήμανση των γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων κατά τρόπο αντίθετο προς το σαφές κανονιστικό τους περιεχόμενο. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού, τα τρόφιμα που παράγονται από ΓΤΟ πρέπει να φέρουν σχετική επισήμανση. Η απαίτηση επισημάνσεως παύει να ισχύει μόνο όταν το ποσοστό του υλικού που προέρχεται από ΓΤΟ δεν υπερβαίνει το 0,9 %, εφόσον η παρουσία αυτή είναι τυχαία ή τεχνικώς αναπόφευκτη. Η μνεία της τελευταίας αυτής προϋποθέσεως θα καθίστατο κενό γράμμα, εάν αυτή καθεαυτήν η τυχαία ή τεχνικώς αναπόφευκτη παρουσία υλικού προερχομένου από ΓΤΟ σε ορισμένο τρόφιμο αρκούσε ώστε το εν λόγω τρόφιμο να μην μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τρόφιμο που «παράγεται από ΓΤΟ» και, ως εκ τούτου, να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1829/2003.

117. Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι το άρθρο 2, σημείο 10, του κανονισμού 1829/2003 έχει την έννοια ότι, για να θεωρηθεί ότι ορισμένο τρόφιμο «παράγ[ε]ται από ΓΤΟ», αρκεί το εν λόγω τρόφιμο να περιέχει υλικό προερχόμενο από γενετικώς τροποποιημένα φυτά. Επιπλέον, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού έχει την έννοια ότι το μέλι που περιέχει γύρη προερχόμενη από γενετικώς τροποποιημένο φυτό καθώς και τα συμπληρώματα διατροφής με βάση την εν λόγω γύρη αποτελούν τρόφιμα που περιέχουν συστατικό παραγόμενο από ΓΤΟ. Συναφώς, ελάχιστη σημασία έχει εάν η πρόσμειξη υλικού προερχομένου από γενετικώς τροποποιημένο φυτό στα εν λόγω τρόφιμα ήταν ηθελημένη ή μη.

118. Εν τέλει, επιβάλλεται να εξετασθεί το επιχείρημα ότι το μέλι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1829/2003 λόγω του ότι αποτελεί προϊόν ζωικής προελεύσεως. Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, συναφώς, στη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων η οποία εκδόθηκε κατά τη διάρκεια συνεδριάσεως που πραγματοποιήθηκε στις 23 Ιουνίου 2004, κατά την οποία το μέλι, καθόσον αποτελεί προϊόν ζωικής προελεύσεως, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, εκτός εάν παράγεται από γενετικώς τροποποιημένες μέλισσες. Κατά τη γνώμη μου, ο εν λόγω παράγοντας δεν έχει καθοριστική σημασία.

119. Από το παράρτημα Ι, σημείο 1, της οδηγίας 2001/110 προκύπτει ότι, καίτοι το μέλι αποτελεί σαφώς ουσία την οποία παράγουν οι μέλισσες, η πρώτη ύλη του είναι τόσο φυτική (το νέκταρ των φυτών και οι εκκρίσεις ζώντων μερών φυτών) όσο και ζωική (εκκρίματα εντόμων απομυζούντων φυτά ευρισκόμενα πάνω στα φυτά). Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, κατά το παράρτημα ΙΙ, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας το «μέλι αποτελείται [μεταξύ άλλων από] στερεά σωματίδια που προέρχονται από τη συγκομιδή μελιού». Έχω ήδη διευκρινίσει ότι καθοριστικό κριτήριο για την υπαγωγή του μελιού στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1829/2003 είναι η παρουσία σε αυτό υλικού προερχομένου από γενετικώς τροποποιημένο φυτό, ήτοι εν προκειμένω της επίμαχης γύρης (40).

120. Εξάλλου, δεν συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι η δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1829/2003 πρέπει να ερμηνευθεί ως σημαίνουσα ότι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού όλα τα προϊόντα ζωικής προελεύσεως. Τα παραδείγματα που παραθέτει ο κοινοτικός νομοθέτης στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, όπως εκείνο των προϊόντων που λαμβάνονται από ζώα που τρέφονται με γενετικώς τροποποιημένες ζωοτροφές, μοναδικό στόχο έχουν να προσδιορίσουν το περιεχόμενο της έννοιας των τροφίμων που παράγονται «με» ένα ΓΤΟ, ήτοι των τροφίμων στα οποία δεν ανιχνεύεται υλικό προερχόμενο από το γενετικώς τροποποιημένο αρχικό υλικό. Κατά τη γνώμη μου, τα εν λόγω παραδείγματα δεν αποδεικνύουν ότι βούληση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1829/2003 προϊόντα ζωικής προελεύσεως, όπως το μέλι, τα οποία μπορεί να περιέχουν υλικό προερχόμενο από το γενετικώς τροποποιημένο αρχικό υλικό.

121. Ολοκληρώνοντας την ανάλυση των δύο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων, θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω τη δική μου ερμηνεία σε σχέση με τη διάκριση που περιέχεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1829/2003, σκοπός της οποίας είναι να καθορίσει το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

122. Κατά τα προεκτεθέντα στο πλαίσιο της αναλύσεως του πρώτου ερωτήματος, μόνον έμβιοι οργανισμοί ή, κατά την άποψή μου, βιολογικά ενεργοί οργανισμοί αποτελούν ΓΤΟ. Επομένως, οι κατηγορίες που περιγράφονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού («ΓΤΟ για ανθρώπινη διατροφή»), καθώς και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού («τρόφιμα που περιέχουν ή αποτελούνται από ΓΤΟ»), προϋποθέτουν την παρουσία εμβίων ακόμη οργανισμών, ήτοι ικανών προς αναπαραγωγή ή προς μεταφορά του γενετικού τους υλικού.

123. Τρόφιμα που περιέχουν άψυχα ή νεκρά στοιχεία παραγόμενα από ΓΤΟ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1829/2003, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού. Πρέπει επίσης, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 10, του εν λόγω κανονισμού, να γίνει δεκτό ότι «προέρχονται, εξ ολοκλήρου ή μερικώς, από ΓΤΟ αλλά δεν περιέχουν ή δεν αποτελούνται από αυτούς».

124. Συναφώς, αξίζει να επισημανθεί ότι, κατά τη δεκάτη έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1829/2003, καθοριστικό κριτήριο για την υπαγωγή ορισμένου τροφίμου στην εν λόγω κατηγορία αποτελεί η παρουσία σε αυτό υλικού προερχομένου από το γενετικώς τροποποιημένο αρχικό υλικό. Η τελευταία έκφραση βαίνει πέραν της απλής παρουσίας γενετικού υλικού υπό τη στενή έννοια του όρου, με την οποία νοούνται ειδικώς τα νουκλεϊκά οξέα που περιέχουν λειτουργικές μονάδες κληρονομικότητας (DNA). Πρόκειται, γενικότερα, για το υλικό, φυτικής, ζωικής ή άλλης προελεύσεως, που παράγεται από τον ΓΤΟ ανεξαρτήτως εάν εξακολουθεί να περιέχει DNA ή πρωτεΐνες προερχόμενες από γενετική τροποποίηση. Το ενδεχόμενο δυσαποδομησιμότητας του γενετικού υλικού εντός του τροφίμου είναι δυσχερώς προβλέψιμο και ποικίλλει ανάλογα με το είδος του τροφίμου και ανάλογα με το εάν η επεξεργασία του γενετικώς τροποποιημένου αρχικού υλικού θα προκαλέσει την καταστροφή του γενετικού υλικού (41).

125. Επομένως, η δυνατότητα κατατάξεως σε μία από τις τρεις προμνημονευθείσες κατηγορίες τροφίμων διαφυλάσσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της τελευταίας κατηγορίας. Συγκεκριμένα, εάν γινόταν δεκτό ότι στις δυο πρώτες κατηγορίες εντάσσονται και βιολογικά ανενεργοί ΓΤΟ ή βιολογικά ανενεργά μέρη ΓΤΟ, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα η κατηγορία «τρόφιμα που παράγονται από συστατικά παραγόμενα από ΓΤΟ ή περιέχουν τέτοια συστατικά» να περιλαμβάνει μόνον τρόφιμα στα οποία δεν μπορεί να ανιχνευθεί DNA. Όμως, όπως προκύπτει ιδίως από την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1829/2003 σε σχέση με την επισήμανση, είναι εμφανές ότι βούληση του κοινοτικού νομοθέτη δεν ήταν να λαμβάνεται υπόψη η ανιχνευσιμότητα στο τελικό προϊόν του DNA ή της πρωτεΐνης που προέκυψαν από τη γενετική τροποποίηση.

126. Επομένως, παραλείποντας το κριτήριο της παρουσίας στο τελικό προϊόν DNA ή πρωτεϊνών που προέκυψαν από τη γενετική τροποποίηση, το οποίο ίσχυε στο παρελθόν (όπως προκύπτει, ιδίως, από τον κανονισμό 1139/98), ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1829/2003 και να υπαγάγει σε αυτό, μέσω του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του οικείου κανονισμού, όλα τα προϊόντα που προέρχονται από ΓΤΟ, ανεξαρτήτως της παρουσίας στο τελικό προϊόν DNA ή πρωτεϊνών που προέκυψαν από τη γενετική τροποποίηση.

 Γ –       Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

127. Με την απόφασή του περί παραπομπής, το Bayerischer Verwaltungsgerichtshof ζητεί να διευκρινιστεί εάν οι διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1829/2003 μπορούν, αντιθέτως προς το γράμμα τους, να ερμηνευθούν συσταλτικώς, κατά την έννοια ότι η υποχρέωση λήψεως εγκρίσεως δεν ισχύει για τη διάθεση στην αγορά τροφίμων, όπως το μέλι, τα οποία περιέχουν εξαιρετικά μικρή και μόλις ανιχνεύσιμη πρόσμειξη γενετικώς τροποποιημένου φυτού, εν προκειμένω γύρης προερχόμενης από γενετικώς τροποποιημένο αραβόσιτο της σειράς MON 810.

128. Το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι η συσταλτική ερμηνεία των κανόνων χορηγήσεως εγκρίσεως του οικείου κανονισμού μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει της αρχής της αναλογικότητας, όπως εκφράζεται στην εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού σε σχέση με την επισήμανση. Υπενθυμίζει ότι η εξαιρετικά μικρή πρόσμειξη διαγονιδιακής γύρης αραβοσίτου δεν γίνεται στοχευμένα και δεν μπορεί να αποφευχθεί στην πράξη, ειδικά σε περίπτωση μεγάλης εκτάσεως καλλιέργειας γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου.

129. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, καθόσον ο αραβόσιτος της σειράς MON 810 υποβλήθηκε, κατά τη διαδικασία χορηγήσεως εγκρίσεως για τη διάθεση στην αγορά, κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 90/220, σε αξιολόγηση κινδύνων, στο πλαίσιο της οποίας συνεκτιμήθηκαν όλες οι πιθανές επιπτώσεις στο περιβάλλον, η λύση να μην εμπίπτει η διάθεση στην αγορά μελιού που περιέχει γύρη MON 810 μέχρι ορισμένη τιμή κατωφλίου στην απαγόρευση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1829/2003 θα μπορούσε να συμβιβάζεται, από πλευράς ασφάλειας και υγείας, με τον προστατευτικό σκοπό του εν λόγω κανονισμού. Επιπροσθέτως, διάφορα προϊόντα όπως άλευρα αραβοσίτου, γλουτένη αραβοσίτου κ.λπ. τα οποία παράγονται από MON 810 ή περιέχουν συστατικά τα οποία παράγονται από MON 810 έχουν ήδη εγκριθεί ως τρόφιμα σε κοινοτικό επίπεδο.

130. To Bayerischer Verwaltungsgerichtshof δέχεται, πάντως, ότι το γράμμα και η όλη οικονομία του κανονισμού 1829/2003, καθώς και ο σκοπός προστασίας της υγείας, τάσσονται ενδεχομένως κατά της συσταλτικής αυτής ερμηνείας της υποχρεώσεως λήψεως εγκρίσεως για τη διάθεση στην αγορά κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, του οικείου κανονισμού.

131. Εν ολίγοις, με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να αποφανθεί εάν τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2 του κανονισμού 1829/2003 έχουν την έννοια ότι η μη ηθελημένη πρόσμειξη στο μέλι γύρης προερχόμενης από ποικιλία αραβοσίτου, όπως ο αραβόσιτος της σειράς MON 810, για την οποία έχει χορηγηθεί έγκριση για τη διάθεση στην αγορά βάσει της οδηγίας 90/220 και της οποίας ορισμένα μόνον παράγωγα προϊόντα έχουν εγκριθεί ως υφιστάμενα προϊόντα, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1829/2003, συνεπάγεται ότι επιβάλλεται να χορηγηθεί έγκριση για τη διάθεση του εν λόγω μελιού στην αγορά. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, επίσης, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν είναι δυνατή η αναλογική εφαρμογή των τιμών κατωφλίου που προβλέπονται στα άρθρα 12, παράγραφος 2, και 47, παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού, σε σχέση με την υποχρέωση λήψεως εγκρίσεως για τη διάθεση στην αγορά, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του οικείου κανονισμού.

132. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο εν λόγω ερώτημα όσον φορά ειδικώς την περίπτωση του μελιού που περιέχει γύρη αραβοσίτου της σειράς MON 810 (42), θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να προσδιοριστεί το νομικό καθεστώς της εν λόγω φυτικής ποικιλίας και των τροφίμων που παράγονται από αυτή υπό το πρίσμα της κοινοτικής νομοθεσίας που διέπει, αφενός, τη σκόπιμη ελευθέρωση ΓΤΟ στο περιβάλλον και, αφετέρου, τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα.

133. Όσον αφορά τη σκόπιμη ελευθέρωση ΓΤΟ στο περιβάλλον, ήτοι, κυρίως, την καλλιέργεια ΓΤΟ, η γύρη αραβοσίτου της σειράς MON 810 αποτέλεσε αντικείμενο της αποφάσεως 98/294, η οποία εκδόθηκε βάσει της οδηγίας 90/220 και η οποία, το υπενθυμίζω, καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2001/18.

134. Όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων δυνάμει του κανονισμού 258/97 χορηγήθηκε έγκριση για πλείονα προϊόντα αραβοσίτου της σειράς MON 810 τα οποία, στη συνέχεια, κοινοποιήθηκαν ως υφιστάμενα προϊόντα, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1829/2003 (43). Πρόκειται για τα άλευρα αραβοσίτου, τη γλουτένη αραβοσίτου, το σιμιγδάλι αραβοσίτου, το άμυλο αραβοσίτου, τη γλυκόζη αραβοσίτου και το έλαιο αραβοσίτου.

135. Η Monsanto υπέβαλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 του κανονισμού 1829/2003, αίτηση ανανεώσεως της εγκρίσεως για τα εν λόγω προϊόντα. Η οικεία αίτηση εξακολουθεί να τελεί υπό εξέταση (44). Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού, η περίοδος της εγκρίσεως του προϊόντος παρατείνεται αυτομάτως έως ότου ληφθεί απόφαση.

136. Η Monsanto και η Πολωνική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι, στον βαθμό που έχει χορηγηθεί έγκριση για ορισμένο ΓΤΟ δυνάμει της οδηγίας 2001/18 ή της προϊσχύσασας νομοθεσίας, ήτοι της οδηγίας 90/220, τούτο συνεπάγεται ότι έχουν αξιολογηθεί όλες οι ενδεχόμενες επιπτώσεις από την καλλιέργεια του εν λόγω ΓΤΟ στο περιβάλλον, περιλαμβανομένων των επιπτώσεων που συνδέονται με την ελευθέρωση στο περιβάλλον γύρης προερχόμενης από γενετικώς τροποποιημένα φυτά, καθώς και της προσμείξεως της γύρης αυτής σε τρόφιμα όπως το μέλι. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται η λήψη εγκρίσεως για τη διάθεση στην αγορά δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1829/2003.

137. Δεν συμμερίζομαι την εν λόγω άποψη. Συγκεκριμένα, φρονώ ότι η χορήγηση εγκρίσεως κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2001/18 δεν δικαιολογεί κάθε συνέπεια της ελευθερώσεως ΓΤΟ στο περιβάλλον ή της διαθέσεώς τους στην αγορά. Στην περίπτωση αυτή θα διακυβευόταν η αποτελεσματικότητα του κανονισμού 1829/2003, οι δε ΓΤΟ θα μπορούσαν να αποτελούν τρόφιμα ή να ενσωματώνονται σε τρόφιμα απεριόριστα, χωρίς να προηγείται ειδική αξιολόγηση όσον αφορά την ασφάλεια των τροφίμων.

138. Η οδηγία 2001/18 αποτελεί κανονιστικό πλαίσιο οριζόντιας ισχύος το οποίο εφαρμόζεται στον βαθμό που δεν υφίσταται τομεακή νομοθεσία η οποία να ρυθμίζει τη χρήση ΓΤΟ σε συγκεκριμένο τομέα. Ο σκοπός της συνίσταται, πρωτίστως, όπως προκύπτει από τον τίτλο της, στην αξιολόγηση των δυνητικών επιπτώσεων των ΓΤΟ για το περιβάλλον πριν από τη χορήγηση εγκρίσεως για την ελευθέρωσή τους σε αυτό.

139. Ο κανονισμός 1829/2003 αποτελεί τομεακή νομοθεσία η οποία επικεντρώνεται στα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του, ο εν λόγω κανονισμός θεσπίζει, πρωτίστως, την επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχουν τα οικεία τρόφιμα για την ανθρώπινη υγεία και για την υγεία των ζώων. Στο πλαίσιο αυτό, η διενέργεια αξιολογήσεως περιβαλλοντικών κινδύνων σαφώς δεν αποκλείεται, εντούτοις δεν λαμβάνει χώρα συστηματικά (45).

140. Επομένως, είναι προφανές ότι η οδηγία 2001/18 και ο κανονισμός 1829/2003 αποτελούν δύο συμπληρωματικά κανονιστικά πλαίσια, εκ των οποίων το πρώτο επικεντρώνεται στους κινδύνους που συνδέονται με τη σκόπιμη ελευθέρωση ΓΤΟ στο περιβάλλον και το δεύτερο έχει ως άξονα τους κινδύνους που μπορεί να συνεπάγονται τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα για την ανθρώπινη υγεία και την υγεία των ζώων. Λαμβανομένης υπόψη της εξειδικεύσεως του αναλυτικού πλαισίου που προβλέπεται στον κανονισμό 1829/2003, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η χορηγούμενη δυνάμει της οδηγίας 2001/18 έγκριση για τη διάθεση στην αγορά ορισμένου ΓΤΟ ισχύει για όλα τα τρόφιμα που περιέχουν, αποτελούνται ή παράγονται από τον εν λόγω ΓΤΟ. Άλλως ειπείν, η έγκριση που χορηγείται κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2001/18 τελεί υπό την επιφύλαξη της «αξιολογήσεως ασφάλειας» των γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων, η οποία επιβάλλεται να διενεργείται δυνάμει του κανονισμού 1829/2003, κατά τα οριζόμενα στην τρίτη αιτιολογική σκέψη του.

141. Από το άρθρο 4, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι προϋπόθεση για τη διάθεση στην αγορά οποιουδήποτε ΓΤΟ για ανθρώπινη διατροφή ή τροφίμου που εμπίπτει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού αποτελεί, αφενός, η λήψη εγκρίσεως χορηγούμενης κατά το τμήμα 1 του κεφαλαίου II του κανονισμού 1829/2003 και, αφετέρου, η τήρηση των σχετικών προϋποθέσεων που ορίζει η εν λόγω έγκριση.

142. Τα ανωτέρω ισχύουν είτε πρόκειται για νέα έγκριση η οποία χορηγείται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού είτε για παράταση εγκρίσεως η οποία χορηγήθηκε στο παρελθόν βάσει της διαδικασίας που ισχύει για τα υφιστάμενα προϊόντα, κατά το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού.

143. Εξάλλου, κατά την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1829/2003 «όταν ένας ΓΤΟ που χρησιμοποιείται στην παραγωγή τροφίμων και/ή ζωοτροφών έχει εγκριθεί δυνάμει [του εν λόγω] κανονισμού, τα τρόφιμα και/ή οι ζωοτροφές που περιέχουν, αποτελούνται ή παράγονται από αυτόν τον ΓΤΟ δεν θα χρειάζεται να υποβληθούν στη διαδικασία εγκρίσεως [του εν λόγω] κανονισμού, αλλά θα υπόκεινται στις απαιτήσεις που ορίζονται στην έγκριση που έχει χορηγηθεί για τον ΓΤΟ».

144. Επομένως, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν το μέλι που περιέχει ίχνη γύρης αραβοσίτου της σειράς ΜΟΝ 810 αποτελεί γενετικώς τροποποιημένο τρόφιμο το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει λάβει δεόντως έγκριση δυνάμει του κανονισμού 1829/2003.

145. Θα έκλινα υπέρ της καταφατικής απαντήσεως στο εν λόγω ερώτημα, εάν είχε εκδοθεί απόφαση της Επιτροπής για την έγκριση, χωρίς σύνταξη καταλόγου ή θέσπιση ειδικών περιορισμών, των τροφίμων που παράγονται από γενετικώς τροποποιημένο φυτό, όπως ο αραβόσιτος της σειράς MON 810, κατά το πρότυπο, επί παραδείγματι, της αποφάσεως 2009/866/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την έγκριση για τη διάθεση στην αγορά προϊόντων που περιέχουν, αποτελούνται ή παράγονται από γενετικώς τροποποιημένο αραβόσιτο της σειράς MIR604 (SYN-IR6Ø4-5), κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1829/2003 (46).

146. Όμως, τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση του αραβοσίτου της σειράς ΜΟΝ 810, καθόσον τα μόνα προϊόντα του εν λόγω αραβοσίτου τα οποία μπορεί να γίνει δεκτό ότι έχουν λάβει έγκριση δυνάμει του οικείου κανονισμού είναι τα άλευρα αραβοσίτου, η γλουτένη αραβοσίτου, το σιμιγδάλι αραβοσίτου, το άμυλο αραβοσίτου, η γλυκόζη αραβοσίτου και το έλαιο αραβοσίτου. Καθόσον ο περιορισμός της οικείας εγκρίσεως μόνο στα προϊόντα αυτά ενδέχεται να είναι σημαντικός για την ασφάλεια των τροφίμων, φρονώ ότι είναι προτιμότερο να θεωρηθεί ότι η έγκριση αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με γενική έγκριση για τη διάθεση στην αγορά των τροφίμων που παράγονται από αραβόσιτο της σειράς ΜΟΝ 810.

147. Επομένως, δεδομένου ότι οι ήδη χορηγηθείσες άδειες σε σχέση με τον αραβόσιτο της σειράς ΜΟΝ 810 και τα παράγωγα προϊόντα αυτού εξακολουθούν να ισχύουν, φρονώ ότι για κάθε τρόφιμο, εκτός των προμνημονευθέντων, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι παράγεται από την εν λόγω φυτική ποικιλία πρέπει να χορηγείται έγκριση για τη διάθεση στην αγορά κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1829/2003. Εάν η εν λόγω απαίτηση αποδειχθεί δυσανάλογη σε σχέση με τους κινδύνους που ενέχουν για την ανθρώπινη υγεία τα προϊόντα αραβοσίτου της σειράς MON 810, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να χορηγήσουν γενική έγκριση για τη διάθεση στην αγορά των τροφίμων που παράγονται από την εν λόγω ποικιλία γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου.

148. Εν πάση περιπτώσει, τα μειονεκτήματα και οι πρακτικές δυσκολίες που ενδεχομένως συνεπάγεται η εν λόγω απαίτηση λήψεως εγκρίσεως για τη διάθεση στην αγορά δεν μπορούν να αντισταθμίζονται με την ερμηνεία του κανονισμού 1829/2003 υπό έννοια συνεπαγόμενη τη θέσπιση τιμής κατωφλίου ικανής να απαλλάσσει τον εκμεταλλευτή από την υποχρέωση λήψεως της εν λόγω εγκρίσεως.

149. Είναι γεγονός ότι οι τιμές κατωφλίου δεν απουσιάζουν από τον εν λόγω κανονισμό. Εντούτοις, αυτά εφαρμόζονται σε σαφώς οριοθετημένες περιπτώσεις.

150. Πρώτον, στο άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1829/2003 ορίζεται ότι «οι ειδικές απαιτήσεις επισημάνσεως δεν εφαρμόζονται στα τρόφιμα που περιέχουν υλικό το οποίο περιέχει ΓΤΟ σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο από 0,9 % για κάθε μεμονωμένο συστατικό, εφόσον η παρουσία αυτή είναι τυχαία ή τεχνικώς αναπόφευκτη». Η εν λόγω τιμή κατωφλίου ισχύει μόνο σε σχέση με την απαίτηση επισημάνσεως των γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων. Επομένως, ελλείψει ενδείξεως περί σχετικής βουλήσεως του κοινοτικού νομοθέτη, η εν λόγω τιμή κατωφλίου δεν μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής σε σχέση με την υποχρέωση χορηγήσεως εγκρίσεως για τη διάθεση στην αγορά, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1829/2003.

151. Δεύτερον, το άρθρο 47, παράγραφος 1, του οικείου κανονισμού θέτει ως ανώτατο όριο το 0,5 % για την τυχαία ή τεχνικώς αναπόφευκτη παρουσία στα τρόφιμα γενετικώς τροποποιημένου υλικού το οποίο ναι μεν δεν έχει λάβει έγκριση δυνάμει της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά έτυχε ευνοϊκής αξιολογήσεως κινδύνων από τις αρμόδιες αρχές. Διευκρινίζεται, όσον αφορά τα τρόφιμα, ότι η παρουσία του εν λόγω υλικού σε ποσοστό που να μην υπερβαίνει το 0,5 % δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του οικείου κανονισμού.

152. Επομένως, πρόκειται σαφώς για εξαίρεση από την υποχρέωση λήψεως εγκρίσεως για τη διάθεση στην αγορά, η οποία όμως αποτελεί απλώς μεταβατικό μέτρο (47), που, όπως ορίζεται στο άρθρο 47, παράγραφος 5, του κανονισμού 1829/2003, εφαρμόζεται μόνον επί διάστημα τριών ετών μετά την ημερομηνία εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη στην παρούσα υπόθεση.

153. Επομένως, στο παρόν στάδιο εξελίξεως της νομοθεσίας της Ένωσης για τους ΓΤΟ, εναπόκειται, δυνάμει της αρχής της επικουρικότητας, στις εθνικές αρχές να θεσπίζουν κανόνες και διαδικαστικούς μηχανισμούς ικανούς να αμβλύνουν τα μειονεκτήματα που μπορούν να ανακύψουν από τη συνύπαρξη των γενετικώς τροποποιημένων καλλιεργειών και των συμβατικών προϊόντων, καθόσον οι λύσεις για την αντιστάθμιση των εν λόγω μειονεκτημάτων δεν προκύπτουν άμεσα από το δίκαιο της Ένωσης. Η αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας που υπέστη ο μελισσοκόμος που αδυνατεί να διαθέσει τα προϊόντα του στην αγορά αποτελεί μία από τις εν λόγω λύσεις.

IV – Πρόταση

154. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Bayerischer Verwaltungsgerichtshof ως εξής:

«1)      Το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1829/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές, έχουν την έννοια ότι δεν συνιστά «οργανισμό» κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων η γύρη που προέρχεται από γενετικώς τροποποιημένο φυτό η οποία, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ενσωματώνεται στο μέλι ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως συμπλήρωμα διατροφής, δεν είναι πλέον ικανή να επιτελέσει τη λειτουργία της στην αναπαραγωγική διαδικασία των φυτών.

2)      Το άρθρο 2, σημείο 10, του κανονισμού 1829/2003 έχει την έννοια ότι, για να θεωρηθεί ότι τα τρόφιμα «παράγονται από [γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς]», αρκεί το ότι περιέχουν υλικό από γενετικώς τροποποιημένα φυτά. Επιπλέον, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού έχει την έννοια ότι το μέλι που περιέχει γύρη παρερχόμενη από γενετικώς τροποποιημένο φυτό καθώς και τα συμπληρώματα διατροφής με βάση την εν λόγω γύρη αποτελούν τρόφιμα περιέχοντα συστατικό παραγόμενο από γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς. Συναφώς, ελάχιστη σημασία έχει εάν η πρόσμειξη στα εν λόγω τρόφιμα του υλικού που προέρχεται από γενετικώς τροποποιημένο φυτό ήταν ηθελημένη ή μη.

3)      Τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1829/2003 έχουν την έννοια ότι η μη ηθελημένη πρόσμειξη σε μέλι γύρης προερχόμενης από ποικιλία αραβοσίτου, όπως ο αραβόσιτος της σειράς MON 810, για τη διάθεση της οποίας στην αγορά χορηγήθηκε έγκριση δυνάμει της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 1990, αναφορικά με τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον, και της οποίας ορισμένα μόνον παράγωγα προϊόντα έχουν εγκριθεί ως υφιστάμενα προϊόντα δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού, συνεπάγεται ότι για τη διάθεση του εν λόγω μελιού στην αγορά απαιτείται η χορήγηση εγκρίσεως κατά τον εν λόγω κανονισμό. Οι τιμές κατωφλίου που προβλέπονται στα άρθρα 12, παράγραφος 2, και 47, παράγραφος 1, του κανονισμού 1829/2003 δεν μπορούν να τύχουν αναλογικής εφαρμογής σε σχέση με την απαίτηση χορηγήσεως εγκρίσεως για τη διάθεση στην αγορά που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ L 268, σ. 1.


3 – Συγκεκριμένα οι Bablok, Egeter, Stegmeier και Müller, καθώς και η Klimesch (στο εξής από κοινού: Bablok κ.λπ.).


4 – Στο εξής: ΓΤΟ.


5 – ΕΕ L 106, σ. 1.


6 – ΕΕ L 117, σ. 15.


7 – ΕΕ L 268, σ. 24 (στο εξής: οδηγία 2001/18).


8 – Πρωτόκολλο της Καρθαγένης για τη βιοασφάλεια που είναι προσαρτημένο στη σύμβαση για τη βιοποικιλότητα, το οποίο συνήφθη στο Μόντρεαλ στις 29 Ιανουαρίου 2000, στο εξής: πρωτόκολλο.


9 – Η εν λόγω σύμβαση διατέθηκε προς υπογραφή κατά τη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (ΣΗΕΠΑ), η οποία πραγματοποιήθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο στις 5 Ιουνίου 1992, και άρχισε να ισχύει στις 29 Δεκεμβρίου 1993.


10 – Στο εξής: Αρχή.


11 – ΕΕ L 109, σ. 29.


12 – ΕΕ L 31, σ. 1.


13 –      ΕΕ L 43, σ. 1.


14 – ΕΕ 2002, L 10, σ. 47.


15 – BGBl. 2005 I, σ. 186.


16 – BGBl. 2002 I, σ. 42.


17 – ΕΕ L 131, σ. 32.


18 – Σε εκτέλεση του άρθρου 1 της εν λόγω αποφάσεως και σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 4, της οικείας οδηγίας, ο Υπουργός Γεωργίας και Αλιείας της Γαλλίας, με απόφαση της 3ης Αυγούστου 1998, χορήγησε έγγραφη συγκατάθεση για την επίμαχη διάθεση στην αγορά [βλ. απόφαση της 3ης Αυγούστου 1998 για τη χορήγηση έγγραφης συγκαταθέσεως, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 4, της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ της 23ης Απριλίου 1990, των αποφάσεων 98/293/ΕΚ και 98/294/ΕΚ της 22ας Απριλίου 1998, για τη διάθεση στην αγορά γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου (Zea mays L. σειρές T 25 και ΜΟΝ 810) (JORF της 5ης Αυγούστου 1998, σ. 11985)].


19 – Οι Bablok κ.λπ. διευκρινίζουν ότι ζητούν να υποχρεωθεί το Freistaat Bayern να λάβει κάθε κατάλληλο μέτρο προκειμένου να αποτρέπεται η πρόσμειξη γύρης αραβοσίτου MON 810 στα μελισσοκομικά τους προϊόντα και η συνακόλουθη αδυναμία διαθέσεως στην αγορά και καταναλώσεως των εν λόγω προϊόντων.


20 – Οι Bablok κ.λπ. διευκρινίζουν ότι, βάσει της κρίσεως αυτής, μπορούν να αξιώσουν μόνον καταβολή αποζημιώσεως και ότι το εν λόγω δικαστήριο δεν τους αναγνώρισε δικαίωμα προστασίας των συμφερόντων τους ή δικαίωμα να αξιώσουν την παύση της προσβολής, με την αιτιολογία ότι, στην προκειμένη περίπτωση, υπερτερεί το έννομο συμφέρον που προκύπτει από την καλλιέργεια (συγκεκριμένα από την καλλιέργεια για ερευνητικούς σκοπούς).


21 – Η υπογράμμιση δική μου.


22 – ΕΕ L 287, σ. 1.


23 – Βλ., συναφώς, Mackenzie, R, κ.λπ., Guide explicatif du Protocole de Cartagena sur la prévention des risques biotechnologiques, σ. 51, σκέψη 205. Το έγγραφο είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://bch.cbd.int/protocol/publications/iucn_guide_fr.pdf.


24 – ΕΕ L 125, σ. 75. Στο άρθρο 2, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας, ο μικροοργανισμός ορίζεται ως «κάθε μικροβιολογική οντότητα, κυτταρική ή μη, ικανή για αναπαραγωγή ή μεταβίβαση γενετικού υλικού, συμπεριλαμβανομένων των ιών, των ιοειδών και των καλλιεργειών κυττάρων φυτών και ζώων».


25 – Βλ. Mackenzie, R., κ.λπ., όπ.π., σ. 51, σκέψη 204.


26 – Handbook for the implementation of directive 90/220/EEC on the deliberate release of genetically modified organisms to the environment, τόμος 1, Μάιος 1992, σ. 17.


27 –      Η υπογράμμιση δική μου.


28 –      Σε ελεύθερη μετάφραση:


«Στον ορισμό του “οργανισμού” εμπίπτουν: οι μικροοργανισμοί, στους οποίους περιλαμβάνονται οι ιοί και τα ιοειδή, τα φυτά και τα ζώα, στα οποία περιλαμβάνονται τα ωάρια, οι σπόροι, η γύρη, οι καλλιέργειες κυττάρων και οι in vitro καλλιέργειες φυτών και ζώων. Στον εν λόγω ορισμό δεν εμπίπτει το γυμνό ανασυνδυασμένο DNAούτε τα γυμνά ανασυνδυασμένα πλασμίδια».


29 – ΕΕ L 200, σ. 22.


30 – Όπ.π., σ. 28 και 29. Επομένως, ο κίνδυνος που απορρέει από το ενδεχόμενο οριζόντιας μεταφοράς γονιδίων συγκαταλέγεται μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο κάθε αξιολογήσεως ΓΤΟ. Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι πρόκειται για στοιχείο που καθορίζει το περιεχόμενο της έννοιας του ΓΤΟ.


31 – Βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (EΚ) 1139/98 του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 1998, για την υποχρεωτική αναγραφή στοιχείων, επιπλέον των προβλεπόμενων στην οδηγία 79/112/ΕΟΚ, στην επισήμανση ορισμένων τροφίμων που παράγονται από γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς (ΕΕ L 159, σ. 4), στην οποία διευκρινίζεται ότι η οδηγία 90/220, την οποία αντικατέστησε η οδηγία 2001/18 χωρίς να τροποποιήσει το πεδίο εφαρμογής της, «δεν καλύπτει μη βιώσιμα προϊόντα που προκύπτουν από [ΓΤΟ]».


32 – Σημειώνεται, εξάλλου (και τούτο αποτελεί συμπληρωματικό επιχείρημα υπέρ της θέσεως ότι οι ΓΤΟ είναι ζωντανοί οργανισμοί) ότι στη σύστασή του για τη δεύτερη ανάγνωση σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου για την έκδοση του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διευκρινίζει, στο πλαίσιο του καθορισμού των τροφίμων και των ζωοτροφών που περιέχουν ή αποτελούνται από ΓΤΟ, ότι πρόκειται για «ζωντανούς ΓΤΟ» (βλ. αιτιολογική έκθεση, στοιχείο β΄, σ. 34).


33 – Ακριβώς όπως διενεργείται αξιολόγηση του ενδεχομένου προκλήσεως λοιπών ανεπιθύμητων συνεπειών, όπως οι αλλεργίες.


34 – Η υπογράμμιση δική μου.


35 – Στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και τις γενετικώς τροποποιημένες ζωοτροφές [COM(2001) 425 τελικό] διευκρινίζεται ότι ο εν λόγω κανονισμός «θα καλύψει προϊόντα “που παράγονται από ένα ΓΤΟ” αλλά όχι προϊόντα “που παράγονται με ένα ΓΤΟ”. Το τελευταίο σημαίνει ότι ένα ποσοστό του τελικού προϊόντος, είτε είναι τρόφιμο είτε ζωοτροφή το ίδιο ή ένα από τα συστατικά του, έχει προέλθει από το πρωτότυπο γενετικώς τροποποιημένο υλικό. Το τελευταίο έχει παραχθεί με τη βοήθεια ενός [ΓΤΟ] αλλά στο τελικό προϊόν δεν υπάρχει υλικό που έχει παραχθεί από έναν γενετικώς τροποποιημένο οργανισμό». Στην πρόταση κανονισμού παρατίθεται ως παράδειγμα που εμπίπτει στη δεύτερη κατηγορία η περίπτωση τυριού που έχει παραχθεί με ένα γενετικώς τροποποιημένο ένζυμο το οποίο δεν παραμένει στο τελικό προϊόν (σ. 5).


36 – Αντιθέτως, όσον αφορά τις γενετικώς τροποποιημένες ζωοτροφές, στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού ουδόλως μνημονεύεται η έννοια «συστατικά».


37 – Όσον αφορά τη γύρη που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως τρόφιμο, υπό μορφή συμπληρωμάτων διατροφής, οι Bablok κ.λπ. διευκρινίζουν ότι αυτή συλλέγεται με τη χρήση «παγίδων γύρης» που τοποθετούνται στην είσοδο της κυψέλης. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για ένα δίχτυ το οποίο υποχρεούνται να διαπερνούν οι συλλέκτριες μέλισσες κατά την επιστροφή τους στην κυψέλη, με αποτέλεσμα να αποσπάται από αυτές το καλάθι γύρης τους λόγω τριβής. Ως εκ τούτου, οι σβώλοι γύρης συγκεντρώνονται σε ένα δοχείο και στη συνέχεια συλλέγονται, καθαρίζονται και αποξηραίνονται.


38 – Η εν λόγω διάταξη αφορά την ειδική περίπτωση του μελιού που λαμβάνεται με διήθηση, ήτοι του μελιού που λαμβάνεται κατόπιν της αφαιρέσεως ξένων οργανικών και ανόργανων ουσιών με διαδικασία που συνεπάγεται την αφαίρεση σημαντικής ποσότητας γύρης. Η έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/110 ορίζει ότι στην περίπτωση αυτή είναι απαραίτητο να ενημερώνεται σωστά για το γεγονός αυτό ο καταναλωτής με την κατάλληλη ένδειξη στην επισήμανση.


39 – Η γύρη που περιέχεται στο μέλι επιτρέπει τον προσδιορισμό της βοτανικής προελεύσεώς του. H µελισσογυρεολογία, ήτοι η μελέτη της γύρης που περιέχεται στο μέλι, καθιστά δυνατό τον εντοπισμό προσμείξεων και απομιμήσεων, καθώς και την επισήμανση του μελιού του οποίου η σύσταση έχει πιστοποιηθεί.


40 – Το εν λόγω ζήτημα θα μπορούσε να εξεταστεί υπό το ίδιο πρίσμα στην περίπτωση της παρουσίας στο μέλι νέκταρος προερχομένου από γενετικώς τροποποιημένο φυτό. Εντούτοις, στην παρούσα υπόθεση δεν τίθεται το εν λόγω πρόβλημα, δεδομένου ότι από τον αραβόσιτο MON 810 δεν παράγεται νέκταρ.


41 – Επί παραδείγματι, είναι πιθανόν ένα προϊόν το οποίο έχει υποστεί ιδιαιτέρως έντονη επεξεργασία, όπως το έλαιο που λαμβάνεται από γενετικώς τροποποιημένο αραβόσιτο, να μην περιέχει πλέον ίχνη DNA. Πάντως, το προϊόν αυτό δεν εξαιρείται από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1829/2003.


42 – Η ανάλυση που ακολουθεί αφορά, πάντως, και τα συμπληρώματα διατροφής με βάση τη γύρη.


43 – Μνημονεύονται οι κοινοποιήσεις μόνον τροφίμων, και όχι ζωοτροφών που παράγονται από αραβόσιτο της σειράς MON 810. Για πλήρη εικόνα, επιβάλλεται να ανατρέξει κανείς στο κοινοτικό μητρώο γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων και ζωοτροφών το οποίο είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://ec.europa.eu/food/dyna/gm_register/gm_register_auth.cfm?pr_id=11.


44 – Βλ., συναφώς, την επιστημονική γνώμη της Αρχής σχετικά με την εν λόγω αίτηση [EFSA Journal (2009) 1149, 1-85], η οποία είναι διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο: http://www.efsa.europa.eu/fr/efsajournal/doc/1149.pdf.


45 – Συγκεκριμένα, διενεργείται στην περίπτωση ΓΤΟ ή τροφίμων που περιέχουν ή αποτελούνται από ΓΤΟ (βλ., ιδίως, άρθρο 5, παράγραφος 5, και άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1829/2003).


46 – ΕΕ L 314, σ. 102.


47 – Βλ. εικοστή έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1829/2003.