Language of document : ECLI:EU:C:2014:2068

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 10ης Ιουλίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 2004/38/ΕΚ — Άρθρο 16, παράγραφος 2 — Δικαίωμα μόνιμης διαμονής των μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που είναι πολίτες τρίτων χωρών – Παύση του κοινού βίου των συζύγων — Άμεση εγκατάσταση με άλλους συντρόφους κατά τη διάρκεια της συνεχούς περιόδου διαμονής πέντε ετών — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 — Άρθρο 10, παράγραφος 3 — Προϋποθέσεις — Παράβαση της νομοθεσίας της Ένωσης από κράτος μέλος — Εξέταση της φύσεως της εν λόγω παραβάσεως — Ανάγκη προδικαστικής παραπομπής»

Στην υπόθεση C‑244/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το High Court (Ιρλανδία) με απόφαση της 19ης Απριλίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Απριλίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Ewaen Fred Ogieriakhi

κατά

Minister for Justice and Equality,

Ιρλανδίας,

Attorney General,

An Post,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, J. L. da Cruz Vilaça, Γ. Αρέστη, J.-C. Bonichot και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Μαρτίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο E. F. Ogieriakhi, αυτοπροσώπως,

–        ο Minister for Justice and Equality, η Ιρλανδία, ο Attorney General και η An Post, εκπροσωπούμενοι από τις E. Creedon και B. Lydon, επικουρούμενες από τον R. Barron, SC, την E. Brennan, BL, και τον R. Barrett, adviser,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την T. Παπαδοπούλου,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J. Enegren, την C. Tufvesson και τον M. Wilderspin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Μαΐου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά, αφενός, την ερμηνεία του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34), καθώς και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ L 257, σ. 2) και, αφετέρου, τον προσδιορισμό των συνεπειών της υποβολής, από εθνικό δικαστήριο, προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με την ουσία του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, προκειμένου να διευκρινιστεί εάν ένα κράτος μέλος έχει μεταφέρει κατά τρόπο εσφαλμένο στην εθνική νομοθεσία τις προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του E. F. Ogieriakhi και, αφετέρου, του Minister for Justice and Equality, της Ιρλανδίας, του Attorney General και της An Post με αντικείμενο αίτημα αποζημιώσεως του πρώτου κατά του εν λόγω κράτους μέλους βάσει της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση Francovich κ.λπ. (C‑6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428), λόγω φερόμενης μη τηρήσεως από την Ιρλανδία των υποχρεώσεών της όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας 2004/38 στην εσωτερική έννομη τάξη.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2004/38

3        Κατά την αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 2004/38:

«Το δικαίωμα μόνιμης διαμονής για τους πολίτες της Ένωσης που έχουν επιλέξει να εγκατασταθούν μακροχρόνια στο κράτος μέλος υποδοχής ενισχύει τη συνείδηση της ιθαγένειας της Ένωσης και συμβάλλει καθοριστικά στην προαγωγή της κοινωνικής συνοχής, που αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις στόχους της Ένωσης. Για τον λόγο αυτόν, ενδείκνυται να καθιερωθεί δικαίωμα μόνιμης διαμονής για όλους τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους, που έχουν διαμείνει στο κράτος μέλος υποδοχής, τηρουμένων των όρων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, επί ένα συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών και δεν έχει ληφθεί κατά αυτών μέτρο απέλασης.»

4        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/38, που επιγράφεται «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)       “πολίτες της Ένωσης”: κάθε πρόσωπο το οποίο έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους,

2)      “μέλος της οικογενείας” ·

α)      ο(η) σύζυγος·

[...]

3)      “κράτος μέλος υποδοχής”: το κράτος μέλος στο οποίο μεταβαίνει ο πολίτης της Ένωσης προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής.»

5        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Δικαιούχοι», ορίζει:

«Η παρούσα οδηγία ισχύει για όλους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι μεταβαίνουν ή διαμένουν σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου είναι υπήκοοι καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, σημείο 2, που τους συνοδεύουν ή πηγαίνουν να τους συναντήσουν.»

6        Υπό τον τίτλο «Δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών», το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας ορίζει:

«1.      Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:

α)      είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής […] […]

[...]

2.      Το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εκτείνεται στα μέλη της οικογένειας τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, όταν συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν, στο κράτος μέλος υποδοχής, τον πολίτη της Ένωσης και εφόσον ο εν λόγω πολίτης πληροί τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία α΄, β΄ ή γ΄.»

7        Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής:

«Με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου, το διαζύγιο, η ακύρωση του γάμου ή η λήξη της καταχωρισμένης συμβίωσης κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, δεν συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος διαμονής των μελών της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      αν ο γάμος ή η καταχωρισμένη συμβίωση διήρκεσε, έως την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή τη λήξη της καταχωρισμένης συμβίωσης, τρία έτη τουλάχιστον, εκ των οποίων το ένα έτος στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

β)      αν η επιμέλεια των τέκνων του πολίτη της Ένωσης έχει ανατεθεί στον(στη) σύζυγο ή στον(στη) σύντροφο που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους βάσει συμφωνίας μεταξύ των συζύγων ή των συντρόφων κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ή με δικαστική απόφαση, ή

γ)      αν τούτο υπαγορεύεται από ιδιαιτέρως δυσχερείς καταστάσεις, όπως σε περίπτωση που το μέλος της οικογένειας κατέστη θύμα οικογενειακή βίας ενόσω υφίστατο ο γάμος ή η καταχωρισμένη συμβίωση, ή

δ)      αν ο(η) σύζυγος ή ο(η) σύντροφος που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους απολαύει, βάσει συμφωνίας μεταξύ των συζύγων ή των συντρόφων κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ή με δικαστική απόφαση, του δικαιώματος επικοινωνίας με ανήλικο τέκνο, υπό τον όρο ότι το δικαστήριο έκρινε ότι οι επισκέψεις πρέπει να πραγματοποιούνται στο κράτος μέλος υποδοχής και για όσο διάστημα απαιτείται.

Πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, το δικαίωμα διαμονής των ενδιαφερομένων εξακολουθεί να τελεί υπό την προϋπόθεση ότι μπορούν να αποδείξουν ότι είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί ή ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τους ίδιους και τα μέλη της οικογένειάς τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, και ότι έχουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής, ή ότι είναι μέλη της ήδη συσταθείσας στο κράτος μέλος υποδοχής οικογένειας ενός προσώπου το οποίο πληροί αυτές τις προϋποθέσεις. Η έννοια των επαρκών πόρων ορίζεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4.

Τα εν λόγω μέλη της οικογένειας διατηρούν το δικαίωμα διαμονής αποκλειστικά σε προσωπική βάση.»

8        Υπό το κεφάλαιο IV της οδηγίας 2004/38, με τίτλο «Δικαίωμα μόνιμης διαμονής», το άρθρο 16 αυτής, με τίτλο «Γενικός κανόνας για τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους», ορίζει:

«1.      Οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στο κράτος μέλος υποδοχής έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του. Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται στους όρους που προβλέπονται στο κεφάλαιο III.

2.       Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται και στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους και τα οποία έχουν διαμείνει νομίμως με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών.

3.      Το αδιάλειπτο της διαμονής δεν θίγεται από προσωρινές απουσίες που δεν υπερβαίνουν συνολικά τους έξι μήνες ετησίως ούτε από απουσίες μεγαλύτερης διάρκειας για την εκπλήρωση υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας ή από μία απουσία δώδεκα συναπτών μηνών κατ’ ανώτατο όριο για σοβαρούς λόγους, ιδίως εγκυμοσύνη και μητρότητα, σοβαρή ασθένεια, σπουδές ή επαγγελματική κατάρτιση ή τοποθέτηση σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα.

4.      Αφής στιγμής αποκτηθεί, απώλεια του δικαιώματος μόνιμης διαμονής επέρχεται μόνο σε περίπτωση απουσίας από το κράτος μέλος υποδοχής για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα δύο συναπτά έτη.»

9        Κατά το άρθρο 18 της ιδίας αυτής οδηγίας:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 17, τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης για τα οποία ισχύει το άρθρο 12, παράγραφος 2, και το άρθρο 13, παράγραφος 2, και τα οποία πληρούν τους εκεί προβλεπόμενους όρους, αποκτούν το δικαίωμα μόνιμης διαμονής εάν διαμείνουν νομίμως για χρονικό διάστημα πέντε συναπτών ετών στο κράτος μέλος υποδοχής.»

 Ο κανονισμός 1612/68

10      Το άρθρο 10 του κανονισμού 1612/68 ορίζει:

«1.      Ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των, έχουν δικαίωμα εγκαταστάσεως μετά του εργαζομένου υπηκόου ενός κράτους μέλους που απασχολείται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους τα εξής πρόσωπα:

α)      έκαστος των συζύγων και οι κατιόντες τους οι οποίοι έχουν ηλικία κάτω των 21 ετών ή συντηρούνται απ’ αυτόν·

β)      οι ανιόντες του εργαζομένου αυτού και του συζύγου του, τους οποίους αυτός συντηρεί.

2.      Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την είσοδο οποιουδήποτε μέλους της οικογενείας που δεν ωφελείται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 εφ’ όσον συντηρείται ή ζει στη χώρα προελεύσεως, υπό την αυτή στέγη με τον εργαζόμενο που αναφέρεται ανωτέρω.

3.      Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 ο εργαζόμενος πρέπει να διαθέτει για την οικογένειά του κατοικία, η οποία θεωρείται κανονική για τους ημεδαπούς εργαζομένους στην περιφέρεια όπου απασχολείται χωρίς ωστόσο η διάταξη αυτή να δύναται να οδηγήσει στη δημιουργία διακρίσεως μεταξύ των ημεδαπών εργαζομένων και των εργαζομένων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.»

 Το ιρλανδικό δίκαιο

11      Η κανονιστική πράξη περί Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων) του 2006 [European Communities (Free Movement of Persons) Regulations 2006, SI 2006 n° 656, στο εξής: κανονιστική πράξη του 2006] μεταφέρει στην ιρλανδική έννομη τάξη τις διατάξεις της οδηγίας 2004/38.

12      Η μεταφορά του άρθρου 16 της οδηγίας αυτής διενεργείται με το άρθρο 12 του εν λόγω κανονισμού.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13      Όταν έφτασε στην Ιρλανδία τον Μάιο του 1998, ο Νιγηριανός υπήκοος E. F. Ogieriakhi υπέβαλε αίτηση πολιτικού ασύλου. Τον Μάιο του 1999 σύναψε γάμο με τη Γαλλίδα πολίτη L. Georges. Μετά τον γάμο, ανακάλεσε την αίτηση ασύλου και του χορηγήθηκε άδεια διαμονής με διάρκεια ισχύος από τις 11 Οκτωβρίου 1999 έως τις 11 Οκτωβρίου 2000. Κατά τη λήξη ισχύος της άδειας διαμονής, ζήτησε την ανανέωσή της και η άδεια διαμονής ανανεώθηκε από τις 11 Οκτωβρίου 2000 έως τις 11 Οκτωβρίου 2004.

14      Από το 1999 έως το 2001 ο E. F. Ogieriakhi και η σύζυγός του συζούσαν σε διάφορες μισθωμένες κατοικίες στο Δουβλίνο (Ιρλανδία).

15      Λίγο μετά τον Αύγουστο του 2001 η L. Georges εγκατέλειψε την οικογενειακή κατοικία για να συνοικήσει με άλλον άνδρα. Εν συνεχεία, ο E. F. Ogieriakhi εγκατέλειψε και αυτός την κατοικία τους προκειμένου να συζήσει με την Ιρλανδή υπήκοο Catherine Madden, με την οποία απέκτησε ένα τέκνο γεννηθέν τον Δεκέμβριο του 2003. Δεν αμφισβητείται ότι από το 2002 η L. Georges δεν είχε καμία συμμετοχή στην παροχή στέγης στον E. F. Ogieriakhi.

16      Καθ’ όλο το διάστημα από τον Οκτώβριο του 1999 έως τον Οκτώβριο του 2004, πλην ενός μηνός, η L. Georges είτε εργαζόταν είτε λάμβανε παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, υπό τον όρο της αναζητήσεως εργασίας. Τον Δεκέμβριο του 2004, αναχώρησε από την Ιρλανδία και επέστρεψε οριστικά στη Γαλλία.

17      Το διαζύγιο μεταξύ του E. F. Ogieriakhi και της L. Georges εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2009. Τον Ιούλιο του ιδίου έτους, ο E. F. Ogieriakhi νυμφεύθηκε την C. Madden. O E. F. Ogieriakhi απέκτησε την ιρλανδική ιθαγένεια με πολιτογράφηση εντός του 2012.

18      Τον Σεπτέμβριο του 2004 ο E. F. Ogieriakhi ζήτησε την ανανέωση της άδειας διαμονής του. Η αίτησή του, ωστόσο, απορρίφθηκε, με το αιτιολογικό ότι ο E. F. Ogieriakhi δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι η L. Georges ασκούσε κατά το διάστημα αυτό τα δικαιώματα που αντλεί από τη Συνθήκη, ως εργαζόμενη ή διαμένουσα στο κράτος αυτό, διότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή του ο Minister for Justice and Equality προέκυπτε ότι αυτή είχε επιστρέψει στο Παρίσι (Γαλλία) τον Δεκέμβριο του 2004, προκειμένου να εργαστεί.

19      Μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 2004/38 στην εσωτερική έννομη τάξη, ο E. F. Ogieriakhi υπέβαλε, κατά τα μέσα του 2007, αίτηση για τη χορήγηση μόνιμης άδειας διαμονής στην Ιρλανδία, επικαλούμενος τη συμπλήρωση συνεχούς πενταετούς περιόδου νόμιμης διαμονής, ήτοι από το 1999 έως το 2004, λόγω του γάμου του με τη L. Georges κατά την περίοδο αυτή.

20      Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε τον Σεπτέμβριο του 2007 από τον Minister for Justice and Equality, ο οποίος θεώρησε ότι ο E. F. Ogieriakhi δεν έχει δικαίωμα διαμονής στην Ιρλανδία βάσει των διατάξεων του κανονισμού του 2006, ελλείψει στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι η σύζυγός του ασκούσε ακόμη κατά το διάστημα αυτό στο εν λόγω κράτος μέλος τα δικαιώματα που αντλεί από τη Συνθήκη.

21      Τον Οκτώβριο του 2007 ο E. F. Ogieriakhi απολύθηκε από την εργασία του ως ταχυδρομικού διαλογέα στην An Post (κρατική ταχυδρομική εταιρία) με το αιτιολογικό ότι δεν είχε δικαίωμα διαμονής στην Ιρλανδία.

22      Ο E. F. Ogieriakhi, θεωρώντας ότι έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο κράτος αυτό, άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του Minister for Justice and Equality, την οποία το High Court απέρριψε τον Ιανουάριο του 2008, με το αιτιολογικό ότι η κανονιστική πράξη του 2006 δεν είχε εφαρμογή σε περιπτώσεις διαμονής αναγόμενες σε χρόνο προγενέστερο της ενάρξεως ισχύος της.

23      O E. F. Ogieriakhi δεν άσκησε αμέσως αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής. Ωστόσο, μετά την έκδοση της αποφάσεως Lassal (C‑162/09, EU:C:2010:592), από την οποία προκύπτει ότι διαμονή αναγόμενη σε χρόνο προγενέστερο του 2006 μπορεί καταρχήν να θεωρηθεί ότι πληροί το κριτήριο της συνεχούς πενταετούς διαμονής, ζήτησε από το Supreme Court να παρατείνει τη σχετική προθεσμία ώστε να του επιτρέπει να ασκήσει αναίρεση ενώπιόν του. Με απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2011, το Supreme Court απέρριψε το αίτημα αυτό, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι ο Minister for Justice and Equality είχε δεχθεί να επανεξετάσει την προηγουμένη απόφασή του και ότι ο E. F. Ogieriakhi μπορούσε να ασκήσει κάθε πρόσφορο ένδικο βοήθημα, περιλαμβανομένων αυτών που στηρίζονται στο δίκαιο της Ένωσης.

24      Μετά την εξέταση της αποφάσεώς του τον Σεπτέμβριο του 2007, ο Minister for Justice and Equality χορήγησε στον E. F. Ogieriakhi, στις 7 Νοεμβρίου 2011, μόνιμη άδεια διαμονής, με το αιτιολογικό ότι πληροί όλες τις σχετικές προϋποθέσεις της κανονιστικής πράξεως του 2006.

25      Επικαλούμενος τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση Francovich κ.λπ. (EU:C:1991:428), ο E. F. Ogieriakhi άσκησε αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του High Court, ζητώντας αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω πλημμελούς μεταφοράς των διατάξεων της οδηγίας 2004/38 στην εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, το αίτημα αυτό στηρίζεται στις απώλειες που υπέστη ο E. F. Ogieriakhi λόγω της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του της 24ης Οκτωβρίου 2007, με το αιτιολογικό ότι δεν διέθετε πλέον δικαίωμα διαμονής στην Ιρλανδία.

26      Εξετάζοντας την υπόθεση αυτή, το αιτούν δικαστήριο εκτίμησε ότι, για να γίνει δεκτή η αγωγή που είχε ασκήσει ο E. F. Ogieriakhi βάσει της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση Francovich κ.λπ. (EU:C:1991:428), επικαλούμενος πλημμελή μεταφορά της νομοθεσίας της Ένωσης στην εσωτερική έννομη τάξη (καθώς και εσφαλμένη εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας), ο E. F. Ogieriakhi έπρεπε να αποδείξει ότι, κατά τον χρόνο της απολύσεώς του από την An Post τον Οκτώβριο του 2007, διέθετε αδιαλείπτως δικαίωμα διαμονής επί πενταετία (εν όλω ή εν μέρει, πριν ή μετά το 2006), και, επιπλέον, ότι το εν λόγω δικαίωμα διαμονής απέρρεε από το δίκαιο της Ένωσης.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, το High Court αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Θεωρείται ότι ο σύζυγος πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν ήταν υπήκοος κράτους μέλους, “έχει διαμείνει νομίμως με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών”, κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38[…], σε περίπτωση που το ζεύγος σύναψε γάμο τον Μάιο του 1999, χορηγήθηκε δικαίωμα διαμονής τον Οκτώβριο του 1999 και το αργότερο στις αρχές του 2002 οι σύζυγοι συμφώνησαν να ζήσουν σε διάσταση, ενώ από τα τέλη του 2002 συνοίκησαν με διαφορετικούς συντρόφους;

2)      Εάν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική και δεδομένου ότι ο υπήκοος τρίτου κράτους που επικαλείται δικαίωμα μόνιμης διαμονής, δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, [της οδηγίας 2004/38], λόγω αδιάλειπτης πενταετούς διαμονής πριν το 2006 πρέπει επίσης να αποδείξει ότι η διαμονή του πληρούσε, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 1612/68, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις του άρθρου 10, παράγραφος 3, εφόσον, κατά τη διάρκεια της προβαλλομένης πενταετούς περιόδου, ο πολίτης της Ένωσης εγκαταλείψει την οικογενειακή κατοικία και ο υπήκοος τρίτου κράτους συνοικήσει με άλλο πρόσωπο σε νέα οικογενειακή κατοικία η οποία δεν παραχωρήθηκε ή διατέθηκε από την (πρώην) σύζυγο πολίτη της Ένωσης;

3)      Εάν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική και η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα αρνητική, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το κράτος μέλος έχει εσφαλμένως μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη τις προϋποθέσεις του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας του 2004/38 ή, εν γένει, έχει προβεί σε εσφαλμένη εφαρμογή τους, το γεγονός ότι ένα εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αγωγή αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης έκρινε αναγκαία την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος που αφορά το επί της ουσίας ζήτημα του δικαιώματος μόνιμης διαμονής του ενάγοντος αποτελεί αυτό καθαυτό κριτήριο το οποίο το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να συνεκτιμήσει κατά τη διαπίστωση του πρόδηλου χαρακτήρα της παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος

28      Με τα δύο πρώτα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, ένα το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος επί συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών πριν τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη κράτους μέλους διέμενε στο κράτος αυτό, υπό την ιδιότητα του συζύγου πολίτη της Ένωσης, εργαζόμενου στο εν λόγω κράτος μέλος, θεωρείται ότι έχει αποκτήσει το προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή δικαίωμα μόνιμης διαμονής, παρά το γεγονός ότι κατά το διάστημα αυτό οι σύζυγοι αποφάσισαν να χωρίσουν και συζήσουν με άλλα πρόσωπα και ότι η κατοικία στην οποία διέμενε ο εν λόγω υπήκοος δεν παρέχεται ούτε διατίθεται πλέον σε αυτόν από τον σύζυγο πολίτη της Ένωσης.

29      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, όσον αφορά την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής κατά το άρθρο 16 της οδηγίας 2004/38, οι περίοδοι συνεχούς πενταετούς διαμονής, οι οποίες συμπληρώθηκαν πριν από την ημερομηνία μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας, ήτοι την 30ή Απριλίου 2006, σύμφωνα με τις ισχύουσες πριν από την ημερομηνία αυτή νομοθετικές διατάξεις της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη (απόφαση Lassal, EU:C:2010:592, σκέψη 40).

30      Συναφώς, τονίζεται ότι ο όρος «ισχύουσες [προ της οδηγίας 2004/38] νομοθετικές διατάξεις της Ένωσης» στη σκέψη 40 της αποφάσεως Lassal (EU:C:2010:592) αφορά διατάξεις οι οποίες κωδικοποιήθηκαν, αναθεωρήθηκαν και καταργήθηκαν με την οδηγία αυτή (απόφαση Alarape και Tijani, C‑529/11, EU:C:2013:290, σκέψη 47).

31      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι μόνον οι περίοδοι διαμονής που πληρούν τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2004/38 μπορούν να συνεκτιμηθούν όσον αφορά την απόκτηση από τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους του δικαιώματος μόνιμης διαμονής κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας (απόφαση Alarape και Tijani, EU:C:2013:290, σκέψη 42).

32      Κατά συνέπεια, εφόσον η συνεχής πενταετής περίοδος διαμονής έχει συμπληρωθεί εν όλω ή εν μέρει πριν την προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 2004/38 στην εσωτερική έννομη τάξη, για να προβληθεί δικαίωμα μόνιμης διαμονής βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, το εν λόγω διάστημα πρέπει να πληροί τόσο τις προϋποθέσεις της εν λόγω οδηγίας όσο και αυτές που προέβλεπε η νομοθεσία της Ένωσης που ίσχυε κατά τον χρόνο της διαμονής.

33      Πάντως, δεδομένου ότι η ισχύουσα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών νομοθεσία συνίστατο στον κανονισμό 1612/68, πρέπει καταρχάς να εξεταστεί εάν το συνεχές διάστημα των πέντε ετών που συμπλήρωσε ο E. F. Ogieriakhi πληροί τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2004/38 και, στη συνέχεια, εάν το συγκεκριμένο διάστημα πληροί και τις προϋποθέσεις του εν λόγω κανονισμού.

34      Συναφώς, τονίζεται ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής των μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους εξαρτάται εν πάση περιπτώσει, αφενός, από το αν ο εν λόγω πολίτης πληροί ο ίδιος τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας και, αφετέρου, από το αν τα εν λόγω μέλη διέμειναν μαζί του κατά το επίμαχο διάστημα (απόφαση Alarape και Tijani, EU:C:2013:290, σκέψη 34).

35      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι καθ’ όλο το επίμαχο διάστημα η L. Georges πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38.

36      Πάντως, στον βαθμό που κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας η απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής από τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης εξαρτάται από το αν έχουν διαμείνει νομίμως «με» τον πολίτη αυτόν για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών, τίθεται το ζήτημα εάν ο χωρισμός των συζύγων κατά το εν λόγω διάστημα, όχι μόνο λόγω μη συγκατοικήσεως, αλλά κυρίως λόγω ελλείψεως πραγματικού κοινού συζυγικού βίου, συνεπάγεται μη πλήρωση της προαναφερθείσας προϋποθέσεως.

37      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο συζυγικός δεσμός δεν μπορεί να θεωρηθεί λυμένος εφόσον δεν έχει τεθεί τέρμα σε αυτόν από την αρμόδια αρχή και ότι τούτο δεν έχει συμβεί στην περίπτωση των συζύγων που ζουν απλώς χωριστά, ακόμα και αν έχουν την πρόθεση να διαζευχθούν προσεχώς, οπότε ο σύζυγος δεν πρέπει οπωσδήποτε να κατοικεί μόνιμα με τον πολίτη της Ένωσης ώστε να διαθέτει παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής (αποφάσεις Diatta, 267/83, EU:C:1985:67, σκέψεις 20 και 22, καθώς και Iida, C‑40/11, EU:C:2012:691, σκέψη 58).

38      Επομένως, το γεγονός ότι, κατά το διάστημα από τις 11 Οκτωβρίου 1999 έως τις 11 Οκτωβρίου 2004, οι σύζυγοι δεν είχαν απλώς παύσει να συζούν, αλλά συζούσαν αμφότεροι με άλλους συντρόφους, στερείται σημασίας όσον αφορά την απόκτηση από τον E. F. Ogieriakhi δικαιώματος μόνιμης διαμονής, βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38.

39      Συγκεκριμένα, στον βαθμό που οι σύζυγοι παρέμειναν νυμφευμένοι τουλάχιστον έως τον Ιανουάριο του 2009 στο κράτος μέλος όπου η L. Georges ασκούσε το δικαίωμά της ελεύθερης κυκλοφορίας, κατά το προαναφερθέν διάστημα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο E. F. Ogieriakhi απώλεσε την ιδιότητα του συζύγου πολίτη της Ένωσης, ο οποίος συνοδεύει ή πηγαίνει να τον συναντήσει στο κράτος μέλος υποδοχής, οπότε πληρούσε τα κριτήρια του άρθρου 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

40      Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με την ανάγκη να μην ερμηνεύονται οι διατάξεις της οδηγίας 2004/38 κατά τρόπο περιοριστικό και να μην καθίστανται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, εάν το άρθρο 16, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, αποτελούσε αντικείμενο γραμματικής ερμηνείας, ο υπήκοος της τρίτης χώρας θα μπορούσε να καταστεί ευάλωτος σε περίπτωση μονομερών ενεργειών του συζύγου του, πράγμα αντίθετο προς το πνεύμα της εν λόγω οδηγίας, σκοπός της οποίας είναι, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 15 αυτής, η παροχή νομικής προστασίας στα μέλη της οικογένειας που διαμένουν στο κράτος μέλος υποδοχής, ώστε να εξασφαλίζεται, σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η διατήρηση του δικαιώματός τους διαμονής αποκλειστικά σε προσωπική βάση

41      Ωστόσο, η ερμηνεία του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 υπό την έννοια ότι, για την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής, η υποχρέωση διαμονής με τον πολίτη της Ένωσης πληρούται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο σύζυγος ο οποίος συγκατοικεί με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής δεν έχει διακόψει τον κοινό συζυγικό βίο με αυτόν δεν συνάδει προς τον προαναφερθέντα σκοπό της οδηγίας αυτής, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα διαμονής πρώην συζύγων, βάσει των άρθρων 13 και 18 της εν λόγω οδηγίας, σε περίπτωση διαζυγίου, υπό ορισμένες περιπτώσεις.

42      Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 49 έως 53 των προτάσεών του, μια τέτοια ερμηνεία θα συνεπαγόταν την εφαρμογή ενός συστήματος κατά τρόπο ευνοϊκότερο για τους υπηκόους τρίτων χωρών σε περίπτωση διαζυγίου απ’ ό,τι σε περίπτωση χωρισμού, παρά το γεγονός ότι στη δεύτερη περίπτωση ο εν λόγω υπήκοος διατηρεί ακόμη τον συζυγικό δεσμό και, ως εκ τούτου, εξακολουθεί να είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38.

43      Όσον αφορά τις προϋποθέσεις του κανονισμού 1612/68, τίθεται ιδίως το ζήτημα αν η προϋπόθεση που ισχύει για τον εργαζόμενο υπήκοο κράτους μέλους βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, δηλαδή να διαθέτει για την οικογένειά του κατοικία που να θεωρείται κανονική για τους ημεδαπούς εργαζομένους στην περιοχή όπου αυτός εργάζεται, πληρούται σε περίπτωση που ο εργαζόμενος αυτός έχει εγκαταλείψει την οικογενειακή κατοικία και συζεί με άλλο πρόσωπο σε άλλη κατοικία η οποία δεν παρέχεται ούτε διατίθεται από τον σύζυγο του εν λόγω εργαζομένου.

44      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει το περιεχόμενο του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 1612/68, υπό το πρίσμα του σκοπού του εν λόγω κανονισμού, δηλαδή τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

45      Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 18 της αποφάσεως Diatta (EU:C:1985:67), το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το εν λόγω άρθρο, προβλέποντας ότι το μέλος της οικογένειας του διακινούμενου εργαζομένου έχει το δικαίωμα να εγκατασταθεί με τον εργαζόμενο, δεν απαιτεί το οικείο μέλος της οικογένειας να κατοικεί μόνιμα με αυτόν, αλλά απλώς η κατοικία που διαθέτει ο εργαζόμενος να μπορεί να θεωρηθεί κανονική προκειμένου να δεχθεί την οικογένειά του, οπότε δεν μπορεί να γίνει εμμέσως δεκτή η απαίτηση μίας και μόνο μόνιμης οικογενειακής κατοικίας.

46      Επιπλέον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 1612/68 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ύπαρξη της θεωρουμένης ως κανονικής κατοικίας επιβάλλεται αποκλειστικά ως προϋπόθεση για την έλευση κοντά στον εργαζόμενο των μελών της οικογενείας του (απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, 249/86, EU:C:1989:204, σκέψη 12), οπότε, σε κάθε περίπτωση, η τήρηση της διατάξεως αυτής μπορεί να εξεταστεί μόνον την ημερομηνία κατά την οποία ο υπήκοος της τρίτης χώρας άρχισε τον κοινό βίο με τον σύζυγο που είναι πολίτης της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής, εν προκειμένω το 1999.

47      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στα δύο πρώτα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος επί συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών πριν τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη κράτους μέλους διέμενε στο κράτος αυτό υπό την ιδιότητα του συζύγου πολίτη της Ένωσης, εργαζόμενου στο εν λόγω κράτος μέλος, θεωρείται ότι έχει αποκτήσει το προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή δικαίωμα μόνιμης διαμονής, παρά το γεγονός ότι κατά το διάστημα αυτό οι σύζυγοι αποφάσισαν να χωρίσουν και συζήσουν με άλλα πρόσωπα και ότι η κατοικία στην οποία διέμενε ο εν λόγω υπήκοος δεν παρέχεται ούτε διατίθεται πλέον σε αυτόν από τον σύζυγο πολίτη της Ένωσης.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

48      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το γεγονός ότι, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως της νομοθεσίας της Ένωσης, ένα εθνικό δικαστήριο έκρινε απαραίτητη την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος με αντικείμενο τις επίμαχες στην κύρια δίκη διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης, πρέπει να θεωρείται στοιχείο καθοριστικής σημασίας προκειμένου να διαπιστωθεί εάν έχει υπάρχει ή όχι πρόδηλη παράβαση της εν λόγω νομοθεσίας από το κράτος μέλος.

49      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι η αρχή της ευθύνης των κρατών μελών για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από καταλογιζόμενες σε αυτά παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης (αποφάσεις Francovich κ.λπ. EU:C:1991:428, σκέψη 35, Brasserie du pêcheur και Factortame, C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79, σκέψη 31, καθώς και British Telecommunications, C‑392/93, EU:C:1996:131, σκέψη 38).

50      Ομοίως, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι δικαίωμα αποζημιώσεως αναγνωρίζεται από το δίκαιο της Ένωσης εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις, ήτοι ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, η παράβαση να είναι αρκούντως κατάφωρη και να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως που υπέχει το κράτος και της βλάβης που υπέστησαν οι ζημιωθέντες (απόφαση Brasserie du pêcheur και Factortame, EU:C:1996:79, σκέψη 51).

51      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, το Δικαστήριο, αφού επισήμανε ότι αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του δικαίου της Ένωσης κατάφωρη είναι το αν συντρέχει, εκ μέρους κράτους μέλους ή κοινοτικού οργάνου, πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεώς του, παρέθεσε τα κριτήρια τα οποία τα εθνικά δικαστήρια, που είναι μόνα αρμόδια να διαπιστώνουν τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων της κύριας δίκης και να χαρακτηρίζουν τις επίδικες παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης, μπορούν να λαμβάνουν υπόψη, όπως είναι ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιαζόμενου κανόνα (απόφαση Brasserie du pêcheur και Factortame, EU:C:1996:79, σκέψεις 55, 56 και 58).

52      Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι είναι ευρύτατη η ευχέρεια των εθνικών δικαστηρίων να απευθύνονται στο Δικαστήριο, εφόσον θεωρούν ότι υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους θέτει ζητήματα ερμηνείας ή κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (απόφαση Križan κ.λπ., C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 64).

53      Εξάλλου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 62 των προτάσεών του, το απλό γεγονός της υποβολής ενός προδικαστικού ερωτήματος δεν μπορεί να περιορίζει την ελευθερία του δικαστή της ουσίας. Συγκεκριμένα, η απάντηση στο ερώτημα εάν η παράβαση του δικαίου της Ένωσης ήταν αρκούντως κατάφωρη απορρέει όχι από την άσκηση της ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, αλλά από την ερμηνεία που δίδει το Δικαστήριο.

54      Τονίζεται, πάντως, ότι η ευχέρεια που παρέχεται στα εθνικά δικαστήρια να απευθύνονται, εφόσον το κρίνουν απαραίτητο, στο Δικαστήριο, ζητώντας την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, ακόμη και αν το ζήτημα που τίθεται έχει ήδη επιλυθεί, αναμφίβολα θα περιοριζόταν εάν η άσκηση της ευχέρειας αυτής είχε αποφασιστική σημασία για τη διαπίστωση κατάφωρης παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης, ώστε να προσδιοριστεί τυχόν ευθύνη του οικείου κράτους μέλους για παράβαση του δικαίου της Ένωσης. Συγκεκριμένα, ο περιορισμός αυτός θα έπληττε το σύστημα, τον σκοπό και τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής.

55      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το γεγονός ότι, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως της νομοθεσίας της Ένωσης, ένα εθνικό δικαστήριο έκρινε απαραίτητη την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος με αντικείμενο τις επίμαχες στην κύρια δίκη διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης πρέπει να θεωρείται στοιχείο καθοριστικής σημασίας προκειμένου να διαπιστωθεί εάν υπάρχει ή όχι πρόδηλη παράβαση της εν λόγω νομοθεσίας από το κράτος μέλος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

56      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος επί συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών πριν τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη κράτους μέλους διέμενε στο κράτος αυτό υπό την ιδιότητα του συζύγου πολίτη της Ένωσης, εργαζόμενου στο εν λόγω κράτος μέλος, θεωρείται ότι έχει αποκτήσει το προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή δικαίωμα μόνιμης διαμονής, παρά το γεγονός ότι κατά το διάστημα αυτό οι σύζυγοι αποφάσισαν να χωρίσουν και συζήσουν με άλλα πρόσωπα και ότι η κατοικία στην οποία διέμενε ο εν λόγω υπήκοος δεν παρέχεται ούτε διατίθεται πλέον σε αυτόν από τον σύζυγο πολίτη της Ένωσης.

2)      Το γεγονός ότι, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως της νομοθεσίας της Ένωσης, ένα εθνικό δικαστήριο έκρινε απαραίτητη την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος με αντικείμενο τις επίμαχες στην κύρια δίκη διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης πρέπει να θεωρείται στοιχείο καθοριστικής σημασίας προκειμένου να διαπιστωθεί εάν υπάρχει ή όχι πρόδηλη παράβαση της εν λόγω νομοθεσίας από το κράτος μέλος

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.