Language of document : ECLI:EU:T:2011:355

Υπόθεση T-38/07

Shell Petroleum NV κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά του καουτσούκ από βουταδιένιο και του καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καταλογισμός της παραβάσεως – Πρόστιμα – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρα 81 EK και 82 EK)

2.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρα 81 EK και 82 EK)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Έννοια

(Άρθρα 81 EK και 82 EK· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου

(Άρθρα 81 EK και 82 EK· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 4)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Μέτρηση της πραγματικής ικανότητας προκλήσεως ζημίας στην οικεία αγορά

(Άρθρα 81 EK και 82 EK· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 1 έως 4 και 6)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Εκτίμηση με βάση τη φύση της παραβάσεως – Πολύ σοβαρές παραβάσεις

(Άρθρα 81 EK και 82 EK· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 1 και 2)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας

(Άρθρα 81 EK και 82 EK· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

1.      Σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, η συμπεριφορά θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική, ιδίως όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν ενεργεί κατά τρόπο αυτοτελή στην αγορά, αλλ’ εφαρμόζει, ως επί το πλείστον, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων. Συγκεκριμένα, τούτο συμβαίνει διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναποτελούν τμήμα της ίδιας οικονομικής οντότητας και, επομένως, συνιστούν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας. Συνεπώς, εφόσον η μητρική και η θυγατρική εταιρία συνιστούν ενιαία επιχείρηση, η Επιτροπή δύναται να απευθύνει απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση.

Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία η θυγατρική που διέπραξε παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία, η μεν μητρική εταιρία έχει τη δυνατότητα ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της θυγατρικής, υφίσταται δε μαχητό τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία όντως ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής της. Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον η Επιτροπή αποδείξει ότι η θυγατρική ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία, συνάγεται ότι η μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει τη μητρική εταιρία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, αποδείξει ότι, κατ’ ουσίαν, η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 53-54)

2.      Η Επιτροπή μπορεί να δέχεται, κατά τεκμήριο, ότι η μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί των θυγατρικών που ευθέως ή εμμέσως της ανήκουν εξ ολοκλήρου. Απόκειται, συνεπώς, στη μητρική εταιρία να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, αποδεικνύοντας ότι οι θυγατρικές αυτές καθόριζαν αυτοτελώς την εμπορική πολιτική τους, οπότε δεν συναποτελούν, με αυτή, ενιαία οικονομική οντότητα και, ως εκ τούτου, ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

Ειδικότερα, απόκειται στη μητρική εταιρία να θέσει υπόψη του Γενικού Δικαστηρίου κάθε στοιχείο σχετικό με τους οργανωτικούς, οικονομικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ αυτής και των θυγατρικών της, το οποίο αποδεικνύει, κατά την κρίση της, ότι οι εταιρίες αυτές δεν αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα. Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει όντως να λαμβάνει υπόψη όλα τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους στοιχεία, των οποίων ο χαρακτήρας και η σημασία ενδέχεται να ποικίλλουν ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε υποθέσεως.

Συναφώς, η Επιτροπή νομιμοποιείται να απευθύνει απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρία ομίλου εταιριών όχι επειδή η εν λόγω εταιρία υποκίνησε τη θυγατρική να διαπράξει την παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, επειδή μετείχε σε αυτή, αλλ’ επειδή αμφότερες οι εταιρίες αυτές αποτελούν ενιαία επιχείρηση κατά την προαναφερθείσα έννοια. Συγκεκριμένα, για να καταλογιστεί ευθύνη στη μητρική εταιρία, για παραβάσεις της θυγατρικής, δεν απαιτείται να αποδειχτεί ότι η μητρική εταιρία επηρεάζει την πολιτική της θυγατρικής της στον κλάδο στον οποίο σημειώνεται η παράβαση.

Ειδικότερα, το γεγονός ότι η μητρική εταιρία είναι απλώς εταιρία συμμετοχών που δεν ασκεί παραγωγική δραστηριότητα και παρεμβαίνει ελάχιστα στη διαχείριση των θυγατρικών δεν αρκεί για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς των εν λόγω θυγατρικών, ιδίως διά του συντονισμού των επενδύσεων εντός του ομίλου. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο ομίλου εταιριών, σκοπός της εταιρίας συμμετοχών που συντονίζει κυρίως τις οικονομικές επενδύσεις εντός του ομίλου είναι να συγκεντρώσει τις συμμετοχές σε διάφορες εταιρίες προκειμένου να διασφαλιστεί ενιαία διεύθυνση, ιδίως μέσω αυτού του ελέγχου του προϋπολογισμού.

(βλ. σκέψεις 66-68, 70)

3.      Στο σημείο 2 των κατευθυντήριων γραμμών αναφέρεται ως επιβαρυντική περίσταση το ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση ή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έχουν διαπράξει κατά το παρελθόν παρόμοια παράβαση. Η έννοια της υποτροπής, όπως γίνεται δεκτή σε ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις, έχει τη σημασία ότι ένα πρόσωπο διέπραξε εκ νέου παραβάσεις μετά την επιβολή κυρώσεων για παρόμοιες παραβάσεις. Τυχόν υποτροπή περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της σοβαρότητας της παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

Η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που λαμβάνει υπόψη για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, όπως, μεταξύ άλλων, οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, τούτο δε χωρίς να είναι υποχρεωμένη να ενεργεί βάσει δεσμευτικού ή εξαντλητικού καταλόγου κριτηρίων που θα πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη. Η διαπίστωση και η εκτίμηση των ειδικών χαρακτηριστικών της υποτροπής εμπίπτουν στην εν λόγω εξουσία της Επιτροπής, η οποία δεν μπορεί να δεσμεύεται από ενδεχόμενες προθεσμίες παραγραφής προκειμένου να προβεί σε μια τέτοια διαπίστωση.

Συναφώς, το γεγονός ότι μια επιχείρηση επαναλαμβάνει μια παράβαση, ιδίως όταν τούτο συμβαίνει εντός μικρού διαστήματος μετά την έκδοση προγενέστερης αποφάσεως, η οποία είχε επίσης εκδοθεί λιγότερο από δέκα έτη μετά την πρώτη απόφαση, αποτελεί ένδειξη ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση έχει την τάση να μην αντλεί τις κατάλληλες συνέπειες από τη διαπίστωση της εκ μέρους της παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή μπορεί κατά νόμο, χωρίς να παραβιάσει την αρχή της ασφάλειας δικαίου, να τη χαρακτηρίσει ως υπότροπη, βάσει των εν λόγω προγενέστερων αποφάσεων.

Επιπλέον, τα μέτρα που έχει λάβει η εμπλεκόμενη επιχείρηση, προς εξασφάλιση της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, δεν αναιρούν το υποστατό της παραβάσεως ούτε τη διαπίστωση περί υποτροπής. Συγκεκριμένα, η εκ μέρους της επιχειρήσεως θέσπιση προγράμματος με σκοπό τη συμμόρφωσή της προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να προβεί, εξ αυτού του λόγου, σε μείωση του προστίμου. Εξάλλου, δεν είναι δυνατό να καθοριστεί ο βαθμός αποτελεσματικότητας των εσωτερικών μέτρων που έλαβε μια επιχείρηση για να προλάβει την επανάληψη των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού.

Ομοίως, η συνεργασία της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως κατά τη διοικητική διαδικασία δεν αρκεί για να μη χαρακτηριστεί η υποτροπή της ως επιβαρυντική περίσταση.

Εξάλλου, όσον αφορά το αν η προσαύξηση, λόγω υποτροπής, είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, η Επιτροπή δύναται να καθορίζει κατά διακριτική ευχέρεια το ύψος του προστίμου, χωρίς να υποχρεούται να εφαρμόζει συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο. Επιπλέον, για τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου, η Επιτροπή πρέπει να μεριμνά ώστε οι ενέργειές της να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Η υποτροπή, πάντως, αποτελεί περίσταση που δικαιολογεί σημαντική προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου. Συγκεκριμένα, η υποτροπή συνιστά απόδειξη ότι η προηγουμένως επιβληθείσα κύρωση δεν είχε αρκούντως αποτρεπτικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, η Επιτροπή μπορεί, κατά τον καθορισμό του συντελεστή προσαυξήσεως λόγω υποτροπής, να λαμβάνει υπόψη ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την τάση της οικείας επιχειρήσεως να παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που παρήλθε μεταξύ των εν λόγω παραβάσεων.

(βλ. σκέψεις 90-93, 95-98)

4.      Όταν η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο σε επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού και καθορίζει το ύψος του προστίμου, εφαρμόζοντας συντελεστή προσαυξήσεως διαφορετικό από αυτόν που χρησιμοποίησε για τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε στην ίδια επιχείρηση με άλλη απόφαση, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν παραβιάζεται, εφόσον οι δύο αυτές αποφάσεις αφορούν διαφορετικές περιστάσεις η κάθε μία.

Η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 ΕΚ συνιστά ένα από τα μέσα που έχουν δοθεί στην Επιτροπή προς εκπλήρωση της αποστολής εποπτείας που της έχει ανατεθεί από το κοινοτικό δίκαιο, αποστολή που περιλαμβάνει το καθήκον ασκήσεως γενικής πολιτικής με σκοπό την εφαρμογή στον τομέα του ανταγωνισμού των αρχών που καθορίζονται στη Συνθήκη και τον προσανατολισμό της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Συνεπώς, για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως ενόψει του καθορισμού του προστίμου, η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά ώστε οι ενέργειές της να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα, κυρίως για τις μορφές παραβάσεων που είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς για την πραγμάτωση των στόχων της Κοινότητας. Γι’ αυτό, το ύψος του προστίμου πρέπει να προσαρμόζεται κατάλληλα, λαμβανομένης υπόψη της επιδιωκόμενης επιπτώσεως για την επιχείρηση στην οποία αυτό επιβάλλεται, ώστε το πρόστιμο να μην είναι αμελητέο ή, αντιθέτως, υπερβολικά υψηλό, ιδίως σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα της οικείας επιχειρήσεως, όπως επιτάσσει, αφενός, η ανάγκη εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας του προστίμου και, αφετέρου, η αρχή της αναλογικότητας. Μια επιχείρηση μεγάλου μεγέθους, η οποία διαθέτει σημαντικούς οικονομικούς πόρους σε σχέση με τα λοιπά μέλη της συμπράξεως, δύναται ευχερέστερα να συγκεντρώσει τους αναγκαίους πόρους για την καταβολή του προστίμου της, γεγονός που δικαιολογεί, προς εξασφάλιση αρκούντως αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, την επιβολή, ιδίως διά της προσαυξήσεως, προστίμου αναλογικά πολύ υψηλότερου σε σχέση με αυτό που επιβάλλεται σε επιχείρηση που δεν διαθέτει τέτοιους πόρους για την ίδια παράβαση.

Εξάλλου, ο συνολικός κύκλος εργασιών κάθε μετέχουσας στη σύμπραξη επιχειρήσεως αποτελεί πρόσφορο κριτήριο για τον καθορισμό του προστίμου. Ο σκοπός της αποτροπής, τον οποίο θεμιτώς επιδιώκει η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του προστίμου, συνίσταται στην εκ μέρους των επιχειρήσεων τήρηση των περί ανταγωνισμού κανόνων της Συνθήκης κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή του ΕΟΧ. Κατά συνέπεια το πρόστιμο που επιβάλλεται σε μια επιχείρηση μπορεί να προσαυξηθεί, ο δε συντελεστής προσαυξήσεως αξιολογείται βάσει πλειάδας στοιχείων και όχι με μόνο κριτήριο την ιδιαίτερη κατάσταση της επιχειρήσεως. Η αρχή αυτή βρίσκει εφαρμογή, μεταξύ άλλων, όταν η Επιτροπή προσαυξάνει το επιβληθέν σε επιχείρηση πρόστιμο με «συντελεστή αποτροπής».

Κατά τον καθορισμό των προστίμων, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν δεσμεύεται από προγενέστερες εκτιμήσεις της. Επομένως, η εμπλεκόμενη επιχείρηση δεν μπορεί να επικαλεστεί, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, την πολιτική της Επιτροπής κατά την έκδοση αποφάσεων.

Τέλος, εν πάση περιπτώσει, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως παραβιάζεται μόνον όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο, εκτός αν η μεταχείριση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς.

(βλ. σκέψεις 119-122, 125-126, 129, 136)

5.      Κατά τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX, οι παραβάσεις διακρίνονται σε ελαφρές, σοβαρές και πολύ σοβαρές (σημείο 1 A, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών). Εξάλλου, η διαφοροποίηση των επιχειρήσεων συνίσταται στον προσδιορισμό, σύμφωνα με το σημείο 1 A, τρίτο, τέταρτο και έκτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, της ατομικής συμβολής κάθε επιχειρήσεως στην επιτυχία της συμπράξεως, από πλευράς ουσιαστικής οικονομικής δυνατότητάς της, προκειμένου αυτή να καταταγεί στην κατάλληλη κατηγορία.

Η ατομική συμβολή εκάστης επιχειρήσεως, βάσει της ουσιαστικής οικονομικής δυνατότητάς της, στην επιτυχία της συμπράξεως πρέπει να διακρίνεται από την επίπτωση της παραβάσεως, για την οποία γίνεται λόγος στο σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών. Στη δεύτερη περίπτωση, η επίπτωση της παραβάσεως λαμβάνεται υπόψη, εφόσον είναι δυνατόν να εκτιμηθεί, για τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως ελαφράς, σοβαρής ή πολύ σοβαρής. Αντιθέτως, η ατομική συμβολή εκάστης επιχειρήσεως λαμβάνεται υπόψη για τη στάθμιση των ποσών που καθορίζονται βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως.

Ακόμη και αν η παράβαση δεν έχει επιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει, σύμφωνα με το σημείο 1 A, τρίτο, τέταρτο και έκτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, αφού χαρακτηρίσει την παράβαση ως ελαφρά, σοβαρή ή πολύ σοβαρή, να προβεί σε διαφορετική μεταχείριση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

Εξάλλου, η Επιτροπή δύναται να καθορίσει υψηλότερο αρχικό ποσό προστίμου για τις επιχειρήσεις με σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο εντός της οικείας αγοράς. Λαμβάνει έτσι υπόψη την πραγματική επιρροή που ασκεί εκάστη εξ αυτών στην εν λόγω αγορά. Συγκεκριμένα, το στοιχείο αυτό αποτυπώνει την αυξημένη ευθύνη των επιχειρήσεων που κατέχουν σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο στην οικεία αγορά από τις άλλες για τις ζημίες που προξενούνται στον ανταγωνισμό και, εν τέλει, στους καταναλωτές λόγω της συνάψεως μυστικής συμπράξεως.

(βλ. σκέψεις 146, 149-150, 154)

6.      Από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποσκοπούν, ιδίως, στον καθορισμό τιμών-στόχων ή στην κατανομή μεριδίων αγοράς μπορούν να χαρακτηρίζονται, λόγω της φύσεώς τους και μόνον, ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να απαιτείται να αποδείξει η Επιτροπή την επέλευση συγκεκριμένων επιπτώσεων στην αγορά. Ομοίως, οι οριζόντιες συμπράξεις σε θέματα τιμών θεωρούνται πολύ σοβαρές παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού και τούτο αρκεί για να χαρακτηριστούν από μόνες τους ως πολύ σοβαρές.

(βλ. σκέψη 166)

7.      Η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μη βαίνουν πέραν του πρόσφορου και αναγκαίου μέτρου για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού. Στο πλαίσιο του υπολογισμού των προστίμων, η αρχή της αναλογικότητας υποχρεώνει την Επιτροπή να καθορίζει το πρόστιμο κατ’ αναλογίαν προς τα ληφθέντα υπόψη στοιχεία για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και να εκτιμά τα εν λόγω στοιχεία κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο.

(βλ. σκέψη 175)