Language of document : ECLI:EU:T:2008:461

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 23ης Οκτωβρίου 2008 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Προσφυγή ακυρώσεως – Δικαιώματα άμυνας – Αιτιολόγηση – Δικαστικός έλεγχος»

Στην υπόθεση T‑256/07,

People’s Mojahedin Organization of Iran, με έδρα το Auvers‑sur‑Oise (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους J.-P. Spitzer, δικηγόρο, και D. Vaughan, QC,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τον M. Bishop και την E. Finnegan,

καθού,

υποστηριζόμενου από

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς, από τις V. Jackson και T. Harris, και, στη συνέχεια, από την Μ. Jackson, επικουρούμενες από τις S. Lee και M. Gray, barristers,

από

την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη, αρχικώς, από τις S. Boelaert και J. Aquilina, στη συνέχεια, από την Μ. Boelaert και τους P. Aalto και P. van Nuffel,

και από

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τους M. de Grave και Y. de Vries,

παρεμβαίνοντες,

που έχει ως αρχικό αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/445/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2007, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και την κατάργηση των αποφάσεων 2006/379/ΕΚ και 2006/1008/ΕΚ (ΕΕ L 169, σ. 58), στο μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, D. Šváby και L. Truchot, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη την προφορική διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Μαρτίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το ιστορικό της υπό κρίση διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 26 της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑228/02, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. II‑4665, στο εξής: απόφαση OMPI).

2        Μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση OMPI, που πραγματοποιήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2006, αλλά πριν τη δημοσίευση της αποφάσεως, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2006/379/ΕΚ, της 29ης Μαΐου 2006, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και για την κατάργηση της αποφάσεως 2005/930/ΕΚ (ΕΕ L 144, σ. 21). Με την απόφαση αυτή, το Συμβούλιο διατήρησε το όνομα της προσφεύγουσας στον κατάλογο του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 344, σ. 70, διορθωτικό ΕΕ 2007, L 164, σ. 36, στο εξής: επίδικος κατάλογος).

3        Με την απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση 2005/930/ΕΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2005, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και την κατάργηση της αποφάσεως 2005/848/ΕΚ (ΕΕ L 340, σ. 64), καθόσον αφορά την προσφεύγουσα, με το σκεπτικό ότι δεν ήταν αιτιολογημένη, ότι εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας κατά την οποία δεν έγιναν σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας και ότι το Πρωτοδικείο δεν ήταν σε θέση να προβεί στον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής (απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 173).

4        Στις 21 Δεκεμβρίου 2006, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2006/1008/ΕΚ για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 (ΕΕ L 379, σ. 123). Με την απόφαση αυτή το Συμβούλιο πρόσθεσε το όνομα ορισμένων προσώπων, ομάδων και οντοτήτων στον επίδικο κατάλογο.

5        Με επιστολή της 30ής Ιανουαρίου 2007, το Συμβούλιο δήλωσε στην προσφεύγουσα ότι, κατά την άποψή του, οι λόγοι που υπαγόρευσαν την εγγραφή της στον επίδικο κατάλογο εξακολουθούν να ισχύουν και κατά συνέπεια προτίθεται να τη διατηρήσει στον κατάλογο αυτόν. Στην επιστολή αυτή επισυνήφθη έκθεση των λόγων που προβάλλει το Συμβούλιο. Επισήμανε επίσης στην προσφεύγουσα ότι μπορούσε να υποβάλει παρατηρήσεις στο Συμβούλιο, όσον αφορά την πρόθεσή του να τη διατηρήσει στον κατάλογο και τους λόγους που επικαλείται συναφώς καθώς και όλα τα δικαιολογητικά στοιχεία, εντός ενός μήνα.

6        Στην αιτιολογική έκθεση που επισυνήφθη στην επιστολή αυτή, το Συμβούλιο παρατηρεί, μεταξύ άλλων, ότι ελήφθη απόφαση έναντι της προσφεύγουσας από την αρμόδια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 344, σ. 93), και συγκεκριμένα η απόφαση του Secretary of State for the Home Department (Υπουργού Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, στο εξής: Υπουργός Εσωτερικών) για την προγραφή της προσφεύγουσας ως οργάνωσης που ενέχεται στην τρομοκρατία, δυνάμει του νόμου Terrorism Act 2000 (νόμος περί τρομοκρατίας του 2000) (στο εξής: απόφαση του υπουργού εσωτερικών). Αφού επισήμανε ότι η απόφαση αυτή, κατά της οποίας σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο μπορεί να ασκηθεί προσφυγή (review), εξακολουθεί να ισχύει, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι οι λόγοι που υπαγόρευσαν την εγγραφή της προσφεύγουσας στον επίδικο κατάλογο εξακολουθούν να ισχύουν.

7        Με επιστολές της 27ης Φεβρουαρίου, της 19ης, της 20ής και της 26ης Μαρτίου 2007, η προσφεύγουσα υπέβαλε στο Συμβούλιο τις παρατηρήσεις της. Μεταξύ άλλων, αμφισβήτησε ότι μπορεί εγκύρως να ληφθεί απόφαση περί «διατηρήσεως» στον επίδικο κατάλογο κατόπιν της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω. Επέκρινε εξάλλου τόσο τους λόγους που επικαλείται το Συμβούλιο για να στηρίξει την απόφαση αυτή όσο και τη διαδικασία που ακολούθησε. Τέλος, ζήτησε να λάβει γνώση του φακέλου του Συμβουλίου.

8        Με επιστολή της 30ής Μαρτίου 2007, το Συμβούλιο κοινοποίησε στην προσφεύγουσα δεκαέξι έγγραφα συνολικά. Για την κοινοποίηση των λοιπών εγγράφων του φακέλου παρατήρησε ότι πρέπει πρώτα να ζητηθεί η γνώμη του ή των κρατών προελεύσεως.

9        Με επιστολή της 16ης Απριλίου 2007, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι είναι βασικής σημασίας να έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα του φακέλου και τη δυνατότητα να τα σχολιάσει πριν ληφθεί απόφαση. Την ίδια ημέρα οι δικηγόροι της προσφεύγουσας απηύθυναν στο Συμβούλιο κοινή γνωμοδότηση με την οποία επαναλαμβάνουν τα επιχειρήματα που είχαν αναπτύξει παλαιότερα και επιπλέον αμφισβητούν ότι η απόφαση του υπουργού εσωτερικών μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για τη μελετωμένη απόφαση.

10      Με ανακοίνωση η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα (C 90, σ. 1) της 25ης Απριλίου 2007, το Συμβούλιο πληροφόρησε τα πρόσωπα, τις ομάδες και τις οντότητες τα οποία αφορούν οι αποφάσεις 2006/379 και 2006/1008 ότι προτίθεται να τα διατηρήσει στον επίδικο κατάλογο. Το Συμβούλιο πληροφόρησε, επίσης, τους ενδιαφερομένους ότι μπορούν να του απευθύνουν αίτηση προκειμένου να τους κοινοποιηθούν οι λόγοι για τους οποίους περιελήφθησαν στον εν λόγω κατάλογο (αν δεν τους έχουν ήδη κοινοποιηθεί).

11      Με επιστολή της 14ης Μαΐου 2007, το Συμβούλιο κοινοποίησε στην προσφεύγουσα ακόμα ένα έγγραφο του φακέλου. Για τα λοιπά έγγραφα που δεν είχαν ακόμα κοινοποιηθεί το Συμβούλιο παρατήρησε ότι το κράτος από το οποίο προέρχονται αντιτίθεται στην κοινοποίησή τους. Εξάλλου, το Συμβούλιο επισυνήψε στην επιστολή αυτή σημείωμα της Γενικής Γραμματείας του προς την επιτροπή των μονίμων αντιπροσώπων (COREPER) της 19ης Ιανουαρίου 2007 (έγγραφο 5418/1/07 REV 1), με τίτλο «Συμμόρφωση προς την απόφαση OMPI», στο οποίο επισυνάπτεται σχέδιο επιστολής και αιτιολογήσεως με περιεχόμενο πανομοιότυπο με εκείνο της από 30 Ιανουαρίου 2007 επιστολής του Συμβουλίου προς την προσφεύγουσα, που μνημονεύεται στη σκέψη 5 ανωτέρω.

12      Με επιστολή της 29ης Μαΐου 2007, η προσφεύγουσα υπέβαλε νέες συμπληρωματικές παρατηρήσεις στις οποίες αναλύει τα έγγραφα που της κοινοποίησε το Συμβούλιο. Εξάλλου, ζήτησε επίμονα να περιληφθούν στον φάκελο τα δικαιολογητικά έγγραφα που προσκόμισε.

13      Με έγγραφο της 12ης Ιουνίου 2007, το Συμβούλιο απάντησε στην προσφεύγουσα ότι διανεμήθηκαν στις αντιπροσωπείες των κρατών μελών αντίγραφα των επιστολών της και όλων των απαλλακτικών εγγράφων που είχε προσκομίσει.

14      Στις 28 Ιουνίου 2007, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2007/445/ΕΚ, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και την κατάργηση των αποφάσεων 2006/379 και 2006/1008 (ΕΕ L 169, σ. 58). Κατά το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής, ο κατάλογος του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 αντικαθίσταται από τον κατάλογο που παρατίθεται στο παράρτημα. Το όνομα της προσφεύγουσας περιλαμβάνεται στο εν λόγω παράρτημα.

15      Η απόφαση 2007/445 κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με επιστολή του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2007 (στο εξής: πρώτη επιστολή κοινοποιήσεως). Η αιτιολογική έκθεση που επισυνάπτεται στην επιστολή αυτή είναι κατά τα ουσιώδη πανομοιότυπη με την επισυναφθείσα στην από 30 Ιανουαρίου 2007 επιστολή (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω).

 Διαδικασία και νέες εξελίξεις κατά την εκκρεμοδικία

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Ιουλίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

17      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση ταχείας διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 76α του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Το Συμβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της αιτήσεως αυτής στις 30 Ιουλίου 2007.

18      Πριν αποφανθεί επί της αιτήσεως, το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε, στις 13 Σεπτεμβρίου 2007, να καλέσει τους εκπροσώπους των διαδίκων σε άτυπη σύσκεψη παρουσία του εισηγητή δικαστή, σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας. Η σύσκεψη αυτή πραγματοποιήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2007.

19      Δεδομένου ότι τροποποιήθηκε η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου με το νέο δικαστικό έτος, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έβδομο τμήμα, στο οποίο, για τον λόγο αυτόν, ανατέθηκε η παρούσα υπόθεση.

20      Στις 11 Οκτωβρίου 2007, το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε να αποφανθεί με ταχεία διαδικασία, υπό τον όρο ότι η προσφεύγουσα θα υποβάλει εντός επτά ημερών συντομευμένο κείμενο της προσφυγής της καθώς και κατάλογο των παραρτημάτων που θα πρέπει αποκλειστικά να ληφθούν υπόψη, σύμφωνα με το σχέδιο που κατήρτισε ενόψει της άτυπης σύσκεψης. Η προσφεύγουσα ανταποκρίθηκε στον όρο αυτόν.

21      Με διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2007 και αφού άκουσε τους διαδίκους, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.

22      Με την απόφαση (Open Determination) PC/02/2006, της 30ής Νοεμβρίου 2007, η Proscribed Organisations Appeal Commission (επιτροπή προσφυγών προγεγραμμένων οργανώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου, στο εξής: POAC) δέχθηκε την προσφυγή κατά της αποφάσεως του υπουργού εσωτερικών της 1ης Σεπτεμβρίου 2006, με την οποία ο υπουργός αρνήθηκε να άρει την προγραφή της προσφεύγουσας ως οργάνωσης που εμπλέκεται στην τρομοκρατία και έδωσε εντολή στον εν λόγω Υπουργό Εσωτερικών να υποβάλει στο Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου σχέδιο αποφάσεως (Order) που θα αφαιρεί την προσφεύγουσα από τον κατάλογο των προγεγραμμένων οργανώσεων του Terrorism Act 2000 (στο εξής: απόφαση της POAC).

23      Με επιστολή της 5ης Δεκεμβρίου 2007, η προσφεύγουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, αφενός, αντίγραφο της αποφάσεως της POAC και, αφετέρου, αντίγραφο της επιστολής που απηύθυνε η ίδια στο Συμβούλιο την ίδια ημέρα ζητώντας τη διαγραφή της από τον επίδικο κατάλογο λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της POAC.

24      Με επιστολή της 12ης Δεκεμβρίου 2007, το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) έθεσε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους ως προς την ενδεχομένη επίπτωση της αποφάσεως της POAC επί της υπό κρίση υπόθεσης καθώς και ως προς τη σκοπιμότητα συνεχίσεως κατά την ταχεία διαδικασία.

25      Με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2007, η POAC απέρριψε την αίτηση του Υπουργού Εσωτερικών να του δοθεί άδεια να ασκήσει έφεση ενώπιον του Court of Appeal (England and Wales) κατά της αποφάσεως της POAC της 30ής Νοεμβρίου 2007. Με προσθήκη στην εν λόγω απόφαση, της 17ης Δεκεμβρίου 2007, η POAC αιτιολόγησε την απόρριψη με το στοιχείο ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει ο Υπουργός Εσωτερικών δεν εμφανίζει εύλογες πιθανότητες επιτυχίας.

26      Στις 20 Δεκεμβρίου 2007, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2007/868/ΕΚ, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και την κατάργηση της αποφάσεως 2007/445 (ΕΕ L 340, σ. 100). Κατά το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής, ο κατάλογος που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 αντικαθίσταται από τον κατάλογο που παρατίθεται στο παράρτημα. Το όνομα της προσφεύγουσας περιλαμβάνεται στο σημείο 2.19 του παραρτήματος αυτού στην κατηγορία «Ομάδες και οντότητες».

27      Στις 28 Δεκεμβρίου 2007, ο Υπουργός Εσωτερικών υπέβαλε ενώπιον του Court of Appeal νέα αίτηση για την άσκηση εφέσεως κατά της αποφάσεως της POAC.

28      Η απόφαση 2007/868 κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με επιστολή του Συμβουλίου της 3ης Ιανουαρίου 2008 (στο εξής: δεύτερη επιστολή κοινοποιήσεως). Στην επιστολή αυτή αναφέρεται ότι το Συμβούλιο θεώρησε ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι που υπαγορεύουν τη διατήρηση της προσφεύγουσας στον επίδικο κατάλογο, λόγοι οι οποίοι κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα με την πρώτη επιστολή κοινοποιήσεως. Σχετικά με την απόφαση της POAC, το Συμβούλιο παρατήρησε ότι ο Υπουργός Εσωτερικών επιχείρησε να ασκήσει έφεση.

29      Η αιτιολογική έκθεση που επισυνήφθη στη δεύτερη επιστολή κοινοποιήσεως είναι πανομοιότυπη με αυτή που είχε επισυναφθεί στην πρώτη επιστολή κοινοποιήσεως (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω).

30      Με επιστολή που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 11 Ιανουαρίου 2008, η προσφεύγουσα πληροφόρησε το Πρωτοδικείο για την έκδοση της αποφάσεως 2007/868. Ζήτησε να της δοθεί η δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματά της στην υπό κρίση υπόθεση ώστε να περιληφθεί σ’ αυτά και η ακύρωση αυτής της αποφάσεως. Επιπλέον, ζήτησε από το Πρωτοδικείο να συνεχίσει την εκδίκαση κατά την ταχεία διαδικασία και παρατήρησε ότι η υπό κρίση υπόθεση κατέστη περισσότερο επείγουσα λόγω της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως.

31      Στις 15 και στις 16 Ιανουαρίου 2008 αντιστοίχως, το Συμβούλιο, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή κατέθεσαν στη Γραμματεία τις γραπτές παρατηρήσεις τους απαντώντας στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007.

32      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, με επιστολή της Γραμματείας της 5ης Φεβρουαρίου 2008:

–        κάλεσε το Συμβούλιο και τις παρεμβαίνουσες να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως προσαρμογής των αιτημάτων της προσφεύγουσας κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 30 ανωτέρω·

–        ζήτησε από το Συμβούλιο και το Ηνωμένο Βασίλειο να καταθέσουν όλα τα έγγραφα τα σχετικά με τη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως 2007/868, στο μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα·

–        επέτρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο να καταθέσει υπόμνημα παρεμβάσεως.

33      Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους σε απάντηση των εν λόγω μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 και στις 21 Φεβρουαρίου 2008, αντιστοίχως, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και οι Κάτω Χώρες δήλωσαν ότι δεν προβάλλουν αντιρρήσεις στο αίτημα προσαρμογής των αιτημάτων της προσφεύγουσας κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 30 ανωτέρω.

34      Αντιθέτως, με το υπόμνημα παρεμβάσεως που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Φεβρουαρίου 2008, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστήριξε, αναφερόμενο στη σκέψη 34 της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, ότι ο δικαστικός έλεγχος του Πρωτοδικείου πρέπει να καλύψει εν προκειμένω μόνον την απόφαση 2007/868. Κατά την παρεμβαίνουσα, η απόφαση 2007/445 δεν υπόκειται πλέον σε έλεγχο, εφ’ όσον καταργήθηκε με την απόφαση 2007/868.

35      Εξάλλου, το Συμβούλιο και το Ηνωμένο Βασίλειο ανταποκρίθηκαν στην κλήση του Πρωτοδικείου να προσκομίσουν τα έγγραφα τα σχετικά με τη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως 2007/868, στο μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα. Παράλληλα, πάντως, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε να μη κοινολογηθούν τα στοιχεία που περιέχουν τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε.

36      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Μαρτίου 2008.

37      Με επιστολή της 13ης Μαΐου 2008, η προσφεύγουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου αντίγραφο της αποφάσεως του Court of Appeal της 7ης Μαΐου 2008, με την οποία απερρίφθη η αίτηση του υπουργού εσωτερικών για την άδεια να ασκήσει έφεση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού κατά της αποφάσεως της POAC (στο εξής: απόφαση του Court of Appeal). Με την ίδια επιστολή η προσφεύγουσα διατύπωσε ορισμένες παρατηρήσεις επί της αποφάσεως αυτής.

38      Με διάταξη της 12ης Ιουνίου 2008, το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Κανονισμού Διαδικασίας, προκειμένου να δώσει στους λοιπούς διαδίκους τη δυνατότητα να λάβουν θέση επ’ αυτών των νέων στοιχείων.

39      Με επιστολή της Γραμματείας της 12ης Ιουνίου 2008, οι λοιποί διάδικοι κλήθηκαν να καταθέσουν τις παρατηρήσεις τους επί της επιστολής της προσφεύγουσας της 13ης Μαΐου 2008 και επί της αποφάσεως του Court of Appeal.

40      Το μεν Συμβούλιο ανταποκρίθηκε με επιστολή που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 7 Ιουλίου 2008 και, επειδή δεν επετράπη στην προσφεύγουσα να του απαντήσει, το Πρωτοδικείο περάτωσε και πάλι την προφορική διαδικασία με απόφαση της 15ης Ιουλίου 2008.

 Αιτήματα των διαδίκων

41      Με την προσφυγή της η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την απόφαση 2007/445, στο μέτρο που την αφορά·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

42      Με την από 11 Ιανουαρίου 2008 επιστολή της η προσφεύγουσα ζητεί επίσης από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει την απόφαση 2007/868, στο μέτρο που την αφορά.

43      Το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

44      Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Επιτροπή και οι Κάτω Χώρες υποστηρίζουν το πρώτο αίτημα του Συμβουλίου.

 Επί των δικονομικών συνεπειών της κατάργησης και της αντικατάστασης της αποφάσεως 2007/445

45      Όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 26 ανωτέρω, η απόφαση 2007/445 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, μετά την κατάθεση της προσφυγής, με την απόφαση 2007/868. Η προσφεύγουσα ζήτησε τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αρχικά αιτήματά της ώστε με την προσφυγή της να ζητεί την ακύρωση των δύο αυτών αποφάσεων.

46      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όταν μια απόφαση ή ένας κανονισμός που αφορά άμεσα και ατομικά έναν ιδιώτη αντικαθίσταται, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, από πράξη με το ίδιο αντικείμενο, η πράξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως νέο στοιχείο που παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του. Πράγματι, θα ήταν αντίθετο προς τις αρχές της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της δίκης να υποχρεωθεί ο προσφεύγων να ασκήσει νέα προσφυγή. Επιπροσθέτως, θα ήταν άδικο να έχει το καθού κοινοτικό όργανο τη δυνατότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αιτιάσεις που περιέχει η ενώπιον του κοινοτικού δικαστή ασκηθείσα προσφυγή κατά αποφάσεως, να προσαρμόζει την προσβαλλομένη απόφαση ή να την αντικαθιστά με άλλη και να επικαλείται κατά τη δίκη αυτήν την τροποποίηση ή την αντικατάσταση για να στερήσει από τον αντίδικο τη δυνατότητα να εκτείνει τα αρχικά του αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως στη μεταγενέστερη απόφαση ή να αναπτύξει συμπληρωματικά αιτήματα και λόγους κατά της αποφάσεως αυτής (βλ. απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 28 και 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Πρέπει, συνεπώς, εν προκειμένω, σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, να γίνει δεκτό το αίτημα της προσφεύγουσας και να θεωρηθεί ότι, με την προσφυγή της, ζητείται, κατά την ημερομηνία της περατώσεως της προφορικής διαδικασίας, η ακύρωση της αποφάσεως 2007/868, καθόσον την αφορά, και να παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να αναδιατυπώσουν τα αιτήματά τους, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματά τους υπό το φως των νέων αυτών στοιχείων, πράγμα που συνεπάγεται, για τους διαδίκους αυτούς, το δικαίωμα υποβολής πρόσθετων αιτημάτων, ισχυρισμών και επιχειρημάτων (απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 30).

48      Εξάλλου, η προσφεύγουσα διατηρεί το συμφέρον για την ακύρωση της αποφάσεως 2007/445 στο μέτρο που την αφορά, δεδομένου ότι η κατάργηση μιας πράξεως θεσμικού οργάνου δεν αποτελεί αναγνώριση της ελλείψεως νομιμότητάς της και παράγει αποτέλεσμα ex nunc, αντίθετα προς μια ακυρωτική δικαστική απόφαση δυνάμει της οποίας η ακυρωθείσα πράξη εξαλείφεται αναδρομικά από την έννομη τάξη και θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξασα (βλ. απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 34 και 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 1960, 16/59 έως 18/59, Geitling κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 365, σκέψη 65). Πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι ο έλεγχος του Πρωτοδικείου καλύπτει και την απόφαση αυτή, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο βάσει προφανώς εσφαλμένης ερμηνείας των σκέψεων 34 και 35 της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω.

49      Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο θα αποφανθεί διαδοχικά, με την παρούσα απόφαση, επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/445 και επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/868.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/445

50      Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/445, η προσφεύγουσα επικαλείται, κατά τα ουσιώδη, πέντε λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος, που υποδιαιρείται σε τρία σκέλη, αφορά παράβαση του άρθρου 233 ΕΚ και παραβίαση των αρχών που διατύπωσε το Πρωτοδικείο με την απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω. Ο δεύτερος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ο τρίτος αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001. Ο τέταρτος αφορά παράβαση του βάρους αποδείξεως και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αποδεικτικών στοιχείων. Ο πέμπτος αφορά υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 233 ΕΚ και παραβίαση των αρχών που διατύπωσε το Πρωτοδικείο με την απόφαση OMPI

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

51      Με το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2007/445 και την αιτιολογία που παραθέτει η πρώτη επιστολή κοινοποιήσεως, το Συμβούλιο αποφάσισε να τη «διατηρήσει» στον επίδικο κατάλογο στηριζόμενο στο γεγονός ότι η απόφαση 2006/379, που δεν ακυρώθηκε από το Πρωτοδικείο, εξακολούθησε να ισχύει. Η απόφαση 2007/445 στηρίζεται δηλαδή στο «συνεχές κύρος» της αποφάσεως 2006/379.

52      Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα παρατηρεί, κατά τα ουσιώδη, ότι το Συμβούλιο δεν είχε το δικαίωμα να τη «διατηρήσει» κατά τα προεκτεθέντα στον επίδικο κατάλογο, εφ’ όσον η απόφαση 2005/930 ακυρώθηκε με την απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, και ότι όλες οι άλλες αποφάσεις του Συμβουλίου, και ειδικότερα η απόφαση 2006/379, πρέπει να θεωρηθούν ipso jure άκυρες έναντι αυτής, δυνάμει της ίδιας αποφάσεως του Πρωτοδικείου, στο μέτρο που εμφάνιζαν τα ίδια διαδικαστικά (προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας) και τυπικά (έλλειψη αιτιολογίας) ελαττώματα με αυτά που υπαγόρευσαν την ακύρωση της αποφάσεως 2005/930.

53      Η προσφεύγουσα επικαλείται, ειδικότερα, τη σκέψη 35 της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, με την οποία το Πρωτοδικείο παρατήρησε, αφενός, ότι με τη δικαστική ακυρωτική απόφαση «η ακυρωθείσα πράξη εξαλείφεται αναδρομικά από την έννομη πράξη και θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξασα» και, αφετέρου, ότι σε περίπτωση ακυρώσεως των προσβαλλομένων πράξεων το Συμβούλιο «θα ήταν υποχρεωμένο […] να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 233 ΕΚ, πράγμα που θα μπορούσε να συνεπάγεται την τροποποίηση ή την ανάκληση ενδεχομένως των τυχόν πράξεων που κατήργησαν και αντικατέστησαν τις πράξεις οι οποίες προσεβλήθησαν μετά την ολοκλήρωση της προφορικής διαδικασίας». Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο δεν είχε το δικαίωμα, εκδίδοντας την απόφαση 2007/445, να επικαλεστεί το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο δεν είχε ακυρώσει την απόφαση 2006/379.

54      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι με την απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση 2005/930, καθόσον αφορούσε την προσφεύγουσα. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο δεν ακύρωσε την απόφαση 2006/379, η οποία και δεν υπεβλήθη στον δικαστικό έλεγχό του εφ’ όσον εκδόθηκε μετά την περάτωση της προφορικής διαδικασίας, η δε προσφεύγουσα δεν ζήτησε την επανάληψη της διαδικασίας αυτής προκειμένου να προσαρμόσει τα αιτήματά της υπό το φως του νέου στοιχείου, της εκδόσεως δηλαδή αυτής της αποφάσεως (βλ., επίσης, απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 33).

55      Εν συνεχεία υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, υπέρ των πράξεων των κοινοτικών οργάνων, ακόμη και αν είναι παράτυπες, υφίσταται τεκμήριο νομιμότητας, οι πράξεις δε αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα, εφ’ όσον δεν έχουν ανακληθεί, ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως ή κριθεί ανίσχυρες κατόπιν προδικαστικής παραπομπής ή κατόπιν ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας (βλ, κατ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 1ης Απριλίου 1982, 11/81, Dürbeck κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 1251, σκέψη 17· της 26ης Φεβρουαρίου 1987, 15/85, Consorzio Cooperative d’Abruzzo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1005, σκέψη 10· της 15ης Ιουνίου 1994, C‑137/92 P, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I‑2555, σκέψη 48· της 8ης Ιουλίου 1999, C‑245/92 P, Chemie Linz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4643, σκέψη 93, και της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑475/01, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2004, σ. I‑8923, σκέψη 18).

56      Κατ’ εξαίρεση από την αρχή αυτή, οι πράξεις οι οποίες πάσχουν πλημμέλεια η σοβαρότητα της οποίας είναι τόσο πρόδηλη ώστε να μη μπορεί να γίνεται ανεκτή από την κοινοτική έννομη τάξη πρέπει να θεωρούνται ότι δεν παρήγαγαν κανένα έννομο αποτέλεσμα, έστω προσωρινό, δηλαδή να θεωρούνται ως νομικώς ανυπόστατες. Η εξαίρεση αυτή αποβλέπει στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των δύο θεμελιωδών, αλλά ενίοτε ανταγωνιστικών μεταξύ τους επιταγών, τις οποίες πρέπει να τηρεί μια έννομη τάξη, δηλαδή της σταθερότητας των εννόμων σχέσεων και του σεβασμού της νομιμότητας (προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 49, Chemie Linz κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 94, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 19).

57      Η σοβαρότητα των συνεπειών που συνδέονται με την αναγνώριση του ανυποστάτου μιας πράξεως των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας επιτάσσει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να επιφυλάσσεται η αναγνώριση αυτή σε εντελώς ακραίες περιπτώσεις (προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 50, Chemie Linz κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 95, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 20).

58      Ακριβώς, όμως, η απόφαση 2006/379 δεν μπορεί να θεωρηθεί ανυπόστατη ακόμη και αν εμφανίζει τα ίδια τυπικά και διαδικαστικά ελαττώματα με αυτά που πάσχει η απόφαση 2005/930, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα χωρίς να αντικρουστεί από το Συμβούλιο.

59      Συνεπώς, το Συμβούλιο δεν έπρεπε να θεωρήσει την εν λόγω απόφαση ως «ipso jure άκυρη […] και μη εκδοθείσα […]» έναντι τις προσφεύγουσας, αντίθετα προς όσα αυτή υποστηρίζει.

60      Κατά τα λοιπά, υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, το κοινοτικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη υποχρεούται να σεβαστεί όχι μόνον το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και που συνιστά το αναγκαίο του στήριγμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό. Πράγματι, με το σκεπτικό αυτό, αφενός, εντοπίζεται η ακριβής διάταξη που θεωρείται ως παράνομη και, αφετέρου, σ’ αυτό εμφαίνονται οι ακριβείς λόγοι της παρανομίας που διαπιστώνεται με το διατακτικό και που το οικείο κοινοτικό όργανο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την αντικατάσταση της πράξεως που ακυρώθηκε (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 1988, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψη 27).

61      Αν, όμως, η διαπίστωση της παρανομίας στο σκεπτικό της ακυρωτικής αποφάσεως υποχρεώνει, προεχόντως, το κοινοτικό όργανο –εκδότη της πράξης– να εξαλείψει την παρανομία αυτή στην πράξη που προορίζεται να αντικαταστήσει την ακυρωθείσα, μπορεί επίσης, εφ’ όσον αφορά διάταξη συγκεκριμένου περιεχομένου σε δεδομένο τομέα, να συνεπάγεται και άλλες συνέπειες για το κοινοτικό αυτό όργανο (απόφαση Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 28).

62      Εφ’ όσον πρόκειται, όπως εδώ, για την ακύρωση, λόγω τυπικών και διαδικαστικών ελαττωμάτων, μιας αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων η οποία, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, πρέπει να επανεξετάζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, το κοινοτικό όργανο που την εξέδωσε έχει πρωτίστως την υποχρέωση να φροντίσει ώστε οι ενδεχόμενες μεταγενέστερες αποφάσεις περί δεσμεύσεως κεφαλαίων που θα εκδοθούν μετά την ακυρωτική απόφαση για να καλύψουν περιόδους μεταγενέστερες της αποφάσεως αυτής να μην εμφανίζουν τα ίδια ελαττώματα (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 29).

63      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση αυτή θεσπίζοντας, και στη συνέχεια εφαρμόζοντας, αμέσως μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, νέα διαδικασία προκειμένου να συμμορφωθεί με τους τυπικούς και διαδικαστικούς κανόνες που διατύπωσε το Πρωτοδικείο με την εν λόγω απόφαση, μεταξύ άλλων στις σκέψεις 126 (δικαιώματα άμυνας) και 151 (αιτιολογία), έτσι ώστε η προσφεύγουσα να επωφεληθεί των εγγυήσεων που παρέχει η νέα αυτή διαδικασία πριν εκδώσει έναντι αυτής την απόφαση 2007/445 (βλ. σκέψεις 88 επ. κατωτέρω).

64      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι, δυνάμει του αναδρομικού αποτελέσματος που παράγουν οι ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις, η διαπίστωση ελλείψεως νομιμότητας ανατρέχει στην ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της ακυρωθείσας πράξης (απόφαση Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 30). Για τον λόγο αυτόν το Πρωτοδικείο παρατήρησε, στη σκέψη 35 της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, ότι τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 233 ΕΚ, είναι δυνατό να περιλαμβάνουν την τροποποίηση ή την ανάκληση, ενδεχομένως, από το Συμβούλιο των πράξεων που κατήργησαν και αντικατέστησαν την ακυρωθείσα απόφαση 2005/93 μετά την ολοκλήρωση της προφορικής διαδικασίας.

65      Ορθώς, πάντως, το Συμβούλιο και το Ηνωμένο Βασίλειο επισήμαναν με τις παρατηρήσεις τους ότι από τη σκέψη 35 της αποφάσεως OMPI δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο είχε οπωσδήποτε την υποχρέωση να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει τις εν λόγω πράξεις. Πράγματι, από τη νομολογία προκύπτει ότι, όταν μια πράξη ακυρώνεται λόγω τυπικού ή διαδικαστικού ελαττώματος, όπως εν προκειμένω, το οικείο όργανο εγκύρως εκδίδει και πάλι πανομοιότυπη πράξη σεβόμενο αυτή τη φορά τους κρίσιμους τυπικούς και διαδικαστικούς κανόνες και μάλιστα δίνει στην πράξη αυτή αναδρομικό αποτέλεσμα, αν αυτό απαιτείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό γενικού συμφέροντος και εφ’ όσον εξασφαλίζεται δεόντως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, 108/81, Amylum κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1982, σ. 3107, σκέψεις 4 έως 17, και της 13ης Νοεμβρίου 1990, C‑331/88, Fedesa κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I‑4023, σκέψεις 45 έως 47· απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 1991, T‑26/89, de Compte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1991, σ. II‑781, σκέψη 66).

66      Η νομολογία αυτή εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στην περίπτωση που περιγράφεται στη σκέψη 35 της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, με την επιφύλαξη ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το οικείο όργανο δικαιούται να διατηρήσει σε ισχύ την πράξη που κατήργησε ή αντικατέστησε την ακυρωθείσα πράξη, μετά την ολοκλήρωση της προφορικής διαδικασίας, εφ’ όσον χρόνο του είναι απολύτως αναγκαίος για να εκδώσει νέα πράξη, συμμορφούμενο προς τους κρίσιμους τυπικούς και διαδικαστικούς κανόνες. Συγκεκριμένα, στην πολύ ειδική αυτή περίπτωση, θα ήταν αντίθετο προς την επίτευξη του επιδιωκομένου στόχου γενικού συμφέροντος να υποχρεωθεί το Συμβούλιο να ανακαλέσει αρχικά την πράξη που δεν ανταποκρίνεται στους κανόνες αυτούς και στη συνέχεια να του επιτραπεί να δώσει αναδρομική ισχύ στη νέα πράξη που εκδίδει σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες.

67      Ειδικότερα, εν προκειμένω, και πάντα αν υποτεθεί ότι η απόφαση 2006/379 εμφανίζει τα ίδια τυπικά και διαδικαστικά ελαττώματα με την απόφαση 2005/930, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Συμβούλιο ότι αρνήθηκε να την τροποποιήσει ή να την ανακαλέσει, καθόσον αφορούσε την προσφεύγουσα, στο διάστημα που του ήταν απολύτως αναγκαίο για να εκδώσει νέα πράξη σεβόμενο τους τυπικούς και διαδικαστικούς κανόνες, την παράβαση των οποίων κύρωσε η απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, αν το όργανο αυτό φρονούσε ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι που επικαλέστηκε για να περιλάβει την προσφεύγουσα στον επίδικο κατάλογο. Συναφώς, το Συμβούλιο ορθώς παρατήρησε ότι με την απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε επί του βασίμου των λόγων αυτών. Εξάλλου, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας έγινε δεόντως σεβαστή, δεδομένου ότι το Συμβούλιο την ενημέρωσε για την πρόθεσή του με την από 30 Ιανουαρίου 2007 επιστολή (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω).

68      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Συμβούλιο ούτε ότι αποφάσισε να «διατηρήσει» την προσφεύγουσα στον επίδικο κατάλογο ούτε ότι στηρίχθηκε προς τούτο στο «συνεχές κύρος» της αποφάσεως 2006/379.

69      Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά υποστήριξαν το Συμβούλιο και το Ηνωμένο Βασίλειο, η απόφαση 2007/445 δεν στηρίζεται στην απόφαση 2006/379 ούτε εξαρτάται από το κύρος της. Με την απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, ναι μεν το Πρωτοδικείο, προκειμένου να προσδιορίσει το αντικείμενο και τους περιορισμούς των εγγυήσεων σχετικά με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και με την υποχρέωση αιτιολογήσεως προέβη σε διάκριση μεταξύ της «αρχικής αποφάσεως» για τη δέσμευση κεφαλαίων, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, και των «μεταγενεστέρων αποφάσεων» διατηρήσεως της δεσμεύσεως κεφαλαίων κατόπιν επανεξέτασης, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 6, της εν λόγω κοινής θέσης, πλην όμως κάθε μία από τις μεταγενέστερες αυτές αποφάσεις συνιστά νέα απόφαση λαμβανομένη βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και προκύπτουσα από επανεξέταση εκ μέρους του Συμβουλίου του επιδίκου καταλόγου (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 2007, C‑229/05 P, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑445, σκέψη 103, που επικυρώνει ρητά, συναφώς, τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 15ης Φεβρουαρίου 2005, T‑229/02, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II‑539, σκέψη 44).

70      Υπό τις συνθήκες αυτές, ούτε το γεγονός ότι το Συμβούλιο επικαλέστηκε, στο προοίμιο της αποφάσεως 2007/445, την απόφαση 2006/379 ούτε το γεγονός ότι αποφάσισε να «διατηρήσει» την προσφεύγουσα στον επίδικο κατάλογο είναι ικανά να θίξουν τη νομιμότητα της αποφάσεως 2007/445.

71      Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

72      Με το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η απόφαση 2007/445 στηρίζεται, καθόσον την αφορά, στην ίδια απόφαση του υπουργού εσωτερικών και στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία που στήριξαν την απόφαση 2005/930.

73      Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατά τα ουσιώδη, ότι το Συμβούλιο δεν εδικαιούτο να «επαναχρησιμοποιήσει» ή να «ανακυκλώσει» κατά τα ανωτέρω τέτοια στοιχεία για να σχηματίσει τη βάση της αποφάσεως 2007/445. Επικαλούμενο τα στοιχεία αυτά και μόνον, το Συμβούλιο ενήργησε διά «τακτοποιήσεως» κατά παραβίαση όχι μόνο των αρχών που έθεσε το Πρωτοδικείο με την απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, αλλά και των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

74      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι, εφ’ όσον η απόφαση 2005/930 ακυρώθηκε εν μέρει λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και παραβάσεως της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, το Συμβούλιο είχε την υποχρέωση να εκδώσει έναντι αυτής νέα απόφαση στηριζομένη σε νέα απόφαση εθνικής αρχής ή σε νέα στοιχεία, βεβαίως όμως όχι στην απόφαση του υπουργού εσωτερικών ή σε αποδεικτικά στοιχεία προγενέστερα του έτους 2001. Δεδομένου ότι η απόφαση 2007/445 στηρίχθηκε μόνο στα τελευταία αυτά στοιχεία είναι ipso jure άκυρη στο μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα.

75      Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι η ακύρωση μιας πράξεως λόγω τυπικών ή διαδικαστικών ελαττωμάτων δεν θίγει το δικαίωμα του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, να εκδώσει νέα πράξη στηριζόμενο στα ίδια πραγματικά και νομικά στοιχεία με αυτά επί των οποίων στηρίχθηκε η ακυρωθείσα πράξη, εφ’ όσον τη φορά αυτή τηρεί τους τυπικούς και διαδικαστικούς κανόνες των οποίων κυρώθηκε η παράβαση και εφ’ όσον γίνεται δεόντως σεβαστή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων (βλ., επίσης, σκέψη 65 ανωτέρω).

76      Εν προκειμένω, το γεγονός ότι η απόφαση 2007/445 στηρίζεται, όσον αφορά την προσφεύγουσα, στην ίδια απόφαση του υπουργού εσωτερικών και στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η απόφαση 2005/930, είναι συνεπώς, και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται, άμοιρη επιρροής επί της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής. Εξάλλου, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 67 ανωτέρω, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας έγινε δεόντως σεβαστή εν προκειμένω.

77      Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

78      Με το τρίτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, που προβάλλεται επικουρικά, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, με την απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, το Πρωτοδικείο έκανε διάκριση μεταξύ της αρχικής αποφάσεως περί εγγραφής ενός προσώπου στον επίδικο κατάλογο και των επακολούθων αποφάσεων περί διατηρήσεώς του στον κατάλογο αυτόν. Κατά την άποψή της, από τις σκέψεις 143 και 145 της αποφάσεως αυτής, προκύπτει ότι η αρχική απόφαση μπορεί να εκδοθεί λαμβανομένης υπόψη μόνο μιας αποφάσεως αρμόδιας εθνικής αρχής. Αντιθέτως, οι επακόλουθες αποφάσεις πρέπει να παραθέτουν τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε το Συμβούλιο. Από τις σκέψεις 144 και 145 της απόφασης OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, προκύπτει εξάλλου ότι οι επακόλουθες αποφάσεις πρέπει να εκδίδονται μετά από επανεξέταση της κατάστασης του ενδιαφερομένου, προκειμένου να εξακριβώνεται αν αυτός εξακολουθεί να επιδίδεται σε πράξεις τρομοκρατίας.

79      Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, για να διατηρήσει την προσφεύγουσα στον επίδικο κατάλογο, με την απόφαση 2007/445, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να επικαλεστεί απλώς την απόφαση του υπουργού εσωτερικών ούτε να παραπέμψει σε γεγονότα του έτους 2001.

80      Συναφώς, διαπιστώνεται εξ αρχής ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω.

81      Ειδικότερα, από τις σκέψεις 143 έως 146 και 151 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι τόσο η αιτιολογία αρχικής αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων όσο και η αιτιολογία των επακολούθων αποφάσεων πρέπει να αφορά όχι μόνον τις νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής του κανονισμού 2580/2001 και ειδικότερα την ύπαρξη εθνικής αποφάσεως αρμόδιας αρχής, αλλά και τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο θεωρεί, στο πλαίσιο ασκήσεως της οικείας διακριτικής εξουσίας εκτιμήσεως, ότι θα πρέπει να ληφθεί έναντι του ενδιαφερομένου το μέτρο της δεσμεύσεως κεφαλαίων.

82      Εξάλλου, τόσο από τη σκέψη 145 της ίδιας αποφάσεως όσο και από το άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, στο οποίο παραπέμπει και το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, προκύπτει ότι οι επακόλουθες αποφάσεις δεσμεύσεως κεφαλαίων εκδίδονται μεν μετά από επανεξέταση της κατάστασης του ενδιαφερομένου, πλην όμως όχι για να εξακριβωθεί αν αυτός εξακολουθεί να επιδίδεται σε τρομοκρατικές ενέργειες όπως αβασίμως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, αλλά για να διασφαλίζεται ότι η διατήρησή του στον επίδικο κατάλογο «δικαιολογείται», ενδεχομένως, βάσει νέων πληροφοριακών ή αποδεικτικών στοιχείων. Συναφώς, το Πρωτοδικείο έχει κρίνει ότι, όταν η αιτιολογία μιας επακόλουθης αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων είναι κατ’ ουσίαν η ίδια με αυτήν που υπαγόρευσε προηγούμενη απόφαση, μπορεί να αρκεί προς τούτο απλή δήλωση, ιδίως όταν ο ενδιαφερόμενος είναι ομάδα ή οντότητα (απόφαση του Πρωτοδικείο της 11ης Ιουλίου 2007, T‑327/03, Al Aqsa κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 54).

83      Κατά τα λοιπά, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας είναι αβάσιμα. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική έκθεση που επισυνήψε στην από 30 Ιανουαρίου 2007 επιστολή προς την προσφεύγουσα το Συμβούλιο δεν περιορίστηκε στην επίκληση της αποφάσεως του υπουργού εσωτερικών. Στην πρώτη παράγραφο της αιτιολογικής έκθεσης, το Συμβούλιο κάνει λόγο για σειρά πράξεων που φέρεται ότι διέπραξε η προσφεύγουσα για τις οποίες φρονεί ότι εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχεία α΄, β΄, δ΄, ζ΄ και η΄ της κοινής θέσης 2001/931 και ότι διαπράχθηκαν ενόψει των σκοπών που παραθέτει το άρθρο 1, παράγραφος 3, σημεία i και iii. Στη δεύτερη παράγραφο της αιτιολογικής έκθεσης, το Συμβούλιο συνάγει ότι η προσφεύγουσα εμπίπτει στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο ii, του κανονισμού 2580/2001. Στις επόμενες παραγράφους της αιτιολογικής έκθεσης, το Συμβούλιο παρατηρεί, επίσης, ότι η απόφαση του υπουργού εσωτερικών που προγράφει την προσφεύγουσα ως οργάνωση ενεχομένη σε πράξεις τρομοκρατίας και κατά της οποίας μπορούσε να ασκηθεί προσφυγή (review) κατά τον νόμο Terrorism Act 2000, εξακολουθεί να ισχύει. Αφού διαπίστωσε δηλαδή ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι που υπαγόρευσαν την εγγραφή της προσφεύγουσας στον επίδικο κατάλογο, το Συμβούλιο της ανακοίνωσε την απόφασή του να συνεχίσει να εφαρμόζει κατ’ αυτής τα μέτρα του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2580/2001.

84      Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο παρέθεσε, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 81 και 82 ανωτέρω, τους συγκεκριμένους και ειδικούς λόγους για τους οποίους θεωρεί, κατά την άσκηση της οικείας διακριτικής εξουσίας εκτιμήσεως, ότι πρέπει να συνεχιστεί να εφαρμόζεται το μέτρο της δεσμεύσεως έναντι της προσφεύγουσας.

85      Ως προς το ζήτημα αν οι λόγοι που επικαλέστηκε το Συμβούλιο ήταν ικανοί να δικαιολογήσουν κατά νόμο, τόσον από νομικής σκοπιάς όσο και από σκοπιάς πραγματικών περιστατικών, την έκδοση της αποφάσεως 2007/445, αυτό ανάγεται στον κατ’ ουσίαν έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως αυτής που θα γίνει μαζί με την εξέταση του τρίτου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως.

86      Συνεπώς, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, άρα και ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

87      Όσον αφορά, πρώτον, την προβαλλομένη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ουδέποτε της δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσει επωφελώς την άποψή της ως προς τις εξηγήσεις που προβλήθηκαν για να δικαιολογηθεί η διατήρησή της στον επίδικο κατάλογο. Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι τα μόνα στοιχεία που έλαβε από το Συμβούλιο είναι προγενέστερα του 2001, ότι το Συμβούλιο δεν απάντησε στις επικρίσεις που του απηύθυνε, ότι ουδόλως έλαβε υπόψη τα απαλλακτικά στοιχεία που προσκόμισε και ότι δεν της έδωσε την ευκαιρία μιας ακροάσεως.

88      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το αντικείμενο της εγγύησης, όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας, στο πλαίσιο της εκδόσεως διατάξεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, καθώς και οι περιορισμοί της εγγυήσεως αυτής που μπορούν νομίμως να επιβληθούν στους ενδιαφερομένους, σ’ αυτό το πλαίσιο, προσδιορίστηκαν από το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 114 έως 137 της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω.

89      Εν προκειμένω, από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στις σκέψεις 5 έως 13 ανωτέρω, προκύπτει ότι το Συμβούλιο τήρησε δεόντως τις αρχές που διατύπωσε το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 114 έως 137 της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, στο πλαίσιο της εκδόσεως της αποφάσεως 2007/445.

90      Συγκεκριμένα, πρώτον, το Συμβούλιο κοινοποίησε στην προσφεύγουσα, ως παράρτημα της από 30 Ιανουαρίου 2007 επιστολής του, αιτιολογική έκθεση όπου παρατίθενται σαφώς και απεριφράστως οι λόγοι που, κατά την άποψή του, δικαιολογούσαν τη διατήρησή της στον επίδικο κατάλογο (βλ., επίσης, σκέψη 83 ανωτέρω). Η έκθεση αυτή ανέφερε συγκεκριμένα παραδείγματα τρομοκρατικών ενεργειών, κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων της κοινής θέσης 2001/931, για τις οποίες φέρεται ευθυνομένη η προσφεύγουσα. Ανέφερε, επίσης, ότι, λόγω των ενεργειών αυτών, ελήφθη απόφαση από την αρμόδια αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου περί προγραφής της προσφεύγουσας ως οργάνωσης που ενέχεται σε πράξεις τρομοκρατίας, ότι η απόφαση αυτή υπόκειται σε επανεξέταση δυνάμει της εφαρμοστέας νομοθεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου και ότι εξακολουθεί να ισχύει. Η επιστολή της 30ής Ιανουαρίου 2007 αναφέρει εξάλλου ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να υποβάλει στο Συμβούλιο παρατηρήσεις σχετικά με την πρόθεσή του να τη διατηρήσει στον επίδικο κατάλογο και τους λόγους που προβάλλει συναφώς καθώς και όλα τα δικαιολογητικά έγγραφα, εντός ενός μήνα.

91      Δεύτερον, το Συμβούλιο κοινοποίησε στην προσφεύγουσα με επιστολές της 30ής Μαρτίου 2007 και της 14ης Μαΐου 2007, ορισμένο αριθμό εγγράφων του φακέλου. Ως προς τα λοιπά έγγραφα, το Συμβούλιο δήλωσε με την από 14 Μαΐου 2007 επιστολή του, ότι δεν ήταν σε θέση να της τα διαβιβάσει, δεδομένου ότι το κράτος που τα είχε παράσχει δεν είχε συναινέσει για την κοινολόγησή τους. Στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, η προσφεύγουσα δεν προσέβαλε την άρνηση της κοινοποίησης ορισμένων επιβαρυντικών εγγράφων ούτε τους λόγους που προβλήθηκαν για να τη δικαιολογήσουν.

92      Τρίτον, το Συμβούλιο έδωσε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να διατυπώσει επωφελώς την άποψή της σχετικά με τα στοιχεία που έγιναν δεκτά εις βάρος της, δυνατότητα της οποίας έκανε πράγματι χρήση με τις επιστολές της 27ης Φεβρουαρίου 2007, της 19ης, της 20ής και της 26ης Μαρτίου 2007, της 16ης Απριλίου 2007 και της 29ης Μαΐου 2007.

93      Ως προς το επιχείρημα που θεωρεί ότι αντλεί η προσφεύγουσα από την άρνηση του Συμβουλίου στο αίτημά της για επίσημη ακρόαση, αρκεί να διαπιστωθεί ότι ούτε η επίδικη ρύθμιση, δηλαδή ο κανονισμός 2580/2001, ούτε η γενική αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας παρέχουν στους ενδιαφερόμενους το δικαίωμα ακροάσεως (βλ., κατ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑134/03 και T‑135/03, Common Market Fertilizers κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3923, σκέψη 108· βλ., επίσης, απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 93).

94      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το Συμβούλιο δεν απάντησε στις παρατηρήσεις της ούτε έλαβε υπόψη τα απαλλακτικά στοιχεία που προσκόμισε, αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των υποχρεώσεων που φέρει το Συμβούλιο στο πλαίσιο του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επιστολή του Συμβουλίου της 12ης Ιουνίου 2007 και από την πρώτη επιστολή κοινοποιήσεως, το εν λόγω όργανο έλαβε δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις και τα απαλλακτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα, ιδίως φροντίζοντας να διαβιβαστούν στις αντιπροσωπείες των κρατών μελών πριν από την έκδοση της αποφάσεως 2007/445.

95      Αντιθέτως, το Συμβούλιο δεν είχε την υποχρέωση να απαντήσει στις παρατηρήσεις αυτές, υπό το φως αυτών των εγγράφων, εάν θεωρούσε ότι δεν δικαιολογούσαν τα συμπεράσματα που η προσφεύγουσα ισχυριζόταν ότι συνάγει από αυτά. Συναφώς, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι η κατά γράμμα αντιγραφή της επισυναφθείσας στην από 30 Ιανουαρίου 2007 επιστολή του Συμβουλίου αιτιολογικής έκθεσης στη συνημμένη στην πρώτη επιστολή κοινοποιήσεως αιτιολογική έκθεση σημαίνει καθεαυτή μόνον ότι το Συμβούλιο διατήρησε την άποψή του. Ελλείψει άλλων καταλλήλων αποδεικτικών στοιχείων, όπως εν προκειμένω, ο παραλληλισμός αυτός των κειμένων δεν αποδεικνύει ότι το Συμβούλιο παρέλειψε κατά την εξέταση της υποθέσεως να λάβει δεόντως υπόψη τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα για να αμυνθεί (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψεις 117 και 118).

96      Κατά τα λοιπά και εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο απάντησε ειδικά, με την πρώτη επιστολή κοινοποιήσεως, στο κύριο επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι δηλαδή μόνον η παρούσα και τρέχουσα τρομοκρατική δραστηριότητα θα ήταν ικανή να δικαιολογήσει τη διατήρησή της στον επίδικο κατάλογο (βλ., επίσης, σκέψη 142 κατωτέρω).

97      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι δεν αποδεικνύεται, εν προκειμένω, η προβαλλομένη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

98      Όσον αφορά, δεύτερον, την προβαλλομένη παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση 2007/445 δεν παραθέτει τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο θεώρησε, αφενός, ότι η σχετική ρύθμιση μπορεί να εφαρμοστεί στην προσφεύγουσα (απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 143) και, αφετέρου, κατόπιν επανεξετάσεως, ότι η δέσμευση των κεφαλαίων της εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένη (απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 151). Ειδικότερα, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα για την περίοδο μετά το 2001 και η απόφαση 2007/445 δεν παραθέτει καμιά αιτιολογία σχετικά με την περίοδο αυτή.

99      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το αντικείμενο της εγγύησης σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, καθώς και οι περιορισμοί της εγγύησης αυτής που μπορούν νομίμως να επιβληθούν στους ενδιαφερομένους σ’ αυτό το πλαίσιο προσδιορίστηκαν από το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 138 έως 151 της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω.

100    Εν προκειμένω, από την εξέταση του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 83 και 84 ανωτέρω) προκύπτει ότι το Συμβούλιο συμμορφώθηκε δεόντως προς τις αρχές που διατύπωσε το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 138 έως 151 της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, κατά την έκδοση της αποφάσεως 2007/445.

101    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα για την περίοδο μετά το 2001 ούτε αιτιολόγησε την απόφασή του συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ναι μεν βάσει του άρθρου 253 ΕΚ το Συμβούλιο υποχρεούται να παραθέσει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία στηρίζουν την αιτιολογία των πράξεων που εκδίδει και τη νομική συλλογιστική που το οδήγησαν στην έκδοσή τους, πλην όμως η διάταξη αυτή δεν υποχρεώνει το Συμβούλιο να πραγματεύεται όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που έθεσαν οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διοικητική διαδικασία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1984, 43/82 και 63/82, VBVB και VBBB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 19, σκέψη 22, και της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑338/00 P, Volkswagen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑9189, σκέψη 127· απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑346/02 και T‑347/02, Cableuropa κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, Συλλογή 2003, σ. II‑4251, σκέψη 232).

102    Κατά τα λοιπά και εν πάση περιπτώσει, διαπιστώθηκε ήδη, στη σκέψη 96 ανωτέρω, ότι το Συμβούλιο απάντησε κατά τρόπο ειδικό με την πρώτη επιστολή κοινοποιήσεως στο επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι δηλαδή μόνο μια τρομοκρατική δραστηριότητα παρούσα και τρέχουσα θα ήταν ικανή να δικαιολογήσει τη διατήρησή της στον επίδικο κατάλογο.

103    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, εν προκειμένω, δεν αποδεικνύεται η προβαλλομένη παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως.

104    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001

105    Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι τόσο το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 όσο και το άρθρο 1, παράγραφοι 2, 3 και 6, της κοινής θέσης 2001/931 διατυπώνονται στον ενεστώτα της οριστικής. Συνεπώς, κατά την άποψή της, πρέπει να υπάρχει στενός και άμεσος χρονικός σύνδεσμος μεταξύ της αποφάσεως να περιληφθεί ή να διατηρηθεί ένα πρόσωπο στον επίδικο κατάλογο και των τρομοκρατικών πράξεων που λαμβάνονται υπόψη προς τούτο. Συγκεκριμένα, ένα πρόσωπο δεν μπορεί να εγγραφεί στον επίδικο κατάλογο παρά μόνον αν του καταλογίζεται τρομοκρατική δραστηριότητα τρέχουσα ή τουλάχιστον πρόσφατη. Ομοίως, ένα πρόσωπο δεν μπορεί να διατηρηθεί στον κατάλογο αυτόν κατόπιν επανεξετάσεως βάσει αποκλειστικά παλαιών περιστατικών.

106    Εν προκειμένω όμως η απόφαση 2007/445 δεν στηρίζεται σε κανένα γεγονός μεταγενέστερο του 2001, όσον αφορά την προσφεύγουσα, η οποία προσκόμισε πολυάριθμα απαλλακτικά έγγραφα για τη μετά το 2001 περίοδο.

107    Συναφώς, το Πρωτοδικείο φρονεί, όπως το Συμβούλιο και το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι η ερμηνεία που δίνει η προσφεύγουσα στις σχετικές διατάξεις του κανονισμού 2580/2001 και της κοινής θέσης 2001/931 είναι υπερβολικά συσταλτική και ότι τίποτα στις διατάξεις αυτές δεν απαγορεύει την επιβολή περιοριστικών μέτρων επί προσώπων ή οντοτήτων που διέπραξαν στο παρελθόν τρομοκρατικές πράξεις, παρά την έλλειψη στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι τις διαπράττουν και τώρα ή συμμετέχουν σ’ αυτές, αν το δικαιολογούν οι περιστάσεις.

108    Πρώτον, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η άποψη αυτή δεν αναιρείται από τη διατύπωση των εν λόγω διατάξεων. Ναι μεν το άρθρο 100, παράγραφος 2, της κοινής θέσης 2001/931 χρησιμοποιεί τον ενεστώτα της οριστικής (πρόσωπα που διαπράττουν) για να προσδιορίσει τι σημαίνει «πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που ενέχονται σε τρομοκρατικές πράξεις», πλην όμως κατά την αφοριστική έννοια που χαρακτηρίζει τους νομικούς ορισμούς και κατηγορίες και όχι σε σχέση με κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Το ίδιο ισχύει και για τη μετοχή ενεστώτος που χρησιμοποιείται στο γαλλικό κείμενο (les personnes […] commettant […]) και το αγγλικό (persons committing […]) του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, πράγμα που επιβεβαιώνει η χρησιμοποίηση του ενεστώτα της οριστικής για τον αντίστοιχο τύπο που χρησιμοποιούν οι άλλες γλώσσες (βλ., μεταξύ άλλων, το γερμανικό κείμενο «Personen, die eine terroristische Handlung begehen […]», το ιταλικό «persone che commettono […]», το ολλανδικό «personen die een terroristische daad plegen […]» και το σλοβακικό «osôb, ktoré páchajú […]»). Εξάλλου, το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 επιτρέπει τη λήψη περιοριστικών μέτρων, μεταξύ άλλων, κατά προσώπων που έχουν καταδικαστεί για τρομοκρατικές ενέργειες, πράγμα που υποδηλώνει κατά κανόνα τρομοκρατική δραστηριότητα παρελθούσα και όχι αναπτυσσόμενη κατά τον χρόνο όπου διαπιστώνεται αυτή στην καταδικαστική απόφαση. Τέλος, η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι τα ονόματα των προσώπων και των οντοτήτων που περιλαμβάνονται στον επίδικο κατάλογο επανεξετάζονται σε τακτά χρονικά διαστήματα τουλάχιστον μια φορά ανά εξάμηνο για να εξακριβωθεί αν δικαιολογείται η διατήρησή τους στον πίνακα. Πρέπει να θεωρηθεί ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει τη διατήρηση στον επίδικο κατάλογο προσώπων και οντοτήτων που δεν έχουν διαπράξει καμιά νέα τρομοκρατική πράξη κατά το εξάμηνο ή τα εξάμηνα που προηγούνται της επανεξετάσεως, αν η διατήρηση δικαιολογείται βάσει του συνόλου των σχετικών στοιχείων, διαφορετικά η διάταξη αυτή χάνει την πρακτική αποτελεσματικότητά της.

109    Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι ο κανονισμός 2580/2001 και η κοινή θέση 2001/931, όπως και το ψήφισμα 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που εφαρμόζουν τα κείμενα αυτά, σκοπούν να καταπολεμήσουν τις απειλές κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας που συνιστούν οι πράξεις τρομοκρατίας. Η επίτευξη του στόχου αυτού, που είναι θεμελιώδους σημασίας για τη διεθνή κοινότητα, θα διέτρεχε κίνδυνο αν τα μέτρα της δεσμεύσεως κεφαλαίων που προβλέπουν οι πράξεις αυτές δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν παρά μόνο σε πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που διαπράττουν στο παρόν τρομοκρατικές πράξεις ή το έπραξαν στο πολύ πρόσφατο παρελθόν.

110    Εξάλλου, τα μέτρα αυτά που σκοπούν κυρίως να αποτρέψουν τη διάπραξη τέτοιων πράξεων ή την επανάληψή τους στηρίζονται περισσότερο στην αξιολόγηση μιας τρέχουσας ή μέλλουσας απειλής παρά στην εκτίμηση μιας παρελθούσας συμπεριφοράς.

111    Συναφώς, το Συμβούλιο και το Ηνωμένο Βασίλειο εξέθεσαν ότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της εμπειρίας, η προσωρινή διακοπή των δραστηριοτήτων μιας οργάνωσης με τρομοκρατικό παρελθόν δεν συνιστά καθεαυτή εγγύηση ότι ο ενδιαφερόμενος δεν θα επαναλάβει τις πράξεις αυτές ανά πάσα στιγμή και ότι δεν πρέπει οπωσδήποτε να δίνεται πίστη στην πρόθεση εγκατάλειψης της βίας που προβάλλεται σ’ αυτό το πλαίσιο. Αυτό ενδέχεται να συμβεί αν η απουσία τέτοιας δραστηριότητας οφείλεται στην αποτελεσματικότητα των επιβαλλομένων κυρώσεων ή αν είναι προμελετημένη, κατά την έννοια ότι η οργάνωση επιχειρεί να επιτύχει την άρση των κυρώσεων για να μπορέσει να αρχίσει και πάλι την παλαιά τρομοκρατική δραστηριότητα. Μπορεί επίσης να εξηγηθεί από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο ενδιαφερόμενος για τη διάπραξη νέων τρομοκρατικών πράξεων, λαμβανομένης υπόψη της αποτελεσματικότητας των προληπτικών μέτρων που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές, ή από τον χρόνο που απαιτείται για την προετοιμασία τέτοιων πράξεων.

112    Δεδομένου ότι οι θεωρήσεις αυτές δεν φαίνονται παράλογες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που έχει το Συμβούλιο ως προς τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη για τη λήψη ή τη διατήρηση μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων (απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 159), καλύπτει την αξιολόγηση της απειλής που εξακολουθεί να συνιστά μια οργάνωση η οποία διέπραξε κατά το παρελθόν τρομοκρατικές πράξεις παρά την αναστολή των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων της, κατά μικρότερη ή μεγαλύτερη περίοδο, ακόμα και τη φαινομενική παύση τους.

113    Εν προκειμένω, το γεγονός ότι το Συμβούλιο αναφέρθηκε αποκλειστικά σε παρελθούσες τρομοκρατικές πράξεις και γεγονότα προγενέστερα του 2001, όσον αφορά την προσφεύγουσα, δεν αρκεί συνεπώς καθεαυτό, να στοιχειοθετήσει παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001.

114    Ως προς το ζήτημα αν, βάσει όλων των άλλων κρισίμων στοιχείων, το Συμβούλιο υπερέβη, στο πλαίσιο αυτό, τα όρια της οικείας εξουσίας εκτιμήσεως, το ζήτημα αυτό ανάγεται στην εξέταση του τετάρτου λόγου ακυρώσεως.

115    Βάσει των προεκτεθέντων, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του βάρους αποδείξεως και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

116    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις που ελήφθησαν βάσει του κανονισμού 2580/2001 συνιστούν πρόδηλη και σοβαρή προσβολή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνουν τα άρθρα 10 και 11 της Σύμβασης περί Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, καθώς και το άρθρο 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Συναφώς, επισημαίνει τις δρακόντειες συνέπειες που έχει για αυτήν η απόφαση 2007/445.

117    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, αφενός, ότι το Συμβούλιο οφείλει να αποδείξει ότι η εφαρμογή των μέτρων που έλαβε κατ’ αυτής επιτάσσεται από τον νόμο για την επίτευξη στόχου νομίμου και αναγκαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία.

118    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, αφετέρου, ότι το βάρος αποδείξεως του στοιχείου ότι η δέσμευση των κεφαλαίων της εξακολουθούσε να δικαιολογείται εκ του νόμου στις 28 Ιουνίου 2007 βαρύνει το Συμβούλιο και ότι το απαιτούμενο επίπεδο αποδείξεως προς τούτο είναι αυτό που ισχύει στον ποινικό τομέα.

119    Όσον αφορά τον ρόλο του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σε περιστάσεις όπως της υπό κρίση υποθέσεως, το Πρωτοδικείο οφείλει να επανεξετάσει αντικειμενικά το σύνολο των πραγματικών περιστατικών, τόσο αυτά που επικαλείται το Συμβούλιο όσο και αυτά που επικαλείται η ίδια, προκειμένου να κρίνει αν το Συμβούλιο είχε βάσιμους λόγους να εκδώσει, το 2007, την απόφαση 2007/445.

120    Εν προκειμένω, η απόφαση 2007/445 εκδόθηκε εις βάρος της προσφεύγουσας βάσει επιβαρυντικών εγγράφων χωρίς ακρίβεια, σοβαρότητα και αξιοπιστία, όλων προγενεστέρων του 2001, και χωρίς κατάλληλη εξέταση των πολυαρίθμων απαλλακτικών εγγράφων όσον αφορά τα έτη μετά το 2001, που προσκόμισε η προσφεύγουσα.

121    Όσον αφορά τα απαλλακτικά στοιχεία, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι σε έκτακτο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην πόλη Ashraf City (Ιράκ) τον Ιούνιο 2001, η διεύθυνσή της έλαβε αυθορμήτως την απόφαση να θέσει τέρμα στις στρατιωτικές δραστηριότητες της οργάνωσης στο Ιράν. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από δύο τακτικά συνέδρια τον Σεπτέμβριο του 2001 και το 2003. Με εξαίρεση μερικές πράξεις που διέπραξαν οι μονάδες δράσεως οι οποίες δεν έλαβαν το μήνυμα εγκαίρως, η προσφεύγουσα δεν πραγματοποίησε καμιά στρατιωτική ενέργεια μετά το καλοκαίρι του 2001 και οι μονάδες δράσεώς της διαλύθηκαν οριστικά. Επίσης αποκάλυψε το στίγμα όλων των βάσεών της στα Ηνωμένα Έθνη καθώς και στις Κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών.

122    Η προσφεύγουσα παραπέμπει, εξάλλου, στα έγγραφα που επισυνάπτει στα παραρτήματα 2 και 6 του δικογράφου της προσφυγής που υποστηρίζει ότι αποδεικνύουν ότι από το 2001 τόσο η ίδια όσο και όλα τα μέλη της εγκατέλειψαν οικειοθελώς τη βία και την τρομοκρατία, παρέδωσαν τα όπλα τους, συνήψαν συμφωνία με τις δυνάμεις της συμμαχίας στο Ιράκ και αναγνωρίστηκαν δεόντως ως «προστατευόμενα πρόσωπα».

123    Τέλος, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι ουδέποτε υποστηρίχθηκε ότι διέπραξε την παραμικρή πράξη τρομοκρατίας εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

124    Το Συμβούλιο και το Ηνωμένο Βασίλειο παρατηρούν, κατ’ αρχάς, ότι με την απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω (σκέψη 135), το Πρωτοδικείο διαπίστωσε σαφώς ότι το μέτρο της δεσμεύσεως κεφαλαίων δεν συνιστά ποινική κύρωση.

125    Στη συνέχεια το Συμβούλιο και το Ηνωμένο Βασίλειο παρατηρούν ότι η δέσμευση των κεφαλαίων δεν συνιστά προσβολή της ελευθερίας του εκφράζεσθαι και συνεταιρίζεσθαι εφ’ όσον οι υποτιθέμενοι περιορισμοί των ελευθεριών αυτών αποτελούν μη ηθελημένη ή τυχαία συνέπεια της αποφάσεως των αρχών. Εξάλλου, η δέσμευση των κεφαλαίων δεν συνιστά προσβολή της ίδιας της ουσίας του δικαιώματος της ιδιοκτησίας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑315/01, Kadi κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3649, σκέψη 248). Εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο φρονεί ότι δεν συντρέχει παράβαση των άρθρων 10 και 11 της ΕΣΔΑ ούτε του άρθρου 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφ’ όσον τα επίδικα εν προκειμένω μέτρα επιτάσσονται από τον νόμο, επιδιώκουν στόχο νόμιμο που συνίσταται στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για την επίτευξη του στόχου αυτού.

126    Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο και το Ηνωμένο Βασίλειο φρονούν ότι, σύμφωνα με τον συνήθως εφαρμοζόμενο κανόνα ενώπιον του κοινοτικού δικαστή (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 1997, T‑106/95, FFSA κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑229, σκέψη 115, και της 8ης Ιουλίου 2004, T‑48/00, Corus UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2325, σκέψη 125), η προσφεύγουσα φέρει το βάρος να αποδείξει τον ισχυρισμό της ότι η απόφαση 2007/445 εμφανίζει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Το Ηνωμένο Βασίλειο υπογραμμίζει, συναφώς, ότι η απόφαση αυτή έχει υπέρ αυτής τεκμήριο νομιμότητας και η διαδικασία αμφισβητήσεως του κύρους της είναι πολιτικής φύσεως οπότε το βάρος αποδείξεως φέρει η προσφεύγουσα, το δε απαιτούμενο επίπεδο αποδείξεως είναι αυτό που ισχύει στον πολιτικό τομέα. Εξάλλου, καμιά διάταξη της εφαρμοστέας ρύθμισης δεν προβλέπει αντιστροφή ή ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως.

127    Όσον αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου του Πρωτοδικείου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή παραπέμπουν στην απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω (σκέψη 159), στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της 21ης Φεβρουαρίου 1986 στην υπόθεση James (σειρά A, αριθ. 98) και στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F.G. Jacobs στην υπόθεση C­84/95, Bosphorus, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιουλίου 1996 (Συλλογή 1996, σ. I‑3953, I‑3956, σκέψη 65). Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να υποκαταστήσει τη δική του εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων σχετικά με την προσφεύγουσα στην εκτίμηση του Συμβουλίου. Αυτό ισχύει, ιδίως, για την εκτίμηση των περιστάσεων στις οποίες ο νομοθέτης μπορεί να αποφασίσει αν και πότε πρέπει να ανακληθούν τα περιοριστικά μέτρα. Συναφώς, το Ηνωμένο Βασίλειο υπογραμμίζει ότι, στο μέρος που οι υπεύθυνοι για τη λήψη της αποφάσεως έχουν το πλεονέκτημα να διαθέτουν μεγάλο φάσμα γνωμών στον τομέα της ασφάλειας και της τρομοκρατίας, οι οποίες αν δεν αξιολογηθούν ορθά μπορούν να έχουν σοβαρές συνέπειες, δικαιούνται να υιοθετήσουν συντηρητική προσέγγιση στην αξιολόγηση του κινδύνου που συνδέεται με τις συνέπειες αυτές. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αναγνωρίζεται στις αποφάσεις τους ιδιαίτερο βάρος και σεβασμός. Ειδικότερα, τα εθνικά δικαστήρια, όπως και τα κοινοτικά, δεν πρέπει να «σχηματίζουν τη δική τους άποψη» ως προς τις βάσεις της επίδικης αποφάσεως.

128    Το Συμβούλιο υποστηρίζει κατά τα λοιπά, παραπέμποντας στις παρατηρήσεις του σχετικά με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ότι εκτίμησε ορθά εν προκειμένω τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

129    Εξ αρχής διαπιστώνεται, σε σχέση με τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, ότι τα μέτρα δεσμεύσεως κεφαλαίων, όπως το επίδικο εν προκειμένω, επιβάλλονται από τον νόμο και συγκεκριμένα από το ψήφισμα 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τον κανονισμό 2580/2001. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το προοίμιο των πράξεων αυτών, τα μέτρα αυτά επιδιώκουν τον νόμιμο στόχο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Τέλος, στο προοίμιο του ψηφίσματος 1373 (2001), το Συμβούλιο Ασφαλείας τόνισε και πάλι την ανάγκη να καταπολεμηθούν με όλα τα μέσα, σύμφωνα με τον Xάρτη των Ηνωμένων Εθνών, οι απειλές κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, που συνιστούν οι πράξεις τρομοκρατίας, και θεώρησε ότι τα κράτη πρέπει να βοηθήσουν τη διεθνή συνεργασία λαμβάνοντας πρόσθετα μέτρα, και ιδίως το μέτρο της δεσμεύσεως των κεφαλαίων, για να αποτρέψουν και να καταστείλουν στο έδαφός τους με όλα τα νόμιμα μέσα τη χρηματοδότηση και την προετοιμασία τρομοκρατικών πράξεων. Συνεπώς, τα επίδικα μέτρα πρέπει να χαρακτηριστούν αναγκαία, σε μια δημοκρατική κοινωνία, για την επίτευξη του στόχου αυτού, διαφορετικά τίθεται σε αμφιβολία η εκτίμηση αυτή που δεσμεύει ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα.

130    Κατόπιν αυτού, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 115 και 116 της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την εφαρμογή του μέτρου της δεσμεύσεως κεφαλαίων επί ενός προσώπου, ομάδας ή οντότητας καθορίζονται από το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001. Κατά τη διάταξη αυτή, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία, καταρτίζει, αναθεωρεί και τροποποιεί τον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφοι 4 έως 6, της κοινής θέσης 2001/931. Ο εν λόγω κατάλογος πρέπει συνεπώς να καταρτίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, βάσει ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του σχετικού φακέλου από τα οποία προκύπτει ότι έχει ληφθεί απόφαση από αρμόδια αρχή έναντι συγκεκριμένων προσώπων, ομάδων και οντοτήτων, είτε η εν λόγω απόφαση αφορά την έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως για τρομοκρατική πράξη ή για την απόπειρα τέλεσης ή τη συμμετοχή ή τη διευκόλυνση μιας τέτοιας πράξης βάσει σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων είτε καταδίκη για τέτοιες πράξεις. Ως «αρμόδια αρχή» νοείται δικαστική αρχή ή, αν οι δικαστικές αρχές δεν έχουν αρμοδιότητα στον σχετικό τομέα, ισοδύναμη αρμόδια αρχή στον εν λόγω τομέα. Περαιτέρω, τα ονόματα των προσώπων και των οντοτήτων τα οποία περιλαμβάνονται στον κατάλογο εξετάζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον μία φορά το εξάμηνο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διατήρησή τους στον κατάλογο δικαιολογείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931.

131    Στη σκέψη 117 της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, το Πρωτοδικείο συνήγαγε από τις διατάξεις αυτές ότι η διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στη λήψη μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει της σχετικής ρυθμίσεως διεξάγεται συνεπώς σε δύο επίπεδα, ήτοι σε εθνικό και σε κοινοτικό επίπεδο. Κατ’ αρχάς, μια αρμόδια εθνική αρχή, κατά κανόνα δικαστική, πρέπει να λάβει έναντι του ενδιαφερομένου απόφαση εμπίπτουσα στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931. Αν πρόκειται για απόφαση ενάρξεως ακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως, η απόφαση αυτή πρέπει να στηρίζεται σε σοβαρές και αξιόπιστες αποδείξεις ή ενδείξεις. Εν συνεχεία, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία, πρέπει να αποφασίσει να περιλάβει τον ενδιαφερόμενο στον επίδικο κατάλογο, βάσει ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του σχετικού φακέλου από τα οποία προκύπτει ότι έχει ληφθεί μια τέτοια απόφαση. Κατόπιν, το Συμβούλιο πρέπει να εξετάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον μία φορά το εξάμηνο, αν εξακολουθεί να δικαιολογείται η διατήρηση του ενδιαφερομένου στον επίδικο κατάλογο. Συναφώς, ο έλεγχος της υπάρξεως αποφάσεως εθνικής αρχής εμπίπτουσας στον εν λόγω ορισμό αποτελεί ουσιαστικό προαπαιτούμενο της εκδόσεως, εκ μέρους του Συμβουλίου, αρχικής αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων, ενώ ο έλεγχος σχετικά με τη συνέχεια που μπορεί να έχει η απόφαση αυτή σε εθνικό επίπεδο είναι απαραίτητος στο πλαίσιο της εκδόσεως επακόλουθης αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων.

132    Στη σκέψη 123 της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε εξάλλου ότι, δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ, οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των κοινοτικών οργάνων διέπονται από αμοιβαία καθήκοντα αγαστής συνεργασίας (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Οκτωβρίου 2003, C-339/00, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-11757, σκέψεις 71 και 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η αρχή αυτή έχει γενική εφαρμογή και επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας στον ποινικό τομέα [κοινώς καλούμενη «δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις» (ΔΕΥ)] που διέπεται από τον τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ και η οποία στηρίζεται, εξάλλου, πλήρως στη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2005, C-105/03, Pupino, Συλλογή 2005, σ. I-5285, σκέψη 42).

133    Στη σκέψη 124 της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, ήτοι διατάξεων που εγκαθιδρύουν μια μορφή ειδικής συνεργασίας μεταξύ του Συμβουλίου και των κρατών μελών, στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η αρχή αυτή συνεπάγεται, για το Συμβούλιο, την υποχρέωση να στηριχθεί, κατά το μέτρο του δυνατού, στην εκτίμηση της αρμόδιας εθνικής αρχής, τουλάχιστον αν πρόκειται για δικαστική αρχή, ιδίως όσον αφορά την ύπαρξη των «σοβαρών και αξιοπίστων αποδείξεων ή ενδείξεων» στις οποίες στηρίζεται η απόφασή της.

134    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, ναι μεν το βάρος αποδείξεως ότι η δέσμευση των κεφαλαίων ενός προσώπου, μιας ομάδας ή μιας οντότητας είναι ή εξακολουθεί να είναι νομικώς δικαιολογημένη βάσει της σχετικής νομοθεσίας φέρει πράγματι το Συμβούλιο, όπως ορθά υποστηρίζει η προσφεύγουσα, πλην όμως το βάρος αυτό έχει σχετικά περιορισμένο αντικείμενο στο πλαίσιο της κοινοτικής διαδικασίας δεσμεύσεως κεφαλαίων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 126, σχετικά με το αντικείμενο των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας). Στο πλαίσιο της αρχικής αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων, το βάρος αποδείξεως αφορά κυρίως την ύπαρξη ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του φακέλου από τα οποία προκύπτει ότι έχει ληφθεί έναντι του ενδιαφερομένου απόφαση εθνικής αρχής εμπίπτουσα στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931. Εξάλλου, στην περίπτωση επακόλουθης αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων, κατόπιν επανεξετάσεως, το βάρος αποδείξεως αφορά βασικά το ζήτημα αν η δέσμευση κεφαλαίων εξακολουθεί να δικαιολογείται, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης και ειδικότερα της περαιτέρω τύχης της εν λόγω αποφάσεως της αρμόδιας εθνικής αρχής.

135    Τέλος, από τις σκέψεις 145, 146 και 151 της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, προκύπτει ότι, εφ’ όσον το Συμβούλιο δεν ενεργεί στο πλαίσιο δεσμευμένης αρμοδιότητας, λαμβάνοντας ομόφωνα απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει του κανονισμού 2580/2001, διαθέτει ευρεία διακριτική εξουσία όσον αφορά την εκτίμηση των λόγων για τους οποίους πρέπει να εφαρμοστεί το μέτρο αυτό επί του ενδιαφερομένου.

136    Συναφώς, διαπιστώνεται πάντως ότι, όταν το Συμβούλιο οφείλει να εκτιμήσει αν η δέσμευση των κεφαλαίων ενός προσώπου, μιας ομάδας ή μιας οντότητας είναι ή εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένη, η κύρια θεώρηση που το δεσμεύει είναι η γνώμη και η αξιολόγηση που σχηματίζει σχετικά με τον κίνδυνο ότι, αν δεν ληφθεί το μέτρο, τα κεφάλαια αυτά ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση ή την προετοιμασία πράξεων τρομοκρατίας (βλ. σκέψη 129 ανωτέρω).

137    Όσον αφορά τον ρόλο του, το Πρωτοδικείο έκρινε στη σκέψη 159 της αποφάσεως OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, ότι το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την επιβολή οικονομικών και χρηματοοικονομικών κυρώσεων βάσει των άρθρων 60 ΕΚ, 301 ΕΚ και 308 ΕΚ, σύμφωνα με κοινή θέση εκδοθείσα στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Αυτή η εξουσία εκτιμήσεως αφορά ειδικότερα τους λόγους σκοπιμότητας στους οποίους στηρίζονται τέτοιες αποφάσεις.

138    Ωστόσο, ναι μεν το Πρωτοδικείο αναγνωρίζει υπέρ του Συμβουλίου περιθώριο εκτιμήσεως στον τομέα αυτόν, πλην όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν οφείλει να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο το όργανο αυτό ερμηνεύει τα κρίσιμα στοιχεία. Πράγματι, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλ’ οφείλει επίσης να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αρυόμενα συμπεράσματα. Πάντως, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμησή του περί της σκοπιμότητας στην εκτίμηση του Συμβουλίου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2007, C‑525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing, Συλλογή 2007, σ. I‑9947, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

139    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι στις περιπτώσεις όπου το κοινοτικό όργανο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο έλεγχος της τηρήσεως ορισμένων δικονομικών εγγυήσεων ενέχει θεμελιώδη σημασία. Έτσι, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι μεταξύ των ως άνω εγγυήσεων καταλέγονται η υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εξετάζει, επιμελώς και αμερολήπτως, όλα τα συναφή στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως και να αιτιολογεί επαρκώς την απόφασή του (βλ. απόφαση Ισπανία κατά Lenzing, σκέψη 138 ανωτέρω, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

140    Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να εξετάσει αν, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και λαμβανομένων υπόψη όλων των κρισίμων στοιχείων, τόσο αυτών που επικαλείται το Συμβούλιο όσο και αυτών που επικαλείται η ίδια, το Συμβούλιο διέθετε βάσιμους λόγους για να εκδώσει έναντι αυτής, το 2007, την απόφαση 2007/445 (βλ. σκέψη 119 ανωτέρω).

141    Υπό το φως των στόχων που επιδιώκει η εφαρμοστέα ρύθμιση (βλ. σκέψεις 130, 135 και 136 ανωτέρω), η εξέταση αυτή βρίσκεται αναμφισβήτητα εντός των ορίων του δικαστικού ελέγχου που μπορεί να ασκήσει ο κοινοτικός δικαστής επί αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001. Συγκεκριμένα, η εξέταση αυτή αντιστοιχεί βασικά στον έλεγχο της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως (απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 159). Κατά τα λοιπά, ούτε το Συμβούλιο ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζουν ότι ο έλεγχος αυτός υπερβαίνει το επίπεδο ελέγχου που αναγνωρίζει στο Πρωτοδικείο η νομολογία σε έναν τομέα όπως ο τομέας των οικονομικών και χρηματικών κυρώσεων.

142    Εν προκειμένω, από την επιστολή του Συμβουλίου της 30ής Ιανουαρίου 2007, από την πρώτη επιστολή κοινοποιήσεως και από την αιτιολογική έκθεση που επισυνάπτεται σε καθεμία από τις δύο αυτές επιστολές, προκύπτει ότι το Συμβούλιο στηρίχθηκε βασικά στο γεγονός ότι η απόφαση του υπουργού εσωτερικών, που, κατά την άποψή του, ενέπιπτε στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, εξακολουθούσε να ισχύει, καίτοι σύμφωνα με τον Terrorism Act 2000, μπορούσε να προσβληθεί με ένδικη προσφυγή (review). Από την πρώτη επιστολή κοινοποιήσεως και από τη συνημμένη αιτιολογική έκθεση προκύπτει, επίσης, ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις που διατύπωσε η προσφεύγουσα και τα απαλλακτικά στοιχεία που προσκόμισε όσον αφορά την περίοδο μετά το 2001, πλην όμως έκρινε ότι τα στοιχεία αυτά δεν δικαιολογούν την αίτησή της να απαλειφθεί από τον επίδικο κατάλογο. Ειδικότερα, το Συμβούλιο απέρριψε το επιχείρημα ότι δεν δικαιούται να διατηρήσει μια απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων παρά μόνον αν ο ενδιαφερόμενος διαπράττει ή επιχειρεί να διαπράξει πράξεις τρομοκρατίας στο παρόν.

143    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, βάσει όλων των κρίσιμων στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη κατά τα ανωτέρω, το Συμβούλιο είχε βάσιμους λόγους και επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να εκδώσει την προσβαλλομένη απόφαση έναντι της προσφεύγουσας, ότι δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των στοιχείων αυτών και ότι, συνεπώς, δικαιολόγησε επαρκώς κατά νόμο τη διατήρηση της προσφεύγουσας στον επίδικο κατάλογο.

144    Πράγματι, η απόφαση του υπουργού εσωτερικών έχει τα χαρακτηριστικά, βάσει της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, μιας αποφάσεως της αρμόδιας εθνικής αρχής που εμπίπτει στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931. Κατά τα λοιπά, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

145    Δεύτερον, σχετικά με το επιχείρημα ότι η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε έναντι της προσφεύγουσας βάσει επιβαρυντικών εγγράφων χωρίς ακρίβεια, σοβαρότητα και αξιοπιστία, από τις αρχές που διατυπώνονται στις σκέψεις 133 και 134 ανωτέρω προκύπτει ότι το Συμβούλιο όχι μόνον μπορούσε αλλά όφειλε να λάβει υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, την εκτίμηση της αρμόδιας εθνικής αρχής, ιδίως όσον αφορά την ύπαρξη σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων στις οποίες στηρίχθηκε η απόφασή της. Ναι μεν η εθνική αρχή δεν ήταν δικαστική αρχή, πλην όμως το γεγονός ότι η απόφασή της ήταν δεκτική ένδικης προσφυγής, η δε ένδικη προσφυγή είτε δεν ασκήθηκε είτε δεν κατέληξε σε ευνοϊκή για την προσφεύγουσα απόφαση, θέτει το Συμβούλιο στην ίδια κατάσταση.

146    Τρίτον, θεωρήσεις ανάλογες με αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 145 ανωτέρω ισχύουν και για το επιχείρημα ότι η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε έναντι της προσφεύγουσας βάσει επιβαρυντικών στοιχείων που ήταν όλα προγενέστερα του 2001 και χωρίς εξέταση των απαλλακτικών εγγράφων που προσκόμισε η προσφεύγουσα για τη μεταγενέστερη περίοδο. Εφ’ όσον η απόφαση του υπουργού εσωτερικών, μπορούσε ανά πάσα στιγμή μετά το 2001 να προσβληθεί με ένδικη προσφυγή του εσωτερικού δικαίου στρεφομένη είτε απευθείας κατά της αποφάσεως είτε εμμέσως κατά κάθε επακόλουθης αποφάσεως του υπουργού εσωτερικών περί αρνήσεως να την ανακαλέσει ή να την καταργήσει, ήταν εύλογο για το Συμβούλιο να θεωρήσει πρωταρχικό, στο πλαίσιο της δικής του αξιολόγησης, το στοιχείο ότι η απόφαση αυτή εξακολουθούσε να ισχύει.

147    Τέταρτον, όσον αφορά τη στάθμιση των επιβαρυντικών και απαλλακτικών στοιχείων, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι το Συμβούλιο ενεργεί κατά τρόπο λογικό και σώφρονα όταν, σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, η απόφαση της αρμόδιας εθνικής διοικητικής αρχής στην οποία στηρίζεται η κοινοτική απόφαση περί δεσμεύσεως των κεφαλαίων μπορεί να προσβληθεί με ένδικη προσφυγή του εσωτερικού δικαίου, το όργανο αυτό αρνείται κατ’ αρχήν να λάβει θέση ως προς το βάσιμο των επιχειρημάτων ουσίας που προέβαλε ο ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσφυγής πριν γνωρίσει την έκβασή της. Πράγματι, στην αντίθετη περίπτωση, η εκτίμηση που διαμορφώνει το Συμβούλιο ως πολιτικό ή διοικητικό θεσμικό όργανο ενδέχεται να αντιστρατεύεται σε πραγματικά ή νομικά ζητήματα την εκτίμηση που διαμορφώνει το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο.

148    Τέλος, πέμπτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η προσφεύγουσα ουδέποτε κατηγορήθηκε για πράξη τρομοκρατίας στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρκεί να σημειωθεί ότι ο κανονισμός 2580/2001 ουδόλως εξαρτά την έκδοση κοινοτικών αποφάσεων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων από την προϋπόθεση ότι οι πράξεις τρομοκρατίας των οποίων γίνεται επίκληση στο πλαίσιο αυτό διαπράχθηκαν στο εν λόγω έδαφος. Η προϋπόθεση αυτή θα ήταν, εξάλλου, αντίθετη με το πνεύμα και τον στόχο του ψηφίσματος 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας, το προοίμιο του οποίου τονίζει μεταξύ άλλων «την αρχή που διατύπωσε η γενική συνέλευση στη δήλωσή της του Οκτωβρίου 1970 (2625 XXV) και που επανέλαβε το Συμβούλιο Ασφαλείας στο ψήφισμα 1189 (1998), ότι δηλαδή κάθε κράτος μέλος έχει το καθήκον να μην οργανώνει ούτε να ενθαρρύνει πράξεις τρομοκρατίας στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ούτε να βοηθά ή να μετέχει σε τέτοιες πράξεις ούτε να ανέχεται στο έδαφός του δραστηριότητες που έχουν σκοπό τη διάπραξη τέτοιων πράξεων» και καλεί τα κράτη να «καταστείλουν στο έδαφός τους με όλα τα νόμιμα μέσα τη χρηματοδότηση και την προετοιμασία κάθε τρομοκρατικής πράξης».

149    Βάσει των προεκτεθέντων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αφορά υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας

150    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση 2007/445, όσο την αφορά, εκδόθηκε από το Συμβούλιο υπό περιστάσεις που συνιστούν υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας. Κατά την άποψή της, το Συμβούλιο είχε εκ των προτέρων αποφασίσει να τη διατηρήσει στον επίδικο κατάλογο, παρά τα στοιχεία που την απαλλάσσουν πλήρως μετά το 2001, με μόνο σκοπό να καθησυχάσει το σημερινό ιρανικό καθεστώς.

151    Συναφώς, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο έχουν κρίνει επανειλημμένα ότι μια πράξη έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τους προβαλλομένους ή με σκοπό την καταστρατήγηση μιας διαδικασίας που προβλέπει ειδικά η Συνθήκη ΕΚ για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C‑210/03, Swedish Match, Συλλογή 2004, σ. I‑11893, σκέψη 75, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιανουαρίου 2004, T‑158/99, Thermenhotel Stoiser Franz κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1, σκέψη 164 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

152    Εν προκειμένω, όμως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ένδειξη στηρίζουσα τη σκέψη ότι η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως 2007/445 κινήθηκε με σκοπό διαφορετικό από την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησής της. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η εν λόγω απόφαση ελήφθη έναντι αυτής με μόνο σκοπό να εξευμενιστεί το τωρινό ιρανικό καθεστώς ανάγεται αποκλειστικά σε δίκη προθέσεων και δεν στηρίζεται σε καμιά αντικειμενική ένδειξη.

153    Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

154    Δεδομένου ότι δεν ευδοκίμησε κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/445, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/868

 Επιχειρήματα των διαδίκων

155    Με την επιστολή που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 11 Ιανουαρίου 2008, η προσφεύγουσα δηλώνει ότι οι λόγοι ακυρώσεως που επικαλείται στο πλαίσιο του αιτήματος μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/445 ισχύουν και για το αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/868.

156    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επιτροπή POAC είναι το ειδικό δικαιοδοτικό όργανο που συστήθηκε από το Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου για να εκδικάζει προσφυγές στρεφόμενες κατά των αποφάσεων περί προγραφής ή αρνήσεως άρσεως της προγραφής των οργανώσεων που θεωρούνται ως τρομοκρατικές από τον υπουργό εσωτερικών.

157    Η αρχή αυτή, με την από 30 Νοεμβρίου 2007 απόφασή της, χαρακτήρισε ως «διεστραμμένη» την απόφαση του υπουργού εσωτερικών της 1ης Σεπτεμβρίου 2006 με την οποία ο υπουργός αρνήθηκε να άρει την προγραφή της προσφεύγουσας ως τρομοκρατικής οργάνωσης (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω). Επίσης, αρνήθηκε να επιτρέψει στον Υπουργό Εσωτερικών να ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως ενώπιον του Court of Appeal. Εξάλλου, στο πλαίσιο εφέσεως ενώπιον του Court of Appeal, ο Υπουργός Εσωτερικών δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει τις διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών της POAC.

158    Εν προκειμένω, η POAC εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία, απόρρητα και μη, που προσκόμισε ο Υπουργός Εσωτερικών και εξέτασε κεκλεισμένων των θυρών τον μάρτυρα που κλήθηκε για λογαριασμό του. Οι διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών αποδεικνύουν ότι όλα τα πραγματικά στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διαδικασία, η οποία οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως 2007/445, ήταν ορθά και δεν υπήρχε καμιά πραγματική βάση στηρίζουσα τον ισχυρισμό ότι η προσφεύγουσα εξακολουθούσε να είναι τρομοκρατική οργάνωση. Το ίδιο ισχύει και για την έκδοση της αποφάσεως 2007/868.

159    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι εξέδωσε την απόφαση 2007/868 σε χρόνο στον οποίο γνώριζε όχι μόνον την απόφαση της POAC και τις διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών της επιτροπής αυτής, αλλά και την άρνηση της POAC να επιτρέψει στον Υπουργό Εσωτερικών να ασκήσει έφεση ενώπιον του Court of Appeal καθώς και τη διατύπωση της άρνησης αυτής.

160    Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, ναι μεν ο Υπουργός Εσωτερικών άσκησε ενώπιον του Court of Appeal νέα αίτηση για την άσκηση εφέσεως κατά της αποφάσεως της POAC, όπως και είχε το δικαίωμα, πλην όμως η απόφαση 2007/868 δεν παύει να στηρίζεται, έναντι αυτής, αποκλειστικά στην απόφαση του υπουργού εσωτερικών της 28ης Μαρτίου 2001 και ουδόλως λαμβάνει υπόψη την απόφαση της POAC.

161    Κατά την προσφεύγουσα, τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η απόφαση 2007/868 είναι προδήλως εσφαλμένη και, επιπλέον, εμφανίζει το ελάττωμα της κατάχρησης εξουσίας στο μέτρο που την αφορά.

162    Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Ιανουαρίου 2008, το Συμβούλιο δεν διατύπωσε κανένα σχόλιο ως προς το κατά πόσον η απόφαση της POAC ενδιαφέρει την παρούσα διαδικασία.

163    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το Συμβούλιο υποστήριξε, αναφερόμενο στις διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών της POAC, ότι, ακόμη και αν οι διαπιστώσεις αυτές θεωρηθούν ακριβείς και γενικώς ορθές, και πάλι είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα ενεχόταν σε τρομοκρατικές πράξεις κατά την έννοια του κανονισμού 2580/2001 και, κατά συνέπεια, η δέσμευση των κεφαλαίων ήταν δικαιολογημένη. Το Συμβούλιο υποστήριξε εξάλλου ότι έλαβε μεν υπόψη την αίτηση του Υπουργού Εσωτερικών ενώπιον του Court of Appeal για την άσκηση εφέσεως κατά της αποφάσεως της POAC, πλην όμως απλώς αποφάσισε να μην αναμένει την έκβαση της έφεσης αυτής πριν επανεξετάσει την κατάσταση της προσφεύγουσας.

164    Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Ιανουαρίου 2008, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είναι ακόμα πρόωρο να εξεταστούν οι συνέπειες της αποφάσεως της POAC σε κοινοτικό επίπεδο. Κατά την άποψή της, πρέπει να περιμένουμε την απόφαση του Court of Appeal επί της αιτήσεως του Υπουργού Εσωτερικών για την άσκηση έφεσης και στη συνέχεια, ενδεχομένως, την έκβαση της έφεσης ενώπιον του Court of Appeal, καθώς και ενδεχομένης περαιτέρω αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του House of Lords, πριν κριθεί αν η απόφαση αυτή πρέπει να επηρεάσει τη νομιμότητα των αποφάσεων που λαμβάνονται σε κοινοτικό επίπεδο.

165    Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Ιανουαρίου 2008, το Ηνωμένο Βασίλειο υπενθυμίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η απόφαση του υπουργού εσωτερικών της 28ης Μαρτίου 2001 εξακολουθεί να ισχύει. Η απόφαση αυτή συνιστά επαρκή νομική βάση για την έκδοση από το Συμβούλιο της αποφάσεως 2007/868 έναντι της προσφεύγουσας. Το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει, εξάλλου, ότι, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, του Terrorism Act 2000, η απόφαση της POAC δεν υποχρεώνει τον Υπουργό Εσωτερικών να απαλείψει την προσφεύγουσα από τον εθνικό κατάλογο, τον ανάλογο αυτού που καταρτίζει το Συμβούλιο, πριν ασκηθούν όλα τα μέσα παροχής εννόμου προστασίας περιλαμβανομένης και της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του House of Lords.

166    Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο παρατηρεί εξάλλου ότι το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2007/868 γνωρίζοντας την απόφαση της POAC και την επακόλουθη απόφαση του υπουργού εσωτερικών να ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως αυτής. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Court of Appeal, τόσο επί της αιτήσεως για την άσκηση εφέσεως όσο και επί της ουσίας, διεξήχθη από τις 18 μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου 2008.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

167    Στο πλαίσιο του αιτήματος μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/868, οι διάδικοι αφιέρωσαν το κύριο μέρος των επιχειρημάτων τους στο ζήτημα κατά πόσον ασκεί επιρροή η απόφαση της POAC, που μνημονεύεται στη σκέψη 22 ανωτέρω, όσον αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας που ασκεί εν προκειμένω το Πρωτοδικείο.

168    Με την απόφαση αυτή η POAC χαρακτήρισε ως «διεστραμμένο» (perverse) το συμπέρασμα του Υπουργού Εσωτερικών που διατυπώνεται στην απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 2006 με την οποία αρνήθηκε να άρει την προγραφή της προσφεύγουσας, ότι δηλαδή η προσφεύγουσα ήταν ακόμα τότε οργάνωση «ενεχομένη στην τρομοκρατία» (concerned in terrorism), κατά την έννοια του Terrorism Act 2000. Αυτό σημαίνει ότι, σύμφωνα με την εκτίμηση της POAC, κανένα λογικό πρόσωπο δεν θα κατέληγε σ’ αυτό το συμπέρασμα και ότι, αντιθέτως, κάθε λογικό πρόσωπο θα έφτανε στο αντίθετο συμπέρασμα, βάσει των στοιχείων που διέθετε ο Υπουργός Εσωτερικών.

169    Συναφώς, η POAC συνόψισε τις κύριες διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών και τα νομικά συμπεράσματα που συνήγαγε από αυτές, στις σκέψεις 347 έως 349 της αποφάσεώς της ως εξής:

«347. […] Οφείλουμε να εξετάσουμε όλο το υλικό που είχε ή μπορούσε λογικά να έχει στη διάθεσή του ο [Υπουργός Εσωτερικών] για να κριθεί αν η PMOI βασίμως θεωρήθηκε ή μπορούσε να θεωρηθεί ως ενεχομένη στην τρομοκρατία από τον υπουργό. Εξετάσαμε ενδελεχώς όλο το υλικό στο επίπεδο που αρμόζει για την αξιολόγησή μας.

348. Εκθέσαμε ήδη αναλυτικά τα συμπεράσματά μας ως προς το υλικό που διαθέτουμε. Κατά την άποψή μας, η λεπτομερής εξέταση του υλικού οδηγεί στο ακόλουθο συμπέρασμα..

348.1 Με πιθανή εξαίρεση το μοναδικό επεισόδιο του Μαΐου 2002, η PMOI δεν διέπραξε τρομοκρατικές πράξεις στο Ιράν ή αλλού μετά από τον Αύγουστο του 2001·

348.2. Ακόμη και αν η PMOI είχε σε κάποια εποχή δομή στρατιωτικής οργάνωσης, το υλικό αποδεικνύει ότι η δομή αυτή έπαυσε να ισχύει (το αργότερο) το τέλος του 2002·

348.3. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι τρεις εκθέσεις του 2002 μπορούν να θεωρηθούν ως απολογία [της τρομοκρατίας] κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχείο c, [του Terrorism Act 2000], η δραστηριότητα αυτή έπαυσε πριν από τον Αύγουστο του 2002·

348.4. Τον Μάιο του 2003, η PMOI είχε αφοπλιστεί·

348.5. Κανένα στοιχείο του υλικού δεν δείχνει ότι η PMOI έλαβε ή επιδίωξε να λάβει όπλα ή να ανακτήσει κατ’ άλλο τρόπο κάποια στρατιωτική ικανότητα παρά τη δυνατότητα να το πράξει, μετά τον Μάιο του 2003·

348.6. Επιπλέον, κανένα στοιχείο του υλικού δεν αφήνει να εννοηθεί ότι η PMOI επιδίωξε να στρατολογήσει ή να εκπαιδεύσει τα μέλη της για πράξεις στρατιωτικές ή τρομοκρατικές.

Εν κατακλείδι, δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ότι σε οποιαδήποτε στιγμή μετά το 2003, η PMOI επεδίωξε να ξαναδημιουργήσει κάποια μορφή δομής που θα της επέτρεπε να διαπράξει ή να στηρίξει τρομοκρατικές πράξεις. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη οποιασδήποτε απόπειρας “προετοιμασίας” για τρομοκρατία. Δεν υπάρχει καμιά απόδειξη για οποιαδήποτε ενθάρρυνση άλλων προσώπων για τη διάπραξη τρομοκρατικών πράξεων. Δεν υπάρχει εξάλλου υλικό που να στηρίζει την πεποίθηση ότι η PMOI “αναμίχθηκε κατ’ άλλο τρόπο στην τρομοκρατία” κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως, τον Σεπτέμβριο του 2006. Όσον αφορά την περίοδο μετά τον Μάιο 2003, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κατά κυριολεξία ως “απλή αδράνεια”, αντίθετα με αυτό που θεωρεί ο [Υπουργός Εσωτερικών] στην απόφασή του. Το υλικό αποκάλυψε ότι το σύνολο του στρατιωτικού εξοπλισμού δεν υπήρχε πλέον ούτε στο Ιράκ ούτε στο Ιράν ή αλλού και δεν έγινε καμιά απόπειρα από την PMOI για να τον αποκαταστήσει.

349. Υπό τις συνθήκες αυτές, η μόνη πεποίθηση που θα μπορούσε να διαμορφώσει καλόπιστα ένα λογικό άτομο, είτε τον Σεπτέμβριο του 2006 ή μετά, είναι ότι η PMOI δεν πληροί πλέον κανένα από τα κριτήρια που είναι αναγκαία για τη διατήρηση της προγραφής της. Με άλλα λόγια και βάσει του υλικού που έχουμε μπροστά μας, η PMOI δεν ενεχόταν στην τρομοκρατία τον Σεπτέμβριο του 2006 και εξακολουθεί να μην ενέχεται.»

170    Για τους λόγους που εκτίθενται ιδίως στις σκέψεις 130 έως 139 ανωτέρω, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι η απόφαση της POAC έχει μεγάλη σημασία στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

171    Συγκεκριμένα, πρόκειται για την πρώτη απόφαση αρμόδιας δικαστικής αρχής που αποφαίνεται επί της νομιμότητας, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, της άρνησης του Υπουργού Εσωτερικών να ανακαλέσει την από 28 Μαρτίου 2001 απόφαση βάσει της οποίας το Συμβούλιο εξέδωσε τόσον την αρχική απόφαση δεσμεύσεως των κεφαλαίων της προσφεύγουσας όσο και όλες τις επακόλουθες αποφάσεις μέχρι και την απόφαση 2007/868.

172    Η απόφαση της POAC συνιστά δηλαδή αναμφισβήτητα μια από τις εξελίξεις στο εθνικό επίπεδο στην πορεία της αποφάσεως του υπουργού εσωτερικών της 28ης Μαρτίου 2001.

173    Εξάλλου, το Πρωτοδικείο παρατήρησε ήδη ότι η εξακρίβωση τέτοιων εξελίξεων παρίσταται απαραίτητη στο πλαίσιο της έκδοσης επακόλουθης αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων (βλ. σκέψη 131 ανωτέρω).

174    Όσον αφορά τον βαθμό στον οποίο το Συμβούλιο έλαβε γνώση της αποφάσεως της POAC και την έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο της έκδοσης της αποφάσεως 2007/868, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το εν λόγω θεσμικό όργανο και το Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και από τα έγγραφα τα σχετικά με την εν λόγω διαδικασία που προσκόμισαν οι διάδικοι ανταποκρινόμενοι στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε το Πρωτοδικείο προκύπτει ότι:

–        στις 13 Νοεμβρίου 2007, ο εκπρόσωπος του Ηνωμένου Βασιλείου πληροφόρησε προφορικά τα μέλη της ομάδας εργασίας του Συμβουλίου σχετικά με την κοινή θέση 2001/931 (στο εξής: ομάδα εργασίας PC 931) ότι η POAC επρόκειτο να εκδώσει την απόφασή της στην υπόθεση της προσφεύγουσας στις 30 Νοεμβρίου 2007 και ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα προσδιόριζε τη στάση του σχετικά με την προγραφή της ενδιαφερομένης αναλόγως της αποφάσεως αυτής·

–        στις 3 Δεκεμβρίου 2007, το Ηνωμένο Βασίλειο πληροφόρησε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο την πορτογαλική Προεδρία του Συμβουλίου για την απόφαση της POAC, διαβιβάζοντας περίληψή της και καλώντας την να λάβει γνώση της αποφάσεως στην ιστοσελίδα όπου διατίθεται και της γνωστοποίησε την πρόθεσή του να κινήσει το ζήτημα κατά την προσεχή σύνοδο της ομάδας εργασίας PC 931·

–        στις 4 Δεκεμβρίου 2007, το Ηνωμένο Βασίλειο πληροφόρησε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο την πορτογαλική Προεδρία ότι ο Υπουργός Εσωτερικών δήλωσε σαφώς ότι θα επιδίωκε να λάβει την άδεια να ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως της POAC· το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρούσε ότι η απόφαση επί της αδείας θα εκδιδόταν πριν τις 17 Δεκεμβρίου 2007· σε περίπτωση αδείας, η επ’ ακροατηρίου συζήτηση της εφέσεως ενώπιον του Court of Appeal θα διεξαγόταν τους πρώτους μήνες του 2008· με την ίδια ηλεκτρονική επιστολή το Ηνωμένο Βασίλειο πρότεινε να μη λάβει κανένα μέτρο η Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τη διατήρηση της προσφεύγουσας στον επίδικο κατάλογο μέχρις ότου ολοκληρωθεί η εκδίκαση της εφέσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο και δήλωσε ότι η προγραφή της ενάγουσας στο Ηνωμένο Βασίλειο θα εξακολουθούσε να ισχύει κατά την περίοδο αυτή·

–        στις 6 Δεκεμβρίου 2007, η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου διαβίβασε στις αντιπροσωπείες των κρατών μελών στο Συμβούλιο αντίγραφο της επιστολής που απηύθυνε η προσφεύγουσα στο Συμβούλιο στις 5 Δεκεμβρίου 2007, ζητώντας να διαγραφεί από τον επίδικο κατάλογο ενόψει της αποφάσεως της POAC (σκέψη 23 ανωτέρω), καθώς και αντίγραφο της αποφάσεως αυτής της POAC·

–        στις 12 Δεκεμβρίου 2007, η ομάδα εργασίας PC 931 πραγματοποίησε σύσκεψη για να προετοιμάσει την έκδοση της αποφάσεως 2007/868· σύμφωνα με το «αποτέλεσμα των εργασιών» της συνόδου αυτής που η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου διαβίβασε στις αντιπροσωπείες των κρατών μελών στο Συμβούλιο, στις 20 Δεκεμβρίου 2007, η ομάδα εργασίας ενημερώθηκε από την αντιπροσωπεία του Ηνωμένου Βασιλείου για την απόφαση της POAC· η αντιπροσωπεία του Ηνωμένου Βασιλείου πληροφόρησε επίσης τις λοιπές αντιπροσωπείες για την πρόθεση του Υπουργού Εσωτερικών να ζητήσει την άδεια ασκήσεως εφέσεως κατά της αποφάσεως αυτής και τους εξήγησε ότι, αν η ίδια η POAC αρνηθεί την άδεια, ο Υπουργός Εσωτερικών είχε την πρόθεση να τη ζητήσει απευθείας από το Court of Appeal·

–        στις 17 Δεκεμβρίου 2007, η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου διαβίβασε στην ομάδα εργασίας των συμβούλων για τις εξωτερικές σχέσεις σχέδιο αποφάσεως και σχέδιο κοινής θέσης που απηχούν τα αποτελέσματα της συνόδου της ομάδας εργασίας PC 931· το όνομα της προσφεύγουσας είχε περιληφθεί στους καταλόγους που επισυνήφθησαν στα σχέδια αυτά· την ίδια ημέρα η ομάδα εργασίας των συμβούλων για τις εξωτερικές σχέσεις ενέκρινε τα εν λόγω σχέδια και κάλεσε την CΟREPER να συστήσει στο Συμβούλιο να τα υιοθετήσει· το σημείωμα όπου καταγράφονται τα περιστατικά αυτά (σημείωση I/A) διαβιβάστηκε από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου στην CΟREPER στις 18 Δεκεμβρίου 2007·

–        στις 19 Δεκεμβρίου 2007, η CΟREPER ενέκρινε τις εν λόγω συστάσεις·

–        στις 19 Δεκεμβρίου 2007, το Ηνωμένο Βασίλειο πληροφόρησε με ηλεκτρονική επιστολή την πορτογαλική Προεδρία, τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου και τις αντιπροσωπείες των κρατών μελών που το είχαν ζητήσει ρητά ότι η POAC αρνήθηκε να χορηγήσει την άδεια ασκήσεως εφέσεως που είχε ζητήσει ο Υπουργός Εσωτερικών· το Ηνωμένο Βασίλειο πρόσθεσε ότι ο Υπουργός Εσωτερικών είχε την πρόθεση να ζητήσει την άδεια αυτή από το Court of Appeal χωρίς να μπορεί να διευκρινίσει ποια ημερομηνία θα αποφαινόταν επί της αιτήσεως το εν λόγω δικαστήριο.

175    Υπό τις συνθήκες αυτές, στις 20 Δεκεμβρίου 2007 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2007/868.

176    Όσον αφορά την παράθεση των ειδικών και συγκεκριμένων λόγων για τους οποίους το Συμβούλιο θεώρησε, κατόπιν επανεξετάσεως, ότι εξακολουθεί να δικαιολογείται η δέσμευση των κεφαλαίων της προσφεύγουσας, η οποία συνιστά το ουσιώδες μέρος της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει το όργανο αυτό στο πλαίσιο της εκδόσεως επακόλουθης αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων (απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψεις 143 και 144), από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στις σκέψεις 28 και 29 ανωτέρω προκύπτει ότι το Συμβούλιο θεώρησε, στη δεύτερη επιστολή κοινοποιήσεως, ότι οι λόγοι που υπαγορεύουν τη διατήρηση της προσφεύγουσας στον επίδικο κατάλογο, που είχαν κοινοποιηθεί προηγουμένως στην ενδιαφερομένη με την πρώτη επιστολή κοινοποιήσεως, εξακολουθούν να ισχύουν. Εξάλλου, η αιτιολογική έκθεση που επισυνάπτεται στη δεύτερη επιστολή κοινοποιήσεως είναι ακριβώς ίδια με αυτή που είχε επισυναφθεί στην πρώτη επιστολή κοινοποιήσεως. Όσον αφορά την απόφαση της POAC, το Συμβούλιο απλώς παρατήρησε, στη δεύτερη επιστολή κοινοποιήσεως, ότι ο Υπουργός Εσωτερικών επιχείρησε να ασκήσει έφεση κατ’ αυτής (the Council notes that the UK Home Secretary has sought to bring an appeal).

177    Βάσει όλων των λυσιτελών στοιχείων που υπήρχαν κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως 2007/868 και λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων περιστάσεων της υπόθεσης, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η αιτιολογία αυτή είναι προδήλως ανεπαρκής για να δικαιολογήσει νομικώς τη διατήρηση της δεσμεύσεως των κεφαλαίων της προσφεύγουσας.

178    Πρώτον, η αιτιολογία αυτή δεν δείχνει σε ποιο βαθμό το Συμβούλιο έλαβε πράγματι υπόψη την απόφαση της POAC, όπως είχε την υποχρέωση (βλ. σκέψη 173 ανωτέρω).

179    Δεύτερον, η αιτιολογία αυτή δεν παραθέτει τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο θεώρησε, παρά τις διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών που διατύπωσε κυριαρχικά η POAC και τα ιδιαιτέρως αυστηρά νομικά συμπεράσματα που συνήγαγε ο Υπουργός Εσωτερικών από τις διαπιστώσεις αυτές, ότι η διατήρηση της προσφεύγουσας στον επίδικο κατάλογο εξακολουθεί να δικαιολογείται βάσει του ιδίου συνόλου πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων επί του οποίου αποφάνθηκε η POAC (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1995, C‑360/92 P, Publishers Association κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I‑23, σκέψεις 39 έως 44).

180    Αυτό ισχύει όλως ιδιαιτέρως για το συμπέρασμα της POAC ότι η μόνη πεποίθηση που μπορεί καλόπιστα να διαμορφώσει ένα λογικό άτομο, μετά τον Σεπτέμβριο του 2006, ήταν ότι η προσφεύγουσα δεν πληροί πλέον κανένα από τα κριτήρια που απαιτούνται για τη διατήρηση της προγραφής της ως τρομοκρατικής οργάνωσης ή ότι, με άλλα λόγια, δεν ενέχεται πλέον στην τρομοκρατία μετά την περίοδο εκείνη. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο όφειλε τουλάχιστον να επανεξετάσει την εκτίμησή του για την ύπαρξη αποφάσεως αρμόδιας εθνικής αρχής στηριζομένης σε «σοβαρές και αξιόπιστες ενδείξεις», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931.

181    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο προσπάθησε να καλύψει αυτή την πρόδηλη ανεπάρκεια της αιτιολογίας υποστηρίζοντας, με παραδείγματα, ότι, ακόμη και βάσει των πραγματικών περιστατικών, όπως διαπιστώθηκαν από την POAC, εξακολουθεί να είναι λογικό να θεωρηθεί, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως 2007/868, ότι η προσφεύγουσα ενεχόταν σε τρομοκρατικές πράξεις κατά την έννοια του κανονισμού 2580/2001 και ότι, κατά συνέπεια, η δέσμευση των κεφαλαίων της εξακολουθούσε να δικαιολογείται (βλ. σκέψη 163 ανωτέρω).

182    Συναφώς, υπενθυμίζεται πάντως ότι η αιτιολογία μιας πράξεως πρέπει κατ’ αρχήν να κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο ταυτόχρονα με τη βλαπτική για αυτόν πράξη και ότι η έλλειψη αιτιολογίας ή η πρόδηλη ανεπάρκειά της δεν μπορούν να καλυφθούν, λόγω του ότι ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται την αιτιολογία της πράξεως κατά τη διαδικασία ενώπιον του κοινοτικού δικαστή (βλ. απόφαση OMPI, σκέψη 1 ανωτέρω, σκέψη 139 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

183    Τρίτον, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι το Συμβούλιο μπορούσε βεβαίως να λάβει υπόψη την ύπαρξη μέσων παροχής εννόμου προστασίας κατά της αποφάσεως της POAC καθώς επίσης και την άσκησή τους από τον Υπουργό Εσωτερικών, πλην όμως, εν προκειμένω, δεν αρκούσε να αναφέρει ότι ο Υπουργός Εσωτερικών προσπάθησε να ασκήσει έφεση και να παραλείψει να λάβει ειδικά υπόψη τις διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών που είχε διατυπώσει κυριαρχικά η POAC καθώς και τις νομικές συνέπειες που συνήγαγε εξ αυτών.

184    Και τούτο μάλιστα τη στιγμή που, αφενός, η POAC, αρμόδια δικαστική αρχή για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων του Υπουργού Εσωτερικών, είχε χαρακτηρίσει την άρνηση του υπουργού να άρει την προγραφή της προσφεύγουσας ως «παράλογη» και «διεστραμμένη» και, αφετέρου, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως 2007/868, το Συμβούλιο είχε ενημερωθεί για την άρνηση της POAC να επιτρέψει στον Υπουργό Εσωτερικών να ασκήσει έφεση καθώς και τους λόγους της αρνήσεως αυτής, ότι δηλαδή, κατά την POAC, κανένα από τα επιχειρήματα που πρόβαλε ο Υπουργός Εσωτερικών δεν είχε εύλογες πιθανότητες επιτυχίας ενώπιον του Court of Appeal.

185    Συμπερασματικά, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι βάσει όλων των λυσιτελών στοιχείων και λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων περιστάσεων της υπόθεσης, η διατήρηση της δεσμεύσεως των κεφαλαίων της προσφεύγουσας που επιβάλλει το άρθρο 1 της αποφάσεως 2007/868, σε συνδυασμό με το σημείο 2.19 του καταλόγου που περιέχει το παράρτημα της αποφάσεως αυτής υπό τον τίτλο «Ομάδες και οντότητες», δεν αιτιολογείται επαρκώς κατά νόμο.

186    Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί παρά να επισύρει την ακύρωση αυτών των διατάξεων στο μέτρο που αφορούν την προσφεύγουσα.

187    Κατά τα λοιπά, κανένας από τους ισχυρισμούς που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηρίξει το αίτημά της περί ακυρώσεως, στο μέτρο που την αφορά, των λοιπών διατάξεων της εν λόγω αποφάσεως και ιδίως του άρθρου 2, το οποίο καταργεί την απόφαση 2007/445.

 Επί των δικαστικών εξόδων

188    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή για εξαιρετικούς λόγους. Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, το Συμβούλιο πρέπει να φέρει, εκτός των δικών του εξόδων, το ένα τρίτο των εξόδων της προσφεύγουσας.

189    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως αβάσιμη, όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/445/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2007, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και για την κατάργηση των αποφάσεων 2006/379/ΕΚ και 2006/1008/ΕΚ.

2)      Ακυρώνει το άρθρο 1 της αποφάσεως 2007/868/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2007, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και την κατάργηση της αποφάσεως 2007/445, καθώς και το σημείο 2.19 του καταλόγου που παρατίθεται στο παράρτημα της αποφάσεως αυτής, στο μέτρο που αφορούν την οργάνωση People’s Mojahedin Organization of Iran.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή ως αβάσιμη, στο μέτρο που διώκει την ακύρωση άλλων διατάξεων της αποφάσεως 2007/868, όσον αφορά την οργάνωση People’s Mojahedin Organization of Iran.

4)      Καταδικάζει το Συμβούλιο στα δικαστικά του έξοδα καθώς και στο ένα τρίτο των εξόδων της οργάνωσης People’s Mojahedin Organization of Iran.

5)      Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, η Επιτροπή και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Forwood

Šváby

Truchot

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Οκτωβρίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       N. J. Forwood


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.