Language of document : ECLI:EU:C:2011:44

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 3ης Φεβρουαρίου 2011 (*)

«Δικηγόροι – Οδηγία 89/48/ΕΟΚ – Αναγνώριση των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών – Οδηγία 98/5/ΕΚ – Μόνιμη άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος – Χρήση του επαγγελματικού τίτλου στο κράτος μέλος υποδοχής – Προϋποθέσεις – Εγγραφή σε δικηγορικό σύλλογο του κράτους μέλους υποδοχής»

Στην υπόθεση C‑359/09,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Fővárosi Ítélőtábla (Ουγγαρία) με απόφαση της 23ης Ιουνίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Σεπτεμβρίου 2009, στο πλαίσιο της δίκης

Donat Cornelius Ebert

κατά

Budapesti Ügyvédi Kamara,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann, L. Bay Larsen (εισηγητή), C. Toader και A. Prechal, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2010,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        ο D. Ebert, Rechtsanwalt, αυτοπροσώπως,

–        ο Budapesti Ügyvédi Kamara, εκπροσωπούμενος από τους P. Kiss και P. Köves, ügyvédek,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Fazekas, τον M. Fehér και τη Zs. Tóth,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. López-Medel Bascones,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Riedl,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. Simon και H. Støvlbæk,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ 1989, L 19, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2001 (ΕΕ L 206, σ. 1, στο εξής: οδηγία 89/48), και της οδηγίας 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος (ΕΕ L 77, σ. 36).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του D. Ebert, Γερμανού υπηκόου και δικηγόρου εγγεγραμμένου στον Δικηγορικό Σύλλογο του Ντίσελντορφ (Γερμανία) υπό τον τίτλο «Rechtsanwalt», και, αφετέρου, του Budapesti Ügyvédi Kamara (Δικηγορικού Συλλόγου της Βουδαπέστης) (Ουγγαρία), σχετικά με το δικαίωμα που διεκδικεί ο D. Ebert να χρησιμοποιεί τον τίτλο «ügyvéd» (δικηγόρος στην Ουγγαρία) χωρίς να αποτελεί μέλος του εν λόγω δικηγορικού συλλόγου.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 89/48

3        Η έβδομη και η δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/48, που εφαρμόζεται ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης, έχουν ως ακολούθως:

«[…] πρέπει να προσδιοριστεί ιδίως, η έννοια της νομοθετικώς κατοχυρωμένης επαγγελματικής δραστηριότητας ώστε να ληφθούν υπόψη διάφορες εθνικές κοινωνιολογικές πραγματικότητες· ότι εμπίπτει στην εν λόγω έννοια όχι μόνο η επαγγελματική δραστηριότητα, η πρόσβαση στην οποία εξαρτάται σε ένα κράτος μέλος από την κατοχή διπλώματος, αλλά και εκείνη στην οποία η πρόσβαση είναι ελεύθερη, όταν ασκείται από επαγγελματικό τίτλο που προσδίδεται σε όσους συγκεντρώνουν ορισμένα προσόντα·[…]

[…] ο στόχος του γενικού συστήματος αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν είναι ούτε η τροποποίηση των επαγγελματικών κανόνων, συμπεριλαμβανομένων των δεοντολογικών, που ισχύουν για κάθε πρόσωπο που ασκεί επάγγελμα στο έδαφος κράτους μέλους, ούτε η εξαίρεση των μεταναστών από την εφαρμογή αυτών των κανόνων· […] το εν λόγω σύστημα προβλέπει απλώς κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν ότι ο μετανάστης συμμορφώνεται προς τους επαγγελματικούς κανόνες του κράτους μέλους υποδοχής».

4        Το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/48 ορίζει, προς τον σκοπό της οδηγίας αυτής, την έννοια του «διπλώματος» ως ακολούθως:

«[…] οποιοδήποτε δίπλωμα, πιστοποιητικό ή άλλος τίτλος […]:

–        που έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, η οποία έχει οριστεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους,

–        από το οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχός του παρακολούθησε με επιτυχία κύκλο σπουδών μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών ή ισοδύναμης διάρκειας με ελαστική παρακολούθηση, σε πανεπιστήμιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου και, ενδεχομένως, ότι παρακολούθησε με επιτυχία την επαγγελματική εκπαίδευση που απαιτείται επιπλέον του κύκλου σπουδών μετά τη δευτεροβάθμια, και

–        από το οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχός του διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για να αναλάβει ή να ασκήσει επάγγελμα που είναι νομοθετικώς κατοχυρωμένο στο εν λόγω κράτος μέλος,

[…]».

5        Το άρθρο 2 της οδηγίας 89/48 προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους υπηκόους κράτους μέλους οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή μισθωτοί, νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα σε κράτος μέλος υποδοχής.

Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα επαγγέλματα τα οποία διέπει ειδική οδηγία που καθιερώνει αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων μεταξύ των κρατών μελών.»

6        Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/48 έχει ως ακολούθως:

«Όταν, στο κράτος μέλος υποδοχής, η πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα ή η εξάσκησή του προϋποθέτει την κατοχή διπλώματος, η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να αρνείται σε υπήκοο κράτους μέλους την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό ή την εξάσκησή του, υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς, επικαλούμενη την έλλειψη προσόντων:

α)      αν ο αιτών κατέχει το δίπλωμα που επιβάλλεται από άλλο κράτος μέλος για την πρόσβαση στο εν λόγω επάγγελμα ή την εξάσκησή του στο έδαφός του και το οποίο έχει ληφθεί σε ένα κράτος μέλος […]

[…]».

7        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/48 προβλέπει τα εξής:

«Το άρθρο 3 δεν θίγει την ευχέρεια του κράτους μέλους υποδοχής να απαιτεί επίσης από τον αιτούντα:

[…]

β)      να πραγματοποιήσει πρακτική άσκηση προσαρμογής, επί τρία έτη κατ’ ανώτατο όριο, ή να υποβληθεί σε δοκιμασία επάρκειας:

–        όταν η εκπαίδευση την οποία έχει λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχεία α΄ και β΄, αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από το δίπλωμα που απαιτείται στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

–        όταν, στην περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 3, στοιχείο α΄, το νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής περιλαμβάνει μία ή περισσότερες νομοθετικώς κατοχυρωμένες επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες δεν υφίστανται στο νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα στο κράτος μέλος καταγωγής ή προέλευσης του αιτούντος και χαρακτηριστικό της διαφοράς αυτής είναι ειδική εκπαίδευση που απαιτείται στο κράτος μέλος υποδοχής, και που αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από το δίπλωμα που προσκομίζει ο αιτών, […]

[…]

Εάν το κράτος μέλος υποδοχής κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας, οφείλει να παρέχει στον αιτούντα την επιλογή μεταξύ πρακτικής άσκησης προσαρμογής και δοκιμασίας επάρκειας. Στην περίπτωση επαγγελμάτων, η εξάσκηση των οποίων απαιτεί επακριβή γνώση του εθνικού δικαίου και ως προς τα οποία η παροχή συμβουλών ή/και συνδρομής σε θέματα εθνικού δικαίου αποτελεί ουσιώδες και σταθερό στοιχείο της άσκησης των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί, κατά παρέκκλιση από την αρχή αυτή, να επιβάλλει δοκιμασία επάρκειας ή την πρακτική άσκηση προσαρμογής. […]»

8        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/48 έχει ως ακολούθως:

«Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που θέτει ως όρο για την πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα την προσκόμιση αποδείξεων σχετικά με την εντιμότητα, το ήθος ή τη μη κήρυξη σε πτώχευση ή που αναστέλλει ή απαγορεύει την εξάσκηση ενός νομοθετικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος σε περίπτωση σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος ή ποινικού αδικήματος, δέχεται ως επαρκή απόδειξη για τους υπηκόους των κρατών μελών οι οποίοι επιθυμούν να εξασκήσουν το επάγγελμα αυτό στο έδαφός του, την προσκόμιση εγγράφων που έχουν εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή προέλευσης και από τα οποία προκύπτει ότι πληρούνται οι όροι αυτοί.

[…]»

9        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/48 ορίζει τα ακόλουθα:

«Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής αναγνωρίζει, στους υπηκόους των κρατών μελών που πληρούν τους όρους για την πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα και για την εξάσκησή του στο έδαφός του, το δικαίωμα να φέρουν τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής που αντιστοιχεί στο εν λόγω επάγγελμα.»

 Η οδηγία 98/5

10      Η δεύτερη, η τρίτη και η έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 98/5 έχουν ως ακολούθως:

«(2)      ότι ένας δικηγόρος με πλήρως αναγνωρισμένη αυτή την ιδιότητά του σε ένα κράτος μέλος δικαιούται εφεξής να ζητά την αναγνώριση του διπλώματός του, προκειμένου να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος για να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου υπό τον επαγγελματικό τίτλο αυτού του κράτους μέλους, σύμφωνα με την οδηγία 89/48[…]· […] η εν λόγω οδηγία στόχο έχει την πλήρη επαγγελματική ένταξη του δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής και δεν αποβλέπει ούτε στο να τροποποιήσει τους επαγγελματικούς κανόνες που εφαρμόζονται στο κράτος αυτό ούτε να απαλλάξει το δικηγόρο από την εφαρμογή τους·

(3)      ότι ναι μεν ορισμένοι δικηγόροι μπορούν να ενταχθούν ταχέως στο επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής, ιδίως επιτυγχάνοντας στη δοκιμασία επάρκειας όπως προβλέπεται από την οδηγία 89/48[…], άλλοι όμως δικηγόροι με πλήρως αναγνωρισμένη ιδιότητα πρέπει να μπορούν να ενταχθούν μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα επαγγελματικής άσκησης στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής ή να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής·

[…]

(7)      ότι η παρούσα οδηγία, σύμφωνα με τους σκοπούς της, αποφεύγει να ρυθμίσει αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις και δεν θίγει τους εθνικούς επαγγελματικούς κανόνες παρά μόνο στο μέτρο που είναι απαραίτητο για να επιτύχει πραγματικά τον στόχο της· […] ιδίως, δεν θίγει τους εθνικούς κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου και την άσκησή του υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής.»

11      Το άρθρο 2 της οδηγίας 98/5, που τιτλοφορείται «Δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής», έχει ως εξής:

«Κάθε δικηγόρος έχει το δικαίωμα να ασκεί μονίμως, σε κάθε άλλο κράτος μέλος και υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, τις δραστηριότητες του δικηγόρου όπως καθορίζονται στο άρθρο 5.

Η ένταξη στο επάγγελμα του δικηγόρου του κράτους μέλους καταγωγής υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 10.»

12      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/5 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Ανεξάρτητα από τους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες στους οποίους υπόκειται στο κράτος μέλος καταγωγής του, ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής υπόκειται στους ίδιους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες όπως οι δικηγόροι που ασκούν επάγγελμα υπό τον σχετικό επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής, για όλες τις δραστηριότητες που ασκεί στην επικράτεια του κράτους αυτού.»

13      Το άρθρο 13 της οδηγίας 98/5, που τιτλοφορείται «Εξομοίωση με δικηγόρο του κράτους μέλους υποδοχής», προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής και αποδεικνύει τριετή τουλάχιστον πραγματική και τακτική επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής και στον τομέα του δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένου του κοινοτικού δικαίου, απαλλάσσεται από τους όρους που προβλέπονται από το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β΄ της οδηγίας 89/48[…] για την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής. […]

[…]

2.      Ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής σε κράτος μέλος υποδοχής μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να ζητήσει την αναγνώριση του διπλώματός του σύμφωνα με την οδηγία 89/48[…], προκειμένου να έχει πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου του κράτους μέλους υποδοχής και να το ασκεί υπό τον επαγγελματικό τίτλο που αντιστοιχεί στο επάγγελμα αυτό στο εν λόγω κράτος μέλος.

3.      Ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής και ο οποίος αποδεικνύει τριετή τουλάχιστον πραγματική και τακτική επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής, αλλά μικρότερη διάρκεια άσκησης στον τομέα του δικαίου του συγκεκριμένου κράτους μέλους, μπορεί να λάβει από την αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους άδεια πρόσβασης στο επάγγελμα του δικηγόρου του κράτους μέλους υποδοχής και άσκησης του επαγγέλματος υπό τον επαγγελματικό τίτλο που αντιστοιχεί σε αυτό το επάγγελμα σε αυτό το κράτος μέλος, χωρίς να πληροί τους όρους του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο β΄ της οδηγίας 89/48[…], εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις και οι όροι που ακολουθούν:

[…]

6.      Ο δικηγόρος που εισέρχεται στο επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί, παράλληλα με τον επαγγελματικό τίτλο που αντιστοιχεί στο επάγγελμα του δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής, τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής διατυπωμένο στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους καταγωγής.»

 Το εθνικό δίκαιο

14      Η πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου στην Ουγγαρία διέπεται από τα ακόλουθα νομοθετικά κείμενα:

–        τον νόμο C του 2001, για την αναγνώριση των αλλοδαπών τίτλων και διπλωμάτων (A külföldi bizonyítványok és oklevelek elismeréséről szóló 2001. évi C. Törvény, στο εξής: νόμος για την αναγνώριση των τίτλων και των διπλωμάτων)·

–        τον νόμο XI του 1998 περί ασκήσεως της δικηγορίας (Az ügyvédekről szóló 1998. évi XI. Törvény, στο εξής: νόμος περί ασκήσεως της δικηγορίας).

 Ο νόμος για την αναγνώριση των τίτλων και των διπλωμάτων

15      Κατά τον χρόνο από 1ης Μαΐου 2004 μέχρι 20 Οκτωβρίου 2007, οι σχετικές για την υπό κρίση υπόθεση διατάξεις του νόμου για την αναγνώριση των τίτλων και των διπλωμάτων είχαν ως εξής:

«Άρθρο 21

1)      Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται οσάκις υπήκοος κράτους μέλους επιθυμεί να ασκήσει στην Ουγγαρία νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα και εφόσον έχει το δικαίωμα να ασκεί το εν λόγω επάγγελμα στο κράτος αποστολής ή καταγωγής.

[…]

Άρθρο 35

1)      Η αρμόδια αρχή μπορεί να θέσει ως προϋπόθεση για την άσκηση νομικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος την πρακτική άσκηση προσαρμογής τριών ετών κατ’ ανώτατο όριο ή την υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας,

a)      αν το πρακτικό ή θεωρητικό μέρος της εκπαιδεύσεως του αιτούντος διαφέρει ουσιωδώς από την εκπαίδευση που είναι αναγκαία για τη χορήγηση του απαιτούμενου στην Ουγγαρία διπλώματος για την άσκηση του νομοθετικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος,

[…]

2)      Η αρμόδια αρχή μεριμνά ώστε ο αιτών να έχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της δοκιμασίας επάρκειας.

3)      Η αρμόδια αρχή μπορεί να παρεκκλίνει από την παράγραφο 2 για κάθε επάγγελμα η άσκηση του οποίου απαιτεί επακριβή γνώση του ουγγρικού δικαίου και του οποίου ουσιώδες και σταθερό στοιχείο αποτελεί η παροχή συμβουλών σε θέματα ουγγρικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιβάλλει στον αιτούντα πρακτική άσκηση προσαρμογής ή δοκιμασία επάρκειας.

[…]»

16      Σύμφωνα με κατάλογο των νομοθετικώς κατοχυρωμένων επαγγελμάτων που δημοσίευσε το Υπουργείο Παιδείας [και Πολιτισμού] της Ουγγαρίας και ο οποίος ίσχυσε από 1ης Μαΐου 2004 μέχρι τις 8 Μαΐου 2009, ο αναγκαίος τίτλος εκπαιδεύσεως για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος εμπίπτει στην έννοια του «διπλώματος» κατά τα οριζόμενα στον νόμο για την αναγνώριση των τίτλων και των διπλωμάτων.

 Ο νόμος περί ασκήσεως της δικηγορίας

17      Κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής της κύριας δίκης, ήτοι στις 13 Δεκεμβρίου 2006, οι σχετικές για την υπό κρίση υπόθεση διατάξεις του νόμου περί ασκήσεως της δικηγορίας είχαν ως εξής:

«Άρθρο 6

1)      Ο δικηγόρος

a)      δεν μπορεί να συνδέεται με σύμβαση εργασίας, να είναι συμβασιούχος του Δημοσίου ή να έχει αναλάβει υποχρέωση ασκήσεως εργασίας δυνάμει άλλου τύπου συμβάσεως, και δεν μπορεί να απασχολείται στον δημόσιο τομέα, ως υπάλληλος της διοίκησης ή συμβολαιογράφος, ούτε να ασκεί καθήκοντα δημάρχου υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως,

b)      δεν μπορεί να ασκεί ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα ούτε δραστηριότητα που συνεπάγεται απεριόριστη ευθύνη για καταβολή αποζημιώσεως.

[…]

3)      Ο δικηγόρος οφείλει να δηλώνει στον δικηγορικό σύλλογο κάθε λόγο ασυμβιβάστου εντός 15 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να συντρέχει ο λόγος αυτός.

[…]

Άρθρο 13

1)      Δύνανται να ασκούν το επάγγελμα του δικηγόρου –εξαιρουμένης της δραστηριότητας του έμμισθου δικηγόρου– όσοι είναι εγγεγραμμένοι στον δικηγορικό σύλλογο και έχουν δώσει τον προβλεπόμενο όρκο.

[…]

3)      Κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, εγγράφεται στον δικηγορικό σύλλογο όποιος πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

a)      έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο [της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994 L 1, σ. 3)],

[…]

c)      έχει λευκό ποινικό μητρώο,

d)      έχει πανεπιστημιακό πτυχίο νομικής,

e)      έχει επιτύχει στις εξετάσεις του δικηγορικού συλλόγου στην Ουγγαρία,

f)      έχει εγγραφεί στο Ügyvédek Biztosító és Segélyező Egyesülete (ουγγρικό Ταμείο Νομικών και Ταμείο Προνοίας) ή να έχει συνάψει άλλου είδους σύμβαση ασφάλισης της αστικής ευθύνης εγκεκριμένη από τον δικηγορικό σύλλογο,

g)      διαθέτει, στη γεωγραφική περιφέρεια του δικηγορικού συλλόγου, γραφείο κατάλληλο για τη μόνιμη άσκηση της δικηγορίας,

h)      δεν εμπίπτει σε κανένα από τα ασυμβίβαστα που απαριθμούνται στην παράγραφο 4.

4)      Δεν γίνεται δεκτός για εγγραφή στον δικηγορικό σύλλογο εκείνος:

a)      στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει ένα από τα ασυμβίβαστα του άρθρου 6 και ο οποίος δεν αίρει την κατάσταση αυτή,

b)      στον οποίο έχει επιβληθεί η παρεπόμενη ποινή της αποστερήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων ή της απαγορεύσεως ασκήσεως νομικού επαγγέλματος,

c)      ο οποίος έχει καταδικαστεί σε στερητική της ελευθερίας ποινή χωρίς αναστολή λόγω διαπράξεως αδικήματος εκ προθέσεως […],

d)      ο οποίος έχει διαγραφεί από τον δικηγορικό σύλλογο […],

e)      ο οποίος έχει τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση που περιορίζει μερικώς ή ολικώς την ικανότητά του για δικαιοπραξία ή είναι ανίκανος για δικαιοπραξία χωρίς να έχει τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση, […]

f)      ο οποίος, λόγω του τρόπου ζωής και της συμπεριφοράς του, είναι ανάξιος της δημόσιας εμπιστοσύνης που είναι αναγκαία για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.

[…]

Άρθρο 89/A

1)      Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει το παρόν κεφάλαιο, στις δραστηριότητες που αναπτύσσονται στο έδαφος της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας από όσους είναι υπήκοοι κράτους μέλους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και μπορούν να ασκούν δικηγορία, υπό οποιονδήποτε από τους επαγγελματικούς τίτλους που προβλέπουν άλλες νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, σε οποιοδήποτε κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (στο εξής: Ευρωπαίος νομικός).

[…]

Άρθρο 89/B

1)      Όσοι επιθυμούν να ασκήσουν επί μονίμου βάσεως δικηγορία στο έδαφος της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας ως Ευρωπαίοι νομικοί πρέπει να ζητήσουν από τον δικηγορικό σύλλογο την εγγραφή τους στο μητρώο ως Ευρωπαίων νομικών (στο εξής, για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου: εγγραφή στο μητρώο), εγγραφή η οποία είναι προαιρετική για εκείνους που επιθυμούν την πρόσβαση στη δραστηριότητα αυτή μόνον αποσπασματικά, ως πάροχοι υπηρεσιών.

2)      Γίνεται δεκτή η εγγραφή ως κοινοτικών νομικών των αιτούντων που:

a)      αποδεικνύουν ότι έχουν δικαίωμα να ασκούν δικηγορία στο κράτος μέλους τους, μέσω προσκομίσεως επίσημης μεταφράσεως στα ουγγρικά πιστοποιητικού το οποίο έχει εκδοθεί εντός των τελευταίων τριών μηνών από τον φορέα που είναι αρμόδιος για την τήρηση του μητρώου των δικηγόρων το εν λόγω κράτος,

[…]

Άρθρο 89/F

1)      Κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, ο δικηγορικός σύλλογος κάνει δεκτούς προς εγγραφή υπό την ιδιότητα του “ügyvéd” [δικηγόρου] εγγεγραμμένους Ευρωπαίους νομικούς που:

a)      πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 13, παράγραφος 3, στοιχεία c), f), g) και h)·

b)      μέσω εγγράφων που πιστοποιούν τον αριθμό και τη φύση των υποθέσεων τις οποίες έχουν χειριστεί ή κατά την ατομική ακρόαση που συγκαλείται κατόπιν συγκεκριμένης αίτησης του δικηγορικού συλλόγου, αποδεικνύουν πειστικά ότι άσκησαν δικηγορία στο ουγγρικό δίκαιο (περιλαμβανομένης της εφαρμογής στην Ουγγαρία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης), στο έδαφος της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας για τρία έτη αδιαλείπτως και

c)      αποδεικνύουν κατά την ατομική ακρόαση ότι γνωρίζουν την ουγγρική γλώσσα επαρκώς ώστε να ασκούν δικηγορία.

2)      Κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, ο δικηγορικός σύλλογος δύναται επίσης να κάνει δεκτούς προς εγγραφή υπό την ιδιότητα του δικηγόρου εγγεγραμμένους Ευρωπαίους νομικούς που άσκησαν δικηγορία στην Ουγγαρία για τρία έτη αδιαλείπτως, έστω και αν όχι αποκλειστικά στο ουγγρικό δίκαιο (περιλαμβανομένης της εφαρμογής στην Ουγγαρία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης), και οι οποίοι πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

[…]

4)      Μετά την εγγραφή στα μητρώα του δικηγορικού συλλόγου, ο Ευρωπαίος νομικός αποκτά δικαιώματα πλήρους μέλους. Εκτός από τον τίτλο του “ügyvéd” [δικηγόρου] δύναται να εξακολουθεί να χρησιμοποιεί κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του τον επαγγελματικό τίτλο που αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος του.

[…]

Άρθρο 89/I

[…]

2)      Ο Ευρωπαίος νομικός μπορεί να χρησιμοποιεί αποκλειστικά κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του τον επαγγελματικό τίτλο που αναγνωρίζει το κράτος μέλος του και πρέπει να επισημαίνει, στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους αυτού, την επωνυμία του επαγγελματικού φορέα στον οποίο ανήκει. Επιπλέον, πρέπει να παρέχει συμπληρωματική διασάφηση, στην ουγγρική γλώσσα, του οικείου επαγγελματικού τίτλου, στην περίπτωση που ενδέχεται να προκληθεί σύγχυση μεταξύ του τίτλου αυτού και του τίτλου του “ügyvéd” [δικηγόρου].»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18      Ο D. Ebert, Γερμανός υπήκοος, πραγματοποίησε νομικές σπουδές στη Γερμανία και δικαιούται από το 1997 να ασκεί δικηγορία υπό την ιδιότητα του Rechtsanwalt, ως μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου του Ντίσελντορφ. Από τα τέλη τα δεκαετίας του 90, ο D. Ebert ζει στην Ουγγαρία, όπου απέκτησε, το 2002, τον τίτλο του διδάκτορα νομικής κατόπιν επιτυχούς ολοκληρώσεως σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Miskolc.

19      Το 2004, ο D. Ebert συνήψε σύμβαση συνεργασίας με δικηγορικό γραφείο της Ουγγαρίας και ενεγράφη στο μητρώο Ευρωπαίων νομικών, κατά την έννοια του άρθρου 89/Α του νόμου περί ασκήσεως της δικηγορίας, με απόφαση που εξέδωσε ο Budapesti Ügyvédi Kamara στις 20 Σεπτεμβρίου 2004, με αποτέλεσμα να μπορεί να ασκεί τη δραστηριότητα του δικηγόρου στο κράτος μέλος αυτό υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής.

20      Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην απόφαση περί παραπομπής, ο D. Ebert άνοιξε το 2005 δικό του δικηγορικό γραφείο στην Ουγγαρία, το οποίο καταχωρίστηκε στο μητρώο με απόφαση που εξέδωσε στις 6 Απριλίου 2005 ο Budapesti Ügyvédi Kamara.

21      Όπως επίσης προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, ο D. Ebert ζήτησε από το Fővárosi Bíróság (δικαστήριο της Βουδαπέστης), στις 13 Δεκεμβρίου 2006, να του αναγνωρίσει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τον ουγγρικό τίτλο «ügyvéd» στην Ουγγαρία χωρίς να αποτελεί μέλος του δικηγορικού συλλόγου.

22      Το Fővárosi Bíróság απέρριψε την αίτηση αυτή για τον λόγο ότι, δυνάμει των άρθρων 1 και 7, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 89/48, ο D. Ebert μπορούσε να φέρει τον τίτλο «ügyvéd» μόνον εφόσον αποδείξει ότι αποτελεί μέλος του δικηγορικού συλλόγου. Ο D. Ebert άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Fővárosi Ítélőtábla (εφετείο Βουδαπέστης).

23      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Fővárosi Ítélőtábla αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν οι οδηγίες 89/48[…] και 98/5[…] την έννοια ότι ο εφεσείων, ο οποίος έχει γερμανική υπηκοότητα, πέτυχε στις εξετάσεις πρόσβασης στο δικηγορικό επάγγελμα στη Γερμανία, όπου είναι εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο, έχει όμως άδεια διαμονής και εργάζεται στην Ουγγαρία, δικαιούται να χρησιμοποιεί, στο πλαίσιο ένδικων και διοικητικών διαδικασιών, πλην του γερμανικού τίτλου “Rechtsanwalt” (δικηγόρος) και του ουγγρικού τίτλου “európai közösségi jogász” (Ευρωπαίος νομικός), επιπλέον τον τίτλο “ügyvéd” (δικηγόρος), που χρησιμοποιείται επισήμως στο κράτος μέλος υποδοχής (Ουγγαρία), χωρίς να έχει εγγραφεί σε δικηγορικό σύλλογο στην Ουγγαρία ούτε να του έχει χορηγηθεί σχετική προς τούτο άδεια;

2)      Συμπληρώνει η οδηγία 98/5[…] την οδηγία 89/48[…] υπό την έννοια ότι η οδηγία 98/5[…], σχετικά με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, συνιστά lex specialis όσον αφορά τον τομέα της δικηγορίας, ενώ η οδηγία 89/48[…] περιορίζεται, γενικώς, στη ρύθμιση της αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης;»

24      Με τις γραπτές του παρατηρήσεις καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο D. Ebert υποστήριξε ότι, στην πραγματικότητα, το μόνο που ζήτησε από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Ουγγαρίας ήταν να υποβληθεί σε δοκιμασία επάρκειας προκειμένου να του χορηγηθεί άδεια ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής, σύμφωνα με την οδηγία 89/48, και ότι το εν λόγω υπουργείο δεν απάντησε στην αίτηση αυτή, αλλά τη διαβίβασε στον Budapesti Ügyvédi Kamara, ο οποίος επίσης παρέλειψε να απαντήσει.

25      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο Budapesti Ügyvédi Kamara επιβεβαίωσε μεν ότι έλαβε την εν λόγω αίτηση από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, εντούτοις υποστήριξε ότι, κατ’ εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, δεν είναι αρμόδιος για την αναγνώριση διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κατά την οδηγία 89/48, καθόσον η αρμοδιότητα αυτή υπάγεται στο προαναφερθέν υπουργείο, το οποίο δεν έχει ακόμα εκδώσει απόφαση σχετικά με το αίτημα του D. Ebert. Ο Budapesti Ügyvédi Kamara επισήμανε ότι, μολονότι δεν απάντησε, για τον λόγο που μόλις προαναφέρθηκε, στην αίτηση του ενδιαφερομένου, παρά ταύτα, περιέλαβε τον D. Ebert στο μητρώο των Ευρωπαίων νομικών.

26      Ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ουγγρική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι, κατά τον νόμο για την αναγνώριση των τίτλων και των διπλωμάτων, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ουγγρικό δίκαιο η οδηγία 89/48, η αναγνώριση των διπλωμάτων του D. Ebert όντως υπάγεται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Ουγγαρίας.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

27      Με το δεύτερο ερώτημα, του οποίου η εξέταση πρέπει να προηγηθεί, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν η οδηγία 98/5 αποκλείει την εφαρμογή της οδηγίας 89/48, υπό την έννοια ότι τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 98/5 συνιστούν το μοναδικό μέσο προσβάσεως στον τίτλο του δικηγόρου κράτους μέλους υποδοχής για τους δικηγόρους των λοιπών κρατών μελών, ή, αντιθέτως, αν οι δύο οδηγίες αλληλοσυμπληρώνονται καθιερώνοντας, για τους δικηγόρους των κρατών μελών, δύο διαδικασίες προσβάσεως στο δικηγορικό επάγγελμα κράτους μέλους υποδοχής υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους αυτού.

28      Ο D. Ebert, η Ουγγρική, η Τσεχική, η Ισπανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμούν ότι οι οδηγίες 98/5 και 89/48 θεσπίζουν δύο διαδικασίες προσβάσεως στο δικηγορικό επάγγελμα του κράτους μέλους υποδοχής. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο Budapesti Ügyvédi Kamara επισήμανε ότι συμμερίζεται την άποψη αυτή.

29      Συναφώς, το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/48 ορίζει ότι η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται στα επαγγέλματα τα οποία διέπει ειδική οδηγία που καθιερώνει αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων μεταξύ των κρατών μελών.

30      Εντούτοις, από το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/5 προκύπτει ότι ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής και αποδεικνύει τριετή τουλάχιστον πραγματική και τακτική επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής και στον τομέα του δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένου του δικαίου της Ένωσης, απαλλάσσεται από την υποχρέωση πληρώσεως των όρων που προβλέπονται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 89/48 για την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου στο εν λόγω κράτος μέλος.

31      Επιπλέον, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 3, και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής και ο οποίος αποδεικνύει τριετή τουλάχιστον πραγματική και τακτική επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής, αλλά μικρότερη διάρκεια άσκησης στον τομέα του δικαίου του συγκεκριμένου κράτους μέλους, μπορεί επίσης να λάβει από την αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος υπό τον επαγγελματικό τίτλο που αντιστοιχεί σε αυτό το επάγγελμα στο εν λόγω κράτος μέλος, χωρίς να πληροί τους όρους του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 89/48.

32      Παρά ταύτα, μολονότι, στο πλαίσιο αυτών των όρων προσβάσεως στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος υπό τον τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής, δικηγόρος που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος απαλλάσσεται από την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 89/48, εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η οδηγία 98/5 δεν στερεί από τον δικηγόρο αυτό τη δυνατότητα, ιδιαιτέρως οσάκις δεν μπορεί ακόμα να αποδείξει τριετή τουλάχιστον πραγματική και τακτική επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής, να αξιώσει την πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα υπό τον τίτλο του κράτους μέλους αυτού μέσω επικλήσεως της οδηγίας 89/48. Συγκεκριμένα, όπως εκτίθεται και με τη δεύτερη και την τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 98/5, από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της τελευταίας αυτής οδηγίας προκύπτει ρητώς ότι ο δικηγόρος που ασκεί επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής σε κράτος μέλος υποδοχής μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να ζητήσει την αναγνώριση του διπλώματός του σύμφωνα με την οδηγία 89/48, προκειμένου να έχει πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου του κράτους μέλους αυτού και να το ασκεί υπό τον επαγγελματικό τίτλο που αντιστοιχεί στο επάγγελμα αυτό στο εν λόγω κράτος μέλος.

33      Σε μια τέτοια κατάσταση, πρόσωπο όπως ο D. Ebert, υπό την ιδιότητά του ως κατόχου «διπλώματος» υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/48, δύναται, δυνάμει του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας, να ασκήσει το νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα του δικηγόρου στο κράτος μέλος υποδοχής. Εντούτοις, στην περίπτωση επαγγελμάτων, για την άσκηση των οποίων απαιτείται επακριβής γνώση του εθνικού δικαίου, ενώ ουσιώδες και σταθερό στοιχείο της ασκήσεώς τους είναι η παροχή συμβουλών ή/και συνδρομής σε θέματα εθνικού δικαίου, το άρθρο 3 της οδηγίας 89/48 δεν αποκλείει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, αυτής, το κράτος μέλος υποδοχής να απαιτήσει από τον αιτούντα να υποβληθεί σε δοκιμασία επάρκειας, υπό τον όρο ότι το κράτος μέλος αυτό έχει προηγουμένως εξακριβώσει εάν οι γνώσεις που απέκτησε ο αιτών από την επαγγελματική πείρα του είναι ικανές να καλύψουν, πλήρως ή εν μέρει, την ουσιώδη διαφορά που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της τελευταίας αυτής διατάξεως (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C‑118/09, Koller, που δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψεις 38 και 39).

34      Επομένως, ο δικηγόρος κράτους μέλους μπορεί να αποκτά πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής όπου το επάγγελμα αυτό είναι νομοθετικώς κατοχυρωμένο και να το ασκεί υπό τον επαγγελματικό τίτλο που απονέμει το κράτος αυτό δυνάμει τόσο της οδηγίας 89/48 όσο και του άρθρου 10, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 98/5.

35      Ως εκ τούτου, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο δεύτερο από τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ότι οι οδηγίες 89/48 και 98/5 αλληλοσυμπληρώνονται καθιερώνοντας, για τους δικηγόρους των κρατών μελών, δύο διαδικασίες προσβάσεως στο δικηγορικό επάγγελμα του κράτους μέλους υποδοχής υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους αυτού.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

36      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι οδηγίες 89/48 και 98/5 απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση που επιβάλλει, για την άσκηση δικηγορίας υπό τον τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής, την υποχρέωση ο ενδιαφερόμενος να αποτελεί μέλος ενώσεως όπως είναι ο δικηγορικός σύλλογος.

37      Από το άρθρο 3 της οδηγίας 89/48 προκύπτει ότι, όταν ένα πρόσωπο κατέχει το δίπλωμα που επιβάλλεται από κράτος μέλος για την πρόσβαση σε συγκεκριμένο επάγγελμα, το πρόσωπο αυτό έχει δικαίωμα πρόσβασης στο επάγγελμα αυτό στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς, με την εξαίρεση του όρου που αφορά την κατοχή διπλώματος του κράτους μέλους υποδοχής.

38      Επιπλέον, από το άρθρο 6 της οδηγίας 89/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της δέκατης αιτιολογικής σκέψης της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι ένα πρόσωπο που αποκτά πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα σε κράτος μέλος υποδοχής βάσει αναγνωρίσεως διπλώματος κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής, οφείλει να συμμορφώνεται προς τους επαγγελματικούς κανόνες του εν λόγω κράτους μέλους, ειδικότερα όσον αφορά την τήρηση της δεοντολογίας.

39      Από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/5 προκύπτει επίσης ότι ακόμα και οι δικηγόροι που ασκούν το δικηγορικό επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής τους υπόκεινται στους ίδιους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες όπως οι δικηγόροι που ασκούν επάγγελμα υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους αυτού (βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010, C-225/09, Jakubowska, που δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 57).

40      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η οδηγία 89/48 και η οδηγία 98/5 δεν απαγορεύουν την εφαρμογή, σε κάθε πρόσωπο που ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα στο έδαφος κράτους μέλους, ειδικότερα δε όσον αφορά την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό, των εθνικών διατάξεων, νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών, που δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος, όπως κανόνες που αφορούν την οργάνωση, τα προσόντα, τη δεοντολογία, τον έλεγχο και την ευθύνη (βλ., συναφώς, όσον αφορά την οδηγία 89/48, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94, Gebhard, Συλλογή 1995, σ. I‑4165, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει ότι ο Budapesti Ügyvédi Kamara εφάρμοσε τους κανόνες αυτούς κατά τρόπο σύμφωνο με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, και ειδικότερα με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Μαρτίου 1993, C‑19/92, Kraus, Συλλογή 1993, σ. Ι-1663, σ. 32· προπαρατεθείσα απόφαση Gebhard, σκέψη 37, καθώς και απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, C‑564/07, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2009, σ. Ι-100, σκέψη 31).

42      Ως εκ τούτου, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο από τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ότι η οδηγία 89/48 και η οδηγία 98/5 δεν απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση που καθιερώνει για την άσκηση δικηγορίας υπό τον επαγγελματικό τίτλο του δικηγόρου του κράτους μέλους υποδοχής την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να αποτελεί μέλος ενώσεως όπως είναι ο δικηγορικός σύλλογος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

43      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Η οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2001, και η οδηγία 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος, δεν απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση που καθιερώνει για την άσκηση δικηγορίας υπό τον επαγγελματικό τίτλο του δικηγόρου του κράτους μέλους υποδοχής την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να αποτελεί μέλος ενώσεως όπως είναι ο δικηγορικός σύλλογος.

2)      Οι οδηγίες 89/48 και 98/5 αλληλοσυμπληρώνονται καθιερώνοντας, για τους δικηγόρους των κρατών μελών, δύο διαδικασίες προσβάσεως στο δικηγορικό επάγγελμα κράτους μέλους υποδοχής υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους αυτού.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική.