Language of document : ECLI:EU:C:2015:309

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PEDRO CRUZ VILLALÓN

της 7ης Μαΐου 2015 (1)

Υπόθεση C‑47/14

Holterman Ferho Exploitatie BV,

Ferho Bewehrungsstahl GmbH,

Ferho Vechta GmbH,

Ferho Frankfurt GmbH

κατά

Friedrich Leopold Freiherr Spies von Büllesheim

[αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις — Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 — Άρθρο 5, σημεία 1, στοιχεία α΄ και β΄, και 3 — Δικαιοδοσία ως προς τις διαφορές εκ συμβάσεως — Δικαιοδοσία ως προς τις ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας — Άρθρα 18 έως 21 — Ατομική σύμβαση εργασίας — Διττή ιδιότητα διευθυντή και διαχειριστή εταιρίας — Ευθύνη για πλημμελή άσκηση των καθηκόντων διευθύνσεως και διαχειρίσεως»





1.        Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποφανθεί επί της εφαρμογής των ειδικών κανόνων περί καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας των άρθρων 18 επ. («ατομικές συμβάσεις εργασίας») του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2) (στο εξής: κανονισμός), στην περίπτωση κατά την οποία φυσικό πρόσωπο ενάγεται από εταιρία λόγω πλημμελούς εκτελέσεως των καθηκόντων του, όχι μόνον υπό την ιδιότητα του διευθυντή της εν λόγω εταιρίας που απασχολείται βάσει συμβάσεως εργασίας, αλλά και υπό την ιδιότητα του διαχειριστή της ίδιας εταιρίας κατά το εταιρικό δίκαιο.

2.        Ειδικότερα, πρέπει να εξακριβωθεί εάν η ενδεχόμενη σχέση εργασίας που συνδέει τον διευθυντή της εταιρίας με την εταιρία μεταβάλλεται ως προς το περιεχόμενό της για τους σκοπούς του καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας στο πλαίσιο του προαναφερθέντος κανονισμού λόγω της υπάρξεως, επιπλέον, εμπορικού δεσμού ο οποίος τον συνδέει με την εν λόγω εταιρία ως διαχειριστή της, όταν ενάγεται τόσο υπό την ιδιότητα του διευθυντή όσο και υπό την ιδιότητα του διαχειριστή.

I –    Κανονιστικό πλαίσιο

 Α —      Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Η αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού προβλέπει ότι «[ο]ι κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου και η δωσιδικία αυτή πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο συνδετικό παράγοντα […]», η δε αιτιολογική σκέψη 12 προσθέτει ότι «[η] δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για τη διευκόλυνση του έργου της δικαιοσύνης».

4.        Κατά την αιτιολογική σκέψη 13 του προαναφερθέντος κανονισμού, «[σ]τις συμβάσεις […] εργασίας […] είναι σκόπιμο να προστατεύεται ο αδύναμος διάδικος με ευνοϊκότερους για τα συμφέροντά του κανόνες δικαιοδοσίας».

5.        Στο τμήμα 1 του κεφαλαίου II («Διεθνής δικαιοδοσία») του προαναφερθέντος κανονισμού, με τίτλο «Γενικές διατάξεις», το άρθρο 2, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

6.        Το άρθρο 5 του κανονισμού, που περιλαμβάνεται στο τιτλοφορούμενο «Ειδικές δικαιοδοσίες» τμήμα 2 του κεφαλαίου II, προβλέπει τα εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

1)      α)     ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή·

β)      για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης, και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:

–        εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων·

–        εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών·

γ)      το στοιχείο α΄ εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β΄.

[…]

3)      ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός.

[…]»

7.        Το τμήμα 5 του κεφαλαίου II του κανονισμού φέρει τον τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία σε ατομικές συμβάσεις εργασίας». Σε αυτό περιλαμβάνονται τόσο το άρθρο 18 όσο και το άρθρο 20. Το άρθρο 18, παράγραφος 1, ορίζει ότι «[ω]ς προς διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4 και του άρθρου 5 σημείο 5», ενώ το άρθρο 20, παράγραφος 1, προβλέπει ότι «[ο] εργοδότης μπορεί να ασκήσει αγωγή μόνο ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ο εργαζόμενος έχει την κατοικία του».

 Β —      Εθνικό δίκαιο

8.        Το άρθρο 2:9 του ολλανδικού Αστικού Κώδικα (Burgerlijk Wetboek) προβλέπει την υποχρέωση του διαχειριστή εταιρίας να ασκεί ορθώς τα σχετικά καθήκοντά του.

9.        Όταν το συγκεκριμένο πρόσωπο συνδέεται επιπλέον με την εν λόγω εταιρία με σχέση εργασίας ως διευθυντής της —πράγμα το οποίο επιτρέπεται βάσει του ολλανδικού δικαίου (3)—, η ευθύνη του ως εργαζομένου για δόλο ή ηθελημένη αμέλεια κατά την εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας ρυθμίζεται από το άρθρο 7:661, παράγραφος 1, του ολλανδικού Αστικού Κώδικα (σε σχέση με το άρθρο 6:74 αυτού), το οποίο έχει ως εξής: «Υπάλληλος ο οποίος, στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεώς του, προκαλεί ζημία στον επιχειρηματία ή σε τρίτο τον οποίο ο επιχειρηματίας υποχρεούται να αποζημιώσει δεν ευθύνεται συναφώς έναντι του επιχειρηματία, παρά μόνον εάν η ζημία είναι αποτέλεσμα δόλου ή ηθελημένης αμέλειας εκ μέρους του […]».

10.      Επιπλέον, ο διαχειριστής/διευθυντής μπορεί να υπέχει ευθύνη για παράνομη συμπεριφορά, η οποία ρυθμίζεται στο άρθρο 6:162 του ολλανδικού Αστικού Κώδικα.

II – Διαφορά της κύριας δίκης και προδικαστικά ερωτήματα

11.      Η εταιρία Holterman Ferho Exploitatie BV (στο εξής: Holterman Ferho) είναι εταιρία συμμετοχών με έδρα στις Κάτω Χώρες. Έχει τρεις γερμανικές θυγατρικές, τη Ferho Bewehrungsstahl GmbH, τη Ferho Vechta GmbH και τη Ferho Frankfurt GmbH, όλες εγκαταστημένες στη Γερμανία.

12.      Τον Απρίλιο του 2001, ο εναγόμενος της κύριας δίκης, Freiherr Spies von Büllesheim (στο εξής: F. Spies), Γερμανός πολίτης και κάτοικος Γερμανίας, άρχισε να εργάζεται ως διευθυντής στη Holterman Ferho βάσει συμβάσεως την οποία το εφετείο χαρακτήρισε «σύμβαση εργασίας» και η οποία συντάχθηκε στη γερμανική γλώσσα. Ασκούσε επίσης καθήκοντα διαχειριστή της εν λόγω εταιρίας (κατά την έννοια του όρου στο ολλανδικό δίκαιο εταιριών), τα οποία περιορίζονταν, όπως εξέθεσε ο F. Spies κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στη διαχείριση των γερμανικών θυγατρικών της Holterman Ferho, των οποίων ήταν επίσης διαχειριστής και πληρεξούσιος. Όπως επισημαίνει ο F. Spies στο σημείο 8 των παρατηρήσεών του και όπως επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ήταν ο μοναδικός υπάλληλος της εταιρίας Holterman Ferho, η δε εργασία του εκτελούνταν σε κάθε περίπτωση αποκλειστικώς στη Γερμανία, γεγονός το οποίο δεν αντέκρουσε με τις παρατηρήσεις της η εταιρία Holterman Ferho. Εξάλλου, όπως αναγνώρισε ο F. Spies κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προς απάντηση σε ερωτήσεις του Δικαστηρίου, εκτός από διαχειριστής και διευθυντής της εταιρίας Holterman Ferho, ήταν επίσης εταίρος της (4).

13.      Στις 31 Δεκεμβρίου 2005 έληξε η συμβατική σχέση μεταξύ του F. Spies και της Ferho Frankfurt GmbH και στις 31 Δεκεμβρίου 2006 η συμβατική σχέση του με τις τρεις άλλες εταιρίες. Οι τέσσερις εταιρίες άσκησαν αναγνωριστική αγωγή και αγωγή αποζημιώσεως κατά του F. Spies ενώπιον του Rechtbank Almelo (Κάτω Χώρες). Προέβαλαν, κυρίως, ότι ο F. Spies άσκησε πλημμελώς τα καθήκοντα του διαχειριστή, με αποτέλεσμα να έχει ευθύνη έναντι όλων των εταιριών βάσει του άρθρου 2:9 του ολλανδικού Αστικού Κώδικα. Επιπλέον, οι τέσσερις εταιρίες υποστήριξαν ότι, ανεξάρτητα από την ιδιότητά του ως διαχειριστής, ο F. Spies ενήργησε με δόλο ή ηθελημένη αμέλεια κατά την εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας που είχε συνάψει με τη Holterman Ferho, με αποτέλεσμα να έχει ευθύνη βάσει του άρθρου 7:661 του ολλανδικού Αστικού Κώδικα. Επικουρικώς, η Holterman Ferho και οι τρεις θυγατρικές της υποστήριξαν ότι τα σοβαρά παραπτώματα στα οποία υπέπεσε ο F. Spies κατά την άσκηση των καθηκόντων του συνιστούν σε κάθε περίπτωση παράνομη συμπεριφορά βάσει του άρθρου 6:162 του ολλανδικού Αστικού Κώδικα.

14.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας για να επιληφθεί της υποθέσεως, όπως είχε επισημάνει ο F. Spies. Το Gerechtshof te Arnhem επικύρωσε κατ’ έφεση την απόφαση του Rechtbank Almelo. Το Gerechtshof te Arnhem προέβη σε διάκριση μεταξύ:

1)      Αφενός, των αξιώσεων της Holterman Ferho λόγω μη εκπληρώσεως από τον F. Spies των υποχρεώσεων που απέρρεαν από τα καθήκοντα του διευθυντή και του διαχειριστή της εν λόγω εταιρίας. Ως προς αυτά, το Gerechtshof te Arnhem έκρινε ότι:

–        καθόσον οι διάδικοι συνδέονται με σύμβαση την οποία χαρακτήρισε «σύμβαση εργασίας», εφαρμόζεται το ειδικό καθεστώς διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπεται στα άρθρα 18 επ. του κανονισμού σε σχέση με τις αξιώσεις οι οποίες βασίζονται στην πλημμελή εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας και επίσης, καθόσον συνδέονται στενά με την εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως, σε σχέση με τις αξιώσεις που αφορούν αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία. Ως εκ τούτου, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού, αρμόδια θα είναι τα γερμανικά δικαστήρια, καθόσον η Γερμανία είναι το κράτος μέλος κατοικίας του εργαζομένου·

–        όσον αφορά τις αξιώσεις οι οποίες βασίζονται γενικώς στην πλημμελή άσκηση από τον F. Spies των εταιρικών καθηκόντων του ως διαχειριστή, τα οποία δεν βασίζονται κατά το Gerechtshof te Arnhem σε οποιαδήποτε σύμβαση, εφαρμόζεται ο γενικός κανόνας του άρθρου 2 του κανονισμού, το οποίο αναγνωρίζει επίσης τη δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων.

2)      Αφετέρου, των αξιώσεων των τριών γερμανικών θυγατρικών κατά του F. Spies, εκ συμβάσεως και εξ αδικοπραξίας. Κατά το Gerechtshof te Arnhem, σε σχέση με τις εν λόγω αξιώσεις, οι κανόνες δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο άρθρο 5, σημεία 1 και 3, του κανονισμού δεν αναγνωρίζουν σε καμία περίπτωση τη δικαιοδοσία των ολλανδικών δικαστηρίων.

15.      Οι τέσσερις εταιρίες άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως του Gerechtshof te Arnhem ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μόνον όσον αφορά τις αξιώσεις της Holterman Ferho κατά του F. Spies.

16.      Το Hoge Raad der Nederlanden αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν οι διατάξεις του τμήματος 5 του κεφαλαίου ΙΙ (άρθρα 18 έως 21) του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 την έννοια ότι αντιτίθενται στην από τον δικαστή εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, άλλως του άρθρου 5, σημείο 3, του εν λόγω κανονισμού σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη, όπου ο εναγόμενος ενήχθη από εταιρία όχι μόνο λόγω κακής ασκήσεως των καθηκόντων του, άλλως λόγω παράνομης συμπεριφοράς, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστής της εν λόγω εταιρίας, αλλά και ανεξάρτητα από την ιδιότητα αυτή λόγω δόλου, άλλως ηθελημένης αμέλειας κατά την εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας που είχε συνάψει με την εταιρία αυτή;

2)      α)     Σε περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική: έχει ο όρος “διαφορές εκ συμβάσεως” που περιλαμβάνεται στο άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 την έννοια ότι αφορά επίσης μια περίπτωση όπως η επίμαχη, όπου εταιρία ενήγαγε ένα άτομο υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της εταιρίας αυτής λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως που το άτομο αυτό έχει να ασκεί ορθώς τα κατά το εταιρικό δίκαιο καθήκοντά του;

β)      Σε περίπτωση που η απάντηση στο υπό α΄ του δευτέρου ερωτήματος είναι καταφατική: έχει ο όρος “ο τόπος όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή”, που περιλαμβάνεται στο άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, την έννοια ότι αφορά τον τόπο όπου ο διαχειριστής άσκησε ή έπρεπε να ασκήσει τα κατά το εταιρικό δίκαιο καθήκοντά του, ο οποίος κατά κανόνα είναι ο τόπος στον οποίο η ενδιαφερόμενη εταιρία έχει την κεντρική της διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή της κατά την έννοια του άρθρου 60, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, του εν λόγω κανονισμού;

3)      α)     Σε περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική: έχει ο όρος “ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας”, που περιλαμβάνεται στο άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, την έννοια ότι αφορά επίσης μια περίπτωση όπως η επίμαχη, όπου εταιρία ενήγαγε ένα άτομο υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της εταιρίας αυτής λόγω κακής ασκήσεως των κατά το εταιρικό δίκαιο καθηκόντων του, άλλως λόγω παράνομης συμπεριφοράς;

β)      Σε περίπτωση που η απάντηση στο υπό α΄ του τρίτου ερωτήματος είναι καταφατική: έχει ο όρος “ο τόπος όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός”, που περιλαμβάνεται στο άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, την έννοια ότι αφορά τον τόπο όπου ο διαχειριστής άσκησε ή έπρεπε να ασκήσει τα κατά το εταιρικό δίκαιο καθήκοντά του, ο οποίος κατά κανόνα είναι ο τόπος στον οποίο η ενδιαφερόμενη εταιρία έχει την κεντρική της διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή της κατά την έννοια του άρθρου 60, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, του εν λόγω κανονισμού;»

17.      Στην παρούσα υπόθεση υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις ο F. Spies, η εταιρία Holterman Ferho (επίσης εξ ονόματος των θυγατρικών της), η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Ιανουαρίου 2015 παρενέβησαν ο F. Spies και η Επιτροπή, οι οποίοι επικέντρωσαν τα επιχειρήματά τους, κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

III – Ανάλυση

 Α —      Πρώτο προδικαστικό ερώτημα

18.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν εάν, στην περίπτωση που πρόσωπο ενάγεται από εταιρία υπό την ιδιότητα του διαχειριστή αυτής λόγω πλημμελούς ασκήσεως των εταιρικών καθηκόντων του ή λόγω παράνομης συμπεριφοράς και, ταυτόχρονα, υπό την ιδιότητα του διευθυντή λόγω δόλου ή ηθελημένης αμέλειας κατά την εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας που συνήφθη μεταξύ αυτού και της εταιρίας, με την οποία διορίστηκε διευθυντής της, εφαρμόζονται τα κριτήρια καθορισμού της δικαιοδοσίας τα οποία προβλέπονται στο τμήμα 5 του κεφαλαίου II («Διεθνής δικαιοδοσία σε ατομικές συμβάσεις εργασίας», άρθρα 18 έως 21) του κανονισμού.

1.      Σύνοψη της θέσεως των μετεχόντων στη δίκη

19.      Ο F. Spies εκτιμά ότι τα άρθρα 18 έως 21 του κανονισμού αντιτίθεται στην εφαρμογή, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, του άρθρου 5 αυτού, έστω και όταν τα καθήκοντα που ανατέθηκαν στον διευθυντή βάσει της συμβάσεως εργασίας περιορίζονται στην άσκηση καθηκόντων που σχετίζονται με την ιδιότητά του ως διαχειριστή κατά την έννοια του εταιρικού δικαίου: εάν ο διευθυντής είναι, εκτός από διαχειριστής της εταιρίας, υπάλληλος αυτής, πρέπει να εφαρμόζονται οι ειδικοί κανόνες των άρθρων 18 έως 21 του προαναφερθέντος κανονισμού.

20.      Η Γερμανική Κυβέρνηση, η οποία επικεντρώνει τις παρατηρήσεις της αποκλειστικώς στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, εισηγείται να δοθεί η απάντηση ότι οι διατάξεις των άρθρων 18 έως 21 του κανονισμού αντιτίθενται στην εκ μέρους δικαστηρίου εφαρμογή του άρθρου 5, σημεία 1, στοιχείο α΄, ή 3, του εν λόγω κανονισμού σε υπόθεση όπως η υπό κρίση. Η Γερμανική Κυβέρνηση εκτιμά ότι το γράμμα του εν λόγω κανονισμού είναι ως προς το συγκεκριμένο σημείο αρκούντως σαφές και ότι η ύπαρξη συμβάσεως εργασίας —ανεξάρτητα από το κατά πόσον υφίσταται επίσης σχέση βασισμένη στο εταιρικό δίκαιο— αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την εφαρμογή του κριτηρίου καθορισμού της δικαιοδοσίας που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, αυτού (τόπος κατοικίας του εναγόμενου εργαζομένου), γεγονός που συνάδει επίσης με τον σκοπό περί προστασίας του πιο αδύναμου μέρους της συμβάσεως, τον οποίο επιδιώκουν οι προαναφερθέντες ειδικοί κανόνες καθορισμού της δικαιοδοσίας.

21.      Η Holterman Ferho (εξ ονόματος επίσης των θυγατρικών της) περιορίζεται στην επανάληψη, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, αποσπασμάτων των προτάσεων του Ολλανδού γενικού εισαγγελέα ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden στην κύρια δίκη. Εκτιμά ότι, όσον αφορά τις αγωγές που σχετίζονται με τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας, εφαρμόζονται οι ειδικοί κανόνες καθορισμού της δικαιοδοσίας των άρθρων 18 έως 21 του κανονισμού, αλλά ότι, για την εκδίκαση της αγωγής που αφορά την παράβαση των καθηκόντων του F. Spies ως διαχειριστή της Holterman Ferho, πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 5, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού, οπότε αρμόδια εν προκειμένω είναι τα ολλανδικά δικαστήρια, καθόσον η εν λόγω εταιρία είναι εγκαταστημένη στις Κάτω Χώρες (κατ’ αυτήν, ο τόπος εγκαταστάσεως της εταιρίας είναι ο τόπος στον οποίο έπρεπε να εκτελεστεί η παροχή κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του προαναφερθέντος κανονισμού).

22.      Τέλος, κατά την Επιτροπή πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον η «σύμβαση» (κατά την έννοια του κανονισμού) η οποία συνδέει τους διαδίκους είναι «ατομική σύμβαση εργασίας» για τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού —ώστε να εφαρμόζονται υποχρεωτικά οι κανόνες περί δικαιοδοσίας των άρθρων 18 επ. του κανονισμού— ή είναι άλλου είδους σύμβαση —ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί, μαζί με τον γενικό κανόνα του άρθρου 2 του εν λόγω κανονισμού, το άρθρο 5, σημείο 1, αυτού. Συναφώς, η Επιτροπή απαριθμεί σειρά στοιχείων τα οποία πρέπει να συντρέχουν ώστε να μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πρόκειται περί συμβάσεως εργασίας, περιλαμβανομένης της σχέσεως εξαρτήσεως του εργαζομένου από εργοδότη, η οποία, κατά την εκτίμησή της, δεν υφίσταται στη σχέση που συνδέει τον διαχειριστή εταιρίας με την εν λόγω εταιρία (5).

2.      Εκτίμηση

23.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι διάδικοι συνήψαν στις 7 Μαΐου 2001 «σύμβαση εργασίας» με την οποία ο F. Spies ανέλαβε την ιδιότητα του διευθυντή της εταιρίας Holterman Ferho. Πλην όμως, καθόσον ο κανονισμός απαιτεί αυτοτελή ερμηνεία της έννοιας της «ατομικής συμβάσεως εργασίας» (6), καθοριστικό στοιχείο για τη διαπίστωση της φύσεως της εν λόγω συμβάσεως για τους σκοπούς του προαναφερθέντος κανονισμού δεν είναι ο χαρακτηρισμός που απέδωσαν σε αυτήν τα μέρη ούτε αυτός που της απέδωσε το εθνικό δίκαιο. Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο, οι έννοιες του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς, λαμβανομένων υπόψη του συστήματος και των σκοπών του (7), προς εξασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του σε όλα τα κράτη μέλη (8).

24.      Το Δικαστήριο δεν είχε έως τώρα την ευκαιρία να ερμηνεύσει την έννοια της «συμβάσεως εργασίας» στο ειδικό πλαίσιο του κανονισμού. Μόνο με την απόφαση Shenavai (9) έκρινε, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, διάταξη η οποία περιελάμβανε επίσης τις εν λόγω συμβάσεις, ότι «οι συμβάσεις εργασίας, καθώς και άλλες συμβάσεις που αφορούν εξαρτημένη εργασία, εμφανίζουν σε σχέση με τις άλλες συμβάσεις, ακόμα κι αν αυτές οι τελευταίες αφορούν παροχή υπηρεσιών, ορισμένες ιδιομορφίες, καθόσον δημιουργούν μια διαρκή σχέση που εντάσσει τον εργαζόμενο σε ένα συγκεκριμένο οργανικό πλαίσιο της επιχείρησης ή του εργοδότη».

25.      Το προαναφερθέν στοιχείο είναι το μόνο στοιχείο που παρέχει η νομολογία του Δικαστηρίου για τον ορισμό της εν λόγω έννοιας στο πλαίσιο του κανονισμού. Υπάρχει βεβαίως πλούσια νομολογία του Δικαστηρίου στην οποία ερμηνεύεται η έννοια του «εργαζομένου» στο δίκαιο της Ένωσης, ιδίως σε σχέση με το ισχύον άρθρο 45 ΣΛΕΕ (10), αλλά και σε σχέση με συγκεκριμένες πράξεις του παράγωγου δικαίου (11). Ομοίως, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η εν λόγω νομολογία μπορεί να παράσχει ερμηνευτικά στοιχεία τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν βάσιμα σε άλλους τομείς (12). Είναι, ωστόσο, επίσης βέβαιον ότι η ερμηνεία μιας έννοιας στο πλαίσιο των θεμελιωδών ελευθεριών της Συνθήκης ΛΕΕ ή των πράξεων παράγωγου δικαίου που επιδιώκουν συγκεκριμένους σκοπούς δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη με την ερμηνεία της ίδιας έννοιας σε άλλους τομείς του παράγωγου δικαίου (13).

26.      Στο τμήμα 5 ο κανονισμός ρυθμίζει τη «διεθνή δικαιοδοσία σε ατομικές συμβάσεις εργασίας» και ορίζει στο άρθρο 18 ότι «[ω]ς προς διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος […]». Όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, η απόδοση στη γερμανική γλώσσα είναι λίγο πιο συγκεκριμένη, ορίζοντας ότι, «εάν αντικείμενο της διαδικασίας είναι ατομική σύμβαση εργασίας ή αξιώσεις που προκύπτουν από ατομική σύμβαση εργασίας, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος» (14). Επομένως, φρονώ ότι καθοριστικό στοιχείο για τους σκοπούς της εφαρμογής του τμήματος 5 του κανονισμού είναι, αφενός, να ενάγεται ο εναγόμενος λόγω της ιδιότητάς του ως συμβαλλόμενος σε «ατομική σύμβαση εργασίας» κατά τον εν λόγω κανονισμό (ανεξάρτητα, καταρχήν, από το γεγονός ότι μπορεί να συνδέεται επίσης με τον ενάγοντα με έννομη σχέση άλλης φύσεως) και, αφετέρου, όπως προκύπτει με ιδιαίτερη σαφήνεια από την απόδοση στη γερμανική γλώσσα, η αξίωση που αποτελεί αντικείμενο της ένδικης διαδικασίας να προκύπτει από την εν λόγω σύμβαση.

27.      Ως αφετηρία για την αυτοτελή ερμηνεία της έννοιας της «ατομικής συμβάσεως εργασίας» για τους σκοπούς του κανονισμού, φρονώ ότι είναι καταρχήν σαφές ότι, με τη σύμβαση εργασίας, ένα πρόσωπο αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι άλλου προσώπου να εκτελέσει ορισμένη δραστηριότητα έναντι αμοιβής. Εντούτοις, στο στοιχείο αυτό πρέπει να προστεθεί ένα άλλο, το οποίο μας επιτρέπει να διακρίνουμε την «ατομική σύμβαση εργασίας» των άρθρων 18 επ. του κανονισμού από τις λοιπές «παροχές υπηρεσιών» στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 5, σημείο 1, αυτού. Προς τούτο, λαμβανομένων υπόψη του συστήματος και των σκοπών του προαναφερθέντος κανονισμού, δεν πρέπει να παραβλέπεται ο σκοπός της προστασίας του πιο αδύναμου συμβαλλομένου στη σχέση, στον οποίο βασίζεται η θέσπιση των ειδικών κριτηρίων καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας από τον νομοθέτη βάσει των άρθρων 18 επ. του κανονισμού.

28.      Κατά την άποψή μου, αυτή η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της συμβάσεως εργασίας και της παροχής υπηρεσιών για τους σκοπούς του κανονισμού συνίσταται στο γεγονός ότι, στην περίπτωση της συμβάσεως εργασίας, το πρόσωπο που παρέχει την υπηρεσία υπάγεται, κατά το μάλλον ή ήττον, στη διευθυντική εξουσία και στις οδηγίες του αντισυμβαλλομένου του στη συμβατική σχέση, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε θέση εξαρτήσεως ως προς αυτόν. Αυτή η σχέση εξαρτήσεως καθιστά καταρχήν απαραίτητη την ιδιαίτερη προστασία του πιο αδύναμου συμβαλλομένου, η οποία δικαιολογείται από τον ειδικό κανόνα του άρθρου 20, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού που ορίζει ότι, στην περίπτωση που εναγόμενος είναι ο «εργαζόμενος», μπορεί να εναχθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους κατοικίας του (15).

29.      Με την εκτίμηση αυτή συντάσσεται, στον ειδικό τομέα της ερμηνείας της Συμβάσεως της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (16), η γενική εισαγγελέας V. Trstenjak με τις προτάσεις της στην υπόθεση Voogsgeerd (17). Ρητή αναφορά σε στοιχείο «εξαρτήσεως» («relationship of subordination» στην αγγλική απόδοση) περιέχεται επίσης στην έκθεση Jenard/Möller σχετικά με τη Σύμβαση του Λουγκάνο του 1988, σύμβαση παράλληλη της Συμβάσεως των Βρυξελλών που προηγήθηκε του κανονισμού, στην οποία επισημαίνεται ότι, «[μ]ολονότι προς το παρόν δεν υπάρχει αυτοτελής έννοια της ατομικής σύμβασης εργασίας [για τους σκοπούς της προαναφερθείσας Συμβάσεως], μπορούμε να θεωρήσουμε ότι προϋποθέτει μια σχέση εξάρτησης του εργαζόμενου έναντι του εργοδότη» (18).

30.      Το γεγονός ότι μια σύμβαση εργασίας αναθέτει σε ένα πρόσωπο διευθυντικά καθήκοντα σε μια εταιρία δεν αποκλείει κατ’ ανάγκη το στοιχείο της εξαρτήσεως, καίτοι το εν λόγω στοιχείο μπορεί να εμφανίζεται, υπό ορισμένες περιστάσεις, μειωμένο ή πιο αδύναμο στην περίπτωση του διευθυντικού προσωπικού. Φρονώ ότι το εν λόγω στοιχείο συντρέχει εάν το πρόσωπο που αναλαμβάνει διευθυντικά καθήκοντα υπάγεται στις οδηγίες του αντισυμβαλλομένου του, ή κάποιου εκ των οργάνων του, ακόμη και αν ο υπάλληλος απολαύει αυτονομίας κρίσεως ή έστω ευρείας διακριτικής ευχέρειας κατά την καθημερινή άσκηση των καθηκόντων του, η δε δραστηριότητά του δεν υπόκειται συνήθως σε άμεσο έλεγχο από τον εργοδότη (19).

31.      Εξάλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση διευθυντή ο οποίος υπάγεται στις οδηγίες της συνελεύσεως των εταίρων της εταιρίας που διευθύνει, εκτιμώ ότι το γεγονός ότι ο διευθυντής συμμετέχει σε αυτήν δεν αποκλείει αυτομάτως το ενδεχόμενο να χαρακτηριστεί η σχέση που τους συνδέει ως «σύμβαση εργασίας» για τους σκοπούς του κανονισμού. Εντούτοις, εάν η εν λόγω συμμετοχή είναι τόσο υψηλή ώστε το εν λόγω πρόσωπο να μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τη διαμόρφωση των οδηγιών που του απευθύνει η συνέλευση των εταίρων υπό την ιδιότητα του διευθυντή της εν λόγω εταιρίας, τότε, στην πράξη, το πρόσωπο αυτό υπάγεται στις δικές του οδηγίες και στη δική του κρίση όταν ενεργεί. Εκτιμώ ότι, στην περίπτωση αυτή, αναιρείται η διευθυντική εξουσία της συνελεύσεως των εταίρων ως προς το πρόσωπό του και, κατ’ επέκταση, η σχέση εξαρτήσεως (20).

32.      Η απάντηση στο ερώτημα εάν υφίσταται «σύμβαση εργασίας» κατά την έννοια του κανονισμού πρέπει να δίδεται σε κάθε ειδική περίπτωση σε συνάρτηση με όλα τα στοιχεία και όλες τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις των μερών (21), εκτίμηση η οποία απόκειται καταρχήν στο αιτούν δικαστήριο. Προς τούτο, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει εν προκειμένω, εκτός από τα πραγματικά περιστατικά, κατά βάση δύο νομικές πράξεις: το καταστατικό της εταιρίας Holterman Ferho και τη σύμβαση που αυτή συνήψε με τον F. Spies. Με βάση τα δύο αυτά στοιχεία θα μπορέσει να εξακριβώσει κατά πόσον ο F. Spies υπαγόταν κατά την άσκηση των καθηκόντων του στη διευθυντική εξουσία άλλου οργάνου της εταιρίας το οποίο δεν ήλεγχε ο ίδιος και, τελικώς, κατά πόσον υφίστατο σχέση εξαρτήσεως. Για τον σκοπό αυτόν, μπορεί να εξετάσει, μεταξύ άλλων ζητημάτων, τόσο εάν η σύμβαση ρυθμίζει ζητήματα χαρακτηριστικά μιας σχέσεως εργασίας (μισθός, άδειες κ.λπ.) (22), από ποιον ελάμβανε οδηγίες ο F. Spies, ποια ήταν η εμβέλεια των οδηγιών αυτών και σε ποιον βαθμό δεσμευόταν από αυτές, ποιος ήλεγχε την εκτέλεση των εν λόγω οδηγιών και ποιες συνέπειες είχε η τυχόν μη εκτέλεση αυτών, ιδίως δε εάν μπορούσε να απολυθεί λόγω μη τηρήσεώς τους. Στο πλαίσιο αυτό, ο εθνικός δικαστής θα πρέπει επίσης να αποφασίσει σε ποιο βαθμό η σχέση εξαρτήσεως η οποία ενδεχομένως υφίσταται επηρεάζεται από το γεγονός ότι ο διευθυντής είναι επίσης εταίρος στην εν λόγω εταιρία, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με τον F. Spies, απόφαση η οποία θα εξαρτηθεί θεμελιωδώς από την ικανότητα του εν λόγω προσώπου να επηρεάζει ως εταίρος τη βούληση του οργάνου από το οποίο λαμβάνει οδηγίες.

33.      Όπως επισήμανα ανωτέρω, καθοριστικό στοιχείο για την εφαρμογή του τμήματος 5 του κανονισμού δεν είναι μόνο να ενάγεται ο εναγόμενος υπό την ιδιότητά του ως συμβαλλόμενος σε «ατομική σύμβαση εργασίας». Λογική συνέπεια αυτού είναι η αξίωση που αποτελεί αντικείμενο της ένδικης διαδικασίας να απορρέει ειδικώς από την ίδια σύμβαση, προϋπόθεση την οποία επισήμανε επίσης η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

34.      Για να εξακριβωθεί εάν η αξίωση που αποτελεί αντικείμενο της ένδικης διαδικασίας απορρέει από την «ατομική σύμβαση εργασίας» κατά την έννοια του κανονισμού, θεωρώ χρήσιμο να επισημάνω εν προκειμένω την κρίση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Brogsitter, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν μια αγωγή αποζημιώσεως περιλαμβάνεται στις «διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του προαναφερθέντος κανονισμού: η αγωγή αυτή εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού ή, εν προκειμένω, αποτελεί αξίωση η οποία απορρέει από «ατομική σύμβαση εργασίας» μόνον εάν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η συμπεριφορά που προσάπτεται στον εναγόμενο συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, όπως αυτές ορίζονται βάσει του αντικειμένου της οικείας συμβάσεως —εν προκειμένω, της συγκεκριμένης συμβάσεως εργασίας. Τούτο ισχύει καταρχήν στην περίπτωση κατά την οποία η ερμηνεία της συμβάσεως που έχουν συνάψει ο εναγόμενος με τον ενάγοντα παρίσταται απολύτως αναγκαία προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η συμπεριφορά την οποία προσάπτει ο δεύτερος στον πρώτο είναι θεμιτή ή, αντιθέτως, αθέμιτη (23), διαπίστωση η οποία απόκειται στον εθνικό δικαστή.

35.      Σε τελική ανάλυση, εκτιμώ ότι το γεγονός και μόνον ότι υφίσταται σύμβαση εργασίας μεταξύ των διαδίκων δεν αρκεί για την εφαρμογή των ειδικών κανόνων διεθνούς δικαστικής δικαιοδοσίας του τμήματος 5 του κανονισμού, όταν η προβαλλόμενη αξίωση δεν απορρέει από τη «σύμβαση εργασίας», όπως μόλις εκτέθηκε.

36.      Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη τα προεκτεθέντα, κατά πόσον ο εναγόμενος ενάγεται ως συμβαλλόμενος «ατομικής συμβάσεως εργασίας» κατά την έννοια του κανονισμού. Προς τούτο, θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι το γεγονός της αναθέσεως σε πρόσωπο καθηκόντων διευθύνσεως εταιρίας δεν αποκλείει κατ’ ανάγκη το στοιχείο της εξαρτήσεως, το οποίο είναι χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας, και ότι το γεγονός της συμμετοχής του διευθυντή στην εταιρία την οποία διευθύνει επίσης δεν αποκλείει αυτομάτως τη δυνατότητα να χαρακτηριστεί η σχέση που τους συνδέει «σύμβαση εργασίας» για τους σκοπούς του κανονισμού. Ομοίως, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει εάν η προβαλλόμενη αξίωση απορρέει από την «ατομική σύμβαση εργασίας», δηλαδή εάν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η συμπεριφορά που προσάπτεται στον εναγόμενο συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, όπως αυτές ορίζονται βάσει του αντικειμένου της οικείας συμβάσεως εργασίας. Εφόσον συντρέχουν αμφότερα τα στοιχεία, θα εφαρμοστούν οι ειδικοί κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας του τμήματος 5 του κανονισμού, ανεξάρτητα από τυχόν άλλο είδος σχέσεων μεταξύ των μερών (σχέσεων απορρεουσών, παραδείγματος χάριν, από το γεγονός ότι, κατά το εταιρικό δίκαιο, ο εναγόμενος είναι επίσης διαχειριστής της εταιρίας).

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

37.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι οι διατάξεις του τμήματος 5 του κεφαλαίου II (άρθρα 18 έως 21) του κανονισμού εφαρμόζονται

–        εάν ο εναγόμενος ενάγεται ως συμβαλλόμενος σε «ατομική σύμβαση εργασίας» κατά την έννοια του κανονισμού, ήτοι σε συμφωνία βάσει της οποίας ένα πρόσωπο αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι άλλου προσώπου, στου οποίου τη διευθυντική εξουσία και τις οδηγίες υπάγεται, να εκτελέσει ορισμένη δραστηριότητα έναντι αμοιβής και

–        εάν η προβαλλόμενη αξίωση απορρέει από την «ατομική σύμβαση εργασίας», δηλαδή εάν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η συμπεριφορά που προσάπτεται στον εναγόμενο συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, όπως αυτές ορίζονται λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της οικείας συμβάσεως εργασίας,

στο δε αιτούν δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει ότι συντρέχουν αμφότερες οι προϋποθέσεις.

 Β —      Δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

38.      Η προηγούμενη πρόταση καθιστά περιττή την απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα. Εντούτοις, για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, σε υπόθεση όπως η υπό κρίση, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του τμήματος 5 του κεφαλαίου II (άρθρα 18 έως 21) του κανονισμού, θα εξετασθεί ευθύς αμέσως το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

39.      Το Hoge Raad der Nederlanden, με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημά του, ζητεί να διευκρινιστεί εάν στις έννοιες «διαφορές εκ συμβάσεως» και «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 5, σημεία 1, στοιχείο α΄, και 3, του κανονισμού, αντιστοίχως, πρέπει να δοθεί η ερμηνεία ότι περιλαμβάνουν επίσης την περίπτωση στην οποία εταιρία ασκεί αγωγή κατά προσώπου, υπό την ιδιότητα του διαχειριστή της εν λόγω εταιρίας, λόγω μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεώς του να ασκεί ορθώς τα εταιρικά του καθήκοντα ή λόγω παράνομης συμπεριφοράς. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης εάν ο «τόπος όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή» κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του προαναφερθέντος κανονισμού ή ο «τόπος όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3, αυτού παραπέμπουν στον τόπο στον οποίο ο διαχειριστής άσκησε ή όφειλε να ασκήσει τα καθήκοντα τα οποία του ανατίθενται από το καταστατικό της εταιρίας ή/και το εταιρικό δίκαιο.

1.      Σύνοψη των θέσεων των μετεχόντων στη δίκη

40.      Ο F. Spies εκτιμά ότι εφαρμογή έχει μόνον το σημείο 1 του άρθρου 5 του κανονισμού («διαφορές εκ συμβάσεως»), λόγω της υπάρξεως δεσμεύσεων που ανελήφθησαν ελεύθερα από τα μέρη, γεγονός που αποκλείει, κατά την άποψή του, το ενδεχόμενο να χαρακτηριστεί η συγκεκριμένη περίπτωση ως «ενοχή εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας». Για τον καθορισμό εν προκειμένω του τόπου εκπληρώσεως της παροχής για τους σκοπούς του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του προαναφερθέντος κανονισμού λαμβάνεται υπόψη ο τόπος στον οποίο έλαβαν χώρα οι εικαζόμενες παραβάσεις, ήτοι η Γερμανία, καθόσον οι εν λόγω παραβάσεις σχετίζονται με τη διαχείριση των γερμανικών θυγατρικών της Holterman Ferho. Επιπλέον, ο F. Spies υποστηρίζει ότι δεν άσκησε κανένα καθήκον διαχειρίσεως στις Κάτω Χώρες.

41.      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η σχέση μεταξύ της εταιρίας και του διαχειριστή της είναι συμβατικής φύσεως κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, καθόσον υφίστανται δεσμεύσεις οι οποίες ανελήφθησαν οικειοθελώς από τα δύο μέρη. Όσον αφορά την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρέπει πρωτίστως να διαπιστωθεί κατά πόσον εν προκειμένω έχει πράγματι εφαρμογή το στοιχείο α΄, όπως φαίνεται να εκτιμά το αιτούν δικαστήριο, ή το στοιχείο β΄, εκτίμηση προς την οποία κλίνει η Επιτροπή, λαμβανομένου υπόψη ότι η επίμαχη σύμβαση είναι σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Κατά την άποψη της Επιτροπής, ο τόπος του κράτους μέλους στο οποίο, κατά τη σύμβαση, παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες είναι ο τόπος ασκήσεως της διαχειρίσεως της εταιρίας, τον οποίο η Επιτροπή ορίζει ως τον τόπο στον οποίο αυτή έχει την κεντρική της διοίκηση κατά την έννοια του άρθρου 60, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του προαναφερθέντος κανονισμού.

2.      Εκτίμηση

 α)     Φύση της παροχής για τους σκοπούς του κανονισμού

42.      Όπως επισημαίνεται στο σημείο 23 των παρουσών προτάσεων, οι έννοιες «διαφορές εκ συμβάσεως» και «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά το άρθρο 5, σημεία 1 και 3, του κανονισμού, αντιστοίχως, πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς, λαμβανομένων υπόψη του συστήματος και των σκοπών του εν λόγω κανονισμού, προς εξασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του σε όλα τα κράτη μέλη. Επομένως, δεν λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτηρισμός τον οποίο αποδίδει η εθνική εφαρμοστέα νομοθεσία στην έννομη σχέση επί της οποίας καλείται να αποφανθεί το αρμόδιο δικαστήριο.

43.      Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, στον βαθμό που ο κανονισμός υποκαθιστά, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, τη Σύμβαση των Βρυξελλών, η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία των διατάξεων της Συμβάσεως των Βρυξελλών ισχύει και για τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, όταν οι κανόνες των δύο νομοθετημάτων μπορούν να χαρακτηριστούν ως ισοδύναμοι. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 5, σημεία 1, στοιχείο α΄, και 3, του κανονισμού σε σχέση με το άρθρο 5, σημεία 1 και 3, αντιστοίχως, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (24).

44.      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού, περιλαμβάνουν κάθε απαίτηση με την οποία τίθεται ζήτημα ευθύνης του εναγομένου και η οποία δεν αφορά «διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού (25), ώστε ο χαρακτηρισμός της διαφοράς ως «εκ συμβάσεως» να αποκλείει τον χαρακτηρισμό της ως «ενοχής εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», όταν οι αξιώσεις αποζημιώσεως απορρέουν από «σύμβαση» κατά την έννοια του κανονισμού (26).

45.      Ως εκ τούτου, πρέπει καταρχάς να εξακριβωθεί κατά πόσον, ανεξαρτήτως από τον χαρακτηρισμό της κατά το εθνικό δίκαιο, πρόκειται εν προκειμένω για «σύμβαση» κατά την έννοια του κανονισμού. Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σε σχέση με το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, η έννοια της «διαφοράς εκ συμβάσεως» προϋποθέτει την ύπαρξη ελεύθερα αναληφθείσας από ένα συμβαλλόμενο δεσμεύσεως έναντι άλλου συμβαλλομένου (27).

46.      Κατά την άποψή μου, ο F. Spies και η εταιρία Holterman Ferho ανέλαβαν πράγματι ελεύθερα αμοιβαίες δεσμεύσεις (ο F. Spies δεσμεύτηκε να διευθύνει και να διοικεί την εταιρία, η δε εταιρία δεσμεύτηκε να αμείβει την εν λόγω εργασία) από τις οποίες μπορεί να συναχθεί ότι η σχέση τους —όχι μόνον η απορρέουσα από τη σύμβαση με την οποία ανελήφθησαν τα καθήκοντα του διευθυντή, αλλά και η απορρέουσα από το εταιρικό δίκαιο με την οποία ανελήφθησαν τα καθήκοντα του διαχειριστή— είναι συμβατικής φύσεως για τους σκοπούς του κανονισμού (28).

47.      Εντούτοις, όπως ήδη αποφάνθηκε το Δικαστήριο με την απόφασή του Brogsitter, το γεγονός και μόνον ότι ένας εκ των διαδίκων της κύριας δίκης ασκεί αγωγή αποζημιώσεως κατά του άλλου δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η αγωγή αυτή εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού. Για να συναχθεί τέτοιο συμπέρασμα πρέπει η συμπεριφορά που προσάπτεται να μπορεί να θεωρηθεί παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων, όπως αυτές ορίζονται βάσει του αντικειμένου της οικείας συμβάσεως. Τούτο ισχύει καταρχήν στην περίπτωση στην οποία η ερμηνεία της «συμβάσεως» (κατά την έννοια του κανονισμού) που έχει συνάψει ο εναγόμενος με τις ενάγουσες παρίσταται απολύτως αναγκαία προκειμένου να διαπιστωθεί αν η συμπεριφορά την οποία προσάπτουν οι δεύτερες στον πρώτο είναι θεμιτή ή, αντιθέτως, αθέμιτη (29).

48.      Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει εάν με τις αγωγές της η ενάγουσα προβάλλει αξίωση αποζημιώσεως η οποία μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι βασίζεται σε παράβαση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν εκ της «συμβάσεως» (για τους σκοπούς του κανονισμού) που συνδέει τους διαδίκους της κύριας δίκης, ούτως ώστε να είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη η εν λόγω «σύμβαση» προκειμένου να κριθεί η προσφυγή. Στην περίπτωση αυτή, οι εν λόγω αγωγές εμπίπτουν στις «διαφορές εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού (30). Σε αντίθετη περίπτωση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εμπίπτουν στις «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3, του προαναφερθέντος κανονισμού. Οι συμφωνίες οι οποίες πρέπει να ερμηνευθούν για τον σκοπό αυτό είναι εκείνες που συνδέουν την εταιρία Holterman Ferho με τον F. Spies, οι οποίες δεν είναι κατ’ ανάγκη στο σύνολό τους γραπτές, καθώς επίσης και οι κανόνες του εταιρικού δικαίου που καθορίζουν το περιεχόμενο των ελεύθερα αναληφθέντων καθηκόντων του.

 β)     Τόπος εκπληρώσεως της παροχής κατά το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού

49.      Στην περίπτωση που τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού, το επόμενο βήμα είναι να καθορισθεί το κατά τόπον αρμόδιο να επιληφθεί της υποθέσεως δικαστήριο. Καίτοι το δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου παραπέμπει αποκλειστικώς στο στοιχείο α΄ του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού, πρέπει να εξετασθεί, όπως επισημαίνει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, εάν δεν προσήκει μάλλον η εφαρμογή του στοιχείου β΄ του άρθρου 5, σημείο 1, και συγκεκριμένα της δεύτερης περιπτώσεως, η οποία αφορά ειδικώς τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών (31). Σε μια τέτοια περίπτωση, πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί στον τόπο άλλου κράτους μέλους όπου, βάσει της συμβάσεως, πραγματοποιήθηκε ή έπρεπε να πραγματοποιηθεί η παροχή των υπηρεσιών.

50.      Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον η δραστηριότητα που ασκεί ο F. Spies στην υπηρεσία της εταιρίας Holterman Ferho μπορεί να χαρακτηριστεί «παροχή υπηρεσιών» για τους σκοπούς του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού, ο όρος «υπηρεσίες», ο οποίος περιέχεται (αλλά δεν ορίζεται) στον κανονισμό, πρέπει να ερμηνευθεί αυτοτελώς, ανεξαρτήτως της σημασίας που του αποδίδεται στις έννομες τάξεις των κρατών μελών, προς εξασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του σε όλα τα κράτη μέλη.

51.      Καίτοι το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι κανένα στοιχείο αντλούμενο από την εν γένει οικονομία και το σύστημα του κανονισμού 44/2001 δεν επιτάσσει την ερμηνεία του κατ’ άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού όρου «παροχή υπηρεσιών» υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών υπό την έννοια του άρθρου 56 ΣΛΕΕ (32), ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία της «παροχής υπηρεσιών» του πρωτογενούς δικαίου έχουν εφαρμογή στην «παροχή υπηρεσιών» του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, και συγκεκριμένα η ίδια η δραστηριότητα που ασκεί ο εναγόμενος και η αμοιβή που λαμβάνει για την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας (33).

52.      Εντούτοις, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας V. Trstenjak με τις προτάσεις της στην υπόθεση Falco Privatstiftung και Rabitsch (34), με τον γενικό ορισμό της έννοιας καθορίζεται απλώς το πλαίσιό της. Σε όλες τις χωριστά εξεταζόμενες υποθέσεις, θα πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση αν ορισμένη δραστηριότητα εμπίπτει στον ορισμό της έννοιας της «υπηρεσίας».

53.      Εν προκειμένω, κλίνω προς την άποψη της Επιτροπής ότι η δραστηριότητα του διαχειριστή εταιρίας μπορεί να χαρακτηριστεί «παροχή υπηρεσιών» για τους σκοπούς του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού. Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός αποκλείει την εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση του κανόνα περί δικαιοδοσίας που προβλέπεται στο στοιχείο α΄ του προαναφερθέντος άρθρου 5, σημείο 1.

54.      Βάσει του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, αρμόδια για να επιληφθούν όλων των αγωγών που βασίζονται στη σύμβαση παροχής υπηρεσιών είναι τα δικαστήρια του τόπου του κράτους μέλους όπου, βάσει της συμβάσεως, πραγματοποιήθηκε ή έπρεπε να πραγματοποιηθεί η παροχή των υπηρεσιών.

55.      Κατά την Επιτροπή (35) —η οποία, με βάση τη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος από το αιτούν δικαστήριο, συνδέει την απάντησή της με το άρθρο 60 του κανονισμού—, ο διαχειριστής παρέχει τις υπηρεσίες του στον τόπο στον οποίο διοικεί την εταιρία, ο οποίος, κατά την Επιτροπή, είναι ο τόπος όπου βρίσκεται η κεντρική διοίκηση της εταιρίας, έννοια η οποία παραπέμπει στον τόπο από τον οποίο πραγματοποιείται η διοίκηση και η διεύθυνση της εταιρίας, ο οποίος δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει με τον τόπο της «καταστατικής έδρας» της (άρθρο 60, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού), η οποία ορίζεται στο καταστατικό ή στην εταιρική σύμβαση, ούτε με τον τόπο της «κύριας εγκατάστασής» της (άρθρο 60, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού).

56.      Συντάσσομαι, εν τούτοις, με τον F. Spies και τα αναφερόμενα στο σημείο 38 των παρατηρήσεών του, υπό την έννοια ότι η απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο δεν είναι υποχρεωτικό να προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 60 του κανονισμού (36). Εκτιμώ, αντιθέτως, ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη τα κριτήρια που θέσπισε το Δικαστήριο στη νομολογία του με την οποία ερμήνευσε το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού όταν οι υπηρεσίες παρέχονται σε πλείονες τόπους (37).

57.      Υπό την έννοια αυτή, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει καταρχάς κατά πόσον η «σύμβαση» (κατά την έννοια του κανονισμού) μεταξύ της Holterman Ferho και του F. Spies (38) υποδεικνύει τον τόπο εκπληρώσεως της κύριας παροχής (διοίκηση της εταιρίας συμμετοχών Holterman Ferho) (39). Απουσία τέτοιου καθορισμού, θα πρέπει να καθοριστεί ο τόπος στον οποίο ο F. Spies άσκησε πράγματι, προεχόντως, τις δραστηριότητες εκτελέσεως της συμβάσεως (40) (εφόσον η παροχή των υπηρεσιών στον εν λόγω τόπο δεν είναι αντίθετη προς τη βούληση των συμβαλλομένων, όπως προκύπτει από τη συμφωνία τους). Για τον σκοπό αυτό μπορούν να ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, ο χρόνος παραμονής στον τόπο αυτόν, καθώς και η σπουδαιότητα της δραστηριότητας που ασκήθηκε εκεί, ενώ απόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει εάν έχει διεθνή δικαιοδοσία, λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί στην κρίση του (41).

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

58.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ, επικουρικώς, ότι η έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού περιλαμβάνει επίσης περίπτωση στην οποία εταιρία ασκεί αγωγή κατά προσώπου υπό την ιδιότητά του του διαχειριστή της εν λόγω εταιρίας λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεώς του ορθής ασκήσεως των εταιρικών του καθηκόντων. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να καθορίσει τον τόπο στον οποίο, βάσει της συμβάσεως, πραγματοποιήθηκε ή έπρεπε να πραγματοποιηθεί η παροχή των υπηρεσιών για τους σκοπούς του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού, ο οποίος θα είναι ο τόπος εκτελέσεως της κύριας παροχής που προβλέπεται στη «σύμβαση» (κατά την έννοια του προαναφερθέντος κανονισμού), ή, ελλείψει τέτοιου καθορισμού, ο τόπος στον οποίο ο διαχειριστής της εταιρίας άσκησε πραγματικά, προεχόντως, τις δραστηριότητές του διαχειρίσεως, εφόσον η παροχή των υπηρεσιών στον εν λόγω τόπο δεν αντίκειται στη βούληση των συμβαλλομένων, όπως αυτή προκύπτει από τη μεταξύ τους συμφωνία.

 Γ —      Τρίτο προδικαστικό ερώτημα

59.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προκειμένου να εξαντλήσω το θέμα, θα απαντήσω εν συντομία στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

1.      Σύνοψη των παρατηρήσεων των μετεχόντων στη δίκη

60.      Σε σχέση με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, ο F. Spies, ο οποίος εκτιμά ότι το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, υποστηρίζει ότι δεν απαιτείται προσφυγή στο άρθρο 60 του κανονισμού προς απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, όπως φαίνεται να πράττει το αιτούν δικαστήριο, εάν το Δικαστήριο αποφασίσει να πράξει κατ’ αυτόν τον τρόπο: εφαρμόζοντας τα κριτήρια περί του τόπου επελεύσεως της ζημίας τα οποία ανέπτυξε το Δικαστήριο σε σχέση με το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού, αρμόδια είναι και στην περίπτωση αυτή τα γερμανικά δικαστήρια.

61.      Η Holterman Ferho εκτιμά ότι το άρθρο 5, σημείο 3, του προαναφερθέντος κανονισμού («ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας») δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω.

62.      Η Επιτροπή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να μπορεί επίσης να ασκηθεί αγωγή αποζημιώσεως λόγω ευθύνης εξ αδικοπραξίας, στο μέτρο που επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο. Στην περίπτωση αυτή, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου, η ενάγουσα της κύριας δίκης μπορεί να επιλέξει εάν θα ασκήσει την αγωγή στον τόπο επελεύσεως της ζημίας ή στον τόπο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, οι οποίοι συμπίπτουν, εν προκειμένω, κατά την Επιτροπή, με τον τόπο στον οποίο βρίσκεται η κεντρική διοίκηση της εταιρίας Holterman Ferho.

2.      Εκτίμηση

63.      Όλως επικουρικώς, στην περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο, αφού εξετάσει όπως εκτίθεται στα σημεία 47 και 48 των παρουσών προτάσεων την ασκηθείσα αγωγή αποζημιώσεως, εκτιμήσει ότι εμπίπτει στις «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού, αρμόδιο θα είναι, όπως προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, «το δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός». Εντούτοις, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, ο εν λόγω τόπος «αφορά τόσο τον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός όσο και τον τόπο επελεύσεως της ζημίας, οπότε ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί, κατ’ επιλογήν του ενάγοντος, ενώπιον του δικαστηρίου του ενός ή του άλλου εκ των δύο αυτών τόπων» (42).

64.      Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει τελικώς, υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, τον τόπο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός και τον τόπο επελεύσεως της ζημίας.

65.      Όσον αφορά τον τόπο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για τον τόπο στον οποίο ο F. Spies ασκούσε συνήθως τα καθήκοντά του ως διαχειριστής της εταιρίας συμμετοχών Holterman Ferho (ο οποίος, κατά δήλωση του F. Spies ενώπιον του Δικαστηρίου την οποία δεν αντέκρουσε η Holterman Ferho, ήταν η Γερμανία).

66.      Όσον αφορά τον τόπο επελεύσεως της ζημίας, υπό περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, αρμόδια θα είναι τα ολλανδικά δικαστήρια, εφόσον η πράξη που τελέστηκε στη Γερμανία προκάλεσε ή μπορεί να προκαλέσει ζημία στις Κάτω Χώρες. Συναφώς, απόκειται στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως να εκτιμήσει, βάσει των στοιχείων που διαθέτει, σε ποιον βαθμό η παράνομη πράξη που τέλεσε ο F. Spies κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως διαχειριστής της εταιρίας Holterman Ferho μπόρεσε να προκαλέσει ζημία στο εν λόγω κράτος μέλος. Εντούτοις, πρέπει προς τούτο να ληφθεί υπόψη, όπως έκρινε το Δικαστήριο, ότι η έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» δεν μπορεί να ερμηνευθεί τόσο ευρέως ώστε να καλύπτει κάθε τόπο στον οποίο θα μπορούσαν να γίνουν αισθητές οι επιζήμιες συνέπειες ενός γεγονότος που έχει ήδη προκαλέσει ζημία, η οποία έχει πράγματι επέλθει σε άλλον τόπο. Ειδικότερα, η έννοια αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως καλύπτουσα τον τόπο στον οποίο ο ζημιωθείς ισχυρίζεται ότι υπέστη περιουσιακή ζημία η οποία αποτελεί συνέπεια της αρχικώς επελθούσας ζημίας που υπέστη εντός άλλου συμβαλλόμενου κράτους μέλους (43). Όπως επισήμανε το Δικαστήριο με την απόφαση Kronhofer (44), η εν λόγω ερμηνεία, η οποία θα εξαρτούσε τον καθορισμό των αρμόδιων δικαστηρίων από τον τόπο στον οποίο βρίσκεται το «επίκεντρο της περιουσίας» του ζημιωθέντος, θα είχε ως συνέπεια στην πλειονότητα των περιπτώσεων να αναγνωρίζεται η δικαιοδοσία των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του ενάγοντος, αντιθέτως προς τα οριζόμενα στον κανονισμό (45), σε άλλες περιπτώσεις πέραν των ρητώς προβλεπόμενων από τις διατάξεις του.

IV – Πρόταση

67.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο Hoge Raad der Nederlanden την ακόλουθη απάντηση:

«1)      Οι διατάξεις του τμήματος 5 του κεφαλαίου II (άρθρα 18 έως 21) του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, εφαρμόζονται

–        εάν ο εναγόμενος ενάγεται ως συμβαλλόμενος σε “ατομική σύμβαση εργασίας” κατά την έννοια του κανονισμού 44/2001, ήτοι σε συμφωνία βάσει της οποίας ένα πρόσωπο αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι άλλου προσώπου, στου οποίου τη διευθυντική εξουσία και τις οδηγίες υπάγεται, να εκτελέσει ορισμένη δραστηριότητα έναντι αμοιβής και

–        εάν η προβαλλόμενη αξίωση απορρέει από την “ατομική σύμβαση εργασίας”, δηλαδή εάν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η συμπεριφορά που προσάπτεται στον εναγόμενο συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, όπως αυτές ορίζονται λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της οικείας συμβάσεως εργασίας,

στο δε αιτούν δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει ότι συντρέχουν αμφότερες οι προϋποθέσεις.

Επικουρικώς, για την περίπτωση κατά την οποία δεν κριθούν εφαρμοστέες οι διατάξεις του τμήματος 5 του κεφαλαίου II (άρθρα 18 έως 21) του κανονισμού 44/2001:

2)      Η έννοια των “διαφορών εκ συμβάσεως” του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 περιλαμβάνει επίσης περίπτωση στην οποία εταιρία ασκεί αγωγή κατά προσώπου υπό την ιδιότητά του του διαχειριστή της εν λόγω εταιρίας λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεώς του ορθής ασκήσεως των εταιρικών του καθηκόντων. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να καθορίσει τον τόπο στον οποίο, βάσει της συμβάσεως, πραγματοποιήθηκε ή έπρεπε να πραγματοποιηθεί η παροχή των υπηρεσιών για τους σκοπούς του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 44/2001, ο οποίος θα είναι ο τόπος εκτελέσεως της κύριας παροχής που προβλέπεται στη “σύμβαση” (κατά την έννοια του προαναφερθέντος κανονισμού), ή, ελλείψει τέτοιου καθορισμού, ο τόπος στον οποίο ο διαχειριστής της εταιρίας άσκησε πραγματικά, προεχόντως, τις δραστηριότητές του διαχειρίσεως, εφόσον η παροχή των υπηρεσιών στον εν λόγω τόπο δεν αντίκειται στη βούληση των συμβαλλομένων, όπως αυτή προκύπτει από τη μεταξύ τους συμφωνία.

3)      Όλως επικουρικώς, για την περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι η προβαλλόμενη αξίωση εμπίπτει στις “ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας”, κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει, βάσει των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, τον τόπο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός και τον τόπο επελεύσεως της ζημίας.»


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2 —      ΕΕ 2001, L 12, σ. 1. Στις 10 Ιανουαρίου 2015 τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 351, σ. 1), ο οποίος δεν εφαρμόζεται ratione temporis στην υπό κρίση υπόθεση. Ο κανονισμός 1215/2012 επαναλαμβάνει ουσιαστικά τις διατάξεις του κανονισμού που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως.


3 —      Όπως επισημαίνει η Επιτροπή με το σημείο 15 των παρατηρήσεών της, κοινό χαρακτηριστικό των διευθυντών και των διαχειριστών στο ολλανδικό δίκαιο είναι ότι μετέχουν στη διαχείριση της εταιρίας. Εντούτοις, ενώ πρόσωπο το οποίο είναι απλώς διευθυντής μπορεί να απομακρυνθεί από το διοικητικό συμβούλιο, ο διαχειριστής μπορεί να απομακρυνθεί μόνον από τη γενική συνέλευση των εταίρων, με αποτέλεσμα αυτός να διαθέτει καταρχήν μεγαλύτερη ελευθερία στη διαχείριση της επιχειρήσεως από πρόσωπο το οποίο είναι μόνο διευθυντής. Για πλήρη εικόνα των υποχρεώσεων και της ευθύνης των διοικητικών στελεχών εταιριών στο ολλανδικό δίκαιο, βλ. De Beurs, S., «Directors’ Duties and Liability in the Netherlands», στο πλαίσιο της μελέτης που εκπόνησε για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η LSE Enterprise με τίτλο StudyonDirectors’DutiesandLiability, Λονδίνο 2013, σ. A609 επ.


4 —      Όπως εξήγησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εταιρία Holterman Ferho είχε μόνο δύο εταίρους, τον ίδιο (μέτοχο μειοψηφίας, ο οποίος κατείχε μόνον το 15 % των μετοχών) και έναν μέτοχο πλειοψηφίας, ο οποίος κατείχε το 85 % των μετοχών και ασκούσε επίσης διευθυντικά καθήκοντα στη Holterman Ferho μέσω άλλη εταιρίας.


5 —      Στην υπό κρίση υπόθεση, οι παρεμβαίνοντες δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι ο F. Spies πραγματοποίησε, στη διάρκεια ορισμένης περιόδου, συγκεκριμένες παροχές προς την εταιρία Holterman Ferho (σχετικές με τη διαχείριση των γερμανικών θυγατρικών της) έναντι αμοιβής. Αμφισβητούμενη είναι εν προκειμένω η σχέση εξαρτήσεως, η οποία θα υπέβαλε τον F. Spies υπό τη «διεύθυνση», δηλαδή τις οδηγίες της εταιρίας Holterman Ferho. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή αρνείται ότι το συγκεκριμένο στοιχείο συντρέχει εν προκειμένω (σημείο 35 των γραπτών παρατηρήσεών της), ενώ ο F. Spies επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η σύμβαση που είχε συνάψει με τη Holterman Ferho επιβεβαιώνει την ύπαρξη σχέσεως εξαρτήσεως από τη συνέλευση των εταίρων, στις οδηγίες της οποίας υπαγόταν.


6 —      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Mahamdia (C‑154/11, EU:C:2012:491, σκέψη 42), Kainz (C‑45/13, EU:C:2014:7, σκέψη 19), Zuid-Chemie (C‑189/08, EU:C:2009:475, σκέψη 17), και Pinckney (C‑170/12, EU:C:2013:635, σκέψη 23).


7 —      Όσον αφορά τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το «σύστημα» και τους «σκοπούς του κανονισμού», παραπέμπω κυρίως στις αιτιολογικές σκέψεις 11 και 12 αυτού: «Οι κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου και η δωσιδικία αυτή πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο συνδετικό παράγοντα […]. Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για τη διευκόλυνση του έργου της δικαιοσύνης» (η υπογράμμιση δική μου). Επιπλέον, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο, ο σκοπός του προαναφερθέντος κανονισμού συνίσταται στην ενοποίηση των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων των συμβαλλομένων κρατών, καθόσον αποτρέπεται, στο μέτρο του δυνατού, η αύξηση των αρμοδίων όσον αφορά την ίδια έννομη σχέση δικαστηρίων και ενισχύεται η έννομη προστασία των εγκατεστημένων στην Ένωση προσώπων, καθιστώντας δυνατό, αφενός, για τον ενάγοντα να προσδιορίσει ευχερώς το δικαστήριο στο οποίο μπορεί να προσφύγει και, αφετέρου, για τον εναγόμενο να προβλέψει ευλόγως το δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να εναχθεί [αποφάσεις Mulox IBC (C‑125/92, EU:C:1993:306, σκέψη 11), και Rutten (C‑383/95, EU:C:1997:7, σκέψεις 12 και 13), σε σχέση με τη σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία, και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών σε αυτήν τη σύμβαση (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών). Εφόσον ο κανονισμός υποκατέστησε, ως προς τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, τη Σύμβαση των Βρυξελλών, η ερμηνεία που έχει δοθεί από το Δικαστήριο όσον αφορά τις διατάξεις της ως άνω Συμβάσεως ισχύει και για τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, όταν οι διατάξεις των δύο αυτών νομοθετημάτων μπορούν να χαρακτηριστούν ως ισοδύναμες (αποφάσεις Brogsitter, C‑548/12, EU:C:2014:148, σκέψη 19, και ÖFAB, C‑147/12, EU:C:2013:490, σκέψη 28)].


8 —      Βλ., ειδικότερα, αποφάσεις Brogsitter (C‑548/12, EU:C:2014:148, σκέψη 18), και ÖFAB (C‑147/12, EU:C:2013:490, σκέψη 27).


9 —      266/85, EU:C:1987:11, σκέψη 16.


10 —      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Lawrie Blum (66/85, EU:C:1986:284, σκέψεις 16 και 17).


11 —      Βλ., ειδικότερα, την οριοθέτηση της έννοιας του «εργαζομένου» από το Δικαστήριο στην απόφαση Danosa (C‑232/09, EU:C:2010:674, σκέψεις 39 επ.), σε υπόθεση στην οποία έπρεπε να εξακριβωθεί κατά πόσον μέλος του διοικητικού συμβουλίου εταιρίας ήταν «εργαζόμενη» για τους σκοπούς της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (EE L 348, σ. 1), και κατά πόσον μπορούσε, επομένως, να τύχει της προστασίας που αυτή παρέχει στα πρόσωπα που έχουν την εν λόγω ιδιότητα. Βλ. επίσης, μεταξύ πολλών άλλων, τις αποφάσεις Union syndicale Solidaires Isère (C‑428/09, EU:C:2010:612, σκέψη 28) [σε σχέση με την οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 299, σ. 9)], και Kiiski (C‑116/06, EU:C:2007:536, σκέψη 25 [σε σχέση με την οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70)] και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


12 —      Βλ. αναλυτικά συναφώς Lüttringhaus, J.D., «Übergreifende Begrifflichkeiten im europäischen Zivilverfahrens- und Kollisionsrecht. Grund und Grenzen der rechtsaktübergreifenden Auslegung, dargestellt am Beispiel vertraglicher und außervertraglicher Schuldverhältnisse». Rabels Zeitschrift für ausländisches und internationales Privatrecht, τόμος 77, 2013, σ. 50.


13 —      Αποφάσεις Martínez Sala (C‑85/96, EU:C:1998:217, σκέψεις 31 επ.)· von Chamier-Glisczinski (C‑208/07, EU:C:2009:455, σκέψη 68), και van Delft κ.λπ. (C‑345/09, EU:C:2010:610, σκέψη 88). Βλ., επίσης, τις σκέψεις του Knöfel, O.L., «Kommendes Internationales Arbeitsrecht — Der Vorschlag der Kommission der Europäischen Gemeinschaft vom 15.12.2005 für eine “Rom I”-Verordnung». RechtderArbeit 2006, ιδίως σ. 271 και 272, σε σχέση ειδικότερα με την έννοια του «εργαζομένου».


14 —      «Bilden ein individueller Arbeitsvertrag oder AnsprücheauseinemindividuellenArbeitsvertrag den Gegenstand des Verfahrens, so bestimmt sich die Zuständigkeit […] nach diesem Abschnitt» (η υπογράμμιση δική μου).


15 —      Φρονώ επιπλέον ότι το κριτήριο της «εξαρτήσεως» είναι αρκούντως σαφές ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις της προβλεψιμότητας η οποία πρέπει να χαρακτηρίζει τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας, όπως προβλέπεται στην αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού και στη νομολογία που παρατίθεται στο σημείο 23 των παρουσών προτάσεων: λαμβάνοντας υπόψη το συγκεκριμένο κριτήριο για τον καθορισμό της υπάρξεως συμβάσεως εργασίας, ο ενάγων μπορεί να προσδιορίσει ευχερώς το δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να ασκήσει αγωγή και ο εναγόμενος μπορεί να προβλέψει ευλόγως το δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να εναχθεί.


16 —      Η προϊσχύουσα Σύμβαση της Ρώμης της 19ης Ιουνίου 1980 και ο κανονισμός 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) (ΕΕ L 177, σ. 6), μπορούν να αποτελέσουν σημεία αναφοράς κατά την ερμηνεία του κανονισμού, καθόσον, όπως έκρινε το Δικαστήριο, η ερμηνεία μιας έννοιας στο πλαίσιο μιας εκ των εν λόγω νομικών πράξεων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου δεν πρέπει να είναι ανεξάρτητη από εκείνη των κριτηρίων που προβλέπει άλλη πράξη, καθόσον προσδιορίζουν τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας για τους ίδιους τομείς και χρησιμοποιούν παρόμοιες έννοιες (απόφαση Koelzsch, C‑29/10, EU:C:2011:151, σκέψη 33).


17 —      C‑384/10, EU:C:2011:564, σημείο 88: «[τ]ο χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι […] το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς έτερο και υπό τη διεύθυνση αυτού του τελευταίου, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή. Επομένως, η υπαγωγή του εργαζομένου στη διευθυντική εξουσία συνιστά χαρακτηριστικό στοιχείο κάθε σχέσεως εργασίας, το οποίο απαιτεί, κατ’ ουσίαν, το οικείο πρόσωπο να τελεί υπό τη διεύθυνση ή την εποπτεία άλλου προσώπου, το οποίο του επιβάλλει τις υπηρεσίες που πρέπει να παρέχει και/ή τον χρόνο εργασίας και του οποίου τις εντολές ή οδηγίες οφείλει να ακολουθεί ο εργαζόμενος (η υπογράμμιση δική μου).


18 —      ΕΕ 1990, C 189, σ. 73, σημείο 41.


19 —      Βλ., συναφώς, De Val Tena, Á., El trabajo de alta dirección. Caracteres y régimen jurídico. Μαδρίτη: Civitas, 2002, σ. 111.


20—      Βλ. τις συγκλίνουσες απόψεις των Weber, J., «Die Geschäftsführerhaftung aus der Perspektive des Europäischen Zivilprozessrechts», IPRax - Praxis des Internationalen Privat- und Verfahrensrechts 1/2013, σ. 70· Bosse, R., Probleme des europäischen Internationalen Arbeitsprozessrechts. Φρανκφούρτη: Peter Lang, 2007, σ. 67 επ., και Mankowski, P., «Organpersonen und Internationales Arbeitsrecht», RIW - Recht der internationalen Wirtschaft 3/2004, σ. 170. Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, σε υπόθεση στην οποία κλήθηκε να αποφανθεί επί του ζητήματος εάν ένα πρόσωπο ήταν «εργαζόμενος» ή «πάροχος υπηρεσιών» για τους σκοπούς του πρωτογενούς δικαίου, ότι διευθυντής εταιρίας της οποίας κατέχει όλα τα εταιρικά μερίδια δεν ασκεί τη δραστηριότητά του στο πλαίσιο σχέσεως εξαρτήσεως, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί «εργαζόμενος» κατά την έννοια του πρωτογενούς δικαίου (απόφαση Asscher, C‑107/94, EU:C:1996:251, σκέψη 26, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην ίδια υπόθεση, C‑107/94, EU:C:1996:52, σημείο 29).


21 —      Απόφαση Danosa (C‑232/09, EU:C:2010:674, σκέψη 46).


22 —      Βλ., συναφώς, τις διατάξεις της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Οκτωβρίου 1991, σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας (ΕΕ L 288, σ. 32), η οποία υποχρεώνει τον εργοδότη να γνωστοποιεί στον μισθωτό εργαζόμενο τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας.


23 —      Απόφαση Brogsitter (C‑548/12, EU:C:2014:148, σκέψεις 23 έως 25). Βλ. συναφώς όσα υποστηρίζει ο Weber, κατά τον οποίο η συγκεκριμένη δικαιοδοσία του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού υποκαθιστά τους λοιπούς κανόνες περί δικαιοδοσίας μόνον εάν η υποχρέωση που αποτελεί αντικείμενο της ένδικης διαφοράς εξαρτάται από την ίδια τη σύμβαση εργασίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν η υποχρέωση εξαρτάται άμεσα από την εταιρικής φύσεως σχέση που συνδέει τον ενάγοντα και τον εναγόμενο και η σύμβαση εργασίας δεν αποτελεί προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για τη διαπίστωση του περιεχομένου της, η υποχρέωση αφ’ εαυτής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «εργασιακής φύσεως» ούτε όταν η σύμβαση εργασίας επαναλαμβάνει τις υποχρεώσεις οι οποίες προβλέπονται από το εταιρικό δίκαιο (Weber, J., «Die Geschäftsführerhaftung aus der Perspektive des Europäischen Zivilprozessrechts», IPRax - PraxisdesInternationalenPrivat- undVerfahrensrechts 1/2013, σ. 70 και 71).


24 —      Βλ., συναφώς, απόφαση ÖFAB (C‑147/12, EU:C:2013:490, σκέψη 29).


25 —      Βλ., συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις Kalfelis Schröder (189/87, EU:C:1988:459, σκέψη 17), Reichert και Kockler (C‑261/90, EU:C:1992:149, σκέψη 16), Réunion européenne κ.λπ. (C‑51/97, EU:C:1998:509, σκέψη 22), Henkel (C‑167/00, EU:C:2002:555, σκέψη 36), Engler (C‑27/02, EU:C:2005:33, σκέψη 29), και Brogsitter (C‑548/12, EU:C:2014:148, σκέψη 20).


26 —      Απόφαση Brogsitter (C‑548/12, EU:C:2014:148, σκέψεις 21 επ.). Βλ. Haubold, J., «Internationale Zuständigkeit für gesellschaftsrechtliche und konzerngesellschaftsrechtliche Haftungsansprüche nach EuGVÜ und LugÜ». IPRax - PraxisdesInternationalenPrivat- undVerfahrensrechts 5/2000, σ. 378· Geimer, R. και Schütze, R., «Verordnung (EG) 44/2001 — Art. 5», στο έργο τους EuropäischesZivilverfahrensrecht, 3η έκδοση, Μόναχο: C.H. Beck, 2010, παράγραφος 220, και Wendenburg, A., «Vertraglicher Gerichtsstand bei Ansprüchen aus Delikt?». NeueJuristischeWochenschrift 2014, σ. 1633 επ.


27 —      Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, αποφάσεις Handte (C‑26/91, EU:C:1992:268, σκέψη 15), Réunion européenne κ.λπ. (C‑51/97, EU:C:1998:509, σκέψη 17), και Tacconi (C‑334/00, EU:C:2002:499, σκέψη 23).


28 —      Αυτή είναι επίσης η θέση της Επιτροπής στις παρατηρήσεις της (σημεία 25 επ.), η οποία επισημαίνει ότι «το γεγονός ότι πολλά από τα δικαιώματα και, ακόμη σημαντικότερον, πολλές από τις υποχρεώσεις του διαχειριστή δεν εξαρτώνται μόνον από τη γραπτή συμφωνία με την εταιρία αλλά και από το κοινό εταιρικό δίκαιο είναι αλυσιτελές [ως προς το ότι η σχέση μεταξύ του F. Spies και της Holterman Ferho είναι συμβατικής φύσεως για τους σκοπούς του κανονισμού]. Αποδεχόμενος τα καθήκοντα του διαχειριστή, ο ενδιαφερόμενος αποδέχεται τα καθήκοντα όπως αυτά περιγράφονται στο κοινό εταιρικό δίκαιο και στους ειδικούς κανόνες της οικείας εταιρίας, περιλαμβανομένου του καταστατικού της. Εάν ο διαχειριστής συνάψει, επιπλέον, σύμβαση με την εταιρία —η οποία ονομάζεται ενίοτε “σύμβαση διαχειρίσεως” και, εν προκειμένω, “σύμβαση εργασίας”— προστίθενται άλλες συμφωνίες, για παράδειγμα, όσον αφορά την αμοιβή κατά την άσκηση των καθηκόντων και τις οφειλόμενες αποζημιώσεις κατά τη λήξη των καθηκόντων».


29 —      Απόφαση Brogsitter (C‑548/12, EU:C:2014:148, σκέψεις 23 έως 25).


30 —      Αυτό δεν σημαίνει ότι το δικαστήριο που είναι τελικά αρμόδιο να επιληφθεί της υποθέσεως θα πρέπει να εφαρμόσει το ουσιαστικό δίκαιο των συμβάσεων για την επίλυση της διαφοράς επί της ουσίας, καθόσον ενδέχεται, βάσει του εφαρμοστέου εν προκειμένω εθνικού δικαίου, η αξίωση να μην είναι συμβατικής φύσεως. Τούτο όμως δεν ασκεί επιρροή στην απάντηση που πρέπει να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο σύμφωνα με τον κανονισμό.


31 —      Βλ., συναφώς, απόφαση Corman Collins (C‑9/12, EU:C:2013:860, σκέψη 42).


32 —      Απόφαση Falco Privatstiftung και Rabitsch (C‑533/07, EU:C:2009:257, σκέψεις 33 επ.). Βλ. επίσης τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην ίδια υπόθεση, (C‑533/07, EU:C:2009:34, ιδίως το σημείο 63).


33 —      Απόφαση Falco Privatstiftung και Rabitsch (C‑533/07, EU:C:2009:257, σκέψη 29). Βλ., επίσης, απόφαση Corman Collins (C‑9/12, EU:C:2013:860, σκέψη 37).


34 —      C‑533/07, EU:C:2009:34, σημείο 57.


35 —      Σημείο 42 των παρατηρήσεών της.


36 —      Το άρθρο 60, παράγραφος 1, του κανονισμού καθορίζει πού βρίσκεται η κατοικία εταιρίας ή άλλου νομικού προσώπου (συγκεκριμένα, στον τόπο στον οποίο έχει την καταστατική της έδρα, την κεντρική της διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή της). Εκτιμώ ότι ο τόπος που αναφέρεται στο άρθρο 5, σημείο 1, του προαναφερθέντος κανονισμού πρέπει να καθοριστεί ανεξάρτητα από το άρθρο 60, καίτοι μπορεί τελικώς να συμπίπτει με κάποιον από τους τόπους που προβλέπονται στο άρθρο 60.


37 —      Βλ. αποφάσεις Car Trim (C‑381/08, EU:C:2010:90, σκέψεις 54 επ.) (σε σχέση με την πρώτη περίπτωση του υπό εξέταση κανόνα) και Wood Floor Solutions Andreas Domberger (C‑19/09, EU:C:2010:137, σκέψεις 38 επ.), καθώς και την ανάλυση των Francq, S. κ.ά., «L’actualité de l’article 5.1 du Règlement Bruxelles I: Évaluation des premiers arrêts interprétatifs portant sur la disposition relative à la compétence judiciaire internationale en matière contractuelle». CahiersduCeDIE, Working papers αριθ. 2011/02, σ. 17 επ.


38 —      Ομοίως, οι συμφωνίες τις οποίες θα πρέπει να ερμηνεύσει ο εθνικός δικαστής για τον σκοπό αυτό θα είναι εκείνες που συνδέουν την εταιρία Holterman Ferho με τον F. Spies, οι οποίες δεν είναι απαραίτητα όλες γραπτές, όπως και οι κανόνες του εταιρικού δικαίου οι οποίοι καθορίζουν το περιεχόμενο των καθηκόντων που αυτός ελεύθερα ανέλαβε.


39 —      Ο F. Spies υποστηρίζει με το σημείο 37 των παρατηρήσεών του ότι η επίμαχη παροχή εκπληρώθηκε στη Γερμανία και ότι τα μέρη δεν είχαν συμφωνήσει ότι έπρεπε να εκπληρωθεί σε άλλο τόπο. Κατά τον F. Spies, όλες οι συγκεκριμένες παραβάσεις που του προσάπτονται και επί των οποίων βασίζεται η αγωγή σχετίζονται με τη διαχείριση των γερμανικών θυγατρικών της Holterman Ferho, καίτοι από το σημείο 2.9 των παρατηρήσεων της Holterman Ferho προκύπτει ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης δεν συμφωνούν επ’ αυτού του σημείου, καθόσον η Holterman Ferho υποστηρίζει ότι η πλημμελής άσκηση των καθηκόντων του F. Spies αφορούσε επίσης τη διαχείριση της ολλανδικής εταιρίας συμμετοχών.


40 —      Στην απόφαση Wood Floor Solutions Andreas Domberger (C‑19/09, EU:C:2010:137, σκέψη 33) το Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά την εφαρμογή του κανόνα του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού, τόπος εκπληρώσεως είναι αυτός που εξασφαλίζει τον στενότερο σύνδεσμο μεταξύ της συμβάσεως και του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία, σύνδεσμος ο οποίος υπάρχει κατά κανόνα με τον τόπο της κύριας παροχής.


41 —      Απόφαση Wood Floor Solutions Andreas Domberger (C‑19/09, EU:C:2010:137, σκέψη 40).


42 —      Αποφάσεις Coty Germany (C‑360/12, EU:C:2014:1318, σκέψη 46), και Hejduk (C‑441/13, EU:C:2015:28, σκέψη 18).


43 —      Απόφαση Marinari (C‑364/93, EU:C:1995:289, σκέψεις 14 και 15).


44 —      C‑168/02, EU:C:2004:364, σκέψη 20.


45 —      Σε εκείνη την υπόθεση, αντιθέτως προς τα οριζόμενα στη Σύμβαση των Βρυξελλών.