Language of document : ECLI:EU:C:2007:92

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

DÁMASO RUIZ-JARABO COLOMER

της 13ης Φεβρουαρίου 2007 1(1)

Υπόθεση C-112/05

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

«Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων – Εκπροσώπηση των δημοσίων αρχών στην εταιρία Volkswagenwerk GmbH – Προϋποθέσεις»





I –    Εισαγωγή

1.        Αδιαμφισβήτητα συνδεδεμένη με το γερμανικό οικονομικό θαύμα μάλλον, παρά με τη σκοτεινή εθνικοσοσιαλιστική της προέλευση, η επιχείρηση Volkswagen συνιστά το πλέον εμφανές παράδειγμα της επιτυχίας της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, η οποία είναι το πρότυπο της αναπτύξεως που τέθηκε σε εφαρμογή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο από τον υπουργό Ludwig Erhard (2), σύμφωνα με τις αρχές της Σχολής του Fribourg (3).

2.        Πέραν των γνωστών τεχνικών ιδιοτήτων τους, ορισμένα από τα μοντέλα που κατασκευάζει η Volkswagen αποτελούν μέρος της πολιτιστικής κληρονομίας (4) της χώρας προελεύσεώς τους και όλων των χωρών στους δρόμους των οποίων κυκλοφόρησαν και συνιστούν, έτσι, ανεξίτηλες εικόνες των δεκαετιών του ‘50 και του ‘60 στην Ευρώπη και πέρα από τον Ατλαντικό (5). Για τον λόγο αυτόν είναι ευχερώς κατανοητό ότι για πολλούς Γερμανούς πολίτες που νοσταλγούν τη χρυσή εκείνη εποχή, η προσφυγή λόγω παραβάσεως που άσκησε η Επιτροπή όσον αφορά ορισμένα άρθρα του νόμου Volkswagen (6) δεν αμφισβητεί απλώς το κύρος εθνικής νομοθεσίας, αλλά επιτίθεται σε ένα σύμβολο του γερμανικού τρόπου ζωής που συνιστά ένα πραγματικό σύγχρονο μύθο.

3.        Στο περιθώριο των νοσταλγικών αυτών θεωρήσεων, η υπόθεση κατατάσσεται μεταξύ αυτών που αφορούν τη συμβατότητα προς τη Συνθήκη EΚ ορισμένων νομοθεσιών των κρατών μελών που επιφυλάσσουν υπέρμετρες εξουσίες υπέρ των δημοσίων αρχών εντός των ιδιωτικών επιχειρήσεων, οι οποίες καλούνται κοινώς «ειδικές μετοχές» («golden shares»). Πάντως, επισημαίνω εκ προοιμίου ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές εν προκειμένω, οι οποίες διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο.

4.        Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επικρίνει τα ακόλουθα σημεία: τον περιορισμό της ασκήσεως των δικαιωμάτων ψήφου στο 20 % του εταιρικού κεφαλαίου όταν ένας μέτοχος υπερβαίνει το ποσοστό αυτό, την απαίτηση πλειοψηφίας μεγαλύτερης του 80 % για τη σύναψη των συμφωνιών για τις οποίες ο Aktiengesetz (7) (γερμανικός νόμος περί ανωνύμων εταιριών) απαιτεί πλειοψηφία του 75 % και το δικαίωμα του Bund (ομοσπονδιακού κράτους) και του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Σαξονίας να διορίζει δύο μέλη του συμβουλίου εποπτείας της εταιρίας.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α – Το κοινοτικό δίκαιο

5.        Οι εθνικές νομοθεσίες των οποίων το κύρος αμφισβητείται από την Επιτροπή εξετάζονται συνήθως από το Δικαστήριο υπό το πρίσμα των δύο θεμελιωδών ελευθεριών της Συνθήκης ΕΚ, της ελεύθερης κινήσεως των κεφαλαίων και της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Όσον αφορά την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων, το άρθρο 56, παράγραφος 1, EΚ ορίζει τα εξής:

«1. Στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.»

6.        Το δικαίωμα εγκαταστάσεως διέπεται από το άρθρο 43, πρώτο εδάφιο, EΚ, το οποίο ορίζει τα εξής:

«Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. Η απαγόρευση αυτή εκτείνεται επίσης στους περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών από τους υπηκόους ενός κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους.»

7.        Επιβάλλεται να γίνει μνεία του άρθρου 295 EΚ, λόγω της σημασίας που έχει η εκτίμηση της εν λόγω διατάξεως:

«Η παρούσα Συνθήκη δεν προδικάζει με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη.»

8.        Η οδηγία 88/361/ΕΟΚ (8) περιλαμβάνει ονοματολογία βάσει της οποίας ταξινομούνται οι κινήσεις κεφαλαίων του άρθρου 1 της οδηγίας. Αναφέρει, ειδικότερα, «τη συμμετοχή σε νέες ή υφιστάμενες επιχειρήσεις προκειμένου να δημιουργηθούν ή να διατηρηθούν διαρκείς οικονομικοί δεσμοί» (άμεσες επενδύσεις) (9) και την «απόκτηση από μη κατοίκους εθνικών μετοχών εισηγμένων στο χρηματιστήριο» (επενδύσεις χαρτοφυλακίου) (10).

 Β – Το γερμανικό δίκαιο

9.        Στην έννομη τάξη την οποία αφορά η υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως, είναι σημαντικές ορισμένες διατάξεις του νόμου περί ανωνύμων εταιριών και του νόμου «Volkswagen».

1.      Ο νόμος περί ανωνύμων εταιριών

10.      Το άρθρο 134 του νόμου, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο για τον έλεγχο και τη διαφάνεια στον τομέα των επιχειρήσεων (Gesetz zur Kontrolle und Transparenz im Untemehmensbereich), ορίζει ότι το δικαίωμα ψήφου αποτελεί συνάρτηση του ονομαστικού ποσού των μετοχών ή, εάν πρόκειται για μετοχές χωρίς ονομαστική αξία («Stückaktien»), του αριθμού τους. Προσθέτει ότι, στην περίπτωση εταιριών μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο, το καταστατικό μπορεί, όταν ένας μέτοχος έχει πλείονες μετοχές, να περιορίσει το δικαίωμα ψήφου με τον καθορισμό απόλυτου ή προοδευτικού ορίου.

11.      Το άρθρο 101, παράγραφος 2, ορίζει ότι το δικαίωμα διορισμού εκπροσώπων στο συμβούλιο εποπτείας πρέπει να προβλέπεται στο καταστατικό και μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε ορισμένους μετόχους ή στους κατόχους ονομαστικών μετοχών των οποίων η εκχώρηση υπόκειται στην έγκριση της εταιρίας. Περιορίζει επίσης τα δικαιώματα εκπροσωπήσεως που χορηγούνται στο ένα τρίτο του αριθμού των εκπροσώπων των μετόχων στο συμβούλιο εποπτείας το οποίο προβλέπουν ο νόμος ή το καταστατικό. Εντούτοις, η τελευταία φράση του άρθρου αυτού προβλέπει ρητώς ότι η ιδιαίτερη ρύθμιση του ζητήματος αυτού στο άρθρο 4 του νόμου Volkswagen παραμένει αμετάβλητη.

2.      Ο νόμος Volkswagen

12.      Το άρθρο 1 του νόμου αυτού μετατρέπει την πρώην εταιρία περιορισμένης ευθύνης, το 100 % της οποίας ανήκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, σε ανώνυμη εταιρία.

13.      Στη συνέχεια, το άρθρο 2 του νόμου Volkswagen περιέχει κανόνες σχετικούς με την άσκηση του δικαιώματος ψήφου, το οποίο η παράγραφος 1 περιορίζει στο ένα πέμπτο του εταιρικού κεφαλαίου για τον μέτοχο ο οποίος ελέγχει πλέον του ενός πέμπτου. Περιλαμβάνει και κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό του αριθμού των μετοχών που κατέχει κάθε δικαιούχος (παράγραφοι 2 και 3).

14.      Το άρθρο 4, το οποίο φέρει τον τίτλο «καταστατικό της εταιρίας», θίγει διάφορα ζητήματα και, στην παράγραφο 1, εξουσιοδοτεί την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας να ορίσουν έκαστο από δύο μέλη του συμβουλίου εποπτείας καθόσον κατέχουν μετοχές της εταιρίας.

15.      Το άρθρο 4, παράγραφος 2, εξαρτά την ανέγερση και τη μετάθεση των εγκαταστάσεων παραγωγής από την έγκριση των δύο τρίτων των μελών του συμβουλίου εποπτείας.

16.      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, ορίζει σε άνω των τεσσάρων πέμπτων (80 %) του εταιρικού κεφαλαίου την αναγκαία πλειοψηφία για τη λήψη των αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως που απαιτούν, δυνάμει του νόμου περί των ανωνύμων εταιριών, πλειοψηφία τουλάχιστον των τριών τετάρτων (75 %) του εκπροσωπουμένου εταιρικού κεφαλαίου.

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η διοικητική προδικασία

 Α – Το ιστορικό της θεσπίσεως του νόμου Volkswagen

17.      Για την πληρέστερη κατανόηση του επίδικου εθνικού νόμου, πρέπει να αναχθώ στη δημιουργία της επιχειρήσεως, την οποία η Γερμανική Κυβέρνηση περιγράφει με τρόπο αρκετά διεξοδικό και μη αμφισβητούμενο από την Επιτροπή στο υπόμνημα αντικρούσεως και, ιδίως, με την από 20 Ιουνίου 2003 απάντησή της στο από 20 Μαρτίου 2003 έγγραφο οχλήσεως της Επιτροπής.

18.      Με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1933, τέθηκε σε εφαρμογή ένα σχέδιο προωθήσεως της αυτοκινητοβιομηχανίας (11) και προκηρύχθηκε δημόσιος διαγωνισμός για την παραχώρηση της κατασκευής του «αυτοκινήτου του λαού» (Volks-Wagen). Ο σκοπός ήταν να κατασκευαστεί ένα απλό και προσιτό για την πλειονότητα των Γερμανών όχημα, το οποίο να μην επηρεάζει υπερβολικά την οικονομική τους κατάσταση. Η αποστολή αυτή ανατέθηκε στον μηχανικό Ferdinand Porsche (12).

19.      Το σχέδιο έπρεπε να ολοκληρωθεί πολύ γρήγορα και για την πραγματοποίησή του χορηγήθηκαν δύο επιδοτήσεις συνολικού ύψους 700 000 Reichmarks (RM), ενώ η Reichverband der Deutschen Automobilindustrie (ένωση της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας) προσέφερε επίσης την χρηματοοικονομική στήριξή της καταβάλλοντας 20 000 RM μηνιαίως κατά τους δέκα μήνες που προβλέφθηκαν για την ολοκλήρωση των εργασιών. Επιπλέον, οι δυσχέρειες τις οποίες η ένωση γνωστοποίησε στον Χίτλερ τον οδήγησαν να αναθέσει στο Arbeitsfront (μέτωπο εργασίας) την κατασκευή του Volkswagen (13), οικοδομώντας το μεγαλύτερο εργοστάσιο που κατασκευάστηκε ποτέ. Χρησιμοποιήθηκαν διάφορες πηγές χρηματοδοτήσεως: εκτός των εισφορών του ίδιου του γερμανικού Δημοσίου, η κυβέρνηση απευθύνθηκε στη δημόσια αποταμίευση ζητώντας από τους πολίτες που επιθυμούσαν να αποκτήσουν όχημα να καταθέτουν πέντε RM εβδομαδιαίως σε λογαριασμό που προοριζόταν να χρηματοδοτήσει την επιχείρηση. Με τον τρόπο αυτόν συγκεντρώθηκαν 286 εκατομμύρια μάρκα.

20.      Στις 28 Μαΐου 1937, αφαιρέθηκε η υλοποίηση του σχεδίου Volkswagen από την προαναφερθείσα ένωση και συστάθηκε μια κρατική εταιρία, η Gesellschaft zur Vorbereitung des Deutschen Volkswagens m. b. H., με προίκα αρχικό κεφάλαιο 50 εκατομμυρίων RM που χορήγησε το Arbeitsfront. Στη διάθεση του Arbeitsfront τέθηκε ένα αεροσκάφος προκειμένου να ανεύρει κατάλληλο χώρο για την εγκατάσταση του τεραστίου εργοστασίου, το οποίο έπρεπε να βρίσκεται στο κέντρο της Γερμανίας και να διαθέτει καλές πλωτές και οδικές συνδέσεις. Τέλος, ο ιδεώδης τόπος βρέθηκε στην Κάτω Σαξονία, πλησίον του πύργου Wolfsburg, ιδιοκτησία της οικογένειας του κόμητος von der Schulenburg από τον δέκατο τέταρτο αιώνα, ο οποίος απαλλοτριώθηκε. Επομένως, το εργοστάσιο κατασκευάστηκε κοντά στο Fallersleben, στη χάραξη του αυτοκινητοδρόμου που συνδέει το Ανόβερο με το Βερολίνο, κοντά στη διώρυγα του Mittelland. Στις 26 Μαΐου 1938, τοποθετήθηκε η πρώτη πέτρα ενώπιον άνω 70 000 ατόμων και ταυτοχρόνως άρχισε ο σχεδιασμός της κατασκευής μιας νέας πόλης η οποία επρόκειτο να υποδεχθεί τους μελλοντικούς εργάτες, το σημερινό Wolfsburg. Προς γενική έκπληξη, ο ίδιος ο Führer βάφτισε εκ νέου το όχημα με το όνομα «KdF Wagen» (Kraft durch Freude-Wagen), δηλαδή «αυτοκίνητο της ισχύος μέσω της χαράς», μολονότι το γραφείο του Porsche είχε καταχωρίσει το σήμα Volkswagen και σε παγκόσμιο επίπεδο (14).

21.      Κατά την επίσημη παρουσίαση του οχήματος, εκτέθηκαν τρεις διαφορετικοί τύποι: ένα επιβατικό σπορ αυτοκίνητο, ένα όχημα με πτυσσόμενη οροφή και ένα πολυτελές όχημα. Ο δικτάτορας, περιστοιχισμένος από στρατιωτικούς που φορούσαν έντονες στολές και επιδείκνυαν χωρίς αμφισβήτηση ακλόνητη προσήλωση στο πολιτικό καθεστώς του, έλαβε θέση στο επιβατικό σπορ όχημα το οποίο οδηγούσε ο ίδιος ο γιος του Ferdinand Porsche, ο Ferry, ο οποίος έγινε αμέσως διάσημος. Οι δηλώσεις του Führer προκάλεσαν έντονο ενθουσιασμό: σύντομα όλοι θα μπορούσαν να αποκτήσουν το KdF-Wagen, σε τιμή που ανερχόταν μόνο σε 990 RM.

22.      Επιπλέον, τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν χάρη στην πώληση των επιταχθέντων ή κλαπέντων αγαθών των συνδικαλιστικών ενώσεων της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι οποίες είχαν τεθεί υπό απαγόρευση μετά το εθνικοσοσιαλιστικό πραξικόπημα, χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή του μεγαλύτερου τμήματος των εργαστηρίων αυτού που θα αποτελούσε τη μεγαλύτερη βιομηχανία της Ευρώπης στη φαντασία των πολιτικών ανδρών που γίνονταν χορηγοί της (15).

23.      Η μαζική παραγωγή οχημάτων επρόκειτο να αρχίσει στις 15 Οκτωβρίου 1939, αλλά ο Χίτλερ εισέβαλε στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939 και η έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ανέτρεψε τα σχέδια όλων των μετεχόντων στο πρόγραμμα, εφόσον η παραγωγή έπρεπε να προσανατολισθεί στην ικανοποίηση των στρατιωτικών αναγκών, ιδίως όσον αφορά την κινητικότητα των στρατευμάτων και την προμήθεια πολεμικού υλικού, στερώντας έτσι το επιθυμητό αυτοκίνητο από περίπου 336 000 μικροαποταμιευτές (16) των οποίων το όνειρο διαλύθηκε στην κλαγγή των όπλων και των κανονιών (17).

24.      Οι βομβαρδισμοί των συμμάχων προκάλεσαν σοβαρές ζημίες στις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως, δεδομένου ότι, κατά τη διάρκεια τεσσάρων εναέριων επιδρομών (18), έπεσαν άνω των χιλίων τόνων άκρως εκρηκτικών βομβών. Μολονότι υπέστη ζημίες, το εργοστάσιο άρχισε εκ νέου τη δραστηριότητά του τον Μάιο του 1945 (19), αφού η στρατιωτική κυβέρνηση της βρετανικής ζώνης κατοχής τοποθέτησε επικεφαλής της εταιρίας τον μηχανικό επιθεωρητή Rudolf Brörmann, ο οποίος είχε αντιταχθεί με επιμονή στις προσπάθειες των Αμερικανών να διαλυθεί ο εν λόγω βιομηχανικός τόπος. Αντικαταστάθηκε (20) το 1947 από ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Opel, τον Heinrich Nordhoff. Η στρατιωτική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να πωλήσει την εταιρία σε αλλοδαπό ανταγωνιστή, όπως η Ford ή η Chrysler, και, κατά συνέπεια, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο αποσύρθηκε από τη ζώνη το 1949, η Volkswagen κατέστη στην πράξη αδέσποτο αγαθό.

25.      Πάντως, παρά την εν λόγω έλλειψη γνωστού ιδιοκτήτη, η εκμετάλλευση χαρακτηρίσθηκε από εκπληκτικό δυναμισμό ο οποίος μετέτρεψε την επιχείρηση σε ανθηρό εμπόριο (21), προκαλώντας τη βουλιμία των μισθωτών της, η οποία δικαιολογούνταν χωρίς αμφιβολία από την ευθεία και άμεση συνεργασία τους στην επιτυχία της επιχειρήσεως. Όταν, στο τέλος της δεκαετίας του πενήντα του περασμένου αιώνα, φαινόταν να επίκειται η απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος των αποταμιευτών της Volkswagen από τα δικαστήρια, οι εργαζόμενοι διεκδίκησαν την κυριότητα της επιχειρήσεως, πράγμα το οποίο, μαζί με το ομοσπονδιακό κράτος, το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας, τις συνδικαλιστικές ενώσεις και τους άτυχους αποταμιευτές, δημιουργούσε ήδη πέντε διεκδικητές του ελέγχου του σήματος.

26.      Οι εντάσεις που προκλήθηκαν από τα συγκρουόμενα συμφέροντα απειλούσαν να συνεχιστούν ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων, πράγμα που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα μιας επιχειρήσεως-συμβόλου της νεαρής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Μετά από πολλά έτη εντατικών συζητήσεων και επώδυνων διαπραγματεύσεων, επιτεύχθηκε συμβιβασμός υπό τη μορφή συμφωνίας που περιέλαβε ρύθμιση της νομικής καταστάσεως στην εταιρία Volkswagen GmbH, η οποία υπογράφηκε στις 12 Νοεμβρίου 1959 μεταξύ του ομοσπονδιακού κράτους και του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Σαξονίας (22).

27.      Δυνάμει της συμφωνίας αυτής, προβλέφθηκε, σε ένα πρώτο στάδιο, η μεταβίβαση στο Ομόσπονδο Κράτος όλων των εταιρικών συμμετοχών της εταιρίας (23), η οποία την εποχή εκείνη ήταν περιορισμένης ευθύνης. Μετά τη μετατροπή σε ανώνυμη εταιρία, σε ένα δεύτερο στάδιο, το 60 % των μετοχών διανεμήθηκαν σε ιδιώτες και το υπόλοιπο, διαιρεθέν σε δύο πακέτα του 20 %, κατέληξε στις δύο εμπλεκόμενες οντότητες δημοσίου δικαίου, δηλαδή στο ομοσπονδιακό κράτος και στο ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας (24).

28.      Η συμφωνία μεταξύ των προαναφερθεισών εθνικών και περιφερειακών διοικήσεων έλαβε επίσης υπόψη τα συμφέροντα των εργαζομένων και δημιούργησε το ίδρυμα Volkswagen για την προώθηση της έρευνας, της διδασκαλίας, της επιστήμης και της τεχνολογίας.

29.      Το καταστατικό της ανώνυμης εταιρίας Volkswagen υιοθετήθηκε στις 6 Ιουλίου 1960 και ενσωματώθηκε στον νόμο Volkswagen, μαζί με το υπόλοιπο τμήμα της συμφωνίας. Δύο ρήτρες προέβλεπαν, αντιστοίχως, την αύξηση της ενισχυμένης πλειοψηφίας για τη σύναψη ορισμένων κοινωνικών συμφωνιών από 75 % σε πλέον του 80 % και τον περιορισμό της ασκήσεως των δικαιωμάτων ψήφου στο 20 % του κεφαλαίου.

 Β – Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

30.      Στις 19 Μαρτίου 2003, η Επιτροπή, επιληφθείσα καταγγελιών σχετικά με τον νόμο Volkswagen, απηύθυνε έγγραφο οχλήσεως στη Γερμανία, η οποία απάντησε στις 20 Ιουνίου 2003.

31.      Οι παρασχεθείσες διευκρινίσεις δεν έπεισαν την Επιτροπή, η οποία, την 1η Απριλίου 2004, εξέδωσε, επομένως, αιτιολογημένη γνώμη καλώντας τη Γερμανία να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα για να καταργήσει ή να τροποποιήσει τον επίδικο νόμο, εντός προθεσμίας δύο μηνών από της διαβιβάσεως της αιτιολογημένης γνώμης.

32.      Η Γερμανική Κυβέρνηση διατύπωσε παρατηρήσεις σε έγγραφο της 12ης Ιουλίου 2004, με το οποίο επιβεβαίωσε την άποψή της ότι ο επίμαχος νόμος δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 56 ΕΚ και δεν χρήζει οπωσδήποτε τροποποιήσεως. Ζήτησε, κατά συνέπεια, να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο, καθόσον η αιτίαση περί παραβάσεως ήταν αβάσιμη.

33.      Επειδή δεν ικανοποιήθηκε από τη στάση της Γερμανίας, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο ζητώντας να διαπιστωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 226 EΚ, η παράβαση που προκύπτει από παράβαση των άρθρων 56 EΚ και 43 EΚ.

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και οι ισχυρισμοί των διαδίκων

34.      Με δικόγραφο της προσφυγής που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Μαρτίου 2005 ζητείται από το Δικαστήριο να κρίνει ότι τα άρθρα 2, παράγραφος l, και 4, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου Volkswagen παραβιάζουν τα άρθρα 56 και 43 EΚ και να καταδικάσει το καθού κράτος στα δικαστικά έξοδα.

35.      Με το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στις 25 Μαΐου 2005 ζητείται η απόρριψη της προσφυγής ως αβάσιμης και η καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα.

36.      Με διάταξη της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έδωσε στη Δημοκρατία της Φινλανδίας την άδεια να παρέμβει, η οποία όμως παραιτήθηκε με έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία στις 25 Νοεμβρίου 2005.

37.      Στις 22 Αυγούστου 2005 κατατέθηκε το υπόμνημα απαντήσεως και στις 16 Νοεμβρίου 2005 το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

38.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, οι εκπρόσωποι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Επιτροπής εξέθεσαν προφορικώς τις απόψεις τους.

V –    Ανάλυση της παραβάσεως

 Α – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

39.      Πρέπει, πρωτίστως, να τονισθεί ότι η Επιτροπή, έστω και αν επικαλέστηκε παράβαση του άρθρου 43 EΚ, περιορίζει το αίτημά της στην παράβαση της ελεύθερης διακινήσεως των κεφαλαίων (άρθρο 56 ΕΚ), μιμούμενη πιθανόν τον τρόπο με τον οποίο η νομολογία αντιμετωπίζει τις υποθέσεις σχετικά με τις ειδικές μετοχές, πράγμα που δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να αποφανθεί και για την ταυτόχρονη προσβολή της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

1.      Η θέση του νόμου Volkswagen σε σχέση με τη νομολογία για τις ειδικές μετοχές

40.      Η Επιτροπή στηρίζεται κυρίως στη νομολογία σχετικά με τις ειδικές μετοχές (25) και βασίζει την ανάλυσή της στο γεγονός ότι πρόκειται για κρατικό μέτρο το οποίο παρέχει ειδικά δικαιώματα στο κράτος, δηλαδή στο ομοσπονδιακό κράτος και στο ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας εν προκειμένω.

41.      Τονίζει επίσης τον δημόσιο χαρακτήρα της συμφωνίας που συνήφθη από τους δύο φορείς για την αντιμετώπιση των εντάσεων σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επιχειρήσεως, εφόσον πρόκειται για νόμο που θεσπίσθηκε για μία μόνο εταιρία.

42.      Η Γερμανική Κυβέρνηση αμφισβητεί την ορθότητα της απόψεως αυτής και φρονεί ότι οι περιπτώσεις επί των οποίων αποφάνθηκε το Δικαστήριο δεν μπορούν να συγκριθούν με την περίπτωση της επιχειρήσεως Volkswagen. Παραπέμπει στην αντικειμενικότητα των επιδίκων διατάξεων, τουλάχιστον αυτών που αφορούν τον περιορισμό των δικαιωμάτων ψήφου και την αύξηση της απαιτουμένης πλειοψηφίας κατά τη γενική συνέλευση των μετόχων για τη λήψη ορισμένων θεμελιωδών αποφάσεων, οι οποίες δεν περιέχουν κανένα στοιχείο που να εισάγει δυσμενή διάκριση εφόσον εφαρμόζονται κατά παρεμφερή τρόπο σε όλους τους επενδυτές, είτε είναι δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου.

43.      Επιπλέον, η καθής κυβέρνηση εμμένει στο γεγονός ότι ο νόμος Volkswagen δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «κρατικό μέτρο» για τον μοναδικό λόγο ότι επαναλαμβάνει απλώς την ιδιωτική συμφωνία που συνομολογήθηκε το 1959 μεταξύ του ομοσπονδιακού κράτους και της Κάτω Σαξονίας.

44.      Μολονότι η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται πράγματι στο περιθώριο των ειδικών μετοχών stricto sensu, διότι τα ειδικά δικαιώματα δεν παρέχονται στους τίτλους που διατηρούν οι δημόσιοι φορείς, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη που μειώνει τη σημασία των δικαιωμάτων. Στην πραγματικότητα, δεν έχει σημασία το ζήτημα αν τα εξαιρετικά δικαιώματα συνδέονται ρητώς με ορισμένες συμμετοχές στο κεφάλαιο, αλλά μάλλον το ζήτημα αν τα δικαιώματα αυτά παρέχονται κατά προνομιακό τρόπο, σε σημείο ώστε να αποτρέπουν τους επενδυτές, ιδίως τους αλλοδαπούς.

45.      H επιχειρηματολογία της Γερμανικής Κυβερνήσεως κατά την οποία ένας νόμος που ψηφίσθηκε από το εθνικό κοινοβούλιο δεν πρέπει να θεωρηθεί ως κρατικό μέτρο δημιουργεί σύγχυση διότι δεν υπάρχει καμιά πιο χαρακτηριστική εκδήλωση της συμπεριφοράς των δημοσίων αρχών από την άσκηση των νομοθετικών αρμοδιοτήτων τους. Είναι επίσης παράδοξο να χαρακτηρίζεται ως ιδιωτική συμφωνία μια «Staatsvertrag» του γερμανικού δικαίου, ενώ οι θεωρητικοί της χώρας αυτής ομόφωνα την κατατάσσουν μεταξύ των πράξεων δημοσίου δικαίου στην έννομη τάξη της (26).

46.      Κατά συνέπεια, απορρίπτω τα επιχειρήματα που προέβαλε η Γερμανική Κυβέρνηση για να οριοθετήσει, εξ αρχής, την υπόθεση που την αφορά σε σχέση με τις άλλες υποθέσεις που αποτέλεσαν ήδη αντικείμενο δικαστικής αποφάσεως, υπό την επιφύλαξη της διεξοδικής αναλύσεως των αιτιάσεων περί παραβάσεως που διατύπωσε εναντίον της η Επιτροπή και στην οποία θα προβώ στη συνέχεια.

2.      Η σημασία του άρθρου 295 ΕΚ

47.      Παραδόξως, στο πλαίσιο της αντικρούσεως, η Γερμανική Κυβέρνηση δεν επικαλέστηκε την τήρηση του άρθρου 295 EΚ, το οποίο εξετάσθηκε διεξοδικώς με τις κοινές προτάσεις που ανέπτυξα στο πλαίσιο των υποθέσεων στις οποίες εκδόθηκαν οι προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Επιτροπή κατά Βελγίου (27), αφενός, και Επιτροπή κατά Ισπανίας και Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (28), αφετέρου.

48.      Εμμένω στην άποψη ότι η φράση «καθεστώς ιδιοκτησίας» του άρθρου 295 ΕΚ δεν παραπέμπει στην αστική έννοια των περιουσιακών σχέσεων, αλλά αντιθέτως σε ένα ιδεατό σύνολο κανόνων πάσης φύσεως, περιλαμβανομένου και του δημοσίου δικαίου, οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν στον έλεγχο μιας επιχειρήσεως, δηλαδή οι οποίοι παρέχουν τη δυνατότητα στον κύριό της να ασκήσει αποφασιστική επιρροή στον προσδιορισμό και την εκτέλεση όλων ή μερικών από τους στόχους της. Ομοίως, από την αναγκαία τελολογική ερμηνεία της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η διάκριση μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, για την εφαρμογή της Συνθήκης, δεν μπορεί να θεμελιώνεται στην απλή ταυτότητα των μετόχων της, αλλά εξαρτάται από τη δυνατότητα του Δημοσίου να επιβάλλει ορισμένους στόχους οικονομικής πολιτικής, διακριτούς από την απλή αναζήτηση του μέγιστου δυνατού κέρδους που χαρακτηρίζει την ιδιωτική δραστηριότητα (29).

49.      Επαναλαμβάνω, επομένως, την άποψή μου ότι ο σεβασμός, από τη Συνθήκη, του καθεστώτος ιδιοκτησίας στις εθνικές έννομες τάξεις τον οποίον καθιερώνει το άρθρο 295 EΚ πρέπει να περιλαμβάνει οποιοδήποτε μέσον που παρέχει στο Δημόσιο, δια της επεμβάσεως στον δημόσιο τομέα υπό την οικονομική έννοια του όρου, τη δυνατότητα να συμβάλλει στη διαμόρφωση της οικονομικής δραστηριότητας του έθνους (30).

50.      Μολονότι η επίκριση που διατύπωσα με τις προτάσεις μου στις υποθέσεις C-463/00 και C-98/01 ως προς το γεγονός ότι το Δικαστήριο αποκλείει, χωρίς καμία αιτιολογία, την εφαρμογή και το περιεχόμενο του άρθρου 295 ΕΚ παραμένει απολύτως επίκαιρη, εφόσον ούτε οι αποφάσεις που εκδόθηκαν μεταγενέστερα ερμήνευσαν το άρθρο αυτό (31), πρέπει να αναγνωρίσω ότι η υπό κρίση υπόθεση παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές σε σχέση με αυτές που εξετάσθηκαν μέχρι τούδε από το Δικαστήριο, πράγμα το οποίο το προσανατολίζει σε διαφορετική λύση.

51.      Οι προηγούμενες υποθέσεις εντάσσονταν, γενικώς, στο πλαίσιο της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως επιχειρήσεων οι οποίες δραστηριοποιούνται σε τομείς που έχουν κριθεί «στρατηγικοί» και των οποίων η ελευθέρωση πραγματοποιήθηκε σταδιακά (πετρέλαιο, αεροδρόμια, ασφάλειες). Τα επίδικα μέτρα συνέπιπταν ως προς ένα σημείο, δηλαδή ως προς τον χαρακτήρα τους ως μέσων παρεμβάσεως των δημοσίων αρχών σε ορισμένες δραστηριότητες ζωτικού συμφέροντος για την εθνική οικονομία προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή μια στρατηγική οικονομικής πολιτικής (32).

52.      Όπως προκύπτει από το ιστορικό της θεσπίσεώς του, ο νόμος Volkswagen δεν εντάσσεται στο πλαίσιο αυτό.

53.      Αφενός, δεν πρόκειται για τομέα που αποτελεί παραδοσιακά τμήμα των κλάδων-κλειδιών της οικονομίας μιας χώρας, ανεξαρτήτως του ειδικού βάρους του στο ΑΕΠ, διότι η αυτοκινητοβιομηχανία ήταν αρκετά ανεπτυγμένη στη Γερμανία κατά τον μεσοπόλεμο, χωρίς η εξέλιξη αυτή να οφείλεται στις κρατικές παρεμβάσεις.

54.      Αφετέρου, ο πρωταρχικός λόγος θεσπίσεως του επίδικου νόμου ενέκειτο στην αντιμετώπιση των εντάσεων που δημιουργήθηκαν γύρω από το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επιχειρήσεως, πράγμα το οποίο, κατ’ αρχήν, έπρεπε να έχει ως συνέπεια τον χαρακτηρισμό του ως κανόνα του ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με την ερμηνεία του άρθρου 295 EΚ που υποστήριξαν ορισμένοι, αλλά δεν είναι αυτή που εγώ υιοθετώ. Πάντως, οι διατάξεις κατά των οποίων βάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής δεν συνδέονται με τη διαμόρφωση της ιδιοκτησίας, είτε γενικώς είτε όσον αφορά την εταιρία Volkswagen θεωρουμένη μεμονωμένως.

55.      Δεν χωρεί αμφιβολία ότι τα τρία άρθρα του γερμανικού νόμου που βάλλονται εν προκειμένω βοηθούν όσους έχουν τον έλεγχο της εταιρίας να τον διατηρήσουν, μέσω τεχνικών του δικαίου των εταιριών χαρακτηριστικών της άμυνας του διοικητικού συμβουλίου επιχειρήσεως κατά των εχθρικών δημοσίων προσφορών αγοράς (33).

56.      Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, θεωρώ ότι το άρθρο 295 EΚ δεν μπορεί να νομιμοποιήσει τον νόμο Volkswagen, τόσο λόγω της ερμηνείας την οποία πάντοτε υποστήριξα όσο και λόγω των ερμηνευτικών κριτηρίων τα οποία περιορίζουν τη διάταξη αυτή στην προστασία της αυτονομίας των κρατών μελών όσον αφορά τη ρύθμιση των ιδιωτικών περιουσιακών σχέσεων.

 Β – Οι περιορισμοί στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων

1.      Προκαταρκτική διευκρίνιση

57.      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραβίασε την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, μολονότι στηρίζει αποκλειστικά την επιχειρηματολογία της στην παραβίαση της τελευταίας, πράγμα το οποίο φαίνεται λογικό λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας για τις ειδικές μετοχές, η οποία εστίασε κατ’ ουσίαν στο άρθρο 56 EΚ και ενδιαφέρθηκε επικουρικώς μόνο για το άρθρο 43 EΚ.

58.      Εμμένω στην άποψή μου ότι το φυσικό και κατάλληλο πλαίσιο στο οποίο πρέπει να εκτιμηθούν οι διάφοροι περιορισμοί που απορρέουν από την απολύτως αόριστη έννοια των «ειδικών μετοχών» είναι αυτό της ελευθερίας εγκαταστάσεως, διότι το κράτος μέλος που βάλλεται επιθυμεί συνήθως να ελέγξει, όταν χρησιμοποιεί εξουσίες παρεμβάσεως στον τρόπο κατανομής των μετοχών, τη διαμόρφωση της εταιρικής βουλήσεως των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων (είτε μέσω των παρεμβάσεων στον τρόπο κατανομής των μετοχών είτε σε σχέση με συγκεκριμένες διοικητικές πράξεις), πτυχή η οποία δεν σχετίζεται άμεσα με την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων (34).

59.      Εν τούτοις, οι εξουσίες αυτές μπορούν να έχουν επιπτώσεις στο δικαίωμα της ελεύθερης εγκαταστάσεως, το οποίο καθιστούν λιγότερο ενδιαφέρον, τόσον άμεσα, όταν αφορούν την πρόσβαση στο εταιρικό κεφάλαιο, όσο και έμμεσα, όταν το δικαίωμα αυτό καθίσταται λιγότερο ελκυστικό λόγω περιορισμών επί της ικανότητας διαθέσεως ή διαχειρίσεως των εταιρικών οργάνων (35). Αντιθέτως προς τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου (36), επιμένω ότι ο περιορισμός της ελεύθερης διακινήσεως κεφαλαίων που προκύπτει δεν είναι αναγκαίος, αλλά έχει επικουρικό χαρακτήρα. Έχω αναφέρει ότι αυτό ισχύει όσον αφορά τα μέτρα που ασκούν επιρροή στον τρόπο κατανομής των μετοχών, αλλά ισχύει εξίσου για τα μέτρα που περιορίζουν τη λήψη αποφάσεων εκ μέρους της εταιρίας (μεταβολή του εταιρικού σκοπού, διάθεση του ενεργητικού), όπως τα επίδικα εν προκειμένω μέτρα, των οποίων η σχέση με την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων είναι υποθετική ή ελάχιστα πιθανή (37).

60.      Εν πάση περιπτώσει, παρέλκει η διεξοδικότερη εξέταση του εσφαλμένου νομικού χαρακτηρισμού της προβαλλομένης παραβάσεως, που δεν συνεπάγεται μείζονες συνέπειες, στο μέτρο που το Δικαστήριο εκτιμά κατά τον ίδιο τρόπο τις δύο κοινοτικές ελευθερίες. Στη συνέχεια, προτείνω να υιοθετηθεί η μεθοδολογία του Δικαστηρίου προκειμένου να ερευνηθεί αν οι προβληθείσες παραβάσεις υφίστανται, εφόσον το άρθρο 295 EΚ δεν μπορεί να νομιμοποιήσει τον νόμο Volkswagen.

61.      Όπως διευκρίνισα, το Δικαστήριο εστίασε, επομένως, κατ’ επανάληψη στο άρθρο 56, παράγραφος 1, EΚ, το οποίο απαγορεύει τους περιορισμούς στις διακινήσεις κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών (38).

62.      Ελλείψει ορισμού της έννοιας των «κινήσεων κεφαλαίων» στη Συνθήκη ΕΚ, η νομολογία αναγνώρισε την ενδεικτική αξία της ονοματολογίας των κινήσεων κεφαλαίων που έχει προσαρτηθεί στην οδηγία 88/361/ΕΟΚ (39), δυνάμει της οποίας οι άμεσες επενδύσεις, δηλαδή η απόκτηση συμμετοχής σε επιχείρηση μέσω κατοχής μετοχών η οποία παρέχει τη δυνατότητα παρεμβάσεως στη διαχείριση και στον έλεγχό της, και οι έμμεσες επενδύσεις, όπως η απόκτηση τίτλων στην αγορά των κεφαλαίων που πραγματοποιείται με σκοπό τη χρηματοπιστωτική τοποθέτηση χωρίς πρόθεση επηρεασμού της διαχειρίσεως και του ελέγχου της επιχειρήσεως (που καλούνται επίσης επενδύσεις «χαρτοφυλακίου»), συνιστούν κινήσεις κεφαλαίων (40).

63.      Το Δικαστήριο μελέτησε τους δύο αυτούς τύπους ενεργειών και χαρακτήρισε ως «περιορισμούς», υπό την έννοια του άρθρου 56, παράγραφος 1, EΚ, τα εθνικά μέτρα τα οποία παρεμποδίζουν ή καθιστούν περίπλοκη την κτήση μετοχών των οικείων επιχειρήσεων ή αποτρέπουν τους επιχειρηματίες των άλλων κρατών μελών να επενδύσουν στο κεφάλαιο των εταιριών αυτών (41).

64.      Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εξετασθούν οι επίδικες διατάξεις του νόμου Volkswagen προκειμένου να καθοριστεί αν αυτές μπορούν να αποτελέσουν εμπόδια στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων υπό την έννοια του άρθρου 56, παράγραφος 1, EΚ. Εάν αυτό ισχύει, θα πρέπει να εξετασθούν οι ενδεχόμενοι δικαιολογητικοί λόγοι των εμποδίων αυτών (42).

2.      Ανάλυση της επίδικης νομοθεσίας

 Το δικαίωμα του ομοσπονδιακού κράτους και του ομόσπονδου κράτους να διορίζουν δύο μέλη του συμβουλίου εποπτείας της εταιρίας

i)      Παρουσίαση

65.      Για την Επιτροπή, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου Volkswagen, το οποίο χορηγεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στο ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας, καθόσον είναι μέτοχοι, τη δυνατότητα να διορίζουν έκαστο από δύο μέλη του συμβουλίου εποπτείας συνιστά παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου 101, παράγραφος 2, του νόμου περί ανωνύμων εταιριών, το οποίο απαιτεί να προβλέπεται το προνόμιο αυτό στο καταστατικό και να περιορίζεται στο ένα τρίτο του αριθμού των εκπροσώπων των μετόχων στο όργανο αυτό της εταιρίας που προβλέπει ο νόμος ή το καταστατικό, πράγμα το οποίο, στην περίπτωση της Volkswagen, θα κατέληγε στον διορισμό τριών μελών.

66.      Η Επιτροπή φρονεί ότι η διαμόρφωση αυτού του προνομίου στον νόμο Volkswagen περιορίζει την πιθανότητα αναμίξεως άλλων μετόχων στη διαχείριση και στον έλεγχο της εταιρίας, πράγμα το οποίο συνεπάγεται παραβίαση της ελεύθερης κινήσεως των κεφαλαίων σύμφωνα με τη νομολογία (43). Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι το ομοσπονδιακό κράτος μεταβίβασε όλες τις μετοχές του και, κατά συνέπεια, δεν ασκεί την εξουσία διορισμού και το γεγονός ότι ο αριθμός των εκπροσώπων του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Σαξονίας είναι ανάλογος ή ακόμη και κατώτερος προς το μερίδιο του εταιρικού κεφαλαίου που διαθέτει στερούνται σημασίας, διότι δεν εμποδίζουν την απονομή στο Δημόσιο ειδικών εξουσιών οι οποίες καθιστούν λιγότερο ελκυστικές τις επενδύσεις στη Volkswagen.

67.      Η Γερμανική Κυβέρνηση φρονεί ότι, λόγω της ιδιότητάς του ως οργάνου ελέγχου, το συμβούλιο εποπτείας (44) στερείται πραγματικής αποφασιστικής εξουσίας, εκτός από ορισμένες περιστάσεις κατά τις οποίες ο νόμος ή το καταστατικό προβλέπουν την επέμβασή του. Προσθέτει ότι ο αριθμός των εδρών στο όργανο αυτό διατηρεί ορθή σχέση προς τη συμμετοχή στο κεφάλαιο, εφόσον η εκπροσώπηση του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Σαξονίας είναι κατώτερη από το ποσοστό των μετοχών που ελέγχει. Τέλος, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής σχετικά με την τροχοπέδη στις επενδύσεις δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

ii)    Η εξέταση του ισχυρισμού

68.      Ερμηνευόμενο ορθώς, το δικαίωμα διορισμού των μελών του συμβουλίου εποπτείας, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 101, παράγραφοι 1 και 2, του γερμανικού νόμου για τις ανώνυμες εταιρίες, αναγνωρίζεται από το καταστατικό υπέρ ορισμένων μόνο μετόχων, επιτελεί διττή λειτουργία: τη λειτουργία της διευκολύνσεως της εκπροσωπήσεως, στο όργανο αυτό, των σημαντικών μετόχων της εταιρίας που επιθυμούν να μετάσχουν στη διαχείρισή της και τη λειτουργία της διατηρήσεως ορισμένων θέσεων για τους μετόχους της μειοψηφίας, εφόσον αυτός ο τύπος εντολοδόχων δεν μπορεί να συνιστά πλέον του τρίτου του αριθμού των εκπροσώπων των μετόχων (45).

69.      Η εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή για το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου Volkswagen αποκαλύπτει τον υπερβολικό χαρακτήρα των εξουσιών που διαθέτουν οι οικείες δημόσιες αρχές.

70.      Πράγματι, πρώτον, φαίνεται ότι ένας από τους λόγους που οδήγησαν στη σύνταξη του εν λόγω άρθρου 101 ήταν ακριβώς η βούληση να καταστούν οι επιφορτισμένες με την παροχή υπηρεσιών γενικού συμφέροντος εταιρίες προσιτές στην επιρροή των δημοσίων αρχών, χωρίς οι αρχές αυτές να χρειάζεται να αποκτήσουν το αναγκαίο κεφάλαιο (46). Τούτο ουδόλως δικαιολογεί τον νόμο Volkswagen και, αντιθέτως, καταδεικνύει την ασυνήθιστη φύση του, διότι το γεγονός της διατηρήσεως του περιεχομένου του τονίζει τον εξαιρετικό χαρακτήρα κανόνων που είναι επωφελείς για μία μόνον επιχείρηση.

71.      Δεύτερον, διαπιστώνεται επίσης ότι η επίδικη νομοθεσία απομακρύνεται από τη συνήθη ρύθμιση από τυπικής απόψεως, διότι η εξουσία διορισμού των μελών του συμβουλίου εποπτείας παρέχεται ex lege (47) και όχι από το καταστατικό, αλλά και από ουσιαστικής απόψεως, εφόσον το άρθρο 4, παράγραφος 1, επιφυλάσσει τέσσερις θέσεις επί συνόλου δέκα θέσεων που αντιστοιχούν στο κεφάλαιο σε δύο δημόσιους φορείς, πράγμα το οποίο αντιπροσωπεύει ποσοστό μεγαλύτερο του ανωτάτου ορίου του ενός τρίτου των θέσεων που προβλέπει το άρθρο 101, παράγραφος 2, του νόμου περί ανωνύμων εταιριών.

72.      Τελικώς, το αποκλειστικό αυτό προνόμιο του ομοσπονδιακού κράτους και του ομόσπονδου κράτους, το οποίο, αντίθετα προς το πνεύμα της ρυθμίσεως του κοινού δικαίου, είναι εντελώς διακριτό από το μέγεθος των αντιστοίχων συμμετοχών τους, περιορίζει και τις πιθανότητες για τους άλλους επενδυτές να επωφεληθούν από παρεμφερή πλεονεκτήματα και διαταράσσει έτσι τη συμμετρία μεταξύ της ισχύος του κεφαλαίου και των πιθανοτήτων διοικήσεως στην εταιρία (48). Ακόμη και ένας επιχειρηματίας ο οποίος θα αποκτούσε επαρκή εξουσία για να τροποποιήσει το καταστατικό και να καταργήσει τα άρθρα αυτά θα προσέκρουε στο εμπόδιο της τροποποιήσεως του νόμου, για την οποία είναι αναγκαία η συνδρομή του εθνικού κοινοβουλίου.

73.      Για τον λόγο αυτόν, μολονότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου Volkswagen θεωρείται ως lex specialis, δεν χωρεί αμφιβολία ότι αποτρέπει τους υποψηφίους από την κτήση σημαντικού αριθμού μετοχών της εταιρίας, διότι, στο συμβούλιο εποπτείας, αυτοί θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τέσσερις εκπροσώπους των δημοσίων αρχών, οι οποίοι ελέγχουν περιθωριακό ποσοστό μετοχών.

74.      Το ζήτημα αν οι προαναφερθείσες δημόσιες αρχές κάνουν χρήση των προνομίων τους δεν έχει σημασία στο πλαίσιο της εξετάσεως της παραβάσεως, διότι αρκεί το γεγονός ότι το εξαιρετικό δικαίωμα του ομοσπονδιακού κράτους και του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Σαξονίας να διορίζουν εκπροσώπους στο συμβούλιο εποπτείας της Volkswagen και το δικαίωμα παρεμβάσεως όταν την κρίνουν σκόπιμη δεν εξοβελίστηκαν από τη γερμανική έννομη τάξη.

75.      Κατά συνέπεια, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου Volkswagen συνιστά παράβαση του άρθρου 56 EΚ, υπό την επιφύλαξη των ενδεχομένων δικαιολογητικών λόγων, οι οποίοι, δεδομένου ότι είναι πανομοιότυποι για τις άλλες επίδικες διατάξεις, θα εξετασθούν κατά συντονισμένο τρόπο μετά την εξέταση των αιτιάσεων.

 β)     Η κωλύουσα μειοψηφία και ο περιορισμός των δικαιωμάτων ψήφου

i)      Παρουσίαση

76.      Στα έγγραφα του φακέλου, οι δύο αυτοί λόγοι παραβάσεως μελετήθηκαν χωριστά και εξετάσθηκαν από κοινού μόνο στο πλαίσιο του ελέγχου του αποτελέσματος του συνδυασμού των τριών επιδίκων διατάξεων. Πάντως, για λόγους που θα εκτεθούν κατωτέρω, φαίνεται εύλογο να αποτελέσουν αντικείμενο ενιαίας αναλύσεως.

77.      Στη χωριστή έρευνά της, η Επιτροπή αναφέρει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου Volkswagen εισάγει, με τον περιορισμό του δικαιώματος ψήφου στο ένα πέμπτο του κεφαλαίου, εξαίρεση από την αρχή «μία μετοχή, μία ψήφος» («one share, one vote»), χωρίς οι κάτοχοι των μετοχών να μπορούν να λάβουν θέση ως προς το θέμα αυτό. Προσθέτει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτή η άποψη περί του γενικού χαρακτήρα της εν λόγω τεχνικής περιορισμού των δικαιωμάτων ψήφου στις εταιρίες, πρέπει να γίνει αντιληπτή η διαφορά που υφίσταται μεταξύ της προτάσεως της εν λόγω δυνατότητας περιορισμού, όπως ισχύει στο πλαίσιο της γερμανικής έννομης τάξεως για τις εταιρίες που δεν είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο, και της επιβολής του περιορισμού αυτού σε εταιρία εκ του νόμου, όπως στην περίπτωση της Volkswagen.

78.      Η Επιτροπή συνεχίζει την ανάλυσή της με το άρθρο 4, παράγραφος 3, το οποίο αυξάνει σε άνω των τεσσάρων πέμπτων (80 %) του εταιρικού κεφαλαίου την απαιτούμενη πλειοψηφία για τη λήψη ορισμένων αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως, ενώ ο νόμος περί ανωνύμων εταιριών απαιτεί πλειοψηφία των τριών τετάρτων (75 %), πράγμα το οποίο παρέχει, επομένως, στο ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας τη δυνατότητα να αντιτάσσεται στις αποφάσεις αυτές και να τις εμποδίζει χάρη στην επαρκή μειοψηφία την οποία διαθέτει εξ αρχής. Υπογραμμίζει επίσης ότι αυτή η πλειοψηφία ποσοστού άνω των τεσσάρων πέμπτων δεν προέρχεται από την αυτονομία της βουλήσεως των μετόχων, αλλά θεσπίσθηκε από τον νομοθέτη προς αποκλειστικό όφελος των δημοσίων επενδυτών.

79.      Όσον αφορά το ζήτημα του περιορισμού που καθορίζει το άρθρο 2, παράγραφος 1, η Γερμανική Κυβέρνηση αρνείται την ύπαρξη συσχετισμού μεταξύ της συμμετοχής στο κεφάλαιο και του δικαιώματος ψήφου, επιβεβαιώνει τη συμβατική προέλευση της διατάξεως και επικαλείται την ελευθερία του νομοθέτη να θεσπίζει διατάξεις εταιρικού δικαίου διαφορετικές από το κοινό δίκαιο για ορισμένες επιχειρήσεις.

80.      Όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 3, η Γερμανική Κυβέρνηση επικαλείται την έλλειψη ορίου στον γερμανικό νόμο περί ανωνύμων εταιριών και εξηγεί το ποσοστό μετοχών που κατέχει το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας με τις διαδοχικές κτήσεις που πραγματοποίησε στην αγορά, όπως κάθε ιδιώτης επενδυτής.

81.      Όπως εξέθεσα ανωτέρω, προτιμώ να αναλύσω από κοινού τις δύο αυτές διατάξεις, διότι διεξοδικής εξετάσεως δεν χρήζουν οι διατάξεις αυτές θεωρούμενες μεμονωμένως, αλλά οι συνέπειές τους.

82.      Η Επιτροπή υποστηρίζει απλώς ότι, δεδομένου ότι οι τρεις κανόνες παραβιάζουν, έκαστος αφ’ εαυτού, τη Συνθήκη, οι κοινές συνέπειές τους ενισχύουν την παραβίαση αυτή.

83.      Αντιθέτως, η Γερμανική Κυβέρνηση, η οποία επικαλείται ένα νομολογιακό προηγούμενο (49), απαντά ότι δεν μπορεί να εντοπισθεί καμία παραβίαση της Συνθήκης προκύπτουσα από τους κανόνες αυτούς, θεωρούμενους μεμονωμένως ή από κοινού.

ii)    Εξέταση των ισχυρισμών

84.      Το ιστορικό της θεσπίσεως του νόμου Volkswagen καταδεικνύει ότι δημιουργήθηκε μια πολύ περίπλοκη νομική δομή για να αποκρυσταλλώσει μια συγκεκριμένη κατάσταση σε δεδομένη χρονική στιγμή (50). Είναι δύσκολο να ερμηνευθεί ο καθορισμός στο άνω του 80 % της αναγκαίας πλειοψηφίας για την έγκριση ορισμένων αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως, ενώ το κοινό δίκαιο απαιτεί πλειοψηφία μόνον της τάξεως του 75 %. Επιπλέον, ο περιορισμός της ασκήσεως των δικαιωμάτων ψήφου στο 20 % του εταιρικού κεφαλαίου συμπίπτει με το ποσοστό των μετοχών που έλεγχαν οι δύο θεσμικοί επενδυτές, το ομοσπονδιακό κράτος και το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας, κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του νόμου.

85.      Στην πράξη, κάθε υποψήφιος για την απόκτηση επαρκούς αριθμού μετοχών της επιχειρήσεως αυτής προκειμένου να έχει πρόσβαση στα όργανα διαχειρίσεως θα αντιληφθεί ευχερώς τα εμπόδια για την τροποποίηση καταστατικής διατάξεως, χωρίς να γίνεται μνεία της ανάγκης προσφυγής στον νομοθέτη για την τροποποίηση του νόμου προς την ηθελημένη κατεύθυνση.

86.      Θα αντιμετωπίσει, κατ’ αρχάς, σοβαρές αμφιβολίες κατά τον χρόνο της συγκεντρώσεως άνω του ενός πέμπτου του κεφαλαίου, διότι, πέραν του ορίου αυτού, θα στερηθεί του δικαιώματος ψήφου (51). Αλλά, ακόμη και αν επιτύχει να κινητοποιήσει τους μικρούς μετόχους, η κωλύουσα μειοψηφία του ομοσπονδιακού κράτους και του ομόσπονδου κράτους καθιστά μάταιη κάθε προσπάθεια τροποποιήσεως με ποσοστό άνω των τεσσάρων πέμπτων του εταιρικού κεφαλαίου κατά τη συνέλευση των μετόχων.

87.      Τέλος, ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι να διατηρηθεί το statu quo όσον αφορά τους μεγάλους μετόχους ab initio, δηλαδή το ομοσπονδιακό κράτος και το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας, πράγμα το οποίο ενισχύει τον πρώτο λόγο παραβάσεως σχετικά με την εκπροσώπηση των φορέων αυτών στο συμβούλιο εποπτείας.

88.      Πάντως, οι ιδιότητες του θεσπίσαντος το μέτρο που περιγράφηκε ανωτέρω δεν μπορούν να αποσιωπηθούν. Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι όλα τα εμπόδια στη διείσδυση μεγάλων μετόχων επιβάλλονται από τους ίδιους τους δημόσιους φορείς, κατόπιν της συμφωνίας του 1959 (της «Staatsvertrag»), μέσω ομοσπονδιακού νόμου.

89.      Η εθνική ρύθμιση, χωρίς να εισάγει δυσμενείς διακρίσεις, αποκρυσταλλώνει μια κατάσταση αντικειμενικώς ευνοϊκή για τους προαναφερθέντες δημόσιους φορείς, διότι ενισχύει τη θέση του ομοσπονδιακού κράτους και του ομόσπονδου κράτους εμποδίζοντας οποιαδήποτε συμμετοχή στη διαχείριση. Στις προστατευτικές αυτές συνέπειες έγκειται το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του νόμου Volkswagen το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, θίγει την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων. Αντικρούονται έτσι τα επιχειρήματα της Γερμανικής Κυβερνήσεως σχετικά με τη ρευστότητα της κυκλοφορίας των μετοχών της Volkswagen, που αφορούν επενδύσεις χαρτοφυλακίου και όχι επενδύσεις που πραγματοποιούνται ενόψει συμμετοχής στη διαχείριση της επιχειρήσεως.

90.      Οι δυσχέρειες που αντιμετώπισαν οι επενδυτές που δεν μετείχαν στην αρχική συμφωνία είναι προφανείς και θα διαρκέσουν, τουλάχιστον δυνητικά, εφόσον θα υφίστανται οι επίδικες διατάξεις. Η κατάσταση, η οποία, de facto, είναι ασυμβίβαστη προς το κοινοτικό δίκαιο, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με την πώληση των συμμετοχών του ομόσπονδου κράτους, που είναι τώρα ο μοναδικός δημόσιος επενδυτής, διότι η νομοθεσία η οποία καθιστά δυνατή την ύπαρξη της καταστάσεως αυτής συμβάλλει στη διαιώνιση της εξουσίας του περιφερειακού γερμανικού φορέα, όπως κατέδειξαν τα σαράντα τελευταία έτη.

91.      Η τακτική που υιοθετήθηκε αποκτά έτσι ιδιαίτερη σημασία αποκαλύπτοντας τη δημόσια ταυτότητα των δημιουργών της, εφόσον καταδεικνύει τον χαρακτήρα «εθνικού μέτρου» του νόμου Volkswagen υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου το οποίο αποφαίνεται υπό το πρίσμα του άρθρου 56 EΚ, αλλά δεν παρέχει τη δυνατότητα συναγωγής άλλων συνεπειών ή, ειδικότερα, του συμπεράσματος ότι, ελλείψει της ρυθμίσεως αυτής, θα ετίθετο εν αμφιβόλω το κύρος των διατάξεων των καταστατικών που έχουν το ίδιο περιεχόμενο με τους επίδικους εν προκειμένω κανόνες.

92.      Κατά συνέπεια, ο εν λόγω χαρακτήρας κρατικού μέτρου ικανού να αποτρέψει τους επενδυτές να συγκεντρώσουν το αναγκαίο κεφάλαιο για να μετάσχουν στη διαχείριση της επιχειρήσεως υποδηλώνει ότι τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 3, του νόμου Volkswagen παραβιάζουν την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων υπό την έννοια του άρθρου 56, παράγραφος 1, EΚ.

3.      Οι ενδεχόμενοι δικαιολογητικοί λόγοι της παραβάσεως

 α)     Παρουσίαση

93.      Επειδή η Γερμανική Κυβέρνηση προέβαλε, επικουρικώς, σειρά επιχειρημάτων βασιζομένων στην υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος, πρέπει να εξετασθούν προσεκτικά υπό το πρίσμα του άρθρου 58 EΚ και της νομολογίας.

94.      Πράγματι, το Δικαστήριο έχει δεχθεί κατ’ επανάληψη εθνικό περιορισμό στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, για τους λόγους που εκτίθενται στο άρθρο 58 EΚ ή για άλλους επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (52), καθόσον δεν υπάρχει κοινοτικό μέτρο εναρμονίσεως το οποίο να προβλέπει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της προστασίας των συμφερόντων αυτών (53), εφόσον απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν το επιθυμητό επίπεδο προστασίας τέτοιων θεμιτών συμφερόντων και τον τρόπο επιτεύξεως του επιπέδου αυτού. Πάντως, κατά την επιδίωξη αυτή, τα κράτη μέλη οφείλουν να ενεργούν εντός των ορίων που έχει θέσει η Συνθήκη και να τηρούν, ιδίως, την αρχή της αναλογικότητας (54).

95.      Εν προκειμένω, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το ιδιαίτερο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο καταρτίσθηκε ο επίδικος νόμος και τους σκοπούς κοινωνικής, περιφερειακής, οικονομικής και βιομηχανικής πολιτικής που ενέπνευσαν τον νομοθέτη.

96.      Η Επιτροπή, αφού απέρριψε τη σημασία των θεωρήσεων ιστορικού χαρακτήρα που προέβαλε η καθής, αμφισβητεί ότι με τον επίδικο νόμο επιτυγχάνονται όλοι αυτοί οι στόχοι.

 γ)     Η εξέταση των ισχυρισμών

97.      Η κριτική που ασκείται κατά επίδικων διατάξεων του νόμου Volkswagen δεν αμαυρώνει την επιτυχία της επιχειρήσεως, η οποία είναι εντυπωσιακή αν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκε, σε εργαστήρια που σχεδόν ερειπώθηκαν κατόπιν των βομβαρδισμών. Η αποτελεσματικότητα, η ακρίβεια, η ευελιξία (55) και ο δυναμισμός που επέδειξε είναι παράδειγμα επιμονής και βουλήσεως επιτυχίας άξιο επαίνων. Αλλά οι μεταβολές που γνώρισε η Ευρώπη κατόπιν της ενισχύσεως της διαδικασίας ολοκληρώσεως που ξεκίνησε με τις συνθήκες της Ρώμης επιβάλλουν προσαρμογή της επιχειρήσεως αυτής στις αλλαγές.

98.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να παραδεχθώ την κατάπληξή μου όταν διαπίστωσα ότι γίνεται επίκληση του γενικού συμφέροντος για να προστεθεί ένας κανόνας που θεσπίστηκε προς αποκλειστικό όφελος μίας και μόνον επιχειρήσεως, σε συμφωνία με την άποψη μερίδας της θεωρίας για την οποία η δημόσια πτυχή της δραστηριότητας των μεγάλων επιχειρήσεων είναι ιδιαιτέρως σημαντική και, ελλείψει κάθε ελέγχου από πλευράς του εταιρικού δικαίου, ένα σύστημα νομικών εγγυήσεων πρέπει να διαμορφώνεται προκειμένου να εξασφαλίσει την ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος ως προς όλες τις πτυχές του, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις αυτές (56).

99.      Όσον αφορά τους προβαλλόμενους δικαιολογητικούς λόγους, επιβάλλεται η ακόλουθη διαπίστωση: πρώτον, τα γεγονότα που επικαλείται η Γερμανική Κυβέρνηση αποδεικνύουν ότι συνέτρεχαν επείγοντες λόγοι να ρυθμιστούν οι εντάσεις σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς εταιρίας όπως η Volkswagen, αλλά δεν νομιμοποιούν τις τρεις επίδικες διατάξεις οι οποίες, όπως προανέφερα, δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των μετοχών υπό την αυστηρή έννοια του όρου.

100. Δεύτερον, το γεγονός ότι γίνεται επίκληση των συμφερόντων των εργαζομένων είναι εντελώς απατηλό, διότι η ίδια η Γερμανική Κυβέρνηση εξέθεσε, κατ’ αρχάς, ότι η επιθυμία της να ελέγξει την εταιρία ελήφθη υπόψη μέσω της δημιουργίας του ιδρύματος Volkswagen και, κατά συνέπεια, ο νόμος δεν έχει καμία επίπτωση, έστω και έμμεση, στις προσδοκίες των εργαζομένων αυτών. Αφετέρου, η εμπλοκή των μισθωτών στη διοίκηση της επιχειρήσεως μέσω της συνδιαχειρίσεως, ακόμη και αν απαιτεί νομοθετική παρέμβαση, δεν προϋποθέτει την παγίωση της ενισχυμένης θέσεως των δημοσίων οργανισμών από τον επίδικο νόμο.

101. Τρίτον, είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό γιατί η προστασία των μειονοτήτων πρέπει να στηρίζεται στη μονιμότητα των μεγάλων μετόχων. Οι επίδικοι κανόνες δεν παρέχουν καμία πρόσθετη εγγύηση.

102. Τέλος, πρέπει να μη ληφθούν υπόψη οι στόχοι βιομηχανικής, οικονομικής και περιφερειακής πολιτικής (57), διότι δεν είναι συμβατοί με κανόνα ο οποίος διαμορφώθηκε για μία και μόνον εταιρία. Η Γερμανική Κυβέρνηση συγχέει το γενικό συμφέρον με το δικό της και με το συμφέρον του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Σαξονίας για την καλή πορεία της επιχειρήσεως, τα οποία είναι θεμιτά και κατανοητά λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους της εταιρίας, η οποία απασχολεί μεγάλο αριθμό μισθωτών και κατέχει εργοστάσια διασπαρμένα σε όλη τη χώρα. Εν πάση περιπτώσει, από τον νόμο Volkswagen δεν απορρέει ούτε αποδεικνύεται ότι τα επίδικα άρθρα παρέχουν ακριβώς τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης επιτεύξεως των στόχων αυτών.

103. Η Γερμανική Κυβέρνηση επιχειρεί να δικαιολογήσει τους περιορισμούς στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων που απορρέουν από τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου Volkswagen με άκρως γενικά και αφιστάμενα της πραγματικότητας επιχειρήματα τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην έννοια των επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος και πρέπει, επομένως, να απορριφθούν.

 Γ – Η παράβαση του άρθρου 43 ΕΚ

104. Η Επιτροπή δεν διατύπωσε καμία ειδική αιτίαση ως προς την ασυμβατότητα μεταξύ του νόμου Volkswagen και του άρθρου 43 EΚ, ενδεχομένως για να παραμείνει πιστή στη νομολογία, η οποία, στις υποθέσεις εκείνες, εστίασε στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων.

105. Πράγματι, με πολλές αποφάσεις έχει κριθεί ότι, στις υποθέσεις εκείνες, οι περιορισμοί στην ελευθερία εγκαταστάσεως είναι η άμεση συνέπεια της παρακωλύσεως της ελεύθερης διακινήσεως των κεφαλαίων, με την οποία συνδέονται άρρηκτα, και ότι, επομένως, δεδομένου ότι διαπιστώθηκε η παράβαση του άρθρου 56 ΕΚ, παρέλκει η περαιτέρω ανάλυση υπό το πρίσμα των κανόνων της Συνθήκης σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως (58).

VI – Επί των δικαστικών εξόδων

106. Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατ’ ουσίαν ηττήθηκε και η Επιτροπή υπέβαλε σχετικό αίτημα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

VII – Πρόταση

107. Υπό το πρίσμα των προηγουμένων σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)         Να διαπιστώσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, διατηρώντας σε ισχύ τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου σχετικά με τη μεταφορά στον ιδιωτικό τομέα των μεριδίων της Volkswagenwerk GmbH, της 21ης Ιουλίου 1960, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56, παράγραφος 1, EΚ.

2)         Να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2 – Άσκησε το λειτούργημα αυτό μεταξύ 1949 και 1963, έτος κατά το οποίο διαδέχθηκε τον Konrad Adenauer στη θέση του καγκελαρίου.


3 – Ομάδα καθηγητών που συγκροτήθηκε γύρω από τους Walter Eucken, Franz Böhm, Hans Grossmann-Doerth και Leonard Miksch οι οποίοι, αντιδρώντας στον εθνικοσοσιαλισμό, επέμεναν στην ιδέα της ελευθερίας έναντι του ολοκληρωτισμού, όχι μόνο στον τομέα της οικονομίας αλλά και σε άλλες πτυχές του βίου· Hildebrand, D., TheroleofEconomicAnalysisentheECCompetitionRules, Kluwer, 1998, Χάγη, σ. 184 έως 187.


4 – Πράγματι, το Volkswagen εμφανίστηκε σε πολλά έργα λαϊκής τέχνης και υπήρξε ο ήρωας ταινίας του Walt Disney, Κατσαριδάκι, αγάπη μου, την οποία γύρισε το 1968 ο Robert Stevenson και η οποία είχε ως τίτλο Ahí vaesebólido στην Ισπανία, Unamourdecoccinelle στη Γαλλία και EintollerKäfer στη Γερμανία, όπου γνώρισε εξαιρετική επιτυχία προσελκύοντας πέντε εκατομμύρια θεατές κατά τη διάρκεια των οκτώ πρώτων μηνών εκμεταλλεύσεως. Το έργο αυτό ακολούθησε σειρά ταινιών και τηλεταινιών με αποκορύφωμα, το 2005, την ταινία Lacoccinellerevient, την οποία σκηνοθέτησε η Angela Robinson.


5 – Ιστορία της Volkswagen δημοσιεύθηκε ήδη το 1958, στην αγγλική γλώσσα, στην αμερικανική αγορά: Nitske, W. R., TheamazingPorscheandVolkswagenstory, Comet Press Books, Νέα Υόρκη.


6 – Νόμος σχετικά με τη μεταφορά στον ιδιωτικό τομέα των μεριδίων της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης Volkswagenwerk GmbH, της 21ης Ιουλίου 1960 (BGBl. I, σ. 585 και BGBl. III, σ. 641-1-1), τροποποιηθείς στις 6 Σεπτεμβρίου 1965 (BGBl. I, σ. 461) και στις 31 Ιουλίου 1970 (BGBl. I, σ. 1149).


7 – Της 6ης Σεπτεμβρίου 1965 (BGBl. I, σ. 1089).


8 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης (ΕΕ L 178, σ. 5).


9 – Σημείο I.2 του παραρτήματος.


10 – Σημείο III.A.1 του παραρτήματος.


11 – Ο Αδόλφος Χίτλερ εξάγγειλε το σχέδιο αυτό επ’ ευκαιρία του λόγου που εκφώνησε για τα εγκαίνια της εκθέσεως αυτοκινήτου του 1934, στο Βερολίνο.


12 – Ferdinand Porsche, γιος φανοποιού, γεννήθηκε στο Maffersdorf-an-der-Neisse (σήμερα Vratislavice nad Nisou, Τσεχική Δημοκρατία) στις 3 Σεπτεμβρίου 1875. Την εποχή εκείνη, η πόλη αυτή της Βοημίας αποτελούσε τμήμα της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, αλλά, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πολιτικός χάρτης της Ευρώπης εξελίχθηκε και ο Porsche έγινε Τσέχος πολίτης. «Ο μεγαλύτερος Γερμανός κατασκευαστής αυτοκινήτων», κατά τη διατύπωση του Χίτλερ, δεν μπορούσε να διατηρήσει την ιθαγένεια αυτή και το ζήτημα διευθετήθηκε με τον πρόξενο της Τσεχοσλοβακίας στη Στουτγκάρδη προκειμένου ο Porsche να αποκτήσει, αφού παραιτηθεί από την καταγωγή του, τη γερμανική ιθαγένεια· Parvulesco, C., Coccinelle. Triomphe de la voiture populaire, ETAI, Boulogne-Billancourt, 2006, σ. 18.


13 – Parvulesco, C., ανωτέρω, σ. 17 και 18.


14 – Parvulesco, C., ανωτέρω, σ. 26.


15 – Πληροφοριακά στοιχεία διαθέσιμα στον δικτυακό τόπο http://es.wikipedia.org/wiki/Volkswagen.


16 – Αριθμός που προβλήθηκε από τη Γερμανική Κυβέρνηση.


17 – Parvulesco, C., ανωτέρω, σ. 27.


18 – Oι επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν τον Απρίλιο, τον Ιούνιο και τον Αύγουστο του 1944.


19 – Την ημερομηνία εκείνη, είχαν κατασκευαστεί για τους συμμάχους 110 Kübelwagen (ο στρατιωτικός προκάτοχος του Volkswagen που καλούνταν «σκαραβαίος»), με πλεονασματικά εξαρτήματα.


20 – Κατά τον Momsen, H., «Das Volkswagenwerk und die “Stunde Null”: Kontinuität und Diskontinuität», στον δικτυακό τόπο http://www.dhm.de/ausstellungen/aufbau_west_ost, απολύθηκε κατόπιν της εκστρατείας που κινήθηκε για να καταργηθεί κάθε εθνικοσοσιαλιστικό ίχνος από τα εργαστήρια της Volkswagen.


21 – Το 1955, ο εκατομμυριοστός σκαραβαίος εξήλθε από τα εργοστάσια και, το 1972, είχαν πωληθεί άνω των δεκαπέντε εκατομμυρίων οχημάτων. Την εποχή εκείνη, ένας Αμερικάνος συγγραφέας επιχείρησε να επωφεληθεί από τη δημοτικότητα του γερμανικού αυτού αυτοκινήτου περιλαμβάνοντας το όνομά του στον τίτλο ενός μυθιστορήματος: Woods, E., YellowVolkswagen, Greywood Publishing Ltd., Τορόντο, 1971.


22 – Vertrag über die Regelung der Rechtsverhältnisse bei der Volkswagenwerk Gesellschaft mit beschränkter Haftung und über die Einrichtung einer Stiftung Volkswagenwerk.


23 – Μέσω του νόμου για τη ρύθμιση της νομικής καταστάσεως της Volkswagenwerk GmbH (Gesetz über die Regelung der Rechtsverhältnisse der Volkswagenwerk GmbH· BGBl. I, σ. 301).


24 – Μέσω του προπαρατεθέντος νόμου Volkswagen.


25 – Αποφάσεις της 23ης Μαΐου 2000, C-58/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2000, σ. I-3811)· της 4ης Ιουνίου 2002, C-367/98, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2002, σ. I-4731), C-483/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2002, σ. I-4781, και C-503/99, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2002, σ. I-4809)· της 13ης Μαΐου 2003, C-463/00, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2003, σ. I-4581), και C-98/01, πιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 2003, σ. I-4641). Μετά την κατάθεση της προσφυγής, το Δικαστήριο εξέδωσε τις αποφάσεις της 2ας Ιουνίου 2005, C-174/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2005, σ. I-4933), και της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, C-282/04, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2006, σ. Ι-9141).


26 – Maurer, H., AllgemeinesVerwaltungsrecht, C.H. Beck, 12η αναθεωρημένη και επηυξημένη έκδοση, Μόναχο, 1999, σ. 352 επ.


27 – Προτάσεις που ανέπτυξα στις 3 Ιουλίου 2001.


28 – Προτάσεις που ανέπτυξα στις 6 Φεβρουαρίου 2003.


29 – Απόφαση της 6ης Ιουλίου 1982, 188 έως 190/80, Γαλλία, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1982, σ. 2545, σκέψη 21).


30 – Βλ. προτάσεις μου στις υποθέσεις C-367/98, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C-483/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, και C-503/99, Επιτροπή κατά Βελγίου, προπαρατεθείσες, σημεία 54 και 55. Βλ. και προτάσεις μου στις υποθέσεις C-463/00, Επιτροπή κατά Ισπανίας, και C-98/01, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προπαρατεθείσες, σημεία 56 και 57.


31 – Αποφάσεις Επιτροπή κατά Ισπανίας και Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προπαρατεθείσες· Επιτροπή κατά Ιταλίας και Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, προπαρατεθείσες.


32 – Βλ. προτάσεις μου στις υποθέσεις C-367/98, C-483/99 και C-503/99, σημείο 62.


33 – Όσον αφορά τους περιορισμούς στα δικαιώματα ψήφου, βλ. Kübler, F., Gesellschaftsrecht, 5η αναθεωρημένη και επηυξημένη έκδοση, C.F. Müller, Heidelberg, 1998, σ. 199. Βλ. και Krause, H., «Von “goldenen Aktien”, dem VW-Gesetz und der Übernahmerichtlinie», Neue Juristische Wochenschrift, αριθ. 38/2000, σ. 2749.


34 – Προτάσεις στις υποθέσεις Επιτροπή κατά Ισπανίας και Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προπαρατεθείσες, σημείο 36.


35 – Velasco San Pedro, L. A. και Sánchez Felipe, J. M., «La libertad de establecimiento de las sociedades en la UE. El Estado de la cuestión después de la SE», Revista de derecho de sociedades, αριθ. 19, 2002-2, σ. 31.


36 – Αποφάσεις Επιτροπή κατά Πορτογαλίας και Επιτροπή κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσες, σκέψη 56. Bλ. και απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, προπαρατεθείσα, σκέψη 43.


37 – Bλ. προτάσεις στις υποθέσεις Επιτροπή κατά Ισπανίας και Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προπαρατεθείσες, σημείο 36.


38 – Bλ., για παράδειγμα, αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα, σκέψεις 35 και 40, και Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 38 και 43.


39 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για την εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης [άρθρο καταργηθέν με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ] (ΕΕ L 178, σ. 5).


40 – Αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 1999, C-222/97, Trummer και Mayer (Συλλογή 1999, σ. Ι-1661, σκέψη 21)· Επιτροπή κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα, σκέψεις 36 και 37, και Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψεις 39 και 40.


41 – Αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 41· C-174/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας, προπαρατεθείσα, σκέψεις 30 και 31· και της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-265/04, Bouanich (Συλλογή 2006, σ. Ι-923, σκέψεις 34 και 35).


42 – Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις Επιτροπή κατά Βελγίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 42 έως 55· και Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, προπαρατεθείσα, σκέψεις 32 έως 40.


43 – Αποφάσεις Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προπαρατεθείσα, σκέψη 44· Επιτροπή κατά Βελγίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 39 έως 41· και Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, προπαρατεθείσα, σκέψεις 44 έως 46. Στην τελευταία αυτή απόφαση, το Δικαστήριο ερμήνευσε τη σιωπή της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως ως αποδοχή, σιωπηρή αναγνώριση της παραβάσεως και προέβη στην εξέταση των ενδεχομένων δικαιολογητικών λόγων. Έχω ήδη ασκήσει κριτική της εν λόγω μεθόδου στις προτάσεις μου στις υποθέσεις C-367/98, C-483/99 και C-503/99, προπαρατεθείσες, σημείο 76, καλώντας το Δικαστήριο να προβεί σε αυτεπάγγελτο έλεγχο της παραβάσεως, διότι αμφιβάλλω ότι το κοινοτικό συμφέρον που στηρίζει αυτό τον τύπο προσφυγής συνάδει προς την αρχή της ελεύθερης διαθέσεως του ενδίκου βοηθήματος.


44 – Που διέπεται από τα άρθρα 95 έως 116 του γερμανικού νόμου περί ανωνύμων εταιριών.


45 – Kübler, ανωτέρω, σ. 190.


46 – Όπ.π.


47 – Εάν ένα τέτοιο άρθρο είχε εισαχθεί στο καταστατικό της εταιρίας Volkswagen, όχι όμως στον νόμο Volkswagen, η θέσπιση του Aktiengesetz του 1965 θα είχε προκαλέσει την ακυρότητα του άρθρου αυτού. Η διευκρίνιση σχετικά με τη διατήρηση σε ισχύ του άρθρου 4, παράγραφος 1, παρέσχε, επομένως, τη δυνατότητα να επιλυθεί το πρόβλημα της ασυμβατότητας με το άρθρο 101 του νόμου περί ανωνύμων εταιριών.


48 – Sander, F., «Volkswagen vor dem EuGH – der Schutzbereich der Kapitalverkehrsfreiheit am Scheideweg», Europäische Zeitschrift für Wirtschaftsrecht (EuZW), αριθ. 4/2005, σ. 109.


49 – Απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, C-6/03, Deponiezweckverband Eiterköpfe (Συλλογή 2005, σ. I-2753, σκέψη 55).


50 – Μία ένδειξη της προτιμησιακής μεταχειρίσεως που ο νόμος επιφυλάσσει στη Volkswagen απορρέει από την κατάργηση, το 1998, του περιορισμού των δικαιωμάτων ψήφου στις εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρίες που προκύπτει από τη θέσπιση, στη Γερμανία, του προαναφερθέντος νόμου για τον έλεγχο και τη διαφάνεια στον τομέα των επιχειρήσεων ο οποίος σκοπούσε σαφώς την επαναφορά της αναλογικότητας μεταξύ του κεφαλαίου και της ασκήσεως του δικαιώματος ψήφου, όπως αναφέρει ο Fernández Pérez, N., Laprotecciónjurídicadelaccionistainversor, Aranzadi, Navarre, 2000, σ. 224. Οι αιτιολογικές σκέψεις του νόμου αυτού του 1998 ελάμβαναν ως αφετηρία την αρχή ότι οι περιορισμοί στο δικαίωμα ψήφου αποθαρρύνουν την αγορά των κεφαλαίων· Ruge, R., «Goldene Aktien und EG-Recht», EuropäischeZeitschriftfürWirtschaftsrecht (EuZW), αριθ. 14/2002, σ. 424.


51 – Sołtysiński, S., «The rise and fall of the golden share concept in privatised companies», in Demaret, P./Govaere, I./Hanf, D. (coordinateurs), 30 ansd'étudesjuridiqueseuropéennesauCollèged’Europe, Μπρυζ, 2005, σ. 329, αναφέρει την πολύ διαδεδομένη ιδέα ότι οι περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος ψήφου θέτουν σημαντικότερους φραγμούς στην ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων από τους φραγμούς που προκύπτουν από τις ειδικές μετοχές, οι οποίες βρίσκονται σε παρακμή.


52 – Αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C-319/02, Μanninen (Συλλογή 2004, σ. Ι-7477, σκέψη 29) και Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, προπαρατεθείσα, σκέψη 32.


53 – Απόφαση της 15ης Ιουνίου 2006, C-255/04, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2006, σ. I-5251, σκέψη 43) και η προπαρατεθείσα νομολογία.


54 – Αποφάσεις Επιτροπή κατά Βελγίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 45, και Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, προπαρατεθείσα, σκέψη 33.


55 – Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς την πολλαπλή λειτουργικότητα του «σκαραβαίου». Εκτός της προσαρμοστικότητάς του που παρέχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε στρατιωτικό όχημα, τροποποιήθηκε επίσης για να σκιαγραφήσει πρωτότυπα χρηστικών οχημάτων, τροχόσπιτων, ακόμη και ασθενοφόρων και πυροσβεστικών οχημάτων. Ενέπνευσε τη δημιουργικότητα άλλων μηχανικών, όπως οι Karmann, Hebmüller ή Rometsch οι οποίοι σχεδίασαν τολμηρές παραλλαγές του πρωτοτύπου οι οποίες απέκτησαν μεγάλο κύρος (Seume, K. και Shall, B., VolkswagenBeetleCoachbuiltsandcabriolets 1940-1960, Bay View Books Ltd., Devon, 1993, σ. 70 επ.). Μια άλλη απόδειξη της ευελιξίας των Volkswagen παρέχει το μοντέλο το οποίο, κατόπιν προσωπικής παραγγελίας, κατασκευάστηκε για τον αυτοκράτορα της Αβησσυνίας Hailé Sélassié I (ο οποίος βασίλευσε στην Αιθιοπία μεταξύ του 1930 και του 1974), με καθίσματα που έφεραν ταπετσαρία από δέρμα λεοπάρδαλης (όπ.π., σ. 10).


56 – Reich, N., Mercado y derecho (Teoría y práxis del derecho económico en la República Federal Alemana), ισπανική έκδοση του Antoni Font, Ariel, Βαρκελώνη, 1985, σ. 284.


57 – Η απόφαση της 6ης Ιουνίου 2000, C-35/98, Verkooijen (Συλλογή 2000, σ. I-4071, σκέψη 48), έκρινε ότι δεν ασκούν επιρροή.


58 – Αποφάσεις Επιτροπή κατά Ισπανίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 86, και Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, προπαρατεθείσα, σκέψη 43.