Language of document : ECLI:EU:C:2016:431

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ

ELEANOR SHARPSTON

της 9ης Ιουνίου 2016(1)

Υπόθεση C‑42/15

Home Credit Slovakia a.s.

κατά

Klára Bíróová

[αίτηση του Okresný súd Dunajská Streda (πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Dunajská Streda, Σλοβακία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προστασία των καταναλωτών — Συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως — Οδηγία 2008/48/ΕΚ— Έννοια της φράσεως “καταρτίζονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου” — Εθνική απαίτηση “έγγραφου τύπου” και υπογραφής εγγράφου — Κύρος της συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως — Υποχρεωτικές πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ — Σύμβαση πιστώσεως μη περιέχουσα τις υποχρεωτικές πληροφορίες και παραπέμπουσα σε χωριστό έγγραφο — Εθνικές κυρώσεις λόγω μη παροχής των υποχρεωτικών πληροφοριών — Αναλογικότητα»





1.        Στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε στο Δικαστήριο, το Okresný súd Dunajská Streda (πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Dunajská Streda, Σλοβακία) ζητεί καθοδήγηση σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 2008/48/ΕΚ (2), η οποία διέπει τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως. Το αιτούν δικαστήριο θέτει σειρά αλληλένδετων ερωτημάτων που αφορούν το εύρος της εναρμονίσεως βάσει της εν λόγω οδηγίας και τον βαθμό στον οποίο τα κράτη μέλη εμποδίζονται, ιδίως, να εισάγουν ή να διατηρούν διατάξεις σχετικά με τις διατυπώσεις της συνάψεως συμβάσεων πιστώσεως. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί: i) αν η απαίτηση για κατάρτιση της συμβάσεως πιστώσεως «εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου» συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης· ii) αν η υποχρέωση αυτή έχει την έννοια ότι τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να υπογράφουν επίσης τη σχετική σύμβαση και αν οι υποχρεωτικές πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ο δανειοδότης στον δανειολήπτη πρέπει να περιλαμβάνονται στο ίδιο έγγραφο με τη σύμβαση πιστώσεως· iii) αν ο δανειοδότης πρέπει να καθορίζει τις ακριβείς ημερομηνίες λήξεως κάθε δόσεως βάσει της συμβάσεως και να παρέχει πίνακα που να εμφανίζει τις μειώσεις του κεφαλαίου σε συνάρτηση με τις καταβολές που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του δανείου· και iv) αν ορισμένες κυρώσεις που επιβάλλονται από το εθνικό δίκαιο σε περίπτωση που ο δανειοδότης δεν παράσχει τις υποχρεωτικές πληροφορίες είναι αναλογικές.

 Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 Οδηγία 2008/48

2.        Οι δύο πρωταρχικοί σκοποί της οδηγίας 2008/48 είναι η παροχή υψηλού και ισοδύναμου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, για να διασφαλιστούν η καταναλωτική εμπιστοσύνη και η δημιουργία γνήσιας εσωτερικής αγοράς. Για την επίτευξη των σκοπών αυτών, έχει θεσπιστεί ένα πλήρες εναρμονισμένο ενωσιακό πλαίσιο σε ορισμένους βασικούς τομείς (3). Πριν από τη σύναψη της συμβάσεως πιστώσεως, θα πρέπει να παρέχεται στον καταναλωτή επαρκές ενημερωτικό υλικό, το οποίο ο καταναλωτής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να μελετά, για να μπορεί να λάβει την απόφασή του με πλήρη γνώση των πραγμάτων (4). Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης εθνικές διατάξεις σχετικά με το δίκαιο των συμβάσεων που διέπει το κύρος των συμβάσεων πιστώσεως (5). Για να είναι σε θέση ο καταναλωτής να γνωρίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, η σύμβαση πιστώσεως θα πρέπει να περιέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο (6). Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που θα εφαρμόζονται στις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της οδηγίας και να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές (7).

3.        Το άρθρο 1 ορίζει ότι η οδηγία 2008/48 έχει ως σκοπό την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν τις συμβάσεις πιστώσεως με τους καταναλωτές.

4.        Δυνάμει του άρθρου 2, η οδηγία 2008/48 έχει εφαρμογή στις συμβάσεις πιστώσεως, εκτός αν αυτές εξαιρούνται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της.

5.        Το άρθρο 3 περιλαμβάνει τους ακόλουθους ορισμούς που ασκούν επιρροή:

«α)      “καταναλωτής”: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα οδηγία, επιδιώκει σκοπούς που είναι άσχετοι με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του·

β)      “πιστωτικός φορέας”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει πίστωση στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας·

γ)      “σύμβαση πίστωσης”: σύμβαση δυνάμει της οποίας πιστωτικός φορέας χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει σε καταναλωτή πίστωση υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής, δανείου ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, με εξαίρεση τις συμβάσεις που συνάπτονται για τη συνεχή παροχή υπηρεσιών ή για την προμήθεια αγαθών του ίδιου είδους, σύμφωνα με τις οποίες ο καταναλωτής καταβάλλει με δόσεις το τίμημα για τις εν λόγω υπηρεσίες ή αγαθά κατά τη διάρκεια της παροχής τους·

[…]

ιγ)      “σταθερό μέσο”: κάθε μέσο που επιτρέπει στον καταναλωτή να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική αναφορά επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών·

[…]»

6.        Το κεφάλαιο II περιέχει πληροφορίες και πρακτικές που προηγούνται της συνάψεως της συμβάσεως πιστώσεως. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, που περιλαμβάνεται στο εν λόγω κεφάλαιο, ορίζει ότι οι πληροφορίες πριν από τη σύναψη της συμβάσεως πρέπει να παρέχονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου (8).

7.        Η υποχρέωση παροχής πληροφοριών εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου επαναλαμβάνεται σε διάφορες άλλες διατάξεις της οδηγίας 2008/48 (9).

8.        Το άρθρο 10, παράγραφος 1, ορίζει:

«Οι συμβάσεις πίστωσης καταρτίζονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου.

Όλα τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν από ένα αντίτυπο της σύμβασης πίστωσης. Το παρόν άρθρο ισχύει υπό την επιφύλαξη τυχόν εθνικών κανόνων όσον αφορά το κύρος της σύναψης συμβάσεων πίστωσης, οι οποίοι είναι σύμφωνοι προς το κοινοτικό δίκαιο.»

9.        Το άρθρο 10, παράγραφος 2, απαριθμεί 22 πληροφοριακά στοιχεία που πρέπει να προσδιορίζονται στη σύμβαση πιστώσεως με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο (στο εξής: υποχρεωτικές πληροφορίες). Η απαρίθμηση αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:

«η)      το ποσό, τον αριθμό και την περιοδικότητα των καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τον καταναλωτή και, κατά περίπτωση, τη σειρά με την οποία θα κατανεμηθούν οι δόσεις σε διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα στα οποία εφαρμόζονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια για τους σκοπούς της εξόφλησης·

θ)      σε περίπτωση εξόφλησης του κεφαλαίου σύμβασης πίστωσης που έχει σταθερή διάρκεια, το δικαίωμα του καταναλωτή να παραλαμβάνει, κατόπιν αιτήσεως και δωρεάν, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων·

Ο πίνακας χρεολυσίων περιλαμβάνει τις απαιτούμενες καταβολές καθώς και τις περιόδους και τους όρους βάσει των οποίων πρέπει να καταβάλλονται τα ποσά αυτά· ο πίνακας περιλαμβάνει ανάλυση κάθε περιοδικής εξόφλησης, ούτως ώστε να εμφαίνονται: το αποσβεσθέν κεφάλαιο, ο τόκος που υπολογίζεται βάσει του χρεωστικού επιτοκίου και, κατά περίπτωση, οι συμπληρωματικές επιβαρύνσεις· αν το επιτόκιο δεν είναι σταθερό ή αν οι συμπληρωματικές επιβαρύνσεις βάσει της σύμβασης πίστωσης είναι μεταβλητές, στον πίνακα χρεολυσίων επισημαίνεται με σαφή και ευσύνοπτο τρόπο ότι τα δεδομένα του πίνακα αυτού ισχύουν μόνον έως ότου επέλθει η επόμενη μεταβολή του επιτοκίου ή των συμπληρωματικών επιβαρύνσεων κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση πίστωσης·

[…]»

10.      Το άρθρο 10, παράγραφος 3, ορίζει ότι, «[ό]ταν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 στοιχείο θʹ, ο πιστωτικός φορέας διαθέτει στον καταναλωτή, δωρεάν και οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων».

11.      Το άρθρο 22 ορίζει ότι, εφόσον η οδηγία περιέχει εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από αυτές που καθορίζονται στην οδηγία.

12.      Κατά το άρθρο 23, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίζουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις οι οποίες θα εφαρμόζονται σε περίπτωση παραβάσεων των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της οδηγίας.

 Οδηγία 97/7/ΕΚ

13.      Η οδηγία 97/7(10) περιλαμβάνει διάταξη με σκοπό την προστασία των καταναλωτών που συνάπτουν εξ αποστάσεως συμβάσεις. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, ο καταναλωτής πρέπει να διαθέτει ορισμένες πληροφορίες πριν από τη σύναψη οποιασδήποτε συμβάσεως εξ αποστάσεως (11). Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας επιγράφεται «Έγγραφη επιβεβαίωση των πληροφοριών». Η παράγραφός του 1 έχει ως εξής:

«Σε εύθετο χρόνο, κατά την εκτέλεση της συμβάσεως, και το αργότερο κατά τη στιγμή της παράδοσης όσον αφορά τα αγαθά τα οποία δεν πρόκειται να παραδοθούν σε τρίτους, ο καταναλωτής λαμβάνει επιβεβαίωση, με έγγραφα ή άλλο μόνιμο υπόθεμα ευρισκόμενο στη διάθεσή του και στο οποίο έχει πρόσβαση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως στʹ, εκτός αν οι πληροφορίες αυτές έχουν ήδη δοθεί στον καταναλωτή πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, με έγγραφο ή άλλο μόνιμο υπόθεμα ευρισκόμενο στη διάθεσή του και στο οποίο έχει πρόσβαση.

[…]» (12).

 Εθνικό δίκαιο

14.      Κατά τον σλοβακικό Αστικό Κώδικα (13), δικαιοπραξία που περιβάλλεται έγγραφο τύπο είναι έγκυρη μόνο αν φέρει την υπογραφή των προσώπων που δεσμεύονται από αυτήν (14). Η δικαιοπραξία είναι άκυρη αν δεν περιβάλλεται τον τύπο που προβλέπεται εκ του νόμου (ή από τη συμφωνία των συμβαλλομένων).

15.      Κατά τον σλοβακικό Εμπορικό Κώδικα (15), οι γενικοί συμβατικοί όροι φορέων δύναται να ενσωματώνονται σε σύμβαση πιστώσεως ως μέρος του περιεχομένου της συμβάσεως αυτής μέσω παραπομπών.

16.      Η σύμβαση καταναλωτικής πίστεως πρέπει να περιβάλλεται έγγραφο τύπο και κάθε συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να λαμβάνει τουλάχιστον ένα αντίτυπο σε χαρτί ή σε άλλο σταθερό μέσο (16). Η σύμβαση καταναλωτικής πίστεως πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, το ποσό, τον αριθμό και τις ημερομηνίες λήξεως των δόσεων για την αποπληρωμή του κεφαλαίου, των τόκων και των λοιπών επιβαρύνσεων και, εν ανάγκη, τη σειρά με την οποία οι δόσεις θα επιμεριστούν στα διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα στα οποία εφαρμόζονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια για τους σκοπούς αποπληρωμής (17). Οι καταναλωτές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων (σε περίπτωση αποσβέσεως κεφαλαίου) (18), οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της συμβάσεως πιστώσεως (19).

17.      Αν η σύμβαση καταναλωτικής πίστεως δεν περιβάλλεται έγγραφο τύπο και δεν περιέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται από τον νόμο περί καταναλωτικής πίστεως, η χορηγηθείσα καταναλωτική πίστωση θεωρείται ότι δεν περιλαμβάνει τόκους και έξοδα (20).

 Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

18.      Στις 29 Ιουνίου 2011 η Home Credit Slovakia a.s, ενάγουσα της κύριας δίκης (στο εξής: δανειοδότρια), και η Klára Bíróová, εναγόμενη (στο εξής: δανειολήπτρια), σύναψαν σύμβαση καταναλωτικής πίστεως, χρησιμοποιώντας προεκτυπωμένο υπόδειγμα, το οποίο έπρεπε να συμπληρωθεί ιδιοχείρως. Υπέρ της δανειολήπτριας εγκρίθηκε πίστωση 700 ευρώ. Η δανειολήπτρια συμφώνησε για αποπληρωμή του συνολικού ποσού των 1 087,56 ευρώ σε μηνιαίες δόσεις των 32,50 ευρώ η κάθε μία. Η αποπληρωμή του δανείου προβλεπόταν να γίνει σε χρονικό διάστημα 36 μηνών από τη χορήγηση της πιστώσεως.

19.      Η δανειολήπτρια υπέγραψε τη σύμβαση πιστώσεως, βεβαιώνοντας ότι είχε λάβει τους πιστωτικούς όρους και ότι συμφώνησε και εξέφρασε τη βούλησή της να δεσμευθεί από αυτούς. Στη σύμβαση πιστώσεως επισυνάφθηκαν οι «Όροι συμβάσεων πιστώσεως της εταιρίας Home Credit Slovakia, a.s. — πίστωση σε μετρητά» (στο εξής: γενικοί συμβατικοί όροι), οι οποίοι έφεραν τον κωδικό ISH111 στην πάνω γωνία κάθε σελίδας. Η δανειολήπτρια, υπογράφοντας τη σύμβαση, βεβαίωσε ότι έλαβε το δάνειο και συμφωνεί για τους γενικούς συμβατικούς όρους, ότι κατανοεί όλες τις διατάξεις των όρων αυτών και ότι δέχεται να δεσμεύεται από αυτούς. Το κείμενο των γενικών συμβατικών όρων δεν έχει υπογραφεί ούτε από τη δανειοδότρια ούτε από την δανειολήπτρια. Στους εν λόγω πιστωτικούς όρους ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η δανειολήπτρια υποχρεούται να αποπληρώσει δεόντως και εγκαίρως τη χορηγηθείσα πίστωση, με περιοδικές πληρωμές βάσει μηνιαίων δόσεων, ο αριθμός, το ύψος και η ημερομηνία λήξεως των οποίων καθορίζονται στη σύμβαση. Η δανειολήπτρια δικαιούται να ζητήσει, χωρίς χρέωση, οποτεδήποτε καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων, στην οποία αναγράφονται οι δόσεις που πρέπει να καταβληθούν, οι όροι και οι προϋποθέσεις αποπληρωμής τους, περιλαμβανομένου του επιμερισμού του ποσού κάθε δόσεως, με μνεία της αποσβέσεως του κεφαλαίου, των τόκων και (ενδεχομένως) των πρόσθετων εξόδων.

20.      Οι πιστωτικοί όροι δεν περιλαμβάνουν λεπτομερέστερους κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό των τόκων επί του κεφαλαίου, ούτε διατάξεις που ορίζουν το τμήμα της μηνιαίας δόσεως (32,50 ευρώ) που χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή των τόκων και των εξόδων και το τμήμα που χρησιμοποιείται για την απόσβεση του κεφαλαίου.

21.      Η δανειολήπτρια κατέβαλε συνολικά δύο δόσεις βάσει της συμβάσεως. Στις 26 Απριλίου 2012 η δανειοδότρια κήρυξε καταβλητέο το σύνολο της πιστώσεως και ζήτησε την αποπληρωμή i) του οφειλόμενου κεφαλαίου, ii) των τόκων, iii) των τόκων υπερημερίας και iv) των ποινικών ρητρών καθυστερήσεως που προβλέπονται στη σύμβαση. Η δανειολήπτρια δεν προέβη σε καμία πληρωμή. Ως εκ τούτου, η δανειοδότρια άσκησε αγωγή αξιώνοντας το ποσό 1 155,52 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας, υπολογιζόμενων με ημερήσιο επιτόκιο 0,024 % επί του ποσού των 778,34 ευρώ, από τις 11 Φεβρουαρίου 2014 μέχρι την πλήρη εξόφληση.

22.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το εθνικό δίκαιο απαιτεί οι συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως να καταρτίζονται εγγράφως και να περιέχουν, μεταξύ άλλων, ορισμένες πληροφορίες σχετικά με το ποσό, τον αριθμό και τις ημερομηνίες λήξεως των δόσεων για την αποπληρωμή του κεφαλαίου, των τόκων και των λοιπών επιβαρύνσεων και, εν ανάγκη, πληροφορίες σχετικά με την εξόφληση (21). Σύμβαση πιστώσεως μη υπογραφείσα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συνάδει τους εθνικούς κανόνες και συνεπώς είναι άκυρη (22). Στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι πληροφορίες αυτές (που αποτελούν μέρος των υποχρεωτικών πληροφοριών) περιέχονται στους μη υπογεγραμμένους γενικούς συμβατικούς όρους. Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν η σύμβαση καταναλωτικής πίστεως που καταρτίστηκε στις 29 Ιουνίου 2011 είναι έγκυρη. Με τα δεδομένα αυτά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί επτά ερωτημάτων τα οποία, διατυπωμένα σε περίληψη, γίνονται ίσως πιο εύκολα κατανοητά:

Ερωτήματα 1 και 2

–        Ποια είναι η έννοια της εκφράσεως «εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου» που περιέχεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, στοιχείο ιγʹ, της οδηγίας 2008/48; — Καλύπτει η έννοια αυτή μόνο το έντυπο έγγραφο που υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη για τη σύμβαση πιστώσεως; — Πρέπει το έγγραφο αυτό να περιέχει τις υποχρεωτικές πληροφορίες που ορίζει το άρθρο 10, παράγραφος 2; — Συνάδει προς τις απαιτήσεις του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 η περίπτωση κατά την οποία οι υποχρεωτικές πληροφορίες περιλαμβάνονται σε χωριστό έγγραφο, όπως αυτό που περιέχει τους γενικούς συμβατικούς όρους, το οποίο δεν είναι υπογεγραμμένο από τα συμβαλλόμενα μέρη της συμβάσεως πιστώσεως, και η σύμβαση πιστώσεως παραπέμπει στο έγγραφο αυτό;

–        Σε ποια έκταση εναρμονίζει η οδηγία 2008/48 πλήρως τους κανόνες που αφορούν τις πληροφορίες που πρέπει να περιέχει η σύμβαση πιστώσεως για τους σκοπούς του άρθρου 10, παράγραφος 1 και 2, ώστε οι εν λόγω διατάξεις να αντιτίθενται σε εθνικούς κανόνες που i) απαιτούν οι υποχρεωτικές πληροφορίες να περιέχονται σε ενιαίο έγγραφο υπογεγραμμένο από τα συμβαλλόμενα μέρη ή ii) έχουν την έννοια ότι δεν αναγνωρίζουν πλήρη έννομα αποτελέσματα στη σύμβαση πιστώσεως επειδή μέρος των υποχρεωτικών πληροφοριών περιλαμβάνεται σε χωριστό έγγραφο, όπως αυτό που περιέχει τους γενικούς συμβατικούς όρους;

Ερωτήματα 3 και 4

–        Έχει η έκφραση «περιοδικότητα των καταβολών» που περιέχεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2008/48 την έννοια ότι ο δανειοδότης υποχρεούται να προσδιορίζει στη σύμβαση πιστώσεως την ακριβή ημερομηνία λήξεως των επιμέρους δόσεων ή αρκεί να αναφέρει την ημερομηνία λήξεως των επιμέρους δόσεων με παραπομπή σε αντικειμενικώς προσδιορίσιμα στοιχεία; — Αν ισχύει η δεύτερη περίπτωση, μπορούν οι πληροφορίες αυτές να περιέχονται σε χωριστό έγγραφο, στο οποίο παραπέμπει η σύμβαση πιστώσεως, όπως το έγγραφο που περιέχει τους γενικούς συμβατικούς όρους, το οποίο δεν υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη;

Ερωτήματα 5 και 6

–        Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, σε συνδυασμό με το στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2008/48, την έννοια ότι η σύμβαση πιστώσεως ορισμένης διάρκειας, κατά την οποία η αποπληρωμή του κεφαλαίου γίνεται με την καταβολή δόσεων, δεν πρέπει οπωσδήποτε να περιέχει πίνακα χρεολυσίων, αλλά οι πληροφορίες αυτές μπορούν να παρέχονται από τον δανειοδότη στον δανειολήπτη μετά από αίτησή του; Ή απαιτείται ο δανειοδότης να παρέχει πίνακα χρεολυσίων στη σύμβαση πιστώσεως από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμβάσεως αυτής και έχει ο δανειολήπτης επιπλέον το δικαίωμα να ζητεί πίνακα χρεολυσίων κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως πιστώσεως που να αναφέρει το χρονοδιάγραμμα καταβολής δόσεων από την ημερομηνία του εν λόγω αιτήματος; Είναι οι κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, απαιτήσεις πληροφορήσεως πλήρως εναρμονισμένες με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, οπότε τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαιτούν η σύμβαση πιστώσεως να περιέχει πίνακα χρεολυσίων;

Ερώτημα 7

–        Αν ο δανειοδότης δεν παράσχει το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών που απαιτούνται από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, είναι η κύρωση που επιβάλλεται από το εθνικό δίκαιο, σύμφωνα με την οποία η σύμβαση πιστώσεως θεωρείται ότι δεν περιλαμβάνει τόκους και έξοδα (υπό την έννοια ότι ο δανειολήπτης οφείλει να αποπληρώσει μόνο το ποσό του κεφαλαίου), ανάλογη για τους σκοπούς των άρθρων 1 και 23 της εν λόγω οδηγίας;

23.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Γερμανική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Φεβρουαρίου 2016, η Σλοβακική Δημοκρατία και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους.

 Νομική εκτίμηση

 Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος — Βαθμός εναρμονίσεως των διατυπώσεων που αφορούν τη σύναψη συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως

24.      Η νομοτεχνική επιλογή της παροχής πληροφοριών στους καταναλωτές βασίζεται στην αρχή ότι ένας καλά ενημερωμένος καταναλωτής είναι σε θέση να επιλέξει την πλέον συμφέρουσα προσφορά πιστώσεως και, επιπλέον, σκοπό έχει να διασφαλίσει ότι ο καταναλωτής γνωρίζει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σύμβαση καταναλωτικής πίστεως. Για την επίτευξη των σκοπών αυτών, οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν πρέπει να είναι εφήμερες, αλλά να μένουν σε μόνιμη βάση διαθέσιμες για τον καταναλωτή.

25.      Στο πλαίσιο αυτό, κατά το άρθρο 3, στοιχείο ιγʹ, της οδηγίας 2008/48, ως «σταθερό μέσο» νοείται «κάθε μέσο που επιτρέπει στον καταναλωτή να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική αναδρομή επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες, και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών». Δεν περιλαμβάνεται όμως ορισμός του όρου «εγγράφως». Συνεπώς, για την ερμηνεία του όρου αυτού, επιβάλλεται η προσφυγή στο σύνηθες νόημά του στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένων υπόψη του νομοθετικού πλαισίου και των σκοπών της οδηγίας 2008/48 (23).

26.      Στο πλαίσιο του άρθρου 10, παράγραφος 1, ο όρος «εγγράφως» αναφέρεται στο μέσο επί του οποίου καταρτίζεται η σύμβαση πιστώσεως και δίδεται στον καταναλωτή. Από την έκφραση «ή επί άλλου σταθερού μέσου» συνάγεται ότι ο όρος «εγγράφως» θεωρείται ότι αφορά συγκεκριμένη μορφή σταθερού μέσου ή τρόπου με τον οποίο η σύμβαση πιστώσεως γνωστοποιείται στον καταναλωτή για τους σκοπούς της οδηγίας 2008/48. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10, παράγραφος 1, ορίζει ότι όλα τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να λαμβάνουν από ένα αντίγραφο της συμβάσεως πιστώσεως. Εξ αυτού συνάγεται επίσης ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, αφορά το μέσο επί του οποίου η εν λόγω συμφωνία κατέστη διαθέσιμη στον καταναλωτή.

27.      Σύμβαση πιστώσεως που συντάσσεται εγγράφως έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά που ικανοποιούν τις απαιτήσεις του άρθρου 3, στοιχείο ιγʹ, της οδηγίας 2008/48 (ορισμός του «σταθερού μέσου»): παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά σε αυτόν και διασφαλίζει ότι το περιεχόμενο της συμβάσεως πιστώσεως δεν μεταβάλλεται και οι πληροφορίες είναι προσβάσιμες για επαρκές χρονικό διάστημα. Τούτο συμβαδίζει με τον σκοπό επιτεύξεως υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή, ιδίως μέσω της διασφαλίσεως ότι ο καταναλωτής γνωρίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από οποιαδήποτε σύμβαση πιστώσεως.

28.      Η ίδια προσέγγιση εκφράζεται και σε άλλες διατάξεις της οδηγίας 2008/48 σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών να λαμβάνουν πληροφορίες που αφορούν τη σύμβαση πιστώσεως (24).

29.      Επομένως, η απαίτηση ότι η σύμβαση πιστώσεως πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως συνεπάγεται επίσης ότι η σύμβαση αυτή πρέπει να περιβάλλεται έγγραφο τύπο —τούτο συνάδει με το σύνηθες νόημα της απαιτήσεως του άρθρου 10, παράγραφος 1, για έγγραφη κατάρτιση της συμβάσεως πιστώσεως.

30.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει στην απόφαση περί παραπομπής (και τούτο επιβεβαιώνεται από τη Σλοβακική Κυβέρνηση και την Επιτροπή) ότι στο σλοβακικό κείμενο του άρθρου 10, παράγραφος 1, ο όρος «εγγράφως» αποδίδεται ως «písomne» που μεταφράζεται κατά γράμμα ως «έγγραφος τύπος». Πάντως, η επιλεγείσα διατύπωση αντανακλά την απαίτηση του εθνικού δικαίου για υπογραφή του εγγράφου από τα συμβαλλόμενα μέρη και δεν εξομοιώνεται πλήρως με τον όρο «εγγράφως» που χρησιμοποιείται σε ορισμένες άλλες γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας 2008/48 (25).

31.      Κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση αποκλίσεως μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων νομοθετήματος της Ένωσης, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τον σκοπό και τη γενική οικονομία της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί μέρος (26).

32.      Στο πλαίσιο του άρθρου 10, παράγραφος 1, η έκφραση «εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου» αποτελεί έννοια του δικαίου της Ένωσης και, επομένως, πρέπει να έχει την ίδια εννοιολογική σημασία σε όλα τα κράτη μέλη. Από τα ανωτέρω σημεία 24 και 26 συνάγεται ότι οι εν λόγω όροι αναφέρονται στα μέσα με τα οποία δίδεται η σύμβαση πιστώσεως στον καταναλωτή.

33.      Προσθέτω ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις εξ αποστάσεως πωλήσεις, ο όρος «έγγραφος τύπος» ερμηνεύθηκε ως συνώνυμο του όρου «εγγράφως» (27). Στην απόφαση Content Services, το Δικαστήριο εξέτασε αν η εμπορική πρακτική που ακολουθεί η οικεία επιχείρηση, σύμφωνα με την οποία καθίσταται δυνατή η πρόσβαση των καταναλωτών στις προσυμβατικές πληροφορίες, που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, μόνο μέσω υπερσυνδέσμου περιλαμβανόμενου σε ιστοσελίδα της οικείας επιχειρήσεως, ικανοποιεί την απαίτηση διασφαλίσεως ότι ο καταναλωτής έλαβε έγγραφη επιβεβαίωση των αναγκαίων πληροφοριών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος «έγγραφος τύπος» συνιστά εναλλακτική δυνατότητα ενός «άλλου σταθερού μέσου» (28).

34.      Επομένως, μολονότι σύμφωνα με τη σλοβακική απόδοση της οδηγίας η απαίτηση του άρθρου 10, παράγραφος 1, ικανοποιείται όταν η σύμβαση πιστώσεως περιβάλλεται «έγγραφο τύπο» και όχι όταν καταρτίζεται «εγγράφως», θεωρώ ότι οι δύο αυτές εκφράσεις ταυτίζονται εννοιολογικά για τους σκοπούς της διατάξεως αυτής.

35.      Ο ορισμός της «σύμβασης πίστωσης» προβλέπεται στο άρθρο 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/48. Από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 10, παράγραφος 2, συνάγεται ότι οι πληροφορίες που προβλέπει η διάταξη αυτή πρέπει να περιλαμβάνονται σε κάθε σύμβαση πιστώσεως. Μολονότι οι εν λόγω πληροφορίες και η σύμβαση πιστώσεως αυτή καθ’ εαυτήν δεν απαιτείται να ενσωματώνονται σε ενιαίο έγγραφο, ωστόσο κάθε σύμβαση πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου για την τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 10, παράγραφος 1.

36.      Η άποψη αυτή ενισχύεται από την οικονομία της οδηγίας 2008/48. Οι πληροφορίες πριν από τη σύναψη της συμβάσεως που διέπονται από το άρθρο 5 δεν απαιτείται να ενσωματώνονται στο ίδιο έγγραφο με αυτό της προσφοράς (άρθρο 5, παράγραφος 1). Οι εν λόγω πληροφορίες αναγράφονται σε ειδικό έγγραφο, τις τυποποιημένες ευρωπαϊκές πιστωτικές πληροφορίες (29). Επομένως, δεν αντίκειται στο ρυθμιστικό πλαίσιο της οδηγίας 2008/48 η αναγραφή των υποχρεωτικών πληροφοριών σε έγγραφο χωριστό από αυτό της συμβάσεως πιστώσεως.

37.      Από κανένα στοιχείο του άρθρου 10 δεν προκύπτει ότι η σύμβαση πιστώσεως πρέπει να υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη ή ότι πρέπει να ενσωματώνεται σε ενιαίο έγγραφο (30). Από τη διατύπωση ότι το άρθρο 10 ισχύει «υπό την επιφύλαξη τυχόν εθνικών κανόνων όσον αφορά το κύρος της σύναψης συμβάσεων πίστωσης», σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 30, η οποία εκθέτει ότι η οδηγία 2008/48 δεν ρυθμίζει το δίκαιο των συμβάσεων που διέπει το κύρος των συμβάσεων πιστώσεως, συνάγεται ότι η εν λόγω διάταξη δεν ρυθμίζει ζητήματα που αφορούν τις διατυπώσεις συνάψεως συμβάσεων.

38.      Το εύρος του περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας που έχουν τα κράτη μέλη για να εισάγουν ή να διατηρούν εθνικούς κανόνες όσον αφορά τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως αποτελεί διαφιλονικούμενο ζήτημα. Ο ακριβής καθορισμός του σημείου εκείνου όπου οι εναρμονισμένοι κανόνες εξαλείφουν αυτή τη διακριτική ευχέρεια είναι δυσχερής, και όμως αυτό ακριβώς είναι το σημείο ως προς το οποίο το αιτούν δικαστήριο ζητεί καθοδήγηση.

39.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 9 και 10, η ανωτέρω οδηγία προβλέπει πλήρη εναρμόνιση όσον αφορά τις συμβάσεις πιστώσεως οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να διατηρούν ή να εισάγουν εθνικές διατάξεις πέραν των προβλεπομένων από την οδηγία 2008/48, όσον αφορά τα ζητήματα τα οποία είναι όντως εναρμονισμένα (31).

40.      Πάντως, από το άρθρο 1 καθίσταται σαφές ότι η οδηγία 2008/48 έχει ως σκοπό την εναρμόνιση μόνο ορισμένων πτυχών των κανόνων των κρατών μελών που διέπουν τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως. Όπου δεν υπάρχει εναρμόνιση, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να διατηρούν ή να εισάγουν εθνικούς κανόνες.

41.      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη σύμβαση πιστώσεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/48. Επομένως, είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί το εύρος της εναρμονίσεως σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης.

42.      Από τη διατύπωση του άρθρου 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/48, προκύπτει ότι η τελευταία εναρμονίζει το είδος των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις πιστώσεως: η σύμβαση πιστώσεως πρέπει να παρέχει στον καταναλωτή πληροφορίες για κάθε ένα από τα 22 στοιχεία που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη. Επιπλέον, η οδηγία 2008/48 ορίζει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να παρέχονται οι πληροφορίες του άρθρου 10, παράγραφος 2 (εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου), και απαιτεί οι εν λόγω πληροφορίες να προσδιορίζονται «[…] με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο […]».

43.      Μολονότι είναι αληθές ότι το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει τυπικές απαιτήσεις σε άλλους τομείς, όπως για τη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (32), αντίστοιχα ζητήματα τυπικών διατυπώσεων όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/48. Επομένως, η οδηγία 2008/48 δεν εναρμονίζει το ζήτημα αν η σύμβαση πιστώσεως πρέπει να φέρει υπογραφή ή αν οι υποχρεωτικές πληροφορίες και οι όροι χορηγήσεως της πιστώσεως πρέπει να περιλαμβάνονται σε ενιαίο έγγραφο.

44.      Η ακριβής θέση του σλοβακικού εθνικού δικαίου δεν είναι απολύτως σαφής. Αφενός, ο σλοβακικός Αστικός Κώδικας ορίζει ότι δικαιοπραξία που περιβάλλεται έγγραφο τύπο είναι έγκυρη μόνο αν φέρει την υπογραφή των προσώπων που δεσμεύονται από αυτήν (33). Αφετέρου, ο σλοβακικός Εμπορικός Κώδικας φαίνεται να επιτρέπει οι γενικοί συμβατικοί όροι φορέων να ενσωματώνονται σε σύμβαση πιστώσεως ως μέρος του περιεχομένου της συμβάσεως αυτής μέσω παραπομπών (34). Ο νόμος περί καταναλωτικής πίστεως προβλέπει το υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως (35). Το Δικαστήριο όμως δεν γνωρίζει τον ακριβή τρόπο αλληλεπιδράσεως των εν λόγω διαφορετικών διατάξεων του εθνικού δικαίου.

45.      Από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η σύμβαση πιστώσεως αυτή καθ’ εαυτήν (η οποία φέρει την υπογραφή της δανειολήπτριας) περιλάμβανε ορισμένα στοιχεία από τις υποχρεωτικές πληροφορίες που ορίζει το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48. Οι γενικοί συμβατικοί όροι της δανειοδότριας, οι οποίοι φαίνεται να περιλαμβάνουν ορισμένα (ενδεχομένως, όχι όλα) από τα λοιπά στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών, δεν φέρουν τις υπογραφές της δανειολήπτριας και της δανειοδότριας. Δεν είναι σαφές αν —και σε καταφατική περίπτωση, σε ποιον βαθμό— η υπογεγραμμένη σύμβαση πιστώσεως επέστησε την προσοχή της δανειολήπτριας στο ακριβές σημείο των γενικών συμβατικών όρων όπου θα μπορούσε να αναζητήσει τα στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών που δεν περιλαμβάνονταν στην υπογεγραμμένη σύμβαση πιστώσεως.

46.      Προκειμένου να συνδράμω το Δικαστήριο στην καθοδήγηση του εθνικού δικαστηρίου, προσεγγίζω το ζήτημα ως ακολούθως.

47.      Πρώτον, αντιβαίνει προς την οδηγία 2008/48 εθνικός κανόνας που απαιτεί όλες οι υποχρεωτικές πληροφορίες να παρέχονται εγγράφως με ενιαίο, υπογεγραμμένο έγγραφο;

48.      Είμαι της γνώμης ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική. Οι υποχρεωτικές πληροφορίες θα προσδιορίζονται εγγράφως και θα παρέχονται όλες στον καταναλωτή, ικανοποιώντας έτσι τις προϋποθέσεις του άρθρου 10, παράγραφος 1 και 2. Η προσοχή του καταναλωτή θα κατευθύνεται αμέσως σε όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για να προβεί σε τεκμηριωμένη επιλογή, επειδή οι πληροφορίες αυτές θα περιέχονται σε ενιαίο έγγραφο. Συνεπώς, μια τέτοια απαίτηση στο εθνικό δίκαιο θα προωθούσε τον σκοπό της οδηγίας για διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και θεωρώ ότι δεν θα αποτελούσε εμπόδιο για την επίτευξη των λοιπών σκοπών της οδηγίας, δηλαδή την προώθηση της ενιαίας αγοράς (36). Η οδηγία 2008/48 δεν απαιτεί οι υποχρεωτικές πληροφορίες να περιλαμβάνονται σε ενιαίο, υπογεγραμμένο έγγραφο, αλλά και δεν απαγορεύει μια τέτοια ρύθμιση.

49.      Τούτο δεν συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη είναι απολύτως ελεύθερα να επιβάλλουν πρόσθετες διατυπώσεις για τη σύναψη συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως. Ως παράδειγμα αναφέρω το εξής: κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο έθεσε την ερώτηση αν θα ήταν αποδεκτή η απαίτηση για υπογραφή κάθε συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη ενώπιον συμβολαιογράφου. Μια τέτοια ρύθμιση όντως δύναται να ενισχύσει την προστασία των καταναλωτών. Ωστόσο, θα μετέβαλλε σημαντικά την ισορροπία που έχει επιτύχει η οδηγία για την επίτευξη του διττού σκοπού της που αφορά, αφενός, την υψηλού επιπέδου προστασία των καταναλωτών και, αφετέρου, την προώθηση της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς, σε βάρος προφανώς του δεύτερου σκοπού. Θα υποχρέωνε και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη (αν και πιθανότατα οι δανειοδότες θα υφίσταντο πρωτίστως τη μεγαλύτερη επιβάρυνση) να τηρούν νομικές διατυπώσεις που θα προκαλούσαν σημαντικά υψηλότερες δαπάνες και, επίσης, θα μπορούσε να λειτουργήσει σε βάρος δανειοδοτών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος από αυτό της διαμονής του καταναλωτή. Για τον λόγο αυτόν, θεωρώ ότι η εν λόγω απαίτηση βρίσκεται εκτός του περιθωρίου της διακριτικής ευχέρειας που έχουν τα κράτη μέλη κατά τη διατύπωση των εθνικών απαιτήσεων για την κατάρτιση των συμβάσεων αυτών.

50.      Δεύτερον, αντιβαίνει προς την οδηγία 2008/48 εθνικός κανόνας που επιτρέπει όπως στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών περιέχονται σε έγγραφο σχετικό με τους γενικούς συμβατικούς όρους του δανειοδότη, και όχι στην (υπογεγραμμένη) σύμβαση καταναλωτικής πίστεως αυτή καθ’ εαυτήν;

51.      Είμαι της γνώμης ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι και πάλι αρνητική, υπό ορισμένες πρόσθετες προϋποθέσεις. Όπως προελέχθη, οι υποχρεωτικές πληροφορίες θα προσδιορίζονται εγγράφως και θα παρέχονται όλες στον καταναλωτή (καίτοι κατανεμημένες μεταξύ δύο εγγράφων), ικανοποιώντας έτσι τις προϋποθέσεις του άρθρου 10, παράγραφος 1 και 2. Καλά έως εδώ. Ωστόσο, όταν οι πληροφορίες κατανέμονται μεταξύ δύο εγγράφων, υπάρχει εμφανής κίνδυνος στην πράξη να μην δοθεί η δυνατότητα στον καταναλωτή να αξιολογήσει πλήρως, τεκμηριωμένα και εγκαίρως την προτεινόμενη σε αυτόν συμφωνία, όπως προβλέπει η οδηγία 2008/48.

52.      Θεωρώ, επομένως, ότι, για να είναι αποδεκτή μια τέτοια ρύθμιση, θα πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες ελάχιστες πρόσθετες προϋποθέσεις, υπό την έννοια ότι αυτές θα πρέπει να προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο: i) τα χωριστά έγγραφα που περιλαμβάνουν ως σύνολο όλες τις υποχρεωτικές πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται στον καταναλωτή ταυτόχρονα και πριν από τη σύναψη της συμβάσεως (ώστε να δίνεται η δυνατότητα στον καταναλωτή να έχει πρόσβαση στην προτεινόμενη ρύθμιση πριν συμφωνήσει να δεσμευθεί από αυτήν), ii) η σύμβαση πιστώσεως, αυτή καθ’ εαυτήν, θα πρέπει να περιλαμβάνει σαφείς και ακριβείς παραπομπές στις ορθές συγκεκριμένες ενότητες των γενικών συμβατικών όρων του δανειοδότη, παρέχοντας έτσι στον καταναλωτή τη δυνατότητα να εντοπίσει επακριβώς κάθε στοιχείο των υποχρεωτικών πληροφοριών που δεν περιλαμβάνεται στη σύμβαση πιστώσεως (37), iii) θα πρέπει να υπάρχει σαφής απόδειξη ότι ο καταναλωτής όντως έλαβε εγκαίρως (και σε κάθε περίπτωση, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως) το σύνολο των υποχρεωτικών πληροφοριών.

53.      Στο εθνικό δικαστήριο, ως αρμόδιο να κρίνει επί της ουσίας και να ερμηνεύσει τον τρόπο λειτουργίας του εθνικού δικαίου, απόκειται να διαπιστώσει αν οι εθνικοί κανόνες συνάδουν με τις παρούσες διευκρινίσεις και αν, επομένως, αντιβαίνουν ή όχι στην οδηγία 2008/48.

54.      Συνεπώς, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η έκφραση «εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου» που περιέχεται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2008/48 καλύπτει τόσο τους συνομολογούμενους από τα συμβαλλόμενα μέρη όρους της συμβάσεως πιστώσεως όσο και τα στοιχεία των πληροφοριών που απαριθμούνται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, τα οποία αποτελούν μέρος της συμβάσεως πιστώσεως. Το άρθρο 10 δεν επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη την υποχρέωση να υπογράφουν τη σύμβαση πιστώσεως ούτε απαιτεί οι πληροφορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, να παρέχονται με ενιαίο έγγραφο. Εθνικός κανόνας που προβλέπει ότι όλες οι υποχρεωτικές πληροφορίες πρέπει να παρέχονται με ενιαίο, υπογεγραμμένο έγγραφο δεν αντιβαίνει προς την οδηγία 2008/48. Ομοίως, δεν αντιβαίνει προς την οδηγία 2008/48 εθνικός κανόνας που επιτρέπει όπως στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών παρέχονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου με τους γενικούς συμβατικούς όρους του δανειοδότη, και όχι με αυτή καθ’ εαυτήν την (υπογεγραμμένη) σύμβαση καταναλωτικής πίστεως, υπό την προϋπόθεση όμως ότι πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις: i) τα χωριστά έγγραφα που περιλαμβάνουν τις υποχρεωτικές πληροφορίες παρέχονται στον καταναλωτή ταυτόχρονα και πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, ii) η σύμβαση πιστώσεως περιλαμβάνει σαφείς και ακριβείς παραπομπές στις υποχρεωτικές πληροφορίες και αναφέρει τα σημεία όπου αυτές εντοπίζονται στους γενικούς συμβατικούς όρους του δανειοδότη και iii) ο δανειοδότης είναι σε θέση να αποδείξει ότι παρέδωσε στον καταναλωτή τις υποχρεωτικές πληροφορίες πριν από τη σύναψη της συμβάσεως. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει αν οι εθνικοί κανόνες συνάδουν με τις ανωτέρω προϋποθέσεις και αν, επομένως, αντιβαίνουν ή όχι στην οδηγία 2008/48.

 Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος — υποχρεωτικές πληροφορίες που αφορούν την περιοδικότητα των καταβολών (άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ)

55.      Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2008/48 ορίζει ότι το ποσό, ο αριθμός και η περιοδικότητα των καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τον καταναλωτή αποτελούν στοιχεία υποχρεωτικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στον καταναλωτή. Η εν λόγω διάταξη δεν απαιτεί η σύμβαση πιστώσεως να προσδιορίζει την ακριβή ημερομηνία λήξεως των επιμέρους δόσεων. Υπάρχει κάποια επικάλυψη μεταξύ των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους καταναλωτές ως προσυμβατικές πληροφορίες (άρθρο 5) και του χρόνου συνάψεως της συμβάσεως (άρθρο 10) (38). Τούτο συνάδει με τον σκοπό της οδηγίας 2008/48 για προστασία των καταναλωτών. Ο καταναλωτής πρέπει να γνωρίζει τον χρόνο λήξεως των καταβολών της χορηγηθείσας πιστώσεως. Πάντως, ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται όταν ο δανειοδότης χρησιμοποιεί αντικειμενικώς προσδιορίσιμα στοιχεία. Μια προφανής μέθοδος είναι η παραπομπή σε ημερολόγιο και η χρήση μιας διατυπώσεως όπως αυτή την οποία αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, π.χ. «οι μηνιαίες δόσεις είναι πληρωτέες έως την 15η ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα».

56.      Από το ιστορικό της νομοθετικής ρυθμίσεως προκύπτει ότι με την οδηγία 90/88/ΕΟΚ (39), με την οποία η εν λόγω ρύθμιση προστέθηκε στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ (40), εισήχθη αρχικά η υποχρέωση αναγραφής του ποσού, του αριθμού και της περιοδικότητας ή των ημερομηνιών των δόσεων. Η ανωτέρω οδηγία ρητώς παρείχε στους πιστωτές τη δυνατότητα να επιλέξουν την αναγραφή είτε του αριθμού και της περιοδικότητας είτε των ημερομηνιών των δόσεων. Κατ’ εμέ, η ισχύουσα διατύπωση δεν εισάγει οποιαδήποτε (νέα) απαίτηση που καθιστά υποχρεωτική την αναγραφή των ημερομηνιών.

57.      Συνεπώς, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η έκφραση «περιοδικότητα των καταβολών» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2008/48 δεν επιβάλλει στον δανειστή να αναγράφει στη σύμβαση πιστώσεως την ακριβή ημερομηνία λήξεως των επιμέρους δόσεων.

 Επί του πέμπτου και του έκτου ερωτήματος — υποχρεωτικές πληροφορίες που αφορούν τον πίνακα χρεολυσίων (άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ)

58.      Σε περίπτωση μειώσεως του κεφαλαίου συμβάσεως πιστώσεως που έχει σταθερή διάρκεια, ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να παραλαμβάνει, κατόπιν αιτήσεως και δωρεάν, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της συμβάσεως πιστώσεως, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ο πίνακας αυτός πρέπει να περιλαμβάνεται επίσης στη σύμβαση πιστώσεως που συνάπτεται από τα συμβαλλόμενα μέρη.

59.      Κατά την άποψή μου, όχι.

60.      Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, εναρμονίζει ορισμένες πτυχές των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την απαίτηση παροχής πίνακα χρεολυσίων και το περιεχόμενο του πίνακα αυτού. Επομένως, οι κανόνες που προβλέπουν το πότε μπορεί να ζητηθεί πίνακας και τις πληροφορίες που πρέπει να περιέχει αυτός είναι πλήρως εναρμονισμένοι.

61.      Από τη διατύπωση του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, συνάγεται ότι ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει πίνακα χρεολυσίων οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της συμβάσεως πιστώσεως. Αν οι δανειοδότες υποχρεούνταν να παρέχουν πίνακα μόνο κατά την υπογραφή της συμβάσεως πιστώσεως, η φράση «[…] το δικαίωμα του καταναλωτή να παραλαμβάνει, κατόπιν αιτήσεως και δωρεάν, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων» θα καθίστατο περιττή και, επομένως, το δικαίωμα του καταναλωτή θα ήταν σε σημαντικό βαθμό λιγότερο χρήσιμο. Πίνακας χρεολυσίων που παρέχεται κατά τη σύναψη της συμβάσεως πιστώσεως είναι απλώς μια δήλωση προθέσεως σχετικά με αυτό που θα συμβεί. Δεν βοηθεί τον καταναλωτή να κατανοήσει σε ποιο στάδιο βρίσκεται για την αποπληρωμή της πιστώσεως. Για τον σκοπό αυτόν, πρέπει να ζητήσει επικαιροποιημένο πίνακα.

62.      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το άρθρο 10, παράγραφος 3, το οποίο σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, προβλέπει ότι ο δανειοδότης πρέπει να διαθέτει στον δανειολήπτη, κατόπιν αιτήσεως του τελευταίου, επικαιροποιημένο πίνακα χρεολυσίων.

63.      Συνεπώς, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, της οδηγίας 2008/48 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πίνακας χρεολυσίων πρέπει να παρέχεται σε περίπτωση μειώσεως του κεφαλαίου συμβάσεως πιστώσεως που έχει σταθερή διάρκεια και εφόσον έχει υποβληθεί σχετική αίτηση του καταναλωτή. Αν δεν συντρέχουν οι ανωτέρω δύο προϋποθέσεις, οι δανειοδότες δεν υποχρεούνται να παρέχουν αυτή την πληροφορία σύμφωνα με την οδηγία 2008/48. Δεν βλέπω να υπονομεύεται ο σκοπός της οδηγίας 2008/48 σε περίπτωση που εθνικός κανόνας επιβάλλει την παροχή πρόσθετου πίνακα επίσης κατά την έναρξη της συμβάσεως πιστώσεως. Επομένως, θεωρώ ότι δεν απαγορεύεται στα κράτη μέλη να εισάγουν κανόνα που να υποχρεώνει τους δανειστές να το πράξουν.

 Επί του εβδόμου ερωτήματος — αναλογικότητα της εθνικής κυρώσεως

64.      Με το τελευταίο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το άρθρο 11 του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως, το οποίο τιμωρεί την παράλειψη του δανειοδότη να παράσχει τις πληροφορίες του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48 (που μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο με τον νόμο περί καταναλωτικής πίστεως), θεωρώντας ότι η χορηγηθείσα πίστωση δεν περιλαμβάνει τόκους και έξοδα(41) (με αποτέλεσμα ο δανειολήπτης να οφείλει μόνο να αποπληρώσει το κεφάλαιο), ικανοποιεί το κατά το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/48 κριτήριο της αναλογικότητας.

65.      Το ερώτημα τίθεται πολύ γενικά και αφηρημένα. Τούτο, σε κάποιο βαθμό, είναι αναπόφευκτο. Το εθνικό δικαστήριο δεν έχει ακόμη λάβει την απαραίτητη καθοδήγηση από το Δικαστήριο για να μπορέσει να αποφασίσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 10 της οδηγίας 2008/48, όπως μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο, που διέπουν το περιεχόμενο μιας συμβάσεως πιστώσεως. Και αν δεν υπάρχει παράβαση των εθνικών διατάξεων που μεταφέρουν αυτές τις υποχρεωτικές προϋποθέσεις, δεν υπάρχει και αίτημα για εφαρμογή κυρώσεων. Είναι όμως σαφές ότι το ερώτημα δεν είναι υποθετικό ή αλυσιτελές όσον αφορά τη διαφορά που έφθασε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Αν το εθνικό δικαστήριο αποφασίσει ότι υπήρξε παράβαση, θα πρέπει να εφαρμόσει μια «αποτελεσματική, αναλογική και αποτρεπτική» κύρωση.

66.      Το άρθρο 23 της οδηγίας ορίζει, αφενός, ότι το σύστημα των εφαρμοστέων κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεως των εθνικών διατάξεων που καθορίζουν τις υποχρεωτικές πληροφορίες των συμβάσεων πιστώσεως πρέπει να προβλέπει κυρώσεις που να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και, αφετέρου, ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζουν την επιβολή των κυρώσεων αυτών. Εντός των ορίων αυτών, η επιλογή των κυρώσεων εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών (42). Το Δικαστήριο έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι η αυστηρότητα των κυρώσεων πρέπει να συνάδει με τη σοβαρότητα των παραβάσεων τις οποίες αυτές κολάζουν, ιδίως διασφαλίζοντας όντως ένα αποτρεπτικό αποτέλεσμα, τηρουμένης της γενικής αρχής της αναλογικότητας (43).

67.      Η κύρωση που αναφέρει το εθνικό δικαστήριο έχει ως έννομο αποτέλεσμα, αφενός, να αφαιρεί από τον δανειοδότη όλο το κέρδος που θα αποκόμιζε από τη συναλλαγή (ή, άλλως, τον υποχρεώνει να παραιτηθεί από το εισόδημα που θα ελάμβανε από το χορηγηθέν δάνειο) και, αφετέρου, να του επιβάλλει να αναλάβει τα έξοδα για την εξυπηρέτηση της πιστώσεως και την είσπραξη του κεφαλαίου από τον δανειολήπτη. Σαφώς είναι εύλογο να θεωρείται ότι μια τέτοια κύρωση θα είναι τόσο αποτελεσματική όσο και αποτρεπτική.

68.      Τι ισχύει όμως σχετικά με την αναλογικότητα μιας τέτοιας κυρώσεως;

69.      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση (44). Η απόφαση περί παραπομπής αναφέρει (στο κείμενο του έβδομου ερωτήματος) ότι πρόκειται για διάταξη εθνικού δικαίου «κατά την οποία η έλλειψη του μεγαλύτερου μέρους των στοιχείων της συμβάσεως πιστώσεως που απαιτούνται από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας συνεπάγεται ότι η χορηγηθείσα πίστωση θεωρείται ότι δεν περιλαμβάνει τόκους και έξοδα» (η υπογράμμιση δική μου). Εντούτοις, δεν διευκρινίζει την έννοια του «μεγαλύτερου μέρους των στοιχείων» ούτε αν το εθνικό δίκαιο θεωρεί ορισμένα από τα 22 στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας πιο ουσιώδη από άλλα (ώστε η παράλειψή τους να κρίνεται πιο σοβαρή), και δεν προσδιορίζει το ακριβές σημείο (υπό την έννοια της σοβαρότητας της παραβάσεως) που επιφέρει την επιβολή της κυρώσεως.

70.      Επομένως, απαντώντας στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα, προτείνω όπως το Δικαστήριο καλέσει το εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν τα στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48 που παραλείφθηκαν στη σύμβαση καταναλωτικής πιστώσεως είναι τόσο σημαντικά ώστε να υπονομεύεται η ικανότητα του καταναλωτή να αξιολογήσει τη σκοπιμότητα συνάψεως της πιστώσεως, προκειμένου να αποφανθεί αν η κύρωση που υποχρεώνει τον δανειοδότη να παραιτηθεί από κάθε τόκο και να καταβάλει όλα τα έξοδα σχετικά με τη σύμβαση πιστώσεως είναι αναλογική ή αν μια λιγότερο επαχθής κύρωση είναι πιο κατάλληλη.

 Πρόταση

71.      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Okresný súd Dunajská Streda (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της Dunajská Streda, Σλοβακία) ως εξής:

–        Η έκφραση «εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου» που περιέχεται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, αφορά το μέσο επί του οποίου καταρτίζεται η σύμβαση πιστώσεως και δίδεται στον καταναλωτή. Η έκφραση αυτή καλύπτει τόσο τους συνομολογηθέντες από τα συμβαλλόμενα μέρη όρους της συμβάσεως πιστώσεως όσο και τα στοιχεία των πληροφοριών που απαριθμούνται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, τα οποία αποτελούν μέρος της συμβάσεως πιστώσεως. Το άρθρο 10 δεν επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη την υποχρέωση να υπογράφουν τη σύμβαση πιστώσεως ούτε απαιτεί οι πληροφορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, να παρέχονται με ενιαίο έγγραφο. Εθνικός κανόνας που προβλέπει ότι όλες οι υποχρεωτικές πληροφορίες πρέπει να παρέχονται με ενιαίο, υπογεγραμμένο έγγραφο δεν αντιβαίνει προς την οδηγία 2008/48. Ομοίως, δεν αντιβαίνει προς την οδηγία 2008/48 εθνικός κανόνας που επιτρέπει όπως στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών παρέχονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου στους γενικούς συμβατικούς όρους του δανειοδότη, και όχι στην (υπογεγραμμένη) σύμβαση καταναλωτικής πίστεως αυτή καθ’ εαυτήν. Τούτο όμως τελεί υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις: i) τα χωριστά έγγραφα που περιλαμβάνουν τις υποχρεωτικές πληροφορίες παρέχονται στον καταναλωτή ταυτόχρονα και πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, ii) η σύμβαση πιστώσεως περιλαμβάνει σαφείς και ακριβείς παραπομπές στις υποχρεωτικές πληροφορίες και αναφέρει τα σημεία όπου αυτές εντοπίζονται στους γενικούς συμβατικούς όρους του δανειοδότη και iii) ο δανειοδότης είναι σε θέση να αποδείξει ότι παρέδωσε στον καταναλωτή τις υποχρεωτικές πληροφορίες πριν από τη σύναψη της συμβάσεως. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει αν οι εθνικοί κανόνες συνάδουν με τις ανωτέρω προϋποθέσεις και αν, επομένως, αντιβαίνουν ή όχι προς την οδηγία 2008/48.

–        Η έκφραση «περιοδικότητα των καταβολών» που περιέχεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2008/48 δεν επιβάλλει στον δανειστή να αναγράφει στη σύμβαση πιστώσεως την ακριβή ημερομηνία λήξεως των επιμέρους δόσεων.

–        Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, της οδηγίας 2008/48 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πίνακας χρεολυσίων πρέπει να παρέχεται σε περίπτωση μειώσεως του κεφαλαίου συμβάσεως πιστώσεως που έχει σταθερή διάρκεια και εφόσον έχει υποβληθεί σχετική αίτηση του καταναλωτή. Ωστόσο, η οδηγία 2008/48 δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να απαιτούν από τους δανειοδότες να παρέχουν πρόσθετο πίνακα χρεολυσίων επίσης κατά την έναρξη ισχύος της συμβάσεως πιστώσεως.

–        Στον εθνικό δικαστή απόκειται να εκτιμήσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν τα στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48 που παραλείφθηκαν στη σύμβαση καταναλωτικής πίστεως είναι τόσο σημαντικά ώστε να υπονομεύεται η ικανότητα του καταναλωτή να αξιολογήσει τη σκοπιμότητα της συνάψεως της πιστώσεως, προκειμένου να αποφανθεί αν η κύρωση που υποχρεώνει τον δανειοδότη να παραιτηθεί από κάθε τόκο και να καταβάλει όλα τα έξοδα σχετικά με τη σύμβαση πιστώσεως είναι αναλογική ή αν μια λιγότερο επαχθής κύρωση είναι πιο κατάλληλη.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 —      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66· στο εξής: οδηγία 2008/48).


3 —      Αιτιολογικές σκέψεις 7, 8, 9 και 10.


4 —      Αιτιολογική σκέψη 19.


5 —      Αιτιολογική σκέψη 30.


6 —      Αιτιολογική σκέψη 31.


7 —      Αιτιολογική σκέψη 47.


8 —      Βλ., επίσης, παράρτημα II, το οποίο επιγράφεται «Τυποποιημένες ευρωπαϊκές πιστωτικές πληροφορίες».


9 —      Οι διατάξεις αυτές αφορούν αντιστοίχως: συμβάσεις πιστώσεως που έχουν τη μορφή δυνατότητας υπεραναλήψεως (άρθρα 6 και 12)· το χρεωστικό επιτόκιο (άρθρο 11, παράγραφος 1)· συμβάσεις πιστώσεως αόριστης διάρκειας (άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2)· το δικαίωμα υπαναχωρήσεως (άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ)· την υπέρβαση (άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 2) και ορισμένες υποχρεώσεις των μεσιτών πιστώσεων έναντι των καταναλωτών (άρθρο 21, στοιχείο βʹ).


10 —      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (ΕΕ 1997, L 144, σ. 19· στο εξής: οδηγία για τις εξ αποστάσεως πωλήσεις). Η οδηγία αυτή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64).


11 —      Το άρθρο 4 παραθέτει σειρά πληροφοριών που αφορούν, ειδικότερα, την ταυτότητα του προμηθευτή, τα χαρακτηριστικά του αγαθού ή της υπηρεσίας, την τιμή, τα έξοδα παραδόσεως, τον τρόπο πληρωμής και την ύπαρξη δικαιώματος υπαναχωρήσεως.


12 —      Το άρθρο 7 της οδηγίας 2011/83 (που διαδέχθηκε την οδηγία 97/7) ορίζει ότι οι πληροφορίες πρέπει να παρέχονται «[…] σε χαρτί, ή αν συμφωνεί ο καταναλωτής, σε άλλο σταθερό μέσο».


13 —      Zákon č. 40/1964 Zb (νόμος 40/1964), όπως τροποποιήθηκε.


14 —      Άρθρο 40, παράγραφος 3, του σλοβακικού Αστικού Κώδικα.


15 —      Zákon č. 513/1991 Zb (νόμος 513/1991), όπως τροποποιήθηκε. Βλ. άρθρο 273 του Obchodný zákonník (σλοβακικού Εμπορικού Κώδικα).


16 —      Zákon č. 129/2010 Z. z. o spotrebiteľských úveroch a o iných úveroch a pôžičkách pre spotrebiteľov a o zmene a doplnení niektorých zákonov (νόμος 129/2010 περί καταναλωτικής πίστεως και λοιπών πιστώσεων και δανείων προς καταναλωτές, ο οποίος τροποποιεί και συμπληρώνει ορισμένους νόμους· στο εξής: νόμος περί καταναλωτικής πίστεως). Βλ. άρθρο 9 του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως.


17 —      Άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο k, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως.


18 —      Αντιλαμβάνομαι ότι ως «απόσβεση» εν προκειμένω νοείται η μείωση του χρέους μέσω περιοδικών καταβολών για πληρωμή κεφαλαίου και τόκων.


19 —      Άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο l, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως.


20 —      Άρθρο 11 του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως.


21 —      Βλ. σημεία 14 και 15 των παρουσών προτάσεων.


22 —      Βλ. σημείο 17 των παρουσών προτάσεων.


23 —      Βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2012, Content Services (C‑49/11, EU:C:2012:419, σκέψη 32).


24—      Βλ. σημείο 7 και υποσημείωση 9 των παρουσών προτάσεων.


25 —      Για παράδειγμα, το αγγλικό και το γαλλικό κείμενο. Βλ., περαιτέρω, σημείο 34 των παρουσών προτάσεων.


26 —      Απόφαση της 3ης Απριλίου 2008, Endendijk (C‑187/07, EU:C:2008:197, σκέψεις 22 έως 24).


27 —      Βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων.


28 —      Βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2012, Content Services (C‑49/11, EU:C:2012:419, σκέψεις 39 έως 42). Η Επιτροπή, στην πρόταση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002 [COM(2002) 443 τελικό, ΕΕ 2002, C 331E, σ. 200] που μετεξελίχθηκε στην οδηγία 2008/48, αναφέρει ότι ο ορισμός του «μόνιμου υποθέματος» είναι ο ίδιος με αυτόν που υπάρχει στην οδηγία για τις εξ αποστάσεως πωλήσεις (βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων).


29 —      Παράρτημα II της οδηγίας 2008/48.


30 —      Η μοναδική αναφορά σε υπογραφή που γίνεται στην οδηγία 2008/48 είναι στην αιτιολογική σκέψη 37, σχετικά με την υπογραφή συνδεδεμένων συμβάσεων πιστώσεως από τον καταναλωτή. Πάντως, η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν αφορά μια τέτοια σύμβαση και επομένως η αιτιολογική σκέψη 37 δεν ασκεί επιρροή.


31 —      Βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, SC Volksbank România (C‑602/10, EU:C:2012:443, σκέψη 38). Η επίμαχη σύμβαση πιστώσεως στην υπόθεση εκείνη δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/48.


32 —      Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 7, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (ΕΕ 2006, L 399, σ. 1). Ο σκοπός του κανονισμού είναι, μεταξύ άλλων, η απλούστευση, η επιτάχυνση και η μείωση των εξόδων της εκδικάσεως διαφορών για διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις.


33 —      Βλ. σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.


34 —      Βλ. σημείο 15 των παρουσών προτάσεων.


35 —      Βλ. σημείο 16 των παρουσών προτάσεων.


36 —      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 της οδηγίας 2008/48.


37 —      Ο δικαστής Denning του House of Lords εξέφρασε κάποτε την άποψη, αναφερόμενος σε έναν ευρέος φάσματος «γενικό όρο» που αποσκοπούσε στην απαλλαγή ευθύνης για αποζημίωση λόγω σωματικής βλάβης, ο οποίος ήταν αναρτημένος σε πίνακα ανακοινώσεων σε χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτων και φερόταν ότι είχε «ενσωματωθεί» σε σύμβαση σταθμεύσεως μέσω κάποιων εκφράσεων με ψιλά γράμματα τυπωμένων στο εισιτήριο που εξέδιδε αυτόματο μηχάνημα, ότι ήταν «τόσο ευρύς και τόσο επιζήμιος για τα δικαιώματα, ώστε κανένα πρόσωπο δεν πρέπει να δεσμεύεται βάσει αυτού με δικαστική απόφαση, εκτός αν εφιστάται η προσοχή του στον όρο αυτόν με τον πιο σαφή τρόπο […] Επαρκής ειδοποίηση δίδεται, όταν ο όρος είναι τυπωμένος με κόκκινο μελάνι και αποτυπώνεται ένα κόκκινο χέρι που δείχνει προς αυτόν, ή κάποιο εξίσου εντυπωσιακό στοιχείο»: Thornton κατά Shoe Lane Parking Ltd (C.A.) [1971] 2 Q.B. 163 στο 170 C-D, κατά τον δικαστή Denning M.R. Η ρήση αυτή ικανοποίησε τις επόμενες γενιές σπουδαστών του αγγλικού δικαίου. Αποτελεί, επίσης, μια εξόχως βάσιμη παρατήρηση όσον αφορά την ανάγκη διασφαλίσεως ότι εφιστάται η προσοχή του αδύναμου συμβαλλόμενου μέρους σε σημαντικούς όρους που θα το δεσμεύουν αν συνάψει τη σύμβαση.


38 —      Βλ. COM(2002) 443 τελικό, σ. 16.


39 —      Οδηγία του Συμβουλίου, της 22ας Φεβρουαρίου 1990, για την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη (ΕΕ 1990, L 61, σ. 14).


40 —      Οδηγία του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη (ΕΕ 1987, L 42, σ. 48).


41 —      Η απόφαση περί παραπομπής δεν αναφέρει, και επομένως το Δικαστήριο δεν γνωρίζει, περισσότερα ως προς το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής.


42 —      Αιτιολογική σκέψη 47. Βλ., επίσης, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais (C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψη 43).


43 —      Βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais (C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


44 —      Βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais (C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψη 37).