Language of document : ECLI:EU:C:2010:136

Υπόθεση C-1/09

Centre d'exportation du livre français (CELF)

και

Ministre de la Culture et de la Communication

κατά

Société internationale de diffusion et d'édition (SIDE)

[αίτηση του Conseil d'État (Γαλλία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ – Παράνομες ενισχύσεις που κρίθηκαν συμβατές με την κοινή αγορά – Ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής – Εθνικά δικαστήρια – Αίτημα ανακτήσεως των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν παράνομα – Αναστολή της διαδικασίας μέχρι της εκδόσεως νέας αποφάσεως της Επιτροπής – Εξαιρετικές περιστάσεις δυνάμενες να περιορίσουν την έκταση της υποχρεώσεως επιστροφής»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενίσχυση χορηγούμενη κατά παράβαση των κανόνων διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ – Απόφαση της Επιτροπής κρίνουσα την ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά – Ακύρωση της αποφάσεως αυτής από τον κοινοτικό δικαστή

(Άρθρο 88 § 3 ΕΚ)

2.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Τήρηση των κοινοτικών κανόνων – Αποστολή των εθνικών δικαστηρίων

(Άρθρο 88 § 3 ΕΚ)

3.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενίσχυση χορηγούμενη κατά παράβαση των κανόνων διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ – Ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων – Δεν γίνεται δεκτή πλην εξαιρετικών περιστάσεων

(Άρθρο 88 § 3 ΕΚ)

1.        Εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αιτήματος επιστροφής παράνομης κρατικής ενισχύσεως, δεν μπορεί να αναστείλει την έκδοση της αποφάσεώς του επί του αιτήματος αυτού μέχρι να αποφανθεί η Επιτροπή αν η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, κατόπιν της ακυρώσεως προηγούμενης αποφάσεως με την οποία η ενίσχυση κρίθηκε συμβατή.

Βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, στα εθνικά δικαστήρια ανατίθεται η αποστολή να διασφαλίζουν, μέχρι τη λήψη της τελικής αποφάσεως από την Επιτροπή, τα δικαιώματα των διοικουμένων σε περίπτωση ενδεχόμενης μη τηρήσεως, εκ μέρους των εθνικών αρχών, της απαγορεύσεως που θέτει η διάταξη αυτή.

Αντικείμενο της αποστολής των εθνικών δικαστηρίων είναι, επομένως, να διατάσσουν τη λήψη μέτρων δυνάμενων να άρουν τον παράνομο χαρακτήρα της καταβολής των ενισχύσεων, προκειμένου ο δικαιούχος να μη διατηρεί τη δυνατότητα διαθέσεώς τους κατά το χρονικό διάστημα που υπολείπεται μέχρι να εκδοθεί η απόφαση της Επιτροπής.

Τυχόν απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας θα είχε, στην πράξη, το ίδιο αποτέλεσμα με απόφαση απορρίψεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Θα είχε, συγκεκριμένα, ως συνέπεια να μη ληφθεί καμία απόφαση επί του βάσιμου της αιτήσεως αυτής πριν να εκδοθεί η απόφαση της Επιτροπής. Θα ισοδυναμούσε με διατήρηση του οφέλους της ενισχύσεως κατά το χρονικό διάστημα απαγορεύσεως καταβολής, γεγονός που θα αντέβαινε στον ίδιο τον σκοπό του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και θα καθιστούσε τη διάταξη αυτή άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

Ως εκ τούτου, το εθνικό δικαστήριο δεν δύναται να αναστείλει την εκδίκαση υποθέσεως, άλλως θα καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, κατά παράβαση της αρχής της αποτελεσματικότητας των εφαρμοστέων εθνικών διαδικασιών.

Η ακύρωση από το κοινοτικό δικαστήριο αρχικής αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία ενίσχυση κρίθηκε συμβατή με την κοινή αγορά δεν δικαιολογεί διαφορετική λύση, υπαγορευόμενη από την εκτίμηση ότι, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή μπορεί στη συνέχεια να κρίνει εκ νέου την ενίσχυση συμβατή. Συγκεκριμένα, ο σκοπός του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ στηρίζεται σαφώς στην εκτίμηση ότι, μέχρι της εκδόσεως νέας αποφάσεως από την Επιτροπή, δεν μπορεί να προδικασθεί ότι το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής θα είναι θετικό για τον δικαιούχο της ενισχύσεως.

(βλ. σκέψεις 26, 30-34, 40, διατακτ. 1)

2.        Εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αιτήματος επιστροφής παράνομης κρατικής ενισχύσεως, έχει υποχρέωση προς λήψη ασφαλιστικών μέτρων μόνον αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν τη λήψη τέτοιων μέτρων, δηλαδή εφόσον ο χαρακτηρισμός του μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, εφόσον η ενίσχυση πρόκειται να χορηγηθεί ή χορηγήθηκε και εφόσον δεν διαπιστώθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν μη προσήκουσα την ανάκτηση. Εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να απορρίψει την αίτηση. Αποφαινόμενο επί της αιτήσεως, το εθνικό δικαστήριο δύναται να διατάξει είτε την επιστροφή των ενισχύσεων πλέον τόκων είτε, για παράδειγμα, την κατάθεση των ποσών σε δεσμευμένο λογαριασμό, έτσι ώστε ο δικαιούχος της ενισχύσεως να μην εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα διαθέσεώς τους, με την επιφύλαξη της καταβολής τόκων για το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής καταβολής της ενισχύσεως και της καταθέσέως της σε δεσμευμένο λογαριασμό. Αντιθέτως, η υποχρέωση «standstill», την οποία θέτει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ δεν τηρείται, στο στάδιο αυτό, απλώς με την καταδίκη σε καταβολή τόκων επί των ποσών που παραμένουν στους λογαριασμούς της επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μια επιχείρηση που εισέπραξε παρανόμως κρατική ενίσχυση θα μπορούσε, ελλείψει της ενισχύσεως, να λάβει ισόποσο δάνειο από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς και, επομένως, να έχει στη διάθεσή της το εν λόγω ποσό προ της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 36-38)

3.        Η εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση τριών διαδοχικών αποφάσεων με τις οποίες ενίσχυση κρίνεται συμβατή με την κοινή αγορά και οι οποίες ακυρώθηκαν ακολούθως από το κοινοτικό δικαστήριο δεν μπορεί αφεαυτής να αποτελεί εξαιρετική περίσταση δυνάμενη να δικαιολογήσει περιορισμό της εκτάσεως της υποχρεώσεως του δικαιούχου να επιστρέψει την ενίσχυση αυτή, σε περίπτωση κατά την οποία η ενίσχυση χορηγήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

Συγκεκριμένα, το ασυνήθιστο γεγονός της εκδόσεως τριών ακυρωτικών αποφάσεων καταδεικνύει, καταρχήν, τις δυσχέρειες της υποθέσεως και όχι μόνο δεν δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, αλλά μάλλον αυξάνει τις επιφυλάξεις του δικαιούχου ως προς το αν η επίμαχη ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά.

Βεβαίως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ύπαρξη τριών διαδοχικών προσφυγών που έχουν ως αποτέλεσμα τρεις ακυρώσεις αποτελεί πολύ σπάνια περίπτωση. Οι περιστάσεις αυτές εντάσσονται πάντως στο πλαίσιο της συνήθους λειτουργίας του δικαστικού συστήματος, το οποίο παρέχει στους διοικούμενους που εκτιμούν ότι υφίστανται τις συνέπειες του παράνομου χαρακτήρα ενισχύσεως τη δυνατότητα να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά των διαδοχικών αποφάσεων στις οποίες θεωρούν ότι οφείλεται η κατάσταση αυτή.

(βλ. σκέψεις 51-52, 55, διατακτ. 2)