Language of document : ECLI:EU:C:2014:2145

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 4ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Κανονισμός (ΕΚ) 1346/2000 — Άρθρο 3, παράγραφος 1 — Έννοια της “αγωγής που απορρέει άμεσα από διαδικασία αφερεγγυότητας και συνδέεται στενά με αυτήν” — Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 — Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄ — Έννοια του όρου “πτώχευση” — Αγωγή ασκηθείσα από τον σύνδικο και έχουσα ως αίτημα την καταβολή χρηματικής οφειλής — Απαίτηση γεννηθείσα λόγω διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων — Σχέσεις μεταξύ των κανονισμών 1346/2000 και 44/2001 και της Συμβάσεως περί διεθνούς οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων (Συμβάσεως CMR)»

Στην υπόθεση C‑157/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Λιθουανία) με απόφαση της 20ής Μαρτίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Nickel & Goeldner Spedition GmbH

κατά

«Kintra» UAB,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, E. Levits, M. Berger (εισηγήτρια) και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Nickel & Goeldner Spedition GmbH, εκπροσωπούμενη από τον F. Heemann, advokatas,

–        η «Kintra» UAB, εκπροσωπούμενη από τον V. Onačko, advokatas,

–        η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Kriaučiūnas και την G. Taluntytė,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller και από την J. Kemper,

–        η Ελβετική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Jametti,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Steiblytė και τον M. Wilderspin,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3, παράγραφος 1, και 44, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ L 160, σ. 1), καθώς και των άρθρων 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και 71 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 12, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Nickel & Goeldner Spedition GmbH (στο εξής: Nickel & Goeldner Spedition), εταιρίας γερμανικού δικαίου, και της «Kintra» UAB (στο εξής: Kintra), εταιρίας λιθουανικού δικαίου τεθείσας υπό εκκαθάριση, σχετικά, κυρίως, με αξίωση καταβολής ποσού 194 077,76 λιθουανικών λίτας (LTL) οφειλόμενου λόγω παροχής υπηρεσιών διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός 1346/2000

3        Κατά την αιτιολογική του σκέψη 6, ο κανονισμός 1346/2000 περιορίζεται σε «διατάξεις που διέπουν [τη διεθνή δικαιοδοσία] για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας και τις δικαστικές αποφάσεις που απορρέουν άμεσα από τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και έχουν στενή σχέση με αυτές».

4        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, το οποίο αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία, θέτει τον ακόλουθο κανόνα γενικής δωσιδικίας:

«[Διεθνή δικαιοδοσία για να κινούν τη διαδικασία αφερεγγυότητας έχουν] τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη. Για τις εταιρίες και τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι κέντρο των κυρίων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας.»

5        Το άρθρο 44, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι:

«Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α)      σε κάθε κράτος μέλος, κατά το μέτρο που είναι ασυμβίβαστος με υποχρεώσεις σε πτωχευτικές υποθέσεις που προκύπτουν από σύμβαση η οποία έχει συναφθεί από το κράτος αυτό με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού».

 Ο κανονισμός 44/2001

6        Κατά την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 44/2001, «[τ]ο πεδίο εφαρμογής του ανά χείρας κανονισμού πρέπει να καλύπτει όλες τις κύριες αστικές και εμπορικές υποθέσεις εκτός από κάποια σαφώς καθορισμένα ζητήματα».

7        Με το άρθρο 1 του κανονισμού 44/2001, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού καθορίζεται ως εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις.

2.      Εξαιρούνται από την εφαρμογή του:

[...]

β)      οι πτωχεύσεις, πτωχευτικοί συμβιβασμοί και άλλες ανάλογες διαδικασίες·

[...]».

8        Όσον αφορά τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού θέτει τον ακόλουθο κανόνα γενικής δωσιδικίας:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του.»

9        Όσον αφορά τις διαφορές εκ συμβάσεως, το άρθρο 5, σημείο 1, του ιδίου κανονισμού προβλέπει κανόνα περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, ο οποίος έχει ως εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

1)      α)     ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η [επίδικη] παροχή·

      β)      για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:

–        εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων,

–        εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών·

      γ)      το στοιχείο α΄ εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β΄».

10      Το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, το οποίο αφορά τις σχέσεις με Συμβάσεις επί ειδικών θεμάτων (στο εξής: ειδικές Συμβάσεις) στις οποίες τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη, ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις συμβάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη είναι μέρη και οι οποίες σε ειδικά θέματα, ρυθμίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση ή την εκτέλεση αποφάσεων.»

 Η Σύμβαση CMR

11      Η Σύμβαση περί των συμβάσεων διεθνούς οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 19 Μαΐου 1956, όπως έχει τροποποιηθεί με το Πρωτόκολλο που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 5 Ιουλίου 1978 (στο εξής: Σύμβαση CMR), έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, «επί κάθε συμβάσεως για την οδική μεταφορά εμπορευμάτων δι’ οχημάτων έναντι τιμήματος, εφόσον ο τόπος παραλαβής του εμπορεύματος και ο οριζόμενος τόπος παραδόσεως […] βρίσκονται σε διαφορετικές χώρες, εκ των οποίων η μία τουλάχιστον είναι συμβαλλόμενη χώρα, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής και της ιθαγένειας των συμβαλλομένων».

12      Η Σύμβαση CMR συνάφθηκε κατόπιν διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο της Οικονομικής Επιτροπής για την Ευρώπη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στη Σύμβαση CMR προσχώρησαν περισσότερα από 50 κράτη, μεταξύ των οποίων καταλέγονται η Δημοκρατία της Λιθουανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Γαλλική Δημοκρατία.

13      Κατά το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Συμβάσεως CMR:

«Επί οποιασδήποτε διαφοράς η οποία ανακύπτει λόγω συμβάσεως μεταφοράς διεπομένης από την παρούσα Σύμβαση, ο ενάγων μπορεί να ασκήσει αγωγή ενώπιον των δικαστηρίου συμβαλλόμενης χώρας που ορίσθηκε με συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων [στη σύμβαση μεταφοράς] μερών και, επιπροσθέτως, ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας εντός της οποίας:

α)      διαμένει συνήθως ο εναγόμενος ή έχει την έδρα των εργασιών του ή το υποκατάστημα ή το πρακτορείο μέσω του οποίου συνάφθηκε η σύμβαση μεταφοράς, ή

β)      βρίσκεται ο τόπος παραλαβής των εμπορευμάτων από τον μεταφορέα ή ο ορισθείς τόπος για την παράδοσή τους, και ενώπιον ουδενός ετέρου δικαστηρίου.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14      Στις 28 Μαΐου 2009, το Vilniaus apygardos teismas (Πρωτοδικείο Περιφέρειας Βίλνιους) κίνησε διαδικασία αφερεγγυότητας κατά της Kintra, της οποίας η καταστατική έδρα βρίσκεται στη Λιθουανία.

15      Ο σύνδικος της Kintra άσκησε ενώπιον του Vilniaus apygardos teismas αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η Nickel & Goeldner Spedition, της οποίας η καταστατική έδρα βρίσκεται στη Γερμανία, να καταβάλει, κυρίως, χρηματικό ποσό 194 077,76 LTL, το οποίο όφειλε λόγω των υπηρεσιών διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων που παρέσχε η Kintra στη Nickel & Goeldner Spedition, μεταξύ άλλων στη Γαλλία και στη Γερμανία.

16      Κατά τον σύνδικο της Kintra, η διεθνής δικαιοδοσία του Vilniaus apygardos teismas θεμελιωνόταν στο άρθρο 14, παράγραφος 3, του λιθουανικού νόμου περί αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων. Η Nickel & Goeldner Spedition αμφισβήτησε αυτήν τη διεθνή δικαιοδοσία διατεινόμενη ότι η διαφορά ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31 της Συμβάσεως CMR και σε αυτό του κανονισμού 44/2001.

17      Με απόφαση της 29ης Αυγούστου 2011, το Vilniaus apygardos teismas δέχθηκε την αξίωση του συνδίκου της Kintra, κρίνοντας ότι η διεθνής δικαιοδοσία του στηριζόταν στις διατάξεις του λιθουανικού νόμου περί αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων και του κανονισμού 1346/2000.

18      Με απόφαση της 6ης Ιουνίου 2012, το Lietuvos apeliacinis teismas (Εφετείο Λιθουανίας) επικύρωσε την πρωτοδίκως εκδοθείσα απόφαση. Έκρινε ότι η διαφορά ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως περί πτωχευτικών ζητημάτων, την οποία προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 44/2001, και ότι το έχον διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της διαφοράς αυτής δικαστήριο πρέπει να καθορισθεί κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 και τις διατάξεις του λιθουανικού νόμου περί αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων.

19      Κατόπιν αναιρέσεως, το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο δικαστήριο της Λιθουανίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει, σε περίπτωση κατά την οποία ασκείται αγωγή από τον σύνδικο επιχειρήσεως ευρισκομένης υπό πτώχευση, προς το συμφέρον της ομάδας των πιστωτών και με σκοπό την αποκατάσταση της φερεγγυότητας της υπό πτώχευση επιχειρήσεως και την αύξηση του ενεργητικού της, προκειμένου να εξοφληθούν οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά το μεγαλύτερο δυνατό μέρος τους —ενώ πρέπει να επισημανθεί ότι τα αυτά αποτελέσματα επιδιώκονται, για παράδειγμα, με την άσκηση αγωγών πτωχευτικής ανακλήσεως (παυλιανών αγωγών) από τον σύνδικο, για τις οποίες έχει κριθεί ότι έχουν στενή σχέση με τη διαδικασία αφερεγγυότητας— και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι εν προκειμένω αξιώνεται, κατ’ εφαρμογήν της Συμβάσεως CMR και του λιθουανικού αστικού κώδικα (γενικές διατάξεις του αστικού δικαίου), η εξόφληση απαιτήσεως γεννηθείσας λόγω διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων, να γίνει δεκτό ότι η αγωγή αυτή έχει άμεση σχέση (λόγω στενού συνδέσμου) με τη διαδικασία κηρύξεως της αφερεγγυότητας της ενάγουσας, ότι το έχον διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί αυτής δικαστήριο καθορίζεται βάσει των κανόνων του κανονισμού 1346/2000 και ότι η αγωγή αυτή εμπίπτει στην περίπτωση της εξαιρέσεως από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, το Lietuvos aukščiausiasis teismas ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, σε περίπτωση κατά την οποία η επίμαχη ενοχή (αυτή του εναγομένου να εξοφλήσει το χρέος του εκ διεθνούς συμβάσεως μεταφοράς και να καταβάλει τόκους υπερημερίας, η οποία οφείλεται σε μη προσήκουσα εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών του έναντι του υπό πτώχευση ευρισκομένου ενάγοντος) είναι προγενέστερη της κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του ενάγοντος, πρέπει να εφαρμοσθεί το άρθρο 44, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1346/2000 ή να μην εφαρμοσθεί ο κανονισμός αυτός, καθόσον το έχον διεθνή δικαιοδοσία δικαστήριο για να επιληφθεί της διαφοράς αυτής πρέπει να καθορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 31 της Συμβάσεως CMR, ως ειδικής Συμβάσεως;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα και εφόσον η υπό κρίση διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001, το Lietuvos aukščiausiasis teismas ερωτά το Δικαστήριο αν, δεδομένου ότι δεν υφίσταται αντίθεση μεταξύ του άρθρου 31, παράγραφος 1, της Συμβάσεως CMR και του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, πρέπει εν προκειμένω, καθόσον η διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως CMR (ως ειδικής Συμβάσεως), να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του άρθρου 31 της Συμβάσεως αυτής για να καθορισθεί το κράτος του οποίου τα δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για να επιληφθούν της οικείας διαφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις του άρθρου 31, παράγραφος 1, της Συμβάσεως CMR δεν αντιβαίνουν στους κύριους σκοπούς του κανονισμού 44/2001, δεν έχουν αποτελέσματα λιγότερο ευνοϊκά για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και είναι επαρκώς σαφείς και ακριβείς;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

20      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, κατ’ ουσίαν, αν η αγωγή με αίτημα την εξόφληση απαιτήσεως γεννηθείσας λόγω της παροχής υπηρεσιών μεταφοράς, την οποία ασκεί ο σύνδικος επιχειρήσεως ευρισκομένης υπό πτώχευση που διορίσθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας κινηθείσας εντός κράτους μέλους, και η οποία στρέφεται κατά του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος αποδέκτη των υπηρεσιών αυτών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1346/2000 ή σε εκείνο του κανονισμού 44/2001.

21      Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, στηριζόμενο ιδίως στις ερμηνευτικού χαρακτήρα εκθέσεις σχετικά με τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), νομοθέτημα το οποίο αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 44/2001, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο εν λόγω κανονισμός και ο κανονισμός 1346/2000 πρέπει να ερμηνεύονται έτσι ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο οποιασδήποτε επικαλύψεως μεταξύ του πεδίου εφαρμογής των κανόνων τους και οποιουδήποτε κενού δικαίου. Επομένως, οι αγωγές οι οποίες εξαιρούνται, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 44/2001, από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, καθόσον εμπίπτουν στην κατηγορία που περιλαμβάνει τις «πτωχεύσεις, [τους] πτωχευτικο[ύς] συμβιβασμο[ύς] και άλλες ανάλογες διαδικασίες», εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1346/2000. Αντιστοίχως, οι αγωγές που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 εμπίπτουν σε εκείνο του κανονισμού 44/2001 (απόφαση F‑Tex, C‑213/10, EU:C:2012:215, σκέψεις 21, 29 και 48).

22      Το Δικαστήριο έχει επίσης επισημάνει ότι, όπως προκύπτει ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 44/2001, πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να εκλάβει υπό ευρεία έννοια τις, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και να προσδώσει, κατά συνέπεια, σε αυτόν ευρύ πεδίο εφαρμογής. Αντιθέτως, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1346/2000, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη του 6, δεν πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικώς (απόφαση German Graphics Graphische Maschinen, C‑292/08, EU:C:2009:544, σκέψεις 23 έως 25).

23      Κατ’ εφαρμογήν των αρχών αυτών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μόνον οι αγωγές που απορρέουν άμεσα από διαδικασία αφερεγγυότητας και συνδέονται στενά με αυτή δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001. Κατά συνέπεια, μόνον αυτές οι αγωγές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1346/2000 (απόφαση F‑Tex, EU:C:2012:215, σκέψεις 23 και 29 καθώς και παρατιθέμενη νομολογία).

24      Όσον αφορά την εφαρμογή της διακρίσεως αυτής, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αγωγή με αίτημα την κάλυψη του παθητικού εταιρίας, η οποία, κατά το γαλλικό δίκαιο, μπορεί να ασκηθεί από τον σύνδικο κατά των διευθυντικών στελεχών της εταιρίας προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη τους, πρέπει να χαρακτηρίζεται ως αγωγή που απορρέει άμεσα από διαδικασία αφερεγγυότητας και συνδέεται στενά με αυτήν. Για να συναγάγει την κρίση αυτή, το Δικαστήριο στηρίχθηκε, κατ’ ουσίαν στο ότι η αγωγή αυτή έχει ως νομική βάση διατάξεις που συνιστούν παρέκκλιση από τους γενικούς κανόνες του αστικού δικαίου (βλ., στο πλαίσιο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις των Βρυξελλών, απόφαση Gourdain, 133/78, EU:C:1979:49, σκέψεις 4 έως 6). Το Δικαστήριο προέβη σε παρεμφερή εκτίμηση στην περίπτωση της αγωγής πτωχευτικής ανακλήσεως, η οποία, κατά το γερμανικό δίκαιο, μπορεί να ασκηθεί από τον σύνδικο με σκοπό να προσβληθούν πράξεις τελεσθείσες προ της κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας που είναι επιζήμιες για τους πιστωτές. Επισήμανε, στο πλαίσιο αυτό, ότι η αγωγή είχε ως νομική βάση κανόνες του εθνικού δικαίου σχετικούς με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας (απόφαση Seagon, C‑339/07, EU:C:2009:83, σκέψη 16).

25      Αντιθέτως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αγωγή ασκηθείσα βάσει ρήτρας παρακρατήσεως της κυριότητας κατά συνδίκου δεν συνδέεται αρκούντως άμεσα και στενά με διαδικασία αφερεγγυότητας, για τον λόγο ότι, κατ’ ουσίαν, το νομικό ζήτημα που εγείρεται με την αγωγή αυτή είναι ανεξάρτητο από την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας (απόφαση German Graphics Graphische Maschinen, EU:C:2009:544, σκέψεις 30 και 31). Ομοίως, έχει γίνει δεκτό ότι δεν συνδέεται στενά με διαδικασία αφερεγγυότητας αγωγή ασκούμενη βάσει εκχωρήσεως απαιτήσεως που συμφωνήθηκε με σύνδικο και έχει ως αντικείμενο το δικαίωμα ανακλήσεως το οποίο του παρέχεται κατά το γερμανικό δίκαιο περί πτωχεύσεως. Το Δικαστήριο επισήμανε συναφώς ότι η άσκηση του δικαιώματος που απέκτησε ο εκδοχέας διέπεται από κανόνες διαφορετικούς από εκείνους που ισχύουν στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας (απόφαση F‑Tex, EU:C:2012:215, σκέψεις 41 και 42).

26      Από τη νομολογία αυτή συνάγεται ότι το Δικαστήριο, κατά την εκτίμησή του, έλαβε βεβαίως υπόψη το γεγονός ότι τα διάφορα είδη αγωγών των οποίων επελήφθη ασκούνταν εξ αφορμής διαδικασίας αφερεγγυότητας. Έκρινε, εντούτοις, ως σημαντικότερο να εξετάσει σε κάθε περίπτωση αν η επίμαχη αγωγή στηριζόταν στο δίκαιο περί διαδικασιών αφερεγγυότητας ή σε άλλους κανόνες.

27      Ως εκ τούτου, το καθοριστικής σημασίας κριτήριο, κατά το Δικαστήριο, για να καθορισθεί ο τομέας στον οποίο εμπίπτει αγωγή δεν είναι το δικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται μια τέτοια αγωγή, αλλά η νομική βάση της. Κατά την προσέγγιση αυτή, πρέπει να εξετάζεται αν το επίδικο δικαίωμα ή η επίδικη παροχή στηρίζεται στους κοινούς κανόνες του αστικού και εμπορικού δικαίου ή σε κανόνες με τους οποίους εισάγονται παρεκκλίσεις που ισχύουν ειδικώς στην περίπτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας.

28      Δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι η επίμαχη αγωγή είναι αγωγή με αίτημα την εξόφληση απαιτήσεως η οποία οφείλεται λόγω της παροχής υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση συμβάσεως μεταφοράς. Η αγωγή αυτή θα μπορούσε να έχει ασκηθεί από τον ίδιο τον πιστωτή, πριν αυτός χάσει το σχετικό δικαίωμα λόγω της κινήσεως εναντίον του διαδικασίας αφερεγγυότητας, σε τέτοια δε περίπτωση θα διεπόταν από τους εφαρμοστέους επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας.

29      Το γεγονός ότι, κατόπιν της κινήσεως διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του παρέχοντος υπηρεσίες, η αγωγή με αίτημα την εξόφληση απαιτήσεως ασκείται από τον σύνδικο ο οποίος διορίσθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής και ότι ο σύνδικος αυτός ενεργεί προς το συμφέρον των πιστωτών δεν μεταβάλλει ουσιωδώς τη φύση της προβαλλομένης απαιτήσεως, η οποία εξακολουθεί να διέπεται, επί της ουσίας, από τους ίδιους κανόνες δικαίου.

30      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης αγωγή δεν συνδέεται άμεσα με τη διαδικασία αφερεγγυότητας που κινήθηκε κατά του ενάγοντος.

31      Ως εκ τούτου και χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί αν η αγωγή αυτή συνδέεται στενά με τη διαδικασία αφερεγγυότητας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω αγωγή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 και, αντιστρόφως, ότι δεν εμπίπτει στην έννοια της πτωχεύσεως, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 44/2001.

32      Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στην έννοια του όρου «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», κατά τη διάταξη αυτή, αγωγή με αίτημα την εξόφληση απαιτήσεως γεννηθείσας λόγω της παροχής υπηρεσιών μεταφοράς, την οποία ασκεί ο σύνδικος επιχειρήσεως ευρισκομένης υπό πτώχευση που διορίσθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας κινηθείσας εντός κράτους μέλους, και η οποία στρέφεται κατά του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος αποδέκτη των υπηρεσιών αυτών.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

33      Το δεύτερο ερώτημα υποβλήθηκε επικουρικώς μόνο, σε περίπτωση κατά την οποία θα γινόταν δεκτό ότι η διαφορά της κύριας δίκης ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1346/2000.

34      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αυτό.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

35      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, σε περίπτωση κατά την οποία η διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τόσο του κανονισμού 44/2001 όσο και της Συμβάσεως CMR, κράτος μέλος δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, να εφαρμόσει τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει η Σύμβαση CMR και όχι εκείνους που καθορίζει ο εν λόγω κανονισμός.

36      Μολονότι από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να διακριβώσει αν οι υπηρεσίες μεταφοράς τις οποίες αφορά το αίτημα εξοφλήσεως της απαιτήσεως του οποίου έχει επιληφθεί πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής της Συμβάσεως CMR, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο της 1.

37      Σε περίπτωση κατά την οποία το αιτούν δικαστήριο δεχθεί ότι ισχύει κάτι τέτοιο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας του άρθρου 71 του κανονισμού 44/2001 την οποία έχει δώσει το Δικαστήριο, οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αποφάσεων που προβλέπουν οι ειδικές Συμβάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη ήταν ήδη συμβαλλόμενα μέρη κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του κανονισμού αυτού έχουν, καταρχήν, ως αποτέλεσμα να αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού αυτού που αφορούν το ίδιο ζήτημα (απόφαση TNT Express Nederland, C‑533/08, EU:C:2010:243, σκέψεις 39, 45 έως 48). Η Σύμβαση CMR, περί διεθνούς οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων, στην οποία προσχώρησε το 1993 η Δημοκρατία της Λιθουανίας, καταλέγεται μεταξύ των ειδικών Συμβάσεων που αφορά η διάταξη αυτή.

38      Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, όσον αφορά τα θέματα που διέπονται από ειδικές Συμβάσεις, οι κανόνες που αυτές προβλέπουν δεν θίγουν τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η δικαστική συνεργασία επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως οι, διαλαμβανόμενες στις αιτιολογικές σκέψεις 6, 11, 12 και 15 έως 17 του κανονισμού 44/2001, αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων, της προβλεψιμότητας του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, της ασφάλειας δικαίου για τους ιδιώτες, της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης, της ελαχιστοποιήσεως του κινδύνου παράλληλης εκδικάσεως της ιδίας υποθέσεως και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στην απονομή της δικαιοσύνης εντός της Ένωσης [αποφάσεις TNT Express Nederland, EU:C:2010:243, σκέψη 49, και Nipponkoa Insurance Co. (Europe), C‑452/12, EU:C:2013:858, σκέψη 36].

39      Όσον αφορά τους κανόνες που αποτελούν αντικείμενο του τρίτου ερωτήματος, δηλαδή τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Συμβάσεως CMR, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ιδίως ότι επιτρέπει στον ενάγοντα να επιλέξει μεταξύ των δικαστηρίων της χώρας συνήθους διαμονής του εναγομένου, αυτών της χώρας παραλαβής του εμπορεύματος και εκείνων της χώρας εντός της οποίας βρίσκεται ο ορισθείς τόπος παραλαβής.

40      Η δυνατότητα επιλογής που παρέχεται κατά τον τρόπο αυτό στον ενάγοντα αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, σε εκείνη που προβλέπει ο κανονισμός 44/2001. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση διαφοράς εκ συμβάσεως, ο ενάγων, βάσει των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 5, σημείο 1, του κανονισμού αυτού, δύναται να επιλέξει μεταξύ των δικαστηρίων του κράτους μέλους κατοικίας του εναγομένου και εκείνων του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η επίδικη παροχή. Όσον αφορά τη σύμβαση μεταφοράς, η οποία εμπίπτει στην κατηγορία των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών (βλ., σχετικώς, απόφαση Rehder, C‑204/08, EU:C:2009:439, σκέψεις 29 και 30), ο τόπος αυτός βρίσκεται, σύμφωνα με το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού, εντός του κράτους μέλους όπου, βάσει της συμβάσεως, παρασχέθηκαν ή έπρεπε να παρασχεθούν οι υπηρεσίες.

41      Βεβαίως, το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001, το γράμμα του οποίου μνημονεύει ένα μόνο τόπο εκπληρώσεως, παρέχει στον ενάγοντα πιο περιορισμένη δυνατότητα επιλογής απ’ ό,τι το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Συμβάσεως CMR, κατά το οποίο υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ του τόπου παραλαβής και του τόπου παραδόσεως του εμπορεύματος. Το στοιχείο αυτό, πάντως, δεν δύναται να θέσει εν αμφιβόλω το ότι το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Συμβάσεως CMR είναι σύμφωνο με τις αρχές που διέπουν τη δικαστική συνεργασία επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων εντός της Ένωσης. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει δεχθεί, όσον αφορά τις συμβάσεις μεταφοράς, ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο ενάγων μπορεί να έχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ του δικαστηρίου του τόπου αναχωρήσεως και του δικαστηρίου του τόπου αφίξεως. Συναφώς, έχει επισημάνει ότι αυτή η δυνατότητα επιλογής που παρέχεται στον ενάγοντα πληροί, πέραν του κριτηρίου περί εγγύτητας, και την απαίτηση περί προβλεψιμότητας, καθόσον καθιστά δυνατό τόσο στον ενάγοντα όσο και στον εναγόμενο να προσδιορίσουν ευχερώς τα δικαστήρια που μπορούν να επιληφθούν της υποθέσεως. Επιπλέον, συνάδει με τον σκοπό της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001, η δυνατότητα επιλογής του ενάγοντος περιορίζεται μεταξύ δύο δικαστηρίων (απόφαση Rehder, EU:C:2009:439, σκέψη 45).

42      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 71 του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τόσο του κανονισμού αυτού όσο και σε εκείνο της Συμβάσεως CMR, κράτος μέλος δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 71, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, να εφαρμόσει τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Συμβάσεως CMR.

 Επί των δικαστικών εξόδων

43      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι εμπίπτει στην έννοια του όρου «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», κατά τη διάταξη αυτή, αγωγή με αίτημα την εξόφληση απαιτήσεως γεννηθείσας λόγω της παροχής υπηρεσιών μεταφοράς, την οποία ασκεί ο σύνδικος επιχειρήσεως ευρισκομένης υπό πτώχευση που διορίσθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας κινηθείσας εντός κράτους μέλους, και η οποία στρέφεται κατά του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος αποδέκτη των υπηρεσιών αυτών.

2)      Το άρθρο 71 του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τόσο του κανονισμού αυτού όσο και σε εκείνο της Συμβάσεως περί των συμβάσεων διεθνούς οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 19 Μαΐου 1956, όπως έχει τροποποιηθεί με το Πρωτόκολλο που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 5 Ιουλίου 1978, κράτος μέλος δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 71, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, να εφαρμόσει τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Συμβάσεως αυτής.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική.