Language of document : ECLI:EU:T:2011:365

Υπόθεση T-151/07

Kone Oyj κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά εγκαταστάσεως και συντηρήσεως ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Παρέμβαση στη διαδικασία υποβολής προσφορών – Κατανομή των αγορών – Καθορισμός τιμών»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων – Νομική φύση

(Ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

2.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Συνοχή μεταξύ των ποσών που επιβάλλονται σε διάφορες επιχειρήσεις

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Υποχρέωση συνεκτίμησης του πραγματικού αντίκτυπου στην αγορά – Δεν υφίσταται – Πρωταρχικός ρόλος του κριτηρίου που αντλείται από τη φύση της παραβάσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εφαρμογή της ανακοίνωσης για τη συνεργασία – Εξουσία εκτίμησης της Επιτροπής

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

5.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Απόφαση περί διενέργειας ελέγχου – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Περιεχόμενο

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή προστίμων ή τη μείωσή τους ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχουν οι επιχειρήσεις κατά των οποίων κινείται η διαδικασία – Επιτακτικός χαρακτήρας για την Επιτροπή

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης – Προϋποθέσεις – Ομοιότητα των καταστάσεων

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

8.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Περιεχόμενο – Άρνηση γνωστοποίησης εγγράφου – Συνέπειες – Ανάγκη διάκρισης μεταξύ επιβαρυντικών και απαλλακτικών εγγράφων όσον αφορά το βάρος απόδειξης που φέρει η ενδιαφερόμενη εταιρία

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Συμπεριφορά της επιχείρησης κατά τη διοικητική διαδικασία

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 18 § 1 και 20 § 3)

10.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία – Εφαρμογή της ανακοίνωσης για τη συνεργασία – Μείωση λόγω μη αμφισβήτησης πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης για τη συνεργασία

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 96/C 207/04 και 2002/C 45/03)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία – Μείωση λόγω μη αμφισβήτησης των πραγματικών περιστατικών – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής, τίτλος Δ, σημείο 2)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Συμπεριφορά της επιχείρησης κατά τη διοικητική διαδικασία – Οι μειώσεις προστίμου υπέρ των επιχειρήσεων που δεν αναγνώρισαν ρητά τους πραγματικούς ισχυρισμούς της Επιτροπής είναι παράνομες

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

1.      Μολονότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κανόνας δικαίου τον οποίο οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση η διοίκηση, εντούτοις περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει εφεξής στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτών, αυτοπεριορίστηκε κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις συνέπειες της παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εξάλλου, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές καθορίζουν κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο τη μέθοδο που η Επιτροπή αυτοδεσμεύτηκε να ακολουθεί όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων και κατοχυρώνουν, κατά συνέπεια, την ασφάλεια δικαίου των επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 34-36)

2.      Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή οφείλει, όταν διαπιστώνει πλείονες σοβαρότατες παραβάσεις με μία και την αυτή απόφαση, να διασφαλίζει κάποια συνέπεια μεταξύ των γενικών αρχικών ποσών των προστίμων που λαμβάνει ως βάση και του μεγέθους των διαφόρων αγορών που επηρεάστηκαν από τη σύμπραξη, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ένα τέτοιο ποσό που καθορίστηκε για σύμπραξη εντός κράτους μέλους είναι δυσανάλογο σε σχέση με τα γενικά αρχικά ποσά που καθορίστηκαν για τις συμπράξεις εντός άλλων κρατών μελών, στις περιπτώσεις που η Επιτροπή καθορίζει τα αρχικά ποσά κατά τρόπο εύλογο και συνεπή, χωρίς, ωστόσο, να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο, πράγμα που, εν πάση περιπτώσει, δεν υποχρεούται να πράξει.

(βλ. σκέψεις 54-55)

3.      Η σοβαρότητα των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης πρέπει να αποδεικνύεται βάσει ικανού αριθμού στοιχείων όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, τούτο δε χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη. Συναφώς, το μέγεθος της οικείας αγοράς, κατ’ αρχήν, δεν αποτελεί υποχρεωτικό στοιχείο, αλλά απλώς ενδεικτικό, μεταξύ άλλων, στοιχείο προς εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, η δε Επιτροπή ουδόλως υποχρεούται να προβαίνει σε οριοθέτηση της οικείας αγοράς ή σε εκτίμηση του μεγέθους της οσάκις ο σκοπός της επίμαχης παραβάσεως είναι αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΕΚΑΧ δεν προβλέπουν ότι το ποσό των προστίμων υπολογίζεται με βάση τον συνολικό κύκλο εργασιών ή τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στην οικεία αγορά. Πάντως, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν εμποδίζουν ούτε και το να λαμβάνονται υπόψη αυτοί οι κύκλοι εργασιών κατά την επιμέτρηση του ποσού του προστίμου, προκειμένου να τηρηθούν οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, από τη στιγμή που η Επιτροπή δεν καθόρισε το γενικό αρχικό ποσό του προστίμου για παράβαση που αφορά κράτος μέλος στηριζόμενη στο μέγεθος της επηρεασθείσας αγοράς, αλλά στήριξε την απόφασή της στη φύση της παραβάσεως αυτής και στη γεωγραφική της έκταση, η εκτίμηση ότι το γενικό αρχικό ποσό του προστίμου που καθορίστηκε για τη σύμπραξη στο εν λόγω κράτος μέλος έπρεπε να αντανακλά το φερόμενο ως περιορισμένο μέγεθος της οικείας αγοράς στηρίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη, οπότε η απόφαση της Επιτροπής δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

Το ίδιο ισχύει και για τη μη συνεκτίμηση του αντίκτυπου της παραβάσεως στην αγορά. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σημείο 1 Α, πρώτο εδάφιο, των προαναφερθεισών κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή οφείλει, στο πλαίσιο αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, να εξετάζει τον πραγματικό αντίκτυπο επί της αγοράς μόνον εφόσον προκύπτει ότι ο αντίκτυπος αυτός δύναται να εκτιμηθεί. Για να εκτιμήσει τον αντίκτυπο αυτό, η Επιτροπή οφείλει να χρησιμοποιήσει ως μέτρο τον ανταγωνισμό που θα υφίστατο υπό κανονικές συνθήκες αν δεν είχε διαπραχθεί η παράβαση. Εντούτοις, οσάκις η Επιτροπή κρίνει ότι ήταν αδύνατο να εκτιμηθούν τα ακριβή αποτελέσματα της παραβάσεως στην αγορά, χωρίς οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να αποδεικνύουν το αντίθετο, μπορεί να στηρίξει την απόφασή της στη σοβαρή φύση της παραβάσεως καθώς και στη γεωγραφική της έκταση.

Συγκεκριμένα, το αποτέλεσμα μιας αντίθετης προς στον ανταγωνισμό πρακτικής δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο για την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων. Στοιχεία που αφορούν το ζήτημα της προθέσεως μπορεί να έχουν μεγαλύτερη σημασία από εκείνα που αφορούν τις επιπτώσεις, κυρίως όταν πρόκειται για εγγενώς σοβαρές παραβάσεις όπως είναι η κατανομή των αγορών. Επομένως, η φύση της παραβάσεως διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, ιδίως όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως «πολύ σοβαρών». Από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποσκοπούν, ιδίως, στην κατανομή αγορών μπορούν να χαρακτηριστούν, βάσει της φύσεώς τους και μόνον, ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να απαιτείται να έχουν οι συμπεριφορές αυτές κάποιον ιδιαίτερο αντίκτυπο στην αγορά ή να επηρεάζουν συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι, ενώ η περιγραφή των σοβαρών παραβάσεων αναφέρεται ρητώς στον αντίκτυπο στην αγορά και στα αποτελέσματα σε εκτεταμένες ζώνες της κοινής αγοράς, η περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων, αντιθέτως, δεν απαιτεί να υπάρχει συγκεκριμένος αντίκτυπος στην αγορά ή συνέπειες σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι παραβάσεις των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης που διαπιστώνονται με απόφαση της Επιτροπής καταλέγονται, ως εκ της φύσεώς τους, μεταξύ των σοβαρότερων παραβάσεων του άρθρου 81 ΕΚ, καθόσον συνίστανται σε κρυφή συνεννόηση μεταξύ ανταγωνιστών με σκοπό, αφενός, την κατανομή των αγορών ή την παγίωση των μεριδίων της αγοράς μέσω της μεταξύ τους κατανομής των έργων αγοράς και εγκαταστάσεως νέων ανελκυστήρων και/ή κυλιόμενων κλιμάκων και, αφετέρου, την αποχή από τον ανταγωνισμό όσον αφορά τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό ανελκυστήρων και κυλιόμενων κλιμάκων. Πέραν της σοβαρής στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκαλούν οι εν λόγω συμπράξεις, στο μέτρο που υποχρεώνουν τα συμβαλλόμενα μέρη να εξυπηρετούν χωριστές αγορές οι οποίες συχνά οριοθετούνται από τα εθνικά σύνορα, προκαλούν απομόνωση των εν λόγω αγορών, υποσκάπτοντας με τον τρόπο αυτό την επίτευξη του κύριου σκοπού της Συνθήκης, ήτοι τη δημιουργία ενιαίας κοινοτικής αγοράς. Επιπλέον, παραβάσεις τέτοιου είδους, ιδίως όταν πρόκειται για οριζόντιες συμπράξεις, χαρακτηρίζονται ως πολύ σοβαρές ή ως κατάφωρες.

(βλ. σκέψεις 32, 46-47, 56, 61-62, 64, 67-69)

4.      Η ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων συνιστά πράξη προοριζόμενη να διευκρινίσει, τηρουμένων των υπέρτερων κανόνων δικαίου, τα κριτήρια που πρόκειται να εφαρμόσει η Επιτροπή στο πλαίσιο ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει κατά τον καθορισμό των προστίμων που επιβάλλει για παραβάσεις των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης. Εξ αυτού προκύπτει ένας αυτοπεριορισμός της εξουσίας αυτής, ο οποίος ωστόσο δεν είναι ασυμβίβαστος με τη διατήρηση ουσιώδους περιθωρίου εκτιμήσεως για την Επιτροπή.

Επομένως, η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν καλείται να αξιολογήσει αν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει επιχείρηση που έχει εκφράσει την επιθυμία να τύχει εφαρμογής της ανακοινώσεως για τη συνεργασία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία υπό την έννοια του σημείου 21 της εν λόγω ανακοινώσεως.

Ομοίως, η Επιτροπή, αφού διαπιστώσει ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια του σημείου 21 της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όταν καλείται να καθορίσει το ακριβές ποσοστό κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί το ποσό του προστίμου προς όφελος της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, το σημείο 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, της ανακοινώσεως για τη συνεργασία προβλέπει όρια μεταξύ των οποίων κυμαίνεται η μείωση του ποσού του προστίμου, με βάση τις διάφορες κατηγορίες επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στο σημείο αυτό. Λαμβανομένου υπόψη του εν λόγω περιθωρίου εκτιμήσεως, μόνον πρόδηλη υπέρβασή του μπορεί να οδηγήσει σε επιβολή κυρώσεων από το Γενικό Δικαστήριο.

Για τη χορήγηση απαλλαγής από το πρόστιμο βάσει του σημείου 8, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, η επιχείρηση πρέπει πρώτη να παρουσιάσει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, κατά την άποψη της Επιτροπής, της επιτρέπουν να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

Επιπλέον, εκείνο που καθορίζει το κατά πόσον μια επιχείρηση μπορεί να επωφεληθεί απαλλαγής από την επιβολή προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως αυτής είναι η ποιότητα της συνεργασίας που παρέσχε. Ειδικότερα, δεν θεωρείται αρκετό το γεγονός και μόνον ότι η εν λόγω επιχείρηση παρέσχε πληροφόρηση και κοινοποίησε στοιχεία τα οποία καθιστούσαν δυνατή τη συνέχιση της παραβάσεως. Ασφαλώς, μολονότι δεν είναι απαραίτητο τα κοινοποιούμενα αποδεικτικά στοιχεία να αποδεικνύουν κάθε πτυχή ή κάθε λεπτομέρεια της παραβάσεως, εντούτοις η φύση, η ακρίβεια και η αποδεικτική ισχύς αυτών πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

Συναφώς, οι δηλώσεις που συντάσσουν από μνήμης διευθυντικά στελέχη της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως, δηλώσεις των οποίων η ανακρίβεια δεν δύναται ενδεχομένως να αποκλειστεί, καθώς και διάφορες άλλες μονομερείς δηλώσεις δεν μπορούν να κριθούν επαρκείς για τη διαπίστωση παραβάσεως παρά μόνον εφόσον τεκμηριώνονται από ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή οφείλει να παραθέσει στην απόφασή της ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διεπράχθη.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν υπερβαίνει προδήλως το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει όταν αρνείται να χορηγήσει απαλλαγή από το πρόστιμο σε επιχείρηση που προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία που έχουν περιορισμένη αποδεικτική αξία, δεν είναι σύγχρονα της παραβάσεως, ενώ ορισμένα δεν φέρουν καν ημερομηνία. Το γεγονός ότι στην επιχείρηση αυτή χορηγήθηκε τέτοια απαλλαγή για παρόμοια παράβαση που διέπραξε σε άλλα κράτη μέλη είναι συναφώς άνευ σημασίας, δεδομένου ότι στις δύο περιπτώσεις οι κοινοποιηθείσες πληροφορίες διέφεραν ως προς τη φύση και την ακρίβειά τους.

Επιπλέον, η Επιτροπή δεν υπερβαίνει προδήλως το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει κατά την αξιολόγηση της συνεργασίας μιας επιχειρήσεως προκειμένου να μειώσει το ποσό του προστίμου που της επέβαλε ούτε όταν καταλήγει ότι τα μη σύγχρονα στοιχεία, που θέτουν υπό αμφισβήτηση τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό συγκεκριμένης σύμπραξης και τα οποία κρίνονται αόριστα, δεν ήταν αρκούντως ακριβή ώστε να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά το σημείο 21 της εν λόγω ανακοινώσεως για τη συνεργασία. Συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, οσάκις ορισμένη επιχείρηση, μολονότι δεν διαβιβάζει στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της αιτήσεώς της περί επιείκειας, αποδεικτικά στοιχεία αναγόμενα στον χρόνο της παραβάσεως, εντούτοις κοινοποιεί συγχρόνως στο εν λόγω θεσμικό όργανο ορισμένες πληροφορίες οι οποίες ήσαν προηγουμένως άγνωστες σε αυτό, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω πληροφορίες ενισχύουν σημαντικά τη δυνατότητα της Επιτροπής να αποδείξει την ύπαρξη συμπράξεως μόνον αν η οικεία επιχείρηση συσχετίζει τις πληροφορίες αυτές με την ύπαρξη της συμπράξεως αυτής, δεδομένου ότι η συνεργασία της επιχειρήσεως πρέπει να ενισχύει αποτελεσματικά τη δυνατότητα της Επιτροπής να αποδείξει την παράβαση. Επομένως, κάθε μείωση του ύψους του προστίμου πρέπει να αντιστοιχεί σε πραγματική συμβολή της επιχειρήσεως στη διαπίστωση της παραβάσεως από την Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 80-81, 83-84, 91, 94, 97-99, 100, 102-103, 108, 111-113, 117-119, 122-124, 162, 165, 169, 174-176, 179)

5.      Με τις αποφάσεις της για τη διενέργεια ελέγχων, η Επιτροπή οφείλει να προσδιορίζει σαφώς τις υποψίες της που σκοπεύει να επαληθεύσει. Εντούτοις, δεν είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται στις αποφάσεις για τη διενέργεια ελέγχων η ακριβής οριοθέτηση της οικείας αγοράς, ο ακριβής νομικός χαρακτηρισμός των εικαζομένων παραβάσεων ή η μνεία της περιόδου κατά την οποία φέρεται ότι διεπράχθησαν οι παραβάσεις.

(βλ. σκέψη 116)

6.      Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στις επιχειρήσεις που επιθυμούν να ενημερώσουν την Επιτροπή περί της υπάρξεως συμπράξεως. Λαμβανομένης υπόψη της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης την οποία μπορούν να αντλούν από την ανακοίνωση αυτή οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να συνεργαστούν με την Επιτροπή, η τελευταία υποχρεούται να συμμορφώνεται προς την εν λόγω ανακοίνωση κατά την εκτίμηση της συνεργασίας μιας επιχείρησης στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσού του προστίμου που πρόκειται να επιβάλει στην επιχείρηση αυτή. Συναφώς, ένας οικονομικός φορέας δεν μπορεί κατ’ αρχήν να αντλήσει από τη σιωπή και μόνον της Επιτροπής δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα του χορηγηθεί απαλλαγή από την επιβολή προστίμου.

(βλ. σκέψεις 127, 130, 186)

7.      Η Επιτροπή δεν μπορεί, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας των μετεχόντων σε σύμπραξη, να αγνοεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Δεν υπάρχει παραβίαση της αρχής αυτής, καθόσον οι δύο καταστάσεις δεν είναι παρόμοιες, όταν η Επιτροπή, αφενός, χορηγεί απαλλαγή από το πρόστιμο σε επιχείρηση που προσκόμισε στοιχεία τα οποία αποτελούν το έναυσμα για τους πρώτους ελέγχους και, αφετέρου, αρνείται τέτοια απαλλαγή σε άλλη επιχείρηση που παρέσχε πληροφορίες αφότου η Επιτροπή είχε διενεργήσει τους πρώτους ελέγχους.

(βλ. σκέψεις 135, 137-138, 140)

8.      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία ικανή να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεων, ιδίως δε προστίμων ή χρηματικών ποινών, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης που πρέπει να τηρείται ακόμη και όταν πρόκειται για διαδικασία διοικητικής φύσεως.

Στις υποθέσεις ανταγωνισμού, σκοπός της προσβάσεως στον φάκελο είναι ιδίως να παρέχεται στους αποδέκτες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων η δυνατότητα να λάβουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής, προκειμένου να μπορέσουν να εκφράσουν λυσιτελώς την άποψή τους επί των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η Επιτροπή με την ανακοίνωση αιτιάσεων βάσει των στοιχείων αυτών. Η πρόσβαση στον φάκελο καταλέγεται, ως εκ τούτου, μεταξύ των διαδικαστικών εγγυήσεων που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας και στη διασφάλιση, ειδικότερα, της αποτελεσματικής ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως.

Επομένως, η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να παράσχει στις επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στο σύνολο των επιβαρυντικών ή απαλλακτικών εγγράφων που συνέλεξε κατά τη διάρκεια της έρευνας, με εξαίρεση τα καλυπτόμενα από το επιχειρηματικό απόρρητο άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα του οργάνου και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες.

Εξάλλου, η απλή μη κοινοποίηση ενός εγγράφου δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας παρά μόνον αν η σχετική επιχείρηση μπορεί να αποδείξει, αφενός, ότι η Επιτροπή βασίστηκε στο έγγραφο αυτό για να στηρίξει την αιτίασή της ως προς την ύπαρξη παραβάσεως και, αφετέρου, ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με παραπομπή στο έγγραφο αυτό.

Αντιθέτως, όταν πρόκειται για μη κοινοποίηση απαλλακτικού εγγράφου, η οικεία επιχείρηση οφείλει απλώς να αποδείξει ότι η παράλειψη κοινοποιήσεως του εγγράφου αυτού επηρέασε, σε βάρος της οικείας επιχειρήσεως, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, αρκεί η επιχείρηση να αποδείξει ότι θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει τα εν λόγω απαλλακτικά έγγραφα για την άμυνά της, υπό την έννοια ότι, αν είχε την ευκαιρία να επικαλεστεί τα έγγραφα αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία, θα είχε μπορέσει να προσκομίσει στοιχεία τα οποία δεν συμφωνούσαν με τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει κατά το στάδιο αυτό η Επιτροπή, και ότι θα μπορούσε, συνεπώς, να έχει επηρεάσει, με κάποιο τρόπο, τις εκτιμήσεις που επρόκειτο να διατυπώσει η Επιτροπή με τη μελλοντική απόφασή της, τουλάχιστον ως προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της συμπεριφοράς που της προσάφθηκε και, ως εκ τούτου, ως προς το ύψος του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 143-147,151)

9.      Κατά την επιμέτρηση προστίμου λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, μείωση του ποσού του προστίμου λόγω της συνεργασίας κατά τη διοικητική διαδικασία δικαιολογείται μόνον εάν η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως διευκόλυνε την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση της παραβάσεως και, ενδεχομένως, τον τερματισμό της. Εξάλλου, μια επιχείρηση που δηλώνει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί τις πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζει τις αιτιάσεις της η Επιτροπή ενδέχεται να θεωρηθεί ότι συμβάλλει στη διευκόλυνση του έργου της Επιτροπής που συνίσταται στη διαπίστωση των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης και στην επιβολή των σχετικών κυρώσεων.

Επιπλέον, κατά τα άρθρα 18, παράγραφος 1, και 20, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, οι επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να απαντούν σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών και να υπόκεινται σε ελέγχους. Ωστόσο, δεν δικαιολογείται μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας που παρασχέθηκε κατά την έρευνα και η οποία δεν υπερβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι επιχειρήσεις βάσει των διατάξεων αυτών.

Εξάλλου, η φερόμενη ως μη αυστηρή στάση ορισμένης επιχειρήσεως όσον αφορά την υποβολή αιτήσεων εμπιστευτικής μεταχειρίσεως των πληροφοριών που κοινοποιεί στην Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διευκολύνει το έργο της Επιτροπής. Συναφώς, εύλογες αιτήσεις περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως δεν δύνανται να παρεμποδίσουν την έρευνα και, εν πάση περιπτώσει, απόκειται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να ζητήσει την εμπιστευτική μεταχείριση στοιχείων τα οποία, κατά τη γνώμη της, δεν πρέπει να κοινοποιηθούν σε τρίτους.

Επομένως, η συνεργασία που παρέχεται εντός των ορίων αυτών δεν μπορεί να δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα χορηγηθεί μείωση του ποσού του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 204, 222)

10.    Το δικαίωμα για προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παρέχεται σε κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η διοίκηση της Ένωσης του έχει δημιουργήσει βάσιμες ελπίδες, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Αντιθέτως, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αν η διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Συνιστούν δε τέτοιες διαβεβαιώσεις οι πληροφορίες που είναι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες και προέρχονται από εξουσιοδοτημένες και αξιόπιστες πηγές.

Στο πλαίσιο καθορισμού του ποσού ενός προστίμου λόγω παραβάσεως των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, η εκ μέρους της Επιτροπής γνωστοποίηση, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι προτίθεται να χορηγήσει μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων δεν μπορεί να συνιστά συγκεκριμένη διαβεβαίωση ως προς το εύρος ή το ποσοστό της μειώσεως που πρόκειται ενδεχομένως να χορηγηθεί στις οικείες επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, η δήλωση αυτή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δημιουργήσει συναφώς την παραμικρή δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

Επιπλέον, ούτε η πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη των αποφάσεών της μπορεί να χρησιμεύσει ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού.

Εν πάση περιπτώσει, οι επιχειρηματίες δεν είναι δυνατόν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη διατήρηση υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί από τα όργανα της Ένωσης στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν. Επομένως, η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης επιτάσσει να μπορεί η Επιτροπή να προσαρμόζει οποτεδήποτε το ύψος των προστίμων προς τις ανάγκες της πολιτικής αυτής.

(βλ. σκέψεις 206-208, 210, 212)

11.    Προκειμένου να χορηγηθεί σε επιχείρηση μείωση του προστίμου λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει ο τίτλος Δ, σημείο 2, δεύτερη περίπτωση, της ανακοίνωσης σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, η επιχείρηση αυτή πρέπει να ανακοινώσει ρητώς στην Επιτροπή ότι δεν προτίθεται να αμφισβητήσει τα πραγματικά περιστατικά, αφού λάβει γνώση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Γενικές δηλώσεις σύμφωνα τις οποίες η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν αμφισβητεί ότι η συνεννόηση, στο μέτρο που τεκμηριώνεται από τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής, συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση δεν μπορούν να θεωρούνται ότι συμβάλλουν στη διευκόλυνση του έργου της Επιτροπής που συνίσταται στη διαπίστωση των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης και στην επιβολή των ανάλογων κυρώσεων. Το ίδιο ισχύει όταν η μη αμφισβήτηση είναι αμιγώς τυπικής φύσεως και αόριστη, χωρίς να επιφέρει οποιοδήποτε θετικό αποτέλεσμα όσον αφορά την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών, ενώ η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αρκείται να περιγράφει τη συμμετοχή της είτε υπό όρους αμιγώς υποθετικούς είτε ελαχιστοποιώντας τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των παράνομων συνεννοήσεων.

(βλ. σκέψεις 227, 230-231)

12.    Κατά τον καθορισμό του ποσού του επιβαλλόμενου προστίμου λόγω παραβάσεως των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, η Επιτροπή δεν μπορεί, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας των μετεχόντων σε σύμπραξη, να αγνοεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Ωστόσο, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία ουδείς μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία διαπραχθείσα προς όφελος τρίτου.

Συναφώς, μια επιχείρηση που δηλώνει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί τις πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζει τις αιτιάσεις της η Επιτροπή ενδέχεται να θεωρηθεί ότι συμβάλλει στη διευκόλυνση του έργου της Επιτροπής που συνίσταται στη διαπίστωση των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης και στην επιβολή των ανάλογων κυρώσεων. Με τις αποφάσεις με τις οποίες διαπιστώνει παράβαση αυτών των κανόνων, η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει ότι μια τέτοια συμπεριφορά συνιστά αναγνώριση των πραγματικών εκτιμήσεων και, άρα, στοιχείο αποδείξεως του βασίμου αυτών. Μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί, επομένως, να δικαιολογεί μείωση του προστίμου.

Άλλως έχουν τα πράγματα όταν μια επιχείρηση αμφισβητεί με την απάντησή της τα βασικά στοιχεία των αιτιάσεων αυτών. Συγκεκριμένα, τηρώντας μια τέτοια στάση κατά τη διοικητική διαδικασία, η επιχείρηση δεν συμβάλλει στη διευκόλυνση του έργου της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 234-235)