Language of document : ECLI:EU:C:2008:468

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 4ης Σεπτεμβρίου 20081(1)

Υπόθεση C‑222/07

Unión de Televisiones Comerciales Asociadas (UTECA)

[αίτηση του Tribunal Supremo (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 89/552/ΕΟΚ “Τηλεόραση χωρίς σύνορα” – Ευρωπαϊκά έργα – Υποχρέωση των τηλεοπτικών οργανισμών για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών – Γλωσσική ποσόστωση – Ελάχιστη εναρμόνιση – Θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης ΕΚ – Ανταγωνισμός – Κρατικές ενισχύσεις – Έννοια της κρατικής ενισχύσεως (άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ)»





I –    Εισαγωγή

1.        Επιτρέπεται οι τηλεοπτικοί οργανισμοί να υποχρεώνονται με εθνικό νόμο να δαπανήσουν ορισμένο ποσοστό των εσόδων τους για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου πρέπει επιπλέον να είναι μια από τις επίσημες γλώσσες του οικείου κράτους μέλους; Στο ερώτημα αυτό επικεντρώνεται η υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε στο Δικαστήριο το ισπανικό Tribunal Supremo (2).

2.        Στην κύρια δίκη η Unión de Televisiones Comerciales Asociadas (UTECA), ένωση εμπορικών τηλεοπτικών σταθμών που εδρεύουν στην Ισπανία, βάλλει κατά της υποχρεώσεως που προβλέπει το ισπανικό δίκαιο για τους τηλεοπτικούς οργανισμούς να εισφέρουν το 5 % των ετησίων εισοδημάτων τους για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών, από την οποία προχρηματοδότηση το 60 % προορίζεται για έργα των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι μια από τις επίσημες γλώσσες της Ισπανίας (3).

3.        Το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει αν μια τέτοια εθνική ρύθμιση συμβιβάζεται με τις διατάξεις της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα», με τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης ΕΚ και με το ευρωπαϊκό δίκαιο ενισχύσεων.

4.        Είναι αυτονόητο ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ιδιαίτερης σημασίας για την πολιτιστική πολιτική πολλών κρατών μελών, καθώς και της Κοινότητας συνολικά, και επιπλέον έχει σημαντικές οικονομικές συνέπειες. Και μόνον η ζωηρή συμμετοχή μιας σειράς εθνικών κυβερνήσεων στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικνύει το ενδιαφέρον που προκαλεί αυτή η υπόθεση.

II – Νομικό πλαίσιο

 Α – Το κοινοτικό δίκαιο

5.        Το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η υπό κρίση υπόθεση από την άποψη του κοινοτικού δικαίου συνίσταται, εκτός από διάφορες διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ, στην οδηγία 89/552/ΕΟΚ (4) –που καλείται και οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα»– όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/36/ΕΚ (5), (6).

6.        Στις γενικές διατάξεις του κεφαλαίου II της οδηγίας 89/552 συγκαταλέγεται το άρθρο 3, παράγραφος 1, το οποίο έχει ως ακολούθως:

«Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια, όσον αφορά τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, να τηρούν αυστηρότερους ή λεπτομερέστερους κανόνες στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.»

7.        Το κεφάλαιο III της οδηγίας 89/552, το οποίο επιγράφεται «Προώθηση της διανομής και της παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων», περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα άρθρα 4, 5 και 6.

8.        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν, κάθε φορά που αυτό είναι εφικτό και με κατάλληλα μέσα, ώστε οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί να αφιερώνουν σε ευρωπαϊκά έργα, κατά την έννοια του άρθρου 6, το μεγαλύτερο ποσοστό του χρόνου εκπομπής τους […]. Το ποσοστό αυτό, λαμβανομένων υπόψη των ευθυνών του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού έναντι του κοινού του όσον αφορά την ενημερωτική, εκπαιδευτική, πολιτιστική και ψυχαγωγική αποστολή του, πρέπει να επιτευχθεί σταδιακά βάσει κατάλληλων κριτηρίων.»

9.        Το άρθρο 5 της οδηγίας 89/552 περιέχει την ακόλουθη ρύθμιση:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν, κάθε φορά που αυτό είναι εφικτό και με τα κατάλληλα μέσα, ώστε οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί να αφιερώνουν τουλάχιστον 10 % του χρόνου εκπομπής τους […] ή, εναλλακτικά, κατ’ επιλογή του κράτους μέλους, το 10 % τουλάχιστον του προϋπολογισμού των προγραμμάτων τους, σε ευρωπαϊκά έργα παραγωγών ανεξαρτήτων από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς. Το ποσοστό αυτό, λαμβανομένων υπόψη των ευθυνών των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών έναντι του κοινού τους όσον αφορά την ενημερωτική, εκπαιδευτική, πολιτιστική και ψυχαγωγική αποστολή τους, πρέπει να επιτευχθεί σταδιακά βάσει κατάλληλων κριτηρίων· πρέπει να επιτευχθεί αφιερώνοντας κατάλληλο ποσοστό σε πρόσφατα έργα, δηλαδή σε έργα που μεταδίδονται εντός πέντε ετών από την παραγωγή τους.»

10.      Το άρθρο 6 της οδηγίας 89/552 προβαίνει στον ακόλουθο ορισμό:

«1.      Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, νοούνται ως “ευρωπαϊκά έργα”, τα ακόλουθα έργα:

α)      τα έργα καταγωγής κρατών μελών,

[…]

2.      Τα έργα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία α΄ και β΄, είναι εκείνα που πραγματοποιούνται κυρίως από δημιουργούς και εργαζόμενους που κατοικούν σε ένα ή περισσότερα από τα κράτη που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο, στοιχεία α΄ και β΄, και που πληρούν μια από τις ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις:

α)      πραγματοποιούνται από έναν ή περισσότερους παραγωγούς εγκατεστημένους σε ένα ή περισσότερα από αυτά τα κράτη·

β)      η παραγωγή των έργων αυτών επιβλέπεται και ελέγχεται πραγματικά από έναν ή περισσότερους παραγωγούς εγκατεστημένους σε ένα ή περισσότερα από αυτά τα κράτη·

γ)      η συμμετοχή των συμπαραγωγών των κρατών αυτών καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού κόστους της συμπαραγωγής, η δε συμπαραγωγή δεν ελέγχεται από έναν ή περισσότερους παραγωγούς εγκατεστημένους εκτός των κρατών αυτών.

[…]»

11.      Επιπλέον, στην δέκατη τρίτη, δέκατη ένατη, εικοστή δεύτερη, εικοστή τρίτη και εικοστή έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/552 αναφέρονται διευκρινιστικά τα εξής:

«[13] [εκτιμώντας] ότι η παρούσα οδηγία προβλέπει τις ελάχιστες αναγκαίες διατάξεις για την κατοχύρωση της ελευθερίας των τηλεοπτικών μεταδόσεων· ότι, κατά συνέπεια, δεν θίγεται η δικαιοδοσία των κρατών μελών και των αρχών τους ως προς την οργάνωση, η οποία περιλαμβάνει και συστήματα εκχώρησης δικαιωμάτων, χορήγησης διοικητικής άδειας, ή φορολόγησης, και τη χρηματοδότηση των εκπομπών καθώς και το περιεχόμενο των προγραμμάτων· ότι έτσι διαφυλάσσεται η ανεξαρτησία στην πολιτι[στι]κή εξέλιξη κάθε κράτους μέλους και η πολιτιστική ποικιλομορφία της Κοινότητας.

[19]      ότι οι ελάχιστες απαιτήσεις, όσον αφορά όλα τα κρατικά ή ιδιωτικά κοινοτικά τηλεοπτικά προγράμματα, για ευρωπαϊκές οπτικοακουστικές παραγωγές, αποτελούν ένα μέσο για την προώθηση της παραγωγής, της ανεξάρτητης παραγωγής και της διανομής στους φορείς που αναφέρθηκαν και συμπληρώνουν άλλα μέσα που υπάρχουν ήδη ή πρόκειται να προταθούν προς την ίδια κατεύθυνση.

[…]

[22]      ότι πρέπει να εξευρεθούν τα κατάλληλα μέσα και οι διαδικασίες βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας προκειμένου να προωθηθεί η επίτευξη των στόχων αυτών με σκοπό τη θέσπιση καταλλήλων μέτρων για την ενθάρρυνση της δραστηριότητας και της ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οπτικοακουστικής παραγωγής και διανομής, ιδίως στα κράτη με μικρή ικανότητα οπτικοακουστικής παραγωγής ή με περιορισμένη γλωσσική εμβέλεια.

[23]      ότι οι εθνικές διατάξεις για την παροχή ενίσχυσης για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής παραγωγής μπορούν να εφαρμόζονται στο μέτρο που είναι σύμφωνες με το κοινοτικό δίκαιο.

[…]

[26]      ότι, προκειμένου να προωθηθεί κατά τρόπο ενεργό μια συγκεκριμένη γλώσσα, τα κράτη μέλη πρέπει να διατηρήσουν την ευχέρεια να καταρτίζουν λεπτομερέστερους ή αυστηρότερους κανόνες σε συνάρτηση με γλωσσικά κριτήρια, εφόσον οι κανόνες αυτοί συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο και ιδίως δεν εφαρμόζονται στην αναμετάδοση προγραμμάτων καταγωγής άλλων κρατών μελών.»

12.      Συμπληρωματικά, πρέπει να γίνει παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 44 και 45 της οδηγίας 97/36, οι οποίες έχουν ως εξής:

«(44) [εκτιμώντας] ότι η προσέγγιση της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ και της παρούσας οδηγίας επελέγη για να επιτευχθεί η ουσιαστική εναρμόνιση που είναι αναγκαία και επαρκής για να εξασφαλισθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των τηλεοπτικών εκπομπών στην Κοινότητα· ότι τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια, όσον αφορά τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, να εφαρμόζουν λεπτομερέστερους ή αυστηρότερους κανόνες στους τομείς που συντονίζονται με την παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, κανόνων για την επίτευξη στόχων γλωσσικής πολιτικής, την προστασία του δημόσιου συμφέροντος σε συνάρτηση με το ρόλο της τηλεόρασης ως πηγής πληροφοριών, εκπαίδευσης, πολιτισμού και ψυχαγωγίας, την ανάγκη να διασφαλιστεί η πολυφωνία στους τομείς της βιομηχανίας πληροφόρησης και των μέσων μαζικής ενημέρωσης και την προστασία του ανταγωνισμού, με στόχο να αποφεύγεται η κατάχρηση δεσποζουσών θέσεων ή/και η δημιουργία ή η ενίσχυση δεσποζουσών θέσεων μέσω συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, συμφωνιών, εξαγοράς μεριδίων ή παρομοίων πρωτοβουλιών· ότι οι κανόνες αυτοί πρέπει να συμβιβάζονται προς το κοινοτικό δίκαιο.

(45)      ότι ο στόχος της υποστήριξης της οπτικοακουστικής παραγωγής στην Ευρώπη μπορεί να επιδιωχθεί στα κράτη μέλη εντός του πλαισίου της οργάνωσης των ραδιοτηλεοπτικών τους υπηρεσιών, μεταξύ άλλων, μέσω του καθορισμού αποστολής που να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον για ορισμένους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης και της υποχρέωσης να υπάρχει ουσιαστική συνεισφορά σε επενδύσεις στην ευρωπαϊκή παραγωγή.»

 Β –Το διεθνές δίκαιο

13.      Στο πλαίσιο της Οργανώσεως των Ηνωμένων Εθνών για την εκπαίδευση, την επιστήμη και τον πολιτισμό (Unesco), υιοθετήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2005 στο Παρίσι η Σύμβαση για την προστασία και την προώθηση της πολυμορφίας της πολιτιστικής έκφρασης (7), στην οποία μετέχουν, εκτός από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, και τα περισσότερα κράτη μέλη (8). Η Σύμβαση Unesco άρχισε να ισχύει στις 18 Μαρτίου 2007.

14.      Στο προοίμιο της Συμβάσεως Unesco επιβεβαιώνεται μεταξύ άλλων ότι η πολιτιστική πολυμορφία «είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρωπότητας» (9) καθώς και ότι «αποτελεί μια κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας και ότι θα πρέπει να τιμηθεί και να διαφυλαχθεί προς όφελος όλων» (10). Εξαίρεται επίσης η «σημασία της πολιτιστικής πολυμορφίας για την πλήρη εφαρμογή των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που διακηρύσσονται στην παγκόσμια δήλωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και σε άλλες παγκοσμίως αναγνωρισμένες νομικές πράξεις» (11). Στο προοίμιο υπογραμμίζεται περαιτέρω «ότι η γλωσσολογική πολυμορφία είναι ένα θεμελιώδες στοιχείο της πολιτιστικής πολυμορφίας» (12).

15.      Σύμφωνα με το άρθρο 1, η Σύμβαση Unesco έχει μεταξύ άλλων τους στόχους

«α)      να προστατεύσει και να προαγάγει την πολυμορφία της πολιτιστικής έκφρασης,

[…]

η)       να επιβεβαιώσει το κυρίαρχο δικαίωμα των κρατών να συντηρήσουν, να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν τις πολιτικές και τα μέτρα που κρίνουν κατάλληλα για την προστασία και την προώθηση της πολυμορφίας της πολιτιστικής έκφρασης στο έδαφός τους,

[…]».

16.      Μεταξύ των κατευθυντηρίων αρχών της Συμβάσεως Unesco, το άρθρο 2, αριθμός 2, της ως άνω συμβάσεως περιγράφει την αρχή της κυριαρχίας ως εξής:

«Σύμφωνα με τον χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τις αρχές του διεθνούς δικαίου, τα κράτη έχουν το κυριαρχικό δικαίωμα να υιοθετούν μέτρα και πολιτικές για την προστασία και την προαγωγή της πολυμορφίας της πολιτιστικής έκφρασης στο έδαφός τους.»

17.      Με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως Unesco τα συμβαλλόμενα μέρη επιβεβαιώνουν:

«[…] σύμφωνα με το χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, τις αρχές του διεθνούς δικαίου και τις παγκοσμίως αναγνωρισμένες νομικές πράξεις όσον αφορά τα δικαιώματα του ανθρώπου, το κυρίαρχο δικαίωμά τους να διατυπώνουν και να υλοποιούν τις πολιτικές τους στον πολιτιστικό τομέα και να υιοθετούν μέτρα για την προστασία και την προαγωγή της πολυμορφίας της πολιτιστικής έκφρασης […]».

18.      Το άρθρο 6 της Συμβάσεως Unesco ορίζει μεταξύ άλλων τα εξής:

«1.      Στο πλαίσιο των πολιτικών του και των πολιτιστικών μέτρων […] κάθε μέρος μπορεί να υιοθετήσει μέτρα που προορίζονται να προστατεύουν και να προαγάγουν την πολυμορφία της πολιτιστικής έκφρασης στο έδαφός του.

2.      Αυτά τα μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν:

α)       ρυθμιστικά μέτρα που στοχεύουν στην προστασία και την προαγωγή της πολυμορφίας της πολιτιστικής έκφρασης,

β)       μέτρα τα οποία, με κατάλληλο τρόπο, προσφέρουν στις εθνικές πολιτιστικές δραστηριότητες, αγαθά και υπηρεσίες, την ευκαιρία να βρουν τη θέση τους μεταξύ εκείνων που διατίθενται στην επικράτεια όσον αφορά τη δημιουργία, την παραγωγή, τη διάδοση, τη διανομή και την απόλαυση, συμπεριλαμβανομένων μέτρων σχετικά με τη γλώσσα που χρησιμοποιείται για τις δραστηριότητες, τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προαναφέρθηκαν,

[…]»

19.      Με το άρθρο 20 η Σύμβαση Unesco ρυθμίζει τις σχέσεις της με «άλλες συνθήκες» ως εξής:

«1.      Τα μέρη αναγνωρίζουν ότι πρέπει να εκπληρώσουν καλόπιστα τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη παρούσα σύμβαση και όλες τις άλλες συνθήκες τις οποίες συνυπογράφουν. Έτσι, χωρίς να υπάγουν την σύμβαση αυτή σε άλλες συνθήκες:

α)      ενθαρρύνουν την αμοιβαία υποστήριξη ανάμεσα σε αυτήν τη σύμβαση και τις άλλες συνθήκες τις οποίες συνυπογράφουν, και

β)      όταν ερμηνεύουν και εφαρμόζουν τις άλλες συνθήκες τις οποίες συνυπογράφουν ή όταν προσυπογράφουν άλλες διεθνείς υποχρεώσεις, τα μέρη λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές διατάξεις της παρούσας σύμβασης.

2.      Κανένα σημείο της παρούσας σύμβασης δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι τροποποιεί τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών βάσει άλλων συνθηκών τις οποίες συνυπογράφουν.»

 Γ –Το εθνικό δίκαιο

20.      Η ισπανική νομοθεσία για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο περιλαμβάνει τον νόμο 25/1994, της 12ης Ιουλίου 1994 (13), με τον οποίο μεταφέρθηκε στην ισπανική έννομη τάξη η οδηγία 89/552. Το άρθρο 5 του νόμου αυτού φέρει την επικεφαλίδα «Ευρωπαϊκά έργα» και έχει τροποποιηθεί επανειλημμένως. Κρίσιμο για την υπό εξέταση υπόθεση είναι το κείμενο της ως άνω διατάξεως όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 22/1999, της 7ης Ιουνίου 1999 (14) και με τη δεύτερη πρόσθετη διάταξη του νόμου 15/2001, της 9ης Ιουλίου 2001 (15).

21.      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου 25/1994 έχει, κατόπιν των τροποποιήσεων αυτών, ως εξής:

«Οι τηλεοπτικοί οργανισμοί οφείλουν να διαθέτουν το 51 % του ετήσιου χρόνου εκπομπής τους για τη μετάδοση ευρωπαϊκών οπτικοακουστικών έργων.

Οι τηλεοπτικοί οργανισμοί που έχουν την ευθύνη για την επιμέλεια του προγράμματος τηλεοπτικών σταθμών ο προγραμματισμός των οποίων περιλαμβάνει κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους πρόσφατης παραγωγής, δηλαδή κινηματογραφικές ταινίες η παλαιότητα των οποίων δεν υπερβαίνει τα επτά έτη από την ημερομηνία παραγωγής, οφείλουν να διαθέτουν ετησίως τουλάχιστον το 5 % των συνολικών εσόδων που πραγματοποίησαν κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, σύμφωνα με τον λογαριασμό εκμεταλλεύσεως, για την προχρηματοδότηση της παραγωγής ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών μεγάλου και μικρού μήκους και τηλεταινιών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εμπίπτουν στις περιπτώσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, του νόμου για την ενθάρρυνση και την προαγωγή της κινηματογραφίας και του οπτικοακουστικού τομέα. Το 60 % της ως άνω χρηματοδοτήσεως πρέπει να διατίθεται για παραγωγές των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι μια από τις επίσημες γλώσσες της Ισπανίας.

Για τους σκοπούς αυτούς, ως τηλεταινίες νοούνται τα οπτικοακουστικά έργα των οποίων τα χαρακτηριστικά είναι παρόμοια προς εκείνα των κινηματογραφικών ταινιών μεγάλου μήκους, δηλαδή αυτοτελή έργα διάρκειας άνω των εξήντα λεπτών τα οποία παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα ότι η εμπορική τους εκμετάλλευση δεν περιλαμβάνει την προβολή σε κινηματογραφικές αίθουσες· ως λειτουργικά έσοδα νοούνται τα έσοδα τα προερχόμενα από το πρόγραμμα και την εκμετάλλευση του τηλεοπτικού σταθμού ή των τηλεοπτικών σταθμών τα οποία δημιουργούν την ως άνω υποχρέωση, όπως απεικονίζονται στους ελεγμένους λογαριασμούς εκμεταλλεύσεως.

Η κυβέρνηση, κατόπιν διαβουλεύσεως με όλους τους ενδιαφερόμενους κλάδους, μπορεί να καθορίσει με κανονιστική πράξη τις απαιτούμενες διάρκειες προκειμένου ένα οπτικοακουστικό έργο να θεωρηθεί ως τηλεταινία.»

22.      Με το βασιλικό διάταγμα 1652/2004, της 9ης Ιουλίου 2004, εγκρίθηκε η «κανονιστική απόφαση για τη ρύθμιση της υποχρεωτικής επενδύσεως για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών και ισπανικών κινηματογραφικών ταινιών μεγάλου και μικρού μήκους και τηλεταινιών» (16). Η εν λόγω κανονιστική απόφαση περιέχει διάφορες διατάξεις για την εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, του νόμου 25/1994 για τη χρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών παραγωγών και ρυθμίζει ιδίως τον υπολογισμό του κύκλου εργασιών των τηλεοπτικών οργανισμών και τον υπολογισμό του ποσοστού που προορίζεται για την αγορά ευρωπαϊκών κινηματογραφικών παραγωγών. Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη όσον αφορά την εκπλήρωση της υποχρεώσεως προχρηματοδοτήσεως όλες οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο τηλεοπτικός οργανισμός για τη δική του παραγωγή, για παραγγελίες παραγωγών, για συμπαραγωγές και για αγορά των δικαιωμάτων μεταδόσεως οπτικοακουστικών έργων.

23.      Σε ό,τι αφορά το δικονομικό δίκαιο, η διάταξη περί παραπομπής περιέχει τις ακόλουθες πρόσθετες πληροφορίες: Στην Ισπανία, τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου τα συμφέροντα των οποίων θίγονται από κανονιστική απόφαση που περιέχει γενικές διατάξεις νομιμοποιούνται να προσβάλουν την εν λόγω απόφαση και να ζητήσουν την ακύρωσή της. Αν τέτοιου είδους γενικές διατάξεις έχουν εκδοθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, αρμόδιο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό για τη δικαστική εκτίμησή τους είναι το τμήμα διοικητικών διαφορών του Tribunal Supremo· το τμήμα αυτό ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων της κυβερνήσεως.

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η κύρια δίκη

24.      Στις 16 Σεπτεμβρίου 2004, η UTECA άσκησε ενώπιον του ισπανικού Tribunal Supremo (που θα αναφέρεται στο εξής και ως «αιτούν δικαστήριο») προσφυγή ακυρώσεως κατά του βασιλικού διατάγματος 1652/2004.

25.      Σκοπός της προσφυγής είναι να μην εφαρμοστεί ούτε το προσβαλλόμενο βασιλικό διάταγμα, ούτε οι κανόνες δικαίου επί των οποίων θεμελιώνεται, διότι, σύμφωνα με την UTECA, παραβιάζουν διάφορες διατάξεις του ισπανικού Συντάγματος και αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο.

26.      Τα αιτήματα της UTECA αντικρούονται τόσο από το Ισπανικό Δημόσιο (17) όσο και από τη Federación de Asociaciones de Productores Audiovisuales Españoles (FAPAE), ένα ιδιωτικού δικαίου σωματείο Ισπανών παραγωγών του οπτικοακουστικό τομέα, και την Entidad de Gestión de Derechos de los Productores Audiovisuales (EGEDA), εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως των δικαιωμάτων των παραγωγών οπτικοακουστικών έργων.

IV – Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

27.      Με διάταξη της 18ης Απριλίου 2007, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Μαΐου 2007, το Tribunal Supremo ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης επί των εξής τριών ερωτημάτων:

α)      Επιτρέπει το άρθρο 3 της οδηγίας 89/552, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/36/ΕΚ, στα κράτη μέλη να επιβάλλουν στους τηλεοπτικούς οργανισμούς την υποχρέωση να διαθέτουν ένα ποσοστό των λειτουργικών εσόδων τους για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών;

β)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, είναι σύμφωνη με την ως άνω οδηγία και με το άρθρο 12 ΕΚ, σε συνδυασμό με τις λοιπές ειδικές διατάξεις στις οποίες το άρθρο αυτό αναφέρεται, εθνική ρύθμιση η οποία, πέραν του ότι προβλέπει την προαναφερθείσα υποχρέωση προχρηματοδοτήσεως, επιφυλάσσει το 60 % της εν λόγω υποχρεωτικής χρηματοδοτήσεως για έργα των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι η ισπανική;

γ)      Συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ της ισπανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, η υποχρέωση την οποία επιβάλλει εθνική ρύθμιση στους τηλεοπτικούς οργανισμούς και η οποία συνίσταται στο να διαθέτουν ένα ποσοστό των λειτουργικών εσόδων τους για την προχρηματοδότηση κινηματογραφικών ταινιών, από την οποία το 60 % πρέπει να προορίζεται ειδικά για έργα των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι η ισπανική και τα οποία στην πλειονότητά τους παράγονται από την εν λόγω βιομηχανία;

28.      Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις και διατύπωσαν προφορικώς τις απόψεις τους η UTECA, η FAPAE, η EGEDA, οι Κυβερνήσεις της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Γαλλίας, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ. Περαιτέρω, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι Κυβερνήσεις του Βελγίου, της Ιταλίας, της Αυστρίας και της Πολωνίας.

V –    Εκτίμηση

 Α – Επί του πρώτου ερωτήματος: Συμφωνία μιας υποχρεώσεως προχρηματοδοτήσεως ευρωπαϊκών έργων με την οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα»

29.      Με το πρώτο ερώτημά του το Tribunal Supremo ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 3 της οδηγίας 89/552. Κατ’ ουσίαν, ζητείται να διευκρινιστεί αν ένα κράτος μέλος μπορεί να επιβάλλει σε τηλεοπτικούς οργανισμούς –πέρα από τη ρύθμιση περί ποσοστώσεων των άρθρων 4 και 5 της ως άνω οδηγίας– την υποχρέωση να δαπανούν ετησίως ορισμένο ποσοστό των εσόδων τους για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών. Με άλλα λόγια, πρέπει να εξακριβωθεί ποια ρυθμιστικά περιθώρια εξακολουθούν να έχουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με την οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» όσον αφορά τη χρηματοδότηση και την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών έργων.

1.      Προκαταρκτική παρατήρηση

30.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια, όσον αφορά τηλεοπτικούς οργανισμούς που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, να προβλέπουν λεπτομερέστερους ή αυστηρότερους κανόνες στα πεδία που καλύπτει η οδηγία.

31.      Με τη διάταξη αυτή εκφράζεται το ότι η οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» δεν προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση της νομοθεσίας που εφαρμόζεται στους τηλεοπτικούς οργανισμούς, αλλά προβλέπει απλώς ελάχιστα πρότυπα για τις τηλεοπτικές εκπομπές που οι οργανισμοί αυτοί μεταδίδουν (18).

32.      Θα ήταν όμως λάθος να θεωρηθεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν αυστηρότερους ή λεπτομερέστερους κανόνες για τους τηλεοπτικούς οργανισμούς μόνον εντός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα». Αυτή την εντύπωση μπορεί μεν να δημιουργεί η διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552 με την αναφορά στους «τομείς που καλύπτονται» από την οδηγία. Στην πραγματικότητα όμως, η διατύπωση αυτή χρησιμεύει απλώς στο να αποσαφηνιστεί ότι τα κράτη μέλη επιτρέπεται να υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα από τον κοινοτικό νομοθέτη ελάχιστα πρότυπα ακόμη και στα πεδία που καλύπτει η οδηγία. Κατά τα λοιπά, είναι αυτονόητο ότι εθνικές ρυθμίσεις οι οποίες έχουν αντίκτυπο στη δραστηριότητα τηλεοπτικών οργανισμών επιτρέπεται να θεσπίζονται και σε άλλους τομείς τους οποίους δεν καλύπτει καθόλου η οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» (19).

33.      Κατά συνέπεια, η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν επηρεάζεται από το αν μια εθνική ρύθμιση όπως η ισπανική, η οποία περιέχει διατάξεις για την προχρηματοδότηση ορισμένων ευρωπαϊκών ταινιών, αφορά τομέα που καλύπτεται από την οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» ή αν δεν εμπίπτει καθόλου στο πεδίο εφαρμογής της. Ειδικότερα, σε κάθε περίπτωση ασφαλώς επιτρέπεται στα κράτη μέλη να υπερβαίνουν τα ελάχιστα πρότυπα της οδηγίας.

34.      Ωστόσο, οι «λεπτομερέστεροι ή αυστηρότεροι κανόνες» που θεσπίζουν τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να αντιβαίνουν στο περιεχόμενο και στους σκοπούς της οδηγίας, ούτε να παραβιάζουν άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου (20). Τα πιθανά αυτά όρια της ρυθμιστικής δράσεως των κρατών μελών αποτελούν το αντικείμενο των αναπτύξεων που ακολουθούν.

2.      Δεν απαγορεύονται γενικώς οι εθνικές ρυθμίσεις περί προχρηματοδοτήσεως

35.      Η οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένους όρους όσον αφορά τη χρηματοδότηση ή την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών έργων (21).

36.      Αντιστρόφως όμως, ούτε και απαγορεύει στα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν στο εσωτερικό τους δίκαιο σχετικές ρυθμίσεις. Ειδικότερα, από τη σιωπή της οδηγίας δεν μπορεί να συναχθεί απαγόρευση προς τα κράτη μέλη να εκδώσουν τέτοιες ρυθμίσεις. Αντιθέτως, η οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα», σύμφωνα με το προοίμιό της, δεν θίγει τη δικαιοδοσία των κρατών μελών ως προς τη χρηματοδότηση των εκπομπών, καθώς και το περιεχόμενο των προγραμμάτων (22).

37.      Συνεπώς, αντιθέτως προς την άποψη της UTECA και της Πολωνικής Κυβερνήσεως, τα ρυθμιστικά περιθώρια που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552 δεν εξαντλούνται στον καθορισμό ποσοστώσεων για την τηλεοπτική μετάδοση ευρωπαϊκών έργων και στην περισσότερο ή λιγότερο αυστηρή ή λεπτομερή ρύθμισή τους από το αντίστοιχο εσωτερικό δίκαιο. Ειδικότερα, κατά την προώθηση της διανομής και της παραγωγής ευρωπαϊκών έργων δεν υποχρεούνται να περιοριστούν στα εργαλεία των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας 89/552.

38.      Αντιθέτως, η έννοια των «λεπτομερέστερων ή αυστηρότερων κανόνων», τους οποίους επιτρέπεται να θεσπίσουν τα κράτη μέλη κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552, περιλαμβάνει ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα πιθανών εθνικών μέτρων. Τούτο διευκρίνισε ο ίδιος ο κοινοτικός νομοθέτης με την ευκαιρία της τροποποιήσεως της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» το 1997 και στην τεσσαρακοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της τροποποιητικής οδηγίας 97/36 αναφέρει τα πλέον ποικίλα ρυθμιστικά αντικείμενα, ενώ η φράση «μεταξύ άλλων» καθιστά σαφές ότι η απαρίθμησή τους δεν είναι εξαντλητική (23). Στην τεσσαρακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36 γίνεται μάλιστα ρητώς λόγος για «επενδύσεις στην ευρωπαϊκή παραγωγή».

39.      Συνεπώς, από την οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» δεν μπορεί να συναχθεί συνολικά μια γενική απαγόρευση των εθνικών ρυθμίσεων περί προχρηματοδοτήσεως όπως η ισπανική (24).

3.      Δεν απαγορεύεται να συμπεριλαμβάνονται ιδιωτικοί τηλεοπτικοί οργανισμοί σε εθνική ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως

40.      Κατά την άποψη της UTECA, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552 επιτρέπει στα κράτη μέλη να εισαγάγουν αυστηρότερες διατάξεις μόνο για ορισμένους τηλεοπτικούς οργανισμούς, στους οποίους έχει ανατεθεί η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας. Η διάταξη αυτή πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το Πρωτόκολλο για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη (25).

41.      Δεν συμμερίζομαι τη γνώμη αυτή. Γενικώς, η οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» αγνοεί τη διάκριση μεταξύ ιδιωτικών και δημοσίου δικαίου ή επιφορτισμένων με την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας τηλεοπτικών οργανισμών. Ειδικώς το κείμενο του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552, το οποίο πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω, δεν περιέχει κανενός είδους ένδειξη υπέρ μιας τέτοιας διακρίσεως.

42.      Ο κοινοτικός νομοθέτης διευκρίνισε μεν με την ευκαιρία της τροποποιήσεως της οδηγίας το 1997 ότι ορισμένοι τηλεοπτικοί οργανισμοί μπορούν να επιφορτίζονται με αποστολή που να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει την υποχρέωση συνεισφοράς σε επενδύσεις στην ευρωπαϊκή παραγωγή (26).

43.      Από αυτό όμως δεν συνάγεται ότι μόνον τηλεοπτικοί οργανισμοί επιφορτισμένοι με τέτοια δημόσια υπηρεσία μπορούν να υποχρεωθούν νομοθετικώς σε προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών έργων. Αντιθέτως, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να αποφασίσουν να επιβάλουν μια τέτοια εκ του νόμου υποχρέωση προχρηματοδοτήσεως σε όλους τους τηλεοπτικούς οργανισμούς που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, προκειμένου να συνεισφέρουν κατ’ αυτόν τον τρόπο στην κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερη εφαρμογή του καθεστώτος των ποσοστώσεων για τη διανομή ευρωπαϊκών έργων (βλ. άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 89/552) (27).

44.      Συνεπώς, συνολικά από την οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» δεν μπορεί να συναχθεί ότι απαγορεύεται να συμπεριληφθούν οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί οργανισμοί σε εθνική ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως όπως η ισπανική.

4.      Οι σκοποί της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως

45.      Όσον αφορά τους σκοπούς της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα», από την ανάγνωση του προοιμίου της καθίσταται φανερό ότι η προώθηση της παραγωγής ευρωπαϊκών τηλεοπτικών προγραμμάτων και ευρωπαϊκών οπτικοακουστικών έργων ενδιέφερε ιδιαιτέρως τον κοινοτικό νομοθέτη (28). Τη μέριμνα αυτή αντανακλά το κεφάλαιο III της οδηγίας, το οποίο σύμφωνα με την επικεφαλίδα του έχει ως αντικείμενο όχι μόνον την προώθηση της διανομής τηλεοπτικών προγραμμάτων, αλλά και την προώθηση της παραγωγής τους.

46.      Εθνική ρύθμιση η οποία υποχρεώνει τους τηλεοπτικούς οργανισμούς να συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση ορισμένων ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών προωθεί την παραγωγή ευρωπαϊκών τηλεοπτικών προγραμμάτων και οπτικοακουστικών έργων και είναι κατά συνέπεια σύμφωνη με τους σκοπούς της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» (29). Εξάλλου, η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται και από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου περί των θεμελιωδών ελευθεριών (30).

47.      Επιπλέον, οι καθοριζόμενες με τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» ελάχιστες ποσοστώσεις για την τηλεοπτική διανομή ευρωπαϊκών έργων δεν θα υλοποιούνταν στην πράξη αν λόγω ελλείψεως επαρκούς χρηματοδοτήσεως δεν παράγονταν καν αρκετά τέτοια έργα. Εφόσον τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα στο πλαίσιο του εθνικού τους δικαίου για τη βελτίωση της χρηματοδοτήσεως ευρωπαϊκών παραγωγών, συμβάλλουν εμμέσως στην υλοποίηση του εν λόγω καθεστώτος ποσοστώσεων.

48.      Ως εκ τούτου, ο επιμέρους σκοπός της οδηγίας να προωθήσει εκτός από την τηλεοπτική διανομή ευρωπαϊκών έργων και την παραγωγή τους δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που επιβάλλει στους τηλεοπτικούς οργανισμούς υποχρέωση προχρηματοδοτήσεως ορισμένων ευρωπαϊκών ταινιών (31).

49.      Μια τέτοια ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως δεν αντιβαίνει ούτε στον κύριο σκοπό της οδηγίας να διασφαλιστεί η ελεύθερη μετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών στην Ευρώπη (32).

50.      Γενικότερα, η εφαρμογή αυστηρότερων εθνικών διατάξεων δεν θίγει κατ’ ανάγκη τον σκοπό της οδηγίας να διασφαλίσει την ελεύθερη μετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών (33).

51.      Ειδικώς στην προκειμένη περίπτωση, ο κίνδυνος να θιγεί ο σκοπός αυτός είναι ακόμη μικρότερος δεδομένου ότι οι αλλοδαποί τηλεοπτικοί οργανισμοί των οποίων οι εκπομπές προορίζονται να μεταδοθούν στην Ισπανία ούτως ή άλλως δεν υπόκεινται στην εκεί ισχύουσα ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως.

52.      Οι εγκατεστημένοι στην Ισπανία τηλεοπτικοί οργανισμοί υποχρεούνται μεν σε προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών έργων, πλην όμως εξ αυτού δεν συνάγεται ευθεία επέμβαση στη διαμόρφωση του προγράμματός τους. Αντιθέτως, η επιβαλλόμενη από το ισπανικό δίκαιο υποχρέωση προχρηματοδοτήσεως χρησιμεύει απλώς στην αποτελεσματικότερη εφαρμογή του προβλεπόμενου από τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 89/552 καθεστώτος των ποσοστώσεων για τη διανομή ευρωπαϊκών έργων, στο οποίο υπόκεινται όλοι οι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα τηλεοπτικοί οργανισμοί.

53.      Η υποχρέωση προχρηματοδοτήσεως θα μπορούσε το πολύ να θεωρηθεί, λόγω των επιπτώσεών της στον προϋπολογισμό του κάθε τηλεοπτικού οργανισμού, ως έμμεση επέμβαση στη διαμόρφωση του προγράμματός του. Επειδή όμως η υποχρέωση προχρηματοδοτήσεως, δεδομένου ότι πρόκειται για το 5 % των εσόδων, αφορά μόνον ένα μικρό μερίδιο του συνολικού προϋπολογισμού ενός τηλεοπτικού οργανισμού, τα αποτελέσματά της φαίνονται υπερβολικά ασήμαντα και αβέβαια (34) ώστε να θίξουν σοβαρά τη διαμόρφωση του προγράμματός του και, κατά συνέπεια, να παρακωλύσουν, κατά την έννοια της οδηγίας, την ελεύθερη μετάδοση των τηλεοπτικών εκπομπών που επιλέγει.

54.      Συνολικά επομένως οι σκοποί της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως η ισπανική, με την οποία οι τηλεοπτικοί οργανισμοί υποχρεώνονται σε προχρηματοδότηση ορισμένων ευρωπαϊκών ταινιών.

5.      Λοιπές παρατηρήσεις

55.      Χάριν πληρότητας θα εξετάσω κλείνοντας δύο ειδικά προβλήματα που επισήμανε το Tribunal Supremo στο πλαίσιο του πρώτου ερωτήματος, τα οποία δημιουργούν στο εν λόγω δικαστήριο αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα μιας ρυθμίσεως περί προχρηματοδοτήσεως όπως η ισπανική με την οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα».

 Επιτρέπεται να εξαιρούνται ορισμένες κατηγορίες ευρωπαϊκών έργων από εθνική ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως;

56.      Καταρχάς το Tribunal Supremo επισήμανε ιδιαιτέρως με τη διάταξή του περί παραπομπής ότι η επιβαλλόμενη στους ισπανικούς τηλεοπτικούς οργανισμούς υποχρέωση προχρηματοδοτήσεως δεν εκτείνεται σε όλα τα ευρωπαϊκά έργα κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα», αλλά μόνο σε ορισμένα, ειδικότερα σε κινηματογραφικές ταινίες και τηλεταινίες η διάρκεια των οποίων υπερβαίνει τα 60 λεπτά και οι οποίες δεν είναι σε συνέχειες.

57.      Όπως εξήγησα (35), η οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» δεν προβλέπει καμία υποχρέωση των κρατών μελών να ρυθμίζουν με το εθνικό τους δίκαιο τη χρηματοδότηση ή την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών έργων. Συνεπώς, δεν περιέχει ούτε κανόνες σχετικά με το ποια ευρωπαϊκά έργα ενδεχομένως επιτρέπεται ή επιβάλλεται να αποτελούν αντικείμενο μιας τέτοιας εθνικής ρυθμίσεως περί προχρηματοδοτήσεως. Τα κράτη μέλη είναι επομένως καταρχήν ελεύθερα να αποφασίσουν για τις λεπτομέρειες της διαμορφώσεως της ρυθμίσεώς τους περί προχρηματοδοτήσεως και για το ποια έργα θα επωφελούνται από την υποχρεωτική προχρηματοδότηση.

58.      Από την άποψη του κοινοτικού δικαίου, περιορισμοί μπορούν εν προκειμένω να προκύψουν το πολύ από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία περιλαμβάνεται στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου (36) και από την οποία δεσμεύονται τα κράτη μέλη εντός του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω δικαίου (37). Επειδή η προβλεπόμενη στο ισπανικό δίκαιο ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως, όπως προαναφέρθηκε, χρησιμεύει για την προώθηση της παραγωγής ευρωπαϊκών έργων, άπτεται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» (38).

59.      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (39).

60.      Αναμφίβολα, η ισπανική ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως προβαίνει σε άνιση μεταχείριση των κινηματογραφικών ταινιών και των τηλεταινιών διάρκειας άνω των 60 λεπτών σε σχέση με άλλα έργα, περιλαμβανομένων των τηλεοπτικών σειρών. Το αν πρόκειται όμως για συγκρίσιμες ή διαφορετικές περιπτώσεις και αν ενδεχομένως υφίσταται αντικειμενική δικαιολόγηση της ρυθμίσεως περί προχρηματοδοτήσεως εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, για την εκτίμηση των οποίων εξάλλου πρέπει να αναγνωρίζεται στον εθνικό νομοθέτη ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως (40).

61.      Η οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» υπογραμμίζει παραδείγματος χάριν την ανάγκη της προωθήσεως ανεξάρτητων παραγωγών (41). Περαιτέρω, είναι ενδεχομένως σωστό να ωφελούνται από μια ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως τα έργα τα οποία έχουν σχετικά υψηλό κόστος παραγωγής και η δημιουργία των οποίων παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες. Και οι δύο αυτές παράμετροι μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι οι κινηματογραφικές ταινίες και οι τηλεταινίες διάρκειας άνω των εξήντα λεπτών δεν είναι συγκρίσιμες με τα υπόλοιπα έργα, ιδίως τις τηλεοπτικές σειρές, ή ότι εν πάση περιπτώσει η άνιση μεταχείρισή τους δικαιολογείται αντικειμενικά.

62.      Η οριστική εκτίμηση είναι όμως αδύνατη βάσει των λίγων στοιχείων που διαθέτει το Δικαστήριο. Ούτως ή άλλως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο και μόνο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και να εφαρμόσει το κοινοτικό δίκαιο επ’ αυτών των πραγματικών περιστατικών (42).

 Επιτρέπεται να υποχρεούνται σε προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών έργων οι τηλεοπτικοί οργανισμοί που διαθέτουν ελάχιστη προσφορά κινηματογραφικών έργων πρόσφατης παραγωγής;

63.      Περαιτέρω, το Tribunal Supremo επισήμανε με τη διάταξη περί παραπομπής ότι η υποχρέωση προχρηματοδοτήσεως επιβάλλεται σε κάθε τηλεοπτικό οργανισμό ο οποίος περιλαμβάνει στο πρόγραμμά του κινηματογραφικές ταινίες πρόσφατης παραγωγής (43), ακόμη και όταν η προσφορά του σε κινηματογραφικές ταινίες είναι ελάχιστη ή έχει ελάχιστη σημασία στο πλαίσιο της διαμορφώσεως του προγράμματός του.

64.      Όπως εξέθεσα μόλις (44), τα κράτη μέλη είναι καταρχήν ελεύθερα να αποφασίσουν για τις λεπτομέρειες της διαμορφώσεως μιας εθνικής ρυθμίσεως περί προχρηματοδοτήσεως. Κατά συνέπεια, τους επιτρέπεται να προσδιορίσουν ποιοι τηλεοπτικοί οργανισμοί υπόκεινται στην υποχρέωση προχρηματοδοτήσεως.

65.      Από την άποψη του κοινοτικού δικαίου, περιορισμοί μπορούν να προκύψουν εδώ το πολύ από την προαναφερθείσα αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (45) καθώς επίσης και από την αρχή της αναλογικότητας (46).

66.      Σε ό,τι αφορά καταρχάς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η επίμαχη ισπανική ρύθμιση, καθόσον προκύπτει, υποχρεώνει εξίσου όλους τους τηλεοπτικούς οργανισμούς σε προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών. Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει αν η θέση των τηλεοπτικών οργανισμών που διαθέτουν ελάχιστη προσφορά κινηματογραφικών έργων και η θέση άλλων τηλεοπτικών οργανισμών είναι πράγματι συγκρίσιμες. Αν δεν είναι, θα πρέπει να εξεταστεί αν η ίση μεταχείρισή τους όσον αφορά τη ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως μπορεί παρ’ όλα αυτά να δικαιολογείται αντικειμενικώς. Και ως προς το ζήτημα αυτό θα πρέπει να αναγνωριστεί στο εθνικό νομοθέτη κάποιο περιθώριο εκτιμήσεως (47).

67.      Σε ό,τι αφορά εν συνεχεία την αρχή της αναλογικότητας, η αρχή αυτή επιβάλλει όπως οι εκδιδόμενες πράξεις μη υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την πραγματοποίηση των θεμιτών στόχων που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό και τα προξενούμενα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς (48). Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει ιδίως να εξετάσει αν η υποχρέωση προχρηματοδοτήσεως ευρωπαϊκών έργων συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση για τους τηλεοπτικούς οργανισμούς που διαθέτουν ελάχιστη προσφορά κινηματογραφικών ταινιών, έστω και αν η υποχρέωση αυτή, δεδομένου ότι πρόκειται για το 5 % των εσόδων, αφορά ένα σχετικά μικρό τμήμα του συνολικού προϋπολογισμού του αντίστοιχου τηλεοπτικού οργανισμού.

68.      Τίποτε από τα ανωτέρω δεν μπορεί να εκτιμηθεί οριστικά βάσει των στοιχείων που διαθέτει το Δικαστήριο. Ούτως ή άλλως όμως, όπως προαναφέρθηκε (49), εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο και μόνο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και να εφαρμόσει το κοινοτικό δίκαιο επ’ αυτών των πραγματικών περιστατικών.

6.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

69.      Το συμπέρασμά μου είναι συνοπτικά το εξής:

Η οδηγία 89/552 γενικώς και το άρθρο 3 αυτής ειδικότερα δεν απαγορεύουν εθνική ρύθμιση η οποία υποχρεώνει τους τηλεοπτικούς οργανισμούς να δαπανούν ετησίως ορισμένο ποσοστό των εσόδων τους για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών. Η εν λόγω εθνική ρύθμιση πρέπει να είναι σύμφωνη με το λοιπό κοινοτικό δίκαιο.

 Β – Επί του δευτέρου ερωτήματος: Εκτίμηση της υποχρεώσεως προχρηματοδοτήσεως ευρωπαϊκών έργων που παράγονται σε ορισμένες γλώσσες λαμβανομένων υπόψη των θεμελιωδών ελευθεριών

70.      Εφόσον δοθεί στο πρώτο ερώτημα η απάντηση την οποία προτείνω, επιβάλλεται η εξέταση και του δευτέρου ερωτήματος. Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν ένα κράτος μέλος μπορεί να υποχρεώνει νομοθετικώς τους τηλεοπτικούς οργανισμούς να δαπανούν το 60 % της υποχρεωτικής ετήσιας προχρηματοδοτήσεως για ευρωπαϊκές κινηματογραφικές ταινίες και τηλεταινίες των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι αναγνωρισμένη ως επίσημη γλώσσα στο ως άνω κράτος μέλος (50).

1.      Προκαταρκτική παρατήρηση

71.      Σύμφωνα με τη διατύπωσή του, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 89/552 και της κατά το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύσεως των διακρίσεων.

72.      Ως προς την οδηγία 89/552, εξέθεσα ήδη στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος (51) ότι δεν περιέχει κανόνες για τις εθνικές ρυθμίσεις περί χρηματοδοτήσεως και προχρηματοδοτήσεως ταινιών. Ωστόσο, οι ρυθμίσεις αυτές πρέπει να είναι σύμφωνες με το λοιπό κοινοτικό δίκαιο, και ιδίως με τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης ΕΚ (52). Από αυτήν και μόνον την οπτική γωνία θα εξετάσω κατωτέρω το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

73.      Στο μέτρο που το δεύτερο ερώτημα αναφέρεται στην κατά το άρθρο 12 ΕΚ γενική απαγόρευση των διακρίσεων, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η εν λόγω διάταξη μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς μόνο σε καταστάσεις διεπόμενες από το κοινοτικό δίκαιο για τις οποίες η Συνθήκη δεν προβλέπει ειδική απαγόρευση των διακρίσεων (53). Επειδή η υπό κρίση υπόθεση, όπως θα δείξω ευθύς αμέσως, αφορά πολλές θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης ΕΚ, το άρθρο 12 ΕΚ δεν χρειάζεται να εξεταστεί εν προκειμένω.

2.      Οι οικείες θεμελιώδεις ελευθερίες και ο περιορισμός τους

74.      Η ισπανική ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως επιβάλλει στους τηλεοπτικούς οργανισμούς να δαπανούν ορισμένο ποσοστό των εσόδων τους για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών, των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι μια από τις αναγνωρισμένες στην Ισπανία επίσημες γλώσσες.

75.      Θεωρητικώς θα ήταν μεν δυνατή η παραγωγή τέτοιων έργων σε όλα τα κράτη μέλη. Στην πράξη όμως πρόκειται κυρίως, όπως διαπιστώνει το αιτούν δικαστήριο, κυρίως για ταινίες που παράγονται στην Ισπανία (54). Ειδικότερα, για να γυριστεί μια ταινία με γλώσσα του πρωτοτύπου μια από τις επίσημες γλώσσες της Ισπανίας, πρέπει τόσο οι ηθοποιοί όσο και ο σκηνοθέτης, οι εικονολήπτες, οι βοηθοί και οι τυχόν κομπάρσοι να έχουν επαρκή γνώση της γλώσσας αυτής. Κανονικά, καθένας τους –τουλάχιστον οι ηθοποιοί– θα πρέπει να γνωρίζει τη γλώσσα εξίσου καλά με κάποιον που την ομιλεί ως μητρική του (55). Εντός της Κοινότητας, οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται ιδίως στην Ισπανία ή από τους Ισπανούς.

76.      Τα ανωτέρω θα μπορούσαν να ωθήσουν σε μια εξέταση των συνεπειών της ισπανικής ρυθμίσεως περί προχρηματοδοτήσεως ειδικώς υπό το πρίσμα της έμμεσης διακρίσεως λόγω ιθαγένειας, όπως υποδεικνύουν και οι αναπτύξεις του Tribunal Supremo και ορισμένων από τους μετέχοντες στη διαδικασία. Μια τέτοια όμως θεώρηση θα προκαλούσε επικέντρωση της προσοχής μόνο σε μια ιδιαιτέρως προφανή συνέπεια της ισπανικής ρυθμίσεως, ήτοι στο ότι οι τηλεοπτικοί οργανισμοί ωθούνται σε κάποιο βαθμό στο να επενδύσουν σε εγχώριες παραγωγές ταινιών και ταυτοχρόνως αποτρέπονται από την επένδυση σεαλλοδαπές τέτοιες παραγωγές. Αντιθέτως, ο όρος «έμμεση διάκριση» πρέπει να ερμηνεύεται με πολύ μεγάλη ευρύτητα, προκειμένου να εκτιμηθούν πλήρως και όλες οι άλλες συνέπειες της ισπανικής ρυθμίσεως, ιδίως δε οι συνέπειές της για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων που παράγουν ταινίες ή συμμετέχουν στα γυρίσματα ταινιών στην Ευρώπη.

77.      Ως εκ τούτου, οι συνέπειες της ισπανικής ρυθμίσεως πρέπει να εξεταστούν συνολικά υπό το πρίσμα του περιορισμού θεμελιωδών ελευθεριών, και ειδικότερα περιορισμών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ), της ελευθερίας εγκαταστάσεως (άρθρο 43 ΕΚ), της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ) και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (άρθρο 39 ΕΚ). Ως γνωστόν, όλες οι ως άνω θεμελιώδεις ελευθερίες εμπεριέχουν τόσο απαγόρευση των διακρίσεων όσο και απαγόρευση των περιορισμών (56). Το όριο μεταξύ των εμμέσων διακρίσεων και των περιορισμών είναι ρευστό. Ενίοτε η έμμεση διάκριση θεωρείται ούτως ή άλλως ως ιδιαίτερη περίπτωση περιορισμού της αντίστοιχης θεμελιώδους ελευθερίας (57). Επιχείρημα γι’ αυτό αποτελεί το ότι τρεις από τις τέσσερις οικείες θεμελιώδεις ελευθερίες αναφέρονται σύμφωνα με τη διατύπωσή τους όχι στην έννοια της δυσμενούς διακρίσεως, αλλ’ αντιθέτως στην έννοια του περιορισμού (άρθρο 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και 56, παράγραφος 1, ΕΚ). Επιπλέον, η δικαιολόγηση των περιορισμών και των εμμέσων διακρίσεων κρίνεται από τη νομολογία ουσιαστικώς βάσει των ιδίων κριτηρίων (58).

 Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρα 49 ΕΚ, 50 ΕΚ)

78.      Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρα 49 ΕΚ, 50 ΕΚ) αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως καταρχάς στο μέτρο κατά το οποίο οι ισπανικοί τηλεοπτικοί οργανισμοί επιθυμούν να αποκτήσουν δικαιώματα μεταδόσεως ταινιών τις οποίες έχουν δημιουργήσει παραγωγοί από άλλα κράτη μέλη (59). Ειδικότερα, στο μέτρο κατά το οποίο η ισπανική ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως υποχρεώνει τους ισπανικούς τηλεοπτικούς οργανισμούς να χρηματοδοτούν ταινίες σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Ισπανίας, καθίσταται για τους ως άνω τηλεοπτικούς οργανισμούς λιγότερο ελκυστική η αγορά δικαιωμάτων μεταδόσεως ταινιών οι οποίες έχουν άλλες γλώσσες του πρωτοτύπου, διότι η ως άνω αγορά δεν θα ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της υποχρεώσεως προχρηματοδοτήσεως. Η κατάσταση αυτή έχει επιπτώσεις ιδίως για τις ταινίες αλλοδαπών παραγωγών. Ταυτοχρόνως καθίσταται λιγότερο ελκυστικό για τους αλλοδαπούς παραγωγούς να διαθέσουν τα δικαιώματα μεταδόσεως των ταινιών τους στην ισπανική αγορά, διότι η γλώσσα του πρωτοτύπου των ταινιών αυτών συνήθως δεν είναι μια από τις αναγνωρισμένες στην Ισπανία επίσημες γλώσσες.

79.      Επιπλέον, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, όπως παρατήρησε εύστοχα η Επιτροπή, αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως και από άλλη μία άποψη: Εφόσον οι ηθοποιοί, σκηνοθέτες και τα λοιπά πρόσωπα που συμμετέχουν στα γυρίσματα μιας ταινίας δεν έχουν το καθεστώς του εργαζομένου, παρέχουν υπηρεσίες στον παραγωγό κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ. Βάσει της ισπανικής ρυθμίσεως περί προχρηματοδοτήσεως, οι Ισπανοί παραγωγοί ταινιών έχουν πλέον ένα κίνητρο να γυρίζουν ταινίες κυρίως στις επίσημες γλώσσες που είναι αναγνωρισμένες στην Ισπανία. Συνεπώς καθίσταται για τους Ισπανούς παραγωγούς λιγότερο ελκυστικό να προσλαμβάνουν, για τα γυρίσματα των ταινιών τους, αλλοδαπούς ηθοποιούς, σκηνοθέτες και λοιπό προσωπικό, διότι τα εν λόγω πρόσωπα κατά κανόνα κατέχουν τις επίσημες γλώσσες της Ισπανίας λιγότερο καλά απ’ ό,τι οι ημεδαποί. Ταυτοχρόνως, καθίσταται δυσχερέστερο για τα πρόσωπα αυτά να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε Ισπανούς παραγωγούς για τα γυρίσματα μιας ταινίας.

80.      Συνεπώς, από όλες τις ανωτέρω απόψεις, μια ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως όπως η ισπανική συνεπάγεται περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

 Η ελευθερία εγκαταστάσεως (άρθρο 43 ΕΚ)

81.      Μια ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως όπως η ισπανική μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ελευθερία εγκαταστάσεως (άρθρο 43 ΕΚ) από δύο απόψεις.

82.      Αφενός μπορεί να καθίσταται λιγότερο ελκυστικό για τους ισπανικούς τηλεοπτικούς οργανισμούς να εξαγοράσουν εταιρίες παραγωγής ταινιών εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη ή –παραδείγματος χάριν για τις συμπαραγωγές– να αποκτήσουν σημαντική συμμετοχή στις εταιρίες αυτές (60). Ειδικότερα, εφόσον οι αλλοδαποί αυτοί παραγωγοί ταινιών δεν γυρίζουν ταινίες των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι μια από τις αναγνωρισμένες στην Ισπανία επίσημες γλώσσες, η δραστηριότητά τους δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη σε σχέση με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των ισπανικών τηλεοπτικών οργανισμών βάσει της ισπανικής ρυθμίσεως περί προχρηματοδοτήσεως (61).

83.      Αφετέρου, μπορεί να καθίσταται λιγότερο ελκυστικό για τους αλλοδαπούς παραγωγούς ταινιών και σκηνοθέτες να εγκατασταθούν ή να ιδρύσουν υποκαταστήματα ή θυγατρικές εταιρίες στην Ισπανία. Ειδικότερα, αν οι ταινίες τους γυρίζονται σε γλώσσες διαφορετικές από τις επίσημες γλώσσες της Ισπανίας, δεν ωφελούνται από τη ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως που ισχύει στην Ισπανία.

84.      Συνεπώς, και από τις δύο απόψεις, μια ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως όπως η ισπανική συνεπάγεται περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

 Η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ)

85.      Η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ) έχει εφαρμογή εφόσον οι τηλεοπτικοί οργανισμοί διαθέτουν στις αλλοδαπές εταιρίες παραγωγής μόνο κεφάλαιο –παραδείγματος χάριν για τις συμπαραγωγές– ή αποκτούν απλώς μερίδια στις εταιρίες αυτές, χωρίς να αποκτούν αποφασιστική επιρροή στη διεύθυνση της επιχειρήσεως (62).

86.      Μια ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως όπως η ισπανική μπορεί να καταστήσει τις ανωτέρω επενδύσεις σε αλλοδαπές επιχειρήσεις λιγότερο ελκυστικές για τις ισπανικές εταιρίες εκμεταλλεύσεως τηλεοπτικών σταθμών. Εφόσον οι αλλοδαποί αυτοί παραγωγοί δεν γυρίζουν ταινίες των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι μια από τις αναγνωρισμένες στην Ισπανία επίσημες γλώσσες, η δραστηριότητά τους δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη σε σχέση με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των τηλεοπτικών οργανισμών βάσει της ισπανικής ρυθμίσεως περί προχρηματοδοτήσεως. Συνεπώς στοιχειοθετείται περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (63).

 Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (άρθρο 39 ΕΚ)

87.      Αν οι ηθοποιοί, σκηνοθέτες και τα λοιπά πρόσωπα που συμμετέχουν στα γυρίσματα μιας ταινίας έχουν το καθεστώς υπαλλήλων του παραγωγού, οι οποίοι παρέχουν σε αυτόν την εργασία τους υπό καθεστώς εξαρτήσεως και έναντι αμοιβής, είναι εργαζόμενοι κατά την έννοια του άρθρου 39 ΕΚ. Γι’ αυτούς ισχύουν αναλόγως τα όσα προαναφέρθηκαν για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (64): Η ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως δημιουργεί για τους Ισπανούς παραγωγούς κίνητρο να γυρίζουν ταινίες κυρίως στις αναγνωρισμένες στην Ισπανία επίσημες γλώσσες. Συνεπώς καθίσταται λιγότερο ελκυστικό για τους Ισπανούς παραγωγούς να προσλαμβάνουν αλλοδαπούς εργαζομένους, διότι αυτοί κατά κανόνα θα κατέχουν τις επίσημες γλώσσες της Ισπανίας λιγότερο καλά απ’ ό,τι οι ημεδαποί. Αντιστρόφως, καθίσταται δυσχερέστερο για τους αλλοδαπούς να θέσουν υποψηφιότητα για θέσεις εργασίας που προσφέρονται από Ισπανούς παραγωγούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παρακωλύεται η ελεύθερη κυκλοφορία των αλλοδαπών εργαζομένων.

3.      Δικαιολόγηση

88.      Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (65) ένα μέτρο το οποίο προκαλεί περιορισμό μιας θεμελιώδους ελευθερίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη ΕΚ μπορεί να είναι δικαιολογημένο μόνον αν με αυτό επιδιώκεται θεμιτός σκοπός συμβατός προς τη Συνθήκη και δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο περιορισμός πρέπει να είναι εξάλλου κατάλληλος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν επιτρέπεται να βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του.

89.      Με απλά λόγια, ο περιορισμός της θεμελιώδους ελευθερίας πρέπει επομένως να υπηρετεί θεμιτό σκοπό και να διέρχεται επιτυχώς τον έλεγχο αναλογικότητας (66).

 Θεμιτός σκοπός

90.      Η ισπανική ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως έχει ως σκοπό να προωθήσει την παραγωγή ευρωπαϊκών ταινιών των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι μια από τις αναγνωρισμένες στην Ισπανία επίσημες γλώσσες.

91.      Το ότι ο σκοπός αυτός είναι άξιος αναγνωρίσεως προκύπτει από την ίδια την οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα». Ειδικότερα, σύμφωνα με το προοίμιό της, τα κράτη μέλη πρέπει να διατηρήσουν την ευχέρεια να καταρτίζουν λεπτομερέστερους ή αυστηρότερους κανόνες, «σε συνάρτηση με γλωσσικά κριτήρια», «προκειμένου να προωθηθεί κατά τρόπο ενεργό μια συγκεκριμένη γλώσσα» (67). Με την ευκαιρία της τροποποιήσεως της οδηγίας το 1997, ο κοινοτικός νομοθέτης υπογράμμισε για μια ακόμη φορά ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να εφαρμόζουν λεπτομερέστερους ή αυστηρότερους κανόνες «για την επίτευξη στόχων γλωσσικής πολιτικής» (68).

92.      Αυτή η ευνοϊκή αντιμετώπιση από την οδηγία «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» της προωθήσεως συγκεκριμένων γλωσσών ευρίσκεται σε στενή σχέση με την προσπάθεια να εξακολουθήσει να υπάρχει δυνατότητα ανεξάρτητης πολιτιστικής εξελίξεως κάθε κράτους μέλους –ιδίως δε μάλιστα και των κρατών με μικρή ικανότητα οπτικοακουστικής παραγωγής ή με περιορισμένη γλωσσική εμβέλεια– και να διαφυλαχθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η πολιτιστική πολυμορφία της Κοινότητας (69).

93.      Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (70) προσδόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στη μέριμνα αυτή, η οποία βρίσκει πλέον έκφραση και στο πρωτογενές δίκαιο. Έτσι, η Κοινότητα συμβάλλει στην ανάπτυξη των πολιτισμών των κρατών μελών και σέβεται την εθνική και περιφερειακή πολυμορφία τους, ενώ ταυτοχρόνως προβάλλει την κοινή πολιτιστική κληρονομιά (άρθρο 151, παράγραφος 1, ΕΚ). Υποστηρίζει τη δράση των κρατών μελών, μεταξύ άλλων, για τη βελτίωση της γνώσης και της διάδοσης του πολιτισμού και της ιστορίας των ευρωπαϊκών λαών, καθώς και στον τομέα της καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής δημιουργίας, συμπεριλαμβανομένου του οπτικοακουστικού τομέα (άρθρο 151, παράγραφος 2, ΕΚ). Ο σεβασμός και η προώθηση της πολυμορφίας των πολιτισμών της Κοινότητας είναι μια επιταγή που διατρέχει το σύνολο της δράσεώς της (άρθρο 151, παράγραφος 4, ΕΚ), οπότε διέπει και τη νομοθεσία της στο πεδίο των υπηρεσιών του οπτικοακουστικού τομέα· εν τέλει είναι έκφραση του σεβασμού της Ευρωπαϊκής Ενώσεως έναντι της εθνικής ταυτότητας των κρατών μελών της (άρθρο 6, παράγραφος 3, ΕΕ).

94.      Ο σεβασμός και η προώθηση της πολυμορφίας στον πολιτιστικό τομέα είναι τόσο σημαντικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τον λόγο ότι κυρίως αυτή η πολυμορφία χαρακτηρίζει την Ευρώπη και την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Συνεπώς, η αρχή της «ενότητας στη διαφορά» συγκαταλέγεται στα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (71) και το άρθρο 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (72) ορίζει ότι η Ένωση σέβεται την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία.

95.      Τη σημασία της πολιτιστικής πολυμορφίας τόνισε και σε διεθνές επίπεδο η Σύμβαση Unesco για την προστασία και την προώθηση της πολυμορφίας της πολιτιστικής έκφρασης (73). Η σύμβαση αυτή υπογραμμίζει ιδίως ότι η γλωσσική πολυμορφία είναι θεμελιώδες στοιχείο της πολιτιστικής πολυμορφίας (74).

96.      Στο ίδιο πνεύμα, η Επιτροπή θεωρεί τον σεβασμό της γλωσσικής πολυμορφίας ως βασική αξία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (75). Μόλις προσφάτως, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως επίσης προέβη σε έκκληση για τη διαφύλαξη της γλωσσικής πολυμορφίας της Ευρώπης (76).

97.      Η πολιτιστική διάσταση της γλώσσας ουδόλως περιορίζεται στον λογοτεχνικό τομέα. Η γλώσσα έχει και στον οπτικοακουστικό τομέα, ιδίως μάλιστα σε αυτόν, αποφασιστική σημασία για τη διαφύλαξη και την ανάπτυξη των πολιτισμών και για την επαρκή διάδοση γνώσεων σχετικά με αυτούς. Αν οπτικοακουστικά έργα όπως κινηματογραφικές ταινίες και τηλεταινίες δεν παράγονταν πλέον –παραδείγματος χάριν για λόγους αποδοτικότητας– παρά μόνο σε μία ή σε λίγες ιδιαιτέρως διαδεδομένες παγκοσμίως γλώσσες, αναπόφευκτα η πολιτιστική πολυμορφία θα υφίστατο απώλειες. Ειδικότερα, η μεταγενέστερη μεταγλώττιση μιας ταινίας σε άλλες γλώσσες μπορεί μεν να διευκολύνει την κατανόησή της από ευρύτερο κοινό, αλλά δεν μεταβάλλει σε τίποτε το πολιτιστικό υπόβαθρο και τις αξίες στις οποίες στηρίζεται η ταινία και οι οποίες διαδίδονται μέσω αυτής.

98.      Έτσι, η Σύμβαση Unesco υπογραμμίζει παραδείγματος χάριν το κυριαρχικό δικαίωμα των κρατών να λαμβάνουν μέτρα για την προστασία και την προαγωγή της πολυμορφίας της πολιτιστικής έκφρασης, περιλαμβανομένου και του τομέα των πολιτιστικών υπηρεσιών (77). Η σύμβαση επιτρέπει ρητώς στα συμβαλλόμενα κράτη να θεσπίσουν μέτρα σχετικά με τη γλώσσα που χρησιμοποιείται για τις εν λόγω υπηρεσίες (78).

99.      Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα κράτη της Συμβάσεως Unesco έχουν δεσμευτεί να λαμβάνουν υπόψη την εν λόγω σύμβαση όταν ερμηνεύουν και εφαρμόζουν άλλες συνθήκες, στις οποίες ως εκ τούτου περιλαμβάνεται και η Συνθήκη ΕΚ (79).

100. Η απλή ανάγνωση της από πολλών ετών νομολογίας του Δικαστηρίου καθιστά φανερό ότι η σύμβαση αυτή είναι απολύτως δυνατόν να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, «ορισμένοι σκοποί που άπτονται της προαγωγής, σε εθνικό επίπεδο, του πολιτισμού» αναγνωρίζονται ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος (80), παραδείγματος χάριν η διαφύλαξη της ιστορικής και καλλιτεχνικής εθνικής κληρονομιάς (81), καθώς και το γενικό συμφέρον της αξιοποιήσεως του ιστορικού πλούτου και της ευρύτερης δυνατής διαδόσεως γνώσεων σχετικών με την καλλιτεχνική και πολιτιστική κληρονομιά μιας χώρας (82).

101. Σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση πρέπει εξάλλου να τονιστεί ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί την ενθάρρυνση της κινηματογραφικής παραγωγής (83), την εξασφάλιση και διατήρηση της πολυφωνίας των ραδιοτηλεοπτικών μέσων (84), καθώς και τη διασφάλιση ορισμένης ποιότητας των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων (85) ως λόγους που δικαιολογούν τον περιορισμό θεμελιωδών ελευθεριών. Περαιτέρω, αναγνώρισε καταρχήν το δικαίωμα των κρατών μελών να προωθήσουν τις εθνικές και τις επίσημες γλώσσες τους (86).

102. Ενόψει αυτών των δεδομένων, φρονώ ότι ο Ισπανός νομοθέτης επιδιώκει θεμιτό σκοπό, όταν, στο πλαίσιο των μέτρων που λαμβάνει για την υποστήριξη της παραγωγής ευρωπαϊκών έργων, απαιτεί ιδιαίτερη υποστήριξη για τις κινηματογραφικές ταινίες και τηλεταινίες των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι μια από τις αναγνωρισμένες στην Ισπανία επίσημες γλώσσες.

 Αναλογικότητα

103. Μένει να εξεταστεί αν η ισπανική ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως επιδιώκει το θεμιτό σκοπό της με ανάλογα μέσα. Κατά τη νομολογία, η επιβαλλόμενη στους τηλεοπτικούς οργανισμούς υποχρέωση πρέπει να είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν επιτρέπεται να βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του (87).

104. Αναμφίβολα μια υποχρέωση των τηλεοπτικών οργανισμών να εισφέρουν ετησίως ορισμένο ποσοστό των εσόδων τους για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Ισπανίας είναι κατάλληλη για να διαφυλάξει την αντίστοιχη γλώσσα και συνακόλουθα τον πολιτισμό της Ισπανίας και των περιφερειών της, καθώς και να προωθήσει την ανάπτυξη και διάδοσή τους μέσω του κινηματογράφου και της τηλεοράσεως (88).

105. Επιπροσθέτως, τέτοια μέτρα για τη διαφύλαξη και την προώθηση της γλώσσας και του πολιτισμού ενός κράτους μέλους ή μιας περιοχής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως πάντοτε συνεισφέρουν και στην προώθηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού συνολικά.

106. Αντιθέτως, λεπτομερέστερη εξέταση απαιτεί το αν η ισπανική ρύθμιση υπό τη συγκεκριμένη μορφή της είναι αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ή αν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο.

107. Κατά την Επιτροπή, η ισπανική ρύθμιση είναι υπερβολικά γενική και αόριστη. Έτσι η Επιτροπή επικρίνει την απουσία αντικειμενικών και επαληθεύσιμων κριτηρίων, με τη βοήθεια των οποίων μπορεί να εξασφαλιστεί ότι η ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως καλύπτει μόνο τις κινηματογραφικές ταινίες και τηλεταινίες που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «πολιτιστικά αγαθά».

108. Πράγματι, το Δικαστήριο ήδη στην υπόθεση Distribuidores Cinematográficos θεώρησε αδικαιολόγητη μια ισπανική ρύθμιση για την προώθηση των κινηματογραφικών ταινιών, μεταξύ άλλων με το επιχείρημα ότι ευνοούσε «[τις εγχώριες ταινίες] ανεξαρτήτως του περιεχομένου ή της ποιότητάς τους» (89). Στο ίδιο πνεύμα, ο γενικός εισαγγελέας Van Gerven είχε προηγουμένως επικρίνει την απουσία οποιουδήποτε «ποιοτικού ελέγχου» από την επίμαχη στην υπόθεση εκείνη ισπανική ρύθμιση (90).

109. Κατά τη γνώμη μου όμως η απόφαση Distribuidores Cinematográficos δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικώς εν προκειμένω.

110. Φρονώ ότι η υπό εξέταση περίπτωση δεν είναι συγκρίσιμη από κάθε άποψη με την υπόθεση Distribuidores Cinematográficos. Αντικείμενο της διαφοράς εκείνης ήταν μια ρύθμιση η οποία, καθόσον αφορούσε τις «ισπανικές ταινίες», ελάμβανε υπόψη μόνον το κράτος μέλος παραγωγής της ταινίας. Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση σημείο αναφοράς είναι ένα γλωσσικό κριτήριο. Δεν μπορεί να αποκρουσθεί εκ των προτέρων ο πολιτιστικός χαρακτήρας του γλωσσικού αυτού κριτηρίου, εφόσον ληφθεί υπόψη η προμνησθείσα σημασία της γλώσσας για τη διαφύλαξη και την ανάπτυξη των πολιτισμών και για την επαρκή διάδοση γνώσεων σχετικά με αυτούς (91). Διαφορετικά επομένως απ’ ό,τι στην υπόθεση Distribuidores Cinematográficos, η επίμαχη εν προκειμένω ισπανική ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως δεν μπορεί να αποκρουσθεί εκ των προτέρων ως μέτρο που διαπνέεται από προστατευτισμό και έχει θεσπιστεί για οικονομικούς και μόνο λόγους.

111. Ανεξαρτήτως του κατά πόσον η υπό εξέταση περίπτωση δύναται να συγκριθεί με την υπόθεση Distribuidores Cinematográficos, πρέπει να συνεκτιμηθούν οι επιπτώσεις ενός –υπερβαίνοντος το κριτήριο της γλώσσας– ελέγχου του περιεχομένου και της ποιότητας στον τομέα του πολιτισμού και των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

112. Σε μια ανοιχτή και πλουραλιστική κοινωνία η έννοια του πολιτισμού είναι εξαιρετικά ευρεία. Πολλές είναι αντιστοίχως και οι εκδηλώσεις του πολιτισμού, περιλαμβανομένου και του οπτικοακουστικού τομέα. Με την εξαίρεση λίγων ακραίων περιπτώσεων, οι οποίες δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω (92), θεωρώ ότι είναι πρακτικώς αδύνατον να τεθούν αντικειμενικά και προπαντός δίκαια κριτήρια για το τι είναι πολιτισμός, ακόμη λιγότερο δε για το ποια είναι άξια υποστηρίξεως «πολιτιστικά αγαθά». Κάθε τέτοια προσπάθεια ενέχει αναγκαστικά τον κίνδυνο εγκλωβισμού σε συμβατικό τρόπο σκέψης και ιδίως τον κίνδυνο να αγνοηθεί η δυναμική νέων πολιτιστικών ρευμάτων και η πολιτιστική δραστηριότητα κοινωνικών μειονοτήτων.

113. Ακόμη κι αν κάποιος αποτολμούσε να θέσει αντικειμενικά κριτήρια για το αν μια κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία μπορεί να θεωρηθεί ως «πολιτιστικό αγαθό» (93) ή ως «ταινία ποιότητας» (94), η πρακτική εφαρμογή των κριτηρίων αυτών θα είχε πιθανώς μεγάλο κόστος σε γραφειοκρατία. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα ελάχιστο όριο ασφάλειας δικαίου, θα μπορούσε να παραστεί η ανάγκη μια επιτροπή ειδικών διορισμένη από το κράτος ή ένα ίδρυμα επιφορτισμένο από το κράτος να γνωμοδοτούν τελικώς για το αν τα σχέδια ταινιών μπορούν να τύχουν προχρηματοδότησης από τους τηλεοπτικούς οργανισμούς ή όχι. Θα μπορούσε κατά συνέπεια να προκληθεί στους ενδιαφερόμενους παραγωγούς και καλλιτέχνες η εντύπωση ότι τα σχέδιά τους για ταινίες υποβάλλονται εκ των προτέρων σε κρατική λογοκρισία.

114. Τα ανωτέρω δεν αποκλείουν μεν τη δυνατότητα ενός κράτους μέλους, στο πλαίσιο του περιθωρίου του εκτιμήσεως (95), να προσπαθήσει να προσανατολίσει την προώθηση των κινηματογραφικών ταινιών σε κριτήρια αφορώντα το περιεχόμενο ή την ποιότητά τους. Ωστόσο, από το κοινοτικό δίκαιο και ιδίως από τις θεμελιώδεις ελευθερίες δεν προκύπτει, κατ’ εμέ, καμία υποχρέωση των κρατών μελών να βασιστούν αναγκαστικά, κατά την προαγωγή του πολιτισμού, σε κριτήρια περιεχομένου ή ποιότητας.

115. Με την ίδια συλλογιστική, είναι μεν στην κρίση της Επιτροπής, να υιοθετήσει, ασκώντας την ευρεία διακριτική της ευχέρεια (96) κατά την έγκριση των κρατικών ενισχύσεων για την προώθηση του πολιτισμού και της πολιτιστικής κληρονομιάς (άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΕΚ), περιοριστική στάση και να εγκρίνει μόνο μέτρα που έχουν ως αντικείμενο ένα λεπτομερέστερα καθοριζόμενο «πολιτιστικό προϊόν» (97). Ωστόσο, η πρακτική αυτή της Επιτροπής όσον αφορά τις εγκρίσεις των κρατικών ενισχύσεων δεν προδικάζει την ερμηνεία των υπολοίπων διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ, και ειδικότερα των θεμελιωδών ελευθεριών. Εκτός του τομέα των κρατικών ενισχύσεων, τίποτε δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να μη χρησιμοποιούν πρόσθετα κριτήρια περιεχομένου ή ποιότητας και να προωθούν τον πολιτισμό κατά τον ευρύτερο δυνατό τρόπο.

116. Η δικαιολόγηση μιας ρυθμίσεως περί προχρηματοδοτήσεως όπως η ισπανική δεν προϋποθέτει συνεπώς υποχρεωτικά, από απόψεως του κοινοτικού δικαίου, το να περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής της βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων κριτηρίων σε κινηματογραφικές ταινίες και τηλεταινίες οι οποίες, ως «πολιτιστικά αγαθά» ή «ταινίες ποιότητας», εμφανίζονται ως ιδιαιτέρως άξιες να υποστηριχθούν.

117. Κλείνοντας, επισημαίνω ότι τα οικονομικά βάρη που επιβάλλονται στους τηλεοπτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της ισπανικής ρυθμίσεως περί προχρηματοδοτήσεως δεν είναι εντελώς δυσανάλογα, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Το ποσοστό των ετησίων εισοδημάτων τους που πρέπει να δαπανούν οι ισπανικοί τηλεοπτικοί οργανισμοί για την προχρηματοδότηση ταινιών σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Ισπανίας μου φαίνεται, δεδομένου ότι ανέρχεται στο 3 % (98), σχετικά λογικό. Επιπλέον, η ισπανική ρύθμιση δεν αξιώνει από τους τηλεοπτικούς οργανισμούς να προβαίνουν αποκλειστικά σε προχρηματοδότηση ταινιών στις επίσημες γλώσσες της Ισπανίας. Αντιθέτως, καθορίζοντας την αναλογία σε 60:40, τους αφήνει ένα όχι ασήμαντο περιθώριο κινήσεων για επενδύσεις σε ευρωπαϊκά σχέδια ταινιών σε άλλες γλώσσες. Κατά τους ισχυρισμούς ορισμένων από τους μετέχοντες στη διαδικασία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, οι τηλεοπτικοί οργανισμοί έχουν επιπλέον τη δυνατότητα να επενδύουν σε συμπαραγωγές το τελικό προϊόν των οποίων είναι διαθέσιμο σε περισσότερες γλώσσες, που θεωρούνται όλες εξίσου γλώσσες του πρωτοτύπου (99).

118. Ενόψει αυτών των δεδομένων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι μια ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως όπως η ισπανική είναι κατάλληλη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει στον τομέα της γλωσσικής και πολιτιστικής πολιτικής και δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του σκοπού αυτού. Επιπλέον, δεν συνιστά δυσανάλογη επιβάρυνση για τους τηλεοπτικούς οργανισμούς.

4.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

119. Επομένως, συνοπτικά ισχύουν τα εξής:

Οι θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης ΕΚ δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να υποχρεώνουν νομοθετικώς τους τηλεοπτικούς οργανισμούς να δαπανούν το 60 % της υποχρεωτικής ετήσιας προχρηματοδοτήσεως για ευρωπαϊκές κινηματογραφικές ταινίες και τηλεταινίες των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι αναγνωρισμένη ως επίσημη γλώσσα στο ως άνω κράτος μέλος.

 Γ – Επί του τρίτου ερωτήματος: Έννοια της κρατικής ενισχύσεως

120. Με το τρίτο ερώτημά του, το Tribunal Supremo θέτει το ζήτημα της εννοίας της ενισχύσεως που χορηγείται από το κράτος ή με κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ. Κατ’ ουσίαν το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν υπάρχει ενίσχυση όταν ένα κράτος μέλος υποχρεώνει νομοθετικώς τους τηλεοπτικούς οργανισμούς να δαπανούν ετησίως ορισμένο ποσοστό των εσόδων τους για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι αναγνωρισμένη ως επίσημη γλώσσα στο ως άνω κράτος μέλος. Το Tribunal Supremo υποβάλλει το ερώτημα αυτό επειδή δέχεται αξιωματικά ότι οι ταινίες που τυγχάνουν προχρηματοδότησης σύμφωνα με το νόμο 25/1994 (100) παράγονται στην πλειονότητά τους από την ισπανική κινηματογραφική βιομηχανία (101).

121. Με την εξαίρεση της UTECA, όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία δέχονται ότι εν προκειμένω δεν υπάρχει ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ. Συντάσσομαι με αυτήν την άποψη.

122. Ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως ενισχύσεως κατά την έννοια της Συνθήκης ΕΚ προϋποθέτει ότι πληρούται το καθένα από τα τέσσερα σωρευτικά κριτήρια επί των οποίων διαρθρώνεται το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ (102). Συναφώς, πρόκειται για τη χρηματοδότηση του μέτρου από το κράτος ή με κρατικούς πόρους (πρώτο κριτήριο), την ύπαρξη πλεονεκτήματος για μια επιχείρηση (δεύτερο κριτήριο), τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου (τρίτο κριτήριο) και τις επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και τη νόθευση του ανταγωνισμού που προκύπτει από τις επιπτώσεις αυτές (τέταρτο κριτήριο) (103).

123. Εν προκειμένω πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο πρώτο κριτήριο, ήτοι στη χρηματοδότηση από το κράτος ή με κρατικούς πόρους.

124. Κατά πάγια νομολογία, ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως ενισχύσεως δεν επηρεάζεται από το αν ένα πλεονέκτημα χορηγείται απευθείας από το κράτος ή από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς που το κράτος ιδρύει ή ορίζει ως υπεύθυνους για τη διαχείριση της ενισχύσεως· ειδικότερα, σε αντίθετη περίπτωση θα καταστρατηγούνταν τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ μέσω της απλής δημιουργίας αυτόνομων φορέων επιφορτισμένων με την κατανομή ενισχύσεων (104).

125. Ένα πλεονέκτημα μπορεί όμως να χαρακτηρισθεί ως ενίσχυση όταν αφενός χρηματοδοτείται ευθέως ή εμμέσως με κρατικούς πόρους και αφετέρου μπορεί να καταλογιστεί στο Δημόσιο (105).

126. Διαφορετικά απ’ ό,τι θεωρεί η UTECA, τα ανωτέρω ουδόλως μεταβλήθηκαν από την πιο πρόσφατη νομολογία, και ειδικότερα από τις αποφάσεις GEMO, Pearle, Forum 187 και Laboratoires Boiron. Με την απόφαση Pearle, παραδείγματος χάριν, το Δικαστήριο αρνήθηκε την ύπαρξη ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ ακριβώς για τον λόγο ότι δεν υπήρχε χρηματοδότηση με κρατικούς πόρους (106). Στην υπόθεση GEMO χορηγούνταν ορισμένες παροχές από το προϊόν ενός φόρου τον οποίο επέβαλλαν και διαχειρίζονταν δημόσιες αρχές, οπότε η χρηματοδότηση των παροχών αυτών με κρατικούς πόρους ήταν αδιαμφισβήτητη και δεν χρειαζόταν λεπτομερέστερη εξέταση (107). Παρόμοια ήταν η κατάσταση στις υποθέσεις Forum 187 και Laboratoires Boiron, οι οποίες είχαν ως αντικείμενο πλεονεκτήματα υπό τη μορφή φορολογικής απαλλαγής (108). Στις υποθέσεις εκείνες το κράτος δεν κατέβαλλε μεν χρήματα, αλλά παραιτούνταν συγκεκριμένα από έσοδα.

127. Εν προκειμένω, το τροποποιηθέν άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου 25/1994, από το οποίο προκύπτει η υποχρέωση των ισπανικών τηλεοπτικών οργανισμών για την προχρηματοδότηση ταινιών, είναι αναμφίβολα κρατικό μέτρο του Βασιλείου της Ισπανίας. Συνεπώς, τυχόν πλεονεκτήματα που αντλούν οι παραγωγοί ταινιών από τη ρύθμιση αυτή είναι απολύτως δυνατόν να καταλογιστούν στο ισπανικό Δημόσιο (109).

128. Εντούτοις, στο πλαίσιο της ρυθμίσεως αυτής δεν λαμβάνει χώρα μεταβίβαση κρατικών πόρων προς τους παραγωγούς ταινιών ούτε ευθέως ούτε εμμέσως. Η εν λόγω μεταβίβαση κρατικών πόρων δεν προϋποθέτει μεν αναγκαστικά την καταβολή χρημάτων από την περιουσία του Δημοσίου (110). Ωστόσο, τα ποσά που χρησιμοποιούνται για την προχρηματοδότηση ταινιών πρέπει τουλάχιστον πριν από την καταβολή τους στους αντίστοιχους παραγωγούς ταινιών να ευρίσκονται στη διάθεσητου Δημοσίου (111) ή, διαφορετικά, να συνεπάγονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο οικονομική επιβάρυνση του Δημοσίου (112). Αυτό δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

129. Πρώτον, σύμφωνα με την επίμαχη ρύθμιση, για την προχρηματοδότηση ταινιών δαπανώνται μόνον οι πόροι των αντίστοιχων τηλεοπτικών οργανισμών, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για ταινίες παραγωγής των ίδιων των τηλεοπτικών οργανισμών ή ταινίες άλλων παραγωγών. Επί των πόρων αυτών το ισπανικό Δημόσιο δεν έχει, καθόσον διαφαίνεται, κανέναν έλεγχο, ούτε ασκεί επιρροή στην πραγματική χρήση τους· συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι πόροι αυτοί ευρίσκονται στη διάθεσή του.

130. Δεύτερον, το σύστημα της προχρηματοδοτήσεως ταινιών δεν προκαλεί στο ισπανικό Δημόσιο κανενός είδους οικονομική επιβάρυνση. Ιδίως μια τέτοια επιβάρυνση του Δημοσίου δεν προκύπτει απλώς και μόνον από το γεγονός ότι οι τηλεοπτικοί οργανισμοί λόγω της εκ του νόμου υποχρεώσεώς τους για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών ταινιών πραγματοποιούν ενδεχομένως λιγότερα κέρδη και ως εκ τούτου μειώνονται τα φορολογικά έσοδα του ισπανικού Δημοσίου (113). Ειδικότερα, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προχρηματοδοτήσεως ταινιών και της τυχόν μειώσεως των φορολογικών εσόδων είναι υπερβολικά αβέβαιη και έμμεση ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για τη χορήγηση πλεονεκτήματος στους παραγωγούς ταινιών με έξοδα του Δημοσίου. Ως προς αυτό το σημείο η υπό κρίση υπόθεση παρουσιάζει βασικές διαφορές σε σχέση με υποθέσεις στις οποίες ένα πλεονέκτημα που χορηγούνταν από το Δημόσιο συνίστατο σε συγκεκριμένες φορολογικές ελαφρύνσεις ή απαλλαγές για ορισμένες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα η μείωση των φορολογικών εσόδων του Δημοσίου να είναι αρκούντως προβλέψιμη και αντίστοιχη προς το χορηγούμενο πλεονέκτημα (114).

131. Με το σύστημα της προχρηματοδοτήσεως ταινιών το ισπανικό Δημόσιο απλώς υποχρεώνει με νόμο ορισμένες επιχειρήσεις –τους τηλεοπτικούς οργανισμούς–να χρησιμοποιήσουν ένα μέρος των πόρων τους για ορισμένο σκοπό, ήτοι για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών που γυρίζονται σε συγκεκριμένες γλώσσες. Η σχετική κρατική παρέμβαση στην ιδιωτική αυτονομία των τηλεοπτικών οργανισμών μπορεί μεν να αποφέρει οικονομικά οφέλη σε ορισμένους παραγωγούς ταινιών· ωστόσο τα οφέλη αυτά δεν χρηματοδοτούνται με κρατικούς πόρους, αλλά μόνο με πόρους του κάθε τηλεοπτικού οργανισμού (115).

132. Τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στους ισπανικούς τηλεοπτικούς οργανισμούς που υποχρεούνται σε προχρηματοδότηση ταινιών συγκαταλέγονται, πέρα από κάποιες ιδιωτικές επιχειρήσεις, και ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί δημοσίου δικαίου (116). Οι πόροι τους οποίους διαχειρίζονται δημόσιες επιχειρήσεις ή δημόσιες υπηρεσίες μπορούν μεν κατά περίπτωση να θεωρηθούν ως κρατικοί (117). Αυτό όμως δεν ισχύει πάντοτε ούτε ισχύει αυτομάτως (118), αλλά μόνον όταν οι πόροι τους παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και συνεπώς στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών (119).

133. Οι ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις δημοσίου δικαίου απολαύουν στις περισσότερες περιπτώσεις ιδιαίτερης αυτονομίας έναντι του κράτους, η οποία τους προστατεύει από κρατικές παρεμβάσεις όχι μόνον όσον αφορά την κατάρτιση του προγράμματός τους, αλλά και όσον αφορά τις δαπάνες τους. Εφόσον και οι ισπανικοί τηλεοπτικοί οργανισμοί δημοσίου δικαίου διαθέτουν τέτοια αυτονομία έναντι του κράτους –η διαπίστωση του γεγονότος αυτού εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο– οι πόροι τους σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθούν ως κρατικοί κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (120).

134. Ακόμη και αν το αιτούν δικαστήριο θεωρήσει ότι οι ισπανικοί ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί δημοσίου δικαίου ενδέχεται να επηρεάζονται από το κράτος ως προς τις δαπάνες τους, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι εν πάση περιπτώσει οι εξεταζόμενες εν προκειμένω δαπάνες, οι οποίες πραγματοποιούνται για την προχρηματοδότηση ταινιών, δεν οφείλονται στην άσκηση συγκεκριμένης κρατικής επιρροής στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς δημοσίου δικαίου, οπότε θα μπορούσε να συναχθεί συγκαλυμμένη ενίσχυση. Αντιθέτως, εδράζονται σε μια γενική νομοθετική ρύθμιση, το πεδίο εφαρμογής της οποίας ουδόλως περιορίζεται στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς δημοσίου δικαίου, αλλά περιλαμβάνει και σημαντικό αριθμό ιδιωτικών τηλεοπτικών οργανισμών.

135. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου 25/1994, όπως έχει τροποποιηθεί, δεν διακρίνει μεταξύ ιδιωτικών τηλεοπτικών οργανισμών και τηλεοπτικών οργανισμών δημοσίου δικαίου. Συνεπώς, η διάταξη αυτή είναι συγκρίσιμη με άλλες γενικές κρατικές ρυθμίσεις που επιδιώκουν σκοπό δημοσίου συμφέροντος –παραδείγματος χάριν την προστασία της υγείας, την προστασία του περιβάλλοντος ή την ασφάλεια της οδικής κυκλοφορίας– και στις οποίες υπόκεινται τόσο οι δημόσιοι όσο και οι ιδιωτικοί οργανισμοί.

136. Έτσι, παραδείγματος χάριν, μια νομοθετική διάταξη που υποχρεώνει τους μοτοσικλετιστές να φέρουν κράνος δεν συνιστά από μόνη της καθεστώς ενισχύσεων υπέρ των επιχειρήσεων που κατασκευάζουν και πωλούν τέτοια κράνη, έστω και αν ένα μέρος από αυτά τα κράνη αγοράζεται από το κράτος για τους αστυνομικούς. Ακόμη και αν ένα κράτος μέλος υποχρέωνε τους μοτοσικλετιστές να φέρουν κράνη ημεδαπών κατασκευαστών, το σχετικό ζήτημα δεν θα υπαγόταν στο δίκαιο των ενισχύσεων, αλλ’ αντιθέτως θα έπρεπε να επιλυθεί στο πλαίσιο των θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς, ιδίως υπό το πρίσμα των διατάξεων για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

137. Το ίδιο συμβαίνει με μια ρύθμιση όπως η εξεταζόμενη εν προκειμένω υποχρέωση των ισπανικών τηλεοπτικών οργανισμών να εισφέρουν, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, ένα μέρος των πόρων τους για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών ταινιών. Το γεγονός και μόνον ότι ιδιώτες οφείλουν, βάσει μιας νομοθετικής ρυθμίσεως, να προβούν σε ορισμένες δαπάνες και ότι από αυτές ωφελούνται τρίτοι δεν αρκεί για να καταστήσει τη ρύθμιση αυτή καθεστώς ενισχύσεων χρηματοδοτούμενο από το κράτος κατά την έννοια των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Τα αποτελέσματα της ρυθμίσεως αυτής από πλευράς κοινοτικού δικαίου πρέπει αντιθέτως να εκτιμηθούν στο πλαίσιο των θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς (121).

138. Το συνολικό συμπέρασμά μου είναι ότι μια ρύθμιση περί προχρηματοδοτήσεως όπως η ισπανική δεν συνιστά ενίσχυση που χορηγείται από το κράτος ή με κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

VI – Πρόταση

139. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του ισπανικού Tribunal Supremo ως εξής:

1)      Η οδηγία 89/552/ΕΟΚ γενικώς και το άρθρο 3 αυτής ειδικότερα δεν απαγορεύουν εθνική ρύθμιση με την οποία οι τηλεοπτικοί οργανισμοί υποχρεώνονται να δαπανούν ετησίως ορισμένο ποσοστό των εσόδων τους για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών. Η εν λόγω εθνική ρύθμιση πρέπει να είναι σύμφωνη με το λοιπό κοινοτικό δίκαιο.

2)      Οι θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης ΕΚ δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να υποχρεώνουν νομοθετικώς τους τηλεοπτικούς οργανισμούς να δαπανούν το 60 % της ανωτέρω υπό το σημείο 1 υποχρεωτικής ετήσιας προχρηματοδοτήσεως για ευρωπαϊκές κινηματογραφικές ταινίες και τηλεταινίες των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι αναγνωρισμένη ως επίσημη γλώσσα στο ως άνω κράτος μέλος.

3)      Μια ρύθμιση όπως η περιγραφόμενη στα σημεία 1 και 2 δεν συνιστά ούτε ενίσχυση που χορηγείται από το κράτος ή με κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – Ανώτατο δικαστήριο.


3 – Η υποχρέωση αυτή ισχύει για τους τηλεοπτικούς οργανισμούς το πρόγραμμα των οποίων περιλαμβάνει κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους πρόσφατης παραγωγής, δηλαδή κινηματογραφικές ταινίες η παλαιότητα των οποίων δεν υπερβαίνει τα επτά έτη από την παραγωγή τους.


4 – Οδηγία 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 298, σ. 23, στο εξής: οδηγία 89/552).


5 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 202, σ. 60, στο εξής: οδηγία 97/36 ή τροποποιητική οδηγία 97/36).


6 – Το 2007 η οδηγία 89/552 τροποποιήθηκε για μία ακόμη φορά σε σημαντικά σημεία της (βλ. την οδηγία 2007/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 332, σ. 27). Επειδή όμως η προθεσμία για τη μεταφορά των τροποποιήσεων αυτών στο εσωτερικό δίκαιο λήγει μόλις στις 19 Δεκεμβρίου 2009 (βλ. άρθρο 3 της οδηγίας 2007/65), δεν ασκούν εν προκειμένω επιρροή.


7 – Στο εξής: Σύμβαση Unesco· το κείμενό της περιέχεται στο παράρτημα 1α της αποφάσεως 2006/515/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαΐου 2006, σχετικά με τη σύναψη της Σύμβασης της Unesco για την προστασία και την προώθηση της πολυμορφίας της πολιτιστικής έκφρασης (ΕΕ L 201, σ. 15).


8 – Βουλγαρία, Δανία, Γερμανία, Εσθονία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Κύπρος, Λεττονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ουγγαρία, Μάλτα, Αυστρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβενία, Σλοβακία, Φινλανδία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο (βλ. τον κατάλογο των συμβαλλομένων κρατών που είναι δημοσιευμένος στον δικτυακό τόπο της Unesco, στην ιστοσελίδα <http://portal.unesco.org/la/convention.asp?KO=31038&language=E&order=alpha#1>, τελευταία αναζήτηση στις 8 Ιουλίου 2008).


9 – Πρώτη αιτιολογική σκέψη της Συμβάσεως Unesco.


10 – Δεύτερη αιτιολογική σκέψη της Συμβάσεως Unesco.


11 – Πέμπτη αιτιολογική σκέψη της Συμβάσεως Unesco.


12 – Δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της Συμβάσεως Unesco.


13 – Ley 25/1994, de 12 de juilio, por la que se incorpora al Ordenamiento Jurídico Español la Directiva 89/552/CEE, sobre la coordinación de Disposiciones Legales, Reglamentarias y Administrativas de los Estados Miembros relativas al ejercicio de actividades de Radiodifusión Televisiva (BOE αριθ. 166 της 13ης Ιουλίου 1994, σ. 22342).


14 – Ley 22/1999, de 7 de Junio, de Modificación de la Ley 25/1994 por la que se incorpora al Ordenamiento Jurídico Español la Directiva 89/552/CEE, sobre la coordinación de disposiciones legales, reglamentarias y administrativas de los Estados miembros, relativas al ejercicio de actividades de radiodifusión televisiva (BOE αριθ. 136 της 8ης Ιουνίου 1999, σ. 21765).


15 – Ley 15/2001, de 9 de julio, de fomento y promoción de la cinematografía y el sector audiovisual (BOE αριθ. 164 της 10ης Ιουλίου 2001, σ. 24904).


16 – Real Decreto 1652/2004, de 9 de julio, por el que se aprueba el Reglamento que regula la inversión obligatoria para la financiación anticipada de largometrajes y cortometrajes cinematográficos y películas para televisión, europeos y españoles (BOE αριθ. 174 της 20ής Ιουλίου 2004, σ. 26264).


17 – Administración General del Estado.


18 – Βλ. συναφώς τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/552 καθώς και τις αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 1995, C‑412/93, Leclerc-Siplec (Συλλογή 1995, σ. I‑179, σκέψεις 29 και 44), και της 9ης Ιουλίου 1997, C‑34/95 έως C‑36/95, De Agostini και TV-Shop (Συλλογή 1997, σ. I‑3843, σκέψη 3).


19 – Όπως διευκρινίζει η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/552, δεν θίγεται παραδείγματος χάριν η δικαιοδοσία των κρατών μελών και των αρχών τους ως προς την οργάνωση και τη χρηματοδότηση των εκπομπών καθώς και το περιεχόμενο των προγραμμάτων. Στο ίδιο πνεύμα, η τεσσαρακοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της τροποποιητικής οδηγίας 97/36 αποσαφηνίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν παραδείγματος χάριν να εφαρμόζουν στους τηλεοπτικούς οργανισμούς το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού.


20 – Βλ. συναφώς το τελευταίο εδάφιο της τεσσαρακοστής τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 97/36. Στο ίδιο πνεύμα επίσης η απόφαση De Agostini και TV-Shop (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, ειδικότερα σκέψεις 50 και 51) και η απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1999, C‑6/98, ARD (Συλλογή 1999, σ. I‑7599, ειδικότερα σκέψεις 49 και 50), με τις οποίες το Δικαστήριο εξετάζει αυστηρότερους εθνικούς κανόνες κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552 υπό το πρίσμα των διατάξεων για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Βλ. και την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, C‑500/06, Corporación Dermoestética (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 31).


21 – Η αναφορά στον προϋπολογισμό των τηλεοπτικών οργανισμών που γίνεται στο άρθρο 5 της οδηγίας 89/552 επίσης δεν αφορά τη χρηματοδότηση της παραγωγής ευρωπαϊκών έργων, αλλά μόνον την τηλεοπτική μετάδοσή τους.


22 – Δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/552.


23 – Ομοίως, όσον αφορά τη σχέση του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 19 της οδηγίας 89/552, η απόφαση Leclerc-Siplec (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψεις 40, 41 και 47).


24 – Στο ίδιο πνεύμα, για μελλοντικές περιπτώσεις, το νέο άρθρο 3θ, παράγραφος 1, της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» σε συνδυασμό με την τεσσαρακοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2007/65.


25 – Το Πρωτόκολλο για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης προσαρτήθηκε στη Συνθήκη ΕΚ με την υπογραφείσα στις 2 Οκτωβρίου 1997 Συνθήκη του Άμστερνταμ και είναι δημοσιευμένο στην ΕΕ 1997, C 340, σ. 109.


26 – Τεσσαρακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36.


27 – Τούτο επιβεβαιώνεται και ρητώς, για μελλοντικές περιπτώσεις, από το νέο άρθρο 3i, παράγραφος 1, της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα», σε συνδυασμό με την τεσσαρακοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2007/65, με το οποίο, όσον αφορά τις κατά παραγγελία υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων, η οικονομική συμβολή των φορέων παροχής υπηρεσιών παρουσιάζεται ρητώς ως μέσο προώθησης της παραγωγής ευρωπαϊκών έργων.


28 – Δέκατη ένατη και εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/552.


29 – Βλ. και την εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/552, η οποία επιτρέπει ρητώς την εφαρμογή εθνικών διατάξεων περί παροχής ενισχύσεως για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής παραγωγής, στο μέτρο που είναι σύμφωνες με το κοινοτικό δίκαιο.


30 – Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, 60/84 και 61/84, Cinéthèque κ.λπ. (Συλλογή 1985, σ. 2605, σκέψη 23).


31 – Στο ίδιο πνεύμα και η τεσσαρακοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36 καθώς και, για μελλοντικές περιπτώσεις, το νέο άρθρο 3i, παράγραφος 1, της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» σε συνδυασμό με την τεσσαρακοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2007/65.


32 – Το ότι ο κύριος σκοπός της οδηγίας «Τηλεόραση χωρίς σύνορα» είναι η διασφάλιση της ελεύθερης μεταδόσεως τηλεοπτικών εκπομπών προκύπτει μεταξύ άλλων από τις αποφάσεις Leclerc-Siplec (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 28), De Agostini και TV-Shop (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 3) και ARD (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 28).


33 – Απόφαση Leclerc-Siplec (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 44).


34 – Στο ίδιο πνεύμα –αν και σε άλλο πλαίσιο– οι αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2005, C‑134/03, Viacom Outdoor (Συλλογή 2005, σ. I‑1167, σκέψη 38), και της 26ης Μαΐου 2005, C‑20/03, Burmanjer κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I‑4133, σκέψη 31, τελευταίο εδάφιο).


35 – Βλ. ανωτέρω, σημείο 35 των προτάσεών μου.


36 – Αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2005, C‑334/03, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2005, σ. I‑8911, σκέψη 24), και της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑300/04, Eman und Sevinger (Συλλογή 2006, σ. I‑8055, σκέψη 57).


37 – Αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2006, C‑13/05, Chacón Navas (Συλλογή 2006, σ. I‑6467, σκέψη 56), και της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑81/05, Cordero Alonso (Συλλογή 2006, σ. I‑7569, σκέψεις 35 και 41).


38 – Βλ. τη δέκατη ένατη και την εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/552 και την επικεφαλίδα του κεφαλαίου III: «Προώθηση της διανομής και της παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων».


39 – Αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑344/04, IATA και ELFAA (Συλλογή 2006, σ. I‑403, σκέψη 95), Eman und Sevinger (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 36, σκέψη 57), καθώς και απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑227/04 P, Lindorfer κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I‑6767, σκέψη 63).


40 – Παρόμοιο περιεχόμενο έχουν παραδείγματος χάριν οι αποφάσεις της 13ης Απριλίου 2000, C‑292/97, Karlsson κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I‑2737, σκέψεις 35 και 49), της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑77/02, Steinicke (Συλλογή 2003, σ. I‑9027, σκέψη 61), και της 22ας Νοεμβρίου 2005, C‑144/04, Mangold (Συλλογή 2005, σ. I‑9981, σκέψη 63), με τις οποίες το Δικαστήριο αναγνωρίζει στα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της εξετάσεως απαγορεύσεων των διακρίσεων, διακριτική ευχέρεια και περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την επιδίωξη ορισμένων στόχων στη γεωργική και στην κοινωνική πολιτική. Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο αναγνωρίζει στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως στο πλαίσιο των θεμελιωδών ελευθεριών ως προς τους μη εναρμονισμένους τομείς· βλ., παραδείγματος χάριν, για την προστασία της υγείας, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2004, C‑429/02, Bacardi France (Συλλογή 2004, σ. I‑6613, σκέψη 33), και, για την πολιτιστική πολιτική, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, C‑250/06, United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ. (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 44).


41 – Άρθρο 5 της οδηγίας 89/552· βλ. και τη δέκατη ένατη και την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/552 καθώς και την τριακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36.


42 – Αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C‑253/03, CLT-UFA (Συλλογή 2006, σ. I‑1831, σκέψεις 35 και 36), και της 10ης Ιουλίου 2008, C‑54/07, Feryn (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 19).


43 – Ως τέτοιες νοούνται σύμφωνα με την ισπανική ρύθμιση ταινίες η παλαιότητα των οποίων δεν υπερβαίνει τα επτά έτη από την ημερομηνία παραγωγής τους (βλ. άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του νόμου 25/1994 όπως τροποποιήθηκε).


44 – Βλ. συναφώς ανωτέρω, σημείο 57 των προτάσεών μου.


45 – Βλ. συναφώς ανωτέρω, σημεία 58 έως 61 των προτάσεών μου.


46 – Ως προς την υποχρέωση των κρατών μελών να τηρούν κατά την άσκηση των εξουσιών τους την αρχή της αναλογικότητας, βλ. απόφαση Karlsson κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 40, σκέψεις 45 και 58), αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2005, C‑96/03 και C‑97/03, Tempelman και van Schaijk (Συλλογή 2005, σ. I‑1895, σκέψη 46), και της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑184/05, Twoh International (Συλλογή 2007, σ. I‑7897, σκέψη 25).


47 – Βλ. συναφώς την παρατιθέμενη στην υποσημείωση 40 νομολογία.


48 – Βλ. παραδείγματος χάριν αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2001, C‑189/01, Jippes κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I‑5689, σκέψη 81), και Tempelman και van Schaijk (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 46, σκέψη 47).


49 – Βλ. συναφώς ανωτέρω, σημείο 62 των προτάσεών μου.


50 – Ναι μεν το κείμενο του δευτέρου ερωτήματος αναφέρεται μόνο σε «έργα των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι η ισπανική» («obras en lengua original española»). Ωστόσο, η εξέταση του άρθρου 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του νόμου 25/1994, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 15/2001, δείχνει ότι η επίμαχη ισπανική ρύθμιση δεν περιορίζεται σε μία και μόνη γλώσσα, αλλά αναφέρεται σε «παραγωγές των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι μια από τις επίσημες γλώσσες της Ισπανίας» («producciones cuya lengua original sea cualquiera de las oficiales en España»). Όπως διευκρίνισε η Ισπανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η διατύπωση αυτή εμπερικλείει και τοπικές επίσημες γλώσσες της Ισπανίας όπως η καταλανική, η γαλικιανή και η βασκική.


51 – Βλ. ειδικότερα σημεία 35 έως 54 των προτάσεών μου.


52 – Βλ. συναφώς την τελευταία περίοδο της τεσσαρακοστής τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 97/36 καθώς και την παρατεθείσα στην υποσημείωση 20 των προτάσεών μου νομολογία.


53 – Αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2002, C‑100/01, Oteiza Olazabal (Συλλογή 2002, σ. I‑10981, σκέψη 25), της 11ης Δεκεμβρίου 2003, C‑289/02, AMOK (Συλλογή 2003, σ. I‑15059, σκέψη 25), της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑289, σκέψη 99), και της 11ης Ιανουαρίου 2007, C‑40/05, Lyyski (Συλλογή 2007, σ. I‑99, σκέψη 33).


54 – Τούτο αμφισβητήθηκε από τη FAPAE και εν μέρει και από την EGEDA κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ιδίως κατ’ επίκληση διαφόρων διασυνοριακών παραγωγών. Συναφώς πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά που προκάλεσαν τη διαφορά και να συναγάγει εξ αυτών τα αναγκαία συμπεράσματα για την απόφαση που καλείται να εκδώσει· βλ. αποφάσεις της 29ης Απριλίου 1982, 17/81, Pabst & Richarz (Συλλογή 1982, σ. 1331, σκέψη 12), της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑291/05, Eind (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 18), και της 1ης Ιουλίου 2008, C‑49/07, MOTOE (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 30).


55 – Τα πράγματα μπορεί να έχουν διαφορετικά όταν στη διανομή μιας ταινίας υπάρχει ειδικά ο ρόλος ενός προσώπου το οποίο ομιλεί με ξενική προφορά.


56 – Πάγια νομολογία· βλ. για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C‑415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. I‑4921, σκέψεις 92, 103 και 104), της 27ης Ιανουαρίου 2000, C‑190/98, Graf (Συλλογή 2000, σ. I‑493, σκέψεις 21 έως 23), και της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑464/02, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 2005, σ. I‑7929, σκέψη 45)· για την ελευθερία εγκαταστάσεως αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 1995, C‑55/94, Gebhard (Συλλογή 1995, σ. I-4165, σκέψη 37), και της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑442/02, CaixaBank France (Συλλογή 2004, σ. I‑8961, σκέψη 11)· για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1991, C‑76/90, Säger (Συλλογή 1991, σ. I‑4221, σκέψη 12), και της 18ης Ιουλίου 2007, C‑490/04, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2007, σ. I‑6095, σκέψη 63)· για την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων τις αποφάσεις τις επονομαζόμενες «Golden Shares» της 4ης Ιουνίου 2002, C‑367/98, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2002, σ. I‑4731, σκέψη 44), και C‑483/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2002, σ. I-4781, σκέψη 40), την απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007, C‑463/04 και C‑464/04, Federconsumatori κ.λπ. (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 19), καθώς και τις προτάσεις μου της 14ης Ιουλίου 2005 στην υπόθεση C‑265/04, Bouanich (Συλλογή 2006, σ. I‑923, σημείο 31).


57 – Βλ. παραδείγματος χάριν τις αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C‑411/03, SEVIC Systems (Συλλογή 2005, σ. I‑10805, σκέψη 23), της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C‑170/05, Denkavit Internationaal και Denkavit France (Συλλογή 2006, σ. I‑11949, σκέψεις 29 και 30), και της 18ης Ιουλίου 2007, C‑231/05, Oy AA (Συλλογή 2007, σ. I‑6373, σκέψη 39), με τις οποίες η «διαφορετική μεταχείριση» θεωρείται ως περιορισμός μιας θεμελιώδους ελευθερίας. Ομοίως, η απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑318/05, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2007, σ. I‑6957, σκέψη 117), κάνει λόγο για διαφορετική μεταχείριση η οποία είναι ικανή να «καταστήσει δυσχερέστερη» για τους ενδιαφερομένους την άσκηση των δικαιωμάτων τους, διατύπωση η οποία αντιστοιχεί στον συνήθη ορισμό του περιορισμού.


58 – Για τη δικαιολόγηση των εμμέσων διακρίσεων βλ. παραδείγματος χάριν την απόφαση Karlsson κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 40, σκέψεις 44 και 45) και την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C‑446/04, Test Claimants in the FII Group Litigation (Συλλογή 2006, σ. I‑11753, σκέψη 46).


59 – Απόφαση της 4ης Μαΐου 1993, C‑17/92, Distribuidores Cinematográficos (Συλλογή 1993, σ. I‑2239, σκέψη 10). Όπως διευκρίνισε ο γενικός εισαγγελέας Van Gerven με το σημείο 9 των προτάσεών του της 18ης Φεβρουαρίου 1993 στην υπόθεση εκείνη, το ουσιώδες στοιχείο της εκμεταλλεύσεως της ταινίας έγκειται στην παραχώρηση των δικαιωμάτων διανομής σε συγκεκριμένη αγορά και στην παραχώρηση για ορισμένο χρόνο των δικαιωμάτων δημοσίας προβολής στην αγορά αυτή. Η (διασυνοριακή) μεταφορά του υλικού υποθέματος του κινηματογραφικού έργου δεν είναι παρά λογική συνέπεια αυτού, ούτως ώστε δεν μπορεί να γίνεται λόγος για κυκλοφορία εμπορευμάτων κατά την έννοια της Συνθήκης.


60 – Κατά πάγια νομολογία, η συμμετοχή σε μια εταιρία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως μόνον όταν «παρέχει [στον οικείο εταίρο] τη δυνατότητα να έχει αναμφισβήτητη επιρροή στις αποφάσεις της εταιρίας και να καθορίζει τις δραστηριότητές της»· βλ. αποφάσεις της 13ης Απριλίου 2000 στην υπόθεση C‑251/98, Baars (Συλλογή 2000, σ. I‑2787, σκέψη 22), της 5ης Νοεμβρίου 2002, C‑208/00, Überseering (Συλλογή 2002, σ. I‑9919, σκέψη 77), Oy AA (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 57, σκέψη 20) και της 6ης Δεκεμβρίου 2007, C‑298/05, Columbus Container Services (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 30).


61 – Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αναφέρθηκε ότι υπάρχουν και συμπαραγωγές το τελικό προϊόν των οποίων εμφανίζεται σε περισσότερες γλώσσες του πρωτοτύπου. Αν ο ισχυρισμός αυτός αποδειχθεί αληθής –η επαλήθευσή του εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο– μπορεί ενδεχομένως να μετριάζεται το περιοριστικό αποτέλεσμα της ισπανικής ρυθμίσεως περί προχρηματοδοτήσεως επί της ελευθερίας εγκαταστάσεως.


62 – Αν η συμμετοχή σε μια εταιρία εξασφαλίζει στον οικείο εταίρο αποφασιστική επιρροή στις αποφάσεις της εταιρίας, η συμμετοχή αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, αλλά της ελευθερίας εγκαταστάσεως· βλ. συναφώς και την παρατιθέμενη στην υποσημείωση 60 νομολογία.


63 – Όπως προαναφέρθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επισημάνθηκε ότι υπάρχουν συμπαραγωγές το τελικό προϊόν των οποίων εμφανίζεται σε περισσότερες γλώσσες του πρωτοτύπου. Αν ο ισχυρισμός αυτός αποδειχθεί αληθής –η επαλήθευσή του εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο– μπορεί ενδεχομένως να μετριάζεται το περιοριστικό αποτέλεσμα της ισπανικής ρυθμίσεως περί προχρηματοδοτήσεως επί της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.


64 – Σημείο 79 των προτάσεών μου.


65 – Αποφάσεις Bosman (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 56, σκέψη 104), Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 56, σκέψη 49), αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2006, C‑92/04 και C‑202/04, Cipolla κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑11421, σκέψη 61), της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑438/05, International Transport Workers’ Federation και Finnish Seamen’s Union (επονομαζόμενη «Viking Line», που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 75), και της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑341/05, Laval un Partneri (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 101).


66 – Στο πνεύμα αυτό παραδείγματος χάριν η απόφαση Bacardi France (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 40, σκέψη 33) και η απόφαση της 6ης Μαρτίου 2007, C‑338/04, C‑359/04 και C‑360/04, Placanica (Συλλογή 2007, σ. I‑1891, σκέψη 48).


67 – Εικοστή έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/552.


68 – Τεσσαρακοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/36.


69 – Δέκατη τρίτη και εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/552.


70 – Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που υπογράφηκε στο Μάαστριχτ στις 7 Φεβρουαρίου 1992 και ετέθη σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1993 (ΕΕ 1992, C 191, σ. 1).


71 – Τμήμα I.1 της ανακοινώσεως της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών – Ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο για την πολυγλωσσία, 22. Νοεμβρίου 2005, COM(2005) 596 τελικό.


72 – Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακηρύχθηκε πανηγυρικά αρχικώς στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ 2000, C 364, σ. 1) και εκ νέου στις 12 Δεκεμβρίου 2007 στο Στρασβούργο (ΕΕ 2007, C 303, σ. 1). Ο ίδιος ο Χάρτης δεν παράγει μεν ακόμη παρόμοια προς το πρωτογενές δίκαιο δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, πλην όμως παρέχει, ως πηγή διασαφηνίσεως του δικαίου, ορισμένα στοιχεία σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία διασφαλίζει η κοινοτική έννομη τάξη· Βλ. συναφώς και την απόφαση της 27ης Ιουνίου 2006, C‑540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, επονομαζόμενη «οικογενειακή επανένωση» (Συλλογή 2006, σ. I‑5769, σκέψη 38), και το σημείο 108 των προτάσεών μου της 8ης Σεπτεμβρίου 2005 στην υπόθεση εκείνη, περαιτέρω την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, C‑432/05, Unibet (Συλλογή 2007, I‑2271, σκέψη 37).


73 – Βλ. ιδίως την πρώτη, δεύτερη και πέμπτη αιτιολογική σκέψη καθώς και το άρθρο 1, στοιχείο α΄, και το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως Unesco.


74 – Δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της Συμβάσεως Unesco.


75 – Ανακοίνωση της Επιτροπής της 22ας Νοεμβρίου 2005 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 71, τμήμα I.1).


76 – Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2008 για την πολυγλωσσία (ΕΕ C 140, σ. 14), σημείο 2 των «επιβεβαιώσεων».


77 – Άρθρο 1, στοιχείο η΄, άρθρο 2, σημείο 2, άρθρο 5 και άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως Unesco.


78 – Άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της Συμβάσεως Unesco.


79 – Άρθρο 20 της Συμβάσεως Unesco, ειδικότερα παράγραφος 1, στοιχείο β΄.


80 – Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑386/04, Centro di Musicologia Walter Stauffer (Συλλογή 2006, σ. I‑8203, σκέψη 45)· στο ίδιο πνεύμα απόφαση United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 40, σκέψη 42). Αντίθετη η απόφαση Distribuidores Cinematográficos (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 59, σκέψη 20), με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε την «πολιτική στον πολιτιστικό τομέα» ως δικαιολογητικό λόγο κατά την έννοια του άρθρου 56, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 46, παράγραφος 1, ΕΚ), χωρίς να αναφερθεί καθόλου στην ενδεχόμενη αναγνώρισή της ως επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος.


81 – Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991, C‑180/89, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1991, σ. I‑709, σκέψη 20).


82 – Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1991, C‑154/89, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1991, σ. I‑659, σκέψη 17).


83 – Απόφαση Cinéthèque κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψη 23).


84 – Αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1991, C‑288/89, Collectieve Antennevoorziening Gouda (Συλλογή 1991, σ. I‑4007, σκέψη 23), και C‑353/89, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 1991, σ. I‑4069, σκέψη 30), της 3ης Φεβρουαρίου 1993, C‑148/91, Veronica Omroep Organisatie (Συλλογή 1993, σ. I‑487, σκέψεις 9 και 10), της 5ης Οκτωβρίου 1994, C‑23/93, TV10 (Συλλογή 1994, σ. I‑4795, σκέψεις 18 και 19), και United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 40, σκέψεις 41 και 42).


85 – Αποφάσεις Collectieve Antennevoorziening Gouda (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 85, σκέψη 27), Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 85, σκέψη 45) και ARD (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 50).


86 – Απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 1989, C‑379/87, Groener (Συλλογή 1989, σ. 3967, σκέψη 19)· ομοίως απόφαση United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 40, σκέψη 43).


87 – Βλ. ανωτέρω, σημείο 88 των προτάσεών μου.


88 – Βλ. και απόφαση United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 40, σκέψη 43).


89 – Απόφαση Distribuidores Cinematográficos (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 59, σκέψη 20).


90 – Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Van Gerven στην υπόθεση Distribuidores Cinematográficos (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 59, σημείο 28).


91 – Βλ. ανωτέρω τα σημεία 97 και 98 των προτάσεών μου.


92 – Σε αυτές τις ακραίες περιπτώσεις συγκαταλέγω τη διάπραξη αξιοποίνων πράξεων υπό το πρόσχημα της τέχνης.


93 – Ο όρος που προτείνει η Επιτροπή.


94 – Γενικός εισαγγελέας W. Van Gerven στις προτάσεις του στην υπόθεση Distribuidores Cinematográficos (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 59, σημείο 28).


95 – Βλ. συναφώς πάλι την απόφαση United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 40, σκέψη 44), όπου γίνεται λόγος για ευρεία εξουσία εκτιμήσεως των εθνικών αρχών.


96 – Αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1977, 74/76, Iannelli & Volpi (Συλλογή τόμος 1977, σ. 143, σκέψη 11), και 78/76, Steinike & Weinlig (Συλλογή τόμος 1977, σ. 171, σκέψη 8), βλ. επίσης αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C‑456/00, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I‑11949, σκέψη 41), και της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C‑346/03 και C‑529/03, Atzeni κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑1875, σκέψη 84).


97 – Βλ. τμήμα 2.3 (β), σημείο 1, της ανακοινώσεως της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές που αφορούν τα κινηματογραφικά και τα άλλα οπτικοακουστικά έργα, COM(2001) 534 τελικό (ΕΕ 2002, C 43, σ. 6), που αποκαλείται «ανακοίνωση για τον κινηματογράφο». Η διάρκεια εφαρμογής των κριτηρίων συμβατότητας που προβλέπει η ανακοίνωση για τις ενισχύσεις έχει εν τω μεταξύ παραταθεί δύο φορές, αρχικώς με το τμήμα 2, σημείο 9, της ανακοινώσεως της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές που αφορούν τα κινηματογραφικά και τα άλλα οπτικοακουστικά έργα της 26ης Σεπτεμβρίου 2001, COM(2004) 171 τελικό (ΕΕ 2004, C 123, σ. 1), και κατόπιν με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την παράταση εφαρμογής της ανακοίνωσης για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές που αφορούν τα κινηματογραφικά και τα άλλα οπτικοακουστικά έργα της 26ης Σεπτεμβρίου 2001 (ΕΕ 2007, C 134, σ. 5). Σύμφωνα με την τελευταία αυτή ανακοίνωση, τα εν λόγω κριτήρια εξακολουθούν να ισχύουν το πολύ μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2009.


98 – Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, εδάφιο 2, του νόμου 25/1994, όπως τροποποιήθηκε, τουλάχιστον το 5 % του ετήσιου εισοδήματος ενός τηλεοπτικού οργανισμού πρέπει να δαπανάται για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών, από το οποίο ποσό το 60 % πρέπει να δαπανάται για ταινίες των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι μια από τις επίσημες γλώσσες στην Ισπανία.


99 – Η επαλήθευση των στοιχείων αυτών εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο.


100 – Άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου 25/1994 όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 15/2001.


101 – Όπως προαναφέρθηκε, την παραδοχή αυτή αμφισβήτησε η FAPAE και εν μέρει και η EGEDA κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Συναφώς πρέπει όμως να υπομνησθεί ότι στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά που προκάλεσαν τη διαφορά και να συναγάγει εξ αυτών τα αναγκαία συμπεράσματα για την απόφαση που καλείται να εκδώσει· βλ. συναφώς την παρατιθέμενη στην υποσημείωση 54 νομολογία.


102 – Αποφάσεις της 24ης Ιουλίου 2003, C‑280/00, Altmark Trans und Regierungspräsidium Magdeburg, επονομαζόμενη «Altmark Trans» (Συλλογή 2003, σ. I‑7747, σκέψη 74), της 23ης Μαρτίου 2006, C‑237/04, Enirisorse (Συλλογή 2006, σ. I‑2843, σκέψη 38), της 30ής Μαρτίου 2006, C‑451/03, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti (Συλλογή 2006, σ. I‑2941, σκέψη 55), και της 22ας Ιουνίου 2006, C‑182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑5479, σκέψη 84)· στο ίδιο πνεύμα και η απόφαση της 21ης Μαρτίου 1990, C‑142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, επονομαζόμενη «Tubemeuse» (Συλλογή 1990, σ. I‑959, σκέψη 25).


103 – Απόφαση της 15ης Ιουνίου 2006, C‑393/04 και C‑41/05, Air Liquide Industries Belgium (Συλλογή 2006, σ. I‑5293, σκέψη 28)· επίσης στο ίδιο πνεύμα, αν και με λιγότερο απόλυτη διατύπωση, οι αποφάσεις Altmark Trans (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 102, σκέψη 75), της 3ης Μαρτίου 2005, C‑172/03, Heiser (Συλλογή 2005, σ. I‑1627, σκέψη 27), και Enirisorse (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 102, σκέψη 39).


104 – Αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, C‑482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, επονομαζόμενη «Stardust Marine» (Συλλογή 2002, σ. I‑4397, σκέψη 23), και της 20ής Νοεμβρίου 2003, C‑126/01, GEMO (Συλλογή 2003, σ. I‑13769, σκέψη 23)· βλ. και απόφαση Steinike & Weinlig (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 96, σκέψη 21), και απόφαση της 2ης Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, van der Kooy κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 219, σκέψη 35).


105 – Αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 104, σκέψη 24), GEMO (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 104, σκέψη 24), της 15ης Ιουλίου 2004, C‑345/02, Pearle κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I‑7139, σκέψη 35), και Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 102, σκέψη 127).


106 – Απόφαση Pearle κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 105, σκέψεις 35 έως 39).


107 – Απόφαση GEMO (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 104, σκέψεις 7 και 27).


108 – Αποφάσεις Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 102, σκέψη 87) και της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑526/04, Laboratoires Boiron (Συλλογή 2006, σ. I‑7529, σκέψεις 33 έως 35)· στο ίδιο πνεύμα επίσης η απόφαση της 15ης Μαρτίου 1994, C‑387/92, Banco Exterior de España (Συλλογή 1994, σ. I‑877, σκέψη 14).


109 – Στο ίδιο πνεύμα η απόφαση GEMO (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 104, σκέψη 26).


110 – Απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 104, σκέψεις 36 και 37).


111 – Αποφάσεις Γαλλία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 104, σκέψη 37) και Pearle κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 105, σκέψεις 36 και 41 in fine).


112 – Αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 1993, C‑72/91 και C‑73/91, Sloman Neptun (Συλλογή 1993, σ. I‑887, σκέψη 21)· της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C‑200/97, Ecotrade (Συλλογή 1998, σ. I‑7907, σκέψη 35), της 17ης Ιουνίου 1999, C‑295/97, Piaggio (Συλλογή 1999, σ. I‑3735, σκέψη 35) και Pearle κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 105, σκέψη 36).


113 – Αποφάσεις Sloman Neptun (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 112, σκέψη 21), Ecotrade (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 112, σκέψη 36) και απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, C‑379/98, PreussenElektra (Συλλογή 2001, σ. I‑2099, σκέψη 62).


114 – Έτσι συνέβη παραδείγματος χάριν στην υπόθεση της «ασύμμετρης επιβολής φόρου» την οποία επικαλέστηκε η UTECA (απόφαση Laboratoires Boiron, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 108, σκέψη 34) καθώς και στην απόφαση Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 102, σκέψη 87).


115 – Στο ίδιο πνεύμα οι αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 1978, 82/77, van Tiggele (Συλλογή τόμος 1978, σ. 15, σκέψεις 24 και 25), PreussenElektra (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 113, σκέψεις 60 και 61) και Pearle κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 104, σκέψη 36).


116 – Κατά παρόμοιο τρόπο το Δικαστήριο έκρινε στην υπόθεση PreussenElektra ότι δεν ασκούσε επιρροή το γεγονός ότι μεταξύ των επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος τις οποίες αφορούσε η γερμανική ρύθμιση περιλαμβάνονταν τόσο ιδιωτικές όσο και δημόσιες επιχειρήσεις (απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 113, σκέψη 55).


117 – Απόφαση Steinike & Weinlig (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 96, σκέψεις 1 και 22) και οι προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 104 αποφάσεις van der Kooy κατά Επιτροπής (σκέψεις 35 έως 38), Γαλλία κατά Επιτροπής (σκέψεις 34, 37 και 38) και GEMO (σκέψεις 7 και 27).


118 – Βλ. επ’ αυτού την απόφαση Pearle κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 104, σκέψεις 36 και 41).


119 – Απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 104, σκέψεις 34 και 37).


120 – Και στην υπόθεση van der Kooy κατά Επιτροπής (απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 104, σκέψεις 37 και 38) η αυτονομία της επιχειρήσεως Gasunie αποτελούσε ουσιώδες συστατικό στοιχείο του ελέγχου του κατά πόσον μπορούσε να υπάρχει ενίσχυση από το κράτος ή με κρατικούς πόρους.


121 – Βλ. συναφώς τα όσα εξέθεσα για το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα (σημεία 74 έως 119 των προτάσεών μου).