Language of document : ECLI:EU:C:2013:550

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 (*)

«Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Άρθρα 43 EK και 49 EK – Τυχερά παίγνια – Συλλογή στοιχημάτων – Προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας – Απαίτηση για αστυνομική άδεια και παραχώρηση δικαιώματος – Εθνική ρύθμιση – Κατώτατες υποχρεωτικές αποστάσεις μεταξύ των σημείων καταθέσεως στοιχημάτων – Διασυνοριακές δραστηριότητες όμοιες με αυτές που αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως παραχωρήσεως – Απαγορεύεται – Αμοιβαία αναγνώριση αδειών στον τομέα των τυχερών παιγνίων»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑660/11 και C‑8/12,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο από το Tribunale amministrativo regionale per la Toscana (Ιταλία) με αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2011, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 27 Δεκεμβρίου 2011 και 2 Ιανουαρίου 2012, αντιστοίχως, στο πλαίσιο των δικών

Daniele Biasci,

Alessandro Pasquini,

Andrea Milianti,

Gabriele Maggini,

Elena Secenti,

Gabriele Livi

κατά

Ministero dell’Interno,

Questura di Livorno,

παρισταμένης της:

SNAI – Sindacato Nazionale Agenzie Ippiche S.p.A. (C­660/11)

και

Cristian Rainone,

Orentino Viviani,

Miriam Befani

κατά

Ministero dell’Interno,

Questura di Prato,

Questura di Firenze,

παρισταμένων των:

SNAI – Sindacato Nazionale Agenzie Ippiche SpA,

Stanley International Betting Ltd,

Stanleybet Malta ltd. (C‑8/12),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, E. Jarašiūnas, A. Ó Caoimh, C. Toader (εισηγήτρια) και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Απριλίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι D. Biasci, A. Pasquini, A. Milianti, G. Maggini, E. Secenti, G. Livi, C. Rainone, O. Viviani, καθώς και η M. Befani εκπροσωπούμενοι από τους A. Dossena και F. Donati, avvocati,

–        η SNAI – Sindacato Nazionale Agenzie Ippiche SpA, εκπροσωπούμενη από τους G. Viciconte, C. Sambaldi, A. Fratini και F. Filpo, avvocati,

–        η Stanley International Betting Ltd, εκπροσωπούμενη από τους D. Agnello, A. Piccinini και M. Mura, avvocati,

–        η Stanleybet Malta ltd., εκπροσωπούμενη από τους R. Jacchia, A. Terranova, F. Ferraro, D. Agnello και A. Piccinini, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato, και τον A. Bizzarai, esperto,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs και L. Van den Broeck, επικουρούμενες από τους P. Vlaemminck και R. Verbeke, advocaten,

–        η Μαλτέζικη Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Buhagiar, επικουρούμενη από τον G. Kimberley, avukat,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Inez Fernandes, και τις A. P. Barros και A. Silva Coelho,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους E. Traversa, D. Nardi και I. V. Rogalski,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 43 EΚ και 49 EΚ.

2        Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών, αφενός, μεταξύ των D. Biasci, A. Pasquini, A. Milianti, G. Maggini, E. Secenti καθώς και του G. Livi, και του Ministero dell’Interno (Υπουργείου Εσωτερικών) και της Questura di Livorno (αστυνομικής αρχής του Λιβόρνο) (υπόθεση C‑660/11) και, αφετέρου, των C. Rainone, O. Viviani καθώς και της M. Befani, και του Ministero dell’Interno, της Questura di Prato (αστυνομικής αρχής του Prato) και της Questura di Firenze (αστυνομικής αρχής της Φλωρεντίας) (υπόθεση C-8/12).

 Το νομικό πλαίσιο

3        Η ιταλική νομοθεσία ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι για τη συλλογή και διαχείριση στοιχημάτων απαιτείται παραχώρηση δικαιώματος κατόπιν διαγωνισμού, καθώς και άδεια της αστυνομίας. Οι παραβάσεις της οικείας νομοθεσίας επισύρουν ποινικές κυρώσεις.

 Η παραχώρηση δικαιώματος

4        Έως την τροποποίηση της εφαρμοστέας νομοθεσίας το 2002, δεν επιτρεπόταν η χορήγηση άδειας για τυχερά παίγνια σε επιχειρήσεις με τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας, με μετοχές εισηγμένες σε χρηματιστηριακή αγορά. Οι εν λόγω επιχειρήσεις είχαν κατά συνέπεια αποκλεισθεί από τους διαγωνισμούς που διενεργήθηκαν το 1999 με αντικείμενο τη χορήγηση αδειών. Ο παράνομος χαρακτήρας του εν λόγω αποκλεισμού, σε σχέση με τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων με την απόφαση της 6ης Μαρτίου 2007, C-338/04, C-359/04 και C-360/04, Placanica κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I‑1891).

5        Το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 223 της 4ης Ιουλίου 2006, περί επειγουσών διατάξεων για την οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη, τη συγκράτηση και τον εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών και παρεμβάσεων στον τομέα των φορολογικών εσόδων και της καταστολής της φοροδιαφυγής, το οποίο μετατράπηκε στον νόμο 248, της 4ης Αυγούστου 2006 (GURI αριθ. 18, της 11ης Αυγούστου 2006, στο εξής: διάταγμα Bersani), μεταρρύθμισε τον τομέα των τυχερών παιγνίων στην Ιταλία, αποβλέποντας στη συμμόρφωσή του προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης.

6        Το άρθρο 38 του διατάγματος Bersani, υπό τον τίτλο «Μέτρα για την καταπολέμηση του παράνομου παιγνίου», στην παράγραφο 1 προβλέπει τη θέσπιση, έως την 31η Δεκεμβρίου 2006, σειράς μέτρων «με σκοπό την ανάσχεση της εξαπλώσεως του άτακτου και παράνομου παιγνίου, την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής στον τομέα των παιγνίων, καθώς και την προστασία των παικτών».

7        Το άρθρο 38, παράγραφοι 2 και 4, του διατάγματος Bersani ορίζει τους νέους κανόνες για τη διανομή των τυχερών παιγνίων σχετικά, αφενός, με κάθε είδους αγώνες πλην των ιππικών και, αφετέρου, με ιππικούς αγώνες. Πιο συγκεκριμένα:

–        προβλέπεται το άνοιγμα τουλάχιστον 7 000 νέων πρακτορείων για τυχερά παίγνια σχετικά με αγώνες, πλην των ιππικών, και τουλάχιστον 10 000 νέων πρακτορείων για τυχερά παίγνια σχετικά με ιππικούς αγώνες,

–        ο μέγιστος αριθμός πρακτορείων ανά δήμο ορίζεται ανάλογα με τον πληθυσμό και λαμβάνοντας υπόψη τα πρακτορεία στα οποία έχει ήδη παραχωρηθεί άδεια με τους διαγωνισμούς του 1999,

–        τα νέα πρακτορεία πρέπει να απέχουν ορισμένη απόσταση από τα πρακτορεία στα οποία έχει ήδη παραχωρηθεί άδεια με τους διαγωνισμούς του 1999, και

–        η αυτόνομη διοικητική αρχή κρατικών μονοπωλίων (στο εξής: AAMS), η οποία τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, είναι αρμόδια για τη «θέσπιση των κανόνων προστασίας» των δικαιούχων αδειών παραχωρήσεως με τους διαγωνισμούς του 1999.

 Οι άδειες της αστυνομίας

8        To σύστημα των διοικητικών αδειών συνδέεται στενά με το σύστημα των αδειών της αστυνομίας, το οποίο διέπεται από το βασιλικό διάταγμα βασιλικού αριθ. 773 για την έγκριση του κωδικοποιημένου κειμένου της νομοθεσίας περί δημόσιας ασφάλειας (Regio decreto n. 773-Testo unico delle leggi di pubblica sicurezza), της 18ης Ιουνίου 1931 (GURI αριθ. 146, της 26ης Ιουνίου 1931), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 37, παράγραφος 4, του νόμου 388, της 23ης Δεκεμβρίου 2000 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 302, της 29ης Δεκεμβρίου 2000, στο εξής: βασιλικό διάταγμα).

9        Κατά το άρθρο 88 του εν λόγω βασιλικού διατάγματος, στον κλάδο των τυχερών παιγνίων, άδεια της αστυνομίας, για την οποία απαιτούνται έλεγχοι όσον αφορά τις προσωπικές και επαγγελματικές ιδιότητες του αιτούντος, χορηγείται αποκλειστικώς σε όσους έχουν την ιδιότητα του παραχωρησιούχου. Η ιταλική κανονιστική ρύθμιση προβλέπει, εξάλλου, την επιβολή ποινικών κυρώσεων, έως και φυλάκιση ενός έτους, σε κάθε πρόσωπο που προτείνει τυχερά παίγνια στο κοινό, χωρίς να του έχει παραχωρηθεί τέτοιο δικαίωμα ή άδεια της αστυνομίας.

 Οι διαγωνισμοί κατ’ εφαρμογήν του διατάγματος Bersani

10      Οι διατάξεις του διατάγματος Bersani τέθηκαν σε εφαρμογή με τους διαγωνισμούς που προκήρυξε η AAMS κατά τη διάρκεια του έτους 2006. Τα τεύχη των διαγωνισμών περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, τεύχος συγγραφής υποχρεώσεων με οκτώ παραρτήματα, καθώς και σχέδιο συμβάσεως μεταξύ της AAMS και του παραχωρησιούχου στον οποίο θα χορηγηθεί δικαίωμα διενέργειας τυχερών παιγνίων για αγώνες, πλην των ιππικών (στο εξής: σχέδιο συμβάσεως).

11      Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του σχεδίου συμβάσεως, η AAMS ανακαλεί την παραχώρηση δικαιώματος, σε περίπτωση που ο δικαιούχος εκμεταλλεύεται εμπορικώς, ευθέως ή εμμέσως, στο ιταλικό έδαφος ή μέσω τηλεματικών σημείων εγκατεστημένων εκτός του εθνικού εδάφους, παίγνια παρόμοια με τα δημόσια ή άλλα παίγνια τα οποία διαχειρίζεται η AAMS, ή παίγνια απαγορευόμενα κατά την ιταλική νομοθεσία.

 Οι κύριες δίκες και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      Οι προσφεύγοντες στις κύριες δίκες διαχειρίζονται κέντρα μετάδοσης δεδομένων (στο εξής: CTD) για λογαριασμό της αυστριακής εταιρίας Goldbet Sportwetten GmbH (στο εξής: Goldbet), η οποία κατέχει άδεια για την άσκηση της δραστηριότητας bookmaker, χορηγηθείσα από την κυβέρνηση του Τυρόλου.

13      Ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale, οι προσφεύγοντες στις κύριες δίκες προέβαλαν ότι η «Goldbet» εδρεύει στο Ίνσμπρουκ (Αυστρία) και λειτουργεί ως bookmaker, διαθέτοντας σχετική άδεια σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο, και υπόκειται σε αυστηρούς ελέγχους από τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την ορθή άσκηση της δραστηριότητάς της.

14      Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της Goldbet και των προσφευγόντων στις κύριες δίκες, οι δεύτεροι προέβαλαν ότι η διοργάνωση των στοιχημάτων ανήκει αποκλειστικά στην εν λόγω εταιρία. Συγκεκριμένα, η εταιρία αυτή, αφού λάβει την πρόταση στοιχημάτων από το CTD, διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει το στοίχημα, ο δε ιδιοκτήτης του CTD έχει ως αποκλειστικό έργο να φέρει σε επαφή τους στοιχηματίζοντες με τον αλλοδαπό bookmaker. Επομένως, η προσφερόμενη υπηρεσία συνίσταται αποκλειστικά στο να παρέχεται στους στοιχηματίζοντες σύνδεση και μετάδοση δεδομένων, προς διευκόλυνση της υποβολής, από τον παίκτη στον bookmaker, προτάσεως στοιχήματος.

15      Μολονότι θεωρούν ότι η δραστηριότητά τους δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως διαμεσολάβηση επί στοιχημάτων, εντούτοις, οι προσφεύγοντες στις κύριες δίκες υπέβαλαν στις αρμόδιες αρχές αιτήσεις για τη χορήγηση της αστυνομικής άδειας που προβλέπεται από το άρθρο 88 του βασιλικού διατάγματος. Οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν με το αιτιολογικό ότι στην Goldbet δεν έχει παραχωρηθεί στην Ιταλία τέτοιο δικαίωμα από την AAMS, πράγμα που, κατά το άρθρο 88 του βασιλικού διατάγματος, αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της άδειας της αστυνομίας.

16      Κατά των εν λόγω απορριπτικών αποφάσεων, οι προσφεύγοντες στις κύριες δίκες άσκησαν χωριστές προσφυγές, ζητώντας την ακύρωσή τους, κατόπιν αναστολής της εκτελέσεώς τους, επικαλούμενοι, μεταξύ άλλων, παραβίαση της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως μεταξύ των κρατών μελών. Φρονούν ότι η ιταλική νομοθεσία παραβιάζει την εν λόγω αρχή, διότι δεν επιτρέπει τη χορήγηση, σε εταιρίες αδειοδοτημένες σε άλλα κράτη μέλη, άδειας λειτουργίας εκτός των συνόρων των εν λόγω κρατών.

17      Στις τέσσερις υποθέσεις στις κύριες δίκες, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της υποθέσεως C‑660/11, παρενέβη υπέρ του καθού Ministero dell’Interno η SNAI – Sindacato Nazionale Agenzie Ippiche SpA (Sindacato Nazionale Agenzie Ippiche), η οποία είναι παραχωρησιούχος εταιρία του δημοσίου για τη συγκέντρωση στοιχημάτων και δημοσίων παιγνίων και παρέχει υψηλής τεχνολογίας τηλεματικές υπηρεσίες για τη συλλογή και διαχείριση ιπποδρομιακών και αθλητικών στοιχημάτων και διαγωνισμών προγνωστικών. Παρενέβησαν επίσης οι Stanley International Betting Ltd και Stanleybet Malta ltd. υπέρ του καθού στις υποθέσεις που αποτελούν αντικείμενο της υποθέσεως C‑8/12.

18      Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι οι υποθέσεις στις κύριες δίκες εντάσσονται σε πραγματικό και νομικό πλαίσιο ως επί το πλείστον πανομοιότυπο με αυτό το οποίο αφορούσε η απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, C‑72/10 και C‑77/10, Costa και Cifone, οπότε επιδιώκει να υποβάλει στο Δικαστήριο ερωτήματα κατ’ ουσίαν πανομοιότυπα με αυτά που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση, σχετικά με τη συμβατότητα, με τη νομοθεσία της Ένωσης, διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία των διοικητικών αδειών που είχαν χορηγηθεί πριν την τροποποίηση της οικείας κανονιστικής ρυθμίσεως. Επιπλέον, ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της συμβατότητας, με τη νομοθεσία της Ένωσης, της διαδικασίας χορηγήσεως άδειας της αστυνομίας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 88 του βασιλικού διατάγματος, καθώς και επί της μη εφαρμογής, κατά την ιταλική νομοθεσία, της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών στον τομέα των τυχερών παιγνίων.

19      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per la Toscana αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ την έννοια ότι απαγορεύουν, κατ’ αρχήν, κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως είναι η ιταλική ρύθμιση του άρθρου 88 [του βασιλικού διατάγματος], δυνάμει του οποίου “η άδεια για την άσκηση της δραστηριότητας των στοιχημάτων μπορεί να χορηγείται αποκλειστικά σε παραχωρησιούχους ή σε εκείνους που έχουν λάβει έγκριση από υπουργεία ή από άλλους φορείς υπέρ των οποίων ο νόμος επιφυλάσσει το δικαίωμα να διοργανώνουν ή να διαχειρίζονται τα στοιχήματα, καθώς και στα πρόσωπα που διορίζονται από τον παραχωρησιούχο ή από τον κάτοχο της άδειας δυνάμει της ίδιας παραχώρησης ή άδειας”, καθώς και η ρύθμιση του άρθρου 2, παράγραφος 2 ter, του νομοθετικού διατάγματος 40 της 25ης Μαρτίου 2010, το οποίο μετατράπηκε στον νόμο 73/2010, σύμφωνα με το οποίο “το άρθρο 88 της ενοποιημένης αποδόσεως της νομοθεσίας περί της δημόσιας ασφαλείας, στο οποίο αναφέρεται το βασιλικό διάταγμα […], έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη άδεια, όταν δοθεί σε εμπορικές επιχειρήσεις αναλαμβάνουσες τη διαχείριση και τη συλλογή δημόσιων παιγνίων συνδυαζομένων με χρηματικά έπαθλα, πρέπει να ισχύει μόνο μετά τη χορήγηση στους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων αυτών, του τίτλου της παραχωρήσεως, της διαχείρισης και της συλλογής των εν λόγω παιγνίων από το Ministero dell’economia e delle finanze – [AAMS]”;

2)      Έχουν τα ανωτέρω άρθρα 43 ΕΚ και 49 της Συνθήκης ΕΚ την έννοια ότι απαγορεύουν, κατ’ αρχήν, επίσης, εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως αυτή που προβλέπει το άρθρο 38, παράγραφος 2, του [διατάγματος Bersani], σύμφωνα με το οποίο “το άρθρο 1, παράγραφος 287, του νόμου 311 της 30ής Δεκεμβρίου 2004 [του νόμου περί δημοσίων οικονομικών] αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

“287. Με τα μέτρα του Ministero dell’economia e delle finanze – AAMS καθορίζονται οι νέες λεπτομέρειες διανομής των παιγνίων για αγώνες πλην των ιπποδρομιών, σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)      ένταξη στα παίγνια σχετικά με αγώνες πλην των ιπποδρομιών των στοιχημάτων διανεμητικού χαρακτήρα των κερδών (αμοιβαία στοιχήματα) ή των στοιχημάτων προκαθορισμένης αποδόσεως εφόσον πρόκειται για αγώνες πλην των ιπποδρομιών, για τα προγνωστικά αθλητικών εκδηλώσεων, για τα προγνωστικά αγώνων που ονομάζονται totip, για τα στοιχήματα σχετικά με τις ιπποδρομίες περί των οποίων γίνεται λόγος στην παράγραφο 498, καθώς και ένταξη οποιουδήποτε άλλου δημόσιου παίγνιου, σχετικά με αγώνες πλην των ιπποδρομιών·

β)      δυνατότητα συλλογής του παιγνίου σχετικά με αγώνες πλην των ιπποδρομιών εκ μέρους των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στη συλλογή του παιγνίου εντός κράτους μέλους της ΕΕ, των επιχειρηματιών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών, καθώς επίσης των επιχειρηματιών άλλων κρατών, μόνον εάν πληρούν τα προαπαιτούμενα εχέγγυα που έχει ορίσει η AAMS·

γ)      συλλογή μέσω σημείων πώλησης που έχουν ως κύρια δραστηριότητα την εμπορία των δημόσιων προϊόντων των παιγνίων και σημείων πώλησης που έχουν ως δευτερεύουσα δραστηριότητα την εμπορία των δημόσιων προϊόντων των παιγνίων· στα σημεία πώλησης που έχουν ως κύρια δραστηριότητα την εμπορία των δημόσιων προϊόντων των παιγνίων η προσφορά ορισμένων τύπων στοιχήματος μπορεί να επιφυλάσσεται κατ’ αποκλειστικότητα·

δ)      πρόβλεψη της λειτουργίας ενός αριθμού νέων σημείων πώλησης όχι κατώτερου των 7 000, εκ των οποίων 30 % θα έχουν ως κύρια δραστηριότητα την εμπορία των δημόσιων προϊόντων παιγνίων·

ε)      καθορισμός του μέγιστου αριθμού των σημείων πώλησης ανά δήμο κατ’ αναλογία προς τον πληθυσμό και λαμβανομένων υπόψη των σημείων πώλησης που έχουν ήδη οριστεί·

στ)      θέση των σημείων πώλησης που έχουν ως κύρια δραστηριότητα την εμπορία των δημόσιων προϊόντων των παιγνίων, όταν πρόκειται για δήμους με πληθυσμό άνω των 200 000 κατοίκων, σε απόσταση όχι μικρότερη των 800 μέτρων από τα σημεία πώλησης που έχουν ήδη οριστεί, και σε δήμους με πληθυσμό κάτω των 200 000 κατοίκων σε απόσταση τουλάχιστον 1 600 μέτρα από τα σημεία πώλησης που έχουν ήδη οριστεί·

ζ)      θέση των σημείων πώλησης που έχουν ως δευτερεύουσα δραστηριότητα την εμπορία των δημόσιων προϊόντων των παιγνίων, όταν πρόκειται για δήμους με πληθυσμό άνω των 200 000 κατοίκων, σε απόσταση όχι μικρότερη των 400 μέτρων από τα σημεία πώλησης που έχουν ήδη οριστεί, ενώ, όταν πρόκειται για πληθυσμό κάτω των 200 000 κατοίκων, σε απόσταση όχι μικρότερη των 800 μέτρων από τα σημεία πώλησης που έχουν ήδη οριστεί, εξαιρουμένων των σημείων πώλησης όπου στις 30 Ιουνίου 2006 ελάμβανε χώρα η συλλογή των προγνωστικών αθλητικών εκδηλώσεων·

η)      ανάθεση σημείων πώλησης μέσω μίας ή περισσοτέρων ανοικτών σε όλους τους επιχειρηματίες διαδικασιών, η τιμή εκκίνησης των οποίων δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 25 000 ευρώ ανά σημείο πώλησης που έχει ως κύρια δραστηριότητα την εμπορία των δημόσιων προϊόντων των παιγνίων και 7 500 ευρώ ανά σημείο πώλησης που έχει ως δευτερεύουσα δραστηριότητα την εμπορία των δημόσιων προϊόντων των παιγνίων·

θ)      παροχή της δυνατότητας συλλογής του παιγνίου εξ αποστάσεως, συμπεριλαμβανομένων των παιγνίων δεξιοτήτων με χρηματικά έπαθλα, κατόπιν καταβολής ποσού ύψους τουλάχιστον 200 000 ευρώ·

[…]

ια)      καθορισμός των μεθόδων προστασίας των παραχωρησιούχων οι οποίοι συλλέγουν στοιχήματα προκαθορισμένης αποδόσεως σχετικά με αγώνες πλην των ιπποδρομιών, όπως οι μέθοδοι αυτές προβλέπονται από τις διατάξεις της αποφάσεως 111 του Ministro dell’economia e delle finanze της 1ης Μαρτίου 2006”;

Το ζήτημα της συμβατότητας του άρθρου 38, παράγραφος 2, [του διατάγματος Bersani] προς τις προαναφερόμενες κοινοτικές αρχές εστιάζεται αποκλειστικά στο τμήμα εκείνο της εν λόγω διάταξης με την οποία: α) προβλέπεται μια γενικευμένη τάση προστασίας των παραχωρήσεων που έχουν ήδη χορηγηθεί σύμφωνα με το τροποποιηθέν κανονιστικό πλαίσιο, β) θεσπίζονται νέες υποχρεώσεις σχετικά με την ίδρυση των νέων σημείων πώλησης σε μια ορισμένη απόσταση από εκείνα που έχουν ήδη οριστεί, γεγονός το οποίο θα μπορούσε στην πράξη να οδηγήσει στην κατοχύρωση της διατήρησης των προϋφιστάμενων εμπορικών κεκτημένων. Το ερώτημα έχει, εξάλλου, ως αντικείμενο την γενική ερμηνεία του προαναφερθέντος άρθρου 38, παράγραφος 2, [του διατάγματος Bersani], όπως δίδεται από την AΑΜS, εισάγοντας στις συμφωνίες παραχώρησης (άρθρο 23, παράγραφος 3) την προμνησθείσα ρήτρα περί λήξεως της ισχύος σε περίπτωση άμεσης ή έμμεσης άσκησης παρεμφερών διασυνοριακών δραστηριοτήτων.

3)       Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ήτοι εφόσον τα εθνικά μέτρα, όπως αυτά περιγράφονται στα προηγούμενα ερωτήματα, θεωρηθούν ως συμβατά με την κοινοτική νομοθεσία: έχει το άρθρο 49 ΕΚ την έννοια ότι, αν πρόκειται για περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών οφειλόμενο σε λόγους γενικού συμφέροντος, πρέπει να διαπιστώνεται κατά πόσον το γενικό αυτό συμφέρον λαμβάνεται ήδη επαρκώς υπόψη βάσει των κανόνων, των ελέγχων και των επαληθεύσεων στους οποίους υπόκειται ο παρέχων υπηρεσίες στο κράτος εγκαταστάσεώς του;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στο προηγούμενο ερώτημα: οφείλει το αιτούν δικαστήριο να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο του ελέγχου της αναλογικότητας του περιορισμού αυτού, το ότι οι εφαρμοστέες διατάξεις του κράτους εγκαταστάσεως του παρέχοντος υπηρεσίες προβλέπουν ελέγχους του ίδιου βαθμού ή ακόμη και αυστηρότερους από εκείνους που επιβάλλει το κράτος όπου παρέχονται οι υπηρεσίες;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

20      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 43 EK και 49 EK απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση κατά την οποία οι εταιρία που επιθυμούν να ασκήσουν συναφείς με τυχερά παίγνια δραστηριότητες υποχρεούνται να λάβουν άδεια της αστυνομίας, επιπλέον της παραχωρήσεως δικαιώματος από το Δημόσιο, προκειμένου να ασκήσουν τέτοιες δραστηριότητες, η δε χορήγηση τέτοιας άδειας επιτρέπεται μόνο σε αιτούντες στους οποίες έχει παραχωρηθεί τέτοιο δικαίωμα.

21      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η επίμαχη στο πλαίσιο των κύριων δικών εθνική νομοθεσία συνεπάγεται περιορισμούς της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθόσον απαγορεύει, επ’ απειλή ποινικών κυρώσεων, την άσκηση δραστηριοτήτων στον τομέα των τυχερών παιγνίων χωρίς παραχώρηση τέτοιου δικαιώματος από τις αρμόδιες αρχές ή άδεια της αστυνομίας του οικείου κράτους μέλους (προπαρατεθείσα απόφαση Placanica κ.λπ., σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22      Τέτοιοι περιορισμοί μπορούν, ωστόσο, να γίνουν κατά παρέκκλιση δεκτοί για λόγους δημόσιας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας, οι οποίοι ρητώς προβλέπονται στα άρθρα 45 ΕΚ και 46 ΕΚ και έχουν εφαρμογή και στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δυνάμει του άρθρου 55 ΕΚ, ή δικαιολογείται, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, C‑186/11 και C‑209/11, Stanleybet International κ.λπ., σκέψη 22 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Πάντως, όσον αφορά την επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική κανονιστική ρύθμιση, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι μόνον ο σκοπός που συνίσταται στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας που σχετίζεται με τα τυχερά παίγνια είναι ικανός να δικαιολογήσει περιορισμούς στις θεμελιώδεις ελευθερίες που απορρέουν από τη ρύθμιση αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω περιορισμοί συνάδουν προς την αρχή της αναλογικότητας και κατά το μέτρο που τα χρησιμοποιούμενα μέσα είναι συνεπή και αποτελεσματικά (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Placanica κ.λπ., σκέψεις 52 έως 55, καθώς και Costa και Cifone, σκέψεις 61 έως 63).

24      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία το Δικαστηρίου, ένα σύστημα παραχωρήσεως αδειών μπορεί πράγματι να συνιστά αποτελεσματικό μηχανισμό ελέγχου των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τυχερών παιγνίων προς αποτροπή της εκμεταλλεύσεως των δραστηριοτήτων αυτών για εγκληματικούς σκοπούς ή για απάτες (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Placanica κ.λπ., σκέψη 57).

25      Απόκειται, ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει εάν το σύστημα των παραχωρήσεων που έχει θεσπιστεί με την εθνική κανονιστική ρύθμιση, καθόσον περιορίζει τον αριθμό των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τυχερών παιγνίων, συμβάλλει πράγματι στην επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στην αποτροπή της εκμεταλλεύσεως των δραστηριοτήτων στον εν λόγω τομέα για εγκληματικούς σκοπούς ή για απάτες. Επιπλέον, στο εν λόγω δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει αν οι περιορισμοί αυτοί πληρούν τις απορρέουσες από τη νομολογία του Δικαστηρίου προϋποθέσεις περί της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Placanica κ.λπ., σκέψη 58).

26      Όσον αφορά την απαίτηση για λήψη άδειας της αστυνομίας, στο πλαίσιο της οποίας οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τυχερών παιγνίων και οι εγκαταστάσεις τους πρέπει να υπόκεινται, αρχικώς, σε έλεγχο και, εν συνεχεία, σε διαρκή επιτήρηση, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το μέτρο αυτό συμβάλλει προδήλως στην επίτευξη του σκοπού που αφορά την αποτροπή του ενδεχομένου συμμετοχής των επιχειρήσεων αυτών σε εγκληματικές πράξεις ή απάτες και συνιστά, εκ πρώτης όψεως, μέτρο απολύτως εύλογο σε σχέση με τον σκοπό αυτό (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Placanica κ.λπ., σκέψη 65).

27      Επομένως, το γεγονός ότι για την πρόσβασης μιας επιχειρήσεως στη συγκεκριμένη αγορά απαιτείται, εκτός της παραχωρήσεως δικαιώματος, και άδεια της αστυνομίας δεν είναι καθαυτό δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από τον νομοθέτη σκοπό, δηλαδή την καταπολέμηση της εγκληματικότητας που σχετίζεται με τυχερά παίγνια.

28      Ωστόσο, κατά το μέτρο που οι άδειες της αστυνομίας χορηγούνται μόνο σε παραχωρησιούχους, τυχόν πλημμέλειες στη διαδικασία της παραχωρήσεως δικαιώματος καθιστούν ελαττωματική και τη διαδικασία χορηγήσεως αστυνομικής άδειας. Συνεπώς, η έλλειψη αστυνομικής άδειας δεν μπορεί να προσαφθεί σε πρόσωπα τα οποία δεν μπορούσαν να λάβουν τέτοια άδεια, λόγω του ότι η χορήγησή της προϋπέθετε παραχώρηση δικαιώματος, την οποία, ωστόσο, δεν μπορούσαν να επιτύχουν κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Placanica κ.λπ., σκέψη 67).

29      Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 43 EK και 49 EK δεν απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση κατά την οποία οι εταιρίες που επιθυμούν να ασκήσουν συναφείς με τυχερά παίγνια δραστηριότητες υποχρεούνται να λαμβάνουν, πέραν της παραχωρήσεως δικαιώματος από το Δημόσιο, και αστυνομική άδεια, προκειμένου να ασκήσουν τέτοιες δραστηριότητες, και κατά την οποία η χορήγηση τέτοιας άδειας επιτρέπεται μόνο σε αιτούντες οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του παραχωρησιούχου.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

30      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν τα άρθρα 43 EK και 49 EK έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 38, παράγραφος 2, του διατάγματος Bersani και του άρθρου 23, παράγραφος 3, του σχεδίου συμβάσεως, η οποία, αφενός, προστατεύει τα εμπορικής φύσεως δικαιώματα που αποκτήθηκαν από τις ήδη λειτουργούσες επιχειρήσεις, καθορίζοντας, μεταξύ άλλων, κατώτατες αποστάσεις μεταξύ των εγκαταστάσεων των νέων παραχωρησιούχων και των ήδη λειτουργούντων, και, αφετέρου, προβλέπει αφαίρεση της άδειας ασκήσεως δραστηριοτήτων συλλογής και διαχειρίσεως στοιχημάτων σε περίπτωση που ο παραχωρησιούχος ασκεί, ευθέως ή εμμέσως, διασυνοριακή εμπορική δραστηριότητα με αντικείμενο τυχερά παίγνια όμοια με αυτά που διαχειρίζεται η AAMS ή παίγνια απαγορευόμενα από την εθνική έννομη τάξη.

31      Το περιεχόμενο του ερωτήματος αυτού είναι ουσιαστικά όμοιο με αυτό των ερωτημάτων επί των οποίων αποφάνθηκε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Costa και Cifone.

32      Όσον αφορά το πρώτο μέρος του ερωτήματος αυτού, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με τη σκέψη 66 της εν λόγω αποφάσεώς του, ότι τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, καθώς και οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αποτελεσματικότητας έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν σε κράτος μέλος το οποίο, κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αποκλείει κατηγορία επιχειρήσεων από την παραχώρηση αδειών για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και το οποίο επιχειρεί να θεραπεύσει την παράβαση αυτή προκηρύσσοντας σημαντικό αριθμό νέων παραχωρήσεων να προστατεύει τα εμπορικής φύσεως κεκτημένα των υφιστάμενων επιχειρήσεων, προβλέποντας μεταξύ άλλων κατώτατες αποστάσεις μεταξύ των πρακτορείων των νέων παραχωρησιούχων και των ήδη λειτουργούντων.

33      Όσον αφορά το δεύτερο μέρος του ερωτήματος αυτού, σχετικά με το άρθρο 23, παράγραφος 3, του σχεδίου συμβάσεως, το Δικαστήριο διαπίστωσε, με τις σκέψεις 89 και 90 της ως άνω αποφάσεως, ότι η διάταξη αυτή δεν είναι διατυπωμένη με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία και ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί σε μια επιχείρηση ότι δεν υπέβαλε προσφορά στο πλαίσιο του διαγωνισμού για τη χορήγηση αδειών παραχωρήσεως ελλείψει ασφάλειας δικαίου, καθόσον υπήρχε αβεβαιότητα ως προς τη συμμόρφωση του τρόπου λειτουργίας της επιχειρήσεως αυτής προς τις διατάξεις της προς υπογραφή συμβάσεως για τη χορήγηση της άδειας.

34      Ωστόσο, οι μετέχοντες στη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου, διαφωνούν ως προς το αν οι περιστάσεις των υποθέσεων στις κύριες δίκες είναι συγκρίσιμες προς αυτές της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση και, ιδίως, ως προς το αν η Goldbet και οι προσφεύγοντες στις κύριες δίκες επηρεάστηκαν από διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, για τις οποίες το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν είναι συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης.

35      Πάντως, το Δικαστήριο έχει μεν επισημάνει ότι η περίπτωση του διαχειριστή ενός σχετιζόμενου με την Goldbet CTD εντάσσεται σε νομικό και πραγματικό πλαίσιο ουσιαστικά πανομοιότυπο με αυτό που αποτελεί αντικείμενο της προπαρατεθείσας αποφάσεως Costa και Cifone (διάταξη της 16ης Φεβρουαρίου 2012, C­413/10, Pulignani κ.λπ., που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 3), πλην όμως η επισήμανσή του αυτή στηρίχθηκε σε διαπίστωση του αιτούντος δικαστηρίου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη αυτή. Επομένως, όσον αφορά τις υπό κρίση υποθέσεις, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει το πραγματικό πλαίσιο και τις συνέπειες που απορρέουν συναφώς από την προπαρατεθείσα απόφαση Costa και Cifone.

36      Το εν λόγω δικαστήριο, εφόσον διαπιστώσει ότι, εν προκειμένω, η Goldbet, προτού απολέσει τα δικαιώματά της, μετέσχε στις διαδικασίες παραχωρήσεως δικαιώματος και αναδείχθηκε παραχωρησιούχος μέσω ιταλικής εταιρίας υποκείμενης στον έλεγχό της, πρέπει να κρίνει εάν η διαπίστωση αυτή έχει ως συνέπεια το να θεωρηθεί ότι η Goldbet συγκαταλέγεται στις υφιστάμενες επιχειρήσεις, οι οποίες ουσιαστικά ευνοούνται από τους κανόνες περί κατώτατων αποστάσεων μεταξύ των σημείων συλλογής στοιχημάτων, οι οποίοι θίγουν μόνον τις εγκαταστάσεις των νέων παραχωρησιούχων. Αντιθέτως, εάν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η Goldbet δεν μετέσχε στις ως άνω διαδικασίες, πρέπει να εξετάσει εάν η εν λόγω επιχείρηση δεν υπέβαλε υποψηφιότητα για την παραχώρηση δικαιώματος ελλείψει ασφάλειας δικαίου, λόγω του άρθρου 23, παράγραφος 3, του σχεδίου συμβάσεως.

37      Εξάλλου, εάν το αιτούν δικαστήριο αποφανθεί ότι η Goldbet απώλεσε τα δικαιώματά της κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω άρθρου, πρέπει να διαπιστώσει εάν η απώλεια αυτή των δικαιωμάτων ήταν συνέπεια του γεγονότος ότι η Goldbet προσέφερε μη επιτρεπόμενα παίγνια ή μόνον του γεγονότος ότι ασκούσε διασυνοριακές δραστηριότητες. Όσον αφορά τη δεύτερη αυτή περίπτωση, διευκρινίζεται ότι είναι αντίθετη προς τα άρθρα 43 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ εθνική ρύθμιση η οποία περιορίζει εκ των πραγμάτων κάθε διασυνοριακή δραστηριότητα στον τομέα των παιγνίων, ανεξαρτήτως της μορφής ασκήσεως της δραστηριότητας αυτής, και, ειδικότερα, στις περιπτώσεις όπου θα ήταν δυνατή η άμεση επαφή μεταξύ του καταναλωτή και του επιχειρηματία και ο φυσικός έλεγχος για σκοπούς αστυνομεύσεως των μεσολαβητών της εταιρίας που είναι εγκατεστημένοι στην εθνική επικράτεια.

38      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση:

–        Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, καθώς και οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αποτελεσματικότητας έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν σε κράτος μέλος το οποίο, κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, έχει αποκλείσει μια κατηγορία επιχειρήσεων από την παραχώρηση άδειας για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και το οποίο επιχειρεί να θεραπεύσει την παραβίαση αυτή προκηρύσσοντας σημαντικό αριθμό νέων παραχωρήσεων να προστατεύει τα εμπορικής φύσεως δικαιώματα που απέκτησαν οι ήδη λειτουργούσες επιχειρήσεις, προβλέποντας μεταξύ άλλων κατώτατες αποστάσεις μεταξύ των πρακτορείων των νέων παραχωρησιούχων και εκείνων των ήδη λειτουργούντων.

–        Από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την υποχρέωση διαφάνειας, καθώς και την αρχή της ασφάλειας δικαίου προκύπτει ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις ενός διαγωνισμού, όπως ο επίμαχος στις υποθέσεις των κύριων δικών, και δη οι διατάξεις που προβλέπουν έκπτωση του αναδειχθέντος κατόπιν του διαγωνισμού αυτού παραχωρησιούχου, όπως αυτές του άρθρου 23, παράγραφο 3, του σχεδίου συμβάσεως, πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει.

–        Δεν συνάδει προς τα άρθρα 43 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ εθνική ρύθμιση η οποία περιορίζει εκ των πραγμάτων κάθε διασυνοριακή δραστηριότητα στον τομέα των παιγνίων, ανεξαρτήτως της μορφής ασκήσεως της δραστηριότητας αυτής, και, ειδικότερα, στις περιπτώσεις όπου θα ήταν δυνατή η άμεση επαφή μεταξύ του καταναλωτή και του επιχειρηματία και ο φυσικός έλεγχος για σκοπούς αστυνομεύσεως των μεσολαβητών της εταιρίας που είναι εγκατεστημένοι στην εθνική επικράτεια. Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει αν τούτο ισχύει ως προς το άρθρο 23, παράγραφος 3, του σχεδίου συμβάσεως.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

39      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 EΚ έχουν την έννοια ότι, στο παρόν στάδιο της εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, το γεγονός ότι μια επιχείρηση διαθέτει, εντός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη, άδεια που της επιτρέπει να παρέχει υπηρεσίες τυχερών παιγνίων δεν εμποδίζει άλλο κράτος μέλος να εξαρτά, τηρουμένων των απαιτήσεων του δικαίου της Ένωσης, τη δυνατότητα της επιχειρήσεως αυτής να παρέχει αυτού του είδους τις υπηρεσίες σε καταναλωτές ευρισκόμενους στο έδαφός του από την κατοχή άδειας χορηγούμενης από τις αρμόδιές του αρχές.

40      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, δεδομένης της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη, όσον αφορά τους σκοπούς που προτίθενται να επιδιώξουν και το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών που ορίζουν, και της μη εναρμονίσεως του τομέα των τυχερών παιγνίων, δεν μπορεί, στην παρούσα φάση εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, να υπάρξει υποχρέωση αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών που χορηγούν τα κράτη μέλη (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑316/07, C‑358/07, C‑359/07 έως C‑360/07, C‑409/07 και C‑410/07, Stoß κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. I-8069, σκέψη 112, καθώς και της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑347/09, Dickinger και Ömer, Συλλογή 2011, σ. I­8185, σκέψεις 96 και 99).

41      Επομένως, τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια να εξαρτούν τη δυνατότητα μιας επιχειρήσεως να παρέχει υπηρεσίες τυχερών παιγνίων σε καταναλωτές ευρισκόμενους στο έδαφός τους από την κατοχή άδειας χορηγούμενης από τις αρμόδιές τους αρχές, ανεξαρτήτως του αν η επιχείρηση αυτή κατέχει ήδη άδεια χορηγηθείσα εντός άλλου κράτους μέλους (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Stoß κ.λπ., σκέψη 113).

42      Συγκεκριμένα, τα διάφορα κράτη μέλη δεν διαθέτουν απαραιτήτως τα ίδια τεχνικά μέσα για τον έλεγχο των τυχερών παιγνίων και δεν προβαίνουν οπωσδήποτε στις ίδιες επιλογές. Το γεγονός ότι μπορεί να επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών από απάτες του επιχειρηματία σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος με την εφαρμογή εξελιγμένων τεχνικών ελέγχου και εποπτείας δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το ίδιο επίπεδο προστασίας μπορεί να επιτευχθεί σε άλλα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν αυτά τα τεχνικά μέσα ή δεν έχουν προβεί στις ίδιες επιλογές . Το κράτος μέλος μπορεί, εξάλλου, νομίμως να θελήσει να εποπτεύει μια οικονομική δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα στο έδαφός του, γεγονός που θα ήταν αδύνατο εάν έπρεπε να βασιστεί σε ελέγχους που διενεργούνται από τις αρχές άλλου κράτους μέλους μέσω ρυθμιστικών συστημάτων τα οποία δεν ελέγχει το ίδιο (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Dickinger και Ömer, σκέψη 98).

43      Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 EΚ έχουν την έννοια ότι, στο παρόν στάδιο της εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, το γεγονός ότι μια επιχείρηση διαθέτει, εντός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη, άδεια που της επιτρέπει να παρέχει υπηρεσίες τυχερών παιγνίων, δεν εμποδίζει άλλο κράτος μέλος να εξαρτά, τηρουμένων των απαιτήσεων του δικαίου της Ένωσης, τη δυνατότητα της επιχειρήσεως αυτής να παρέχει αυτού του είδους τις υπηρεσίες σε καταναλωτές ευρισκόμενους στο έδαφός του, από την κατοχή άδειας χορηγούμενης από τις αρμόδιές του αρχές.

 Επί του τέταρτου ερωτήματος

44      Εν όψει της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

45      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Τα άρθρα 43 EK και 49 EK δεν απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση κατά την οποία οι εταιρίες που επιθυμούν να ασκήσουν συναφείς με τυχερά παίγνια δραστηριότητες υποχρεούνται να λαμβάνουν, πέραν της παραχωρήσεως δικαιώματος από το Δημόσιο, και αστυνομική άδεια, προκειμένου να ασκήσουν τέτοιες δραστηριότητες, και κατά την οποία η χορήγηση τέτοιας άδειας επιτρέπεται μόνο σε αιτούντες οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του παραχωρησιούχου.

2)      Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, καθώς και οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αποτελεσματικότητας έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν σε κράτος μέλος το οποίο, κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, έχει αποκλείσει μια κατηγορία επιχειρήσεων από την παραχώρηση άδειας για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και το οποίο επιχειρεί να θεραπεύσει την παραβίαση αυτή προκηρύσσοντας σημαντικό αριθμό νέων παραχωρήσεων να προστατεύει τα εμπορικής φύσεως δικαιώματα που απέκτησαν οι ήδη λειτουργούσες επιχειρήσεις, προβλέποντας μεταξύ άλλων κατώτατες αποστάσεις μεταξύ των πρακτορείων των νέων παραχωρησιούχων και εκείνων των ήδη λειτουργούντων.

Από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την υποχρέωση διαφάνειας, καθώς και την αρχή της ασφάλειας δικαίου προκύπτει ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις ενός διαγωνισμού, όπως ο επίμαχος στις υποθέσεις των κύριων δικών, και δη οι διατάξεις που προβλέπουν έκπτωση του αναδειχθέντος κατόπιν του διαγωνισμού αυτού παραχωρησιούχου, όπως αυτές του άρθρου 23, παράγραφο 3, του σχεδίου συμβάσεως, πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει.

Δεν συνάδει προς τα άρθρα 43 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ εθνική ρύθμιση η οποία περιορίζει εκ των πραγμάτων κάθε διασυνοριακή δραστηριότητα στον τομέα των παιγνίων ανεξαρτήτως της μορφής ασκήσεως της δραστηριότητας αυτής, και, ειδικότερα, στις περιπτώσεις όπου θα ήταν δυνατή η άμεση επαφή μεταξύ του καταναλωτή και του επιχειρηματία και ο φυσικός έλεγχος για σκοπούς αστυνομεύσεως των μεσολαβητών της εταιρίας που είναι εγκατεστημένοι στην εθνική επικράτεια. Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει αν τούτο ισχύει ως προς το άρθρο 23, παράγραφος 3, του σχεδίου συμβάσεως.

3)      Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 EΚ έχουν την έννοια ότι, στο παρόν στάδιο της εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, το γεγονός ότι μια επιχείρηση διαθέτει, εντός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη, άδεια που της επιτρέπει να παρέχει υπηρεσίες τυχερών παιγνίων, δεν εμποδίζει άλλο κράτος μέλος να εξαρτά, τηρουμένων των απαιτήσεων του δικαίου της Ένωσης, τη δυνατότητα της επιχειρήσεως αυτής να παρέχει αυτού του είδους τις υπηρεσίες σε καταναλωτές ευρισκόμενους στο έδαφός του, από την κατοχή άδειας χορηγούμενης από τις αρμόδιές του αρχές.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.