Language of document : ECLI:EU:C:2010:774

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 16ης Δεκεμβρίου 2010 (*)

«Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων – Μέτρο τοπικής δημόσιας αρχής με το οποίο πρόσβαση στα coffee shops παρέχεται μόνο στους κατοίκους Κάτω Χωρών – Εμπορία των λεγόμενων “μαλακών” ναρκωτικών – Εμπορία μη οινοπνευματωδών ποτών και εδεσμάτων – Σκοπός καταπολεμήσεως του ναρκοτουρισμού και των οχλήσεων που αυτός συνεπάγεται – Δημόσια τάξη – Προστασία της δημόσιας υγείας – Συνοχή – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση C‑137/09,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, υποβληθείσα από το Raad van State (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 8ης Απριλίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Απριλίου 2009, στο πλαίσιο της δίκης

Marc Michel Josemans

κατά

Burgemeester van Maastricht,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev, A. Rosas (εισηγητή), A. Ó Caoimh και P. Lindh, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Απριλίου 2010,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        ο Μ. Μ. Josemans, εκπροσωπούμενος από τον A. Beckers, advocaat,

–        ο Burgemeester van Maastricht, εκπροσωπούμενος από τον S. A. R. Lely, advocaat,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Wissels και M. Noort και τον J. Langer,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη C. Pochet και τον L. Goossens,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Lumma και J. Möller,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Belliard, τον G. de Bergues και την A. Czubinski,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. van Vliet και I. Rogalski,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 12 ΕΚ, 18 ΕΚ, 29 ΕΚ και 49 ΕΚ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του M. Μ. Josemans, ο οποίος εκμεταλλεύεται το coffee shop Easy Going, και του Burgemeester van Maastricht (Δημάρχου του Μάαστριχτ) επειδή ο τελευταίος διέταξε το προσωρινό κλείσιμο του σχετικού καταστήματος αφότου διαπιστώθηκε δύο φορές ότι πρόσωπα που δεν κατοικούν στις Κάτω Χώρες έγιναν στο κατάστημα αυτό δεκτά παρά τις διατάξεις που ισχύουν στον δήμο αυτόν.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η ρύθμιση της Ένωσης

3        Η ανάγκη καταπολεμήσεως των ναρκωτικών, ιδίως δε με καταστολή της παράνομης διακινήσεώς τους και αποτροπή της καταναλώσεως ναρκωτικών καθώς και της τοξικομανίας, έχει αναγνωριστεί σε διάφορες πράξεις της Ένωσης.

4        Η απόφαση-πλαίσιο 2004/757/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2004, για τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των εγκλημάτων και τις ποινές που ισχύουν στον τομέα της παράνομης διακινήσεως ναρκωτικών (ΕΕ L 335, σ. 8), εκθέτει, στην πρώτη αιτιολογική της σκέψη, ότι η διακίνηση ναρκωτικών συνιστά απειλή για την υγεία, την ασφάλεια και την ποιότητα της ζωής των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και για τη νόμιμη οικονομία, τη σταθερότητα και την ασφάλεια των κρατών μελών.

5        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της αποφάσεως-πλαισίου 2004/757, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να τιμωρούνται ποινικώς οι ακόλουθες εκ προθέσεως πράξεις όταν τελούνται χωρίς να υπάρχει σχετικό δικαίωμα: η παραγωγή, η κατασκευή, η εκχύλιση, η παρασκευή, η προσφορά, η διάθεση προς πώληση, η διανομή, η πώληση, η παράδοση υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, η μεσιτεία, η αποστολή, η διαμετακόμιση, η μεταφορά, η εισαγωγή ή η εξαγωγή ναρκωτικών. Στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού διευκρινίζεται ότι οι πράξεις που περιγράφονται στην παράγραφο 1 δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου όταν τελούνται από τους δράστες τους με αποκλειστικό σκοπό την προσωπική τους κατανάλωση όπως την ορίζει η νομοθεσία της ημεδαπής.

6        Κατά το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ προσαρτήθηκε στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στο εξής: πρωτόκολλο), δεκατρία κράτη μέλη της Ένωσης, ένα εκ των οποίων είναι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εξουσιοδοτούνται να θεσπίσουν, εντός του νομικού και θεσμικού πλαισίου της Ένωσης καθώς και των Συνθηκών ΕΕ και ΕΚ, στενότερη συνεργασία μεταξύ τους στο πεδίο ισχύος του κεκτημένου του Σένγκεν, όπως τούτο ορίζεται στο παράρτημα του εν λόγω πρωτοκόλλου.

7        Η Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ενώσεως Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19), η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν (Λουξεμβούργο) στις 19 Ιουνίου 1990, ανήκει στο κεκτημένο του Σένγκεν όπως τούτο έχει οριστεί.

8        Το άρθρο 71, παράγραφος 1, της Συμβάσεως αυτής ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν τη δέσμευση, όσον αφορά την άμεση ή έμμεση διάθεση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών οποιασδήποτε μορφής, περιλαμβανομένης της ινδικής καννάβεως, καθώς και την κατοχή των προϊόντων και ουσιών αυτών με σκοπό τη διάθεση ή την εξαγωγή τους, να λάβουν, σε συμφωνία με τις υφιστάμενες Συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών, όλα τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη και την καταστολή της παράνομης διακινήσεως ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών.

9        Στις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου αυτού, διευκρινίζονται τα διάφορα μέτρα που τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν τη δέσμευση να λάβουν στο πλαίσιο της προλήψεως και της καταστολής ειδικά της παράνομης εξαγωγής και εισαγωγής ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, περιλαμβανομένης της καννάβεως, καθώς και στο πλαίσιο της πωλήσεως, της προμήθειας και της παραδόσεως των εν λόγω προϊόντων και ουσιών. Κατά την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, τα συμβαλλόμενα μέρη θα λάβουν κάθε δυνατό μέτρο για την πρόληψη και καταπολέμηση των αρνητικών συνεπειών της παράνομης ζητήσεως ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών.

10      Ορισμένες πράξεις της Ένωσης, όπως το ψήφισμα του Συμβουλίου της 29ης Νοεμβρίου 1996 για την αντιμετώπιση του ναρκοτουρισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ C 375, σ. 3) και η κοινή δράση της 17ης Δεκεμβρίου 1996 που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών και των πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της τοξικομανίας και για την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης διακινήσεως ναρκωτικών (ΕΕ L 342, σ. 6), αφορούν ρητώς την καταπολέμηση του ναρκοτουρισμού.

11      Η Ένωση είναι μέρος της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης εμπορίας ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, η οποία συνήφθη στη Βιέννη στις 20 Δεκεμβρίου 1988 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1582, αριθ. 1-27627). Κατά τη δήλωση που προσαρτάται στην απόφαση 90/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 1990, σχετικά με τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης εμπορίας ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (ΕΕ L 326, σ. 56), η Κοινότητα είναι αρμόδια όσον αφορά την εμπορική πολιτική για τις ουσίες που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών.

 Η εθνική ρύθμιση

12      Κατά τον νόμο του 1976 περί ναρκωτικών ουσιών (Opiumwet 1976), απαγορεύονται η κατοχή, η εμπορία, η καλλιέργεια, η μεταφορά, η παρασκευή, η εισαγωγή και η εξαγωγή ναρκωτικών, περιλαμβανομένων της ινδικής καννάβεως και των παραγώγων της. Οι πράξεις αυτές επισύρουν ποινικές κυρώσεις, εκτός αν η σχετική ουσία ή το σχετικό προϊόν χρησιμοποιείται για ιατρικούς, επιστημονικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς, και υπό την προϋπόθεση ότι έχει ληφθεί άδεια.

13      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών εφαρμόζει πολιτική ανοχής όσον αφορά την πώληση και την κατανάλωση ινδικής καννάβεως. Η πολιτική αυτή στηρίζεται σε διάκριση μεταξύ, αφενός, των λεγόμενων «σκληρών» ναρκωτικών, τα οποία συνεπάγονται κινδύνους μη αποδεκτούς για την υγεία, και, αφετέρου, των λεγόμενων «μαλακών» ναρκωτικών, τα οποία, μολονότι θεωρούνται ως «ενέχοντα κίνδυνο», δεν προκαλούν τις ίδιες ανησυχίες.

14      Η πολιτική ανοχής υλοποιήθηκε με τις οδηγίες που εξέδωσε το College van procureurs-generaal (σώμα των γενικών εισαγγελέων). Οι αρμόδιες αρχές στηρίζονται στην αρχή της σκοπιμότητας των ποινικών διώξεων για να ακολουθούν επιλεκτική πολιτική καταστολής. Με τη φροντίδα να είναι αποτελεσματικές οι ποινικές διώξεις, η πώληση ινδικής καννάβεως, σε αυστηρώς περιορισμένη ποσότητα και υπό ελεγχόμενες συνθήκες, είναι ανεκτή, διδομένης προτεραιότητας στην καταστολή άλλων αδικημάτων που θεωρούνται πιο επικίνδυνα.

15      Η εν λόγω πολιτική ανοχής οδήγησε ειδικά στην ίδρυση των coffee shops. Στα καταστήματα αυτά, τα οποία ανήκουν στην κατηγορία των καταστημάτων εστιάσεως, ινδική κάνναβις πωλείται και καταναλώνεται ακριβώς όπως εδέσματα και μη οινοπνευματώδη ποτά. Αντιθέτως, απαγορεύεται η πώληση οινοπνευματωδών ποτών.

16      Οι τοπικές αρχές δύνανται να αδειοδοτήσουν coffee shops εφόσον τηρούνται ορισμένα κριτήρια. Τέτοια καταστήματα χρειάζονται άδεια εκμεταλλεύσεως και πρέπει να πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις διαχειρίσεως και υγιεινής με εκείνες που ισχύουν για τα άλλα καταστήματα εστιάσεως.

17      Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες δύναται να γίνει ανεκτή η εμπορία ινδικής καννάβεως σε coffee shops ορίζονται, σε εθνικό επίπεδο, από οδηγίες της Openbaar Ministerie (εισαγγελικής αρχής). Τα κριτήρια αυτά, τα οποία κοινώς αποκαλούνται «κριτήρια AHOJG», είναι τα εξής:

«A (“affichering”) τα ναρκωτικά δεν μπορούν να διαφημιστούν· H (“harddrugs”) κανένα σκληρό ναρκωτικό δεν μπορεί να πωληθεί· O (“overlast”) το coffee shop δεν μπορεί να γίνει πηγή οχλήσεων· J (“jeugdigen”) απαγορεύεται η πώληση ναρκωτικών σε ανήλικους (κάτω των 18 ετών) και πρέπει να τους απαγορεύεται πρόσβαση στους επαγγελματικούς χώρους· G (“grote hoeveelheden”) απαγορεύεται η πώληση άνω των 5 γραμμαρίων ανά πρόσωπο καθ’ όλη τη συναλλαγή. Επιπλέον, το εμπορικό απόθεμα (“handelsvoorraad”) ενός ανεκτού coffee shop δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 500 γραμμάρια.»

18      Ο Δήμος του Μάαστριχτ έχει χαράξει μια πολιτική σχετικά με την ινδική κάνναβι ορίζοντας, μεταξύ άλλων, ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις υπό τις οποίες γίνεται ανεκτός ένας περιορισμένος αριθμός coffee shops. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο αριθμός αυτός ήταν δεκατέσσερα.

19      Με σκοπό να μειώσει τον ναρκοτουρισμό, και μάλιστα να τον εμποδίσει, το Gemeenteraad (δημοτικό συμβούλιο) του δήμου αυτού, με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2005, εισήγαγε ένα κριτήριο κατοικίας στον γενικό κανονισμό του Δήμου του Μάαστριχτ (Algemene plaatselijke verordening Maastricht), όπως αυτός είχε το 2006 (στο εξής: APV). Η τροποποίηση αυτή τέθηκε σε ισχύ στις 13 Ιανουαρίου 2006.

20      Κατά το άρθρο 2.3.1.3e, πρώτο εδάφιο, του APV, απαγορεύεται στον κάτοχο καταστήματος υπό την έννοια του άρθρου 2.3.1.1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο a, σημείο 3, του ίδιου κανονισμού να δεχθεί στο κατάστημά του πρόσωπα που δεν έχουν την κατοικία τους στις Κάτω Χώρες ή να τα αφήσει να παραμείνουν σε αυτό. Η έννοια του «καταστήματος» ορίζεται από την τελευταία διάταξη ως ένας προσβάσιμος από το κοινό χώρος όπου μια επιχείρηση, είτε μέσω αυτόματων πωλητών είτε όχι, παρέχει εδέσματα και/ή μη οινοπνευματώδη ποτά για επιτόπια κατανάλωση. Η έννοια του «κατοίκου» αφορά, κατά το άρθρο 2.3.1.1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο d, του εν λόγω κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την πραγματική κατοικία τους στις Κάτω Χώρες.

21      Το άρθρο 2.3.1.3e, δεύτερο εδάφιο, του APV ορίζει ότι ο Burgemeester van Maastricht δύναται να αποφασίσει ότι οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου δεν έχουν εφαρμογή για ένα ή περισσότερα είδη καταστημάτων, που αφορά ο κανονισμός αυτός, σε ολόκληρο τον δήμο ή σε ένα ή περισσότερα τμήματά του που αυτός διευκρινίζει. Με απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, ο Burgemeester van Maastricht απήλλαξε, σε ολόκληρο τον Δήμο του Μάαστριχτ, ορισμένες κατηγορίες καταστημάτων από την υποχρέωση αρνήσεως της προσβάσεως στους μη έχοντες την κατοικία τους στις Κάτω Χώρες, δηλαδή όλα τα καταστήματα που αφορά το άρθρο 2.3.1.1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο a, σημείο 3, με εξαίρεση τα coffee shops, τις τσαγερίες και τα λοιπά ομοειδή καταστήματα όπως και αν αποκαλούνται.

22      Βάσει του άρθρου 2.3.1.5a, στοιχείο f, του APV, ο Burgemeester van Maastricht δύναται να διατάξει το κλείσιμο για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον ενός καταστήματος υπό την έννοια του άρθρου 2.3.1.1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο a, σημείο 3, του εν λόγω κανονισμού αν ο καταστηματάρχης ενεργεί σε αντίθεση με το άρθρο 2.3.1.3e, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού.

 Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

23      Ο Μ. M. Josemans εκμεταλλεύεται, στον Δήμο του Μάαστριχτ, το coffee shop Easy Going, κατάστημα εντός του οποίου πωλούνται και καταναλώνονται μαλακά ναρκωτικά, μη οινοπνευματώδη ποτά και εδέσματα.

24      Το coffee shop Easy Going εμπίπτει στην πολιτική ανοχής που το Βασίλειο των Κάτω Χωρών εφαρμόζει σχετικά με την εμπορία ινδικής καννάβεως. Η πώλησή της, ενώ είναι παράνομη, δεν επισύρει ποινικές διώξεις αν γίνεται σε εγκεκριμένο coffee shop και αν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται τα κριτήρια AHOJG.

25      Αφότου διαπιστώθηκε δύο φορές ότι πρόσωπα που δεν κατοικούν στις Κάτω Χώρες έγιναν δεκτά στο σχετικό coffee shop, σε αντίθεση με το άρθρο 2.3.1.3e, πρώτο εδάφιο, του APV το οποίο θέτει κριτήριο κατοικίας, ο Burgemeester van Maastricht, με απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, διέταξε το προσωρινό κλείσιμο του καταστήματος αυτού.

26      Ο. M. Μ. Josemans υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής. Δεδομένου ότι η ένσταση αυτή απορρίφθηκε από τον Burgemeester van Maastricht με απόφαση της 28ης Μαρτίου 2007, ο M. Μ. Josemans άσκησε προσφυγή ενώπιον του Rechtbank Maastricht (Πρωτοδικείου του Μάαστριχτ). Με απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, το δικαστήριο αυτό ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση και κατήργησε την απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006. Κατά το δικαστήριο αυτό, η προβλεπόμενη από τον APV απαγόρευση εισδοχής σε coffee shops προσώπωv που δεν κατοικούν στις Κάτω Χώρες εισάγει έμμεσες διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, αντίθετες προς το άρθρο 1 του Συντάγματος του κράτους αυτού. Απεναντίας, έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Εκτίμησε ότι από τις αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 1988, 289/86, Vereniging Happy Family Rustenburgerstraat (Συλλογή 1988, σ. 3655), και της 29ης Ιουνίου 1999, C-158/98, Coffeeshop «Siberië» (Συλλογή 1999, σ. I-3971), προκύπτει ότι η εμπορία ναρκωτικών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ.

27      Ο Μ. M. Josemans και ο Burgemeester van Maastricht κατέθεσαν, αντιστοίχως στις 5 και 8 Μαΐου 2008, ενώπιον του Raad van State αιτήσεις αναιρέσεως της αποφάσεως αυτής. Ο Burgemeester van Maastricht αμφισβητεί την ερμηνεία του ολλανδικού Συντάγματος. Ο Μ. M. Josemans υποστηρίζει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση συνεπάγεται, χωρίς να υπάρχει δικαιολογία, άνιση μεταχείριση μεταξύ των πολιτών της Ένωσης και ότι, ειδικότερα, τα πρόσωπα που δεν κατοικούν στις Κάτω Χώρες στερούνται της δυνατότητας να αγοράσουν νόμιμα προϊόντα σe coffee shops, αντιθέτως προς το δίκαιο της Ένωσης.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Raad van State αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Εμπίπτει ένα μέτρο, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, περί προσβάσεως κατοίκων αλλοδαπής στα coffee shops εν όλω ή εν μέρει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ, ειδικότερα δε στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και/ή των υπηρεσιών ή ακόμη της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά το άρθρο 12 [ΕΚ], σε συνδυασμό με το άρθρο 18 ΕΚ;

2)      Στο μέτρο που έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και/ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, αποτελεί η απαγόρευση προσβάσεως κατοίκων αλλοδαπής στα coffee shops κατάλληλο και αναλογικό μέσο για τη μείωση του ναρκοτουρισμού και των συνακόλουθων οχλήσεων;

3)      Έχει η κατά το άρθρο 12 ΕK, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 ΕK απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας εφαρμογή επί ρυθμίσεως περί προσβάσεως κατοίκων αλλοδαπής στα coffee shops, αν και εφόσον δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, δικαιολογείται η εν προκειμένω έμμεση διαφοροποίηση μεταξύ κατοίκων ημεδαπής και κατοίκων αλλοδαπής και είναι η απαγόρευση προσβάσεως κατοίκων αλλοδαπής στα coffee shops κατάλληλο και αναλογικό μέσο για τη μείωση του ναρκοτουρισμού και των συνακόλουθων οχλήσεων;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

29      Με την αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει δημοτική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει να γίνονται δεκτά στα coffee shops στον συγκεκριμένο δήμο πρόσωπα που δεν κατοικούν στις Κάτω Χώρες. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που διέπεται από τα άρθρα 28 ΕΚ επ., στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που προβλέπεται από τα άρθρα 49 ΕΚ επ., καθώς και στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας που διατυπώνεται στο άρθρο 12 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 ΕΚ, το οποίο αφορά την ιθαγένεια της Ένωσης.

30      Ευθύς εξαρχής, πρέπει να υπομνησθεί, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 15 έως 17 της παρούσας αποφάσεως, ότι τα coffee shops είναι καταστήματα που υπάγονται στην κατηγορία των καταστημάτων εστιάσεως όπου ινδική κάνναβις γίνεται το αντικείμενο εμπορίας υπέρ καταναλωτών ηλικίας τουλάχιστον 18 ετών. Ένα τέτοιο κατάστημα χρειάζεται άδεια εκμεταλλεύσεως, και επιπλέον πρέπει να πληροί όλα τα κριτήρια AHOJG.

31      Δεν αμφισβητείται ότι η ινδική κάνναβις που πωλείται εντός coffee shops δεν ανήκει σε αυστηρώς επιτηρούμενο από τις αρμόδιες αρχές κύκλωμα εμπορίας για ιατρικούς ή επιστημονικούς σκοπούς.

32      Μολονότι, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, υπάρχουν τέτοια καταστήματα των οποίων η δραστηριότητα συνίσταται μόνο στην εμπορία ινδικής καννάβεως, παρά ταύτα, σε διάφορα coffee shops, επίσης πωλούνται και καταναλώνονται μη οινοπνευματώδη ποτά και εδέσματα. Κατά την απόφαση περί παραπομπής, αυτό συμβαίνει ειδικά όσον αφορά το coffee shop Easy Going.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να αξιολογηθεί, με γνώμονα τις διατάξεις που αφορά η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, αφενός, η δραστηριότητα που συνίσταται στην εμπορία ινδικής καννάβεως σε coffee shops και, αφετέρου, το ζήτημα αν η πώληση μη οινοπνευματωδών ποτών και εδεσμάτων, σε τέτοια καταστήματα, δύναται να επηρεάσει την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

34      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν ένας καταστηματάρχης ενός coffee shop δύναται, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του που συνίσταται στην εμπορία, αφενός, ναρκωτικών που δεν ανήκουν στο αυστηρώς επιτηρούμενο από τις αρμόδιες αρχές κύκλωμα εμπορίας για ιατρικούς ή επιστημονικούς σκοπούς και, αφετέρου, μη οινοπνευματωδών ποτών και εδεσμάτων, να επικαλεστεί τα άρθρα 29 ΕΚ, 49 ΕΚ και/ή 12 ΕΚ, το τελευταίο σε συνδυασμό με το άρθρο 18 ΕΚ, προκειμένου να εναντιωθεί σε δημοτική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

35      Όσον αφορά την εμπορία ινδικής καννάβεως, ο Μ. M. Josemans υποστηρίζει ότι η δραστηριότητα αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση αντίκειται στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας. Ο Burgemeester van Maastricht καθώς και η Ολλανδική, η Βελγική, η Γερμανική και η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, αντιθέτως, ότι η επίμαχη δραστηριότητα δεν εμπίπτει ούτε στο πεδίο των ελευθεριών κυκλοφορίας ούτε σε εκείνο της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, λαμβανομένης υπόψη της απαγορεύσεως εμπορίας ναρκωτικών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φρονεί ότι, για την απόφανση επί της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, δεν είναι αναγκαία απόφανση επί της εμπορίας ινδικής καννάβεως.

36      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εφόσον αναγνωρίζεται γενικά το επιβλαβές των ναρκωτικών, περιλαμβανομένων εκείνων με βάση την κάνναβι, όπως η ινδική κάνναβις, η εμπορία τους απαγορεύεται εντός όλων των κρατών μελών, με εξαίρεση την αυστηρώς ελεγχόμενη εμπορία προς χρήση για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1981, 50/80, Horvath, Συλλογή 1981, σ. 385, σκέψη 10· της 26ης Οκτωβρίου 1982, 221/81, Wolf, Συλλογή 1982, σ. 3681, σκέψη 8· της 26ης Οκτωβρίου 1982, 240/81, Einberger, Συλλογή 1982, σ. 3699, σκέψη 8· της 28ης Φεβρουαρίου 1984, 294/82, Einberger, Συλλογή 1984, σ. 1177, σκέψη 15, και της 5ης Ιουλίου 1988, 269/86, Mol, Συλλογή 1988, σ. 3627, σκέψη 15, και προαναφερθείσα απόφαση Vereniging Happy Family Rustenburgerstraat, σκέψη17).

37      Η νομική αυτή κατάσταση συνάδει με διάφορες διεθνείς πράξεις στις οποίες τα κράτη μέλη συνεργάστηκαν ή προσχώρησαν, όπως η Ενιαία Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών περί των ναρκωτικών, η οποία συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 30 Μαρτίου 1961 και τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του 1972 περί τροποποιήσεως της Ενιαίας Συμβάσεως του 1961 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 520, αριθ. 7515, στο εξής: Ενιαία Σύμβαση), και η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών περί των ψυχοτρόπων ουσιών, η οποία συνήφθη στη Βιέννη στις 21 Φεβρουαρίου 1971 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1019, αριθ. 14956). Στη συνέχεια, τα μέτρα που προβλέπονται από τις Συμβάσεις αυτές ενισχύθηκαν και συμπληρώθηκαν με τη Σύμβαση που συνήφθη στη Βιέννη στις 20 Δεκεμβρίου 1988, της οποίας μέρη είναι όλα τα κράτη μέλη και η Ένωση. Στις ουσίες και στα προϊόντα που αφορούν οι Συμβάσεις αυτές περιλαμβάνεται η ινδική κάνναβις.

38      Στο προοίμιο της Ενιαίας Συμβάσεως, τα μέρη δηλώνουν ότι έχουν επίγνωση του καθήκοντός τους να αποτρέπουν και να καταπολεμούν την τοξικομανία, ενώ αναγνωρίζουν ότι η ιατρική χρήση των ναρκωτικών παραμένει απαραίτητη για να απαλυνθεί ο πόνος και ότι πρέπει να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλιστεί η προς τούτο ύπαρξη διαθέσιμων ναρκωτικών. Βάσει του άρθρου 4 της Συμβάσεως αυτής, τα μέρη θα λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να περιορίσουν αποκλειστικώς σε ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς την παραγωγή, την παρασκευή, την εξαγωγή, την εισαγωγή, τη διανομή, την εμπορία, τη χρήση και την κατοχή των ναρκωτικών (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Wolf, σκέψη 9, και της 26ης Οκτωβρίου 1982, Einberger, σκέψη 9).

39      Όσον αφορά ειδικότερα το δίκαιο της Ένωσης, η απόφαση-πλαίσιο 2004/757 ορίζει, στο άρθρο της 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ότι κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να τιμωρούνται ποινικώς μεταξύ άλλων οι ακόλουθες εκ προθέσεως πράξεις όταν τελούνται χωρίς να υπάρχει σχετικό δικαίωμα: η προσφορά, η διάθεση προς πώληση, η διανομή, η πώληση, η παράδοση υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και η μεσιτεία ναρκωτικών. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, οι πράξεις που περιγράφονται στην παράγραφο 1 δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου όταν οι δράστες τους έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την προσωπική τους κατανάλωση όπως την ορίζει η νομοθεσία της ημεδαπής. Στο άρθρο 1, σημείο 1, της πράξεως αυτής διευκρινίζεται ότι στην έννοια των «ναρκωτικών» περιλαμβάνονται όλες οι ουσίες τις οποίες αφορούν η Ενιαία Σύμβαση και η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών περί των ψυχοτρόπων ουσιών που συνήφθη στη Βιέννη στις 21 Φεβρουαρίου 1971.

40      Επιπλέον, βάσει του άρθρου 71, παράγραφος 1, της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985, τα κράτη μέρη της αναλαμβάνουν τη δέσμευση, όσον αφορά τόσο την άμεση ή έμμεση διάθεση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών οποιασδήποτε μορφής, περιλαμβανομένης της ινδικής καννάβεως, όσο και την κατοχή των εν λόγω προϊόντων και ουσιών με σκοπό τη διάθεση ή την εξαγωγή τους, να λάβουν, σύμφωνα με τις υφιστάμενες Συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών, όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή και την καταστολή της παράνομης διακινήσεως ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών.

41      Επομένως, τα ναρκωτικά που δεν ανήκουν σε αυστηρώς επιτηρούμενο από τις αρμόδιες αρχές κύκλωμα εμπορίας για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς εμπίπτουν, ως εκ της φύσεώς τους, σε απαγόρευση εισαγωγής και διαθέσεως προς πώληση εντός όλων των κρατών μελών (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσες αποφάσεις Wolf, σκέψη 10· της 26ης Οκτωβρίου 1982, Einberger, σκέψη 10· της 28ης Φεβρουαρίου 1984, Einberger, σκέψη 15· Mol, σκέψεις 15 και 18· Vereniging Happy Family Rustenburgerstraat, σκέψεις 17 και 20, και Coffeeshop «Siberië», σκέψη 14). Το γεγονός ότι το τάδε ή το δείνα κράτος μέλος χαρακτηρίζει ένα ναρκωτικό ως μαλακό ναρκωτικό δεν δύναται να θέσει υπό αμφισβήτηση την κρίση αυτή (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα απόφαση Vereniging Happy Family Rustenburgerstraat, σκέψη 25).

42      Εφόσον ναρκωτικά που δεν ανήκουν σε ένα τέτοιο αυστηρώς επιτηρούμενο κύκλωμα απαγορεύεται να εισαχθούν στο οικονομικό και εμπορικό κύκλωμα της Ένωσης, ένας καταστηματάρχης ενός coffee shop δεν δύναται να επικαλεστεί ελευθερίες κυκλοφορίας ή την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, όσον αφορά τη δραστηριότητα που συνίσταται στην εμπορία ινδικής καννάβεως, για να εναντιωθεί σε δημοτική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

43      Το συμπέρασμα αυτό δεν δύναται να αναιρεθεί από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 12 έως 14 της παρούσας αποφάσεως, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών εφαρμόζει πολιτική ανοχής όσον αφορά την πώληση ινδικής καννάβεως έστω και αν η εμπορία ναρκωτικών απαγορεύεται εντός αυτού του κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια τέτοια απαγόρευση δεν επηρεάζεται από το γεγονός και μόνον ότι οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή της, λαμβανομένου υπόψη ιδίως του περιορισμένου αριθμού σε προσωπικό και υλικά μέσα, αποδίδουν μικρότερη προτεραιότητα στην καταστολή ενός ορισμένου είδους εμπορίας ναρκωτικών επειδή θεωρούν άλλα είδη πιο επικίνδυνα. Η προσέγγιση αυτή ουδόλως δύναται να εξομοιώσει την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών με το αυστηρώς επιτηρούμενο από τις αρμόδιες αρχές κύκλωμα εμπορίας για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς. Συγκεκριμένα, η εμπορία αυτή έχει όντως νομιμοποιηθεί ενώ η παράνομη διακίνηση, έστω και αν είναι ανεκτή, παραμένει απαγορευμένη (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα απόφαση Vereniging Happy Family Rustenburgerstraat, σκέψη 29).

44      Όσο για την εμπορία μη οινοπνευματωδών ποτών και εδεσμάτων σε coffee shops, ο Μ. M. Josemans, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή εκτιμούν ότι το Δικαστήριο πρέπει να αξιολογήσει τα αποτελέσματα που η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση έχει για την άσκηση της δραστηριότητας αυτής. Η Γερμανική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι τα προϊόντα αυτά πρέπει να καταναλώνονται επί τόπου. Η Επιτροπή αμφιβάλλει ότι οι μη έχοντες την κατοικία τους στις Κάτω Χώρες τα αγοράζουν με σκοπό να τα εξαγάγουν στα κράτη κατοικίας τους. Έτσι, οι εφαρμοστέες διατάξεις είναι εκείνες που διέπουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών υπό την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ, και όχι εκείνες που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων υπό την έννοια του άρθρου 29 ΕΚ.

45      Ο Burgemeester van Maastricht καθώς και η Ολλανδική, η Βελγική και η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η εμπορία μη οινοπνευματωδών ποτών και εδεσμάτων, σε τέτοια καταστήματα, είναι εντελώς δευτερεύουσα σε σχέση με την εμπορία ινδικής καννάβεως και δεν δύναται να επηρεάσει την έκβαση της κύριας δίκης.

46      Το επιχείρημα αυτό δεν δύναται να γίνει δεκτό. Μολονότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα coffee shops προορίζονται κυρίως για την πώληση και την κατανάλωση ινδικής καννάβεως, παρά ταύτα η εμπορία, σε τέτοια καταστήματα, μη οινοπνευματωδών ποτών και εδεσμάτων αποτελεί, κατά κανόνα, μη αμελητέα οικονομική δραστηριότητα. Σε απάντηση ερωτήσεως του Δικαστηρίου, η Ολλανδική Κυβέρνηση διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η δραστηριότητα αυτή εν γένει αντιπροσωπεύει ποσοστό μεταξύ του 2,5 % και 7,1 % του κύκλου εργασιών των coffee shops του Δήμου του Μάαστριχτ. Όσον αφορά ειδικότερα την οικονομική κατάσταση του coffee shop Easy Going, κατά τα στοιχεία που παρέσχε ο Μ. M. Josemans το προερχόμενο από την πώληση τέτοιων προϊόντων μέρος του κύκλου εργασιών του καταστήματος αυτού βρίσκεται μεταξύ των δύο αυτών ορίων.

47      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν, και σε καταφατική περίπτωση κατά πόσον, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση δύναται να επηρεάσει, όσον αφορά την εμπορία μη οινοπνευματωδών ποτών και εδεσμάτων, την άσκηση των ελευθεριών κυκλοφορίας τις οποίες διέπουν τα άρθρα 29 ΕΚ και 49 ΕΚ ή να θίξει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων «λόγω ιθαγενείας» υπό την έννοια του άρθρου 12 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 ΕΚ.

48      Για να καθοριστεί αν μια τέτοια δραστηριότητα έχει σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων ή με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, πρέπει να υπομνησθεί ότι η έννοια του καταστήματος ορίζεται, στο άρθρο 2.3.1.1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο a, σημείο 3, του APV, ως ένας προσβάσιμος από το κοινό χώρος όπου μια επιχείρηση, είτε μέσω αυτόματων πωλητών είτε όχι, παρέχει εδέσματα και/ή μη οινοπνευματώδη ποτά για επιτόπια κατανάλωση.

49      Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως ο γενικός εισαγγελέας παρατήρησε στο σημείο 76 των προτάσεών του, η εμπορία μη οινοπνευματωδών ποτών και εδεσμάτων, σε coffee shops, αποτελεί δραστηριότητα εστιάσεως, χαρακτηριζόμενη από ένα σύνολο στοιχείων και πράξεων όπου οι υπηρεσίες υπερισχύουν της παραδόσεως αυτού τούτου του αγαθού (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2005, C-491/03, Hermann, Συλλογή 2005, σ. I-2025, σκέψη 27).

50      Εφόσον η πτυχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων είναι εντελώς δευτερεύουσα σε σχέση με αυτή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και εφόσον δύναται να συνδεθεί με εκείνη, το Δικαστήριο θα εξετάσει την επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση με γνώμονα μόνο την τελευταία θεμελιώδη ελευθερία (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 1994, C-275/92, Schindler, Συλλογή 1994, σ. I-1039, σκέψη 22· της 25ης Μαρτίου 2004, C-71/02, Karner, Συλλογή 2004, σ. I-3025, σκέψη 46· της 14ης Οκτωβρίου 2004, C-36/02, Omega, Συλλογή 2004, σ. I-9609, σκέψη 26· της 3ης Οκτωβρίου 2006, C-452/04, Fidium Finanz, Συλλογή 2006, σ. I-9521, σκέψη 34, και της 1ης Ιουλίου 2010, C-233/09, Dijkman και Dijkman-Laveleije, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 33).

51      Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 12 ΕΚ, το οποίο διατυπώνει τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, πρέπει να επισημανθεί ότι η διάταξη αυτή δύναται να εφαρμοστεί αυτοτελώς μόνο σε διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεις για τις οποίες η Συνθήκη ΕΚ δεν έχει ειδικούς κανόνες για την απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Μαΐου 1989, 305/87, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1989, σ. 1461, σκέψεις 12 και 13· της 11ης Οκτωβρίου 2007, C-443/06, Hollmann, Συλλογή 2007, σ. I-8491, σκέψη 28, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C-269/07, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2009, σ. I-7811, σκέψη 98).

52      Εφόσον η αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων τίθεται σε εφαρμογή, στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, από το άρθρο 49 ΕΚ, το άρθρο 12 ΕΚ δεν έχει εφαρμογή σε περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης.

53      Όσο για τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 18 ΕΚ, το οποίο εξαγγέλλει με γενικό τρόπο το δικαίωμα κάθε πολίτη της Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, διαπιστώνεται ότι ειδική έκφανση της διατάξεως αυτής αποτελούν οι διατάξεις που διασφαλίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Φεβρουαρίου 2003, C-92/01, Στυλιανάκης, Συλλογή 2003, σ. I-1291, σκέψη 18· της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C-76/05, Schwarz και Gootjes-Schwarz, Συλλογή 2007, σ. I‑6849, σκέψη 34, και της 20ής Μαΐου 2010, C-56/09, Zanotti, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 24). Εφόσον οι πολίτες της Ένωσης που δεν είναι κάτοικοι Κάτω Χωρών και επιθυμούν να μεταβούν σε coffee shops, στον Δήμο του Μάαστριχτ, για να καταναλώσουν εκεί νομίμως τέτοια προϊόντα πρέπει να θεωρηθούν αποδέκτες υπηρεσιών υπό την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ, δεν είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της ερμηνείας του άρθρου 18 ΕΚ.

54      Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του που συνίσταται στην εμπορία ναρκωτικών που δεν ανήκουν στο αυστηρώς επιτηρούμενο από τις αρμόδιες αρχές κύκλωμα εμπορίας για ιατρικούς ή επιστημονικούς σκοπούς, ένας καταστηματάρχης ενός coffee shop δεν δύναται να επικαλεστεί τα άρθρα 12 ΕΚ, 18 ΕΚ, 29 ΕΚ ή 49 ΕΚ προκειμένου να εναντιωθεί σε δημοτική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει να γίνονται δεκτά σε τέτοια καταστήματα πρόσωπα που δεν είναι κάτοικοι Κάτω Χωρών. Όσο για τη δραστηριότητα που συνίσταται στην εμπορία μη οινοπνευματωδών ποτών και εδεσμάτων στα ίδια καταστήματα, ένας τέτοιος καταστηματάρχης δύναται να επικαλεστεί λυσιτελώς τα άρθρα 49 ΕΚ επ.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

55      Το δεύτερο ερώτημα τέθηκε για την περίπτωση που οι διατάξεις που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων ή εκείνες που αφορούν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών έχουν εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης. Στην ουσία, αφορά το ζήτημα αν μια δημοτική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη συνιστά περιορισμό για την άσκηση μιας από τις ελευθερίες αυτές και, τότε, αν το εν λόγω μέτρο δύναται να δικαιολογηθεί από τον σκοπό καταπολεμήσεως του ναρκοτουρισμού και των οχλήσεων που αυτός συνεπάγεται, και, τέλος, αν είναι αναλογικό μέτρο σε σχέση με τον σκοπό αυτόν.

56      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, το δεύτερο ερώτημα πρέπει να αξιολογηθεί με γνώμονα μόνο τα άρθρα 49 ΕΚ επ., οπότε πρέπει να εξεταστούν μόνο τα αποτελέσματα που η εν λόγω ρύθμιση έχει για την εμπορία, σε coffee shops, μη οινοπνευματωδών ποτών και εδεσμάτων.

57      Δεν αμφισβητείται ότι, βάσει της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως, σε coffee shops γίνονται δεκτοί μόνο «κάτοικοι». Η έννοια αυτή αφορά, κατά το άρθρο 2.3.1.1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο d, του APV, κάθε πρόσωπο που έχει την πραγματική κατοικία του στις Κάτω Χώρες. Έτσι, οι κάτοχοι τέτοιων καταστημάτων δεν δικαιούνται να παράσχουν υπηρεσίες εστιάσεως στα πρόσωπα που κατοικούν σε άλλα κράτη μέλη και τα πρόσωπα αυτά αποκλείονται από τέτοιες υπηρεσίες.

58      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, της οποίας ειδική έκφανση αποτελεί το άρθρο 49 ΕΚ, απαγορεύει τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, αλλά και όλες τις συγκεκαλυμμένες μορφές διακρίσεως που, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διαφοροποιήσεως, καταλήγουν στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 1989, C-3/88, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1989, σ. 4035, σκέψη 8· της 16ης Ιανουαρίου 2003, C-388/01, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2003, σ. I-721, σκέψη 13· της 30ής Ιουνίου 2005, C-28/04, Tod’s και Tod’s France, Συλλογή 2005, σ. I-5781, σκέψη 19, και της 7ης Ιουλίου 2005, C-147/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2005, σ. I-5969, σκέψη 41).

59      Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν πρόκειται για μέτρο το οποίο διακρίνει με κριτήριο την κατοικία, επειδή υπάρχει κίνδυνος να αποβεί κατά κύριο λόγο εις βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών, εφόσον οι μη κάτοικοι ημεδαπής είναι το συχνότερο αλλοδαποί (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Απριλίου 1999, C-224/97, Ciola, Συλλογή 1999, σ. I-2517, σκέψη 14· προαναφερθείσα απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2003, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 14· αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 2009, C-103/08, Gottwald, Συλλογή 2009, σ. I-9117, σκέψη 28, και της 13ης Απριλίου 2010, C-73/08, Bressol κ.λπ., δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 45).

60      Παρά ταύτα, πρέπει να εξεταστεί αν ένας τέτοιος περιορισμός δύναται να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς από θεμιτά συμφέροντα που αναγνωρίζει το δίκαιο της Ένωσης.

61      Η Γερμανική Κυβέρνηση φρονεί ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση δικαιολογείται από τις εισάγουσες παρεκκλίσεις διατάξεις του άρθρου 46, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 55 ΕΚ, δηλαδή από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας. Ο Burgemeester van Maastricht και η Βελγική Κυβέρνηση επικαλούνται επικουρικώς τους λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, η ανάγκη καταπολεμήσεως του ναρκοτουρισμού αποτελεί σκοπό γενικού συμφέροντος υπό την έννοια της νομολογίας που δημιούργησε η απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, 120/78, Rewe-Zentral, η αποκαλούμενη «Cassis de Dijon» (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 321).

62      Αναγνωρίζοντας τη σημασία της καταπολεμήσεως του ναρκοτουρισμού, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ως γενεσιουργός δυσμενών διακρίσεων, η εν λόγω ρύθμιση δύναται να είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης μόνον αν εμπίπτει σε ρητή διάταξη που εισάγει παρεκκλίσεις, δηλαδή στο άρθρο 46 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 55 ΕΚ. Η Επιτροπή διατείνεται ότι οι παρεκκλίσεις που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Όσον αφορά ειδικότερα τους λόγους δημοσίας τάξεως, θεωρεί ότι επίκληση των λόγων αυτών δύναται να γίνει μόνο σε περίπτωση πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, θίγουσας θεμελιώδες κοινωνικό συμφέρον (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau, Συλλογή τόμος 1977, σ. 617, σκέψη 35).

63      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση σκοπό έχει να δώσει τέλος στις οχλήσεις που προκαλεί ο μεγάλος αριθμός τουριστών που θέλουν να αγοράσουν ή να καταναλώσουν ινδική κάνναβι σε coffee shops στον Δήμο του Μάαστριχτ. Σύμφωνα με τα πληροφοριακά στοιχεία που ο Burgemeester van Maastricht επικαλέστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα δεκατέσσερα coffee shops του δήμου αυτού προσελκύουν περί τους 10 000 επισκέπτες την ημέρα και λίγο πάνω από 3,9 εκατομμύρια επισκέπτες τον χρόνο, εκ των οποίων το 70 % δεν κατοικεί στις Κάτω Χώρες.

64      Ο Burgemeester van Maastricht και η Ολλανδική Κυβέρνηση σημειώνουν ότι τα σχετιζόμενα με την πώληση μαλακών ναρκωτικών προβλήματα που υπάρχουν στον δήμο αυτόν, όπως οι διάφορες μορφές οχλήσεων και εγκληματικότητας καθώς και ο αυξανόμενος αριθμός παράνομων σημείων πωλήσεως ναρκωτικών, περιλαμβανομένων των σκληρών ναρκωτικών, επιδεινώνονται από τον ναρκοτουρισμό. Η Βελγική, η Γερμανική και η Γαλλική Κυβέρνηση αναφέρουν διαταράξεις της δημοσίας τάξεως τις οποίες το φαινόμενο αυτό, περιλαμβανομένης της παράνομης εξαγωγής ινδικής καννάβεως, συνεπάγεται στα άλλα κράτη μέλη εκτός από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, και ειδικότερα στα όμορα με το τελευταίο.

65      Πρέπει να επισημανθεί ότι η καταπολέμηση του ναρκοτουρισμού και των οχλήσεων που αυτός συνεπάγεται εντάσσεται στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως των ναρκωτικών. Συνδέεται τόσο με την τήρηση της δημοσίας τάξεως όσο και με την προστασία της υγείας των πολιτών, και τούτο τόσο στο επίπεδο των κρατών μελών όσο και σε αυτό της Ένωσης.

66      Δεδομένων των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει η Ένωση και τα κράτη μέλη της, δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι οι προαναφερθέντες σκοποί συνιστούν θεμιτό συμφέρον ικανό να δικαιολογήσει, κατ’ αρχήν, έναν περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το δίκαιο της Ένωσης, έστω και βάσει μιας θεμελιώδους ελευθερίας όπως η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

67      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 11, 37 και 38 της παρούσας αποφάσεως, ότι η ανάγκη καταπολεμήσεως των ναρκωτικών έχει αναγνωριστεί από διάφορες διεθνείς συμβάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη, και μάλιστα η Ένωση, συνεργάστηκαν ή προσχώρησαν. Στο προοίμιο των πράξεων αυτών, υπενθυμίζονται ο κίνδυνος τον οποίο ειδικά η ζήτηση και η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών συνιστούν για την υγεία και την ευεξία των ατόμων, καθώς και οι καταστρεπτικές συνέπειες που τα φαινόμενα αυτά έχουν για τα οικονομικά, πολιτιστικά και πολιτικά θεμέλια της κοινωνίας.

68      Επιπλέον, η ανάγκη καταπολεμήσεως των ναρκωτικών, ιδίως δε με πρόληψη της τοξικομανίας και καταστολή της παράνομης διακινήσεως τέτοιων προϊόντων ή ουσιών, αναγνωρίζεται, αντιστοίχως, στο άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ καθώς και στα άρθρα 29 ΕΕ και 31 ΕΕ. Όσο για τις διατάξεις του παραγώγου δικαίου, η απόφαση-πλαίσιο 2004/757 εκθέτει, στην πρώτη αιτιολογική της σκέψη, ότι η διακίνηση ναρκωτικών συνιστά απειλή για την υγεία, την ασφάλεια και την ποιότητα της ζωής των πολιτών της Ένωσης καθώς και για τη νόμιμη οικονομία, τη σταθερότητα και την ασφάλεια των κρατών μελών. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 10 της παρούσας αποφάσεως, ορισμένες πράξεις της Ένωσης αφορούν ρητώς την αποτροπή του ναρκοτουρισμού.

69      Παρά ταύτα, μέτρα περιοριστικά της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δύνανται να δικαιολογηθούν από τον σκοπό καταπολεμήσεως του ναρκοτουρισμού και των οχλήσεων που αυτός συνεπάγεται μόνον αν είναι ικανά να διασφαλίσουν την επίτευξη του σκοπού αυτού και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο προς τούτο μέτρο (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα απόφαση Omega, σκέψη 36, και αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C-438/05, International Transport Workers’ Federation και Finnish Seamen’s Union, Συλλογή 2007, σ. I-10779, σκέψη 75, και της 14ης Φεβρουαρίου 2008, C-244/06, Dynamic Medien, Συλλογή 2008, σ. I-505, σκέψη 42).

70      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι περιοριστικό μέτρο δύναται να θεωρηθεί ικανό να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μόνον αν πραγματικά ικανοποιεί την ανάγκη να επιτύχει τον σκοπό αυτόν με συνεπή και συστηματικό τρόπο (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2009, C-169/07, Hartlauer, Συλλογή 2009, σ. I-1721, σκέψη 55· της 19ης Μαΐου 2009, C-171/07 και C‑172/07, Apothekerkammer des Saarlandes κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I-4171, σκέψη 42, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, C-42/07, Liga Portuguesa de Futebol Profissional και Bwin International, Συλλογή 2009, σ. I-7633, σκέψεις 59 έως 61).

71      Ο Μ. M. Josemans αμφισβητεί την καταλληλότητα και αναλογικότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως. Διατείνεται ότι η ρύθμιση αυτή αφορά αποκλειστικώς τα coffee shops. Πάντως, εκθέτει ότι, κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων AHOJG, τα καταστήματα αυτά είναι υποχρεωμένα, αντιθέτως προς τα παράνομα σημεία πωλήσεως ναρκωτικών εντός του Δήμου του Μάαστριχτ, να αποτρέπουν τις οχλήσεις που προκαλεί η πελατεία τους. Επιπλέον, προβάλλει ότι η εν λόγω ρύθμιση δύναται να ωθήσει τους ναρκοτουρίστες σε παράνομα κυκλώματα.

72      Η Επιτροπή διατυπώνει αμφιβολίες ως προς την αναγκαιότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως και ως προς τη συνοχή της. Υπογραμμίζει ότι τα εθνικά μέτρα που αποβλέπουν στην αποτροπή των οχλήσεων που προκαλεί η κατανάλωση ναρκωτικών πρέπει να στηρίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε κριτήρια που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζει την απόφαση της 18ης Μαΐου 1982, 115/81 και 116/81, Adoui και Cornuaille (Συλλογή 1982, σ. 1665), η οποία αφορά το δικαίωμα διαμονής ή εγκαταστάσεως των εκδιδομένων γυναικών, καθώς και την εντεύθεν νομολογία.

73      Ο Burgemeester van Maastricht καθώς και η Ολλανδική, η Βελγική και η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, αντιθέτως, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση αποτελεί κατάλληλο και αναλογικό μέσο για την καταπολέμηση του ναρκοτουρισμού και των οχλήσεων που αυτός συνεπάγεται. Ο Burgemeester van Maastricht και η Ολλανδική Κυβέρνηση εκθέτουν ότι τα διάφορα μέτρα που οι δήμοι που εφαρμόζουν πολιτική ανοχής έναντι των coffee shops έλαβαν για να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο αυτό δεν κατέστησαν δυνατό να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός.

74      Εν προκειμένω, είναι αναντίρρητο ότι η πολιτική ανοχής που εφαρμόζεται από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών σχετικά με την πώληση ινδικής καννάβεως παροτρύνει πρόσωπα που κατοικούν σε άλλα κράτη μέλη να μετακινηθούν προς αυτό το κράτος, και ειδικότερα προς τους δήμους όπου είναι ανεκτά τα coffee shops, ιδίως στις παραμεθόριες ζώνες, για να αγοράσουν και καταναλώσουν το ναρκωτικό αυτό. Επιπλέον, κατά τις ενδείξεις που απορρέουν από τη δικογραφία, μέρος των προσώπων αυτών επιδίδεται σε αγορές ινδικής καννάβεως, σε τέτοια καταστήματα, με σκοπό την παράνομη εξαγωγή του ναρκωτικού αυτού σε άλλα κράτη μέλη.

75      Είναι αναμφισβήτητο ότι μια απαγόρευση να γίνονται μη κάτοικοι Κάτω Χωρών δεκτοί σε coffee shops, όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, είναι μέτρο ικανό να περιορίσει σημαντικά τον ναρκοτουρισμό και, κατά συνέπεια, να μειώσει τα προβλήματα που προκαλούνται από αυτόν.

76      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο γενεσιουργός δυσμενών διακρίσεων χαρακτήρας της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως δεν δύναται, από μόνος του, να συνεπάγεται να μην έχει συνοχή ο τρόπος με τον οποίο η ρύθμιση αυτή επιδιώκει τον σκοπό της. Ναι μεν το Δικαστήριο έκρινε, στην προαναφερθείσα απόφασή του Adoui και Cornuaille, ότι ένα κράτος μέλος δεν δύναται να επικαλεστεί λυσιτελώς τους λόγους δημοσίας τάξεως έναντι μιας συμπεριφοράς ενός αλλοδαπού, εφόσον δεν λαμβάνει κατασταλτικά μέτρα ή άλλα πραγματικά και αποτελεσματικά μέτρα όταν η ίδια συμπεριφορά ακολουθείται από ημεδαπούς, πλην όμως η διαφορά της κύριας δίκης έχει διαφορετικό νομικό πλαίσιο.

77      Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, η εμπορία ναρκωτικών απαγορεύεται εντός όλων των κρατών μελών, κατ’ εφαρμογήν του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της Ένωσης, με εξαίρεση την αυστηρώς ελεγχόμενη εμπορία τέτοιων προϊόντων ή ουσιών που χρησιμοποιούνται για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς. Αντιθέτως, η συμπεριφορά την οποία αφορά η προαναφερθείσα στην προηγούμενη σκέψη απόφαση, δηλαδή η πορνεία, εξαιρουμένης της εμπορίας ανθρώπων, δεν απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο ή από το δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, είναι ανεκτή ή ρυθμίζεται σε διάφορα κράτη μέλη (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2001, C-268/99, Jany κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I-8615, σκέψη 57).

78      Πάντως, δεν δύναται να κριθεί ασυνεπές το να λάβει ένα κράτος μέλος κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίσει μια σημαντική εισροή κατοίκων άλλων κρατών μελών οι οποίοι επιθυμούν να επωφεληθούν από την ανεκτή στο κράτος αυτό εμπορία προϊόντων που, ως εκ της φύσεώς τους, εμπίπτουν σε απαγόρευση διαθέσεως προς πώληση εντός όλων των κρατών μελών.

79      Όσον αφορά την έκταση εφαρμογής της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ρύθμιση αυτή έχει εφαρμογή μόνον επί των καταστημάτων των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην εμπορία ινδικής καννάβεως. Η ρύθμιση αυτή ουδόλως εμποδίζει ένα πρόσωπο που δεν είναι κάτοικος Κάτω Χωρών να μεταβεί, εντός του Δήμου του Μάαστριχτ, σε άλλα καταστήματα εστιάσεως για να καταναλώσει εκεί μη οινοπνευματώδη ποτά και εδέσματα. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, τέτοια καταστήματα είναι πάνω από 500.

80      Όσο για τη δυνατότητα θεσπίσεως μέτρων λιγότερο περιοριστικών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, στους δήμους που εφαρμόζουν πολιτική ανοχής έναντι των coffee shops, έχουν τεθεί σε εφαρμογή διάφορα μέτρα για την καταπολέμηση του ναρκοτουρισμού και των οχλήσεων που αυτός συνεπάγεται, όπως ο περιορισμός του αριθμού των coffee shops ή των ωρών λειτουργίας τέτοιων καταστημάτων, η εφαρμογή συστήματος κάρτας παρέχουσας στους πελάτες πρόσβαση στα καταστήματα αυτά ή ακόμη η μείωση της ποσότητας ινδικής καννάβεως που μπορεί να αγοραστεί ανά πρόσωπο. Κατά τα στοιχεία που παρασχέθηκαν από τον Burgemeester van Maastricht καθώς και από την Ολλανδική Κυβέρνηση, τα μέτρα αυτά αποδείχθηκαν παρά ταύτα ανεπαρκή και αναποτελεσματικά σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

81      Όσον αφορά ειδικότερα τη δυνατότητα να παρασχεθεί στους μη έχοντες την κατοικία τους στις Κάτω Χώρες πρόσβαση σε coffee shops αλλά με ταυτόχρονη άρνηση πωλήσεως ινδικής καννάβεως σε αυτούς, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είναι εύκολο να ελέγχεται και να επιτηρείται επακριβώς ότι το προϊόν αυτό δεν σερβίρεται στους μη έχοντες την κατοικία τους στις Κάτω Χώρες ούτε καταναλώνεται από αυτούς. Επιπλέον, θα υπάρχει ο φόβος μια τέτοια προσέγγιση να ενθαρρύνει το παράνομο εμπόριο ή τη μεταπώληση ινδικής καννάβεως εντός των coffee shops από κατοίκους Κάτω Χωρών σε μη κατοίκους Κάτω Χωρών.

82      Πάντως, δεν δύναται να μην αναγνωριστεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να επιτύχουν τον σκοπό καταπολεμήσεως του ναρκοτουρισμού και των οχλήσεων που αυτός συνεπάγεται με τη θέσπιση γενικών κανόνων που εύκολα διαχειρίζονται και ελέγχουν οι εθνικές αρχές (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2009, C-110/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2009, σ. I-519, σκέψη 67, και της 4ης Ιουνίου 2009, C-142/05, Mickelsson και Roos, Συλλογή 2009, σ. I-4273, σκέψη 36). Εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός θα μπορούσε να διασφαλιστεί, στο επίπεδο που προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση, με το να παρασχεθεί στους μη έχοντες την κατοικία τους στις Κάτω Χώρες πρόσβαση σε coffee shops αλλά με ταυτόχρονη άρνηση πωλήσεως ινδικής καννάβεως σε αυτούς.

83      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη είναι ικανή να διασφαλίσει την επίτευξη του σκοπού καταπολεμήσεως του ναρκοτουρισμού και των οχλήσεων που αυτός συνεπάγεται, και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο προς τούτο μέτρο.

84      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 49 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη συνιστά περιορισμό της προβλεπόμενης από τη Συνθήκη ΕΚ ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Παρά ταύτα, ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από τον σκοπό καταπολεμήσεως του ναρκοτουρισμού και των οχλήσεων που αυτός συνεπάγεται.

 Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος

85      Το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα τέθηκαν επικουρικώς και αφορούν την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, την οποία διατυπώνει το άρθρο 12 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 ΕΚ το οποίο διέπει την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης.

86      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στα ερωτήματα αυτά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

87      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του που συνίσταται στην εμπορία ναρκωτικών που δεν ανήκουν στο αυστηρώς επιτηρούμενο από τις αρμόδιες αρχές κύκλωμα εμπορίας για ιατρικούς ή επιστημονικούς σκοπούς, ένας καταστηματάρχης ενός coffee shop δεν δύναται να επικαλεστεί τα άρθρα 12 ΕΚ, 18 ΕΚ, 29 ΕΚ ή 49 ΕΚ προκειμένου να εναντιωθεί σε δημοτική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει να γίνονται δεκτά σε τέτοια καταστήματα πρόσωπα που δεν είναι κάτοικοι Κάτω Χωρών. Όσο για τη δραστηριότητα που συνίσταται στην εμπορία μη οινοπνευματωδών ποτών και εδεσμάτων στα ίδια καταστήματα, ένας τέτοιος καταστηματάρχης δύναται να επικαλεστεί λυσιτελώς τα άρθρα 49 ΕΚ επ.

2)      Το άρθρο 49 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη συνιστά περιορισμό της προβλεπόμενης από τη Συνθήκη ΕΚ ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Παρά ταύτα, ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από τον σκοπό καταπολεμήσεως του ναρκοτουρισμού και των οχλήσεων που αυτός συνεπάγεται.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.