Language of document : ECLI:EU:C:2014:2013

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 19ης Ιουνίου 2014 (*)

«Κανονισμός (ΕΚ) 6/2002 — Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα — Άρθρο 6 — Ατομικός χαρακτήρας — Διαφορετική συνολική εντύπωση — Άρθρο 85, παράγραφος 2 — Μη καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα — Κύρος — Προϋποθέσεις — Βάρος αποδείξεως»

Στην υπόθεση C‑345/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supreme Court (Ιρλανδία) με απόφαση της 6ης Ιουνίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Ιουνίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Karen Millen Fashions Ltd

κατά

Dunnes Stores,

Dunnes Stores (Limerick) Ltd,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, J. L. da Cruz Vilaça, Γ. Αρέστη, J.-C. Bonichot και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Karen Millen Fashions Ltd, εκπροσωπούμενη από τον J. Waters, solicitor,

–        η Dunnes Stores και η Dunnes Stores (Limerick) Ltd, εκπροσωπούμενες από τον G. Byrne, solicitor,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τη S. Brighouse, επικουρούμενη από τον N. Saunders, barrister,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον F. W. Bulst και την J. Samnadda,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Απριλίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 6 και 85, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 3, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Karen Millen Fashions Ltd (στο εξής: KMF) και των Dunnes Stores και Dunnes Stores (Limerick) Ltd (στο εξής, από κοινού: Dunnes) με αντικείμενο αίτημα της KMF για την απαγόρευση της χρήσεως, εκ μέρους της Dunnes, σχεδίων ή υποδειγμάτων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η Συμφωνία TRIPS

3        Η Συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (στο εξής: Συμφωνία TRIPS), που αποτελεί το Παράρτημα 1Γ της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), υπεγράφη την 15η Απριλίου 1994 στο Μαρακές και εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ L 336, σ. 1).

4        Στο τιτλοφορούμενο «Βιομηχανικά σχέδια» τμήμα 4 του μέρους ΙΙ της εν λόγω Συμφωνίας, το οποίο επιγράφεται «Πρότυπα σχετικά με τη θεσμοθέτηση, την έκταση και τη χρήση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας», το άρθρο 25 που φέρει τον τίτλο «Προϋποθέσεις προστασίας» ορίζει τα εξής:

«1.      Τα μέλη θεσπίζουν ρυθμίσεις για την προστασία νέων ή πρωτότυπων βιομηχανικών σχεδίων που έχουν δημιουργηθεί κατά τρόπο ανεξάρτητο. Τα μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι ένα σχέδιο δεν θεωρείται νέο ή πρωτότυπο, αν δεν διαφέρει ουσιωδώς από άλλα γνωστά σχέδια ή από συνδυασμούς επιμέρους στοιχείων άλλων γνωστών σχεδίων. Τα μέλη δύνανται να καθιερώνουν την πρόβλεψη ότι η προστασία αυτή δεν εκτείνεται σε σχέδια που στην ουσία αποτελούν απόρροια τεχνικών ή λειτουργικών παραμέτρων.

[...]»

 Ο κανονισμός 6/2002

5        Οι αιτιολογικές σκέψεις 9, 14, 16, 17, 19 και 25 του κανονισμού 6/2002 προβλέπουν τα εξής:

«(9)      Οι ουσιαστικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού για το δίκαιο περί σχεδίων και υποδειγμάτων θα πρέπει να ευθυγραμμισθούν με τις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 98/71/EΚ.

[...]

(14)      Η εκτίμηση του κατά πόσον ένα σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ατομικό χαρακτήρα θα πρέπει να βασίζεται στο κατά πόσο η συνολική εντύπωση που προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφέρει από αυτήν που του προκαλεί οποιοδήποτε άλλο από το σύνολο των υπαρχόντων σχεδίων ή υποδειγμάτων, λαμβανομένης υπόψη της φύσης του προϊόντος στο οποίο έχει εφαρμοσθεί ή ενσωματωθεί το σχέδιο ή το υπόδειγμα, και, ιδίως, του βιομηχανικού κλάδου στον οποίο εντάσσεται και του βαθμού της ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση του σχεδίου ή υποδείγματος.

[...]

(16)      Μερικοί από αυτούς τους κλάδους παράγουν μεγάλο αριθμό σχεδίων και υποδειγμάτων για προϊόντα που συχνά έχουν σύντομη ζωή στην αγορά, για τα οποία η προστασία χωρίς την υποχρεωτική τήρηση των διατυπώσεων καταχώρισης είναι πλεονέκτημα και η διάρκεια προστασίας μικρότερης σημασίας. Αντίθετα, υπάρχουν κλάδοι οι οποίοι εκτιμούν τα πλεονεκτήματα της καταχώρισης λόγω του υψηλότερου βαθμού ασφάλειας δικαίου που παρέχει και ζητούν να απολαύουν προστασία[ς] μεγαλύτερης διάρκειας, ανάλογη[ς] με την προβλεπόμενη διάρκεια ζωής των προϊόντων τους στην αγορά.

(17)      Η κατάσταση αυτή απαιτεί δύο μορφές προστασίας, ήτοι προστασία για ένα βραχυπρόθεσμο μη καταχωρισμένο σχέδιο ή υπόδειγμα και προστασία για ένα άλλο μακροπρόθεσμο καταχωρισμένο σχέδιο ή υπόδειγμα.

[...]

(19)      Για να είναι έγκυρο, το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα θα πρέπει να εγκρίνεται μόνο εφόσον είναι νέο και εφόσον διαθέτει ατομικό χαρακτήρα σε σύγκριση με άλλα σχέδια και υποδείγματα.

[...]

(25)      Οι κλάδοι της βιομηχανίας που παράγουν μεγάλο αριθμό ενδεχομένως βραχύβιων σχεδίων και υποδειγμάτων μέσα σε σύντομα χρονικά διαστήματα, από τα οποία ενδεχομένως μόνο μερικά διατίθενται στο εμπόριο, θα θεωρήσουν προσφορότερη τη χρήση μη καταχωρισμένων κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων. Για τους κλάδους αυτούς είναι ανάγκη να μπορούν να καταφεύγουν ευκολότερα στα καταχωρισμένα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα συνδυασμού περισσοτέρων σχεδίων και υποδειγμάτων σε μία πολλαπλή αίτηση ανταποκρίνεται στην ανάγκη αυτή. Εντούτοις, τα σχέδια ή υποδείγματα που περιλαμβάνονται σε πολλαπλή αίτηση μπορούν να εξετάζονται ανεξάρτητα το ένα του άλλου όσον αφορά την εφαρμογή, τις άδειες εκμετάλλευσης, τα εμπράγματα δικαιώματα, την αναγκαστική εκτέλεση, τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, την παραίτηση, την ανανέωση, την εκχώρηση, την αναστολή της δημοσίευσης ή την κήρυξη της ακυρότητας.»

6        Το άρθρο 1 του κανονισμού 6/2002 προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα σχέδια και υποδείγματα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός, αναφέρονται εφεξής ως “κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα”.

2.      Τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα προστατεύονται:

α)      ως “μη καταχωρισμένα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα”, εάν έχουν διατεθεί στο κοινό, υπό τους όρους που προβλέπει ο παρών κανονισμός·

[...]».

7        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, το σχέδιο ή υπόδειγμα προστατεύεται ως κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα εφόσον είναι νέο και έχει ατομικό χαρακτήρα.

8        Το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται νέο εάν δεν έχει διατεθεί στο κοινό ταυτόσημο σχέδιο ή υπόδειγμα:

α)      στην περίπτωση μη καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, πριν από την ημερομηνία κατά την οποία το σχέδιο ή το υπόδειγμα για το οποίο διεκδικείται προστασία διατέθηκε για πρώτη φορά στο κοινό,

β)      στην περίπτωση καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την καταχώριση ή, αν διεκδικείται προτεραιότητα, πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας.

2.      Τα σχέδια ή υποδείγματα λογίζονται ως ταυτόσημα αν τα χαρακτηριστικά τους διαφέρουν μόνο σε επουσιώδεις λεπτομέρειες.»

9        Το άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι παρουσιάζει ατομικό χαρακτήρα εάν η συνολική εντύπωση που προκαλεί στον ενημερωμένο καταναλωτή διαφέρει από τη συνολική εντύπωση που προκαλεί στον εν λόγω καταναλωτή κάθε σχέδιο ή υπόδειγμα που έχει διατεθεί στο κοινό:

α)      στην περίπτωση μη καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, πριν από την ημερομηνία κατά την οποία το σχέδιο ή το υπόδειγμα για το οποίο διεκδικείται προστασία διατέθηκε για πρώτη φορά στο κοινό,

β)      στην περίπτωση καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την καταχώριση ή, εάν διεκδικείται προτεραιότητα, πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας.

2.      Προκειμένου να εκτιμηθεί ο ατομικός χαρακτήρας, λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός της ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση του σχεδίου ή υποδείγματος.»

10      Το άρθρο 11 του κανονισμού 6/2002 έχει ως εξής:

«1.      Το σχέδιο ή υπόδειγμα που πληροί τις προϋποθέσεις του τμήματος 1 προστατεύεται ως μη καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα επί μία τριετία που αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία διατέθηκε για πρώτη φορά στο κοινό εντός της Κοινότητας.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, θεωρείται ότι ένα σχέδιο ή υπόδειγμα διατέθηκε στο κοινό εντός της Κοινότητας εάν δημοσιεύθηκε, εκτέθηκε, χρησιμοποιήθηκε στο εμπόριο ή κατέστη γνωστό με άλλο τρόπο, έτσι ώστε, κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών εργασιών, τα γεγονότα αυτά θα μπορούσαν ευλόγως να καταστούν γνωστά στους ειδικευμένους κύκλους του συγκεκριμένου κλάδου οι οποίοι δραστηριοποιούνται εντός της Κοινότητας. Ωστόσο, δεν θεωρείται ότι το σχέδιο ή το υπόδειγμα έχει διατεθεί στο κοινό μόνο και μόνο επειδή διατέθηκε σε τρίτον με τη ρητή ή σιωπηρή προϋπόθεση να παραμείνει απόρρητο.»

11      Το άρθρο 19 του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«1.      Το καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα παρέχει στον δικαιούχο του δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως και δικαίωμα να απαγορεύει σε οιονδήποτε τρίτο τη χρήση χωρίς τη συγκατάθεσή του. Κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, ως χρήση νοείται ιδίως η κατασκευή, [η] προσφορά, η διάθεση στην αγορά, η εισαγωγή, η εξαγωγή ή η χρήση προϊόντος στο οποίο είναι ενσωματωμένο ή εφαρμόζεται το σχέδιο ή υπόδειγμα, καθώς και αποθεματοποίηση του προϊόντος για τους σκοπούς αυτούς.

2.      Το μη καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα απαγόρευσης των πράξεων της παραγράφου 1, μόνον εάν η αμφισβητούμενη χρήση απορρέει από αντίγραφο του προστατευόμενου σχεδίου ή υποδείγματος.

Δεν θεωρείται ότι η αμφισβητούμενη χρήση απορρέει από αντίγραφο προστατευόμενου σχεδίου ή υποδείγματος, εάν το αντίγραφο προέκυψε από ανεξάρτητη δημιουργική εργασία δημιουργού για τον οποίο εύλογο είναι να θεωρείται ότι δεν γνώριζε το σχέδιο ή το υπόδειγμα το οποίο ο δικαιούχος διέθεσε στο κοινό.

[...]»

12      Το άρθρο 85, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Στις διαδικασίες που απορρέουν από αγωγές παραποίησης/απομίμησης ή επαπειλούμενης παραποίησης/απομίμησης μη καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, τα δικαστήρια κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων θεωρούν το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα έγκυρο, εάν ο δικαιούχος του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος αποδεικνύει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 ή εάν προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία για τον ατομικό χαρακτήρα του κοινοτικού σχεδίου ή του υποδείγματός του. Ο εναγόμενος δύναται, εντούτοις, να προσβάλει το κύρος δι’ ενστάσεως ή ανταγωγής ακυρότητας.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13      Η KMF είναι εταιρία αγγλικού δικαίου που δραστηριοποιείται στην παραγωγή και πώληση γυναικείων ενδυμάτων.

14      Η Dunnes είναι σημαντικός όμιλος λιανικών πωλήσεων στην Ιρλανδία, ο οποίος, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του, πωλεί γυναικεία ενδύματα.

15      Το 2005 η KMF σχεδίασε και διέθεσε προς πώληση στην Ιρλανδία ριγέ πουκάμισο (σε δύο διαφορετικά χρώματα, γαλάζιο και καφέ) και μαύρη πλεκτή μπλούζα (στο εξής: ενδύματα της KMF).

16      Εκπρόσωποι της Dunnes αγόρασαν δείγματα των ενδυμάτων της KMF από κατάστημα της τελευταίας στην Ιρλανδία. Στη συνέχεια, η Dunnes ανέθεσε την παραγωγή αντιγράφων των ενδυμάτων αυτών εκτός της Ιρλανδίας και τα διέθεσε προς πώληση στα καταστήματά της στην Ιρλανδία στο τέλος του 2006.

17      Ισχυριζόμενη ότι είναι δικαιούχος των μη καταχωρισμένων κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων των εν λόγω ενδυμάτων, η KMF άσκησε στις 2 Ιανουαρίου 2007 αγωγή ενώπιον του High Court, αξιώνοντας ιδίως την απαγόρευση της χρήσεως εκ μέρους της Dunnes των εν λόγω σχεδίων ή υποδειγμάτων και την καταβολή αποζημιώσεως.

18      Το High Court δέχθηκε την αγωγή.

19      Η Dunnes άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του High Court ενώπιον του Supreme Court.

20      Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι η Dunnes δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι αντέγραψε τα ενδύματα της KMF και αναγνωρίζει ότι τα μη καταχωρισμένα κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα των οποίων υποστηρίζει ότι είναι δικαιούχος η KMF είναι νέα.

21      Ωστόσο, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Dunnes αμφισβητεί ότι η KMF είναι δικαιούχος μη καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος για κάθε ένα από τα ενδύματα της KMF με την αιτιολογία ότι, αφενός, τα εν λόγω σχέδια ή υποδείγματα στερούνται ατομικού χαρακτήρα κατά την έννοια του κανονισμού 6/2002 και ότι, αφετέρου, ο εν λόγω κανονισμός υποχρεώνει την KMF να αποδείξει ότι, πράγματι, τα εν λόγω ενδύματα έχουν τέτοιο χαρακτήρα.

22      Υπό τις συνθήκες αυτές το Supreme Court αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Κατά την εκτίμηση του ατομικού χαρακτήρα σχεδίου ή υποδείγματος για το οποίο προβάλλεται ότι τυγχάνει προστασίας ως μη καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα κατά τον κανονισμό [6/2002], πρέπει η συνολική εντύπωση που προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη, κατά την έννοια του άρθρου 6 του ως άνω κανονισμού, να εκτιμάται με βάση το κατά πόσον διαφέρει από τη συνολική εντύπωση που προκαλεί στον εν λόγω χρήστη:

α)      κάθε ατομικό σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο έχει προηγουμένως διατεθεί στο κοινό ή

β)      οποιοσδήποτε συνδυασμός γνωστών στοιχείων από περισσότερα του ενός προγενέστερα τέτοια σχέδια ή υποδείγματα;

2)      Οφείλουν τα δικαστήρια κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων να κρίνουν έγκυρο κατά το άρθρο 85, παράγραφος 2, του κανονισμού [6/2002] μη καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα στην περίπτωση που ο δικαιούχος απλώς προσκομίζει τα στοιχεία που συνιστούν τον ατομικό χαρακτήρα του σχεδίου ή υποδείγματος, ή ο εν λόγω δικαιούχος υποχρεούται να αποδείξει ότι το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ατομικό χαρακτήρα κατά το άρθρο 6 του ως άνω κανονισμού;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

23      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6 του κανονισμού 6/2002 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι ένα σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ατομικό χαρακτήρα, πρέπει η συνολική εντύπωση την οποία προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη να είναι διαφορετική από εκείνη την οποία προκαλεί στον εν λόγω χρήστη ένα ή περισσότερα προγενέστερα μεμονωμένα σχέδια ή υποδείγματα ή από εκείνη την οποία του προκαλεί συνδυασμός μεμονωμένων στοιχείων αντλούμενων από περισσότερα σχέδια ή υποδείγματα.

24      Διαπιστώνεται ως προς το σημείο αυτό ότι από το γράμμα του άρθρου 6 του κανονισμού 6/2002 δεν προκύπτει ότι η συνολική εντύπωση κατά τη διάταξη αυτή πρέπει να προκαλείται από τέτοιο συνδυασμό.

25      Ειδικότερα, το εν λόγω άρθρο 6, αναφερόμενο στη συνολική εντύπωση την οποία προκαλεί σε ενημερωμένο χρήστη «κάθε σχέδιο ή υπόδειγμα» που έχει διατεθεί στο κοινό, έχει την έννοια ότι η εκτίμηση του ατομικού χαρακτήρα ορισμένου σχεδίου ή υποδείγματος πρέπει να γίνεται σε σύγκριση με ένα ή περισσότερα σχέδια ή υποδείγματα τα οποία είναι επακριβώς καθορισμένα, εξατομικευμένα, συγκεκριμένα και προσδιορισμένα μέσα στο σύνολο των σχεδίων ή υποδειγμάτων που έχουν προηγουμένως διατεθεί στο κοινό.

26      Όπως επισήμαναν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ως άνω ερμηνεία συνάδει με τη νομολογία η οποία δέχεται ότι ο ενημερωμένος χρήστης, εφόσον τούτο είναι δυνατό, θα προβεί σε άμεση σύγκριση των επίμαχων σχεδίων ή υποδειγμάτων (βλ. αποφάσεις PepsiCo κατά Grupo Promer Mon Graphic, C‑281/10 P, EU:C:2011:679, σκέψη 55, καθώς και Neuman κ.λπ. κατά José Manuel Baena Grupo, C‑101/11 P και C‑102/11 P, EU:C:2012:641, σκέψη 54), δεδομένου ότι η σύγκριση αυτή δεν αφορά στην πραγματικότητα την εντύπωση την οποία προκαλεί στον χρήστη αυτόν σύνολο συγκεκριμένων στοιχείων ή τμημάτων προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων, αλλά την εντύπωση την οποία προκαλούν εξατομικευμένα και συγκεκριμένα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα.

27      Το Δικαστήριο έχει βεβαίως κρίνει ότι δεν αποκλείεται η άμεση σύγκριση να είναι αδύνατη ή ασυνήθης στον οικείο τομέα, ιδίως λόγω ειδικών συνθηκών ή λόγω των χαρακτηριστικών των αντικειμένων που απεικονίζουν το προγενέστερο σήμα και το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, ελλείψει συγκεκριμένων ενδείξεων στον κανονισμό 6/2002 προς την κατεύθυνση αυτή, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να περιορίσει την εκτίμηση των τυχόν σχεδίων ή υποδειγμάτων σε άμεση μεταξύ τους σύγκριση (βλ. αποφάσεις PepsiCo κατά Grupo Promer Mon Graphic, EU:C:2011:679, σκέψεις 55 και 57, καθώς και Neuman κ.λπ. κατά José Manuel Baena Grupo, EU:C:2012:641, σκέψεις 54 και 56).

28      Πρέπει εντούτοις να επισημανθεί συναφώς ότι, μολονότι το Δικαστήριο δέχθηκε τη δυνατότητα έμμεσης συγκρίσεως των οικείων σχεδίων ή υποδειγμάτων, στη συνέχεια έκρινε απλώς ότι το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο επειδή στήριξε τη συλλογιστική του στην ατελή ανάμνηση της συνολικής εντυπώσεως που προκαλούν τα σχέδια ή υποδείγματα αυτά (βλ. αποφάσεις PepsiCo κατά Grupo Promer Mon Graphic, EU:C:2011:679, σκέψη 58, καθώς και Neuman κ.λπ. κατά José Manuel Baena Grupo, EU:C:2012:641, σκέψη 57).

29      Όπως όμως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 48 έως 50 των προτάσεών του, η έμμεση αυτή σύγκριση με βάση ατελή ανάμνηση δεν αφορά την ανάμνηση συγκεκριμένων στοιχείων αντλούμενων από περισσότερα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα, αλλά την ανάμνηση συγκεκριμένων σχεδίων ή υποδειγμάτων.

30      Οι ανωτέρω σκέψεις δεν αναιρούνται από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Dunnes.

31      Όσον αφορά, αφενός, τα επιχειρήματα βάσει των αιτιολογικών σκέψεων 14 και 19 του κανονισμού 6/2002, στις οποίες γίνεται χρήση, αντιστοίχως, των εκφράσεων «σύνολο των υπαρχόντων σχεδίων ή υποδειγμάτων» και «σε σύγκριση με άλλα σχέδια και υποδείγματα», υπενθυμίζεται ότι το προοίμιο μιας κοινοτικής πράξεως δεν είναι νομικώς δεσμευτικό και δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για παρέκκλιση από τις διατάξεις της οικείας πράξεως ούτε για την ερμηνεία των διατάξεων αυτών κατά τρόπο προδήλως αντίθετο προς το γράμμα τους (απόφαση Deutsches Milch-Kontor, C‑136/04, EU:C:2005:716, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού 6/2002 αναφέρεται στη συνολική εντύπωση την οποία προκαλεί σε ενημερωμένο χρήστη το «σύνολο των υπαρχόντων σχεδίων ή υποδειγμάτων», εντούτοις οι όροι αυτοί δεν διαλαμβάνονται σε καμία διάταξη του ως άνω κανονισμού.

33      Εξάλλου, δεν συνάγεται το συμπέρασμα από τη χρήση των εν λόγω όρων και από τη χρήση στην αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού 6/2002 των όρων «σε σύγκριση με άλλα σχέδια και υποδείγματα» ότι κρίσιμη για την εφαρμογή του άρθρου 6 του κανονισμού αυτού είναι η εντύπωση την οποία προκαλεί συνδυασμός μεμονωμένων στοιχείων, αντλούμενων από τέτοια σχέδια ή υποδείγματα και όχι εκείνη την οποία προκαλούν εξατομικευμένα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα.

34      Αφετέρου, όσον αφορά τους «συνδυασμούς επιμέρους στοιχείων άλλων γνωστών σχεδίων» για τους οποίους γίνεται λόγος στη δεύτερη περίοδο του άρθρου 25, παράγραφος 1, της Συμφωνίας TRIPS, αρκεί η επισήμανση ότι η διάταξη αυτή έχει ενδοτικό χαρακτήρα και ότι, ως εκ τούτου, τα μέρη στη Συμφωνία αυτή δεν έχουν υποχρέωση να προβλέπουν ότι η εκτίμηση του κατά πόσον ορισμένο σχέδιο ή υπόδειγμα είναι νέο ή πρωτότυπο πρέπει να γίνεται σε σύγκριση με τέτοιους συνδυασμούς στοιχείων.

35      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6 του κανονισμού 6/2002 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι ένα σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ατομικό χαρακτήρα, πρέπει η συνολική εντύπωση την οποία προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη να είναι διαφορετική από εκείνη την οποία προκαλεί στον εν λόγω χρήστη ένα ή περισσότερα προγενέστερα μεμονωμένα σχέδια ή υποδείγματα και όχι από εκείνη την οποία του προκαλεί συνδυασμός μεμονωμένων στοιχείων αντλούμενων από περισσότερα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

36      Με το δεύτερο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 85, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 έχει την έννοια ότι, προκειμένου τα δικαστήρια κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων να κρίνουν έγκυρο ένα μη καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα, ο δικαιούχος του σχεδίου ή υποδείγματος αυτού υποχρεούται να αποδείξει ότι το οικείο σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ατομικό χαρακτήρα κατά το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού ή πρέπει απλώς να προσκομίσει τα στοιχεία που συνιστούν τον ατομικό χαρακτήρα του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος.

37      Από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 85, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 προκύπτει ότι, προκειμένου μη καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα να κριθεί έγκυρο, εναπόκειται στον δικαιούχο του, αφενός, να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του κανονισμού αυτού και, αφετέρου, να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τον ατομικό χαρακτήρα του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος αυτού.

38      Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, τα κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα που πληρούν τις προϋποθέσεις του τμήματος 1 του ίδιου κανονισμού προστατεύονται ως μη καταχωρισμένα κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα επί μία τριετία η οποία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία διατέθηκαν για πρώτη φορά στο κοινό εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

39      Το άρθρο 85 του κανονισμού 6/2002, όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο του, θεσπίζει με την παράγραφο 1 τεκμήριο εγκυρότητας των καταχωρισμένων κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων και με την παράγραφο 2 τεκμήριο εγκυρότητας των μη καταχωρισμένων κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων.

40      Η εφαρμογή όμως του ως άνω τεκμηρίου εγκυρότητας είναι εκ φύσεως ασυμβίβαστη με την υποστηριζόμενη από την Dunnes ερμηνεία του άρθρου 85, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, κατά την οποία η απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 11 του κανονισμού αυτού με την οποία βαρύνεται ο δικαιούχος σχεδίου ή υποδείγματος βάσει της πρώτης διατάξεως περιλαμβάνει και την απόδειξη ότι το συγκεκριμένο σχέδιο ή υπόδειγμα πληροί επίσης το σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο τμήμα 1 του τίτλου II του εν λόγω κανονισμού, ήτοι στα άρθρα 3 έως 9 αυτού.

41      Ομοίως, η προβαλλόμενη από την Dunnes ερμηνεία του άρθρου 85, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 11 του ίδιου κανονισμού, θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί άνευ αντικειμένου και ουσίας η δεύτερη προϋπόθεση που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 85, παράγραφος 2, δηλαδή ότι ο δικαιούχος προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία για τον ατομικό χαρακτήρα του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος αυτού.

42      Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή δεν συνάδει με τον σκοπό της απλότητας και της ταχύτητας ο οποίος δικαιολογεί, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 του κανονισμού 6/2002, την προστασία των μη καταχωρισμένων κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων.

43      Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι η διάκριση που γίνεται στο άρθρο 85 του κανονισμού 6/2002 μεταξύ των διαδικασιών που αφορούν καταχωρισμένα κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα και εκείνων που αφορούν μη καταχωρισμένα κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα υπαγορεύεται από την ανάγκη, όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία, να καθορίζεται η ημερομηνία από την οποία αρχίζει να ισχύει η προβλεπόμενη από τον κανονισμό προστασία για το συγκεκριμένο σχέδιο ή υπόδειγμα καθώς και το συγκεκριμένο αντικείμενο της προστασίας αυτής. Ειδικότερα, λόγω της ελλείψεως διατυπώσεων καταχωρίσεως ενδέχεται να είναι πιο δυσχερής ο προσδιορισμός των στοιχείων αυτών στην περίπτωση ενός μη καταχωρισμένου σχεδίου ή υποδείγματος σε σύγκριση με ένα καταχωρισμένο σχέδιο ή υπόδειγμα.

44      Επιπλέον, εάν το άρθρο 85, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 είχε την έννοια ότι μη καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα μπορεί να κριθεί έγκυρο μόνο εάν ο δικαιούχος του αποδεικνύει ότι αυτό πληροί το σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπει το τμήμα 1 του τίτλου II του εν λόγω κανονισμού, η προβλεπόμενη στη δεύτερη περίοδο του εν λόγω άρθρου 85, παράγραφος 2, δυνατότητα του εναγομένου να προσβάλει το κύρος του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος δι’ ενστάσεως ή ανταγωγής ακυρότητας θα καθίστατο κατά μεγάλο μέρος άνευ αντικειμένου και νοήματος.

45      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 85, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, αρκεί η επισήμανση ότι το γράμμα της διατάξεως αυτής, απαιτώντας απλώς από τον δικαιούχο μη καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία για τον ατομικό χαρακτήρα του σχεδίου ή υποδείγματος αυτού, είναι απολύτως σαφές και δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνεπάγεται υποχρέωση αποδείξεως ότι το συγκεκριμένο σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ατομικό χαρακτήρα.

46      Πράγματι, μολονότι, λόγω της ελλείψεως διατυπώσεων καταχωρίσεως για την κατηγορία αυτή σχεδίων ή υποδειγμάτων, είναι αναγκαίο ο δικαιούχος του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος να διευκρινίζει το αντικείμενο της προστασίας που διεκδικεί βάσει του εν λόγω κανονισμού, αρκεί εντούτοις να προσδιορίζει το ή τα στοιχεία του σχεδίου ή υποδείγματός του τα οποία προσδίδουν σε αυτό ατομικό χαρακτήρα.

47      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 85, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 έχει την έννοια ότι, προκειμένου τα δικαστήρια κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων να κρίνουν έγκυρο ένα μη καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα, ο δικαιούχος του σχεδίου ή υποδείγματος αυτού δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι το οικείο σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ατομικό χαρακτήρα κατά το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, αλλά απλώς πρέπει να προσκομίσει τα στοιχεία που συνιστούν τον ατομικό χαρακτήρα του εν λόγω σχεδίου, δηλαδή να προσδιορίσει το ή τα στοιχεία του συγκεκριμένου σχεδίου ή υποδείγματος τα οποία, κατά τον εν λόγω δικαιούχο, προσδίδουν σε αυτό ατομικό χαρακτήρα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

48      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα, έχει την έννοια ότι, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι ένα σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ατομικό χαρακτήρα, πρέπει η συνολική εντύπωση την οποία προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη να είναι διαφορετική από εκείνη την οποία προκαλεί στον εν λόγω χρήστη ένα ή περισσότερα προγενέστερα μεμονωμένα σχέδια ή υποδείγματα και όχι από εκείνη την οποία του προκαλεί συνδυασμός μεμονωμένων στοιχείων αντλούμενων από περισσότερα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα.

2)      Το άρθρο 85, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 έχει την έννοια ότι, προκειμένου τα δικαστήρια κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων να κρίνουν έγκυρο ένα μη καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα, ο δικαιούχος του σχεδίου ή υποδείγματος αυτού δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι το οικείο σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ατομικό χαρακτήρα κατά το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, αλλά απλώς πρέπει να προσκομίσει τα στοιχεία που συνιστούν τον ατομικό χαρακτήρα του εν λόγω σχεδίου, δηλαδή να προσδιορίσει το ή τα στοιχεία του συγκεκριμένου σχεδίου ή υποδείγματος τα οποία, κατά τον εν λόγω δικαιούχο, προσδίδουν σε αυτό ατομικό χαρακτήρα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.