Language of document : ECLI:EU:T:2010:216

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 21ης Μαΐου 2010 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Οικονομικά μέτρα υπέρ της France Télécom – Σχέδιο προκαταβολής μετόχου – Δημόσιες δηλώσεις μέλους της Γαλλικής Κυβερνήσεως – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και μη διατάσσουσα την ανάκτησή της – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Έννοια της κρατικής ενισχύσεως – Πλεονέκτημα – Κρατικοί πόροι – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑425/04, T‑444/04, T‑450/04 και T‑456/04,

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους G. de Bergues, R. Abraham και S. Ramet, στη συνέχεια, από τους E. Belliard, M. de Bergues και Ramet, και τέλος εκπροσωπούμενη από τους Μ. Belliard, M. de Bergues, A.‑L. Vendrolini και J.-C. Niollet,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑425/04,

France Télécom SA, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους A. Gosset-Grainville και S. Hautbourg, στη συνέχεια, από τον Hautbourg, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑444/04,

Bouygues SA, με έδρα το Παρίσι,

Bouygues Télécom SA, με έδρα την Boulogne-Billancourt (Γαλλία),

εκπροσωπούμενες από τους J. Vogel, F. Sureau, D. Théophile και J. Blouet Gaillard, δικηγόρους,

προσφεύγουσες στην υπόθεση T‑450/04,

Association française des opérateurs de réseaux et services de télécommunications (AFORS Télécom), με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη από τους O. Fréget, F. Herrenschmidt, M. Struys και L. Eskenazi, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑456/04,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους C. Giolito και J. Buendía Sierra, στη συνέχεια, από τους Giolito και D. Grespan,

καθής,

υποστηριζόμενης από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη, στην υπόθεση T‑450/04, από τους E. Belliard, G. de Bergues, A.‑L. Vendrolini και J.-C. Niollet, και, στην υπόθεση T‑456/04, εκπροσωπούμενη από τον de Bergues,

παρεμβαίνουσα στις υποθέσεις T‑450/04 και T‑456/04,

την Bouygues SA, με έδρα το Παρίσι,

και

την Bouygues Télécom SA, με έδρα την Boulogne-Billancourt,

εκπροσωπούμενες από τους J. Vogel, F. Sureau, D. Théophile και J. Blouet Gaillard, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες στην υπόθεση T‑444/04,

και από

τη France Télécom SA, με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους A. Gosset-Grainville και S. Hautbourg, στη συνέχεια, από τον Hautbourg, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα στις υποθέσεις T‑450/04 και T‑456/04,

με αντικείμενο αιτήματα ακυρώσεως της αποφάσεως 2006/621/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 2004, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία στη France Télécom (EE L 257, σ. 11),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi (εισηγητή), πρόεδρο, E. Cremona και I. Labucka, S. Frimodt Nielsen και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Απριλίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

I –  Οικονομική κατάσταση της France Télécom κατά την περίοδο μεταξύ 2001 και 2004

1        Έως το 1990, οι δραστηριότητες τις οποίες ασκούσε η France Télécom SA (στο εξής: FT) υπάγονταν σε διεύθυνση του γαλλικού Υπουργείου Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών. Η FT συστάθηκε το 1991 ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και, από 31ης Δεκεμβρίου 1996, συνιστά ανώνυμη εταιρία. Από τον Οκτώβριο 1997, η FT έχει εισαχθεί στο χρηματιστήριο. Κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως που αποτελεί αντικείμενο της υπό εξέταση διαφοράς, η FT συνιστούσε όμιλο δραστηριοποιούμενο στην παροχή δικτύων και τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, κατά βάση στη Γαλλία, ιδίως στον τομέα της σταθερής τηλεφωνίας όπως επίσης και, μέσω των θυγατρικών της, των εταιριών Orange, Wanadoo και Equant, στους τομείς της κινητής τηλεφωνίας, του Διαδικτύου, της εκπομπής δεδομένων και λοιπών υπηρεσιών πληροφοριών. Το 2002, η συμμετοχή του γαλλικού Δημοσίου στο κεφάλαιο της FT ανερχόταν σε 56,45 %.

2        Στις 31 Δεκεμβρίου 2001, η FT παρουσίαζε, στους δημοσιευμένους λογαριασμούς της για το έτος 2001, καθαρό χρέος ύψους 63,5 δισεκατομμυρίων ευρώ και ζημία ύψους 8,3 δισεκατομμυρίων ευρώ.

3        Στις 30 Ιουνίου 2002, το καθαρό χρέος της FT ανερχόταν σε 69,69 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων 48,9 δισεκατομμύρια ευρώ αφορούσαν δανεισμό με την έκδοση ομολογιακού δανείου το οποίο καθίστατο ληξιπρόθεσμο μεταξύ των ετών 2003 έως 2005. Αυτός ο ομολογιακός δανεισμός προερχόταν ουσιαστικά από τις αγορές στις οποίες προέβη η FT από το 1999 με σκοπό την ανάπτυξη της δραστηριότητάς της στον τομέα της κινητής τηλεφωνίας, όπως από την εξαγορά της βρετανικής επιχειρήσεως Orange και την απόκτηση μέρους του κεφαλαίου της γερμανικής επιχειρήσεως Mobilcom.

4        Ως προς την οικονομική κατάσταση της FT, ο Γάλλος Υπουργός Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας (στο εξής: Υπουργός Οικονομικών) δήλωσε, σε συνέντευξη δημοσιευθείσα στις 12 Ιουλίου 2002 στην εφημερίδα Les Echos (στο εξής: δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002), τα εξής:

«Είμαστε ο πλειοψηφικός μέτοχος, με 55 % του κεφαλαίου […] Το [Δημόσιο] μέτοχος θα συμπεριφερθεί ως συνετός επενδυτής και αν η [FT] αντιμετωπίσει δυσκολίες, θα λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα […] Επαναλαμβάνω ότι εάν η [FT] αντιμετωπίσει προβλήματα χρηματοδοτήσεως, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει σήμερα, το [Δημόσιο] θα λάβει τις απαραίτητες αποφάσεις για την αντιμετώπισή τους. Αφήνετε να κυκλοφορήσει η φήμη για αύξηση κεφαλαίου… Όχι, ασφαλώς όχι! Επιβεβαιώνω απλώς ότι θα λάβουμε, έγκαιρα, τα κατάλληλα μέτρα. Εφόσον είναι απαραίτητο […]»

5        Κατά τους εξαμηνιαίους λογαριασμούς που δημοσιεύθηκαν στις 12 Σεπτεμβρίου 2002, ο κύκλος εργασιών της FT εμφάνισε άνοδο κατά 10 % σε σχέση με την ίδια περίοδο του οικονομικού έτους 2001, αποτέλεσμα εκμεταλλεύσεως πριν από την απόσβεση (στο εξής: Ebitda) ανερχόμενο σε 6,87 δισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι άνοδος κατά 13,3 % στα ιστορικά στοιχεία και κατά 9,8 % στα pro forma στοιχεία, και λειτουργικό αποτέλεσμα 3,18 δισεκατομμυρίων ευρώ, με άνοδο κατά 15 % στα pro forma στοιχεία. Τα αποτελέσματα μετά τα χρηματοοικονομικά έξοδα (1,75 δισεκατομμύρια ευρώ), αλλά προ φόρων, τα μερίδια και οι μειοψηφικές συμμετοχές ανέρχονταν, εκτός των έκτακτων στοιχείων, σε 718 εκατομμύρια ευρώ έναντι 271 εκατομμυρίων ευρώ στις 30 Ιουνίου 2001. Η ελεύθερη λειτουργική ταμειακή ροή ανερχόταν σε 3,6 δισεκατομμύρια ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξεως του 15 % σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2001. Ταυτοχρόνως, η FT επιβεβαίωσε ότι τα ενοποιημένα ίδια κεφάλαιά της έγιναν αρνητικά στις 30 Ιουνίου 2002 στο ύψος των 440 εκατομμυρίων ευρώ.

6        Στις 12 Σεπτεμβρίου 2002, οι γαλλικές αρχές ανακοίνωσαν ότι είχαν δεχθεί την παραίτηση του προέδρου-γενικού διευθυντή της FT (στο εξής: πρώην πρόεδρος της FT).

7        Σε ανακοινωθέν Τύπου ως προς την οικονομική κατάσταση της FT, της 13ης Σεπτεμβρίου 2002, οι γαλλικές αρχές δήλωσαν τα εξής:

«Μετά τις εξαιρετικές ζημίες που διαπιστώθηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο, η [FT] βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρή ανεπάρκεια ίδιων κεφαλαίων. Μια τέτοια οικονομική κατάσταση καθιστά εύθραυστο το δυναμικό της επιχειρήσεως. Η [Γαλλική] Κυβέρνηση είναι, επομένως, αποφασισμένη να ασκήσει πλήρως τις αρμοδιότητές της… […] Λαμβάνοντας γνώση της νέας καταστάσεως που δημιουργήθηκε από την έντονη επιδείνωση των λογαριασμών, ο [πρώην πρόεδρος της FT] πρότεινε την παραίτησή του στη [Γαλλική] Κυβέρνηση, η οποία την δέχθηκε. Η παραίτηση αυτή θα αρχίσει να ισχύει μετά από συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου, η οποία θα λάβει χώρα κατά τις […] προσεχείς εβδομάδες και στη διάρκεια της οποίας θα αναδειχθεί νέος πρόεδρος […] Ο νέος πρόεδρος θα προτείνει αμέσως στο διοικητικό συμβούλιο σχέδιο ανακάμψεως των λογαριασμών, το οποίο θα επιτρέπει την αποπληρωμή των χρεών [της FT] και την αποκατάσταση της οικονομικής διαρθρώσεώς της, διατηρώντας παράλληλα τα στρατηγικά πλεονεκτήματά της. Το [γαλλικό Δημόσιο] θα ενισχύσει την [FT] για τη θέση σε εφαρμογή αυτού του σχεδίου και θα συμβάλει, από πλευράς του, στην πολύ ουσιαστική ενίσχυση των ίδιων κεφαλαίων της [FT], μέσα σε χρονοδιάγραμμα και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θα καθοριστούν ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς. Μέχρι τότε, το [γαλλικό Δημόσιο] θα λάβει, εφόσον είναι απαραίτητο, τα μέτρα που επιτρέπουν την αποφυγή για την [FT] κάθε προβλήματος χρηματοδοτήσεως.»

8        Στις 2 Οκτωβρίου 2002, διορίσθηκε νέος πρόεδρος-γενικός διευθυντής της FT (στο εξής: νέος πρόεδρος της FT). Το ανακοινωθέν Τύπου με το οποίο ανακοινώθηκε ο διορισμός αυτός έχει ως εξής:

«Κατόπιν προτάσεως του διοικητικού συμβουλίου της [FT], το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να διορίσει τον [νέο πρόεδρο της FT] […] Προς τον σκοπό αυτό, ο νέος πρόεδρος πρόκειται να κινήσει αμέσως διαδικασία καταγραφής του ενεργητικού και του παθητικού της [FT], της οποίας τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν στο διοικητικό συμβούλιο κατά τις προσεχείς εβδομάδες και στα οποία θα στηρίξει ένα σχέδιο οικονομικής ανακάμψεως και στρατηγικής αναπτύξεως που θα επιτρέπει τη μείωση του χρέους της [FT] ενισχύοντας παράλληλα τα πλεονεκτήματά της. Στο πλαίσιο αυτό, ο [νέος πρόεδρος της FT] θα έχει την υποστήριξη του [Δημοσίου] μετόχου, το οποίο είναι αποφασισμένο να ασκήσει όλες τις αρμοδιότητές του. Το [γαλλικό Δημόσιο] θα προσφέρει τη βοήθειά του κατά την εφαρμογή των ενεργειών ανακάμψεως και θα συμβάλει, από πλευράς του, στην ενίσχυση των ίδιων κεφαλαίων της [FT] σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θα καθοριστούν σε στενή συνεργασία με τον [νέο πρόεδρο της FT] και το διοικητικό συμβούλιο. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το [γαλλικό Δημόσιο] θα λάβει εν τω μεταξύ, εφόσον είναι απαραίτητο, τα μέτρα που επιτρέπουν την αποφυγή κάθε προβλήματος χρηματοδοτήσεως για την [FT].»

9        Στις 19 Νοεμβρίου 2002, οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή «ενημερωτικό σημείωμα» το οποίο, αφενός, περιγράφει την τρέχουσα οικονομική κατάσταση της FT δίνοντας έμφαση στο ότι «οι επιχειρηματικές της επιδόσεις είναι εξαιρετικές» και, αφετέρου, ανακοινώνει την πρόθεσή τους να συμμετάσχουν στην αναδιάρθρωση των κεφαλαίων της FT υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, επεξηγώντας τις λεπτομέρειες της συμβολής τους στο σχέδιο ανακάμψεως της FT. Στο σημείωμα αυτό, οι γαλλικές αρχές μεταξύ άλλων διευκρίνιζαν τα εξής:

«Προκειμένου να δοθεί στην [FT] το αναγκαίο περιθώριο ευελιξίας ώστε να αντιμετωπίσει την αγορά υπό τις κατά το δυνατό καλύτερες συνθήκες και στον πλέον κατάλληλο χρόνο, το [γαλλικό Δημόσιο] προτίθεται να προβλέψει τη συμμετοχή του στην αύξηση του κεφαλαίου υπό τη μορφή προκαταβολής μετόχου η οποία θα μετατραπεί σε αύξηση κεφαλαίου κατά τον χρόνο εκδόσεως των νέων τίτλων. Το ποσό της προκαταβολής αυτής θα αντιστοιχεί, εν όλω ή εν μέρει, στην εγγραφή του [γαλλικού Δημοσίου] στην μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου και θα μπορεί να ανέλθει έως το ποσό των 9 [δισεκατομμυρίων ευρώ]. Η προκαταβολή αυτή θα είναι προσωρινή και η μετατροπή της σε τίτλους θα είναι υποχρεωτική. Θα πραγματοποιηθεί αναλόγως των αναγκών της [FT]. Εξάλλου, θα πληρωθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες της αγοράς και οι τόκοι θα ενσωματωθούν στο κεφάλαιο.

Προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή η συμμετοχή του στο σχέδιο ανακάμψεως της [FT], το [γαλλικό Δημόσιο] προτίθεται να χρησιμοποιήσει την ERAP, δημόσιο βιομηχανικό και εμπορικό φορέα του [γαλλικού Δημοσίου] η οποία θα χορηγήσει στην [FT] προκαταβολή μετόχου και θα αποτελέσει σημαντικό μέτοχο της [FT] από της μετατροπής της προκαταβολής αυτής σε κεφάλαιο. Μεταφέροντας στο ενεργητικό του τη δημόσια συμμετοχή στην [FT], ο δημόσιος αυτός φορέας θα εμφανίζει στο παθητικό του ομολογιακά δάνεια. Η επιλογή αυτή της ERAP απηχεί τη βούληση του [γαλλικού Δημοσίου] να προσδιορίσει σαφώς το συμφωνηθέν οικονομικό εγχείρημα περιορίζοντάς το σε μία συγκεκριμένη δομή.»

10      Κατά το διοικητικό συμβούλιο της FT, της 4ης Δεκεμβρίου 2002, οι νέοι διευθυντές της FT παρουσίασαν σχέδιο δράσεως με τίτλο «Ambition FT 2005» (στο εξής: σχέδιο Ambition 2005) ουσιαστικώς με σκοπό την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού της FT αυξάνοντας τα ίδια κεφάλαια κατά 15 δισεκατομμύρια ευρώ.

11      Η παρουσίαση του σχεδίου Ambition 2005 συνοδεύτηκε από ανακοινωθέν Τύπου του Υπουργού Οικονομικών της 4ης Δεκεμβρίου 2002, το οποίο έχει ως εξής:

«[Ο] Υπουργός Οικονομικών […] επιβεβαιώνει την υποστήριξη εκ μέρους του [γαλλικού Δημοσίου] του σχεδίου δράσεως που εγκρίθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της [FT] στις 4 Δεκεμβρίου [2002]. 1) Ο όμιλος [FT] αποτελεί συνεκτικό βιομηχανικό σύνολο του οποίου οι επιδόσεις είναι αξιοσημείωτες. Παρά ταύτα, η [FT] καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα μη ισορροπημένη οικονομική διάρθρωση, ανάγκες για ίδια κεφάλαια και ανάγκες μεσοπρόθεσμης αναχρηματοδοτήσεως. Αυτή η κατάσταση προήλθε από αποτυχημένες επενδύσεις κατά το παρελθόν, οι οποίες έτυχαν κακής διαχειρίσεως και υλοποιήθηκαν στο υψηλότερο σημείο της χρηματιστηριακής “φούσκας” και, γενικότερα, από την αντιστροφή των τάσεων της αγοράς. Η αδυναμία της [FT] να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή της με άλλον τρόπο πλην του δανεισμού επιδείνωσε αυτήν την κατάσταση. 2) Το [γαλλικό Δημόσιο], κύριος μέτοχος, ζήτησε από τα νέα διευθυντικά στελέχη να αποκαταστήσουν την οικονομική ισορροπία της [FT], διατηρώντας παράλληλα την ακεραιότητα του ομίλου […] 3) Λαμβανομένων υπόψη του σχεδίου δράσεως που εκπόνησαν τα διευθυντικά στελέχη και των προοπτικών αποδόσεως των επενδύσεων, το [γαλλικό Δημόσιο] θα συμμετάσχει στην ενίσχυση των ίδιων κεφαλαίων ύψους 15 δισεκατομμυρίων ευρώ, κατ’ αναλογία του μεριδίου του στο κεφάλαιο, δηλαδή επενδύοντας 9 δισεκατομμύρια ευρώ. Το [γαλλικό Δημόσιο] μέτοχος προτίθεται να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο ως συνετός επενδυτής. Εναπόκειται στην [FT] να καθορίσει τις λεπτομέρειες εφαρμογής και το ακριβές χρονοδιάγραμμα της ενισχύσεως των ίδιων κεφαλαίων της. Η [Γαλλική] Κυβέρνηση επιθυμεί να διεξαχθεί αυτή η δράση λαμβάνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο υπόψη την κατάσταση των επιμέρους μετόχων και των μισθωτών μετόχων της [FT]. Για να δοθεί στην [FT] η δυνατότητα να προωθήσει το εγχείρημα στην αγορά την πλέον κατάλληλη στιγμή, το [γαλλικό Δημόσιο] είναι έτοιμο να προβλέψει τη συμμετοχή του στην ενίσχυση των ίδιων κεφαλαίων, μέσω μιας προσωρινής προκαταβολής μετόχου, που θα καταβληθεί σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς και θα τεθεί στη διάθεση της [FT]. 4) Η ERAP, δημόσιος βιομηχανικός και εμπορικός φορέας, θα είναι εκδοχέας του συνόλου της συμμετοχής του [Δημοσίου] στην [FT]. Θα χρεωθεί έναντι των χρηματαγορών ώστε να χρηματοδοτήσει το μερίδιο του [Δημοσίου] για την ενίσχυση των ίδιων κεφαλαίων της [FT].»

12      Στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 2002, η FT προέβη σε δύο διαδοχικές εκδόσεις ομολόγων συνολικού ποσού 2,9 δισεκατομμυρίων ευρώ.

13      Στις 20 Δεκεμβρίου 2002, η Entreprise de recherches et d’activités pétrolières (στο εξής: ERAP) απέστειλε στην FT μονογραφημένο και υπογεγραμμένο σχέδιο συμβάσεως προκαταβολής μετόχου. Η FT δεν υπέγραψε το σχέδιο αυτό συμβάσεως προκαταβολής μετόχου και η προκαταβολή μετόχου ουδέποτε καταβλήθηκε.

14      Στις 15 Ιανουαρίου 2003, η FT προέβη σε δανεισμό υπό τη μορφή ομολογιακών δανείων συνολικού ποσού 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τα εν λόγω ομολογιακά δάνεια δεν καλύπτονταν από κρατική ασφάλεια ή εγγύηση.

15      Στις 10 Φεβρουαρίου 2003, η FT ανανέωσε μέρος κοινοπρακτικού δανείου, το οποίο καθίστατο ληξιπρόθεσμο, ύψους μέχρι 15 δισεκατομμύρια ευρώ.

16      Στις 4 Μαρτίου 2003, προωθήθηκε το εγχείρημα ενισχύσεως των ίδιων κεφαλαίων σύμφωνα με το σχέδιο Ambition 2005. Στις 24 Μαρτίου 2003, η FT προέβη σε αύξηση κεφαλαίου κατά 15 δισεκατομμύρια ευρώ. Το γαλλικό Δημόσιο συμμετείχε στο εγχείρημα αυτό με 9 δισεκατομμύρια ευρώ κατ’ αναλογία προς το μερίδιό του στο κεφάλαιο της FT. Όμιλος τραπεζών, αποτελούμενος από 21 τράπεζες, τέθηκε εγγυητής του ποσού των 6 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το εγχείρημα αυτό ολοκληρώθηκε στις 11 Απριλίου 2003.

17      Η FT έκλεισε τη χρήση του 2002 με ζημία περίπου 21 δισεκατομμυρίων ευρώ και καθαρό οικονομικό χρέος περίπου 68 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι λογαριασμοί του οικονομικού έτους 2002, που δημοσίευσε η FT στις 5 Μαρτίου 2003, εμφάνιζαν αύξηση του κύκλου εργασιών κατά 8,4 %, του αποτελέσματος εκμεταλλεύσεως πριν από την απόσβεση κατά 21,1 % και του αποτελέσματος εκμεταλλεύσεως κατά 30,9 %. Στις 14 Απριλίου 2003, το γαλλικό Δημόσιο κατείχε 58,9 % του κεφαλαίου της FT, ποσοστό δε 28,6 % αυτού μέσω της ERAP.

18      Στις 31 Ιουλίου 2003, η Γαλλική Κυβέρνηση επεξεργάσθηκε, σε επίπεδο συμβουλίου υπουργών, σχέδιο νόμου το οποίο προέβλεπε την κατάργηση της υποχρεωτικής κατοχής δημόσιου κατά πλειοψηφία μεριδίου στο κεφάλαιο της FT. Το εν λόγω σχέδιο νόμου ψηφίσθηκε από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση και τέθηκε σε ισχύ στις 31 Δεκεμβρίου 2003.

19      Την 1η Σεπτεμβρίου 2004, το γαλλικό Δημόσιο προέβη σε πώληση περίπου του 10 % του κεφαλαίου της FT, ποσού 5,2 δισεκατομμυρίων ευρώ, μειώνοντας το μερίδιό του στο κεφάλαιο της FT σε 42,25 %.

II –  Διοικητική διαδικασία

20      Η Γαλλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 4 Δεκεμβρίου 2002, τα οικονομικά μέτρα που προέβλεπε το σχέδιο Ambition 2005, συμπεριλαμβανομένου του σχεδίου προκαταβολής μετόχου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 της Συνθήκης ΕΚ) (ΕΕ L 83, σ. 1).

21      Στις 22 Ιανουαρίου 2003, οι Bouygues SA και Bouygues Télécom SA (στο εξής, από κοινού: εταιρίες Bouygues), δύο εταιρίες γαλλικού δικαίου, εκ των οποίων η δεύτερη δραστηριοποιείται στη γαλλική αγορά της κινητής τηλεφωνίας, υπέβαλαν στην Επιτροπή καταγγελία σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από το γαλλικό Δημόσιο στην FT και στην Orange στο πλαίσιο της αναχρηματοδοτήσεως της FT. Η καταγγελία αυτή αφορούσε, ειδικότερα, αφενός, την αναγγελία για την επένδυση του γαλλικού Δημοσίου ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ και, αφετέρου, τις δημόσιες δηλώσεις των γαλλικών αρχών υπέρ της FT από τον Ιούλιο 2002 (στο εξής: από Ιουλίου 2002 δηλώσεις).

22      Με το από 31 Ιανουαρίου 2003 έγγραφο, η Επιτροπή κοινοποίησε στις γαλλικές αρχές την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ κατά των οικονομικών μέτρων που ελήφθησαν υπέρ της FT.

23      Στις 12 Μαρτίου 2003, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 57, σ. 5). Με την απόφαση αυτή, ζήτησε από τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των επίμαχων μέτρων.

24      Με το από 4 Απριλίου 2003 έγγραφο, οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, αντικρούοντας το βάσιμο των αμφιβολιών που εξέφρασε η Επιτροπή.

25      Με υπόμνημα της 11ης Απριλίου 2003, οι εταιρίες Bouygues υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή επισημαίνοντας ότι η από 22 Ιανουαρίου 2003 καταγγελία τους πρέπει να θεωρηθεί αναπόσπαστο τμήμα της εκφρασθείσας στην παρούσα διαδικασία θέσεώς τους. Περαιτέρω, η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις και από άλλους ενδιαφερομένους, συμπεριλαμβανομένης της Association française des opérateurs de réseaux et services de télécommunications (AFORS Télécom, στο εξής: AFORS) και της FT. Ειδικότερα, η FT και οι εταιρίες Bouygues υπέβαλαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας πλείστες μελέτες οικονομολόγων και νομικές γνωμοδοτήσεις.

26      Στις 30 Μαΐου 2003, η Επιτροπή δημοσίευσε προκήρυξη διαγωνισμού για «την παροχή βοηθητικών υπηρεσιών στην αξιολόγηση της συμμορφώσεως της οικονομικής ενισχύσεως που χορηγείται στην FT με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και για την ενδεχόμενη ανάλυση του σχεδίου ανακάμψεως της FT». Το αντικείμενο της συμβάσεως αυτής ανατέθηκε, στις 24 Σεπτεμβρίου 2003, σε σύμβουλο, ο οποίος υπέβαλε την οικονομική του έκθεση στις 28 Απριλίου 2004 (στο εξής: έκθεση της 28ης Απριλίου 2004).

27      Η έκθεση της 28ης Απριλίου 2004 συνοδευόταν από νομική γνωμοδότηση της 22ας Μαρτίου 2004 (στο εξής: έκθεση της 22ας Μαρτίου 2004). Με το από 3 Μαΐου 2004 έγγραφο, η Επιτροπή απέστειλε τις δύο αυτές εκθέσεις στις γαλλικές αρχές καλώντας τις να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

III –  Προσβαλλόμενη απόφαση

 Κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

28      Στις 3 Αυγούστου 2004, η Επιτροπή κοινοποίησε στις γαλλικές αρχές την απόφαση 2006/621/ΕΚ, της 2ας Αυγούστου 2004, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία στη France Télécom (ΕΕ 2006 L 257, σ. 11, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

29      Στις 30 Αυγούστου 2004, η Επιτροπή απέστειλε αντίγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως στην FT και στις εταιρίες Bouygues.

30      Στις 3 Σεπτεμβρίου 2004, η Επιτροπή απέστειλε αντίγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως στην AFORS.

 Διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως

31      Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως προβλέπει ότι «[η] εισφορά κεφαλαίου που χορηγήθηκε από τη [Γαλλική Δημοκρατία] στην [FT] τον Δεκέμβριο του 2002 υπό μορφή κονδυλίου πιστώσεως 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενταγμένη στο πλαίσιο των δηλώσεων […] από τον Ιούλιο του 2002, αποτελεί κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά».

32      Κατά το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «[η] ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 δεν πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ανάκτησης».

 Διαπιστώσεις της Επιτροπής ως προς την οικονομική κατάσταση της FT μεταξύ Ιουνίου 2002 και Μαρτίου 2003

33      Υπό τον τίτλο 3 «Χρονολογική περιγραφή των γεγονότων και οικονομική κατάσταση της [FT]» της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή κατ’ ουσίαν προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις.

34      Πρώτον, ως προς την οικονομική κατάσταση της FT, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, από τον Ιούνιο του 2002, η FT «χαρακτηριζόταν από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα και παρουσίαζε μη ισορροπημένο ισολογισμό» (αιτιολογική σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε, αφενός, ταχεία πτωτική εξέλιξη της βαθμολογίας της FT κατά το πρώτο εξάμηνο του 2002, όπως προκύπτει από τις αναγγελίες οίκων αξιολογήσεως, όπως των Standard & Poor’s (στο εξής: S & P), Moody’s και Fitch Ratings (αιτιολογικές σκέψεις 20 έως 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και, αφετέρου, κατόπιν αναλύσεως των «credit spreads» (περιθωρίων πιστώσεων) της FT, «spread inversion», δηλαδή, αύξηση των κινδύνων που συνδέονται με το λίαν βραχυπρόθεσμο χρέος της, ιδίως στις αρχές του μηνός Ιουλίου 2002, σε σχέση με τη σημασία των κινδύνων που συνδέονται με το μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο χρέος της. Ειδικότερα, τα σχετικά με το χρέος μιας επιχειρήσεως «spreads» αντικατοπτρίζουν την αξιολόγηση από τις αγορές του κινδύνου που συνδέεται με την ικανότητα της εν λόγω επιχειρήσεως να τηρήσει τις υποχρεώσεις της όσον αφορά την πληρωμή τόκων και την εξόφληση του χρέους εμπρόθεσμα, τα δε «spreads» για τα μακροπρόθεσμα χρέη είναι συνήθως σημαντικότερα από εκείνα για τα βραχυπρόθεσμα χρέη. Τα εν λόγω «spreads» επηρεάζουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την αποτίμηση των ομολόγων, καθώς και το επίπεδο του τόκου που είναι δυνατόν να απαιτηθεί για την έκδοση νέων ομολόγων. Κατά την Επιτροπή, αυτή η αύξηση του κινδύνου επιβεβαιώθηκε από την πτώση της τιμής των ομολόγων της FT τον Ιούνιο και τον Ιούλιο 2002, αντικατοπτρίζοντας αξία μικρότερη από το χρέος της FT λόγω της αυξήσεως του κινδύνου υπερημερίας, που έγινε αντιληπτός από την αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 28 έως 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε σημαντική πτώση της αξίας της μετοχής της FT κατά το πρώτο εξάμηνο του 2002, καθώς έφθασε στο πλέον χαμηλό επίπεδο, αρχικώς, στις 27 Ιουνίου 2002 (7,79 ευρώ) και, ακολούθως, στις 30 Σεπτεμβρίου 2002 (6,01 ευρώ) (αιτιολογική σκέψη 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

35      Δεύτερον, η Επιτροπή διαπίστωσε κατ’ ουσίαν ότι, κατά το χρόνο της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, κάθε περαιτέρω μείωση της βαθμολογίας του χρέους της FT θα συνεπαγόταν απώλεια της κατατάξεως ασφαλούς επενδύσεως (investment grade) και ότι οι οίκοι αξιολογήσεως S & P και Moody’s επρόκειτο να μειώσουν τη βαθμολογία αυτή στην κατάταξη «junk bond» (επισφαλούς ομολόγου) (αιτιολογική σκέψη 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

36      Στο ανακοινωθέν Τύπου της 12ης Ιουλίου 2002, η S & P είχε, πάντως, επισημάνει (αιτιολογικές σκέψεις 37 και 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως) τα εξής:

«Η FT ενδέχεται να αντιμετωπίσει δυσκολίες κατά την αναχρηματοδότηση του ομολογιακού χρέους της, το οποίο καθίσταται ληξιπρόθεσμο το 2003. Εντούτοις, η δήλωση του [γαλλικού Δημοσίου] υποστηρίζει τη βαθμολογία της FT στην [κατάταξη] [ασφαλούς] επενδύσεως […] [Τ]ο γαλλικό [Δημόσιο] –στο οποίο ανήκει ποσοστό 55 % της [FT]– δήλωσε σαφώς στην [S & P] ότι θα συμπεριφερθεί ως συνετός επενδυτής και ότι θα λάβει τα κατάλληλα μέτρα εάν η FT αντιμετωπίσει δυσκολίες. Η μακροπρόθεσμη βαθμολόγηση της [FT] μειώθηκε σε BBB- [..]»

37      Στην αιτιολογική σκέψη 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι, ήδη από τις 24 Ιουνίου 2002, η Moody’s είχε μειώσει τη βαθμολογία της FT στην αμέσως ανώτερη κατάταξη από εκείνη του «junk bond». Περαιτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 221 και στην υποσημείωση 142 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε έκθεση της Deutsche Bank, της 22ας Ιουλίου 2002, τα εξής αποσπάσματα της οποίας μνημόνευσε και σχολίασε:

«Στις 12 Ιουλίου 2002, η S & P μείωσε τη βαθμολογία της [FT] σε BBB- […] Ο οίκος αξιολογήσεως δεν αναμένει πλέον να επιτύχει η [FT] τον στόχο του 3,5 επί καθαρό χρέος/Ebitda το 2003, αλλά απέδωσε μια σταθερή προοπτική στη χαμηλή βαθμολογία του τριπλού B. Φαίνεται ότι η σταθερή προοπτική υποστηρίζεται από [τους ακόλουθους όρους κατά το εξής ανακοινωθέν Τύπου της S & P:] “[Τ]ο γαλλικό [Δημόσιο] –το οποίο κατέχει ποσοστό 55 % της [FT]– δήλωσε σαφώς στην [S & P] ότι θα συμπεριφερόταν ως συνετός επενδυτής και ότι θα λάβει τα κατάλληλα μέτρα εάν η FT αντιμετωπίσει δυσκολίες”. Υπογραμμίζουμε ότι η [S & P] είχε αρχικά δηλώσει ότι δεν θα ενέτασσε την έκτακτη [υποστήριξη] εκ μέρους της Γαλλικής Κυβερνήσεως στην βαθμολογία της όταν αυτή μείωσε τη βαθμολογία της [FT] σε BBB τον Ιούνιο. Έκτοτε, ο οίκος αξιολογήσεως φαίνεται ότι άλλαξε γνώμη δηλώνοντας ότι τα συμπεράσματα του creditwatch status “ακολουθούν μία ανάλυση της ρευστότητας της [FT] στη διάρκεια του τελευταίου μέρους του έτους 2003 και μία επανεξέταση της δυνητικής συμμετοχής του γαλλικού [Δημοσίου] στη γαλλική αγορά τηλεπικοινωνιών” (σ. 19). “Η [FT] επωφελήθηκε από την αυξανόμενη πεποίθηση της αγοράς ότι η [Γαλλική] Κυβέρνηση θα υποστηρίξει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την πίστωση” (σ. 20). “Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το ότι η FT ανήκει κατά πλειονότητα στο γαλλικό [Δημόσιο] και πρόσφατα σχόλια του Γάλλου [Υ]πουργού Οικονομικών καθησύχασαν τους επενδυτές ως προς το ότι η ρευστότητα θα είναι εξασφαλισμένη.” (σ. 54). “Εντούτοις, […] κρίνουμε ότι η [FT] θα βρει τελικά το χρήμα τοις μετρητοίς το οποίο χρειάζεται μέσω της ονομαζόμενης ‘σιωπηρής υποστηρίξεως του [γαλλικού Δημοσίου]’. Αυτό θα μπορούσε να λάβει τη μορφή δανείων, υπό συνθήκες αγοράς, εκ μέρους των τραπεζών ή της [Γαλλικής] Κυβερνήσεως” (σ. 21). Εντούτοις, ‘ποια είναι η τιμή της αγοράς για ένα νέο χρέος ύψους π.χ. 10 δισεκατομμυρίων για μια πίστωση BBB-; Ποιο είναι το πραγματικό κόστος για ένα χρέος ύψους 10 δισεκατομμυρίων ευρώ για μια εταιρία που δεν είναι πραγματικά BBB-, αλλά η οποία απλώς εκτιμήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο λόγω της κυβερνητικής υποστηρίξεως; [...] Κρίνουμε ότι δεν υπάρχει ικανοποιητική απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα διότι εάν η FT λειτουργούσε στον πραγματικό κόσμο, δεν θα ήταν κατά τη γνώμη μας σε θέση να αναχρηματοδοτηθεί χωρίς μετατροπή του χρέους σε κεφάλαιο’ (σ. 33, και υπό αυτήν την έννοια βλ. σ. 54). Επιπλέον: “Έγινε μνεία στον Τύπο ότι η Γαλλική Κυβέρνηση θα υποστήριζε την [FT], αφήνοντας να εννοηθεί ότι δέχεται να είναι ‘δανειστής έσχατης ανάγκης’ της εταιρίας. Αυτή η μνεία βελτίωσε σημαντικά την τιμή των ομολόγων και των μετοχών, με αποτέλεσμα οι μετοχές να σημειώσουν άνοδο κατά 90% και τα ομόλογα κατά 137 [βαθμούς στη βασική βαθμολογία] εντός δύο εβδομάδων, συγκεκριμένα διότι οι κερδοσκόποι κάλυπταν τη θέση τους.” (σ. 28). Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η S & P δήλωσε κατά την τελευταία τηλεφωνική συνέντευξή της όσον αφορά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της FT ότι, γενικά, μια επιχείρηση που δημιουργεί ταμειακή ροή με σχέση χρέους προς Ebitda ίση προς τέσσερα θα χαρακτηριζόταν ως έχουσα πιστοληπτική ικανότητα BBB-, δηλαδή με την κατώτατη βαθμολογία [ασφαλούς] επενδύσεως. Η σημερινή βαθμολογία της FT, BBB-, φαίνεται ότι βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην υπόσχεση υποστηρίξεως εκ μέρους της [Γαλλικής] Κυβερνήσεως για την εξασφάλιση ρευστότητας και όχι στο βασικό ενεργητικό της».

Κατά τους υπολογισμούς της Deutsche Bank, η σχέση χρέους/Ebitda της FT ανερχόταν σε 4,9 κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2002 και [σε] 5,20 στις 31 Δεκεμβρίου 2002.

38      Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, τον Ιούλιο 2002, η FT αντιμετώπιζε κρίση εμπιστοσύνης.

39      Συγκεκριμένα, ο πρώην πρόεδρος της FT είχε ανακοινώσει στον Τύπο, στις 16 Σεπτεμβρίου 2002, ότι «η μείωση της βαθμολογίας εμποδίζει τις μελετώμενες αναχρηματοδοτήσεις» της FT και ότι η «η μείωση της βαθμολογίας στο τέλος του [μηνός] Ιουνίου […] από τη Moody’s [….] [της] έκλεισε την πρόσβαση στην αγορά» (υποσημείωση 131 αντιστοιχούσα στην αιτιολογική σκέψη 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως· βλ. επίσης την αιτιολογική σκέψη 248 της εν λόγω αποφάσεως). Προκύπτει, εξάλλου, από την υποσημείωση 176 που αντιστοιχεί στην αιτιολογική σκέψη 252 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, κατά την ακρόαση ενώπιον της επιτροπής έρευνας των ελεγκτών των λογαριασμών της FT, ο πρώην πρόεδρος της FT είχε δηλώσει τα εξής:

«Επομένως, πρόκειται για στοιχείο το οποίο το απαισιόδοξο σενάριο δεν είχε ποτέ περιλάβει: το γεγονός ότι η πρόσβαση στην κεφαλαιαγορά αποκλείεται για μας. Δεν είχαμε ποτέ επισημάνει αυτήν τη δυνατότητα, διότι κρίναμε ότι θα ήταν λογικό η παρουσία του [γαλλικού Δημοσίου] ως πλειοψηφικού μετόχου να εμποδίσει την αγορά να θεωρήσει πιθανή την πτώχευση της [FT], χωρίς να είναι άλλωστε απαραίτητο να εκφράσει το [γαλλικό Δημόσιο] την υποστήριξή του. Τη γνώμη αυτή συμμεριζόταν σχεδόν το σύνολο των παραγόντων της αγοράς μέχρι την ημέρα κατά την οποία ένας από τους οίκους αξιολογήσεως –και ο μόνος– αποφάσισε ότι η [FT] ήταν στο όριο της αφερεγγυότητας και αναθεώρησε τη βαθμολογία του, αποκλείοντας, από τη μία μέρα στην άλλη, κάθε πρόσβασή της στην αγορά [...] Όταν, τον Ιούνιο [του 2002], αυτός ο μοναδικός οίκος αξιολογήσεως εξέφερε τη γνώμη του και η πρόσβασή μας στην αγορά αποκλείστηκε, γνώριζα ότι, λόγω αδυναμίας εκ νέου δανειοληψίας, η [FT] θα ερχόταν αντιμέτωπη με δυσχέρειες πληρωμής ένα έτος αργότερα κατά το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2003».

40      Αφενός, αυτή η κρίση εμπιστοσύνης επανεπιβεβαιώθηκε από τον νέο πρόεδρο της FT, κατά την ακρόασή του, στις 11 Δεκεμβρίου 2002, ενώπιον της επιτροπής οικονομικών υποθέσεων της Εθνικής Συνελεύσεως, τα πρακτικά της συνεδριάσεως της οποίας (υποσημείωση 32 αντιστοιχούσα στην αιτιολογική σκέψη 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως) έχουν ως εξής:

«[Ο νέος πρόεδρος της FT] παρατήρησε ότι το τεθέν σε εφαρμογή σχέδιο χρηματοδοτήσεως δεν είχε τηρηθεί και ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε, στις αρχές του 2001, με αποτέλεσμα να προβλέπεται κρίση ρευστότητας το καλοκαίρι του 2003 […] Δήλωσε ότι, υπό την απειλή κηρύξεώς της σε κατάσταση παύσεως πληρωμών, η [FT] δέχθηκε πλήγμα […] λόγω του μεγέθους του χρέους της, καθόσον έπρεπε να βρει ρευστό χρήμα για να πληρώσει 15 δισεκατομμύρια ευρώ το 2003 και στη συνέχεια το 2004, και 20 δισεκατομμύρια ευρώ το 2005 […]»

41      Στην αιτιολογική σκέψη 248 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι, κατά την ακρόαση ενώπιον της οικονομικής επιτροπής της γαλλικής Γερουσίας στις 5 Δεκεμβρίου 2002, ο νέος πρόεδρος της FT είχε επιβεβαιώσει ότι, «[έ]ναντι μιας γιγαντιαίας χρεώσεως, η [FT] δεν φαίνεται να είχε σταθμίσει την κατάσταση ενός ομίλου του οποίου η τιμή στο χρηματιστήριο μειωνόταν και δεν είχε πλέον πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές.»

42      Αφετέρου, η γαλλική Γερουσία είχε διαπιστώσει σε γνώμη εκδοθείσα στις 21 Νοεμβρίου 2002 εξ ονόματος της επιτροπής οικονομικών υποθέσεων και σχεδιασμού, ότι η μείωση της βαθμολογίας της FT θα επιδείνωνε τη διαχειριστική κρίση του βραχυπρόθεσμου χρέους της (αιτιολογική σκέψη 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αναφέροντας τα εξής:

«Επομένως είναι προφανές ότι τον Ιούνιο του 2003 τα προβλήματα χρηματοδοτήσεως της FT ενδέχεται να καταστούν κρίσιμα και ίσως “ανυπέρβλητα” […] Εάν, μέχρι τότε, η [FT] δεν επιτύχει πρόσβαση στην αγορά (λόγω μιας “τιμωρητικής” βαθμολογίας), το [γαλλικό Δημόσιο] θα υποχρεωθεί να αναζητήσει τα μέσα που θα βοηθήσουν την [FT] να αναχρηματοδοτηθεί.»

43      Προκύπτει, επίσης, από τις αιτιολογικές σκέψεις 245 και 246 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, ιδίως, σύμφωνα με την έκθεση της JP Morgan της 2ας Δεκεμβρίου 2002, χωρίς την υποστήριξη του Δημοσίου, η FT δεν θα ήταν ικανή να αποκτήσει νέα κεφάλαια στην αγορά ώστε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της. Συναφώς, η έκθεση αυτή διευκρίνιζε τα εξής:

«Εξακολουθούμε να θεωρούμε το προφίλ της FT από άποψη κινδύνου/αποδόσεως ως μη ελκυστικό αναμένοντας το αποτέλεσμα μιας στρατηγικής αναθεωρήσεως. […] Καίτοι παρατηρούμε σημαντική ικανότητα της FT για μείωση του κόστους της και επίτευξη πολύ σημαντικής αποδόσεως και παρόλο που ο πρόεδρος/γενικός διευθυντής της χαίρει σοβαρής υπολήψεως, ο ρόλος της [Γαλλικής] Κυβερνήσεως είναι κεντρικός ώστε να παρασχεθεί στην FT η αναγκαία ευελιξία. Εν τω μεταξύ, ο κίνδυνος ελλείψεως ρευστότητας εξακολουθεί να υπάρχει και, κατά την άποψή μας, η αύξηση κεφαλαίου είναι απλώς ζήτημα χρόνου. […] Ο ρόλος της [Γαλλικής] Κυβερνήσεως θα είναι ακόμη κεντρικός για την αναχρηματοδότηση και τη μείωση του χρέους. Εντούτοις, για την αντιμετώπιση των αποθαρρυντικών προθεσμιών αναχρηματοδοτήσεως για το 2003, η FT και οι οίκοι αξιολογήσεως επικεντρώθηκαν βραχυπρόθεσμα στους κινδύνους ελλείψεως ρευστότητας και αδυναμίας αναχρηματοδοτήσεως της [FT]. Αυτό θα ήταν αδύνατο χωρίς την παρέμβαση της [Γαλλικής] Κυβερνήσεως – ακόμη και η [FΤ] το αναγνώρισε κατά την τηλεφωνική διάσκεψή της του τρίτου τριμήνου.»

44      Παρά ταύτα, έναντι της καταστάσεως αυτής, οι οίκοι αξιολογήσεως διατήρησαν τη βαθμολογία της FT σε επίπεδο ασφαλούς επενδύσεως λαμβάνοντας υπόψη τις δηλώσεις των γαλλικών αρχών (αιτιολογική σκέψη 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, σύμφωνα με έναν από τους όρους των πρωτοκόλλων συμφωνίας που υπογράφθηκαν στις 11 και 12 Σεπτεμβρίου 2002 μεταξύ του γαλλικού Δημοσίου και του ομίλου τραπεζών που συμμετείχαν στο εγχείρημα της αναδιαρθρώσεως κεφαλαίου, «η διατήρηση τουλάχιστον των σημερινών βαθμολογιών (κατάταξη [ασφαλούς] επενδύσεως) του μακροπρόθεσμου χρέους της [FT] από τους οίκους αξιολογήσεως Moody’s και [S & P] [θα αποτελεί] προϋπόθεση [η οποία] θα περιλαμβάνεται στη σύμβαση εγγυήσεως και τοποθετήσεως». Τέλος, μία από τις μετέχουσες τράπεζες, η Morgan Stanley, δήλωσε στις 12 Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τη δέσμευσή της όσον αφορά την αύξηση του κεφαλαίου της FT (υποσημείωση 147 αντιστοιχούσα στην αιτιολογική σκέψη 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τα εξής:

«Κρίνουμε ότι η μελετώμενη ενέργεια είναι δύσκολη υπό τις σημερινές συνθήκες και ότι η θετική αντίδραση των αγορών στις δηλώσεις και τα ανακοινωθέντα που θα δημοσιευθούν στο τέλος της εβδομάδας θα είναι αποφασιστική για τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών υλοποιήσεως αυτής της ενέργειας.»

45      Τρίτον, ενόψει της οικονομικής καταστάσεως της FT τον Σεπτέμβριο του 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 40 έως 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, ιδίως, των ανακοινωθέντων Τύπου των γαλλικών αρχών της 13ης Σεπτεμβρίου (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω) και της 2ας Οκτωβρίου 2002 (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω), οι οίκοι αξιολογήσεως τροποποίησαν τις εκτιμήσεις τους ως προς τη διαχείριση του χρέους της FT και διαπιστώθηκε ενίσχυση της εμπιστοσύνης της αγοράς.

46      Ειδικότερα, η Moody’s άλλαξε την προοπτική του χρέους της FT από αρνητική σε σταθερή λόγω της επιβεβαιώσεως της δεσμεύσεως του γαλλικού Δημοσίου για υποστήριξη της FT, σε ανακοινωθέν Τύπου της 13ης Σεπτεμβρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 52 και υποσημείωση 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως), το οποίο έχει ως εξής:

«Η εμπιστοσύνη του οργανισμού Moody’s ενισχύθηκε από τη δήλωση της [Γαλλικής] Κυβερνήσεως η οποία, ακόμη μια φορά, επιβεβαίωσε την υποστήριξή της προς την [FT]. Έστω και εάν η ανησυχία του οργανισμού Moody’s όσον αφορά το γενικό επίπεδο οικονομικού κινδύνου και ιδιαίτερα όσον αφορά την εύθραυστη κατάσταση ρευστότητας της [FT] εξακολουθεί να υπάρχει, η εταιρία αξιολογήσεως Moody’s έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι η Γαλλική Κυβέρνηση θα υποστηρίξει την [FT] εάν [αυτή] συναντήσει δυσκολίες κατά την αποπληρωμή του χρέους της.»

47      Ομοίως, στις 17 Δεκεμβρίου 2002, η S & P διευκρίνιζε, αφενός, ότι, από τον Ιούλιο του 2002, η υποστήριξη των γαλλικών αρχών αποτελούσε κρίσιμο παράγοντα για τη διατήρηση της βαθμολογίας της FT σε επίπεδο ασφαλούς επενδύσεως. Αφετέρου, ότι η αναγγελία των γαλλικών αρχών σχετικά με την προκαταβολή μετόχου και την ανάληψη υποχρεώσεως συμμετοχής, κατ’ αναλογία του μεριδίου στο κεφάλαιο της FT, στο εγχείρημα αναδιαρθρώσεως κεφαλαίου ύψους 15 δισεκατομμυρίων ευρώ αποδείκνυαν αυτή την υποστήριξη και τη σημαντική προστασία των πιστωτών της FT (αιτιολογική σκέψη 58 και υποσημειώσεις 52 και 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

48      Η Επιτροπή διαπίστωσε, επίσης, ότι, μετά την αύξηση κεφαλαίου της FT, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2003, οι οίκοι αξιολογήσεως έπαυσαν να θεωρούν την υποστήριξη του γαλλικού Δημοσίου ως κρίσιμο παράγοντα για τη βαθμολογία της FT, υποστήριξη η οποία θεωρείτο πολύ σημαντική για την S & P στις 17 Δεκεμβρίου 2002 και για τη Moody’s τον Φεβρουάριο του 2003. Έτσι, η Moody’s είχε δηλώσει (αιτιολογική σκέψη 61 και υποσημείωση 54 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

«Η Γαλλική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε σταθερά την υποστήριξή της προς την [FT] και την πρόθεσή της να παράσχει οικονομική ενίσχυση εφόσον είναι απαραίτητο για να αμβλύνει τα ενδεχόμενα προβλήματα ρευστότητας. Η υποστήριξη αυτή φάνηκε από τη διάθεση […] κονδυλίου πιστώσεως 9 δισεκατομμυρίων ευρώ υπέρ της [FΤ] για περίοδο 18 μηνών, συμπεριλαμβανομένων τόκων, όμως πληρωτέο μόνο με μετοχές της [FT]. Η εταιρία αξιολογήσεως Moody’s εντάσσει την υποστήριξη [του γαλλικού Δημοσίου] στη βαθμολογία του Baa3 […] [Ο] οικονομικός κίνδυνος που έχει σχέση με τη σημαντική χρέωση της [FT] δεν ανταποκρίνεται στην ποιότητα των επενδύσεών της (η οποία αντισταθμίζεται από καλή λειτουργική επίδοση και την έμμεση υποστήριξη της Γαλλικής Κυβερνήσεως).»

49      Εξάλλου, η βαθμολογία της FT από την S & P, στις 14 Μαΐου 2003, ήτοι μετά την αύξηση του κεφαλαίου της, στηρίχθηκε σαφώς στα οικονομικά στοιχεία της FT (αιτιολογική σκέψη 61 και υποσημείωση 54 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

50      Κατά την αιτιολογική σκέψη 247 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μεταξύ άλλων, η έκθεση της 20ής Φεβρουαρίου 2003 του Global Equity Research επιβεβαίωσε το γεγονός ότι μόνον κατόπιν των δηλώσεων των γαλλικών αρχών η κεφαλαιαγορά επέτρεψε στην FT να αναχρηματοδοτηθεί υπό κανονικές συνθήκες. Κατά την έκθεση αυτή, «[τα] άμεσα προβλήματα ρευστότητας επιλύθηκαν: μετά την προκαταβολή της συμμετοχής της στην αύξηση κεφαλαίου κατά 15 δισεκατομμύρια ευρώ υπό τη μορφή κονδυλίου πιστώσεως 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, η FT μπόρεσε εκ νέου να προχωρήσει στην αγορά ομολόγων για να μειώσει τις άμεσες δυσκολίες ρευστότητας που αντιμετώπιζε».

 Αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως

51      Στον τίτλο 6 «Αντικείμενο της παρούσας αποφάσεως» της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αρχικώς υπενθυμίζει το αντικείμενο της κοινοποιήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με το σχέδιο προκαταβολής μετόχου το οποίο προτίθετο να εφαρμόσει στο πλαίσιο του σχεδίου Ambition 2005. Στη συνέχεια, αναφέρει ότι «[γ]ια να αποφασιστεί εάν τα εν λόγω μέτρα είναι σύμφωνα με τη Συνθήκη, η Επιτροπή εξέτασε τα περιστατικά που έχουν σχέση με την κοινοποίηση αυτού του σχεδίου, μεταξύ των οποίων οι κυβερνητικές δηλώσεις από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο του 2002» και ότι «τα μέτρα που κοινοποιήθηκαν δεν μπορούν να αναλυθούν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι [εν λόγω] δηλώσεις». Ειδικότερα, με τις δηλώσεις αυτές οι γαλλικές αρχές εξέφρασαν την πρόθεσή τους να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών δυσκολιών της FT. Το σχέδιο προκαταβολής μετόχου αποτελεί την υλοποίηση των προθέσεων που εξέφρασε το Δημόσιο κατά το παρελθόν. Από υλικής απόψεως, δεν υπάρχει κανένας νομικός λόγος να περιοριστεί η εξέταση των κατάλληλων περιστατικών μόνο στα περιστατικά που το κράτος μέλος αποφάσισε να αναφέρει στην κοινοποίησή του. Η έννοια της ενισχύσεως είναι αντικειμενική έννοια βασιζόμενη στην οικονομική πραγματικότητα. Προκύπτει ότι, εάν η Επιτροπή έχει γνώση προηγούμενων περιστατικών αντικειμενικά κατάλληλων, οφείλει να τα εντάξει στη ανάλυσή της (αιτιολογική σκέψη 185 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή προσέθεσε ότι είχε επισημάνει, στην αιτιολογική σκέψη 70 και στην υποσημείωση 40 της αποφάσεως κινήσεως της διαδικασίας, ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν στοιχεία τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της έρευνάς της (υποσημείωση 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

52      Στις αιτιολογικές σκέψεις 186 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή συνοψίζει την προσέγγισή της ως εξής:

«(186) Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα μέτρα του Δεκεμβρίου 2002, τα οποία απετέλεσαν αντικείμενο της κοινοποιήσεως, έπονται ορισμένων δηλώσεων και μέτρων των γαλλικών αρχών από τον Ιούλιο [2002]. Αφενός, οι εν λόγω δηλώσεις και μέτρα επιτρέπουν την καλύτερη κατανόηση των λόγων και της εμβέλειας των μέτρων του Δεκεμβρίου [2002]. Αφετέρου, αυτές οι προκαταρκτικές δηλώσεις και μέτρα είχαν ασφαλώς αντίκτυπο στην αντίληψη την οποία είχαν οι αγορές και οι οικονομικοί παράγοντες όσον αφορά την κατάσταση της FT τον Δεκέμβριο [2002]. Εφόσον η συμπεριφορά των οικονομικών παραγόντων αφ’ εαυτής είχε επηρεαστεί από τη συμπεριφορά του [Δημοσίου], δεν αποτελεί αντικειμενική παράμετρο για να κριθεί στη συνέχεια η συμπεριφορά του [Δημοσίου]. Αυτές οι προηγούμενες παρεμβάσεις πρέπει επομένως να ληφθούν υπόψη κατά την ανάλυση της παρουσίας στοιχείων ενισχύσεως στα μέτρα του Δεκεμβρίου.

(187) Είναι πράγματι δυνατόν να αναλυθούν οι δηλώσεις και τα επακόλουθα μέτρα των γαλλικών αρχών από τον Ιούλιο του 2002 ως σύνολο των οποίων η στιγμή υλοποιήσεως θα ήταν τα μέτρα του Δεκεμβρίου [2002] (διάθεση εισφοράς κεφαλαίου), δηλαδή τα μέτρα τα οποία είχαν κοινοποιηθεί […]

(188) Η ανάλυση της συγκεκριμένης περιπτώσεως αφορά εκ πρώτης όψεως μια χρονολογική διαφορά μεταξύ των πλεονεκτημάτων για την επιχείρηση, τα οποία σημειώθηκαν ιδιαίτερα τον Ιούλιο [2002], και της ενδεχόμενης δεσμεύσεως κρατικών πόρων, η οποία φαίνεται σαφέστερα να έχει γίνει τον Δεκέμβριο [2002]. Πράγματι, οι δηλώσεις του Υπουργού Οικονομικών θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ενίσχυση, εφόσον είχαν σαφώς επίδραση στις αγορές και προσέδωσαν πλεονέκτημα στην [FT]. Δεν θα ήταν παρόλα αυτά εύκολο να καθοριστεί χωρίς αμφιβολία εάν [η] [δήλωση] [της 12ης] Ιουλίου 2002 ήταν τέτοιας φύσεως ώστε να δεσμεύει, τουλάχιστον δυνητικά, κρατικούς πόρους. Ως προς το θέμα αυτό, η Επιτροπή ανέλυσε πολυάριθμα νομικά επιχειρήματα με σκοπό να αποδείξουν, αφενός, ότι τέτοιες δημόσιες δηλώσεις ήταν ισοδύναμες με κρατική εγγύηση από νομική άποψη και, αφετέρου, ότι διακύβευαν την φήμη του [Δημοσίου] με οικονομικό κόστος σε περίπτωση μη τηρήσεως. Εξεταζόμενα ως σύνολο αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να νοηθούν ότι μπορούν πραγματικά να θέσουν σε κίνδυνο κρατικούς πόρους {είτε δεσμεύοντας την ευθύνη του [Δημοσίου] έναντι των επενδυτών, είτε αυξάνοντας το κόστος των μελλοντικών συναλλαγών του [Δημοσίου]}. Η θέση σύμφωνα με την οποία [η δήλωση] [της 12ης] Ιουλίου 2002 συνιστούσ[ε] ενίσχυση είναι επομένως καινοτόμος θέση, αλλά πιθανόν όχι αβάσιμη.

(189) Εντούτοις, στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία για να αποδείξει αδιαμφισβήτητα την παρουσία ενισχύσεως στη βάση αυτής της καινοτόμου θέσης. Αντίθετα, κρίνει ότι μπορεί να εντοπίσει την παρουσία στοιχείων κρατικής ενισχύσεως, ακολουθώντας μια πιο παραδοσιακή προσέγγιση, από τα μέτρα του Δεκεμβρίου τα οποία απετέλεσαν αντικείμενο κοινοποιήσεως.

(190) Πράγματι, αφενός η ύπαρξη δεσμεύσεως κρατικών πόρων είναι σαφής τον Δεκέμβριο [2002]. Αφετέρου, η ύπαρξη πλεονεκτήματος για την [FT] τον Δεκέμβριο είναι επίσης εμφανής, εφόσον ληφθεί υπόψη ο αντίκτυπος των προηγούμενων δηλώσεων και μέτρων στις αγορές.

(191) Σχετικά, η “αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς” δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί για να δικαιολογήσει την παρέμβαση αυτή του Δεκεμβρίου [2002] όπως ισχυρίζονται οι γαλλικές αρχές, διότι η συμπεριφορά των οικονομικών παραγόντων τον Δεκέμβριο ήταν σαφώς επηρεασμένη από τις προηγούμενες ενέργειες και δηλώσεις της κυβερνήσεως από τον Ιούλιο [2002]. Αν και μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι [από Ιουλίου 2002] δηλώσεις ήταν αρκετά σαφείς για να είναι καθαυτές συστατικές ενισχύσεως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτές οι δηλώσεις ήσαν περισσότερο από επαρκείς για να “νοθεύσουν” την αντίληψη των αγορών και να επηρεάσουν την περαιτέρω συμπεριφορά των οικονομικών παραγόντων. Εάν συμβαίνει αυτό, δεν μπορούμε να εκλάβουμε αυτή τη συμπεριφορά των οικονομικών παραγόντων ως ουδέτερο σημείο συγκρίσεως για να κρίνουμε στη συνέχεια τη συμπεριφορά του [γαλλικού Δημοσίου]. Το τεκμήριο που βασίζεται στην “αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς” δεν μπορεί επομένως να βασίζεται στην κατάσταση της αγοράς όπως αυτή παρουσιαζόταν τον Δεκέμβριο [2002], αλλά θα έπρεπε λογικά να βασίζεται σε κατάσταση της αγοράς που να μην έχει νοθευτεί από τον αντίκτυπο προηγούμενων δηλώσεων.»

 Εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς

53      Υπό τον τίτλο 7 «Εκτίμηση του εν λόγω μέτρου σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, [ΕΚ]» της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή μεταξύ άλλων, επισημαίνει (αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως) τα εξής:

«[Η] εισφορά κεφαλαίου (η οποία αποτελεί προκαταβολή της συμμετοχής του [γαλλικού Δημοσίου] στην αναδιάρθρωση κεφαλαίων της [FT]), παρέχει πλεονέκτημα προς όφελος της FT διότι της επιτρέπει να αυξήσει τα μέσα της για αυτοχρηματοδότηση και να καθησυχάσει την αγορά όσον αφορά την ικανότητά της να αντιμετωπίζει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της. Έστω και αν η σύμβαση προκαταβολής [μετόχου] δεν υπογράφηκε ποτέ, η εντύπωση που δημιούργησε στην αγορά για την ύπαρξη αυτής της προκαταβολής μπορεί να προσδώσει πλεονέκτημα στην FT, καθόσον η αγορά έκρινε ότι η οικονομική κατάσταση της [FT] ήταν πιο σθεναρή […]. Αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τις συνθήκες δανεισμού της FT.»

54      Η Επιτροπή ακολούθως διαπιστώνει (αιτιολογική σκέψη 195 της προσβαλλομένης αποφάσεως) τα εξής:

«[Τ]ο γεγονός ότι ένα πλεονέκτημα προκύπτει από τη χορήγηση κρατικής δεσμεύσεως που συνεπάγεται δυνητική μεταφορά πόρων, όχι όμως άμεση, δεν αποκλείει ότι αυτό το πλεονέκτημα χορηγείται μέσω πόρων του [Δημοσίου]. “Σχετικά με το θέμα αυτό, είναι σημαντικό να σημειωθεί […], ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθεί, σε οποιαδήποτε περίπτωση, ότι υπήρξε μεταφορά κρατικών πόρων έτσι ώστε το πλεονέκτημα που χορηγείται σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις να μπορεί να θεωρείται ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ” [υποσημείωση 113: απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2002, C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-4397, σκέψη 36· βλ., επίσης, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994, σ. Ι-8777, σκέψη 14 και της 19ης Μαΐου 1999, C-6/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-2981, σκέψη 16]. Επομένως, ακόμη και ένα πλεονέκτημα που χορηγείται μέσω επιπλέον δυνητικής επιβαρύνσεως για το [Δημόσιο] αποτελεί κρατική ενίσχυση εφόσον επηρεάζει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών [υποσημείωση 114: απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C‑200/97, Ecotrade, Συλλογή 1998, σ. I‑7907, σκέψη 43, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουνίου 2000, T‑204/97 και T‑270/97, EPAC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2267, σκέψη 80].»

55      Μία τέτοια «επιπλέον δυνητική επιβάρυνση» των κρατικών πόρων «δημιουργήθηκε με την αναγγελία της διαθέσεως προκαταβολής μετόχου συνδυασμένης με την υλοποίηση των προϋποθέσεων που θεσπίστηκαν προηγουμένως […], με την εντύπωση που δόθηκε στην αγορά ότι αυτή η προκαταβολή είχε διατεθεί πραγματικά […] και τέλος με την αποστολή στην FT της συμβάσεως προκαταβολής, μονογραφημένης και υπογεγραμμένης από την ERAP». Καίτοι η εν λόγω σύμβαση ουδέποτε υπογράφθηκε από την FT, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε δυνητική δέσμευση κρατικών πόρων. Κατά την Επιτροπή, αφενός, «καθόσον το έγγραφο αυτό αποτελούσε συμβατική προσφορά η οποία δεν ανακλήθηκε, η FT θα μπορούσε να το υπογράψει ανά πάσα στιγμή, αποκτώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα να εισπράξει αμέσως το ποσό των 9 δισεκατομμυρίων ευρώ» και, αφετέρου, «[τ]ο [γαλλικό Δημόσιο], που δεν είναι δυνατόν να αγνοούσε το γεγονός αυτό, θα έπρεπε, κατά συνέπεια, να τηρεί στη διάθεση της FT μέσω της ERAP το ποσό των αντίστοιχων πόρων» (αιτιολογική σκέψη 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή όφειλε, επομένως, να εξετάσει αν το κατά τον τρόπο αυτό χορηγηθέν στην FT πλεονέκτημα ήταν σύμφωνο προς την αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή και εάν επηρέαζε τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών (αιτιολογική σκέψη 197 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

56      Κατόπιν της διαπιστώσεως ότι το χορηγηθέν στην FT πλεονέκτημα στρεβλώνει ή απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό και μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών (αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή προβαίνει, στον τίτλο 8 «Αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς» της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην εξέταση του ζητήματος αν η εν λόγω αρχή τηρήθηκε λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των δηλώσεων των γαλλικών αρχών κατά τους μήνες που προηγήθηκαν του σχεδίου προκαταβολής μετόχου (αιτιολογικές σκέψεις 202 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως).

57      Έχοντας υπόψη τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω) και τα ανακοινωθέντα Τύπου των γαλλικών αρχών στις 13 Σεπτεμβρίου, 2 Οκτωβρίου και 4 Δεκεμβρίου 2002 (βλ. σκέψεις 7, 8 και 11 ανωτέρω), η Επιτροπή ουσιαστικά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «[σ]το σύνολό τους οι δηλώσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν ότι κατέστησαν δημόσια γνωστή την πρόθεση του [γαλλικού] Δημοσίου, σε περίπτωση που η [FT] θα είχε προβλήματα χρηματοδοτήσεως ή θα συναντούσε οικονομικές δυσκολίες, να πράξει τα απαραίτητα για την αντιμετώπισή τους» και αποτελούσαν απόδειξη της προς τούτο δεσμεύσεώς του. Ειδικότερα, αυτές οι επαναλαμβανόμενες, συγκλίνουσες και αποδιδόμενες στο γαλλικό Δημόσιο δημόσιες δηλώσεις ήταν αρκετά σαφείς, ακριβείς και σταθερές για να εκδηλώσουν την ύπαρξη άνευ όρων αξιόπιστης δεσμεύσεως εκ μέρους του Δημοσίου, ιδίως έναντι του οικονομικού και βιομηχανικού κόσμου, ο οποίος τις αντιλήφθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο (αιτιολογικές σκέψεις 206 έως 213 και 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, πέραν αυτών των δημόσιων δηλώσεων, οι γαλλικές αρχές είχαν επίσης έρθει σε επαφή με τους «κύριους παράγοντες της αγοράς», όπως με την S & P (βλ. σκέψεις 35 και 37 ανωτέρω), για να τους ενημερώσουν σχετικά με τις προθέσεις τους και για να ανακτηθεί ταχέως η εμπιστοσύνη της αγοράς προλαμβάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη μείωση της βαθμολογίας του χρέους της FT σε κατάταξη επισφαλούς ομολόγου (αιτιολογική σκέψη 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

58      Τέτοιου είδους δηλώσεις θα μπορούσαν σαφώς να θεωρηθούν αξιόπιστες από την αγορά και κατά συνέπεια να προκαλέσουν την προσδοκία ότι το γαλλικό Δημόσιο «θα πράξει τα αναγκαία για να επιλύσει κάθε οικονομική δυσκολία της FT». Κατά την Επιτροπή, «[ε]άν το [γαλλικό Δημόσιο] δεν δικαιώσει αυτή την αναμονή, αυτό θα θίξει άμεσα την υπόληψή του ως ιδιοκτήτη, μετόχου ή διαχειριστή επιχειρήσεων εισηγμένων στο χρηματιστήριο ή όχι, καθώς και την υπόληψή του ως εκδότη ομολόγων για τη χρηματοδότηση του δημοσίου χρέους». Συνεπώς, οι δηλώσεις αυτές εξέφραζαν μία στρατηγική βασισμένη στην υπόληψη του Δημοσίου (αιτιολογική σκέψη 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ως εκ τούτου, τα στοιχεία αυτά θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι ενδέχεται να θέσουν πραγματικά σε κίνδυνο τους κρατικούς πόρους» και η «άποψη σύμφωνα με την οποία οι δηλώσεις των γαλλικών αρχών από τον Ιούλιο του 2002 αφορούσαν ενισχύσεις είναι επομένως καινοτόμος θέση, όμως πιθανόν μη στερούμενη βάσεως» (αιτιολογική σκέψη 218 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

59      Εντούτοις, στην αιτιολογική σκέψη 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «δεν κρίνει ότι μπορεί να τεκμηριώσει αδιαμφισβήτητα την παρουσία ενισχύσεων σ’ αυτή τη βάση». Θεωρεί «αντίθετα ότι μπορεί να αποδείξει την παρουσία στοιχείων ενισχύσεως με πιο παραδοσιακό τρόπο από τα μέτρα του Δεκεμβρίου του 2002, τα οποία απετέλεσαν αντικείμενο κοινοποιήσεως». Συναφώς, αρκεί «να ληφθεί υπόψη ότι οι προηγούμενες δηλώσεις είχαν πραγματικό αντίκτυπο στην αντίληψη των αγορών τον Δεκέμβριο, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να χαρακτηριστούν αυτές οι […] δηλώσεις ως κρατικές ενισχύσεις καθεαυτές».

60      Στηριζόμενη, μεταξύ άλλων, στην έκθεση της 28ης Απριλίου 2004 η οποία καταδείκνυε την ανώμαλη και μη αμελητέα αύξηση της αξίας των μετοχών (της τάξεως από 37,8 % έως 43,8 %) και των ομολόγων της FT (της τάξεως από 3,2 % έως 9,7 %) έπειτα από τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, στο ανακοινωθέν Τύπου της S & P της ίδιας ημερομηνίας (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω), όπως επίσης και στην έκθεση της Deutsche Bank της 22ας Ιουλίου 2002 (βλ. σκέψη 37 ανωτέρω), η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η αγορά θεώρησε τις δηλώσεις αυτές ως στρατηγική αξιόπιστης δεσμεύσεως του [γαλλικού Δημοσίου] να υποστηρίξει την FT» (αιτιολογικές σκέψεις 220 έως 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

61      Ειδικότερα, οι δηλώσεις των γαλλικών αρχών ήταν καθοριστικές για τη διατήρηση της βαθμολογίας της FT στην κατάταξη ασφαλούς επενδύσεως, ενώ μία βαθμολογία «επισφαλούς ομολόγου» θα είχε καταστήσει την προκαταβολή μετόχου μάλλον απίθανη και ασφαλώς πολύ πιο επαχθή (αιτιολογική σκέψη 225 τελευταίο εδάφιο της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την έννοια αυτή, η απόφαση των γαλλικών αρχών να επισπεύσουν την αναδιάρθρωση κεφαλαίων της FT με τη χορήγηση κονδυλίου πιστώσεως αποτελεί τελικά υλοποίηση των αναγγελιών του Δημοσίου (αιτιολογική σκέψη 226 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

62      Κατά την Επιτροπή, δεν είναι καθοριστικό ότι το εγχείρημα αναδιαρθρώσεως του κεφαλαίου της FT, το οποίο πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2003, ήταν επιτυχές και ότι η εισφορά κεφαλαίου δεν χρειάστηκε ποτέ να πραγματοποιηθεί. Για την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή, [η Επιτροπή] αρκεί να στηριχθεί στα στοιχεία τα οποία διαθέτει ο επενδυτής κατά τη στιγμή που λαμβάνει την απόφασή του να επενδύσει. Εξάλλου, η επιτυχία του εγχειρήματος τον Απρίλιο του 2003 δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη για να κριθεί η συμπεριφορά του γαλλικού Δημοσίου τον Δεκέμβριο του 2002. Περαιτέρω, καθόσον οι δηλώσεις των γαλλικών αρχών επηρέασαν την αγορά και τη συμπεριφορά των οικονομικών παραγόντων, η Επιτροπή δεν ήταν «σε θέση να βασιστεί στη συμπεριφορά των άλλων οικονομικών παραγόντων για να κρίνει τη συμπεριφορά του Δημοσίου και κατ’ αυτόν τον τρόπο να εφαρμόσει το κριτήριο της συνακολουθίας». Κατά την Επιτροπή, «[π]ράγματι, οι δηλώσεις του [γαλλικού Δημοσίου], σύμφωνα με τις οποίες θα έπραττε τα απαραίτητα για να επιτρέψει στην [FT] να αντιμετωπίσει τα προβλήματα χρηματοδοτήσεώς της, οι οποίες διατυπώθηκαν τον Ιούλιο και στη συνέχεια επαναλήφθηκαν, στρεβλώνουν τη δοκιμασία συνακολουθίας καθόσον δεν είναι δυνατόν σε μια τέτοια περίπτωση να θεωρηθεί ότι οι ιδιώτες επενδυτές είναι αποφασισμένοι να επενδύσουν με μόνη βάση την κατάσταση της [FT], ανεξάρτητα από το εάν οι δηλώσεις αυτές αποκαλύπτουν ή όχι ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως». Η εφαρμογή της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή δεν μπορούσε να βασισθεί στην κατάσταση της αγοράς τον Δεκέμβριο 2002, αλλά έπρεπε λογικά να στηριχθεί «στην κατάσταση αγοράς που δεν έχει νοθευτεί από προηγούμενες δηλώσεις και παρεμβάσεις» (αιτιολογική σκέψη 227 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

63      Επομένως «θα φαινόταν» ότι, εφόσον εξετάζονται στο πλαίσιο της καταστάσεως που επικρατούσε προ του Ιουλίου 2002, δηλαδή ενώπιον της οικονομικής κρίσεως και της απώλειας εμπιστοσύνης που βάρυνε την FT κατά τον χρόνο αυτό και ελλείψει οποιουδήποτε μέτρου και δηλώσεως των γαλλικών αρχών, οι επίμαχες επενδυτικές αποφάσεις δεν είναι σύμφωνες με την αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή (αιτιολογική σκέψη 228 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Υπό τις περιστάσεις αυτές, θα ήταν «απίθανο ιδιώτης επενδυτής να είχε εκφράσει, από τον Ιούλιο του 2002, παρόμοιες δηλώσεις με εκείνες που διατυπώθηκαν από τη Γαλλική Κυβέρνηση, ικανές, από καθαρά οικονομική άποψη, να δεσμεύσουν σοβαρά την αξιοπιστία και την υπόληψή του και, από νομική άποψη, να τον υποχρεώσουν από εκείνη την ημερομηνία να υποστηρίζει οικονομικά την [FT] σε οποιαδήποτε περίπτωση». Πράττοντας τούτο, ένας τέτοιος επενδυτής θα είχε αναλάβει κατ’ αυτόν τον τρόπο, μόνος του και χωρίς οποιοδήποτε αντιστάθμισμα, έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο έναντι της FT. Ακόμη και ένας μέτοχος αναφοράς, που διαθέτει τις ίδιες πληροφορίες με εκείνες που διέθεταν οι γαλλικές αρχές εκείνη την εποχή, δεν θα είχε προβεί σε δηλώσεις υποστηρίξεως της FT τον Ιούλιο του 2002 χωρίς να διενεργήσει προηγουμένως ενδελεχή λογιστικό έλεγχο της οικονομικής της καταστάσεως και να αναλάβει τα απαραίτητα μέτρα ανακάμψεως, έτσι ώστε να διαμορφώσει αρκούντως σαφή εικόνα του κινδύνου που επρόκειτο να αναλάβει. Σε κάθε περίπτωση, ένας τέτοιος μέτοχος αναφοράς θα είχε οπωσδήποτε ανάγκη από τη συμμετοχή των χρηματαγορών για να ανορθώσει την κατάσταση της FT. Όμως, οι εν λόγω αγορές «δεν φαίνονταν, εκείνη την εποχή, διατεθειμένες να επενδύσουν ή να χορηγήσουν πολλή πίστωση στην FT» (αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

64      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι «[το κριτήριο] του συνετού ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς δεν [ικανοποιούνταν]» και ότι, «[κ]ατά συνέπεια, το πλεονέκτημα που προσδόθηκε στην FT με το σχέδιο χορηγήσεως προκαταβολής μετόχου –το οποίο εξετάστηκε λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες δηλώσεις και παρεμβάσεις των γαλλικών αρχών– αποτελ[ούσε] κρατική ενίσχυση, έστω και αν η εμβέλεια του πλεονεκτήματος [ήταν] δύσκολο να υπολογιστεί» (αιτιολογική σκέψη 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Το συμβατό της επίμαχης ενισχύσεως με την κοινή αγορά

65      Υπό τον τίτλο 9 «Συμβατότητα της ενισχύσεως» της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε, αφενός, ότι η FT έπρεπε να θεωρηθεί ως επιχείρηση που αντιμετωπίζει δυσχέρειες, κατά την έννοια των σημείων 4 έως 6 της ανακοινώσεως της Επιτροπής για τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 1999, C 288, σ. 2) και, αφετέρου, ότι τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεως δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ενίσχυση για τη διάσωση και για την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες, διότι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις εγκρίσεως που προβλέπονται από αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές (αιτιολογικές σκέψεις 231 έως 255 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και των κατευθυντηρίων γραμμών, διαπίστωσε εν τέλει ότι τα μέτρα αυτά ήταν ασύμβατα προς την κοινή αγορά (αιτιολογική σκέψη 256 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Ανάκτηση της ενισχύσεως

66      Υπό τον τίτλο 10 «Ανάκτηση της ενισχύσεως» της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν ήταν σε θέση, κατά το στάδιο αυτό, να προβεί σε ακριβή προσδιορισμό του ποσού των επίμαχων ενισχύσεων προς τον σκοπό της ανακτήσεώς τους σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999 (αιτιολογικές σκέψεις 257 έως 259 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

67      Κατά την Επιτροπή, «[π]αρ’ όλες τις προσπάθειές της, […] δεν ήταν σε θέση να επιτύχει λογική αξιολόγηση του “καθαρού” δημοσιονομικού αντίκτυπου των μέτρων που κοινοποιήθηκαν, ο οποίος θα έπρεπε να καθοριστεί στη βάση ενός θεωρητικού υπολογισμού που να απομονώνει τις επιπτώσεις των δηλώσεων και των ενεργειών των καταλογιστέων στο [γαλλικό Δημόσιο] από κάθε άλλο γεγονός το οποίο μπόρεσε να ασκήσει επίδραση στην κατάσταση της FT ή στην αντίληψη της καταστάσεως αυτής από τις αγορές». Προσέθεσε δε ότι «[δ]εν φαίν[όταν] άλλωστε δυνατόν να ενταχθούν στην [προσβαλλόμενη] απόφαση παράμετροι υπολογισμού επαρκώς ακριβείς για να μπορεί να πραγματοποιηθεί ο τελικός υπολογισμός κατά τη φάση της εκτελέσεως της [προσβαλλόμενης] απόφασης». Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «[υπό] από αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας του κράτους μέλους θα μπορούσε να αποτελέσει κώλυμα στην ανάκτηση, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού […] 659/1999, σύμφωνα με το οποίο “η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενισχύσεως εάν αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου”» (αιτιολογική σκέψη 261 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

68      Κατά την Επιτροπή, το συμπέρασμα αυτό δικαιολογείται επίσης από την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των δικαιούχων ενισχύσεως (αιτιολογική σκέψη 262 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, στις αιτιολογικές σκέψεις 263 και 264 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διευκρίνισε τα εξής:

«(263) Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις δηλώσεις της [Γαλλικής] Κυβερνήσεως στην εκτίμησή της ως προς τη συμφωνία του εν λόγω μέτρου προς τους κανόνες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Λαμβανόμενο μεμονωμένα, το σχέδιο προκαταβολής μετόχου θα είχε πιθανόν θεωρηθεί ότι δεν αποτελεί ενίσχυση σύμφωνα με τη Συνθήκη. Εντούτοις, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δηλώσεις είχαν ως αποτέλεσμα να επαναφέρουν την εμπιστοσύνη στην αγορά όσον αφορά την [FT], αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την εφαρμογή της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή και καθιστώντας το σχέδιο προκαταβολής μετόχου υλοποίηση της ενισχύσεως υπέρ της FT. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι είναι η πρώτη φορά που καλείται να εξετάσει το ερώτημα εάν αυτό το είδος συμπεριφοράς αποτελεί ενίσχυση. Καθόσον η ενίσχυση εξαρτάται, κατά συνέπεια, από συμπεριφορά που προηγήθηκε της κοινοποιήσεως του σχεδίου προκαταβολής [μετόχου], ένας συνετός επιχειρηματίας θα μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη στη νομιμότητα της συμπεριφοράς του συγκεκριμένου κράτους μέλους το οποίο, από πλευράς του, είχε κοινοποιήσει δεόντως το σχέδιο προκαταβολής εισφοράς. Όπως το διατύπωσε ο γενικός εισαγγελέας Darmon στις προτάσεις του [επί της υποθέσεως που οδήγησε στην απόφαση του Δικαστηρίου της 20ης Σεπτεμβρίου 1990, Επιτροπή κατά Γερμανίας, (C‑5/89, Συλλογή 19990, σ. I‑3437)] “δεν θα ήταν δυνατόν να αγνοηθούν οι δισταγμοί τους οποίους μπορούν να έχουν ορισμένες επιχειρήσεις, ενώπιον ‘άτυπων’ μορφών ενισχύσεως, ως προς την ανάγκη κοινοποιήσεως ή μη”».

(264) Εν κατακλείδι, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η FT μπόρεσε δικαιολογημένα να έχει εμπιστοσύνη ως προς το ότι η συμπεριφορά της [Γαλλικής Δημοκρατίας] δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Επιτροπή θεωρεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως θα ήταν αντίθετη προς γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

I –  Υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04

69      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Οκτωβρίου 2004, η Γαλλική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑425/04.

70      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Νοεμβρίου, η FT άσκησε προσφυγή που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑444/04.

71      Η Γαλλική Δημοκρατία και η FT ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

72      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές ως απαράδεκτες·

–        επικουρικώς, να απορρίψει τις προσφυγές ως αβάσιμες·

–        να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία και την FT στα δικαστικά έξοδα.

73      Με αίτηση που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Οκτωβρίου 2007, οι εταιρίες Bouygues ζήτησαν να παρέμβουν στην υπόθεση T‑444/04 υπέρ της Επιτροπής.

74      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20 Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν είχε αντίρρηση οι εταιρίες Bouygues να παρέμβουν υπέρ της. Επιφυλάχθηκε, όμως, ως προς τη συνοχή των προβαλλομένων από τις εταιρίες Bouygues επιχειρημάτων στο πλαίσιο της παρεμβάσεως αυτής με τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν προς υποστήριξη των προσφυγών τους στην υπόθεση T‑450/04 (βλ. σκέψεις 78 επ. κατωτέρω).

75      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Νοεμβρίου 2007, η FT ζήτησε από το Πρωτοδικείο να απορρίψει αυτήν την αίτηση για παρέμβαση ως απαράδεκτη και να καταδικάσει τις εταιρίες Bouygues στα δικαστικά έξοδα και, επικουρικώς, να περιορίσει την εν λόγω παρέμβαση στην προφορική διαδικασία.

76      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4 Δεκεμβρίου 2007, η FT ζήτησε την εμπιστευτική, έναντι των εταιριών Bouygues, μεταχείριση ορισμένων στοιχείων περιεχομένων στην προσφυγή και στο υπόμνημα απαντήσεως που κατέθεσε στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑444/04.

77      Με διάταξη της 30ής Ιανουαρίου 2008, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε στις εταιρίες Bouygues να παρέμβουν στο πλαίσιο της προφορικής διαδικασίας στην υπόθεση T‑444/04 υπέρ της Επιτροπής και διέταξε να κοινοποιηθεί στις παρεμβαίνουσες η έκθεση ακροατηρίου σε μορφή σχεδίου μη εμπιστευτικού χαρακτήρα, επιφυλασσόμενος ως προς το βάσιμο της αιτήσεως της FT για εμπιστευτική μεταχείριση. Κανένας από τους διαδίκους δεν προέβαλε αντιρρήσεις ως προς το περιεχόμενο αυτού του σχεδίου μη εμπιστευτικού χαρακτήρα της εκθέσεως ακροατηρίου.

II –  Υπόθεση T‑450/04

78      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9 Νοεμβρίου 2004, οι εταιρίες Bouygues άσκησαν προσφυγή που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑450/04.

79      Οι εταιρίες Bouygues ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

80      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως απαράδεκτο και, επικουρικώς, ως αβάσιμο·

–        να απορρίψει το αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως αβάσιμο·

–        να καταδικάσει τις εταιρίες Bouygues στα δικαστικά έξοδα.

81      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 και 29 Μαρτίου 2005, η FT και η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησαν να παρέμβουν στην υπόθεση T‑450/04 υπέρ της Επιτροπής. Με διατάξεις της 25ης Μαΐου 2005, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε τις παρεμβάσεις αυτές. Οι παρεμβαίνουσες υπέβαλαν υπομνήματα παρεμβάσεως, ενώ και οι εταιρίες Bouygues και η Επιτροπή υπέβαλαν εμπροθέσμως τις παρατηρήσεις τους επί των υπομνημάτων αυτών.

82      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως αβάσιμο·

–        να καταδικάσει τις εταιρίες Bouygues στα δικαστικά έξοδα.

83      Η FT ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις εταιρίες Bouygues στα δικαστικά έξοδα.

III –  Υπόθεση T‑456/04

84      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Νοεμβρίου 2004, η AFORS άσκησε προσφυγή που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑456/04.

85      Η AFORS ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

86      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως απαράδεκτο·

–        να απορρίψει το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως αβάσιμο·

–        να καταδικάσει την AFORS στα δικαστικά έξοδα.

87      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στην Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 και 29 Μαρτίου 2005, η FT και η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησαν να παρέμβουν στην υπόθεση T‑456/04 υπέρ της Επιτροπής. Με διατάξεις της 12ης και της 25ης Μαΐου 2005, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε τις παρεμβάσεις αυτές. Οι παρεμβαίνουσες υπέβαλαν υπομνήματα παρεμβάσεως και η AFORS υπέβαλε εμπροθέσμως τις παρατηρήσεις της επί των υπομνημάτων αυτών.

88      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την AFORS στα δικαστικά έξοδα.

89       Η FT ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως απαράδεκτο·

–        να απορρίψει το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως αβάσιμο·

–        να καταδικάσει την AFORS στα δικαστικά έξοδα.

IV –  Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, παραπομπή ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως και συνεκδίκαση

90      Με έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 2007, βάσει των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου σχετικά με τις υποθέσεις T‑425/04, T‑444/04 και T‑450/04, το Πρωτοδικείο, αφενός, κάλεσε την Επιτροπή να καταθέσει ορισμένα έγγραφα και, αφετέρου, έθεσε εγγράφως ερωτήματα στη Γαλλική Δημοκρατία, στην FT και στην Επιτροπή καλώντας τες να απαντήσουν εγγράφως. Οι εν λόγω διάδικοι ικανοποίησαν αυτά τα αιτήματα, τα οποία διατυπώθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

91      Στις 13 Φεβρουαρίου 2008, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 του Κανονισμού Διαδικασίας και κατόπιν προτάσεως του τρίτου τμήματος, το Πρωτοδικείο αποφάσισε, αφού άκουσε τους διαδίκους κατά το άρθρο 51 του ίδιου Κανονισμού, να παραπέμψει την υπόθεση σε τμήμα μείζονος συνθέσεως.

92      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Απριλίου 2008, στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑450/04, οι εταιρίες Bouygues ζήτησαν τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑425/04, T‑444/04, T‑450/04 και T‑456/04 κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Οι λοιποί διάδικοι στις υποθέσεις αυτές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του αιτήματος αυτός εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

93      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Μαΐου 2008, η FT ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, την εμπιστευτική μεταχείριση έναντι των λοιπών διαδίκων στις υποθέσεις T‑425/04, T‑450/04 και T‑456/04 ορισμένων στοιχείων περιεχομένων στην προσφυγή και στο υπόμνημα απαντήσεως, όπως επίσης και ορισμένων παραρτημάτων της προσφυγής που υπέβαλαν στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑444/04, και προσκόμισε έκδοση μη εμπιστευτικού χαρακτήρα αυτών των διαδικαστικών εγγράφων.

94      Με διάταξη του προέδρου του τρίτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου της 17ης Φεβρουαρίου 2009, οι υποθέσεις T‑425/04, T‑444/04, T‑450/04 και T‑456/04 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας. Περαιτέρω, ο πρόεδρος του τρίτου πενταμελούς τμήματος διέταξε, αφενός, οι διάδικοι να συμβουλευθούν τα διαδικαστικά έγγραφα στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις περιοριζόμενοι στις μη εμπιστευτικού χαρακτήρα εκδόσεις των κειμένων και, αφετέρου, να κοινοποιηθούν στους διαδίκους οι εκθέσεις ακροατηρίου σε μορφή σχεδίου μη εμπιστευτικού χαρακτήρα, επιφυλασσόμενος ως προς το βάσιμο του αιτήματος της FT για εμπιστευτική μεταχείριση. Κανείς από τους διαδίκους δεν προέβαλε συναφώς αντιρρήσεις.

V –  Προφορική διαδικασία

95      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία.

96      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις που τους έθεσε το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Απριλίου 2009.

97      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή παραιτήθηκε του πρώτου αιτήματός της στην υπόθεση T‑456/04 με το οποίο ζητούσε από το Γενικό Δικαστήριο την απόρριψη ως απαράδεκτου του αιτήματος της AFORS περί ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στα πρακτικά της συνεδριάσεως.

 Σκεπτικό

I –  Επί του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Α. Επί των ενστάσεων απαραδέκτου που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των υποθέσεων T‑425/04, T‑444/04, T‑450/04 και T‑456/04

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

98      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι προσφυγές στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04, όπως επίσης και το αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑450/04, είναι απαράδεκτες λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος.

99      Ως προς τις προσφυγές της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες αυτές έχουν δικαιωθεί και δεν έχουν έννομο συμφέρον προς ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της, δεδομένου ότι, καίτοι η απόφαση αυτή κήρυσσε την επίμαχη ενίσχυση ως ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά, εντούτοις δεν διέταζε την ανάκτησή της.

100    Καίτοι τα κράτη μέλη αποτελούν προνομιούχους προσφεύγοντες κατά την έννοια της Συνθήκης και δεν υποχρεούνται να αποδείξουν ότι η επίδικη πράξη παράγει έννομα αποτελέσματα έναντί τους, εντούτοις πρέπει να έχουν γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον για την ακύρωση της πράξεως αυτής. Συνεπώς, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να ασκούν προσφυγές παρά μόνον κατά πράξεων που θίγουν τα συμφέροντά τους, ήτοι κατά πράξεων οι οποίες είναι ικανές να μεταβάλουν ουσιωδώς τη νομική τους κατάσταση. Επιπλέον, για να κριθεί αν μια πράξη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, πρέπει να εξετάζεται η ουσία της. Οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν, κατά μείζονα λόγο, για κάθε προσφεύγουσα, όπως για την FT και τις εταιρίες Bouygues.

101    Ως προς την προσφυγή των εταιριών Bouygues, η Επιτροπή προβάλλει ότι, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι εν λόγω προσφεύγουσες εμπίπτουν στο σκεπτικό που αναπτύχθηκε ιδίως έως την αιτιολογική σκέψη 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στην πραγματικότητα, δεν βάλλουν κατά της εν λόγω αποφάσεως κατά το μέτρο που χαρακτηρίζει τα κοινοποιηθέντα μέτρα ως ασυμβίβαστη ενίσχυση, καθώς ο χαρακτηρισμός αυτός είναι προς το συμφέρον τους και αποκρίνεται στις προσδοκίες τους. Την αμφισβητούν αποκλειστικώς στο μέτρο που η Επιτροπή δεν διαπίστωσε ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις συνιστούσαν στο σύνολό τους ή μεμονωμένως κρατικές ενισχύσεις. Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ικανοποιεί επομένως τα αιτήματα των εταιριών Bouygues και δεν έχουν έννομο συμφέρον γεγενημένο και ενεστώς προς ακύρωσή της.

102    Κατά την Επιτροπή, μόνο το διατακτικό πράξεως είναι ικανό να παράγει έννομα αποτελέσματα και, ως εκ τούτου, να θίγει συμφέροντα. Οι περιεχόμενες στις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτιμήσεις δεν είναι ικανές, καθαυτές, να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως και δεν μπορούν να υπαχθούν στον έλεγχο νομιμότητας εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή παρά μόνο αν, ως αιτιολογία βλαπτικής πράξεως, συνιστούν το αναγκαίο έρεισμα του διατακτικού της. Συνεπώς, γίνεται δεκτό ότι απόφαση που ικανοποιεί τα αιτήματα του προσφεύγοντος δεν είναι ικανή να θίξει τα συμφέροντά του, υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των τρίτων για υποβολή προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής.

103    Η Επιτροπή υπενθυμίζει, συναφώς, τη διάταξη του Δικαστηρίου της 28ης Ιανουαρίου 2004, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (C‑164/02, Συλλογή 2004, σ. I‑1177, σκέψεις 18 έως 25), κατά την οποία είναι απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, προσφυγή κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται απόφαση περί κρατικών ενισχύσεων η οποία είναι ευνοϊκή για αυτό καθόσον ορισμένα μέτρα ενισχύσεων κηρύσσονται σύμφωνα με την κοινή αγορά. Κατά το Δικαστήριο, το διατακτικό της αποφάσεως αυτής δεν παρήγαγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, διότι δεν μετέβαλαν τη νομική του κατάσταση κατά σοβαρό και πρόδηλο τρόπο. Βεβαίως, η κατάσταση που αποτέλεσε αντικείμενο της διατάξεως αυτής διαφέρει ελαφρώς από αυτήν της υπό κρίση διαφοράς καθόσον τα μέτρα υπέρ της FT χαρακτηρίσθηκαν ως ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά. Πάντως, παραμένει γεγονός ότι, αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση ικανοποιεί τη Γαλλική Δημοκρατία και την FT, και, λόγω της φύσεώς της, δεν είναι ικανή ούτε να μεταβάλει τη νομική τους κατάσταση ούτε να θίξει τα συμφέροντά τους. Αφετέρου, στο μέτρο που το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως χαρακτηρίζει τα μέτρα υπέρ της FT ως ασυμβίβαστες ενισχύσεις, ικανοποιεί τα αιτήματα των εταιριών Bouygues και δεν είναι, ομοίως, ικανή να μεταβάλει τη νομική τους κατάσταση ή να θίξει τα συμφέροντά τους. Ειδικότερα, οι εταιρίες Bouygues δεν βάλλουν κατά του διατακτικού αυτού, αλλά περιορίζονται απλώς σε αίτημα ακυρώσεως της εκτιμήσεως κατά την οποία μόνον η προκαταβολή μετόχου, όπως εντάσσεται στο πλαίσιο των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, συνιστά κρατική ενίσχυση. Σε κάθε περίπτωση, οι τέσσερις αυτές προσφεύγουσες δεν έχουν συμφέρον γεγενημένο και ενεστώς για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, δεδομένου ότι, ακόμη και αν θεωρηθούν βάσιμα τα αιτήματά τους, οι νομικές καταστάσεις θα παραμείνουν αμετάβλητες κατόπιν ακυρώσεως του άρθρου 1, ανεξαρτήτως του σκεπτικού που θα αποτελέσει το έρεισμα αυτής της ακυρώσεως.

104    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, προσθέτει ότι δεν αμφισβητεί το συμφέρον των εταιριών Bouygues προς ακύρωση του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά εκτιμά ότι η θέση τους είναι αντιφατική. Συγκεκριμένα, εφόσον κριθεί βάσιμο το αίτημα των εταιριών Bouygues περί ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί επί του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 2 της εν λόγω αποφάσεως. Στην περίπτωση αυτή, η προκαταβολή μετόχου δεν θα αποτελεί πλέον ενίσχυση του άρθρου 1 η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αυτή η αντίφαση ενισχύει μάλιστα τη θέση της Επιτροπής κατά την οποία οι εταιρίες Bouygues απαραδέκτως αμφισβητούν το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως.

105    Εξάλλου, ενδεχόμενη υποχρέωση της Γαλλικής Δημοκρατίας, στηριζόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση, να κοινοποιήσει στο μέλλον κάθε μέτρο ενισχύσεως παρεμφερές με αυτό που χαρακτηρίσθηκε εν προκειμένω ως ενίσχυση δεν θα επέφερε, καίτοι θα προκαλούσε διαδικαστικό φόρτο, ούτε τροποποίηση της νομικής της καταστάσεως ούτε της καταστάσεως της FT επαρκή για την αναγνώριση του γεγενημένου και ενεστώτος συμφέροντός τους. Τούτο επιβεβαιώνεται από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 103 διάταξη Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, όπου το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι το προσφεύγον Δημόσιο είχε γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον καίτοι είχε προβάλει τον ισχυρισμό αυτό. Συγκεκριμένα, αν το συμφέρον το οποίο επικαλείται ο προσφεύγων αφορά μέλλουσα νομική κατάσταση, πρέπει να αποδειχθεί ότι είναι ήδη από τούδε βέβαιη η προσβολή της καταστάσεως αυτής. Ομοίως, εάν εθνικό δικαστήριο ενδέχετο να λάβει υπόψη την προσβαλλόμενη απόφαση και διατύπωνε αμφιβολίες ως προς το περιεχόμενό της, θα είχε τη δυνατότητα να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί προδικαστικώς δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, κατά τρόπο ώστε, σε κάθε περίπτωση, οι προσφεύγουσες ουδόλως θα στερούνται σε περίπτωση ενδεχόμενης διαφοράς τη δυνατότητα να επικαλεσθούν τα δικαιώματά τους ενώπιον του εθνικού δικαστή.

106    Η Επιτροπή απορρίπτει το επιχείρημα της FT κατά το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση συνεπάγεται κίνδυνο ανακτήσεως της επίδικης ενισχύσεως, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των προσφυγών που υποβλήθηκαν στις υποθέσεις T‑450/04 και T‑456/04. Εν προκειμένω, η απλή αναφορά σε προσφυγές τρίτων δε θα μπορούσε να δικαιολογήσει καθεαυτή το έννομο συμφέρον της εν λόγω προσφεύγουσας. Κατά την Επιτροπή, αφενός, εν δυνάμει προσφυγές σε εθνικό επίπεδο ήταν καθαρώς υποθετικές. Καίτοι η θέση σε εφαρμογή των μέτρων ενισχύσεως ήταν παράνομη προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία περιέχει την απόφαση περί μη ανακτήσεως της επίμαχης ενισχύσεως και τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να προστατεύουν τα δικαιώματα των πολιτών, εντούτοις δεν αμφισβητείται, εν προκειμένω, ότι τέτοιου είδους προσφυγές δεν είχαν ήδη ασκηθεί προ της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως. Αφετέρου, όσον αφορά τις προσφυγές στις υποθέσεις T‑450/04 και T‑456/04, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, σε περίπτωση που κριθούν βάσιμες, μόνον μία νέα απόφαση της Επιτροπής, εκδιδόμενη κατ’ εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 233 ΕΚ, θα μπορούσε να θίξει τα συμφέροντα της FT. Όμως, καθόσον τέτοιου είδους νέα απόφαση δεν υφίσταται, η εν λόγω προσφεύγουσα δεν υποχρεούται να επιστρέψει μία ενδεχομένως ασυμβίβαστη ενίσχυση.

107    Η Επιτροπή εκ τούτων συνάγει ότι ούτε η Γαλλική Δημοκρατία ούτε η FT νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04. Στην υπόθεση T‑450/04, ζητεί να απορριφθεί ως απαράδεκτο το αίτημα των εταιριών Bouygues περί ακυρώσεως του άρθρου 1 της εν λόγω αποφάσεως.

108    Η Γαλλική Δημοκρατία, η FT και οι εταιρίες Bouygues ζητούν την απόρριψη των ισχυρισμών περί απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή.

109    Οι εταιρίες Bouygues εκτιμούν ότι το αίτημά τους περί ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι παραδεκτό στο μέτρο που το άρθρο αυτό, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις που αποτελούν το αναγκαίο του έρεισμα, περιλαμβάνει εμμέσως πλην σαφώς τη νομικώς δεσμευτική άρνηση της Επιτροπής να δεχθεί τη θέση των εταιριών Bouygues ότι καθαυτές οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις συνιστούν κρατικές ενισχύσεις.

110    Τέλος, ως προς την προσφυγή της AFORS στην υπόθεση T‑456/04, η FT ζητεί την απόρριψη ενδεχόμενου αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως απαράδεκτο. Συναφώς η AFORS διευκρινίζει ότι η προσφυγή της αφορά αποκλειστικώς το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως.

2.     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

111    Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διαπίστωση ότι, στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04, η Επιτροπή αμφισβητεί το έννομο συμφέρον της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT προς άσκηση προσφυγής κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της, χωρίς να διακρίνει συναφώς μεταξύ του άρθρου 1 και του άρθρου 2 της αποφάσεως αυτής. Αντιθέτως, στην υπόθεση T‑450/04, η Επιτροπή προβαίνει σε τέτοιου είδους διάκριση καθόσον αμφισβητεί αποκλειστικώς το έννομο συμφέρον των εταιριών Bouygues να στραφούν κατά του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά όχι το έννομό τους συμφέρον να στραφούν κατά του άρθρου 2 της αποφάσεως αυτής.

112    Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, τα άρθρα 1 και 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν αποσπαστό χαρακτήρα για τους σκοπούς της μερικής ακυρώσεως.

113    Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, πράγματι, τούτο ισχύει εν προκειμένω.

114    Το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο διαπιστώνει ότι η ενίσχυση η οποία κηρύχθηκε ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά στο άρθρο 1 δεν πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ανακτήσεως, είναι δεκτικό μεμονωμένης ακυρώσεως, χωρίς τούτο να συνεπάγεται τροποποίηση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 1 ή των αιτιολογικών σκέψεων που αποτελούν το ουσιαστικό του έρεισμα (βλ. συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 2006, C‑540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I‑5769, σκέψεις 27 και 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

115    Περαιτέρω, το γεγονός ότι ενδεχόμενη εν όλω ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, βάσει των προβληθέντων από τη Γαλλική Δημοκρατία και την FT λόγων ακυρώσεως, θα καθιστούσε αναγκαίως ανενεργό το άρθρο 2, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τον αποσπαστό χαρακτήρα του τελευταίου αυτού άρθρου, καθώς το ανενεργό του εν λόγω άρθρου δεν ασκεί επιρροή στο περιεχόμενό του και είναι ανεξάρτητο από το ζήτημα αν διατάσσει ή όχι την ανάκτηση. Εξάλλου, όπως ισχυρίσθηκαν οι εταιρίες Bouygues κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στην υποθετική περίπτωση της εν μέρει ακυρώσεως τους άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τους προβληθέντες από τις εταιρίες Bouygues λόγους ακυρώσεως στην υπόθεση T‑450/04, με αποτέλεσμα τη διατήρηση της διαπιστώσεως της ασυμβίβαστης προς την κοινή αγορά ενισχύσεως, το άρθρο 2 μπορεί πάντοτε να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής προσφυγής ακυρώσεως.

116    Ακολούθως, ως προς το έννομο συμφέρον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι κατά πάγια νομολογία το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που την ασκεί αντλεί συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της πράξεως είναι ικανή αφ’ εαυτής να έχει έννομες συνέπειες ή, κατ’ άλλη διατύπωση, ότι η προσφυγή είναι ικανή, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε. Επομένως, απόφαση που ικανοποιεί πλήρως αυτόν που ζήτησε την έκδοσή της δεν μπορεί, εξ ορισμού, να τον βλάψει οπότε αυτός δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωσή της (βλ. συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 2009, T‑354/05, TF1 κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 84 και 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117    Ενόψει των αρχών αυτών επιβάλλεται να εξεταστεί αν η Γαλλική Δημοκρατία, η FT και οι εταιρίες Bouygues έχουν έννομο συμφέρον προς ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του εννόμου συμφέροντος της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT για ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως

118    Πρώτον, ως προς το έννομο συμφέρον της Γαλλικής Δημοκρατίας, υπενθυμίζεται ότι η Συνθήκη διακρίνει σαφώς μεταξύ του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως των κοινοτικών οργάνων και των κρατών μελών, αφενός, και των φυσικών και νομικών προσώπων, αφετέρου, δεδομένου ότι παρέχει, μεταξύ άλλων, σε κάθε κράτος μέλος το δικαίωμα να αμφισβητήσει με προσφυγή ακυρώσεως τη νομιμότητα των αποφάσεων της Επιτροπής, χωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από τη δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν χρειάζεται να αποδείξουν ότι η πράξη της Επιτροπής την οποία προσβάλλουν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι αυτών για να είναι παραδεκτή η προσφυγή τους (διάταξη του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 2001, C‑208/99, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑9183, σκέψεις 22 και 23· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Απριλίου 2008, T‑233/04, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑591, σκέψη 37, και της 22ας Οκτωβρίου 2008, T‑309/04, T‑317/04, T‑329/04 και T‑336/04, TV 2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2935, σκέψη 63). Η διαπίστωση αυτή απορρέει, επίσης, από τον νομολογιακό ορισμό του εννόμου συμφέροντος (βλ. σκέψη 116 ανωτέρω), ο οποίος αφορά μόνο τις ασκούμενες από φυσικά ή νομικά πρόσωπα προσφυγές και όχι τις ασκούμενες από τα θεσμικά όργανα ή τα κράτη μέλη προσφυγές.

119    Επιπλέον, αντιθέτως προς τις ενδεχόμενες εκτιμήσεις της Επιτροπής, η έννοια του εννόμου συμφέροντος δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια της δεκτικής προσβολής πράξεως κατά την οποία η πράξη αυτή πρέπει να παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος ώστε να δύναται να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, γεγονός που μπορεί να διαπιστωθεί εξετάζοντας την ουσία της (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2000, C‑147/96, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑4723, σκέψεις 25 και 27· διατάξεις Πορτογαλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 118, σκέψη 24, και Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 103, σκέψεις 18 και 19· απόφαση TV 2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 118, σκέψη 63). Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι, λαμβανομένης υπόψη της ουσίας της, η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά τέτοιου είδους δεκτική προσβολής πράξη παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

120    Εν προκειμένω, ενόψει των διατάξεων της Συνθήκης και της νομολογίας που παρατέθηκε στις σκέψεις 118 και 119 ανωτέρω, η Γαλλική Δημοκρατία, υπό την ιδιότητά της ως κράτος μέλος, παραδεκτώς ασκεί προσφυγή ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν απαιτείται να δικαιολογήσει το έννομο συμφέρον της προς τούτο.

121    Δεύτερον, όσον αφορά το έννομο συμφέρον της FT να βάλει κατά του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο αυτό είναι ομοίως σε θέση να παράγει έννομα δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι της FT καθόσον είναι η μόνη δικαιούχος της κηρυχθείσας ασυμβίβαστης προς την κοινή αγορά ενισχύσεως.

122    Συναφώς, η Επιτροπή εσφαλμένως παραπέμπει στη νομολογία κατά την οποία μόνον το διατακτικό μίας πράξεως δύναται να παράγει έννομα αποτελέσματα και, ως εκ τούτου, να θίξει συμφέροντα (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑913, σκέψη 186 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, από το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή χαρακτηρίζει την προκαταβολή μετόχου, όπως εντάσσεται στο πλαίσιο των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, ως κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ. Όμως, αυτήν ακριβώς τη διαπίστωση, σε συνδυασμό με την αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως που συνιστά το αναγκαίο έρεισμά της, αμφισβητεί η FT με την προσφυγή της με το αιτιολογικό ότι επηρεάζει τη νομική της κατάσταση και θίγει τα συμφέροντά της. Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση ικανοποιεί την FT, καθώς το επιχείρημα αυτό συγχέει τα έννομα αποτελέσματα του άρθρου 1 της εν λόγω αποφάσεως με αυτά του άρθρου 2, το οποίο διαπιστώνει ότι δεν είναι αναγκαίο να διαταχθεί η ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως.

123    Εξάλλου, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να ισχυρίζεται ότι η FT δεν έχει συμφέρον προς επίλυση της υπό εξέταση διαφοράς με το αιτιολογικό ότι η νομική της κατάσταση παραμένει αμετάβλητη ακόμη και σε περίπτωση που η προσφυγή της κρινόταν βάσιμη. Αφενός, η ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως για τους προβληθέντες από την FT λόγους ακυρώσεως θα συνεπαγόταν ότι η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα της επίμαχης ενισχύσεως, που αποτελεί μεμονωμένο μέτρο υπέρ αυτής, θα καθίστατο άκυρη και μηδέποτε γενόμενη, γεγονός που αποτελεί έννομη συνέπεια μεταβάλλουσα τη νομική κατάστασή της και την ευεργετεί. Αφετέρου, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, το γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον της FT προς ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβεβαιώνεται στην υποθετική περίπτωση κατά την οποία, στις υποθέσεις T‑450/04 και T‑456/04, θα γίνονταν δεκτά τα αιτήματα των εταιριών Bouygues και της AFORS περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της αποφάσεως αυτής, καθώς η εν λόγω ακύρωση θα συνεπαγόταν υποχρέωση της Επιτροπής να διατάξει, εις βάρος της FT, την ανάκτηση της παράνομης ενισχύσεως του άρθρου 1.

124    Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η FT έχει έννομο συμφέρον ενεστώς και γεγενημένο προς ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

125    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν οι ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04, κατά το μέτρο που αφορούν το παραδεκτό των αιτημάτων της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT για την ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του εννόμου συμφέροντος των εταιριών Bouygues για ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως

126    Επιβάλλεται ευθύς εξ αρχής η υπόμνηση ότι τόσο από απόψεως τύπου όσο και ουσίας η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί πράξη δυνάμενη να παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Εξάλλου, κατά το μέτρο που το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπιστώνει την ύπαρξη ενισχύσεως υπέρ της FT, την οποία κηρύσσει ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά, το άρθρο αυτό ανταποκρίνεται στο αίτημα και τα συμφέροντα των εταιριών Bouygues, όπως διατυπώνονται στην από 22 Ιανουαρίου 2003 καταγγελία τους.

127    Πάντως, η διαπίστωση στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως υπάρξεως ενισχύσεως και ασυμβιβάστου αυτής προς την κοινή αγορά δεν αποκλείει a priori την ύπαρξη άλλων ασυμβίβαστων μέτρων ενισχύσεως, τα οποία καίτοι δεν αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο αποτελούν επίσης αντικείμενο της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της εν λόγω αποφάσεως και τα οποία, επίσης, δύνανται να επηρεάσουν αισθητά την κατάσταση ορισμένων ανταγωνιστών της δικαιούχου της ενισχύσεως στην αγορά (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C‑78/03 P, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, Συλλογή 2005, σ. I‑10737, σκέψη 37). Τούτο θα μπορούσε να ισχύσει ως προς την κατάσταση των εταιριών Bouygues έναντι της FT στη γαλλική αγορά της κινητής τηλεφωνίας.

128    Συναφώς, η Επιτροπή επικαλείται, επίσης εσφαλμένως, τη νομολογία κατά την οποία μόνο το διατακτικό μίας πράξεως είναι ικανό να παράγει έννομα αποτελέσματα και να θίξει συμφέροντα (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 122 απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 186 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, προκύπτει σαφώς από το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως και από την προς θεμελίωσή του αιτιολογία, στις αιτιολογικές σκέψεις 185 έως 230 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η Επιτροπή περιορίζεται στον χαρακτηρισμό αυτής καθεαυτής της προκαταβολής μετόχου, όπως εξετάσθηκε υπό το πρίσμα των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, ως κρατικής ενισχύσεως ασυμβίβαστης προς την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ. Ακριβώς, όμως, αυτή τη διαπίστωση, η οποία περιλαμβάνεται τόσο στο διατακτικό όσο και στις αιτιολογικές σκέψεις της εν λόγω αποφάσεως, αμφισβητούν οι εταιρίες Bouygues με την προσφυγή τους με το αιτιολογικό ότι επηρεάζει τη νομική τους κατάσταση και θίγει τα συμφέροντά τους, κατά το μέτρο που αφορά μόνον ένα μέτρο ενισχύσεως, ενώ, κατά την άποψή τους, με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, το γαλλικό Δημόσιο έλαβε πρόσθετα μέτρα ενισχύσεως που συνιστούν διακριτά ευεργετήματα υπέρ της FT και τα οποία θίγουν καταρχήν την θέση τους στην αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, οι εταιρίες Bouygues βασίμως επικαλούνται ότι η συνολική προσέγγιση της Επιτροπής, όπως εκτέθηκε ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 187 έως 191 και 203 έως 228 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εμπεριέχει αναγκαίως την άρνησή της να χαρακτηρίσει αυτές καθαυτές τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ως μέτρα ενισχύσεως. Συνεπώς, η Επιτροπή αβασίμως ισχυρίζεται ότι οι εταιρίες Bouygues δεν αμφισβητούν πράγματι το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι εμπίπτουν στην προεκτεθείσα επιχειρηματολογία.

129    Ομοίως, η Επιτροπή αβασίμως ισχυρίζεται ότι το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ικανοποιεί τις εταιρίες Bouygues και ότι αυτές δεν έχουν γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον προς επίλυση της υπό εξέταση διαφοράς με το αιτιολογικό ότι, ακόμη κι αν κριθεί βάσιμη η προσφυγή τους, η νομική τους κατάσταση θα παραμείνει αμετάβλητη. Η ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως για τους προβληθέντες από τις εταιρίες Bouygues λόγους ακυρώσεως θα καθιστούσε ανενεργή τη διαπίστωση υπάρξεως μέτρου ενισχύσεως ασυμβίβαστου προς την κοινή αγορά αποκλειστικώς κατά το μέρος που αφορά τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εν λόγω μέτρου αντί να χαρακτηρισθούν αυτές χωριστά ως μέτρα ενισχύσεως, τα οποία πληρούν, καθαυτά, τις προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Όπως υποστηρίζουν οι εταιρίες Bouygues, μία τέτοια ακύρωση του άρθρου 1 δεν θα ήταν παρά μερική και θα διατηρούσε τη διαπίστωση της υπάρξεως παράνομης ενισχύσεως η οποία συνίσταται στην προκαταβολή μετόχου. Μία τέτοια, όμως, μερική ακύρωση είναι ικανή να μεταβάλει, κατά τρόπο αισθητό, τη νομική κατάσταση των εταιριών Bouygues.

130    Εξάλλου, η νομολογία αναγνωρίζει ότι, εφόσον ο αιτών ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη, μολονότι είναι ενδεχομένως εν μέρει θετική, εντούτοις δεν προστατεύει επαρκώς τη νομική του κατάσταση, πρέπει να του αναγνωριστεί έννομο συμφέρον να ζητήσει τον εκ μέρους του δικαστή έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση TF1 κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 116, σκέψη 86).

131    Επομένως, διαπιστώνεται ότι οι εταιρίες Bouygues έχουν γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον προς μερική ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 129 ανωτέρω.

132    Τέλος, οι εταιρίες Bouygues ορθώς υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ του αιτήματός τους ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως και του άρθρου 2, καθώς δεν αποκλείεται τα άρθρα αυτά να φέρουν διακριτά νομικά σφάλματα τα οποία συνίστανται, αφενός, σε μη ύπαρξη εντολής για ανάκτηση της παράνομης ενισχύσεως που διαπιστώνεται στο άρθρο 1 και, αφετέρου, σε μη ύπαρξη εντολής για ανάκτηση ενδεχόμενων άλλων μέτρων ενισχύσεως τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο εν λόγω άρθρο, όπως των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων.

133    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή στην υπόθεση T‑450/04.

 Επί του παραδεκτού του φερόμενου αιτήματος της AFORS για ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως

134    Ως προς την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η FT στην υπόθεση T‑456/04 κατά του φερόμενου αιτήματος της AFORS για ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι, αφενός, με την προσφυγή η AFORS δεν ζήτησε τυπικώς την ακύρωση του άρθρου αυτού και, αφετέρου, με το υπόμνημα απαντήσεως, επιβεβαίωσε ότι η προσφυγή της αφορά αποκλειστικώς το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως. Επομένως, παρέλκει η κρίση επί της εν λόγω ενστάσεως απαραδέκτου.

 Β. Επί της νομιμότητας του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

 Συνοπτική παρουσίαση των λόγων ακυρώσεως

135    Στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT προβάλλουν τέσσερις λόγους προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι, πρώτον, παράβαση ουσιώδους τύπου και των δικαιωμάτων άμυνας, δεύτερον, πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή της έννοιας της ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και ειδικότερα του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή, τρίτον, πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση του περιεχομένου και του ή των φερόμενων αποτελεσμάτων των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων και, τέταρτον, έλλειψη αιτιολογίας κατά την έννοια του άρθρου 253 ΕΚ.

136    Στην υπόθεση T‑450/04, οι εταιρίες Bouygues, προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προβάλλουν ως πρώτο λόγο ακυρώσεως παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ κατά το μέρος που η Επιτροπή αρνήθηκε να χαρακτηρίσει τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, στο σύνολό τους ή μεμονωμένως, ως κρατικές ενισχύσεις και ως δεύτερο λόγο αντιφατική και ελλιπή αιτιολογία κατά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ.

137    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμη την εξέταση, αρχικώς, του δευτέρου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλονται στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04, καθώς και του πρώτου και του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προβάλλονται κατά του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑450/04, καθόσον αυτοί οι λόγοι ακυρώσεως αφορούν κατ’ ουσίαν τη νομιμότητα της εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογής της έννοιας της ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, EΚ.

 Επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT

 Προκαταρκτική παρατήρηση

138    Επιβάλλεται εκ προοιμίου η επισήμανση ότι ορισμένα επιχειρήματα εκτιθέμενα στις επόμενες σκέψεις προβάλλονται τόσο από τη Γαλλική Δημοκρατία όσο και από την FT στο πλαίσιο των υπομνημάτων τους παρεμβάσεως στην υπόθεση T‑450/04.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT

139    Ο δεύτερος προβαλλόμενος στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04 λόγος ακυρώσεως υποδιαιρείται σε δύο σκέλη. Στο πρώτο σκέλος, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή εφήρμοσε εσφαλμένως το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς. Στο δεύτερο σκέλος, ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως διαπίστωσε την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως στηριζόμενη σε δύο διακριτά γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα σε διαφορετικό χρόνο, εκ των οποίων το κάθε ένα, όπως αναγνωρίζει και η ίδια, αν ληφθεί μεμονωμένως δεν επαρκεί για τη στήριξη αυτής της διαπιστώσεως. Η Γαλλική Δημοκρατία διευκρινίζει ότι, καίτοι η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι έλαβε υπόψη το σύνολο των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων (αιτιολογικές σκέψεις 203, 218 και 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως), εντούτοις εξέτασε μόνον τα φερόμενα αποτελέσματα στις αγορές της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, από τις παραπομπές στην έκθεση της 28ης Απριλίου 2004 και στα σχόλια των οικονομικών αναλυτών (αιτιολογική σκέψη 221 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT

140    Με τον τρίτο προβαλλόμενο στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04 λόγο ακυρώσεως, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν από τις αγορές ως δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου και ότι επηρέασαν την κατάσταση των αγορών τον Δεκέμβριο του 2002. Η FT ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι το σκεπτικό της Επιτροπής κατά το οποίο το σχέδιο προκαταβολής μετόχου προσέδωσε στην FT πλεονέκτημα το οποίο δεν ικανοποιούσε το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

141    Η Γαλλική Δημοκρατία και η FT ισχυρίζονται ότι, από της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, η φύση των μέτρων που προτίθετο το γαλλικό Δημόσιο να λάβει έναντι της FT δεν είχε ακόμη αποφασισθεί και ότι, ειδικότερα, δεν είχε ληφθεί καμία απόφαση επενδύσεως ικανή να χαρακτηρισθεί ως ισχυρή δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου. Αυτή η πολύ γενική, υπό προϋποθέσεις και νομικώς μη δεσμευτική δήλωση –η οποία εκφράζει ιδίως τη βούληση αναλήψεως δράσεως υπό την ιδιότητα του συνετού επενδυτή και διαψεύσεως της φημολογίας περί αυξήσεως κεφαλαίου της FT, η οποία αποφασίσθηκε μεταγενέστερα– δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως σαφής, ακριβής και αμετάκλητη δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου, καθώς μάλιστα ο Υπουργός Οικονομικών δεν ήταν αρμόδιος να την αναλάβει. Συνεπώς, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 θα μπορούσε να θεωρηθεί από τις αγορές ως αξιόπιστη δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου.

142    Εξάλλου, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT αμφισβητούν ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις είχαν αντίκτυπο στην αντίληψη των παραγόντων της αγοράς τον Δεκέμβριο 2002 και προκάλεσαν ανώμαλη και μη αμελητέα αύξηση της αξίας των μετοχών και των ομολόγων της FT (αιτιολογικές σκέψεις 217 έως 222 και, ιδίως, 221 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αμφισβητούν, ομοίως, ότι ο αντίκτυπος αυτός εκδηλώθηκε κυρίως με τη διατήρηση, μέχρι τον Δεκέμβριο 2002, της βαθμολογίας της FT στο επίπεδο της ασφαλούς επενδύσεως αντί να μειωθεί σε βαθμολογία «επισφαλούς ομολόγου». Η FT καταλήγει ότι θα ήταν ακόμη λιγότερο δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 προσέδωσε στην FT πλεονέκτημα (αιτιολογική σκέψη 188 της εν λόγω αποφάσεως). Επιπλέον, τα συμπεράσματα της εκθέσεως της 28ης Απριλίου 2004 στηρίζονταν σε μη κατάλληλη ανάλυση και ήταν προδήλως ανεπαρκή για να αποδείξουν τόσο την ύπαρξη σημαντικά ανώμαλης εξελίξεως της πορείας της μετοχής της FT τον Ιούλιο 2002 όσο και την αιτιώδη σχέση μεταξύ της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002 και της εξελίξεως αυτής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 είχε αντίκτυπο στην κατάσταση των οικονομικών αγορών και προσέδωσε πλεονέκτημα στην FT κατά την περίοδο εκείνη.

143    Συναφώς, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT απορρίπτουν τη διαπίστωση κατά την οποία η έκθεση της 28ης Απριλίου 2004 καταδεικνύει ότι «οι [από Ιουλίου 2002] δηλώσεις είχαν πραγματικό αντίκτυπο στην αντίληψη των αγορών τον Δεκέμβριο [2002]» (αιτιολογικές σκέψεις 186 και 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως), καθώς η εν λόγω έκθεση αναφέρεται μόνον στις φερόμενες συνέπειες της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002 στις αγορές τον Ιούλιο 2002. Ειδικότερα, η έκθεση αυτή περιορίζεται στην ανάλυση του αντίκτυπου εκάστης δηλώσεως από τον Ιούλιο 2002, αντιστοίχως και μεμονωμένως, στις αγορές τον Ιούλιο, τον Σεπτέμβριο, τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο 2002 και όχι του αντίκτυπου του συνόλου των δηλώσεων στην αγορά τον Δεκέμβριο 2002. Κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να υποστηρίξει ότι η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 είχε, κατά τον χρόνο εκείνο, αντίκτυπο στις αγορές και συνιστούσε παροχή πλεονεκτήματος στην FT, για τους ίδιους λόγους δεν μπορούσε να υποστηρίξει το ίδιο σχετικά με την κατάσταση των αγορών τον Δεκέμβριο 2002. Επιπλέον, η έκθεση της 28ης Απριλίου 2004 δεν ήταν σε θέση να αναλύσει τις υποτιθέμενες συνέπειες της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002 στην κατάσταση της αγοράς τον Δεκέμβριο 2002, δεδομένης της αδυναμίας της να διακρίνει μεταξύ των συνεπειών αυτής της δηλώσεως, αφενός, και των συνεπειών λοιπών γεγονότων που επισυνέβησαν μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου 2002, αφετέρου. Συγκεκριμένα, η καλή επίδοση και οι λειτουργικές προοπτικές της FT κατά τη διάρκεια του δευτέρου εξαμήνου 2002, η επίλυση της υποθέσεως της Mobilcom, ο διορισμός νέου προέδρου και η παρουσίαση του σχεδίου ισοσκελίσεως επηρέασαν την αντίληψη των αγορών τον Δεκέμβριο 2002 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 186 και 260 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

144    Κατά την FT, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι έπρεπε να εκτιμηθεί αν το χορηγηθέν με το σχέδιο προκαταβολής μετόχου πλεονέκτημα πληρούσε το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή, ενώ αναγνώριζε ότι το σχέδιο αυτό καθεαυτό δεν προσέδιδε στην FT πλεονέκτημα (αιτιολογικές σκέψεις 190 και 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συγκεκριμένα, το σχέδιο προκαταβολής μετόχου δεν θα μπορούσε να είναι αποτελεσματικό, καθώς δεν είχε αναληφθεί δέσμευση εκ μέρους του γαλλικού Δημοσίου για χορήγηση πιστώσεως. Δεδομένων των προβλεπόμενων όρων, η FT επέλεξε να μην υπογράψει το εν λόγω σχέδιο και να προσφύγει, τον Δεκέμβριο 2002 και τον Ιανουάριο 2003, σε αναχρηματοδότηση από τις αγορές ομολόγων.

145    Κατά την FT, αποκλείεται η αγορά να είχε αντιληφθεί το σχέδιο προκαταβολής μετόχου ως μέτρο που υλοποιεί δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου, υπερβαίνον τη μελλοντική του συμμετοχή στην αύξηση κεφαλαίου ως πλειοψηφικός μέτοχος, καθώς το σχέδιο αυτό είχε περιορισθεί αυστηρώς στο ποσό των 9 δισεκατομμυρίων ευρώ –ποσό αντίστοιχο προς το μερίδιο του γαλλικού Δημοσίου στην αύξηση κεφαλαίου που προέβλεπε το σχέδιο Ambition 2005– και σε διάρκεια 18 μηνών. Επιπλέον, το γαλλικό Δημόσιο έλαβε την απόφαση να προτείνει τη θέση στη διάθεση της FT της προκαταβολής μετόχου αφότου ενημερώθηκε σχετικά με το σχέδιο Ambition 2005. Τέλος, η θετική αντίδραση των αγορών προερχόταν κυρίως από τον διορισμό του νέου προέδρου της FT και από το σχέδιο βελτιώσεως της λειτουργικής της αποδόσεως και δεν μπορούσε να αποδοθεί σε υποτιθέμενη υποστήριξη εκ μέρους του γαλλικού Δημοσίου κατά τρόπο υπερβαίνοντα το συνήθη ρόλο του ως μέτοχος.

146    Η FT υποστηρίζει, τέλος, ότι η Επιτροπή υπέπεσε, επίσης, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι οι προϋποθέσεις του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή δεν πληρούνταν εν προκειμένω (αιτιολογική σκέψη 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η αντικειμενική εξέταση των ενεργειών του γαλλικού Δημοσίου κατά τη διάρκεια ολόκληρης της οικείας περιόδου θα έπρεπε να καταλήξει σε αντίθετο συμπέρασμα της Επιτροπής.

 Επί των πρόσθετων επιχειρημάτων που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT ως παρεμβαίνουσες στην υπόθεση T‑450/04 και σε απάντηση των γραπτών ερωτημάτων του Γενικού Δικαστηρίου

147    Στις απαντήσεις επί των γραπτών ερωτημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT κατ’ ουσίαν επανέλαβαν ότι, ομοίως από απόψεως γαλλικού δικαίου, το γαλλικό Δημόσιο δεν είχε αναλάβει καμία δέσμευση, ισχυρή και αμετάκλητη, προς όφελος της FT ή τρίτων επενδυτών. Οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ήταν ασαφείς και υπό όρους και δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις ή γεγονότα νομικώς δεσμευτικά, ούτε ως κρατική εγγύηση, ρητή ή σιωπηρή, κατά την έννοια του γαλλικού διοικητικού δικαίου. Επίσης, ελλείψει ισχυρού, σαφούς και ακριβούς χαρακτήρα, οι δηλώσεις αυτές δεν αποτελούσαν υποσχέσεις ικανές να στοιχειοθετήσουν ευθύνη του Δημοσίου.

148    Η Γαλλική Δημοκρατία και η FT προσθέτουν ότι η ερμηνεία των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων πρέπει να γίνει αποκλειστικώς υπό το πρίσμα του γαλλικού διοικητικού δικαίου και όχι του γαλλικού αστικού, εμπορικού ή ποινικού δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, εξαιτίας του ασαφούς και υπό όρους χαρακτήρα τους, οι δηλώσεις αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως συμβατική ή μονομερής δέσμευση, παρά μόνον ως μορφή δηλώσεως προθέσεως, υποσχέσεως εκπληρώσεως φυσικής ενοχής ή υποσχέσεως εκπληρώσεως. Δεν πρόκειται, επίσης, για οιονεί συμβατική δέσμευση ούτε για νομικά γεγονότα που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου.

149    Κατά συνέπεια, κατά τη Γαλλική Δημοκρατία και την FT, οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν αποτελούν δέσμευση κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (αιτιολογική σκέψη 188 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αντιθέτως, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι μονομερείς και αυτόνομες αποφάσεις των κρατών μελών με τις οποίες αυτά αποβλέπουν να θέσουν στη διάθεση επιχειρήσεων πόρους ή να τους παρέξουν πλεονεκτήματα τα οποία ευνοούν την πραγματοποίηση των επιδιωκόμενων οικονομικών ή κοινωνικών σκοπών πρέπει να έχουν χαρακτήρα αυτόνομης και δεσμευτικής νομικής πράξεως. Σε κάθε περίπτωση, υπόσχεση του Δημοσίου δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ενίσχυση παρά μόνο αν η υπόσχεση αυτή δεν τελεί υπό όρους και είναι νομικώς δεσμευτική.

 Επιχειρήματα των εταιριών Bouygues

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως των εταιριών Bouygues

150    Οι εταιρίες Bouygues αμφισβητούν τη διαπίστωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά την οποία η προκαταβολή μετόχου, στο πλαίσιο των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά κατά το μέτρο που η διαπίστωση αυτή προϋποθέτει ότι οι εν λόγω δηλώσεις δεν θα μπορούσαν, οι ίδιες και αυτές καθεαυτές, να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις. Κατά τις εταιρίες Bouygues, οι δηλώσεις αυτές συνιστούν πράγματι, λαμβανόμενες στο σύνολό τους ή μεμονωμένως, μία ή περισσότερες κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καθώς συντρέχουν και οι τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις. Ο εν λόγω εσφαλμένος χαρακτηρισμός των γεγονότων συνιστά επομένως παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

151    Πρώτον, εκάστη των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων προσέδωσε στην FT πρόσθετο, επιλεκτικό και μη δικαιολογημένο πλεονέκτημα σύμφωνα με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Το πλεονέκτημα αυτό συνίστατο στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης της αγοράς και, ειδικότερα, στη βελτίωση της βαθμολογίας και στην άνοδο της αξίας των μετοχών της FT, επιτρέποντάς της να επανεισέλθει στην οικονομική αγορά υπό πολύ ευνοϊκές συνθήκες, κατάσταση που δεδομένης της απελπιστικής οικονομικής καταστάσεως της FT κατά την περίοδο εκείνη δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί υπό διαφορετικές συνθήκες. Επομένως, οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις εμπόδισαν την πτωτική εξέλιξη της βαθμολογίας της FT σε επίπεδο «επισφαλούς ομολόγου» (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 37 και 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και προκάλεσαν ανώμαλη και μη αμελητέα άνοδο της αξίας της μετοχής της (αιτιολογικές σκέψεις 35 και 221 της εν λόγω αποφάσεως). Οι δηλώσεις της 12ης και της 13ης Σεπτεμβρίου 2002 παρακίνησαν τη Moody’s να αλλάξει την προοπτική του χρέους της FT από αρνητική σε σταθερή λόγω της επιβεβαιώσεως της εκ μέρους των γαλλικών αρχών υποστηρίξεως (αιτιολογική σκέψη 52 της εν λόγω αποφάσεως). Ακολούθως, η συχνότητα των «spread inversions» (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω) της FT είχε μειωθεί, γεγονός που καταδεικνύει ότι η αγορά θεωρούσε ότι ο κίνδυνος που συνδεόταν με τα βραχυπρόθεσμα χρέη είχε καταστεί λιγότερο σημαντικός από τον συνδεόμενο με τα μακροπρόθεσμα χρέη. Εξάλλου, το ίδιο αποτέλεσμα παρατηρήθηκε σε συνέχεια της δηλώσεως της 2ας Οκτωβρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 30 της εν λόγω αποφάσεως), καθώς η αξία της μετοχής της FT σημείωσε άνοδο της τάξεως του 10,4 % κατά τη διάρκεια της επόμενης εβδομάδας (αιτιολογική σκέψη 180 της εν λόγω αποφάσεως) οπότε σημείωσε, στο τέλος του μηνός Δεκεμβρίου 2002, διπλάσια τιμή της αξίας της στις αρχές του μηνός Οκτωβρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 35 της εν λόγω αποφάσεως). Τα εν λόγω πλεονεκτήματα υπέρ της FT επιτεύχθηκαν προς της ανακοινώσεως από τις γαλλικές αρχές, στις 4 Δεκεμβρίου 2002, του σχεδίου προκαταβολής μετόχου υπό τη μορφή κονδυλίου πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ και της επέτρεψαν να αποφύγει το πρόσθετο κόστος αναχρηματοδοτήσεως (αιτιολογική σκέψη 222 της εν λόγω αποφάσεως).

152    Οι εταιρίες Bouygues επισημαίνουν ότι από την έναρξη της διοικητικής διαδικασίας το γαλλικό Δημόσιο χορήγησε πλήθος ενισχύσεων στην FT, όπου περιλαμβάνονται οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις όπως και η προκαταβολή μετόχου υπό μορφή κονδυλίου πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ. Καίτοι συμμερίζονται την άποψη της Επιτροπής ότι η στρατηγική των γαλλικών αρχών εντασσόταν σε μία διαρκή διαδικασία διασώσεως η οποία κατέληξε στην χορήγηση ενισχύσεως υπό τη μορφή προκαταβολής μετόχου, εντούτοις αμφισβητούν το συμπέρασμα της Επιτροπής ως προς την ύπαρξη μόνον μίας ενισχύσεως η οποία υλοποιήθηκε με την εν λόγω προκαταβολή. Κατά τις εταιρίες Bouygues, το γεγονός ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις συνιστούσαν επιπλέον κρατικές ενισχύσεις επιβεβαιώνεται από τη νομολογία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑11/95, BP Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3235). Αυτές οι προηγηθείσες ενισχύσεις, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα μίας διαρκούς διαδικασίας διασώσεως, θα μπορούσαν εξίσου να τύχουν κυρώσεων καθεαυτές όσο και να ληφθούν υπόψη, στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, προκειμένου να χαρακτηρισθούν ως μεταγενέστερη ενίσχυση, η οποία, λαμβανομένων υπόψη των μέτρων που προηγήθηκαν, έχουν τη μορφή πράξεως στην οποία μπορεί να προβεί ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής. Στην περίπτωση που αποτέλεσε αντικείμενο της προπαρατεθείσας αποφάσεως BP Chemicals κατά Επιτροπής (σκέψη 170), εξεταζόταν πλήθος μέτρων ενισχύσεως, εκ των οποίων τα δύο πρώτα επέτρεπαν να χαρακτηρισθεί το τρίτο [ως κρατική ενίσχυση] διαπιστώνοντας ότι το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή δεν πληρούνταν. Αυτό ακριβώς υποστηρίζουν οι εταιρίες Bouygues εν προκειμένω επισημαίνοντας την ύπαρξη περισσοτέρων ενισχύσεων οι οποίες, σύμφωνα με τη συντονισμένη λογική του γαλλικού Δημοσίου, συνδέονται μεταξύ τους. Συνεπώς, οι ενισχύσεις που συνίστανται στις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ακολουθούνται λογικώς από την προκαταβολή μετόχου. Η Επιτροπή, όμως, δεν δέχθηκε την ύπαρξη προγενέστερων ενισχύσεων, αλλά επινόησε, κατά τρόπο απλουστευμένο και εσφαλμένο, τη θεωρία της υλοποιήσεως των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων με την προκαταβολή μετόχου.

153    Οι εταιρίες Bouygues προσθέτουν ότι η προσέγγιση της Επιτροπής στηρίζεται σε αυθαίρετη επιλογή η οποία αρνείται το υποστατό του πλεονεκτήματος που απορρέει από τη βελτίωση της βαθμολογίας της FT σε συνέχεια των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων (βλ. αιτιολογική σκέψη 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σημεία 3.2 της ανακοινώσεως 2000/C 71/07 της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ] στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ 2000, C 71, σ. 14, στο εξής: ανακοίνωση για τις ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων), το οποίο είναι πολύ σημαντικότερο από το πλεονέκτημα που συνδέεται με την προκαταβολή μετόχου. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ο χαρακτηρισμός των δηλώσεων αυτών ως ενισχύσεις θα έπρεπε μάλιστα να αποτελεί τον πυρήνα της υπό εξέταση υποθέσεως. Συναφώς, δεν ευσταθεί το επιχείρημα κατά το οποίο η προκαταβολή μετόχου ήταν το μόνο κοινοποιηθέν μέτρο, καθώς το περιεχόμενο της κοινοποιήσεως δεν μπορεί να επηρεάζει την εκτίμηση της έννοιας της ενισχύσεως.

154    Οι εταιρίες Bouygues αμφισβητούν το επιχείρημα της FT κατά το οποίο οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις διότι δεν συνεπάγονται δέσμευση κρατικών πόρων. Το επιχείρημα αυτό είναι όχι μόνον ανακριβές αλλά και αντιφατικό στις αιτιολογικές σκέψεις 208 και 218 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι οι δηλώσεις αυτές δεν είχαν παρά πολιτικό χαρακτήρα, μη δεσμευτικό, αόριστο και υπό όρους, γεγονός που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις αιτιολογικές σκέψεις 209 και 210 της εν λόγω αποφάσεως, θα μπορούσαν πάντως να περιλαμβάνουν δέσμευση κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

155    Οι εταιρίες Bouygues διευκρινίζουν ότι ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε προβεί σε τέτοιες δηλώσεις. Ειδικότερα, προ των δηλώσεων αυτών, η FT ήταν εταιρία που χαρακτηριζόταν από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα και παρουσίαζε μη ισορροπημένο ισολογισμό (αιτιολογική σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εκ του γεγονότος αυτού, είχε απολέσει την εμπιστοσύνη των αγορών (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 20 επ. της εν λόγω αποφάσεως). Συνεπώς, υπό τέτοιες συνθήκες, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε εκφράσει τόσο σαφή υποστήριξη υπέρ της FT (αιτιολογική σκέψη 229 της εν λόγω αποφάσεως). Επιπλέον, το γαλλικό Δημόσιο εξέφρασε την υποστήριξή του στην FT τον Ιούλιο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2002 χωρίς να λάβει μέτρα προς διασφάλιση της δυνατότητας ανακάμψεως της FT και προς αποκατάσταση της βιωσιμότητάς της, καθώς τα μέτρα αυτά λήφθηκαν μεταγενέστερα (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 39, 53, 54, 228 και 229 της εν λόγω αποφάσεως).

156    Επομένως, κατά τις εταιρίες Bouygues, όσον αφορά τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, συντρέχει η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ήτοι η χορήγηση πλεονεκτήματος (αιτιολογικές σκέψεις 188 και 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

157    Δεύτερον, οι εταιρίες Bouygues υποστηρίζουν ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις στοιχειοθετούν οικονομική ευθύνη του γαλλικού Δημοσίου, από νομικής και πραγματικής απόψεως.

158    Συναφώς, οι εταιρίες Bouygues υπενθυμίζουν ότι συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, οι παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, χωρίς να συνιστούν επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα. Επιπλέον, δεν γίνεται καμία κατ’ αρχήν διάκριση ανάλογα με τη μορφή που λαμβάνει η ενίσχυση, καθώς η έννοια της ενισχύσεως στηρίζεται στην οικονομική έννοια του πλεονεκτήματος και το τυπικό κριτήριο είναι επομένως αδιάφορο. Συγκεκριμένα, οι κανόνες της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων δεν διακρίνουν ανάλογα με τους λόγους ή τους σκοπούς των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις προσδιορίζουν αναλόγως των αποτελεσμάτων τους. Προκύπτει ότι η έννοια της ενισχύσεως είναι έννοια αντικειμενική και εξετάζει μόνον αν το κρατικό μέτρο προσδίδει ή όχι πλεονέκτημα σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις.

159    Οι εταιρίες Bouygues θεωρούν ότι, λαμβανομένης υπόψη της γενικής αρχής της πρακτικής αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, δηλώσεις ή προφορικές υποσχέσεις θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ενισχύσεις αφής στιγμής παράγουν αποτελέσματα. Η νομολογία έχει, επίσης, αναγνωρίσει ότι δηλώσεις διά του Τύπου δύναται να συνιστούν αποφάσεις και ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως μίας ενισχύσεως, κρατικές υποσχέσεις δύναται να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί αν παρακίνησαν εταιρία να υιοθετήσει συμπεριφορά ικανή να συμβάλει στην πραγματοποίηση ενός από τους σκοπούς του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 2002, T‑126/99, Graphischer Maschinenbau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2427). Επιπλέον, στην απόφαση 2001/89/ΕΚ, της 23ης Ιουνίου 1999, σχετικά με την έγκριση υπό όρους της ενισχύσεως που χορηγήθηκε από τη Γαλλία στην Crédit Foncier de France (ΕΕ 2001, L 34, σ. 36, στο εξής: απόφαση Crédit foncier), η Επιτροπή χαρακτήρισε υπουργικές δηλώσεις ως κρατικές ενισχύσεις υπογραμμίζοντας ότι, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων τους, εξομοιώνονται με εγγύηση. Κατά τις εταιρίες Bouygues, η απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Air France κατά Επιτροπής (T‑358/94, Συλλογή 1996, σ. II‑2109), δεν έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις αυτές και τη νομολογία, δεδομένου ότι θεωρούσε δήλωση σχετική με ενδεχόμενη συμπεριφορά του Δημοσίου ως απάντηση σε μελλοντική απόφαση τρίτου, το περιεχόμενο της οποίας δεν είχε ακόμη καθορισθεί. Αντιθέτως, μία σταθερή απόφαση του Δημοσίου ως προς τη δική του συμπεριφορά, η οποία δεν εξαρτάται από τη συμπεριφορά τρίτων, θα μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση, ακόμη και υπό τη μορφή δηλώσεως.

160    Εξάλλου, και η ίδια η Επιτροπή επιβεβαίωσε, στο σημείο 1.1 της ανακοινώσεώς της για τις ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (βλ. σκέψη 153 ανωτέρω), ότι η ανακοίνωση αυτή καλύπτει όλες τις μορφές εγγυήσεων, ανεξαρτήτως της νομικής τους βάσεως και της συναλλαγής την οποία αφορούν. Ειδικότερα, κατά τις εταιρίες Bouygues, η έννοια της εγγυήσεως πρέπει να περιλαμβάνει, υπό τη δυνατόν ευρύτερη ερμηνεία, κάθε μηχανισμό που προφυλάσσει οποιοδήποτε πρόσωπο από χρηματική ζημία. Έχοντας υπόψη τον ορισμό αυτό, δηλώσεις με τις οποίες μέτοχος μίας εταιρίας δεσμεύεται να λάβει τα αναγκαία μέτρα, και ιδίως να ενισχύσει τα ίδια κεφάλαιά της, ώστε η εταιρία αυτή να μην έχει προβλήματα χρηματοδοτήσεως συνιστούν μορφή εγγυήσεως χορηγούμενη στους υφιστάμενους και μελλοντικούς πιστωτές της.

161    Ομοίως, η προϋπόθεση περί δεσμεύσεως κρατικών πόρων πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικώς και δύναται να νοείται ως διαφυγόντα κέρδη ή ως εν δυνάμει δέσμευση τέτοιων πόρων. Ακόμη και ελλείψει άμεσης κινητοποιήσεως των κρατικών πόρων, το γεγονός και μόνον ότι το Δημόσιο διατρέχει, εξαιτίας αυτής της δεσμεύσεως, τον κίνδυνο να υποχρεωθεί να καταβάλει πληρωμή επιτρέπει το συμπέρασμα ότι η ενίσχυση χορηγείται μέσω κρατικών πόρων. Θα πρέπει, επομένως, να χαρακτηρισθεί ως ενίσχυση υπό τη μορφή εγγυήσεως, κάθε παρέμβαση του Δημοσίου η οποία έχει ως αποτέλεσμα την επιβάρυνσή του με τον κίνδυνο, από νομικής ή πραγματικής απόψεως, της υποχρεώσεως καταβολής πληρωμής. Πρόκειται για αυτού του είδους την περίπτωση εν προκειμένω.

162    Συναφώς, ο νομικά αναγκαστικός ή μη χαρακτήρας της αποφάσεως που δεσμεύει τους κρατικούς πόρους είναι αδιάφορος για την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Συγκεκριμένα, σε όλους τους τομείς του δικαίου ανταγωνισμού και της ελεύθερης κυκλοφορίας, η νομολογία λαμβάνει υπόψη πράξεις στερούμενες δεσμευτικής ισχύος προκειμένου να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου. Τούτο επιβεβαιώνεται επίσης από την πρακτική της Επιτροπής. Ειδικότερα, κατά το σημείο 2.1.3 της ανακοινώσεως για τις ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (βλ. σκέψη 153 ανωτέρω), το γεγονός ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν υπόκεινται σε διαδικασίες πτωχεύσεως ή σε άλλες διαδικασίες αφερεγγυότητας συνιστά καθεαυτό ενίσχυση υπό τη μορφή εγγυήσεως, και τούτο ανεξαρτήτως της υποχρεώσεως του Δημοσίου να στηρίξει οικονομικώς τις επιχειρήσεις αυτές. Όπως επιβεβαίωσε η Επιτροπή στο από 4 Απριλίου 2003 έγγραφό της με το οποίο καλούσε τη Γαλλική Δημοκρατία να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με το μέτρο ενισχύσεως υπέρ της Électricité de France (EDF) υπό τη μορφή απεριόριστης εγγυήσεως του Δημοσίου στο πλαίσιο του καθεστώτος της ως δημόσια επιχείρηση βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα (établissement public à caractère industriel et commercial-EPIC) [Ενίσχυση E 3/02 – Μέτρο ενισχύσεως υπέρ της Électricité de France (ΕΕ 2003, C 164, σ. 7)], το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται η διαπίστωση αυτή είναι ότι το Δημόσιο είναι, εκ των πραγμάτων, υποχρεωμένο να παρέξει τέτοιου είδους στήριξη, ελλείψει της οποίας κανένας επιχειρηματίας δεν θα επιθυμούσε να συμβληθεί με τις επιχειρήσεις αυτές. Συνεπώς, εν προκειμένω, η Επιτροπή εφαρμόζοντας απλώς τις αρχές αυτές όφειλε να καταλήξει στη διαπίστωση ότι υπήρχε δέσμευση κρατικών πόρων.

163    Οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις συνιστούν σταθερές, σαφείς και ακριβείς δεσμεύσεις εγγυήσεως οι οποίες δεσμεύουν κρατικούς πόρους, είτε εκ του νόμου είτε εκ των πραγμάτων. Με κάθε μία από τις δηλώσεις αυτές, το γαλλικό Δημόσιο δεσμεύτηκε κατά τρόπο σαφή και ακριβή έναντι της οικονομικής κοινότητας να στηρίξει οικονομικά την FT σε περίπτωση που αντιμετώπιζε δυσκολίες κατά την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων χρεών της. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 209 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αυτές οι επαναλαμβανόμενες, δηλώσεις ήταν αρκετά σαφείς, ακριβείς και σταθερές για να αποδείξουν την ύπαρξη αξιόπιστης και άνευ όρων δεσμεύσεως εκ μέρους του γαλλικού Δημοσίου. Οι αντιδράσεις της αγοράς και, ιδίως, η άνοδος της αξίας των μετοχών και των ομολόγων της FT σε συνέχεια της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002 επιβεβαιώνουν ότι η αγορά πίστεψε στην εγγύηση και στην υποστήριξη της FT από το γαλλικό Δημόσιο (αιτιολογική σκέψη 221 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ο ανεπιφύλακτος χαρακτήρας της υποστηρίξεως αυτής δεν αμφισβητείται από την έκφραση «εάν αυτό είναι απαραίτητο», καθώς η επιφύλαξη αυτή ήταν απλώς τυπική δεδομένης της απειλούμενης καταστάσεως της FT κατά την περίοδο εκείνη και της βέβαιης επελεύσεως των οικονομικών δυσχερειών (αιτιολογική σκέψη 210 της εν λόγω αποφάσεως). Επομένως, οι δηλώσεις αυτές, είτε ληφθούν υπόψη μεμονωμένα είτε στο σύνολό τους, καταδεικνύουν σαφώς δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου να παρέξει στήριξη και εγγύηση στην FT (αιτιολογικές σκέψεις 208 και 212 της εν λόγω αποφάσεως).

164    Περαιτέρω, κατά τις εταιρίες Bouygues, έκαστη των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων έχει, από απόψεως τόσο γαλλικού όσο και αγγλοσαξωνικού δικαίου, ισχύ δεσμεύσεως. Διευκρινίζουν ότι, κατά το γαλλικό δίκαιο, η ύπαρξη δεσμεύσεως εκ μέρους διοικητικής αρχής δεν εκτιμάται με βάση τη μορφή της αλλά με βάση τα εγγενή χαρακτηριστικά της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο γάλλος διοικητικός δικαστής αναγνωρίζει ότι δύναται να αποτελέσουν διοικητικές αποφάσεις όχι μόνον οι έγγραφες αλλά ακόμη και οι απλές προφορικές αποφάσεις. Εξάλλου, καίτοι δεν συνοδεύονται από καμία ιδιαίτερη νομική πράξη, οι υποσχέσεις αποτελούν δεσμεύσεις καθόσον αποτελούν έκφραση της βουλήσεως της διοικητικής αρχής. Για να υπάρχει δέσμευση του Δημοσίου αρκεί πράγματι να έχει συμπεριφερθεί η διοικητική αρχή «έτσι ώστε να δημιουργεί την πεποίθηση» ότι θα ενεργήσει με έναν ορισμένο τρόπο. Συνεπώς, δηλώσεις του Δημοσίου σταθερές, σαφείς και ακριβείς είναι σε κάθε περίπτωση ικανές να στοιχειοθετήσουν την ευθύνη του, είτε διότι, υποσχόμενο δημιουργεί εις βάρος του νομική υποχρέωση, την οποία δεν μπορεί να ανατρέψει χωρίς να υποπέσει σε παράπτωμα, καθώς το γεγονός και μόνο ότι δεν τήρησε την υπόσχεσή του επαρκεί για να στοιχειοθετήσει την ευθύνη του, είτε διότι, αντιθέτως, υποσχόμενο το Δημόσιο αναλαμβάνει παρανόμως δέσμευση.

165    Κατά τις εταιρίες Bouygues, ενόψει των εγγενών τους χαρακτηριστικών, έκαστη των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων συνιστά δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου. Ομοίως, οι δηλώσεις αυτές θεωρήθηκαν από την αγορά ως ακριβείς, ανεπιφύλακτες και επιδεικνύουσες αξιόπιστη και πραγματική δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου, από το οποίο αναμενόταν η επίλυση της οικονομικής κρίσεως της FT. Σύμφωνα με τις εφαρμοστέες αρχές του γαλλικού δικαίου, σε περίπτωση μη τηρήσεως των εν λόγω δεσμεύσεων, το γαλλικό Δημόσιο θα μπορούσε να εκτεθεί σε αγωγές περί ευθύνης κάθε τρίτου έχοντος έννομο συμφέρον, είτε μετόχων της FT είτε εργαζομένων ή ακόμα πιστωτών της. Και μόνον τούτο επαρκεί για να κριθούν καθαυτές οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ως δεσμεύουσες κρατικούς πόρους.

166    Ακόμη και ελλείψει αναγκαστικού χαρακτήρα της δεσμεύσεως που απορρέει από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις κατά το γαλλικό δίκαιο, οι δηλώσεις αυτές δεσμεύουν κρατικούς πόρους, καθόσον η εν λόγω έννοια ερμηνεύεται διασταλτικώς. Συγκεκριμένα, το γαλλικό Δημόσιο όφειλε εκ των πραγμάτων να τηρήσει την υπόσχεσή του, ενόψει της πραγματικής προσδοκίας που είχε δημιουργηθεί στην αγορά (βλ. ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 217 και 221 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η μη τήρηση της υποσχέσεως αυτής θα συνεπαγόταν για το γαλλικό Δημόσιο, υπό την ιδιότητά του ως ιδιοκτήτης και διαχειριστής της επιχειρήσεως, ως μεγάλος οικονομικός παράγοντας και ως σημαντικός δανειστής στις οικονομικές αγορές, ακόμη μεγαλύτερο κόστος εξαιτίας της απώλειας της αξιοπιστίας και της υπολήψεώς του στις αγορές (αιτιολογικές σκέψεις 217 και 221 της εν λόγω αποφάσεως). Ακόμη και ελλείψει νομικώς δεσμευτικής υποχρεώσεως, αυτός ο οικονομικός κίνδυνος θα ισοδυναμούσε για το γαλλικό Δημόσιο με δέσμευση κρατικών πόρων. Οι εταιρίες Bouygues διευκρινίζουν ότι η συγκεκριμένη δημόσια δήλωση μέλους της κυβερνήσεως υπέρ της επιχειρήσεως δεν συνιστά per se κρατική ενίσχυση, αλλά πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με τη διατύπωσή της, το περιεχόμενό της και τις συναφείς περιστάσεις. Συνεπώς, εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη της ακρίβειας των επίμαχων δηλώσεων καθώς και της σημασίας της FT, της ιδιότητάς της ως ιστορικός φορέας και της εξαιρετικής σοβαρότητας της οικονομικής της καταστάσεως, οι επίμαχες δηλώσεις αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και ισοδυναμούν με εγγύηση εκ μέρους του γαλλικού Δημοσίου.

167    Κατά τις εταιρίες Bouygues, προκύπτει από την εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών της 22ας Ιουλίου 2003, υπό τον τίτλο «Καταγραφή των συστημάτων των χορηγούμενων από το [γαλλικό Δημόσιο] συστημάτων σιωπηρής ή ρητής εγγυήσεως» (στο εξής: εγκύκλιος της 22ας Ιουλίου 2003) και ιδίως από το συνημμένο σε αυτήν την εγκύκλιο επεξηγηματικό σημείωμα ότι για την ύπαρξη ρητής εγγυήσεως πρέπει να περιλαμβάνονται, στη νομική της βάση, οι όροι «το [Δημόσιο] εγγυάται», ενώ για τη σιωπηρή εγγύηση απαιτείται αποκλειστικώς να διαπιστωθεί αν η διοικητική πράξη «παράγει και προκαλεί οικονομικές συνέπειες για το [Δημόσιο]». Το επεξηγηματικό σημείωμα αναγνωρίζει, περαιτέρω, ότι κρατική ενίσχυση μπορεί να απορρέει, μεταξύ άλλων, από «υπουργικό έγγραφο ή [από] κάθε άλλη βάση» και ότι οι εγγυήσεις οι οποίες ήταν δυνατό να χορηγηθούν χωρίς έγκυρη νομική βάση μπορούν παρά ταύτα «να γεννούν δικαιώματα υπέρ των δικαιούχων τους». Συνεπώς, καθόσον η Επιτροπή αποδέχεται ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ενείχαν οικονομικό κίνδυνο και ότι ήταν επαρκώς σαφείς, ακριβείς και σταθερές για να εκδηλώσουν την ύπαρξη άνευ όρων αξιόπιστης δεσμεύσεως εκ μέρους του γαλλικού Δημοσίου, όφειλε να διαπιστώσει την ύπαρξη σιωπηρής εγγυήσεως η οποία συνιστά κρατική ενίσχυση.

168    Τρίτον, οι εταιρίες Bouygues προβάλλουν ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις νόθευσαν τον ανταγωνισμό και επηρέασαν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

169    Οι εταιρίες Bouygues συνάγουν από το σύνολο των προεκτεθεισών σκέψεων ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις απένειμαν επιλεκτικό πλεονέκτημα στην FT, μη δικαιολογημένο ενόψει του κριτηρίου του συνετού επενδυτή, το οποίο δεσμεύει πόρους του γαλλικού Δημοσίου, νοθεύει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, οι δηλώσεις αυτές, λαμβανόμενες στο σύνολό τους ή μεμονωμένως, πληρούν τις τέσσερις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και συνιστούν μία ή περισσότερες κρατικές ενισχύσεις οι οποίες διακρίνονται από την ενίσχυση που συνίσταται στην προκαταβολή μετόχου. Κατά συνέπεια, αρνούμενη να χαρακτηρίσει τις δηλώσεις αυτές ως διακριτές ενισχύσεις, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως των εταιριών Bouygues

170    Κατά τις εταιρίες Bouygues, το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει επίσης να ακυρωθεί λόγω διπλής παραβάσεως ουσιώδους τύπου, ήτοι λόγω αντιφατικής και ελλιπούς αιτιολογίας.

171    Ως προς την ελλιπή αιτιολογία, οι εταιρίες Bouygues υποστηρίζουν ότι, μία πρώτη σειρά λόγων καταδεικνύει ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις πληρούν τις σωρευτικώς συντρέχουσες προϋποθέσεις της κρατικής ενισχύσεως, ενώ λοιποί λόγοι έρχονται σε αντίθεση με αυτή τη διαπίστωση.

172    Ειδικότερα, βάσει των διαπιστώσεων στις αιτιολογικές σκέψεις 36, 51 και 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε αρχικώς ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ήταν επαρκώς σαφείς, ακριβείς και σταθερές για να εκδηλώσουν την ύπαρξη αμετάκλητης, σταθερής και αξιόπιστης δεσμεύσεως εκ μέρους του γαλλικού Δημοσίου (αιτιολογικές σκέψεις 185, 207 και 210 της αποφάσεως αυτής). Η Επιτροπή όφειλε ακολούθως να διαπιστώσει ότι η δέσμευση αυτή προϋποθέτει κρατικούς πόρους καθόσον είναι ικανή να προκαλέσει κόστος στο γαλλικό Δημόσιο. Τούτο έχει τη νομική ή εκ των πραγμάτων υποχρέωση να τηρήσει την υπόσχεση αυτή, άλλως οφείλει να αποκαταστήσει τη ζημία των πιστωτών της FT ή, κατ’ ελάχιστον, να υποστεί απώλεια της αξιοπιστίας του στις χρηματαγορές, γεγονός που συνιστά πολύ σημαντικότερη χρηματοοικονομική απώλεια (αιτιολογικές σκέψεις 217 και 221 της εν λόγω αποφάσεως).

173    Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις απένειμαν βέβαιο και πρόσθετο πλεονέκτημα στην FT συμβάλλοντας στη διατήρηση της βαθμολογίας της και στην άνοδο της αξίας της μετοχής της (αιτιολογικές σκέψεις 188 και 221 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πλεονέκτημα από το οποίο δεν θα επωφελούνταν η FT υπό κανονικές συνθήκες αγοράς λαμβανομένης υπόψη της απελπιστικής της οικονομικής καταστάσεως (αιτιολογική σκέψη 212 της εν λόγω αποφάσεως). Από τη συνδυασμένη ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων 56, 221 και 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το πλεονέκτημα αυτό της FT, ήτοι η δυνατότητα να αντιμετωπίσει τη χρηματαγορά υπό ευνοϊκές συνθήκες, προηγήθηκε της ανακοινώσεως της προκαταβολής μετόχου. Ομοίως, η αιτιολογική σκέψη 188 της εν λόγω αποφάσεως επιβεβαιώνει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι, από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο 2002, η FT επωφελούνταν επιλεκτικού πλεονεκτήματος.

174    Εξάλλου, απορρέει από τις αιτιολογικές σκέψεις 17, 20 έως 35, 37, 39, 41, 49, 59, 229 και 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, λαμβανομένης υπόψη της δυσχερούς οικονομικής καταστάσεως της FT κατά τον χρόνο εκείνο, το κατά τον τρόπο αυτό απονεμηθέν πλεονέκτημα δεν ήταν δικαιολογημένο βάσει του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή. Τέλος, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι το πλεονέκτημα στρέβλωσε ή απειλούσε να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό κατά τρόπο ιδιαιτέρως αισθητό (αιτιολογική σκέψη 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι η κατάσταση αυτή ήταν ικανή να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών (αιτιολογική σκέψη 200 της εν λόγω αποφάσεως).

175    Πάντως, παρά τη διαπίστωση ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις της έννοιας της ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή αρνήθηκε να χαρακτηρίσει τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ως κρατικές ενισχύσεις (αιτιολογική σκέψη 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως), με το αιτιολογικό ότι δεν είχε στη διάθεσή της επαρκή στοιχεία για να τεκμηριώσει αδιαμφισβήτητα την ύπαρξη τέτοιων ενισχύσεων (αιτιολογικές σκέψεις 189 και 219 της εν λόγω αποφάσεως). Κατά τις εταιρίες Bouygues, το συμπέρασμα αυτό είναι αντιφατικό στο μέτρο που οι αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως με τις οποίες διαπιστώνεται η πλήρωση όλων των προϋποθέσεων της έννοιας της ενισχύσεως ήταν επαρκείς και δεν ήταν αναγκαίες πρόσθετες αποδείξεις.

176    Ως προς την ελλιπή αιτιολογία, οι εταιρίες Bouygues επισημαίνουν ότι η άρνηση χαρακτηρισμού των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων ως κρατικές ενισχύσεις στηρίζεται σε ελλιπή αιτιολογία. Η Επιτροπή αρχικώς αναγνώρισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 188 και 218 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τη δυνατότητα χαρακτηρισμού των εν λόγω δηλώσεων ως ενίσχυση κρίνοντας όμως ότι τούτη θα ήταν μία «καινοτόμος θέση, αλλά πιθανόν όχι αβάσιμη». Παρά ταύτα, στις αιτιολογικές σκέψεις 189 και 219 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή δηλώνει ότι δεν έχει στη διάθεσή της «επαρκή στοιχεία για να αποδείξει αδιαμφισβήτητα την παρουσία ενισχύσεως στη βάση αυτής της καινοτόμου θέσεως». Κατά τις εταιρίες Bouygues, τέτοιου είδους αόριστοι λόγοι δεν αιτιολογούν την άρνηση της Επιτροπής να χαρακτηρίσει τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ως κρατικές ενισχύσεις και είναι αντίθετοι με την επιταγή αιτιολογήσεως. Αφενός, η Επιτροπή δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ο χαρακτηρισμός της ενισχύσεως θα ήταν «καινοτόμος». Αφετέρου, δεν προσδιορίζει τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία απουσιάζουν ώστε να τεκμηριωθεί η ύπαρξη ενισχύσεως.

177    Όσον αφορά, πρώτον, τον φερόμενο καινοτόμο χαρακτήρα του χαρακτηρισμού ως ενισχύσεως, οι εταιρίες Bouygues υπενθυμίζουν ότι η έννοια της ενισχύσεως είναι αντικειμενική έννοια περιλαμβάνουσα όλα τα κρατικά μέτρα τα οποία είναι ικανά να ευνοήσουν άμεσα ή έμμεσα μία επιχείρηση. Η έννοια αυτή είναι αυστηρώς νομικής φύσεως και συνεπώς εξαρτάται αποκλειστικώς από το εάν η ωφελούμενη επιχείρηση αντλεί οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό συνήθεις συνθήκες αγοράς. Συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν έχει ευχέρεια εκτιμήσεως κατά τη διαπίστωση αν δεδομένο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση. Δεν πρόκειται για το στάδιο εξετάσεως ενδεχόμενης συμβατότητας ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, το οποίο προϋποθέτει πολύπλοκες εκτιμήσεις οικονομικής, κοινωνικής, περιφερειακής και τομεακής φύσεως, όπου διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η Επιτροπή υποχρεούται επομένως να χαρακτηρίσει ως κρατική ενίσχυση κάθε μέτρο το οποίο αντικειμενικώς πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

178    Η Επιτροπή δεν μπορεί συνεπώς να περιορισθεί στη διαπίστωση του καινοτόμου χαρακτήρα ιδιαίτερης εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ προκειμένου να μη διαπιστώσει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Με την αποδοχή της αντίθετης απόψεως θα αναγνωριζόταν ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως δεν εξελίσσεται, με αποτέλεσμα την αποστέρηση κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας από τις διατάξεις των άρθρων 87 ΕΚ επ.

179    Οι εταιρίες Bouygues υπογραμμίζουν ότι, σε κάθε περίπτωση, η υπό εξέταση υπόθεση δεν αποτελεί την πρώτη περίπτωση στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή έχει αποφανθεί επί του νομικού χαρακτηρισμού, ενόψει των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, δηλώσεων υποστηρίξεως εκ μέρους αρχών κράτους μέλους υπέρ επιχειρήσεως. Στην απόφαση Crédit foncier (βλ. σκέψη 159 ανωτέρω), η Επιτροπή θεώρησε ότι οι δημόσιες δηλώσεις των γαλλικών αρχών αποσκοπούσαν να καθησυχάσουν τους πιστωτές της Crédit foncier de France (στο εξής: CFF) για την ποιότητα των απαιτήσεών τους και τις χαρακτήρισε ως κρατικές ενισχύσεις. Κατά τις εταιρίες Bouygues, επιβάλλεται ανάλογη εκτίμηση στην προκειμένη περίπτωση, καθώς οι δύο υποθέσεις παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Πρώτον, οι CFF και FT αντιμετώπιζαν παρόμοιες οικονομικές δυσκολίες, χαρακτηριζόμενες από σημαντικό χρέος και μείωση της βαθμολογίας τους που τους απαγόρευε να προσφύγουν στις αγορές ομολόγων (αιτιολογική σκέψη 14 της αποφάσεως Crédit foncier). Δεύτερον, σε ανακοινωθέν Τύπου της 26ης Ιουλίου 1996, ο Υπουργός Οικονομικών ανέφερε, κατά τρόπο ανάλογο με όσα περιελάμβανε η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, ότι «το [γαλλικό Δημόσιο] δεσμευόταν να πληρωθούν κανονικά όλες οι δόσεις, περιλαμβανομένων του κεφαλαίου και των τόκων, των χρεών της CFF που αντιστοιχούσαν σε τίτλους» (αιτιολογική σκέψη 36 της αποφάσεως Crédit foncier· βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 208 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τρίτον, στην αιτιολογική σκέψη 40 της αποφάσεως Crédit foncier, η Επιτροπή υπενθύμιζε την ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα των υποστηρικτικών μέτρων και ότι, συναφώς, «καθησυχάζοντας τους πιστωτές σχετικά με την ποιότητα των πιστώσεών τους, η εν λόγω δήλωση είχε ως αποτέλεσμα να μην ζητηθεί η αποπληρωμή τίτλων της CFF σε μια περίοδο σοβαρού προβλήματος ρευστότητας, κατά την οποία το ίδρυμα δεν ήταν σε θέση να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές με κανονικούς όρους». Στην περίπτωση της FT, τα αποτελέσματα που αναφέρονται ως προς την ανακτηθείσα εμπιστοσύνη της αγοράς είναι πανομοιότυπα. Τέλος, η αιτιολογική σκέψη 44 της αποφάσεως Crédit foncier, κατά την οποία «η Επιτροπή θεωρεί ότι η δήλωση του Υπουργού [Οικονομικών], του Απριλίου 1996, ακόμη και αν δεν είχε επίσημη νομική μορφή, είχε ωστόσο ουσιώδη αποτελέσματα, και θα πρέπει να θεωρηθεί ως αντίστοιχη με εγγύηση», εφαρμόζεται πλήρως στην περίπτωση της FT. Οι εταιρίες Bouygues δέχονται, πάντως, ότι, αντίθετα με το επίμαχο ανακοινωθέν Τύπου του Υπουργού Οικονομικών στην απόφαση Crédit foncier, οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν περιλάμβαναν τον όρο «δέσμευση». Παρά ταύτα, η δέσμευση μπορεί να προκύψει από τους χρησιμοποιούμενους όρους, τη σταθερότητα και την επαναληψιμότητά τους, όπως και στην περίπτωση των εν λόγω δηλώσεων.

180    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αιτιολογία περί του φερόμενου καινοτόμου χαρακτήρα του χαρακτηρισμού ενισχύσεως είναι ελλιπής.

181    Δεύτερον, όσον αφορά τη φερόμενη απουσία επαρκών στοιχείων για την τεκμηρίωση κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο της υπάρξεως ενισχύσεων (αιτιολογική σκέψη 189 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι εταιρίες Bouygues προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν εξήγησε ποια είναι τα αποδεικτικά στοιχεία που απουσιάζουν σχετικώς. Καθόσον είχε στη διάθεσή της την έκθεση της 28ης Απριλίου 2004 και πλήθος εκθέσεων και μελετών τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών Bouygues, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να ισχυρίζεται ότι δεν είχε στη διάθεσή της επαρκή στοιχεία ώστε να αποφανθεί σχετικά με τον νομικό χαρακτηρισμό των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων. Βάσει των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή ήταν σε θέση να καταλήξει σε οριστικό χαρακτηρισμό των δηλώσεων αυτών ή, κατ’ ελάχιστον, να εξετάσει την καταλληλότητα των στοιχείων αυτών ώστε να δικαιολογήσει κατά τρόπο σαφή και ακριβή την απόρριψη του χαρακτηρισμού αυτού. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τούτο δεν ήταν δυνατό, η Επιτροπή θα έπρεπε να συλλέξει πρόσθετα στοιχεία προτού περατώσει τη διοικητική διαδικασία και εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

 Επιχειρήματα της Επιτροπής

 Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT

182    Η Επιτροπή υποστηρίζει, προκαταρκτικώς, ότι η Γαλλική Δημοκρατία απομονώνει, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, την αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η προκαταβολή μετόχου απονέμει πλεονέκτημα στην FT, από τις αιτιολογικές σκέψεις 197 και, ιδίως, 203 έως 230 της εν λόγω αποφάσεως, όπου η Επιτροπή εξέτασε αν το κατ’ αυτόν τον τρόπο απονεμηθέν πλεονέκτημα πληρούσε το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή.

183    Κατά την Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT προβαίνουν εσφαλμένως σε στατική και «φωτογραφική» ερμηνεία της επίμαχης πράξεως καθώς και σε στενή και μερική ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η προσέγγισή τους αποβλέπει στον περιορισμό της εξετάσεως μόνον των κοινοποιηθέντων μέτρων τον Δεκέμβριο 2002, εξαιρώντας τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, οι οποίες επιδίωκαν να καθησυχάσουν τις αγορές προ της θέσεως σε εφαρμογή του κονδυλίου πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ τον Δεκέμβριο 2002. Δεν είναι, όμως, δυνατή η αποσπασματική ανάλυση των γεγονότων που προηγήθηκαν του σχεδίου προκαταβολής μετόχου τον Δεκέμβριο 2002. Στις αιτιολογικές σκέψεις 187 και 222 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επεξηγεί εξάλλου τους λόγους για τους οποίους ήταν υποχρεωμένη να αναλύσει τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και την προκαταβολή μετόχου ως σύνολο. Επίσης, στις ίδιες αιτιολογικές σκέψεις, επισήμανε ότι, ανεξαρτήτως αν οι δηλώσεις αυτές μπορούσαν να θεωρηθούν ως ενίσχυση, ήταν σαφές κατά το χρόνο υλοποιήσεως αυτών των διαδοχικών γεγονότων τον Δεκέμβριο 2002, ότι η εφεξής αμετάκλητη δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου δεν ήταν σύμφωνη με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή και συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Συγκεκριμένα, η στρατηγική των γαλλικών αρχών εντασσόταν σε μία διαρκή διαδικασία διασώσεως της FT η οποία δεν περιορίζεται στα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 219 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τούτη η πτυχή προκύπτει με επαρκή σαφήνεια από την προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 191 και 223.

184    Η προεκτεθείσα προσέγγιση συνοψίζεται στην αιτιολογική σκέψη 191 και απηχείται μεταξύ άλλων στη χρονολογική έκθεση των πραγματικών περιστατικών στις αιτιολογικές σκέψεις 20 επ. και 36 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, η Επιτροπή επικαλείται την προπαρατεθείσα στη σκέψη 152 απόφαση BP Chemicals κατά Επιτροπής (σκέψη 179), στο πλαίσιο της οποίας το Πρωτοδικείο υπενθύμισε την ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη συνολικά το εγχείρημα της διασώσεως μίας επιχειρήσεως και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής η οποία είχε εσφαλμένως αποσυνδέσει τα διάφορα επίμαχα εγχειρήματα εισφοράς κεφαλαίου. Εξ αυτών απορρέει η υποχρέωση της Επιτροπής, ιδίως στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των περίπλοκων εγχειρημάτων διασώσεως και αναδιαρθρώσεως, να εξετάζει σε ποιο βαθμό πράξεις που προηγήθηκαν, οι οποίες δεν ενδέχεται να πραγματοποιηθούν από συνετό επενδυτή, επηρέασαν ή διευκόλυναν δεδομένη συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, σε μία τέτοια περίπτωση, μία αυτοτελής συμπεριφορά στο τέλος της διαδικασίας θα μπορούσε να παρουσιασθεί ως «συνετή» αν απομονωθεί από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, όπως επιχειρούν εν προκειμένω η Γαλλική Δημοκρατία και η FT. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 152 υπόθεση BP Chemicals κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο δεν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τρίτη εισφορά κεφαλαίου συνιστούσε ενίσχυση.

185    Συνεπώς, η διαδοχή των κύριων γεγονότων, όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 36 έως 56 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρουσιάζει με σαφήνεια την δηλωθείσα πρόθεση της Γαλλικής Δημοκρατίας να στηρίξει την FT ώστε να αποτρέψει ενδεχόμενη μείωση της βαθμολογίας της. Συναφώς, οι χρηματαγορές δεν εξέτασαν αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ήταν ή όχι δεσμευτικές και αν εξέφραζαν αμετάκλητη ή όχι δέσμευση. Μάλλον η εντύπωση που δημιούργησε το γαλλικό Δημόσιο ότι αυτή η δέσμευση ήταν υποχρεωτική ήταν καθοριστική για την αντίληψη που διαμόρφωσαν τόσο οι οίκοι αξιολογήσεως όσο και οι αγορές, λαμβανομένης υπόψη της ανόδου της αξίας της μετοχής της FT μετά τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002. Η Γαλλική Δημοκρατία ούτε εξήγησε ούτε απέδειξε τους λόγους για τους οποίους οι αγορές όφειλαν να αμφισβητήσουν τη σταθερότητα της δεσμεύσεως του γαλλικού Δημοσίου. Αντιθέτως, από την παρουσίαση του έργου «καταγραφής του ενεργητικού και του παθητικού» στο διοικητικό συμβούλιο της FT στις 4 Δεκεμβρίου 2002 προκύπτει ότι δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για την FT ότι η στήριξη του γαλλικού Δημοσίου ήταν σημαντική για τους οίκους αξιολογήσεως. Κατά συνέπεια, το ζήτημα αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις συνιστούσαν ή όχι ενίσχυση δεν ασκεί πλέον επιρροή, καθόσον, κατά τον χρόνο υλοποιήσεως των δηλώσεων αυτών τον Δεκέμβριο του 2002 υπό τη μορφή σχεδίου προκαταβολής μετόχου, ήταν σαφές, αφενός, ότι η δέσμευση είχε πλέον καταστεί αμετάκλητη και, αφετέρου, ότι δεν ήταν σύμφωνη με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, δεδομένου ότι δεν υλοποιούνταν πλέον υπό κανονικές συνθήκες αγοράς.

186    Το συμπέρασμα αυτό δεν αμφισβητείται με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 159 απόφαση Air France κατά Επιτροπής (σκέψεις 74 και 79). Η απόφαση αυτή μάλλον επιβεβαιώνει, ενόψει της καταστάσεως της FT τον Ιούλιο 2002, ότι ένας συνετός επενδυτής δεν θα είχε κάνει δηλώσεις όπως αυτές των γαλλικών αρχών από τον Ιούλιο του 2002, οι οποίες ήταν σε θέση να δεσμεύσουν την αξιοπιστία και την υπόληψή του, χωρίς να έχει προβεί κατ’ ελάχιστο σε προηγούμενο έλεγχο της FT (αιτιολογικές σκέψεις 228 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εντούτοις, κατά το χρόνο της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, οι γαλλικές αρχές αγνοούσαν την ακριβή έκταση των οικονομικών δυσχερειών της FT. Η Επιτροπή αναγνωρίζει πάντως ότι, στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 159 απόφαση Air France κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν το κριτήριο του συνετού επενδυτή εφαρμόζεται αποκλειστικώς σε αμετάκλητη νομικώς δέσμευση.

187    Η Επιτροπή τονίζει ότι ουδέποτε αρνήθηκε ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ήταν σε θέση να επιφέρουν οικονομικό κίνδυνο. Παρά ταύτα έκρινε ότι δεν είχε στη διάθεσή της επαρκή στοιχεία για να αποδείξει αδιαμφισβήτητα, στη βάση αυτής της καινοτόμου θέσεως, ότι οι συγκεκριμένες δηλώσεις συνιστούσαν αμετάκλητη δέσμευση κρατικών πόρων, και, συνεπώς, ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 218 και 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εντούτοις, είχε το δικαίωμα να εξακριβώσει αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές του Ιουλίου 2002, ένας ιδιώτης συνετός επενδυτής θα είχε αναλάβει τον ίδιο κίνδυνο (αιτιολογικές σκέψεις 218 και 229 της εν λόγω αποφάσεως), ο οποίος συνίστατο, αφενός, σε οικονομικό κίνδυνο συνδεόμενο με την αξιοπιστία των δηλώσεων αυτών στην αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 217, 220 και 221 της εν λόγω αποφάσεως) και, αφετέρου, σε νομικό κίνδυνο, διότι οι δηλώσεις αυτές μπορούσαν να θεωρηθούν δεσμευτικές σε αρκετές εθνικές έννομες τάξεις (αιτιολογική σκέψη 215 της εν λόγω αποφάσεως). Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή, κατ’ αρχάς, έκρινε ότι είναι «καινοτόμος θέση, αλλά πιθανόν όχι αβάσιμη» η θέση κατά την οποία η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, καθεαυτή, συνιστούσε ενίσχυση (αιτιολογικές σκέψεις 188 και 218 της εν λόγω αποφάσεως), ακολούθως δε, δήλωσε ότι δεν μπορούσε να αποδείξει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο την ύπαρξη ενισχύσεως με τη βάση αυτή (αιτιολογικές σκέψεις 189 και 219 της εν λόγω αποφάσεως) και, τέλος, ακολούθησε μία «πιο παραδοσιακή» προσέγγιση της έννοιας της ενισχύσεως (αιτιολογικές σκέψεις 219 έως 230 της εν λόγω αποφάσεως). Εξ αυτών συνήγαγε ότι, από τον Ιούλιο 2002, είχε καταστεί αδύνατη η σύγκριση της συμπεριφοράς του δημόσιου επενδυτή και του ιδιώτη επενδυτή υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, δεδομένου ότι κανένας ιδιώτης επενδυτής δε θα μπορούσε να επηρεάσει την αγορά όπως οι γαλλικές αρχές με τις δηλώσεις στις οποίες προέβησαν από τον Ιούλιο 2002. Εξ αυτού, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού επενδυτή μόνο για την κατάσταση του μηνός Δεκεμβρίου 2002 ήταν στρεβλωμένη, διότι, κατά τον χρόνο εκείνο, δεν ήταν δυνατό να εκτιμηθεί η κατάσταση της FT υπό κανονικές συνθήκες αγοράς (αιτιολογικές σκέψεις 219 έως 230 της εν λόγω αποφάσεως).

188    Η Επιτροπή απορρίπτει τη θέση κατά την οποία τα κράτη μέλη δεν μπορούν να συμπεριφέρονται ως συνετοί επενδυτές. Ένας ιδιώτης επενδυτής θα μπορούσε ομοίως να εκφράζει απόψεις ή να συμπεριφέρεται κατά τρόπο που συνεπάγεται αμετάκλητη νομική δέσμευση ενέχουσα οικονομικό κίνδυνο, χωρίς ο αμετάκλητος χαρακτήρας της να είναι βέβαιος. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να εξακριβώσει αν ένας ιδιώτης επενδυτής θα ήταν σε θέση να αναλάβει τέτοιου είδους κίνδυνο και, ως εκ τούτου, να εφαρμόσει το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε συμπεριφορές που δυνητικώς δεν συνεπάγονται αμετάκλητες νομικές δεσμεύσεις. Έτσι, περιορίσθηκε στη σύγκριση της συμπεριφοράς του γαλλικού Δημοσίου με αυτήν του ιδιώτη επενδυτή καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας που οδήγησε το Δημόσιο αυτό στη συγκεκριμενοποίηση της υποστηρίξεώς του υπό τη μορφή προκαταβολής μετόχου, καθώς η προκαταβολή αυτή δεν αποτελούσε παρά την υλοποίηση της κατ’ αρχήν αποφάσεως υποστηρίξεως της FT με τα αναγκαία μέτρα που ανακοινώθηκαν με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις (αιτιολογικές σκέψεις 36 και 185 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Πάντως, η δημόσια εκδήλωση της σαφούς και κατηγορηματικής αυτής δεσμεύσεως έναντι της αγοράς συνεπαγόταν οικονομικούς κινδύνους τους οποίους ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα αναλάμβανε με τόση απερισκεψία, κατ’ ελάχιστον, προτού να ενημερωθεί πλήρως σχετικά με την οικονομική κατάσταση της FT (αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι γαλλικές αρχές παραδέχθηκαν μάλιστα κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ότι στις 12 Ιουλίου 2002 δεν γνώριζαν ούτε την ακριβή κατάσταση της FT ούτε τα πλέον αποτελεσματικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Υπό τις συνθήκες αυτές, κάθε συνετός μέτοχος θα είχε αποφύγει να προβεί σε δηλώσεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν δέσμευσή του, έστω και μελλοντική, η οποία θα έθετε ενδεχομένως σε κίνδυνο την δική του οικονομική κατάσταση στις αγορές. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, όταν το Δημόσιο προτίθεται να λάβει υποστηρικτικά μέτρα υπέρ μίας επιχειρήσεως με οικονομικές δυσκολίες και να ανακοινώσει την πρόθεσή του στην αγορά, οφείλει να καταβάλει κάθε προσπάθεια ώστε να μη νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να σεβαστεί, όπου απαιτείται, τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Συνεπώς, εφόσον η υποστήριξη αυτή ενδέχεται να συνιστά ενίσχυση, κάθε δήλωση υποστηρίξεως πρέπει να συνοδεύεται από ρητή επιφύλαξη κατά την οποία κάθε μεταγενέστερη παρέμβαση θα πρέπει προηγουμένως να κοινοποιείται στην Επιτροπή και να εφαρμόζεται αποκλειστικώς μετά την έγκρισή της, γεγονός που καθιστά τη δήλωση αυτή υπό αίρεση.

 Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT

189    Κατά την Επιτροπή, δεδομένης της ουσιαστικής και οικονομικής σχέσεως μεταξύ της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002 και του σχεδίου προκαταβολής μετόχου, ήταν αναγκαία η εξέταση του συνόλου της συμπεριφοράς του γαλλικού Δημοσίου από τον Ιούλιο 2002 (αιτιολογική σκέψη 187 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ο περιορισμός της εξετάσεως μόνον των γεγονότων που καλύπτει η κοινοποίηση θα κατέληγε σε δυνατότητα του κράτους μέλους να επιλέγει ελεύθερα τον καθορισμό της οικείας περιόδου αναλύσεως, κάτι που θα ερχόταν σε αντίθεση με τον αντικειμενικό χαρακτήρα της έννοιας της ενισχύσεως, η οποία βασίζεται στην οικονομική πραγματικότητα. Συνεπώς, όταν η Επιτροπή εντοπίζει προγενέστερα γεγονότα τα οποία είναι αντικειμενικώς συναφή, οφείλει να τα συμπεριλαμβάνει στην ανάλυσή της. Εν προκειμένω, η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 αποτελεί μέρος μιας «μακρύτερης αλυσίδας ενεργειών» εκ των οποίων το σχέδιο προκαταβολής μετόχου και η έγκριση της αυξήσεως κεφαλαίου αποτελούν μόνον τα τελευταία στοιχεία της αλυσίδας. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή όφειλε να τα εξετάσει στο σύνολό τους, οπότε ορθώς κατέληξε στη διαπίστωση ότι τα συστατικά στοιχεία της έννοιας της ενισχύσεως υφίσταντο τον Δεκέμβριο 2002.

190    Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 δεν συνεπαγόταν κρατική δέσμευση σχετικά με μελλοντική οικονομική υποστήριξη της FT και ότι στηρίζεται αποκλειστικώς σε αμιγώς υποκειμενική εντύπωση του τρόπου με τον οποίο η δήλωση αυτή, κατά την άποψή της, έγινε αντιληπτή από την αγορά. Αντιθέτως, στηρίχθηκε σε αντικειμενικά πραγματικά γεγονότα τα οποία αποδείκνυαν ότι, όσον αφορά την αγορά, η δήλωση αυτή δημιούργησε την εντύπωση υποχρεωτικής δεσμεύσεως και μελλοντικής παρεμβάσεως του γαλλικού Δημοσίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις είχαν σκοπό να καθησυχάσουν τις αγορές και οι γαλλικές αρχές ήρθαν σε επικοινωνία με οίκους αξιολογήσεως για να αποφύγουν τη μείωση της βαθμολογίας των ομολόγων της FT σε επίπεδο «επισφαλούς ομολόγου». Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 210 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η θέση της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT είναι αντιφατική. Συνεπώς, ελλείψει εμπεριστατωμένης αμφισβητήσεως εκ μέρους των προσφευγουσών της νομιμότητας της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως, η θέση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

191    Η Επιτροπή για τους προαναφερθέντες λόγους ζητεί την απόρριψη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT ως αβάσιμου.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT 

–       Επί της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως σχετικά με τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002

192    Κατά την Επιτροπή, η απόφαση του γαλλικού Δημοσίου να υποστηρίξει την FT λήφθηκε την 12η Ιουλίου 2002, καίτοι οι λεπτομέρειες της δεσμεύσεώς του δεν είχαν ακόμη καθορισθεί κατά τον χρόνο εκείνο. Η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 αποτελούσε μέρος της «στρατηγική[ς] αξιόπιστης δεσμεύσεως του [Δημοσίου] να υποστηρίξει την FT» και είχε γίνει αντιληπτή ως τέτοια από τις αγορές (αιτιολογικές σκέψεις 220 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως). Από την γραμματική ανάλυση της δηλώσεως αυτής και από το περιεχόμενό της προκύπτει ότι η συγκεκριμένη δέσμευση ήταν σαφής και ότι, επιπλέον, ήταν επαναλαμβανόμενη (αιτιολογικές σκέψεις 205 έως 212 της εν λόγω αποφάσεως), ιδίως έναντι των οίκων αξιολογήσεως. Ειδικότερα, με το ανακοινωθέν Τύπου της 12ης Ιουλίου 2002, η S & P διευκρίνιζε ότι οι γαλλικές αρχές είχαν έρθει σε απευθείας επικοινωνία μαζί της προκειμένου να την διαβεβαιώσουν για την εκ μέρους τους υποστήριξη της FT (αιτιολογική σκέψη 38 της εν λόγω αποφάσεως). Όσον αφορά τους οίκους αξιολογήσεως με τους οποίους ήρθαν σε επαφή, η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 αποτελούσε συνεπώς την έκφραση της δηλωθείσας προθέσεως του γαλλικού Δημοσίου να υποστηρίξει την FT. Τέτοιες επαναλαμβανόμενες και συγκλίνουσες δηλώσεις, εκ μέρους του αρμόδιου υπουργού για τη διαχείριση των μεριδίων του γαλλικού Δημοσίου το οποίο αποτελεί τον πλειοψηφικό μέτοχο της FT, ήταν ασφαλώς ικανές να θεωρηθούν από την αγορά ως συνιστώσες αξιόπιστη και ανεπιφύλακτη δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου να υποστηρίξει οικονομικώς την FT (αιτιολογική σκέψη 217 της εν λόγω αποφάσεως). Η Επιτροπή απέδειξε ότι η αντίληψη αυτή των αγορών επιβεβαιωνόταν από την αντίδραση καθώς και από τα σχόλια των οικονομικών αναλυτών, οι οποίοι ερμήνευσαν τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 ως ισχυρή δέσμευση περί οικονομικής συνδρομής και ως υποστηρίζουσα τη βαθμολογία της FT σε επίπεδο ασφαλούς επενδύσεως (αιτιολογικές σκέψεις 220, 221, 37, 38, 52 και 58 της εν λόγω αποφάσεως).

193    Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι το γαλλικό Δημόσιο χαρακτήρισε τη συμπεριφορά του ως συνετή δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τον ανεπιφύλακτο χαρακτήρα της δεσμεύσεώς του. Ομοίως, η αναφορά σε ενδεχόμενη επέλευση οικονομικών δυσχερειών της FT δεν δύναται να ερμηνευθεί ως αναβλητική ή διαλυτική αίρεση της δεσμεύσεως αυτής (αιτιολογική σκέψη 210 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συγκεκριμένα, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η αγορά είχε αντιληφθεί οποιαδήποτε αίρεση σχετικώς. Αν ο Υπουργός Οικονομικών επιθυμούσε να εξαρτήσει τη δέσμευσή του από την τήρηση του κοινοτικού δικαίου, δεν θα αρκείτο στη χρησιμοποίηση των όρων «συνετός επενδυτής», οι οποίοι δεν θεωρούνται αναγκαίως από τις αγορές ως σχετιζόμενοι με το δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων, αλλά όφειλε να εκφράσει ρητή επιφύλαξη κατά την οποία κάθε μεταγενέστερη παρέμβαση θα έπρεπε προηγουμένως να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και να εφαρμοσθεί αποκλειστικώς μετά την έγκρισή της (αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, ως προς τη διάκριση μεταξύ της αποφάσεως Crédit foncier (βλ. σκέψη 159 ανωτέρω) και της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, εν προκειμένω, η δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου δεν ήταν το ίδιο ακριβής με την κατάσταση που αποτέλεσε το αντικείμενο αυτής της άλλης αποφάσεως.

194    Ως προς το ζήτημα αν η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 επηρέασε την κατάσταση της αγοράς τον Δεκέμβριο 2002, η Επιτροπή παραπέμπει στην αναπτυχθείσα επιχειρηματολογία της στο πλαίσιο της απαντήσεώς της στον πρώτο και στον δεύτερο λόγο ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT. Η δήλωση αυτή είχε κυρίως ως συνέπεια ότι, έως τον Δεκέμβριο 2002, η βαθμολογία της FT μπόρεσε να διατηρηθεί στο επίπεδο ασφαλούς επενδύσεως αντί να μεταβληθεί σε βαθμολογία «επισφαλούς ομολόγου». Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο 2002, το γαλλικό Δημόσιο επανέλαβε την υποστήριξή του στην FT κατά τρόπο ώστε η Moody’s μετέβαλε την προοπτική του χρέους από αρνητική σε σταθερή (αιτιολογική σκέψη 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τον Δεκέμβριο 2002, η S & P επανέλαβε ότι η υποστήριξη του γαλλικού Δημοσίου από τον Ιούλιο του 2002 ήταν κρίσιμος παράγοντας για τη διατήρηση της βαθμολογίας της FT σε επίπεδο ασφαλούς επενδύσεως (αιτιολογική σκέψη 58 της εν λόγω αποφάσεως). Συνεπώς, χωρίς τη διατήρηση της βαθμολογίας στο επίπεδο αυτό τον Ιούλιο 2002, η ενίσχυση των ίδιων κεφαλαίων της FT, συνιστάμενη ουσιαστικώς στο σχέδιο Ambition 2005, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί υπό τις ίδιες συνθήκες. Ως εκ τούτου, η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 είχε αντίκτυπο στα μέτρα του Δεκεμβρίου 2002, και όλες οι μεταγενέστερες του μηνός Ιουλίου 2002 εξελίξεις συνέβησαν στο πλαίσιο της αγοράς «που έχει νοθευτεί» από τη δήλωση αυτή. Συναφώς, η Γαλλική Δημοκρατία εσφαλμένως ισχυρίζεται ότι οι επαφές της, ως πλειοψηφική μέτοχος της FT, με τους οίκους αξιολογήσεως δεν ήταν ασυνήθεις. Δεδομένης της σημασίας του χρέους της FT (70 δισεκατομμύρια ευρώ) και της απουσίας σαφών και πλήρων στοιχείων για την οικονομική κατάσταση της FT, ο πλειοψηφικός μέτοχος δε θα μπορούσε να προβεί σε τέτοιες υποστηρικτικές δηλώσεις υπέρ της FT υπό τις ίδιες συνθήκες (αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την Επιτροπή, για τον λόγο αυτό, οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και οι επαφές με τους οίκους αξιολογήσεως «νόθευσαν» την κατάσταση της αγοράς κατά τρόπο ώστε, από της ανακοινώσεως, τον Δεκέμβριο 2002, του σχεδίου προκαταβολής μετόχου, η ανακοίνωση αυτή δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πραγματοποιήθηκε υπό κανονικές συνθήκες αγοράς. Αυτό το αποτέλεσμα της «νοθεύσεως» δεν εξάλειψε λοιπά στοιχεία τα οποία επηρέασαν την αντίληψη της αγοράς μετά τον Ιούλιο 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 260 και 261 της εν λόγω αποφάσεως).

195    Εξάλλου, η Επιτροπή απορρίπτει τις επικρίσεις που διατυπώθηκαν κατά της εφαρμοσθείσας μεθοδολογίας στην έκθεση της 28ης Απριλίου 2004. Τέλος, αμφισβητεί την καταλληλότητα της συγκρίσεως μεταξύ της Deutsche Telekom και της FT, στην οποία προέβη η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, για να τεκμηριωθεί ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν ήταν καθοριστικές.

–        Επί της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή

196    Ως προς την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν αναγνώρισε την ύπαρξη πλεονεκτήματος, η Επιτροπή παραπέμπει στην υπερασπιστική της επιχειρηματολογία ως προς το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT. Παρά ταύτα, προσθέτει ότι ανέκαθεν θεωρούσε ότι η ανεπιφύλακτη προσφορά της προκαταβολής μετόχου συνιστούσε πλεονέκτημα υπέρ της FT. Η Επιτροπή δεν έκρινε, όμως, σκόπιμο να αποφανθεί ως προς το θεωρητικό ζήτημα αν το πλεονέκτημα αυτό, εφόσον εξετασθεί μεμονωμένως και επομένως χωρίς να ληφθούν υπόψη οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, θα μπορούσε να συνάδει με το κριτήριο του συνετού επενδυτή. Συγκεκριμένα, το ζήτημα αυτό κατέστη άνευ αντικειμένου για τους λόγους που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 225 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

197    Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει τις αιτιολογικές σκέψεις 187 και 222 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως και τα επιχειρήματα που ανέπτυξε σε απάντηση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT όπου εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους όφειλε να αναλύσει τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και το σχέδιο προκαταβολής μετόχου του Δεκεμβρίου 2002 στο σύνολό τους. Ανεξαρτήτως αν οι δηλώσεις αυτές ή το σχέδιο πληρούσαν, εφόσον εξετάζονταν μεμονωμένως, όλες τις προϋποθέσεις που συνιστούν την έννοια της ενισχύσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, από της επελεύσεως των διαδοχικών γεγονότων τον Δεκέμβριο 2002, η εφεξής ανεπιφύλακτη δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου, εντασσόμενη στο πλαίσιο των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, δεν ήταν συμβατή με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή και, ως εκ τούτου, συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Ως προς το επιχείρημα της FT κατά το οποίο η προκαταβολή μετόχου ουδέποτε υπογράφθηκε, η Επιτροπή παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, ουδέποτε υποστήριξε ότι η προσφορά της προκαταβολής μετόχου είχε νοηθεί από την αγορά ως υλοποιούσα δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου η οποία υπερέβαινε τη μελλοντική του συμμετοχή στην αύξηση κεφαλαίου. Κρίσιμη ήταν η σημασία που απέδωσαν οι οίκοι αξιολογήσεως στην υποστήριξη του γαλλικού Δημοσίου. Η υποστήριξη, όμως, αυτή και η αντίδραση των οίκων αξιολογήσεως είχαν ήδη εκδηλωθεί από τον Ιούλιο 2002. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί τη θετική αντίδραση των αγορών κατόπιν της ανακοινώσεως στις 2 Οκτωβρίου 2002 του διορισμού του νέου προέδρου της FT. Η FT παρέλειψε, εξάλλου, να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους ο διορισμός αυτός ήταν περισσότερο καθοριστικός από τις δηλώσεις και τις απευθείας επαφές με τους οίκους αξιολογήσεως τον Ιούλιο 2002 προκειμένου να αποφύγει την υποβάθμιση της βαθμολογίας της FT σε επίπεδο «επισφαλούς ομολόγου». Ο αντίκτυπος στην αγορά του σχεδίου προκαταβολής μετόχου τον Δεκέμβριο 2002 ήταν επίσης μικρότερος από εκείνον των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, καθόσον, τον Δεκέμβριο 2002, η αγορά είχε ήδη καθησυχαστεί αρκετά ως προς την ύπαρξη και τη σταθερότητα της υποστηρίξεως του γαλλικού Δημοσίου υπέρ της FT. Δεδομένων των αποτελεσμάτων των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, η προκαταβολή μετόχου συνέβη επομένως υπό ανώμαλες συνθήκες αγοράς και με τον τρόπο αυτό προσέδωσε πλεονέκτημα στην FT.

–        Επί της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως σχετικά με τη συμπεριφορά του γαλλικού Δημοσίου ως συνετός επενδυτής

198    Η Επιτροπή εκτιμά ότι απήντησε πλήρως στην αιτίαση σχετικά με τη φερόμενη πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή και δεν την θεωρεί ως διακριτή αιτίαση. Κατά συνέπεια, η εξέταση της αιτιάσεως αυτής είναι άνευ αντικειμένου, ήτοι απαράδεκτη κατά την έννοια του άρθρου 44 του κανονισμού διαδικασίας.

199    Η Επιτροπή βάσει όλων των προηγούμενων σκέψεων καταλήγει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT είναι εν μέρει άνευ αντικειμένου ή απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως των εταιριών Bouygues

–       Επί των επιχειρημάτων των εταιριών Bouygues

200    Η Επιτροπή αμφισβητεί τη στατική και «φωτογραφική» προσέγγιση των εταιριών Bouygues σχετικά με το εγχείρημα διασώσεως της FT, το οποίο απέβλεπε στον περιορισμό της εξετάσεως δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ στις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, ενώ στην υπόθεση T‑425/04, η Γαλλική Δημοκρατία επιθυμούσε τον περιορισμό της εξετάσεως αυτής μόνον στα κοινοποιηθέντα μέτρα τον Δεκέμβριο 2002. Κατά την Επιτροπή, η θέση κατά την οποία οι δηλώσεις αυτές πληρούν, είτε μεμονωμένως, είτε στο σύνολό τους, τις τέσσερις προϋποθέσεις της έννοιας της ενισχύσεως απορρέει από στενή, μερική και εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι τα γεγονότα που προηγήθηκαν της προκαταβολής μετόχου τον Δεκέμβριο 2002, στο πλαίσιο μίας διαρκούς διαδικασίας διασώσεως, σχετίζονται μεταξύ τους τόσο από ουσιαστικής όσο και από οικονομικής απόψεως.

201    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αναλύσει, βάσει του κριτηρίου του συνετού επενδυτή, τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και το σχέδιο προκαταβολής μετόχου στο σύνολό τους, καθώς το σχέδιο αυτό δεν αποτελούσε παρά την υλοποίηση των προηγούμενων διαδοχικών εξελίξεων (αιτιολογικές σκέψεις 187 έως 189, 191, 215 έως 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσέγγιση αυτή συνάδει με τη νομολογία, η οποία απαιτεί να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του πολυσύνθετου εγχειρήματος διασώσεως και αναδιαρθρώσεως και, ιδίως, να εξετάζεται σε ποιο μέτρο μία ενεστώσα και μεμονωμένη συμπεριφορά, η οποία θα μπορούσε να εμφανίζεται ως «συνετή» αν απομονωθεί από το πλαίσιό της, κατέστη αναγκαία ή διευκολύνθηκε με προηγηθείσες πράξεις στις οποίες δεν θα είχε προβεί ένας συνετός επενδυτής σε οικονομία αγοράς (προπαρατεθείσα στη σκέψη 152 απόφαση BP Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 179). Η Επιτροπή προσθέτει ότι, κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, προηγούμενες ενισχύσεις περιλαμβανόμενες σε μία διαρκή διαδικασία θα μπορούσαν, κατ’ αρχήν, τόσο να τύχουν κολασμού καθαυτές όσο και λαμβανόμενες υπόψη για τον χαρακτηρισμό μίας επακολουθήσασας ενισχύσεως, η οποία, λαμβανομένων υπόψη αυτών των προηγούμενων ενισχύσεων, απλώς εμφανίζεται ως πράξη η οποία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί από συνετό ιδιώτη επενδυτή. Οι εταιρίες Bouygues δεν αμφισβήτησαν, όμως, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση χαρακτηρίζει την προκαταβολή μετόχου ως ενίσχυση. Ως εκ τούτου, το ζήτημα αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις συνιστούν ή όχι ενίσχυση δεν είναι πλέον λυσιτελές, καθόσον, κατά τον χρόνο υλοποιήσεως των εν λόγω δηλώσεων τον Δεκέμβριο 2002 υπό τη μορφή σχεδίου προκαταβολής μετόχου, κατέστη σαφές, αφενός, ότι η δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου είχε καταστεί αμετάκλητη και, αφετέρου, ότι δεν ήταν συμβατή με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

202    Συναφώς, η Επιτροπή αμφισβητεί την ομοιότητα των πραγματικών γεγονότων της προκειμένης περιπτώσεως με εκείνων που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποφάσεως Crédit foncier (βλ. σκέψη 159 ανωτέρω). Στην εξεταζόμενη υπόθεση, οι δηλώσεις του Υπουργού Οικονομικών δεν είχαν την ίδια ισχύ και τον ίδιο βαθμό ακρίβειας ως προς τη σταθερή δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου με τις δηλώσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο της αποφάσεως Crédit foncier (βλ. αιτιολογική σκέψη 36 της αποφάσεως Crédit foncier, αφενός, και αιτιολογική σκέψη 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφετέρου).

203    Η Επιτροπή προσθέτει ότι δεν εναπόκειται ούτε στο κοινοποιούν Δημόσιο ούτε στα ενδιαφερόμενα μέρη να καθορίσουν την οικεία περίοδο εξετάσεως. Η έννοια της ενισχύσεως είναι αντικειμενική και στηρίζεται στην οικονομική πραγματικότητα. Επομένως, στο μέτρο που η Επιτροπή εξέτασε προηγούμενα πραγματικά γεγονότα αντικειμενικώς συναφή, όφειλε να τα ενσωματώσει στην ανάλυσή της. Εν προκειμένω, οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις αποτελούν μέρος μίας «μακρύτερης αλυσίδας ενεργειών» όπου η προκαταβολή μετόχου και η έγκριση της αυξήσεως του κεφαλαίου της FT δεν συνιστούν παρά τα τελευταία στοιχεία της. Επομένως, η Επιτροπή βασίμως διαπίστωσε ότι, εν προκειμένω, το σύνολο των στοιχείων που αποτελούν την έννοια της ενισχύσεως εμφανίστηκαν μόνο από του Δεκεμβρίου 2002.

204    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως των εταιριών Bouygues ως αβάσιμος.

–       Επί των επιχειρημάτων της παρεμβαίνουσας FT

205    Ως προς τα επιχειρήματα που προέβαλε η παρεμβαίνουσα FT, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οι παρεμβαίνοντες πρέπει να αποδέχονται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς τους και ότι τα αιτήματα που διατυπώνουν με το υπόμνημά τους παρεμβάσεως πρέπει να αποβλέπουν, δυνάμει του άρθρου 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, μόνο στην υποστήριξη των αιτημάτων ενός από τους κυρίους διαδίκους, ο δε παρεμβαίνων δεν νομιμοποιείται να προβάλει λόγο ακυρώσεως που δεν προβάλλεται από τον προσφεύγοντα.

206    Η Επιτροπή εκπλήσσεται από το γεγονός ότι η παρεμβαίνουσα FT υποστηρίζει τα αιτήματά της προς υπεράσπιση της νομιμότητας του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ενώ, στην υπόθεση T‑444/04, ζητεί, σαφώς για διαφορετικούς λόγους, την ακύρωση του εν λόγω άρθρου. Αμφισβητεί, επομένως, το παραδεκτό των περί παρεμβάσεως αιτημάτων της FT, δεδομένου ότι, στην άλλη υπόθεση, η FT προσάπτει στην Επιτροπή ότι προχώρησε πέραν του δέοντος κρίνοντας, στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προκαταβολή μετόχου, εντασσόμενη στο πλαίσιο των από Ιουλίου 2002 πλαίσιο, συνιστά κρατική ενίσχυση ασύμβατη με την κοινή αγορά. Προβάλλοντας, όμως, στην υπόθεση T‑450/04 ότι η Επιτροπή δεν προχώρησε πέραν του δέοντος στο μέτρο που δεν χαρακτήρισε ως ενισχύσεις τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, η FT έρχεται σε αντίφαση σε σχέση με τη θέση που εξέφρασε στο πλαίσιο της προσφυγής της στην υπόθεση T‑444/04. Ειδικότερα, η FT δε δύναται, αφενός, με την παρέμβασή της, να υποστηρίζει ότι το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ισχυρό και, αφετέρου, με την προσφυγή της, να ζητεί την ακύρωση του εν λόγω άρθρου. Κατά την Επιτροπή, αυτή η νέα θέση που εκφράζεται με την παρέμβασή της πρέπει λογικά να οδηγήσει την FT σε παραίτηση από την προσφυγή της στην υπόθεση T‑444/04.

207    Επικουρικώς, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 θα μπορούσε να γίνει από οποιονδήποτε ιδιώτη πλειοψηφικό μέτοχο και ότι ήταν σε τέτοιο βαθμό γενική και υπό όρους που δε θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως εγγύηση περί υποστηρίξεως της FT. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ήταν καθοριστικό για το γαλλικό Δημόσιο να δώσει την εντύπωση έναντι των οίκων αξιολογήσεως και των οικονομικών αγορών ότι η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 συνιστούσε υποχρεωτική δέσμευση. Η δήλωση αυτή, συνοδευόμενη από τις απευθείας επαφές μεταξύ των γαλλικών αρχών και των οίκων αξιολογήσεως, αποσκοπούσε σαφώς να καθησυχάσει τις αγορές και να αποφύγει την υποβάθμιση της βαθμολογίας των ομολόγων της FT σε επίπεδο «επισφαλών ομολόγων», γεγονός που επιβεβαιώνεται από την άνοδο της αξίας της μετοχής και των ομολόγων της FT μετά την εν λόγω δήλωση. Στην πραγματικότητα, η δέσμευση αυτή δεν είχε τεθεί υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των κοινοτικών κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων (αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, η Επιτροπή απορρίπτει τη θέση κατά την οποία η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 δεν προσέδωσε οποιοδήποτε πλεονέκτημα στην FT. Το απορρέον από τη δήλωση αυτή πλεονέκτημα συνίσταται στη διατήρηση έως τον Δεκέμβριο 2002 της βαθμολογίας της FT σε επίπεδο ασφαλούς επενδύσεως αντί στην υποβάθμιση της βαθμολογίας της σε επίπεδο «επισφαλούς ομολόγου» (αιτιολογικές σκέψεις 219 επ. της εν λόγω αποφάσεως).

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως των εταιριών Bouygues

208    Η Επιτροπή εκτιμά ότι αιτιολόγησε επαρκώς τη θέση της ότι δεν μπορούσε να συνάγει ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις συνιστούσαν, καθαυτές, κρατικές ενισχύσεις (βλ. μεταξύ άλλων, τις αιτιολογικές σκέψεις 188, 189, 215 και 217 έως 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την Επιτροπή, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν πάσχει ούτε αντιφάσεων ούτε ανεπάρκειας, οι δε εταιρίες Bouygues συγχέουν τον έλεγχο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως με τον έλεγχο της πρόδηλης πλάνης.

 Επί των πρόσθετων επιχειρημάτων της Επιτροπή σε απάντηση των γραπτών ερωτημάτων του Γενικού Δικαστηρίου

209    Στην απάντησή της στα γραπτά ερωτήματα του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή παραπέμπει, κατ’ ουσίαν, στις θέσεις που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 188 και 214 έως 216 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στις νομικές και οικονομικές γνωμοδοτήσεις που της απεστάλησαν ή των οποίων τη σύνταξη προκάλεσε και ανάλυσε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η πλειονότητα των οποίων συνέκλινε στον δεσμευτικό χαρακτήρα των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων. Η Επιτροπή κατέληξε, επίσης, στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να αποδείξει «αδιαμφισβήτητα την παρουσία ενισχύσεως» στηριζόμενη αποκλειστικώς στις δηλώσεις αυτές, δεδομένης της δυσχερούς αποδείξεως, κατά τρόπο πειστικό, ότι ήταν σε θέση να δεσμεύσουν, έστω δυνητικώς, κρατικούς πόρους. Ειδικότερα, οι γνωμοδοτήσεις των εμπειρογνωμόνων περιείχαν αρκετά διαφοροποιούμενες ερμηνείες των δηλώσεων αυτών σύμφωνα με το αστικό, εμπορικό και διοικητικό δίκαιο, καθώς και περίπλοκες και αμφιλεγόμενες νομικές έννοιες της γαλλικής νομολογίας και θεωρίας. Το αποτέλεσμα των αναλύσεων αυτών συνοψίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 216 έως 218 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

210    Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν αρνείται ότι ορισμένα στοιχεία του εθνικού δικαίου θα μπορούσαν βασίμως να στηρίξουν τη θέση κατά την οποία οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις περιλάμβαναν μονομερή δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου, θέση η οποία δεν μπορεί επομένως να είναι προδήλως αβάσιμη. Συναφώς, η Επιτροπή επικαλείται δύο αποφάσεις του γαλλικού Cour de cassation. Πάντως, ιδίως υπό το πρίσμα της εγκυκλίου της 22ας Ιουλίου 2003 (βλ. σκέψη 167 ανωτέρω), η οποία επισημαίνει ότι μόνο νόμος περί προϋπολογισμού, ψηφισθείς από την γαλλική Εθνοσυνέλευση μπορεί να στοιχειοθετήσει οικονομική ευθύνη του γαλλικού Δημοσίου, οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αμέσως στο διοικητικό δίκαιο. Επιπλέον, οι επικρίσεις που προέβαλε η FT κατά τη διοικητική διαδικασία ως προς την έκθεση της 22ας Μαρτίου 2004 καταδεικνύουν την απουσία υπαιτιότητας εκ μέρους του γαλλικού Δημοσίου σύμφωνα με το γαλλικό διοικητικό δίκαιο. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, καίτοι στην έκθεση της 22ας Μαρτίου 2004, διαπιστωνόταν ότι η δέσμευση περί εγγυήσεως του γαλλικού Δημοσίου, ως υποχρέωση παροχής αποτελέσματος, ανάγεται στη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, γινόταν δεκτό, στην ίδια έκθεση, ότι ήταν δυσχερές να θεωρηθεί ότι το γαλλικό Δημόσιο είχε την πρόθεση να αυτοδεσμευθεί εφεξής ως προς τη συμμετοχή του στην αύξηση κεφαλαίου της FT, δέσμευση που έγινε, κατ’ αυτό, στις 13 Σεπτεμβρίου 2002 (σκέψη 62 της εκθέσεως της 22ας Μαρτίου 2004).

211    Η Επιτροπή υπενθυμίζει την προσέγγισή της ως προς την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή και την ανάλυσή της σχετικά με την αντίληψη των οικονομικών αγορών ως προς τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, οι οποίες εντάσσονταν σε μία στρατηγική δεσμεύσεως και διασώσεως της FT. Υπό τις συνθήκες αυτές, επέλεξε να μην υιοθετήσει ιδιαίτερα αυστηρή και περιοριστική ερμηνεία έναντι του γαλλικού Δημοσίου και της FT επί ενός όλως αμφιλεγόμενου ζητήματος εθνικού δικαίου. Συνεπώς, καίτοι δεν είχε επαρκή βαθμό βεβαιότητας ως προς την έννοια των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων από απόψεως εθνικού δικαίου ώστε να συναγάγει ότι ενείχαν υποχρεωτική δέσμευση κρατικών πόρων, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παροχή προκαταβολής μετόχου ενείχε τέτοιου είδους δέσμευση (αιτιολογική σκέψη 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτών ότι, λόγω της ουσιαστικής και οικονομικής σχέσεως μεταξύ των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων και της προκαταβολής μετόχου, βασίμως μπορούσε να τις εκτιμήσει στο σύνολό τους. Δεδομένης της υλοποιήσεως των δηλώσεων αυτών τον Δεκέμβριο 2002, υπό τη μορφή προκαταβολής μετόχου, το μόνο μέτρο που κοινοποιήθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία, ήταν σαφές, αφενός, ότι η δέσμευση είχε καταστεί αμετάκλητη και, αφετέρου, ότι δεν ήταν συμβατή με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Κατά συνέπεια, το ζήτημα αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις συνιστούσαν ή όχι ενίσχυση δεν ήταν πλέον λυσιτελές.

2.     Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 Επί της έννοιας της ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ

212    Ως προς το ζήτημα αν η Επιτροπή παρερμήνευσε, εν προκειμένω, την έννοια της ενισχύσεως, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η υπόμνηση ότι σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, «[ε]νισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές».

213    Ακολούθως, πρέπει να επισημανθεί ότι έχει γίνει δεκτό κατά πάγια νομολογία ότι η έννοια της ενισχύσεως είναι ευρύτερη από αυτήν της επιδοτήσεως, διότι περιλαμβάνει όχι μόνον τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις καθαυτές, αλλά και κρατικές παρεμβάσεις οι οποίες, κατά διαφόρους τρόπους, περιορίζουν τις επιβαρύνσεις που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της αυτής φύσεως και επιφέρουν ταυτόσημα αποτελέσματα (βλ. τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2003, C-328/99 και C-399/00, Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑4035, σκέψη 35, και της 15ης Ιουνίου 2006, C-393/04 και C-41/05, Air Liquide Industries Belgium, Συλλογή 2006, σ. I‑5293, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

214    Εξάλλου, η νομολογία έχει δεχθεί ότι ως ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να θεωρούνται μόνον τα ευεργετήματα που χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους. Συγκεκριμένα, η διάκριση που γίνεται στη διάταξη αυτή μεταξύ των «ενισχύσεων που χορηγούνται από τα κράτη» και των «ενισχύσεων που χορηγούνται με κρατικούς πόρους» δεν σημαίνει ότι όλα τα ευεργετήματα που χορηγούνται από τα κράτη συνιστούν ενισχύσεις, ανεξαρτήτως του αν χρηματοδοτούνται από κρατικούς πόρους, αλλά έχει απλώς ως σκοπό να περιλάβει στην έννοια αυτή τα ευεργετήματα που χορηγούνται απευθείας από το Δημόσιο, καθώς και τα ευεργετήματα που χορηγούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς τους οποίους έχει ορίσει ή ιδρύσει το Δημόσιο αυτό (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2001, C‑379/98, PreussenElektra, Συλλογή 2001, σ. I‑2099, σκέψη 58· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2003, T‑228/99 και T‑233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑435, σκέψη 179, και της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑95/03, Asociación de Estaciones de Servicio de Madrid και Federación Catalana de Estaciones de Servicio κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4739, σκέψη 104).

215    Συνεπώς, προκειμένου ένα μέτρο να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει ευεργέτημα, το οποίο είναι δυνατό να λάβει διάφορες μορφές («υπό οποιαδήποτε μορφή») και, αφετέρου, το ευεργέτημα αυτό να απορρέει, άμεσα ή έμμεσα, από δημόσιους πόρους (χορηγείται «από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους»).

216    Η νομολογία έχει, επίσης, διευκρινίσει την έννοια της κρατικής ενισχύσεως ενόψει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων υπό την έννοια ότι η παρέμβαση των δημοσίων αρχών στο κεφάλαιο μιας επιχειρήσεως, ήτοι η χρηματοδοτική στήριξη που προέρχεται από δημόσιους πόρους, μπορεί πάντως να μη συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, όταν η παρέμβαση αυτή συντελείται υπό συνθήκες οι οποίες ανταποκρίνονται στους συνήθεις όρους. Συναφώς, επιβάλλεται να διευκρινιστεί ότι, υπό παρόμοιες συνθήκες, ένας ιδιώτης επενδυτής μεγέθους συγκρίσιμου με αυτό οργανισμών που διαχειρίζονται τον δημόσιο τομέα θα μπορούσε να αποφασίσει να προβεί σε χρηματοδοτική υποστήριξη της ίδιας βαρύτητας, βάσει, μεταξύ άλλων, των διαθέσιμων στοιχείων και των προβλέψιμων τότε εξελίξεων της εν λόγω υποστηρίξεως (προπαρατεθείσα στη σκέψη 213 απόφαση Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής, σκέψεις 37 και 38). Επιπλέον, καίτοι η συμπεριφορά του ιδιώτη επενδυτή, προς τον οποίο πρέπει να συγκριθεί η παρέμβαση του δημόσιου επενδυτή που επιδιώκει στόχους οικονομικής πολιτικής, δεν αντιστοιχεί κατ’ ανάγκη προς τη συμπεριφορά του κοινού επενδυτή που επενδύει κεφάλαια με προοπτική την αποδοτικότητά τους κατά το μάλλον ή ήττον βραχυπροθέσμως, πρέπει, τουλάχιστον, να αντιστοιχεί προς τη συμπεριφορά μιας ιδιωτικής εταιρίας holding ή ενός ιδιωτικού ομίλου επιχειρήσεων που ακολουθούν διαρθρωτική πολιτική, γενική ή κλαδική, με γνώμονα την προοπτική μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑42/93, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4175, σκέψη 14, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 2008, T‑455/05, Componenta κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 86).

217    Όπως παραδέχθηκαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή προϋποθέτει αναγκαίως ότι τα μέτρα τα οποία έλαβε το Δημόσιο υπέρ μίας επιχειρήσεως της προσδίδουν πλεονέκτημα απορρέον από κρατικούς πόρους (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 214 απόφαση Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, σκέψεις 180 και 181).

218    Όσον αφορά το εύρος του δικαιοδοτικού ελέγχου, υπενθυμίζεται ότι η έννοια της ενισχύσεως είναι έννοια αντικειμενική και ότι, ως εκ τούτου, ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως κρατική ενίσχυση, ο οποίος κατά τη Συνθήκη, απόκειται τόσο στην Επιτροπή όσο και στον δικαστή, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογήσει, ελλείψει ιδιαζουσών συνθηκών οφειλομένων κυρίως στην περίπλοκη φύση της επίμαχης κρατικής παρεμβάσεως, την αναγνώριση ευρείας διακριτικής ευχέρειας υπέρ της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, μόνον κατά την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, η οποία συνεπάγεται ότι η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο της εξετάσεως της ενδεχόμενης συμβατότητας ή μη ορισμένων κρατικών μέτρων με την κοινή αγορά, πολύπλοκες εκτιμήσεις οικονομικής, κοινωνικής, περιφερειακής ή τομεακής φύσεως, έχει πράγματι απονεμηθεί στην Επιτροπή ευρεία διακριτική ευχέρεια (βλ. συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιανουαρίου 1998, Τ-67/94, Ladbroke Racing κατά Επιτροπής, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

219    Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει συναφώς ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως, όπως καθορίζεται στη Συνθήκη, έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Για τον λόγο αυτό, ο δικαστής οφείλει, καταρχήν και λαμβανομένων υπόψη τόσο των συγκεκριμένων στοιχείων της διαφοράς της οποίας επελήφθη όσο και του τεχνικού ή περίπλοκου χαρακτήρα των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, να ασκεί πλήρη έλεγχο του κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2000, C-83/98 P, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-3271, σκέψη 25· της 1ης Ιουλίου 2008, C‑341/06 P και C‑342/06 P, Chronopost κατά UFEX κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑4777, σκέψη 141, και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-10515, σκέψη 111).

220    Βάσει των αρχών αυτών πρέπει να εξακριβωθεί αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς την έννοια της ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

221    Συναφώς, ενόψει των αιτιάσεων που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑425/04, T‑444/04 και T‑450/04, που αφορούν εν μέρει πλάνη περί το δίκαιο και εν μέρει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, πρέπει να εξετασθεί, πρώτον, αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και το σχέδιο προκαταβολής μετόχου του Δεκεμβρίου 2002, μεμονωμένως ή στο σύνολό τους, χορήγησαν ένα ή περισσότερα πλεονεκτήματα στην FT. Δεύτερον, σε καταφατική περίπτωση, πρέπει να εκτιμηθεί αν αυτά τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα υπέρ της FT προέρχονται από μεταφορά κρατικών πόρων. Τρίτον, σε καταφατική περίπτωση, πρέπει να εξετασθεί αν αυτά τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα που προέρχονται από κρατικούς πόρους χορηγήθηκαν τηρώντας το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς.

 Επί της υπάρξεως πλεονεκτήματος χορηγηθέντος με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και με το σχέδιο προκαταβολής μετόχου

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

222    Επιβάλλεται να εξετασθεί, προκαταρκτικώς, αν και σε ποιο βαθμό, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εντόπισε ένα ή περισσότερα πλεονεκτήματα συνδεόμενα με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις. Συναφώς, λαμβανομένης υπόψη της στενής σχέσεως μεταξύ του κριτηρίου του πλεονεκτήματος και αυτού της μεταφοράς κρατικών πόρων, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη το σύνολο των σκέψεων που εκτίθενται ως προς το ζήτημα αυτό στην εν λόγω απόφαση.

223    Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή χαρακτήρισε ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, την προκαταβολή μετόχου υπό μορφή κονδυλίου πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ υπέρ της FT, όπως εντάσσεται στο πλαίσιο των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, ήτοι των δηλώσεων προ της κοινοποιήσεως του σχεδίου προκαταβολής μετόχου στις 4 Δεκεμβρίου 2002.

224    Προς επίρρωση αυτής της κρίσεως, η Επιτροπή κατ’ ουσίαν διαπίστωσε ότι, με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, οι οποίες έγιναν σε χρόνο κατά τον οποίο η FT αντιμετώπιζε οικονομική κρίση οφειλόμενη στο σημαντικό βραχυπρόθεσμο χρέος, οι γαλλικές αρχές επιδίωξαν να ανακτήσει η FT την εμπιστοσύνη των οικονομικών αγορών ώστε να έχει τη δυνατότητα προσβάσεως σε νέα δάνεια, γεγονός που αποτέλεσε τη βάση για τα μέτρα ισοσκελίσεως του προϋπολογισμού και αναχρηματοδοτήσεως της FT, περιλαμβανομένου του σχεδίου προκαταβολής μετόχου, όπως εξελίχθηκαν στη συνέχεια. Συναφώς, η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι εκτιμώμενες στο σύνολό τους οι δηλώσεις αυτές και τα μέτρα, τα οποία αποτελούσαν μέρος μίας διαρκούς διαδικασίας διασώσεως της FT κατευθυνόμενης από το γαλλικό Δημόσιο, δεν είναι συμβατές με το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς, καθώς ένας ιδιώτης μέτοχος δεν θα είχε προβεί σε τέτοιες δηλώσεις υποστηρίξεως κατά την κατάσταση κρίσεως στην οποία βρισκόταν η FT τον Ιούλιο 2002. Συνεπώς, οι δηλώσεις αυτές «νόθευσαν» την κατάσταση της αγοράς οδηγώντας στο σχέδιο προκαταβολής μετόχου, το οποίο δεν θα μπορούσε να είχε σχεδιασθεί χωρίς τα αποτελέσματα που επέφεραν οι δηλώσεις αυτές στις οικονομικές αγορές (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 225 έως 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

225    Όσον αφορά ειδικότερα την έννοια του πλεονεκτήματος το οποίο δεσμεύει κρατικούς πόρους, η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι ακόμη κι αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ενισχύσεις, στο μέτρο που επηρέασαν τις αγορές και χορήγησαν πλεονέκτημα στην FT, δεν ήταν αναγκαίως τέτοιας φύσεως ώστε να δεσμεύουν «τουλάχιστον δυνητικά κρατικούς πόρους» (αιτιολογική σκέψη 188 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στην αιτιολογική σκέψη 189 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία για να αποδείξει αδιαμφισβήτητα την παρουσία ενισχύσεως στη βάση αυτής της «καινοτόμου» θέσεως. Κρίνει, πάντως, ότι μπορεί να εντοπίσει την παρουσία κρατικής ενισχύσεως εφόσον ληφθεί υπόψη το πλεονέκτημα και η δέσμευση κρατικών πόρων που συνδέονται με το σχέδιο προκαταβολής μετόχου, εκτιμώμενα στο πλαίσιο των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων (αιτιολογική σκέψη 190 της εν λόγω αποφάσεως).

226    Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι «η εισφορά κεφαλαίου […] παρέχει πλεονέκτημα προς όφελος της FT διότι της επιτρέπει να αυξήσει τα μέσα της για αυτοχρηματοδότηση και να καθησυχάσει την αγορά όσον αφορά την ικανότητά της να αντιμετωπίζει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της». Έστω και αν η σύμβαση προκαταβολής δεν υπογράφηκε ποτέ, «η εντύπωση που δημιούργησε στην αγορά για την ύπαρξη αυτής της προκαταβολής» μπορούσε να προσδώσει πλεονέκτημα στην FT, καθόσον η αγορά έκρινε ότι η οικονομική της κατάσταση ήταν πιο σθεναρή, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει τις συνθήκες δανεισμού της.

227    Ως προς το κριτήριο της δεσμεύσεως κρατικών πόρων, η Επιτροπή διευκρίνισε, στην αιτιολογική σκέψη 195 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι «το γεγονός ότι ένα πλεονέκτημα προκύπτει από τη χορήγηση κρατικής δεσμεύσεως που συνεπάγεται δυνητική μεταφορά πόρων, όχι όμως άμεση, δεν αποκλείει ότι αυτό το πλεονέκτημα χορηγείται μέσω πόρων του [Δημοσίου]» και, αφετέρου, παραπέμποντας στην απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, επονομαζόμενη «Stardust» (C‑482/99, Συλλογή 2002, σ. I‑4397, σκέψη 36), ότι «δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθεί, σε οποιαδήποτε περίπτωση, ότι υπήρξε μεταφορά κρατικών πόρων έτσι ώστε το πλεονέκτημα που χορηγείται […] να μπορεί να θεωρείται κρατική ενίσχυση». Έτσι, κατά την Επιτροπή, σύμφωνα με τη νομολογία, ακόμη και πλεονέκτημα το οποίο χορηγείται μέσω δυνητικής πρόσθετης επιβαρύνσεως του Δημοσίου θα μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C‑200/97, Ecotrade, Συλλογή 1998, σ. I‑7907, σκέψη 43, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουνίου 2000, T‑204/97 και T‑270/97, EPAC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2267, σκέψη 80).

228    Κατά την αιτιολογική σκέψη 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αναγγελία της διαθέσεως της προκαταβολής μετόχου σε συνδυασμό με την υλοποίηση των προϋποθέσεων που θεσπίστηκαν προηγουμένως για τη διάθεση αυτή, την εντύπωση που δόθηκε στην αγορά ότι αυτή η προκαταβολή είχε διατεθεί πραγματικά και την αποστολή της υπογεγραμμένης συμβάσεως προκαταβολής συνεπαγόταν «επιπλέον δυνητική επιβάρυνση των [γαλλικών] κρατικών πόρων» η οποία επαρκούσε για να συναχθεί το συμπέρασμα περί υπάρξεως «δυνητικής δεσμεύσεως κρατικών πόρων». Κατά την Επιτροπή:

«Πράγματι, καθόσον το έγγραφο αυτό αποτελούσε συμβατική προσφορά η οποία δεν ανακλήθηκε, η FT θα μπορούσε να το υπογράψει ανά πάσα στιγμή, αποκτώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα να εισπράξει αμέσως το ποσό των 9 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το [γαλλικό Δημόσιο] […] θα έπρεπε, κατά συνέπεια, να τηρεί στη διάθεση της FT […] το ποσό των αντίστοιχων πόρων.»

229    Με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προβάλλονται στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT ισχυρίζονται ουσιαστικά ότι ούτε οι δηλώσεις στηρίξεως ούτε το σχέδιο προκαταβολής μετόχου πληρούν καθαυτές τις προϋποθέσεις που συνιστούν την έννοια της ενισχύσεως και, ιδίως, το κριτήριο του πλεονεκτήματος που προέρχεται από κρατικούς πόρους, και ότι δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν αυτά τα διαφορετικά στοιχεία στο σύνολό τους ώστε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του γαλλικού Δημοσίου δεν ήταν σύμφωνη με το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή. Ειδικότερα, η προσέγγιση της Επιτροπής είναι αντιφατική καθόσον η ίδια αναγνωρίζει ότι, μεμονωμένως, ούτε οι εν λόγω δηλώσεις ούτε η προκαταβολή μετόχου συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Σε κάθε περίπτωση, οι δηλώσεις υποστηρίξεως δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως σταθερή δέσμευση του γαλλικού Δημοσίου απονέμουσα πλεονέκτημα στην FT και προϋποθέτουσα κρατικούς πόρους.

230    Αντιθέτως, με τον πρώτο προβαλλόμενο στην υπόθεση T‑450/04 λόγο ακυρώσεως, οι εταιρίες Bouygues υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν προχώρησε επαρκώς στην προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον παρέλειψε να χαρακτηρίσει εκάστη των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων ως διακριτή κρατική ενίσχυση. Συγκεκριμένα, κάθε μία από τις δηλώσεις αυτές πληρούσε τις σωρευτικώς συντρέχουσες προϋποθέσεις της έννοιας της ενισχύσεως, συμπεριλαμβανομένης αυτής του πλεονεκτήματος το οποίο δεσμεύει κρατικούς πόρους.

 Επί του πλεονεκτήματος που απορρέει από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις

231    Από την παρατιθέμενη στη σκέψη 213 ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι η έννοια του πλεονεκτήματος προϋποθέτει ότι η παρέμβαση του Δημοσίου πρέπει να συνεπάγεται τη βελτίωση της οικονομικής και/ή χρηματοδοτικής καταστάσεως, ήτοι τον πλουτισμό του λήπτη, για παράδειγμα, με την απαλλαγή από βάρη που υπό κανονικές συνθήκες βαρύνουν τον προϋπολογισμό του.

232    Επιβάλλεται, επομένως, να εξακριβωθεί αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, όπως και η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με την προκαταβολή μετόχου συνεπάγονται, καθαυτές, τη χορήγηση τέτοιου πλεονεκτήματος στην FT.

233    Συναφώς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, του ενδεχόμενου πλεονεκτήματος που συνίσταται στη διευκόλυνση της προσβάσεως της FT στις χρηματαγορές και στο μετριασμό του κόστους αναχρηματοδοτήσεως και, αφετέρου, της ενδεχομένως θετικής επιδράσεως των εν λόγω δηλώσεων στην αξία των μετοχών και των ομολόγων της FT.

234    Ως προς τον αντίκτυπο των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων στην πρόσβαση της FT στις χρηματαγορές και στο κόστος αναχρηματοδοτήσεως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι δηλώσεις αυτές προσέδωσαν αξιοσημείωτο πλεονέκτημα σε όφελος της FT στο μέτρο που επέτρεψαν την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των χρηματαγορών, κατέστησαν δυνατή, ευκολότερη και λιγότερο δαπανηρή την πρόσβαση της FT σε νέα δάνεια τα οποία ήταν αναγκαία για την αναχρηματοδότηση του βραχυπρόθεσμου χρέους της ύψους 15 δισεκατομμυρίων ευρώ και, εν τέλει, συνεισέφεραν στην σταθεροποίηση της πολύ ευαίσθητης χρηματοοικονομικής της καταστάσεως η οποία, τον Ιούλιο 2002, διαρκώς επιδεινωνόταν.

235    Συγκεκριμένα, από την περίληψη της προσβαλλομένης αποφάσεως που παρατίθεται στις σκέψεις 33 έως 50 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή συγκέντρωσε στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι, μετά τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 και τις δηλώσεις που ακολούθησαν, καθώς και μετά την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 του σχεδίου προκαταβολής μετόχου, οι οίκοι αξιολογήσεως διατήρησαν για την FT βαθμολογία περισσότερο ευνοϊκή από εκείνη που θα είχαν δώσει ή θα είχαν προηγουμένως προβλέψει ενόψει της οικονομικής της κρίσεως, και ειδικότερα, ενόψει της σημασίας του «spread inversion» και της αντίστοιχης πτώσεως της αξίας των ομολόγων και των μετοχών της, όπως διαπιστώθηκε, ιδίως, τον Ιούλιο 2002 (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω).

236    Ειδικότερα, από τα συγκλίνοντα σχόλια του προηγούμενου και του νέου προέδρου της FT, των οίκων αξιολογήσεως όπως επίσης και της Deutsche Bank προκύπτει ότι η προηγουμένως δοθείσα ή προβλεφθείσα βαθμολογία από τους εν λόγω οίκους θα είχε ως αποτέλεσμα, κατά τον χρόνο εκείνο, να αποκλείσει την πρόσβαση της FT στις αγορές κεφαλαίων, εμποδίζοντάς την κατά τον τρόπο αυτό να αναχρηματοδοτήσει το βραχυπρόθεσμο χρέος της και ότι αυτός ο αποκλεισμός μπόρεσε να αποφευχθεί αποκλειστικώς χάρις στη διατήρηση περισσότερο ευνοϊκής βαθμολογίας, η οποία, με τη σειρά της, κατέστη δυνατή λόγω της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002 (βλ. σκέψεις 37 έως 43 και 47 ανωτέρω). Βάσει των εκτιμήσεων που παρατέθηκαν στις σκέψεις 45 έως 48 ανωτέρω, η Επιτροπή απέδειξε επίσης επαρκώς ότι οι δηλώσεις του Σεπτεμβρίου, του Οκτωβρίου και του Δεκεμβρίου 2002 άσκησαν, επίσης, θετική επιρροή στις αποφάσεις των οίκων αξιολογήσεως ώστε να διατηρήσουν τη βαθμολογία της FT και ευνόησαν την εμπιστοσύνη των χρηματαγορών ώστε να επιτραπεί στην FT να διαχειριστεί εκ νέου τα βραχυπρόθεσμα απαιτητά χρέη της και να αναχρηματοδοτηθεί υπό κατάλληλες προϋποθέσεις.

237    Χωρίς να απαιτείται να διευκρινιστεί λεπτομερέστερα ο αντίκτυπος κάθε μίας χωριστά από τις δηλώσεις αυτές στις χρηματαγορές, διαπιστώνεται, σε κάθε περίπτωση, ότι, στο σύνολό τους οι εν λόγω δηλώσεις επηρέασαν καθοριστικά την αντίδραση των οίκων αξιολογήσεως και ότι ακολούθως η αντίδραση αυτή ήταν καθοριστική για την αναβάθμιση της εικόνας της FT έναντι των επενδυτών και των πιστωτών, όπως επίσης και για τη συμπεριφορά των παραγόντων των χρηματαγορών που συμμετείχαν μεταγενεστέρως στην αναδιάρθρωση του κεφαλαίου της FT. Η αιτιώδης σχέση μεταξύ αυτών των διαφορετικών στοιχείων καταδεικνύεται ιδίως από το γεγονός ότι, τον Σεπτέμβριο 2002, ο όμιλος τραπεζών που συνδέεται με τη θέση σε εφαρμογή του σχεδίου Ambition 2005 εξήρτησε τη συμμετοχή του στην αναχρηματοδότηση της FT από τη διατήρηση της υφιστάμενης βαθμολογίας της από τη Moody’s και από την S & P (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω). Επιπλέον, αντιδρώντας στην αναγγελία της 4ης Δεκεμβρίου 2002 του σχεδίου προκαταβολής μετόχου, η S & P επιβεβαίωσε, στις 17 Δεκεμβρίου 2002, ότι, αφενός, η υποστήριξη της FT από τις γαλλικές αρχές, όπως παγίως εκφράζεται από τον Ιούλιο 2002, υπήρξε αποφασιστικός παράγοντας για τη διατήρηση της βαθμολογίας της FT σε επίπεδο ασφαλούς επενδύσεως και ότι, αφετέρου, η αναγγελία του εν λόγω σχεδίου προκαταβολής μετόχου αποτελούσε απόδειξη της υποστηρίξεως αυτής και της σημαντικής προστασίας των πιστωτών της FT (βλ. αιτιολογική σκέψη 58 και υποσημειώσεις 52 και 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επομένως, ενόψει του προεκτεθέντος σχολίου της S & P, η Επιτροπή επίσης βασίμως συνήγαγε ότι τα ευεργετικά αποτελέσματα των επαναλαμβανόμενων δηλώσεων υποστηρίξεως από τον Ιούλιο 2002 συνεχίσθηκαν μέχρι τον Δεκέμβριο 2002 (βλ. επίσης τις προπαρατεθείσες στη σκέψη 48 παρατηρήσεις της Moody’s τον Φεβρουάριο 2003, όπως επίσης και την προπαρατεθείσα στη σκέψη 37 έκθεση της Deutsche Bank).

238    Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, δυνάμει των αρχών που διέπουν τη χορήγηση πιστώσεων και την αναδιάρθρωση κεφαλαίου στις κεφαλαιαγορές, όπως επισημαίνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 28 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, το επίπεδο της βαθμολογίας μίας επιχειρήσεως και, ως εκ τούτου, ο κίνδυνος υπερημερίας των πιστώσεων που της αποδίδονται, συνιστούν στοιχεία αποφασιστικά για τον υπολογισμό του κόστους αναχρηματοδοτήσεως που οφείλει να φέρει η επιχείρηση αυτή, ιδίως, ως προς τον τόκο που απαιτείται για την έκδοση νέων ομολόγων. Κατά συνέπεια, όσο μικρότερος είναι αυτός ο κίνδυνος υπερημερίας, τόσο ευκολότερη και λιγότερο δαπανηρή είναι η αναχρηματοδότηση των επίμαχων πιστώσεων στις κεφαλαιαγορές. Υπό διαφορετική διατύπωση, κάθε θετική επιρροή στη βαθμολογία μίας επιχειρήσεως, ακόμη και αποκλειστικώς οφειλόμενη σε δημόσιες δηλώσεις οι οποίες δύνανται να δημιουργήσουν ή να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών, απηχεί άμεσα στο επίπεδο του κόστους που αυτή καλείται να φέρει προκειμένου να αναχρηματοδοτηθεί από τις κεφαλαιαγορές. Συναφώς, η Επιτροπή παραπέμπει σε έγγραφο της FT, η συνάφεια του οποίου δεν αμφισβητήθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία και την FT, όπου γίνεται αναφορά στην υπόθεση της αυτόματης αυξήσεως των ετήσιων επιβαρύνσεων τόκων κατά περίπου 75 εκατομμύρια ευρώ σε περίπτωση μειώσεως της βαθμολογίας του μακροπρόθεσμου χρέους της FT από την S & P και τη Moody’s (βλ. αιτιολογική σκέψη 222 και υποσημείωση 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

239    Επιβάλλεται προκαταρκτικώς η διευκρίνιση ότι η Επιτροπή απέδειξε επίσης ότι αυτή η αιτιώδης σχέση μεταξύ των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, της διατηρήσεως της βαθμολογίας της FT και της διευκολύνσεως της προσβάσεώς της σε νέες πιστώσεις, συμπεριλαμβανομένης της μειώσεως του κόστους της αναχρηματοδοτήσεώς της, ήταν δυνατό όχι μόνο να προβλεφθεί από τις γαλλικές αρχές, αλλά πολύ περισσότερο είχε σχεδιασθεί από αυτές. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 38 και 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την ημέρα της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, οι γαλλικές αρχές επικοινώνησαν με τους οίκους αξιολογήσεως, όπως με την S & P (βλ. σκέψεις 35 και 37 ανωτέρω), για να τους ενημερώσουν σχετικά με την πρόθεσή τους να ενισχύσουν άμεσα την εμπιστοσύνη της αγοράς και να αποτρέψουν κάθε μεταγενέστερη μείωση της βαθμολογίας της FT σε επίπεδο «επισφαλούς ομολόγου». Το στοιχείο αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία και την FT, οι οποίες περιορίσθηκαν στον ισχυρισμό ότι η προσέγγιση αυτή ήταν συμβατή με το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή.

240    Συνεπώς, η θετική και σταθεροποιητική επιρροή στη βαθμολογία της FT, η οποία απορρέει άμεσα από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και τη βούληση των γαλλικών αρχών, είχε αναγκαίως ως αποτέλεσμα τη χορήγηση χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος στην FT και την ενίσχυση της οικονομικής της καταστάσεως. Η διαπίστωση αυτή και μόνο δικαιολογεί το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι χορηγήθηκε στην FT πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, χωρίς να απαιτείται να το προσδιορίσει ποσοτικώς.

241    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η απόρριψη των επιχειρημάτων της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT κατά τα οποία οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν είχαν αντίκτυπο στις αγορές και δεν χορηγούσαν πλεονέκτημα υπέρ της FT.

242    Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις απένειμαν επίσης πλεονέκτημα υπέρ της FT επηρεάζοντας θετικά την αξία των μετοχών και των ομολόγων της.

 Επί του πλεονεκτήματος που απορρέει από το σχέδιο προκαταβολής μετόχου

243    Επιβάλλεται να εξετασθεί αν η προκαταβολή μετόχου, αυτή καθεαυτή, η οποία παρέμεινε απλώς στο στάδιο μη υπογραφέντος από την FT σχεδίου συμβάσεως και ουδέποτε εκτελέσθηκε, απένειμε πλεονέκτημα σε όφελος της FT πρόσθετο και διακριτό σε σχέση με το πλεονέκτημα που περιγράφεται στις σκέψεις 235 έως 237 ανωτέρω. Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, όπως εκτέθηκε στις προαναφερθείσες σκέψεις, η Επιτροπή τεκμηρίωσε επαρκώς ότι σε συνδυασμό με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις η δημόσια αναγγελία των γαλλικών αρχών του σχεδίου προκαταβολής μετόχου, στις 4 Δεκεμβρίου 2002, συνεπαγόταν πλεονέκτημα υπέρ της FT καθόσον προκάλεσε θετική αντίδραση των παραγόντων των χρηματαγορών και, ως εκ τούτου, βελτίωσε ιδίως τις συνθήκες που επέτρεψαν την αναχρηματοδότησή της.

244    Ως προς το ζήτημα αν, σε σχέση με το τελευταίο πλεονέκτημα, το σχέδιο προκαταβολής μετόχου συνεπαγόταν πλεονέκτημα πρόσθετο και διακριτό, πρέπει να γίνει ειδικότερα παραπομπή στην αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά την οποία, καίτοι το σχέδιο προκαταβολής μετόχου ουδέποτε υπογράφθηκε από την FT και ουδέποτε εκτελέσθηκε, εντούτοις απένειμε πλεονέκτημα σε όφελος της FT, διότι της επέτρεψε να αυξήσει τα χρηματοοικονομικά της μέσα, να καθησυχάσει την αγορά ως προς την ικανότητά της να ανταποκριθεί στα ληξιπρόθεσμα χρέη της και να επηρεάσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τους όρους δανεισμού της FT. Ειδικότερα, «η εντύπωση που δημιούργησε στην αγορά για την ύπαρξη αυτής της προκαταβολής [μπορούσε] να προσδώσει πλεονέκτημα στην FT, καθόσον η αγορά έκρινε ότι η οικονομική [της] κατάσταση […] ήταν πιο σθεναρή».

245    Πάντως, στο μέτρο που η Επιτροπή προσομοιάζει το κατά τον τρόπο αυτό περιγραφέν πλεονέκτημα με καθησυχαστικό αποτέλεσμα για την αγορά και με την εντύπωση που δημιούργησε στους τρίτους περί διαθέσεως της προκαταβολής μετόχου στην FT, το πλεονέκτημα αυτό συγχέεται προδήλως με εκείνο που απορρέει από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και, ιδίως, με εκείνο που σχετίζεται με την αναγγελία της 4ης Δεκεμβρίου 2002 του σχεδίου προκαταβολής μετόχου, το οποίο είχε ήδη επιφέρει τέτοια αποτελέσματα στις χρηματαγορές και βελτίωσε τους όρους δανεισμού της FT (βλ. σκέψεις 235 έως 237 ανωτέρω).

246    Συγκεκριμένα, φαίνεται να αποκλείεται το ενδεχόμενο το σχέδιο προκαταβολής μετόχου που αποτελούσε το αντικείμενο της υπογεγραμμένης, μονογραφημένης και αποσταλείσας συμβάσεως από την ERAP στην FT να είχε, όπως και η αναγγελία της 4 Δεκεμβρίου 2002, όμοιο ή, κατ’ ελάχιστον, παρόμοιο αντίκτυπο στις αγορές αυτές. Όπως ισχυρίσθηκε η ίδια η Γαλλική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σε απάντηση ερωτήματος του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο σημειώθηκε στα πρακτικά της συνεδριάσεως, η αποστολή της συμβάσεως προκαταβολής μετόχου από την ERAP στην FT, στις 20 Δεκεμβρίου 2002, δεν δημοσιοποιήθηκε χωριστώς και ανεξαρτήτως από την αναγγελία, την 4η Δεκεμβρίου 2002, του σχεδίου προκαταβολής μετόχου. Όμως, ελλείψει τέτοιας δημοσιοποιήσεως, την οποία η FT επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν είχε δημιουργηθεί «εντύπωση» στους τρίτους σχετικά με τη διάθεση της προκαταβολής μετόχου, κατά την έννοια της αιτιολογική σκέψεως 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί πιο συγκεκριμένα στην αποστολή της εν λόγω συμβάσεως προκαταβολής μετόχου. Η αντίδραση της Moody’s, όπου γίνεται παραπομπή στην υποσημείωση 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσει την εκτίμηση αυτή, δεδομένου ότι η αντίδραση αυτή ανακοινώθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2002, ήτοι πιθανώς σε απάντηση στην αναγγελία της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και, σε κάθε περίπτωση, προ της αποστολής της συμβάσεως προκαταβολής μετόχου από την ERAP στην FT στις 20 Δεκεμβρίου 2002. Το ίδιο ισχύει και για την αντίδραση της S & P, που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 58 και στις υποσημειώσεις 52 και 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με ημερομηνία 17 Δεκεμβρίου 2002.

247    Πάντως, σε απάντηση ερωτήματος του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή βεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ανέκαθεν θεωρούσε ότι το σχέδιο προκαταβολής μετόχου αυτό καθεαυτό και η διάθεσή του συνεπάγονταν πλεονέκτημα πρόσθετο και διακριτό υπέρ της FT (βλ., επίσης, σκέψη 196 ανωτέρω), καθόσον η τελευταία απέκτησε, κατόπιν της αποστολής της υπογραφείσας συμβάσεως στις 20 Δεκεμβρίου 2002, τη μονομερή και ανεπιφύλακτη δυνατότητα να ενεργοποιήσει την προκαταβολή μετόχου υπογράφοντας την εν λόγω σύμβαση. Από οικονομικής απόψεως, η δυνατότητα διαθέσεως κονδυλίου πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, η οποία εξαρτάται αποκλειστικώς από τη βούληση του δικαιούχου, συνιστά πλεονέκτημα διακρινόμενο από εκείνο που απορρέει από την αναγγελία της 4ης Δεκεμβρίου 2002 του σχεδίου προκαταβολής μετόχου. Η FT αμφισβήτησε την εκτίμηση αυτή παραπέμποντας στις αιτιολογικές σκέψεις 188 και 190 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

248    Επιβάλλεται, επομένως, να εξακριβωθεί κατ’ αρχάς αν το επιχείρημα της Επιτροπής βρίσκει επαρκές έρεισμα στην προσβαλλόμενη απόφαση.

249    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρει ότι η προκαταβολή μετόχου απονέμει πλεονέκτημα υπέρ της FT, «διότι της επιτρέπει να αυξήσει τα μέσα της για αυτοχρηματοδότηση». Καίτοι η τελευταία διαπίστωση είναι αρκετά αόριστη, συνοπτική και άμεσα σχετιζόμενη με την περιγραφή του πλεονεκτήματος που αναφέρεται στη σκέψη 245 ανωτέρω, τούτο δεν σημαίνει ότι η αιτιολογική σκέψη 196, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, της εν λόγω αποφάσεως, η οποία αναφέρεται, βεβαίως, στο κριτήριο της μεταφοράς κρατικών πόρων, δεν διασαφηνίζει επιπλέον ότι, στο μέτρο που η σύμβαση προκαταβολής μετόχου «αποτελούσε συμβατική προσφορά η οποία δεν ανακλήθηκε, η FT θα μπορούσε να την υπογράψει ανά πάσα στιγμή, αποκτώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα να εισπράξει αμέσως το ποσό των 9 δισεκατομμυρίων ευρώ» και ότι το γαλλικό Δημόσιο «θα έπρεπε, κατά συνέπεια, να τηρεί στη διάθεση της FT μέσω της ERAP το ποσό των αντίστοιχων πόρων». Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 197 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι επιβαλλόταν η εξέταση αν «το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο» τηρούσε το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή και αν αυτό επηρέαζε τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

250    Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ασαφής όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ των διαφορετικών στοιχείων που συνιστούν το επίμαχο πλεονέκτημα ή πλεονεκτήματα, εκφράζει παρά ταύτα, με την ελάχιστη απαιτούμενη σαφήνεια και ακρίβεια, ότι η Επιτροπή είχε την άποψη ότι η αποστολή στην FT της συμβάσεως προκαταβολής μετόχου συνεπαγόταν πλεονέκτημα πρόσθετο και διακριτό σε σχέση με εκείνο που περιγράφεται στις σκέψεις 235 έως 237 ανωτέρω.

251    Ακολούθως πρέπει να εκτιμηθεί αν η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι το γεγονός και μόνον της δυνατότητας της FT να προσφύγει, μονομερώς και άνευ όρων, στα κονδύλια πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ που αποτελούσαν το αντικείμενο της συμβάσεως προκαταβολής μετόχου συνιστούσε πλεονέκτημα σε όφελός της, παρά το γεγονός ότι το σχέδιο συμβάσεως ουδέποτε υπογράφθηκε και εκτελέσθηκε.

252    Συναφώς, η FT, η οποία αμφισβητεί την ύπαρξη τέτοιου πλεονεκτήματος, επανέλαβε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι είχε αρνηθεί να υπογράψει τη σύμβαση προκαταβολής μετόχου διότι προέβλεπε όρους ιδιαίτερα απαιτητικούς και ότι, σε κάθε περίπτωση, προτιμούσε να αναχρηματοδοτήσει τα χρέη της στις αγορές ομολόγων.

253    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να αποδεικνύει βάσει αντικειμενικών στοιχείων ότι πληρούνται όλες οι σωρευτικώς συντρέχουσες προϋποθέσεις της έννοιας της ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, συμπεριλαμβανομένης της υπάρξεως πλεονεκτήματος (προπαρατεθείσα στη σκέψη 219 απόφαση British Aggregates κατά Επιτροπής, σκέψη 111) λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές συνέπειες του επίμαχου μέτρου (βλ. συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 219 απόφαση Chronopost κατά UFEX κ.λπ., σκέψη 123, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 214 απόφαση Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, σκέψη 180).

254    Επιβάλλεται πάντως η διαπίστωση ότι, πέραν του χαρακτηρισμού, στην αιτιολογική σκέψη 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της αποστολής της συμβάσεως προκαταβολής μετόχου ως «συμβατική προσφορά» την οποία η FT θα μπορούσε να αποδεχθεί «ανά πάσα στιγμή» αποκτώντας «κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα να εισπράξει αμέσως το ποσό των 9 δισεκατομμυρίων ευρώ» η Επιτροπή, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως, δεν προσδιόρισε ούτε απέδειξε την ενδεχόμενη βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως της FT η οποία θα μπορούσε να απορρέει από αυτή την προσφορά σε σχέση με την κατάσταση στην οποία τελούσε ιδίως σε συνέχεια της δυνατότητας που της παρασχέθηκε για να αναχρηματοδοτήσει τα χρέη της με ποσό ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ υπό τους όρους που ίσχυαν, κατά τον χρόνο εκείνο, στην αγορά ομολόγων.

255    Η Επιτροπή, όμως, δεν μπορούσε να εικάσει, στηριζόμενη αποκλειστικώς στην μονομερή προσφορά του Δημοσίου να χορηγήσει πίστωση συγκεκριμένου ποσού, ότι η προσφορά αυτή συνεπάγεται οικονομικά πλεονεκτήματα για τον δικαιούχο χωρίς να λάβει υπόψη ταυτόχρονα τους όρους που διέπουν την εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως πιστώσεως και, ειδικότερα, τους όρους σχετικά με την παροχή και την απόδοση της εν λόγω πιστώσεως, πολλώ μάλλον όταν ο δικαιούχος δεν αποδέχεται την προσφορά αυτή αλλά περιορίζεται στην αναχρηματοδότησή του σύμφωνα με τους όρους της αγοράς. Σε διαφορετική περίπτωση, ακόμη και μία σύμβαση πιστώσεως περιέχουσα όρους αντικειμενικά δυσμενείς, όπως όρους με πολύ υψηλά επιτόκια και όρους αποδόσεως αυστηρότερους από τους προσφερόμενους στην αγορά, θα έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, απλώς και μόνον διότι ένας δημόσιος πιστωτής δήλωσε ότι είναι έτοιμος να θέσει στη διάθεση του δικαιούχου συγκεκριμένο ποσό.

256    Συγκεκριμένα, μία τέτοια προσέγγιση δεν ικανοποιεί την απαίτηση να αποδεικνύει η Επιτροπή, στηριζόμενη σε αντικειμενικά στοιχεία επαρκώς τεκμηριωμένα και πλήρη, την ύπαρξη πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 219 απόφαση British Aggregates κατά Επιτροπής, σκέψη 111· βλ. επίσης, συναφώς, προπαρατεθείσες στη σκέψη 214 αποφάσεις του Πρωτοδικείου Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, σκέψη 180, και της 26ης Ιουνίου 2008, T‑442/03, SIC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1161, σκέψη 126). Αφενός, η προσέγγιση αυτή δεν επιτρέπει την εκτίμηση μίας τέτοιας προσφοράς πιστώσεως στο σύνολό της και εντασσόμενης στο οικονομικό της πλαίσιο και, αφετέρου, δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τα πραγματικά, ενδεχομένως δυσμενή, οικονομικά αποτελέσματα τα οποία πιθανώς επιφέρει στον δικαιούχο ούτε την βούλησή του να μην την αποδεχθεί.

257    Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δε μπορούσε να περιορισθεί στη διαπίστωση της υπάρξεως συμβατικής προσφοράς υπογεγραμμένης από την ERAP προκειμένου να διαπιστώσει ότι τούτη συνεπαγόταν πλεονέκτημα πρόσθετο και διακριτό υπέρ της FT κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

258    Παρά ταύτα, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο πλεονέκτημα πρόσθετο και διακριτό το οποίο απορρέει από το σχέδιο προκαταβολής μετόχου δεν αρκεί αυτό καθεαυτό να επαχθεί ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες στη σκέψη 159 αποφάσεις του Πρωτοδικείου Graphischer Maschinenbau κατά Επιτροπής, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 19ης Οκτωβρίου 2005, T‑318/00, Freistaat Thüringen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4179, σκέψη 191 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

259    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και η αναγγελία της 4ης Δεκεμβρίου 2002 του σχεδίου προκαταβολής μετόχου, στο σύνολό τους, ενέχουν χορήγηση πλεονεκτήματος στην FT κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να προσδιορισθεί ποσοτικώς.

260    Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η απόρριψη του επιχειρήματος της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT κατά το οποίο η Επιτροπή εσφαλμένως διαπίστωσε ότι υπήρχε πλεονέκτημα απορρέον μόνον από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις με το αιτιολογικό, αφενός, ότι το πλεονέκτημα αυτό δεν μπορούσε να εντοπισθεί ενόψει των θετικών αποτελεσμάτων άλλων γεγονότων και μέτρων που έλαβε η ίδια η FT κατά τη διάρκεια του δευτέρου εξαμήνου του 2002 και, αφετέρου, ότι η έκθεση της 28ης Απριλίου 2004 δεν εξέτασε και προσδιόρισε την ακριβή φύση και αξία του πλεονεκτήματος που απορρέει από το σύνολο των δηλώσεων αυτών.

261    Επιβάλλεται στο σημείο αυτό να εξετασθεί αν και σε ποιο βαθμό το ως άνω προσδιορισθέν πλεονέκτημα σχετίζεται με μεταφορά κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

 Επί της υπάρξεως μεταφοράς κρατικών πόρων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

262    Από τις προπαρατεθείσες στις σκέψεις 214 έως 215 διαπιστώσεις προκύπτει ότι το πλεονέκτημα που προσδιορίσθηκε στις σκέψεις 234 έως 259 ανωτέρω πρέπει να προέρχεται από μεταφορά κρατικών πόρων. Η απαίτηση αυτή για συνάφεια μεταξύ του προσδιορισθέντος πλεονεκτήματος και της δεσμεύσεως κρατικών πόρων προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, ότι το εν λόγω πλεονέκτημα συνδέεται στενά με αντίστοιχη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού ή με τη δημιουργία, βάσει νομικώς δεσμευτικών υποχρεώσεων που ανέλαβε το Δημόσιο, οικονομικού κινδύνου επαρκώς συγκεκριμένου για τον προϋπολογισμό αυτό (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 1993, C‑72/91 και C‑73/91, Sloman Neptun, Συλλογή 1993, σ. I‑887, σκέψη 21· της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑6857, σκέψη 27, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 214 PreussenElektra, σκέψη 58· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Jacobs επί της υποθέσεως που οδήγησε στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 214 απόφαση PreussenElektra, Συλλογή 2001, σ. I‑2103, σκέψεις 115 έως 117).

263    Υπενθυμίζεται ότι, εν προκειμένω, οι διάδικοι δεν συμφωνούν ως προς το ζήτημα αν, μεταξύ άλλων, οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις –ως προς τις οποίες η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι αποτελούσαν παροχή πλεονεκτήματος σε όφελος της FT– συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων. Ενώ η Γαλλική Δημοκρατία και η FT αμφισβητούν την ύπαρξη μεταφοράς κρατικών πόρων, οι εταιρίες Bouygues υποστηρίζουν ότι κάθε μία από τις δηλώσεις αυτές συνεπάγεται δέσμευση τέτοιων πόρων, είτε στηριζόμενη σε νομικώς δεσμευτική υποχρέωση του γαλλικού Δημοσίου είτε λόγω επαρκώς συγκεκριμένου και άμεσου οικονομικού κινδύνου για αυτό, που εκθέτουν το Δημόσιο σε ευθύνη για καταβολή αποζημιώσεως, υπό οιαδήποτε μορφή, για τα χρέη της FT έναντι των εταιριών Bouygues, των μετόχων και των πιστωτών της.

264    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή κατ’ αρχάς στηρίζεται στην παραδοχή ότι δυνητική μεταφορά κρατικών πόρων αρκεί για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Ως προς το ζήτημα αυτό εξέθεσε την άποψή της στις αιτιολογικές σκέψεις 195 έως 197 της εν λόγω αποφάσεως, ως εξής:

«(195) Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με τους κρατικούς πόρους, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το γεγονός ότι ένα πλεονέκτημα προκύπτει από τη χορήγηση κρατικής δεσμεύσεως που συνεπάγεται δυνητική μεταφορά πόρων, όχι όμως άμεση, δεν αποκλείει ότι αυτό το πλεονέκτημα χορηγείται μέσω πόρων του [Δημοσίου]. “Σχετικά με το θέμα αυτό, είναι σημαντικό να σημειωθεί […] ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθεί, σε οποιαδήποτε περίπτωση, ότι υπήρξε μεταφορά κρατικών πόρων έτσι ώστε το πλεονέκτημα που χορηγείται σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις να μπορεί να θεωρείται ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ” [υποσημείωση 113: απόφαση Stardust, σκέψη 36· βλ., επίσης, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994, σ. I-877, σκέψη 14, και της 19ης Μαΐου 1999, C-6/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-2981, σκέψη 16]. Επομένως, ακόμη και ένα πλεονέκτημα που χορηγείται μέσω επιπλέον δυνητικής επιβαρύνσεως για το [Δημόσιο] αποτελεί κρατική ενίσχυση εφόσον επηρεάζει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών [υποσημείωση 114: απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C‑200/97, Ecotrade, Συλλογή 1998, σ. I‑7907, σκέψη 43, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουνίου 2000, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑204/97 και T‑270/97, EPAC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2267, σκέψη 80].

(196) [Η] Επιτροπή παρατηρεί ότι μια επιπλέον δυνητική επιβάρυνση των κρατικών πόρων δημιουργήθηκε με την αναγγελία της διαθέσεως προκαταβολής μετόχου συνδυασμένης με την υλοποίηση των προϋποθέσεων που θεσπίστηκαν προηγουμένως […], με την εντύπωση που δόθηκε στην αγορά ότι αυτή η προκαταβολή είχε διατεθεί πραγματικά […] και τέλος με την αποστολή της συμβάσεως προκαταβολής μονογραφημένης και υπογεγραμμένης από την ERAP στην FT […]. Είναι αληθές ότι η σύμβαση αυτή δεν υπεγράφη ποτέ από την FT· αυτό δεν σημαίνει εντούτοις ότι δεν υπήρξε δυνητική δέσμευση κρατικών πόρων. Πράγματι, καθόσον το έγγραφο αυτό αποτελούσε συμβατική προσφορά η οποία δεν ανακλήθηκε, η FT θα μπορούσε να το υπογράψει ανά πάσα στιγμή, αποκτώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα να εισπράξει αμέσως το ποσό των 9 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το [γαλλικό Δημόσιο], που δεν είναι δυνατόν να αγνοούσε το γεγονός αυτό, θα έπρεπε, κατά συνέπεια, να τηρεί στη διάθεση της FT μέσω της ERAP το ποσό των αντίστοιχων πόρων.

(197) Η Επιτροπή πρέπει κατά συνέπεια να εξετάσει εάν το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο στην FT είναι σύμφωνο προς την αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή και εάν αυτό επηρεάζει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.»

265    Ακολούθως, στο πλαίσιο της εξετάσεως του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, και αφού διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 208 έως 213 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατ’ ουσίαν, ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ήταν «αρκετά σαφείς, ακριβείς και σταθερές για να εκδηλώσουν την ύπαρξη αξιόπιστης δεσμεύσεως εκ μέρους του [γαλλικού Δημοσίου]», η Επιτροπή ανέφερε, στις αιτιολογικές σκέψεις 214 έως 219 της εν λόγω αποφάσεως, τα εξής:

«(214) [Η] Επιτροπή παρατηρεί ότι μελέτησε το εάν κατά το εσωτερικό δίκαιο ένας ιδιώτης επενδυτής που θα είχε προβεί στις ίδιες δηλώσεις όπως το [Δημόσιο] θα ήταν υποχρεωμένος να τηρήσει τις υποσχέσεις του. Δεδομένου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο επενδυτής είναι το [γαλλικό Δημόσιο], η μελέτη εσωτερικού δικαίου αφορούσε επίσης και το διοικητικό δίκαιο.

(215) Η Επιτροπή αποκαλύπτει ότι ζήτησε μια έκθεση εμπειρογνωμοσύνης ως προς το θέμα αυτό και ότι επίσης έλαβε ορισμένες εκθέσεις εκ μέρους τρίτων. Βάσει αυτών των πληροφοριών, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείσει στο στάδιο αυτό ότι οι εν λόγω δηλώσεις είχαν αναγκαστική ισχύ βάσει του γαλλικού διοικητικού, αστικού, εμπορικού και ποινικού δικαίου […], καθώς και βάσει του δικαίου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης.

(216) Η κύρια κριτική των γαλλικών αρχών συνίσταται στο να επισημαίνουν ότι οι μονομερείς δεσμεύσεις στο εσωτερικό δίκαιο αποτελούν εξαίρεση και ότι οι επιστολές προθέσεως, οι οποίες δεν αποτελούν ομοιογενή κατηγορία, μόνον κατ’ εξαίρεση έχουν ισχύ μονομερούς δεσμεύσεως. Όμως το ερώτημα δεν είναι εάν το γαλλικό δίκαιο ερμηνεύει με ενιαίο τρόπο το εν λόγω θέμα, αλλά εάν υφίστανται στοιχεία στο ιδιωτικό δίκαιο τα οποία θα επέτρεπαν τη διαπίστωση της υπάρξεως μονομερούς δεσμεύσεως σε περιστάσεις όπως η συγκεκριμένη. Όμως, το γεγονός ότι υπάρχει εφαρμόσιμη νομολογία του Αναιρετικού Δικαστηρίου [υποσημείωση 134: βλ. Com, 28 Μαρτίου 2000, D. 2000, cah. dr. aff. σ. 210] της οποίας οι γαλλικές αρχές προσπαθούν απλώς να ελαχιστοποιήσουν την εμβέλεια […], δεν είναι αμφισβητήσιμο.

[…]

(218) Στο σύνολό τους, τα στοιχεία αυτά μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει φόβος να θέσουν πραγματικά σε κίνδυνο τους κρατικούς πόρους {είτε [στοιχειοθετώντας] την ευθύνη του [Δημοσίου] έναντι των επενδυτών, είτε αυξάνοντας το κόστος των μελλοντικών συναλλαγών του [Δημοσίου]}. Η άποψη σύμφωνα με την οποία οι δηλώσεις των γαλλικών αρχών από τον Ιούλιο του 2002 αφορούσαν ενισχύσεις είναι, επομένως, καινοτόμος θέση, όμως πιθανόν μη στερούμενη βάσεως.

(219) Εντούτοις η Επιτροπή δεν κρίνει ότι μπορεί να τεκμηριώσει αδιαμφισβήτητα την παρουσία ενισχύσεων σ’ αυτή τη βάση. Θεωρεί αντίθετα ότι μπορεί να αποδείξει την παρουσία στοιχείων ενισχύσεως με πιο παραδοσιακό τρόπο από τα μέτρα του Δεκεμβρίου του 2002, τα οποία απετέλεσαν αντικείμενο κοινοποιήσεως. Ως προς αυτό, αρκεί να ληφθεί υπόψη ότι οι προηγούμενες δηλώσεις είχαν πραγματικό αντίκτυπο στην αντίληψη των αγορών τον Δεκέμβριο, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να χαρακτηριστούν αυτές οι […] δηλώσεις ως κρατικές ενισχύσεις καθεαυτές.»

266    Με την απάντησή της στα γραπτά ερωτήματα του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή ουσιαστικά διευκρίνισε ότι, βάσει των διαφόρων μελετών που έλαβε και ανέλυσε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, οι οποίες προέβησαν σε αρκετά διαφοροποιημένες ερμηνείες των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων σύμφωνα με το γαλλικό, αστικό, εμπορικό και διοικητικό δίκαιο, επέλεξε να μην αποφανθεί οριστικώς επί της υπάρξεως μονομερούς δεσμεύσεως του γαλλικού Δημοσίου μόνο επί τη βάσει αυτή, καίτοι αναγνώριζε ότι ορισμένα στοιχεία του εθνικού δικαίου θα μπορούσαν βασίμως να στηρίξουν την εν λόγω θέση. Αντί να υποστηρίξει μία ιδιαίτερα αυστηρή και περιοριστική ερμηνεία επί ενός όλως αμφιλεγόμενου ζητήματος εθνικού δικαίου, επέλεξε μία συνολική προσέγγιση η οποία λαμβάνει υπόψη τον ουσιαστικό και οικονομικό δεσμό μεταξύ των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων και της προκαταβολής μετόχου και του γεγονότος ότι η χορήγηση αυτής της τελευταίας συνεπαγόταν μία τέτοια δέσμευση.

267    Συνεπώς, επιβάλλεται να εξετασθεί αν η Επιτροπή βασίμως, αφενός, απέρριψε την ύπαρξη μεταφοράς κρατικών πόρων συνδεόμενης με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις καθαυτές και, αφετέρου, αναγνώρισε ότι το κριτήριο αυτό παρά ταύτα πληρούνταν από το σχέδιο προκαταβολής μετόχου του Δεκεμβρίου 2002.

 Επί της συνδεόμενης με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις μεταφοράς κρατικών πόρων

268    Είναι αναγκαίο να προσδιορισθεί, κατ’ αρχήν, η φύση των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, καθώς είναι καθοριστική για τον χαρακτηρισμό τους από απόψεως κοινοτικού δικαίου περί κρατικών ενισχύσεων και των σχετικών εθνικών κανόνων.

269    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο των ένδικων κοινοτικών διαφορών στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων υπάγεται στην απόλυτη ελευθερία εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα αν και σε ποιο βαθμό εθνικός κανόνας δικαίου εφαρμόζεται ή όχι στην επίμαχη περίπτωση απόκειται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του δικαστή και υπόκειται στους κανόνες για τη διεξαγωγή αποδείξεων και την κατανομή του βάρους αποδείξεως.

270    Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι καίτοι η Επιτροπή αναγνώρισε, στην αιτιολογική σκέψη 208 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ήταν «αρκετά σαφείς, ακριβείς και σταθερές για να εκδηλώσουν την ύπαρξη άνευ όρων αξιόπιστης δεσμεύσεως εκ μέρους του [γαλλικού Δημοσίου]», τελικώς απέρριψε τη θέση κατά την οποία οι δηλώσεις αυτές θα έπρεπε να θεωρηθούν ως νομικώς δεσμευτικές κατά το οικείο εθνικό δίκαιο και, ως εκ τούτου, να χαρακτηρισθούν ως μέτρα ενισχύσεως τα οποία δεσμεύουν κρατικούς πόρους (αιτιολογικές σκέψεις 188, 218 και 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Παρά ταύτα, η Επιτροπή έκρινε κατ’ ουσίαν ότι, λαμβανομένου υπόψη του αντίκτυπου που είχαν οι δηλώσεις αυτές στην αντίληψη των αγορών, το γαλλικό Δημόσιο είχε διατρέξει σημαντικό οικονομικό κίνδυνο σύμφωνα και με το εθνικό δίκαιο, γεγονός που δικαιολογεί τη διαπίστωση ότι το σχέδιο προκαταβολής μετόχου ήταν ασύμβατο με το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή (αιτιολογικές σκέψεις 220 έως 230 της εν λόγω αποφάσεως). Με τις ενέργειες αυτές, τόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση όσο και κατά τη διάρκεια της δίκης, η Επιτροπή δεν έλαβε σαφή και οριστική θέση επί του ζητήματος αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ήταν ικανές να συνεπάγονται καθεαυτές μεταφορά κρατικών πόρων, όπου απαιτείται, σύμφωνα με το οικείο εθνικό δίκαιο.

271    Προκειμένου να προσδιορισθεί η φύση των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, πρέπει να επισημανθεί ότι τούτες πρέπει να ερμηνευθούν ενόψει απλών αντικειμενικών διαπιστώσεων (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 256, απόφαση SIC κατά Επιτροπής, σκέψη 126). Τούτο δε σημαίνει ότι η αντίληψη και η αντίδραση των παραγόντων της αγοράς, από την στιγμή που υφίστανται, δεν μπορούν να παρέξουν χρήσιμες ενδείξεις για τον προσδιορισμό της φύσεως των εν λόγω δηλώσεων.

272    Ως προς τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), διαπιστώνεται ότι η δήλωση αυτή έγινε από τον Υπουργό Οικονομικών, ως επί τω πλείστον, υπό την ιδιότητά του ως εκπρόσωπος του γαλλικού Δημοσίου που ήταν πλειοψηφικός μέτοχος της FT («[ε]ίμαστε ο πλειοψηφικός μέτοχος […]»). Υπό την ιδιότητα αυτή, διαβεβαίωσε ρητώς ότι, ανεξαρτήτως του είδους της παρεμβάσεως, το γαλλικό Δημόσιο προτίθετο να συμπεριφερθεί ως συνετός επενδυτής («θα συμπεριφερθεί ως συνετός επενδυτής και […], θα λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα»). Συναφώς, ούτε η Επιτροπή ούτε οι εταιρίες Bouygues προσκόμισαν στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η πρόθεση αυτή να συμμορφωθεί η μελλοντική παρέμβαση του γαλλικού Δημοσίου με το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή ήταν απλώς εικονική και μη πραγματική ή σοβαρή κατά τον χρόνο της δηλώσεως αυτής.

273    Επιπλέον, η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 ήταν αόριστη και ασαφής ως προς τα δυνητικά υποστηρικτικά μέτρα τα οποία το γαλλικό Δημόσιο επρόκειτο να λάβει σε επόμενο, μη συγκεκριμένο ήδη, στάδιο («θα συμπεριφερθεί ως συνετός επενδυτής και […] θα λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα»). Ενόψει του ανοιχτού και αόριστου χαρακτήρα αυτών των ζητημάτων, η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να διαπιστώσει τη σαφήνεια μίας φερόμενης δεσμεύσεως εκ μέρους του γαλλικού Δημοσίου, της οποίας μόνον «τα μέσα παρεμβάσεως […], δηλαδή οι τρόποι εκτελέσεως της δεσμεύσεώς του» δεν είχαν ακόμη προσδιοριστεί (αιτιολογική σκέψη 209 της προσβαλλομένης αποφάσεως), καθώς μία τέτοια σαφής δέσμευση προϋποθέτει αναγκαίως τον προσδιορισμό της φύσεως και του περιεχομένου αυτής της δυνητικής μελλοντικής παρεμβάσεως. Όπως, όμως, το επιβεβαιώνει και η έκθεση της Deutsche Bank, της 22ας Ιουλίου 2002, στην οποία η Επιτροπή στηρίχθηκε στην αιτιολογική σκέψη 221 και στην υποσημείωση 142 της προσβαλλομένης αποφάσεως, βάσει της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, η αγορά δεν μπορούσε ακόμη να προσδιορίσει τη φύση και το περιεχόμενο της μελλοντικής αυτής παρεμβάσεως του γαλλικού Δημοσίου («η [FT] επωφελήθηκε από την αυξανόμενη πεποίθηση της αγοράς ότι η [Γαλλική] Κυβέρνηση θα υποστηρίξει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την πίστωση»· αυτή η «σιωπηρή [υποστήριξη] του [γαλλικού Δημοσίου] […] θα μπορούσε να λάβει τη μορφή δανείων, υπό συνθήκες αγοράς, εκ μέρους των τραπεζών ή της [Γαλλικής] Κυβερνήσεως»). Περαιτέρω, επιρρώνοντας τον μελλοντικό, υπό αιρέσεις και μη ακριβή χαρακτήρα μίας τέτοιας παρεμβάσεως, η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 απορρίπτει ρητώς το ενδεχόμενο αυξήσεως του κεφαλαίου της FT, ενώ το γαλλικό Δημόσιο θα ακολουθούσε ακριβώς αυτήν την επιλογή τον Δεκέμβριο του 2002 («Όχι, ασφαλώς όχι! Επιβεβαιώνω απλώς ότι θα λάβουμε, έγκαιρα, τα κατάλληλα μέτρα. Εφόσον είναι απαραίτητο [...]»).

274    Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου ανακοινώθηκε η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002. Όπως φαίνεται ότι αναγνωρίζει και η ίδια η Επιτροπή (βλ. σκέψεις 188 και 189 ανωτέρω), κατά το στάδιο αυτό, ελλείψει στοιχείων σχετικά με την ακριβή έκταση των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η FT, ως προς τη μελλοντική αντίδραση των χρηματαγορών που δημιούργησε η δήλωση αυτή και ως προς τις εξελίξεις σε συνέχεια της σχεδιασθείσας αναδιαρθρώσεως της FT, το γαλλικό Δημόσιο δεν ήταν ακόμη σε θέση να γνωρίσει και να συγκεκριμενοποιήσει επαρκώς τη φύση, το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως ενός δυνητικού υποστηρικτικού μέτρου προς όφελος της FT. Προκύπτει μάλλον από το σύνολο των πράξεων στις οποίες προέβησαν οι γαλλικές αρχές στις 12 Ιουλίου 2002, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι επικοινώνησαν απευθείας με τους οίκους αξιολογήσεως, ότι οι εν λόγω αρχές αποσκοπούσαν να βεβαιώσουν άμεσα τις χρηματαγορές για μια δυνητική και μελλοντική υποστήριξη της FT εκ μέρους του γαλλικού Δημοσίου με μόνο σκοπό να εμποδίσουν την περαιτέρω μείωση της βαθμολογίας της, όπως επίσης και τον αποκλεισμό της προσβάσεώς της σε νέες πιστώσεις στην αγορά ομολόγων, χωρίς, όμως, να συγκεκριμενοποιήσουν εκ των προτέρων αυτήν τη δυνητική υποστήριξη κατά τον συγκεκριμένο χρόνο. Πράγματι, μία πρόωρη συγκεκριμενοποίηση της υποστηρίξεως θα ενείχε τον κίνδυνο άσκοπου περιορισμού των επιλογών αναχρηματοδοτήσεως του χρέους της FT που θα εμφανίζονταν σε επόμενο χρόνο δημιουργώντας την ανάγκη για κοινοποίησή της στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Επιπλέον, λόγω του προαναφερθέντος χαρακτήρα της, μία τέτοια προσέγγιση ενδεχομένως θα κλόνιζε την εμπιστοσύνη των πιστωτών και επενδυτών στην αξιοπιστία των ενεργειών του γαλλικού Δημοσίου. Υπό αυτές τις περιστάσεις, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι υπήρξε επικοινωνία με τους οίκους αξιολογήσεως δεν μπορεί να νοηθεί ως στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει τον σταθερό χαρακτήρα της φερόμενης δεσμεύσεως του γαλλικού Δημοσίου, αλλά αποκλειστικώς ως ένα πρώτο βήμα προοριζόμενο να εκτονώσει την πίεση που υπήρχε από τον Ιούλιο 2002 ως προς τη θέση της FT στις χρηματαγορές.

275    Αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται οι εταιρίες Bouygues και η Επιτροπή (βλ. αιτιολογική σκέψη 210 της προσβαλλομένης αποφάσεως), το γεγονός και μόνον ότι, κατά τον χρόνο της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, η FT αντιμετώπιζε ήδη σοβαρές δυσχέρειες αναχρηματοδοτήσεως (βλ. σκέψη 236 ανωτέρω) δεν μεταβάλλει τον ανοιχτό και αόριστο χαρακτήρα αυτής της δηλώσεως στο σύνολό της, ούτε το περιεχόμενό της ενόψει του πραγματικού πλαισίου εντός του οποίου δημοσιεύθηκε (βλ. σκέψη 274 ανωτέρω). Επομένως, ακόμη και αν γίνει δεκτή η ύπαρξη των εν λόγω δυσχερειών κατά το στάδιο αυτό, το γεγονός ότι η εν λόγω δήλωση δεν απηχούσε ορθώς την κρίσιμη κατάσταση του βραχυπρόθεσμου χρέους της FT κατά τον χρόνο εκείνο δεν είναι καθοριστικό («εάν η [FT] αντιμετώπιζε δυσκολίες»· «εάν η [FT] συναντούσε προβλήματα χρηματοδοτήσεως, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει σήμερα, το [γαλλικό Δημόσιο] θα λάμβανε τις απαραίτητες αποφάσεις για την αντιμετώπισή τους»).

276    Περαιτέρω, στο πλαίσιο της κατά γράμμα ερμηνείας της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να υποστηρίξει ότι «δεν υφίσταται κανένα στοιχείο το οποίο μπορεί να αποδείξει ότι η αγορά είχε αντιληφθεί οποιαδήποτε συναφή αίρεση» (αιτιολογική σκέψη 210 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι «η αντίδραση της αγοράς καθώς και τα σχόλια των οικονομικών αναλυτών επιβεβαιώνουν ότι η αγορά θεώρησε τις δηλώσεις αυτές ως στρατηγική αξιόπιστης δεσμεύσεως του [γαλλικού Δημοσίου] να υποστηρίξει την FT» (αιτιολογική σκέψη 220 της εν λόγω αποφάσεως), καθώς αυτή η υποκειμενική αντίληψη ή αντίδραση ορισμένων παραγόντων της αγοράς δεν είναι καθοριστική για τον χαρακτηρισμό της φύσεως μίας τέτοιας δηλώσεως (βλ. σκέψη 271 ανωτέρω). Εξάλλου, αυτή η εκτίμηση δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, αντιθέτως, κατά το στάδιο αυτό, η Deutsche Bank δεν ήταν σε θέση να διαβλέψει τη φύση και το περιεχόμενο της ενδεχόμενης μελλοντικής παρεμβάσεως του γαλλικού Δημοσίου προς όφελος της FT (βλ. σκέψη 273 ανωτέρω).

277    Ως προς τη δήλωση της 13ης Σεπτεμβρίου 2002 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), επισημαίνεται ότι η δήλωση αυτή ήταν επίσης προσανατολισμένη στο μέλλον, τελούσε υπό όρους και ήταν ανακριβής ως προς τα ενδεχόμενα μέτρα που προτίθετο να λάβει μακροπρόθεσμα το γαλλικό Δημόσιο («[τ]ο [γαλλικό Δημόσιο] θα ενισχύσει την [FT] για τη θέση σε εφαρμογή του σχεδίου [ανακάμψεως των λογαριασμών] και θα συμβάλει, από πλευράς του, στην πολύ ουσιαστική ενίσχυση των ίδιων κεφαλαίων της [FT], μέσα σε χρονοδιάγραμμα και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θα καθοριστούν ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς»), καθώς το μόνο βέβαιο ήταν η επιβεβαίωση της μελλοντικής συμβολής «στην πολύ ουσιαστική ενίσχυση των ίδιων κεφαλαίων» της FT και ότι τούτο θα πραγματοποιηθεί ανάλογα με τις «συνθήκες αγοράς». Επιπλέον, όπως και η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, η δήλωση της 13ης Σεπτεμβρίου 2002 δεν προσδιορίζει περαιτέρω τη φύση, το περιεχόμενο και τους όρους της μελλοντικής παρεμβάσεως του γαλλικού Δημοσίου υπέρ της FT και υπήγαγε τα ενδεχόμενα ενδιάμεσα υποστηρικτικά μέτρα στο κριτήριο της αναγκαιότητας («το [γαλλικό Δημόσιο] θα λάβει εν τω μεταξύ, εφόσον είναι απαραίτητο, τα μέτρα που επιτρέπουν την αποφυγή κάθε προβλήματος χρηματοδοτήσεως για την [FT]»).

278    Ως προς τη δήλωση της 2ας Οκτωβρίου 2002 (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω), διαπιστώνεται ότι και αυτή δεν ήταν λιγότερο αόριστη και ότι δεν συγκεκριμενοποιούσε σημαντικά το περιεχόμενο της δηλώσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2002 («[τ]ο [γαλλικό Δημόσιο] θα προσφέρει τη βοήθειά του κατά την εφαρμογή των ενεργειών ανακάμψεως και θα συμβάλει, από πλευράς του, στην ενίσχυση των ίδιων κεφαλαίων της [FT] σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θα καθοριστούν […] [Τ]ο [γαλλικό Δημόσιο] θα λάβει εν τω μεταξύ, εφόσον είναι απαραίτητο, τα μέτρα που επιτρέπουν την αποφυγή κάθε προβλήματος χρηματοδοτήσεως για την [FT]»). Ειδικότερα, με τη δήλωση αυτή, το γαλλικό Δημόσιο απλώς προέβλεπε αορίστως τη μελλοντική και δυνητική συμβολή του για την ενίσχυση των ίδιων κεφαλαίων της FT, της οποίας η φύση, το περιεχόμενο και οι όροι χορηγήσεως δεν είχαν ακόμη καθορισθεί. Ταυτοχρόνως, όπως και με τις προηγούμενες δηλώσεις, η ενδεχόμενη ενδιάμεση συμβολή του γαλλικού Δημοσίου, τα χαρακτηριστικά της οποίας δεν ήταν περαιτέρω ακριβή, τελούσε υπό τον όρο της αναγκαιότητας να επιλυθούν τα εν δυνάμει προβλήματα χρηματοδοτήσεως της FT.

279    Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται οι εταιρίες Bouygues, λόγω του ανοιχτού, μη ακριβή και υπό αιρέσεις χαρακτήρα τους, ιδίως όσον αφορά τη φύση, το περιεχόμενο και τους όρους χορηγήσεως μίας ενδεχόμενης κρατικής παρεμβάσεως προς όφελος της FT, και λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού πλαισίου εντός του οποίου έγιναν, οι δηλώσεις της 12ης Ιουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου και της 2ας Οκτωβρίου 2002 δεν προσομοιάζουν με κρατική εγγύηση ούτε ερμηνεύονται ως καταδεικνύουσες ανεπιφύλακτη δέσμευση που επιφέρει συγκεκριμένη χρηματοοικονομική συνδρομή προς όφελος της FT, όπως την αποπληρωμή των βραχυπρόθεσμων χρεών της.

280    Μία συγκεκριμένη, ανεπιφύλακτη και αμετάκλητη δέσμευση δημόσιων πόρων εκ μέρους του γαλλικού Δημοσίου θα προϋπέθετε οι δηλώσεις αυτές να συγκεκριμενοποιούν, ρητώς, είτε τα ακριβή προς επένδυση ποσά, είτε τα ακριβή προς εγγύηση χρέη, είτε, κατ’ ελάχιστον, ένα προκαθορισμένο χρηματοοικονομικό πλαίσιο, όπως πιστώσεις συγκεκριμένου ύψους, καθώς επίσης και τους όρους χορηγήσεως της σχεδιαζόμενης συνδρομής. Οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν τοποθετούνται, όμως, ως προς τις πτυχές αυτές, απορρίπτουν δε εντελώς το ενδεχόμενο της μελλοντικής αυξήσεως του κεφαλαίου της FT συγκεκριμένου ύψους, ενώ, στη συνέχεια, το γαλλικό Δημόσιο θα ακολουθήσει ακριβώς αυτήν την τελευταία επιλογή, κατ’ αρχάς, υπό τη μορφή σχεδίου προκαταβολής μετόχου προκειμένου να τεθούν στη διάθεση της FT πιστώσεις ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ και, ακολούθως, συνεισφέροντας ισόποσα, αναλόγως προς το μερίδιό του στην FT, στην αύξηση του κεφαλαίου της τελευταίας (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω).

281    Συναφώς επιβάλλεται να προστεθεί ότι οι εταιρίες Bouygues δεν μπορούν να επικαλούνται την απόφαση Crédit foncier (βλ. σκέψη 159 ανωτέρω), η νομιμότητα της οποίας δεν υπήχθη στον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον, σε αντίθεση με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, η δήλωση του γάλλου Υπουργού Οικονομικών που είχε αποτελέσει το αντικείμενο της αποφάσεως αυτής εξέφραζε τη σταθερή και άνευ όρων βούληση του γαλλικού Δημοσίου να αναλάβει τη δέσμευση να πληρωθούν κανονικά «όλες οι δόσεις, περιλαμβανομένων του κεφαλαίου και των τόκων, των χρεών της CFF που αντιστοιχούσαν σε τίτλους» (αιτιολογική σκέψη 36 της αποφάσεως Crédit foncier).

282    Τούτο δεν αναιρεί το γεγονός ότι, εν προκειμένω, με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και επικαλούμενο το κύρος του έναντι των χρηματαγορών ως φερέγγυος πιστωτής και οφειλέτης, το γαλλικό Δημόσιο είχε την πρόθεση να επηρεάσει δραστικά την αντίδραση των εν λόγω αγορών, να ανακτήσει την εμπιστοσύνη τους και, ιδίως, επεδίωξε να διατηρηθεί η βαθμολογία της FT ώστε να προετοιμασθεί η αναχρηματοδότησή της, σε επόμενο στάδιο, υπό ευνοϊκότερες οικονομικές συνθήκες και με το ελάχιστο κόστος, χωρίς τούτο να συνεπάγεται, κατά τρόπο άμεσο και προκαθορισμένο, την προσφυγή στον κρατικό προϋπολογισμό. Με τις ενέργειες αυτές, αντί να δεσμεύσει άμεσα ή έμμεσα κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, το γαλλικό Δημόσιο έδρασε σύμφωνα με τους ιδιαίτερους κανόνες της λειτουργίας των χρηματαγορών προκειμένου να σταθεροποιήσει την οικονομική κατάσταση της FT βραχυπρόθεσμα, και δη με σκοπό να πληρωθούν οι απαραίτητες επιχειρηματικές και χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις για τη λήψη περισσότερο συγκεκριμένων υποστηρικτικών μέτρων μεταγενεστέρως. Το γεγονός και μόνον ότι, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το γαλλικό Δημόσιο προσέφυγε στο ιδιαίτερο κύρος του έναντι των χρηματαγορών δεν αρκεί να αποδείξει ότι οι πόροι του εκτέθηκαν σε κίνδυνο τέτοιο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά μεταφορά κρατικών πόρων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, κατά τρόπο που να είναι επαρκώς συναφής με το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στην FT με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις.

283    Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι εταιρίες Bouygues δεν απέδειξαν ότι ο εθνικός δικαστής, και δη ο γάλλος διοικητικός ή πολιτικός δικαστής, θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις πληρούσαν παρά ταύτα τις προϋποθέσεις μονομερούς νομικώς δεσμευτικής υποχρεώσεως εκ μέρους του γαλλικού Δημοσίου, η οποία συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καθώς επρόκειτο απλώς για μορφή δηλώσεως προθέσεως. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα επιχειρήματα των εταιριών Bouygues και των νομικών γνωμοδοτήσεων που προσκόμισε προς υποστήριξή τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εφαρμογή των σχετικών κανόνων του εθνικού δικαίου στις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις εξαρτάται, με τη σειρά της, από την προηγούμενη ερμηνεία της φύσεως των δηλώσεων αυτών, ήτοι, ιδίως, από το ζήτημα αν αυτές εμφανίζουν χαρακτήρα επαρκώς σαφή, ακριβή, ανεπιφύλακτο και σταθερό και γεννούν νομικώς δεσμευτικά αποτελέσματα ικανά να στοιχειοθετήσουν ευθύνη για καταβολή αποζημιώσεως του γαλλικού Δημοσίου.

284    Επομένως, πρώτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα των εταιριών Bouygues, το οποίο στηρίζεται στη νομολογία του γαλλικού Conseil d’État, κατά το οποίο οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ήταν σαφείς, ακριβείς και σταθερές, και ως εκ τούτου ικανές να στοιχειοθετήσουν ευθύνη του γαλλικού Δημοσίου έναντι των μετόχων της FT, των εργαζομένων ή των πιστωτών της, είτε διότι, υποσχόμενο το γαλλικό Δημόσιο δημιούργησε εις βάρος του νομική υποχρέωση, την οποία δεν μπορούσε να ανατρέψει χωρίς να υποπέσει σε παράπτωμα είτε διότι, αντιθέτως, υποσχόμενο το Δημόσιο επέδειξε παράνομη συμπεριφορά διότι ανέλαβε παράνομη δέσμευση. Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των εταιριών Bouygues (βλ. σκέψεις 164 και 165 ανωτέρω), δεν αποδεικνύεται ειδικότερα ότι, λαμβανομένων υπόψη των εγγενών χαρακτηριστικών τους, οι δηλώσεις αυτές ήταν ικανές να στηρίξουν μία τέτοια νομικώς υποχρεωτική και ανεπιφύλακτη δέσμευση εκ μέρους του γαλλικού Δημοσίου για υποστήριξη της FT.

285    Δεύτερον, οι εταιρίες Bouygues δεν μπορούν βασίμως να επικαλούνται την εγκύκλιο της 22ας Ιουλίου 2003 και το συνημμένο σε αυτήν επεξηγηματικό σημείωμα (βλ. σκέψη 167 ανωτέρω), καθόσον, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 284 ανωτέρω, οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν περιέχουν κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει την ύπαρξη σιωπηρής εγγυήσεως εκ μέρους του γαλλικού Δημοσίου υπέρ της FT. Καθόσον δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη διαπίστωση υπάρξεως τέτοιου είδους εγγυήσεως, το επιχείρημα των εταιριών Bouygues, το οποίο αντλείται από τη γαλλική νομοθεσία η οποία αναγνωρίζει αναδρομικώς ορισμένες κρατικές εγγυήσεις, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. Σε κάθε περίπτωση, όπως ισχυρίσθηκε η Γαλλική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο γαλλικός διορθωτικός νόμος του προϋπολογισμού για το έτος 2002 (αριθ. 2002-2576 της 30ής Δεκεμβρίου 2002· JORF της 31ης Δεκεμβρίου 2002, σ. 22070) προβλέπει στο άρθρο 80 αυτού μόνον για «[τ]α δάνεια που συνάπτει η ERAP, στο πλαίσιο της υποστηρίξεώς προς την [FT] ως μέτοχος», και όχι για άλλες ενδεχόμενες κρατικές εγγυήσεις υπέρ της FT.

286    Τρίτον, οι εταιρίες Bouygues δεν απέδειξαν ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις περιλάμβαναν δέσμευση κρατικών πόρων σύμφωνα με το δίκαιο συμβάσεων της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Πράγματι, η μελέτη που προσκόμισαν οι εταιρίες Bouygues προς τούτο κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας διευκρινίζει ότι δεν αποτελεί νομική γνωμοδότηση και εκκινεί από την προδήλως εσφαλμένη παραδοχή της προσφοράς μονομερούς συμβάσεως εκ μέρους του γαλλικού Δημοσίου έναντι των επενδυτών η οποία περιλαμβάνει υπόσχεση εγγυήσεως των οφειλών της FT, εφόσον οι επενδυτές αυτοί αποδέχονταν επενδύοντας στην FT. Ομοίως, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του υποχρεωτικού και εκτελεστού χαρακτήρα της προσφοράς αυτής, η εν λόγω μελέτη απλώς επαναλαμβάνει την ύπαρξη υποσχέσεως και προβαίνει σε αόριστη σύγκριση με τη νομολογία των αρμόδιων δικαιοδοτικών οργάνων για τις υποσχέσεις που περιέχονται σε φυλλάδια και διαφημίσεις σε εφημερίδες. Εξάλλου, η μελέτη αυτή δεν τοποθετείται οριστικώς ως προς το ζήτημα αν τα δικαιοδοτικά αυτά όργανα είναι αρμόδια να διαπιστώνουν τον αρκούντως σταθερό χαρακτήρα τέτοιου είδους συμβατικής υποσχέσεως. Τέλος, ως προς τις προϋποθέσεις μίας οιονεί συμβάσεως ή ενός «promissory estoppel», η μελέτη αναφέρει ότι η επίμαχη υπόσχεση πρέπει να είναι σαφής και άνευ αμφισημίας, γεγονός που δεν ισχύει εν προκειμένω (βλ. σκέψεις 272 έως 279 ανωτέρω).

287    Τέταρτον, στο μέτρο που και η Επιτροπή παραπέμπει στην απόφαση της 28ης Μαρτίου 2000 του γαλλικού Cour de cassation (υποσημείωση 134 της προσβαλλομένης αποφάσεως), επιβάλλεται η επισήμανση ότι η απόφαση αυτή αναγνώρισε το έναντι πάντων αντιτάξιμο όπως επίσης και τον υποχρεωτικό και εκτελεστό χαρακτήρα προς όφελος κάθε ενδιαφερομένου μίας μονομερούς δηλώσεως εκ μέρους επενδυτή προβληματικής επιχειρήσεως, στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας και υπό τη μορφή δικαστικής αποφάσεως διατάσσουσας το πρόγραμμα ρευστοποιήσεως της περιουσίας. Δεν αποδείχθηκε, όμως, ότι η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί αναλογικώς και στην προκειμένη υπόθεση. Τούτο ισχύει ιδίως λόγω του ότι ο δεσμευτικός και εκτελεστός χαρακτήρας που αναγνωρίσθηκε με την απόφαση αυτή στηρίζεται σε ρητή διάταξη του γαλλικού εμπορικού κώδικα που διέπει τη διαδικασία πτωχεύσεως κατά την οποία «η απόφαση με την οποία διατάσσεται το πρόγραμμα [ρευστοποιήσεως] καθιστά τις διατάξεις του αντιτάξιμες έναντι πάντων».

288    Τέλος, πέμπτον, δεν αποδείχθηκε ότι, ακόμη και ελλείψει νομικώς δεσμευτικής υποχρεώσεως, από απόψεως εθνικού δικαίου, της φερόμενης δεσμεύσεως που απορρέει από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, αυτές συνεπάγονται μεταφορά κρατικών πόρων. Συναφώς, αφενός, το επιχείρημα των εταιριών Bouygues κατά το οποίο το γαλλικό Δημόσιο υποχρεώθηκε εκ των πραγμάτων να τηρήσει τη φερόμενη υπόσχεσή του, λαμβανομένης υπόψη της πραγματικής προσδοκίας που προκάλεσαν οι δηλώσεις αυτές στην αγορά, είναι καθεαυτή αντιφατική και δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η αναγνώριση της υπάρξεως ενισχύσεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικές διαπιστώσεις και όχι απλώς στην αντίληψη των παραγόντων της αγοράς. Σε κάθε περίπτωση, απλώς η προσδοκία της αγοράς δεν μπορεί καθεαυτή να δημιουργήσει οποιαδήποτε νομική υποχρέωση ενέργειας προς την επιθυμητή κατεύθυνση (βλ. σκέψη 271 ανωτέρω). Αφετέρου, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η μη τήρηση ενδεχόμενης υποσχέσεως του γαλλικού Δημοσίου για υποστήριξη επιχειρήσεως ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την αξιοπιστία και το κύρος του στις χρηματαγορές, τούτο δεν αναιρεί το γεγονός ότι, εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις περιείχαν συγκεκριμένη, ανεπιφύλακτη και σταθερή δέσμευση προς όφελος της FT η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει τέτοιες επιζήμιες συνέπειες. Πράγματι, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 273 και 282 ανωτέρω, η συμπεριφορά των γαλλικών αρχών από τον Ιούλιο του 2002 αποσκοπούσαν ακριβώς στην αποφυγή τέτοιων συνεπειών χωρίς να διευκρινίζουν τη φύση, το περιεχόμενο και τις ακριβείς προϋποθέσεις της ενδεχόμενης μελλοντικής τους παρεμβάσεως, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την αντίδραση της Deutsche Bank (βλ. σκέψη 273 ανωτέρω). Για τους ίδιους λόγους, το επιχείρημα της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 221, στο τέλος, της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο «η Γαλλική Κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη, για να διατηρήσει την ακεραιότητα της υπόληψής της στις χρηματαγορές, να σεβαστεί τις υποσχέσεις στις οποίες είχε προβεί» δεν ευσταθεί. Σε κάθε περίπτωση, υπενθυμίζεται ότι, παρά τις εκφρασθείσες αμφιβολίες, η Επιτροπή αρνήθηκε κατηγορηματικώς να λάβει οριστική θέση ως προς το ζήτημα αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις συνεπάγονταν μεταφορά κρατικών πόρων (αιτιολογικές σκέψεις 188, 218 και 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

289    Υπό τις συνθήκες αυτές συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν συνεπάγονται δέσμευση κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

290    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως των εταιριών Bouygues, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

 Επί της μεταφοράς κρατικών πόρων σε σχέση με την από 4 Δεκεμβρίου 2002 αναγγελία του σχεδίου προκαταβολής μετόχου και την από 20 Δεκεμβρίου 2002 προσφορά του σχεδίου συμβάσεως προκαταβολής μετόχου

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

291    Επισημαίνεται ότι μόνον με τη δημοσίευση, στις 4 Δεκεμβρίου 2002, της αναγγελίας του σχεδίου προκαταβολής μετόχου, ήτοι κατά την ίδια ημερομηνία κοινοποιήσεως του μέτρου αυτού στην Επιτροπή (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω), το γαλλικό Δημόσιο, για πρώτη φορά, διευκρίνισε και συγκεκριμενοποίησε προς το κοινό την χρηματοδοτική συμβολή που προτίθετο να προσφέρει στην FT, η οποία συνίστατο στο άνοιγμα πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ υπό μορφή συμβάσεως προκαταβολής, η προσφορά της οποίας απεστάλη μονογραφημένη και υπογεγραμμένη από την ERAP μόλις στις 20 Δεκεμβρίου 2002.

292    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως και οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, η αναγγελία συνιστούσε χορήγηση πλεονεκτήματος προς όφελος της FT καθόσον συνέβαλε στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των χρηματαγορών και στη βελτίωση των όρων αναχρηματοδοτήσεως της FT (βλ. σκέψη 234 επ. ανωτέρω). Πάντως, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 243 επ. ανωτέρω, η Επιτροπή ούτε εξέτασε ούτε απέδειξε, επαρκώς κατά νόμο, ότι η προσφορά της συμβάσεως προκαταβολής μετόχου της 20ής Δεκεμβρίου 2002, η οποία ουδέποτε έγινε αποδεκτή από την FT ούτε εκτελέσθηκε, συνιστούσε οικονομικό πλεονέκτημα διακριτό και πρόσθετο σε σχέση με το πλεονέκτημα που απέρρεε από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις όπως επίσης και από την αναγγελία της 4ης Δεκεμβρίου 2002 του σχεδίου προκαταβολής μετόχου.

–       Επί της από 4 Δεκεμβρίου 2002 αναγγελίας του σχεδίου προκαταβολής μετόχου

293    Ως προς το ζήτημα αν η από 4 Δεκεμβρίου 2002 αναγγελία του σχεδίου προκαταβολής μετόχου συνεπαγόταν μεταφορά κρατικών πόρων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε η Επιτροπή ούτε οι εταιρίες Bouygues υποστήριξαν ότι η αναγγελία αυτή συνιστούσε, καθεαυτή, δέσμευση επαρκώς ακριβή, σταθερή και ανεπιφύλακτη και, ως εκ τούτου, νομικώς υποχρεωτική η οποία, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το σχετικό εθνικό δίκαιο, δικαιολογεί το συμπέρασμα περί υπάρξεως μεταφοράς κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

294    Πράγματι, η μόνη αναφορά στην εν λόγω αναγγελία βρίσκεται στην αιτιολογική σκέψη 205, στο τέλος, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή, χωρίς η Επιτροπή να προσδίδει σε αυτήν έννομες συνέπειες, έστω και σιωπηρές, ως προς την ύπαρξη ενδεχόμενης μεταφοράς κρατικών πόρων. Ομοίως, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι εταιρίες Bouygues αναφέρονται μόνο στις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την αναγγελία της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και περιορίζουν την επιχειρηματολογία τους στη φερόμενη μεταφορά κρατικών πόρων που συνδέεται με τις δηλώσεις αυτές.

295    Συνεπώς, δεδομένου ότι η Επιτροπή και οι εταιρίες Bouygues δεν προσκόμισαν προς τούτο συναφή αποδεικτικά στοιχεία, δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει αν η από 4 Δεκεμβρίου 2002 αναγγελία του σχεδίου προκαταβολής μετόχου συνεπαγόταν, από απόψεως γαλλικού διοικητικού ή αστικού δικαίου, μεταφορά κρατικών πόρων.

296    Σε κάθε περίπτωση, η μεταφορά κρατικών πόρων η οποία απορρέει από την αναγγελία της 4ης Δεκεμβρίου 2002 δε θα μπορούσε παρά να αντιστοιχεί σε πλεονέκτημα συνιστάμενο στο άνοιγμα της πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως ρητώς αναφερόταν σε αυτήν. Αφενός, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 292 ανωτέρω, η Επιτροπή παρέλειψε να χαρακτηρίσει, επαρκώς κατά νόμο, ένα τέτοιο πλεονέκτημα στην προσβαλλόμενη απόφαση. Αφετέρου, το πλεονέκτημα αυτό διακρίνεται από εκείνο που απορρέει από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, όπως υποστηρίζεται στην εν λόγω απόφαση (βλ. σκέψεις 243 επ. ανωτέρω), με την επιφύλαξη του ζητήματος αν το τελευταίο συνίσταται σε βελτίωση των όρων αναχρηματοδοτήσεως της FT και/ή σε ενδεχόμενη άνοδο της αξίας των μετοχών και των ομολόγων της.

297    Από τη νομολογία που εκτέθηκε στη σκέψη 214 ανωτέρω προκύπτει, όμως, ότι δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, το επίμαχο πλεονέκτημα πρέπει να προέρχεται από δημόσιους πόρους. Ειδικότερα, η απαίτηση αυτή για συνάφεια μεταξύ του προσδιορισθέντος πλεονεκτήματος και της μεταφοράς κρατικών πόρων προϋποθέτει ότι το εν λόγω πλεονέκτημα αντιστοιχεί σε αντίστοιχη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού (βλ. σκέψη 262 ανωτέρω). Δεν ισχύει όμως τούτο εν προκειμένω όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του πλεονεκτήματος που προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, το οποίο απορρέει από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, αφενός, και της φερόμενης μεταφοράς δημόσιων πόρων που συνίσταται στο άνοιγμα πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως αναφέρεται στην από 4 Δεκεμβρίου 2002 αναγγελία του σχεδίου προκαταβολής μετόχου, αφετέρου.

298    Επομένως συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η από 4 Δεκεμβρίου 2002 αναγγελία του σχεδίου προκαταβολής μετόχου συνιστούσε μεταφορά κρατικών πόρων.

–       Επί της από 20 Δεκεμβρίου 2002 προσφοράς του σχεδίου συμβάσεως προκαταβολής μετόχου

299    Ως προς το ζήτημα αν η αποστολή της υπογεγραμμένης από την ERAP συμβάσεως προκαταβολής μετόχου προς την FT, στις 20 Δεκεμβρίου 2002, συνιστούσε μεταφορά κρατικών πόρων, διαπιστώνεται ότι, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν απέδειξε αρκούντως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, πλεονέκτημα απορρέον από την συμβατική προσφορά αυτή καθεαυτή (βλ. σκέψεις 264 έως 267 ανωτέρω), δεν είναι, πολλώ μάλλον, δυνατό να διαπιστώσει το Γενικό Δικαστήριο την ύπαρξη μεταφοράς κρατικών πόρων συναφούς με το πλεονέκτημα αυτό.

300    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ούτε η Επιτροπή ούτε οι εταιρίες Bouygues απέδειξαν ότι η από 4 Δεκεμβρίου 2002 αναγγελία του σχεδίου προκαταβολής μετόχου ή η από 20 Δεκεμβρίου 2002 προσφορά της συμβάσεως προκαταβολής μετόχου συνιστούσαν μεταφορά κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

301    Πρέπει, όμως, να εξετασθεί αν, βάσει της συνολικής της προσεγγίσεως (βλ. σκέψη 266 ανωτέρω), η Επιτροπή ορθώς παρά ταύτα εκτίμησε τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις σε συνδυασμό με την αναγγελία του σχεδίου προκαταβολής μετόχου και την αποστολή της συμβάσεως προκαταβολής μετόχου προκειμένου να διαπιστώσει ότι το κριτήριο της μεταφοράς κρατικών πόρων συνέτρεχε εν προκειμένω.

–       Επί της μεταφοράς κρατικών πόρων σε σχέση με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και τα μέτρα του Δεκεμβρίου 2002

302    Πρέπει να διαπιστωθεί, αφενός, αν η δυνητική επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, την ύπαρξη της οποίας υποστήριξε η Επιτροπή όσον αφορά την αναγγελία του σχεδίου προκαταβολής μετόχου και την αποστολή της συμβάσεως προκαταβολής μετόχου, ενυπήρχε σιωπηρώς ήδη στις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και, αφετέρου, αν η επιβάρυνση αυτή αντιστοιχούσε σε πλεονέκτημα το οποίο η Επιτροπή απέδωσε στις εν λόγω δηλώσεις.

303    Καίτοι η αναγγελία της 4ης Δεκεμβρίου 2002 του σχεδίου προκαταβολής μετόχου εντάσσεται στη λογική και στη στρατηγική του γαλλικού Δημοσίου ήδη από τον μήνα Ιούλιο 2002, με αντικείμενο και συνέπεια, συνολικώς, την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών ώστε να είναι δυνατή η αναχρηματοδότηση, υπό τους πλέον ευνοϊκούς όρους, του βραχυπρόθεσμου χρέους της FT (βλ. σκέψεις 234 έως 240 ανωτέρω), εντούτοις δεν ισχύει και ότι καθαυτές οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ενείχαν ήδη πρόβλεψη της συγκεκριμένης χρηματοοικονομικής υποστηρίξεως όπως εκείνη τελικώς συγκεκριμενοποιήθηκε τον μήνα Δεκέμβριο 2002.

304    Από τις σκέψεις 270 επ. ανωτέρω προκύπτει ότι, σε αντίθεση με την αναγγελία της 4ης Δεκεμβρίου 2002 του σχεδίου προκαταβολής μετόχου, με την οποία δημοσιοποιήθηκε το άνοιγμα της πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ προς όφελος της FT, οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις είχαν χαρακτήρα ανοιχτό, μη ακριβή και υπό αιρέσεις ως προς τη φύση, το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις ενδεχόμενης μελλοντικής παρεμβάσεως του γαλλικού Δημοσίου. Συγκεκριμένα, ακριβώς λόγω αυτού του ουσιαστικώς διαφορετικού χαρακτήρα των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, η απόφαση του γαλλικού Δημοσίου, τον Δεκέμβριο του 2002, να αναγγείλει και να προτείνει το σχέδιο προκαταβολής μετόχου συνιστούσε σημαντική μεταβολή στην πορεία των γεγονότων που οδήγησαν στην αναχρηματοδότηση της FT.

305    Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί η ουδόλως τεκμηριωθείσα παρατιθέμενη στις αιτιολογικές σκέψεις 185 και 226 της προσβαλλομένης αποφάσεως θέση κατά την οποία το σχέδιο προκαταβολής μετόχου υλοποιούσε τις προηγούμενες δηλώσεις του γαλλικού Δημοσίου, καθώς η Επιτροπή δεν απέδειξε –και δεν θα μπορούσε εξάλλου να αποδείξει με βάση τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις– ότι το γαλλικό Δημόσιο είχε σχεδιάσει μία τέτοια συγκεκριμένη χρηματοοικονομική συνδρομή από τον Ιούλιο 2002. Η θέση αυτή είναι ακόμη λιγότερο πιθανή καθώς το γαλλικό Δημόσιο όφειλε κατ’ αρχάς να αναμείνει και να εξακριβώσει αν, έπειτα από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και τον αναμενόμενο αντίκτυπό τους, ήτοι την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των χρηματαγορών και τη διατήρηση της βαθμολογίας της FT, όπως επίσης και έπειτα από τα μέτρα αναδιαρθρώσεως και ισοσκελίσεως που λήφθηκαν από την FT, συνέτρεχαν πράγματι οι οικονομικές προϋποθέσεις για μία τέτοια κρατική παρέμβαση. Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 274 ανωτέρω, κατά το στάδιο των δηλώσεων, ελλείψει σχετικής πληροφορήσεως, ιδίως ως προς την αντίδραση των αγορών και την επιτυχία των ληφθέντων μέτρων, το γαλλικό Δημόσιο δεν ήταν ακόμη σε θέση να γνωρίζει και να καθορίσει, επαρκώς, τη φύση, το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις ενός δυνητικού υποστηρικτικού μέτρου υπέρ της FT, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης αυξήσεως κεφαλαίου, την οποία ο Υπουργός Οικονομικών είχε ρητώς απορρίψει τον Ιούλιο 2002. Μόλις τον Δεκέμβριο 2002 το γαλλικό Δημόσιο προδήλως θεώρησε ότι οι οικονομικές προϋποθέσεις μίας τέτοιας χρηματοοικονομικής συνδρομής συνέτρεχαν, γεγονός που επιβεβαιώνει τη σημαντική μεταβολή στην πορεία των γεγονότων κατά το στάδιο αυτό.

306    Οι αιτιολογικές σκέψεις 186 έως 190 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες επιχειρούν να εξηγήσουν τη συνολική προσέγγιση της Επιτροπής, ουδόλως τεκμηριώνουν τη θέση της περί υλοποιήσεως των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων με το σχέδιο προκαταβολής μετόχου, αλλά απλώς συνοψίζουν, κατά τρόπο διφορούμενο, τις διαπιστώσεις που δικαιολογούσαν τη χορήγηση πλεονεκτήματος στην FT, αλλά όχι τη μεταφορά κρατικών πόρων σε σχέση με το σύνολο των δηλώσεων που έγιναν και των μέτρων που έλαβε το γαλλικό Δημόσιο από τον Ιούλιο 2002.

307    Επομένως, η αόριστη διαπίστωση ότι είναι «δυνατόν να αναλυθούν οι δηλώσεις και τα επακόλουθα μέτρα των γαλλικών αρχών από τον Ιούλιο του 2002 ως σύνολο των οποίων η στιγμή υλοποιήσεως θα ήταν τα μέτρα του Δεκεμβρίου» 2002 (αιτιολογική σκέψη 187 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ή ακόμη η διαπίστωση της υπάρξεως διαρκούς διαδικασίας διασώσεως ανάλογης με εκείνη που αποτέλεσε το αντικείμενο της αποφάσεως BP Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 152 ανωτέρω, δεν παρέχουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απαλλαγεί από το καθήκον της να προσδιορίσει συγκεκριμένο πλεονέκτημα το οποίο συνεπάγεται αντίστοιχη μεταφορά κρατικών πόρων. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον η απόφαση BP Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 152 ανωτέρω, δεν αφορούσε το ζήτημα της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών, οι οποίες δικαιολογούσαν την κίνηση της τυπικής διαδικασίας εξετάσεως δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, ως προς την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε σύνολο εισφορών κεφαλαίου υπέρ της δικαιούχου επιχειρήσεως, του οποίου ο ευνοϊκός χαρακτήρας και η κρατική προέλευση δεν αποτελούσαν αντικείμενο αμφισβητήσεως.

308    Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής μεταβολής στην πορεία των γεγονότων και στη συμπεριφορά των γαλλικών αρχών τον Δεκέμβριο του 2002, η Επιτροπή εσφαλμένως διαπίστωσε σύνδεση μεταξύ της ενδεχόμενης δεσμεύσεως κρατικών πόρων, κατά το στάδιο αυτό, και των πλεονεκτημάτων που χορηγήθηκαν με τα προγενέστερα μέτρα, ήτοι με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, καθόσον τα μέτρα αυτά είχαν ουσιωδώς διαφορετικό χαρακτήρα από εκείνα που ελήφθησαν τον Δεκέμβριο του 2002 (βλ. σκέψη 303 ανωτέρω). Πράγματι, μία τέτοια σύνδεση –η οποία δεν εξετάζεται στην απόφαση BP Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 152 ανωτέρω– μεταξύ των στοιχείων που συνιστούν την έννοια της ενισχύσεως ως προς τα διακριτά πραγματικά γεγονότα που επισυνέβησαν σε διαφορετικά στάδια έρχεται σε αντίθεση με την απαίτηση για συνάφεια μεταξύ του πλεονεκτήματος και της μεταφοράς κρατικών πόρων (βλ. σκέψη 262 ανωτέρω), όπως υποστηρίζεται με την απόφαση PreussenElektra, σκέψη 214 ανωτέρω (σκέψη 58).

309    Επομένως, ακόμη και αν η Επιτροπή είχε την ευχέρεια να λάβει υπόψη το σύνολο των γεγονότων που προηγήθηκαν και επηρέασαν την οριστική απόφαση του γαλλικού Δημοσίου τον Δεκέμβριο 2002 να υποστηρίξει την FT μέσω της προκαταβολής μετόχου προκειμένου να διαπιστώσει πλεονέκτημα, δεν κατόρθωσε να αποδείξει την ύπαρξη μεταφοράς κρατικών πόρων συνδεόμενης με το πλεονέκτημα αυτό. Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 297 ανωτέρω, το γεγονός ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις όπως και η αναγγελία της 4ης Δεκεμβρίου 2002 είχαν ως αποτέλεσμα τη χορήγηση πλεονεκτήματος στην FT, καθόσον αποκατέστησαν την εμπιστοσύνη των χρηματαγορών και βελτίωσαν τους όρους αναχρηματοδοτήσεώς της, δεν αναλογεί σε αντίστοιχη μείωση του κρατικού προϋπολογισμού ούτε σε επαρκώς συγκεκριμένο οικονομικό κίνδυνο επιβαρύνσεως του προϋπολογισμού αυτού. Ειδικότερα, το πλεονέκτημα αυτό διακρίνεται από εκείνο το οποίο το σχέδιο προκαταβολής μετόχου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 δύναται να ενέχει και το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απέδειξε αρκούντως προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως (βλ. σκέψη 296 ανωτέρω).

310    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι η προκαταβολή μετόχου, εντασσόμενη στο πλαίσιο των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, συνιστούσε χορήγηση πλεονεκτήματος υπέρ της FT το οποίο συνεπαγόταν μεταφορά κρατικών πόρων, παραγνώρισε την έννοια της κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

311    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως όπως επίσης και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλουν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT στο μέτρο που επικρίνουν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόσθηκε η έννοια της ενισχύσεως και, ειδικότερα, τα κριτήρια του πλεονεκτήματος και της μεταφοράς κρατικών πόρων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

312    Εξ αυτού έπεται, ομοίως, ότι παρέλκει η εξέταση του πρώτου σκέλους του δευτέρου όπως επίσης και του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT στο μέτρο που αμφισβητούν τη νομιμότητα του τρόπου με τον οποίο η Επιτροπή εφάρμοσε το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή.

313    Δεδομένου ότι επιβάλλεται περαιτέρω η ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω πλάνης περί το δίκαιο και πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, παρέλκει ομοίως η εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, που στηρίζεται σε παράβαση ουσιώδους τύπου και των δικαιωμάτων άμυνας, καθώς και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας, που στηρίζεται σε ελλιπή αιτιολογία.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως των εταιριών Bouygues, που στηρίζεται σε αντιφατική και ελλιπή αιτιολογία κατά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ

314    Επιβάλλεται, προκαταρκτικώς, η διαπίστωση ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως των εταιριών Bouygues, ο οποίος στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας συνιστά, σε μεγάλο βαθμό, επανάληψη των ουσιαστικών αιτιάσεων που προέβαλαν οι εν λόγω προσφεύγουσες στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

315    Συναφώς υπενθυμίζεται ότι η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Εξάλλου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτή αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Πράγματι, η αιτιολογία μιας αποφάσεως συνίσταται στην επίσημη έκφραση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή. Αν η αιτιολογία πάσχει σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως, αλλά όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής αν και προβάλλει εσφαλμένους λόγους. (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Συλλογή 2008, σ. I‑4951, σκέψεις 166 και 181 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

316    Ως προς τη φερόμενη αντίφαση της αιτιολογίας, διαπιστώνεται ότι οι εταιρίες Bouygues προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, σφάλμα επί της ουσίας και όχι τυπικό ελάττωμα της αιτιολογίας.

317    Συναφώς, προκύπτει σαφώς από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, μεταξύ άλλων, αφενός, από τις αιτιολογικές σκέψεις 188 έως 190 και, αφετέρου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 218 και 219, ότι η Επιτροπή έκρινε –ορθώς εξάλλου (βλ. σκέψεις 268 έως 290 ανωτέρω)– ότι δεν ήταν σε θέση να καταλήξει οριστικώς, βάσει των νομικών γνωμοδοτήσεων που ήλθαν σε γνώση της, στο συμπέρασμα ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ικανοποιούσαν, αυτές καθαυτές, το κριτήριο της μεταφοράς κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Η εκτίμηση απλώς των μέτρων που λήφθηκαν τον Δεκέμβριο 2002 επέτρεψε στην Επιτροπή να διαπιστώσει, βάσει μίας συνολικής προσεγγίσεως –καίτοι εσφαλμένης επί της ουσίας (βλ. σκέψεις 303 επ. ανωτέρω)–, ότι η διαρκής διαδικασία διασώσεως της FT στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένων των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, είχε ως αποτέλεσμα την ικανοποίηση του κριτηρίου της μεταφοράς κρατικών πόρων.

318    Συνεπώς, καίτοι η συνολική προσέγγιση της Επιτροπής είναι εσφαλμένη επί της ουσίας, από τις σκέψεις 268 επ. ανωτέρω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει επαρκώς κατά νόμο τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις αυτές καθαυτές –ακόμη και αν ενείχαν χορήγηση πλεονεκτήματος στην FT– συνεπάγονταν μεταφορά κρατικών πόρων. Περαιτέρω εξ αυτών προκύπτει ότι το επιχείρημα των εταιριών Bouygues κατά το οποίο η Επιτροπή διαπίστωσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, την ικανοποίηση όλων των προϋποθέσεων που χαρακτηρίζουν μία κρατική ενίσχυση όσον αφορά τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις (βλ. σκέψεις 171 και 175 ανωτέρω) είναι προδήλως αβάσιμο.

319    Εξάλλου, οι εταιρίες Bouygues δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα το οποίο να υποδηλώνει ότι, εξαιτίας της φερόμενης αντιφατικής αιτιολογίας, δεν ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν το βάσιμο της προσεγγίσεως της Επιτροπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ούτε ότι το τελευταίο δεν ήταν σε θέση να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας που του έχει ανατεθεί συναφώς. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει των διαπιστώσεων που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 268 επ., προκύπτει ότι τούτο δεν ισχύει εν προκειμένω.

320    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο στηρίζεται σε αντιφατική αιτιολογία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

321    Ως προς την φερόμενη ανεπαρκή αιτιολογία, υπενθυμίζεται ότι οι αιτιολογικές σκέψεις που εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως, αφενός, οι αιτιολογικές σκέψεις 188 έως 190 και, αφετέρου, οι αιτιολογικές σκέψεις 218 και 219, καταδεικνύουν με ακρίβεια και σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν ήταν σε θέση να διαπιστώσει ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις συνιστούσαν, αυτές καθαυτές, κρατικές ενισχύσεις (βλ., επίσης, σκέψη 318 ανωτέρω).

322    Περαιτέρω, οι εταιρίες Bouygues δεν επικαλούνται κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν επέτρεψε σε αυτές να γνωρίσουν και να κατανοήσουν το περιεχόμενο των λόγων που δικαιολογούν το συμπέρασμα αυτό της Επιτροπής και να αμφισβητήσουν το βάσιμό της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ότι το τελευταίο δεν είναι σε θέση να ασκήσει συναφώς έλεγχο νομιμότητας. Αντιθέτως, προκύπτει από τις προεκτεθείσες στις σκέψεις 238 επ. διαπιστώσεις ότι αυτού του είδους ο έλεγχος νομιμότητας είναι απολύτως εφικτός με βάση την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, οι εταιρίες Bouygues δεν μπορούν βασίμως να ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο τη διαπίστωσή της κατά την οποία οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν συνεπάγονταν μεταφορά κρατικών πόρων παρά τις διάφορες νομικές γνωμοδοτήσεις που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας οι οποίες κατέληγαν στο αντίθετο συμπέρασμα, όπως η αιτιολογία αυτή εκτίθεται, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 214 έως 219 της εν λόγω αποφάσεως.

323    Τέλος, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα των εταιριών Bouygues όπως συνοψίζονται στις σκέψεις 177 έως 181 ανωτέρω στην πραγματικότητα αμφισβητούν το βάσιμο της αρνήσεως της Επιτροπής να χαρακτηρίσει τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ως κρατικές ενισχύσεις και όχι τη φερόμενη ελλιπή αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως κατά την έννοια του άρθρου 253 ΕΚ.

324    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η απόρριψη και του δευτέρου σκέλους του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, του δευτέρου λόγου ακυρώσεως των εταιριών Bouygues στο σύνολό του.

325    Επομένως, το αίτημα των εταιριών Bouygues περί ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του, παρέλκει δε η εξέταση των ισχυρισμών περί απαραδέκτου των αιτημάτων της παρεμβαίνουσας FT στην υπόθεση T‑450/04.

326    Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως για τους λόγους ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλονται από τη Γαλλική Δημοκρατία και την FT στον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως.

II –  Επί του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως

327    Δεδομένης της ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τους λόγους που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04, τα αιτήματά τους, όπως επίσης και τα αιτήματα των εταιριών Bouygues στην υπόθεση T‑450/04 και της AFORS στην υπόθεση T‑456/04 για ακύρωση του άρθρου 2 της εν λόγω αποφάσεως, με το οποίο διαπιστώνεται ότι δεν είναι αναγκαία η ανάκτηση της ενισχύσεως του άρθρου 1, είναι άνευ αντικειμένου.

328    Συγκεκριμένα, η ακύρωση του άρθρου 1 της εν λόγω αποφάσεως κατόπιν των προσφυγών στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04 παράγει αποτελέσματα erga omnes, οπότε περιβάλλεται με απόλυτο δεδικασμένο [απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 2006, C‑442/03 P και C‑471/03 P, P&O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑4845, σκέψη 43, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Μαρτίου 2009, T‑265/04, T‑292/04 και T‑504/04, Tirrenia di Navigazione κ.λπ. κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 159].

329    Η ακύρωση αυτή συνεπάγεται την ex tunc εξαφάνιση της διαπιστώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως περί υπάρξεως ενισχύσεως ασυμβίβαστης με την κοινή αγορά. Ως εκ τούτου, η δήλωση του άρθρου 2 της εν λόγω αποφάσεως περί μη ανακτήσεως της εν λόγω ενισχύσεως στερείται περιεχομένου επίσης ex tunc.

330    Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως αναγνώρισαν ομόφωνα οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σε απάντηση ερωτήματος του Γενικού Δικαστηρίου, όπως σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, παρέλκει πλέον η εξέταση των αιτημάτων ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας, της FT, των εταιριών Bouygues και της AFORS του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και η εξέταση του βασίμου των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων τα οποία προέβαλαν οι εν λόγω προσφεύγουσες προς υποστήριξη των αιτημάτων αυτών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

I –  Γενικά

331    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

332    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Πρωτοδικείο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

333    Τέλος, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, αφενός, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και, αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

II –  Υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04

334    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04 και ενόψει του παρεπόμενου χαρακτήρα, στις υποθέσεις αυτές, του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως η εξέταση του οποίου παρέλκει, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδά της καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT.

335    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι εταιρίες Bouygues φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

III –  Υπόθεση T‑450/04

336    Δεδομένου ότι οι εταιρίες Bouygues ηττήθηκαν ως προς το αίτημά τους ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως και ενόψει του ότι παρέλκει η εξέταση του αιτήματός τους ακυρώσεως του άρθρου 2 της εν λόγω αποφάσεως, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά τους έξοδα καθώς και στο ήμισυ των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή. Η Επιτροπή φέρει το ήμισυ των εξόδων της.

337    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα έξοδά της.

338    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, η FT φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

IV –  Υπόθεση T‑456/04

339    Ενόψει του ότι παρέλκει η εξέταση του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να καταδικαστούν η AFORS και η Επιτροπή στα δικαστικά τους έξοδα.

340    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα έξοδά της.

341    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, η FT φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνεται το άρθρο 1 της αποφάσεως 2006/621/EK της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 2004, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία στη France Télécom.

2)      Παρέλκει η εξέταση των αιτημάτων ακυρώσεως του άρθρου 2 της αποφάσεως 2006/621.

3)      Στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική Δημοκρατία και η France Télécom SA.

4)      Στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04, οι Bouygues SA και Bouygues Télécom SA φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

5)      Στην υπόθεση T‑450/04, οι Bouygues και Bouygues Télécom φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα καθώς και το ήμισυ των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

6)      Στην υπόθεση T‑450/04, η Επιτροπή φέρει το ήμισυ των δικαστικών της εξόδων.

7)      Στην υπόθεση T‑456/04, η Association française des opérateurs de réseaux et services de télécommunications (AFORS Télécom) και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

8)      Στις υποθέσεις T‑450/04 και T‑456/04, η Γαλλική Δημοκρατία και η France Télécom φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Azizi

Cremona

Labucka

Frimodt Nielsen

 

      O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Μαΐου 2010.

Περιεχόμενα

Ιστορικό της διαφοράς

I –  Οικονομική κατάσταση της France Tιlιcom κατά την περίοδο μεταξύ 2001 και 2004

II –  Διοικητική διαδικασία

III –  Προσβαλλόμενη απόφαση

Κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

Διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως

Διαπιστώσεις της Επιτροπής ως προς την οικονομική κατάσταση της FT μεταξύ Ιουνίου 2002 και Μαρτίου 2003

Αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως

Εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και της αρχής του συνετού ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς

Το συμβατό της επίμαχης ενισχύσεως με την κοινή αγορά

Ανάκτηση της ενισχύσεως

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

I –  Υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04

II –  Υπόθεση T‑450/04

III –  Υπόθεση T‑456/04

IV –  Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, παραπομπή ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως και συνεκδίκαση

V –  Προφορική διαδικασία

Σκεπτικό

I –  Επί του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως

Α. Επί των ενστάσεων απαραδέκτου που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των υποθέσεων T‑425/04, T‑444/04, T‑450/04 και T‑456/04

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

α) Εισαγωγικές παρατηρήσεις

β) Επί του εννόμου συμφέροντος της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT για ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως

γ) Επί του εννόμου συμφέροντος των εταιριών Bouygues για ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως

δ) Επί του παραδεκτού του φερόμενου αιτήματος της AFORS για ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως

Β. Επί της νομιμότητας του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

α) Συνοπτική παρουσίαση των λόγων ακυρώσεως

β) Επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT

Προκαταρκτική παρατήρηση

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT

Επί των πρόσθετων επιχειρημάτων που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT ως παρεμβαίνουσες στην υπόθεση T‑450/04 και σε απάντηση των γραπτών ερωτημάτων του Γενικού Δικαστηρίου

γ) Επιχειρήματα των εταιριών Bouygues

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως των εταιριών Bouygues

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως των εταιριών Bouygues

δ) Επιχειρήματα της Επιτροπής

Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT

Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT

–  Επί της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως σχετικά με τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002

–  Επί της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή

–  Επί της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως σχετικά με τη συμπεριφορά του γαλλικού Δημοσίου ως συνετός επενδυτής

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως των εταιριών Bouygues

–  Επί των επιχειρημάτων των εταιριών Bouygues

–  Επί των επιχειρημάτων της παρεμβαίνουσας FT

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως των εταιριών Bouygues

Επί των πρόσθετων επιχειρημάτων της Επιτροπή σε απάντηση των γραπτών ερωτημάτων του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

α) Επί της έννοιας της ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ

β) Επί της υπάρξεως πλεονεκτήματος χορηγηθέντος με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και με το σχέδιο προκαταβολής μετόχου

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί του πλεονεκτήματος που απορρέει από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις

Επί του πλεονεκτήματος που απορρέει από το σχέδιο προκαταβολής μετόχου

γ) Επί της υπάρξεως μεταφοράς κρατικών πόρων

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί της συνδεόμενης με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις μεταφοράς κρατικών πόρων

Επί της μεταφοράς κρατικών πόρων σε σχέση με την από 4 Δεκεμβρίου 2002 αναγγελία του σχεδίου προκαταβολής μετόχου και την από 20 Δεκεμβρίου 2002 προσφορά του σχεδίου συμβάσεως προκαταβολής μετόχου

–  Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

–  Επί της από 4 Δεκεμβρίου 2002 αναγγελίας του σχεδίου προκαταβολής μετόχου

–  Επί της από 20 Δεκεμβρίου 2002 προσφοράς του σχεδίου συμβάσεως προκαταβολής μετόχου

–  Επί της μεταφοράς κρατικών πόρων σε σχέση με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και τα μέτρα του Δεκεμβρίου 2002

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως των εταιριών Bouygues, που στηρίζεται σε αντιφατική και ελλιπή αιτιολογία κατά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ

II –  Επί του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί των δικαστικών εξόδων

I –  Γενικά

II –  Υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04

III –  Υπόθεση T‑450/04

IV –  Υπόθεση T‑456/04



* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.