Language of document : ECLI:EU:C:2013:478

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 18ης Ιουλίου 2013 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως — Τηλεοπτικές εκπομπές — Οδηγία 89/552/ΕΟΚ — Άρθρο 3α — Μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά τις εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία αυτού του κράτους μέλους — Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου — Απόφαση κρίνουσα τα μέτρα συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης — Αιτιολογία — Άρθρα 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και 86 ΕΚ — Δικαίωμα ιδιοκτησίας»

Στην υπόθεση C‑205/11 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 27 Απριλίου 2011,

Fédération internationale de football association (FIFA), εκπροσωπούμενη από τους A. Barav και D. Reymond, avocats,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις E. Montaguti και N. Yerrell, επικουρούμενες από τη M. Gray, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από την C. Pochet και τον J.‑C. Halleux, επικουρούμενους από τους A. Joachimowicz και J. Stuyck, advocaten,

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον S. Ossowski και την J. Beeko, επικουρούμενους από τον T. de la Mare, QC,

παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τη R. Silva de Lapuerta, προεδρεύουσα του τρίτου τμήματος, και τους K. Lenaerts, E. Juhász, J. Malenovský (εισηγητή) και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: A. Impellizzeri, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2012,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως η Fédération internationale de football association (FIFA) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Φεβρουαρίου 2011, T‑68/08, FIFA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑349 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της νυν αναιρεσείουσας περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/730/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2007, για τη συμβατότητα με το κοινοτικό δίκαιο των μέτρων που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 295, σ. 12, στο εξής: επίμαχη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Η οδηγία 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 298, σ. 23), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997 (ΕΕ L 202, σ. 60, στο εξής: οδηγία 89/552), περιλαμβάνει το άρθρο 3α, το οποίο προστέθηκε με τη δεύτερη οδηγία και το οποίο όριζε ότι:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο για να εξασφαλίζει ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί που υπάγονται στη δικαιοδοσία του δεν μεταδίδουν αποκλειστικά εκδηλώσεις οι οποίες θεωρούνται από το εν λόγω κράτος μέλος ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία, κατά τρόπον ώστε μια σημαντική μερίδα του κοινού στο εν λόγω κράτος μέλος να εμποδίζεται να παρακολουθήσει τις εκδηλώσεις αυτές [σε απευθείας ή μαγνητοσκοπημένη μετάδοση μέσω δωρεάν τηλεοπτικού προγράμματος]. Σε περίπτωση που πράξει κάτι τέτοιο, το οικείο κράτος μέλος καταρτίζει κατάλογο των εθνικών ή μη εθνικών εκδηλώσεων τις οποίες θεωρεί ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία. Πράττει τούτο με σαφή και διαφανή τρόπο, εγκαίρως. Επίσης, το οικείο κράτος μέλος καθορίζει εάν οι εκδηλώσεις αυτές θα πρέπει [να μεταδίδονται απευθείας, στο σύνολό τους ή εν μέρει] ή, όπου είναι αναγκαίο ή σκόπιμο για αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, [να μεταδίδονται, στο σύνολό τους ή εν μέρει, σε μαγνητοσκόπηση].

2.      Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή τα τυχόν μέτρα που έχουν λάβει ή που πρόκειται να λάβουν δυνάμει της παραγράφου 1. Εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση, η Επιτροπή επαληθεύει ότι τα μέτρα είναι συμβατά με την κοινοτική νομοθεσία και τα γνωστοποιεί στα άλλα κράτη μέλη. Ζητεί τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 23α. Δημοσιεύει αμέσως τα ληφθέντα μέτρα στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άπαξ τουλάχιστον του έτους ενοποιημένο κατάλογο των μέτρων που έχουν ληφθεί από τα κράτη μέλη.

3.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν με κατάλληλα μέσα, στο πλαίσιο της νομοθεσίας τους, ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους δεν ασκούν αποκλειστικά δικαιώματα τα οποία έχουν αποκτήσει μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας οδηγίας κατά τρόπον ώστε μια σημαντική μερίδα του κοινού σε άλλο κράτος μέλος να εμποδίζεται να παρακολουθήσει εκδηλώσεις οι οποίες έχουν καθοριστεί από το άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, [σε απευθείας, συνολικά ή εν μέρει, μετάδοση] ή, όπου είναι αναγκαίο ή σκόπιμο για αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, [σε μαγνητοσκοπημένη, συνολικά ή εν μέρει, μετάδοση μέσω δωρεάν τηλεοπτικού προγράμματος] όπως ορίζεται από το εν λόγω άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 1.»

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 18 έως 22 της οδηγίας 97/36 έχουν ως εξής:

«(18) [εκτιμώντας] ότι είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να είναι σε θέση να προστατεύουν το δικαίωμα στην ενημέρωση και να εξασφαλίζουν την ευρεία πρόσβαση του κοινού στην τηλεοπτική κάλυψη εθνικών ή μη εθνικών εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία, όπως οι ολυμπιακοί αγώνες, το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου και το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου· ότι, προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να λαμβάνουν μέτρα σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο με στόχο τη ρύθμιση της άσκησης εκ μέρους ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, οι οποίοι υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, αποκλειστικών ραδιοτηλεοπτικών δικαιωμάτων όσον αφορά τις ανωτέρω εκδηλώσεις·

(19)      [εκτιμώντας] ότι είναι ανάγκη να θεσπιστούν ρυθμίσεις σε κοινοτικό πλαίσιο ώστε να αποφευχθούν η ενδεχόμενη νομική αβεβαιότητα και οι στρεβλώσεις της αγοράς και να συγκερασθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των τηλεοπτικών υπηρεσιών με την ανάγκη πρόληψης της ενδεχόμενης καταστρατήγησης των εθνικών μέτρων που προστατεύουν ένα έννομο γενικό συμφέρον·

(20)      [εκτιμώντας] ότι, ιδίως, με την παρούσα οδηγία είναι σκόπιμο να θεσπιστούν διατάξεις για την άσκηση, εκ μέρους των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, των αποκλειστικών δικαιωμάτων που έχουν ενδεχομένως αποκτήσει για τη μετάδοση εκδηλώσεων που θεωρούνται ότι ενέχουν μείζονα σημασία για την κοινωνία σε ένα κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο που έχει δικαιοδοσία επί των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών· […]

(21)      [εκτιμώντας] ότι οι εκδηλώσεις “μείζονος σημασίας για την κοινωνία” θα πρέπει, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, να πληρούν ορισμένα κριτήρια, δηλαδή να αποτελούν σημαντικά συμβάντα τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον στο γενικό κοινό, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε ένα κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα κράτους μέλους, και προγραμματίζονται εκ των προτέρων από υπεύθυνο ο οποίος μπορεί να πωλήσει νομίμως τα δικαιώματα που αναφέρονται στην εν λόγω εκδήλωση·

(22)      [εκτιμώντας] ότι, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, “δωρεάν τηλεοπτικό πρόγραμμα” σημαίνει μετάδοση σε ένα δίαυλο, δημόσιο ή εμπορικό, προγραμμάτων στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό χωρίς επιπλέον καταβολή τέλους εκτός από τους [πλέον διαδεδομένους εντός κάθε κράτους μέλους] τρόπους χρηματοδότησης των εκπομπών (όπως η εισφορά ή/και η βασικ[ή] συνδρομή σε καλωδιακό δίκτυο)».

 Ιστορικό της διαφοράς

4        Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς εκτίθενται στις σκέψεις 6 έως 16 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«6      Η [FIFA] είναι ένωση αποτελούμενη από 208 εθνικές ομοσπονδίες ποδοσφαίρου και αποτελεί τη διοικούσα αρχή του ποδοσφαίρου παγκοσμίως. Σκοποί της είναι, μεταξύ άλλων, η προώθηση του ποδοσφαίρου παγκοσμίως και η κατάστρωση των διεθνών διοργανώσεών της. Κύρια πηγή των εσόδων της είναι η πώληση των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μεταδόσεως της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου της FIFA (στο εξής: Παγκοσμίου Κυπέλλου), του οποίου είναι η διοργανώτρια αρχή.

7      Με απόφαση της 25ης Ιουνίου 1998, ο Υπουργός Πολιτισμού, Μέσων Ενημερώσεως και Αθλητισμού του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (στο εξής: υπουργός) κατήρτισε, δυνάμει του τμήματος IV του Broadcasting Act 1996 (νόμος του 1996 περί ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών), κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, στον οποίο περιλαμβανόταν και η τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

8      Πριν καταρτισθεί ο κατάλογος αυτός, ο υπουργός οργάνωσε, τον Ιούλιο του 1997, κύκλο διαβουλεύσεων στις οποίες μετείχαν 42 διαφορετικοί φορείς σχετικά με τα κριτήρια βάσει των οποίων θα έπρεπε να αξιολογηθεί η σημασία που έχουν οι διάφορες εκδηλώσεις για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου. Η διαδικασία αυτή είχε ως αποτέλεσμα, τον Νοέμβριο του 1997, τη σύνταξη καταλόγου κριτηρίων περιλαμβανομένου σε έγγραφο του Υπουργείου Πολιτισμού, Μέσων Ενημερώσεως και Αθλητισμού, τα οποία θα έθετε σε εφαρμογή ο υπουργός προκειμένου να καταρτίσει τον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου. Κατά το έγγραφο αυτό, μια εκδήλωση μπορεί να περιληφθεί στον κατάλογο ιδίως σε περίπτωση κατά την οποία έχει ιδιαίτερη απήχηση σε εθνικό επίπεδο και όχι μόνο σ’ αυτούς που παρακολουθούν συνήθως το οικείο άθλημα. Κατά το ίδιο αυτό έγγραφο, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τέτοια κάθε εθνική ή διεθνής αθλητική διοργάνωση η οποία είναι εξέχουσας σημασίας ή στην οποία μετέχει η εθνική ομάδα του Ηνωμένου Βασιλείου ή αθλητές από αυτό. Μεταξύ των διοργανώσεων που πληρούν τα κριτήρια αυτά, όσες έχουν υψηλή τηλεθέαση ή μεταδίδονται κατά παράδοση απευθείας από τηλεοπτικούς σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως είχαν περισσότερες πιθανότητες να περιληφθούν στον κατάλογο. Επιπλέον, ο υπουργός θα ελάμβανε υπόψη, κατά την εκτίμησή του, και άλλους παράγοντες που αφορούν τις συνέπειες για το οικείο άθλημα, όπως η δυνατότητα απευθείας μεταδόσεως ολόκληρης της εκδηλώσεως, ο αντίκτυπος ως προς τα έσοδα στον οικείο τομέα του αθλητισμού, τις συνέπειες όσον αφορά την αγορά των τηλεοπτικών μεταδόσεων και την ύπαρξη συνθηκών που να διασφαλίζουν την πρόσβαση στην εκδήλωση μέσω μαγνητοσκοπημένης τηλεοπτικής ή ραδιοφωνικής μεταδόσεως.

9      Εν συνεχεία, ο υπουργός, σύμφωνα με το άρθρο 97 του Broadcasting Act 1996, οργάνωσε κύκλο διαβουλεύσεων όσον αφορά τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις που έπρεπε να περιληφθούν στον κατάλογο. Στο πλαίσιο της διαβουλεύσεως αυτής, ο υπουργός ζήτησε τη γνώμη διαφόρων ενδιαφερομένων φορέων και επιχειρήσεων, καθώς και τη γνώμη των κατόχων των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μεταδόσεως, όπως η FIFA. Επιπλέον, η συμβουλευτική επιτροπή, η οποία είχε συσταθεί από τον υπουργό με την ονομασία “Advisory Group on listed events” (συμβουλευτική ομάδα για τις περιλαμβανόμενες στον κατάλογο εκδηλώσεις) υπέβαλε τη γνωμοδότησή της για τις εκδηλώσεις που θα έπρεπε να περιληφθούν στον κατάλογο, προτείνοντας, όσον αφορά [την τελική φάση] του Παγκοσμίου Κυπέλλου, να περιληφθούν στον κατάλογο ο τελικός, οι ημιτελικοί και οι αγώνες των εθνικών ομάδων του Ηνωμένου Βασιλείου.

10      Βάσει του άρθρου 98 του Broadcasting Act 1996, όπως τροποποιήθηκε με τις Television Broadcasting Regulations 2000 (κανονιστικές αποφάσεις του 2000 περί τηλεοπτικών εκπομπών), οι τηλεοπτικοί οργανισμοί κατανέμονται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τους οργανισμούς που παρέχουν υπηρεσίες δωρεάν και για τους οποίους πρέπει επίσης το 95 % τουλάχιστον του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου να έχει δυνατότητα λήψεως του σήματος των εκπομπών τους [στο εξής: τηλεοπτικοί οργανισμοί που εκμεταλλεύονται σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως]. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τους τηλεοπτικούς οργανισμούς που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές [και στην οποία υπάγονται ιδίως οι τηλεοπτικοί οργανισμοί που εκμεταλλεύονται συνδρομητικούς σταθμούς].

11      Εξάλλου, βάσει του άρθρου 101 του Broadcasting Act 1996, όπως τροποποιήθηκε με τις Television Broadcasting Regulations 2000, ο παρέχων τηλεοπτικά προγράμματα ο οποίος εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες αυτές δεν μπορεί να μεταδίδει απευθείας, εν όλω ή εν μέρει, εκδήλωση περιλαμβανόμενη στον κατάλογο, εκτός αν άλλος οργανισμός μεταδόσεως τηλεοπτικών προγραμμάτων ο οποίος εμπίπτει στην ετέρα κατηγορία έχει αποκτήσει το δικαίωμα να μεταδώσει απευθείας το σύνολο της ίδιας εκδηλώσεως ή το ίδιο τμήμα της εκδηλώσεως εντός της ίδιας ή ουσιαστικά της ίδιας περιοχής. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, ο οργανισμός που επιθυμεί να μεταδώσει απευθείας ολόκληρη την επίμαχη εκδήλωση ή τμήμα αυτής πρέπει να λάβει προηγουμένως σχετική άδεια από την Office of Communications (Αρχή Επικοινωνιών).

12      Κατά το άρθρο 3 του Code on Sports and Other Listed Events (κώδικα περί αθλητικών διοργανώσεων και λοιπών εκδηλώσεων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο), όπως ίσχυε το 2000, οι εκδηλώσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτών που χαρακτηρίζονται ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία κατανέμονται σε δύο ομάδες. Η “ομάδα A” περιλαμβάνει εκδηλώσεις που δεν μπορούν να καλυφθούν απευθείας κατ’ αποκλειστικότητα εφόσον δεν πληρούνται ορισμένα κριτήρια. Η “ομάδα B” περιλαμβάνει εκδηλώσεις των οποίων επιτρέπεται η κατ’ αποκλειστικότητα απευθείας μετάδοση μόνον εφόσον έχουν ληφθεί μέτρα για να διασφαλισθεί η μαγνητοσκοπημένη αναμετάδοσή τους.

13      Κατά το άρθρο 13 του Code on Sports and Other Listed Events, μπορεί να χορηγηθεί άδεια από την Office of Communications για εκδηλώσεις που ανήκουν στην “ομάδα A” του καταλόγου, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και το Παγκόσμιο Κύπελλο, εφόσον τα σχετικά δικαιώματα μεταδόσεως προσφέρθηκαν μέσω ανοιχτής διαδικασίας και με ισότιμους και εύλογους όρους σε όλους τους τηλεοπτικούς οργανισμούς, χωρίς να ενδιαφερθεί για την αγορά τους οργανισμός της ετέρας κατηγορίας.

14      Με την από 25 Σεπτεμβρίου 1998 επιστολή, το Ηνωμένο Βασίλειο διαβίβασε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, βάσει του άρθρου 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552, τον κατάλογο εκδηλώσεων που κατήρτισε ο υπουργός, καθώς και άλλα στοιχεία σχετικά με τη νομοθεσία που θέσπισε αυτό το κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Κατόπιν αλληλογραφίας μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής και κατόπιν της από 5 Μαΐου 2000 κοινοποιήσεως εκ νέου των μέτρων, ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) “Εκπαίδευση και πολιτισμός” της Επιτροπής πληροφόρησε το Ηνωμένο Βασίλειο, με την από 28 Ιουλίου 2000 επιστολή, ότι η Επιτροπή δεν είχε αντιρρήσεις όσον αφορά τα μέτρα αυτού του κράτους μέλους, τα οποία, ως εκ τούτου, θα δημοσιεύονταν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

15      Το Πρωτοδικείο [νυν Γενικό Δικαστήριο], με απόφαση που εξέδωσε στις 15 Δεκεμβρίου 2005, T-33/01, Infront WM κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II-5897), ακύρωσε την περιεχόμενη στην επιστολή της 28ης Ιουλίου 2000 απόφαση, για τον λόγο ότι αυτή συνιστούσε απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ, την οποία έπρεπε να εκδώσει το σώμα των Επιτρόπων (προμνημονευθείσα απόφαση Infront WM κατά Επιτροπής, σκέψη 178).

16      Κατόπιν της εκδόσεως της [ως άνω] αποφάσεως, η Επιτροπή εξέδωσε την [επίμαχη] απόφαση.»

 Η επίμαχη απόφαση

5        Κατά το άρθρο 1 της επίμαχης αποφάσεως «[τ]α μέτρα που ελήφθησαν δυνάμει του άρθρου 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας [89/552] και κοινοποιήθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Επιτροπή στις 5 Μαΐου 2000, όπως δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C 328, της 18ης Νοεμβρίου 2000, είναι συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο».

6        Κατά το άρθρο της 3, η εν λόγω απόφαση «εφαρμόζεται από τις 18 Νοεμβρίου 2000».

7        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 6, 18 έως 21 και 24 και 25 της επίμαχης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«(3) Στο πλαίσιο της σχετικής εξέτασης, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα διαθέσιμα δεδομένα για την κατάσταση των [ραδιοτηλεοπτικών] μέσων στο Ηνωμένο Βασίλειο.

(4)      Ο κατάλογος των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία που περιλαμβάνεται στα μέτρα του [Ηνωμένου Βασιλείου] καταρτίστηκε με σαφήνεια και διαφάνεια, ενώ [στο κράτος μέλος αυτό] είχε δρομολογηθεί εκτεταμένη διαδικασία διαβούλευσης.

(5)      Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι εκδηλώσεις που περιλαμβάνονται στα μέτρα που κοινοποίησε το [Ηνωμένο Βασίλειο] πληρούν δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια, τα οποία θεωρούνται αξιόπιστοι δείκτες της σημασίας των εκδηλώσεων για την κοινωνία: i) ιδιαίτερη γενική απήχηση εντός του κράτους μέλους και όχι απλώς σπουδαιότητα για όσους παρακολουθούν τακτικά το συγκεκριμένο άθλημα ή δραστηριότητα· ii) γενικά αναγνωρισμένη, διακριτή πολιτιστική σημασία για τον πληθυσμό του κράτους μέλους, με καταλυτικό ρόλο για την πολιτιστική του ταυτότητα· iii) συμμετοχή της εθνικής ομάδας στη συγκεκριμένη εκδήλωση στο πλαίσιο αγώνα ή διοργάνωσης διεθνούς σημασίας· και iv) το γεγονός ότι η εκδήλωση μεταδίδεται κατά παράδοση από την τηλεόραση δωρεάν και έχει μεγάλη τηλεθέαση.

(6)      Σημαντικός αριθμός των εκδηλώσεων που περιλαμβάνονται [στον κατάλογο των μέτρων] που κοινοποίησε το [Ηνωμένο Βασίλειο], συμπεριλαμβανομένων των θερινών και των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων, των αγώνων της τελικής φάσης του Παγκόσμιου Κυπέλλου ποδοσφαίρου και των αγώνων της τελικής φάσης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, εμπίπτουν στην κατηγορία των εκδηλώσεων που κατά παράδοση θεωρούνται μείζονος σημασίας για την κοινωνία, όπως αναφέρεται ρητά στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας [97/36]. Οι εν λόγω εκδηλώσεις έχουν ιδιαίτερη γενική απήχηση στο [Ηνωμένο Βασίλειο] στο σύνολό τους, δεδομένου ότι είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στο ευρύ κοινό (ανεξαρτήτως της ιθαγένειας των συμμετεχόντων) και όχι μόνο σε όσους παρακολουθούν τακτικά [στην τηλεόραση] αθλητικές εκδηλώσεις.

[…]

(18)      Οι εκδηλώσεις [του καταλόγου], περιλαμβανομένων και εκείνων που αποτελούν ενιαίο σύνολο και όχι σειρά μεμονωμένων εκδηλώσεων, μεταδίδονται κατά παράδοση από την τηλεόραση δωρεάν και έχουν μεγάλη τηλεθέαση. Όταν, κατ’ εξαίρεση, αυτό δεν συμβαίνει (οι καταλογογραφημένοι αγώνες του παγκόσμιου κυπέλλου κρίκετ), ο κατάλογος είναι περιορισμένος (διότι περιλαμβάνει τον τελικό, τους ημιτελικούς και τους αγώνες στους οποίους συμμετέχουν εθνικές ομάδες της χώρας) και απαιτεί μόνο [ενδεδειγμένη] αναμετάδοση, και, εν πάση περιπτώσει, πληροί δύο από τα κριτήρια τα οποία θεωρούνται αξιόπιστοι δείκτες της σημασίας των εκδηλώσεων για την κοινωνία [...].

(19)      Τα μέτρα [του Ηνωμένου Βασιλείου] φαίνονται αναλογικά, ούτως ώστε να δικαιολογείται παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, που θεσπίζεται στη συνθήκη ΕΚ, [βάσει] επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος, που είναι η διασφάλιση της ευρείας πρόσβασης του κοινού στις τηλεοπτικές μεταδόσεις εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία.

(20)      Τα μέτρα [του Ηνωμένου Βασιλείου] είναι συμβατά με τους κανόνες [περί] ανταγωνισμού [της Ευρωπαϊκής Κοινότητας], διότι ο προσδιορισμός των κατάλληλων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών για την τηλεοπτική μετάδοση των εκδηλώσεων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν πραγματικό και δυνητικό ανταγωνισμό για την απόκτηση των δικαιωμάτων μετάδοσης αυτών των εκδηλώσεων. Επιπλέον, ο αριθμός των εκδηλώσεων του καταλόγου δεν είναι δυσανάλογος σε βαθμό που να συνεπάγεται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στις αγορές που προηγούνται αυτών των τηλεοπτικών σταθμών ελεύθερης προσβάσεως και της συνδρομητικής τηλεόρασης.

(21)      Η αναλογικότητα των μέτρων του Ηνωμένου Βασιλείου ενισχύεται από το γεγονός ότι ορισμένες από τις εκδηλώσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο απαιτούν [ενδεδειγμένη] αναμετάδοση και μόνον.

[…]

(24)      Όπως προκύπτει από την [προμνημονευθείσα] απόφαση του Πρωτοδικείου […], Infront WM κατά Επιτροπής, η [κρίση περί του] ότι μέτρα που ελήφθησαν σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας [89/552] είναι συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο συνιστά απόφαση, η οποία πρέπει, επομένως, να εκδοθεί από την Επιτροπή. Συνεπώς, πρέπει να δηλωθεί με την παρούσα απόφαση ότι τα μέτρα που κοινοποιήθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο είναι συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο. Τα μέτρα που παρατίθενται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης πρέπει να δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας [89/552].

(25)      [Με σκοπό την] ασφάλεια δικαίου, η παρούσα απόφαση πρέπει να αρχίσει να εφαρμόζεται από την ημερομηνία της πρώτης δημοσίευσης των μέτρων που κοινοποίησε το [Ηνωμένο Βασίλειο] στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

8        Η FIFA άσκησε προσφυγή κατά της επίμαχης αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, για τον λόγο ότι, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή ενέκρινε τον χαρακτηρισμό συνολικά της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδηλώσεως μείζονος σημασίας και δέχθηκε, ως εκ τούτου, την καταχώριση όλων των αγώνων της διοργανώσεως αυτής στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας που κατήρτισε ο υπουργός. Κατά τη FIFA, ο υπουργός έπρεπε να χαρακτηρίσει ως τέτοια εκδήλωση μόνον τους αγώνες «πρώτης τάξεως ενδιαφέροντος» ή «εξαιρετικού ενδιαφέροντος», δηλαδή τον τελικό, τους ημιτελικούς και τους αγώνες των εθνικών ομάδων του Ηνωμένου Βασιλείου (στο εξής: αγώνες «εξαιρετικού ενδιαφέροντος». Επομένως, ο κατάλογος αυτός δεν έπρεπε να περιλαμβάνει τους λοιπούς αγώνες της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου (στο εξής: αγώνες «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος»).

9        Προς στήριξη του αιτήματός της περί μερικής ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως, η FIFA προέβαλε έξι λόγους ακυρώσεως. Οι λόγοι αυτοί αντλούνταν, πρώτον, από έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως αυτής, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552, τρίτον, από προσβολή του δικαιώματός της ιδιοκτησίας, τέταρτον από παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών, πέμπτον, από παράβαση των σχετικών με τον ανταγωνισμό διατάξεων της Συνθήκης και, έκτον, από παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την ελευθερία εγκαταστάσεως.

10      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε καθέναν από τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής της FIFA, καθώς και την προσφυγή αυτή στο σύνολό της.

11      Απέρριψε επίσης αίτημα λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που είχε υποβάλει η FIFA προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει πλείονα έγγραφα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

12      Πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι, με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552, ο νομοθέτης της Ένωσης επέτρεψε στα κράτη μέλη να χαρακτηρίσουν ορισμένες εκδηλώσεις ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία του οικείου κράτους μέλους (στο εξής: εκδήλωση μείζονος σημασίας) και, ως εκ τούτου, δέχθηκε ρητώς, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που του παρέχει η Συνθήκη, τους περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, της ελευθερίας εγκαταστάσεως, του ελεύθερου ανταγωνισμού και του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους οποίους συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ο χαρακτηρισμός αυτός. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 97/36, ο νομοθέτης έκρινε ότι οι περιορισμοί αυτοί δικαιολογούνται από τον σκοπό της προστασίας του δικαιώματος στην ενημέρωση και της διασφαλίσεως ευρείας προσβάσεως του κοινού στην τηλεοπτική κάλυψη των εκδηλώσεων αυτών.

13      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι ένας τέτοιος σκοπός επιδιώκεται θεμιτώς, επισημαίνοντας ότι η κατ’ αποκλειστικό χαρακτήρα εμπορική εκμετάλλευση γεγονότων που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για το κοινό δύναται να περιορίσει ουσιωδώς την πρόσβαση του κοινού στην ενημέρωση όσον αφορά τα γεγονότα αυτά. Ωστόσο, στο πλαίσιο δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας, το δικαίωμα στην ενημέρωση έχει ιδιαίτερη σημασία, η οποία καθίσταται κατά μείζονα λόγο προφανής στην περίπτωση τέτοιων γεγονότων (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2013, C‑283/11, Sky Österreich, σκέψεις 51 και 52).

14      Δεύτερον, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, κατά το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552, ο καθορισμός των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας απόκειται αποκλειστικώς στα κράτη μέλη τα οποία απολαύουν, συναφώς, σημαντικού περιθωρίου εκτιμήσεως.

15      Συγκεκριμένα, η οδηγία 89/552, αντί να προβεί σε εναρμόνιση του καταλόγου των εκδηλώσεων αυτών, στηρίζεται στην παραδοχή ότι εντός της Ένωσης υφίστανται σημαντικές αποκλίσεις κοινωνικής και πολιτιστικής φύσεως όσον αφορά τη σημασία των εν λόγω εκδηλώσεων για το ευρύ κοινό. Κατά συνέπεια, το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος καταρτίζει κατάλογο των εκδηλώσεων «τις οποίες θεωρεί ως μείζονος σημασίας» για την κοινωνία του. Με την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 97/36 επισημαίνεται, επίσης, αυτή η εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών, δεδομένου ότι υπογραμμίζεται ότι είναι «σημαντικό» τα κράτη μέλη να μπορούν να προστατεύουν το δικαίωμα στην ενημέρωση και να διασφαλίζουν την ευρεία πρόσβαση του κοινού στις τηλεοπτικές μεταδόσεις εκδηλώσεων μείζονος σημασίας.

16      Η σημασία του ως άνω περιθωρίου εκτιμήσεως συνάγεται επίσης από το ότι οι οδηγίες 89/552 και 97/36 δεν πλαισιώνουν μέσω συγκεκριμένων διατάξεων την άσκησή του. Συγκεκριμένα, τα μόνα κριτήρια που καθορίζονται με τις οδηγίες αυτές προκειμένου το οικείο κράτος μέλος να μπορεί να χαρακτηρίζει εκδήλωση ως μείζονος σημασίας μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 97/36, κατά την οποία η εκδήλωση αυτή πρέπει να αποτελεί σημαντικό γεγονός που παρουσιάζει ενδιαφέρον για το ευρύ κοινό, εντός της Ένωσης ή εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους ή σε σημαντικό τμήμα συγκεκριμένου κράτους μέλους, και το οποίο διοργανώνεται εκ των προτέρων από υπεύθυνο ο οποίος νομιμοποιείται να μεταβιβάσει τα σχετικά με την εκδήλωση αυτή δικαιώματα.

17      Λαμβανομένης υπόψη της σχετικής ασάφειας των ως άνω κριτηρίων, απόκειται σε κάθε κράτος μέλος να προσδώσει σ’ αυτά συγκεκριμένο χαρακτήρα και να αξιολογήσει το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι σχετικές εκδηλώσεις για το ευρύ κοινό με γνώμονα τις κοινωνικές και τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες της κοινωνίας του.

18      Τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, βάσει του άρθρου 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία ελέγχου της νομιμότητας των εθνικών μέτρων περί καθορισμού των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας, η οποία της παρέχει τη δυνατότητα να απορρίπτει τα μέτρα που είναι ασύμβατα με το δίκαιο της Ένωσης.

19      Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, η Επιτροπή οφείλει, ιδίως, να διακριβώσει αν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

–        η οικεία εκδήλωση περιελήφθη στον προβλεπόμενο από το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552 κατάλογο σύμφωνα με διαδικασία που διέπεται από σαφήνεια και διαφάνεια, ευκαίρως και εγκαίρως·

–        μια τέτοια εκδήλωση μπορεί βασίμως να χαρακτηρισθεί ως μείζονος σημασίας·

–        ο χαρακτηρισμός της οικείας εκδηλώσεως ως μείζονος σημασίας είναι συμβατός με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι οι αρχές της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, με τα θεμελιώδη δικαιώματα, με τις αρχές της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, καθώς και με τους κανόνες περί ελεύθερου ανταγωνισμού.

20      Τούτου δοθέντος, αυτή η εξουσία ελέγχου είναι περιορισμένη, τούτο δε ιδίως όσον αφορά τον έλεγχο της δεύτερης και της τρίτης προϋποθέσεως που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη.

21      Αφενός, από τη σπουδαιότητα του, μνημονευθέντος στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως, περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη συνάγεται πράγματι ότι η εξουσία ελέγχου της Επιτροπής πρέπει να περιορίζεται στη διερεύνηση περιπτώσεων πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσαν τα κράτη μέλη κατά τον χαρακτηρισμό των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας. Προκειμένου να διακριβωθεί αν υφίσταται τέτοια περίπτωση πλάνης εκτιμήσεως, η Επιτροπή οφείλει, επομένως, να ελέγχει ιδίως κατά πόσον το οικείο κράτος μέλος εξέτασε, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως, στοιχεία επί των οποίων στηρίζονται τα συναχθέντα συμπεράσματα (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14, και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C‑77/09, Gowan Comércio Internacional e Serviços, Συλλογή 2010, σ. I‑13533, σκέψεις 56 και 57).

22      Αφετέρου, όσον αφορά ειδικότερα την τρίτη προϋπόθεση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο βάσιμος χαρακτηρισμός εκδηλώσεως ως μείζονος σημασίας συνεπάγεται αναπόφευκτα περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, της ελευθερίας εγκαταστάσεως, του ελεύθερου ανταγωνισμού και του δικαιώματος ιδιοκτησίας, τους οποίους έλαβε υπόψη ο νομοθέτης της Ένωσης κρίνοντάς τους, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως, δικαιολογημένους βάσει του σκοπού γενικού συμφέροντος με τον οποίο επιδιώκεται η προστασία του δικαιώματος στην ενημέρωση και η διασφάλιση ευρείας προσβάσεως του κοινού στις τηλεοπτικές μεταδόσεις των εκδηλώσεων αυτών.

23      Επομένως, για να διασφαλισθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552, διαπιστώνεται ότι, εφόσον το οικείο κράτος μέλος έχει βασίμως χαρακτηρίσει εκδήλωση ως μείζονος σημασίας, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει μόνον εκείνα τα αποτελέσματα του χαρακτηρισμού αυτού ως προς την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, την ελευθερία εγκαταστάσεως, τον ελεύθερο ανταγωνισμό και το δικαίωμα ιδιοκτησίας τα οποία βαίνουν πέραν των αποτελεσμάτων που συνδέονται αναπόσπαστα με την καταχώριση της εκδηλώσεως αυτής στον προβλεπόμενο από την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου 3α κατάλογο.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

24      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, έξι σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η FIFA διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο προέκρινε σκεπτικό στερούμενο συνοχής όσον αφορά την πραγματική, κατ’ αυτό, φύση της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

25      Με το δεύτερο σκέλος του ιδίου αυτού λόγου αναιρέσεως, υποστηρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δέχεται κατά τα φαινόμενα κρίσεις στερούμενες συνοχής και αντιφατικές μεταξύ τους, αποφαινόμενο, αφενός, ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο συνιστά ενιαία εκδήλωση και κρίνοντας, αφετέρου, ότι ορισμένα ειδικά στοιχεία δύνανται να καταδείξουν ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο.

26      Το τρίτο σκέλος του λόγου αυτού αναιρέσεως αφορά τη σκέψη 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία το κράτος μέλος που κοινοποιεί μέτρα δεν υποχρεούται να εκθέσει ειδικούς λόγους για να συμπεριλάβει το σύνολο της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας. Κατά την αναιρεσείουσα, αποφαινόμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο παρεμποδίζει ιδίως την Επιτροπή να προβεί σε διεξοδικό έλεγχο και ενδελεχή εξέταση του ζητήματος αν τα κοινοποιηθέντα μέτρα είναι συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης.

27      Στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως που προέβαλε, η FIFA διατείνεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απόκειται στην Επιτροπή να δικαιολογήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου την κρίση της περί του ότι το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου αποτελεί ενιαία εκδήλωση μείζονος σημασίας. Συνεπώς, δεν απόκειται ούτε στη FIFA ούτε σε κανένα άλλο ενδιαφερόμενο μέρος να αποδείξει, βάσει ειδικών στοιχείων, ότι τούτο δεν ισχύει εν προκειμένω.

28      Με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η FIFA διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, παραθέτοντας λόγους που δεν περιλαμβάνονται στην επίμαχη απόφαση, υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου τον οποίο είναι αρμόδιο να ασκεί.

29      Κατά το έκτο σκέλος του λόγου αυτού αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς την καταχώριση του συνόλου της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για το Ηνωμένο Βασίλειο.

30      Η Επιτροπή, το Βασίλειο του Βελγίου και το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητούν ότι ο πρώτος λόγος που προβάλλει η FIFA προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως είναι βάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

31      Λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας που έχουν για το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου οι διαλαμβανόμενες στη σκέψη 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διαπιστώσεις, πρέπει να εξετασθεί καταρχάς το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

–       Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

32      Πρέπει να επισημανθεί καταρχάς ότι το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο αποτελεί διοργάνωση που μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ενιαία εκδήλωση και όχι συμπίλημα μεμονωμένων εκδηλώσεων που διακρίνονται σε αγώνες «εξαιρετικού» και «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος». Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 6 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέλαβε την έννοια του «Παγκοσμίου Κυπέλλου», στην οποία παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 97/36, ως περιλαμβάνουσα μόνον την τελική φάση της διοργανώσεως αυτής.

33      Ωστόσο, ούτε η εν λόγω αιτιολογική σκέψη ούτε κανένα άλλο στοιχείο των οδηγιών 85/552 ή 97/36 παρέχει ένδειξη βάσει της οποίας θα μπορούσε να συναχθεί ότι ο όρος «Παγκόσμιο Κύπελλο» αφορά αποκλειστικώς την τελική φάση της διοργανώσεως αυτής. Επομένως, ο όρος αυτός πρέπει, καταρχήν, να περιλαμβάνει και την αρχική φάση του πρωταθλήματος αυτού, δηλαδή το σύνολο των προκριματικών αγώνων. Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι οι προκριματικοί αγώνες, οι οποίοι προηγούνται της τελικής φάσεως, δεν μπορούν κατά κανόνα να προκαλέσουν στο ευρύ κοινό κράτους μέλους ενδιαφέρον παρεμφερές αυτού που εκδηλώνει το εν λόγω κοινό κατά τη διάρκεια της τελικής φάσεως. Πράγματι, μόνον ορισμένοι αγώνες της προκριματικής φάσεως, ιδίως δε αυτοί της εθνικής ομάδας του οικείου κράτους μέλους ή αυτοί των λοιπών ομάδων του προκριματικού ομίλου στον οποίο μετέχει η ομάδα αυτή, μπορούν να προκαλέσουν τέτοιο ενδιαφέρον.

34      Εξάλλου, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ευλόγως ότι η σημασία των αγώνων «εξαιρετικού ενδιαφέροντος» αποδεικνύεται, κατά κανόνα, υπέρτερη εκείνης που αποδίδεται στους αγώνες της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου που προηγούνται των εν λόγω αγώνων «εξαιρετικού ενδιαφέροντος», δηλαδή στους αγώνες επιλογής στο πλαίσιο των ομίλων. Επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί εκ των προτέρων ότι η σημασία που αποδίδεται στην τελευταία αυτή κατηγορία αγώνων είναι ισοδύναμη με αυτήν που αποδίδεται στην πρώτη κατηγορία αγώνων και ότι, ως εκ τούτου, όλοι οι αγώνες επιλογής στο πλαίσιο των ομίλων θεωρούνται αδιακρίτως ότι αποτελούν μέρος ενιαίας εκδηλώσεως μείζονος σημασίας όπως οι αγώνες «εξαιρετικού ενδιαφέροντος». Επομένως, ο χαρακτηρισμός εκάστου αγώνος ως εκδηλώσεως μείζονος σημασίας μπορεί να διαφέρει από ένα κράτος μέλος σε άλλο.

35      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν προετίθετο να επισημάνει ότι το «Παγκόσμιο Κύπελλο», κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψεως 18 της οδηγίας 97/36, περιορίζεται μόνο στην τελική φάση του και ότι αποτελεί ενιαία και αδιαίρετη εκδήλωση. Αντιθέτως, το Παγκόσμιο Κύπελλο πρέπει να θεωρείται ως εκδήλωση που διαιρείται, καταρχήν, σε διάφορους αγώνες ή σε διάφορες φάσεις, εκ των οποίων δεν μπορούν κατ’ ανάγκη να χαρακτηρίζονται όλοι ως εκδηλώσεις μείζονος σημασίας.

36      Πρέπει να διευκρινισθεί, πάντως, ότι μια τέτοια πεπλανημένη, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 18 της οδηγίας 97/36 και ειδικότερα της έννοιας του Παγκοσμίου Κυπέλλου δεν είχε επίπτωση στην υπό κρίση υπόθεση.

37      Όσον αφορά, καταρχάς, τον αποκλεισμό των προκριματικών αγώνων από τον ορισμό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αρκεί να υπομνησθεί ότι ο υπουργός δεν περιέλαβε τους αγώνες αυτούς στον κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας και ότι, ως εκ τούτου, η επίμαχη απόφαση δεν αφορά τέτοιους αγώνες.

38      Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 120 έως 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, βάσει των στοιχείων που παρέσχε η FIFA και λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη αντίληψη του κοινού στο Ηνωμένο Βασίλειο, εάν όλοι οι αγώνες της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου προκαλούσαν πράγματι, στο κοινό αυτό, επαρκές ενδιαφέρον για να μπορούν να αποτελούν μέρος εκδηλώσεως μείζονος σημασίας. Κρίνοντας ότι τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε βασίμως ότι το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου μπορούσε να θεωρηθεί, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενιαία εκδήλωση μείζονος σημασίας. Επομένως, η εκτίμησή του ήταν, εν τοις πράγμασι, σύμφωνη προς ό,τι απορρέει από τη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως.

39      Τέλος, από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η πεπλανημένη ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 18 της οδηγίας 97/36 δεν επηρέασε την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 253 ΕΚ.

40      Τούτου δοθέντος, το Γενικό Δικαστήριο, βάσει του σκεπτικού που εκτέθηκε στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, έκρινε, όπως εκτίθεται στη σκέψη 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι κανένα κράτος μέλος δεν υποχρεούται να κοινοποιεί στην Επιτροπή τους ειδικούς λόγους για τους οποίους η τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου χαρακτηρίζεται, στο σύνολό της, ως ενιαία εκδήλωση μείζονος σημασίας στο οικείο κράτος μέλος.

41      Πάντως, δεδομένου ότι η τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου δεν μπορεί βασίμως να περιληφθεί, στο σύνολό της, σε κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας ανεξαρτήτως του ενδιαφέροντος που προκαλούν οι αγώνες εντός του οικείου κράτους μέλους, το κράτος μέλος αυτό δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του να κοινοποιεί στην Επιτροπή τους λόγους που παρέχουν τη δυνατότητα να γίνει δεκτό ότι, ειδικώς στο πλαίσιο της κοινωνίας του κράτους αυτού, η τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου αποτελεί ενιαία εκδήλωση που πρέπει να χαρακτηρισθεί στο σύνολό της ως εκδήλωση μείζονος σημασίας για την εν λόγω κοινωνία και όχι ως συμπίλημα μεμονωμένων εκδηλώσεων που διακρίνονται σε αγώνες διαφόρων βαθμών ενδιαφέροντος.

42      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι η καταχώριση αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, για τον λόγο ότι το οικείο κράτος μέλος δεν της κοινοποίησε τους ειδικούς λόγους που τους καθιστούν εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία αυτού του κράτους.

43      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί αν, υπό το πρίσμα της ως άνω πλάνης, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί.

44      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει συναφώς ότι η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται να επισύρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εφόσον το διατακτικό της αποφάσεως αυτής είναι βάσιμο βάσει άλλου σκεπτικού (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 47, και της 29ης Μαρτίου 2011, C‑352/09 P, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑2359, σκέψη 136).

45      Στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι, για να καταστεί δυνατόν να ασκήσει η Επιτροπή την εξουσία ελέγχου που διαθέτει, η αιτιολογία βάσει της οποίας ένα κράτος μέλος χαρακτήρισε εκδήλωση ως μείζονος σημασίας μπορεί να είναι συνοπτική, υπό την προϋπόθεση να είναι λυσιτελής. Επομένως, δεν είναι δυνατό να απαιτείται, μεταξύ άλλων, να παραθέτει το κράτος μέλος, στην ίδια την κοινοποίηση των οικείων μέτρων, λεπτομερή και αριθμητικά στοιχεία όσον αφορά κάθε στοιχείο ή τμήμα της εκδηλώσεως που αποτέλεσε αντικείμενο κοινοποιήσεως στην Επιτροπή.

46      Διευκρινίζεται συναφώς ότι, εφόσον η Επιτροπή διατηρεί αμφιβολίες, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό εκδηλώσεως ως μείζονος σημασίας, οφείλει να ζητήσει διευκρινίσεις από το κράτος μέλος που προέβη στον χαρακτηρισμό αυτόν (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, C‑505/09 P, Επιτροπή κατά Εσθονίας, σκέψη 67).

47      Εν προκειμένω, από το έγγραφο κοινοποιήσεως των μέτρων που έλαβε ο υπουργός, το οποίο κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 5 Μαΐου 2000 και το οποίο επισυνάπτεται στην επίμαχη απόφαση, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο υπουργός χαρακτήρισε το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδήλωση μείζονος σημασίας, για τον λόγο ότι αυτό το σύνολο αγώνων, περιλαμβανομένων και των αγώνων «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος», είχε ιδιαίτερη απήχηση σε εθνικό επίπεδο και παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για όσους δεν παρακολουθούν συνήθως ποδόσφαιρο, καθώς και επειδή θα είχε κατά πάσα πιθανότητα υψηλή τηλεθέαση, το δε σύνολο αυτό αγώνων μεταδιδόταν κατά παράδοση απευθείας και χωρίς να απαιτείται η καταβολή αντιτίμου.

48      Τα στοιχεία αυτά, τα οποία κοινοποιήθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με όσα επιτάσσει το άρθρο 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552, καθιστούσαν δυνατή στην Επιτροπή την εκ μέρους της άσκηση ελέγχου, της παρείχαν δε τη δυνατότητα να ζητήσει, εφόσον το έκρινε αναγκαίο ή σκόπιμο, συμπληρωματικές διευκρινίσεις από το εν λόγω κράτος μέλος ή την προσκόμιση στοιχείων πέραν αυτών που περιέχονταν στην κοινοποίηση στην οποία προέβη το οικείο κράτος μέλος.

49      Δεύτερον, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν άσκησε έναν τέτοιο έλεγχο, ο οποίος έχει περιορισμένο χαρακτήρα, και ότι δεν εξέτασε, με γνώμονα τους λόγους που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, αν ο υπουργός υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως χαρακτηρίζοντας το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδήλωση μείζονος σημασίας.

50      Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 6 της επίμαχης αποφάσεως προκύπτει καταρχάς ότι η Επιτροπή ήλεγξε πράγματι αν το σύνολο της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου, περιλαμβανομένων, επομένως, και των αγώνων «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος», είχε ιδιαίτερη απήχηση στο Ηνωμένο Βασίλειο, δηλαδή αν οι αγώνες της διοργανώσεως αυτής ήταν ιδιαιτέρως δημοφιλείς στο ευρύ κοινό και όχι μόνον στους τηλεθεατές που παρακολουθούν συνήθως ποδοσφαιρικούς αγώνες στην τηλεόραση. Ομοίως, από την αιτιολογική σκέψη 18 της αποφάσεως αυτής συνάγεται ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η εν λόγω διοργάνωση, στο σύνολό της και περιλαμβανομένων, επομένως, και των αγώνων «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος», μεταδιδόταν κατά παράδοση από τηλεοπτικούς σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως και είχε υψηλή τηλεθέαση.

51      Εν συνεχεία, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι διάδικοι επισύναψαν στα υπομνήματά τους πλείονα έγγραφα περιέχοντα αριθμητικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή για να ελέγξει τη νομιμότητα των μέτρων που κοινοποίησε το Ηνωμένο Βασίλειο, περιλαμβανομένων αυτών που προέρχονταν από το κράτος μέλος αυτό. Στα έγγραφα αυτά μνημονεύονται τα ποσοστά τηλεθεάσεως των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994 και του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1998, με καταγραφή των μέσων ποσοστών τηλεθεάσεως και μνεία, χάριν παραδείγματος, των ποσοστών τηλεθεάσεως πλειόνων αγώνων «εξαιρετικού» και «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος». Επιπλέον, στα έγγραφα αυτά γίνεται λόγος για δημοσκόπηση κατά την οποία ποσοστό 76 % των κατοίκων του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρεί ότι το σύνολο της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου πρέπει να μεταδίδεται από τηλεοπτικό σταθμό ελεύθερης προσβάσεως.

52      Η FIFA, πάντως, δεν αμφισβήτησε ότι η επίμαχη απόφαση στηρίχθηκε στα έγγραφα αυτά.

53      Τέλος, η FIFA δεν μπορεί να υποστηρίξει λυσιτελώς ότι ο, κατ’ αυτήν πλημμελής, έλεγχος που άσκησε η Επιτροπή οφείλεται στο ότι τα εν λόγω έγγραφα που περιείχαν στοιχεία αφορούσαν το χρονικό διάστημα πριν το έτος 2000 και ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία για το χρονικό διάστημα 2000-2007, μολονότι έπρεπε να στηρίξει την απόφασή της στα στοιχεία που ήταν διαθέσιμα κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, δηλαδή στις 16 Οκτωβρίου 2007.

54      Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι η αιτίαση αυτή δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως. Συγκεκριμένα, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η FIFA έθιξε το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο λόγου ακυρώσεως σχετικού με την αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση αυτή δεν περιείχε ένδειξη ως προς τη φύση και τον χρόνο των στοιχείων σχετικά με την «κατάσταση των ραδιοτηλεοπτικών μέσων στη Βρετανία» που έλαβε υπόψη η Επιτροπή. Επομένως, η FIFA δεν επέκρινε τον πλημμελή κατ’ αυτήν έλεγχο που άσκησε η Επιτροπή, δεδομένου ότι μια τέτοια αιτίαση αφορά την ουσία της διαφοράς. Κατά πάγια νομολογία, όμως, εάν επιτρεπόταν στους διαδίκους να προβάλουν για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου επιχείρημα που δεν είχαν προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο θα είχε ως συνέπεια να υποβάλλεται στην κρίση του Δικαστηρίου διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από εκείνη της οποίας είχε επιληφθεί το Γενικό Δικαστήριο. Κατά την αναιρετική διαδικασία, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται καταρχήν στον έλεγχο της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμήσεως των λόγων και ισχυρισμών που συζητήθηκαν κατ’ αντιμωλία ενώπιόν του (βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, C‑628/10 P και C‑14/11 P, Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Alliance One International κ.λπ., σκέψη 111 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, η προμνημονευθείσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

55      Τρίτον, η FIFA είχε τη δυνατότητα να αποδείξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή έπρεπε να αποφανθεί ότι ο υπουργός υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως χαρακτηρίζοντας το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδήλωση μείζονος σημασίας.

56      Προς τούτο, πάντως, η FIFA προσκόμισε, μεταξύ άλλων, στο Γενικό Δικαστήριο τα στοιχεία σχετικά με τα ποσοστά τηλεθεάσεως των τελικών φάσεων Παγκοσμίου Κυπέλλου από το 1994 έως το 2006, υποστηρίζοντας ότι τα στοιχεία αυτά κατεδείκνυαν ότι οι αγώνες «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος» δεν είχαν, εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, ιδιαίτερη απήχηση στους τηλεθεατές οι οποίοι δεν παρακολουθούν τακτικά ποδοσφαιρικούς αγώνες.

57      Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα στοιχεία αυτά στις σκέψεις 122 έως 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πλην όμως δεν δέχθηκε την ανάλυση που πρότεινε η FIFA.

58      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τις σκέψεις 130 και 134 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η FIFA δεν απέδειξε ότι οι διαπιστώσεις που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 18 της επίμαχης αποφάσεως και εξετέθησαν στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως ενέχουν πλάνη και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα έπρεπε να κρίνει ότι ο υπουργός είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως χαρακτηρίζοντας το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδήλωση μείζονος σημασίας.

59      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν αποδεικνύεται ότι δύναται να επισύρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διότι το διατακτικό της είναι βάσιμο βάσει άλλου σκεπτικού. Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

–       Επί των λοιπών σκελών του πρώτου λόγου αναιρέσεως

60      Όσον αφορά το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ζήτημα αν το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στερείται συνοχής αποτελεί, βεβαίως, νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί να προβληθεί κατ’ αναίρεση, δεδομένου ότι η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο από το σκεπτικό της αποφάσεως (βλ., σχετικώς, διάταξη της 29ης Νοεμβρίου 2011, C‑235/11 P, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψεις 29 και 30, και απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, C‑314/11 P, Επιτροπή κατά Planet, σκέψεις 63 και 64).

61      Εντούτοις, αυτή η υποχρέωση περί συνοχής του σκεπτικού δεν συνιστά αυτοσκοπό, αλλά σκοπεί ιδίως να καταστήσει δυνατό στους ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η εκδοθείσα απόφαση (βλ., σχετικώς, προμνημονευθείσα διάταξη Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 30, και προμνημονευθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Planet, σκέψη 64).

62      Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι τα επικρινόμενα στο πλαίσιο του πρώτου και του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως σημεία του σκεπτικού θεωρούνται ότι τεκμηριώνουν, εντός της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις διαπιστώσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 70 και 113 της αποφάσεως αυτής. Πάντως, το Δικαστήριο, αφού αποφάνθηκε, στις σκέψεις 32 έως 42 της παρούσας αποφάσεως, ότι οι ως άνω διαπιστώσεις ήταν πεπλανημένες, προέβη σε αντικατάσταση ορισμένων σημείων του σκεπτικού, δυνάμενη να δικαιολογήσει την εκδοθείσα απόφαση.

63      Επομένως, δεδομένου ότι τα εν λόγω σημεία του σκεπτικού αποτελούν παρεπόμενα στοιχεία διαπιστώσεων που κρίθηκαν πεπλανημένες από το Δικαστήριο και δεδομένου ότι το Δικαστήριο προέβη σε αντικατάσταση του σκεπτικού, δεν αποτελούν πλέον τη βάση της εκδοθείσας αποφάσεως, οπότε παρέλκει πλέον η εξέταση της αιτιάσεως περί ελλείψεως συνοχής τους.

64      Προκειμένου το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι στην επίμαχη απόφαση και στα επισυναπτόμενα σε αυτήν εθνικά μέτρα παρατέθηκαν οι λόγοι για τους οποίους το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου χαρακτηρίσθηκε ως εκδήλωση μείζονος σημασίας. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του τεκμηρίου νομιμότητας υπέρ των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑177/06, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2007, σ. I‑7689, σκέψη 36) και λαμβανομένου υπόψη του ότι ο έλεγχος που ασκούν η Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο είναι περιορισμένος, στη FIFA απέκειτο να θέσει εν αμφιβόλω τους λόγους αυτούς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και να αποδείξει ότι η Επιτροπή έπρεπε να αποφανθεί ότι οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως περιλαμβάνοντας το σύνολο αυτό αγώνων στον κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας. Η FIFA, άλλωστε, επιχείρησε, εις μάτην, να αμφισβητήσει τους λόγους αυτούς (βλ. σκέψεις 55 έως 58 της παρούσας αποφάσεως).

65      Ως εκ τούτου, το τέταρτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

66      Όσον αφορά το πέμπτο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι η FIFA δεν εξέθεσε επακριβώς τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου τον οποίο είναι αρμόδιο να ασκεί. Επιπλέον, η FIFA δεν προσδιόρισε επακριβώς τις συγκεκριμένες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες περιέχονται τα επικρινόμενα σημεία του σκεπτικού. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αυτό το σκέλος του λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο (βλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, C‑202/07 P, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑2369, σκέψη 55, και διάταξη της 2ας Φεβρουαρίου 2012, C‑404/11 P, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκέψη 15).

67      Όσον αφορά το έκτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, από τις γενικής φύσεως εκτιμήσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 107 έως 111 της σημερινής αποφάσεως η οποία εκδόθηκε επί της υποθέσεως C‑201/11 P, UEFA κατά Επιτροπής, προκύπτει ότι η αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 253 ΕΚ. Συγκεκριμένα, με γνώμονα τις εκτιμήσεις αυτές, αρκεί ότι με τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 18 της αποφάσεως αυτής εκτίθενται συνοπτικά οι λόγοι για τους οποίους έκρινε η Επιτροπή ότι όλοι οι αγώνες της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου μπορούσαν βασίμως να περιληφθούν στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, δεδομένου ότι οι λόγοι αυτοί παρέχουν τη δυνατότητα στη μεν FIFA να λάβει γνώση της αιτιολογίας του ληφθέντος μέτρου, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο περί του αν η εκτίμηση αυτή είναι βάσιμη.

68      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως απαράδεκτος και εν μέρει ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

69      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αποτελείται, κατ’ ουσίαν, από δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η FIFA υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, δεχόμενο τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι αγώνες «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος» περιελήφθησαν στον κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για το Ηνωμένο Βασίλειο κατόπιν σαφούς και διαφανούς διαδικασίας. Ειδικότερα, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, το γεγονός ότι ορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι ή ορισμένα συμβουλευτικά όργανα πρότειναν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, στον υπουργό να περιληφθούν στον κατάλογο αυτό μόνον οι αγώνες «εξαιρετικού ενδιαφέροντος» συνεπάγεται υποχρέωση να εξηγηθούν οι λόγοι για τους οποίους αυτός δεν υπέπεσε σε πλάνη υιοθετώντας διαφορετική άποψη επί του ζητήματος αυτού.

70      Κατά το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν έπρεπε να κρίνει ότι ορθώς αποφάνθηκε η Επιτροπή ότι η καταχώριση αυτή έγινε κατόπιν σαφούς και διαφανούς διαδικασίας, μολονότι το Ηνωμένο Βασίλειο, με την από 5 Μαΐου 2000 κοινοποίησή του στην Επιτροπή, αιτιολόγησε την από 25 Ιουνίου 1998 καταχώριση των αγώνων «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος» στον κατάλογο των εκδηλώσεως μείζονος ενδιαφέροντος παραπέμποντας σε ποσοστά τηλεθεάσεως τα οποία ήταν διαθέσιμα μόνον μετά τις 12 Ιουλίου 1998. Κατά τη FIFA, η Επιτροπή είχε, βεβαίως, το δικαίωμα να λάβει υπόψη πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της καταρτίσεως του καταλόγου αυτού. Εντούτοις, δεν έπρεπε να κρίνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο μπορούσε να στηριχθεί στα περιστατικά αυτά για να δικαιολογήσει την επιλογή στην οποία προέβη στις 25 Ιουνίου 1998.

71      Η Επιτροπή, το Βασίλειο του Βελγίου και το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητούν ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

72      Όσον αγορά το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας, την οποία επιβάλλει το άρθρο 3α, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 89/552, συνιστά μεταφορά της νομολογίας του Δικαστηρίου με σκοπό να αποτραπεί το ενδεχόμενο η συμπεριφορά των αρμόδιων εθνικών αρχών να καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τις σχετικές με θεμελιώδη ελευθερία διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής, ο χαρακτηρισμός εκδηλώσεως ως μείζονος ενδιαφέροντος πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά και εκ των προτέρων γνωστά κριτήρια, έτσι ώστε να αποτρέπεται η κατ’ αυθαίρετο τρόπο άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν οι αρχές αυτές (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, C-250/06, United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑11135, σκέψεις 45 και 46).

73      Για τους ιδίους αυτούς λόγους, με την εθνική διαδικασία πρέπει να καθορίζεται, εκ των προτέρων, η αρμόδια για τον χαρακτηρισμό αυτόν αρχή και να καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι ή, ενδεχομένως, ορισμένα συμβουλευτικά όργανα μπορούν να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους στην αρχή αυτή πριν λάβει την απόφασή της. Συναφώς, λαμβανομένου υπόψη του αντίκτυπου της αποφάσεως αυτής στα δικαιώματα μεταδόσεως εκδηλώσεως, πρέπει ιδίως οι οικείοι τηλεοπτικοί οργανισμοί και οι κάτοχοι των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μεταδόσεως να έχουν τη δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων ενώπιον της αρχής αυτής.

74      Τούτου δοθέντος, η προϋπόθεση περί σαφήνειας και διαφάνειας επιτάσσει οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι και συμβουλευτικά όργανα να μπορούν να υποβάλλουν παρατηρήσεις όσον αφορά αποκλειστικώς τα ουσιώδη στοιχεία βάσει των οποίων λαμβάνει την απόφασή της η ως άνω αρχή. Συνεπώς, ουδόλως αποκλείεται ένα κράτος μέλος να υποβάλει εν συνεχεία στην Επιτροπή συμπληρωματικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν την απόφαση αυτή και μπορούν επίσης να αφορούν χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της ημερομηνίας καταρτίσεως του καταλόγου των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας.

75      Αυτή ήταν, όμως, η διαδικασία που τηρήθηκε εν προκειμένω.

76      Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

77      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, από τη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η εθνική αρχή που είναι αρμόδια για τον χαρακτηρισμό εκδηλώσεως ως μείζονος σημασίας διαθέτει σημαντικό περιθώριο εκτιμήσεως. Ως εκ τούτου, δεν είναι υποχρεωμένη να δέχεται τις γνωμοδοτήσεις των συμβουλευτικών οργάνων με τα οποία διαβουλεύθηκε πριν εκδώσει την απόφασή της. Προφανώς, δεν υποχρεούται να ακολουθεί ούτε τη γνώμη ορισμένων υπαλλήλων της εθνικής διοικήσεως.

78      Όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους η ως άνω αρχή δεν ακολούθησε τις γνωμοδοτήσεις αυτές, δεν αμφισβητείται, βεβαίως, ότι, όπως απαιτείται και στην περίπτωση των συντακτών πράξεων της Ένωσης (βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. I‑4951, σκέψη 166), η αρχή αυτή πρέπει να επισημαίνει τους λόγους για τους οποίους εκδήλωση χαρακτηρίσθηκε ως μείζονος σημασίας, έτσι ώστε να καθιστά δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να λαμβάνουν γνώση της αιτιολογίας του ληφθέντος μέτρου προκειμένου να προασπίσουν τα δικαιώματά τους, στη δε Επιτροπή και τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα να ασκούν τον εκ μέρους τους έλεγχο.

79      Ωστόσο, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η FIFA, για την επίτευξη του προμνημονευθέντος σκοπού δεν απαιτείται η αρχή αυτή να γνωστοποιεί τους ειδικούς λόγους για τους οποίους δεν ακολούθησε τη γνωμοδότηση ορισμένων συμβουλευτικών οργάνων ή υπαλλήλων, μολονότι δεν υποχρεούται να ακολουθεί τις γνωμοδοτήσεις αυτές. Συναφώς, στερείται σημασίας το γεγονός ότι πρόκειται για τις γνωμοδοτήσεις πλειόνων συμβουλευτικών οργάνων ή υπαλλήλων που συμφωνούν ότι πρέπει να ακολουθηθεί η ίδια προσέγγιση.

80      Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό και, ως εκ τούτου, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

81      Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τέσσερα σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η FIFA υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, για τον λόγο ότι δεν επισήμανε αν η νομιμότητα της επίμαχης αποφάσεως έπρεπε να εξετασθεί με βάση τα πραγματικά στοιχεία και τις περιστάσεις που ήταν γνωστά στις 16 Οκτωβρίου 2007, δηλαδή κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, ή στις 28 Ιουλίου 2000, ημερομηνία εκδόσεως της πρώτης σχετικής αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία ακυρώθηκε με την προμνημονευθείσα απόφαση Infront WM κατά Επιτροπής και αντικαταστάθηκε, μετά από επτά έτη, από την επίμαχη απόφαση.

82      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να κρίνει ότι η φράση «διαθέσιμα [στοιχεία] για την κατάσταση των [ραδιοτηλεοπτικών] μέσων στο Ηνωμένο Βασίλειο», η οποία διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 3 της επίμαχης αποφάσεως, δεν πληροί την απαίτηση περί προσήκουσας και επαρκούς αιτιολογίας, καθόσον δεν καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό ούτε της φύσεως των στοιχείων τα οποία η Επιτροπή διατείνεται ότι έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της αποφάσεως αυτής ούτε του χρόνου που τα στοιχεία αυτά αφορούν.

83      Με το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως υποστηρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 70 και 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στηρίχθηκε σε σκεπτικό το οποίο ουδόλως περιλαμβάνεται στην επίμαχη απόφαση, κρίνοντας ότι το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου μπορεί να θεωρηθεί ενιαία εκδήλωση και ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εκθέσει άλλους λόγους προς αιτιολόγηση της αποφάσεώς της να εγκρίνει την καταχώριση της διοργανώσεως αυτής στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.

84      Με το τρίτο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, η FIFA προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αρνούμενο να αποδώσει την παραμικρή σημασία στην πρακτική που ακολουθούν τα άλλα κράτη μέλη, τα οποία δεν περιέλαβαν τους αγώνες «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος» στον κατάλογο εκδηλώσεων μείζονος σημασίας.

85      Το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή των κριτηρίων βάσει των οποίων διαπιστώθηκε η μείζων σημασία του συνόλου των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η FIFA φρονεί, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς δέχθηκε τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι, στο Ηνωμένο Βασίλειο, το σύνολο αυτό αγώνων πληροί το κριτήριο περί «ιδιαίτερης απηχήσεως» και ότι κακώς επίσης έκρινε ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς και προσηκόντως τη διαπίστωση αυτή. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο εξομοίωσε, ιδίως, το κριτήριο της «ιδιαίτερης απηχήσεως» εκδηλώσεως με αυτό της δημοτικότητάς της. Η «δημοτικότητα» εκδηλώσεως, όμως, δεν αποτελεί κριτήριο που ασκεί επιρροή και δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι πρόκειται περί «σημαντικού [γεγονότος]», κατά την αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 97/36. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν εφήρμοσε προσηκόντως το άρθρο 253 ΕΚ, κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε αιτιολογήσει επαρκώς και δεόντως τη διαπίστωσή της σχετικά με το κριτήριο της «ιδιαίτερης απηχήσεως».

86      Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη δεχόμενο τις διαπιστώσεις της Επιτροπής περί του ότι το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου πληροί τις απαιτήσεις του κριτηρίου που διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 18 της επίμαχης αποφάσεως, σχετικά με την κατά παράδοση μετάδοση αυτού του συνόλου κατά το παρελθόν και με τον μεγάλο αριθμό τηλεθεατών που ενδιαφέρονται να παρακολουθήσουν τους αγώνες «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος». Κατά τη FIFA, οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου στερούνται ερείσματος και αντικρούονται από τα πραγματικά περιστατικά. Επιπλέον, κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς και προσηκόντως τη διαπίστωσή της ότι τηρήθηκαν οι απαιτήσεις αυτές.

87      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε μεταξύ άλλων ποσοστά τηλεθεάσεως μη αντιπροσωπευτικού δείγματος των αγώνων αυτών, αποκρύβοντας τους αγώνες με χαμηλότερο ποσοστό τηλεθεάσεως. Επιπλέον, έπρεπε να διαπιστώσει ότι το μέσο ποσοστό τηλεθεάσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο των αγώνων «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος» δεν αντιστοιχεί σε υψηλή τηλεθέαση, ούτε, κατά μείζονα λόγο, σε «ιδιαιτέρως υψηλή τηλεθέαση». Ομοίως, υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά την εξήγηση των χαμηλών ποσοστών τηλεθεάσεως ορισμένων αγώνων «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος».

88      Κατά την Επιτροπή, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αλυσιτελής. Επιπλέον, ο λόγος αυτός στερείται ερείσματος στο σύνολό του, άποψη με την οποία συμφωνούν το Βασίλειο του Βελγίου και το Ηνωμένο Βασίλειο.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

89      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να εκθέτει σκεπτικό το οποίο ακολουθεί αναλυτικά και ένα προς ένα όλα τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι καθιστά δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να λαμβάνουν γνώση των λόγων για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο. Ειδικότερα, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να απαντά στα προβληθέντα από διάδικο επιχειρήματα τα οποία δεν είναι αρκούντως σαφή και ακριβή, στο μέτρο που αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο καμίας άλλης ιδιαίτερης αναπτύξεως και δεν συνοδεύονται από ειδική επιχειρηματολογία που να τα τεκμηριώνει (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑120/06 P και C‑121/06 P, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑6513, σκέψεις 91 και 96, και της 5ης Ιουλίου 2011, C‑263/09 P, Edwin κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2011, σ. Ι‑5853, σκέψη 64).

90      Εν προκειμένω, η FIFA δεν προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, κατά τρόπο επαρκώς σαφή και ακριβή, αυτοτελή λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από έλλειψη νομιμότητας της επίμαχης αποφάσεως, για τον λόγο ότι η Επιτροπή είτε εξέδωσε την απόφαση αυτή βάσει των έως το 2000 πραγματικών περιστατικών, ενώ θα έπρεπε να στηριχθεί στα πραγματικά περιστατικά έως το 2007, είτε εξέδωσε την εν λόγω απόφαση βάσει των έως το 2007 πραγματικών περιστατικών, ενώ θα έπρεπε να στηριχθεί στα πραγματικά περιστατικά έως το 2000. Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, η FIFA έθιξε πράγματι το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο λόγου αναιρέσεως σχετικού με την αιτιολόγηση της επίμαχης αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση αυτή δεν περιείχε ένδειξη ως προς τη φύση των στοιχείων σχετικά με την κατάσταση των ραδιοτηλεοπτικών μέσων στη Βρετανία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή και ως προς τον χρόνο τον οποίο αφορούν τα στοιχεία αυτά.

91      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν όφειλε οπωσδήποτε να προσδιορίσει, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αν η νομιμότητα της επίμαχης αποφάσεως έπρεπε να εξετασθεί βάσει των έως το 2000 πραγματικών περιστατικών ή βάσει των έως το 2007.

92      Όσον αφορά, εν συνεχεία, τον λόγο που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αντλείται από τη μνεία του είδους και των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη στην επίμαχη απόφαση και του χρόνου τον οποίο αφορούν τα στοιχεία αυτά, από τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να διευκρινίσει, με την απόφαση αυτή, το είδος των στοιχείων αυτών και τον χρόνο τον οποίο αφορούν.

93      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν απαιτείται πλέον να εξετασθεί —όπως κρίθηκε και με τις σκέψεις 60 έως 63 της παρούσας αποφάσεως— αν το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε επαρκώς το επιχείρημα της FIFA που αφορά την επισήμανση του είδους των εν λόγω στοιχείων και του χρόνου τον οποίο αυτά αφορούν.

94      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

95      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο του διαλαμβανομένου στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ ελέγχου νομιμότητας, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αντικαταστήσει με το δικό του σκεπτικό την αιτιολογία του συντάκτη της προσβαλλομένης πράξεως και δεν μπορεί να συμπληρώσει τυχόν κενό στην αιτιολογία της πράξεως αυτής, έτσι ώστε η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εξέταση να μη συναρτάται με καμία από τις εκτιμήσεις που περιέχει η εν λόγω πράξη (βλ., σχετικώς, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, C‑73/11 P, Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψεις 87 έως 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

96      Εν προκειμένω, πάντως, όσα διαλαμβάνονται στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν συμπληρώνουν κενό στην αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως, αλλά σκοπούν στον προσδιορισμό του απαιτούμενου επιπέδου της αιτιολογίας αυτής με γνώμονα τις απαιτήσεις της εφαρμοστέας στον τομέα αυτό νομοθεσίας της Ένωσης. Όσον αφορά τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 117 της εν λόγω αποφάσεως, αυτά συναρτώνται με την κρίση που παρατίθεται στη σκέψη 6 της ιδίας αποφάσεως. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν αντικατέστησε με το σκεπτικό του αυτό την αιτιολογία του συντάκτη της προσβαλλομένης πράξεως, αλλά απλώς διενήργησε έλεγχο της νομιμότητας της πράξεως αυτής, σύμφωνα με την αρμοδιότητα που του έχει ανατεθεί.

97      Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

98      Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, επισημαίνεται ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η FIFA δεν προέβαλε κανένα λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από το ότι, για να εκτιμηθεί αν οι αγώνες «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος» μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εκδήλωση μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου, έπρεπε να ληφθεί υπόψη η πρακτική των λοιπών κρατών μελών. Στο δικόγραφο της προσφυγής της, η FIFA απλώς μνημόνευσε την πρακτική αυτή χωρίς να υποστηρίξει ότι η επίμαχη απόφαση δεν ήταν νόμιμη για τον λόγο ότι ο υπουργός και η Επιτροπή δεν απέδωσαν καμία σημασία στην πρακτική αυτή.

99      Κατά τη μνημονευθείσα στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, το σκέλος αυτό του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

100    Στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, η FIFA προέβαλε καταρχάς σειρά επιχειρημάτων με τα οποία επιδιώκει να αποδείξει ότι οι σχετικές με τους αγώνες «μη εξαιρετικού ενδιαφέροντος» παράμετροι δεν πληρούσαν τα κριτήρια τα οποία εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 18 της επίμαχης αποφάσεως και τα οποία έχουν καθορισθεί από τον υπουργό προκειμένου να προσδιορισθούν οι εκδηλώσεις μείζονος σημασίας.

101    Με τα επιχειρήματα αυτά, όμως, η FIFA ζητεί στην πραγματικότητα από το Δικαστήριο να αντικαταστήσει την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου περί των πραγματικών περιστατικών με τη δική του, χωρίς να αποδείξει την ύπαρξη παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά πάγια νομολογία, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα (βλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2006, C-397/03 P, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-4429, σκέψη 85, και προμνημονευθείσα απόφαση ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, σκέψη 180).

102    Όσον αφορά, εν συνεχεία, το επιχείρημα που αντλείται από την προβαλλόμενη εξομοίωση του κριτηρίου της «ιδιαίτερης απηχήσεως» εκδηλώσεως με αυτό της δημοτικότητάς της, επισημαίνεται ότι η FIFA δεν προέβαλε τέτοιο λόγο ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

103    Τέλος, όσον αφορά τις αιτιάσεις περί ανεπαρκούς τυπικής αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως, αυτές συμπίπτουν στην πράξη με το έκτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως.

104    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

105    Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αποτελείται, κατ’ ουσίαν, από οκτώ σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η FIFA υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, στις σκέψεις 161 και 162 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας, βάσει του σκεπτικού που το ίδιο εξέθεσε, ότι με την επίμαχη απόφαση αποδείχθηκε η αναλογικότητα των περιορισμών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και του δικαιώματος εγκαταστάσεως οι οποίοι οφείλονται στα κοινοποιηθέντα μέτρα. Πλην όμως, κατά τη FIFA, απέκειτο στην Επιτροπή και όχι στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει τους περιορισμούς αυτούς. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, κατά την αναιρεσείουσα, να αποφανθεί ότι, καθόσον η τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου έχει τον «χαρακτήρα ενιαίας εκδηλώσεως», η Επιτροπή, η οποία δεν στηρίχθηκε στον προβαλλόμενο αυτό χαρακτήρα της εν λόγω διοργανώσεως, θα απαλλασσόταν από την υποχρέωση να αποδείξει ότι οι οφειλόμενοι στην επίμαχη απόφαση περιορισμοί ήταν αναγκαίοι, κατάλληλοι και αναλογικοί.

106    Κατά το δεύτερο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, καθόσον αποφάνθηκε, στις σκέψεις 51, 52 και 158 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο σκοπός που έγκειται στο να διασφαλισθεί η ευρεία πρόσβαση του κοινού στις τηλεοπτικές μεταδόσεις εκδηλώσεων μείζονος σημασίας και το δικαίωμα στην ενημέρωση δικαιολογούσαν τους περιορισμούς που συνεπάγεται η επίμαχη απόφαση. Συγκεκριμένα, η ευρεία πρόσβαση του κοινού δεν πρέπει να συγχέεται με την απεριόριστη. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα στην ενημέρωση δεν συνεπάγεται το δικαίωμα παρακολουθήσεως σε τηλεοπτικούς σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως όλων των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου και δεν δικαιολογεί την απαγόρευση της κατ’ αποκλειστικότητα μεταδόσεως ενός από του αγώνες αυτούς μέσω τηλεοπτικού οργανισμού διαφορετικού από αυτούς που εκμεταλλεύονται σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως.

107    Με το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, η FIFA διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να εξετάσει το ζήτημα αν μέτρα λιγότερο περιοριστικά από αυτά που εγκρίθηκαν με την επίμαχη απόφαση παρείχαν τη δυνατότητα να διασφαλισθεί η επίτευξη του επιδιωκόμενου με το άρθρο 3α της οδηγίας 89/552 σκοπού.

108    Με το τέταρτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η FIFA υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να διενεργήσει περιορισμένο έλεγχο του συμβατού χαρακτήρα των κοινοποιηθέντων μέτρων με το δίκαιο της Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να αποφανθεί ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να διενεργήσει διεξοδικό έλεγχο και να προβεί σε ενδελεχή εξέταση.

109    Κατά το πέμπτο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, κακώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι η Επιτροπή είχε αιτιολογήσει επαρκώς την κρίση της περί του αναλογικού χαρακτήρα των περιορισμών της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.

110    Με το έκτο σκέλος αυτού του λόγου αναιρέσεως, η FIFA υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει αν μέτρα που θίγουν σε μικρότερο βαθμό το δικαίωμα ιδιοκτησίας απ’ ό,τι αυτά που εγκρίθηκαν με την επίμαχη απόφαση καθιστούσαν δυνατό να διασφαλισθεί η επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με το άρθρο 3α της οδηγίας 89/552. Συγκεκριμένα, οσάκις θίγονται δύο θεμελιώδη δικαιώματα, οι περιορισμοί της ασκήσεως του ενός από τα δικαιώματα αυτά θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο σταθμίσεως των οικείων δικαιωμάτων, στην οποία δεν προέβη η Επιτροπή με την απόφασή της και της οποίας το ενδεχόμενο δεν εξέτασε ούτε και το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

111    Με το έβδομο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, η FIFA διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε ανεπαρκώς την κρίση του ότι οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, της ελευθερίας εγκαταστάσεως και του δικαιώματος ιδιοκτησίας ήταν δικαιολογημένοι.

112    Με το όγδοο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, η FIFA προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε πλειστάκις σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ανάλυση των σχετικών με τον ανταγωνισμό κανόνων δικαίου της Ένωσης.

113    Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, στη σκέψη 173 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι, καθόσον τα αποτελέσματα που παράγουν τα κοινοποιηθέντα από το Ηνωμένο Βασίλειο μέτρα αποτελούν αναπότρεπτη συνέπεια των περιορισμών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, τους οποίους έκρινε δικαιολογημένους το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν όφειλε να προβεί σε ενδελεχέστερη ανάλυση από αυτήν ως προς τις συνέπειες και ότι δεν υπέπεσε σε πλάνη αποφαινόμενη ότι τα ως άνω μέτρα ήταν συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης περί ανταγωνισμού, τούτο δε μολονότι ουδόλως είχε καθορισθεί η σχετική αγορά. Κατά τη FIFA, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το δίκαιο του ανταγωνισμού, διότι η εκτίμηση των περιορισμών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και αυτή των κανόνων περί ανταγωνισμού υπάγονται σε διαφορετικές αναλύσεις.

114    Αφετέρου, η FIFA προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι διαπίστωσε ότι με τα κοινοποιηθέντα από το Ηνωμένο Βασίλειο μέτρα δεν παρέχονταν στο BBC και στην ITV ειδικά δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά τη FIFA, η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε αμιγώς τυπικές και θεωρητικές εκτιμήσεις. Το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά και την οικονομική πραγματικότητα και να αποφανθεί, ως εκ τούτου, ότι, καθόσον τα μέτρα αυτά, όπως εγκρίθηκαν με την επίμαχη απόφαση, συνεπάγονταν ότι το BBC και η ITV απέλαυαν, στην πράξη, προνομιακής θέσεως σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους, στις δύο αυτές επιχειρήσεις είχαν κατ’ ανάγκη παρασχεθεί ειδικά δικαιώματα.

115    Κατά την Επιτροπή, το Βασίλειο του Βελγίου και το Ηνωμένο Βασίλειο, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως στερείται ερείσματος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

116    Το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται σε πεπλανημένη ερμηνεία των σκέψεων 161 και 162 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι με την επίμαχη απόφαση αποδείχθηκε η αναλογικότητα των περιορισμών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και του δικαιώματος εγκαταστάσεως οι οποίοι οφείλονταν στα μέτρα που κοινοποίησε το Ηνωμένο Βασίλειο. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η FIFA διότι στηριζόταν σε πεπλανημένη μείζονα πρόταση συλλογισμού, καθόσον αντλείτο από το ότι, για να είναι αναλογικός, ο κατάλογος των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας έπρεπε να περιλαμβάνει μόνο τους αγώνες «εξαιρετικού ενδιαφέροντος», επειδή είναι οι μόνοι που έχουν μείζονα σημασία για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου. Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, βασίμως αποφάνθηκε κατά τον ως άνω τρόπο, καθόσον είχε κρίνει, στις σκέψεις 116 και 134 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου μπορούσε να γίνει δεκτό ότι είχε μείζονα σημασία για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου.

117    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

118    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ως άνω λόγου αναιρέσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι, στις σκέψεις 51, 52 και 158 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ότι ο σκοπός που συνίσταται στο να διασφαλισθεί η ευρεία πρόσβαση του κοινού στις τηλεοπτικές μεταδόσεις εκδηλώσεων μείζονος σημασίας και το δικαίωμα στην ενημέρωση δικαιολογούν τους ειδικούς περιορισμούς που συνεπαγόταν η επίμαχη απόφαση. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του ζητήματος αυτού εντός γενικού πλαισίου, διαπιστώνοντας ότι, καθόσον τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552 αφορούν εκδηλώσεις μείζονος σημασίας, μπορούν να δικαιολογηθούν από τον ως άνω σκοπό και από το δικαίωμα στην ενημέρωση, υπό την προϋπόθεση ότι είναι κατάλληλα για να διασφαλισθεί η επίτευξή τους και ότι δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξή τους μέτρο. Πάντως, λαμβανομένων υπόψη των αρχών των οποίων έγινε μνεία στις σκέψεις 12 και 13 της παρούσας αποφάσεως, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο επικρίσεως.

119    Επιπλέον, από τα διαλαμβανόμενα στις σκέψεις 12, 22 και 23 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η FIFA, το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να συμβιβάσει τους σκοπούς αυτούς με τις απαιτήσεις που άπτονται της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

120    Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

121    Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, από την αιτιολογική σκέψη 19 της επίμαχης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε αν τα μέτρα που κοινοποίησε το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν αναλογικά. Πάντως, ο έλεγχος αυτός της αναλογικότητας προϋποθέτει κατ’ ανάγκη τη διακρίβωση του αν οι σκοποί γενικού συμφέροντος μπορούσαν να επιτευχθούν με μέτρα λιγότερο περιοριστικά για τις εν λόγω ελευθερίες κυκλοφορίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η FIFA δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η Επιτροπή παρέλειψε εντελώς να διακριβώσει αν υπήρχε δυνατότητα να γίνει χρήση τέτοιων μέτρων. Συναφώς, στερείται σημασίας το γεγονός ότι στην ως άνω αιτιολογική σκέψη μνημονεύεται μόνον η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εφόσον ο μεν έλεγχος της αναλογικότητας δεν διαφέρει ουσιωδώς όσον αφορά τους περιορισμούς της ελευθερίας εγκαταστάσεως τους οποίους συνεπάγονται τα κοινοποιηθέντα μέτρα, τα δε μέτρα αυτά θίγουν κατ’ εξαίρεση μόνο την εν λόγω ελευθερία.

122    Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

123    Όσον αφορά το τέταρτο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, από τις σκέψεις 20 και 23 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι απόκειται στην Επιτροπή να διενεργεί περιορισμένο έλεγχο οσάκις εγκρίνει εθνικά μέτρα περί καθορισμού των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας. Ως εκ τούτου, κακώς φρονεί η FIFA ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να κρίνει ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε «διεξοδικό» έλεγχο και «ενδελεχή εξέταση» του αν τα κοινοποιηθέντα μέτρα είναι συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης.

124    Επομένως, το τέταρτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

125    Όσον αφορά το πέμπτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των γενικής φύσεως εκτιμήσεων που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 107 έως 111 της προμνημονευθείσας αποφάσεως UEFA κατά Επιτροπής, η επίμαχη απόφαση είχε αιτιολογηθεί επαρκώς, οπότε και το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί.

126    Όσον αφορά το έκτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, από τα όσα εκτίθενται στις σκέψεις 12, 22 και 23 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει, αφενός, ότι η προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας της FIFA απορρέει ήδη από το άρθρο 3α της οδηγίας 85/552 και ότι η προσβολή αυτή μπορεί, καταρχήν, να δικαιολογηθεί από τον σκοπό της προστασίας του δικαιώματος στην ενημέρωση και της διασφαλίσεως ευρείας προσβάσεως του κοινού στις τηλεοπτικές μεταδόσεις εκδηλώσεων μείζονος σημασίας. Αφετέρου, δεδομένου ότι το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου έχει βασίμως χαρακτηρισθεί από τον υπουργό ως εκδήλωση μείζονος σημασίας, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει μόνον τα αποτελέσματα του χαρακτηρισμού αυτού, όσον αφορά το δικαίωμα ιδιοκτησίας της FIFA, τα οποία έβαιναν πέραν αυτών που συνδέονται αναπόσπαστα με την καταχώριση της εν λόγω εκδηλώσεως στον κατάλογο των εκδηλώσεων που καθορίσθηκαν από τις αρχές αυτές.

127    Εν προκειμένω, όμως, η FIFA δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο κανένα στοιχείο που να καθιστά δυνατό σε αυτό να διαπιστώσει ότι τα αποτελέσματα που είχε ως προς το δικαίωμα της ιδιοκτησίας ο χαρακτηρισμός του συνόλου των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδηλώσεως μείζονος σημασίας για την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου είχαν τέτοιο υπερβολικό χαρακτήρα.

128    Υπό τις συνθήκες αυτές, το έκτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

129    Όσον αφορά το έβδομο σκέλος του ιδίου λόγου αναιρέσεως, αρκεί να επισημανθεί ότι, στις σκέψεις 140 έως 146 και 156 έως 163 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε επαρκή αιτιολογία παρέχουσα τη δυνατότητα στη μεν FIFA να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά της, στο δε Δικαστήριο να έχει στη διάθεσή του επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον εκ μέρους του δικαστικό έλεγχο.

130    Συνεπώς, το υπό κρίση σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

131    Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα του ογδόου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, από τα διαλαμβανόμενα στις σκέψεις 22 και 23 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, εφόσον εκδήλωση έχει βασίμως χαρακτηρισθεί ως μείζονος σημασίας, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάσει μόνον τα αποτελέσματα του χαρακτηρισμού αυτού ως προς τον ελεύθερο ανταγωνισμό τα οποία βαίνουν πέραν των αποτελεσμάτων που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με την καταχώριση της οικείας εκδηλώσεως στον κατάλογο των εκδηλώσεων που έχουν χαρακτηρισθεί ως μείζονος σημασίας. Εν προκειμένω, όμως, η FIFA δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο κανένα στοιχείο που να του καθιστά δυνατό να διαπιστώσει ότι τα αποτελέσματα όσον αφορά τον ελεύθερο ανταγωνισμό του χαρακτηρισμού του συνόλου των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως εκδηλώσεως μείζονος σημασίας είχαν τέτοιο υπερβολικό χαρακτήρα.

132    Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα του ογδόου σκέλους του ιδίου λόγου αναιρέσεως, δεν αμφισβητείται ότι το γράμμα των άρθρων 98 και 101 του νόμου του 1996 περί ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, όπως τροποποιήθηκε με την κανονιστική απόφαση του 2000 περί τηλεοπτικών εκπομπών, ουδόλως προβαίνει σε διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών τηλεοπτικών οργανισμών και, ειδικότερα, δεν παρέχει στους τηλεοπτικούς οργανισμούς που εκμεταλλεύονται σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως προστασία την οποία αρνείται σε εκείνους που εκμεταλλεύονται συνδρομητικούς σταθμούς, δεδομένου ότι όλοι αυτοί οι τηλεοπτικοί οργανισμοί είναι ελεύθεροι να αποκτήσουν τα δικαιώματα μη αποκλειστικής μεταδόσεως των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας και να τις μεταδώσουν κατά τρόπο μη αποκλειστικό.

133    Δεν μπορεί να αποκλεισθεί, βεβαίως, ότι, στην πράξη, ορισμένοι μόνον τηλεοπτικοί οργανισμοί που εκμεταλλεύονται σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως, όπως το BBC και η ITV, θα μεταδώσουν τελικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, κατόπιν αδείας της Office of Communications, το σύνολο των αγώνων της τελικής φάσεως του Παγκοσμίου Κυπέλλου, καθόσον οι τηλεοπτικοί οργανισμοί που εκμεταλλεύονται σταθμούς συνδρομητικής τηλεοράσεως ενδιαφέρονται αποκλειστικώς για την κατ’ αποκλειστικότητα μετάδοση και, ως εκ τούτου, δεν θα υποβάλουν προσφορά για την απόκτηση των σχετικών δικαιωμάτων.

134    Ωστόσο, όπως διαπίστωσε κατ’ ουσίαν το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται στην εμπορική στρατηγική των τηλεοπτικών οργανισμών που εκμεταλλεύονται συνδρομητικούς σταθμούς και οι οποίοι έχουν επιλέξει επιχειρηματικό πρότυπο που προσδίδει μείζονα σημασία στην αποκλειστικότητα, με συνέπεια να είναι λιγότερο πρόθυμοι να αναλάβουν την μη αποκλειστική μετάδοση των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας απ’ ό,τι οι τηλεοπτικοί οργανισμοί που εκμεταλλεύονται σταθμούς ελεύθερης προσβάσεως. Επομένως, το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται κυρίως στην ελεύθερη εμπορική επιλογή της πρώτης αυτής κατηγορίας τηλεοπτικών οργανισμών και δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να καταλογισθεί στη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου.

135    Υπό τις συνθήκες αυτές, το όγδοο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

136    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και ως εν μέρει αβάσιμος.

137    Δεδομένου ότι κανείς από τους τέσσερις λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η FIFA προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

138    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση κατά την οποία η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η FIFA ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας αυτής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει τη Fédération internationale de football association (FIFA) στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.