Language of document : ECLI:EU:T:2016:227

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 22ας Απριλίου 2016 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Οδηγία 92/81/ΕΟΚ — Ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί πετρελαιοειδών — Πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας — Απαλλαγή από τον φόρο — Υφιστάμενες ή νέες ενισχύσεις — Άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περιπτώσεις i, iii και iv, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 — Ασφάλεια δικαίου — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Εύλογη προθεσμία — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Κατάχρηση εξουσίας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Έννοια της κρατικής ενισχύσεως — Πλεονέκτημα — Επίδραση επί του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών — Στρέβλωση του ανταγωνισμού»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑50/06 RENV II και T‑69/06 RENV II,

Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από την E. Creedon, τον A. Joyce και την E. McPhillips, επικουρούμενους από τον P. McGarry, SC,

Aughinish Alumina Ltd, με έδρα το Askeaton (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από την C. Waterson, και τους C. Little και J. Handoll, solicitors,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci, N. Khan, G. Conte, D. Grespan και την K. Walkerová,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2006/323/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία (ΕΕ 2006, L 119, σ. 12), κατά το μέρος που η απόφαση αυτή αφορά την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην περιοχή Shannon (Ιρλανδία),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová (εισηγήτρια), E. Buttigieg, S. Gervasoni και L. Madise, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Μαΐου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Η επίμαχη απαλλαγή

1        Η αλουμίνα (ή οξείδιο του αργιλίου) αποτελεί λευκή σκόνη που χρησιμοποιείται κυρίως στα χυτήρια για την παραγωγή αλουμινίου. Η αλουμίνα παράγεται από μετάλλευμα βωξίτη με διαδικασία εξευγενισμού, της οποίας η τελευταία φάση συνίσταται σε πυράκτωση. Περισσότερο από το 90 % της πυρακτωμένης αλουμίνας χρησιμοποιείται στην τήξη του αλουμινίου. Το υπόλοιπο υφίσταται περαιτέρω επεξεργασία και χρησιμοποιείται σε χημικές εφαρμογές. Υπάρχουν δύο χωριστές αγορές προϊόντων, ήτοι εκείνη της αλουμίνας για μεταλλουργικές χρήσεις (στο εξής: αλουμίνα μεταλλουργείου ή ΑΜ) και εκείνη της αλουμίνας για χημικές εφαρμογές (στο εξής: ΑΧΕ). Τα πετρελαιοειδή χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας.

2        Υπάρχει μόνον ένας παραγωγός αλουμίνας στην Ιρλανδία, ένας στην Ιταλία και ένας στη Γαλλία. Πρόκειται, στην Ιρλανδία, για την Aughinish Alumina Ltd (στο εξής: AAL), η οποία είναι εγκατεστημένη στην περιοχή Shannon. Παραγωγοί αλουμίνας υπάρχουν επίσης στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα, στην Ουγγαρία και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

3        Από τις 12 Μαΐου 1983, η Ιρλανδία απαλλάσσει τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αλουμίνας (στο εξής: επίμαχη απαλλαγή). Η επίμαχη απαλλαγή εισήχθη στο ιρλανδικό δίκαιο με το Statutory instrument 126/1983, Imposition of Duties (n° 265) (Excise Duty on Hydrocarbon Oils) Order, 1983 [κανονιστική πράξη περί επιβολής φόρων (αριθ. 265) (ειδικός φόρος κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών)], της 12ης Μαΐου 1983 (στο εξής: κανονιστική πράξη του 1983).

4        Η εφαρμογή της επίμαχης απαλλαγής στην περιοχή Shannon επιτράπηκε δυνάμει της αποφάσεως 92/510/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εξουσιοδότηση των κρατών μελών να συνεχίσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, τους υφιστάμενους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης ή τις υφιστάμενες απαλλαγές από ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ L 316, σ. 16). Η έγκριση αυτή επανεξετάστηκε και παρατάθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998 με την απόφασή του 97/425/ΕΚ, της 30ής Ιουνίου 1997, για την εξουσιοδότηση των κρατών μελών να εφαρμόσουν και να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, τους ισχύοντες μειωμένους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ L 182, σ. 22). Η ως άνω έγκριση παρατάθηκε εκ νέου από το Συμβούλιο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000 με την απόφασή του 1999/880/ΕΚ, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για την εξουσιοδότηση των κρατών μελών να εφαρμόσουν και να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, τους ισχύοντες μειωμένους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ L 331, σ. 73).

5        Με την απόφαση 2001/224/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, σχετικά με τους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης και τις απαλλαγές από τους φόρους αυτούς, όσον αφορά ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για ειδικούς σκοπούς (ΕΕ L 84, σ. 23), ήτοι την τελευταία σχετικά με την επίμαχη απαλλαγή, παρατάθηκε η έγκριση της εφαρμογής των εν λόγω απαλλαγών μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 5 αυτής, η εν λόγω απόφαση «δεν προδικάζει την έκβαση διαδικασιών οι οποίες αφορούν τις στρεβλώσεις της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς και ενδέχεται να κινηθούν ιδίως βάσει των άρθρων 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ]» και «δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 88 [ΕΚ], τις τυχόν χορηγούμενες κρατικές ενισχύσεις».

 Διοικητική διαδικασία

6        Με έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 1983, η Ιρλανδία γνωστοποίησε στην Επιτροπή την πρόθεσή της να υλοποιήσει τη δέσμευση την οποία είχε αναλάβει τον Απρίλιο του 1970 έναντι της Alcan Aluminium Ltd (στο εξής: Alcan) όσον αφορά την κατασκευή στην περιοχή Shannon εργοστασίου παραγωγής αλουμίνας, το οποίο, εν συνεχεία, εκχωρήθηκε στην AAL, και η οποία αφορούσε απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή αλουμίνας. Με έγγραφο της 22ας Μαρτίου 1983, η Επιτροπή επισήμανε ότι η απαλλαγή αυτή συνιστά κρατική ενίσχυση, η οποία έπρεπε να κοινοποιηθεί. Η Επιτροπή διευκρίνισε, επίσης, ότι, εφόσον η ενίσχυση δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή κατά τον χρόνο καταρτίσεως του εγγράφου της, δύναται να θεωρήσει το έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 1983 κοινοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Με έγγραφο της 6ης Μαΐου 1983, η Ιρλανδία ζήτησε από την Επιτροπή να θεωρήσει το εν λόγω έγγραφο ως τέτοια κοινοποίηση. Η Επιτροπή δεν έλαβε καμία απόφαση κατόπιν της αλληλογραφίας αυτής.

7        Με έγγραφο της 17ης Ιουλίου 2000, η Επιτροπή ζήτησε από την Ιρλανδία να της κοινοποιήσει την επίμαχη ενίσχυση. Με έγγραφο της 27ης Σεπτεμβρίου 2000, η Επιτροπή υπενθύμισε το αίτημά της στην Ιρλανδία, ζητώντας από αυτήν συμπληρωματικές πληροφορίες. Η Ιρλανδία απάντησε με έγγραφο της 18ης Οκτωβρίου 2000.

8        Με την απόφαση C(2001) 3296 της 30ής Οκτωβρίου 2001, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ ως προς την επίμαχη απαλλαγή (στο εξής: επίσημη διαδικασία εξετάσεως). Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην Ιρλανδία με έγγραφο της 5ης Νοεμβρίου 2001 και δημοσιεύθηκε, στις 2 Φεβρουαρίου 2002, στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ C 30, σ. 25).

9        Αφού ζήτησε, με τηλεομοιοτυπία της 1ης Δεκεμβρίου 2001, παράταση της σχετικής προθεσμίας, η οποία δόθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2001, η Ιρλανδία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με έγγραφο της 8ης Ιανουαρίου 2002.

10      Με έγγραφο της 18ης Φεβρουαρίου 2002, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από την Ιρλανδία.

11      Με έγγραφα της 26ης, της 28ης Φεβρουαρίου και της 1ης Μαρτίου 2002, περιήλθαν στην Επιτροπή παρατηρήσεις των AAL, Eurallumina SpA, Alcan Inc. και του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Αλουμινίου. Οι παρατηρήσεις αυτές κοινοποιήθηκαν στην Ιρλανδία με έγγραφο της 26ης Μαρτίου 2002.

12      Με έγγραφο της 26ης Απριλίου 2002, η Ιρλανδία απάντησε στο αίτημα που της είχε απευθύνει η Επιτροπή με το έγγραφό της τής 18ης Φεβρουαρίου 2002.

 Η απόφαση αλουμίνα I

13      Στις 7 Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2006/323/ΕΚ, σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία (ΕΕ 2006, L 119, σ. 12, στο εξής: απόφαση αλουμίνα I).

14      Η απόφαση αλουμίνα I αφορά το διάστημα πριν την 1η Ιανουαρίου 2004, ημερομηνία ενάρξεως εφαρμογής της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 283, σ. 51), με την οποία καταργήθηκαν, από τις 31 Δεκεμβρίου 2003 (αιτιολογική σκέψη 57), η οδηγία 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 12), και η οδηγία 92/82/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 19). Ωστόσο, σύμφωνα με την απόφαση αλουμίνα I, η επίσημη διαδικασία εξετάσεως καλύπτει και το διάστημα μετά την 31η Δεκεμβρίου 2003 (αιτιολογική σκέψη 92).

15      Το διατακτικό της αποφάσεως αλουμίνα I έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που χορηγήθηκαν από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία για τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή αλουμίνας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003, συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ].

Άρθρο 2

Οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την 17η Ιουλίου 1990 έως την 2α Φεβρουαρίου 2002, στο μέτρο που δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, δεν πρέπει να ανακτηθούν καθώς αυτό θα αντέκειτο προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

Άρθρο 3

Οι ενισχύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 και οι οποίες χορηγήθηκαν από την 3η Φεβρουαρίου 2002 έως την 31η Δεκεμβρίου 2003, συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, [ΕΚ] εφόσον οι δικαιούχοι καταβάλουν συντελεστή τουλάχιστον 13,01 ευρώ ανά 1 000 kg βαρέος μαζούτ.

Άρθρο 4

Η ενίσχυση […] η οποία χορηγήθηκε από την 3η Φεβρουαρίου 2002 έως την 31η Δεκεμβρίου 2003, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, [ΕΚ] εφόσον οι δικαιούχοι δεν έχουν καταβάλει συντελεστή 13,01 ευρώ ανά 1 000 kg βαρέος μαζούτ.

Άρθρο 5

1.      Η Γαλλία, η Ιρλανδία και η Ιταλία πρέπει να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να ανακτήσουν από τους δικαιούχους τη μη συμβιβάσιμη ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 4.

[…]

5.      Η Γαλλία, η Ιρλανδία και η Ιταλία δίνουν εντολή στους δικαιούχους των μη συμβιβάσιμων ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 να επιστρέψουν, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της παρούσας απόφασης, τις ενισχύσεις που τους χορηγήθηκαν παράνομα προσαυξημένες με τους τόκους.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 και στις 23 Φεβρουαρίου 2006, η Ιρλανδία και η AAL άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές που πρωτοκολλήθηκαν με τους αριθμούς Τ‑50/06 και Τ‑69/06 αντιστοίχως.

17      Με χωριστό δικόγραφο, που περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Μαρτίου 2006, η AAL υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει του άρθρου 242 ΕΚ, με την οποία ζητούσε αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως αλουμίνα I ως προς αυτήν. Η αίτηση αυτή πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑69/06 R. Με διάταξη της 2ας Αυγούστου 2006, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την εν λόγω αίτηση, επιφυλασσόμενος ως προς τα δικαστικά έξοδα.

18      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991 και κατόπιν προτάσεως του δεύτερου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, αφού άκουσε τους διαδίκους σύμφωνα με το άρθρο 51 του εν λόγω Κανονισμού, να παραπέμψει την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

19      Με διάταξη της 24ης Μαΐου 2007, ο πρόεδρος του δευτέρου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑50/06, T‑56/06, T‑60/06, T‑62/06 και T‑69/06 (στο εξής: υποθέσεις αλουμίνα I) προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

20      Με απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑50/06, T‑56/06, T‑60/06, T‑62/06 και T‑69/06, EU:T:2007:383), το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων αλουμίνα I προς έκδοση κοινής αποφάσεως, ακύρωσε την απόφαση αλουμίνα I και, στην υπόθεση T‑62/06, απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά.

21      Με δικόγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 2008, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

22      Με απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (C‑89/08 P, Συλλογή, EU:C:2009:742), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 20 ανωτέρω (EU:T:2007:383), κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο είχε ακυρώσει την απόφαση αλουμίνα I, αναπέμψει τις υποθέσεις αλουμίνα I ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

23      Κατόπιν της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 22 ανωτέρω (EU:C:2009:742), και σύμφωνα με το άρθρο 118, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, οι υποθέσεις αλουμίνα I ανατέθηκαν στο δεύτερο πενταμελές τμήμα, με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2009.

24      Με διάταξη του προέδρου του δευτέρου πενταμελούς τμήματος της 1ης Μαρτίου 2010, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων αλουμίνα I προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2010, οι υποθέσεις αλουμίνα I ανατέθηκαν στο τέταρτο πενταμελές τμήμα.

25      Με απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Ιρλανδία κατά Επιτροπής (T‑50/06 RENV, T‑56/06 RENV, T‑60/06 RENV, T‑62/06 RENV και T‑69/06 RENV, Συλλογή, EU:T:2012:134), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση αλουμίνα I, κατά το μέρος που η απόφαση αυτή διαπίστωνε ή στηριζόταν στη διαπίστωση ότι οι απαλλαγές από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας, οι οποίες χορηγήθηκαν από τη Γαλλική Δημοκρατία, από την Ιρλανδία και από την Ιταλική Δημοκρατία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης), συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή εντέλλονταν η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία και η Ιταλική Δημοκρατία να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς ανάκτηση των εν λόγω απαλλαγών από τους δικαιούχους τους, εφόσον οι τελευταίοι δεν είχαν καταβάλει ειδικό φόρο κατανάλωσης τουλάχιστον 13,01 ευρώ ανά 1 000 kg βαρέος μαζούτ.

26      Με δικόγραφο της 1ης Ιουνίου 2012, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής του Γενικού Δικαστηρίου.

27      Με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (C‑272/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:812), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση Ιρλανδία κατά Επιτροπής, σκέψη 25 ανωτέρω (EU:T:2012:134), ανέπεμψε τις υποθέσεις αλουμίνα I ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

28      Κατόπιν της αποφάσεως Ιρλανδία κατά Επιτροπής κ.λπ., σκέψη 27 ανωτέρω (EU:C:2013:812), οι υποθέσεις αλουμίνα I ανατέθηκαν στο πρώτο τμήμα με αποφάσεις του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου και της 10ης Μαρτίου 2014.

29      Σύμφωνα με το άρθρο 119, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, οι διάδικοι κατέθεσαν υπομνήματα με τις έγγραφες παρατηρήσεις τους, στην υπόθεση T‑50/06 RENV ΙΙ, την 21η Φεβρουαρίου 2014 η Ιρλανδία και στις 14 Απριλίου 2014 η Επιτροπή, στη δε υπόθεση T‑69/06 RENV ΙΙ, στις 26 Φεβρουαρίου 2014 η AAL και στις 15 Απριλίου 2014 η Επιτροπή. Εντούτοις, με τις έγγραφες παρατηρήσεις τους, οι προσφεύγουσες δήλωσαν ότι εμμένουν σε όλους τους λόγους τους οποίους έχουν επικαλεστεί προς στήριξη των αιτημάτων τους στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών. Η Επιτροπή το έλαβε αυτό υπόψη της στις έγγραφες παρατηρήσεις της.

30      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2014, οι υποθέσεις αλουμίνα I ανατέθηκαν στο πρώτο πενταμελές τμήμα, σύμφωνα με το άρθρο 118, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

31      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, ζήτησε από την Ιρλανδία, στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑50/06 RENV II, να προσκομίσει τα έγγραφα της 8ης Ιανουαρίου και της 26ης Απριλίου 2002 (βλ. σκέψεις 9 και 12 ανωτέρω). Η Ιρλανδία συμμορφώθηκε εμπροθέσμως.

32      Με διάταξη του προέδρου του πρώτου πενταμελούς τμήματος της 23ης Μαρτίου 2015, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

33      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαΐου 2015.

34      Η Ιρλανδία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση αλουμίνα I κατά το μέρος που αφορά την επίμαχη απαλλαγή,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

35      Η AAL ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση αλουμίνα I ως προς αυτήν,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

36      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

37      Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι αμφότερες οι υπό κρίση υποθέσεις αποσκοπούν, κατ’ ουσίαν, στην ακύρωση της αποφάσεως αλουμίνα I, κατά το μέρος που με αυτή διαπιστώνεται η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως την οποία φέρεται να έχει χορηγήσει η Ιρλανδία από τις 3 Φεβρουαρίου 2002 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003, βάσει της επίμαχης απαλλαγής (στο εξής: επίμαχη ενίσχυση), και ζητείται από την Ιρλανδία να την ανακτήσει (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Από την άποψη αυτή, οι εν λόγω προσφυγές έχουν το ίδιο αντικείμενο.

38      Προς στήριξη της προσφυγής της στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, η Ιρλανδία προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορά πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της επίμαχης ενισχύσεως βάσει του άρθρου 88 ΕΚ. Ο δεύτερος αφορά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, παραβίαση της αρχής «estoppel» και παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81. Ο τρίτος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ο τέταρτος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής «estoppel», καθώς και κατάχρηση εξουσίας.

39      Προς στήριξη της προσφυγής της στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, η AAL προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορά, κατ’ ουσίαν, πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της επίμαχης ενισχύσεως βάσει του άρθρου 88 ΕΚ. Ο δεύτερος αφορά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, καθώς και υπέρβαση αρμοδιοτήτων και κατάχρηση εξουσίας. Ο τρίτος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο μʹ, ΕΚ και του άρθρου 157 ΕΚ. Ο τέταρτος λόγος αφορά παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου. Ο πέμπτος λόγος αφορά, κατ’ ουσίαν, παραβίαση των αρχών της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, της ασφαλείας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως, λόγω της υπερβολικής διάρκειας της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως. Ο έκτος λόγος αφορά παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

40      Πρέπει, καταρχάς, να εξεταστούν οι λόγοι με τους οποίους οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων επί της επίμαχης απαλλαγής, και συγκεκριμένα, αφενός, ο δεύτερος λόγος, περί παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου, της αρχής estoppel και του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81, και ο τέταρτος λόγος, σχετικά με παραβίαση της αρχής estoppel, καθώς και περί καταχρήσεως εξουσίας, οι οποίοι προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, και, αφετέρου, ο δεύτερος λόγος, σχετικά με παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, καθώς και υπέρβαση αρμοδιότητας και κατάχρηση εξουσίας, και ο τρίτος λόγος, σχετικά με μη τήρηση των επιταγών του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο μʹ, ΕΚ και του άρθρου 157 ΕΚ, οι οποίοι προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II.

41      Εν συνεχεία, πρέπει να εξεταστεί ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίον η AAL αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, τον χαρακτηρισμό της επίμαχης απαλλαγής ως κρατικής ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, για το διάστημα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003, ήτοι ο έκτος λόγος που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, σχετικά με παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

42      Κατόπιν, πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι με τους οποίους οι προσφεύγουσες επικρίνουν, κατ’ ουσίαν, τον χαρακτηρισμό της επίμαχης απαλλαγής ως νέας ενισχύσεως και όχι ως υφιστάμενης ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 88 ΕΚ, ήτοι οι πρώτοι λόγοι που προβάλλονται στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της επίμαχης ενισχύσεως βάσει του άρθρου 88 ΕΚ.

43      Τέλος, πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι με τους οποίους οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως, ήτοι, αφενός, ο τρίτος λόγος, σχετικά με παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, και, αφετέρου, ο τέταρτος λόγος, σχετικά με παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, και ο πέμπτος λόγος, σχετικά με παραβίαση των αρχών της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως, σε σχέση με την υπερβολική διάρκεια της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, οι οποίοι προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II.

 Επί, αφενός, του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, της αρχής estoppel και του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81, και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής estoppel, καθώς και με κατάχρηση εξουσίας, οι οποίοι προβάλλονται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, και, αφετέρου, του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, καθώς και υπέρβαση αρμοδιότητας και κατάχρηση εξουσίας, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II

44      Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, η Ιρλανδία προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη νομολογία, επειδή εξέδωσε, ως προς την επίμαχη απαλλαγή, απόφαση η οποία παράγει αποτελέσματα αντίθετα προς αυτά της αποφάσεως 2001/224, διότι, ενώ, με την τελευταία αυτή απόφαση, το Συμβούλιο της είχε επιτρέψει τη διατήρηση της επίμαχης απαλλαγής έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή, έκρινε, με την απόφαση αλουμίνα I, ότι η επίμαχη απαλλαγή συνιστά ενίσχυση μη συμβατή με την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, η οποία πρέπει, ως εκ τούτου, να ανακτηθεί. Επιπλέον, η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή estoppel, διότι εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία παράγει αποτελέσματα αντίθετα προς αυτά της αποφάσεως 2001/224, χωρίς να έχει ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ. Τέλος, η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παραβίασε το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81, διότι, εφόσον θεωρούσε ότι η επίμαχη απαλλαγή, της οποίας η διατήρηση της είχε επιτραπεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 με την απόφαση 2001/224, στρεβλώνει τον ανταγωνισμό ή είναι ασύμβατη με την κοινή αγορά, έπρεπε να ακολουθήσει τη διαδικασία του άρθρου αυτού και να υποβάλει στο Συμβούλιο κατάλληλες προτάσεις, ώστε να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί η χορηγηθείσα έγκριση.

45      Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, η Ιρλανδία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή estoppel και υπέπεσε σε κατάχρηση εξουσίας. Φρονεί ότι, βάσει της αρχής estoppel, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι, ενώ γνώριζε για την επίμαχη απαλλαγή και για την εφαρμογή της, σύμφωνα με την απόφαση 2001/224, εντούτοις καθυστέρησε την έκδοση της αποφάσεως αλουμίνα I. Πρώτον, η Ιρλανδία επικαλείται την κοινοποίηση, στις αρχές του 1983, της επίμαχης απαλλαγής στην Επιτροπή, η οποία τότε εξέδωσε θετική γι’ αυτήν απόφαση. Δεύτερον, επικαλείται την περιοδική κοινοποίηση στην Επιτροπή, από το 1995, πληροφοριών σχετικά με τα εκτιμώμενα ποσά της επίμαχης ενισχύσεως, ποσά τα οποία η Επιτροπή συμπεριέλαβε στις κοινοποιήσεις των ενισχύσεων στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Τρίτον, επικαλείται τις εγκριτικές αποφάσεις του 1997, του 1999 και του 2001, τις οποίες είχε εκδώσει ομόφωνα το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής. Τέταρτον, επικαλείται τη μη υποβολή προτάσεως από την Επιτροπή προς το Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81, η οποία είχε θεσπιστεί βάσει του lex specialis του άρθρου 93 ΕΚ. Πέμπτον, επικαλείται τη μη άσκηση, εκ μέρους της Επιτροπής, προσφυγής ακυρώσεως, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, κατά της αποφάσεως 2001/224. Έκτον, επισημαίνει την καθυστέρηση με την οποία η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση αλουμίνα I, παρά την υποχρέωση τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε περισσότερο από 43 μήνες αφότου περιήλθε στην Επιτροπή, τον Απρίλιο του 2002, η απάντησή της στην τελευταία αίτηση παροχής πληροφοριών που της είχε απευθύνει το εν λόγω θεσμικό όργανο. Έβδομον, επικαλείται τις δηλώσεις της Επιτροπής και τις εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου καθ’ όλη τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, από τις οποίες συναγόταν ότι η επίμαχη ενίσχυση είχε επιτραπεί. Όγδοον, επισημαίνει τη συμπεριφορά της Επιτροπής, η οποία παγίως θεωρούσε ότι η επίμαχη ενίσχυση αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση. Ένατον, επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν εξέδωσε απόφαση αναστολής της ενισχύσεως, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), ούτως ώστε να μετριαστούν οι επιπτώσεις της ενισχύσεως στην κοινή αγορά, καθώς και οι επιπτώσεις της ανακτήσεως της ενισχύσεως αυτής από την AAL. Η Ιρλανδία υποστηρίζει, ακόμη, ότι η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση προς εξουδετέρωση των συνεπειών της αποφάσεως 2001/224, με την οποία επιτράπηκε στην Ιρλανδία να διατηρήσει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, παρά το γεγονός ότι η ίδια είχε προτείνει στο Συμβούλιο να παρατείνει την εν λόγω έγκριση μόνον έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002.

46      Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, η AAL υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη νομολογία, και την αρχή της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, και ότι υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς της, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει, ως προς την επίμαχη απαλλαγή, αποτελέσματα αντίθετα προς αυτά της αποφάσεως 2001/224, δεδομένου ότι, ενώ με την τελευταία αυτή απόφαση το Συμβούλιο παρέτεινε την έγκριση που είχε δοθεί στην Ιρλανδία να διατηρήσει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, εντούτοις με την απόφαση αλουμίνα I διαπιστώνεται ότι η χορηγηθείσα βάσει της επίμαχης απαλλαγής ενίσχυση ήταν εν μέρει ασύμβατη με την κοινή αγορά και, κατά το μέτρο αυτό, έπρεπε να ανακτηθεί από τον δικαιούχο, εξαιρουμένου του διαστήματος μεταξύ 17ης Ιουλίου 1990 και 2ας Φεβρουαρίου 2002. Συναφώς, πρώτον, η AAL επικαλείται την οδηγία 92/81, η οποία είχε θεσπιστεί βάσει του lex specialis του άρθρου 93 ΕΚ, δυνάμει του οποίου η Ιρλανδία μπορούσε να παρεκκλίνει από τον lex generalis που απορρέει από τους σχετικούς με τις κρατικές ενισχύσεις κανόνες, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, κατά το μέτρο που οι εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου στηρίζονταν, κυρίως, στη διαπίστωση ότι η επίμαχη απαλλαγή δεν επηρέαζε τον ανταγωνισμό ή ότι δεν προκαλούσε στρεβλώσεις στη λειτουργία της κοινής αγοράς. Δεύτερον, επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν προσέφυγε στη διαδικασία του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81, προκειμένου να επιλύσει τυχόν ζητήματα στρεβλώσεως του ανταγωνισμού σχετιζόμενα με την επίμαχη απαλλαγή, όπως αυτή είχε επιτραπεί από το Συμβούλιο, καθώς και ότι η Επιτροπή δεν άσκησε προσφυγή ακυρώσεως, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, κατά της αποφάσεως 2001/224. Τρίτον, επικαλείται την πρόταση εγκριτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της 29ης Νοεμβρίου 1999 και το άρθρο 3 της προτάσεως εγκριτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2000, από τις οποίες προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν σκόπευε να εκδώσει αρνητική τελική απόφαση όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις πριν τη λήξη της ισχύος των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου και ότι δεν θα αμφισβητούσε την επίμαχη ενίσχυση. Τέταρτον, επικαλείται τις εγκριτικές αποφάσεις που είχε εκδώσει το Συμβούλιο πριν την απόφαση 2001/224, στις οποίες δεν γίνεται λόγος για τη δυνατότητα παράλληλης εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Πέμπτον, φρονεί ότι η αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως 2001/224 δεν έχει εφαρμογή ως προς την επίμαχη απαλλαγή, η οποία αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση, κοινοποιηθείσα τον Ιανουάριο του 1983. Έκτον, κάνει λόγο για μεταβολή της πολιτικής της Επιτροπής προκύπτουσα από την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως ως προς την επίμαχη απαλλαγή, με απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 2001, ήτοι περίπου δεκατέσσερις μήνες πριν τη λήξη της εγκρίσεως της διατηρήσεως της εν λόγω απαλλαγής, στις 31 Δεκεμβρίου 2002, την οποία είχε προτείνει η ίδια η Επιτροπή στο Συμβούλιο να διατηρήσει. Έβδομον, κάνει λόγο για παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπής, η οποία συνίσταται στην, διά της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ανάκληση της εγκρίσεως της διατηρήσεως της επίμαχης απαλλαγής έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, την οποία είχε χορηγήσει το Συμβούλιο με την απόφαση 2001/224, και, συνακόλουθα, στο ότι κατέστησε την οδηγία 92/81 άνευ νοήματος και πρακτικής αποτελεσματικότητας.

47      Σε κάθε περίπτωση, η AAL υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη μόνον το πλαίσιο εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή έχει υποπέσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σε κατάχρηση εξουσίας, καθώς χαρακτήρισε εσφαλμένως την επίμαχη ενίσχυση ως παράνομη, παρά το γεγονός ότι αυτή έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο. Τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το Συμβούλιο χορήγησε έγκριση μεγαλύτερης διάρκειας από αυτή που πρότεινε η Επιτροπή, διότι το Συμβούλιο ενήργησε νομίμως, στα πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του όσον αφορά τη φορολογική εναρμόνιση.

48      Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν οι λόγοι αυτοί ως αβάσιμοι.

49      Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, κατά το μέρος που αφορά σιωπηρή εγκριτική απόφαση εκδοθείσα, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, κατόπιν κοινοποιήσεως της επίμαχης απαλλαγής στην Επιτροπή στις αρχές του 1983, λόγω της οποίας η κοινοποιηθείσα ενίσχυση έχει καταστεί υφιστάμενη ενίσχυση, συμπίπτει με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της ίδιας προσφυγής και, ως εκ τούτου, θα εξεταστεί με το σκέλος αυτό (βλ. σκέψεις 135 έως 163 κατωτέρω).

50      Περαιτέρω, κατά το μέρος που, στο πλαίσιο του ίδιου λόγου ακυρώσεως, η Ιρλανδία προσάπτει στην Επιτροπή ότι έπληξε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που η ίδια είχε δημιουργήσει, κατά την αντίληψη της AAL, όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής, λόγω της καθυστερήσεως στην έκδοση της αποφάσεως αλουμίνα I, ο συγκεκριμένος λόγος αφορά, κατ’ ουσίαν, την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Κατά το μέτρο αυτό, συμπίπτει με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και θα εξεταστεί με τον λόγο αυτόν (βλ. σκέψεις 205 έως 263 κατωτέρω).

51      Τέλος, κατά το μέτρο που, στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, η Ιρλανδία προσάπτει στην Επιτροπή καθυστέρηση στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, απευθύνει, κατ’ ουσίαν, αιτίαση σχετικά με παραβίαση της αρχής τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, όμοια με αυτή που προβάλλει η AAL στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, και, ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί μαζί με τον λόγο αυτόν (βλ. σκέψεις 264 έως 273 κατωτέρω).

52      Κατά τα λοιπά, με τους κρινόμενους λόγους ακυρώσεως τίθεται, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα εάν η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα αντίθετα προς αυτά της αποφάσεως 2001/224, με την οποία επιτράπηκε ρητώς στην Ιρλανδία να διατηρήσει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι η εν λόγω απαλλαγή δεν προκαλούσε στρέβλωση του ανταγωνισμού.

53      Εξάλλου, με τον δεύτερο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, οι οποίοι προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, τίθεται ζήτημα ενδεχόμενης παραβιάσεως της αρχής estoppel, σε σχέση με τα αντίθετα έννομα αποτελέσματα που φέρονται να παράγουν η απόφαση 2001/224 και η προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και ενδεχόμενης παραβάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81, λόγω του ότι, πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν ακολούθησε τη διαδικασία του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81, προκειμένου να επιτύχει την τροποποίηση ή την κατάργηση της αποφάσεως 2001/224.

54      Εξάλλου, στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, η Ιρλανδία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέδωσε εν προκειμένω απόφαση περί αναστολής της επίμαχης ενισχύσεως, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

55      Τέλος, στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II πρέπει να ελεγχθεί εάν η Επιτροπή υπέπεσε, κατά την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως, σε κατάχρηση εξουσίας.

56      Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής estoppel, για την οποία γίνεται λόγος στο πλαίσιο του δεύτερου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, επισημαίνεται ότι η αρχή estoppel αποτελεί θεσμό του αγγλοσαξονικού δικαίου και δεν ισχύει στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς τούτο να αποτελεί πρόκριμα όσον αφορά το αν ορισμένες αρχές, όπως είναι οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, και ορισμένοι κανόνες, όπως ο κανόνας nemo potest venire contra factum proprium, που έχουν καθιερωθεί στο δίκαιο αυτό, έχουν σχέση ή συνάφεια με την εν λόγω αρχή. Επομένως, η συγκεκριμένη αιτίαση είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, κατά το μέρος που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής estoppel, χωρίς τούτο να αποτελεί πρόκριμα όσον αφορά τη δυνατότητα εξετάσεως των προβαλλομένων από την Ιρλανδία επιχειρημάτων, εφόσον θεωρηθεί ότι αυτά στηρίζουν λόγο ακυρώσεως αντλούμενο, κατ’ ουσίαν, από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου ή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

57      Όσον αφορά, δεύτερον, τις αιτιάσεις περί παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, περί παραβάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 ή περί υπερβάσεως αρμοδιότητας, αιτιάσεις οι οποίες διατυπώνονται στο πλαίσιο των δεύτερων λόγων που προβάλλονται προς στήριξη των υπό κρίση προσφυγών ή του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, βάσει της καθιερωμένης με το άρθρο 5 ΕΚ και το άρθρο 7 ΕΚ αρχής των δοτών αρμοδιοτήτων, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων και των σκοπών που της έχουν ανατεθεί με τη Συνθήκη ΕΚ και κάθε θεσμικό όργανο ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί από την ίδια Συνθήκη.

58      Εξάλλου, κατά τη νομολογία, για τις πράξεις των θεσμικών οργάνων ισχύει τεκμήριο νομιμότητας, οι πράξεις δε αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα, εφόσον δεν έχουν ανακληθεί, ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως ή κριθεί ανίσχυρες κατόπιν προδικαστικής παραπομπής ή κατόπιν ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., C‑137/92 P, Συλλογή EU:C:1994:247, σκέψη 48, της 8ης Ιουλίου 1999, Chemie Linz κατά Επιτροπής, C‑245/92 P, Συλλογή, EU:C:1999:363, σκέψη 93, και της 5ης Οκτωβρίου 2004, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑475/01, Συλλογή, EU:C:2004:585, σκέψη 18).

59      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (βλ. διάταξη της 8ης Νοεμβρίου 2007, Fratelli Martini και Cargill, C‑421/06, EU:C:2007:662, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά πάγια νομολογία, η αρχή αυτή αποβλέπει στο να εξασφαλίζει το προβλέψιμο των καταστάσεων και των εννόμων σχέσεων που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2003, Schulin, C‑305/00, Συλλογή, EU:C:2003:218, σκέψη 58, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, C‑199/03, Συλλογή, EU:C:2005:548, σκέψη 69). Προς τούτο, έχει θεμελιώδη σημασία η εκ μέρους των θεσμικών οργάνων τήρηση της αρχής της μη αλλοιώσεως των πράξεων που έχουν εκδώσει και οι οποίες επηρεάζουν τη νομική και πραγματική κατάσταση των υποκειμένων δικαίου, για τον λόγο δε αυτόν δεν δύνανται να τροποποιούν τις πράξεις αυτές παρά μόνο στο πλαίσιο των ισχυόντων κανόνων που διέπουν την αρμοδιότητα και τη διαδικασία (βλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1997, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, T‑229/94, Συλλογή, EU:T:1997:155, σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου επιτάσσει, επίσης, να αποφεύγουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, για λόγους αρχής, τυχόν ασυνέπειες που μπορεί να προκύψουν κατά την εφαρμογή των διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε σε περίπτωση που οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, όπως είναι η επικράτηση ανόθευτου ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1993, Matra κατά Επιτροπής, C‑225/91, Συλλογή, EU:C:1993:239, σκέψεις 41 και 42, και της 31ης Ιανουαρίου 2001, RJB Mining κατά Επιτροπής, T‑156/98, Συλλογή, EU:T:2001:29, σκέψη 112 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 έχει ως εξής:

«Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν είναι δυνατόν να διατηρηθούν πλέον οι απαλλαγές ή οι μειώσεις οι οποίες προβλέπονται στην παράγραφο 4, κυρίως για λόγους αθέμιτου ανταγωνισμού ή στρέβλωσης της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ή για λόγους που συνδέονται με την κοινοτική πολιτική για την προστασία του περιβάλλοντος, υποβάλλει τις κατάλληλες προτάσεις στο Συμβούλιο. Το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα σχετικά με τις προτάσεις αυτές.»

61      Εν προκειμένω, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η επιχειρηματολογία στην οποία στηρίζονται οι συγκεκριμένες αιτιάσεις προσκρούει ευθέως στην απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 27 ανωτέρω (EU:C:2013:812).

62      Συγκεκριμένα, με τις σκέψεις 45 έως 48 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 27 ανωτέρω (EU:C:2013:812), το Δικαστήριο διέκρινε ρητώς μεταξύ αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου και της Επιτροπής σε θέματα εναρμονίσεως των νομοθεσιών περί ειδικών φόρων κατανάλωσης, αφενός, και σε θέματα κρατικών ενισχύσεων, αφετέρου. Αποφάνθηκε ότι η προβλεπομένη από το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 διαδικασία έχει διαφορετικό σκοπό και διαφορετικό πεδίο εφαρμογής σε σχέση με τη ρύθμιση του άρθρου 88 ΕΚ.

63      Με τη σκέψη 49 της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ως εκ τούτου, απόφαση του Συμβουλίου με την οποία επιτρέπεται σε κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, να θεσπίσει απαλλαγή από ειδικούς φόρους κατανάλωσης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί η Επιτροπή να ασκήσει τις αρμοδιότητες που της απονέμει η Συνθήκη ΕΚ και, συνεπώς, να θέσει σε εφαρμογή τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, προκειμένου να εξεταστεί εάν η εν λόγω απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση και να εκδώσει ενδεχομένως, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, απόφαση όπως είναι η απόφαση αλουμίνα I.

64      Το Δικαστήριο διευκρίνισε, ακόμη, με τη σκέψη 50 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 27 ανωτέρω (EU:C:2013:812), ότι το γεγονός ότι με τις αποφάσεις του Συμβουλίου εγκρινόταν η χορήγηση πλήρους απαλλαγής από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις γεωγραφικού και χρονικού χαρακτήρα, και ότι οι προϋποθέσεις αυτές τηρήθηκαν αυστηρά από τα κράτη μέλη δεν επηρεάζει την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Συμβουλίου και της Επιτροπής και δεν μπορεί, συνεπώς, να στερήσει από την Επιτροπή τη δυνατότητα ασκήσεως των δικών της αρμοδιοτήτων.

65      Με τη σκέψη 51 της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, βάσει της εν λόγω κατανομής των αρμοδιοτήτων, στην αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως 2001/224, η οποία ίσχυε κατά το χρονικό διάστημα ως προς το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση διέτασσε την ανάκτηση των ενισχύσεων, τονιζόταν ότι η εν λόγω απόφαση δεν προδίκαζε την έκβαση ενδεχομένων διαδικασιών που θα μπορούσαν να κινηθούν βάσει των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και δεν απάλλασσε τα κράτη μέλη «από την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις τυχόν χορηγούμενες κρατικές ενισχύσεις».

66      Τέλος, με τις σκέψεις 52 και 53 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 27 ανωτέρω (EU:C:2013:812), το Δικαστήριο επισήμανε, για μια ακόμη φορά, ότι οι εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου εκδόθηκαν μεν κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, η οποία ουδέποτε έκανε χρήση των εξουσιών που διαθέτει κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 ή τα άρθρα 230 ΕΚ και 241 ΕΚ, προκειμένου να επιτύχει την κατάργηση ή τροποποίηση των εγκριτικών αυτών αποφάσεων, πλην όμως το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις διαπιστώσεως της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως.

67      Κατά το άρθρο 61, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναπομπής, το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται από τα νομικά ζητήματα που έχουν επιλυθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου. Βάσει της σκέψεως 54 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 27 ανωτέρω (EU:C:2013:812), διαπιστώνεται ότι το σκεπτικό που παρατίθεται στις σκέψεις 62 έως 66 ανωτέρω αποτελεί απαραίτητο έρεισμα του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως, με την οποία το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση Ιρλανδία κατά Επιτροπής, σκέψη 25 ανωτέρω (EU:T:2012:134), και ανέπεμψε τις υποθέσεις αλουμίνα I στο Γενικό Δικαστήριο.

68      Πάντως, από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι, κινώντας τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, προκειμένου να εξεταστεί εάν η επίμαχη απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση, και εκδίδοντας, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, την απόφαση αλουμίνα I, η Επιτροπή απλώς άσκησε τις αρμοδιότητες που της είχαν ανατεθεί από τη Συνθήκη ΕΚ ως προς τις κρατικές ενισχύσεις, χωρίς να θίξει έτσι τις αρμοδιότητες που διαθέτει το Συμβούλιο βάσει της Συνθήκης ΕΚ όσον αφορά την εναρμόνιση των νομοθεσιών περί ειδικών φόρων κατανάλωσης ή τις πράξεις που εξέδωσε το Συμβούλιο κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών.

69      Επομένως, το γεγονός ότι, χωρίς να προηγηθεί η διαδικασία του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81, κινήθηκε η διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, προκειμένου να εξεταστεί εάν η επίμαχη απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση, και ότι, μετά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας, εκδόθηκε η απόφαση αλουμίνα I, μολονότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2001/224 επέτρεπε ρητώς στην Ιρλανδία να διατηρήσει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων ούτε, βέβαια, ότι παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81, όπως υποστηρίζει η Ιρλανδία. Συγκεκριμένα, οι εγκριτικές αποφάσεις που εξέδωσε το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής παρήγαγαν τα αποτελέσματά τους μόνον εντός του πεδίου εφαρμογής των κανόνων περί εναρμονίσεως των σχετικών με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης νομοθεσιών, χωρίς να αποτελούν πρόκριμα για τα αποτελέσματα τυχόν αποφάσεως, όπως είναι η απόφαση αλουμίνα I, την οποία θα μπορούσε να εκδώσει η Επιτροπή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

70      Επίσης, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 52 και 53 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 27 ανωτέρω (EU:C:2013:812), με τις οποίες το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως αφορά αντικειμενική κατάσταση και δεν εξαρτάται από τις ενέργειες ή τις δηλώσεις των θεσμικών οργάνων, το γεγονός ότι, όταν το Συμβούλιο εξέδωσε τις εγκριτικές αποφάσεις, η Επιτροπή είχε εκτιμήσει ότι οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης δεν συνεπάγονταν στρέβλωση του ανταγωνισμού και δεν παρακώλυαν την ομαλή λειτουργία της κοινής αγοράς δεν αποτελούσε εμπόδιο για τον χαρακτηρισμό των εν λόγω απαλλαγών ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον συνέτρεχαν οι σχετικές προϋποθέσεις.

71      Από τη λύση που δέχθηκε το Δικαστήριο προκύπτει, κατά μείζονα λόγο, ότι η Επιτροπή δεν δεσμευόταν, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ως κρατικών ενισχύσεων, από τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Συμβούλιο με τις αποφάσεις του στον τομέα της εναρμονίσεως των σχετικών με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης νομοθεσιών και σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω απαλλαγές δεν θα προκαλούσαν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και δεν θα εμπόδιζαν την ομαλή λειτουργία της κοινής αγοράς.

72      Είναι, συνεπώς, αβάσιμο το επιχείρημα της AAL ότι η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της. Επομένως, δεν ευσταθεί η θέση των προσφευγουσών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα αντίθετα προς αυτά της αποφάσεως 2001/224.

73      Δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, η AAL προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι χαρακτήρισε την επίμαχη απαλλαγή ως παράνομη ενίσχυση, παρά το γεγονός ότι η χορήγηση της απαλλαγής είχε εγκριθεί από το Συμβούλιο, για την απόρριψη της αιτιάσεως αυτής ως αβάσιμης αρκεί να υπομνησθεί ότι, όπως αναφέρεται στη σκέψη 49 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 27 ανωτέρω (EU:C:2013:812), η εγκριτική απόφαση που εξέδωσε το Συμβούλιο, βάσει των κανόνων εναρμονίσεως των σχετικών με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης νομοθεσιών, δεν μπορούσε να αποτελέσει κώλυμα για την άσκηση, από την Επιτροπή, των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις αρμοδιοτήτων της ούτε για την ενδεχόμενη έκδοση, μετά το πέρας της διαδικασίας του άρθρου 88 ΕΚ, αποφάσεως όπως η προσβαλλόμενη.

74      Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες οι αιτιάσεις περί παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, περί παραβάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 ή περί υπερβάσεως αρμοδιότητας.

75      Όσον αφορά, τρίτον, τις αιτιάσεις που προβάλλονται στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της καταχρήσεως εξουσίας έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο στο δίκαιο της Ένωσης και αφορά την κατάσταση όπου μια διοικητική αρχή χρησιμοποιεί τις εξουσίες της με σκοπό άλλον από εκείνον για τον οποίο της έχουν ανατεθεί. Μια απόφαση θεωρείται εκδοθείσα κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον εφόσον από αντικειμενικές, σχετικές και αποχρώσες ενδείξεις προκύπτει ότι ελήφθη για έναν τέτοιο σκοπό (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑75/06, Συλλογή, EU:T:2008:317, σκέψη 254 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

76      Εν προκειμένω, όσον αφορά τη διαπίστωση καταχρήσεως εξουσίας, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν αντικειμενικά, συναφή και συγκλίνοντα στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη για σκοπούς άλλους από τους προβαλλόμενους, ήτοι την ανάκτηση ενισχύσεως μη συμβατής με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.

77      Επομένως, και οι αιτιάσεις περί καταχρήσεως εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής κρίνονται απορριπτέες ως αβάσιμες.

78      Τέταρτον, κατά το μέτρο που, στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, η Ιρλανδία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέδωσε, εν προκειμένω, απόφαση περί αναστολής της επίμαχης ενισχύσεως, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη διάταξη αυτή, «[η] Επιτροπή μπορεί, αφού δώσει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, να εκδώσει απόφαση, με την οποία απαιτεί από το κράτος μέλος να αναστείλει κάθε παράνομη ενίσχυση έως ότου η Επιτροπή λάβει απόφαση για το συμβατό της ενίσχυσης με την κοινή αγορά».

79      Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να εκδίδει, εάν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, απόφαση περί αναστολής, αλλά προβλέπει μόνον ότι η Επιτροπή δύναται να εκδώσει τέτοια απόφαση, εφόσον το κρίνει απαραίτητο. Επομένως, είναι αβάσιμη η αιτίαση της Ιρλανδίας ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, επειδή έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο εν προκειμένω να εκδώσει απόφαση περί αναστολής.

80      Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέα η αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

81      Με την επιφύλαξη των αιτιάσεων που εξετάζονται είτε στο πλαίσιο άλλων λόγων ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 49 και 50 ανωτέρω) είτε χωριστά (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω), δεδομένου ότι οι λοιπές αιτιάσεις που προβλήθηκαν με τους δεύτερους λόγους ακυρώσεως στους οποίους στηρίζονται οι υπό κρίση προσφυγές και με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑50/06 RENV II έχουν εξ ολοκλήρου απορριφθεί, οι λόγοι αυτοί πρέπει επίσης να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβιάσεως των επιταγών του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο μʹ, ΕΚ και του άρθρου 157 ΕΚ, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II

82      Η AAL υποστηρίζει ότι Επιτροπή παραβίασε τις επιταγές του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο μʹ, ΕΚ και του άρθρου 157 ΕΚ, διότι, αντί να βοηθήσει τις κοινοτικές επιχειρήσεις ώστε να καταστούν ανταγωνιστικές, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση η οποία κατέστησε την Κοινότητα λιγότερο ανταγωνιστική και την έθεσε σε μειονεκτική θέση στην παγκόσμια αγορά, στην οποία εξήγαγε το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της. Οι εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου στηρίχθηκαν στην παραδοχή ότι η επίμαχη απαλλαγή δεν προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, παραδοχή η οποία είχε αρχικώς γίνει δεκτή από την Επιτροπή και έχει, άλλωστε, αποτυπωθεί, στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 92/510.

83      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμου.

84      Με τον κρινόμενο λόγο ακυρώσεως, τίθεται, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα εάν η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, παραβίασε τις επιταγές του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο μʹ, ΕΚ και του άρθρου 157 ΕΚ, στον βαθμό που εμπόδισε την εφαρμογή μέτρου, ήτοι της επίμαχης απαλλαγής, το οποίο αποσκοπούσε στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της AAL στην παγκόσμια αγορά της παραγωγής αλουμίνας, χωρίς να προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, όπως προκύπτει από την απόφαση 2001/224.

85      Συναφώς, το άρθρο 3 ΕΚ ορίζει ιδίως τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς του άρθρου 2, η δράση της Κοινότητας περιλαμβάνει, σύμφωνα με τους όρους και με το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει η παρούσα Συνθήκη:

[…].

μ)      την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας της Κοινότητας [...]».

86      Το άρθρο 157 ΕΚ ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1.      Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να εξασφαλίζονται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας της Κοινότητας.

Για τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με ένα σύστημα ανοιχτών και ανταγωνιστικών αγορών, η δράση τους αποσκοπεί:

–        να επιταχύνει την προσαρμογή της βιομηχανίας στις διαρθρωτικές μεταβολές,

–        να προαγάγει ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάληψη πρωτοβουλιών και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων του συνόλου της Κοινότητας, και ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων,

–        να προαγάγει περιβάλλον που να ευνοεί τη συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων,

–        να βελτιώσει την εκμετάλλευση του βιομηχανικού δυναμικού των πολιτικών στους τομείς της καινοτομίας, της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης.

[…]

3.      Η Κοινότητα συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μέσω των πολιτικών και δράσεων που αναλαμβάνει, δυνάμει άλλων διατάξεων της παρούσας [Σ]υνθήκης. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 [ΕΚ] και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, δύναται να θεσπίζει συγκεκριμένα μέτρα υποστήριξης των δράσεων που αναλαμβάνονται στα κράτη μέλη προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της παραγράφου 1.

Ο παρών τίτλος δεν αποτελεί βάση για την εκ μέρους της Κοινότητας εισαγωγή οποιουδήποτε μέτρου που θα μπορούσε να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού.»

87      Όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή, στην παράγραφο 1, στοιχείο ζʹ, του άρθρου 3 ΕΚ προβλέπεται επίσης ότι η δράση της Κοινότητας περιλαμβάνει «ένα καθεστώς που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό μέσα στην εσωτερική αγορά». Εξάλλου, το άρθρο 157 ΕΚ ορίζει ότι δεν αποτελεί βάση για την εκ μέρους της Κοινότητας εισαγωγή οποιουδήποτε μέτρου που θα μπορούσε να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού.

88      Με τη σκέψη 52 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 27 ανωτέρω (EU:C:2013:812), το Δικαστήριο διαπίστωσε μεν ότι, όταν το Συμβούλιο εξέδωσε τις εγκριτικές αποφάσεις κατ’ εφαρμογήν των κανόνων για την εναρμόνιση των φορολογικών νομοθεσιών, η Επιτροπή είχε εκτιμήσει ότι η επίμαχη απαλλαγή δεν συνεπαγόταν στρέβλωση του ανταγωνισμού και δεν παρεμπόδιζε την ομαλή λειτουργία της κοινής αγοράς, πλην όμως, με τη σκέψη 53 της ίδιας αποφάσεως έκρινε ότι το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό της εν λόγω απαλλαγής ως κρατικής ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις, με την επισήμανση ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως αφορά αντικειμενική κατάσταση και δεν εξαρτάται από τις ενέργειες ή τις δηλώσεις των θεσμικών οργάνων.

89      Πάντως, με την απόφαση αλουμίνα I, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η επίμαχη απαλλαγή έπρεπε να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ιδίως διότι, όπως επισημαίνεται με τις αιτιολογικές σκέψεις 61 και 62 της αποφάσεως αυτής, εκτιμάτο ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, έστω και αν η παραγόμενη αλουμίνα αναλωνόταν ως επί το πλείστον στα εργοστάσια παραγωγής αλουμινίου, στον βαθμό που η επίμαχη απαλλαγή αποσκοπούσε προδήλως στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των δικαιούχων της έναντι των ανταγωνιστών τους, οι οποίοι ήταν κοινοτικές ως επί το πλείστον επιχειρήσεις, εγκατεστημένες στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στη Γερμανία και στην Ουγγαρία (μετά την προσχώρηση της χώρας αυτής στην Ένωση την 1η Μαΐου 2004), διά της μειώσεως του κόστους παραγωγής τους.

90      Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η AAL περιορίζεται στην επισήμανση ότι η προαναφερθείσα στη σκέψη 89 ανωτέρω εκτίμηση της Επιτροπής αντιφάσκει προς την εκτίμηση που διέπει τις εγκριτικές αποφάσεις που είχε εκδώσει το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, στον τομέα της εναρμονίσεως των φορολογικών νομοθεσιών, χωρίς να αμφισβητεί ειδικά το βάσιμο της εκτιμήσεως αυτής.

91      Στον βαθμό που, για τους λόγους που παρατέθηκαν στη σκέψη 88 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν δεσμευόταν, εν προκειμένω, από τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις εγκριτικές αποφάσεις τις οποίες εξέδωσε το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεώς της στον τομέα της εναρμονίσεως των φορολογικών νομοθεσιών, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν παρέβη, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο μʹ, ΕΚ και το άρθρο 157 ΕΚ.

92      Συνεπώς, ο τρίτος λόγος που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση Τ‑69/06 RENV II κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.

93      Η απόρριψη του λόγου αυτού δεν προδικάζει την εξέταση, στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της ίδιας προσφυγής, του ζητήματος εάν η Επιτροπή παραβίασε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει και παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, επειδή διαπίστωσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 61 και 62 της αποφάσεως αλουμίνα I, ότι πληρούνταν, εν προκειμένω, η προϋπόθεση περί επηρεασμού του ανταγωνισμού και του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών (βλ. σκέψεις 94 έως 131 κατωτέρω).

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II

94      Πρώτον, η AAL υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την υποχρέωση αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι δεν παρέθεσε επαρκή αιτιολογία όσον αφορά την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων του χαρακτηρισμού της επίμαχης απαλλαγής ως κρατικής ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και συγκεκριμένα των προϋποθέσεων σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού. Σύμφωνα με την επιθυμία που εξέφρασαν ορισμένα από τα μέλη της, η Επιτροπή όφειλε να παραθέσει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους κατέληξε, κατόπιν πλήρους και εμπεριστατωμένης οικονομικής αναλύσεως των επιπτώσεων της επίμαχης ενισχύσεως στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, στο συμπέρασμα ότι πληρούνταν, εν προκειμένω, οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις.

95      Δεύτερον, η AAL υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, διότι, μην έχοντας διενεργήσει σοβαρή οικονομική ανάλυση, διαπίστωσε εσφαλμένως ότι η επίμαχη ενίσχυση παρείχε στην AAL πλεονέκτημα, ότι επηρέαζε το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών ή ότι νόθευε ή απειλούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Συναφώς, προβάλλει, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της, κατά την ανάλυση των επιπτώσεων στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, στην αιτιολογική σκέψη 62 της αποφάσεως αλουμίνα I, το γεγονός ότι υφίστανται δύο διαφορετικά προϊόντα, ήτοι η ΑΜ και η ΑΧΕ, ενώ η ίδια, ως παραγωγός ΑΜ, ανταγωνίζεται ως επί το πλείστον μη Ευρωπαίους παραγωγούς και όχι τους άλλους Ευρωπαίους παραγωγούς, ιδίως εκείνους που παράγουν ΑΧΕ. Δεύτερον, θεωρεί ότι η Επιτροπή αποτύπωσε εσφαλμένως την κατάσταση, με την αιτιολογική σκέψη 61 της αποφάσεως αλουμίνα I, καθώς εκτίμησε ότι η επίμαχη ενίσχυση αποσκοπούσε στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της AAL έναντι των ανταγωνιστών της, διά της μειώσεως του κόστους της, πράγμα που ίσχυε μόνον όσον αφορά τους μη Ευρωπαίους παραγωγούς αλουμίνας, αλλά όχι όσον αφορά τους Ευρωπαίους παραγωγούς αλουμίνας, καθώς ο μεταξύ τους ανταγωνισμός ήταν πολύ περιορισμένος, δεδομένου ότι η Κοινότητα ήταν καθαρός εισαγωγέας αλουμίνας και ότι μεγάλο μέρος της κοινοτικής παραγωγής αλουμίνας ήταν δεσμευμένο. Τρίτον, επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της, αφενός, ότι οι Ευρωπαίοι παραγωγοί αλουμίνας, ιδίως οι εγκατεστημένοι στη Γερμανία, είχαν ήδη φοροαπαλλαγές όσον αφορά την ενέργεια την οποία χρησιμοποιούσαν και η οποία ήταν ήδη φθηνότερη ούτε, αφετέρου, ότι, λόγω των διαφορετικών εθνικών νομοθεσιών σχετικά με τις αδειοδοτήσεις και την προστασία του περιβάλλοντος, η AAL βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, από πλευράς κόστους, σε σχέση με άλλους Ευρωπαίους παραγωγούς αλουμίνας.

96      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμου.

97      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 253 ΕΚ αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτή αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (βλ. αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:620, σκέψη 146 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 14ης Μαΐου 2014, Donau Chemie κατά Επιτροπής, T‑406/09, Συλλογή, EU:T:2014:254, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

98      Συνεπώς, πρέπει πρώτα να εξεταστεί η αιτίαση περί παραβιάσεως της προβλεπόμενης από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, εν συνεχεία, η αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

99      Όσον αφορά, πρώτον, την υποχρέωση αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 253 ΕΚ, υπενθυμίζεται ότι η επιβαλλόμενη από τη διάταξη αυτή αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως, πρέπει δε ακόμη να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, ούτως ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, το δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να είναι σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, Συλλογή, EU:C:1998:154, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). H υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περίπτωσης, ιδίως σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της πράξης, τη φύση της παρατιθέμενης αιτιολογίας και το συμφέρον για παροχή διευκρινίσεων που έχουν ενδεχομένως οι αποδέκτες της πράξης ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, προπαρατεθείσα, EU:C:1998:154, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

100    Η υποχρέωση αιτιολογήσεως, εφαρμοζόμενη στον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, επιβάλλει την παράθεση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2010, Mediaset κατά Επιτροπής, T‑177/07, Συλλογή, EU:T:2010:233, σκέψη 144 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), το οποίο απαγορεύει τις ενισχύσεις που επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑211/05, Συλλογή, EU:T:2009:304, σκέψη 151).

101    Όσον αφορά τους λόγους που πρέπει, συναφώς, να παραθέσει η Επιτροπή, οι λόγοι αυτοί καθορίζονται βάσει των όσων επιτάσσει η νομολογία, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού, κατά τα διαλαμβανόμενα στις σκέψεις 112 έως 115 κατωτέρω.

102    Επομένως, πρέπει υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται, αφενός, στις σκέψεις 99 και 100 ανωτέρω, και, αφετέρου, στις σκέψεις 112 έως 115 κατωτέρω να εξεταστεί, εν προκειμένω, εάν η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά τη συνδρομή των προϋποθέσεων σχετικά με τον επηρεασμό του διακρατικού εμπορίου και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

103    Εν προκειμένω, στις αιτιολογικές σκέψεις 60 έως 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρέθεσε την εξής αιτιολογία:

«60      Οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης μειώνουν το κόστος μιας σημαντικής εισροής και κατ’ αυτόν τον τρόπο προσκομίζουν πλεονέκτημα στους δικαιούχους, που τοποθετούνται σε ευνοϊκότερη χρηματοοικονομική θέση από τις άλλες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν πετρελαιοειδή σε άλλους βιομηχανικούς τομείς ή περιοχές.

61      Στις παρατηρήσεις τους, οι δικαιούχοι και η Γαλλία εξέφρασαν την άποψη ότι οι απαλλαγές δε νοθεύουν τον ανταγωνισμό ούτε επηρεάζουν τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, ιδίως διότι η Κοινότητα αποτελεί καθαρό εισαγωγέα αλουμίνας, επειδή οι κοινοτικοί παραγωγοί αντιμετωπίζουν ανταγωνισμό σε παγκόσμιο επίπεδο και έχουν το μειονέκτημα των υψηλών τιμών ενέργειας, και επειδή η κατάργηση των απαλλαγών δεν θα βελτιώσει την κατάσταση της αγοράς αλουμίνας σε κοινοτικό επίπεδο ενώ θα μειώσει την ασφάλεια εφοδιασμού των πρωτογενών πόρων για την παραγωγή αλουμινίου. Οι ενδιαφερόμενοι ισχυρίζονται ότι η απουσία νόθευσης του ανταγωνισμού επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι κανένας ανταγωνιστής δεν υπέβαλε παρατηρήσεις όσον αφορά την απόφαση της Επιτροπής να κινήσει [την επίσημη διαδικασία εξετάσεως]. Όλα αυτά, ωστόσο, δεν μειώνουν την ισχύ της εκτίμησης στην αιτιολογική σκέψη 60. Αντίθετα επιβεβαιώνεται ότι οι μειώσεις του ειδικού φόρου κατανάλωσης είχαν σαφώς ως στόχο να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των δικαιούχων έναντι των ανταγωνιστών τους μειώνοντας τα έξοδά τους. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι αλουμίνα παράγεται επίσης στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στη Γερμανία και στην Ουγγαρία (μολονότι η Ουγγαρία αποτελεί κράτος μέλος μόνο μετά την 1η Μαΐου 2004).

62      Η αλουμίνα τόσο για μεταλλουργικές όσο και χημικές χρήσεις, αποτελεί αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών, όπως και το αλουμίνιο, η αγορά του οποίου είναι στενά συνδεδεμένη με την αγορά αλουμίνας. Ως εκ τούτου, η ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, ακόμη και αν σημαντικό μέρος της παραγωγής αλουμίνας καταναλώνεται στα εργοστάσια αλουμινίου που βρίσκονται σε γειτονικές περιοχές.»

104    Στον βαθμό που με την αιτιολογική σκέψη 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κάνει λόγο για «αλουμίνα τόσο για μεταλλουργικές όσο και χημικές χρήσεις», διευκρινίζεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 16 της ίδιας αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε τα εξής:

«Σε διάφορες αποφάσεις συγχωνεύσεων [...], η Επιτροπή διαπίστωσε ότι υπάρχουν δύο ξεχωριστές αγορές προϊόντος: αλουμίνα για μεταλλουργικές χρήσεις (στο εξής “[ΑΜ]”) και αλουμίνα για χημικές χρήσεις (στο εξής “[ΑΧΕ]”). Η [ΑΧΕ] αποτελεί προϊόν πολύ μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας απ’ ό,τι η [ΑΜ]. Ενώ η γεωγραφική αγορά για την [ΑΜ] είναι παγκόσμια, η αγορά για τη[ν] [ΑΧΕ] δεν είναι ευρύτερη από την Ευρώπη.»

105    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 61 και 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, σύμφωνα με τις αναλύσεις που περιλαμβάνονται στην απόφαση 2002/174/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2000, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται συμβατή με την κοινή αγορά και τη Συμφωνία ΕΟΧ (υπόθεση COMP/M.1693 — Alcoa/Reynolds) (ΕΕ 2002, L 58, σ. 25, στο εξής: απόφαση Alcoa/Reynolds), και η οποία παρατίθεται σε υποσημείωση στην αιτιολογική σκέψη 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η AM και η ΑΧΕ αποτελούν δύο χωριστές αγορές, με ευρωπαϊκή διάσταση, διότι περιλαμβάνουν όχι μόνον τους παραγωγούς που είναι εγκατεστημένοι στην Ιρλανδία, στην Ιταλία και στη Γαλλία, αλλά και εκείνους που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στη Γερμανία και στην Ουγγαρία (από 1ης Μαΐου 2004). Διαπίστωσε, ακόμη, ότι η αλουμίνα (ΑΜ και ΑΧΕ) αποτελούσε αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών, και συγκεκριμένα η περιορισμένη ποσότητα παραγόμενης αλουμίνας η οποία καταρχήν δεν αναλωνόταν στα κοντινά στον τόπο παραγωγής εργοστάσια αλουμινίου (στο εξής: πλεονάζουσα αλουμίνα), αλλά διετίθετο σε τρίτους στην ελεύθερη αγορά, κατ’ αντίθεση προς τη «δεσμευμένη αλουμίνα», η οποία χρησιμοποιούνταν από τις ίδιες τις καθετοποιημένες επιχειρήσεις παραγωγής, σύμφωνα με την ανάλυση που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 13 της προαναφερθείσας αποφάσεως Alcoa/Reynolds.

106    Εξάλλου, στις αιτιολογικές σκέψεις 60 και 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, όπως η επίμαχη, μειώνουν το κόστος μιας σημαντικής πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται από τους ωφελούμενους από την απαλλαγή παραγωγούς αλουμίνας, ήτοι εκείνους που είναι εγκατεστημένοι στην Ιρλανδία, στην περιοχή Shannon, στη Γαλλία, στην Gardanne, και στην Ιταλία, στη Σαρδηνία, πράγμα που ισοδυναμεί με την εκτίμηση, έστω και αν η Επιτροπή δεν το αναφέρει ρητώς στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η επίμαχη ενίσχυση αποτελούσε ενίσχυση λειτουργίας χορηγούμενη στους ως άνω παραγωγούς, των οποίων η παραγωγή ενισχυόταν σε σχέση με άλλους Ευρωπαίους παραγωγούς αλουμίνας, εγκατεστημένους στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στη Γερμανία, οι οποίοι δεν τύγχαναν των απαλλαγών αυτών.

107    Τέλος, με την αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απέκρουσε τις αντιρρήσεις που διατύπωσαν κατά τη διοικητική διαδικασία οι δικαιούχοι της ενισχύσεως, της AAL περιλαμβανομένης, και η Γαλλική Δημοκρατία.

108    Βάσει των διαπιστώσεων αυτών, η Επιτροπή εκτίμησε, με την αιτιολογική σκέψη 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη ενίσχυση επηρεάζει το διακρατικό εμπόριο και νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

109    Βάσει της παρατιθέμενης στις σκέψεις 99 και 100 ανωτέρω και στις σκέψεις 112 έως 115 κατωτέρω νομολογίας, η Επιτροπή έχει επαρκώς αιτιολογήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά τη συνδρομή των προϋποθέσεων σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού, καθώς εξέθεσε εμμέσως πλην σαφώς τους λόγους για τους οποίους, δεδομένης της υπάρξεως εμπορικών συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών και της ευρωπαϊκής διαστάσεως των αγορών της πλεονάζουσας αλουμίνας (ΑΜ και ΑΧΕ), καθώς και δεδομένου ότι η επίμαχη ενίσχυση αποτελούσε ενίσχυση στη λειτουργία της επιχειρήσεως, μπορούσε να θεωρηθεί ότι η ενίσχυση αυτή δύναται να επηρεάσει τις προαναφερθείσες συναλλαγές και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στις οικείες αγορές, διά της ενισχύσεως της ανταγωνιστικής θέσεως των παραγωγών αλουμίνας που ήταν εγκατεστημένοι στην Ιρλανδία, στην περιοχή Shannon, στη Γαλλία, στην Gardanne, και στην Ιταλία, στη Σαρδηνία, σε σχέση με άλλους Ευρωπαίους παραγωγούς αλουμίνας που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στη Γερμανία.

110    Επομένως, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη η αιτίαση περί παραβιάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 253 ΕΚ.

111    Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η AAL υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, καθώς εκτίμησε ότι η επίμαχη ενίσχυση της παρείχε πλεονέκτημα, επηρέαζε το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και νόθευε ή απειλούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

112    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των προϋποθέσεων σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάσει μόνον εάν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι εάν έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό (βλ. αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, Holland Malt κατά Επιτροπής, T‑369/06, Συλλογή, EU:T:2009:319, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, EU:T:2009:304, σκέψη 152 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε οικονομική ανάλυση της πραγματικής καταστάσεως των οικείων αγορών, του μεριδίου που κατείχαν οι δικαιούχοι της ενισχύσεως επιχειρήσεις στις αγορές αυτές, της θέσεως των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων και των ροών των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών (βλ. απόφαση Mediaset κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, EU:T:2010:233, σκέψη 145 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

113    Περαιτέρω, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις σχετικά με τις επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού είναι, κατά κανόνα, αναπόσπαστα συνδεδεμένες μεταξύ τους (αποφάσεις της 4ης Απριλίου 2001, Regione Autonoma Friuli‑Venezia Giulia κατά Επιτροπής, T‑288/97, Συλλογή, EU:T:2001:115, σκέψη 41, και της 15ης Ιουνίου 2000, Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑298/97, T‑312/97, T‑313/97, T‑315/97, T‑600/97 έως T‑607/97, T‑1/98, T‑3/98 έως T‑6/98 και T‑23/98, Συλλογή, EU:T:2000:151, σκέψη 81). Ειδικότερα, από τη νομολογία προκύπτει ότι κάθε ενίσχυση που χορηγείται σε επιχείρηση η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της στην κοινή αγορά μπορεί να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο (βλ. αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 2009, ASM Brescia κατά Επιτροπής, T‑189/03, Συλλογή, EU:T:2009:193, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑222/04, Συλλογή, EU:T:2009:194, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

114    Εξάλλου, όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με τη στρέβλωση του ανταγωνισμού, έχει καθιερωθεί νομολογιακά το τεκμήριο ότι οι ενισχύσεις στη λειτουργία της επιχειρήσεως, δηλαδή εκείνες που αποβλέπουν στο να την απαλλάξουν από δαπάνες στις οποίες θα έπρεπε να υποβληθεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεως της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της, παρέχουν στην εν λόγω επιχείρηση τεχνητή οικονομική υποστήριξη, η οποία νοθεύει, καταρχήν, τους όρους του ανταγωνισμού στους κλάδους όπου χορηγούνται οι ως άνω ενισχύσεις (αποφάσεις της 8ης Ιουνίου 1995, Siemens κατά Επιτροπής, T‑459/93, Συλλογή, EU:T:1995:100, σκέψεις 48 και 77, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, CETM κατά Επιτροπής, T‑55/99, Συλλογή, EU:T:2000:223, σκέψη 83· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, Συλλογή, EU:C:2000:467, σκέψη 30, και της 5ης Οκτωβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑288/96, Συλλογή, EU:C:2000:537, σκέψεις 77 και 78). Επομένως, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη ενισχύσεως λειτουργίας, δεν υποχρεούται να παραθέτει τους λόγους για τους οποίους η ενίσχυση αυτή νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ., συναφώς, απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:C:2000:537, σκέψη 86).

115    Τέλος, όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, από τη νομολογία προκύπτει ότι, όταν η χορηγηθείσα από κράτος μέλος ενίσχυση καθιστά ισχυρότερη τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, οι συναλλαγές αυτές θεωρείται ότι επηρεάζονται από την ενίσχυση (βλ. αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑278/92 έως C‑280/92, Συλλογή, EU:C:1994:325, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, EU:T:2009:304, σκέψη 153 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Δεν υπάρχει κάποιο κατώτατο όριο πέραν του οποίου είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών δεν επηρεάζεται (βλ. αποφάσεις ASM Brescia κατά Επιτροπής, σκέψη 113 ανωτέρω, EU:T:2009:193, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 113 ανωτέρω, EU:T:2009:194, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, η προϋπόθεση ότι η ενίσχυση πρέπει να είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο δεν εξαρτάται από το μέγεθος του οικείου κλάδου επιχειρηματικής δραστηριότητας (απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C‑280/00, Συλλογή, EU:C:2003:415, σκέψη 82).

116    Όσον αφορά, καταρχάς, την αιτίαση με την οποία η AAL αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, ότι πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με το παρασχεθέν στον δικαιούχο της ενισχύσεως πλεονέκτημα, υπενθυμίζεται ότι σκοπός του άρθρου 87 ΕΚ είναι η αποτροπή του επηρεασμού του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου από πλεονεκτήματα παρεχόμενα από τις δημόσιες αρχές, τα οποία, υπό διάφορες μορφές, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό ενισχύοντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους παραγωγικούς κλάδους (βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 1994, Banco Exterior de España, C‑387/92, Συλλογή, EU:C:1994:100, σκέψη 12 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117    Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της ενισχύσεως δεν περιλαμβάνει μόνον τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις καθαυτές, αλλά και παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, περιορίζουν τις επιβαρύνσεις που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή του όρου έννοια, είναι της αυτής φύσεως και επιφέρουν πανομοιότυπα αποτελέσματα (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2000, EPAC κατά Επιτροπής, T‑204/97 και T‑270/97, Συλλογή, EU:T:2000:148, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εντεύθεν προκύπτει ότι μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή, η οποία δεν συνεπάγεται μεν μεταβίβαση κρατικών πόρων, πλην όμως περιάγει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση Banco Exterior de España, σκέψη 116 ανωτέρω, EU:C:1994:100, σκέψη 14).

118    Εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 60 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το παρασχεθέν στην AAL πλεονέκτημα προερχόταν, κατά την Επιτροπή, από τις «απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης [οι οποίες] μειώνουν το κόστος μιας σημαντικής [πρώτης ύλης]» την οποία χρησιμοποιούν οι δικαιούχοι των απαλλαγών αυτών, με συνέπεια να «τοποθετούνται σε ευνοϊκότερη χρηματοοικονομική θέση από τις άλλες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν πετρελαιοειδή σε άλλους βιομηχανικούς τομείς ή περιοχές».

119    Βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 117 ανωτέρω, ήταν βάσιμη η επισήμανση της Επιτροπής ότι οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης συνεπάγονταν την ελάφρυνση του προϋπολογισμού των επιχειρήσεων που, όπως η AAL, χρησιμοποιούσαν πετρελαιοειδή ως καύσιμο για την παραγωγή αλουμίνας στην Ιρλανδία, στην περιοχή Shannon, στη Γαλλία, στην Gardanne, και στην Ιταλία, στη Σαρδηνία, από την επιβάρυνση του ειδικού φόρου κατανάλωσης των εν λόγω πετρελαιοειδών, ο οποίος κανονικά θα έπρεπε να βαρύνει τους προϋπολογισμούς τους, με συνέπεια να παρέχεται στις επιχειρήσεις αυτές πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που επίσης χρησιμοποιούσαν πετρελαιοειδή στο πλαίσιο της παραγωγής τους σε άλλους κλάδους ή σε άλλες περιοχές.

120    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα της AAL το οποίο στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στην αντισταθμιστική λειτουργία της επίμαχης απαλλαγής, λαμβανομένης υπόψη της αντικειμενικά μειονεκτικής ανταγωνιστικής θέσεώς της όσον αφορά το κόστος παραγωγής σε σχέση με άλλους Ευρωπαίους παραγωγούς αλουμίνας, ιδίως τους εγκατεστημένους στη Γερμανία. Συγκεκριμένα, αρκεί, συναφώς, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιδιώκει να επιτύχει, μέσω μονομερών μέτρων, την προσέγγιση των όρων ανταγωνισμού που ισχύουν σε ορισμένο κλάδο της οικονομίας προς αυτούς που επικρατούν σε άλλα κράτη μέλη δεν μπορεί να αναιρέσει των χαρακτηρισμό των εν λόγω μέτρων ως ενισχύσεων (βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑372/97, Συλλογή, EU:C:2004:234, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

121    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η αιτίαση περί μη συνδρομής της προϋποθέσεως σχετικά με την παροχή πλεονεκτήματος στον δικαιούχο της ενισχύσεως.

122    Όσον αφορά, εν συνεχεία, την αιτίαση με την οποία η AAL αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, τη συνδρομή της προϋποθέσεως σχετικά με τη στρέβλωση του ανταγωνισμού, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 113 και 114 ανωτέρω, αφενός, κάθε ενίσχυση που χορηγείται σε επιχείρηση που δραστηριοποιείται εντός της κοινής αγοράς είναι ικανή να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και, αφετέρου, οι ενισχύσεις στη λειτουργία μιας επιχειρήσεως, δηλαδή εκείνες που αποβλέπουν στο να την απαλλάξουν από δαπάνες στις οποίες θα έπρεπε να υποβληθεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεως της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της, τεκμαίρεται ότι νοθεύουν τους όρους του ανταγωνισμού στους κλάδους στους οποίους χορηγούνται.

123    Εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 60 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, «[οι] απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης μειώνουν το κόστος μιας σημαντικής [πρώτης ύλης]» την οποία χρησιμοποιούν οι παραγωγοί αλουμίνας που είναι εγκατεστημένοι στην Ιρλανδία, στην περιοχή Shannon, στη Γαλλία, στην Gardanne, και στην Ιταλία, στη Σαρδηνία. Η εκτίμηση αυτή είναι βάσιμη, στον βαθμό που επιχειρήσεις όπως η AAL, οι οποίες χρησιμοποιούν πετρελαιοειδή ως καύσιμο για την παραγωγή αλουμίνας στις προαναφερθείσες περιοχές, θα ήταν κανονικά υποχρεωμένες να καταβάλλουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών, με συνέπεια την επιβάρυνση του προϋπολογισμού τους με το κόστος που αντιστοιχεί στον φόρο αυτόν. Συνεπώς, είναι επίσης ορθή η προαναφερθείσα στη σκέψη 106 ανωτέρω εκτίμηση στην οποία κατέληξε εμμέσως, αλλά κατά λογική αναγκαιότητα η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 60 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης αποτελούσαν ενισχύσεις λειτουργίας, κατά την έννοια της παρατιθέμενης στη σκέψη 114 ανωτέρω νομολογίας, προς όφελος των παραγωγών αλουμίνας που ήταν εγκατεστημένοι στην Ιρλανδία, στην περιοχή Shannon, στη Γαλλία, στην Gardanne, και στην Ιταλία, στη Σαρδηνία. Τέλος, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 105 ανωτέρω, η Επιτροπή διαπίστωσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 61 και 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι υπήρχαν εν γένει εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και αγορές ευρωπαϊκής διαστάσεως με αντικείμενο την πλεονάζουσα αλουμίνα (ΑΜ και ΑΧΕ). Οι διαπιστώσεις αυτές στηρίζονται, ειδικότερα, στην οικονομική ανάλυση που διενήργησε η Επιτροπή με την απόφαση Alcoa/Reynolds (βλ. σκέψη 105 ανωτέρω). Πάντως, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, η AAL δεν προσκόμισε καμία οικονομική ανάλυση, τεκμηριωμένη με αποδεικτικά στοιχεία, ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση το βάσιμο της γενικής οικονομικής αναλύσεως που περιλαμβάνεται στην απόφαση Alcoa/Reynolds, στην οποία παραπέμπει η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί, εν προκειμένω, να αμφισβητηθεί το βάσιμο της αναλύσεως αυτής. Βάσει όλων αυτών των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη με τις αιτιολογικές σκέψεις 60 έως 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να θεωρήσει, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 113 και 114 ανωτέρω, ότι η επίμαχη ενίσχυση κατά τεκμήριο νόθευε ή απειλούσε να νοθεύσει, στις ευρωπαϊκής διαστάσεως αγορές της πλεονάζουσας αλουμίνας (ΑΜ και ΑΧΕ), τον ανταγωνισμό μεταξύ, αφενός, των παραγωγών αλουμίνας που ήταν εγκατεστημένοι στην Ιρλανδία, στην περιοχή Shannon, στη Γαλλία, στην Gardanne, και στην Ιταλία, στη Σαρδηνία, και, αφετέρου, των Ευρωπαίων παραγωγών αλουμίνας που ήταν εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στη Γερμανία.

124    Επιπλέον, το επιχείρημα της AAL ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή δεν αποτύπωσε επακριβώς τις συνθήκες του ανταγωνισμού που επικρατούσαν στις αγορές της αλουμίνας (ΑΜ και ΑΧΕ) δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη συνδρομή της προϋποθέσεως σχετικά με τη στρέβλωση του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε διεξοδική οικονομική ανάλυση των οικείων αγορών, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 111 ανωτέρω νομολογία, και ότι, στην προκειμένη περίπτωση, όπου η επίμαχη απαλλαγή αποτελούσε ενίσχυση λειτουργίας, μπορούσε βασίμως να θεωρήσει ότι αυτή νοθεύει κατά τεκμήριο τον ανταγωνισμό, τουλάχιστον όσον αφορά την αλουμίνα (ΑΜ και ΑΧΕ) που αποτελούσε αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών και της οποίας οι αγορές είχαν ευρωπαϊκή διάσταση (βλ. σκέψη 123 ανωτέρω). Κατά το μέρος που η AAL προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της ότι η κοινοτική παραγωγή ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεσμευμένη, η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, καθ’ όσον, με την αιτιολογική σκέψη 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι αντικείμενο των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών ήταν μόνο η πλεονάζουσα αλουμίνα (ΑΜ και ΑΧΕ).

125    Εξάλλου, στον βαθμό που η AAL διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι δεν ανταγωνιζόταν τους λοιπούς Ευρωπαίους παραγωγούς αλουμίνας, αλλά μόνον τους μη Ευρωπαίους, ούτε το επιχείρημα αυτό είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την ουσιαστική βασιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη συνδρομή της προϋποθέσεως περί στρεβλώσεως του ανταγωνισμού. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι τα όσα υποστηρίζει η AAL δεν είναι τεκμηριωμένα και, επιπλέον, αντιφάσκουν προς τη θέση της ότι η επίμαχη απαλλαγή αποσκοπούσε στην αντιστάθμιση της μειονεκτικής καταστάσεως στην οποία βρισκόταν, από άποψη κόστους, ένας εγκατεστημένος στην Ιρλανδία παραγωγός αλουμίνας, όπως η ίδια, σε σχέση με τους παραγωγούς αλουμίνας που ήταν εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, όπως η Γερμανία. Επομένως, από τα όσα υποστηρίζει η ίδια η AAL προκύπτει ότι αυτή ανταγωνιζόταν άλλους Ευρωπαίους παραγωγούς αλουμίνας.

126    Συνεπώς, η αιτίαση περί μη συνδρομής της προϋποθέσεως σχετικά με τη στρέβλωση του ανταγωνισμού κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη.

127    Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση με την οποία η AAL αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, τη συνδρομή της προϋποθέσεως σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 113 και 115 ανωτέρω, αφενός, κάθε ενίσχυση που χορηγείται σε επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στην ευρωπαϊκή αγορά είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και, αφετέρου, όταν μια χορηγηθείσα από κράτος μέλος ενίσχυση ευνοεί μια επιχείρηση σε σχέση με τις ανταγωνίστριές της κατά τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, θεωρείται ότι η ενίσχυση επηρεάζει τις εν λόγω συναλλαγές.

128    Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 123 ανωτέρω, ήταν βάσιμη η διαπίστωση της Επιτροπής ότι υπήρχαν εν γένει εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και ευρωπαϊκής διαστάσεως αγορές για την πλεονάζουσα αλουμίνα (ΑΜ και ΑΧΕ). Εξάλλου, κατά το μέτρο που οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ίσχυαν μόνο για τους παραγωγούς αλουμίνας που, όπως η AAL, ήταν εγκατεστημένοι στην Ιρλανδία, στην περιοχή Shannon, στη Γαλλία, στην Gardanne, και στην Ιταλία, στη Σαρδηνία, και όχι για τους Ευρωπαίους παραγωγούς αλουμίνας που ήταν εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στη Γερμανία, οι οποίοι ήταν ανταγωνιστές της AAL (βλ. σκέψη 124 ανωτέρω), η Επιτροπή βασίμως συμπέρανε ότι η επίμαχη ενίσχυση ενδέχεται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

129    Όσον αφορά το επιχείρημα της AAL ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι η παραγόμενη στην Κοινότητα αλουμίνα ήταν ως επί το πλείστον δεσμευμένη και ότι η αλουμίνα (ΑΜ και ΑΧΕ) δεν αποτελούσε αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών, αλλά μεταξύ αυτών και τρίτων κρατών, δεδομένου ότι η Κοινότητα ήταν καθαρός εισαγωγέας των προϊόντων αυτών, το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την ουσιαστική βασιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τη συνδρομή της προϋποθέσεως σχετικά με τον επηρεασμό του διακρατικού εμπορίου. Αφενός, η αιτίαση είναι αβάσιμη κατά το μέτρο που αφορά τη δεσμευμένη αλουμίνα. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 124 ανωτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι αντικείμενο των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών ήταν μόνον η πλεονάζουσα αλουμίνα (ΑΜ και ΑΧΕ). Αφετέρου, κατά το μέτρο που αφορά τις εμπορικές συναλλαγές με αντικείμενο την αλουμίνα (AM και ΑΧΕ) μεταξύ των κρατών μελών, η αιτίαση δεν τεκμηριώνεται και, μάλιστα, αντιφάσκει προς άλλες θέσεις που έχει διατυπώσει η AAL με τα δικόγραφά της, σύμφωνα με τις οποίες «[το] μικρό μέρος της [παραγωγής] της που πωλείται υπό μορφή τριυδροξειδίου του αργιλίου […] χρησιμοποιούνταν ως βασικό προϊόν για έναν εγκατεστημένο στη Γερμανία παραγωγό αλουμίνας για χημικές εφαρμογές» και «[τη] συνολική ποσότητα αλουμίνας που παρήγαγε την εξήγαγε από την Ιρλανδία μέσω των λιμενικών εγκαταστάσεών της, κυρίως προς το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σκανδιναβία και άλλες περιοχές της Ευρώπης». Επομένως, από τα όσα η ίδια η AAL υποστηρίζει προκύπτει ότι αυτή τροφοδοτούσε τις διακρατικές εμπορικές ροές πλεονάζουσας αλουμίνας (AM και ΑΧΕ).

130    Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη η αιτίαση περί μη συνδρομής της προϋποθέσεως σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών.

131    Δεδομένης της απορρίψεως όλων των αιτιάσεων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

 Επί των πρώτων λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξη των υπό κρίση προσφυγών, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της επίμαχης ενισχύσεως βάσει του άρθρου 88 ΕΚ

132    Στο πλαίσιο των πρώτων λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξη των υπό κρίση προσφυγών, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σε πλάνη περί το δίκαιο, επειδή χαρακτήρισε την επίμαχη ενίσχυση ως νέα ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αντί για υφιστάμενη ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 1, ΕΚ, και ότι δεν εφάρμοσε ως προς την εν λόγω ενίσχυση τη σχετική με τις υφιστάμενες ενισχύσεις διαδικασία.

133    Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, υποδιαιρείται σε τρία επικουρικώς προβαλλόμενα σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ και του κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, του κανονισμού 659/1999, καθώς και, κατ’ ουσίαν, παράβαση των κανόνων της σχετικής με τις υφιστάμενες ενισχύσεις διαδικασίας, όπως αυτοί έχουν κωδικοποιηθεί με τα άρθρα 17 και 18 του κανονισμού 659/1999. Το δεύτερο σκέλος αφορά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 88 ΕΚ, σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iv, και του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, καθώς και, κατ’ ουσίαν, παράβαση των κανόνων της σχετικής με τις υφιστάμενες ενισχύσεις διαδικασίας, όπως αυτοί έχουν κωδικοποιηθεί με τα άρθρα 17 και 18 του κανονισμού 659/1999. Το τρίτο σκέλος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ και του κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 659/1999.

134    Ο πρώτος λόγος που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II επίσης υποδιαιρείται σε τρία επικουρικώς προβαλλόμενα σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ και του κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 659/1999. Το δεύτερο σκέλος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ και του κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, του κανονισμού 659/1999. Το τρίτο σκέλος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση των διατάξεων του άρθρου 88 ΕΚ, σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iv, και του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, σχετικά με παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ και του κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, του κανονισμού 659/1999, καθώς και, στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, παράβαση των κανόνων της σχετικής με τις υφιστάμενες ενισχύσεις διαδικασίας, όπως αυτοί έχουν κωδικοποιηθεί με τα άρθρα 17 και 18 του κανονισμού 659/1999

135    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 88 ΕΚ και τον κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, του κανονισμού 659/1999, διότι δεν έλαβε υπόψη της, ενόψει του χαρακτηρισμού της επίμαχης ενισχύσεως ως νέας ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, ότι η εν λόγω ενίσχυση έπρεπε να θεωρηθεί εγκεκριμένη, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν είχε εκφέρει γνώμη επί της επίμαχης απαλλαγής εντός εύλογης προθεσμίας από την κοινοποίησή της. Στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, η Ιρλανδία επικαλείται, επίσης, παράβαση των κανόνων της σχετικής με τις υφιστάμενες ενισχύσεις διαδικασίας, όπως αυτοί έχουν κωδικοποιηθεί με τα άρθρα 17 και 18 του κανονισμού 659/1999.

136    Συναφώς, πρώτον, η Ιρλανδία επικαλείται το έγγραφο της 6ης Μαΐου 1983, από το οποίο προκύπτει ότι είχε αποδεχθεί την πρόταση που είχε διατυπώσει η Επιτροπή με το έγγραφο της 22ας Μαρτίου 1983 να θεωρήσει ότι το έγγραφό της της 28ης Ιανουαρίου 1983, με το οποίο της γνωστοποιούσε τη σχεδιαζόμενη τότε επίμαχη απαλλαγή, αποτελεί κοινοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Δεύτερον, επικαλείται εκ νέου το έγγραφο της 6ης Μαΐου 1983, με το οποίο ειδοποίησε την Επιτροπή για την εφαρμογή της επίμαχης απαλλαγής, σύμφωνα με τον κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί με το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999. Τρίτον, προβάλλει, αφενός, ότι η Επιτροπή δεν εξέδωσε απόφαση εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της επίμαχης απαλλαγής, σύμφωνα με την προθεσμία που απορρέει από τον κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί με το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999, ή εντός εύλογης προθεσμίας μετά την ειδοποίηση περί εφαρμογής της ενισχύσεως, και επισημαίνει, αφετέρου, την αδράνεια και τη σιωπή της Επιτροπής έως το 1992, ήτοι επί εννέα έτη μετά τις προαναφερθείσες κοινοποιήσεις. Τέταρτον, επιμένει ότι είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι εφάρμοσε την επίμαχη απαλλαγή χωρίς να περιμένει την επίσημη θέση της Επιτροπής βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διατύπωσε τη θέση της εντός εύλογης προθεσμίας και ότι η επίμαχη απαλλαγή τέθηκε σε εφαρμογή περισσότερο από δύο μήνες μετά την κοινοποίησή της στην Επιτροπή, στις 28 Ιανουαρίου 1983. Περαιτέρω, η Ιρλανδία προβάλλει ότι η Επιτροπή ενήργησε ως εάν θεωρούσε ότι η επίμαχη ενίσχυση αποτελούσε υφιστάμενη ενίσχυση. Συναφώς, επικαλείται, πρώτον, τη σαφή και συγκεκριμένη διατύπωση της τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως της αποφάσεως 92/510, κατά την οποία «έχει γίνει αποδεκτό από την Επιτροπή και όλα τα άλλα κράτη μέλη ότι όλες αυτές οι απαλλαγές είναι δικαιολογημένες στο πλαίσιο της εφαρμογής ειδικών πολιτικών[,] δεν προκαλούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού ούτε παρεμποδίζουν την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς», η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση εγκριτική για την επίμαχη απαλλαγή, η οποία είχε κοινοποιηθεί στις 28 Ιανουαρίου 1983, ή, τουλάχιστον, ως δήλωση επί της αρχής, εμφαίνουσα ότι είχαν αρθεί οι αμφιβολίες της Επιτροπής σχετικά με το συμβατό της επίμαχης ενισχύσεως με την κοινή αγορά. Δεύτερον, η Ιρλανδία επικαλείται την ορολογία που χρησιμοποιείται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 97/425 και στην αιτιολογική σκέψη 4 της αποφάσεως 1999/880, η οποία είναι όμοια με αυτή που χρησιμοποιεί η Επιτροπή κατά την εξέταση υφιστάμενων καθεστώτων ενισχύσεων βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού 659/1999. Τρίτον, επικαλείται τις προτάσεις εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου μεταξύ Νοεμβρίου 1999 και 2000, καθώς και την αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως 2001/224, οι οποίες δεν περιείχαν καμία προειδοποίηση όσον αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της επίμαχης ενισχύσεως. Τέταρτον, προβάλλει ότι, σε κάθε περίπτωση, η ίδια η Επιτροπή εισηγήθηκε στο Συμβούλιο να επιτρέψει στην Ιρλανδία να εφαρμόσει την επίμαχη απαλλαγή μετά το 1983. Εξάλλου, η Ιρλανδία προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν τήρησε τη διαδικασία σχετικά με τα καθεστώτα υφιστάμενων ενισχύσεων, όπως αυτή έχει κωδικοποιηθεί με τα άρθρα 17 και 18 του κανονισμού 659/1999, διότι διέταξε την αναδρομική ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως, παρά το γεγονός ότι, στο πλαίσιο του διαρκούς ελέγχου των υφιστάμενων καθεστώτων ενισχύσεων, είχε μόνον την αρμοδιότητα να επιβάλει την κατάργηση ή την τροποποίηση της ενισχύσεως αυτής, εντός προθεσμίας την οποία θα προσδιόριζε.

137    Πρώτον, η AAL επικαλείται το έγγραφο της 6ης Μαΐου 1983, από το οποίο προκύπτει ότι η Ιρλανδία είχε αποδεχθεί την πρόταση που είχε διατυπώσει η Επιτροπή με το έγγραφο της 22ας Μαρτίου 1983 να χαρακτηριστεί ως κοινοποίηση, κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, το έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 1983, με το οποίο της γνωστοποιούσε τη σχεδιαζόμενη επίμαχη απαλλαγή. Δεύτερον, επικαλείται την εφαρμογή της επίμαχης απαλλαγής τρεις περίπου μήνες μετά την αποστολή του εγγράφου της 28ης Ιανουαρίου 1983 στην Επιτροπή. Τρίτον, επικαλείται το έγγραφο της 6ης Μαΐου 1983, με το οποίο η Ιρλανδία ειδοποίησε την Επιτροπή για την εφαρμογή της επίμαχης απαλλαγής, σύμφωνα με τον κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί με το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999. Τέταρτον, υποστηρίζει ότι δεν είναι αντιτάξιμο, έναντι αυτής, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η επίμαχη απαλλαγή δεν τέθηκε σε εφαρμογή από την Ιρλανδία και την ίδια με αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων που διαμορφώθηκαν από τη νομολογία (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz, 120/73, Συλλογή, EU:C:1973:152) και εν συνεχεία κωδικοποιήθηκαν με τον κανονισμό 659/1999, δεδομένου ότι η ίδια η Επιτροπή παρέκλινε από το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, προτείνοντας στην Ιρλανδία να χαρακτηριστεί το έγγραφό της της 28ης Ιανουαρίου 1983 ως κοινοποίηση, με συνέπεια να απολέσει τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή της εντός της εύλογης προθεσμίας των δύο μηνών. Επικουρικώς, υποστηρίζει ότι δεν είναι αντιτάξιμο έναντι αυτής το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η κοινοποίηση της επίμαχης ενισχύσεως δεν ήταν πλήρης, διότι η Επιτροπή, μετά τη γνωστοποίηση, εκ μέρους της Ιρλανδίας, της επικείμενης εφαρμογής της ενισχύσεως, δεν απαίτησε, με το έγγραφο της 22ας Μαρτίου 1983, συμπληρωματική κοινοποίηση. Πέμπτον, κάνει λόγο για αδράνεια και σιωπή της Επιτροπής έως τον Ιούλιο του 2000, ήτοι επί 17 έτη μετά την κοινοποίηση της επίμαχης απαλλαγής και την ειδοποίηση ότι επίκειται η εφαρμογή της. Έκτον, προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της την κοινοποίηση της 28ης Ιανουαρίου 1983, δεδομένου ότι ζήτησε κοινοποίηση της απαλλαγής στις 17 Ιουλίου 2000 και κίνησε την επίσημη διαδικασία εξετάσεως στις 30 Οκτωβρίου 2001, με συνέπεια να υποπέσει σε σφάλμα όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της ενισχύσεως. Έβδομον, επικαλείται την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 92/510, η οποία ισοδυναμεί με αναγνώριση, εκ μέρους της Επιτροπής, ότι η επίμαχη απαλλαγή συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση. Όγδοον, επικαλείται την κατάσταση την οποία προκάλεσε και αποδέχθηκε επί μακρόν η Επιτροπή, κατάσταση η οποία αντικειμενικά επιβάλλει τον χαρακτηρισμό της επίμαχης ενισχύσεως ως υφιστάμενης ενισχύσεως.

138    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν ως αβάσιμα τα προεκτεθέντα σκέλη των πρώτων λόγων ακυρώσεως.

139    Καταρχάς, υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η Συνθήκη ΕΚ προβλέπει χωριστές διαδικασίες ανάλογα με το αν οι ενισχύσεις είναι υφιστάμενες ή νέες. Ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, οι νέες ενισχύσεις πρέπει να γνωστοποιούνται προηγουμένως στην Επιτροπή και δεν μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή πριν η διαδικασία καταλήξει στην έκδοση τελικής αποφάσεως, οι υφιστάμενες ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 1, ΕΚ, μπορούν να εφαρμόζονται κανονικά εφόσον η Επιτροπή δεν έχει διαπιστώσει ότι δεν είναι συμβατές με την κοινή αγορά (βλ. απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen‑Anhalt κατά Επιτροπής, T‑443/08 και T‑455/08, Συλλογή, EU:T:2011:117, σκέψη 187 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, οι υφιστάμενες ενισχύσεις μπορούν, ενδεχομένως, να αποτελέσουν αντικείμενο μόνον αποφάσεως περί μη συμβατότητας, η οποία παράγει αποτελέσματα για το μέλλον (βλ. απόφαση Freistaat Sachsen και Land Sachsen‑Anhalt κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:T:2011:117, σκέψη 187 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

140    Εξάλλου, κατά το μέτρο που οι προσφεύγουσες κάνουν ρητώς λόγο για παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, του κανονισμού 659/1999, επισημαίνεται ότι, όταν εξέδωσε η Επιτροπή την προσβαλλόμενη απόφαση, ο ουσιαστικός κανόνας που περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή είχε ήδη τεθεί σε ισχύ, στις 16 Απριλίου 1999. Μολονότι, κατά τη νομολογία (αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1975, CNTA κατά Επιτροπής, 74/74, Συλλογή, EU:C:1975:59, σκέψεις 33 έως 43, της 26ης Ιουνίου 1990, Sofrimport κατά Επιτροπής, C‑152/88, Συλλογή, EU:C:1990:259, σκέψεις 16 και 17, και της 5ης Οκτωβρίου 1993, Driessen κ.λπ., C‑13/92 έως C‑16/92, Συλλογή, EU:C:1993:828, σκέψεις 30 έως 35), η τήρηση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλει όρια ως προς την άμεση εφαρμογή των ουσιαστικών κανόνων, εντούτοις τα όρια αυτά δεν ισχύουν στην περίπτωση παράνομης ενισχύσεως ή κοινοποιηθείσας ενισχύσεως πριν την έγκριση της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και της λογικής που διέπει τους ελέγχους αυτούς, η κατάσταση δεν αποσαφηνίζεται ευθύς αμέσως και οριστικώς με την κοινοποίηση ή τη χορήγηση της ενισχύσεως, αλλά παραμένει σε εκκρεμότητα έως την έκδοση αποφάσεως από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, απόκειται στην Επιτροπή να εφαρμόσει τους ουσιαστικούς κανόνες που ισχύουν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς της επί της επίμαχης ενισχύσεως ή επί του επίμαχου συστήματος ενισχύσεων, καθώς και επί της συμβατότητάς τους με την κοινή αγορά, βάσει των οποίων και μόνον πρέπει να εκτιμηθεί η νομιμότητα αποφάσεως αυτής (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, C‑334/07 P, Συλλογή, EU:C:2008:709, σκέψη 53). Επομένως, όταν η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, του κανονισμού 659/1999 είχε τεθεί σε ισχύ, οπότε είναι εφαρμοστέο εν προκειμένω.

141    Αντιθέτως, οι διαδικαστικοί κανόνες του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, του ίδιου κανονισμού δεν ισχύουν όσον αφορά διαδικαστικές πράξεις προ της ενάρξεως ισχύος τους στις 16 Απριλίου 1999. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, οι διαδικαστικοί κανόνες θεωρείται εν γένει ότι εφαρμόζονται σε διαδικασίες οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη κατά την έναρξη ισχύος τους (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1981, Meridionale Industria Salumi κ.λπ., 212/80 έως 217/80, Συλλογή, EU:C:1981:270, σκέψη 9, και της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Molenbergnatie, C‑201/04, Συλλογή, EU:C:2006:136, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πάντως, όταν εξελισσόταν η διαδικασία προκαταρκτικής εξετάσεως της επίμαχης απαλλαγής, διαδικασία κατά την οποία η επίμαχη ενίσχυση φέρεται να έχει εγκριθεί από την Επιτροπή, ήτοι το 1983, οι κανόνες αυτοί δεν είχαν ακόμη τεθεί σε ισχύ. Πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη ότι, όπως ορθώς παραδέχθηκε η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 67 της αποφάσεως αλουμίνα I, το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999 αποσκοπούσε ιδίως στην κωδικοποίηση των διαδικαστικών κανόνων οι οποίοι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου που απορρέει από την απόφαση Lorenz, σκέψη 137 ανωτέρω (EU:C:1973:152, σκέψη 6) (στο εξής: νομολογία Lorenz), ήταν εφαρμοστέοι όταν διενεργήθηκαν οι διαδικαστικές πράξεις για τις οποίες γίνεται λόγος εν προκειμένω. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, την οποία επικαλείται η AAL στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (κατόπιν άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ) συνάγεται ότι, εάν η Επιτροπή, ενώ έχει ενημερωθεί από κράτος μέλος για σχέδιο το οποίο αποσκοπεί στη θέσπιση ή την τροποποίηση ενισχύσεως, παραλείψει να κινήσει την κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (κατόπιν άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ) (ήτοι να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως) και να ειδοποιήσει το οικείο κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, το εν λόγω κράτος μπορεί, μετά την εκπνοή της αναγκαίας για την πρώτη εξέταση του σχεδίου προθεσμίας, να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου, υπό τον όρο της προηγούμενης ειδοποιήσεως της Επιτροπής, οπότε η εν λόγω ενίσχυση θα υπάγεται στο εξής στο καθεστώς των υφισταμένων ενισχύσεων (απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, Namur‑Les assurances du crédit, C‑44/93, Συλλογή, EU:C:1994:311, σκέψη 12). Όσον αφορά το ζήτημα ποια θεωρείται επαρκής ή εύλογη προθεσμία προκειμένου η Επιτροπή να διενεργήσει την πρώτη εξέταση (ήτοι να κινήσει την προκαταρκτική διαδικασία εξετάσεως), το Δικαστήριο επισήμαινε ότι η προθεσμία αυτή μπορεί να είναι αντίστοιχη της δίμηνης προθεσμίας των άρθρων 173 της Συνθήκης ΕΚ και 175 της Συνθήκης ΕΚ (κατόπιν άρθρων 230 ΕΚ και 232 ΕΚ) για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως και προσφυγής κατά παραλείψεως (απόφαση Lorenz, σκέψη 137 ανωτέρω, EU:C:1973:152, σκέψη 6).

142    Επομένως, οι αιτιάσεις περί παραβάσεως του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, του κανονισμού 659/1999 πρέπει να εκληφθούν ως αιτιάσεις περί παραβιάσεως της νομολογίας Lorenz.

143    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή εσφαλμένως χαρακτήρισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την επίμαχη ενίσχυση ως νέα ενίσχυση και διέταξε την αναδρομική ανάκτησή της, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για υφιστάμενη ενίσχυση, κατά την έννοια της νομολογίας Lorenz, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε επί της επίμαχης απαλλαγής εντός εύλογης προθεσμίας από της κοινοποιήσεώς της.

144    Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί εάν το έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 1983 μπορούσε τυπικώς να θεωρηθεί κοινοποίηση της επίμαχης απαλλαγής, κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, και, δευτερευόντως, εάν η κοινοποίηση αυτή ήταν ελλιπής, δεδομένου ότι η Ιρλανδία δεν απάντησε με το έγγραφο της 6ης Μαΐου 1983 στο ερώτημα που της είχε θέσει η Επιτροπή με το έγγραφο της 22ας Μαρτίου 1983, σχετικά με τη διάρκεια χορηγήσεως της ενισχύσεως στην AAL.

145    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί υποκαταστήσει την αιτιολογία του συντάκτη της προσβαλλομένης πράξεως με τη δική του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, Συλλογή, EU:C:2013:32, σκέψη 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί, χωρίς να υπερβεί τα όρια του ελέγχου που ασκεί, να στηρίξει την απόρριψη λόγου ακυρώσεως που έχει τεθεί στην κρίση του σε αιτιολογία ξένη προς την επίδικη απόφαση (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:C:2013:32, σκέψη 88).

146    Στην αιτιολογική σκέψη 67 της αποφάσεως Αλουμίνα Ι, η Επιτροπή επισήμανε τα εξής:

«[...] η ενίσχυση δεν μπορεί να επιτραπεί σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. Η Γαλλία και η Ιταλία δεν κοινοποίησαν ποτέ τα μέτρα. Στην επιστολή της 6ης Μαΐου 1983 η Ιρλανδία επιβεβαιώνει ότι η ενίσχυση είχε μόλις τεθεί σε εφαρμογή και ότι η επιστολή της προς την Επιτροπή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κοινοποίηση για τους σκοπούς του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης [ΕΚ]. Ωστόσο, η Ιρλανδία ποτέ δεν απέστειλε επίσημη ανακοίνωση, ειδοποιώντας προηγουμένως την Επιτροπή σχετικά με την πρόθεσή της να εφαρμόσει το μέτρο ενίσχυσης όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. Αντίθετα, η Ιρλανδία έθεσε σε εφαρμογή το μέτρο μόλις μια εβδομάδα μετά την επιστολή της 6ης Μαΐου 1983 με την οποία ζήτησε από την Επιτροπή να θεωρήσει την ενίσχυση ως κοινοποιηθείσα. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η ενίσχυση πρέπει να θεωρηθεί ως παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. Η γαλλική και ιταλική ενίσχυση επίσης τέθηκαν σε εφαρμογή χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεσθούν τους κανόνες που περιλαμβάνονται στο άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 όσον αφορά ενίσχυση αυτού του είδους. Μολονότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 τέθηκε σε ισχύ μόλις το 1999, ανάλογοι κανόνες ίσχυαν ήδη πριν την εν λόγω ημερομηνία σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου.»

147    Εξάλλου, με το άρθρο 5, παράγραφος 5, της αποφάσεως αλουμίνα I, η Επιτροπή υποχρέωσε, μεταξύ άλλων, την Ιρλανδία να ανακτήσει την επίμαχη ενίσχυση, η οποία χορηγήθηκε από τις 3 Φεβρουαρίου 2002 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003, από τη δικαιούχο AAL.

148    Από την αιτιολογική σκέψη 67 της αποφάσεως αλουμίνα I προκύπτει ότι η Επιτροπή, ενώ αντέταξε, με την εν λόγω απόφαση, στη Γαλλική Δημοκρατία και στην Ιταλική Δημοκρατία ότι δεν της κοινοποίησαν τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης τις οποίες είχαν εφαρμόσει, εντούτοις ουδέποτε προσήψε στην Ιρλανδία ότι δεν της κοινοποίησε την επίμαχη απαλλαγή, αλλά μόνον ότι δεν την ειδοποίησε προηγουμένως, όπως επιτάσσει η νομολογία Lorenz, για την πρόθεσή της να την εφαρμόσει, πράγμα που έπραξε μόλις μία εβδομάδα μετά την αποστολή του εγγράφου της 6ης Μαΐου 1983, με το οποίο της ζητούσε να χαρακτηρίσει το έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 1983 ως κοινοποίηση. Τούτο συνάδει και με το γεγονός ότι, με το έγγραφο της 6ης Μαΐου 1983, η Ιρλανδία απλώς αποδέχθηκε την πρόταση που είχε διατυπώσει η Επιτροπή με το έγγραφο της 22ας Μαρτίου 1983 να χαρακτηρίσει το έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 1983, με το οποίο η Ιρλανδία της γνωστοποιούσε την πρόθεσή της να εφαρμόσει την επίμαχη απαλλαγή, ως κοινοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ.

149    Στον βαθμό που αιτιολογία στηριζόμενη σε παράλειψη κοινοποιήσεως ή σε ελλιπή κοινοποίηση της επίμαχης απαλλαγής από την Ιρλανδία στην Επιτροπή είναι ξένη προς την προσβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται, χωρίς να υπερβεί τα όρια του ελέγχου που μπορεί να ασκήσει στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, να στηριχθεί σε αυτή την αιτιολογία προκειμένου να απορρίψει το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II.

150    Επομένως, κρίνονται απορριπτέα τα επιχειρήματα που προβάλλει η Επιτροπή κατά του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, σχετικά με παράλειψη κοινοποιήσεως της επίμαχης απαλλαγής, κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, και, δευτερευόντως, με ελλιπή κοινοποίηση της εν λόγω απαλλαγής.

151    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί ο αμυντικός ισχυρισμός που προβάλλει η Επιτροπή κατά του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, ότι, κατ’ ουσίαν, μόνο βάσει του εγγράφου της 6ης Μαΐου 1983 θα μπορούσε να θεωρήσει ότι το έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 1983 αποτελεί κοινοποίηση της επίμαχης απαλλαγής, κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, οπότε η προθεσμία θα έπρεπε να υπολογιστεί από την παραλαβή του εγγράφου της 6ης Μαΐου 1983.

152    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι με το έγγραφο της 6ης Μαΐου 1983 η Ιρλανδία ζήτησε από την Επιτροπή να χαρακτηρίσει το έγγραφό της τής 28ης Ιανουαρίου 1983 ως κοινοποίηση, κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ, όπως της είχε προτείνει η Επιτροπή με το έγγραφο της 22ας Μαρτίου 1983. Επομένως, ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε επίσημη κοινοποίηση της επίμαχης ενισχύσεως πριν την παραλαβή του εγγράφου της 6ης Μαΐου 1983, οπότε η επαρκής ή εύλογη προθεσμία για τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξετάσεως της ενισχύσεως αυτής μπορεί να υπολογιστεί μόνον από την παραλαβή του εγγράφου αυτού.

153    Τρίτον, πρέπει να εξεταστεί ο αμυντικός ισχυρισμός που προβάλλει η Επιτροπή κατά του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και κατά του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, στο πλαίσιο των οποίων η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το έγγραφο της 6ης Μαΐου 1983 δεν μπορούσε, όπως προβάλλουν οι προσφεύγουσες, να θεωρηθεί ως ειδοποίηση για την επικείμενη εφαρμογή της ενισχύσεως, σύμφωνα με τις επιταγές της νομολογίας.

154    Συναφώς, τόσο από το περιεχόμενο όσο και από τον σκοπό των διατάξεων του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (κατόπιν άρθρου 88 ΕΚ), πρέπει να θεωρηθούν ως υφιστάμενες, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, όσες ενισχύσεις τέθηκαν νομίμως σε εφαρμογή υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ, περιλαμβανομένων εκείνων που προέκυψαν από την εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου αυτού με την απόφαση Lorenz, σκέψη 137 ανωτέρω (EU:C:1973:152, σκέψεις 4 έως 6) (αποφάσεις Namur‑Les assurances du crédit, σκέψη 141 ανωτέρω, EU:C:1994:311, σκέψη 13, και της 17ης Ιουνίου 1999, Piaggio, C‑295/97, Συλλογή, EU:C:1999:313, σκέψη 48). Βάσει των διαδικαστικών κανόνων που απορρέουν από τη νομολογία Lorenz, για τη μετατροπή μιας νέας ενισχύσεως σε υφιστάμενη αρκεί η συνδρομή δύο αναγκαίων προϋποθέσεων, εκ των οποίων η πρώτη είναι να έχει ειδοποιήσει το οικείο κράτος μέλος την Επιτροπή ότι επίκειται η εφαρμογή της σχεδιαζόμενης ενισχύσεως και να μην έχει κινήσει η Επιτροπή την κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ εντός δύο μηνών από την πλήρη κοινοποίηση της ενισχύσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2001, Αυστρία κατά Επιτροπής, C‑99/98, Συλλογή, EU:C:2001:94, σκέψη 84).

155    Εν προκειμένω, αρκεί να εξεταστεί μόνον εάν έχει τηρηθεί η προϋπόθεση περί ειδοποιήσεως της Επιτροπής από το κράτος μέλος για την επικείμενη εφαρμογή της σχεδιαζόμενης ενισχύσεως, καθώς αυτή είναι η μόνη προϋπόθεση που εξέτασε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 146 ανωτέρω).

156    Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η Ιρλανδία είχε πλήρως κοινοποιήσει στην Επιτροπή την επίμαχη απαλλαγή με το έγγραφο της 6ης Μαΐου 1983, με το οποίο της ζητούσε να χαρακτηρίσει το έγγραφό της τής 28ης Ιανουαρίου 1983 ως κοινοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ, όπως είχε προτείνει η Επιτροπή με το έγγραφο της 22ας Μαρτίου 1983, το εν λόγω θεσμικό όργανο είχε στη διάθεσή του προθεσμία δύο μηνών προκειμένου να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες που απορρέουν από τη νομολογία Lorenz. Από τους κανόνες αυτούς προκύπτει ότι η Ιρλανδία μπορούσε να εφαρμόσει την επίμαχη απαλλαγή μόνον μετά την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας, ήτοι, καταρχήν, στις 7 Ιουλίου 1983 (βλ., συναφώς, απόφαση Autriche κατά Επιτροπής, σκέψη 154 ανωτέρω, EU:C:2001:94, σκέψη 77), υπό την προϋπόθεση ότι είχε προηγουμένως ειδοποιήσει συναφώς την Επιτροπή, οπότε η ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει της εν λόγω απαλλαγής θα ενέπιπτε εν συνεχεία στο καθεστώς των υφιστάμενων ενισχύσεων (απόφαση Namur‑Les assurances du crédit, σκέψη 141 ανωτέρω, EU:C:1994:311, σκέψη 12).

157    Ωστόσο, αφενός, διαπιστώνεται ότι το έγγραφο της 6ης Μαΐου 1983, το οποίο επιβεβαίωνε την κοινοποίηση της επίμαχης απαλλαγής στην Επιτροπή, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ειδοποίηση για την εφαρμογή της εν λόγω απαλλαγής. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η ειδοποίηση θα μπορούσε να δοθεί πριν τη λήξη της προθεσμίας κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο η Ιρλανδία δεν επιτρεπόταν ούτως ή άλλως να θέσει την επίμαχη απαλλαγή σε εφαρμογή, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω κράτος δεν προειδοποίησε, με το έγγραφο αυτό, την Επιτροπή ότι, δεδομένης της σιωπής του θεσμικού οργάνου, θα θέσει την επίμαχη απαλλαγή σε εφαρμογή, αλλά απλώς παραδέχθηκε ότι η επίμαχη απαλλαγή έπρεπε να κοινοποιηθεί, επιβεβαίωσε ότι κοινοποιεί την ίδια απαλλαγή στην Επιτροπή και προσκόμισε σε αυτήν συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με την ως άνω απαλλαγή. Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι από τη δικογραφία δεν αποδεικνύεται ότι, μετά την αποστολή του εγγράφου της 6ης Μαΐου 1983 και πριν την εφαρμογή της επίμαχης απαλλαγής, στις 12 Μαΐου 1983, η Ιρλανδία απέστειλε στην Επιτροπή έγγραφο που θα μπορούσε να αποτελεί ειδοποίηση για την εφαρμογή της εν λόγω απαλλαγής.

158    Επομένως, ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή ότι δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω όλες οι προϋποθέσεις που πρέπει, κατά τη νομολογία, να πληρούνται, ώστε μια κοινοποιηθείσα ενίσχυση να μετατραπεί σε υφιστάμενη.

159    Τέταρτον, μένει να εξεταστούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι η ίδια η Επιτροπή ενεργούσε ως εάν η επίμαχη ενίσχυση αποτελούσε υφιστάμενη ενίσχυση, επιχειρήματα τα οποία ουσιαστικά στηρίζονται στο περιεχόμενο των εγκριτικών αποφάσεων που είχε εκδώσει το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, καθώς και στο γεγονός ότι η Επιτροπή παρέλειψε επί μακρόν να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως.

160    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το αν συγκεκριμένη ενίσχυση είναι νέα ή υφιστάμενη, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 154 ανωτέρω νομολογία, και το αν η καθιέρωσή της απαιτεί, συνακόλουθα, την κίνηση της προκαταρκτικής διαδικασίας εξετάσεως, όπως προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ, δεν μπορεί να εξαρτάται από την υποκειμενική εκτίμηση της Επιτροπής (βλ., συναφώς, απόφαση Piaggio, σκέψη 154 ανωτέρω, EU:C:1999:313, σκέψεις 47 και 48). Εξάλλου, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή δεν κίνησε διαδικασία εξετάσεως, επί σχετικά μακρό χρονικό διάστημα όσον αφορά συγκεκριμένο κρατικό μέτρο δεν μπορεί να προσδώσει από μόνο του στο μέτρο αυτό τον αντικειμενικό χαρακτήρα υφισταμένης ενισχύσεως, εφόσον πρόκειται για ενίσχυση (απόφαση της 30ής Απριλίου 2002, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, T‑195/01 και T‑207/01, Συλλογή, EU:T:2002:111, σκέψη 129).

161    Από την παρατιθέμενη στη σκέψη 160 ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι, κατ’ ουσίαν, η συμπεριφορά της Επιτροπής εμφαίνει την πεποίθησή της ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν υφιστάμενη ενίσχυση είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.

162    Για όλους τους προεκτεθέντες λόγους, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ορθώς αρνήθηκε να δεχθεί ότι η επίμαχη ενίσχυση είχε μετατραπεί, μετά την κοινοποίησή της, σε υφιστάμενη ενίσχυση. Επίσης, δεν παραβίασε, διατάσσοντας την ανάκτηση της ενισχύσεως αυτής αναδρομικά από τις 3 Φεβρουαρίου 2002, τη διαδικασία σχετικά με τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων, όπως αυτή έχει κωδικοποιηθεί με τα άρθρα 17 και 18 του κανονισμού 659/1999, διότι η διαδικασία αυτή δεν ήταν εφαρμοστέα ως προς την εν λόγω ενίσχυση.

163    Κατά συνέπεια, κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II.

 Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, σχετικά με παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 88 ΕΚ, σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iv, και του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999

164    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, με την αιτιολογική σκέψη 68 της αποφάσεως αλουμίνα I, η Επιτροπή παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 88 ΕΚ σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iv, και του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, διότι δεν έλαβε υπόψη της, για τον χαρακτηρισμό της επίμαχης ενισχύσεως ως νέας ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, από τις 17 Ιουλίου 1990, ότι η AAL έκανε χρήση της ενισχύσεως αυτής από τον Σεπτέμβριο του 1983, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 δεκαετής προθεσμία παραγραφής που ισχύει για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής όσον αφορά την ανάκτηση ενισχύσεως είχε, ως εκ τούτου, λήξει όταν η Επιτροπή άρχισε τις ενέργειές της στις 17 Ιουλίου 2000, και ότι μετά την ημερομηνία αυτή η επίμαχη ενίσχυση έπρεπε να χαρακτηριστεί ως υφιστάμενη ενίσχυση.

165    Περαιτέρω, στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, η Ιρλανδία προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι παρέβη τους διαδικαστικούς κανόνες σχετικά με τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων, όπως αυτοί έχουν κωδικοποιηθεί με τα άρθρα 17 και 18 του κανονισμού 659/1999, διότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, διέταξε την αναδρομική ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως, χωρίς να λάβει υπόψη της ότι, στο πλαίσιο του διαρκούς ελέγχου των υφιστάμενων καθεστώτων ενισχύσεων, μπορούσε μόνο να επιβάλει την κατάργηση ή την τροποποίηση της ενισχύσεως αυτής εντός ορισμένης από αυτήν προθεσμίας.

166    Συναφώς, η Ιρλανδία προβάλλει, πρώτον, ότι, όπως επιβεβαιώνεται από τη νομική θεωρία, η παραγραφή επέρχεται με τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής, εφόσον, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, τα χαρακτηριστικά της ενισχύσεως δεν έχουν μεταβληθεί κατά τη διάρκεια της εν λόγω προθεσμίας. Δεύτερον, κάνει λόγο για υποχρέωση χαρακτηρισμού κάθε κρατικής ενισχύσεως είτε ως «υφιστάμενης» είτε ως «νέας», κατά την έννοια του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999, καθώς η έννοια της «ενισχύσεως που είναι εν μέρει υφιστάμενη και εν μέρει νέα» δεν προβλέπεται από τον κανονισμό 659/1999. Τρίτον, επικαλείται τη νομολογία κατά την οποία η προθεσμία παραγραφής αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στην προστασία των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων ορισμένων εκ των ενδιαφερομένων, στους οποίους συγκαταλέγεται το οικείο κράτος μέλος και ο δικαιούχος της ενισχύσεως. Τέταρτον, προβάλλει ότι η προθεσμία παραγραφής δεν ανεστάλη με το έγγραφο της 17ης Ιουλίου 2000, το οποίο καταρτίστηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999. Πέμπτον, υποστηρίζει ότι η έννοια της «υφιστάμενης ενισχύσεως» στον κανονισμό 659/1999 δεν αφορά μόνον τα οικονομικά οφέλη που έχουν πράγματι χορηγηθεί σε συγκεκριμένο χρόνο, αλλά και τα καθεστώτα ενισχύσεως. Επιπλέον, η Ιρλανδία προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι παραβίασε τους διαδικαστικούς κανόνες σχετικά με τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων, όπως αυτοί έχουν κωδικοποιηθεί με τα άρθρα 17 και 18 του κανονισμού 659/1999, διότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, διέταξε την αναδρομική ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως, χωρίς να λάβει υπόψη της ότι, στο πλαίσιο του διαρκούς ελέγχου των υφιστάμενων καθεστώτων ενισχύσεων, μπορούσε μόνο να επιβάλει την κατάργηση ή την τροποποίηση της ενισχύσεως αυτής εντός ορισμένης από αυτήν προθεσμίας.

167    Πρώτον, η AAL προβάλλει ότι προσκρούει στην αρχή της ασφάλειας δικαίου η ερμηνεία του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999 την οποία δέχθηκε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και σύμφωνα με την οποία υφιστάμενη ενίσχυση θεωρείται μόνον το τμήμα της χορηγηθείσας βάσει της επίμαχης απαλλαγής ενισχύσεως ως προς το οποίο έχει λήξει η προθεσμία παραγραφής. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι Επιτροπή δεν μπορεί να προβάλει για πρώτη φορά με το υπόμνημα αντικρούσεως ότι η επίμαχη απαλλαγή αποτελούσε καθεστώς ενισχύσεως και όχι ατομική ενίσχυση, η οποία χορηγούνταν σε αυτήν διαδοχικά, κάθε φορά που, κατ’ εφαρμογήν της επίμαχης απαλλαγής, απαλλασσόταν από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στο πλαίσιο τελωνειακής συναλλαγής. Τρίτον, διατείνεται ότι από τον όρο «θεωρείται» στο άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η ατομική ενίσχυση θεωρείται ότι έχει καταστεί υφιστάμενη ενίσχυση μετά την παρέλευση δεκαετίας από την πρώτη χορήγηση της ενισχύσεως, το 1983.

168    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν ως αβάσιμα τα προεκτεθέντα σκέλη των πρώτων λόγων ακυρώσεως.

169    Κατά το μέρος που οι προσφεύγουσες κάνουν λόγο για παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iv, του κανονισμού 659/1999, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 140 ανωτέρω νομολογία, όταν η Επιτροπή αποφάσισε επί της επίμαχης ενισχύσεως, η συγκεκριμένη διάταξη ήταν σε ισχύ, οπότε είναι εφαρμοστέα εν προκειμένω.

170    Κατά τη διάταξη αυτή, ως «υφιστάμενη ενίσχυση» χαρακτηρίζεται «κάθε ενίσχυση που θεωρείται ότι είναι υφιστάμενη ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 15».

171    Το άρθρο 15 του κανονισμού 659/1999 ορίζει:

«1      Οι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενίσχυσης υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής.

2.      Η προθεσμία αυτή αρχίζει να προσμετράται από την ημέρα κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση χορηγείται στο δικαιούχο είτε ως ατομική ενίσχυση είτε ως ενίσχυση βάσει καθεστώτος ενισχύσεων. Κάθε ενέργεια της Επιτροπής ή κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, σε σχέση με την παράνομη ενίσχυση, διακόπτει την περίοδο παραγραφής. Έπειτα από κάθε διακοπή, η προθεσμία αρχίζει να προσμετράται από την αρχή. Η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται για όσο διάστημα η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας εκκρεμούσης ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3.      Κάθε ενίσχυση της οποίας η περίοδος παραγραφής έχει εκπνεύσει, θεωρείται υφιστάμενη ενίσχυση.»

172    Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού 659/1999, η προθεσμία παραγραφής του άρθρου 15 του ίδιου κανονισμού αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στην προστασία ορισμένων εκ των ενδιαφερομένων, στους οποίους συγκαταλέγονται το οικείο κράτος μέλος και ο αποδέκτης της ενισχύσεως (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2005, Scott κατά Επιτροπής, C‑276/03 P, Συλλογή, EU:C:2005:590, σκέψη 30).

173    Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 15 του κανονισμού 659/1999 περιέχει διαδικαστικό κανόνα ο οποίος, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 141 ανωτέρω νομολογία, εφαρμόζεται από της ενάρξεως ισχύος του, εν προκειμένω, από τις 16 Απριλίου 1999. Ωστόσο, στον βαθμό που, σε αντίθεση με το άρθρο 11, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 659/1999, το άρθρο 15 του ίδιου κανονισμού δεν περιέχει μεταβατική διάταξη όσον αφορά την κατά χρόνο εφαρμογή του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι έχει εφαρμογή σε όλες τις διοικητικές διαδικασίες που βρίσκονταν σε εξέλιξη στις 16 Απριλίου 1999 ή κινήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2008, Hotel Cipriani κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑254/00, T‑270/00 και T‑277/00, Συλλογή, EU:T:2008:537, σκέψη 357). Επομένως, η έναρξη ισχύος του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999, ακόμη και αν η ενίσχυση είχε χορηγηθεί πριν από αυτή, συνεπάγεται έναρξη της προβλεπόμενης από το άρθρο αυτό δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής, εφόσον η απόφαση περί ανακτήσεως της εν λόγω ενισχύσεως είναι μεταγενέστερη της ενάρξεως ισχύος του ως άνω άρθρου.

174    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη, διότι εκτίμησε ότι η επίμαχη ενίσχυση αποτελεί νέα ενίσχυση, ενώ, με την αιτιολογική σκέψη 68 της αποφάσεως αλουμίνα I, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η χορηγηθείσα βάσει της επίμαχης απαλλαγής ενίσχυση αποτελούσε ενίσχυση που θεωρείται υφιστάμενη, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού 659/1999, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iv, του ίδιου κανονισμού, για το διάστημα πριν τις 17 Ιουλίου 1990, και παρά το γεγονός ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 15 του κανονισμού 659/1999 παραγραφή έπρεπε να ισχύσει και για την επίμαχη ενίσχυση.

175    Στην αιτιολογική σκέψη 68 της αποφάσεως Αλουμίνα Ι, η Επιτροπή επισήμανε τα εξής:

«[...], η ενίσχυση μπορεί εν μέρει μόνο να θεωρηθεί ως υφιστάμενη σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. Το εν λόγω άρθρο θέτει δεκαετή προθεσμία παραγραφής στις εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενίσχυσης. Η προθεσμία αυτή αρχίζει να προσμετράται από την ημέρα χορήγησης της παράνομης ενίσχυσης. [...] Στην περίπτωση της Ιρλανδίας η περίοδος παραγραφής διακόπηκε με την επιστολή της 17ης Ιουλίου 2000. Αυτό σημαίνει ότι μόνο η ιρλανδική απαλλαγή μπορεί να θεωρηθεί ως υφιστάμενη ενίσχυση για την περίοδο πριν την 17η Ιουλίου 1990.»

176    Από την προπαρατεθείσα αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως αλουμίνα I προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι, για το διάστημα πριν τις 17 Ιουλίου 1990, η επίμαχη απαλλαγή αποτελούσε ενίσχυση που θεωρείται υφιστάμενη σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού 659/1999, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iv, του ίδιου κανονισμού.

177    Με τα δικόγραφά της, η Επιτροπή προβάλλει ότι η λύση αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι η επίμαχη απαλλαγή αποτελεί «καθεστώς ενισχύσεων», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 659/1999, και ότι, κατά το άρθρο 15 του ίδιου κανονισμού, η προθεσμία παραγραφής υπολογίζεται από την ημέρα κατά την οποία πράγματι χορηγήθηκε στην AAL παράνομη ενίσχυση στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού.

178    Το άρθρο 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 659/1999 ορίζει ότι «καθεστώς ενισχύσεων» είναι «κάθε πράξη βάσει της οποίας, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω μέτρα εκτέλεσης, μπορούν να χορηγούνται ατομικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις οι οποίες ορίζονται στην εν λόγω πράξη κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο και κάθε πράξη βάσει της οποίας μπορεί να χορηγείται ενίσχυση μη συνδεόμενη με συγκεκριμένο σχέδιο σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις για αόριστο χρονικό διάστημα ή/και για απροσδιόριστο ποσό». Η εν λόγω διάταξη κωδικοποιεί προγενέστερη νομολογία, αποσαφηνίζοντάς την (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Ιουνίου 1996, Kahn Scheepvaart κατά Επιτροπής, T‑398/94, Συλλογή, EU:T:1996:73, σκέψεις 41 και 49).

179    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη απαλλαγή θεσπίστηκε, στην ιρλανδική νομοθεσία, με την κανονιστική πράξη του 1983, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 13 Μαΐου 1983. Με την εν λόγω κανονιστική πράξη παρέχεται έκπτωση από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας, έκπτωση της οποίας το ποσό ισούται προς αυτό του προαναφερθέντος ειδικού φόρου κατανάλωσης, πράγμα που στην πράξη ισοδυναμεί με τη θέσπιση απαλλαγής από τον φόρο αυτόν. Ακόμη και να ληφθούν υπόψη οι γεωγραφικές και χρονικές προϋποθέσεις χορηγήσεως της επίμαχης απαλλαγής, όπως αυτές καθορίστηκαν με τις εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 27 ανωτέρω, EU:C:2013:812, σκέψη 50), το μέτρο αυτό αντιστοιχεί σε «καθεστώς ενισχύσεων», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 659/1999, κατ’ αντίθεση προς ό,τι υποστηρίζει η AAL, στον βαθμό που ως δικαιούχοι της ενισχύσεως ορίζονται ουσιαστικά, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, οι παραγωγοί αλουμίνας και το ποσό της χορηγούμενης ενισχύσεως δεν είναι προσδιορισμένο.

180    Στον βαθμό που η AAL προσάπτει στην Επιτροπή ότι διατύπωσε για πρώτη φορά, με το υπόμνημα αντικρούσεως, την εκτίμηση ότι η επίμαχη απαλλαγή αποτελούσε καθεστώς ενισχύσεων και όχι ατομική ενίσχυση, αρκεί η διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη αιτίαση στηρίζεται στην παραδοχή ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση είχε αποκλειστεί η δυνατότητα χαρακτηρισμού της επίμαχης απαλλαγής ως «καθεστώτος ενισχύσεων», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 659/1999. Ωστόσο, η AAL δεν προβάλλει κανένα στοιχείο προς στήριξη της παραδοχής αυτής. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

181    Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο καθεστώτος ενισχύσεων, η προθεσμία παραγραφής μετρά από την ημέρα κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση χορηγείται στον δικαιούχο, ήτοι, εν προκειμένω, από κάθε εισαγωγή που έχει διενεργηθεί από την AAL ή από κάθε παράδοση σε αυτή, από διυλιστήριο ή αποθήκη, πετρελαιοειδών προοριζόμενων να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στο εργοστάσιό της στην περιοχή Shannon. Συγκεκριμένα, στην πράξη, η AAL επωφελήθηκε από την επίμαχη απαλλαγή και της χορηγήθηκε ατομική ενίσχυση κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω απαλλαγής σε κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές (βλ. απόφαση Hotel Cipriani κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 173 ανωτέρω, EU:T:2008:537, σκέψη 364 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η προθεσμία παραγραφής του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999 υπολογίζεται για κάθε μία από τις κατά τα ανωτέρω χορηγηθείσες ενισχύσεις στο πλαίσιο του καθεστώτος ενισχύσεων που αντιστοιχεί στην επίμαχη απαλλαγή από την ημέρα χορηγήσεως της εν λόγω ενισχύσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, France Télécom κατά Επιτροπής, C‑81/10 P, Συλλογή, EU:C:2011:811, σκέψη 84).

182    Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999, σχετικά με τον χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής (dies a quo), προκειμένου περί ενισχύσεως χορηγηθείσας στο πλαίσιο συστήματος ενισχύσεων, δεν προσκρούει στην απόφαση Scott κατά Επιτροπής, σκέψη 172 ανωτέρω (EU:C:2005:590), την οποία επικαλέστηκε η Ιρλανδία στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και η οποία αφορούσε μόνον το αν, προκειμένου περί ατομικής ενισχύσεως, η διακοπή της προβλεπόμενης από το άρθρο αυτό παραγραφής προϋποθέτει κοινοποίηση της πράξεως που διακόπτει την παραγραφή στον δικαιούχο της ενισχύσεως.

183    Εξάλλου, η προθεσμία παραγραφής του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999 είχε διακοπεί, ως προς την επίμαχη απαλλαγή, με το έγγραφο της Επιτροπής της 17ης Ιουλίου 2000.

184    Επομένως, ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, στο πλαίσιο αυτό, με την αιτιολογική σκέψη 68 της αποφάσεως αλουμίνα I, ότι η προθεσμία παραγραφής του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999 είχε εκπνεύσει μόνον ως προς τη χορηγηθείσα πριν τις 17 Ιουλίου 1990 απαλλαγή και ότι, συνεπώς, η επίμαχη ενίσχυση που χορηγήθηκε μετά την ημερομηνία αυτή δεν μπορούσε να θεωρηθεί υφιστάμενη ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iv, του κανονισμού 659/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού. Επίσης, η Επιτροπή δεν παραβίασε, διατάσσοντας την ανάκτηση της ενισχύσεως αυτής αναδρομικά από τις 3 Φεβρουαρίου 2002, τη διαδικασία σχετικά με τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων, όπως αυτή έχει κωδικοποιηθεί με τα άρθρα 17 και 18 του κανονισμού 659/1999, διότι η διαδικασία αυτή δεν ήταν εφαρμοστέα ως προς την εν λόγω ενίσχυση.

185    Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, σχετικά, κατ’ ουσίαν, με παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ και του κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 659/1999

186    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το άρθρο 88 ΕΚ και τον κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 659/1999, διότι χαρακτήρισε την επίμαχη ενίσχυση ως νέα ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, χωρίς να λάβει υπόψη της ότι, πριν την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) την 1η Ιανουαρίου 1973, η Ιρλανδία είχε αναλάβει νομικά δεσμευτική υποχρέωση έναντι της Alcan για την εφαρμογή της επίμαχης απαλλαγής στο πλαίσιο της λειτουργίας του εργοστασίου παραγωγή αλουμίνας το οποίο είχε κατασκευάσει στην περιοχή Shannon και εν συνεχεία εκχώρησε στην AAL, οπότε η επίμαχη ενίσχυση είχε χορηγηθεί πριν την έναρξη ισχύος, στην επικράτειά της, της Συνθήκης ΕΟΚ.

187    Συναφώς, η Ιρλανδία επικαλείται, πρώτον, την υποχρέωση που είχε επισήμως αναλάβει διά των εγγράφων που είχαν ανταλλαγεί με την Alcan, ήδη από το 1970, και σύμφωνα με την οποία δεν θα οφειλόταν ειδικός φόρος καταναλώσεως για τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αλουμίνας στο εργοστάσιο που σκόπευε να κατασκευάσει η Alcan στην περιοχή Shannon. Δεύτερον, προβάλλει ότι η συγκεκριμένη υποχρέωση είχε νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα κατά το ιρλανδικό δίκαιο, όπως επιβεβαιώθηκε από τους νομικούς συμβούλους της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως, καθώς και από τον Attorney General το 1981. Τρίτον, κάνει λόγο για μη διενέργεια διεξοδικής έρευνας από την Επιτροπή σχετικά με τη φύση της συγκεκριμένης υποχρεώσεως στο ιρλανδικό δίκαιο. Τέταρτον, επικαλείται το περιεχόμενο του εγγράφου της 6ης Μαΐου 1983, με το οποίο δεν παραδέχθηκε ότι η επίμαχη ενίσχυση δεν ήταν υφιστάμενη ενίσχυση, αλλά απλώς απάντησε στην πρόταση της Επιτροπής να χαρακτηριστεί το έγγραφο του Ιανουαρίου του 1983 ως ειδοποίηση για την εφαρμογή της επίμαχης απαλλαγής. Πέμπτον, θεωρεί άνευ σημασίας το γεγονός ότι η κανονιστική πράξη του 1983 θεσπίστηκε μετά την έναρξη ισχύος, στην επικράτειά της, της Συνθήκης ΕΟΚ, διότι η εν λόγω κανονιστική πράξη αποτελούσε απλώς την τυπική εφαρμογή μιας νομικά δεσμευτικής υποχρεώσεως την οποία είχε αναλάβει έναντι της Alcan πριν την προαναφερθείσα έναρξη ισχύος και ότι, κατά τον χρόνο αναλήψεως της υποχρεώσεως αυτής, ήταν ήδη σε ισχύ ο νόμος βάσει του οποίου ο υπουργός μπορούσε να εκδώσει την ως άνω κανονιστική πράξη.

188    Πρώτον, η AAL επικαλείται τη νομικά δεσμευτική υποχρέωση που είχε αναλάβει η Ιρλανδία έναντι της Alcan τον Απρίλιο του 1970, σύμφωνα με την οποία δεν θα οφειλόταν ειδικός φόρος κατανάλωσης για τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αλουμίνας στο εργοστάσιο που σχεδιαζόταν να κατασκευαστεί στην περιοχή Shannon, υποχρέωση της οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώθηκε ως προς την Alcan με το έγγραφο της Ιρλανδίας προς την Επιτροπή της 28ης Ιανουαρίου 1983. Δεύτερον, επικαλείται την άποψη που παγίως προέβαλλε η Ιρλανδία, μεταξύ άλλων και με το έγγραφο της 6ης Μαΐου 1983, ότι η επίμαχη απαλλαγή αποτελούσε ενίσχυση μη κοινοποιήσιμη, επειδή υφίστατο ήδη κατά τον χρόνο της προσχωρήσεώς της στην ΕΟΚ, στη δε Επιτροπή κοινοποιήθηκε μόνον η εφαρμογή της 1983. Τρίτον, χαρακτηρίζει ως άνευ σημασίας το ειδικό φορολογικό καθεστώς, δεδομένου ότι η απαλλαγή συνίστατο σε γενική απαλλαγή από τον εγχώριο φόρο επί των προοριζόμενων για μεταποίηση πρώτων υλών. Τέταρτον, κάνει λόγο για τη φύση της ιρλανδικής νομοθετικής διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας ο υπουργός αποφασίζει με κανονιστική πράξη, η οποία εν συνεχεία επικυρώνεται νομοθετικά από το Κοινοβούλιο.

189    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II ως απαράδεκτου, κατ’ εφαρμογήν του κανόνα nemo potest venire contra factum proprium, στον βαθμό που η Ιρλανδία είχε διατυπώσει αντίθετη άποψη κατά τη διοικητική διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II είναι αβάσιμο. Επίσης, η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II ως αβάσιμου.

190    Καταρχάς, κατά τον βαθμό που οι προσφεύγουσες κάνουν ρητώς λόγο για παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 659/1999, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 140 ανωτέρω νομολογία, όταν η Επιτροπή αποφάσισε επί της επίμαχης ενισχύσεως, η συγκεκριμένη διάταξη ήταν σε ισχύ, οπότε είναι εφαρμοστέα εν προκειμένω.

191    Κατά τη διάταξη αυτή, «όλες οι ενισχύσεις οι οποίες υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης στο οικείο κράτος μέλος, δηλαδή καθεστώτα ενισχύσεων και ατομικές ενισχύσεις που είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν, και εφαρμόζονται ακόμη έπειτα, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης», μπορούν να χαρακτηριστούν ως «υφιστάμενες ενισχύσεις».

192    Πρώτον, όσον αφορά τον λόγο απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή κατά του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του κανόνα nemo potest venire contra factum proprium, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτό που έχει προηγουμένως παραδεχθεί (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, διάταξη της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Marszałkowski κατά ΓΕΕΑ, C‑177/13 P, EU:C:2014:183, σκέψεις 73 και 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

193    Εν προκειμένω, εφόσον υποτεθεί ότι η Επιτροπή βασίμως επικαλείται τον κανόνα nemo potest venire contra factum proprium σχετικά με επιχειρήματα που είχαν αρχικώς προβληθεί στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, πρέπει να εξεταστεί εάν η Ιρλανδία παραδέχθηκε, κατά την εν λόγω διαδικασία, ότι δεν είχε χορηγήσει την επίμαχη ενίσχυση πριν την προσχώρησή της στην ΕΟΚ, την 1η Ιανουαρίου 1973.

194    Με το έγγραφο της 6ης Μαΐου 1983, η Ιρλανδία δήλωσε ότι, βάσει των επιχειρημάτων που παρατίθενται στο έγγραφο της Επιτροπής της 22ας Μαρτίου 1983, σχετικά με τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει έναντι της Alcan, δύναται να παραδεχθεί ότι η υλοποίηση των υποχρεώσεων αυτών έπρεπε να κοινοποιηθεί κατά το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ και, συνεπώς, ζήτησε από την Επιτροπή να θεωρήσει το έγγραφό της της 28ης Ιανουαρίου 1983 ως τέτοια κοινοποίηση. Για τον λόγο αυτό, στην τελευταία περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 65 της αποφάσεως αλουμίνα I, η Επιτροπή επισήμανε ότι, με το έγγραφο της 6ης Μαΐου 1983, η Ιρλανδία είχε δεχθεί τα επιχειρήματα της Επιτροπής ότι η επίμαχη ενίσχυση έπρεπε να κοινοποιηθεί, οπότε δεν επρόκειτο για υφιστάμενη ενίσχυση, αλλά για νέα ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 659/1999, δεδομένου ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ υποχρέωση κοινοποιήσεως ισχύει μόνο για τις νέες ενισχύσεις (απόφαση Piaggio, σκέψη 154 ανωτέρω, EU:C:1999:313, σκέψη 48).

195    Ωστόσο, από την αιτιολογική σκέψη 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, η Ιρλανδία είχε υπενθυμίσει το ιστορικό της επίμαχης απαλλαγής, εμμένοντας στην άποψη ότι επρόκειτο για υφιστάμενη ενίσχυση.

196    Βεβαίως, με το έγγραφο της AAL προς την Επιτροπή της 1ης Μαρτίου 2002, η διαφωνία αυτή είχε περιοριστεί ως προς το αν η επίμαχη απαλλαγή, που αρχικώς αποτελούσε νέα ενίσχυση, είχε μετατραπεί, μετά την κοινοποίηση στην Επιτροπή, σε υφιστάμενη ενίσχυση, σύμφωνα με τη νομολογία Lorenz που στη συνέχεια κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, του κανονισμού 659/1999 (βλ. σκέψεις 135 και 136 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, με το έγγραφο αυτό, η AAL επισήμανε ότι «η απαλλαγή είχε κοινοποιηθεί ως κρατική ενίσχυση από τις ιρλανδικές αρχές τον Μάιο του 1983 και είχε καταστεί υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις κανόνων».

197    Ωστόσο, στο σημείο 3.1 του εγγράφου της 8ης Ιανουαρίου 2002, το οποίο παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως και του οποίου αντίγραφο προσκομίστηκε σε απάντηση των ερωτήσεων του Γενικού Δικαστηρίου, η Ιρλανδία επανέλαβε τη θέση ότι «η επίμαχη ενίσχυση είχε εγκριθεί από τις αρχές του 1970, πριν την προσχώρηση της Ιρλανδίας στην ΕΟΚ, και ότι έχει τεθεί σε εφαρμογή από το 1982». Εξάλλου, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η Ιρλανδία προσκόμισε συνημμένα στο έγγραφο της 26ης Απριλίου 2002, για το οποίο γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως και του οποίου αντίγραφο προσκομίστηκε σε απάντηση των ερωτήσεων του Γενικού Δικαστηρίου, ένα σύνολο εγγράφων προκειμένου να αποδείξει ότι η επίμαχη ενίσχυση είχε χορηγηθεί από την Ιρλανδία πριν την προσχώρησή της στην ΕΟΚ.

198    Από την εξέταση των εγγράφων αυτών της δικογραφίας προκύπτει, συνεπώς, ότι, μετά την κοινοποίηση της απαλλαγής στην Επιτροπή, η Ιρλανδία συνέχισε να υποστηρίζει, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι είχε χορηγήσει την επίμαχη ενίσχυση πριν την προσχώρησή της στην ΕΟΚ, με συνέπεια η Επιτροπή να εξετάσει το συγκεκριμένο ζήτημα.

199    Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και αν η Ιρλανδία απάντησε θετικά στην πρόταση της Επιτροπής να θεωρήσει το έγγραφο του Ιανουαρίου του 1983 ως ειδοποίηση για την εφαρμογή της επίμαχης απαλλαγής, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, ότι η Ιρλανδία αμφισβήτησε πραγματικά και νομικά στοιχεία που είχε προηγουμένως παραδεχθεί κατά τη διοικητική διαδικασία.

200    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η θέση της Επιτροπής ότι η Ιρλανδία παραδέχθηκε, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι δεν χορήγησε την επίμαχη ενίσχυση πριν την προσχώρησή της στην ΕΟΚ, την 1η Ιανουαρίου 1973, είναι ουσιαστικά αβάσιμη και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή επικαλούμενη τον κανόνα nemo potest venire contra factum proprium.

201    Δεύτερον, όσον αφορά το βάσιμο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, υπενθυμίζεται ότι, για να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «υφιστάμενη ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 659/1999, το καθεστώς ενισχύσεων δεν πρέπει μόνο να έχει θεσπιστεί πριν την προσχώρηση του οικείου κράτους μέλους στην ΕΟΚ, υπό την έννοια ότι η αρμόδια εθνική αρχή έχει αναλάβει, με νομικά δεσμευτική πράξη, να χορηγήσει τις ενισχύσεις στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2004, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, T‑109/01, Συλλογή, EU:T:2004:4, σκέψεις 73 και 74), αλλ’ απαιτείται ακόμη να έχει τεθεί σε εφαρμογή, υπό την έννοια ότι πρέπει ορισμένες από τις χορηγούμενες στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεις να έχουν πράγματι παρασχεθεί.

202    Εν προκειμένω, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η επίμαχη απαλλαγή, η οποία, κατά τις προσφεύγουσες, ήταν απόρροια της υποχρεώσεως την οποία είχε αναλάβει η Ιρλανδία έναντι της Alcan πριν την προσχώρησή της στην ΕΟΚ, την 1η Ιανουαρίου 1973, τέθηκε εν πάση περιπτώσει σε εφαρμογή το 1983, ήτοι πολύ αργότερα από την ως άνω προσχώρηση στην ΕΟΚ. Ερωτηθείσες επ’ αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες δεν ήταν σε θέση να αποδείξουν ότι πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση περί εφαρμογής του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων πριν την προσχώρηση του οικείου κράτους μέλους στην ΕΟΚ, προϋπόθεση απαραίτητη προκειμένου να μπορεί το εν λόγω καθεστώς να χαρακτηριστεί ως «υφιστάμενη ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 659/1999.

203    Συνεπώς, και χωρίς να είναι καν απαραίτητο να εξεταστεί εάν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Ιρλανδία είχε αναλάβει πριν την προσχώρησή της στην ΕΟΚ νομικά δεσμευτική υποχρέωση έναντι της Alcan σχετικά με την εφαρμογή της επίμαχης απαλλαγής στο πλαίσιο της λειτουργίας του εργοστασίου παραγωγής αλουμίνας το οποίο η Alcan είχε κατασκευάσει στην περιοχή Shannon και εν συνεχεία εκχώρησε στην AAL, διαπιστώνεται ότι δεν πληρούται εν προκειμένω μία από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου η επίμαχη απαλλαγή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «υφιστάμενη ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 659/1999. Συνεπώς, κρίνονται απορριπτέα το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II.

204    Κατόπιν της απορρίψεως όλων των σκελών των πρώτων λόγων που προβλήθηκαν προς στήριξη των κρινόμενων προσφυγών, οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, και επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II

205    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι Επιτροπή παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αποφασίζοντας ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της AAL όσον αφορά τη νομιμότητα της ενισχύσεως που φέρεται να έχει χορηγηθεί έπαψε να υφίσταται μετά τις 2 Φεβρουαρίου 2002, δηλαδή μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως. Συναφώς, επικαλείται, καταρχάς, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της AAL όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της επίμαχης ενισχύσεως ως υφιστάμενης ενισχύσεως. Αφενός, επισημαίνει αντιφάσεις στην απόφαση αλουμίνα I, καθώς με την απόφαση διαπιστώνεται, με τις αιτιολογικές σκέψεις 68 και 104, ότι η επίμαχη ενίσχυση αποτελεί εν μέρει υφιστάμενη ενίσχυση, όσον αφορά τη χορηγηθείσα πριν τις 17 Ιουλίου 1990 ενίσχυση, ενώ, παράλληλα, αναφέρεται ότι πρόκειται για νέα ενίσχυση, μη συμβατή, ως επί το πλείστον, με την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Αφετέρου, επισημαίνει το σφάλμα της Επιτροπής να μη χαρακτηρίσει την επίμαχη ενίσχυση ως υφιστάμενη ενίσχυση, δεύτερον, ότι δεν εφάρμοσε, εν προκειμένω, τη σχετική με υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων διαδικασία, όπως αυτή έχει κωδικοποιηθεί με τον κανονισμό 659/1999, και, τρίτον, ότι καθυστέρησε να αποφασίσει ότι η επίμαχη ενίσχυση δεν είναι συμβατή με την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε περισσότερο από 43 μήνες αφότου περιήλθε στη Επιτροπή, τον Απρίλιο του 2002, η απάντησή της στην τελευταία αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών που της είχε απευθύνει το εν λόγω θεσμικό όργανο. Περαιτέρω, η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να οικειοποιηθεί την ευχέρεια ή την εξουσία να αποφανθεί, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σχετικά με τον χρόνο κατά τον οποίον γεννάται και εν συνεχεία αίρεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της AAL όσον αφορά τη νομιμότητα της ενισχύσεως που φέρεται να έχει χορηγηθεί. Τέλος, η Ιρλανδία φρονεί ότι η ίδια και η AAL δικαίως επικαλούνται την απόφαση 2001/224, με την οποία επιτράπηκε στο εν λόγω κράτος μέλος να συνεχίσει τη χορήγηση της επίμαχης απαλλαγής έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

206    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Ιρλανδία προβάλλει ότι, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, το οποίο ορίζει ότι η Επιτροπή πρέπει να εκδίδει απόφαση εντός 18 μηνών, της αρχής της επιείκειας και δεδομένου ότι η Επιτροπή οικειοποιήθηκε την εξουσία να αποφασίσει η ίδια σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς την AAL, η ανάκτηση της ενισχύσεως θα έπρεπε να περιοριστεί στο διάστημα των 18 μηνών πριν την έκδοση της αποφάσεως αλουμίνα I. Θα έπρεπε, επίσης, να ληφθεί υπόψη ότι η Επιτροπή είχε εκπέμψει αντιφατικά μηνύματα έναντι της AAL και ότι αυτή δεν ήταν σε θέση να περιορίσει τις ζημίες της σε περίπτωση επιστροφής της ενισχύσεως που φέρεται να έχει χορηγηθεί από τις 3 Φεβρουαρίου 2002. Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Επιτροπή δεν εξέδωσε απόφαση περί αναστολής της επίμαχης ενισχύσεως, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, και, ως εκ τούτου, δεν επιχείρησε να περιορίσει τις επιπτώσεις της ενισχύσεως αυτής στην κοινή αγορά.

207    Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, η AAL υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου. Ο λόγος αυτός υποδιαιρείται σε δύο σκέλη, εκ των οποίων το δεύτερο αποτελεί απλώς, βάσει συμπληρωματικών επιχειρημάτων, συνέχεια του πρώτου.

208    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η AAL προβάλλει ότι η Επιτροπή παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, μεταξύ άλλων επειδή απαίτησε την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως, για τους λόγους που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 98 και 99 της αποφάσεως αλουμίνα I, ότι, αφενός, η δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως έπληξε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης ενισχύσεως και ότι, αφετέρου, η αρχή της ασφάλειας δικαίου είχε παύσει να εφαρμόζεται από τη στιγμή που αποσαφηνίστηκε μια προηγουμένως ασαφής κατάσταση. Φρονεί ότι, εν προκειμένω, συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες της επιτρέπουν, σύμφωνα με τη νομολογία, να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της ότι η επίμαχη ενίσχυση είχε νομίμως χορηγηθεί κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως 2001/224 και ότι δεν επρόκειτο να ανακτηθεί, καθώς και ότι η επίμαχη απαλλαγή μπορούσε νομίμως να εφαρμοστεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ακόμη και μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως. Με την εν λόγω δημοσίευση δεν αποσαφηνίστηκε η αβεβαιότητα όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής. Συναφώς, πρώτον, η ΑAL επικαλείται την κοινοποίηση της επίμαχης απαλλαγής στην Επιτροπή το 1983 και την αδράνεια ή σιωπή του εν λόγω θεσμικού οργάνου επί 17 έτη. Δεύτερον, επικαλείται τις εγκριτικές αποφάσεις που είχε εκδώσει ομόφωνα το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, λόγω των οποίων σχημάτισε την εντύπωση ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν νόμιμη στον βαθμό που οι εν λόγω αποφάσεις διαπίστωναν ή στηρίζονταν στην παραδοχή ότι η επίμαχη απαλλαγή δεν συνεπαγόταν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και στον βαθμό που με αυτές επιτράπηκε στην Ιρλανδία να εφαρμόσει την επίμαχη απαλλαγή, για τελευταία φορά έως το 2006. Τρίτον, επικαλείται την πρόταση εγκριτικής αποφάσεως του Συμβουλίου του Νοεμβρίου του 1999, από την οποία προέκυπτε ότι η Επιτροπή αποσκοπούσε, σε βάθος χρόνου, στην κατάργηση της εγκρίσεως εφαρμογής της απαλλαγής, όχι όμως και στην ανάκτηση της ενισχύσεως που είχε χορηγηθεί κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω απαλλαγής για όλο το διάστημα κατά το οποίο αυτή είχε εγκριθεί από το Συμβούλιο. Τέταρτον, κάνει λόγο για την εμπιστοσύνη της όσον αφορά τη συμμόρφωση της Ιρλανδίας προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Πέμπτον, αναφέρεται στη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, η οποία εξέφραζε μόνον τις αμφιβολίες της Επιτροπής όσον αφορά τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως με την κοινή αγορά και δεν ήταν ικανή να αναιρέσει τη δικαιολογημένη πεποίθησή της, βάσει της αποφάσεως 2001/224, ότι, σε κάθε περίπτωση, η χορηγηθείσα έως το 2006 ενίσχυση δεν επρόκειτο να ανακτηθεί. Έκτον, επικαλείται την πεποίθησή της ότι η επίσημη διαδικασία εξετάσεως δεν θα κατέληγε σε αρνητική απόφαση όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις. Έβδομον, επισημαίνει την καθυστέρηση με την οποία η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση αλουμίνα I, καθώς η απόφαση αυτή εκδόθηκε, κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ασφάλειας δικαίου, περισσότερο από 43 μήνες αφότου περιήλθε στην Επιτροπή, τον Απρίλιο του 2002, η απάντηση της Ιρλανδίας στην τελευταία αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών που της είχε απευθύνει το εν λόγω θεσμικό όργανο, πράγμα που ενίσχυσε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της ότι η επίμαχη ενίσχυση δεν επρόκειτο να ανακτηθεί. Όγδοον, αναφέρεται στη στάση της Επιτροπής κατά την έκδοση, από το Συμβούλιο, της οδηγίας 2003/96, ιδίως δε την ανακοίνωση τύπου που αυτή εξέδωσε στις 27 Οκτωβρίου 2003, με την οποία επικροτούσε την έκδοση της εν λόγω οδηγίας, με συνέπεια να ενισχύσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης ενισχύσεως έναντι των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Ένατον, επισημαίνει το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απαίτησε από την Ιρλανδία να αναστείλει την καταβολή της παράνομης ενισχύσεως που φέρεται να έχει χορηγήσει έως ότου αυτή αποφανθεί επί της συμβατότητάς της με την κοινή αγορά, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999. Δέκατον, επικαλείται τις σημαντικές μακροπρόθεσμες επενδύσεις που άρχισε να υλοποιεί καλή τη πίστει το φθινόπωρο του 2003, οι οποίες συνίσταντο, αφενός, στην κατασκευή κεντρικής μονάδας συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας, κόστους 100 εκατομμυρίων ευρώ περίπου, και, αφετέρου, σε επενδύσεις 70 εκατομμυρίων ευρώ με σκοπό την αύξηση του δυναμικού παραγωγής, βασιζόμενη στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της ότι η επίμαχη απαλλαγή θα ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 ή, τουλάχιστον, ότι η έως τότε χορηγηθείσα ενίσχυση δεν επρόκειτο να ανακτηθεί.

209    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν οι λόγοι αυτοί ως αβάσιμοι.

210    Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, κατά το μέρος που, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, η AAL προβάλλει αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου, το συγκεκριμένο σκέλος συμπίπτει με την αιτίαση η οποία επίσης αφορά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και προβλήθηκε στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η ίδια προσφυγή.

211    Ωστόσο, για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 59 και 61 έως 74 ανωτέρω, η συγκεκριμένη αιτίαση κρίθηκε απορριπτέα ως αβάσιμη.

212    Κατά τα λοιπά, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II τίθεται, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα εάν, απαιτώντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

213    Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, θεμελιώδης αρχή του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1999, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, C‑104/97 P, Συλλογή, EU:C:1999:498, σκέψη 52), επιτρέπει σε κάθε επιχειρηματία στον οποίο ένα θεσμικό όργανο δημιούργησε βάσιμη προσδοκία να την επικαλεστεί [αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1987, Van den Bergh en Jurgens και Van Dijk Food Products (Lopik) κατά ΕΚE, 265/85, Συλλογή, EU:C:1987:121, σκέψη 44, της 24ης Μαρτίου 2011, ISD Polska κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑369/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:175, σκέψη 123, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Producteurs de légumes de France κατά Επιτροπής, T‑328/09, EU:T:2012:498, σκέψη 18]. Ωστόσο, όταν ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση, από τα θεσμικά όργανα, μέτρου δυνάμενου να θίξει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την εν λόγω αρχή, άπαξ το μέτρο αυτό θεσπιστεί (αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 1978, Lührs, 78/77, Συλλογή, EU:C:1978:20, σκέψη 6, και απόφαση της 25ης Μαρτίου 2009, Alcoa Transformazioni κατά Επιτροπής, T‑332/06, EU:T:2009:79, σκέψη 102). Το δικαίωμα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει τη συνδρομή τριών σωρευτικών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από τη διοίκηση στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι δοθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους εφαρμοστέους κανόνες (βλ. απόφαση Producteurs de légumes de France κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:T:2012:498, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

214    Εν συνεχεία, όσον αφορά, ειδικότερα, την εφαρμογή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο ζήτημα των κρατικών ενισχύσεων, υπενθυμίζεται ότι κράτος μέλος του οποίου οι αρχές χορήγησαν ενίσχυση κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 88 ΕΚ δεν δύναται να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της δικαιούχου επιχειρήσεως, προκειμένου να αμφισβητήσει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης το κύρος αποφάσεως της Επιτροπής διατάσσουσας την ανάκτηση της ενισχύσεως, αλλά όχι προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση να λάβει τα κατάλληλα για την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής μέτρα (βλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1997, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑169/95, Συλλογή, EU:C:1997:10, σκέψεις 48 και 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Από τη νομολογία προκύπτει ακόμη ότι, δεδομένης της θεμελιώδους σημασίας που έχει η υποχρέωση κοινοποιήσεως, με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων τον οποίο οφείλει να διενεργεί η Επιτροπή, οι δικαιούχοι της ενισχύσεως μπορούν να έχουν, καταρχήν, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της ενισχύσεως μόνον εφόσον αυτή έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, ο δε επιμελής επιχειρηματίας είναι, υπό κανονικές συνθήκες, σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή. Ειδικότερα, όταν η ενίσχυση χορηγείται χωρίς προηγουμένη κοινοποίηση στην Επιτροπή ή, όπως εν προκειμένω, χωρίς να έχει προηγηθεί ειδοποίηση για την εφαρμογή της, όπως επιτάσσει η νομολογία Lorenz (βλ. σκέψεις 154 και 156 έως 158 ανωτέρω), με συνέπεια να είναι παράνομη κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, τότε ο δικαιούχος της ενισχύσεως δεν μπορεί να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση Producteurs de légumes de France κατά Επιτροπής, σκέψη 213 ανωτέρω, EU:T:2012:498, σκέψεις 20 και 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑5/89, Συλλογή, EU:C:1990:320, σκέψη 16· βλ., επίσης, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑298/00 P, Συλλογή, EU:C:2004:240, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 30ής Νοεμβρίου 2009, Γαλλίας κατά Επιτροπής, T‑427/04 και T‑17/05, Συλλογή, EU:T:2009:474, σκέψη 263 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

215    Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι η τήρηση εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή μιας διοικητικής διαδικασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2003, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, T‑190/00, Συλλογή, EU:T:2003:316, σκέψη 136). Εξάλλου, η θεμελιώδης επιταγή της ασφαλείας δικαίου, η οποία υποχρεώνει την Επιτροπή να μην καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των εξουσιών της, συνεπάγεται ότι ο δικαστής εξετάζει εάν από τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο αυτό ενήργησε με υπερβολική καθυστέρηση (αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Συλλογή, EU:C:2002:524, σκέψεις 140 και 141, και Fleuren Compost κατά Επιτροπής, σκέψη 201 ανωτέρω, EU:T:2004:4, σκέψεις 145 έως 147).

216    Η καθυστέρηση της Επιτροπής να αποφασίσει ότι μια ενίσχυση είναι παράνομη και ότι πρέπει να καταργηθεί και να ανακτηθεί από κράτος μέλος μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να δημιουργήσει στους αποδέκτες της εν λόγω ενισχύσεως δικαιολογημένη εμπιστοσύνη βάσει της οποίας η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να υποχρεώσει το οικείο κράτος μέλος να διατάξει την επιστροφή της ενισχύσεως αυτής (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1987, RSV κατά Επιτροπής, 223/85, Συλλογή, EU:C:1987:502, σκέψη 17).

217    Το γεγονός ότι ο κανονισμός 659/1999, πέραν της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής (υπολογιζόμενης από τη χορήγηση της ενισχύσεως), με τη λήξη της οποίας αποκλείεται πλέον η ανάκτηση της ενισχύσεως, δεν προβλέπει, ούτε καν ενδεικτικά, άλλη προθεσμία για την εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση παράνομης ενισχύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από την προθεσμία του άρθρου 7, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού, δεν εμποδίζει τον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει εάν το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο δεν τήρησε μια εύλογη προθεσμία ή ότι ενήργησε με υπερβολική καθυστέρηση (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, σχετικά με ενδεικτική προθεσμία, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2005, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, T‑171/02, Συλλογή, EU:T:2005:219, σκέψη 57, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, Diputación Foral de Álava κ.λπ., T‑230/01 έως T‑232/01 και T‑267/01 έως T‑269/01, EU:T:2009:316, σκέψεις 338 και 339, και Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑30/01 έως T‑32/01 και T‑86/02 έως T‑88/02, Συλλογή, EU:T:2009:314, σκέψεις 259 και 260).

218    Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι, κατά τη νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει ότι, εάν η Επιτροπή δημιουργήσει, κατά παράβαση της υποχρεώσεως επιμέλειας που υπέχει, μια διφορούμενη κατάσταση, λόγω παρεισφρήσεως στοιχείων αβεβαιότητας και λόγω ασάφειας της εφαρμοστέας ρυθμίσεως, σε συνδυασμό με παρατεταμένη αδράνειά της, παρά το γεγονός ότι γνώριζε για τις επίμαχες ενισχύσεις, οφείλει να αποσαφηνίσει την κατάσταση αυτή προτού προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για την ανάκτηση των ενισχύσεων που έχουν ήδη καταβληθεί (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Ιουλίου 1970, Επιτροπή κατά Γαλλίας, 26/69, Συλλογή, EU:C:1970:67, σκέψεις 28 έως 32).

219    Τα επιχειρήματα των διαδίκων πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των κανόνων που υπομνήσθηκαν με τις σκέψεις 210 και 218 ανωτέρω.

220    Εν προκειμένω, τονίζεται, καταρχάς, ότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η επίμαχη απαλλαγή είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή με τα έγγραφα της 28ης Ιανουαρίου και της 6ης Μαΐου 1983, η ενίσχυση αυτή τέθηκε παρανόμως σε εφαρμογή, στον βαθμό που δεν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες που απορρέουν από τη νομολογία Lorenz, και συγκεκριμένα δεν τηρήθηκε ο κανόνας που επιτάσσει να ειδοποιεί το κράτος μέλος την Επιτροπή για την εφαρμογή της σχεδιαζόμενης ενισχύσεως (βλ. σκέψεις 154 και 156 έως 158 ανωτέρω). Επομένως, η επίμαχη ενίσχυση τέθηκε σε εφαρμογή παρανόμως, κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

221    Περαιτέρω, κατ’ αντίθεση προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα αποτελούσε λόγο άρσεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που θα μπορούσε να έχει η AAL όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής, λαμβανομένης υπόψη της διφορούμενης καταστάσεως που είχε προηγουμένως δημιουργηθεί λόγω του περιεχομένου των εγκριτικών αποφάσεων που είχε εκδώσει το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, περιλαμβανομένης της αποφάσεως 2001/224, η οποία ήταν σε ισχύ κατά το διάστημα που αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

222    Με τις σκέψεις 52 και 53 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 27 ανωτέρω (EU:C:2013:812), οι οποίες δεσμεύουν το Γενικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 61, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου εκδόθηκαν κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και ότι αυτή ουδέποτε έκανε χρήση των εξουσιών που διαθέτει, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 ή των άρθρων 230 ΕΚ και 241 ΕΚ, προκειμένου να επιτύχει την κατάργηση ή τροποποίηση των εγκριτικών αποφάσεων, γεγονός που έπρεπε να ληφθεί υπόψη όσον αφορά την υποχρέωση ανακτήσεως της μη συμβατής με την κοινή αγορά ενισχύσεως, κατ’ εφαρμογήν των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, όπως έπραξε η Επιτροπή, η οποία δεν διέταξε, με την απόφαση αλουμίνα I, την ανάκτηση των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί έως τις 2 Φεβρουαρίου 2002, ημερομηνία δημοσιεύσεως των αποφάσεων περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα. Ο λόγος αυτός ήταν αποφασιστικής σημασίας προκειμένου το Δικαστήριο να καταλήξει, με τη σκέψη 54 της αποφάσεως Επιτροπής κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 27 ανωτέρω (EU:C:2013:812), στη διαπίστωση ότι οι λόγοι που εκτίθενται στις σκέψεις 39 έως 44 της εν λόγω αποφάσεως δεν μπορούν να θεμελιώσουν νομικά το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η απόφαση αλουμίνα I θίγει το κύρος των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου και παραβιάζει υπό την έννοια αυτή την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, καθώς και το στηριζόμενο στους ίδιους λόγους συμπέρασμα ότι στην υπόθεση T‑62/06 RENV η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

223    Βάσει των επιταγών που απορρέουν από τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, η διφορούμενη κατάσταση που δημιουργήθηκε από το περιεχόμενο των εγκριτικών αποφάσεων που εξέδωσε το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής εμπόδιζε μόνον την ανάκτηση της ενισχύσεως που είχε χορηγηθεί βάσει της επίμαχης απαλλαγής έως την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα. Αντιθέτως, μετά τη δημοσίευση αυτή, η AAL όφειλε να γνωρίζει ότι, εφόσον η επίμαχη απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση, έπρεπε να εγκριθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ.

224    Επομένως, με τη δημοσιοποίηση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως ήρθη η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που η AAL μπορούσε προηγουμένως να έχει όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής, βάσει των εγκριτικών αποφάσεων που είχε εκδώσει το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής.

225    Κατά συνέπεια, ορθώς έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 98 της αποφάσεως αλουμίνα I, το γεγονός ότι στην υπό κρίση υπόθεση συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, δεδομένου ότι, με τις προτάσεις της προς το Συμβούλιο, είχε προκαλέσει και διατηρήσει ορισμένη αβεβαιότητα και ότι, στον βαθμό που δεν μπορούσε να διαπιστώσει εάν και πότε οι διάφοροι δικαιούχοι πράγματι ενημερώθηκαν από τα κράτη μέλη για την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο επικλήσεως, από τους δικαιούχους, της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για το διάστημα έως τις 2 Φεβρουαρίου 2002, όταν δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα οι αποφάσεις της περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως όλων των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, με την επισήμανση ότι, σε κάθε περίπτωση, με την εν λόγω δημοσίευση εξαλείφθηκε κάθε σχετιζόμενη με το περιεχόμενο των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου αβεβαιότητα, όσον αφορά το ότι τα επίμαχα μέτρα, εφόσον συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, έπρεπε να εγκριθούν από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ.

226    Η ορθότητα της λύσεως αυτής δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

227    Όσον αφορά το επιχείρημα της Ιρλανδίας, περί αντιφάσεων στην απόφαση αλουμίνα I, στον βαθμό που, με τις αιτιολογικές σκέψεις 68 και 104, διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι η επίμαχη ενίσχυση αποτελεί εν μέρει υφιστάμενη ενίσχυση και εν μέρει νέα ενίσχυση, επισημαίνεται ότι, για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 174 έως 184 ανωτέρω, η Επιτροπή εφάρμοσε, με τις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις, ορθώς και χωρίς αντιφάσεις, τον κανόνα του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999, δεδομένου ότι η επίμαχη απαλλαγή είχε τον χαρακτήρα «καθεστώτος ενισχύσεων», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του ίδιου κανονισμού. Επομένως, το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

228    Όσον αφορά το επιχείρημα της Ιρλανδίας ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα, διότι δεν χαρακτήρισε την επίμαχη ενίσχυση ως υφιστάμενη ενίσχυση και δεν εφάρμοσε ως προς την επίμαχη απαλλαγή τη σχετική με τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων διαδικασία, διαπιστώνεται ότι, για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 139 έως 143, 155 έως 162, 190 και 201 έως 203 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν υπέπεσε, με τις ως άνω αιτιολογικές σκέψεις, σε σφάλμα, επειδή εφάρμοσε ως προς την επίμαχη ενίσχυση, η οποία είχε χορηγηθεί κατ’ εφαρμογήν της επίμαχης απαλλαγής, το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, του κανονισμού 659/1999, σε συνδυασμό με τη νομολογία Lorenz, καθώς και το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του ίδιου κανονισμού. Επομένως, το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

229    Όσον αφορά το επιχείρημα της AAL περί αδράνειας της Επιτροπής επί 17 έτη μετά την κοινοποίηση της επίμαχης απαλλαγής το 1983, επισημαίνεται ότι, στον βαθμό που, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως 2001/224, οι εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου δεν απάλλασσαν την Ιρλανδία από την υποχρέωση κοινοποιήσεως των θεσπιζόμενων ενισχύσεων (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 27 ανωτέρω, EU:C:2013:812, σκέψη 51) και που, μετά την κοινοποίηση, η επίμαχη απαλλαγή τέθηκε σε εφαρμογή χωρίς η Ιρλανδία να προβεί στην προβλεπόμενη από τη νομολογία Lorenz ειδοποίηση (βλ. σκέψη 220 ανωτέρω), δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν εξέδωσε, εντός εύλογης προθεσμίας υπολογιζόμενης από ένα εκ των δύο αυτών γεγονότων, απόφαση επί της συμβατότητας της επίμαχης απαλλαγής με την κοινή αγορά, βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Επομένως, το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

230    Όσον αφορά το επιχείρημα της ΑAL σχετικά με την εμπιστοσύνη της ότι η Ιρλανδία τηρούσε τις υποχρεώσεις της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, υπενθυμίζεται ότι, για να θέσει νομίμως σε εφαρμογή την επίμαχη απαλλαγή, η Ιρλανδία ήταν υποχρεωμένη όχι μόνο να κοινοποιήσει την επίμαχη απαλλαγή στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αλλά και να την ειδοποιήσει σχετικά με τη θέση της σε εφαρμογή, όπως επιτάσσει η νομολογία Lorenz. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που πραγματοποιεί η Επιτροπή βάσει του άρθρου 88 ΕΚ, δεν δικαιολογείται καταρχήν η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων που έλαβαν ενίσχυση ως προς τη νομιμότητα της ενισχύσεως παρά μόνον αν η ενίσχυση χορηγήθηκε τηρουμένης της διαδικασίας που προβλέπει το εν λόγω άρθρο. Συγκεκριμένα, ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή (αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 214 ανωτέρω, EU:C:1990:320, σκέψη 14, και Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 214 ανωτέρω, EU:C:1997:10, σκέψη 51). Συνεπώς, εν προκειμένω, η AAL όφειλε να ελέγξει, απευθυνόμενη ενδεχομένως και στην Επιτροπή, εάν η Ιρλανδία είχε τηρήσει το σύνολο των υποχρεώσεών της, ιδίως εάν την είχε ειδοποιήσει σχετικά με την εφαρμογή της επίμαχης απαλλαγής. Επομένως, το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

231    Όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με την καθυστέρηση με την οποία εξέδωσε η Επιτροπή την απόφαση αλουμίνα I, επισημαίνεται ότι, για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 232 έως 255 κατωτέρω, η καθυστέρηση αυτή δεν συνιστά εξαιρετική περίσταση δυνάμενη να δημιουργήσει στην AAL δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της επίμαχης ενισχύσεως.

232    Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί εάν ήταν, εν προκειμένω, εύλογη η διάρκεια της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως.

233    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 216 ανωτέρω (EU:C:1987:502), το Δικαστήριο είχε χαρακτηρίσει μη εύλογο το διάστημα των 26 μηνών που χρειάστηκε η Επιτροπή για να εκδώσει την απόφασή της.

234    Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι, με το άρθρο 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, η προθεσμία για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως κοινοποιηθείσας κρατικής ενισχύσεως ορίζεται ενδεικτικά σε 18 μήνες. Η προθεσμία αυτή, μολονότι δεν ισχύει για τις παράνομες ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 (βλ. σκέψη 217 ανωτέρω), αποτελεί χρήσιμη ένδειξη για την εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα της διάρκειας της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως που έχει ως αντικείμενο, όπως συμβαίνει στις υπό κρίση υποθέσεις, μέτρο που έχει τεθεί σε εφαρμογή παρανόμως (βλ. σκέψη 220 ανωτέρω).

235    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι στις 17 Ιουλίου 2000 η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλική Δημοκρατία, από την Ιρλανδία και από την Ιταλική Δημοκρατία να της κοινοποιήσουν τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης βάσει των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων. Οι απαντήσεις, οι οποίες δεν είχαν χαρακτήρα κοινοποιήσεως, περιήλθαν στην Επιτροπή τον Σεπτέμβριο, τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο του 2000. Κατόπιν κίνησε την επίσημη διαδικασία εξετάσεως με απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 2001, η οποία κοινοποιήθηκε στα οικεία κράτη μέλη στις 5 Νοεμβρίου 2001 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 2 Φεβρουαρίου 2002. Εν συνεχεία, περιήλθαν στην Επιτροπή οι παρατηρήσεις της AAL (έγγραφα της 26ης Φεβρουαρίου και της 1ης Μαρτίου 2002), της Eurallumina (έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2002), της Alcan Inc. (έγγραφο της 1ης Μαρτίου 2002) και του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Αλουμινίου (έγγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 2002). Οι παρατηρήσεις αυτές κοινοποιήθηκαν στην Ιρλανδία, στην Ιταλική Δημοκρατία και στη Γαλλική Δημοκρατία στις 26 Μαρτίου 2002. Η Ιρλανδία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης εξετάσεως στις 8 Ιανουαρίου 2002. Η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από την Ιρλανδία στις 18 Φεβρουαρίου 2002, η οποία απάντησε στις 26 Απριλίου 2002, αφού ζήτησε παράταση της προθεσμίας που είχε οριστεί για να υποβάλει την απάντησή της. Η Γαλλική Δημοκρατία, αφού ζήτησε και αυτή στις 21 Νοεμβρίου 2001 παράταση της προθεσμίας απαντήσεως, υπέβαλε τις παρατηρήσεις επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στις 12 Φεβρουαρίου 2002. Η Ιταλική Δημοκρατία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 6 Φεβρουαρίου 2002.

236    Η απόφαση αλουμίνα I εκδόθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2005.

237    Επομένως, από την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως έως την έκδοση της αποφάσεως αλουμίνα I μεσολάβησε χρονικό διάστημα λίγο μεγαλύτερο των 49 μηνών.

238    Καταρχήν, το χρονικό αυτό διάστημα, το οποίο είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό που ελήφθη υπόψη με την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 216 ανωτέρω (EU:C:1987:502), και λίγο περισσότερο από διπλάσιο από το προβλεπόμενο στο άρθρο 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως κοινοποιημένων κρατικών ενισχύσεων, φαίνεται μη εύλογο. Κατά τη νομολογία, πρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί εάν η διάρκεια αυτή δικαιολογείται από τις περιστάσεις των υπό κρίση υποθέσεων.

239    Συναφώς, οι περιστάσεις που επικαλείται η Επιτροπή δεν είναι, ωστόσο, ικανές να δικαιολογήσουν το ότι η εξέταση διήρκεσε 49 μήνες.

240    Βεβαίως, στο διάστημα αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί, αφενός, η προθεσμία που δόθηκε στα κράτη μέλη και τους δικαιούχους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και, αφετέρου, το γεγονός ότι η Γαλλική, η Ιρλανδική και η Ιταλική Κυβέρνηση ζήτησαν από την Επιτροπή παράταση των προθεσμιών υποβολής των παρατηρήσεών τους και των απαντήσεών τους στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως. Λόγω των στενών δεσμών που υφίστανται, εν προκειμένω, μεταξύ των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, όσον αφορά παρόμοια μέτρα που εγκρίθηκαν κατόπιν διαδικασιών που διεξήχθησαν παράλληλα με την ίδια απόφαση του Συμβουλίου, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι διαδικαστικές πράξεις που περιλαμβάνονται στους φακέλους των επίμαχων υποθέσεων, και ειδικότερα το γεγονός ότι στις 26 Απριλίου 2002 η Ιρλανδία απάντησε στην τελευταία αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών που της είχε απευθύνει η Επιτροπή.

241    Ωστόσο, μετά την τελευταία αυτή ημερομηνία μεσολάβησε ακόμη διάστημα λίγο μεγαλύτερο των 43 μηνών, έως ότου η Επιτροπή εκδώσει την απόφαση αλουμίνα I. Πάντως, η διάρκεια αυτή της εξετάσεως των επίμαχων υποθέσεων δεν μπορεί, υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν από τα κράτη μέλη και τους ενδιαφερομένους, να δικαιολογηθεί από τις περιστάσεις των εν λόγω υποθέσεων.

242    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι επρόκειτο για δύσκολες υποθέσεις, το επιχείρημα αυτό δεν τεκμηριώνεται και, σε κάθε περίπτωση, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τόσο μεγάλη διάρκεια της εξετάσεως. Συγκεκριμένα, η δικογραφία δεν περιέχει καμία ένδειξη περί νομικών ζητημάτων ιδιαίτερης σημασίας τα οποία αντιμετώπισε η Επιτροπή, δεδομένου άλλωστε ότι το μέγεθος της αποφάσεως αλουμίνα I ήταν εύλογο (112 αιτιολογικές σκέψεις) και δεν προκύπτει από το περιεχόμενό της κάποια πρόδηλη δυσκολία. Περαιτέρω, η Επιτροπή γνώριζε για τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης πολύ πριν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, δεδομένου ότι οι πρώτες αιτήσεις απαλλαγής ανάγονται στο 1992 στην περίπτωση της Ιρλανδίας, στο 1993 στην περίπτωση της Ιταλικής Δημοκρατίας και στο 1997 στην περίπτωση της Γαλλικής Δημοκρατίας. Εξάλλου, η Επιτροπή είχε αποστείλει στο Συμβούλιο διαδοχικές προτάσεις αποφάσεων περί εγκρίσεως απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, αφού είχαν περιέλθει σε αυτήν σχετικές αιτήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιρλανδίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας. Τέλος, στο πλαίσιο των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις εκθέσεών της, η Επιτροπή είχε γνωστοποιήσει στον ΠΟΕ την ιρλανδική απαλλαγή.

243    Επιπλέον, η Επιτροπή ανέφερε ότι θεωρούσε από το 1999 τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης αντίθετες στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Μπορούσε, συνεπώς, από τότε να είναι σε θέση να εξετάσει διεξοδικότερα το ζήτημα της νομιμότητας των εν λόγω απαλλαγών έναντι των σχετικών κανόνων.

244    Περαιτέρω, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε άλλες συμπληρωματικές πληροφορίες από τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιρλανδία ή την Ιταλική Δημοκρατία κατά το διάστημα των 43 μηνών που προηγήθηκε της εκδόσεως της αποφάσεως αλουμίνα I επιβεβαιώνει ότι η Επιτροπή διέθετε έκτοτε όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να εκδώσει την απόφασή της σχετικά με τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης.

245    Τέλος, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί δυσχέρειες λόγω της εξελίξεως του κοινοτικού συστήματος φορολογίας των πετρελαιοειδών και, ιδίως, της εκδόσεως της οδηγίας 2003/96. Συγκεκριμένα, η απόφαση αλουμίνα I αφορά νομική κατάσταση μη διεπόμενη από το νέο σύστημα φορολογίας των πετρελαιοειδών που απορρέει από την οδηγία 2003/96, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2004, αλλά από το προηγουμένως ισχύον σύστημα φορολογίας των πετρελαιοειδών. Κατά συνέπεια, η εξέλιξη της κοινοτικής ρυθμίσεως την οποία επικαλείται η Επιτροπή δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, με την απόφαση αλουμίνα I, η Επιτροπή κίνησε νέα επίσημη διαδικασία εξετάσεως σχετικά με τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία για το διάστημα μετά την 1η Ιανουαρίου 2004, δηλαδή μετά την έναρξη εφαρμογής του νέου συστήματος φορολογίας των πετρελαιοειδών που θεσπίστηκε με την οδηγία 2003/96. Σε κάθε περίπτωση, είναι αξιοσημείωτο ότι η απόφαση αλουμίνα I εκδόθηκε σχεδόν δύο έτη μετά την έκδοση της οδηγίας 2003/96. Πάντως, η ανάγκη την οποία επικαλείται η Επιτροπή να ληφθεί υπόψη, με την απόφαση αλουμίνα I, το νέο σύστημα φορολογίας των πετρελαιοειδών που απορρέει από την οδηγία 2003/96 δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος όπως εν προκειμένω.

246    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή γνώριζε καλά το νομικό και πραγματικό πλαίσιο των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και δεν αντιμετώπιζε καμία πρόδηλη δυσκολία όσον αφορά την εξέτασή τους υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

247    Δεύτερον, οι πρακτικές και γλωσσικές δυσκολίες που επικαλείται η Επιτροπή, ακόμη και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένες, δεν δικαιολογούν την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος όπως εν προκειμένω. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή διαθέτει υπηρεσίες που καθιστούν δυνατή την αντιμετώπιση των γλωσσικών δυσκολιών που επικαλείται, καθώς και την εκ παραλλήλου εξέταση των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης σε πολύ μικρότερο χρόνο από αυτόν που χρειάστηκε εν προκειμένω, ιδίως διά του αποτελεσματικού συντονισμού των υπηρεσιών της.

248    Επομένως, η διάρκεια εξετάσεως της επίμαχης ενισχύσεως κρίνεται, εν προκειμένω, μη εύλογη.

249    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί εάν η καθυστέρηση με την οποία εξέδωσε η Επιτροπή την προβαλλόμενη απόφαση μπορούσε ευλόγως να δημιουργήσει στην AAL την πεποίθηση ότι οι αμφιβολίες της Επιτροπής είχαν εξαλειφθεί και ότι δεν υπήρχαν πλέον αντιρρήσεις κατά της επίμαχης απαλλαγής, καθώς και εάν η εν λόγω καθυστέρηση δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να ζητήσει την ανάκτηση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε μεταξύ 3ης Φεβρουαρίου 2002 και 31ης Δεκεμβρίου 2003 βάσει της απαλλαγής αυτής, όπως έχει κριθεί με την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 216 ανωτέρω (EU:C:1987:502, σκέψη 16).

250    Με την τελευταία αυτή απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι το χρονικό διάστημα των 26 μηνών που παρήλθε μέχρις ότου εκδώσει η Επιτροπή την απόφασή της στην ως άνω υπόθεση είχε δημιουργήσει στον δικαιούχο της ενισχύσεως —την προσφεύγουσα— δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, λόγω της οποίας το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν μπορούσε να υποχρεώσει τις οικείες εθνικές αρχές να διατάξουν την επιστροφή της ενισχύσεως αυτής.

251    Ωστόσο, είναι μεν απαραίτητη η τήρηση των επιταγών της ασφάλειας δικαίου, οι οποίες προστατεύουν ιδιωτικά συμφέροντα, πλην όμως οι επιταγές αυτές πρέπει να σταθμίζονται με τις επιταγές της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, στις οποίες συγκαταλέγεται, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το δημόσιο συμφέρον που αποσκοπεί στο να αποφεύγεται η νόθευση της λειτουργίας της αγοράς από κρατικές ενισχύσεις που βλάπτουν τον ανταγωνισμό, πράγμα το οποίο επιβάλλει, κατά πάγια νομολογία, την επιστροφή των παρανόμων ενισχύσεων για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση [βλ. απόφαση της 5ης Αυγούστου 2003, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, T‑116/01 και T‑118/01, Συλλογή, EU:T:2003:217, σκέψεις 207 και 208 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

252    Επομένως, η νομολογία έχει ερμηνεύσει την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 216 ανωτέρω (EU:C:1987:502), υπό την έννοια ότι οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως είχαν αποφασιστική σημασία όσον αφορά την κατεύθυνση που ακολούθησε το Δικαστήριο (βλ., συναφώς, αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 214 ανωτέρω, EU:C:2004:240, σκέψη 90, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 120 ανωτέρω, EU:C:2004:234, σκέψη 119, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 217 ανωτέρω, EU:T:2009:314, σκέψη 286, και Diputación Foral de Álava κ.λπ., σκέψη 217 ανωτέρω, EU:T:2009:316, σκέψη 344). Ειδικότερα, ελήφθη υπόψη ότι η ενίσχυση που αποτελούσε αντικείμενο της αποφάσεως RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 216 ανωτέρω (EU:C:1987:502), είχε χορηγηθεί πριν κινήσει η Επιτροπή την επίσημη διαδικασία εξετάσεως. Επιπλέον, η εν λόγω ενίσχυση, έστω και μετά τη χορήγησή της, είχε κοινοποιηθεί επισήμως στην Επιτροπή. Εξάλλου, σχετιζόταν με πρόσθετα έξοδα συνδεόμενα με ενισχύσεις εγκεκριμένες από την Επιτροπή και αφορούσε κλάδο ο οποίος από το 1977 λάμβανε ενισχύσεις εγκεκριμένες από την Επιτροπή. Τέλος, η εξέταση της συμβατότητας της ενισχύσεως προς την κοινή αγορά δεν απαιτούσε έρευνα σε βάθος.

253    Ωστόσο, οι εξαιρετικές περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 216 ανωτέρω (EU:C:1987:502), δεν απαντούν στην υπό κρίση υπόθεση. Βεβαίως, όπως συνέβη και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 216 ανωτέρω (EU:C:1987:502), όταν η Επιτροπή παρέμενε κατά τα φαινόμενα αδρανής, είχε καλή γνώση της επίμαχης απαλλαγής και, συνεπώς, ήταν σε θέση να σχηματίσει άποψη όσον αφορά τη νομιμότητά της έναντι των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, οπότε δεν ήταν πλέον απαραίτητο να διενεργήσει έρευνα σε βάθος. Ωστόσο, ελλείπουν εν προκειμένω άλλες ουσιώδεις περιστάσεις που ελήφθησαν υπόψη με την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 216 ανωτέρω (EU:C:1987:502). Ειδικότερα, στην υπό κρίση υπόθεση η επίμαχη ενίσχυση χορηγήθηκε μετά την κίνηση, από την Επιτροπή, της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως με αντικείμενο την επίμαχη απαλλαγή.

254    Κατά τούτο, οι περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 216 ανωτέρω (EU:C:1987:502), διαφέρουν θεμελιωδώς από αυτές της υπό κρίση υποθέσεως.

255    Πρέπει, ακόμη, να ληφθεί υπόψη ότι, με τη σκέψη 52 της αποφάσεως της 11ης Νοεμβρίου 2004, Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής (C‑183/02 P και C‑187/02 P, Συλλογή, EU:C:2004:701), σχετικά με εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θεμελιώσουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου παράνομης ενισχύσεως περί του νομίμου χαρακτήρα αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι οποιαδήποτε φαινομενική αδράνεια της Επιτροπής στερείται σημασίας όταν το καθεστώς ενισχύσεως δεν της έχει κοινοποιηθεί. Η λύση αυτή επιβάλλεται και στην περίπτωση κατά την οποία, όπως συμβαίνει στις υπό κρίση υποθέσεις, το καθεστώς ενισχύσεων έχει τεθεί σε εφαρμογή χωρίς να προηγηθεί η απαιτούμενη κατά τη νομολογία Lorenz ειδοποίηση (βλ. σκέψη 220 ανωτέρω) και, συνεπώς, χωρίς να έχει πλήρως τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ (βλ. παρατιθέμενη στη σκέψη 214 ανωτέρω νομολογία). Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η φαινομενική αδράνεια της Επιτροπής επί 43 μήνες μετά την απάντηση της Ιρλανδίας στην τελευταία αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών της Επιτροπής (βλ. σκέψη 241 ανωτέρω), μολονότι αντιβαίνει στην αρχή της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, εντούτοις δεν έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στην επίμαχη ενίσχυση, η οποία τέθηκε παρανόμως σε εφαρμογή. Επομένως, δεν αρκεί να διαπιστωθεί η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων ικανών να έχουν δημιουργήσει στην AAL δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης ενισχύσεως έναντι των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, μόνη η παραβίαση, εν προκειμένω, της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας για την έκδοση της αποφάσεως αλουμίνα I δεν εμποδίζει την Επιτροπή να απαιτήσει, με την απόφαση αυτή, την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως.

256    Τα επιχειρήματα περί μη τηρήσεως εύλογης προθεσμίας κρίνονται, ως εκ τούτου, απορριπτέα.

257    Όσον αφορά το επιχείρημα της Ιρλανδίας σχετικά με τη μη τήρηση της προθεσμίας των 18 μηνών του άρθρου 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή προβλέπει μόνον ότι «η Επιτροπή καταβάλλει όσο το δυνατό μεγαλύτερες προσπάθειες να εκδώσει απόφαση εντός προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών από της κινήσεως της διαδικασίας». Από το άρθρο αυτό δεν προκύπτει ότι η απλή παρέλευση της αναφερόμενης σε αυτό προθεσμίας εμποδίζει την Επιτροπή να ζητήσει την ανάκτηση ενισχύσεων, υπό την επιφύλαξη της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999. Συγκεκριμένα, το άρθρο 7, παράγραφος 7, του κανονισμού 659/1999 ορίζει ότι, «[μετά] την εκπνοή της αναφερόμενης στο άρθρο 6 προθεσμίας και εάν το ζητήσει το οικείο κράτος μέλος, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση εντός δύο μηνών, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει». Επομένως, το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

258    Είναι δε αλυσιτελές το επιχείρημα της AAL ότι η Επιτροπή επικρότησε δημοσίως τη θέσπιση της οδηγίας 2003/96 από το Συμβούλιο, διότι το γεγονός ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96, σε συνδυασμό με το άρθρο 28, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας επέτρεπε στην Ιρλανδία να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή από 1ης Ιανουαρίου 2003 δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της AAL περί της νομιμότητας της επίμαχης απαλλαγής έναντι των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, όταν τέθηκε σε εφαρμογή το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96, δηλαδή την 1η Ιανουαρίου 2003, η AAL όφειλε να γνωρίζει για την ύπαρξη της εξελισσόμενης επίσημης διαδικασίας εξετάσεως με αντικείμενο την επίμαχη απαλλαγή και ότι, εάν η επίμαχη απαλλαγή αποτελούσε κρατική ενίσχυση, θα έπρεπε να εγκριθεί από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ. Η κατάσταση αυτή δεν μεταβλήθηκε με την έκδοση και την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2003/96, στις 27 και 31 Οκτωβρίου 2003 αντιστοίχως, στην αιτιολογική σκέψη 32 της οποίας αναφέρεται ρητώς ότι η οδηγία αυτή «δεν προδικάζει την έκβαση οιασδήποτε μελλοντικής διαδικασίας για κρατικές ενισχύσεις η οποία είναι δυνατόν να κινηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ]» (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 27 ανωτέρω, EU:C:2013:812, σκέψη 51). Επομένως, το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96 δεν θα μπορούσε, μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, να δημιουργήσει στην AAL δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής έναντι των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

259    Όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή δεν εξέδωσε, εν προκειμένω, απόφαση περί αναστολής της επίμαχης ενισχύσεως, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, αρκεί η υπόμνηση ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 79 ανωτέρω, η διάταξη αυτή δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να εκδίδει, εάν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, απόφαση περί αναστολής, αλλά προβλέπει μόνον ότι η Επιτροπή δύναται να εκδώσει τέτοια απόφαση, εφόσον το κρίνει απαραίτητο. Επομένως, η AAL δεν μπορεί, εν προκειμένω, να αντλήσει κάποιο συμπέρασμα από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έκρινε ότι οφείλει να εκδώσει απόφαση περί αναστολής. Κατά συνέπεια, το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

260    Όσον αφορά το επιχείρημα της AAL σχετικά με μακροπρόθεσμες επενδύσεις της στο εργοστάσιό της παραγωγής αλουμίνας στην περιοχή Shannon, επισημαίνεται ότι ορθώς εν προκειμένω η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της το επιχείρημα αυτό. Συγκεκριμένα, η AAL δεν μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι πραγματοποίησε τις επενδύσεις αυτές βασιζόμενη στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της ότι αυτές θα αποσβεστούν μεταξύ άλλων χάρη στο όφελος που θα αντλούσε από την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Συναφώς, από τα όσα δηλώνει η ίδια η AAL με τα δικόγραφά της προκύπτει ότι οι επίμαχες επενδύσεις «παραγγέλθηκαν το φθινόπωρο του 2003», δηλαδή μετά τη δημοσίευση, στις 2 Φεβρουαρίου 2002, της αποφάσεως της Επιτροπής περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως. Πάντως, όπως συνάγεται από τις σκέψεις 221 έως 225 ανωτέρω, μετά την ως άνω δημοσίευση, η AAL δεν μπορούσε πλέον να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής έναντι των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και ότι, εάν η απαλλαγή αποτελούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να απαιτήσει την ανάκτησή της. Όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 258 ανωτέρω, η έκδοση της οδηγίας 2003/96, οι διατάξεις της οποίας ρύθμιζαν μόνον τα της εναρμονίσεως των σχετικών με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης νομοθεσιών, δεν μπορούσε να δημιουργήσει στην AAL, μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν νόμιμη βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και ότι δεν επρόκειτο να ανακτηθεί κατ’ εφαρμογήν των κανόνων αυτών. Σε κάθε περίπτωση, η AAL δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει ότι πραγματοποίησε τις επενδύσεις αυτές λόγω της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της ότι οι εν λόγω επενδύσεις θα αποσβένονταν μεταξύ άλλων διά του οφέλους που θα αποκόμιζε από την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Άλλωστε, μία από τις επενδύσεις αυτές πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο διαγωνισμού, του Irish Capacity 2005 Competition, τον οποίον κέρδισε η AAL το 2003. Συνεπώς, ορθώς δεν έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που διατείνεται ότι είχε σχηματίσει εν προκειμένω η AAL όσον αφορά την απόσβεση των επενδύσεών της στο εργοστάσιό της παραγωγής αλουμίνας στην περιοχή Shannon διά του οφέλους που θα αποκόμιζε από την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Επομένως, το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

261    Τέλος, η θέση της Ιρλανδίας ότι, πριν τις 31 Δεκεμβρίου 2003, η AAL δεν μπορούσε να καλύψει τις ζημίες της σε περίπτωση επιστροφής της επίμαχης ενισχύσεως που χορηγήθηκε βάσει της επίμαχης απαλλαγής δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι δεν έχει αναπτυχθεί και τεκμηριωθεί με το υπόμνημα απαντήσεως στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, στο πλαίσιο της οποίας διατυπώθηκε.

262    Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν, εν προκειμένω, τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν την εύλογη πεποίθηση της AAL ότι θα εξαλείφονταν οι αμφιβολίες της Επιτροπής και ότι δεν θα υπήρχαν πλέον αντιρρήσεις κατά της επίμαχης απαλλαγής, οπότε δεν θα μπορούσε η Επιτροπή να απαιτήσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως.

263    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 Επί της αιτιάσεως σχετικά με παραβίαση της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, η οποία προβάλλεται στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, και επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση των αρχών της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως, λόγω της υπερβολικής διάρκειας της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II

264    Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, η Ιρλανδία προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, διότι καθυστέρησε να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σκέψεις 45 και 51 ανωτέρω).

265    Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, η AAL υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως, διότι καθυστέρησε να εκδώσει την απόφαση αλουμίνα I για περισσότερο από 43 μήνες αφότου περιήλθε στην Επιτροπή, τον Απρίλιο του 2002, η απάντηση της Ιρλανδίας στην τελευταία αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών που της είχε απευθύνει το εν λόγω θεσμικό όργανο.

266    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση αιτιάσεως και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμων.

267    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η θεμελιώδης επιταγή περί ασφάλειας δικαίου απαγορεύει στην Επιτροπή να καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των εξουσιών της (αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1972, Geigy κατά Επιτροπής, 52/69, Συλλογή, EU:C:1972:73, σκέψεις 20 και 21, και Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 215 ανωτέρω, EU:C:2002:524, σκέψη 140).

268    Επιπλέον, η εκ μέρους της Επιτροπής τήρηση εύλογης προθεσμίας κατά την έκδοση αποφάσεων μετά το πέρας διοικητικών διαδικασιών σε θέματα πολιτικής ανταγωνισμού συνιστά αρχή χρηστής διοικήσεως (βλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, Eridania Sadam κατά Επιτροπής, T‑579/08, EU:T:2011:608, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, σε θέματα κρατικών ενισχύσεων, όταν η Επιτροπή αποφασίσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, πρέπει να την ολοκληρώσει εντός ευλόγου χρόνου (διάταξη της 11ης Ιουλίου 1979, Fédération nationale des producteurs des vins de table et vins de pays κατά Επιτροπής, 59/79, Συλλογή, EU:C:1979:188, σ. 2425, σ. 2428).

269    Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 248 ανωτέρω, η διάρκεια εξετάσεως της επίμαχης ενισχύσεως οπωσδήποτε υπερβαίνει το εύλογο μέτρο.

270    Ωστόσο, η μη τήρηση εύλογης προθεσμίας δικαιολογεί την ακύρωση αποφάσεως εκδοθείσας μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, μόνον εφόσον συνεπάγεται επίσης προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, όταν δεν αποδεικνύεται ότι η παρέλευση υπερβολικά μεγάλου χρονικού διαστήματος επηρέασε την ικανότητα των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων να αμυνθούν αποτελεσματικά, η μη τήρηση της αρχής της εύλογης προθεσμίας δεν ασκεί επιρροή επί του κύρους της διοικητικής διαδικασίας και, συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί αιτία προκλήσεως ζημίας δυναμένης να προβληθεί ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ. απόφαση Eridania Sadam κατά Επιτροπής, σκέψη 268 ανωτέρω, EU:T:2011:608, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

271    Σε κάθε περίπτωση, υπενθυμίζεται ότι, κατά το προβλεπόμενο από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ στάδιο της εξετάσεως, οι ενδιαφερόμενοι, όπως εν προκειμένω η AAL, δεν μπορούν να επικαλεστούν τα δικαιώματα άμυνας που αναγνωρίζονται στα πρόσωπα κατά των οποίων κινείται διαδικασία, αντιθέτως μάλιστα, έχουν μόνο το δικαίωμα να μετάσχουν επαρκώς στη διοικητική διαδικασία λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων εκάστης υποθέσεως (βλ. απόφαση Eridania Sadam κατά Επιτροπής, σκέψη 268 ανωτέρω, EU:T:2011:608, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

272    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν διατείνονται ότι η Επιτροπή προσέβαλε, κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, το δικαίωμα ακροάσεως και επαρκούς συμμετοχής της AAL στη διαδικασία, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.

273    Κατά συνέπεια, τόσο η αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, η οποία προβάλλεται στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, όσο και ο πέμπτος λόγος που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II πρέπει να απορριφθούν ως ελλείψει βασιμότητας.

274    Δεδομένης της απορρίψεως όλων των λόγων και αιτιάσεων που προβλήθηκαν προς στήριξη των υπό κρίση προσφυγών, αυτές κρίνονται επίσης απορριπτέες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

275    Κατά το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, με τις αποφάσεις που εκδίδει κατόπιν αναιρέσεως και αναπομπής, επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία. Δεδομένου ότι, με τις αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 22 ανωτέρω (EU:C:2009:742), και Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 27 ανωτέρω (EU:C:2013:812), το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, και επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά τις προαναφερθείσες αναιρετικές διαδικασίες.

276    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, κατά το άρθρο 135, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, κατ’ εξαίρεση, όταν τούτο επιβάλλεται για λόγους επιείκειας, να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, μέρος μόνον των εξόδων του αντιδίκου. Επίσης, κατά το άρθρο 135, παράγραφος 2, του ίδιου Κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει ακόμα και τον νικήσαντα διάδικο σε μέρος ή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμα και πριν από την κίνηση της δίκης. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα θεσμικό όργανο του οποίου η απόφαση δεν ακυρώθηκε, λόγω ανεπάρκειας του εν λόγω οργάνου, εξαιτίας της οποίας ο προσφεύγων αναγκάστηκε να ασκήσει προσφυγή (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑387/08, EU:T:2010:377, σκέψη 177 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

277    Οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν στη δίκη. Ωστόσο, στο πλαίσιο της εξετάσεως των κρινόμενων προσφυγών, διαπιστώθηκε, με τη σκέψη 248 ανωτέρω, ότι η Επιτροπή παραβίασε, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, την αρχή τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, γεγονός που παρακίνησε ενδεχομένως τις προσφεύγουσες να ασκήσουν τις προσφυγές αυτές, προκειμένου να διαπιστωθεί η προαναφερθείσα παραβίαση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει δίκαιο και εύλογο, όσον αφορά τις υποθέσεις T‑50/06, T‑50/06 RENV I και T‑50/06 RENV II, να φέρει η Ιρλανδία τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα τρία τέταρτα των εξόδων της Επιτροπής, η δε Επιτροπή να φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων της, και, όσον αφορά τις υποθέσεις T‑69/06, T‑69/06 RENV I και T‑69/06 RENV II, να φέρει η AAL τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα τρία τέταρτα των εξόδων της Επιτροπής, η δε Επιτροπή να φέρει το ένα τέταρτο των εξόδων της. Αντιθέτως, στην υπόθεση T‑69/06 R, η AAL καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. Όσον αφορά τις υποθέσεις C‑89/08 P και C‑272/12 P, δεδομένου ότι σε κάθε μία από αυτές η Επιτροπή αντιμετώπισε πέντε αντιδίκους, πρέπει, βάσει του ποσοστού κατανομής που ορίστηκε για τις υποθέσεις T‑50/06, T‑50/06 RENV I και T‑50/06 RENV II, καθώς και για τις υποθέσεις T‑69/06, T‑69/06 RENV I και T‑69/06 RENV II, η Ιρλανδία και η AAL να φέρουν εκάστη τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα τρία εικοστά, ήτοι το ένα πέμπτο των τριών τετάρτων, των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής, η δε Επιτροπή να φέρει το ένα πέμπτο των εξόδων της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Η Ιρλανδία φέρει τα δικαστικά έξοδά της και τα τρία τέταρτα των εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις υποθέσεις T‑50/06, T‑50/06 RENV I και T‑50/06 RENV II, καθώς και τα τρία εικοστά των εξόδων της Επιτροπής στις υποθέσεις C‑89/08 P και C‑272/12 P.

3)      Η Aughinish Alumina Ltd φέρει τα δικαστικά έξοδά της και τα τρία τέταρτα των εξόδων της Επιτροπής στις υποθέσεις T‑69/06, T‑69/06 RENV I και T‑69/06 RENV II, τα τρία εικοστά των εξόδων της Επιτροπής στις υποθέσεις C‑89/08 P και C‑272/12 P, καθώς και το σύνολο των εξόδων στην υπόθεση T‑69/06 R.

4)      Η Επιτροπή φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων της στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑50/06 και T‑69/06, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑50/06 RENV I και T‑69/06 RENV I και

στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑50/06 RENV II και T‑69/06 RENV II, καθώς και το ένα πέμπτο των εξόδων της στις υποθέσεις C‑89/08 P και C‑272/12 P.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Gervasoni

 

      Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Απριλίου 2016.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Η επίμαχη απαλλαγή

Διοικητική διαδικασία

Η απόφαση αλουμίνα I

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί, αφενός, του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, της αρχής estoppel και του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81, και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής estoppel, καθώς και με κατάχρηση εξουσίας, οι οποίοι προβάλλονται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, και, αφετέρου, του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, καθώς και υπέρβαση αρμοδιότητας και κατάχρηση εξουσίας, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβιάσεως των επιταγών του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο μʹ, ΕΚ και του άρθρου 157 ΕΚ, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II

Επί των πρώτων λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξη των υπό κρίση προσφυγών, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της επίμαχης ενισχύσεως βάσει του άρθρου 88 ΕΚ

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, σχετικά με παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ και του κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, του κανονισμού 659/1999, καθώς και, στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, παράβαση των κανόνων της σχετικής με τις υφιστάμενες ενισχύσεις διαδικασίας, όπως αυτοί έχουν κωδικοποιηθεί με τα άρθρα 17 και 18 του κανονισμού 659/1999

Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, σχετικά με παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 88 ΕΚ, σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iv, και του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999

Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II και επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II, σχετικά, κατ’ ουσίαν, με παράβαση του άρθρου 88 ΕΚ και του κανόνα που έχει κωδικοποιηθεί με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 659/1999

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, και επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II

Επί της αιτιάσεως σχετικά με παραβίαση της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, η οποία προβάλλεται στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑50/06 RENV II, και επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση των αρχών της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως, λόγω της υπερβολικής διάρκειας της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑69/06 RENV II

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.