Language of document : ECLI:EU:C:2012:595

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 27ης Σεπτεμβρίου 2012 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑356/11 και C‑357/11

O. (C‑356/11),

S.

κατά

Maahanmuuttovirasto

και

Maahanmuuttovirasto (C‑357/11)

κατά

L.

[αιτήσεις του Korkein hallinto-oikeus (Φινλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ιθαγένεια της Ένωσης – Δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση – Εφαρμογή των αρχών που συνάγονται από την απόφαση Ruiz Zambrano – Συντηρών γονέας τέκνου πολίτη της Ένωσης από προηγούμενο γάμο – Δικαίωμα διαμονής του νέου συζύγου του συντηρούντος, υπηκόου τρίτου κράτους – Άρνηση βασιζόμενη σε έλλειψη επαρκών πόρων – Δικαίωμα για σεβασμό της οικογενειακής ζωής – Υποχρέωση συνεκτιμήσεως του συμφέροντος του ανήλικου τέκνου»





1.        Μπορεί το δικαίωμα διαμονής στο έδαφος ενός κράτους μέλους υπηκόου τρίτου κράτους να προκύπτει από την ιθαγένεια της Ένωσης του τέκνου του οποίου δεν είναι γονέας, αλλά σύζυγος του πατέρα ή της μητέρας;

2.        Τούτο είναι, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα που τίθεται με το ερώτημα που μας υποβάλλει το Korkein hallinto-oikeus (Φινλανδία) στο πλαίσιο δύο αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

3.        Οι αιτήσεις αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ της Maahanmuuttovirasto (υπηρεσίας αρμόδιας για ζητήματα υποδοχής μεταναστών, στο εξής: υπηρεσία μετανάστευσης) και της S., υπηκόου Γκάνας (C356/11), και της L., υπηκόου Αλγερίας (C357/11) (2), οι οποίες ζήτησαν αμφότερες άδεια διαμονής των συζύγων τους, O. και M., υπηκόων τρίτων κρατών (3), βάσει του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση, το οποίο κατοχυρώνεται με την οδηγία 2003/86/ΕΚ (4). Η Maahanmuuttovirasto απέρριψε τις εν λόγω αιτήσεις κρίνοντας ότι οι αιτούντες δεν διέθεταν επαρκή μέσα διαβιώσεως για να παραμείνουν στο φινλανδικό έδαφος.

4.        Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται περί του αν οι εν λόγω αποφάσεις συνάδουν με τις αρχές τις οποίες διαμόρφωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Ruiz Zambrano (5) και την ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης ΣΛΕΕ περί της ιθαγένειας της Ένωσης. Συγκεκριμένα, οι S. και L. έχουν εκάστη την αποκλειστική επιμέλεια τέκνου από πρώτο γάμο, το οποίο είναι πολίτης της Ένωσης. Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που αφορούν την οικογενειακή κατάσταση των ενδιαφερομένων, η Maahanmuuttovirasto υποχρεούνταν να χορηγήσει άδειες διαμονής στους αιτούντες προκειμένου να μην υποχρεωθούν τα τέκνα, των οποίων την αποκλειστική επιμέλεια ασκούν οι συντηρούσες, να εγκαταλείψουν το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να στερηθούν τα δικαιώματα που αποκτούν από την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης.

5.        Κατά συνέπεια, με τα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου καλείται το Δικαστήριο να διευκρινίσει το περιεχόμενο και τα όρια των αρχών που τίθενται με την προπαρατεθείσα απόφαση Ruiz Zambrano, στο ιδιαίτερο πλαίσιο οικογένειας αποτελούμενης από γονείς και τα μη κοινά ή, ενδεχομένως, και κοινά τους τέκνα με τα οποία συγκατοικούν και των οποίων ασκούν τη γονική μέριμνα (στο εξής: μικτή οικογένεια), εντός του οποίου ο αιτών δεν ασκεί καμία γονική μέριμνα και δεν έχει οικονομική ευθύνη έναντι του τέκνου που είναι πολίτης της Ένωσης.

I –    Νομικό πλαίσιο

 Η νομοθεσία της Ένωσης

1.      Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

6.        Κατά το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (6), κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής.

7.        Εξάλλου, κατά το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Κατά το άρθρο 24, παράγραφος 3, του Χάρτη, κάθε παιδί έχει δικαίωμα να διατηρεί τακτικά προσωπικές σχέσεις και απ’ ευθείας επαφές με τους δύο γονείς του, εκτός εάν τούτο είναι αντίθετο προς το συμφέρον του.

2.      Η οδηγία 2003/86

8.        Η οδηγία 2003/86 καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους οι υπήκοοι τρίτων χωρών, που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών, μπορούν να ασκούν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης. Σύμφωνα με τη δεύτερη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία αυτή σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, και ειδικότερα το δικαίωμα για σεβασμό της οικογενειακής ζωής το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) (7) και στον Χάρτη.

9.        Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας καθορίζει τον κύκλο των προσώπων, μελών της οικογένειας του συντηρούντος, τα οποία δύνανται βάσει αυτού να λάβουν άδεια διαμονής. Μεταξύ των προσώπων αυτών, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2003/86, περιλαμβάνεται ο/η σύζυγος του συντηρούντος.

10.      Όσον αφορά τις μεθόδους εξετάσεως της αιτήσεως οικογενειακής επανένωσης, ο νομοθέτης της Ένωσης επιβάλλει στα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, να συνεκτιμούν το συμφέρον του ανήλικου τέκνου. Πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη, δυνάμει του άρθρου 17 της εν λόγω οδηγίας, σε περίπτωση απορρίψεως αιτήσεως, ανακλήσεως ή αρνήσεως ανανεώσεως άδειας διαμονής καθώς και σε περίπτωση λήψεως μέτρου απομακρύνσεως του συντηρούντος ή των μελών της οικογένειάς του, τον χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου και τη διάρκεια διαμονής του στο κράτος μέλος, καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του.

11.      Εντούτοις, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο ελιγμών κατά τη θέσπιση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την άσκηση του δικαιώματος στην επανένωση. Επομένως, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2003/86, μπορούν να απαιτούν από τον συντηρούντα να διαθέτει σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

 Β –      Η φινλανδική νομοθεσία

12.      Για τους σκοπούς του άρθρου 37, παράγραφος 1, του νόμου περί αλλοδαπών (Ulkomaalaislaki), ο σύζυγος προσώπου που κατοικεί στη Φινλανδία λογίζεται ως μέλος της οικογενείας.

13.      Δυνάμει του άρθρου 39, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, άδεια διαμονής μπορεί να χορηγηθεί υπό την προϋπόθεση ότι ο αλλοδαπός διαθέτει επαρκή μέσα διαβιώσεως. Η αρμόδια αρχή μπορεί, εντούτοις, να παρεκκλίνει της προϋποθέσεως αυτής αν η παρέκκλιση αυτή δικαιολογείται από εξαιρετικώς σοβαρές περιστάσεις ή καθόσον απαιτείται για την προστασία του υπέρτατου συμφέροντος του τέκνου.

14.      Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 66bis του εν λόγω νόμου και όταν η άδεια διαμονής ζητείται βάσει της υπάρξεως οικογενειακού δεσμού, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν, στο πλαίσιο της εξετάσεώς τους, να λάβουν υπόψη τον χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του αλλοδαπού και τη διάρκεια διαμονής του στο οικείο κράτος μέλος, καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του.

II – Τα πραγματικά περιστατικά των διαφορών των κύριων δικών

 Υπόθεση C‑356/11

15.      Η S. είναι υπήκοος Γκάνας, η οποία διαθέτει άδεια μόνιμης διαμονής στη Φινλανδία. Στις 4 Ιουλίου 2001, συνήψε γάμο με Φινλανδό υπήκοο με τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο γεννηθέν στις 11 Ιουλίου 2003. Το τέκνο αυτό, καθόσον έχει αποκτήσει τη φινλανδική ιθαγένεια, είναι πολίτης της Ένωσης. Εντούτοις, ουδέποτε έκανε χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας. Η S. έχει την αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου αυτού από τις 2 Ιουνίου 2005 και, στη συνέχεια, έλαβε διαζύγιο στις 19 Οκτωβρίου 2005. Ο πατέρας του τέκνου κατοικεί στη Φινλανδία. Από την απόφαση παραπομπής προκύπτει ότι η S., κατά τη διάρκεια της διαμονής της στη Φινλανδία, σπούδασε, έλαβε άδεια μητρότητας, παρακολούθησε μαθήματα επαγγελματικής καταρτίσεως και άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα.

16.      Στις 26 Ιουνίου 2008, η S. συνήψε γάμο με τον Ο., υπήκοο της Ακτής του Ελεφαντοστού. Βάσει αυτού, ο Ο. υπέβαλε ενώπιον της Maahanmuuttovirasto αίτηση άδειας διαμονής. Από τον γάμο τους, γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2009, στη Φινλανδία, τέκνο, το οποίο έχει την ιθαγένεια της Γκάνας και τελεί υπό την επιμέλεια των δύο γονέων του. Ο Ο. διαμένει στην ίδια οικία με την S. και τα δύο τέκνα της. Από την απόφαση παραπομπής προκύπτει ότι, την 1η Ιανουαρίου 2010, ο Ο. υπέγραψε, για περίοδο ενός έτους, σύμβαση εργασίας προβλέπουσα οκτώ ώρες εργασίας ημερησίως και αμοιβή 7,50 ευρώ ανά ώρα. Ωστόσο, δεν προσκόμισε έγγραφο βεβαιώνον ότι πράγματι εργάστηκε βάσει της συμβάσεως αυτής.

17.      Με απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2009, η Maahanmuuttovirasto απέρριψε την αίτηση χορηγήσεως αδείας διαμονής που είχε υποβάλει ο O. στηριζόμενη στο άρθρο 39, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του νόμου περί αλλοδαπών, κρίνοντας ότι ο Ο. δεν διέθετε επαρκή μέσα διαβιώσεως. Περαιτέρω, δεν έκρινε απαραίτητο να παρεκκλίνει της προϋποθέσεως αυτής, όπως επιτρέπει ο νόμος αυτός ενόψει εξαιρετικώς σοβαρών περιστάσεων ή όταν απαιτείται για την προστασία του υπέρτατου συμφέροντος του τέκνου.

18.      Στη συνέχεια, το Helsingin hallinto-oikeus (διοικητικό πρωτοδικείο του Ελσίνκι) απέρριψε την ασκηθείσα κατά της εν λόγω αποφάσεως προσφυγή ακυρώσεως. Επομένως, ο. O. και η S. άσκησαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής.

 Β –      Υπόθεση C‑357/11

19.      Η απόφαση C‑357/11 έχει έντονες ομοιότητες με την υπόθεση C‑356/11, διότι ο δεσμός ο οποίος συνδέει το τέκνο που είναι πολίτης της Ένωσης και τον αιτούντα εντάσσεται επίσης στο πλαίσιο μικτής οικογένειας. Αντιθέτως, τα πραγματικά περιστατικά των κύριων δικών διαφέρουν όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τον σημερινό τόπο κατοικίας του αιτούντα.

20.      Στην υπόθεση αυτή, η L. είναι υπήκοος Αλγερίας και έχει άδεια μόνιμης διαμονής λόγω του γάμου της με Φινλανδό υπήκοο. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκε το 2004 τέκνο φινλανδικής ιθαγένειας, το οποίο ουδέποτε έκανε χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας. Κατόπιν του διαζυγίου το οποίο εκδόθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2004, η L. έχει την αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου. Ο πατέρας του τέκνου αυτού κατοικεί στη Φινλανδία.

21.      Στις 19 Οκτωβρίου 2006, η L. συνήψε γάμο με τον Μ., υπήκοο Αλγερίας. Ο Μ. μετέβη νομίμως στη Φινλανδία τον Μάρτιο του 2006, όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο και, κατά τις δηλώσεις του, συγκατοίκησε με την L. από τον Απρίλιο του 2006. Τον Οκτώβριο του 2006, ο Μ. απελάθηκε στη χώρα καταγωγής του. Στις 29 Νοεμβρίου 2006, η L. ζήτησε από τη Maahanmuuttovirasto τη χορήγηση στον Μ. αδείας διαμονής, βάσει του γάμου τους και, στις 14 Ιανουαρίου 2007, η L. γέννησε τέκνο, το οποίο έχει την αλγερινή ιθαγένεια και τελεί υπό την επιμέλεια των δύο γονέων του. Δεν αποδείχθηκε ότι ο Μ. έχει συναντήσει το τέκνο του.

22.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η L. ουδέποτε άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της διαμονής της στη Φινλανδία και αντλεί τα προς το ζην από επίδομα κοινωνικής πρόνοιας και από άλλες σχετικές παροχές.

23.      Για τους ίδιους λόγους με τους εκτεθέντες στο πλαίσιο εξετάσεως της αιτήσεως αδείας διαμονής του Ο. στην υπόθεση C‑356/11, η Maahanmuuttovirasto απέρριψε την αίτηση χορηγήσεως αδείας διαμονής του M. Αντιθέτως, η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από το Helsingin hallinto-oikeus, όπερ οδήγησε τη Maahanmuuttovirasto να ασκήσει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής.

24.      Στις υπό κρίση αιτήσεις για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται περί της δυνατότητας εφαρμογής των αρχών τις οποίες συνήγαγε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Ruiz Zambrano. Συγκεκριμένα, ζητεί να μάθει αν, λαμβανομένης υπόψη της αρνήσεως της Maahanmuuttovirasto να χορηγήσει άδεια διαμονής στους αιτούντες, οι σύζυγοι και τα τέκνα, που τελούν υπό την επιμέλεια των συζύγων, υποχρεούνται, στην πραγματικότητα, να εγκαταλείψουν το έδαφος της Ένωσης για να μπορέσουν να ζουν μαζί.

III – Τα προδικαστικά ερωτήματα

25.      Στο πλαίσιο αυτό και προκειμένου να άρει τις αμφιβολίες του, το Korkein hallinto-oikeus αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, από τα οποία το πρώτο έχει σχεδόν ταυτόσημη διατύπωση.

–        Στην υπόθεση C‑356/11:

«1)      Εμποδίζει το άρθρο 20 ΣΛΕΕ τις αρμόδιες αρχές να αρνούνται τη χορήγηση αδείας διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας επειδή αυτός στερείται των αναγκαίων πόρων διαβιώσεως όταν υφίσταται οικογενειακή κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας ο σύζυγός του έχει την επιμέλεια τέκνου έχοντος την ιθαγένεια της Ένωσης και ο υπήκοος της τρίτης χώρας δεν είναι ούτε ένας από τους γονείς του τέκνου αυτού ούτε άτομο ασκούν την επιμέλεια;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, διαφέρουν τα αποτελέσματα του άρθρου 20 ΣΛΕΕ όταν διαμένουν μαζί ο υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος στερείται αδείας διαμονής, ο σύζυγός του και το έχον την ιθαγένεια της Ένωσης τέκνο τελευταίου;»

–        Στην υπόθεση C‑357/11:

«1)      Εμποδίζει το άρθρο 20 ΣΛΕΕ τις αρμόδιες αρχές να αρνούνται τη χορήγηση αδείας διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας επειδή αυτός στερείται των αναγκαίων πόρων διαβιώσεως όταν υφίσταται οικογενειακή κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας ο σύζυγός του έχει την επιμέλεια τέκνου έχοντος την ιθαγένεια της Ένωσης και ο ως άνω υπήκοος της τρίτης χώρας δεν είναι ένας από τους γονείς του τέκνου αυτού, δεν είναι άτομο ασκούν την επιμέλειά του και δεν κατοικεί μαζί με τον σύζυγό του ή με το τέκνο;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, διαφέρουν τα αποτελέσματα του άρθρου 20 ΣΛΕΕ όταν ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος στερείται αδείας διαμονής και δεν κατοικεί στη Φινλανδία έχει αποκτήσει με τη σύζυγό του τέκνο έχον την ιθαγένεια τρίτης χώρας, κατοικούν στη Φινλανδία και του οποίου την επιμέλεια έχουν από κοινού οι δύο γονείς του;»

26.      Οι διάδικοι των κύριων δικών, η Δανική, η Γερμανική, η Ιταλική, η Ολλανδική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν παρατηρήσεις.

IV – Η ανάλυσή μου

27.      Με τα πρώτα ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να μάθει αν οι διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ιθαγένεια της Ένωσης έχουν την έννοια ότι παρέχουν στον υπήκοο τρίτου κράτους άδεια προσωρινής διαμονής στο κράτος μέλος στο οποίο διαμένουν νομίμως ο σύζυγός του, επίσης υπήκοος τρίτης χώρας, και το τέκνο του εν λόγω συζύγου, το οποίο είναι πολίτης της Ένωσης από πρώτο γάμο, τούτο δε παρά το ότι ο αιτών δεν διαθέτει επαρκή μέσα διαβιώσεως.

28.      Με το ερώτημα αυτό, το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει το περιεχόμενο και τα όρια των αρχών τις οποίες συνήγαγε στην προπαρατεθείσα απόφαση Ruiz Zambrano, στο ιδιαίτερο πλαίσιο μικτής οικογένειας στην οποία ο ένας από τους γονείς ασκεί το δικαίωμα της αποκλειστικής επιμέλειας τέκνου που είναι πολίτης της Ένωσης από πρώτο γάμο.

29.      Το ερώτημα είναι αν, έχοντας υπόψη τη νομολογία αυτή, το κράτος μέλος υποχρεούται να χορηγήσει στον αιτούντα άδεια διαμονής ενώ δεν είναι ο γονέας του τέκνου που είναι πολίτης της Ένωσης και δεν ασκεί καμία γονική μέριμνα έναντι αυτού, ειδάλλως η νέα οικογενειακή εστία θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης και, κατά συνέπεια, το τέκνο αυτό θα στερηθεί τη δυνατότητα, κατά τη χρησιμοποιηθείσα από το Δικαστήριο διατύπωση, «να ασκήσει πράγματι, κατά το ουσιώδες μέρος τους, τα δικαιώματα που συναρτώνται με την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης».

30.      Στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο κρίνει ότι το κράτος μέλος δεν υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια αυτή, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, με τα δεύτερα ερωτήματα, να μάθει αν οι εν λόγω διατάξεις της Συνθήκης έχουν διαφορετική έννοια λαμβανομένων υπόψη των σχετικών με την οικογενειακή κατάσταση εκάστου των αιτούντων περιστάσεων. Στην υπόθεση C356/11, ο αιτών, η σύζυγός του και το τέκνο που είναι πολίτης της Ένωσης ζουν υπό την ίδια στέγη στη Φινλανδία. Αντιθέτως, στην υπόθεση C357/11, ο αιτών έχει επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, αλλά έχει, με τη σύζυγό του, τέκνο το οποίο είναι υπήκοος τρίτης χώρας, διαμένει στη Φινλανδία και τελεί υπό τη γονική μέριμνα των δύο γονέων του (8).

31.      Θα εξετάσω τα ερωτήματα αυτά όχι μόνον σε σχέση με τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ιθαγένειας της Ένωσης και ειδικότερα του άρθρου 20, αλλά επίσης της οδηγίας 2003/86.

32.      Αντιθέτως, δεν θα τα αναλύσω υπό το πρίσμα των διατάξεων σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, τις οποίες καλύπτει η οδηγία 2004/38/ΕΚ (9), καθόσον, κατά τη γνώμη μου, η οδηγία αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής.

33.      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι δεν αντλούν από την οδηγία 2004/38 δικαιώματα εισόδου και διαμονής σε κράτος μέλος όλοι οι υπήκοοι τρίτων χωρών, αλλά μόνον όσοι είναι μέλη της οικογένειας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, πολίτη της Ένωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, εγκαθιστάμενος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου είναι υπήκοος (10). Συγκεκριμένα, όπως υπενθύμισε προσφάτως το Δικαστήριο στην απόφαση Dereci κ.λπ. (11), πολίτης της Ένωσης, ο οποίος δεν έχει ασκήσει ποτέ το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμένει ανέκαθεν στο κράτος μέλος της ιθαγένειάς του δεν εμπίπτει στην έννοια του «δικαιούχου», όπως η έννοια αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, οπότε η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται σε αυτόν. Ωστόσο, υπό τις περιστάσεις αυτές, ούτε το μέλος της οικογένειάς του εμπίπτει στην έννοια αυτή, δεδομένου ότι τα δικαιώματα που παρέχει η οδηγία αυτή δεν αποτελούν πρωτογενή δικαιώματα, αλλά παράγωγα δικαιώματα, τα οποία έχουν αποκτήσει λόγω της ιδιότητάς τους ως μελών της οικογένειας του δικαιούχου (12).

34.      Εν προκειμένω, οι ενδιαφερόμενοι πολίτες της Ένωσης, ήτοι τα τέκνα των S. και L., ουδέποτε άσκησαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμένουν ανέκαθεν στη Φινλανδία, το κράτος μέλος του οποίου έχουν την ιθαγένεια. Κατά συνέπεια, είμαι της γνώμης, όπως εξάλλου τονίζει η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, ότι δεν εμπίπτουν στην έννοια του «δικαιούχου», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, ούτως ώστε η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται ούτε στους ίδιους ούτε στα μέλη της οικογένειάς τους.

 Α –      Περί της δυνατότητας εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με την ιθαγένεια της Ένωσης

35.      Κατ’ αρχάς, σημειωτέον ότι, ως υπήκοοι κράτους μέλους, τα τέκνα των S. και L. έχουν την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και επομένως μπορούν να επικαλούνται, ακόμη και έναντι του κράτους μέλους του οποίου έχουν την ιθαγένεια, τα απορρέοντα από την ιδιότητα αυτή δικαιώματα.

36.      Βάσει της διατάξεως αυτής, το Δικαστήριο, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Ruiz Zambrano, αντιτάχθηκε, κατ’ ουσίαν, σε εθνικά μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα να στερούν από πολίτες της Ένωσης τη δυνατότητα να ασκήσουν πράγματι, κατά το ουσιώδες μέρος τους, τα δικαιώματα που τους παρέχει η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης (13).

37.      Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο εκλήθη να διευκρινίσει αν η άρνηση χορηγήσεως αδείας διαμονής και εργασίας εκ μέρους κράτους μέλους σε υπήκοο τρίτου κράτους έχει τέτοιες συνέπειες όταν ο υπήκοος αυτός έχει την ευθύνη των μικρής ηλικίας τέκνων του, τα οποία ως υπήκοοι του εν λόγω κράτους μέλους, έχουν την ιθαγένεια της Ένωσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση αυτή συνεπάγεται ότι τα εν λόγω τέκνα θα υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν το έδαφος της Ένωσης για να συνοδεύσουν τους γονείς τους, όπερ τους στερεί, συνεπώς, τη δυνατότητα να ασκήσουν πράγματι, κατά το ουσιώδες μέρος τους, τα δικαιώματα που τους παρέχει η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης (14).

38.      Θεωρώ ότι οι αρχές αυτές δεν μπορούν να μεταφερθούν σε καταστάσεις όπως αυτές των κύριων δικών.

39.      Συγκεκριμένα, οι υποθέσεις των κύριων δικών έχουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Ruiz Zambrano.

40.      Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι αιτούντες δεν είναι οι γονείς των τέκνων μικρής ηλικίας, τα οποία είναι πολίτες της Ένωσης. Δεν ασκούν καμία γονική μέριμνα επί των τέκνων αυτών και δεν διασφαλίζουν τη διαβίωσή τους. Συγκεκριμένα, τα εν λόγω τέκνα τελούν υπό την αποκλειστική ευθύνη της μητέρας τους και, κατά συνέπεια, οι μητέρες διασφαλίζουν μόνες τη συντήρησή τους και την εκπαίδευσή τους. Επομένως, η απόφαση της Maahanmuuttovirasto περί απορρίψεως της αιτήσεως χορηγήσεως αδείας διαμονής του αιτούντος δεν στερεί από τους πολίτες της Ένωσης τον πατέρα τους, ούτε τα μέσα διαβιώσεώς τους, εφόσον αυτά διασφαλίζονται από τις μητέρες τους, οι οποίες μόνον ασκούν την επιμέλεια και, υπενθυμίζω, έχουν άδεια μόνιμης διαμονής στη Φινλανδία.

41.      Ασφαλώς, δεν μπορώ να αποκλείσω ότι οι S. και L. θα επιλέξουν να ακολουθήσουν τους συζύγους τους στο κράτος καταγωγής τους, αντιστοίχως, προκειμένου να διαφυλάξουν τη συνοχή της οικογενειακής τους ζωής. Το γεγονός ότι το τέκνο τους έχει την ιθαγένεια της Ένωσης δεν μπορεί, εξάλλου, να καταλήγει σε «κατ’ οίκον περιορισμό» τους εντός του εδάφους της Ένωσης ενώ τους έχει ανατεθεί από τις δικαστικές αρχές της Ένωσης το δικαίωμα να ασκούν πλήρως τη γονική μέριμνα.

42.      Εν πάση περιπτώσει, αν επιλέξουν να φύγουν –όπερ θεωρώ απίθανο στο πλαίσιο, μεταξύ άλλων, της υποθέσεως C357/11 για τους λόγους που θα εκθέσω–, τα τέκνα μικρής ηλικίας που είναι πολίτες της Ένωσης, δεν θα έχουν άλλη επιλογή πέραν του να εγκαταλείψουν το έδαφος της Ένωσης και να απωλέσουν, κατά συνέπεια, τη δυνατότητα ασκήσεως των δικαιωμάτων που τους παρέχει η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης. Ωστόσο, θεωρώ ότι η μητέρα τους θα έχει αποφασίσει ελευθέρως την εγκατάλειψη της επικράτειας της Ένωσης για λόγο συνδεόμενο με τη διατήρηση της οικογενειακής ζωής και η εγκατάλειψη αυτή δεν θα έχει επιβληθεί λόγω εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας.

43.      Πάντως, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές τις οποίες συνήγαγε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Dereci κ.λπ., δεν θεωρώ ότι ο λόγος αυτός αρκεί για να συνιστά παράβαση του άρθρου 20 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο δέχθηκε μια ιδιαίτερα συσταλτική ερμηνεία των κριτηρίων που τέθηκαν στην προπαρατεθείσα απόφαση Ruiz Zambrano. Στη σκέψη 68 της αναλύσεώς του, το Δικαστήριο διευκρίνισε ειδικότερα ότι, όσον αφορά πολίτη της Ένωσης, το γεγονός και μόνο ότι, για οικονομικούς λόγους ή προς τον σκοπό διατηρήσεως της συνοχής της οικογένειας εντός του εδάφους της Ένωσης, θα ήταν ευκταίο να χορηγηθεί σε ένα μέλος της οικογένειάς του άδεια διαμονής δεν αρκεί, καθεαυτό, για να γίνει δεκτό ότι ο πολίτης της Ένωσης θα αναγκαστεί, σε περίπτωση μη χορηγήσεως της εν λόγω αδείας διαμονής, να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης.

44.      Επομένως, οι λόγοι που αφορούν την αναχώρηση πολίτη της Ένωσης από την επικράτεια της Ένωσης οριοθετούνται ιδιαιτέρως στη νομολογία του Δικαστηρίου. Αφορούν καταστάσεις στις οποίες ο πολίτης της Ένωσης δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ακολουθήσει τον ενδιαφερόμενο στον οποίο δεν χορηγήθηκε άδεια διαμονής, διότι είναι συντηρούμενο μέλος του και εξαρτάται, κατά συνέπεια, πλήρως από αυτόν, ο οποίος διασφαλίζει τη διαβίωσή του και τον συντηρεί.

45.      Οι καταστάσεις αυτές μπορεί να αφορούν γονείς, υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι συντηρούν τέκνα μικρής ηλικίας που είναι πολίτες της Ένωσης, όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Ruiz Zambrano. Μπορεί επίσης να αφορούν ενήλικα τέκνα τα οποία συντηρούν γονέα λόγω ασθενείας ή αναπηρίας. Αντιθέτως, δεν μπορεί να αφορούν τον υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος δεν ασκεί τη γονική μέριμνα και δεν έχει καμία οικονομική ευθύνη έναντι πολίτη της Ένωσης. Συγκεκριμένα, αν επρόκειτο περί αυτού, θα υπήρχε ο κίνδυνος να θεμελιώνεται δικαίωμα άδειας διαμονής των υπηκόων τρίτων χωρών μόνο με βάση το άρθρο 20 ΣΛΕΕ και πέραν των διατάξεων του παραγώγου δικαίου τις οποίες προβλέπει ρητώς ο νομοθέτης της Ένωσης στο πλαίσιο, μεταξύ άλλων, της οδηγίας 2003/86.

46.      Θεωρώ ότι δεν συντρέχει λόγος να τροποποιηθεί η εκτίμηση αυτή, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων για τις οποίες κάνει λόγο το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο των δεύτερων προδικαστικών ερωτημάτων του.

47.      Στην υπόθεση C356/11, η οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι διαμένει στη Φινλανδία και συγκατοικεί με τη σύζυγό του και το τέκνο της.

48.      Προδήλως, βάσει του γεγονότος αυτού δεν αποδεικνύεται γονική σχέση μεταξύ του αιτούντος και του πολίτη της Ένωσης και δεν μεταβάλλεται το συμπέρασμα ότι, παρά τη συγκατοίκηση του ζεύγους, μόνον η μητέρα του τέκνου που είναι πολίτης της Ένωσης διασφαλίζει τη διαβίωση του τέκνου, εφόσον αυτή έχει την αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου και ασκεί μισθωτή δραστηριότητα. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο αιτών δεν απέδειξε ότι ασκεί πράγματι επαγγελματική δραστηριότητα.

49.      Στην υπόθεση C357/11, η οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο αιτών απελάθηκε στη χώρα καταγωγής του και έχει, με τη σύζυγό του, τέκνο που είναι υπήκοος τρίτης χώρας, το οποίο διαμένει στη Φινλανδία και τελεί υπό τη γονική μέριμνα των δύο γονέων του.

50.      Κατά τη γνώμη μου, το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει την ερμηνεία του άρθρου 20 ΣΛΕΕ που προτείνω, στον βαθμό κατά τον οποίο, όσον αφορά την παρουσία άλλου τέκνου που είναι υπήκοος τρίτης χώρας, δεν θίγει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης που έχει το άλλο τέκνο της συντηρούσας.

51.      Ασφαλώς, η παρουσία του εν λόγω δεύτερου τέκνου δύναται να καθορίσει την απόφαση της μητέρας να ακολουθήσει τον σύζυγό της στη χώρα καταγωγής του, επιβάλλοντας, κατά συνέπεια, στο τέκνο που είναι πολίτης της Ένωσης να εγκαταλείψει την επικράτεια της Ένωσης. Πάντως, όπως επισήμανα, η συνέπεια αυτή δεν απορρέει από υποχρέωση επιβαλλόμενη από την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, αλλά από ηθελημένη απόφαση της μητέρας.

52.      Τα πραγματικά περιστατικά στην υπόθεση C357/11 το αποδεικνύουν με ιδιαίτερη σαφήνεια. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο αιτών ουδέποτε συνάντησε το τέκνο του. Με άλλα λόγια, μετά την επιστροφή του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του, η L., η μητέρα του τέκνου που είναι πολίτης της Ένωσης, ουδέποτε πήγε στην Αλγερία για να δει τον σύζυγό της και να του παρουσιάσει το τέκνο του. Κατά τον ίδιο τρόπο και ενώ δεν υφίσταται προφανώς συναφής απόφαση απελάσεώς του, ο αιτών δεν έκρινε απαραίτητο να επισκεφθεί τα μέλη της οικογένειάς του που έμεναν στη Φινλανδία. Αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η L. διαμένει νομίμως στη Φινλανδία επί εννέα έτη, περίοδο κατά την οποία γέννησε ένα πρώτο τέκνο φινλανδικής ιθαγενείας, έχει άδεια μόνιμης διαμονής καθώς και εισοδήματα και έζησε με τον σύντροφό της μόνον μια σχετικώς σύντομη περίοδο επτά μηνών, δεν θα επιλέξει προφανώς να μεταβεί κοντά στον σύζυγό της στη χώρα καταγωγής του, υποχρεώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το τέκνο που είναι πολίτης της Ένωσης να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης. Επομένως, το γεγονός ότι το τέκνο αυτό μπορεί να μην ασκήσει το ουσιώδες μέρος των δικαιωμάτων τα οποία αντλεί από την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από τυχαία γεγονότα και/ή μεταβολές του έγγαμου βίου της μητέρας του και όχι από υποχρέωση επιβαλλόμενη από την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας.

53.      Συνεπώς, κατόπιν όλων αυτών των στοιχείων, εκτιμώ ότι το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να αρνείται σε υπήκοο τρίτης χώρας τη χορήγηση άδειας διαμονής επί του εδάφους του για τον λόγο ότι δεν διαθέτει επαρκή μέσα διαβιώσεως, όταν ο υπήκοος αυτός αποσκοπεί να συμβιώσει με τη σύζυγό του, η οποία είναι υπήκοος τρίτης χώρας διαμένουσα νομίμως στο εν λόγω κράτος μέλος, και το τέκνο, που είναι πολίτης της Ένωσης, από τον πρώτο γάμο της συζύγου του.

54.      Θεωρώ επίσης ότι δεν απαιτείται να δοθεί διαφορετική έννοια στη διάταξη όταν, υπό περιστάσεις όπως αυτές των διαφορών των κύριων δικών, ο υπήκοος τρίτου κράτους συγκατοικεί με τη σύζυγό του και το τέκνο της συζύγου στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους. Δεν πρέπει επίσης να δοθεί διαφορετική έννοια στο άρθρο 20 ΣΛΕΕ όταν ο εν λόγω υπήκοος επέστρεψε στη χώρα καταγωγής του, αλλά έχει, με τη σύζυγό του, τέκνο το οποίο είναι υπήκοος τρίτης χώρας, διαμένει στο οικείο κράτος μέλος και τελεί υπό τη γονική μέριμνα των δύο γονέων του.

55.      Αντιθέτως, τούτο δεν προδικάζει το ζήτημα αν πρέπει να χορηγηθεί άδεια διαμονής στους αιτούντες δυνάμει του σχετικού με την προστασία της οικογενειακής ζωής δικαιώματος και, μεταξύ άλλων, του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση που κατοχυρώνεται στο πλαίσιο της οδηγίας 2003/86. Συγκεκριμένα, οι αιτηθείσες στις υποθέσεις των κύριων δικών άδειες διαμονής αποσκοπούν στο να δοθεί η δυνατότητα επανενώσεως υπηκόων τρίτων χωρών με τις συζύγους τους, οι οποίες έχουν άδεια μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος, και με το κοινό τέκνο τους (15).

 Β –      Περί του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση

56.      Η οδηγία 2003/86 καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες υπήκοος τρίτης χώρας, διαμένων νομίμως στο έδαφος ενός κράτους μέλους, μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση. Η οδηγία αυτή εφαρμόζεται όταν ο υπήκοος αυτός έχει άδεια διαμονής διάρκειας ενός έτους ή περισσότερο, έχει βάσιμη προοπτική να λάβει άδεια μόνιμης διαμονής και, τέλος, τα μέλη της οικογένειάς του είναι υπήκοοι τρίτων χωρών.

57.      Όλες αυτές οι προϋποθέσεις πληρούνται στο πλαίσιο των υποθέσεων των κύριων δικών, διότι οι συντηρούσες, με ιθαγένεια της Γκάνας και της Αλγερίας, αντιστοίχως, έχουν άδεια μόνιμης διαμονής στη Φινλανδία και ζητούν τη χορήγηση άδειας διαμονής υπέρ των συζύγων τους, οι οποίοι είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, για να διατηρήσουν την οικογενειακή συνοχή.

58.      Κατά συνέπεια, η οδηγία 2003/86 εφαρμόζεται σαφώς στους ενδιαφερομένους.

59.      Η χορήγηση άδειας για οικογενειακή επανένωση είναι, κατά το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γενικός κανόνας (16). Εντούτοις, τα κράτη μέλη μπορούν να την εξαρτούν από την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στα άρθρα 6 έως 8 της οδηγίας αυτής. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της εν λόγω οδηγίας, να αποδείξει ο συντηρών ότι διαθέτει σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

60.      Βάσει της διατάξεως αυτής και, ειδικότερα, του άρθρου 39, παράγραφος 1, του νόμου περί αλλοδαπών, η Maahanmuuttovirasto απέρριψε τις αιτήσεις των S. και L. με σκοπό την αναγνώριση του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση. Περαιτέρω, έκρινε ότι δεν απαιτούνταν να υπάρξει παρέκκλιση από τη διάταξη αυτή, εκτιμώντας ότι οι περιστάσεις δεν ήσαν εξαιρετικώς σοβαρές και δεν τις επιτάσσει το υπέρτατο συμφέρον των τέκνων.

61.      Έχοντας υπόψη τις αρχές που καθορίζονται στο πλαίσιο της οδηγίας 2003/86 και της νομολογίας του Δικαστηρίου, θεωρώ σημαντικό να διασφαλίσει το αιτούν δικαστήριο ότι οι αποφάσεις της Maahanmuuttovirasto εκδόθηκαν με σεβασμό της οικογενειακής ζωής των S. και L. και ότι, ειδικότερα, ελήφθη υπόψη το υπέρτατο συμφέρον των οικείων τέκνων.

62.      Ασφαλώς, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όταν εξετάζουν αιτήσεις οικογενειακής επανένωσης (17) και, ειδικότερα, όταν εφαρμόζουν τα καθορισθέντα στο πλαίσιο της οδηγίας 2003/86 κριτήρια.

63.      Εντούτοις, όσον αφορά το κριτήριο που καθορίζεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας αυτής, το Δικαστήριο έκρινε στην προπαρατεθείσα απόφαση Chakroun ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, ώστε να μην αντιβαίνει στον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της οικογενειακής επανένωσης, ούτε στην πρακτική αποτελεσματικότητά της (18). Επιπλέον, το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα κράτη μέλη πρέπει να ασκούν το περιθώριό τους εκτιμήσεως με γνώμονα το δικαίωμα για σεβασμό της οικογενειακής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΔΔΑ και διασφαλίζεται, με την ίδια διατύπωση, στο άρθρο 7 του Χάρτη (19). Το Δικαστήριο ανέφερε, συναφώς, τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/86, με την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης απαιτεί τα σχετικά με την οικογενειακή επανένωση μέτρα να εκδίδονται σύμφωνα με την υποχρέωση της προστασίας της οικογένειας και του σεβασμού της οικογενειακής ζωής, όπως αναγνωρίζεται από τις εν λόγω διατάξεις.

64.      Τι σημαίνει τούτο στην πράξη για την εξέταση που θα διεξαγάγει το εθνικό δικαστήριο;

65.      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, είναι χρήσιμο να υπομνησθεί η δομή της συλλογιστικής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επί της οποίας βασίζεται ευρέως η νομολογία μας.

66.      Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θεωρεί ότι το δικαίωμα για σεβασμό της οικογενειακής ζωής δεν διασφαλίζει, κατά γενικό τρόπο, το δικαίωμα του προσώπου να επιλέγει τον καταλληλότερο τόπο για να διάγει τον οικογενειακό του βίο (20).

67.      Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κρίνει, περαιτέρω, ότι, εφόσον η ΕΣΔΑ δεν εγγυάται σε αλλοδαπό κανένα, καθεαυτό, δικαίωμα εισόδου ή διαμονής στο έδαφος ενός συγκεκριμένου κράτους, τα κράτη έχουν το δικαίωμα ελέγχου της εισόδου μη ημεδαπών στο έδαφός τους, με την επιφύλαξη, προφανώς, των διεθνών συμβάσεων τις οποίες έχουν συνάψει. Επιπλέον, σε θέματα μεταναστεύσεως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κρίνει ότι τα κράτη δεν υποχρεούνται να σέβονται την εκ μέρους έγγαμων αλλοδαπών υπηκόων επιλογή της κοινής κατοικίας τους και να καθιστούν δυνατή την οικογενειακή επανένωση στην επικράτειά τους (21).

68.      Εντούτοις, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναγνωρίζει ότι η σχετική με μετανάστευση και οικογενειακή επανένωση απόφαση ενός κράτους δύναται να προσβάλει το δικαίωμα για σεβασμό της οικογενειακής ζωής, μεταξύ άλλων, όταν η απόφαση αυτή αποσκοπεί στην απομάκρυνση προσώπου από κράτος στο οποίο ζουν μέλη της οικογένειάς του (22).

69.      Κατά συνέπεια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απαιτεί να έχει εκδοθεί η επίδικη απόφαση σύμφωνα με τις καθορισθείσες στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ επιταγές. Στο πλαίσιο της ανά περίπτωση αναλύσεως, εξετάζει με τον τρόπο αυτό αν πράγματι η απόφαση «προβλεπόταν κατά νόμο», υπαγορεύθηκε από θεμιτό σκοπό, όπως η διατήρηση της δημόσιας τάξεως, «ήταν απαραίτητη στη δημοκρατική κοινωνία», και προβαίνει σε έλεγχο της αναλογικότητας.

70.      Το αποφασιστικό σημείο της συλλογιστικής του συνίσταται στο αν, σε κάθε δεδομένη υπόθεση, επιτεύχθηκε μια ορθή ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος, των συμφερόντων του ζεύγους και, ενδεχομένως, των συμφερόντων του τέκνου.

71.      Στο πλαίσιο της συλλογιστικής του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εξετάζει πλείονες παράγοντες, αφορώντες την ατομική και οικογενειακή κατάσταση καθενός από τα οικεία πρόσωπα.

72.      Όσον αφορά τον αιτούντα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου λαμβάνει υπόψη την ιθαγένειά του καθώς και τη φύση των κοινωνικών, πολιτιστικών και οικογενειακών δεσμών τους οποίους έχει αναπτύξει με το κράτος υποδοχής και το κράτος προελεύσεως. Λαμβάνει επίσης υπόψη, ενδεχομένως, τη διάρκεια του γάμου του και τη γέννηση των νόμιμων τέκνων του, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο το οποίο χαρακτηρίζει πραγματικά την οικογενειακή ζωή του ζεύγους. Όσον αφορά τον σύζυγο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δίδει προσοχή στη φύση και τη σοβαρότητα των δυσχερειών τις οποίες μπορεί να αντιμετωπίσει ο σύζυγος στο κράτος καταγωγής του αιτούντος (23).

73.      Κατά τη στάθμιση των διαφόρων εμπλεκόμενων συμφερόντων, το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου αποτελεί, σύμφωνα με την κρίση του, το αποφασιστικό στοιχείο και μπορεί, ανάλογα με τη φύση του και τη σοβαρότητά του, να υπερέχει του συμφέροντος των γονέων (24). Το συμφέρον του τέκνου απαιτεί να διατηρηθούν οι δεσμοί μεταξύ του τέκνου και της οικογένειάς του. Κατά συνέπεια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κρίνει ότι μόνον εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούν, καταρχήν, να οδηγήσουν σε ρήξη της οικογενειακής σχέσεως και πρέπει να διατηρούνται με κάθε τρόπο οι προσωπικές σχέσεις και η οικογενειακή συνοχή ή «να ανασυντίθεται» η οικογένεια (25).

74.      Συναφώς, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου λαμβάνει υπόψη διάφορες ατομικές περιστάσεις αφορώσες το τέκνο, προκειμένου να προσδιορίσει με τον καλύτερο τρόπο το συμφέρον του και να διασφαλιστεί το ευ ζην του. Λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, την ηλικία του και την ωριμότητά του, καθώς και τον βαθμό της εξαρτήσεώς του σε σχέση με τους γονείς του, και συνεκτιμά, συναφώς, την παρουσία ή την απουσία των γονέων. Ενδιαφέρεται επίσης για το περιβάλλον εντός του οποίου ζει το τέκνο και την κατάσταση του κράτους προελεύσεως του οικείου γονέα προκειμένου να εκτιμήσει τις δυσχέρειες τις οποίες κινδυνεύει να αντιμετωπίσει το τέκνο στο κράτος αυτό (26).

75.      Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων και σταθμίζοντάς τα με το γενικό συμφέρον του κράτους, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κρίνει αν με την απόφαση του εν λόγω κράτους επιτεύχθηκε ορθή ισορροπία και τηρήθηκαν οι επιταγές του άρθρου 8 του ΕΔΔΑ.

76.      Κατά την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86, τα κράτη μέλη υποχρεούνται επίσης να προβούν σε στάθμιση των διαφόρων εμπλεκομένων συμφερόντων, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τα συμφέροντα του τέκνου. Το Δικαστήριο το αναγνώρισε ρητώς στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, παραπέμποντας ευρέως στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσον αφορά τον σεβασμό του άρθρου 8 του ΕΔΔΑ (27).

77.      Υπενθυμίζω ότι το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής διασφαλίζεται με το άρθρο 7 του Χάρτη, και με ταυτόσημη διατύπωση στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, όπερ σημαίνει, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, ότι η έννοια και το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού πρέπει να καθορίζονται λαμβανομένης υπόψη της συναφούς νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (28).

78.      Υπενθυμίζω επίσης ότι, δυνάμει της νομολογίας του Δικαστηρίου, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που διασφαλίζεται με το άρθρο 7 του Χάρτη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε συνάρτηση με την υποχρέωση συνεκτιμήσεως του υπέρτατου συμφέροντος του τέκνου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη (29). Με άλλα λόγια και σύμφωνα με τις επιταγές της τελευταίας αυτής διατάξεως, τα κράτη μέλη οφείλουν να προσδίδουν πρωταρχική σημασία στο υπέρτατο συμφέρον του τέκνου όταν εκδίδουν, μέσω δημόσιας ή ιδιωτικής αρχής, σχετική με τα τέκνα νομοθετική πράξη. Ρητή υπόμνηση της απαιτήσεως αυτής γίνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2003/86. Εξάλλου, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν τη δυνατότητα του τέκνου να διατηρεί τακτικώς προσωπικές σχέσεις και άμεση επικοινωνία με τους δύο γονείς του (30).

79.      Κατά συνέπεια, έχοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, θεωρώ ότι στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει αν, κατά την εφαρμογή των καθορισθέντων με την οδηγία 2003/86 κριτηρίων και εντός των ορίων του περιθωρίου εκτιμήσεως την οποία διαθέτει το κράτος μέλος στον τομέα αυτό, η αρμόδια εθνική αρχή προέβη σε ορθή και ισόρροπη εκτίμηση των αντίστοιχων συμφερόντων καθενός, μεταξύ άλλων, με τη μέριμνα σεβασμού της οικογενειακής ζωής των ενδιαφερομένων και ανευρέσεως της καλύτερης λύσεως για το τέκνο. Στο πλαίσιο αυτό, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάσει ενδελεχώς το σύνολο της οικογενειακής καταστάσεως και να λάβει υπόψη του τις ιδιαίτερες περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως, ανεξαρτήτως του αν αφορούν πραγματικά περιστατικά ή είναι συναισθηματικής, ψυχολογικής και ουσιαστικής φύσεως.

80.      Εντούτοις, επιθυμώ να διατυπώσω ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με την κατάσταση των ενδιαφερομένων σε καθεμία από τις υπό κρίση υποθέσεις.

81.      Στο πλαίσιο της υποθέσεως C356/11, το ερώτημα που τίθεται αφορά την «εξακολούθηση» της οικογενειακής ζωής στη Φινλανδία, διότι ο αιτών συγκατοικεί με τη συντηρούσα, το κοινό τέκνο τους και το τέκνο το οποίο είναι πολίτης της Ένωσης.

82.      Ασφαλώς, ο αιτών δεν απέδειξε ότι ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα η οποία του παρέχει επαρκή μέσα διαβιώσεως ώστε να πληροί την καθοριζόμενη στο άρθρο 39, παράγραφος 1, του νόμου περί αλλοδαπών προϋπόθεση. Ωστόσο, διερωτώμαι κατά πόσον η απόρριψη της αιτήσεώς του και η εγκατάσταση της οικογένειας στην Ακτή του Ελεφαντοστού θα έχει πολύ σοβαρές συνέπειες για τα τέκνα και τη συντηρούσα.

83.      Πρώτον, είναι προς το συμφέρον του τέκνου που είναι πολίτης της Ένωσης να έχει, κατά το δυνατόν, αδιάλειπτες σχέσεις με τον πατέρα του, ο οποίος διαμένει στη Φινλανδία και έχει ίσως δικαίωμα επισκέψεως – εκτός, προφανώς, αν ο πατέρας αυτός έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ανάξιος (31). Η άρνηση χορηγήσεως άδειας διαμονής στον αιτούντα και η μετακίνηση της οικογένειας στην Ακτή του Ελεφαντοστού συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη ρήξη των δεσμών αυτών, καθόσον θα καταστεί δυσχερέστερο για τους ενδιαφερόμενους να διατηρήσουν τακτικές επαφές. Περαιτέρω, το τέκνο αυτό έζησε πάντοτε στη Φινλανδία, στο πολιτιστικό, κοινωνικό και γλωσσικό περιβάλλον του εν λόγω κράτους μέλους και μάλιστα φοίτησε εκεί σε σχολείο. Ως εκ τούτου, έχει ελάχιστους ή ανύπαρκτους δεσμούς με τη Δημοκρατία της Ακτής του Ελεφαντοστού. Μολονότι βρίσκεται σε ηλικία κατά την οποία η ικανότητα προσαρμογής είναι ακόμα μεγάλη, θεωρώ ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του τις δυσχέρειες τις οποίες μπορεί να αντιμετωπίσει αν ξεριζωθεί από το σύνηθες περιβάλλον του για να ζήσει στο κράτος προελεύσεως του αιτούντος.

84.      Κατά τον ίδιο τρόπο, είναι προφανές ότι το συμφέρον του κοινού τέκνου απαιτεί, μεταξύ άλλων, λαμβάνοντας υπόψη τη νεαρή ηλικία του, να μεγαλώσει στο οικογενειακό περιβάλλον και να διατηρηθούν οι δεσμοί του με τον πατέρα του.

85.      Δεύτερον, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η συντηρούσα σπούδασε, παρακολούθησε μαθήματα επαγγελματικής καταρτίσεως και άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα στη Φινλανδία ούτως ώστε δεν δημιούργησε μόνον προσωπικούς και κοινωνικούς δεσμούς, αλλά και οικονομικούς και επαγγελματικούς με το εν λόγω κράτος μέλος. Επιπλέον, έλαβε άδεια μόνιμης διαμονής. Κατά συνέπεια, το ερώτημα είναι κατά πόσον πρέπει να αναμένεται από την S. να επιλέξει μεταξύ του να εγκαταλείψει τον τρόπο ζωής που έχει δημιουργήσει στη Φινλανδία, παραιτούμενη επομένως των προσωπικών και οικονομικών σχέσεων οι οποίες αποτελούν τον ιδιωτικό της βίο, και του να στερηθεί τη συντροφικότητα του συζύγου της με τον οποίο συγκατοικεί και αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της οικογενειακής ζωής της. Εν πάση περιπτώσει, η άρνηση χορηγήσεως άδειας διαμονής στον σύζυγό της θα έχει πλείονες συνέπειες, ήτοι, πρώτον, επί των ευθυνών τις οποίες υπέχει ως μητέρα του τέκνου που είναι πολίτης της Ένωσης, στον βαθμό κατά τον οποίο το συμφέρον του τέκνου είναι προδήλως να παραμείνει στη Φινλανδία, δεύτερον, ως σύζυγος υπηκόου της Ακτής του Ελεφαντοστού και μητέρα δεύτερου τέκνου με ιθαγένεια της Γκάνας, στον βαθμό κατά τον οποίο έχουν συμφέρον να ζουν μαζί, και, τρίτον, επί της προσωπικής και επαγγελματικής της καταστάσεως δεδομένου ότι είναι ασφαλώς προς το συμφέρον της, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως την οποία έχει στη Φινλανδία, να εξακολουθήσει να διαμένει στο εν λόγω κράτος μέλος.

86.      Αντιθέτως, στο πλαίσιο της υποθέσεως C357/11, το ερώτημα τίθεται ως προς την «επανένωση» της οικογένειας, διότι ο αιτών δεν συγκατοικεί πλέον με τη συντηρούσα. Η υπόθεση αυτή διαφοροποιείται της πρώτης, τούτο δε λαμβανομένων υπόψη των δύο στοιχείων που αφορούν την ουσιαστική κατάσταση του αιτούντος.

87.      Πρώτον, από στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο αιτών συγκατοίκησε με τη σύντροφό του μόνον κατά τη διάρκεια μιας σύντομης σχετικά περιόδου επτά μηνών και ουδέποτε συνάντησε το τέκνο του, το οποίο είναι σήμερα πέντεμιση ετών. Ασφαλώς, ο αιτών απομακρύνθηκε από τη φινλανδική επικράτεια πριν από τη γέννηση του τέκνου αυτού. Ωστόσο, και όπως επισήμανα, δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η απομάκρυνσή του συνδυαζόταν με απέλαση από τη φινλανδική επικράτεια. Κατά συνέπεια, διερωτώμαι κατά πόσον δεν ήταν δυνατόν στον αιτούντα να επισκέπτεται τα μέλη της οικογένειάς του και να συναντά το τέκνο του. Κατά τον ίδιο τρόπο και σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η L., η οποία είναι ωστόσο αλγερινής ιθαγένειας, και όχι μόνον διαθέτει άδεια μόνιμης διαμονής στη Φινλανδία, αλλά και οικονομικούς πόρους, ουδέποτε πήγε στο κράτος καταγωγής της για να ξαναδεί τον σύζυγό της και να του παρουσιάσει το κοινό τέκνο τους. Κατά τη γνώμη μου, τα στοιχεία αυτά δεν αποδεικνύουν αληθή βούληση συμβιώσεως και, όσον αφορά τον πατέρα, αληθή επιθυμία να συναντήσει το τέκνο και να ασχοληθεί με αυτό.

88.      Δεύτερον, πιστεύω ότι η οικογενειακή ζωή της L. και του M. δημιουργήθηκε κάποια χρονική στιγμή και εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια μιας περιόδου κατά την οποία το ζεύγος είχε πληροφορηθεί ότι η κατάσταση, από απόψεως των κανόνων περί μεταναστεύσεως, ήταν τέτοια ώστε η διατήρηση της οικογενειακής ζωής στη Φινλανδία ήταν, εκ προοιμίου, πρόσκαιρη (32). Συγκεκριμένα, ο αιτών ουδέποτε έλαβε άδεια προσωρινής διαμονής στη Φινλανδία και δεν πληροί τις σχετικές με τους χρηματοοικονομικούς πόρους προϋποθέσεις της εθνικής νομοθεσίας. Κατά συνέπεια, αμφότεροι μπορούσαν ασφαλώς να προβλέψουν, και μάλιστα ευλόγως, ότι υπήρχε κίνδυνος απομακρύνσεως και η συνέχιση της οικογενειακής ζωής στη Φινλανδία ήταν εύθραυστη.

89.      Κατόπιν τούτου, δεν διαθέτουμε όλα τα στοιχεία για να προβούμε σε ορθή στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων όπερ απαιτεί, προφανώς, άμεση επαφή με τους ενδιαφερόμενους, τα στοιχεία δε αυτά βρίσκονται μόνον στη διάθεση των εθνικών αρχών.

90.      Κατά συνέπεια, έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων αυτών, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει αν, κατά την εφαρμογή των κριτηρίων που θέτει η οδηγία 2003/86 και εντός των ορίων του περιθωρίου εκτιμήσεως την οποία διαθέτει στον τομέα αυτό το κράτος μέλος, η αρμόδια εθνική αρχή προέβη σε ορθή και ισόρροπη εκτίμηση των υφισταμένων αντίθετων συμφερόντων, μεταξύ άλλων, μεριμνώντας για τον σεβασμό της οικογενειακής ζωής των ενδιαφερομένων και την ανεύρεση της καλύτερης λύσεως για το τέκνο. Στο πλαίσιο αυτό, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάσει ενδελεχώς την οικογενειακή κατάσταση και να λάβει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ανεξαρτήτως του αν άπτονται πραγματικών περιστατικών ή είναι συναισθηματικής, ψυχολογικής και ουσιαστικής φύσεως.

V –    Πρόταση

91.      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Korkein hallinto-oikeus ως εξής:

1)      Το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να αρνείται σε υπήκοο τρίτου κράτους άδεια διαμονής στο έδαφός του με την αιτιολογία ότι αυτός δεν διαθέτει επαρκή μέσα διαβιώσεως, όταν ο εν λόγω υπήκοος αποσκοπεί να διαμείνει με τη σύζυγό του, η οποία είναι υπήκοος τρίτου κράτους, διαμένουσα νομίμως στο εν λόγω κράτος μέλος, και το τέκνο που είναι πολίτης της Ένωσης από τον πρώτο γάμο της συζύγου του.

Η διάταξη αυτή δεν έχει διαφορετική έννοια όταν ο υπήκοος τρίτου κράτους συγκατοικεί με τη σύζυγο και το τέκνο της συζύγου επί του εδάφους του κράτους μέλους.

Η διάταξη αυτή δεν έχει επίσης διαφορετική έννοια όταν ο υπήκοος τρίτου κράτους επέστρεψε στο κράτος καταγωγής του, αλλά έχει, με τη σύζυγό του, τέκνο που είναι υπήκοος τρίτου κράτους, το οποίο διαμένει στο οικείο κράτος μέλος και τελεί υπό τη γονική μέριμνα των δύο γονέων του.

2)      Αντιθέτως, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει αν, κατά την εφαρμογή των κριτηρίων τα οποία καθορίζει η οδηγία 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, και εντός των ορίων του περιθωρίου εκτιμήσεως την οποία διαθέτει στον τομέα αυτό το κράτος μέλος, η αρμόδια εθνική αρχή προέβη σε ορθή και ισόρροπη εκτίμηση των εμπλεκομένων αντίθετων συμφερόντων, μεταξύ άλλων, μεριμνώντας για τον σεβασμό της οικογενειακής ζωής των ενδιαφερομένων και την ανεύρεση της καλύτερης λύσεως για το τέκνο. Στο πλαίσιο αυτό, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάσει ενδελεχώς την οικογενειακή κατάσταση και να λάβει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ανεξαρτήτως του αν άπτονται πραγματικών περιστατικών ή είναι συναισθηματικής, ψυχολογικής και ουσιαστικής φύσεως.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      Στο εξής: συντηρούσες.


3 –      Στο εξής: αιτούντες.


4 – Οδηγία του Συμβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2003 σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (EE L 251, σ. 12).


5 – Απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, C‑34/09 (Συλλογή 2011, σ. Ι‑1177).


6 –      Στο εξής: Χάρτης.


7 –      Σύμβαση η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ).


8 –      Περί αυτού πρόκειται επίσης στην υπόθεση C356/11.


9 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (EE L 158, σ. 77, και διορθωτικά στην EE 2004, L 229, σ. 35, και EE 2005, L 197, σ. 34).


10 – Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008, C‑127/08, Metock κ.λπ. (Συλλογή 2008, σ. Ι‑6241, σκέψη 73).


11 – Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, C256/11 (Συλλογή 2011, σ. Ι‑11315).


12 –      Σκέψεις 53 έως 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


13 –      Σκέψη 42.


14 – Σκέψεις 43 και 44.


15 –      Προκύπτει από πάγια νομολογία ότι, για να δώσει χρήσιμη απάντηση στο δικαστήριο που του απηύθυνε προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο μπορεί, επιπλέον, να χρειαστεί να λάβει υπόψη κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους το εθνικό δικαστήριο δεν αναφέρθηκε με το ερώτημά του (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, C461/10, Bonnier Audio AB, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


16 – Απόφαση της 4ης Μαρτίου 2010, C578/08, Chakroun (Συλλογή 2010, σ. I‑1839, σκέψη 43).


17 –      Απόφαση της 27ης Ιουνίου 2006, C‑540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. I‑5769, σκέψη 59).


18 – Προπαρατεθείσα απόφαση Chakroun (σκέψη 43).


19 – Προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (σκέψεις 52 επ.).


20 –      Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Ahmut κατά Κάτω Χωρών της 28ης Νοεμβρίου 1996, Recueildesarrêtsetdécisions 1996-VI, σ. 2030, § 71.


21 –      Βλ., ΕΔΔΑ, αποφάσεις Gül κατά Ελβετίας της 19ης Φεβρουαρίου 1996, Recueildesarrêtsetdécisions 1996‑I, σ. 174, § 38· Ahmut κατά Κάτω Χωρών, προπαρατεθείσα (§ 67), και Şen κατά Κάτω Χωρών της 21ης Δεκεμβρίου 2001, Recueildesarrêtsetdécisions 2001‑I, σκέψη 36. Βλ. επίσης, ως πρόσφατη νομολογία, ΕΔΔΑ, απόφαση Bajsultanov κατά Αυστρίας, της 12ης Ιουνίου 2012, § 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


22 –      Βλ., μεταξύ άλλων, ΕΔΔΑ, αποφάσεις Boultif κατά Ελβετίας της 2ας Αυγούστου 2001 (§ 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και Bajsultanov κατά Αυστρίας, προπαρατεθείσα (§ 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


23 –      Βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις Boultif κατά Ελβετίας, προπαρατεθείσα (§ 48), και Nunez κατά Νορβηγίας της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 (§ 70).


24 –      Όσον αφορά το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, βλ., μεταξύ άλλων, ΕΔΔΑ, απόφαση Neulinger και Shuruk κατά Ελβετίας της 6ης Ιουλίου 2010, § 49 έως 64.


25 – Όπ.π. (§ 136 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


26 –      Βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις Şen κατά Κάτω Χωρών, προπαρατεθείσα (§ 37), καθώς και Rodrigues da Silva και Hoogkamer κατά Κάτω Χωρών της 31 Ιανουαρίου 2006, Recueildesarrêtsetdécisions 2006‑I, § 39, και τις κατευθυντήριες αρχές της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες (HCR) σχετικά με τον καθορισμό του υπέρτατου συμφέροντος του τέκνου, κειμένου εκδοθέντος από την HCR τον Μάιο του 2008, το οποίο διατίθεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση Internet: http://www.unhcr.fr/4b17de746.html.


27 – Σκέψεις 62 έως 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


28 – Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C‑279/09, DEB (Συλλογή 2010, σ. Ι‑1384, σκέψη 35).


29 – Προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (σκέψη 58).


30 –      Τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη έχουν άμεσα επηρεαστεί από τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο πλαίσιο της Συμβάσεως σχετικά με τα δικαιώματα του τέκνου, η οποία θεσπίσθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1989 και άρχισε να ισχύει στις 2 Σεπτεμβρίου 1990, RecueildestraitésdesNationsunies, τόμος 1577, σ. 3. Βλ., ειδικότερα, άρθρο 3, παράγραφος 1, άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 3, καθώς και άρθρο 10 της συμβάσεως αυτής.


31 –      Βλ. γενική παρατήρηση 17 της επιτροπής των δικαιωμάτων του ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 24 του διεθνούς συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο εκδόθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1966 από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και τέθηκε σε ισχύ στις 23 Μαρτίου 1976.


32 –      Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι, όταν πρόκειται περί αυτού, μόνον υπό ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις η απομάκρυνση του μέλους της οικογενείας που δεν έχει την ιθαγένεια του κράτους υποδοχής αποτελεί παράβαση του άρθρου 8 του ΕΔΔΑ [βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Rodrigues da Silva και Hoogkamer κατά Κάτω Χωρών, προπαρατεθείσα (§ 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)].