Language of document : ECLI:EU:C:2009:101

Υπόθεση C-228/06

Mehmet Soysal

και

Ibrahim Savatli

κατά

Bundesrepublik Deutschland

(αίτηση του Oberverwaltungsgericht Berlin-Brandenburg

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Υποχρέωση λήψεως θεωρήσεως για την είσοδο στο έδαφος κράτους μέλους»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Κανόνας standstill του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου

(Πρόσθετο πρωτόκολλο της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρο 41 § 1)

2.        Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Κανόνας standstill του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου

(Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας· πρόσθετο πρωτόκολλο της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρο 41 § 1)

1.        Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, που προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν επιβάλλουν μεταξύ τους νέους περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, έχει άμεσο αποτέλεσμα. Πράγματι, η διάταξη αυτή καθιερώνει, με όρους σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτους, μια μη αμφίσημη ρήτρα standstill, η οποία περιλαμβάνει αναληφθείσα από τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρέωση που αναλύεται νομικώς σε απλή αποχή από ενέργεια. Κατά συνέπεια, ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών είναι δυνατή η επίκληση των δικαιωμάτων τα οποία η διάταξη αυτή απονέμει στους Τούρκους υπηκόους ως προς τους οποίους έχει εφαρμογή.

Εξάλλου, μπορεί εγκύρως να γίνει επίκληση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου από Τούρκους οδηγούς φορτηγών αυτοκινήτων οι οποίοι απασχολούνται από επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στην Τουρκία και πραγματοποιεί νομίμως παροχές υπηρεσιών εντός κράτους μέλους, με την αιτιολογία ότι οι μισθωτοί της παρέχουσας τις υπηρεσίες επιχειρήσεως τής είναι απαραίτητοι για να μπορεί να παράσχει τις υπηρεσίες αυτές.

(βλ. σκέψεις 45-46)

2.        Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, το οποίο προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν επιβάλλουν μεταξύ τους νέους περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει την επιβολή, μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του πρωτοκόλλου αυτού, σε Τούρκους υπηκόους της υποχρεώσεως να λαμβάνουν θεώρηση εισόδου για να εισέλθουν στο έδαφος κράτους μέλους προκειμένου να πραγματοποιήσουν εκεί παροχές υπηρεσιών για λογαριασμό επιχειρήσεως εγκατεστημένης στην Τουρκία, εφόσον, κατά την ημερομηνία αυτή, δεν απαιτείτο τέτοια θεώρηση εισόδου.

Πράγματι, η εν λόγω διάταξη απαγορεύει γενικώς την εκ μέρους κράτους μέλους θέσπιση οποιουδήποτε νέου μέτρου που θα είχε ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα να εξαρτάται η εκ μέρους Τούρκου υπηκόου άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών επί του εδάφους του από όρους περισσότερο περιοριστικούς από εκείνους που ίσχυαν κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του προσθέτου πρωτοκόλλου έναντι του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Προκειμένου για Τούρκους υπηκόους οι οποίοι προτίθενται να κάνουν χρήση στο έδαφος κράτος μέλους του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών δυνάμει της Συμφωνίας Συνδέσεως, εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη δραστηριότητα αυτή από τη χορήγηση θεωρήσεως εισόδου, υποχρέωση που δεν μπορεί, εξάλλου, να επιβληθεί στους κοινοτικούς υπηκόους, είναι ικανή να παρεμποδίσει την ουσιαστική άσκηση αυτής της ελευθερίας κυρίως λόγω των προσθέτων και κατ’ επανάληψη επιβαλλομένων επιβαρύνσεων σε τέλη και δαπάνες που συνεπάγεται η λήψη της θεωρήσεως αυτής, η ισχύς της οποίας είναι χρονικώς περιορισμένη. Εξάλλου, σε περίπτωση που επί της αιτήσεως θεωρήσεως εκδοθεί αρνητική απόφαση, ρύθμιση αυτού του είδους εμποδίζει την άσκηση της εν λόγω ελευθερίας.

Επομένως, μια τέτοια ρύθμιση, η οποία δεν υπήρχε την 1η Ιανουαρίου 1973, έχει τουλάχιστον ως αποτέλεσμα να εξαρτά την άσκηση, εκ μέρους των Τούρκων υπηκόων, των οικονομικών ελευθεριών που εγγυάται η Συμφωνία Συνδέσεως από προϋποθέσεις περισσότερο περιοριστικές από εκείνες που ίσχυαν εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους κατά την έναρξη της ισχύος του προσθέτου πρωτοκόλλου. Υπό τις συνθήκες αυτές, μια τέτοια ρύθμιση συνιστά «νέο περιορισμό», κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου, του δικαιώματος των Τούρκων υπηκόων και κατοίκων Τουρκίας να παρέχουν ελεύθερα υπηρεσίες εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν αποτελεί παρά εφαρμογή κοινοτικής διατάξεως παραγώγου δικαίου. Συναφώς, η υπεροχή των συναπτομένων από την Κοινότητα διεθνών συμφωνιών έναντι των πράξεων του παραγώγου κοινοτικού δικαίου απαιτεί να συνάδει η ερμηνεία των τελευταίων, στο μέτρο του δυνατού, προς τις εν λόγω συμφωνίες.

Αντιθέτως, η ρήτρα standstill του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας δεν εμποδίζει τη θέσπιση κανόνων ισχυόντων εξίσου έναντι των Τούρκων υπηκόων και των κοινοτικών υπηκόων.

(βλ. σκέψεις 47, 55-59, 61-62 και διατακτ.)