Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Giudice di pace di Roma (Ιταλία) στις 16 Οκτωβρίου 2017 – Pina Cipollone κατά Ministero della Giustizia

(Υπόθεση C-600/17)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Giudice di pace di Roma

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: Pina Cipollone

Εναγόμενο: Ministero della Giustizia

Προδικαστικά ερωτήματα

Εμπίπτει η ενάγουσα ειρηνοδίκης, ως εκ της επαγγελματικής δραστηριότητάς της, στην έννοια του «εργαζομένου ορισμένου χρόνου» κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, παράγραφος 3, και 7 της οδηγίας, 2003/88, της ρήτρας 2 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου και του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης);

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, μπορεί ο τακτικός ή «togato» δικαστής να θεωρηθεί ως εργαζόμενος αορίστου χρόνου συγκρίσιμος προς εργαζόμενο ορισμένου χρόνου, όπως ο ειρηνοδίκης, από πλευράς εφαρμογής της ρήτρας 4 του συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, συνιστά η διαφορά μεταξύ της διαδικασίας προσλήψεως των τακτικών δικαστών αορίστου χρόνου και των διαδικασιών επιλογής που προβλέπονται από τον νόμο για την πρόσληψη ειρηνοδικών ορισμένου χρόνου αντικειμενικό λόγο, υπό την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1 ή σημείο 4, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, δικαιολογούντα την, κατά τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση 13721/2017 που εξέδωσε το Corte di Cassazione, σε κοινή συνεδρίαση των τμημάτων του, και τη γνωμοδότηση 464/2017 του Consiglio di Stato, της 8ης Απριλίου 2017, μη εφαρμογή στους ειρηνοδίκες, όπως στην περίπτωση της ενάγουσας, εργαζομένης ορισμένου χρόνου, των ίδιων όρων εργασίας με αυτούς που ισχύουν για τους αντίστοιχους τακτικούς δικαστές αορίστου χρόνου, καθώς και των προληπτικών ή κατασταλτικών μέτρων κατά της καταχρηστικής χρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, τα οποία προβλέπονται στη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου και στις εθνικές διατάξεις περί μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη, λαμβανομένου υπόψη ότι στο εθνικό δίκαιο δεν υφίσταται κανένας κανόνας, έστω και συνταγματικός, ικανός να δικαιολογήσει τη διάκριση ως προς τους όρους εργασίας ή την απόλυτη απαγόρευση μετατροπής της σχέσεως εργασίας των ειρηνοδικών σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και λαμβανομένου υπόψη προϊσχύσαντος κανόνα του εσωτερικού δικαίου (legge n.217), που προέβλεπε, για ορισμένους επίτιμους δικαστικούς (και ειδικότερα τους ειρηνοδίκες), τους ίδιους όρους εργασίας [με εκείνους των τακτικών δικαστών] και τη μετατροπή των σχέσεών τους εργασίας σε σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου;

Εν πάση περιπτώσει, σε μια κατάσταση όπως αυτής της υποθέσεως της κύριας δίκης, αντιτίθενται το άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη και η κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έννοια του ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου στη δυνατότητα ενός ειρηνοδίκη, ο οποίος έχει θεωρητικά συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς υπέρ της ενάγουσας, η οποία ασκεί, ως αποκλειστική επαγγελματική δραστηριότητα, τα ίδια δικαιοδοτικά καθήκοντα με τον εν λόγω ειρηνοδίκη, να υποκαταστήσει το δικαστήριο που είναι αρμόδιο στην Ιταλία για την εκδίκαση των εν γένει εργατικών διαφορών ή των διαφορών στις οποίες εμπλέκονται τακτικοί δικαστές, καθόσον το δικάζον σε τελευταίο βαθμό δικαστήριο (το Corte di Cassazione, και μάλιστα σε κοινή συνεδρίαση των τμημάτων του) αρνήθηκε να διασφαλίσει την προστασία των δικαιωμάτων που προβλέπονται και προστατεύονται από το κοινοτικό δίκαιο, επιβάλλοντας στο φυσικώς αρμόδιο δικαστήριο [Tribunale di lavoro (εργατοδικείο) ή Tribunale amministrativo regionale (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο)], εφόσον του υποβληθεί η διαφορά, να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο, ενώ το δικαίωμα του οποίου γίνεται επίκληση, ήτοι οι αποδοχές άδειας, στηρίζεται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο είναι δεσμευτικό και υπερισχύει του ιταλικού δικαίου; Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να του υποδείξει επιπλέον τα μέσα του εσωτερικού δικαίου που θα πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής ούτως ώστε η παράβαση του κανόνα του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης να μην οδηγεί, στο εσωτερικό δίκαιο, και σε απόλυτη άρνηση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία διασφαλίζει το δίκαιο της Ένωσης στην υπό κρίση υπόθεση.

____________