Language of document : ECLI:EU:T:2011:361

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 13ης Ιουλίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά του καουτσούκ από βουταδιένιο και του καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καταλογισμός της παραβάσεως – Ενιαία παράβαση – Απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως – Πρόστιμα – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις»

Στην υπόθεση T‑59/07,

Polimeri Europa SpA, με έδρα το Brindisi (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους M. Siragusa και F. Moretti, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci, G. Conte και V. Bottka,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως, ως προς την Polimeri Europa SpA, της αποφάσεως C(2006) 5700 τελικό της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F/38.638 – Καουτσούκ από βουταδιένιο και καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος), ή, επικουρικώς, περί ακυρώσεως ή μειώσεως του επιβληθέντος στην Polimeri Europa SpA προστίμου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Dehousse (εισηγητή), προεδρεύοντα, I. Wiszniewska-Białecka και N. Wahl, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Οκτωβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την απόφαση C(2006) 5700 τελικό, της 29ης Νοεμβρίου 2006 (Υπόθεση COMP/F/38.638 – Καουτσούκ από βουταδιένιο και καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε ότι πολλές επιχειρήσεις έχουν υποπέσει σε παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), διά της συμμετοχής τους σε σύμπραξη στην αγορά των προαναφερθέντων προϊόντων.

2        Αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι οι εξής επιχειρήσεις:

–        Bayer AG, με έδρα το Leverkusen (Γερμανία),

–        The Dow Chemical Company, με έδρα το Midland, Michigan (Ηνωμένες Πολιτείες) (στο εξής: Dow Chemical),

–        Dow Deutschland Inc., με έδρα το Schwalbach (Γερμανία),

–        Dow Deutschland Anlagengesellschaft mbH (πρώην Dow Deutschland GmbH & Co. OHG), με έδρα το Schwalbach,

–        Dow Europe, με έδρα το Horgen (Ελβετία),

–        Eni SpA, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία),

–        Polimeri Europa SpA, με έδρα το Brindisi (Ιταλία) (στο εξής: Polimeri),

–        Shell Petroleum NV, με έδρα τη Χάγη (Κάτω Χώρες),

–        Shell Nederland BV, με έδρα τη Χάγη,

–        Shell Nederland Chemie BV, με έδρα το Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες),

–        Unipetrol a.s., με έδρα την Πράγα (Τσεχική Δημοκρατία),

–        Kaučuk a.s., με έδρα το Kralupy nad Vltavou (Τσεχική Δημοκρατία),

–        Trade-Stomil sp. z o.o., με έδρα το Łódź (Πολωνία) (στο εξής: Stomil).

3        Οι Dow Deutschland, Dow Deutschland Anlagengesellschaft και Dow Europe ελέγχονται εξ ολοκλήρου, ευθέως ή εμμέσως, από την Dow Chemical (στο εξής, από κοινού: Dow) (αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

4        Τις σχετικές με τα επίμαχα προϊόντα δραστηριότητες της Eni ασκούσε αρχικώς η EniChem Elastomeri Srl, την οποία είχε εμμέσως υπό τον έλεγχό της η Eni, διά της θυγατρικής EniChem SpA (στο εξής: EniChem SpA). Την 1η Νοεμβρίου 1997, η EniChem Elastomeri απορροφήθηκε από την EniChem SpA. Η EniChem SpA ανήκε κατά 99,97 % στην Eni. Την 1η Ιανουαρίου 2002, η EniChem SpA μεταβίβασε τη στρατηγικής σημασίας δραστηριότητά της στον τομέα των χημικών προϊόντων (περιλαμβανομένης της δραστηριότητας με αντικείμενο το καουτσούκ από βουταδιένιο και το καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος) στη θυγατρική της Polimeri, η οποία της ανήκε εξ ολοκλήρου. Η Polimeri ανήκει ευθέως και εξ ολοκλήρου στην Eni από τις 21 Οκτωβρίου 2002. Από 1ης Μαΐου 2003, η EniChem SpA μετονομάστηκε σε Syndial SpA (αιτιολογικές σκέψεις 26 έως 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή χρησιμοποιεί την ονομασία «EniChem» για όλες τις ανήκουσες στην Eni εταιρίες (στο εξής: EniChem) (αιτιολογική σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

5        Η Shell Nederland Chemie είναι θυγατρική της Shell Nederland, η οποία ελέγχεται εξ ολοκλήρου από τη Shell Petroleum (στο εξής, από κοινού: Shell) (αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

6        Η Kaučuk συστάθηκε το 1997, κατόπιν συγχωνεύσεως των Kaučuk Group a.s. και Chemopetrol Group a.s. Στις 21 Ιουλίου 1997, η Unipetrol απέκτησε το σύνολο του ενεργητικού, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων που συγχωνεύθηκαν. Η Kaučuk ανήκει εξ ολοκλήρου στην Unipetrol (αιτιολογικές σκέψεις 45 και 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η εδρεύουσα στην Τσεχική Δημοκρατία Tavorex s.r.o. (στο εξής: Tavorex) ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Kaučuk (και της προκατόχου αυτής Kaučuk Group) για τις εξαγωγές από το 1991 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2003. Επίσης, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Tavorex εκπροσωπούσε από το 1996 την Kaučuk στις συναντήσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ (αιτιολογική σκέψη 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

7        Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Stomil αντιπροσώπευε, όσον αφορά τις εξαγωγές, την πολωνική εταιρία παραγωγής Chemical Company Dwory S.A. (στο εξής: Dwory) επί τριάντα περίπου έτη, έως το 2001 τουλάχιστον. Επίσης σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Stomil εκπροσωπούσε από το 1997 έως το 2000 την Dwory στις συναντήσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ (αιτιολογική σκέψη 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

8        Διαπιστώθηκε ότι η παράβαση διάρκεσε από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά τις Bayer, Eni και Polimeri, από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 31 Μαΐου 1999 όσον αφορά τις Shell Petroleum, Shell Nederland και Shell Nederland Chemie, από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά την Dow Chemical, από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 27 Νοεμβρίου 2001 όσον αφορά την Dow Deutschland, από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά τις Unipetrol και Kaučuk, από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 22 Φεβρουαρίου 2000 όσον αφορά τη Stomil, από τις 22 Φεβρουαρίου 2001 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2002 όσον αφορά την Dow Deutschland Anlagengesellschaft και από τις 26 Νοεμβρίου 2001 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά την Dow Europe (αιτιολογικές σκέψεις 476 έως 485 και άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Το καουτσούκ από βουταδιένιο (στο εξής: CB) και το καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο που παράγεται με πολυμερισμό γαλακτώματος (στο εξής: CSB) είναι συνθετικά καουτσούκ που χρησιμοποιούνται ως επί το πλείστον για την κατασκευή ελαστικών. Τα δύο αυτά προϊόντα είναι δυνατόν να υποκατασταθούν είτε αμοιβαίως είτε με άλλα συνθετικά καουτσούκ και με το φυσικό καουτσούκ (αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Πέραν των παραγωγών στους οποίους απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση, περιορισμένες ποσότητες CB και CSB πωλούσαν εντός του ΕΟΧ και ορισμένοι άλλοι παραγωγοί εγκατεστημένοι στην Ασία και στην Ευρώπη. Εξάλλου, η παραγωγή CB προέρχεται ως επί το πλείστον απευθείας από τους μεγάλους κατασκευαστές ελαστικών (αιτιολογική σκέψη 54 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Στις 20 Δεκεμβρίου 2002, η Bayer γνωστοποίησε στις υπηρεσίες της Επιτροπής ότι επιθυμεί να συνεργαστεί στο πλαίσιο της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας), όσον αφορά το CB και το CSB. Ως προς το CSB, η Bayer περιέγραψε προφορικώς τις δραστηριότητες της συμπράξεως. Η προφορική αυτή δήλωση καταγράφηκε σε κασέτα (αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Στις 14 Ιανουαρίου 2003 η Bayer περιέγραψε προφορικώς τις δραστηριότητες της συμπράξεως όσον αφορά το CB. Η προφορική αυτή δήλωση καταγράφηκε σε κασέτα. Η Bayer προσκόμισε επίσης πρακτικά των συναντήσεων της επιτροπής CB της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ (αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Στις 5 Φεβρουαρίου 2003 η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Bayer ότι αποφάσισε να την απαλλάξει, υπό όρους, από το πρόστιμο (αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Στις 27 Μαρτίου 2003 η Επιτροπή διενήργησε επιτόπιο έλεγχο, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), στις εγκαταστάσεις της Dow Deutschland & Co. (αιτιολογική σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Από τον Σεπτέμβριο του 2003 έως τον Ιούλιο του 2006, η Επιτροπή απέστειλε στις επιχειρήσεις προς τις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση διάφορα αιτήματα παροχής πληροφοριακών στοιχείων βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 και του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1) (αιτιολογική σκέψη 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Στις 16 Οκτωβρίου 2003, οι Dow Deutschland και Dow Deutschland & Co. έλαβαν μέρος σε συνάντηση με τις υπηρεσίες της Επιτροπής και εξέφρασαν την επιθυμία τους να συνεργαστούν στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Κατά τη συνάντηση αυτή έγινε προφορική παρουσίαση των δραστηριοτήτων της συμπράξεως όσον αφορά το CB και το CSB. Η προφορική παρουσίαση καταγράφηκε. Υποβλήθηκε επίσης φάκελος με έγγραφα σχετικά με τη σύμπραξη (αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Στις 4 Μαρτίου 2005, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Dow Deutschland ότι σκοπεύει να μειώσει το πρόστιμο ως προς αυτήν κατά 30 έως 50 % (αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Στις 7 Ιουνίου 2005, η Επιτροπή κίνησε τη διοικητική διαδικασία και απέστειλε στις επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση –εκτός της Unipetrol–, καθώς και στην Dwory την πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων. Καταρτίστηκε επίσης η πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων κατά της Tavorex, χωρίς, όμως, να της κοινοποιηθεί, καθώς η Tavorex βρισκόταν υπό πτώχευση από τον Οκτώβριο του 2004. Κατά συνέπεια, η διαδικασία περατώθηκε ως προς αυτήν (αιτιολογικές σκέψεις 49 και 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

19      Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις επί της πρώτης ανακοινώσεως αιτιάσεων (αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τους δόθηκε επίσης ο φάκελος της υποθέσεως, υπό μορφή CD-ROM, και έλαβαν γνώση των προφορικών δηλώσεων και των σχετικών εγγράφων στα γραφεία της Επιτροπής (αιτιολογική σκέψη 76 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Στις 3 Νοεμβρίου 2005, η Manufacture française des pneumatiques Michelin (στο εξής: Michelin) ζήτησε να παρέμβει. Κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις στις 13 Ιανουαρίου 2006 (αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Στις 6 Απριλίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων προς τις επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις επί της ανακοινώσεως αυτής (αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Στις 12 Μαΐου 2006, η Michelin υπέβαλε καταγγελία βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 123, σ. 18) (αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Στις 22 Ιουνίου 2006, οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση, πλην της Stomil, καθώς και η Michelin έλαβαν μέρος σε ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής (αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

24      Ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων για τη συμμετοχή της Dwory στη σύμπραξη, η Επιτροπή αποφάσισε να περατώσει τη διαδικασία ως προς αυτήν (αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να περατώσει τη διαδικασία ως προς τη Syndial (αιτιολογική σκέψη 89 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Εξάλλου, ενώ αρχικώς χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικοί αριθμοί υποθέσεων (COMP/E-1/38.637 και COMP/E-1/38.638 για το CB και για το CSB), η Επιτροπή, μετά την πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων, χρησιμοποιεί ένα μόνον αριθμό (COMP/F/38.638) (αιτιολογικές σκέψεις 90 και 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Η διοικητική διαδικασία περατώθηκε με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως από την Επιτροπή στις 29 Νοεμβρίου 2006.

27      Κατά το άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι κατωτέρω αναφερόμενες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 ΕΟΧ, διά της συμμετοχής τους, κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, σε ενιαία και διαρκή συμφωνία με αντικείμενο τον καθορισμό τιμών-στόχων, την κατανομή πελατών διά συμφωνιών περί αποφυγής του επιθετικού ανταγωνισμού και την ανταλλαγή απόρρητων πληροφοριακών στοιχείων σχετικών με τις τιμές, τους ανταγωνιστές και τους πελάτες στους κλάδους του CB και του CSB:

α)      η Bayer από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

β)       η Dow Chemical από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002· η Dow Deutschland από την 1η Ιουλίου 1996 έως τις 27 Νοεμβρίου 2001· η Dow Deutschland Anlagengesellschaft από τις 22 Φεβρουαρίου 2001 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2002· η Dow Europe από τις 26 Νοεμβρίου 2001 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

γ)       η Eni από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002· η Polimeri από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

δ)       η Shell Petroleum από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 31 Μαΐου 1999· η Shell Nederland από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 31 Μαΐου 1999· η Shell Nederland Chemie από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 31 Μαΐου 1999·

ε)       η Unipetrol από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002· η Kaučuk από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002·

στ)       η Stomil από τις 16 Νοεμβρίου 1999 έως τις 22 Φεβρουαρίου 2000.

28      Βάσει των διαπιστώσεων επί των πραγματικών περιστατικών και των νομικών εκτιμήσεων στις οποίες προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις πρόστιμα τα οποία υπολογίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου που περιγράφεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), καθώς και στην ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996.

29      Με το άρθρο 2 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλονται τα εξής πρόστιμα:

α)       Bayer: 0 ευρώ,

β)       Dow Chemical: 64,575 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων:

i)       60,27 εκατομμύρια ευρώ, για την καταβολή των οποίων ευθύνεται από κοινού με την Dow Deutschland,

ii)      47,355 εκατομμύρια ευρώ για την καταβολή των οποίων ευθύνεται από κοινού με τις Dow Deutschland Anlagengesellschaft και Dow Europe,

γ)      Eni και Polimeri από κοινού: 272,25 εκατομμύρια ευρώ,

δ)       Shell Petroleum, Shell Nederland και Shell Nederland Chemie, από κοινού: 160,875 εκατομμύρια ευρώ,

ε)       Unipetrol και Kaučuk, από κοινού: 17,55 εκατομμύρια ευρώ,

στ)       Stomil: 3,8 εκατομμύρια ευρώ.

30      Με το άρθρο 3 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι εκεί απαριθμούμενες επιχειρήσεις διατάσσονται να παύσουν αμέσως, εφόσον δεν το έχουν ήδη πράξει, τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο ίδιο άρθρο και να απόσχουν από κάθε περιγραφόμενη στο άρθρο 1 πράξη ή ενέργεια, καθώς και από κάθε ενέργεια με αντίστοιχο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 20 Φεβρουαρίου 2007, η Polimeri άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

32      Με απόφαση του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 1ης Απριλίου 2009, ο N. Wahl ορίστηκε μέλος του τμήματος, προς συμπλήρωση της συνθέσεώς του, κατόπιν κωλύματος ενός εκ των μελών του.

33      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

34      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Πρωτοδικείο ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένα ερωτήματα και να του προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπρόθεσμα προς τα αιτήματα αυτά.

35      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά τις αγορεύσεις τους και με τις απαντήσεις τους στα προφορικά ερωτήματα που τους έθεσε το Πρωτοδικείο κατά τη συνεδρίαση της 21ης Οκτωβρίου 2009.

36      Η Polimeri ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διεξαγάγει τις ζητηθείσες αποδείξεις,

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, εν όλω ή εν μέρει, με ό,τι η ακύρωση συνεπάγεται όσον αφορά το ύψος του προστίμου,

–        επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο,

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

37      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την Polimeri στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

38      Προς στήριξη των αιτημάτων της, η Polimeri προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δεκαέξι λόγους, σχετικά με διαδικαστικές πλημμέλειες, ουσιώδη ελαττώματα της προσβαλλομένης αποφάσεως και τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

I –  Επί των αιτημάτων περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Α – Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν διαδικαστικές πλημμέλειες

1.     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένη εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

39      Η Polimeri υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται κατά «90 %» στις δηλώσεις της Bayer και της Dow. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει ως επί το πλείστον σε προφορικές δηλώσεις. Επιπλέον, τα έγγραφα που προσκομίστηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία είναι πολύ περιορισμένα σε αριθμό και επιδέχονται πολλές ερμηνείες.

40      Σκοπός των προφορικών δηλώσεων είναι να αποτελέσουν το έναυσμα ώστε η Επιτροπή να διεξαγάγει έρευνα. Εν προκειμένω, οι δηλώσεις αυτές αποτέλεσαν, αφενός, μέσο καταγραφής των πραγματικών περιστατικών, υποκαθιστώντας έτσι σε πολύ μεγάλο βαθμό την έρευνα, και, αφετέρου, μέσον πιέσεως προς τις επιχειρήσεις που συνεργάστηκαν με την Επιτροπή.

41      Ειδικότερα, πρώτον, η Polimeri επισημαίνει ότι, βάσει της δηλώσεως της Bayer της 20ής Δεκεμβρίου 2002, διενεργήθηκε ένας μόνον επιτόπιος έλεγχος και, συγκεκριμένα, στις εγκαταστάσεις της Dow. Καμία άλλη επιχείρηση από αυτές που ανέφερε η Bayer με την πρώτη δήλωσή της δεν αποτέλεσε αντικείμενο επιτόπιου ελέγχου.

42      Δεύτερον, τα αποδεικτικά στοιχεία είναι ισχνά και διφορούμενα. Τα σχετικά έγγραφα μπορούν να θεωρηθούν στοιχεία αποδεικτικά της ανταλλαγής απόρρητων πληροφοριακών στοιχείων ή της υπάρξεως συμφωνιών, αλλά ενδέχεται και να περιέχουν απλώς και μόνο στοιχεία σχετικά με τις τιμές, γνωστά σε όλο τον κλάδο και προερχόμενα από άλλες πηγές.

43      Η Polimeri επικαλείται, ειδικότερα, τις σημειώσεις ενός εκ των μετεχόντων σε συνάντηση πραγματοποιηθείσα στο Ντίσελντορφ (Γερμανία) στις 21 Φεβρουαρίου 1996, τις οποίες παραθέτει σε συνημμένο στο δικόγραφο της προσφυγής έγγραφο. Η Επιτροπή χρησιμοποίησε αρχικώς τα έγγραφα αυτά ως αποδεικτικό στοιχείο της υπάρξεως συμφωνίας επί των τιμών, αλλά κατόπιν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω συνάντηση δεν συγκαταλέγεται στις φερόμενες ως συναντήσεις των μετεχόντων στη σύμπραξη και δεν συμπεριέλαβε τα έγγραφα αυτά στα επιβαρυντικά στοιχεία. Τα έγγραφα αυτά, πάντως, είναι εξίσου, ή και περισσότερο, λεπτομερή από άλλα έγγραφα καταρτισθέντα από τον ίδιο μετέχοντα, τα οποία κατά την Επιτροπή αποδεικνύουν τις παράνομες συμφωνίες.

44      Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να προσθέσουν στις δηλώσεις τους στοιχεία αναπόδεικτα. Η πρώτη ολέθρια συνέπεια της πολιτικής αυτής εκδηλώθηκε με τις δηλώσεις κατά τη δεύτερη σειρά ακροάσεων. Η Polimeri επισημαίνει, συγκεκριμένα, ότι, κατά τη συνάντηση της 12ης Δεκεμβρίου 2005 με στελέχη της Dow (τους N. και F.), η Επιτροπή υπέβαλε συγκεκριμένα ερωτήματα, ώστε να τα υποχρεώσει να προβούν σε «βολικές» δηλώσεις σχετικά με συναντήσεις που φέρεται να έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της συμπράξεως, αλλά και με ενδεχόμενες αυξήσεις τιμών που φέρεται να είναι απόρροια συμφωνιών. Η Επιτροπή έφτασε στο σημείο να προσκομίζει η ίδια στοιχεία σχετικά με ενδεχόμενες αυξήσεις τιμών και, οσάκις δεν επιτύγχανε το επιθυμητό αποτέλεσμα, δεν το ανέφερε στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ομοίως, από την αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Dow «εξαναγκάστηκε» να καταθέσει. Συγκεκριμένα, η δήλωση της Dow της 17ης Νοεμβρίου 2005 εμφαίνει ότι η εν λόγω εταιρία, όταν πληροφορήθηκε τις δηλώσεις της Bayer, τροποποίησε την κατάθεσή της όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε συναφώς η Επιτροπή δεν αντιστοιχεί στις δηλώσεις της Dow. Υπό την ίδια έννοια, η δήλωση της Bayer της 6ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τη συνάντηση της 21ης Φεβρουαρίου 1996 στο Ντίσελντορφ (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω), εμφαίνει ότι η εν λόγω εταιρία παραδέχθηκε επιβαρυντικές γι’ αυτήν ενέργειες τις οποίες δεν διέπραξε.

45      Τρίτον, η Polimeri επισημαίνει ότι η μόνη κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τις δηλώσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των ερευνών της Επιτροπής περιλαμβάνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003. Πλην όμως, είναι δεδομένο ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τις προφορικές δηλώσεις στις οποίες προβαίνουν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο αιτήσεως περί απαλλαγής από το πρόστιμο ως καθοριστικής σημασίας στοιχεία για την απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις προβαίνουν στις δηλώσεις αυτές προς όφελός τους. Εφόσον, όπως υποστηρίζει η Polimeri, η Επιτροπή προσέδωσε ιδιαίτερη σημασία στις εν λόγω δηλώσεις (η Polimeri επισημαίνει, ειδικότερα, ότι από τις δεκαπέντε συναντήσεις που κατά την Επιτροπή πραγματοποιήθηκαν μεταξύ ανταγωνιστών, εγγράφως αποδείχθηκαν μόνον οι τέσσερις), η διαπίστωσή της ότι «η απόλυτη άρνηση [της Syndial και της Polimeri] να παραδεχθούν τη συμμετοχή τους (στη σύμπραξη ή σε συγκεκριμένες ενέργειες) προσκρούει στα αποδεικτικά στοιχεία που διαθέτει η Επιτροπή» (αιτιολογική σκέψη 327 της προσβαλλομένης αποφάσεως) αποτελεί ένδειξη ενός συστήματος στο πλαίσιο του οποίου ο κατήγορος, ο οποίος είναι και κριτής, καταχράται ατιμωρητί τις εξουσίες του.

46      Εξάλλου, η νομολογία που παραθέτει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 203 έως 205 της προσβαλλομένης αποφάσεως ουδόλως συνηγορεί υπέρ των απόψεών της. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο έχει κρίνει ότι η δήλωση επιχειρήσεως που της προσάπτεται συμμετοχή σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές, εφόσον δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501). Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο κατ’ αναίρεση.

47      Η Polimeri προβάλλει, επιπλέον, ότι τα επιχειρήματά της δεν αφορούν την «ουσία της υποθέσεως», όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της. Κατά την Polimeri, οι αιτιάσεις της έχουν ως αντικείμενο την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της, διά της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως που είναι απόρροια του εξόχως παράδοξου τρόπου με τον οποίον χρησιμοποιήθηκαν οι δηλώσεις των επιχειρήσεων που ζήτησαν να υπαχθούν σε μέτρα επιείκειας. Η Polimeri επισημαίνει ότι η Επιτροπή απαντά στα επιχειρήματά της, στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως, επικαλούμενη τη σχετική με το βάρος αποδείξεως νομολογία. Πλην όμως, η νομολογία αυτή δεν ασκεί επιρροή, διότι στις υποθέσεις που παραθέτει η Επιτροπή η εμπλοκή των επιχειρήσεων επιβεβαιώθηκε από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ένα γενικό μέρος το οποίο είναι απλώς συρραφή δηλώσεων.

48      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι αιτιάσεις της Polimeri αφορούν την απόδειξη της παραβάσεως και, συνεπώς, την ουσία της υποθέσεως, και όχι τυχόν διαδικαστικές πλημμέλειες. Η Επιτροπή παραπέμπει στο τμήμα του υπομνήματος αντικρούσεως σχετικά με εσφαλμένη εκτίμηση των στοιχείων που αποδεικνύουν την ύπαρξη της συμπράξεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

49      Πρέπει, καταρχάς, να γίνει δεκτό ότι, ακόμη και αν ορισμένα από τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως σχετίζονται με την απόδειξη της παραβάσεως και είναι, συνεπώς, αλυσιτελή προς στήριξη λόγων ακυρώσεως αντλούμενων από διαδικαστικές πλημμέλειες που υποτίθεται ότι πλήττουν το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Polimeri αμφισβητεί επίσης εν γένει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις δηλώσεις των επιχειρήσεων ως αποδεικτικά στοιχεία. Συναφώς, η Polimeri υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι στις δηλώσεις αυτές δόθηκε υπερβολική σημασία, σε σχέση με τα αποδεικτικά έγγραφα, και ότι οι δηλώσεις αυτές δεν είναι αξιόπιστες.

50      Υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να εξασφαλίσει στοιχεία ικανά να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμον περιστατικά που να στοιχειοθετούν παράβαση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 58, και της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 86). Επομένως, είναι απαραίτητο να προσκομίσει η Επιτροπή ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία που να θεμελιώνουν αταλάντευτα την πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διαπράχθηκε (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2000, T‑62/98, Volkswagen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2707, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Είναι, εξάλλου, σύνηθες, στο πλαίσιο πρακτικών και συμφωνιών οι οποίες θίγουν τον ανταγωνισμό, οι δραστηριότητες να αναπτύσσονται λαθραίως, να πραγματοποιούνται μυστικές συναντήσεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα σχετικά έγγραφα. Συνεπώς, ακόμα και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία αποτελούν ρητές μαρτυρίες για επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά αναγκαία η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Ως εκ τούτου, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας συνάγεται από συμπτώσεις και ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψεις 55 έως 57, και της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑403/04 P και C‑405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑729, σκέψη 51).

52      Στο πλαίσιο αυτό, ουδεμία διάταξη ή γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται εναντίον μιας επιχειρήσεως δηλώσεις άλλων κατηγορουμένων επιχειρήσεων. Αν δεν ίσχυε αυτό, το βάρος της αποδείξεως των συμπεριφορών που αντιβαίνουν στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, το οποίο βαρύνει την Επιτροπή, θα ήταν δυσβάστακτο και ασυμβίβαστο προς την αποστολή της επιβλέψεως της καλής εφαρμογής των διατάξεων αυτών, η οποία της έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη ΕΚ (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, η λεγόμενη «PVC II», Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψη 512, και JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 192).

53      Εξάλλου, οι δηλώσεις εξ ονόματος επιχειρήσεων δεν έχουν αμελητέα αποδεικτική αξία, οσάκις ενέχουν σημαντικούς νομικούς και οικονομικούς κινδύνους (βλ., συναφώς, αποφάσεις JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψεις 205 και 211, και Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 103).

54      Βεβαίως, αν η δήλωση επιχειρήσεως κατηγορουμένης για συμμετοχή σε σύμπραξη αμφισβητείται από άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις ως ανακριβής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές, εφόσον δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 219).

55      Εν προκειμένω, πάντως, η προσβαλλόμενη απόφαση επιβεβαιώνεται από πολλές δηλώσεις επιχειρήσεων, οι οποίες συμπίπτουν μεταξύ τους, και, συγκεκριμένα, από τις δηλώσεις των Bayer, Dow και Shell, οπότε οι μεν τεκμηριώνουν τις δε (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2007, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑947, σκέψη 168). Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται και σε αποδεικτικά έγγραφα, όπως είναι, ιδίως, χειρόγραφες σημειώσεις από συναντήσεις. Το γεγονός ότι η Polimeri αμφισβητεί την αποδεικτική αξία των εγγράφων αυτών δεν θέτει εν αμφιβόλω το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη διαδικασία που ακολούθησε η Επιτροπή.

56      Βάσει των στοιχείων αυτών, δεν διαπιστώνονται διαδικαστικές πλημμέλειες θίγουσες τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

57      Τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η Polimeri δεν είναι ικανά να αναιρέσουν τη διαπίστωση αυτή.

58      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να στηριχθεί σε δηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, επισημαίνεται, πρώτον, ότι ουδεμία διάταξη απαγορεύει στην Επιτροπή να χρησιμοποιεί τέτοιες δηλώσεις προς απόδειξη παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού. Δεύτερον, τέτοιες δηλώσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως στερούμενες αποδεικτικής ισχύος, διότι οι αντίθετες στα συμφέροντα του δηλούντος δηλώσεις αποτελούν, καταρχήν, ιδιαίτερα αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία (απόφαση Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 166). Τρίτον, μολονότι επικρατεί γενικώς κάποια δυσπιστία ως προς τις εκούσιες καταθέσεις των κυρίων μετεχόντων σε παράνομη σύμπραξη, λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης τάσεώς τους να ελαχιστοποιούν τη σημασία της συμβολής τους στην παράβαση και να μεγιστοποιούν τη συμβολή των άλλων, παρ’ όλ’ αυτά το επιχείρημα της Polimeri δεν ανταποκρίνεται στην εγγενή λογική της διαδικασίας της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Πράγματι, η υποβολή αιτήματος περί εφαρμογής της ανακοινώσεως προς μείωση του προστίμου, δεν παροτρύνει οπωσδήποτε τον αιτούντα να προσκομίσει παραποιημένα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη. Συγκεκριμένα, κάθε προσπάθεια παραπλανήσεως της Επιτροπής ενδέχεται να θέσει εν αμφιβόλω την ειλικρίνεια και τη διάθεση του αιτούντος για πλήρη συνεργασία, με συνέπεια να τίθεται σε κίνδυνο η δυνατότητά του να επωφεληθεί πλήρως από την ανακοίνωση περί συνεργασίας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Νοεμβρίου 2006, T-120/04, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-4441, σκέψη 70). Ειδικότερα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον ένα πρόσωπο ομολογεί τη διάπραξη παραβάσεως, παραδεχόμενο έτσι πραγματικά περιστατικά πέραν εκείνων που προκύπτουν ευθέως από τα εν λόγω έγγραφα, συνάγεται a priori, ελλείψει ενδείξεων περί του αντιθέτου, ότι το πρόσωπο αυτό έχει λάβει την απόφαση να πει την αλήθεια (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 212).

59      Υποστηρίζοντας ότι ορισμένες από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις «εξαναγκάστηκαν» να προβούν σε δηλώσεις, η Polimeri προβάλλει, κατ’ ουσίαν, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, μεταξύ των εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη όσον αφορά τις διοικητικές διαδικασίες, περιλαμβάνεται, ιδίως, η αρχή της χρηστής διοικήσεως, με την οποία συνδέεται η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Ιανουαρίου 1992, T‑44/90, La Cinq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑1, σκέψη 86, και της 18ης Ιουνίου 2008, T‑410/03, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑881, σκέψη 129). Πάντως, η παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως ενδέχεται να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον αποδειχθεί ότι, ελλείψει της συγκεκριμένης πλημμέλειας, η εν λόγω απόφαση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψη 91· βλ., επίσης, απόφαση Volkswagen κατά Επιτροπής, σκέψη 50 ανωτέρω, σκέψη 283). Εν προκειμένω, η Polimeri δεν προσκόμισε σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν, λόγω της προβαλλομένης παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριπτε τις δηλώσεις στις οποίες αναφέρεται η Polimeri, δεν θα θίγονταν τα λοιπά στοιχεία που περιλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό, δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι η Επιτροπή θα κατέληγε στη διαπίστωση ότι δεν υπήρξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

60      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

2.     Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με μη δικαιολογημένη αποστολή δεύτερης ανακοινώσεως αιτιάσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

61      Η Polimeri τονίζει ότι η ανακοίνωση συμπληρωματικών αιτιάσεων είναι αναγκαία μόνο σε περίπτωση που το αποτέλεσμα των ερευνών οδηγεί την Επιτροπή στον καταλογισμό νέων πραγματικών περιστατικών στις επιχειρήσεις ή στην αισθητή τροποποίηση των στοιχείων που αποδεικνύουν τις διαπιστωθείσες παραβάσεις.

62      Εν προκειμένω, η Επιτροπή δικαιολόγησε την αποστολή νέας ανακοινώσεως αιτιάσεων με διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, εντοπισθέντα κατόπιν συμπληρωματικών ερευνών, τις οποίες διενήργησε αφού οι ενδιαφερόμενοι κατέθεσαν παρατηρήσεις επί της πρώτης ανακοινώσεως αιτιάσεων. Επρόκειτο, όμως, απλώς για νέες δηλώσεις των ίδιων εταιριών και συχνά των ίδιων προσώπων σχετικά με γεγονότα ως προς τα οποία υπήρχαν ήδη πολλές δηλώσεις.

63      Το μόνο πραγματικά νέο στοιχείο ήταν το αίτημα παρεμβάσεως της Michelin, της 3ης Νοεμβρίου 2005, στο πλαίσιο του οποίου η εν λόγω εταιρία υπέβαλε παρατηρήσεις στις 13 Ιανουαρίου 2006 και προσκόμισε στοιχεία σχετικά με τις τιμές με τις οποίες συναλλάσσονταν με τους προμηθευτές της κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Η Επιτροπή, πάντως, δεν χρησιμοποίησε τα στοιχεία που προσκόμισε η Michelin.

64      Συνεπώς, η αποστολή της νέας ανακοινώσεως αιτιάσεων δεν δικαιολογείται από κανένα νέο στοιχείο και δεν μπορεί, βάσει της νομολογίας, να θεωρηθεί σύννομη. Επιπλέον, η αποστολή της εν λόγω ανακοινώσεως είχε ως συνέπεια σημαντική καθυστέρηση στην εξέλιξη της διαδικασίας και υποχρέωσε τις επιχειρήσεις να καταβάλουν περαιτέρω προσπάθειες για την υπεράσπισή τους.

65      Εξάλλου, παραμορφώθηκε η λειτουργία της ανακοινώσεως αιτιάσεων, καθώς χρησιμοποιήθηκε για να δοθεί απάντηση στα επιχειρήματα που είχαν προβάλει οι επιχειρήσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις απαντήσεις της Syndial και της Polimeri για να καταστήσει σαφέστερη την άποψή της, επιδιώκοντας συστηματικά να μην συμπεριλάβει στοιχεία δυνάμενα να την αποδυναμώσουν. Η Polimeri επισημαίνει, συναφώς, ότι, από την ενδελεχή ποσοτική ανάλυση των διακυμάνσεων των τιμών απουσιάζει, αφενός, οποιοσδήποτε ποσοτικός συσχετισμός μεταξύ της αγοράς του ή των επίμαχων προϊόντων συνολικά και της αγοράς που υποτίθεται ότι βρίσκεται υπό τον έλεγχο της συμπράξεως, και, αφετέρου, η θεμελιώδους σημασίας διαπίστωση ότι το φυσικό και το συνθετικό καουτσούκ είναι αμοιβαίως υποκαταστατά.

66      Τέλος, υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ προσβαλλομένης αποφάσεως και δεύτερης ανακοινώσεως αιτιάσεων όσον αφορά τον ποσοτικό προσδιορισμό της αγοράς των επίμαχων προϊόντων. Η αγορά αυτή αποτιμήθηκε, το 2001, σε 820 εκατομμύρια ευρώ με τη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων και σε 550 εκατομμύρια ευρώ με την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 66). Ουδεμία εξήγηση παρέχεται για τη διαφορά αυτή, η οποία υπερβαίνει το 30 % και έχει αρνητικές συνέπειες για τις επιχειρήσεις. Λόγω της διαφοράς αυτής, μεταβάλλεται η αναλογία της αγοράς που καλύπτουν οι φερόμενες ως μετέχουσες σε σύμπραξη επιχειρήσεις προς την «μη υποκείμενη σε περιορισμούς» αγορά. Μεταβάλλεται επίσης η θέση των επιχειρήσεων στην αγορά και, συνεπώς, η υποθετική δυνατότητα εκάστης να πλήξει τον ανταγωνισμό. Η Polimeri υποστηρίζει ότι πρόκειται για νέα στοιχεία και ότι θίγονται τα δικαιώματά της άμυνας, διότι δεν είχε τη δυνατότητα να προβάλει τα επιχειρήματά της επί των στοιχείων αυτών.

67      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι η αποστολή δεύτερης ανακοινώσεως αιτιάσεων εν προκειμένω ήταν απολύτως σύννομη.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

68      Η ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελεί διαδικαστικό και προπαρασκευαστικό έγγραφο το οποίο, προς εξασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας, ορίζει το αντικείμενο της διοικητικής διαδικασίας που κινεί η Επιτροπή, ούτως ώστε αυτή να μη μπορεί να προβάλει άλλες αιτιάσεις με την απόφαση που περατώνει την οικεία διαδικασία (διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 1986, 142/84 και 156/84, British American Tobacco και Reynolds Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1899, σκέψεις 13 και 14· βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. I‑4951, σκέψη 63).

69      Εξάλλου, η έκδοση ανακοινώσεως αιτιάσεων εκ μέρους της Επιτροπής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως απόδειξη τεκμηρίου ενοχής της οικείας επιχειρήσεως. Άλλως, η κίνηση οποιασδήποτε σχετικής διαδικασίας θα μπορούσε, δυνητικώς, να θεωρηθεί παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψη 99).

70      Υπό τις συνθήκες αυτές, μόνη η κατάρτιση, εν προκειμένω, δεύτερης ανακοινώσεως αιτιάσεων δεν μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση κάποιας παρατυπίας.

71      Κατά το μέτρο που μπορεί να θεωρηθεί ότι η Polimeri κατ’ ουσίαν προβάλλει, με τα επιχειρήματά της, υπέρβαση ενός ευλόγου χρόνου προς ενέργεια, υπενθυμίζεται ότι τούτο, ακόμη και αν συνέβη, συνιστά λόγο ακυρώσεως της διαπιστώνουσας την παράβαση αποφάσεως, μόνον εφόσον έχει αποδειχθεί ότι η παραβίαση της αρχής αυτής έθιξε τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Εκτός από αυτή την ειδική περίπτωση, η μη τήρηση της υποχρεώσεως προς λήψη αποφάσεως εντός ευλόγου χρόνου δεν θίγει το κύρος της διοικητικής διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑105/04 P, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8725, σκέψεις 42 έως 44· βλ., επίσης, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Φεβρουαρίου 2001, T‑62/99, Sodima κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑655, σκέψη 94, και της 16ης Δεκεμβρίου 2003, T‑5/00 και T‑6/00, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5761, σκέψη 74).

72      Εν πάση περιπτώσει, πάντως, η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει εν προκειμένω η Polimeri χαρακτηρίζεται ως γενική και δεν στοιχειοθετείται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, η οποία πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε υποθέσεως (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψη 59, και Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 228).

73      Όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ πρώτης και δεύτερης ανακοινώσεως αιτιάσεων, υπενθυμίζεται ότι, εκ φύσεως, η ανακοίνωση αιτιάσεων έχει προσωρινό χαρακτήρα ή και ενδέχεται να τροποποιηθεί κατά την αξιολόγηση στην οποία προβαίνει στη συνέχεια η Επιτροπή βάσει των παρατηρήσεων που της έχουν υποβληθεί και άλλων διαπιστώσεων ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τα στοιχεία που προκύπτουν από τη διοικητική διαδικασία συνολικά, προκειμένου είτε να παραιτηθεί από αβάσιμες αιτιάσεις είτε να προσαρμόσει και να συμπληρώσει, τόσο από πραγματική όσο και από νομική άποψη, την επιχειρηματολογία στην οποία στηρίζει τις αιτιάσεις της (βλ. απόφαση Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, η Επιτροπή, εφόσον έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει, τόσο από πραγματική όσο και από νομική άποψη, την επιχειρηματολογία της κατά το διάστημα μεταξύ ανακοινώσεως αιτιάσεων και τελικής αποφάσεως έχει, κατά μείζονα λόγο, την ίδια δυνατότητα και κατά το διάστημα μεταξύ δύο ανακοινώσεων αιτιάσεων.

74      Τέλος, όσον αφορά τη διαφορά μεταξύ προσβαλλομένης αποφάσεως και δεύτερης ανακοινώσεως αιτιάσεων ως προς τον ποσοτικό προσδιορισμό της αγοράς των επίμαχων προϊόντων, τα επιχειρήματα της Polimeri δεν είναι πρόσφορα προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως που αυτή προβάλλει. Συγκεκριμένα, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Polimeri αμφισβητεί την εκ μέρους της Επιτροπής αποστολή δεύτερης ανακοινώσεως αιτιάσεων. Με τα επιχειρήματά της, όμως, η Polimeri παραπονείται επειδή η Επιτροπή δεν της έδωσε περισσότερες δυνατότητες άμυνας κατά τη διοικητική διαδικασία. Επομένως, τα σχετικά επιχειρήματα της Polimeri είναι αλυσιτελή.

75      Υπενθυμίζεται, εν πάση περιπτώσει, ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία ικανή να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεων, ιδίως δε προστίμων ή χρηματικών ποινών, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου που πρέπει να τηρείται ακόμη και αν πρόκειται για διαδικασία διοικητικής φύσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-Laroche κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 215, σκέψη 9, και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑176/99 P, Arbed κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10687, σκέψη 19· απόφαση Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie κατά Επιτροπής, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψη 32). Η ανωτέρω αρχή επιβάλλει ιδίως την υποχρέωση να περιλαμβάνει η ανακοίνωση αιτιάσεων, την οποία απευθύνει η Επιτροπή σε επιχείρηση στην οποία προτίθεται να επιβάλει κύρωση λόγω παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού, τα ουσιώδη στοιχεία σε βάρος της εν λόγω επιχειρήσεως, όπως τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά, ο χαρακτηρισμός τους και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της κινηθείσας κατ’ αυτής διοικητικής διαδικασίας (βλ. αποφάσεις Arbed κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 421).

76      Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή, η μείωση της αξίας της αγοράς του CB και του CSB δεν αποτέλεσε, στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιβαρυντικό στοιχείο για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν υφίσταται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Polimeri. Εξάλλου, όπως υπενθυμίζεται με τη σκέψη 73 ανωτέρω, η ανακοίνωση αιτιάσεων, εκ φύσεως, έχει προσωρινό χαρακτήρα και ενδέχεται να τροποποιηθεί τόσο από πραγματική όσο και από νομική άποψη. Τούτο, πάντως, δεν εμποδίζει την Polimeri να αμφισβητήσει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τον ποσοτικό προσδιορισμό της αξίας της επίμαχης αγοράς στο πλαίσιο του τέταρτου και του δέκατου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει με την υπό κρίση προσφυγή της.

77      Βάσει των στοιχείων αυτών, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

3.     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά, κατ’ ουσίαν, με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Polimeri

 Επιχειρήματα των διαδίκων

78      Η Polimeri προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν καταλόγισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, καμία ευθύνη στη Syndial, παρά το γεγονός ότι της είχε απευθύνει τόσο την πρώτη όσο και τη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων (αιτιολογική σκέψη 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

79      Κατά συνέπεια, μολονότι από τις 20 Μαΐου 1996 έως την 1η Ιανουαρίου 2002 η Polimeri δεν δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή και διανομή των επίμαχων προϊόντων, διότι απέκτησε τις σχετικές με το CB και το CSB δραστηριότητες την 1η Ιανουαρίου 2002, εντούτοις η Επιτροπή της καταλόγισε ευθύνη η οποία καλύπτει χρονικό διάστημα περίπου επτά ετών (από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002) (αιτιολογική σκέψη 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

80      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Polimeri δεν είχε τη δυνατότητα να απαντήσει στη νέα νομική εκτίμηση του βαθμού της ευθύνης της. Υπάρχει διαφορά μεταξύ του καταλογισμού ευθύνης από κοινού με την εταιρία η οποία υπήρξε αυτουργός των πράξεων που συνιστούν την παράβαση και του καταλογισμού αποκλειστικής ευθύνης για την παράβαση για όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο φέρεται να υπήρχε η σύμπραξη. Η εξαίρεση της Syndial από τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως είχε, ως εκ τούτου, σημαντικές συνέπειες για την Polimeri και την υπερασπιστική στρατηγική της.

81      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως. Επισημαίνει ότι, αντιθέτως προς ό,τι προβάλλει η Polimeri, της καταλόγισε, με τις δύο ανακοινώσεις αιτιάσεων, ευθύνη για όλη τη χρονική διάρκεια της συμπράξεως. Το γεγονός ότι η εν λόγω ευθύνη μπορεί, ενδεχομένως, να καταλογιστεί από κοινού και στη Syndial δεν έχει σημασία όσον αφορά την άμυνα της Polimeri. Εξάλλου, η Polimeri δεν αναφέρει σε τι θα διαφοροποιούσε την έκβαση της διαδικασίας ο καταλογισμός από κοινού ευθύνης στη Syndial.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

82      Επισημαίνεται ότι, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Polimeri προβάλλει, κατ’ ουσίαν, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, στον βαθμό που η Επιτροπή δεν της επέτρεψε να υποβάλει παρατηρήσεις ενόψει της ενδεχόμενης εξαιρέσεως της Syndial από τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

83      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία ικανή να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεως, ιδίως δε προστίμων ή χρηματικών ποινών, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου που πρέπει να τηρείται ακόμη και αν πρόκειται για διαδικασία διοικητικής φύσεως. Η ανωτέρω αρχή επιβάλλει ιδίως την υποχρέωση να περιλαμβάνει η ανακοίνωση αιτιάσεων που απευθύνει η Επιτροπή σε επιχείρηση στην οποία προτίθεται να επιβάλει κύρωση, λόγω παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού, τα ουσιώδη στοιχεία σε βάρος της εν λόγω επιχειρήσεως, όπως τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά, τον χαρακτηρισμό τους και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της κινηθείσας κατ’ αυτής διοικητικής διαδικασίας (βλ. τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 75 ανωτέρω).

84      Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri στηρίζεται στην παραδοχή ότι, με τις ανακοινώσεις αιτιάσεων, η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη στην EniChem SpA (κατόπιν Syndial) για το χρονικό διάστημα από τις 20 Μαΐου 1996 έως την 1η Ιανουαρίου 2002, ενώ με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη μόνο στην Polimeri, ακόμη και για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατά το οποίο αυτή δεν δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή και διανομή των επίμαχων προϊόντων.

85      Πάντως, καταρχάς, με τη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων καταλογίστηκε στην Polimeri ευθύνη για το διάστημα από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002, λαμβανομένης υπόψη της μεταβιβάσεως των δραστηριοτήτων την 1η Ιανουαρίου 2002 από την EniChem SpA στην Polimeri και του ότι οι δύο αυτές εταιρίες ανήκουν στην ίδια επιχείρηση. Επομένως, τόσο με τη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων όσο και με την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 365 έως 373), καταλογίστηκε στην Polimeri ευθύνη για όλη τη διάρκεια της παραβάσεως, περιλαμβανομένων, συνεπώς, των προ της 1ης Ιανουαρίου 2002 πράξεων της EniChem SpA.

86      Περαιτέρω, με τη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων διευκρινίζεται ότι, επειδή από την 1η Ιανουαρίου έως τις 20 Οκτωβρίου 2002 η Polimeri ανήκε εξ ολοκλήρου στην EniChem SpA, πρέπει να καταλογιστεί στη Syndial ευθύνη για την παράβαση από κοινού με την Polimeri για το διάστημα αυτό. Επομένως, η ευθύνη που καταλογίζεται στη Syndial με τη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων καλύπτει μικρό μόνο χρονικό διάστημα, όταν αυτή ήταν μητρική εταιρία της Polimeri από την 1η Ιανουαρίου έως τις 20 Οκτωβρίου 2002, και όχι όλη τη διάρκεια της παραβάσεως.

87      Επομένως, η παραδοχή στην οποία στηρίζεται η Polimeri είναι εσφαλμένη.

88      Κατά συνέπεια, ελλείψει πιο συγκεκριμένων επιχειρημάτων, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της Polimeri.

89      Όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλε η Polimeri κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η Επιτροπή, εξαιρώντας τη Syndial από τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, «καταστρατήγησε» το όριο του 10 % του κύκλου εργασιών για την επιβολή του προστίμου, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό, ακόμη και αν, μολονότι εκπρόθεσμο, κριθεί παραδεκτό, εντάσσεται στα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του δέκατου έκτου λόγου ακυρώσεως. Πάντως, για τους λόγους που εκτίθεται στις σκέψεις 313 έως 316 κατωτέρω, το επιχείρημα αυτό είναι απορριπτέο.

90      Βάσει των στοιχείων αυτών, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Β – Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν την ουσία της προσβαλλομένης αποφάσεως

1.     Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο καθορισμό της επίμαχης αγοράς

 Επιχειρήματα των διαδίκων

91      Η Polimeri προβάλλει ότι η Επιτροπή συνένωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις υποθέσεις που αφορούν το CB και το CSB, παρά το γεγονός ότι διεξήγαγε χωριστές έρευνες επί των υποθέσεων αυτών. Η εξέταση αυτού του ενιαίου –υποτίθεται– κλάδου περιορίζεται στην παράθεση ενός πίνακα (πίνακας 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως), χωρίς κανένα επεξηγηματικό σχόλιο. Η Polimeri τονίζει ότι, στις διαδικασίες με αντικείμενο συγκεντρώσεις επιχειρήσεων, η Επιτροπή παγίως μεριμνούσε για τον διαχωρισμό των διαφορετικών αγορών. Κατά την Polimeri, η κοινή εξέταση των υποθέσεων αυτών, στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν δικαιολογείται ούτε από τεχνικής και εμπορικής απόψεως ούτε από πλευράς συστήματος του ανταγωνισμού.

92      Πρώτον, η Polimeri επισημαίνει ότι το CB είναι προϊόν ανταγωνιστικό του φυσικού καουτσούκ. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή ελαστικών για ελαφρά και βαρέα επαγγελματικά οχήματα, κυρίως στην πλευρική περιοχή του ελαστικού. Βάσει σχετικής αναλύσεως, η Polimeri υποστηρίζει ότι η αγορά του CB καλύπτει και μέρος αυτής του φυσικού καουτσούκ. Στο πλαίσιο αυτό, το μερίδιο αγοράς της Polimeri ουδέποτε υπερέβη το 11,8 % μεταξύ 1996 και 2002. Η Polimeri τονίζει ότι, στον πίνακα 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν περιέλαβε κανένα στοιχείο σχετικά με την κατανομή της αγοράς, το σύνολο της αγοράς του CB και το μη καλυπτόμενο από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μέρος της αγοράς αυτής. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία η Polimeri αμφισβητεί, περιλαμβάνονται, πάντως, στη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει αναφορά στη δυνατότητα της εικαζομένης συμπράξεως ή των μετεχόντων σε αυτήν να επηρεάζουν την αγορά. Η Polimeri προβάλλει, επιπλέον, ότι η Επιτροπή αφαίρεσε στοιχεία που αποδυναμώνουν την ανάλυσή της, όπως είναι το ποσοστό της αγοράς που καλύπτουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από το αναγραφόμενο στη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων.

93      Δεύτερον, η Polimeri τονίζει ότι το CSB είναι καουτσούκ γενικής χρήσεως, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές εφαρμογές, χωρίς άριστα αποτελέσματα σε καμία από αυτές. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για την κατασκευή πελμάτων. Πάντως, το CSB δεν είναι σε καμία εφαρμογή τεχνικώς αναντικατάστατο. Η Polimeri παραθέτει σχετικές αναλύσεις και υποστηρίζει ότι η αγορά του CSB περιλαμβάνει και μέρος της αγοράς του φυσικού καουτσούκ. Στο πλαίσιο αυτό, το μερίδιο αγοράς της Polimeri ουδέποτε υπερέβη το 13,8 % μεταξύ 1996 και 2002. Η προσβαλλόμενη απόφαση, πάντως, δεν αναφέρει πώς είναι κατανεμημένη η αγορά CSB, ούτε ποια είναι η συνολική αγορά και ούτε τις πωλήσεις των λοιπών παραγωγών. Η Polimeri τονίζει ότι, όσον αφορά τις πωλήσεις των λοιπών παραγωγών, αμφισβήτησε τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων.

94      Τρίτον, κατά την Polimeri, οι αγορές του CB και του CSB έπρεπε να διαχωριστούν, πλην όμως η Επιτροπή προέβη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σε εντελώς διαφορετική ποσοτική εκτίμηση, συνενώνοντας τις αγορές των δύο αυτών προϊόντων. Η Polimeri επισημαίνει ότι η ποσοτική εκτίμηση της αγοράς, όπως αποτυπώνεται στον πίνακα 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι κατά πολύ χαμηλότερη σε σχέση με αυτή που αποτυπώνεται στον αντίστοιχο πίνακα της δεύτερης ανακοινώσεως αιτιάσεων, χωρίς όμως να υπάρχει μεταβολή στα αριθμητικά στοιχεία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Η διαφορά αυτή προκύπτει από τις πωλήσεις CB και CSB των λοιπών παραγωγών. Συγκεκριμένα, από την ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η εικαζόμενη σύμπραξη ελέγχει το 90 % της αγοράς, ενώ, σύμφωνα με τη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων, μόλις το 60 % της αγοράς. Επιπλέον, κατά την Polimeri, αν ληφθεί υπόψη η παρουσία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην αγορά του φυσικού καουτσούκ, το οποίο είναι ανταγωνιστικό προϊόν για το CB και το CSB, η επιρροή της συμπράξεως μειώνεται σε επίπεδα χαμηλότερα του 50 %.

95      Τέταρτον, όσον αφορά τη ζήτηση, η Polimeri επισημαίνει ότι το CB και το CSB δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την κατασκευή ελαστικών, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, έστω και αν αυτή είναι η κύρια χρήση τους (μεταξύ 60 % και 70 %). Οι μεγάλες διαφορές μεταξύ CB και CSB ως προς τις χρήσεις τους, πέραν της κατασκευής ελαστικών, επιβεβαιώνει τη θέση ότι ήταν εσφαλμένη η ένταξη των δύο αυτών προϊόντων σε ενιαία αγορά ή κλάδο. Όσον αφορά τα ελαστικά, οι ποσότητες CB και CSB που προορίζονται για τη χρήση αυτή απορροφώνται από πέντε κατασκευαστές. Ουδείς, όμως, από τους μεγάλους αυτούς πελάτες προμηθεύεται συνθετικό καουτσούκ από ένα μόνον παραγωγό. Εξάλλου, η Επιτροπή παραδέχεται ότι πολλοί κατασκευαστές ελαστικών παράγουν οι ίδιοι συνθετικά καουτσούκ, οπότε αγοράζουν και φυσικό καουτσούκ. Επομένως, η ισχύς των κατασκευαστών ελαστικών στην αγορά είναι σημαντική σε σχέση με εκείνη των παραγωγών καουτσούκ, η δε αγορά που σχηματίζουν οι κατασκευαστές ελαστικών λειτουργεί με υψηλό βαθμό διαφάνειας. Τα στοιχεία αυτά καθιστούν περιορισμένης αξιοπιστίας τη διαπίστωση περί συμφωνίας μεταξύ των παραγωγών. Εξάλλου, σημαντικό ποσοστό των συμβάσεων (μεταξύ 40 % και 60 %) στηρίζεται σε «μαθηματικό τύπο καθορισμού των τιμών», ο οποίος περιέχει παράμετρο σχετική με την τιμή των πρώτων υλών. Συνεπώς, οι τριμηνιαίες συζητήσεις μεταξύ των ανταγωνιστών επί των τιμών καθίστανται άνευ σημασίας και άνευ αντικειμένου.

96       Η Polimeri προβάλλει, ακόμη, ότι η Επιτροπή, στα δικόγραφά της, παραθέτει ελλιπώς τη διάταξη του Δικαστηρίου της 16ης Φεβρουαρίου 2006, C‑111/04 P, Adriatica di Navigazione κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή). Κατά τη σκέψη 32 της εν λόγω διατάξεως του Δικαστηρίου, «το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι ο ασαφής και ελλιπής καθορισμός της επίμαχης αγοράς ενδέχεται να έχει ως συνέπεια τον εσφαλμένο καταλογισμό ευθύνης». Εν προκειμένω, ο τρόπος με τον οποίον η Επιτροπή καθόρισε την αγορά είχε ως συνέπεια να χαρακτηριστούν ως παράνομες ενέργειες απολύτως ουδέτερες. Ειδικότερα, δεν η σχετική με το CB υπόθεση είναι άνευ αντικειμένου.

97      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως. Υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι η αμφισβήτηση του καθορισμού της αγοράς είναι αλυσιτελής όσον αφορά την ύπαρξη της συμπράξεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

98      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι αρχικώς καταχωρίστηκαν δύο αριθμοί υποθέσεως. Ο πρώτος ήταν για την αίτηση απαλλαγής από το πρόστιμο που υπέβαλε η Bayer για την υπόθεση του CB. Ο δεύτερος για την αίτηση απαλλαγής από το πρόστιμο που υπέβαλε επίσης η Bayer για την υπόθεση του CSB. Διεξήχθη, ωστόσο, ενιαία έρευνα και οι περισσότερες διαδικαστικές πράξεις (συμπεριλαμβανομένων των δύο ανακοινώσεων αιτιάσεων) αφορούσαν αμφότερους τους κλάδους αυτούς. Μετά την πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων, χρησιμοποιείται ένας μόνον αριθμός υποθέσεως. Σε αμφότερες τις ανακοινώσεις αιτιάσεων, καθώς και στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναφέρει ότι οι επίμαχες πρακτικές συνιστούν ενιαία και συνεχή παράβαση (αιτιολογικές σκέψεις 90 και 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

99      Με τα επιχειρήματά της, η Polimeri προβάλλει κατ’ ουσίαν δύο αιτιάσεις κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Φρονεί, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να συνενώσει τις δύο διαδικασίες με αντικείμενο το CB και το CSB. Δεύτερον, αμφισβητεί τον εκ μέρους της Επιτροπής καθορισμό της αγοράς.

100    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση που προβάλλει η Polimeri, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δύναται είτε να διαχωρίζει είτε να συνενώνει υποθέσεις, εφόσον συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T­30/05, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η συνένωση των δύο αρχικών υποθέσεων δεν υπαγορευόταν από αντικειμενικούς λόγους. Ειδικότερα, δεν αμφισβητείται ότι το CB και το CSB εντάσσονται στον ίδιο κλάδο, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των φυσικών χαρακτηριστικών και των χρήσεων των δύο αυτών προϊόντων. Περαιτέρω, από την προσβαλλόμενη απόφαση και από τις δηλώσεις των εμπλεκομένων επιχειρήσεων προκύπτει ότι ορισμένες από τις συναντήσεις, με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, αφορούσαν τόσο το CB όσο και το CSB. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα της Polimeri δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ανωτέρω επιλογή της Επιτροπής. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η επίμαχη παράβαση συνίσταται, στην πραγματικότητα, από δύο διακριτές παραβάσεις, το αν οι παραβάσεις αυτές διαπιστώθηκαν με πλείονες αποφάσεις ή με μία είναι άνευ σημασίας, εφόσον είναι βέβαιον, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, ότι οι παραβάσεις αυτές δεν έχουν παραγραφεί (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 63, και της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T-101/05 και T-111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψη 158). Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι, λόγω της συνενώσεως των διαδικασιών, η Επιτροπή καταλόγισε εσφαλμένως την παράβαση στην Polimeri. Εξάλλου, παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ ενδέχεται να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμα και από αδιάλειπτη συμπεριφορά. Η ανωτέρω ερμηνεία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της αδιάλειπτης αυτής συμπεριφοράς θα αποτελούσαν ενδεχομένως, από μόνα τους και μεμονωμένως εξεταζόμενα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, σε ένα συνολικό σχέδιο, ως επιδιώκουσες τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή νομιμοποιείται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές σε συνάρτηση με τη συμμετοχή στην παράβαση, εξεταζόμενη συνολικά (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 258).

101    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση που προβάλλει η Polimeri, αρκεί η διαπίστωση ότι η αμφισβήτηση του καθορισμού της επίμαχης αγοράς είναι αλυσιτελής στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, διότι δεν αποδεικνύει από μόνη της ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Συνεπώς, η Polimeri δεν μπορεί, βάσει του επιχειρήματος αυτού, να υποστηρίξει ότι δεν μετείχε στη σύμπραξη (βλ., συναφώς, διάταξη Adriatica di Navigazione κατά Επιτροπής, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 30· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψη 172). Ειδικότερα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, λόγω του καθορισμού της επίμαχης αγοράς, η Επιτροπή καταλόγισε εσφαλμένως παράβαση στην Polimeri. Τονίζεται, συναφώς, ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, καταλογίστηκε σαφώς στην Polimeri ευθύνη τόσο ως προς το CB όσο και ως προς το CSB. Υπό τις συνθήκες αυτές, η διαπίστωση της Επιτροπής περί ενιαίας παραβάσεως με αντικείμενο τα δύο αυτά προϊόντα δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τον καταλογισμό σε βάρος της Polimeri παραβάσεως την οποία αυτή δεν διέπραξε. Τούτο, πάντως, δεν εμποδίζει την Polimeri να αμφισβητήσει τον καθορισμό της επίμαχης αγοράς στο πλαίσιο του δέκατου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως.

102    Βάσει των στοιχείων αυτών, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

2.     Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την εξέλιξη των τιμών κατά το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα

 Επιχειρήματα των διαδίκων

103    Η Polimeri προβάλλει ότι η Επιτροπή προέβη, με την πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων, σε ανάλυση της εξελίξεως των τιμών στις αγορές του CB και του CSB. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε τις «οικονομικής φύσεως αποδείξεις» της παραβάσεως στη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων και, κατόπιν, στην προσβαλλόμενη απόφαση,. Παραδέχεται, έτσι, εμμέσως ότι η προβαλλόμενη παράβαση δεν είχε καμία συγκεκριμένη συνέπεια. Η Polimeri τονίζει ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία αφαιρέθηκαν κατόπιν λεπτομερούς αναλύσεως την οποία προσκόμισε η Syndial κατά τη διοικητική διαδικασία και η οποία είναι συνημμένη στο δικόγραφο της προσφυγής. Από την ανάλυση αυτή προκύπτει ότι οι τιμές δεν καθορίζονταν με γνώμονα τον έλεγχο και την ευθυγράμμιση και ότι ο συντονισμός των τιμών, όποτε υφίστατο, ήταν, στην πραγματικότητα, απόρροια της αντιδράσεως των παραγωγών στην αύξηση του κόστους των πρώτων υλών και στην εξέλιξη της αγοράς.

104    Η εξήγηση που παραθέτει η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 275 έως 280 της προσβαλλομένης αποφάσεως, απαντώντας στην ανάλυση που προσκόμισε η Syndial, δεν είναι πειστική. Η Polimeri, κατόπιν λεπτομερούς αναλύσεως της εξελίξεως των τιμών πωλήσεων στην επίμαχη αγορά, υποστηρίζει ότι οι αποκλίσεις ως προς το ύψος των τιμών μεταξύ των επιχειρήσεων ήταν πολύ σημαντικές και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να είναι απόρροια «εκτεταμένου συντονισμού». Η Polimeri επισημαίνει, π.χ., ότι η αύξηση των τιμών της EniChem SpA ήταν κατά 30 % μεγαλύτερη από την αύξηση των τιμών της Shell κατά το διάστημα από το πρώτο τρίμηνο του 1992 έως το τρίτο τρίμηνο του 1995. Όσον αφορά την επικριτική επισήμανση της Επιτροπής ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω αναλύσεως, ορίστηκε αυθαιρέτως η ίδια αρχική τιμή για όλα τα προϊόντα, η Polimeri διευκρινίζει ότι, αντιθέτως, η ανάλυση παρουσιάζει τις διακυμάνσεις της αρχικής τιμής εκάστου παραγωγού, ανεξαρτήτως της αρχικής απόλυτης αξίας. Η Polimeri παραδέχεται, ωστόσο, ότι, για τους παραγωγούς ως προς τους οποίους δεν κατέστη δυνατόν να καταγραφεί πλήρως η εξέλιξη των τιμών (δηλαδή για την Bayer, την Dwory και την Kaučuk), η βάση για τον υπολογισμό της εξελίξεως των τιμών καθορίστηκε σε συνάρτηση με τη σωρευτική εξέλιξη των τιμών, η οποία ήταν αντίστοιχη προς αυτή της EniChem SpA. Δεν καθορίστηκε, πάντως, μία πραγματική τιμή για κάθε παραγωγό, οποιαδήποτε δε άλλη επιλογή θα κατέληγε στο ίδιο αποτέλεσμα. Τέλος, η Polimeri τονίζει ότι ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι το κόστος του βουταδιένιου είναι η μοναδική παράμετρος που επηρεάζει την τελική τιμή του CB και του CSB, μολονότι η παράμετρος αυτή έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.

105    Η Polimeri προβάλλει, ακόμη –όπως και στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως–, ότι η μη απόδειξη των συνεπειών της συμπράξεως καθιστά ελαττωματική την έρευνα και μειώνει την αξία των συλλεχθέντων αποδεικτικών στοιχείων. Η Polimeri τονίζει, επίσης, ότι, με την απόφαση της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, τη λεγόμενη «Τσιμέντο» (Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψη 245), το Πρωτοδικείο, παραπέμποντας στις αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 1995, T‑30/91, Solvay κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II‑1775), και T‑36/91, ICI κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II‑1847), διαπίστωσε ότι, με τις αποφάσεις αυτές, «ενόψει της πενιχρότητας των εγγράφων αποδεικτικών μέσων […], το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή, προκειμένου να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον την εναρμονισμένη πρακτική που προσάπτεται στην προσφεύγουσα, όφειλε, επομένως, να προβλέψει, ήδη από το στάδιο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, μια συνολική και εμπεριστατωμένη οικονομική εκτίμηση, ιδίως της οικείας αγοράς, καθώς και του μεγέθους και της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων που δρούσαν στην αγορά αυτή».

106    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Υπενθυμίζει ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, δεν είναι απαραίτητη η συνεκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας, εφόσον προκύπτει ότι σκοπός της συμφωνίας αυτής ήταν να εμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Η Επιτροπή προβάλλει, ακόμη, όπως και στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, ότι η ύπαρξη της συμπράξεως προκύπτει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο από συγκεκριμένα και συγκλίνοντα στοιχεία, τα οποία παρατίθενται αναλυτικά στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

107    Τονίζεται, καταρχάς, ότι, με τα επιχειρήματά της, η Polimeri αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής περί συμπράξεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Η Polimeri υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι τιμές δεν διαμορφώνονταν κατά τρόπο συντονισμένο, αλλά κυρίως με βάση την εξέλιξη του κόστους των πρώτων υλών και την εξέλιξη της αγοράς.

108    Αποτελεί, πάντως, πάγια νομολογία ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, περιττεύει η συνεκτίμηση των συγκεκριμένων επιπτώσεων μιας συμφωνίας, εφόσον η συμφωνία αυτή έχει ως σκοπό τον περιορισμό, την παρεμπόδιση ή τη νόθευση του ανταγωνισμού (αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 50 ανωτέρω, σκέψεις 122 και 123, της 15ης Οκτωβρίου 2002, C­238/99 P, C­244/99 P, C­245/99 P, C­247/99 P, C­250/99 P έως C­252/99 P και C­254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I­8375, σκέψη 491, και της 25ης Ιανουαρίου 2007, C­407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I­829, σκέψη 84). Όσον αφορά, ειδικότερα, συμφωνίες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό οι οποίες προκύπτουν, όπως εν προκειμένω, από συναντήσεις εκπροσώπων των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ όταν οι συνεδριάσεις αυτές έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό, την παρεμπόδιση ή τη νόθευση του ανταγωνισμού και αποβλέπουν, ως εκ τούτου, στην τεχνητή οργάνωση της λειτουργίας της αγοράς (αποφάσεις Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 508 και 509, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 47, και Dalmine κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 84). Σε μια τέτοια περίπτωση, για να στοιχειοθετηθεί η συμμετοχή της οικείας επιχειρήσεως στη σύμπραξη αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η εν λόγω επιχείρηση μετέσχε σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνάφθηκαν συμφωνίες με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Εφόσον αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συναντήσεις, εναπόκειται στην ως άνω επιχείρηση να προβάλει ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι δεν μετείχε στις εν λόγω συναντήσεις με πνεύμα αντίθετο στον ανταγωνισμό, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετέχει στις συναντήσεις αυτές με διαφορετικό πνεύμα απ’ ό,τι αυτοί (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψη 155, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 81, και Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 47).

109    Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η απόδειξη της συνεννοήσεως μεταξύ των επιχειρήσεων δεν προκύπτει από την απλή διαπίστωση παράλληλων συμπεριφορών στην αγορά, αλλά από έγγραφα που εμφαίνουν ότι οι συγκεκριμένες πρακτικές ήταν αποτέλεσμα συνεννοήσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εναλλακτική εξήγηση που παραθέτει η Polimeri όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών δεν είναι ικανή να ανατρέψει τη διαπίστωση της Επιτροπής περί συμπράξεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων (βλ., συναφώς, απόφαση PVC II, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψεις 727 και 728).

110    Βάσει των στοιχείων αυτών, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

3.     Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τον εφοδιασμό των σημαντικότερων πελατών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

111    Κατά την Polimeri, το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα της παρεμβάσεως της Michelin δεν είναι ευχερώς κατανοητά. Η Michelin δεν επιχείρησε καν να αποδείξει ότι η παρατηρηθείσα το 1995 παραλληλία των τιμών συνεχίστηκε και τα επόμενα έτη. Εξάλλου, η Polimeri επισημαίνει ότι η Michelin προμηθευόταν CB από τέσσερις παραγωγούς και CSB από έξι παραγωγούς. Από ανάλυση που τέθηκε υπόψη της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία προκύπτει ότι οι πωλήσεις της EniChem SpA δεν θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος ενός σχεδίου κατανομής της αγοράς ή «συνεννοήσεως». Τούτο προκύπτει, ειδικότερα, από τις διακυμάνσεις των αγορών καθενός από τους κατασκευαστές ελαστικών από το 1997 έως το 2003.

112    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Υπενθυμίζει ότι δεν είναι απαραίτητη η συνεκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της συμφωνίας, εφόσον προκύπτει ότι σκοπός της συμφωνίας αυτής ήταν ο περιορισμός του ανταγωνισμού.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

113    Τονίζεται, καταρχάς, ότι, με τα επιχειρήματά της, η Polimeri αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής περί συμπράξεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Η Polimeri υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, όπως προκύπτει από τις διακυμάνσεις των όγκων των πωλήσεων, ο εφοδιασμός των σημαντικότερων πελατών δεν γινόταν κατόπιν συντονισμού.

114    Ωστόσο, για τους λόγους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, στις σκέψεις 107 έως 109 ανωτέρω, τα επιχειρήματα της Polimeri δεν είναι ικανά να ανατρέψουν τη διαπίστωση της Επιτροπής περί συμπράξεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

115    Βάσει των στοιχείων αυτών, ο έκτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

4.     Επί του έβδομου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με μη σύννομο καταλογισμό της παραβάσεως στην Polimeri

 Επιχειρήματα των διαδίκων

116    Κατά την προσφεύγουσα, δεδομένης της διαπιστώσεως περί συμμετοχής της στην παράβαση, διαπιστώσεως την οποία η ίδια αμφισβητεί, η Επιτροπή έπρεπε να διαχωρίσει την ευθύνη της Polimeri από την ευθύνη της Syndial με κριτήριο τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ασκούσαν δραστηριότητες σχετικές με το CB και το CSB (δηλαδή από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001 για τη Syndial και από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 για την Polimeri). Επικαλείται, συναφώς, τη νομολογιακή αρχή ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διευθύνει την οικεία επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως ευθύνεται καταρχήν γι’ αυτήν, ακόμη και αν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση, την ευθύνη εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως έφερε άλλο πρόσωπο (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑279/98 P, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9693, σκέψεις 77 έως 82, και C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9925, σκέψη 38). Η Επιτροπή αναγνωρίζει την αρχή αυτή με την αιτιολογική σκέψη 337 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Polimeri τονίζει, ωστόσο, ότι, με την επόμενη αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή αποφάσισε να της επιρρίψει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την παράβαση, ακόμη και για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Syndial δραστηριοποιούνταν στους επίμαχους κλάδους, και να απαλλάξει τη Syndial από κάθε ευθύνη.

117    Η Επιτροπή δικαιολογεί την επιλογή της με τις αιτιολογικές σκέψεις 367 έως 369 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επικαλούμενη το κριτήριο της οικονομικής συνέχειας και παραπέμποντας στην απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω. Ωστόσο, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης την ύπαρξη διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα, συγκεκριμένα ότι ο πρώτος ελέγχει τον δεύτερο σε ποσοστό 50 %. Η Polimeri προβάλλει, επιπλέον, ότι, στην υπόθεση εκείνη, η εκχωρήτρια εταιρία, η Aalborg, συστάθηκε ad hoc για την παράβαση, προκειμένου να περιέλθουν σε αυτήν οι δραστηριότητες της μητρικής εταιρίας στον κλάδο του τσιμέντου. Εν προκειμένω, η Polimeri υπήρχε από το 1995 και, όταν οι παραγωγοί CB και CSB σύναπταν (όπως υποστηρίζει η Επιτροπή) συμφωνίες θίγουσες τον ανταγωνισμό, οι δραστηριότητές της είχαν ως αντικείμενο το πολυαιθυλένιο (και όχι τα ελαστομερή) και ήταν απολύτως σύννομες. Η μη σταθμισμένη χρήση του κριτηρίου της «ενιαίας οικονομικής οντότητας», με σκοπό τη μεταφορά της ευθύνης από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, ενέχει τον κίνδυνο παραβάσεως, μεταξύ άλλων, της αρχής του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, Συλλογή 2004, σ. I‑133). Η Επιτροπή, εφόσον επιδιώκει μια τέτοια μεταφορά ευθύνης, οφείλει να παραθέσει και άλλα στοιχεία. Εν προκειμένω, κατά την Polimeri, η Επιτροπή υποστηρίζει, ειδικότερα, πρώτον, ότι την 1η Ιανουαρίου 2002 μεταβιβάστηκαν στην Polimeri οι κύριες δραστηριότητες και το προσωπικό της Syndial, δεύτερον, ότι, κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, ο κύκλος εργασιών της Syndial είχε μειωθεί και ότι, ως εκ τούτου, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να μη διαθέτει πλέον η Syndial επαρκή περιουσιακά στοιχεία για να καταβάλει το πρόστιμο, και, τρίτον, ότι, κατόπιν της μεταβιβάσεως, η Polimeri μετέσχε σε συναντήσεις στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ, εκπροσωπούμενη από το ίδιο πρόσωπο, το οποίο εργάζεται στην EniChem SpA. Πλην όμως, το πρώτο και το τρίτο επιχείρημα δεν είναι λυσιτελή προς θεμελίωση της μεταφοράς της ευθύνης. Η Polimeri επισημαίνει, συναφώς, ότι τα στοιχεία αυτά χαρακτηρίζουν και τις σχέσεις μεταξύ της Dow και της Shell, πλην όμως δεν καταλογίστηκε στην Dow ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η Shell πριν τη μεταβίβαση της δραστηριότητας. Το δε δεύτερο επιχείρημα της Επιτροπής θα ήταν από νομικής απόψεως λυσιτελές μόνον αν επρόκειτο να αποδειχθεί ότι η εταιρία ήταν υπό πτώχευση, πράγμα που δεν συμβαίνει όσον αφορά τη Syndial, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται. Εξάλλου, το επιχείρημα αυτό καθίσταται ακόμη λιγότερο αξιόπιστο, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή καταλόγισε κοινή ευθύνη, προς εξασφάλιση της καταβολής του προστίμου. Η Polimeri προβάλλει, επιπλέον, ότι βρισκόταν, προσωρινώς, επί δέκα μήνες, υπό τον έλεγχο της EniChem SpA, και, κατόπιν, περιήλθε στον έλεγχο της εταιρίας συμμετοχών.

118    H Polimeri καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο της οικονομικής συνέχειας εφαρμόστηκε εν προκειμένω κατά παράβαση της αρχής του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών, κατά τρόπο αντίθετο προς τη νομολογία, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση και κατά τρόπο που προκαλεί δυσμενείς διακρίσεις.

119    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι υπήρξε οικονομική συνέχεια μεταξύ της εμπλεκόμενης στη σύμπραξη εκχωρήτριας εταιρίας (EniChem SpA/Syndial) και της αποκτώσας εταιρίας (Polimeri).

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

120    Όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 4 ανωτέρω, τις σχετικές με τα επίμαχα προϊόντα δραστηριότητες της Eni ασκούσε αρχικώς η EniChem Elastomeri Srl, η οποία ανήκε εμμέσως στον έλεγχο της Eni, διά της θυγατρικής EniChem SpA. Την 1η Νοεμβρίου 1997, η EniChem Elastomeri απορροφήθηκε από την EniChem SpA. Η EniChem SpA ανήκε κατά 99,97 % στην Eni. Την 1η Ιανουαρίου 2002, η EniChem SpA μεταβίβασε τη στρατηγικής σημασίας δραστηριότητά της στον κλάδο των χημικών προϊόντων (περιλαμβανομένης της δραστηριότητας με αντικείμενο τα επίμαχα προϊόντα) στη θυγατρική της Polimeri, η οποία της ανήκε εξ ολοκλήρου. Από τις 21 Οκτωβρίου 2002, η Polimeri περιήλθε ευθέως και εξ ολοκλήρου στον έλεγχο της Eni. Από 1ης Μαΐου 2003, η EniChem SpA μετονομάστηκε σε Syndial SpA (αιτιολογικές σκέψεις 26 έως 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

121    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι υπάρχουν διαρθρωτικοί δεσμοί μεταξύ της EniChem SpA (κατόπιν Syndial) και της Polimeri, δεδομένου ότι οι εταιρίες αυτές ανήκουν στην ίδια επιχείρηση. Καταλήγει ότι πρέπει να καταλογιστεί στην Polimeri ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η Syndial, παρά το γεγονός ότι η δεύτερη εξακολουθεί να υφίσταται (αιτιολογικές σκέψεις 338, 368 και 369 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

122    Η Επιτροπή αναφέρει επιπλέον ότι η ευθύνη της Polimeri τεκμηριώνεται επίσης από το γεγονός ότι, πρώτον, η EniChem SpA ήταν ο μόνος μέτοχος της Polimeri πριν και μετά τη μεταβίβαση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων και ότι στην πράξη δεν καταβλήθηκε τίμημα για τη μεταβίβαση αυτή. Περαιτέρω, το κεφάλαιο και ο κύκλος εργασιών της EniChem SpA μειώθηκαν κατά πολύ μετά τη μεταβίβαση και η δραστηριότητα της εν λόγω εταιρίας περιορίστηκε. Τέλος, το στέλεχος που μετέσχε στην παράβαση εξ ονόματος της EniChem SpA συνέχισε να μετέχει σε αυτήν εξ ονόματος της Polimeri (αιτιολογικές σκέψεις 369 έως 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

123    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, όταν ένας φορέας παραβιάζει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή της προσωπικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή (βλ., συναφώς, αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 50 ανωτέρω, σκέψη 145, και Cascades κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 78· βλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑280/06, ETI κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑10893, σκέψη 39).

124    Πάντως, οσάκις δύο επιχειρήσεις αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα, το γεγονός ότι η επιχείρηση που διέπραξε την παράβαση εξακολουθεί να υφίσταται δεν εμποδίζει, καθεαυτό, να επιβληθεί κύρωση στην επιχείρηση στην οποία αυτή μεταβίβασε τις οικονομικές της δραστηριότητες (βλ., συναφώς, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψεις 355 έως 358, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3435, σκέψη 132).

125    Ειδικότερα, η επιβολή κυρώσεως στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει δεκτή αν οι εν λόγω επιχειρήσεις ήταν υπό τον έλεγχο του ιδίου προσώπου και ακολουθούσαν, λόγω των στενών δεσμών που τις ενώνουν από οικονομικής και οργανωτικής απόψεως, τις ίδιες ουσιαστικά εμπορικές οδηγίες (απόφαση ETI κ.λπ., σκέψη 123 ανωτέρω, σκέψη 49).

126    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, κατά το διάστημα της παραβάσεως, η EniChem SpA και η Polimeri ανήκαν εξ ολοκλήρου, ευθέως ή εμμέσως, στην ίδια εταιρία, την Eni. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αρχή της προσωπικής ευθύνης δεν απαγορεύει να καταλογιστεί εξ ολοκλήρου στην Polimeri ευθύνη για παράβαση διαπραχθείσα αρχικώς από την EniChem SpA και εν συνεχεία από την Polimeri (βλ., συναφώς, απόφαση ETI κ.λπ., σκέψη 123 ανωτέρω, σκέψη 51).

127    Τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η Polimeri δεν μπορούν να αναιρέσουν το συμπέρασμα αυτό.

128     Όσον αφορά, ειδικότερα, την άποψη ότι τα προβαλλόμενα από την Επιτροπή στοιχεία, τα οποία παρατίθενται στη σκέψη 122 ανωτέρω, δεν είναι λυσιτελή, τονίζεται ότι η διαπίστωση της Επιτροπή περί ευθύνης της Polimeri για τις πράξεις της EniChem SpA (κατόπιν Syndial) στηρίζεται στο ότι η μεταβίβαση των επίμαχων δραστηριοτήτων πραγματοποιήθηκε μεταξύ δύο εταιριών οι οποίες ανήκουν στην ίδια επιχείρηση. Τα λοιπά στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία περιλαμβάνονται στη σκέψη 122 ανωτέρω απλώς ενισχύουν τη διαπίστωση της Επιτροπής, όπως προκύπτει από τη χρήση του επιρρήματος «επίσης» στην αιτιολογική σκέψη 369 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, ακόμη και αν τα στοιχεία που προβάλλει η Επιτροπή χαρακτηρίζονταν ως αλυσιτελή, δεν θα μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το ζήτημα αυτό.

129    Εν πάση περιπτώσει, τα στοιχεία που προβάλλει η Επιτροπή και τα οποία η Polimeri δεν αμφισβητεί εν τοις πράγμασι κρίνονται λυσιτελή. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία αυτά εμφαίνουν, αφενός, ότι η επιβολή κυρώσεως σε επιχείρηση η οποία εξακολουθεί να υφίσταται από νομικής απόψεως, αλλά δεν ασκεί πλέον οικονομική δραστηριότητα ενδέχεται να μην έχει κανένα αποτέλεσμα και, αφετέρου, ότι, αν δεν προβλεπόταν άλλη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων σε άλλον φορέα εκτός αυτού που διέπραξε την παράβαση, οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αποφεύγουν κυρώσεις, αλλάζοντας απλώς ταυτότητα στο πλαίσιο αναδιαρθρώσεων, εκχωρήσεων ή άλλων νομικών ή οργανωτικών αλλαγών (βλ., συναφώς, απόφαση ETI κ.λπ., σκέψη 123 ανωτέρω, σκέψεις 40 και 41).

130    Τέλος, κατά το μέτρο που με τα επιχειρήματά της η Polimeri προβάλλει ελλιπή αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή παρέθεσε με σαφήνεια, στις αιτιολογικές σκέψεις που αναφέρονται στις σκέψεις 120 έως 122 ανωτέρω, τα στοιχεία βάσει των οποίων καταλόγισε εν προκειμένω ευθύνη στην Polimeri.

131    Βάσει των στοιχείων αυτών, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

5.     Επί του όγδοου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με αβάσιμη διαπίστωση της υπάρξεως συμπράξεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

132    Ο όγδοος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri συνίσταται τυπικώς από δύο σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου, η Polimeri αμφισβητεί τις πηγές των αποδεικτικών στοιχείων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή. Στο πλαίσιο του δεύτερου, η Polimeri αμφισβητεί το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που τιτλοφορείται «Γενική παρουσίαση της συμπράξεως».

133    Όσον αφορά το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που τιτλοφορείται «Συναντήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως», η Polimeri παραπέμπει σε τρία συνημμένα στην προσφυγή έγγραφα, τα οποία υποστηρίζει ότι είναι παραδεκτά, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή. Από τη νομολογία που παραθέτει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της προκύπτει ότι το παραδεκτό ενός συνημμένου σε δικόγραφο εγγράφου πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με το αν ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίον σχετίζεται το συνημμένο έγγραφο προβάλλεται και διατυπώνεται καταλλήλως στο δικόγραφο της προσφυγής. Η γενική παραπομπή σε ένα ή περισσότερα συνημμένα στην προσφυγή έγγραφα κρίνεται απαράδεκτη εφόσον η νομική βάση (ο λόγος ακυρώσεως) την οποίαν αφορούν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο συνημμένο έγγραφο δεν έχουν διατυπωθεί καταλλήλως στο δικόγραφο της προσφυγής. Εν προκειμένω, με το δικόγραφο της προσφυγής, η Polimeri, πρώτον, υπενθύμισε το περιεχόμενο διαφόρων συνημμένων στο εν λόγω δικόγραφο εγγράφων και, δεύτερον, αναφέρθηκε εκτενέστερα σε ένα από αυτά. Επιπλέον, το κείμενο των συνημμένων εγγράφων περιέχει πολλές παραπομπές σε ορισμένα τμήματα της προσφυγής και σε άλλα συνημμένα έγγραφα, έχει δε υποβληθεί και γαλλική μετάφραση. Συνεπώς, τα συγκεκριμένα συνημμένα έγγραφα έχουν αποκλειστικά αποδεικτικό και διευκρινιστικό χαρακτήρα σε σχέση με λόγο ακυρώσεως προβληθέντα με την προσφυγή.

 Επί του πρώτου σκέλους του όγδοου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις πηγές των αποδεικτικών στοιχείων

134    Πρώτον, όσον αφορά τις δηλώσεις των επιχειρήσεων που υπέβαλαν αίτηση απαλλαγής από το πρόστιμο ή μειώσεως του προστίμου, η Polimeri επισημαίνει ότι τα περιγραφόμενα από την Επιτροπή πραγματικά περιστατικά διαφέρουν σε πολλές περιπτώσεις από το περιεχόμενο των δηλώσεων των στελεχών των επιχειρήσεων. Η Polimeri προβάλλει, όσον αφορά τα εν λόγω στελέχη, ότι υπάρχουν αποκλίσεις όχι μόνον μεταξύ των δηλώσεων στελεχών διαφορετικών εταιριών, αλλ’ ακόμη και μεταξύ στελεχών της ίδιας εταιρίας. Επιπλέον, οι αντιφάσεις στις οποίες αναφέρεται η Polimeri παρατίθενται σε πολλά σημεία της προσφυγής. Επομένως, η Επιτροπή προβάλλει για τους τύπους και μόνον την αιτίαση περί απουσίας ενδείξεων ή αποδεικτικών στοιχείων από την επιχειρηματολογία της Polimeri.

135    Δεύτερον, οι χειρόγραφες σημειώσεις του N. (Dow), οι οποίες εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια επιτόπιου ελέγχου, αποτελούν το μόνο πραγματικό αποδεικτικό έγγραφο στο οποίο η Επιτροπή μπορεί να στηρίξει τις αιτιάσεις της.

136    H Polimeri επισημαίνει, ειδικότερα, ότι, βάσει του εγγράφου αυτού, στην αιτιολογική σκέψη 202 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με συνάντηση, με αντικείμενο δήθεν αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, μεταξύ ανταγωνιστών στις 16 Νοεμβρίου 1999 στη Φρανκφούρτη (Γερμανία), αναφέρονται τα εξής: «Μετά τη συνάντηση της 16ης Νοεμβρίου 1999 και το δείπνο, οι [P., F., N., V., L., L. και T.] συναντήθηκαν στο μπαρ Casablanca του ξενοδοχείου Meridien». Ωστόσο, από τον φάκελο της έρευνας προκύπτει ότι τη συγκεκριμένη ώρα, ο P. δεν βρισκόταν πλέον στη Φρανκφούρτη. Η Polimeri προσκομίζει, συνημμένο στην προσφυγή, αντίγραφο των εγγράφων του φακέλου της έρευνας. Η Polimeri προσκομίζει εξάλλου στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο L. (EniChem) είχε ήδη επιστρέψει στο Μιλάνο (Ιταλία). Διατυπώνει, επίσης, αμφιβολίες όσον αφορά την παρουσία του F., βάσει της πληρωμής του ξενοδοχείου με πιστωτική κάρτα στις 16 Νοεμβρίου 1999. Επιπλέον, κατά την Polimeri, ένα από τα συνημμένα στο υπόμνημα αντικρούσεως έγγραφα (μια απόδειξη ξενοδοχείου εκδοθείσα στο όνομα του P.) πρέπει να εξαιρεθεί από τα αποδεικτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, το έγγραφο αυτό, μολονότι περιλαμβάνεται στον φάκελο της έρευνας, εντούτοις δεν χρησιμοποιήθηκε ως αποδεικτικό στοιχείο στις ανακοινώσεις αιτιάσεων και στην προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά συνέπεια, η Polimeri δεν είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επ’ αυτού. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά το γεγονός ότι, με τα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή μετέβαλε την αρχική διαπίστωσή της, δεχόμενη ότι η ανεπίσημη συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1999. Η Επιτροπή δεν εξήγησε επίσης πώς είναι δυνατόν να πραγματοποιήθηκε ανεπίσημη συνάντηση το βράδυ της 15ης Νοεμβρίου 1999, ενώ το πρώτο μέρος των χειρόγραφων σημειώσεων του N. αρχίζει από την επίσημη συνάντηση (στις 16 Νοεμβρίου 1999). Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε πλημμελή έρευνα και είναι ελλιπώς αιτιολογημένη. Η νέα εκδοχή της Επιτροπής όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Η Polimeri τονίζει, εξάλλου, αντιθέτως προς ό,τι υπονοεί η Επιτροπή, ότι παγίως αμφισβητούσε τη συμμετοχή της στην επίμαχη συνάντηση.

137    Τέλος, δύο άλλες χειρόγραφες σημειώσεις του N., οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν αρχικώς ως αποδεικτικά στοιχεία της συμπράξεως [σχετικά με συναντήσεις στις 21 Φεβρουαρίου 1996 στο Ντίσελντορφ και στις 30 Νοεμβρίου και 1η Δεκεμβρίου 1998 στις Βρυξέλλες (Βέλγιο)], έχουν απολέσει τον αποδεικτικό χαρακτήρα τους. Η Polimeri καταλήγει ότι, από τις πέντε χειρόγραφες σημειώσεις του N., τουλάχιστον τρεις δεν έχουν σχέση με συναντήσεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Το Γενικό Δικαστήριο οφείλει, συνεπώς, να εξετάσει κατά τρόπο ευρύ και ενδελεχή το περιεχόμενο και την ερμηνεία των χειρόγραφων σημειώσεων του N. και, ενδεχομένως, να διατάξει τη συμπληρωματική εξέτασή τους, προκειμένου να διαπιστωθεί πώς και υπό ποια μορφή οι σημειώσεις αυτές περιήλθαν στην Επιτροπή.

138    Η Polimeri προβάλλει, επιπλέον, ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, ανέφερε επανειλημμένως στην προσφυγή της τα στοιχεία που δημιουργούν αμφιβολίες όσον αφορά την αποδεικτική αξία των χειρόγραφων σημειώσεων του N. εν γένει, και όχι μόνον των σχετικών με τη συνάντηση της 16ης Νοεμβρίου 1999. Τονίζει, εξάλλου, ότι, κατά τη νομολογία, τυχόν αμφιβολία του δικαστή είναι υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η διαπιστωτική της παραβάσεως απόφαση (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 177).

139    Τρίτον, με το υπόμνημα απαντήσεως, η Polimeri υποστηρίζει, όσον αφορά το CB και το CSB, ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με συναντήσεις που φέρεται να έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της συμπράξεως. Η Polimeri παραθέτει συναφώς την άποψή της για κάθε μία από τις επίμαχες συναντήσεις (από το 1996 έως το 2002). Η Polimeri επισημαίνει, επίσης, ότι παρέθεσε τις περιστάσεις αυτές στην προσφυγή της.

 Επί του δεύτερου σκέλους του όγδοου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη γενική παρουσίαση της συμπράξεως

140    Η Polimeri προβάλλει, καταρχάς, ότι το τμήμα προσβαλλομένης αποφάσεως που τιτλοφορείται «Γενική παρουσίαση της συμπράξεως» αποτελεί συρραφή δηλώσεων, εκ των οποίων πολύ λίγες έχουν πράγματι κάποια σημασία. Η Polimeri επισημαίνει, συγκεκριμένα, ότι δεν είναι αξιόπιστος ο ισχυρισμός του W. (Bayer), ο οποίος επαναλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι L. (EniChem) και W. ζήτησαν από τον Ν. (Dow) να μην κρατά πλέον σημειώσεις κατά τις ανεπίσημες συζητήσεις. Ειδικότερα, η Polimeri αναφέρει ότι ο ισχυρισμός αυτός διαψεύδεται από τον L. και δεν επιβεβαιώνεται από τον Ν. Εξάλλου, η δήλωση του W. αφορούσε τις χειρόγραφες σημειώσεις του N. για τις συναντήσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1996. Επίσης δεν συμπίπτουν το χρονικό σημείο κατά το οποίο υποτίθεται ότι ζητήθηκε από τον Ν. να μην κρατά σημειώσεις και το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο Ν. συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό. Επιπλέον, η Polimeri υποστηρίζει ότι η κατηγορία την οποία επιχειρεί να θεμελιώσει η Επιτροπή στηρίζεται αποκλειστικά στη δήλωση αυτή.

141    Επί της ουσίας, η Polimeri διακρίνει μεταξύ συμφωνιών επί των τιμών, συμφωνιών περί κατανομής της αγοράς, ανταλλαγής απόρρητων εμπορικών στοιχείων, παρακολουθήσεως της εφαρμογής των συμφωνιών και του περιγραφόμενου από τον Ν. γενικού πραγματικού πλαισίου.

–       Σχετικά με τις συμφωνίες επί των τιμών

142    Όσον αφορά το CB, η Polimeri επισημαίνει ότι οι δηλώσεις του W. (Bayer), οι οποίες παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 105 και 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι ασαφείς και, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμες. Αμφισβητεί, συναφώς, τις παραπομπές που απαντούν στα δικόγραφα της Επιτροπής, προς άλλες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, και επικαλείται, όσον αφορά τις αιτιολογικές σκέψεις αυτές, πολλά σημεία της προσφυγής ή των συνημμένων σε αυτήν εγγράφων. Η Polimeri υποστηρίζει επίσης ότι ορισμένες από τις αιτιολογικές σκέψεις που επικαλείται η Επιτροπή δεν αφορούν το CB.

143    Εξάλλου, ο ισχυρισμός ότι ο D. (EniChem) ζήτησε από την Bayer –διά απειλών– να αυξήσει τις τιμές (αιτιολογική σκέψη 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως) δεν είναι αξιόπιστος, διότι η Bayer ήταν η σημαντικότερη επιχείρηση στην αγορά. Η Bayer διέψευσε εξάλλου τις δηλώσεις του στελέχους της. Η Επιτροπή δεν μπορούσε, συνεπώς, να αντικρούσει το πραγματικό αυτό στοιχείο διατυπώνοντας απλώς μια γνώμη με τα δικόγραφά της. Η Polimeri επισημαίνει ακόμη ότι, στο συγκεκριμένο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν υπάρχει άλλη ένδειξη που να αφορά ειδικά τις υποτιθέμενες συμφωνίες επί των τιμών του CB. Εξάλλου, δεν υπάρχει καμία έγγραφη απόδειξη περί συζητήσεων σχετικών με το CB, με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Τέλος, η Polimeri τονίζει ότι η ανάλυση των διακυμάνσεων των τιμών που περιλαμβάνεται στην πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων αποδεικνύει σαφώς, σε συνδυασμό με στοιχεία που προσκόμισαν όλοι οι παραγωγοί, ότι η εξέλιξη των τιμών δεν ήταν συγχρονισμένη, ότι υπήρξαν τόσο αυξήσεις όσο και μειώσεις τιμών, ότι η εξέλιξη των τιμών αντικατόπτριζε, με κάποια χρονική απόσταση, την αύξηση ή τη μείωση του κόστους των πρώτων υλών και ότι οι τιμές των παραγωγών πάντοτε διέφεραν μεταξύ τους.

144    Όσον αφορά το CSB, η Bayer ανέφερε ότι οι D. (EniChem) και de J. (Shell) πρωτοστατούσαν στη σύναψη των συμφωνιών (αιτιολογική σκέψη 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Πλην όμως, τα δύο αυτά πρόσωπα αρνήθηκαν κατηγορηματικά τη συμμετοχή τους σε συμφωνίες που θίγουν τον ανταγωνισμό. Η δήλωση που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την οποία επικαλείται η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, δεν ασκεί επιρροή, διότι αποτελεί προσωπική δήλωση του V. (Shell). Δεν αναιρεί τη δήλωση του de J. Η Επιτροπή στηρίζεται μόνο στις δηλώσεις των επιχειρήσεων που συνεργάστηκαν και στις δηλώσεις της Shell, χωρίς να προσκομίσει άλλα αποδεικτικά στοιχεία ή ενδείξεις. Όσον αφορά τη Shell, αυτή παραδέχθηκε ανεπιφύλακτα, με την πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων, τη συμμετοχή της σε συμφωνίες επί των τιμών, παρά τη σχετική κατηγορηματική διάψευση του de J. Ωστόσο, η Polimeri υποστηρίζει ότι η εκ των υστέρων ομολογία της Shell έχει αποδεικτική αξία μόνον όσον αφορά την εταιρία αυτή, διότι είναι μεταγενέστερη της πράξεως με την οποία διατυπώνονται οι κατηγορίες περί παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού και δεν τεκμηριώνεται από άλλα σχετικά έγγραφα. Η Polimeri αμφισβητεί, συναφώς, τις παραπομπές προς άλλες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Polimeri επικαλείται, όσον αφορά τις αιτιολογικές σκέψεις αυτές, πολλά σημεία της προσφυγής ή των συνημμένων σε αυτήν εγγράφων.

145    Εξάλλου, η άποψη της Bayer, όπως αυτή καταγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 110 και 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αντιφάσκει προς τις δηλώσεις ορισμένων στελεχών της, όπως των O. και Ü. Η Polimeri επικαλείται, συναφώς, ορισμένα έγγραφα από τον φάκελο της έρευνας. Όσον αφορά τον O., η Polimeri επισημαίνει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, το εν λόγω πρόσωπο μετέσχε σε μία συνάντηση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ στις 2 και 3 Σεπτεμβρίου 1996, συνάντηση η οποία χαρακτηρίστηκε ως «συνάντηση στο πλαίσιο της συμπράξεως». Εξάλλου, δεν είναι πιθανό οι υπεύθυνοι της Bayer να σύναψαν συμφωνίες χωρίς να ενημερώσουν τον O., που ήταν ο εμπορικός υπεύθυνος της εταιρίας αυτής. Η μεταγενέστερη επανεξέταση δεν ασκεί επιρροή, διότι στηρίζεται σε νέα εκδοχή των πραγματικών περιστατικών, διαμορφωθείσα κατόπιν συζητήσεων με τον W., ο οποίος ουδέποτε κατείχε στην Bayer θέση υπευθύνου για το CSB. Η Polimeri τονίζει, συναφώς, ότι η Επιτροπή έδωσε έμφαση στις δηλώσεις των προσώπων που συνεργάστηκαν περισσότερο. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν συνάψει συμφωνία αυξήσεως των τιμών ή ότι αυτές σχεδίασαν και έθεσαν σε εφαρμογή κοινό μηχανισμό συστηματικής συνεργασίας όσον αφορά τις τιμές του CSB. Η Polimeri υπενθυμίζει, συναφώς, τις επικρίσεις κατά των χειρόγραφων σημειώσεων του N. Τέλος, η ανάλυση των διακυμάνσεων των τιμών του CSB καταλήγει στα ίδια αποτελέσματα όπως η σχετική με το CB ανάλυση που εξετάστηκε προηγουμένως.

146    Η Polimeri επισημαίνει, επίσης, ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, έχει σημασία η απόδειξη του ότι η επίμαχη συμφωνία δεν παρήγαγε αποτελέσματα. Πρόκειται για το μόνο μέσο που έχει στη διάθεσή της η Polimeri για να αποδείξει το αβάσιμο των δηλώσεων, οι οποίες δεν τεκμηριώνονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

–       Σχετικά με τις συμφωνίες περί κατανομής της αγοράς

147    Η Polimeri επισημαίνει, καταρχάς, ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει με σαφήνεια αν οι υποτιθέμενες συμφωνίες περί κατανομής της αγοράς αφορούσαν μόνον το CSB ή και το CB. Η Polimeri επισημαίνει, συναφώς, την αντίφαση που θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ των αιτιολογικών σκέψεων 124 και 301 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

148    Όσον αφορά το CB, η Polimeri τονίζει ότι, από τις σχετικές με τις συμφωνίες περί κατανομής της αγοράς δηλώσεις, μία μόνον (συγκεκριμένα αυτή του W., που ήταν στέλεχος της Bayer) αφορά ειδικά το προϊόν αυτό (αιτιολογική σκέψη 129 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 56 και 57 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Polimeri αμφισβητεί το κατά πόσον οι παραγωγοί είχαν τη δυνατότητα να κατανέμουν μεταξύ τους πελάτες (εν προκειμένω κατασκευαστές ελαστικών) του μεγέθους αυτών που αναφέρει η Επιτροπή. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 125 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν ανταποκρίνονταν όλοι οι παραγωγοί στις τεχνικές προδιαγραφές όλων των πελατών. Η σύναψη συμφωνιών περί κατανομής της αγοράς δεν αποδεικνύεται από κανένα έγγραφο. Η Polimeri επισημαίνει, εξάλλου, ότι υπήρχαν συνεχείς διακυμάνσεις στις πωλήσεις προϊόντων (60 έως 65 % της παραγωγής CB της EniChem SpA) από την EniChem SpA στους αναφερόμενους από την Επιτροπή κατασκευαστές ελαστικών. Το γεγονός αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη θέση ότι η Polimeri επιδίωκε τη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης στην αγορά. Εξάλλου, η EniChem SpA διέθετε την υπόλοιπη παραγωγή της CB (δηλαδή το 35 έως 40 %) σε άλλους πελάτες, εκτός των κατασκευαστών ελαστικών, οι οποίοι δεν ήταν κοινοί πελάτες των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Η Polimeri τονίζει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, δεν ισχυρίζεται ότι δεν είχε εμπορικό συμφέρον να συνάψει συμφωνίες θίγουσες τον ανταγωνισμό.

149     Όσον αφορά τη δήλωση του V. (Shell), η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 127 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο L. (EniChem) τον εκφόβισε προκειμένου να αποσυρθεί από την αγορά των υποστρωμάτων μοκετών στο Ηνωμένο Βασίλειο, η δήλωση αυτή δεν είναι αξιόπιστη. Η Polimeri επισημαίνει, συναφώς, τη διαφοροποίηση των δηλώσεων της Shell, την κατηγορηματική διάψευση του L. ότι μετέσχε σε συζήτηση με τέτοιο περιεχόμενο και ότι το CB δεν χρησιμοποιείται στην αγορά των υποστρωμάτων μοκετών.

150    Όσον αφορά το CSB, η Polimeri επισημαίνει ότι ο P. (Bayer), ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του το 1999 (συνεπώς δεν υπάρχουν ενδείξεις για τα προηγούμενα έτη), αρνήθηκε, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στην αιτιολογική σκέψη 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως δήλωσή του, την ύπαρξη συμφωνιών περί διατηρήσεως των υφιστάμενων επιπέδων παραγωγής και των υφιστάμενων μεριδίων αγοράς, υποστηρίζοντας ότι η κάθε επιχείρηση είχε την ευχέρεια να αποφασίσει αν θα ακολουθήσει πολιτική επιθετικού ανταγωνισμού. Η μαρτυρία αυτή κάθε άλλο παρά αποδεικνύει την ύπαρξη συμφωνίας. Τούτο επιβεβαιώνεται από τις συνεχείς διακυμάνσεις των πωλήσεων CSB από την EniChem SpA προς τους κύριους πελάτες της. Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η άποψη της Polimeri στηρίζεται σε σφάλμα στην ιταλική μετάφραση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Άλλωστε, η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να διορθώσει το μεταφραστικό αυτό σφάλμα ώστε η Polimeri να είναι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμα άμυνάς της. Εν πάση περιπτώσει, η συγκεκριμένη δήλωση είναι ασαφής ακόμη και στη γλώσσα του πρωτοτύπου (στα γερμανικά). Η Polimeri αμφισβητεί επίσης τις παραπομπές που απαντούν στα δικόγραφα της Επιτροπής, προς άλλες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, διά των οποίων η Επιτροπή επιχειρεί να αποδείξει την ύπαρξη συμπράξεως με αντικείμενο το CSB κατά τα προ του 1999 έτη.

151    Όσον αφορά τη δήλωση της Dow, η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 125 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «διαβεβαίωσαν την EniChem [SpA] ότι δεν θα επιχειρούσαν να περιορίσουν το μερίδιό της ως προς τη Michelin ή την Bridgestone», η δήλωση αυτή δεν αφορά συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και, συνεπώς, διαψεύδεται από τις διακυμάνσεις του όγκου των πωλήσεων της EniChem SpA καθ’ όλο το επίμαχο χρονικό διάστημα. Όσον αφορά τη δήλωση της Bayer, η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σε ορισμένες συναντήσεις, οι Dow και EniChem SpA αλληλοκατηγορούνταν για κλοπή πελατών, η δήλωση αυτή αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της υπάρξεως υψηλού επιπέδου ανταγωνισμού στην αγορά, τουλάχιστον όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ EniChem SpA και Dow.

–       Σχετικά με την ανταλλαγή απόρρητων εμπορικών στοιχείων

152    Όσον αφορά το CB, η Polimeri, αναφερόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις 120, 128 και 132 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι εκεί παρατιθέμενες δηλώσεις δεν είναι αξιόπιστες (αιτιολογική σκέψη 132 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ή δεν τεκμηριώνονται με αποδεικτικά στοιχεία (αιτιολογικές σκέψεις 120 και 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως γίνεται λόγος για στοιχεία τα οποία είναι εν μέρει δημοσιευμένα, πράγμα που η Επιτροπή παραδέχεται με την αιτιολογική σκέψη 329 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, η Επιτροπή παραδέχεται εμμέσως και το αβάσιμο της αιτιάσεως περί ανταλλαγής πληροφοριακών στοιχείων.

153    Όσον αφορά το CSB, ουδεμία συγκεκριμένη αιτίαση διατυπώνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 131 έως 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Για τον λόγο αυτό, η Polimeri παραπέμπει στα προεκτεθέντα σχετικά με το CB.

154    Η Polimeri προβάλλει ακόμη ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, αμφισβήτησε, με την προσφυγή, τα έγγραφα που αφορούν τις συναντήσεις της 20ής Μαΐου 1996 στο Μιλάνο και της 15ης και 16ης Νοεμβρίου 1999 στη Φρανκφούρτη. Εξάλλου, τα επίμαχα πληροφοριακά στοιχεία ήταν, κατά την Polimeri, σχεδόν εξ ολοκλήρου δημοσιευμένα.

–       Σχετικά με την παρακολούθηση της εφαρμογής των συμφωνιών

155    Με την αιτιολογική σκέψη 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή κάνει λόγο για διμερείς τηλεφωνικές επαφές μεταξύ των ανταγωνιστών στο πλαίσιο των συναντήσεων. Κατά την Polimeri, το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως στο οποίο περιγράφεται ο υποτιθέμενος μηχανισμός παρακολουθήσεως της εφαρμογής των συμφωνιών στο πλαίσιο της συμπράξεως συνίσταται σε όλως αποσπασματική περιγραφή των πραγματικών περιστατικών. Συγκεκριμένα, δεν παρατίθεται καμία απόδειξη περί της υπάρξεως κοινής βουλήσεως όλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων να θέσουν σε εφαρμογή, μεταξύ τους, μηχανισμό ελέγχου της εφαρμογής των υποτιθέμενων συμφωνιών. Η Polimeri υπενθυμίζει ακόμη ότι, κατά τη νομολογία, είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται ότι η εν λόγω επιχείρηση γνώριζε την παραβατική συμπεριφορά άλλων συμμετεχόντων ή μπορούσε ευλόγως να την προβλέψει και ήταν έτοιμη να αποδεχθεί τον σχετικό κίνδυνο (απόφαση Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω). Η απόδειξη αυτή πρέπει να στηρίζεται όχι στο τεκμήριο ενοχής, αλλά σε άμεσες έγγραφες αποδείξεις (απόφαση Ciment, σκέψη 105 ανωτέρω).

156    Όσον αγορά το CB, η Polimeri, αναφερόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις 137, 138, 143 και 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι εκεί παρατιθέμενες δηλώσεις δεν είναι τεκμηριωμένες (χρονικό διάστημα, προϊόν, πελάτες) και, ως εκ τούτου, έχουν πολύ περιορισμένη αποδεικτική αξία. Ειδικότερα, όσον αφορά τη δήλωση του F. (Dow), η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 143 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Polimeri επισημαίνει ότι, σύμφωνα με άλλη, περιλαμβανόμενη στη δικογραφία, δήλωση της Dow, υπήρχε κατά το ίδιο διάστημα ένδικη διαφορά μεταξύ Dow και EniChem SpA με αντικείμενο την παραβίαση εμπορικών μυστικών από την (ανήκουσα στην Dow) Karbochem. Στο πλαίσιο της διαφοράς αυτής, η οποία επιλύθηκε με δικαστικό συμβιβασμό, απαιτήθηκαν επανειλημμένες επαφές μεταξύ των δύο επιχειρήσεων. Όσον αφορά τη δήλωση του W. (Dow), η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η δήλωση αυτή έχει, κατά τρόπο μη αναμενόμενο, συμπεριληφθεί στις δηλώσεις σχετικά με τις συναντήσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ και, ειδικότερα, τη συνάντηση του Νοεμβρίου του 2001.

157    Όσον αφορά το CSB, η Polimeri αναφέρεται στη δήλωση του F. (Bayer) ότι ο L. (EniChem) επικοινωνούσε μαζί του δύο φορές κατ’ έτος μετά τη συνάντησή τους τον Φεβρουάριο του 1999 (αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την Polimeri, οι επαφές αυτές αφορούσαν σύμβαση μεταξύ EniChem SpA και Bayer, σχετικά με συγκεκριμένο προϊόν, το οποίο δεν εμπίπτει στην υπό στενή έννοια κατηγορία του CSB. Η Polimeri προσκομίζει, συναφώς, έγγραφο που αποδεικνύει την πώληση του συγκεκριμένου προϊόντος στην Bayer το 1999 και παραπέμπει σε δήλωση η οποία περιλαμβάνεται στον φάκελο της έρευνας. Οι δηλώσεις της Bayer εξετάστηκαν εκτός του πλαισίου τους και η παράθεσή τους δεν είναι αθώα. Εξάλλου, ο F. δεν είχε άμεση ευθύνη όσον αφορά το CSB. Ο F. επιβεβαίωσε, εξάλλου, ότι οι επίμαχες συζητήσεις δεν θα μπορούσαν να εμπεριέχουν συμφωνίες επί των τιμών.

–       Σχετικά με το περιγραφόμενο από τον Ν. γενικό πραγματικό πλαίσιο

158    Η Polimeri επισημαίνει στο Γενικό Δικαστήριο τη δήλωση στην οποία προέβη ο N. (Dow) κατά τη διάρκεια συζητήσεως στις 13 Δεκεμβρίου 2005, η οποία δεν παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η δήλωση αυτή, την οποία η Polimeri παραθέτει εξ ολοκλήρου, έχει ιδιαίτερη σημασία. Εμφαίνει ότι οι επαφές στο περιθώριο των συναντήσεων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ ήταν απλώς αναπόφευκτες και συνήθεις συναντήσεις μεταξύ στελεχών του κλάδου, τα οποία συζητούσαν διάφορα ζητήματα, βάσει δημοσιευμένων ως επί το πλείστον στοιχείων, χωρίς καμία πρόθεση συμπράξεως. Είναι δυνατόν, στο πλαίσιο αυτό, να προκύψουν τυχαίες καταστάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «οριακές». Υπάρχει, όμως, μεγάλη διαφορά μεταξύ μιας τέτοιας καταστάσεως και συμπράξεως, διαφορά την οποία η Επιτροπή δεν μπόρεσε να καλύψει με πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία. Η Polimeri υποστηρίζει ακόμη ότι η Επιτροπή σκοπίμως δεν έλαβε υπόψη της την ουσιώδη διαφορά μεταξύ ανταλλαγής δημοσιευμένων στοιχείων και συνεννοήσεως με αντικείμενο την τιμή συγκεκριμένου προϊόντος. Η Polimeri τονίζει επίσης ότι η δήλωση του N. επιβεβαιώνει ότι δεν υπήρχε σύμπτωση απόψεων όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών, ούτε όσον αφορά τον απώτερο σκοπό που επιδίωκαν οι εταιρίες.

159    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Καταρχάς, η Επιτροπή φρονεί ότι, στα συνημμένα A 23 έως A 25 της προσφυγής, η Polimeri αναπτύσσει πολλές αιτιάσεις και επιχειρήματα, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο κείμενο της προσφυγής. Η Polimeri παραβιάζει έτσι το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι δεν είναι εσφαλμένη η διαπίστωσή της περί διαπράξεως παραβάσεως από την Polimeri.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

160    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να εξασφαλίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμο, την ύπαρξη περιστατικών που να στοιχειοθετούν την παράβαση. Επομένως, είναι απαραίτητο να προσκομίσει η Επιτροπή συγκεκριμένα και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία δυνάμενα να στηρίξουν αταλάντευτα την πεποίθηση ότι η παράβαση αυτή όντως διαπράχθηκε (βλ. τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 50 ανωτέρω). Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι, για να υπάρχει συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, αρκεί οι εν λόγω επιχειρήσεις να έχουν εκφράσει την κοινή βούλησή τους να συμπεριφερθούν στην αγορά κατά καθορισμένο τρόπο (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1970, 41/69, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 397, σκέψη 112, και της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207, σκέψη 86· απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1711, σκέψη 256). Τυχόν αμφιβολία του δικαστή είναι υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η διαπιστωτική της παραβάσεως απόφαση. Συνεπώς, ο δικαστής δεν μπορεί να συμπεράνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 215).

 Επί του παραδεκτού ορισμένων επιχειρημάτων που προβάλλει η Polimeri στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως

161    Κατά το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβληθέντων ισχυρισμών. Κατά πάγια νομολογία, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου. Μολονότι το κύριο μέρος της προσφυγής μπορεί να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, επί συγκεκριμένων σημείων, με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, η γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, ακόμη και συνημμένα στην προσφυγή, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, δυνάμει των προμνησθεισών διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο κείμενο της προσφυγής (απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1992, C‑52/90, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1992, σ. I‑2187, σκέψη 17, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3601, σκέψη 94). Δεν απόκειται, εξάλλου, στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητεί και να εντοπίζει στα παραρτήματα τους ισχυρισμούς που ενδεχομένως καθιστούν βάσιμη την προσφυγή, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν λειτουργία αμιγώς αποδεικτική και διευκρινιστική (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 1997, Τ-84/96, Cipeke κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-2081, σκέψη 34, και της 21ης Μαρτίου 2002, T‑231/99, Joynson κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2085, σκέψη 154).

162    Ανάλογα ισχύουν και για τις αιτιάσεις που προβάλλονται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως (απόφαση της 14ης Μαΐου 1998, T-352/94, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1989, σκέψη 333).

163    Εν προκειμένω, η Polimeri υποστηρίζει: «Λόγω του αυστηρά περιορισμένου αριθμού των σελίδων που πρέπει να έχει το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα εκθέτει τα επιχειρήματά της στο τμήμα υπό τον τίτλο “Γενική παρουσίαση της συμπράξεως”, τις δε παρατηρήσεις επί του τμήματος υπό τον τίτλο “Συναντήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως” τις αναπτύσσει στα συνημμένα στη προσφυγή έγγραφα υπ’ αριθ. [A] 23, [A] 24 και [A] 25».

164    Η Polimeri αναπτύσσει, δηλαδή, στο σώμα του δικογράφου αιτίαση σχετική με το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που τιτλοφορείται «Γενική παρουσίαση της συμπράξεως» (το τμήμα 4.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η αιτίαση σχετικά με το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που τιτλοφορείται «Συναντήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως» (το τμήμα 4.3) αναπτύσσεται, από νομικής και πραγματικής απόψεως, μόνο στα συνημμένα στην προσφυγή έγγραφα υπ’ αριθ. A 23 έως A 25.

165    Ειδικότερα, τα μόνα στοιχεία που παραθέτει η Polimeri στο σώμα του δικογράφου, σχετικά με το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που τιτλοφορείται «Συναντήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως», είναι τα εξής:

«Όσον αφορά το διάστημα 1996-2000 (στο συνημμένο υπ’ αριθ. [A] 23), η Polimeri προβάλλει ότι δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί υπήρξε οποιασδήποτε μορφής σύμπραξη μεταξύ ανταγωνιστών με αντικείμενο τις τιμές του CSB και του CB. Στις λίγες περιπτώσεις που από τα συνημμένα έγγραφα, τα οποία αφορούν ως επί το πλείστον το CSB, προκύπτει η πραγματοποίηση συναντήσεων στο περιθώριο των επίσημων συναντήσεων απολύτως κανένα στοιχείο δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επιχειρήσεις συντόνιζαν την πολιτική τους καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

Όσον αφορά το 2001, η Polimeri αποδεικνύει, με το συνημμένο [A] 24, ότι το συγκεκριμένο έτος δεν έχει καμία σημασία από πλευράς ανταγωνισμού, είτε για το CB είτε για το CSB, οπότε, εφόσον η Επιτροπή δεχθεί ότι όντως υπήρξε σύμπραξη EniChem, πράγμα που δεν συνέβη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σύμπραξη αυτή έπαυσε να υφίσταται το αργότερο το 2000.

Τέλος, όπως παραδέχεται η Επιτροπή, ουδεμία αιτίαση αφορά το CB για το 2002 (συνημμένο [A] 25). Όσον αφορά το CSB, ουδεμία παράνομη δραστηριότητα στοιχειοθετήθηκε όσον αφορά την Polimeri.»

166    Οι τόποι και οι ημερομηνίες των αντίστοιχων συναντήσεων παρατίθεται σε υποσημειώσεις.

167    Εξάλλου, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri με την προσφυγή συνίσταται από δύο τμήματα, πέραν του τμήματος υπό τον τίτλο «Εισαγωγή». Τα δύο αυτά τμήματα, υπό τους τίτλους «Σχετικά με τις πηγές των αποδεικτικών στοιχείων» και «Σχετικά με τη γενική παρουσίαση της συμπράξεως», αφορούν συγκεκριμένα τμήματα της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό τους ίδιους τίτλους. Κανένα τμήμα του όγδοου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri με την προσφυγή δεν φέρει τον τίτλο «Σχετικά με τις συναντήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως».

168    Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτίαση της Polimeri κατά του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως υπό τον τίτλο «Συναντήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως» (το τμήμα 4.3), του οποίου τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία παρατίθενται μόνο στα συνημμένα A 23 έως A 25 του δικογράφου της προσφυγής, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

169    Η Polimeri δεν μπορεί να καλύψει την πλημμέλεια αυτή, παραθέτοντας, με το υπόμνημα απαντήσεως, ορισμένα πραγματικά ή νομικά στοιχεία σχετικά με «Συναντήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως» και παραπέμποντας στα συνημμένα A 23 έως A 25 του δικογράφου της προσφυγής ή προσκομίζοντας νέα συνημμένα έγγραφα με το υπόμνημα απαντήσεως. Συγκεκριμένα, κατά την εξέταση του αν το δικόγραφο της προσφυγής συμβιβάζεται προς τις επιταγές του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το περιεχόμενο του υπομνήματος αντικρούσεως στερείται, κατ’ αρχήν, επιρροής. Ειδικότερα, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του παραδεκτού, το οποίο δέχεται η νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 1997, T-106/95, FFSA κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-229, σκέψη 125, και της 28ης Ιανουαρίου 1999, T-14/96, BAI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-139, σκέψη 66), των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων που προβάλλονται με το υπόμνημα απαντήσεως, ως ανάπτυξη των ισχυρισμών που περιέχονται στο δικόγραφο της προσφυγής, προκειμένου να θεραπευθεί η παράβαση των επιταγών του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας κατά την άσκηση της προσφυγής, διότι άλλως η τελευταία αυτή διάταξη θα στερούνταν παντελώς περιεχομένου (διάταξη του Πρωτοδικείου της 19ης Μαΐου 2008, T‑144/04, TF1 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-761, σκέψη 30· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Μαρτίου 1993, T‑33/89 και T‑74/89, Blackman κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑249, σκέψη 65, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 28ης Απριλίου 1993, T‑85/92, De Hoe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑523, σκέψη 25).

170    Βάσει των στοιχείων αυτών, κρίνεται απαράδεκτη η αιτίαση της Polimeri κατά του τμήματος 4.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που τιτλοφορείται «Συναντήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως» (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 334, της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑322/01, Roquette Frères κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3137, σκέψη 210, και της 30ής Ιανουαρίου 2007, T‑340/03, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑107, σκέψη 168).

 Επί του πρώτου σκέλους του όγδοου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις πηγές των αποδεικτικών στοιχείων

171    Πρώτον, όσον αφορά τις δηλώσεις των επιχειρήσεων που υπέβαλαν αίτηση απαλλαγής από το πρόστιμο ή μειώσεως του προστίμου, τα επιχειρήματα της Polimeri είναι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, γενικά διατυπωμένα και δεν στηρίζονται σε αρκούντως σαφείς ενδείξεις. Συνεπώς, τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το ζήτημα αυτό. Ακόμη και αν τα επιχειρήματα της Polimeri αποσκοπούν στην αμφισβήτηση της αποδεικτικής αξίας των δηλώσεων στις οποίες προέβησαν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, τα επιχειρήματα αυτά είναι απορριπτέα για τους λόγους που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω).

172    Δεύτερον, όσον αφορά τις χειρόγραφες σημειώσεις του N. (Dow), επισημαίνεται, πρώτον, ότι, με το τμήμα της προσφυγής που αφορά τις «πηγές των αποδεικτικών στοιχείων», η Polimeri αμφισβητεί μόνον τις σχετικές με την κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συνάντηση της 15ης και 16ης Νοεμβρίου 1999 στη Φρανκφούρτη (αιτιολογική σκέψη 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Polimeri δεν αμφισβητεί τις χειρόγραφες σημειώσεις του N. σχετικά με την κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συνάντηση της 25ης και 26ης Φεβρουαρίου 1997 στη Βιέννη (Αυστρία) (αιτιολογική σκέψη 173 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, με το συγκεκριμένο τμήμα της προσφυγής, η Polimeri δεν αμφισβητεί τις χειρόγραφες σημειώσεις του N. σχετικά με την κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συνάντηση της 20ής και 21ης Μαΐου 1996 στο Μιλάνο (αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το γεγονός ότι η Polimeri αμφισβήτησε την αποδεικτική αξία των τελευταίων αυτών σημειώσεων σε άλλα σημεία της προσφυγής, συγκεκριμένα στο πλαίσιο του δέκατου τρίτου λόγου ακυρώσεως, δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή. Σε κάθε περίπτωση, για τους λόγους που εκτίθενται στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως, η Polimeri δεν προσκόμισε στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αποδεικτική αξία των εν λόγω σημειώσεων. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υπήρχε κάποια αμφιβολία ως προς την αποδεικτική αξία των χειρόγραφων σημειώσεων του N. σχετικά με την κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συνάντηση της 15ης και 16ης Νοεμβρίου 1999 στη Φρανκφούρτη ή ως προς το αν ευσταθεί η άποψη της Polimeri περί ελλιπούς αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα, δεν θίγεται η αποδεικτική αξία των λοιπών χειρόγραφων σημειώσεων για τις οποίες έγινε λόγος ανωτέρω.

173    Περαιτέρω, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri αφορά την ουσία της προσβαλλομένης αποφάσεως και όχι την ακύρωση ή τη μείωση του προστίμου. Συνεπώς, με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, η Polimeri ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Polimeri δεν διέπραξε παράβαση. Πάντως, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήριζε ως άνευ αποδεικτικής αξίας τις χειρόγραφες σημειώσεις του N. σχετικά με την παράνομη συνάντηση της 15ης και 16ης Νοεμβρίου 1999 στη Φρανκφούρτη ή δεχόταν ότι η Polimeri δεν μετέσχε στην εν λόγω συνάντηση, τούτο δεν θα οδηγούσε στη διαπίστωση ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν διέπραξε παράβαση. Συγκεκριμένα, η διαπίστωση της παραβάσεως στηρίζεται σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως σε δηλώσεις επιχειρήσεων οι οποίες επιβεβαιώνουν άλλες παρόμοιες δηλώσεις, σε χειρόγραφες σημειώσεις από άλλες κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συναντήσεις και σε αποδεικτικά έγγραφα τα οποία περιήλθαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνας. Εξάλλου, στην περίπτωση συμφωνιών που εκδηλώνονται σε συναντήσεις ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, στοιχειοθετείται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού όταν οι συναντήσεις αυτές έχουν τέτοιο αντικείμενο και αποβλέπουν, ως εκ τούτου, στην τεχνητή οργάνωση της λειτουργίας της αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, εγκύρως καταλογίζεται ευθύνη σε επιχείρηση που μετέσχε στις εν λόγω συναντήσεις γνωρίζοντας το αντικείμενό τους, έστω και αν εν συνεχεία δεν εφάρμοσε το ένα ή το άλλο από τα συμφωνηθέντα κατά τις συσκέψεις αυτές μέτρα. Η περισσότερο ή λιγότερο τακτική συμμετοχή της επιχειρήσεως στις συσκέψεις και η περισσότερο ή λιγότερο πλήρης εφαρμογή των συμφωνηθέντων μέτρων έχουν συνέπειες όχι ως προς την ύπαρξη της ευθύνης της, αλλά ως προς την έκτασή της και, συνεπώς, ως προς το επίπεδο της κυρώσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 145).

174    Επομένως, τα επιχειρήματα της Polimeri σχετικά με τις πηγές των αποδεικτικών στοιχείων είναι απορριπτέα.

 Επί του δεύτερου σκέλους του όγδοου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη γενική παρουσίαση της συμπράξεως

175    Καταρχάς, σχετικά με τις επικρίσεις της Polimeri κατά του ισχυρισμού του W. (Bayer), ο οποίος επαναλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι L. (EniChem) και W. ζήτησαν από τον Ν. (Dow) να μην κρατά πλέον σημειώσεις κατά τις ανεπίσημες συζητήσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ακόμη και αν οι επικρίσεις αυτές γίνονταν δεκτές και ο ισχυρισμός του W. απορρίπτονταν, τούτο δεν θα είχε καμία συνέπεια επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, δεν θα ήταν δυνατόν να αμφισβητηθούν οι λοιπές δηλώσεις της Bayer, κατά το μέτρο που αυτές επιβεβαιώνονται από την Dow ή τη Shell, ή τεκμηριώνονται από αποδεικτικά έγγραφα. Εξάλλου, βάσει της προαναφερθείσας δηλώσεως του W., η Επιτροπή εξήγησε γιατί, κατ’ αυτήν, δεν κατέστη δυνατόν να βρεθούν χειρόγραφες σημειώσεις για τα έτη 2000 και 2001 (αιτιολογική σκέψη 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η εξήγηση αυτή δεν ασκεί επιρροή επί της ουσίας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή χρησιμοποιεί επίσης τη δήλωση του W. στην αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την περιγραφή του ρόλου εκάστης εμπλεκομένης στη σύμπραξη επιχειρήσεως. Ωστόσο, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το γεγονός αυτό κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως όσον αφορά την Polimeri. Εν πάση περιπτώσει, ένα τέτοιο σφάλμα της Επιτροπής θα είχε ενδεχομένως συνέπειες όσον αφορά το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στην Polimeri, όχι όμως και όσον αφορά τη διαπίστωση της παραβάσεως.

176    Στο ίδιο εισαγωγικό πλαίσιο, τονίζεται ότι τα επιχειρήματα της Polimeri αναλύονται χωριστά όσον αφορά το CB και το CSB, παρά το γεγονός ότι η Polimeri δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή κακώς χαρακτήρισε την επίμαχη παράβαση ως ενιαία (βλ., συναφώς, τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως ανωτέρω).

–       Σχετικά με τις συμφωνίες επί των τιμών

177    Όσον αφορά το CΒ και το επιχείρημα περί ασάφειας των δηλώσεων του W. (Bayer), οι οποίες παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 105 και 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, στην πράξη, η Επιτροπή είναι συχνά υποχρεωμένη να αποδεικνύει την ύπαρξη παραβάσεως υπό αντίξοες προς τούτο συνθήκες, καθώς ενδέχεται, αφενός, να έχουν παρέλθει πολλά έτη από την εποχή των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και, αφετέρου, πολλές από τις επιχειρήσεις που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας να μην έχουν συνεργαστεί ενεργά μαζί της. Στο πλαίσιο αυτό, μια επιχείρηση ευθυνόμενη για παράβαση θα απέφευγε ευχερώς κάθε κύρωση, με το επιχείρημα ότι είναι ασαφείς οι πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία μιας παράνομης συμφωνίας, ενώ η ύπαρξη της συμφωνίας και ο θίγων τον ανταγωνισμό σκοπός της έχουν επαρκώς αποδειχθεί. Οι επιχειρήσεις μπορούν να αμυνθούν λυσιτελώς σε μια τέτοια περίπτωση εφόσον έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις για όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται εναντίον τους η Επιτροπή (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 203). Επομένως, τα επιχειρήματα της Polimeri δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις δηλώσεις του W. οι οποίες παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 105 και 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως και τεκμηριώνονται εξάλλου από τις δηλώσεις της Dow και της Shell, καθώς και από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία.

178    Όσον αφορά τη δήλωση του W. , η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επικαλείται τη δήλωση αυτή προς θεμελίωση του ιστορικού των σχέσεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Ειδικότερα, η επίμαχη δήλωση αφορά το 1995, δηλαδή διάστημα κατά το οποίο η Επιτροπή δεν διαπίστωσε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Επομένως, τα επιχειρήματα της Polimeri είναι αλυσιτελή, όσον αφορά τη διαπίστωση περί μη διαπράξεως παραβάσεως εν προκειμένω.

179    Όσον αφορά το CSB και το ότι ο J. (Shell) παγίως αρνούνταν τη συμμετοχή του στις επίμαχες συμφωνίες, αρκεί η διαπίστωση ότι η Shell παραδέχεται ρητώς ότι μετείχε σε συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών από τις 30 Αυγούστου 1995 έως τις 31 Μαΐου 1999 (αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αντιθέτως προς ό,τι υπονοεί η Polimeri, η δήλωση αυτή έγινε εξ ονόματος της Shell και όχι του V. προσωπικά. Πάντως, η αξιοπιστία των απαντήσεων που δίνονται εξ ονόματος της επιχειρήσεως υπερβαίνει την τυχόν αξιοπιστία της απαντήσεως ενός μέλους του προσωπικού της, ανεξαρτήτως της προσωπικής του πείρας ή γνώμης (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, Τ-23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1705, σκέψη 45, και JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 205). Όσον αφορά το ότι οι δηλώσεις των επιχειρήσεων έχουν αποδεικτική αξία μόνον έναντι της εταιρίας που προέβη σε αυτές, αρκεί η επισήμανση ότι οι δηλώσεις της Shell επιβεβαιώνονται όχι μόνον από τις δηλώσεις της Bayer και της Dow, αλλά και από αποδεικτικά έγγραφα που έχει προσκομίσει η Επιτροπή.

180    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η δήλωση της Bayer, η οποία παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 110 και 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έρχεται σε αντίθεση με τις δηλώσεις ορισμένων στελεχών της, διαπιστώνεται ότι, σύμφωνα με τη δήλωσή της, η Bayer τείνει να παραδεχθεί την ύπαρξη συμφωνιών επί των τιμών του CSB από τον Σεπτέμβριο του 1996 έως το 1999. Όπως όμως υπενθυμίζεται στην προηγούμενη σκέψη, η αξιοπιστία των απαντήσεων που δίνονται εξ ονόματος μιας επιχειρήσεως υπερβαίνει την τυχόν αξιοπιστία της απαντήσεως ενός μέλους του προσωπικού της, ανεξαρτήτως της προσωπικής του εμπειρίας ή γνώμης. Επομένως, οι δηλώσεις των στελεχών της Bayer δεν μπορεί να έχουν μεγαλύτερη αποδεικτική αξία από τη δήλωση της εταιρίας αυτής. Εξάλλου, η δήλωση της Bayer επιβεβαιώνεται από τις δηλώσεις της Dow και της Shell και από πολλά αποδεικτικά έγγραφα.

181    Όσον αφορά, τέλος, τις προσκομισθείσες από την Polimeri αναλύσεις τιμών σχετικά με το CB και το CSB, η απόδειξη της συνεννοήσεως μεταξύ των επιχειρήσεων δεν προκύπτει από την απλή διαπίστωση παράλληλων συμπεριφορών στην αγορά, αλλά από έγγραφα που εμφαίνουν ότι οι συγκεκριμένες πρακτικές ήταν αποτέλεσμα συνεννοήσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εναλλακτική εξήγηση που παραθέτει η Polimeri όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών δεν είναι ικανή να ανατρέψει τη διαπίστωση της Επιτροπής περί συμπράξεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

182    Για τους λόγους αυτούς, τα επιχειρήματα της Polimeri δεν είναι ικανά να ανατρέψουν τη διαπίστωση της Επιτροπής όσον αφορά τις συμφωνίες επί των τιμών.

–       Σχετικά με τις συμφωνίες περί κατανομής της αγοράς

183    Όσον αγορά το CB, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, κατά την Polimeri, μόνον η δήλωση της Bayer που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 129 της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά συμφωνίες περί κατανομής της αγοράς. Είναι, όμως, εσφαλμένη η θέση αυτή της Polimeri. Συγκεκριμένα, η διαπίστωση της Επιτροπής στηρίζεται επίσης σε δήλωση της Dow, η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 125 της προσβαλλομένης αποφάσεως και καλύπτει «τόσο το CB όσο και το CSB». Με τη δήλωση αυτή, η Dow διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι αντικείμενο των διμερών συζητήσεων με τους παραγωγούς ήταν ειδικά οι πελάτες. Ειδικότερα, η Dow αναφέρει ότι οι παραγωγοί είχαν διαβεβαιώσει την EniChem SpA ότι δεν θα επιχειρούσαν να περιορίσουν το μερίδιό της ως προς τη Michelin ή την Bridgestone. Εξάλλου, με τη δήλωση που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 127 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Shell αναφέρεται σε συζήτηση μεταξύ των W. (Bayer) και V. (Shell) σχετικά με την πώληση CB στην «BP». Η θέση του L. (EniChem) ότι δεν μετείχε στη συζήτηση αυτή ή ότι το CB δεν έχει σχέση με την αγορά των μοκετών δεν είναι δυνατόν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη δήλωση αυτή, τουλάχιστον όσον αφορά την επαφή μεταξύ Bayer και Shell. Εξάλλου, η δήλωση της Bayer, η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 129 της προσβαλλομένης αποφάσεως και την οποία η Polimeri δεν αμφισβητεί ρητώς, είναι σαφής όσον αφορά τις συμφωνίες περί κατανομής της αγοράς μεταξύ ανταγωνιστών σχετικά με το CB. Συγκεκριμένα, η Bayer δήλωσε ότι συμφωνήθηκε «για το CB επίσης» να μην αφαιρούν οι ανταγωνιστές πελάτες από άλλους ανταγωνιστές. Επομένως, η κατανομή της αγοράς όσον αφορά το CB επιβεβαιώνεται από τις δηλώσεις τριών εκ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, δηλαδή των Bayer, Dow και Shell. Υπενθυμίζεται ότι οι δηλώσεις εξ ονόματος επιχειρήσεων δεν έχουν αμελητέα αποδεικτική αξία, οσάκις ενέχουν σημαντικούς νομικούς και οικονομικούς κινδύνους. Η εν λόγω αποδεικτική αξία είναι ιδιαίτερα υψηλή όταν, όπως εν προκειμένω, οι δηλώσεις των επιχειρήσεων επιβεβαιώνονται από άλλες παρόμοιες δηλώσεις.

184    Δεύτερον, η κατανομή της αγοράς προκύπτει από ορισμένες δηλώσεις επιχειρήσεων έστω και αν αυτές δεν αφορούν ειδικά το CB. Τούτο ισχύει για τη δήλωση της Shell, η οποία παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 120 και 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και από τη δήλωση της Bayer, η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

185    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει κατανομή της αγοράς του CB λόγω της εμπορικής ισχύος των πελατών ή των διακυμάνσεων των πωλήσεων της EniChem SpA, υπενθυμίζεται ότι στην περίπτωση συμφωνιών που εκδηλώνονται σε συναντήσεις ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, στοιχειοθετείται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού όταν οι συναντήσεις αυτές έχουν τέτοιο αντικείμενο και αποβλέπουν, ως εκ τούτου, στην τεχνητή οργάνωση της λειτουργίας της αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, εγκύρως καταλογίζεται ευθύνη σε επιχείρηση που μετέσχε στις εν λόγω συναντήσεις γνωρίζοντας το αντικείμενό τους, έστω και αν εν συνεχεία δεν εφάρμοσε το ένα ή το άλλο από τα συμφωνηθέντα κατά τις συσκέψεις αυτές μέτρα. Η περισσότερο ή λιγότερο τακτική συμμετοχή της επιχειρήσεως στις συσκέψεις και η περισσότερο ή λιγότερο πλήρης εφαρμογή των συμφωνηθέντων μέτρων έχουν συνέπειες όχι ως προς την ύπαρξη της ευθύνης της, αλλά ως προς την έκτασή της και, συνεπώς, ως προς το επίπεδο της κυρώσεως (βλ. τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 173 ανωτέρω).

186    Όσον αφορά το CSB και τη δήλωση της Bayer που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματα της Polimeri στηρίζονται όντως σε εσφαλμένη μετάφραση, από τα γερμανικά στα ιταλικά, της δηλώσεως του P. Ωστόσο, το μεταφραστικό αυτό σφάλμα είναι μεν λυπηρό, πλην όμως δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη δήλωση του P. ή την αποδεικτική αξία της. Τονίζεται, συναφώς, ότι το πρωτότυπο κείμενο της δηλώσεως του P. παρατίθεται σε υποσημείωση της προσβαλλομένης αποφάσεως σε όλες τις γλωσσικές εκδοχές της. Εξάλλου, το εν λόγω μεταφραστικό σφάλμα δεν θίγει τα δικαιώματα άμυνας της Polimeri ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στον βαθμό που αυτή ήταν σε θέση να προβάλει συναφώς επιχειρήματα με το υπόμνημα απαντήσεως. Τέλος, ακόμη και αν δεν ληφθεί υπόψη η μετάφραση που προσκόμισε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όπως ζητεί η Polimeri, δεν διαφοροποιείται το πρωτότυπο κείμενο της δηλώσεως του P., όπως παρατίθεται στην κοινοποιηθείσα στην Polimeri προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να στηριχθεί στο κείμενο αυτό κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πάντως, έστω και αν από το πρωτότυπο κείμενο της δηλώσεως του P. δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη συμφωνίας με αντικείμενο τη διατήρηση των υφιστάμενων μεριδίων αγοράς ή των υφιστάμενων επιπέδων παραγωγής, προκύπτει εντούτοις ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν είχαν την πρόθεση να θίξουν αλλήλους και ότι είχαν αποφασίσει να μην ακολουθούν πολιτική επιθετικού ανταγωνισμού όσον αφορά τους κύριους πελάτες των λοιπών εμπλεκομένων. Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ενεργούσαν με γνώμονα την αποφυγή του επιθετικού ανταγωνισμού ως προς τους πελάτες.

187    Όσον αφορά τη δήλωση της Dow που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 125 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η δήλωση αυτή επιβεβαιώνει τη δήλωση της Bayer ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ενεργούσαν με γνώμονα την αποφυγή του επιθετικού ανταγωνισμού ως προς τους πελάτες. Η εκ μέρους της Polimeri αμφισβήτηση της δηλώσεως ότι οι παραγωγοί είχαν διαβεβαιώσει την EniChem SpA ότι δεν θα επιχειρούσαν να περιορίσουν το μερίδιό της ως προς τη Michelin ή την Bridgestone, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της διακυμάνσεως των πωλήσεων της EniChem SpA, δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τη διαπίστωση ότι η δήλωση της Dow επιβεβαιώνει αυτήν της Bayer. Εξάλλου, στην περίπτωση συμφωνιών που εκδηλώνονται σε συναντήσεις ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, στοιχειοθετείται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού όταν οι συναντήσεις αυτές έχουν τέτοιο αντικείμενο και αποβλέπουν, ως εκ τούτου, στην τεχνητή οργάνωση της λειτουργίας της αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, εγκύρως καταλογίζεται ευθύνη σε επιχείρηση που μετέσχε στις εν λόγω συναντήσεις γνωρίζοντας το αντικείμενό τους, έστω και αν εν συνεχεία δεν εφάρμοσε το ένα ή το άλλο από τα συμφωνηθέντα κατά τις συσκέψεις αυτές μέτρα. Η περισσότερο ή λιγότερο τακτική συμμετοχή της επιχειρήσεως στις συσκέψεις και η περισσότερο ή λιγότερο πλήρης εφαρμογή των συμφωνηθέντων μέτρων έχουν συνέπειες όχι ως προς την ύπαρξη της ευθύνης της, αλλά ως προς την έκτασή της και, συνεπώς, ως προς το επίπεδο της κυρώσεως (βλ. τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 173 ανωτέρω).

188    Όσον αφορά, τέλος, τη δήλωση της Bayer που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (εν προκειμένω οι Dow και EniChem SpA) αλληλοκατηγορούνταν κατά τις κοινές συναντήσεις με άλλες επιχειρήσεις για αφαίρεση πελατών ή μεριδίων αγοράς αποτελεί ένδειξη ότι οι επιχειρήσεις ενεργούσαν με γνώμονα την αποφυγή του επιθετικού ανταγωνισμού και το αντίθετο.

189    Το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν επιδίδονταν σε επιθετικό ανταγωνισμό επιβεβαιώνεται επίσης από τις δηλώσεις της Shell που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 120 και 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και από τη δήλωση της Bayer που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 129 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, ορισμένα έγγραφα αποδεικνύουν, τουλάχιστον, την ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τους πελάτες. Τούτο προκύπτει ιδίως από τις χειρόγραφες σημειώσεις του N. (Bayer) κατά την παράνομη συνάντηση της 20ής και 21ης Μαΐου 1996 στο Μιλάνο.

190    Για τους λόγους αυτούς, τα επιχειρήματα της Polimeri δεν είναι ικανά να ανατρέψουν τη διαπίστωση της Επιτροπής όσον αφορά τις συμφωνίες περί κατανομής της αγοράς.

–       Σχετικά με την ανταλλαγή απόρρητων εμπορικών στοιχείων

191    Αρκεί, συναφώς, η διαπίστωση ότι, κατόπιν των διαπιστώσεων σχετικών με τις συμφωνίες επί των τιμών και την κατανομή των αγορών, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αναμφισβήτητα αντάλλασσαν απόρρητα εμπορικά στοιχεία, δηλαδή, τουλάχιστον, στοιχεία όσον αφορά τις τιμές και τους πελάτες.

192    Για τους λόγους αυτούς, τα επιχειρήματα της Polimeri δεν είναι ικανά να ανατρέψουν τη διαπίστωση της Επιτροπής σχετικά με την ανταλλαγή απόρρητων εμπορικών στοιχείων.

–       Σχετικά με την παρακολούθηση της εφαρμογής των συμφωνιών

193     Διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η Polimeri επικρίνει ορισμένες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικές με την παρακολούθηση της εφαρμογής των συμφωνιών κατά το μέρος που αφορούν την EniChem SpA ειδικά. Η Polimeri δεν αμφισβητεί τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέρος που αφορούν άλλες επιχειρήσεις. Μπορεί, πάντως, να καταλογιστεί σε επιχείρηση ευθύνη για συμμετοχή σε σύμπραξη συνολικά, έστω και αν αυτή έχει αποδεδειγμένα μετάσχει ευθέως μόνο σε ένα ή σε πλείονα συστατικά στοιχεία αυτής της συμπράξεως, εφόσον, αφενός, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπαιγνία στην οποία μετείχε, ειδικότερα μέσω τακτικών συναντήσεων που οργανώνονταν επί σειράν ετών, αποτελούσε μέρος συνολικού σχεδίου με σκοπό τη στρέβλωση της φυσιολογικής λειτουργίας του ανταγωνισμού και, αφετέρου, το συνολικό αυτό σχέδιο κάλυπτε όλα τα συστατικά στοιχεία της συμπράξεως (αποφάσεις PVC II, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 773, και JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 370). Ομοίως, το γεγονός ότι διάφορες επιχειρήσεις διαδραμάτισαν διαφόρους ρόλους κατά την επιδίωξη ενός κοινού σκοπού δεν εξαλείφει την ταυτότητα του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό σκοπού και, ως εκ τούτου, της παραβάσεως, εφόσον κάθε επιχείρηση συνέβαλε, εντός της δικής της σφαίρας επιρροής, στην επιδίωξη του κοινού σκοπού (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 370). Δεδομένης της διαπιστώσεως ότι η Polimeri μετείχε σε συμφωνίες επί των τιμών και περί κατανομής της αγοράς, τα επιχειρήματα της Polimeri σχετικά με τη δική της συμμετοχή στην παρακολούθηση της εφαρμογής των συμφωνιών δεν είναι ικανά να ανατρέψουν τη διαπίστωση ότι παρέβη τους κανόνες του ανταγωνισμού.

194    Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά το CB και τις δηλώσεις της Bayer και της Dow οι οποίες παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 137, 138 και 143 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα εκεί παρατιθέμενα περιστατικά είναι επαρκώς τεκμηριωμένα (επωνυμίες επιχειρήσεων ή, ακόμη, και ονόματα των εμπλεκόμενων στελεχών ή των προϊσταμένων τους, επωνυμίες πελατών ή ονομασίες προϊόντων, πιθανές ημερομηνίες), έστω και αν δεν αναφέρονται ακριβείς ημερομηνίες. Δεν μπορεί εν γένει να αμφισβητηθεί η αποδεικτική αξία τους, όπως επιχειρεί η Polimeri. Ειδικότερα, η δήλωση της Dow που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 143 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρά το γεγονός ότι εμπεριέχει αναφορά στην Karbochem (επιχείρηση η οποία τότε ανήκε στην Dow), εντούτοις δεν αφορά την ένδικη διαφορά για την οποία κάνει λόγο η Polimeri με τα δικόγραφά της. Αντιθέτως, η δήλωση της Dow εμπεριέχει ρητή αναφορά σε διμερείς επαφές με αντικείμενο την αύξηση της τιμής πωλήσεως των προϊόντων της Karbochem στην Pirelli. Όσον αφορά τη δήλωση του W. (Dow) που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όταν η ύπαρξη της συμφωνίας και ο θίγων τον ανταγωνισμό σκοπός της έχουν επαρκώς αποδειχθεί, δεν μπορεί να επιτραπεί σε επιχείρηση ευθυνόμενη για παράβαση να αποφύγει κάθε κύρωση με το επιχείρημα ότι οι πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία μιας παράνομης συμφωνίας είναι ασαφείς. Εν πάση περιπτώσει, η προαναφερθείσα δήλωση έρχεται σε συνέχεια της παρατιθέμενης στην αιτιολογική σκέψη 143 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία είναι τεκμηριωμένη. Με τη δήλωση που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως επιχειρείται να αποδειχθεί ότι η EniChem SpA είχε έρθει σε επαφή με άλλο στέλεχος της Dow για τον ίδιο λόγο (αύξηση των πραγματικών τιμών πωλήσεως). Εξάλλου, ακόμη και αν η συζήτηση αυτή ουδέποτε έλαβε χώρα, δεν μειώνεται η αποδεικτική αξία των λοιπών στοιχείων που περιλαμβάνονται στο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την παρακολούθηση της εφαρμογής των συμφωνιών, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν αμφισβητούνται από την Polimeri.

195    Όσον αφορά το CSB, η Polimeri αμφισβητεί μόνον τη δήλωση της Bayer, η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την Polimeri, οι επαφές αυτές αφορούσαν σύμβαση μεταξύ EniChem SpA και Bayer, σχετικά με συγκεκριμένο προϊόν, το οποίο δεν εμπίπτει στην υπό στενή έννοια κατηγορία του CSB. Ωστόσο, η δήλωση της Bayer αφορά ειδικά τις συζητήσεις σχετικά με το CSB (αγορά, τιμές των πρώτων υλών, κ.λπ.). Επομένως, τα αναφερόμενα από την Polimeri δεν δικαιολογούν τις διμερείς επαφές για τις οποίες γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

196    Για τους λόγους αυτούς, τα επιχειρήματα της Polimeri δεν είναι ικανά να ανατρέψουν τη διαπίστωση της Επιτροπής όσον αφορά την παρακολούθηση της εφαρμογής των συμφωνιών.

–       Σχετικά με το περιγραφόμενο από τον Ν. πραγματικό πλαίσιο

197    Βάσει των διαπιστώσεων που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι επαφές μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στο περιθώριο των συναντήσεων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ δεν ήταν «αναπόφευκτες και εύλογες», όπως υποστηρίζει η Polimeri.

198    Εξάλλου, από τις δηλώσεις της Dow (δηλαδή του εργοδότη του N.) προκύπτει ότι η εταιρία αυτή παραδέχεται ρητώς ότι μετείχε σε συμφωνίες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Η δήλωση του N., την οποία επικαλείται η Polimeri με τα δικόγραφά της, δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να έχει μεγαλύτερη αποδεικτική αξία σε σχέση με τη δήλωση της εργοδότριας εταιρίας. Συγκεκριμένα, η αξιοπιστία των απαντήσεων που δίνονται εξ ονόματος της επιχειρήσεως υπερβαίνει την τυχόν αξιοπιστία της απαντήσεως ενός μέλους του προσωπικού της, ανεξαρτήτως της προσωπικής του εμπειρίας ή γνώμης (βλ. τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 179 ανωτέρω).

199    Για τους λόγους αυτούς, τα επιχειρήματα της Polimeri δεν είναι ικανά να ανατρέψουν, εν προκειμένω, τη διαπίστωση περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

200    Βάσει των στοιχείων αυτών, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

6.     Επί του ένατου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με αβάσιμη διαπίστωση περί συμμετοχής της Polimeri στην εικαζόμενη σύμπραξη

 Επιχειρήματα των διαδίκων

201    Πρώτον, η Polimeri επισημαίνει ότι η αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου αναφέρεται ότι, κατόπιν πιέσεων της EniChem SpA, πραγματοποιήθηκαν συζητήσεις εντός της συμπράξεως, παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πάντως, κατά την Polimeri, η συγκεκριμένη αιτιολογική σκέψη αφορά χρονικό διάστημα –το έτος 1995– το οποίο δεν καλύπτεται από τις προσαπτόμενες κατηγορίες. Το ίδιο ισχύει και για τις διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά το CSB και την παραπομπή στην αιτιολογική σκέψη 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου γίνεται λόγος για συνάντηση που έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1995. Κατά τα λοιπά, δεν θα ήταν εύλογη η πραγματοποίηση συμπράξεως σε ένα χρονικό σημείο κατά το οποίο οι τιμές συνέχισαν ούτως ή άλλως να αυξάνονται.

202    Δεύτερον, όσον αφορά τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι, κατά την άποψη των Bayer και Dow, η EniChem SpA πρωτοστατούσε στη σύμπραξη, δεν θα ήταν εύλογο να αναμένει κανείς οι σημαντικότερες επιχειρήσεις της αγοράς (η μία όσον αφορά το CB και η έτερη όσον αφορά το CSB) να παραδεχθούν ότι πρωτοστατούσαν στη σύμπραξη. Η αιτιολογική σκέψη 150 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει άλλωστε ενδιαφέρον, διότι η Dow κατονομάζει την Bayer ως μία από τις δύο εταιρίες που πρωτοστατούσαν στις συζητήσεις σχετικά με τις τιμές του CB, ενώ η Bayer παγίως αρνούνταν οποιαδήποτε ευθύνη ως προς το ζήτημα αυτό.

203    Τρίτον, η Polimeri, παραπέμποντας σε συνημμένο στην προσφυγή έγγραφο, επισημαίνει ότι διατύπωσε την άποψή της επί της εκ των υστέρων μαρτυρίας της Shell, που επιβεβαιώνεται μόνον από τις ασαφείς αναμνήσεις του W. (Bayer), ο οποίος περιγράφει, υποτίθεται, τη συνάντηση της 19ης και 20ής Φεβρουαρίου 1998 με τον L. (EniChem).

204    Τέταρτον, στην πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων αναφέρεται ότι ο L. (EniChem) τηλεφωνούσε «σε όλους εκ περιτροπής», προκειμένου να συντονίσει τις δραστηριότητες της συμπράξεως. Ωστόσο, στη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων και στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται τα αντίθετα. Η Polimeri προβάλλει επίσης ότι η Επιτροπή αναφέρει την παρέμβαση του L. προκειμένου να πειστεί ο Ν. (Dow) να μην κρατά σημειώσεις κατά τις συναντήσεις της συμπράξεως, χωρίς, όμως, να αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 150 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ίδιο έπραξε και ο W. (Bayer). Σε κάθε περίπτωση, τα ανωτέρω αναφερόμενα από την Επιτροπή είναι αβάσιμα.

205    Τέλος, δεν είναι ακριβές αυτό που αναφέρει η Επιτροπή ότι το 1998, το 2000 και το 2001 η EniChem ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής CB και CSB συνολικά. Η EniChem ήταν η σημαντικότερη επιχείρηση στην αγορά του CSB μόνον έως το 1998. Η Bayer ήταν παγίως η σημαντικότερη επιχείρηση στην αγορά του CB. Η Dow ήταν η σημαντικότερη επιχείρηση στην αγορά του CSB τουλάχιστον μετά το 2000 (δηλαδή μετά την εξαγορά του μεριδίου της Shell).

206    Τέλος, τα στοιχεία που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προς απόδειξη του σημαντικού ρόλου της EniChem SpA στο πλαίσιο της εικαζόμενης συμπράξεως είναι αβάσιμα.

207    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Προβάλλει ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει ότι η EniChem SpA/Polimeri είχε σημαντικό ρόλο στην επίμαχη σύμπραξη, αλλ’ απλώς ότι μετείχε σε αυτή. Από την ανάλυση των αιτιάσεων σχετικά με εικαζόμενα σφάλματα όσον αφορά τη διαπίστωση της συμπράξεως (βλ. τον όγδοο λόγο ακυρώσεως ανωτέρω) προκύπτει σαφώς ότι η Polimeri δεν έπεισε ότι είναι αβάσιμα τα πολυάριθμα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη ενιαίας και συνεχούς παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ και τη συμμετοχή της EniChem SpA/Polimeri σε αυτήν.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

208    Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως, η Polimeri υποστηρίζει ότι είναι αβάσιμα τα στοιχεία που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προς απόδειξη του σημαντικού ρόλου της EniChem SpA στην εικαζόμενη σύμπραξη.

209    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι ο ένατος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri αφορά την ουσία της προσβαλλομένης αποφάσεως και όχι την ακύρωση ή τη μείωση του προστίμου.

210    Πάντως, για τους λόγους που εκτίθενται στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως, κρίθηκε ορθή η διαπίστωση της Επιτροπής περί συμμετοχής της EniChem SpA στην επίμαχη παράβαση. Επομένως, ακόμη και αν είναι εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η EniChem SpA είχε σημαντικό ρόλο στη σύμπραξη, τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο του ένατου λόγου ακυρώσεως δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τη διαπίστωση ότι η Polimeri έχει υποπέσει σε παράβαση.

211    Επισημαίνεται, πάντως, ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Polimeri ανέφερε ότι ο ένατος λόγος ακυρώσεως αφορά επίσης το ύψος του προστίμου. Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σύμφωνα με το περιεχόμενο των δικογράφων που υποβλήθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο και, ειδικότερα, του δικογράφου της προσφυγής, το επιχείρημα που προβάλλει η Polimeri κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση συνιστά νέο λόγο ακυρώσεως που πρέπει να κριθεί απαράδεκτος. Εν πάση περιπτώσει, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι, κατά τον καθορισμό του επιβληθέντος στην Polimeri προστίμου, η Επιτροπή δέχθηκε ότι η EniChem SpA είχε σημαντικό ρόλο στη σύμπραξη.

212    Βάσει των στοιχείων αυτών, ο ένατος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Γ – Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τον καθορισμό του προστίμου

1.     Επί του δέκατου λόγου ακυρώσεως σχετικά με αβάσιμη εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

213    Πρώτον, κατά την Polimeri, από την ανάλυση που διενεργήθηκε στο πλαίσιο των λόγων ακυρώσεως που αφορούν την ουσία της προσβαλλομένης αποφάσεως αποδεικνύεται ότι οι προσαπτόμενες ενέργειες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως πολύ σοβαρές, διότι, εν προκειμένω, η υπό κρίση περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «σύμπραξη». Το Γενικό Δικαστήριο, ακόμη και αν κρίνει νόμιμη την προσβαλλόμενη απόφαση συνολικά, πρέπει, εντούτοις, να λάβει υπόψη του ότι, όσον αφορά τουλάχιστον ένα από τα δύο προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως –το CB–, ουδέποτε υπήρξε κάποιας μορφής συνεννόηση.

214    Δεύτερον, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της τις συγκεκριμένες επιπτώσεις της εικαζόμενης συμπράξεως στην αγορά, στον βαθμό που οι επιπτώσεις αυτές είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο εκτιμήσεως. Όπως, όμως, προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν προέβη σε τέτοια ανάλυση. Αρκέστηκε στη διαπίστωση ότι η επίμαχη παράβαση είναι εξ ορισμού πολύ σοβαρή (αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Polimeri αμφισβητεί την προσέγγιση αυτή και παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑897, σκέψεις 223, 243 έως 254). Ειδικότερα, η Polimeri φρονεί ότι, εφόσον αποδειχθεί ότι η σύμπραξη δεν έχει επιπτώσεις, η Επιτροπή πρέπει να επιβάλει μικρότερο πρόστιμο σε σχέση με αυτό που θα επέβαλλε σε αντίθετη περίπτωση. Η Polimeri επισημαίνει, ειδικότερα, ότι, εφόσον οι πραγματικές επιπτώσεις της συμπράξεως στην αγορά λαμβάνονται ενδεχομένως υπόψη, προς αύξηση του προστίμου, η απουσία επιπτώσεων στους επίμαχους κλάδους πρέπει να συνεπάγεται μείωση της ύψους της κυρώσεως. Η απουσία αναλύσεως των επιπτώσεων της εικαζόμενης συμπράξεως δεν είναι απόρροια αντικειμενικής αδυναμίας εκτιμήσεως, αλλά της ανικανότητας της Επιτροπής να διενεργήσει τέτοια ανάλυση ή μιας αδέξιας προσπάθειας αποκρύψεως ενός σημαντικού στοιχείου όσον αφορά τις αποδείξεις και τον καθορισμό του ποσού του προστίμου. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή συμπεριέλαβε στην πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων ανάλυση των τιμών, την οποία εν συνεχεία απάλειψε.

215    Τρίτον, η Polimeri επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις δικές της μελέτες, τις οποίες πραγματοποίησε χωρίς ιδιαίτερες δυσχέρειες παρά την έλλειψη πραγματικών στοιχείων (δηλαδή μόνο βάσει στοιχείων που έθεσαν υπόψη της Επιτροπής οι μετέχοντες στη διαδικασία), η εικαζόμενη παράβαση δεν είχε καμία επίδραση στην εξέλιξη των τιμών. Οι τιμές αυξάνονταν μόνο σε συνάρτηση με την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών. Εξάλλου, ακόμη και αν όντως υπήρξαν σποραδικώς συμφωνίες περί κατανομής της αγοράς, πράγμα που αμφισβητείται, οι συμφωνίες αυτές δεν είχαν καμία επίπτωση για τους πελάτες, διότι αυτοί συνέχισαν να αγοράζουν από όποιον ήθελαν όποτε ήθελαν. Η Polimeri παραπέμπει και στην απόφαση 1999/210/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81] ΕΚ (Υπόθεση IV/F-3/33.708 – British Sugar plc, υπόθεση IV/F-3/33.709 – Tate & Lyle plc, υπόθεση IV/F-3/33.710 – Napier Brown & Company Ltd, υπόθεση IV/F-3/33.711 – James Budgett Sugars Ltd) (ΕΕ 1999, L 76, σ. 1), με την οποία η Επιτροπή δεν δέχθηκε ότι πρόκειται για πολύ σοβαρή παράβαση, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι είχε επιπτώσεις στην αγορά.

216    Τέταρτον, η Polimeri υπενθυμίζει ότι, κατά την άποψή της, η Επιτροπή μείωσε τη συνολική αξία της αγοράς, προκειμένου να καταστήσει πειστική τη διαπίστωσή της ότι η σύμπραξη κάλυπτε περισσότερο από το 80 % των πωλήσεων CB και CSB. Η διαπίστωση αυτή είναι αβάσιμη. Εξάλλου, η Polimeri υποστηρίζει ότι απέδειξε ότι η εικαζόμενη σύμπραξη ουδέποτε κάλυπτε περισσότερο από το ένα τρίτο της αγοράς του CB/φυσικού καουτσούκ ή περισσότερο από το ήμισυ της αγοράς του CSB/φυσικού καουτσούκ. Τέλος, η Polimeri παραπέμπει στην απόφαση Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 214 ανωτέρω, με την οποία το Πρωτοδικείο μείωσε το πρόστιμο κατά 15 %, διότι, «σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της ίδιας της Επιτροπής, το μερίδιο αγοράς που κατείχαν τα μέλη της συμπράξεως μειώθηκε προοδευτικά, από την είσοδο της Monsanto στην αγορά, και έφθασε το 60 % προς το τέλος της παραβάσεως».

217    Πέμπτον, η Polimeri προβάλλει ότι η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως έπρεπε να γίνει χωριστά για κάθε μία από τις επίμαχες αγορές. Πάντως, ακόμη και αν οι δύο αυτές αγορές αναλύονταν από κοινού, θα διαπιστωνόταν ότι δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Το Πρωτοδικείο έχει κρίνει συναφώς ότι ο καθορισμός του βασικού ποσού του προστίμου ανάλογα με το μέγεθος της αγοράς αποτελεί εύλογη και συνεκτική πρακτική (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑497). Εξάλλου, το επιβληθέν στην Polimeri πρόστιμο αντιστοιχεί σχεδόν στο ήμισυ της αξίας της αγοράς κατά το 2001 (αιτιολογική σκέψη 467 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσέγγιση αυτή δεν είναι εύλογη και προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας. Μια επιπλέον επισήμανση της Polimeri, η οποία αφορά και την προσαύξηση του προστίμου λόγω υποτροπής, είναι ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αντλήσει επιχειρήματα από το γεγονός ότι δεν αμφισβητήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής η εμπλοκή της Eni στη σύμπραξη. Συγκεκριμένα, απόκειται στην Eni και όχι στην Polimeri να αμφισβητήσει το γεγονός αυτό.

218    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν είναι εσφαλμένη η εκτίμησή της όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

219    Η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το όλο πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (αποφάσεις του Δικαστηρίου Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 465, και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 173 ανωτέρω, σκέψη 241).

220    Στα στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων συγκαταλέγονται η συμπεριφορά εκάστης εκ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, ο ρόλος τους στη δημιουργία της συμπράξεως, το κέρδος που αποκόμισαν από την πρακτική αυτή, το μέγεθός τους και η αξία των οικείων εμπορευμάτων, καθώς και ο κίνδυνος που συνιστούν οι παραβάσεις της μορφής αυτής για τους στόχους της Κοινότητας (βλ. απόφαση Dalmine κατά Επιτροπής, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 130 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

221    Εξάλλου, όπως αναφέρεται στις κατευθυντήριες γραμμές, κατά την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτήρας της ίδιας της παραβάσεως, οι πραγματικές επιπτώσεις της στην αγορά, εφόσον είναι δυνατό να εκτιμηθούν, καθώς και η γεωγραφική έκταση της οικείας αγοράς. Οι παραβάσεις ταξινομούνται έτσι σε τρεις κατηγορίες, ώστε να γίνεται διάκριση μεταξύ ελαφρών, σοβαρών και πολύ σοβαρών παραβάσεων (σημείο 1 A, πρώτο και δεύτερο εδάφιο των κατευθυντήριων γραμμών).

222    Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δέχθηκε, πρώτον, ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν συνάψει συμφωνίες με αντικείμενο τον καθορισμό τιμών-στόχων, καθώς και την κατανομή της αγοράς, και ότι αντάλλασσαν απόρρητα πληροφοριακά στοιχεία. Κατά την Επιτροπή, οι πρακτικές αυτές συνιστούν εκ φύσεως πολύ σοβαρές παραβάσεις (αιτιολογική σκέψη 461 και άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως). Περαιτέρω, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις της συμπράξεως στην αγορά του ΕΟΧ. Επίσης, μολονότι η εκτίμηση των επιπτώσεων της συμπράξεως δεν ήταν δυνατή, οι συμφωνίες τέθηκαν, πάντως, σε εφαρμογή από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και είχαν, συνεπώς, επιπτώσεις στην αγορά. Η Επιτροπή διευκρίνισε, πάντως, ότι κατά τον καθορισμό των προστίμων δεν έλαβε υπόψη της τις επιπτώσεις της συμπράξεως στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι η σύμπραξη κάλυπτε το σύνολο του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 463 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή χαρακτήρισε την επίμαχη παράβαση ως πολύ σοβαρή (αιτιολογική σκέψη 464 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

223    Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή προέβη σε διαφορετική μεταχείριση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων με κριτήριο τον συνολικό κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν με το CB και το CSB κατά το 2001, που ήταν το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως, πλην της Shell (1998, καθώς η Shell μεταβίβασε τις σχετικές δραστηριότητές της το 1999) και της Stomil (1999, διότι η Stomil έπαυσε την παράβαση το 2000). Η Επιτροπή κατέταξε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε πέντε κατηγορίες, τοποθετώντας την EniChem στην πρώτη (βασικό ποσό προστίμου 55 εκατομμύρια ευρώ) (αιτιολογικές σκέψεις 465 έως 473 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

224    Πρώτον, υπογραμμίζεται ότι, με τα επιχειρήματά της, η Polimeri υποστηρίζει ότι η σύμπραξη δεν είχε καμία επίπτωση στην αγορά.

225    Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ όσον αφορά το CB και το CSB. Συναφώς, από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων στις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποσκοπούν, ιδίως, όπως εν προκειμένω, στον καθορισμό τιμών-στόχων ή στην κατανομή μεριδίων αγοράς μπορούν να χαρακτηρίζονται, εκ της φύσεώς τους και μόνον, ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να απαιτείται να αποδείξει η Επιτροπή την επέλευση συγκεκριμένων επιπτώσεων στην αγορά (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I­7415, σκέψη 75· βλ., επίσης, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουλίου 2005, T‑49/02 έως T‑51/02, Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3033, σκέψη 178, και Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 345). Ομοίως, κατά πάγια νομολογία, οι οριζόντιες συμπράξεις σε θέματα τιμών θεωρούνται πολύ σοβαρές παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού και μπορούν, ως εκ τούτου, να χαρακτηριστούν αφ’ εαυτές πολύ σοβαρές (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2001, T‑202/98, T‑204/98 και T‑207/98, Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2035, σκέψη 103, και Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 160 ανωτέρω, σκέψη 147).

226    Συνεπώς, δεν ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι επίμαχες πρακτικές συνιστούν εκ φύσεως πολύ σοβαρές παραβάσεις.

227    Όσον αφορά την προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής κατά την έκδοση αποφάσεων και κατά το μέτρο που η Polimeri παραπονείται για παραβίαση της ίσης μεταχειρίσεως, αρκεί η παρατήρηση ότι οι εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχθηκε η απόφαση 1999/210 (βλ. σκέψη 215 ανωτέρω), την οποία επικαλείται η Polimeri με τα δικόγραφά της, διαφέρουν από τις επίμαχες εν προκειμένω εκτιμήσεις. Ειδικότερα, με την απόφαση 1999/210 τονίστηκε ότι η επίμαχη αγορά περιοριζόταν γεωγραφικώς στη Μεγάλη Βρετανία (αιτιολογική σκέψη 193 της αποφάσεως 1999/210). Συνεπώς, από την απόφαση 1999/210 δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε μια παράβαση ως σοβαρή, και όχι ως πολύ σοβαρή, μόνο και μόνο επειδή δεν αποδείχθηκαν οι επιπτώσεις της παραβάσεως όπως ουσιαστικά υποστηρίζει η Polimeri. Εξάλλου, με την προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώθηκε η ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς συμφωνίας των εμπλεκομένων επιχειρήσεων με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την κατανομή των αγορών. Η περίσταση αυτή δεν απαντά στην απόφαση 1999/210.

228    Βάσει των στοιχείων αυτών, είναι απορριπτέα τα επιχειρήματα της Polimeri περί ελλείψεως επιπτώσεων της συμπράξεως στις επίμαχες αγορές.

229    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή υπολόγισε εσφαλμένως τη συνολική αξία της επίμαχης αγοράς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το μέγεθος της αγοράς συνιστά στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Dalmine κατά Επιτροπής, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 132, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑329/01, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3255, σκέψη 102). Περαιτέρω, βάσει των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή κατόπιν ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, δεν είναι εσφαλμένη η εκτίμηση που διατυπώνεται στη σκέψη 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι πωλήσεις CB και CSB από παραγωγούς εκτός της συμπράξεως ανερχόταν «τουλάχιστον σε 70 εκατομμύρια ευρώ» το 2001. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη, εκτιμώντας ότι η αξία της επίμαχης αγοράς ανερχόταν «τουλάχιστον» σε 550 εκατομμύρια ευρώ το 2001 (αιτιολογική σκέψη 467 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση περί χαμηλότερου κύκλου εργασιών είναι βλαπτική για την Polimeri.

230    Επομένως, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή να αποδείξει ότι το προϊόν ή τα προϊόντα ως προς τα οποία υπάρχει σύμπραξη θίγουσα τον ανταγωνισμό συνιστούν χωριστή αγορά, ενόψει της εκτιμήσεως περί του αν πληρούται ένα από τα κριτήρια που εφαρμόζονται για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, εφόσον τούτο δεν απαιτείται για τη διαπίστωση της παραβάσεως αυτής καθ’ εαυτής. Δεδομένου ότι για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα και η διάρκεια της παραβάσεως, όπως αυτές διαπιστώνονται από την Επιτροπή, δεν μπορεί, ενόψει του υπολογισμού του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί για τη διαπραχθείσα παράβαση, η εκτίμηση της πραγματικής οικονομικής ικανότητας των επιχειρήσεων που διέπραξαν την παράβαση να προκαλέσουν ζημία στις άλλες επιχειρήσεις, καθώς και στους καταναλωτές, να αφορά προϊόντα διαφορετικά από αυτά τα οποία καλύπτει η σύμπραξη. Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι, κατά τον καθορισμό της αξίας της επίμαχης αγοράς και, συνεπώς, των μεριδίων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της το φυσικό καουτσούκ, το οποίο είναι υποκατάστατο του CB και του CSB, επισημαίνεται ότι η σύμπραξη δεν αφορούσε το συγκεκριμένο προϊόν. Πάντως, η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και, ιδίως, της πραγματικής οικονομικής ικανότητας των επιχειρήσεων που διέπραξαν την παράβαση να προκαλέσουν ζημία στις άλλες επιχειρήσεις (σκέψη 1 A, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών) δεν μπορεί να γίνει με βάση προϊόντα διαφορετικά από αυτά τα οποία αφορά η σύμπραξη (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Δεκεμβρίου 2005, T‑48/02, Brouwerij Haacht κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5259, σκέψη 59).

231    Τέταρτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα που επικουρικώς προβάλλει η Polimeri, σχετικά με τη συνεκτίμηση του μεγέθους της αγοράς βάσει της προσβαλλομένης αποφάσεως (δηλαδή το ποσό των 550 εκατομμυρίων ευρώ για το 2001 εντός του ΕΟΧ), πρέπει να γίνει δεκτό ότι το στοιχείο αυτό μπορεί μεν να λαμβάνεται υπόψη, πλην όμως πρέπει να συνεκτιμώνται και άλλα κρίσιμα για την υπόθεση στοιχεία (βλ., συναφώς, αποφάσεις Dalmine κατά Επιτροπής, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 132, και Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, σκέψη 229 ανωτέρω, σκέψη 102). Εν προκειμένω, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η επίμαχη παράβαση είναι εκ φύσεως πολύ σοβαρή και καλύπτει το σύνολο του ΕΟΧ. Ειδικότερα, πρέπει να τονιστεί ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συμφώνησαν να ορίσουν τιμές-στόχους, να κατανέμουν πελάτες διά συμφωνιών περί ασκήσεως μη επιθετικού ανταγωνισμού και να ανταλλάσσουν απόρρητα στοιχεία σχετικά με τιμές, ανταγωνιστές και πελάτες. Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι, κατά το σημείο 1 A των κατευθυντήριων γραμμών, το προβλεπόμενο ποσό του προστίμου για πολύ σοβαρή παράβαση υπερβαίνει τα 20 εκατομμύρια ευρώ. Περαιτέρω, τονίζεται ότι το 2001 οι πωλήσεις που πραγματοποίησε η EniChem από τα επίμαχα προϊόντα υπερέβησαν τα 164 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 468 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, η Polimeri δεν αμφισβητεί ότι το επιβληθέν πρόστιμο δεν υπερβαίνει το όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε κατά την προηγούμενη χρήση, όπως ορίζει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, όριο το οποίο έχει τεθεί προκειμένου η εμπλεκόμενη επιχείρηση να μην περιέλθει σε αδυναμία καταβολής του προστίμου (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 119). Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, ο καθορισμός του βασικού ποσού του προστίμου σε 55 εκατομμύρια ευρώ δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση βάσει των επιχειρημάτων της Polimeri.

232    Όσον αφορά το επιχείρημα περί δυσαναλογίας μεταξύ του τελικού ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε από κοινού στις Eni και Polimeri (272,25 εκατομμύρια ευρώ) και του μεγέθους της επίμαχης αγοράς το 2001 (550 εκατομμύρια ευρώ), υπενθυμίζεται ότι, κατά τον καθορισμό του προστίμου η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑283/98 P, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9855, σκέψη 47, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2006, T‑303/02, Westfalen Gassen Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4567, σκέψη 151). Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, το πρόστιμο καθορίζεται βάσει της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως. Επιπλέον, το τελικό ποσό του προστίμου είναι το αποτέλεσμα σειράς αριθμητικών υπολογισμών που πραγματοποιεί η Επιτροπή σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές. Ο καθορισμός του εν λόγω τελικού ποσού αποτελεί, μεταξύ άλλων, συνάρτηση διαφόρων περιστάσεων, που ανάγονται στην ατομική συμπεριφορά της συγκεκριμένης επιχείρησης, όπως είναι η διάρκεια της παραβάσεως, η ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψεις 82 και 85). Σε αυτό το νομικό πλαίσιο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίζει ότι το κατά τα ανωτέρω καθοριζόμενο ποσό του προστίμου είναι ανάλογο προς το συνολικό μέγεθος της αγοράς του επίμαχου προϊόντος εντός του ΕΟΧ σε συγκεκριμένο έτος της παραβάσεως (εν προκειμένω το 2001), δεδομένου ότι η επίμαχη παράβαση έχει διαρκέσει περισσότερο από έξι έτη και το ύψος του προστίμου εξαρτάται και από άλλες περιστάσεις αναγόμενες στην ατομική συμπεριφορά της επιχειρήσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 342). Επομένως, το σχετικό επιχείρημα της Polimeri είναι απορριπτέο.

233    Βάσει των στοιχείων αυτών, ο δέκατος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

2.     Επί του ενδέκατου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράνομη διαφορετική μεταχείριση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

234    Η Polimeri υπογραμμίζει ότι το ειδικό βάρος των επιχειρήσεων καθορίστηκε διά της συγκρίσεως των συνολικών πωλήσεών τους από το CB και το CSB προς τη συνολική αξία των πωλήσεών τους κατά το 2001. Πάντως, η εν λόγω συνολική αξία των πωλήσεων μάλλον δεν αποτέλεσε αντικείμενο εξακριβώσεως, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση καταγράφεται αξία πολύ χαμηλότερη απ’ ό,τι στη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων. Εξάλλου, λόγω της αθροίσεως της αξίας των πωλήσεων των δύο προϊόντων, αποδόθηκε εσφαλμένως στην Polimeri ειδικό βάρος το οποίο αυτή ουδέποτε είχε, καθώς παγίως υπολειπόταν της Bayer όσον αφορά το CB και υποσκέλισε την Dow μόνον κατά το 1998. Αν οι δύο αυτές αγορές είχαν διαχωριστεί, το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό. Η Polimeri επισημαίνει, συναφώς, ότι, κατά τις κατευθυντήριες γραμμές, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη «ο πραγματικός αντίκτυπος της παράνομης συμπεριφοράς της για τον ανταγωνισμό». Τούτο προϋποθέτει να προσδιορίζεται καταρχάς ποιες αγορές αφορά η παράβαση. Ακόμη και μετά την απόφαση να αθροιστούν οι δύο αγορές, έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γενικό περιβάλλον του ανταγωνισμού και, ιδίως, το φυσικό καουτσούκ. Τέλος, το βασικό ποσό του προστίμου, όσον αφορά την Polimeri, αντιστοιχεί στο 33 % του αθροίσματος των πωλήσεών της. Δεδομένου ότι το ειδικό βάρος που αποδόθηκε στην Polimeri δεν είναι δικαιολογημένο, το ποσό αυτό είναι υπερβολικό.

235    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι, κατά το γράμμα του σημείου 1 A των κατευθυντήριων γραμμών, το υπό εξέταση κριτήριο έχει τεθεί με σκοπό την κλιμάκωση του βασικού ποσού του προστίμου που πρόκειται να επιβληθεί στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και όχι την εκτίμηση της (συνολικής) επιπτώσεως της συμπράξεως στη συγκεκριμένη αγορά (λαμβανομένων επίσης υπόψη τυχόν υποκατάστατων προϊόντων).

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

236    Αρκεί η επισήμανση ότι τα περισσότερα από τα επιχειρήματα της Polimeri ταυτίζονται με τα προβληθέντα στο πλαίσιο του τέταρτου και του δέκατου λόγου ακυρώσεως. Συνεπώς, για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 100, 101, 229 και 230 ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν και τα επιχειρήματα που προβάλλει εν προκειμένω η Polimeri.

237    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι το βασικό ποσό του προστίμου που ορίστηκε για την EniChem (55 εκατομμύρια ευρώ) αντιστοιχεί στο 33 % της συνολικής αξίας των πωλήσεών της στην επίμαχη αγορά για το 2001 (164,90 εκατομμύρια ευρώ), πρέπει να γίνει δεκτό ότι, για τους λόγους που παρατίθενται στη σκέψη 231 ανωτέρω, ο καθορισμός του βασικού ποσού του προστίμου σε 55 εκατομμύρια ευρώ δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση βάσει των επιχειρημάτων της Polimeri.

238    Βάσει των στοιχείων αυτών, ο ενδέκατος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

3.     Επί του δωδέκατου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράνομη εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως, προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

239    Πρώτον, η Polimeri υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως. Στην αιτιολογική σκέψη 474 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται, πράγματι, ότι ο συντελεστής προσαυξήσεως που επιβάλλεται προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, λαμβανομένων υπόψη των «περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως». Ωστόσο, δεν παρατίθεται περιγραφή ή ανάλυση των εν λόγω περιστάσεων. Το Πρωτοδικείο έχει υπογραμμίσει ότι είναι απαραίτητο τα βασικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη κατά τον καθορισμό των προστίμων να παρατίθενται στο σώμα της αποφάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑295/94, Buchmann κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑813, σκέψη 173). Κατά την Polimeri, η Επιτροπή δεν διαθέτει απόλυτη διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του συντελεστή προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος (απόφαση Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 214 ανωτέρω, σκέψη 317). Ο ορισμός των «περιστάσεων» αυτών, τον οποίο διατυπώνει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, είναι πλημμελής και, σε κάθε περίπτωση, προβλήθηκε εκπρόθεσμα. Η Επιτροπή προσέβαλε έτσι τα δικαιώματα άμυνας της Polimeri, η οποία δεν είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή της επί ενός τόσο σημαντικού για τον καθορισμό του προστίμου στοιχείου.

240    Δεύτερον, η Polimeri φρονεί ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας. Από την αιτιολογική σκέψη 474 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στον κύκλο εργασιών του ομίλου στον οποίον ανήκουν οι εμπλεκόμενες στην παράβαση επιχειρήσεις. Πλην όμως, η διαφορά μεταξύ των κύκλων εργασιών της Eni και της Bayer, η οποία ανέρχεται σε 46,355 δισεκατομμύρια ευρώ, και η διαφορά μεταξύ των κύκλων εργασιών της Shell και της Eni, η οποία ήταν κατά 3,7 φορές υψηλότερη και ανερχόταν σε 172,81 δισεκατομμύρια ευρώ, είχαν ως συνέπεια την αύξηση του συντελεστή προσαυξήσεως κατά 0,5 και 1 αντιστοίχως. Η Polimeri δεν υποστηρίζει ότι πρέπει να υπάρχει απόλυτη αναλογία μεταξύ κύκλου εργασιών και συντελεστή προσαυξήσεως, αλλ’ ότι εφαρμόστηκε μια μέθοδος ιδιαιτέρως επιβαρυντική γι’ αυτήν. Η Polimeri επικαλείται, ειδικότερα, την απόφαση Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 214 ανωτέρω, και προβάλλει επιπλέον ότι το ανώτατο όριο του συντελεστή προσαυξήσεως (τρία), το οποίο άλλωστε δεν προβλέπεται από τη νομοθεσία, δεν πρέπει να έχει ως συνέπεια την περιέλευσή της σε μειονεκτική θέση. Η Polimeri υποστηρίζει ακόμη ότι δεν αντιλαμβάνεται για ποιον λόγο η Επιτροπή υπολόγισε την προσαύξηση του προστίμου προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού χαρακτήρα βάσει του κύκλου εργασιών που προκύπτει, σύμφωνα με την εφαρμοστέα στις συγκεντρώσεις νομοθεσία, από την πώληση προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών. Εξάλλου, η χρήση του κύκλου εργασιών της Eni για τον καθορισμό του συντελεστή προσαυξήσεως της Polimeri είναι δυσανάλογη, καθώς της έχει καταλογιστεί ευθύνη εις ολόκληρον για την καταβολή του προστίμου το οποίο διπλασιάστηκε λόγω του κύκλου εργασιών της μητρικής εταιρίας

241    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι δεν υπέπεσε σε πλάνη κατά την εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

242    Οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν ότι, εκτός από την ιδιαίτερη φύση της παραβάσεως, τις συγκεκριμένες επιπτώσεις της στην αγορά και τη γεωγραφική έκταση της αγοράς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική οικονομική δυνατότητα του αυτουργού της παραβάσεως να προξενήσει σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες, ιδίως στους καταναλωτές, το δε ύψος του προστίμου πρέπει να καθορίζεται έτσι ώστε αυτό να έχει επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα (σκέψη 1 A, τέταρτο εδάφιο).

243    Η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που εκ προθέσεως ή εξ αμελείας διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 ΕΚ συνιστά ένα από τα μέσα που διαθέτει η Επιτροπή προς εκπλήρωση της αποστολής επιβλέψεως που της έχει ανατεθεί από το κοινοτικό δίκαιο, αποστολή που περιλαμβάνει το καθήκον ασκήσεως μιας γενικής πολιτικής με στόχο την εφαρμογή στον τομέα του ανταγωνισμού των αρχών που καθορίζονται στη Συνθήκη και τον προσανατολισμό της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Συνεπώς, για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως ενόψει του καθορισμού του προστίμου, η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά ώστε οι ενέργειές της να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα, κυρίως για τις μορφές παραβάσεων που είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς για την πραγμάτωση των στόχων της Κοινότητας (βλ., συναφώς, απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 231 ανωτέρω, σκέψεις 105 και 106· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑31/99, ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1881, σκέψη 166, και Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 160 ανωτέρω, σκέψη 169).

244    Γι’ αυτό, το ύψος του προστίμου πρέπει να προσαρμόζεται κατάλληλα, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η επιδιωκόμενη επίπτωση επί της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλεται το εν λόγω πρόστιμο, τούτο δε προκειμένου αυτό να μην καθίσταται αμελητέο ή, αντιθέτως, υπερβολικά υψηλό, ιδίως σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα της οικείας επιχειρήσεως, σύμφωνα με όσα επιβάλλονται, αφενός, από την ανάγκη εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας του προστίμου και, αφετέρου, από την αρχή της αναλογικότητας. Μια μεγάλη επιχείρηση, η οποία διαθέτει σημαντικούς οικονομικούς πόρους σε σχέση τα άλλα μέλη της συμπράξεως, μπορεί να χρησιμοποιήσει ευκολότερα τους αναγκαίους πόρους για την πληρωμή του προστίμου της, γεγονός που δικαιολογεί, ενόψει της εξασφαλίσεως επαρκώς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, την επιβολή, ιδίως με την εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως, προστίμου αναλογικά πολύ υψηλότερου σε σχέση με αυτό που επιβάλλεται για την ίδια παράβαση, εφόσον τη διαπράττει επιχείρηση που δεν διαθέτει τέτοιους πόρους (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψεις 241 και 243· βλ., επίσης, αποφάσεις ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, σκέψη 243 ανωτέρω, σκέψη 170, και BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 217 ανωτέρω, σκέψη 235).

245    Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει τονίσει, ειδικότερα, ότι ο συνυπολογισμός του συνολικού κύκλου εργασιών κάθε μετέχουσας σε σύμπραξη επιχειρήσεως αποτελεί πρόσφορο στοιχείο για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου (βλ., στο ίδιο πνεύμα, τις αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-291/98 P, Sarrió κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-9991, σκέψεις 85 και 86, και της 14ης Ιουλίου 2005, C-57/02 P, Acerinox κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-6689, σκέψεις 74 και 75· βλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου της 29 Ιουνίου 2006, C‑289/04 P, Showa Denko κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5859, σκέψη 17).

246    Επισημαίνεται, τέλος, ότι το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που θεμιτώς επιδιώκει η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου σκοπεί να διασφαλίσει την εκ μέρους των επιχειρήσεων τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού που θέτει η Συνθήκη για τις δραστηριότητές τους εντός της Κοινότητας ή του ΕΟΧ. Επομένως, ο αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού δεν καθορίζεται μόνο σε σχέση με την ιδιαίτερη κατάσταση της καταδικασθείσας επιχείρησης. Η αρχή αυτή έχει εφαρμογή ιδίως όταν η Επιτροπή προσαυξάνει το πρόστιμο διά της εφαρμογής «συντελεστή αποτροπής» επί του προστίμου που επιβλήθηκε στην επιχείρηση (βλ., συναφώς, απόφαση Showa Denko κατά Επιτροπής, σκέψη 245 ανωτέρω, σκέψεις 23 και 24).

247    Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισήμανε ότι, με την κλιμάκωση των κυρώσεων στην κατηγορία των πολύ σοβαρών παραβάσεων, καθίσταται δυνατός ο καθορισμός του προστίμου στο κατάλληλο επίπεδο, ώστε να εξασφαλίζεται αρκούντως αποτρεπτικός χαρακτήρας, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους εκάστης επιχειρήσεως. Βάσει του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε το 2005 εκάστη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι υπήρχε μεγάλη διαφορά μεγέθους μεταξύ, αφενός, της Kaučuk (κύκλος εργασιών 2,718 δισεκατομμύρια ευρώ) και της Stomil (κύκλος εργασιών 38 εκατομμύρια ευρώ) και, αφετέρου, των λοιπών εμπλεκομένων επιχειρήσεων, ειδικότερα της Bayer (κύκλος εργασιών 27,383 δισεκατομμύρια ευρώ), η οποία ήταν η πρώτη μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων στις οποίες απευθύνεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Επ’ αυτής της βάσεως και λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, η Επιτροπή εκτίμησε ότι δεν απαιτείται η εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου ως προς τις Kaučuk και Stomil, ενώ, όσον αφορά την Bayer, εκτίμησε ότι ο συντελεστής προσαυξήσεως 1,5 είναι επαρκής. Τέλος, επίσης επ’ αυτής της βάσεως και λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, η Επιτροπή εφάρμοσε συντελεστή προσαυξήσεως 1,75 για την Dow (κύκλος εργασιών 37,221 δισεκατομμύρια ευρώ), 2 για την EniChem (κύκλος εργασιών 73,738 δισεκατομμύρια ευρώ) και 3 για τη Shell (κύκλος εργασιών 246,549 δισεκατομμύρια ευρώ) (αιτιολογική σκέψη 474 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

248    Όσον αφορά την αιτίαση της Polimeri περί ελλιπούς αιτιολογήσεως, υπενθυμίζεται ότι η αιτιολογία μιας ατομικής αποφάσεως πρέπει να εμφαίνει κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο τη συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, το δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να αποσαφηνίζει όλα τα σχετικά πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματος της οικείας πράξεως αλλά και του γενικού πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η πράξη αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 63). Ο συνιστάμενος στην υποχρέωση αιτιολογήσεως ουσιώδης τύπος τηρείται εφόσον η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία βάσει των οποίων εκτίμησε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (αποφάσεις Sarrió κατά Επιτροπής, σκέψη 245 ανωτέρω, σκέψη 73, και Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 463).

249    Εν προκειμένω, υπογραμμίζεται ότι η Επιτροπή ανέφερε ότι, προς εξασφάλιση αρκούντως αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου, έλαβε υπόψη της το μέγεθος εκάστης επιχειρήσεως. Η Επιτροπή στηρίχθηκε, κατόπιν, στον συνολικό κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε το 2005 κάθε μία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Εξάλλου, η Επιτροπή καθόρισε τους συντελεστές προσαυξήσεως, προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, συγκρίνοντας τα μεγέθη των επιχειρήσεων. Όσον αφορά, ειδικότερα, την EniChem, η Επιτροπή ανέφερε ότι ο κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως αυτής είναι σχεδόν διπλάσιος από τον κύκλο εργασιών της Dow. Επομένως, τα στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή καθόρισε τον συντελεστή προσαυξήσεως, ως προς την EniChem, προκύπτουν με σαφήνεια από την προσβαλλόμενη απόφαση.

250    Το γεγονός ότι η Επιτροπή έκανε λόγο επίσης για «συγκεκριμένες περιστάσεις» δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό. Συγκεκριμένα, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε ρητώς σε άλλα στοιχεία, πέραν του κύκλου εργασιών και του μεγέθους των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, προκειμένου να καθορίσει τους συντελεστές προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, πράγμα που η Επιτροπή επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Εξάλλου, η φράση «συγκεκριμένες περιστάσεις» μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά ακριβώς τον συνολικό κύκλο εργασιών και το μέγεθος εκάστης εκ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, οπότε το μεν Γενικό Δικαστήριο δύναται να ελέγξει τη νομιμότητά της, η δε Polimeri δύναται να ασκήσει τα δικαιώματά της άμυνας.

251    Δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι συντελεστές προσαυξήσεως που εφάρμοσε η Επιτροπή προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου καθορίστηκαν βάσει του μεγέθους εκάστης εμπλεκομένης επιχειρήσεως. Πάντως, η Polimeri δεν αμφισβήτησε τους κύκλους εργασιών που παραθέτει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, η Polimeri δεν αμφισβητεί ότι το 2005 η EniChem ήταν μεγαλύτερη επιχείρηση από την Bayer και την Dow και μικρότερη από τη Shell. Είναι, συνεπώς, εύλογη και αντικειμενικά δικαιολογημένη η επιβολή, στην EniChem, υψηλότερου συντελεστή προσαυξήσεως σε σχέση με την Bayer και την Dow και χαμηλότερου σε σχέση με τη Shell. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι το 2005 ο κύκλος εργασιών της Bayer ανήλθε σε 27,383 δισεκατομμύρια ευρώ, της Dow σε 37,221 δισεκατομμύρια ευρώ (ήταν δηλαδή κατά 35,93 % μεγαλύτερος από τον κύκλο εργασιών της Bayer) και της EniChem 73,738 δισεκατομμύρια ευρώ (δηλαδή κατά 169,28 % μεγαλύτερος από τον κύκλο εργασιών της Bayer και κατά 98,11 % από αυτόν της Dow). Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι στην EniChem επιβλήθηκε συντελεστής προσαυξήσεως κατά 14,28 % υψηλότερος απ’ ό,τι στην Dow (2 έναντι 1,75), ο οποίος ήταν επίσης κατά 16,66 % υψηλότερος από αυτόν της Bayer (1,75 έναντι 1,5), δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Αντιθέτως, η Επιτροπή μπορούσε, εξ αυτού του λόγου, να εφαρμόσει συντελεστή προσαυξήσεως ακόμη υψηλότερο όσον αφορά την EniChem. Κατά τα λοιπά και στο μέτρο που, με τα επιχειρήματά της, η Polimeri ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα των ποσών των προστίμων που καθορίστηκαν για τις μεγάλες επιχειρήσεις, με τα οποία η προσφεύγουσα συγκρίνει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε, σε σχέση ειδικότερα με τον συντελεστή προσαυξήσεως που εφαρμόστηκε ως προς τη Shell, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ο συντελεστής προσαυξήσεως του προστίμου της EniChem υπολογίστηκε βάσει του συντελεστή που εφαρμόστηκε ως προς την Dow και όχι βάσει του συντελεστή που εφαρμόστηκε ως προς τη Shell. Τα επιχειρήματα της Polimeri είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελή όσον αφορά το ζήτημα αυτό. Κατά τα λοιπά, τονίζεται ότι η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του προστίμου και δεν υποχρεούται να εφαρμόζει συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο (βλ. απόφαση Hoek Loos κατά Επιτροπής, σκέψη 232 ανωτέρω, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, λαμβάνοντας υπόψη της, κατά τον καθορισμό των συντελεστών προσαυξήσεως, τις διαφορές μεταξύ των επιχειρήσεων ως προς τις οικονομικές δυνατότητές τους (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑175/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 155). Όσον αφορά την απόφαση Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 214 ανωτέρω, την οποία επικαλείται η Polimeri, αρκεί η επισήμανση ότι, στην υπόθεση εκείνη, η Επιτροπή είχε εφαρμόσει τον ίδιο συντελεστή προσαυξήσεως, προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, για επιχειρήσεις με σημαντικές διαφορές μεταξύ τους ως προς τον κύκλο εργασιών. Συνεπώς, η περίπτωση που κρίθηκε με την απόφαση Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 214 ανωτέρω, δεν είναι συγκρίσιμη με την υπό κρίση περίπτωση. Όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλε η Polimeri κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η κατάσταση της Eni διαφέρει από την κατάσταση της Shell και της Dow, υπό την έννοια ότι οι εταιρίες συμμετοχών στις οποίες αυτές ανήκουν μπορούσαν, σε αντίθεση με την Eni, να γνωρίζουν για τη σύμπραξη, ακόμη και αν το επιχείρημα αυτό μπορούσε να κριθεί παραδεκτό, μολονότι εκπρόθεσμο, και να έχει επιρροή όσον αφορά τον καθορισμό συντελεστή προσαυξήσεως προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, αρκεί η παρατήρηση ότι στις εταιρίες συμμετοχών στις οποίες ανήκουν η Shell και η Dow δεν καταλογίστηκε ευθύνη για συμμετοχή στην παράβαση. Στις εταιρίες αυτές, όπως και στην Eni, καταλογίστηκε ευθύνη λόγω του ελέγχου που ασκούσαν επί των θυγατρικών οι οποίες μετείχαν ευθέως στην παράβαση. Συνεπώς, το επιχείρημα της Polimeri είναι απορριπτέο.

252    Τρίτον, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, η Polimeri δεν προσκόμισε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο συντελεστής προσαυξήσεως του προστίμου της EniChem είναι δυσανάλογος σε σχέση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως και τον σκοπό της εξασφαλίσεως του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου.

253    Όσον αφορά την αιτίαση ότι ο συντελεστής προσαυξήσεως είναι δυσανάλογος στον βαθμό που η Polimeri υπέχει εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή προστίμου το οποίο διπλασιάστηκε λόγω του κύκλου εργασιών της μητρικής εταιρίας, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι η Επιτροπή δεν υποπίπτει σε νομική πλάνη όταν, προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού χαρακτήρα των προστίμων, λαμβάνει υπόψη της το μέγεθος των πόρων που διαθέτει ο όμιλος επιχειρήσεων συνολικά (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑330/01, Akzo Nobel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3389, σκέψη 120). Περαιτέρω, το γεγονός ότι πολλές εταιρίες υποχρεούνται από κοινού να καταβάλουν πρόστιμο με την αιτιολογία ότι αποτελούν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ δεν σημαίνει, όσον αφορά την εφαρμογή του ορίου που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, ότι η υποχρέωση καθεμίας από αυτές περιορίζεται στο 10 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε κατά την τελευταία χρήση. Συγκεκριμένα, το όριο του 10 %, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πρέπει να υπολογίζεται επί του συνολικού κύκλου εργασιών όλων των εταιριών που απαρτίζουν την ενιαία οικονομική οντότητα, η οποία ενεργεί ως «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, διότι μόνον ο συνολικός κύκλος εργασιών των εταιριών που απαρτίζουν τον όμιλο μπορεί να αποτυπώσει το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της εν λόγω επιχειρήσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1487, σκέψεις 528 και 529, και της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑112/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑5049, σκέψη 90). Η Polimeri δεν ισχυρίζεται ότι υπήρξε υπέρβαση του ορίου του 10 %, υπολογιζομένου βάσει του συνολικού κύκλου εργασιών της Polimeri και της Eni. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η Polimeri υπέχει εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή προστίμου το οποίο διπλασιάστηκε λόγω του κύκλου εργασιών της μητρικής εταιρίας δεν αρκεί, ελλείψει άλλων τεκμηριωμένων επιχειρημάτων, ώστε ο εν προκειμένω εφαρμοσθείς συντελεστής προσαυξήσεως να κριθεί δυσανάλογος.

254    Βάσει των στοιχείων αυτών, ο δωδέκατος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

4.     Επί του δέκατου τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο προσδιορισμό της διάρκειας της παραβάσεως ως προς την Polimeri

 Επιχειρήματα των διαδίκων

255    Η Επιτροπή δέχθηκε, με τη αιτιολογική σκέψη 478 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Polimeri μετέσχε στην εικαζόμενη παράβαση από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002.

256    Όσον αφορά το διάστημα από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001, η Polimeri επισημαίνει, πρώτον, ότι δεν καθορίστηκε με βεβαιότητα η ημερομηνία ενάρξεως παραβάσεως (η Polimeri παραπέμπει, ειδικότερα, στην πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων, κατόπιν στη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων και, τέλος, στην προσβαλλόμενη απόφαση). Εν συνεχεία, όσον αφορά την ημερομηνία 20 Μαΐου 1996, η Polimeri υπογραμμίζει, πρώτον, ότι η ημερομηνία αυτή δεν αναφέρθηκε από κανέναν εκ των δηλούντων ως ημερομηνία ενάρξεως της εικαζομένης συμπράξεως. Δεύτερον, οι χειρόγραφες σημειώσεις του N. (Dow) από τη συνάντηση αυτή είναι όμοιες με αυτές από προγενέστερη συνάντηση του Φεβρουαρίου του 1996. Συνεπώς, οι σημειώσεις αυτές στερούνται αποδεικτικής αξίας. Η Polimeri τονίζει, συναφώς, ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, αμφισβήτησε την αποδεικτική αξία των εν λόγω σημειώσεων. Τρίτον, στη συνάντηση αυτή συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, στελέχη της Bayer και της Shell (οι O. και de J.), οι οποίοι αρνούνται ότι μετείχαν σε συμφωνίες ή συζητήσεις κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Τούτο συμπίπτει και με τη δήλωση της Bayer ότι δεν γνωρίζει αν, από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο του 1996, υπήρξαν συμφωνίες με αντικείμενο το CSB. Όσον αφορά το CB, η Polimeri επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν παραθέτει καμία παράνομη συμφωνία πριν τη συνάντηση της 4ης Σεπτεμβρίου 1997. Δεν υπάρχουν, συνεπώς, ενδείξεις ότι κατά τη συνάντηση αυτή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προέβησαν στη σύσταση συμπράξεως.

257    Όσον αφορά το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου έως τις 28 Νοεμβρίου 2002, η Polimeri επισημαίνει, όσον αφορά το CB, ότι στις 31 Αυγούστου 2001 πραγματοποιήθηκε η τελευταία παράνομη, βάσει των κανόνων του ανταγωνισμού, συνάντηση με αντικείμενο το προϊόν αυτό, για την οποία κάνει λόγο η Επιτροπή. Η διαπίστωση αυτή είναι κατά τα λοιπά αβάσιμη. Η Polimeri προβάλλει, συναφώς, ότι ο W. (Bayer), με τις δηλώσεις του που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αναφέρεται ρητώς στη συνάντηση αυτή. Έχοντας επίγνωση του γεγονότος αυτού, η Επιτροπή αφαίρεσε το κείμενο που αρχικώς είχε συμπεριλάβει στη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ορισμένοι εκ των μετασχόντων στη συνάντηση αυτή (ο G., ο οποίος διαδέχθηκε τον W.) διέψευσαν κατηγορηματικώς ότι μετείχαν σε συμφωνίες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Όσον αφορά το CSB, κανένα από τα γεγονότα ή τα έγγραφα που παραθέτει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, σχετικά με το 2002, δεν επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι η εικαζόμενη σύμπραξη συνεχίστηκε κατά το έτος αυτό. Συναφώς, η Polimeri παραπέμπει στην ανάλυση που ανέπτυξε στο πλαίσιο του όγδοου και του ένατου λόγου ακυρώσεως. Όσον αφορά τις δηλώσεις της Bayer, οι οποίες παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 240 και 247 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αυτές αντιφάσκουν προς τις δηλώσεις των Ν. και W., καθώς και της I. της Dow (η Polimeri παραπέμπει, συναφώς, στην πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων). Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη εκ νέου σε συζητήσεις με τα στελέχη της Dow, με σκοπό να αποσπάσει μια εκδοχή των γεγονότων που να συμπίπτει περισσότερο με την εκδοχή της Bayer. Οι δηλώσεις, πάντως, ενός στελέχους της Dow (του W.), οι οποίες παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έχουν υποθετικό απλώς χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, οι δηλώσεις αυτές δεν τεκμηριώνουν τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι αμφότερες η Bayer και η Dow αναφέρουν ότι η τελευταία συνάντηση στο πλαίσιο της συμπράξεως έλαβε χώρα στις 2 Σεπτεμβρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 443 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, η Polimeri θέτει το ερώτημα γιατί η Επιτροπή, ενώ επέμεινε σε τέτοιο βαθμό για τη συνάντηση της 2ας Σεπτεμβρίου 2002, εκτίμησε ότι η παράβαση τερματίστηκε κατά τη συνάντηση της 28ης και 29ης Νοεμβρίου 2002, συνάντηση στην οποία δεν παρέστη η Polimeri. Όσον αφορά τις ηλεκτρονικές επιστολές του P. (Bayer), για τις οποίες γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 241 της προσβαλλομένης αποφάσεως και τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, η Polimeri προβάλλει επιπλέον ότι προσκόμισε, ιδίως με τα συνημμένα στην προσφυγή έγγραφα, αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά είχαν προσκομιστεί στην Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία.

258    Τέλος, η Polimeri φρονεί ότι, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί την ύπαρξη παραβάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση διάρκεσε, όσον αφορά το CSB, από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 2 Σεπτεμβρίου 2002 και, όσον αφορά το CB, από τις 4 Σεπτεμβρίου 1997 έως τις 31 Αυγούστου 2001. Το πρόστιμο πρέπει να μειωθεί αναλόγως.

259    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Υπογραμμίζει, ειδικότερα, ότι ενήργησε συνετά κατά τον προσδιορισμό της ημερομηνίας ενάρξεως της παραβάσεως. Όσον αφορά την ημερομηνία παύσεως της παραβάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι είναι ορθή η εκτίμησή της ότι η διαπιστωθείσα εν προκειμένω παράβαση διάρκεσε έως τη συνάντηση της 28ης και 29ης Νοεμβρίου 2002, κατά την οποία οι μετέχοντες στη σύμπραξη φέρονται να αποφάσισαν από κοινού την περάτωσή της.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

260    Από τη νομολογία προκύπτει ότι στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει όχι μόνον την ύπαρξη της συμπράξεως, αλλά και τη διάρκειά της (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουλίου 1994, T‑43/92, Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑441, σκέψη 79, της 13ης Δεκεμβρίου 2001, T‑48/98, Acerinox κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3859, σκέψη 55, και της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑62/02, Union Pigments κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5057, σκέψη 36). Για να υπολογισθεί η διάρκεια της παραβάσεως που έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί η διάρκεια της συμφωνίας, δηλαδή το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία συνάψεώς της μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε να ισχύει (αποφάσεις Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 225 ανωτέρω, σκέψη 185, και Westfalen Gassen Nederland κατά Επιτροπής, σκέψη 232 ανωτέρω, σκέψη 138). Περαιτέρω, ελλείψει στοιχείων δυνάμενων να αποδείξουν απευθείας τη διάρκεια μιας παραβάσεως, η Επιτροπή πρέπει να στηριχθεί τουλάχιστον σε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιάλειπτα μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών (αποφάσεις Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 79, και Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψη 51).

261    Εν προκειμένω, η Επιτροπή δέχθηκε ότι πρέπει να καταλογιστεί στην Polimeri ευθύνη για την παράβαση όσον αφορά το διάστημα από τις 20 Μαΐου 1996 έως τις 28 Νοεμβρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 478 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

262    Πρώτον, σχετικά με την ημερομηνία ενάρξεως της παραβάσεως όσον αφορά την Polimeri, η ημερομηνία αυτή αντιστοιχεί στην ημερομηνία της πρώτης κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συναντήσεως, για την οποία γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία πραγματοποιήθηκε στο Μιλάνο (στο περιθώριο συναντήσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ), μεταξύ εκπροσώπων των Bayer, EniChem SpA, Shell και Buna Sow Leuna Olefinverbund (στο εξής: BSL, η οποία εν συνεχεία περιήλθε στον έλεγχο της Dow) (αιτιολογικές σκέψεις 161 και 162 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

263    Η απόδειξη της πραγματοποιήσεως συναντήσεως κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού προκύπτει, αφενός, από τις χειρόγραφες σημειώσεις ενός τότε στελέχους της BSL, ο οποίος εν συνεχεία εργάστηκε στην Dow (του Ν., αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και, αφετέρου, από δήλωση της Dow (αιτιολογική σκέψη 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

264    Όσον αφορά τις σημειώσεις του N., η Polimeri αμφισβητεί την αποδεικτική αξία τους, υποστηρίζοντας ότι οι σημειώσεις αυτές, καθώς και οι σημειώσεις από προγενέστερη συνάντηση του Φεβρουαρίου του 1996 είναι «όμοιες». Η Polimeri επικαλείται, κατ’ ουσίαν, χειρόγραφες σημειώσεις με ημερομηνία 21 Φεβρουαρίου 1996. Οι σημειώσεις αυτές δεν χρησιμοποιήθηκαν εν τέλει από την Επιτροπή ως επιβαρυντικό στοιχείο.

265    Αρκεί, συναφώς, η επισήμανση ότι η αποδεικτική αξία των χειρόγραφων σημειώσεων του N. από την κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συνάντηση της 20ής Μαΐου 1996 δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση επειδή η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της ως επιβαρυντικό στοιχείο σημειώσεις όμοιες με αυτές (δηλαδή σημειώσεις που επίσης περιέχουν στοιχεία σχετικά με την αγορά). Τίθεται μόνον το ζήτημα αν οι επίμαχες χειρόγραφες σημειώσεις συνιστούν αποδεικτικό στοιχείο που τεκμηριώνει τη διαπίστωση περί συναντήσεως μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

266    Συναφώς, η Polimeri δεν αμφισβητεί ρητώς ότι εκπρόσωπός της συναντήθηκε με εκπροσώπους της Bayer, της Shell και της BSL στις 20 Μαΐου 1996 στο Μιλάνο. Επίσης, δεν αμφισβητεί, επί της ουσίας, ότι από τις χειρόγραφες σημειώσεις του N. προκύπτει η ανταλλαγή απόρρητων στοιχείων μεταξύ των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, στις σημειώσεις αυτές περιλαμβάνονται στοιχεία σχετικά με το απόθεμα CSB της Bayer. Ομοίως, περιλαμβάνεται κατάλογος με τιμές της Shell. Εξάλλου, σε άλλο σημείο των χειρόγραφων σημειώσεων αναφέρεται ότι η Eni «πρόκειται να απολύσει» προσωπικό «στο τέλος του μήνα», πράγμα που οδηγεί, ελλείψει αντίθετων αποδεικτικών στοιχείων, στο συμπέρασμα ότι κατά τη συνάντηση παρίστατο εκπρόσωπος της επιχειρήσεως αυτής. Τέλος, οι χειρόγραφες σημειώσεις του N. φέρουν την ημερομηνία 20 Μαΐου 1996 και περιέχουν την αναφορά «Milano ESRA». Βάσει των στοιχείων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι επίμαχες χειρόγραφες σημειώσεις συνιστούν αποδεικτικό στοιχείο που τεκμηριώνει τη διαπίστωση περί συναντήσεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στο Μιλάνο στις 20 Μαΐου 1996 κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

267    Η Dow επιβεβαίωσε, άλλωστε, με δήλωσή της, το περιεχόμενο των χειρόγραφων σημειώσεων του N. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι οι δηλώσεις εξ ονόματος επιχειρήσεων δεν έχουν αμελητέα αποδεικτική αξία, οσάκις ενέχουν σημαντικούς νομικούς και οικονομικούς κινδύνους (βλ. τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 53 ανωτέρω). Με τη δήλωση αυτή, η Dow αναφέρει, ειδικότερα, ότι ορισμένες από τις τιμές που αναγράφονται στις χειρόγραφες σημειώσεις του N. αποτελούσαν τιμές στόχους για το CSB (αιτιολογική σκέψη 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

268    Επιπλέον, τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία ενισχύονται από τις δηλώσεις άλλων εμπλεκομένων επιχειρήσεων, όπως της Bayer και της Shell.

269    Ειδικότερα, η Bayer δηλώνει ότι ο B., ο οποίος μετέσχε στην κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συνάντηση της 20ής Μαΐου 1996, μετείχε «εξ ονόματος της Bayer» σε συμφωνίες αντίθετες στους κανόνες του ανταγωνισμού όσον αφορά το CSB από τα μέσα ή τα τέλη του 1995 έως τα «μέσα Μαΐου του 1996» (αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η αναφορά στα «μέσα Μαΐου» ενισχύει την απόδειξη ότι πραγματοποιήθηκε συνάντηση κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού στις 20 Μαΐου 1996. Η δήλωση της Bayer, την οποία επισημαίνει η Polimeri, ότι «η Bayer δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν υπήρξαν συμφωνίες από τον Μάιο έως τα τέλη Νοεμβρίου του 1996 όσον αφορά το CSB» δεν αντιφάσκει προς τη σαφή δήλωση της Bayer σχετικά με τον ρόλο που διαδραμάτισε ο B. έως τα μέσα Μαΐου του 1996. Η δήλωση αυτή ενδέχεται να σημαίνει ότι, μετά την ημερομηνία αυτή (δηλαδή μετά τα μέσα Μαΐου του 1996) και έως τα τέλη Νοεμβρίου του 1996, η Bayer δεν εντόπισε αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

270    Η Shell δηλώνει ότι οι εκπρόσωποί της μετείχαν σε σύμπραξη με αντικείμενο τις τιμές από τις 30 Αυγούστου 1995 έως τις 31 Μαΐου 1999. Ειδικότερα, η Shell επιβεβαιώνει την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών σύμφωνα με την πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων, η οποία περιείχε συνοπτική περιγραφή της κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συναντήσεως της 20ής Μαΐου 1996, τις χειρόγραφες σημειώσεις του N., καθώς και την εκδοχή της Dow. Το γεγονός ότι ο J., ο οποίος εκπροσώπησε τη Shell σε ορισμένες συναντήσεις, περιλαμβανομένης αυτής της 20ής Μαΐου 1996, δεν παραδέχθηκε ότι η πρώτη ανακοίνωση αιτιάσεων περιγράφει με ακρίβεια τις επαφές μεταξύ ανταγωνιστών (αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως) δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη δήλωση της Shell. Συγκεκριμένα, η αξιοπιστία των απαντήσεων που δίνονται εξ ονόματος της επιχειρήσεως υπερβαίνει την τυχόν αξιοπιστία της απαντήσεως ενός μέλους του προσωπικού της, ανεξαρτήτως της προσωπικής του εμπειρίας ή γνώμης.

271    Όσον αφορά τον O. (Bayer), στον οποίον αναφέρεται η Polimeri με τα δικόγραφά της, η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι αυτός δεν μετέσχε στην κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συνάντηση της 20ής Μαΐου 1996.

272    Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα της Polimeri ότι η Επιτροπή δεν παραθέτει καμία παράνομη συμφωνία με αντικείμενο το CB πριν τη συνάντηση της 4ης Σεπτεμβρίου 1997, αρκεί η υπόμνηση ότι παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ ενδέχεται να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμα και από αδιάλειπτη συμπεριφορά. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της αδιάλειπτης αυτής συμπεριφοράς θα συνιστούσαν ενδεχομένως, αφ’ εαυτών και μεμονωμένως εξεταζόμενα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, σε ένα συνολικό σχέδιο, καθώς επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή νομιμοποιείται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές ανάλογα με τη συμμετοχή της στην παράβαση, εξεταζόμενη συνολικά (βλ. τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 100 ανωτέρω). Εφόσον είναι νόμιμη η διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι διάφορες επιμέρους πράξεις αποτελούσαν μέρος ενιαίας παραβάσεως, ως εντασσόμενες σε ένα συνολικό σχέδιο που αποσκοπούσε στη νόθευση του ανταγωνισμού, το γεγονός ότι ο αριθμός και η ένταση των πρακτικών συμπαιγνίας διέφεραν ανάλογα με την οικεία αγορά δεν σημαίνει ότι η παράβαση δεν αφορούσε τις αγορές στις οποίες οι πρακτικές είχαν μικρότερη ένταση και ήταν αριθμητικά λιγότερες. Συγκεκριμένα, θα ήταν τεχνητή η υποδιαίρεση μιας διαρκούς συμπεριφοράς, χαρακτηριζόμενης από έναν και τον αυτό σκοπό, σε περισσότερες χωριστές παραβάσεις λόγω της διαφοροποιήσεως των πρακτικών της συμπαιγνίας ανάλογα με την αγορά.

273    Από το σύνολο των στοιχείων αυτών προκύπτει ότι δεν ήταν εσφαλμένη η απόφαση της Επιτροπής να καταλογίσει στην Polimeri ευθύνη για την παράβαση για το διάστημα από τις 20 Μαΐου 1996 και εξής.

274    Δεύτερον, όσον αφορά την ημερομηνία περατώσεως της παραβάσεως ως προς την Polimeri, δηλαδή την 28η Νοεμβρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 447 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πρόκειται για την ημερομηνία της τελευταίας κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συναντήσεως για την οποία γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), στο περιθώριο συναντήσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Συνθετικού Καουτσούκ, μεταξύ εκπροσώπων της Bayer, της Dow, της Dwory και της Kaučuk (διά της Tavorex) στις 28 και 29 Νοεμβρίου 2002. Η Bayer ενημέρωσε, κατά δήλωσή της, τις Dow και Dwory ότι παρέλκει πλέον η συνέχιση της εφαρμογής των επίμαχων συμφωνιών (αιτιολογικές σκέψεις 246 έως 248 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

275    Όσον αφορά τον διαχωρισμό των επιχειρημάτων της Polimeri ανάλογα με το αν αναφέρονται στο CB ή στο CSB, αρκεί η υπόμνηση ότι θα ήταν τεχνητή η υποδιαίρεση μιας διαρκούς συμπεριφοράς, χαρακτηριζόμενης από έναν και τον αυτό σκοπό, σε περισσότερες χωριστές παραβάσεις λόγω της διαφοροποιήσεως των πρακτικών της συμπαιγνίας ανάλογα με την αγορά.

276    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η σύμπραξη δεν συνεχίστηκε το 2002, διαπιστώθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η πραγματοποίηση συναντήσεως κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού με αντικείμενο το CSB στις 2 και 3 Σεπτεμβρίου 2002 στην Πράγα. Η διαπίστωση της Επιτροπής στηρίζεται, πρώτον, σε δήλωση της Bayer, η οποία κάνει λόγο για συμφωνία με αντικείμενο τις τιμές μεταξύ των Bayer, Dow, Polimeri, Dwory και Kaučuk (διά της Tavorex). Η διαπίστωση της Επιτροπής στηρίζεται ακόμη στην εκ μέρους της Dow επιβεβαίωση της δηλώσεως της Bayer, κατόπιν της πρώτης ανακοινώσεως αιτιάσεων. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Polimeri, η Επιτροπή δεν διοργάνωσε δεύτερο κύκλο ακροάσεων των στελεχών της Dow. Όπως σαφώς προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Dow αποφάσισε, κατόπιν της ανακοινώσεως αιτιάσεων, να προβεί εκ νέου σε ακροάσεις των στελεχών της σχετικά με τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά και, συνεπώς, είναι αυτή που προέβη σε νέα δήλωση ενώπιον της Επιτροπής. Με τη δήλωση αυτή, η Dow παραδέχεται ότι, βάσει των νέων δηλώσεων των στελεχών της, δεν αποκλείεται η σύμπραξη να έπαυσε στις 28 Νοεμβρίου 2002, και ότι, ως εκ τούτου, η συνάντηση της 2ας και 3ης Σεπτεμβρίου 2002 να συγκαταλέγεται και αυτή στις κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού συναντήσεις. Μολονότι η Dow δεν παραδέχεται ρητώς τη συμμετοχή της στην εν λόγω συνάντηση, εντούτοις η δήλωσή της αυτή μάλλον επιβεβαιώνει, παρά διαψεύδει τη δήλωση της Bayer. Η διαπίστωση της Επιτροπής στηρίζεται, τέλος, σε αποδεικτικά έγγραφα και, συγκεκριμένα, σε δύο εσωτερικές ηλεκτρονικές επιστολές, οι οποίες εστάλησαν στις 4 και 12 Σεπτεμβρίου 2002 σε στελέχη της Bayer και στις οποίες γίνεται λόγος για αυξήσεις τιμών όσον αφορά το CSB. Η Polimeri προβάλλει ότι αμφισβήτησε την αποδεικτική αξία των εν λόγω ηλεκτρονικών επιστολών με το υπ’ αριθ. Α 25 συνημμένο στην προσφυγή έγγραφο. Πλην όμως, για τους λόγους που παρατίθενται στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως, τα επιχειρήματα που αναπτύσσει η Polimeri με το συνημμένο αυτό έγγραφο είναι απορριπτέα. Κατόπιν των προεκτεθέντων, τα επιχειρήματα της Polimeri δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η σύμπραξη συνεχίστηκε το 2002.

277    Όσον αφορά τη μη συμμετοχή της Polimeri στη συνάντηση της 28ης και 29ης Νοεμβρίου 2002, το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τον προσδιορισμό της ημερομηνίας παύσεως της παραβάσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε τη σύναψη νέας συμφωνίας κατά τη συνάντηση της 28ης και 29ης Νοεμβρίου 2002, αλλά τη βούληση των μετεχόντων σε αυτήν να παύσουν τις δραστηριότητες της συμπράξεως.

278    Από το σύνολο των στοιχείων αυτών προκύπτει ότι δεν ήταν εσφαλμένος ο καταλογισμός, εκ μέρους της Επιτροπής, ευθύνης στην Polimeri για συμμετοχή στην παράβαση έως τις 28 Νοεμβρίου 2002.

279    Βάσει των στοιχείων αυτών, ο δέκατος τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

5.     Επί του δέκατου τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με μη δικαιολογημένη προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

 Επιχειρήματα της Polimeri

280    Πρώτον, η Polimeri φρονεί ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση της ταυτότητας των επιχειρήσεων.

281    Η Polimeri προβάλλει, συναφώς, ότι, κατά την Επιτροπή, θεμελιώδης προϋπόθεση για να γίνει δεκτή η συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της υποτροπής είναι να έχουν διαπραχθεί πλείονες παραβάσεις από την ίδια επιχείρηση, η οποία, στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, ορίζεται ως «οικονομι[κή] οντότη[τα] που συνίστα[ται] σε ένα ενιαίο σύνολο υλικών στοιχείων και ανθρώπινου υλικού» (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 50 ανωτέρω). Πάντως, εν προκειμένω, κακώς επιβλήθηκε προσαύξηση του προστίμου σχετικά με παραβάσεις για τις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις το 1986 και το 1988 και στις οποίες μετείχε επιχείρηση όλως διαφορετική από την Polimeri. Κατά τις κατευθυντήριες γραμμές, υποτροπή υφίσταται μόνον οσάκις είναι δυνατόν να καταλογιστούν στην ίδια επιχείρηση δύο ή περισσότερες, όμοιες μεταξύ τους, συμπεριφορές. Η Επιτροπή μάλλον συγχέει την έννοια της επιχειρήσεως –που είναι η μόνη που ασκεί επιρροή εν προκειμένω– με αυτή του νομικού προσώπου. Δεν είναι δυνατόν να υπέχει η Eni αναδρομική ευθύνη για συμπεριφορά που δεν της καταλογίστηκε.

282    Επιπλέον, οι δύο κλάδοι (PVC και πολυπροπυλένιο) ως προς τους οποίους επιβλήθηκαν κατά το παρελθόν κυρώσεις δεν εμπίπτουν στη σχετική με τα ελαστομερή δραστηριότητα και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο μεταβιβάσεως από την EniChem SpA στην Polimeri, η οποία ουδέποτε δραστηριοποιήθηκε σε αυτούς. Οι δύο αυτοί κλάδοι μεταβιβάστηκαν σε τρίτες εταιρίες το 1983 (πολυπροπυλένιο) και το 1986 (PVC), πριν την έκδοση των αντίστοιχων αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώθηκαν οι παραβάσεις, δηλαδή περίπου 18 και 15 έτη πριν η Polimeri διαδεχθεί την EniChem SpA στον κλάδο του CB και του CSB.

283    Εξάλλου, υπάρχει αντίφαση μεταξύ της διαπιστώσεως περί υποτροπής και της αποφάσεως για επιβολή συντελεστή προσαυξήσεως, προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, με βάση τον κύκλο εργασιών της Eni και όχι τον κύκλο εργασιών της Polimeri. Κατά την Polimeri, η Επιτροπή, εφόσον χρησιμοποιεί ως βάση για την επιβολή προσαυξήσεως, προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, τον κύκλο εργασιών της Eni, δεν είναι δυνατόν να προσαυξάνει το πρόστιμο λόγω υποτροπής, ενώ η Eni δεν είναι υπότροπος.

284    Δεύτερον, η Polimeri φρονεί ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας. Η Polimeri προβάλλει, συναφώς, ότι η υποτροπή σε περίπτωση παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού δεν προβλέπεται ως επιβαρυντική περίσταση από κανένα νομοθετικό κείμενο, οι δε κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν απλώς κείμενο με το οποίο η ίδια η Επιτροπή θέτει όρια στις εξουσίες της. Εν προκειμένω, οι αποφάσεις στις οποίες στηρίζεται η διαπίστωση περί υποτροπής εκδόθηκαν 18 και 20 έτη πριν την προσβαλλόμενη απόφαση. Πάντως, υπάρχουν χρονικοί περιορισμοί όσον αφορά τον χαρακτηρισμό μιας επιχειρήσεως ως υποτρόπου. Η Polimeri επικαλείται, ειδικότερα, την απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑1331), με την οποία τέθηκε ως όριο η δεκαετία. Η Polimeri υποστηρίζει, ακόμη, ότι, στις έννομες τάξεις των κρατών μελών, η διαπίστωση περί υποτροπής προϋποθέτει το διάστημα μεταξύ της νέας και της παλαιότερης παραβάσεως να μην υπερβαίνει την πενταετία. Θα ήταν, άλλωστε, παράδοξο να θεωρείται άσκοπη ή αλυσιτελής η επιβολή κυρώσεων για παράβαση διαπραχθείσα προ πενταετίας, λόγω παραγραφής, και, ταυτόχρονα, να λαμβάνονται υπόψη, για τη διαπίστωση της υποτροπής, παραβάσεις διαπραχθείσες περισσότερο από δέκα έτη πριν τη νέα παράβαση.

285    Η Polimeri καταλήγει ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσαύξηση κατά 50 % είναι απολύτως δυσανάλογη και απαράδεκτη, διότι επιβάλλεται επί βασικού ποσού προστίμου, το οποίο υπολογίστηκε με βάση τον κύκλο εργασιών επιχειρήσεως –της Eni– η οποία ουδέποτε κατηγορήθηκε για οποιαδήποτε παράβαση. Η Polimeri επισημαίνει, συναφώς, ότι το Πρωτοδικείο, με την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 160 ανωτέρω, έκρινε ότι η συνολική προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου, λόγω επιβαρυντικών περιστάσεων, πρέπει να είναι 40 %, λαμβανομένων υπόψη δύο παλαιότερων παραβάσεων. Συνεπώς, ο συντελεστής προσαυξήσεως 50 % δεν είναι ο κανόνας, όπως διατείνεται η Επιτροπή με τα δικόγραφά της.

 Επιχειρήματα της Επιτροπής

286    Σχετικά, πρώτον, με την άποψη ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση της ταυτότητας των επιχειρήσεων, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Polimeri δεν αμφισβητεί τον καταλογισμό της παραβάσεως στην Eni. Εξάλλου, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το ζήτημα της υποτροπής εξετάστηκε με τη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων. Η Polimeri δεν διατύπωσε συναφώς αντιρρήσεις.

287    Εφόσον, κατά το δίκαιο του ανταγωνισμού, γίνεται δεκτό ότι διαφορετικές εταιρίες ανήκουσες στον ίδιο όμιλο είναι δυνατόν να συνιστούν ενιαία οικονομική οντότητα, η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα, εάν το επιθυμούσε, να επιβάλει το πρόστιμο στην ίδια μητρική εταιρία με τις δύο προηγούμενες αποφάσεις. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορούσε να κρίνει, με την προσβαλλομένη απόφαση, ότι είχαν ήδη επιβληθεί κυρώσεις στην ίδια επιχείρηση για την ίδια παράβαση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑203/01, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4071). Υπογραμμίζει ότι, με την προπαρατεθείσα απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο επικύρωσε την προσαύξηση του προστίμου λόγω υποτροπής που επιβλήθηκε σε εταιρία του ομίλου διαφορετική από αυτή στην οποίαν είχαν επιβληθεί κυρώσεις κατά το παρελθόν.

288    Η έννοια της υποτροπής δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην τη διαπίστωση προηγούμενης χρηματικής κυρώσεως, αλλά μόνον προηγούμενης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 160 ανωτέρω). Δεν έχει, συνεπώς, σημασία το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν επέβαλε πρόστιμο στην Eni με τις προγενέστερες αποφάσεις της. Αντιθέτως, αποφασιστικής σημασίας είναι το γεγονός ότι οι εταιρίες στις οποίες απευθύνονταν οι προγενέστερες αποφάσεις ελέγχονταν εξ ολοκλήρου από την Eni. Δεν είναι δυνατόν οι εταιρίες του ομίλου, στοιχεία της ίδιας επιχειρήσεως, να μη χαρακτηρίζονται ως υπότροπες αποκλειστικά και μόνο λόγω της οργανωτικής δομής ή αναδιαρθρώσεως του ομίλου.

289    Η Επιτροπή έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, όπως, μεταξύ άλλων, οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, τούτο δε χωρίς να είναι αναγκαίο να ενεργεί βάσει δεσμευτικού ή εξαντλητικού καταλόγου κριτηρίων που θα πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 461 ανωτέρω, σκέψεις 37 και 38). Η διαπίστωση και η εκτίμηση των ειδικών χαρακτηριστικών της υποτροπής εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής, η οποία δεν μπορεί να δεσμεύεται από ενδεχόμενες προθεσμίες παραγραφής προκειμένου να προβεί σε μια τέτοια διαπίστωση (απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 284 ανωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, οι παραβάσεις όσον αφορά το πολυπροπυλένιο και το PVC διαπιστώθηκαν με αποφάσεις του 1986 και του 1994 αντιστοίχως [απόφαση 86/398/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 1986, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ] (IV/31.149 – Πολυπροπυλένιο) (ΕΕ L 230, σ. 1, στο εξής: απόφαση Πολυπροπυλένιο), και απόφαση 94/599/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ] (IV/31.865 – PVC) (ΕΕ L 239, σ. 14, στο εξής: απόφαση PVC I]. Είναι απολύτως λογικό, σύνηθες και λυσιτελές να ληφθούν υπόψη αυτές οι προγενέστερες παραβάσεις στην περίπτωση νέας παραβάσεως διαπραχθείσας μετά το 1996.

290    Εξάλλου, μικρή σημασία έχει το γεγονός ότι οι προγενέστερες παραβάσεις αφορούσαν διαφορετικούς κλάδους, ήτοι το PVC και το πολυπροπυλένιο (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 160 ανωτέρω) ή ότι οι δραστηριότητες αυτές μεταβιβάστηκαν στο μεταξύ σε τρίτους (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Cascades κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω).

291    Τέλος, δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ, αφενός, του καθορισμού του συντελεστή προσαυξήσεως βάσει του κύκλου εργασιών της Eni, που είναι η ηγετική εταιρία του ομίλου, και, αφετέρου, του χαρακτηρισμού της προσφεύγουσας ως υποτρόπου λόγω παραβάσεων οι οποίες διαπιστώθηκαν με αποφάσεις απευθυνόμενες σε άλλες εταιρίες του ομίλου και για τις οποίες καταλογίστηκε ευθύνη και στην Eni.

292    Όσον αφορά την αιτίαση περί παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας, με την απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 284 ανωτέρω, επιβεβαιώθηκε ότι τυχόν υποτροπή περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της σοβαρότητας της εκάστοτε παραβάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, και ότι, στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα μπορούσε εξ αρχής να προβλέψει τις έννομες συνέπειες των ενεργειών της. Τούτο ισχύει και όσον αφορά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003. Επίσης, με την απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 284 ανωτέρω, απορρίφθηκαν οι σχετικοί με την προθεσμία παραγραφής λόγοι. Εξάλλου, σχετικά με το επιχείρημα ότι η προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου κατά 50 % είναι δυσανάλογη, στον βαθμό που η Eni ουδέποτε κατηγορήθηκε για παράβαση, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ήταν απολύτως νόμιμη η συνεκτίμηση της καταστάσεως της Eni. Όσον αφορά τον συντελεστή προσαυξήσεως, η Επιτροπή έδειξε επιείκεια, δεδομένου ότι ο συντελεστής αυτός εφαρμόζεται στην περίπτωση υπότροπων επιχειρήσεων που έχουν υποπέσει σε μία μόνον παράβαση κατά το παρελθόν. Το γεγονός ότι, με την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 160 ανωτέρω, το Πρωτοδικείο όρισε συντελεστή προσαυξήσεως του προστίμου 40 % είναι απόρροια των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

293    Στο σημείο 2 των κατευθυντήριων γραμμών αναφέρεται ως επιβαρυντική περίσταση το ότι «η εμπλεκόμενη επιχείρηση ή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έχει/έχουν διαπράξει κατά το παρελθόν παρόμοια παράβαση».

294    Η έννοια της υποτροπής, όπως γίνεται δεκτή σε ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις, έχει τη σημασία ότι ένα πρόσωπο διέπραξε εκ νέου παραβάσεις μετά την επιβολή κυρώσεων για παρόμοιες παραβάσεις (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψη 617, και Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 287 ανωτέρω, σκέψη 284).

295    Τυχόν υποτροπή περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της σοβαρότητας της παραβάσεως (αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 91, και της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 284 ανωτέρω, σκέψη 26).

296    Εν προκειμένω, η Επιτροπή αναφέρει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η EniChem υπήρξε αποδέκτης αποφάσεων της Επιτροπής σχετικών με συμπράξεις (συγκεκριμένα των αποφάσεων Πολυπροπυλένιο και PVC II). Τούτο αποδεικνύει, κατά την Επιτροπή, ότι τα τότε επιβληθέντα πρόστιμα δεν ήταν αρκετά ώστε η εν λόγω επιχείρηση να μεταβάλει την πολιτική της. Η Επιτροπή καταλήγει ότι, ως εκ τούτου, η εν λόγω υποτροπή συνιστά επιβαρυντική περίσταση που δικαιολογεί την κατά 50 % προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου (αιτιολογική σκέψη 487 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

297    Η Polimeri προβάλλει, ειδικότερα, ότι οι προγενέστερες αποφάσεις που αναφέρει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορούσαν ούτε αυτήν ούτε την Eni.

298    Από την προσβαλλόμενη απόφαση και από τα δικόγραφα της Επιτροπής προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή στηρίχθηκε στην κατά το άρθρο 81 ΕΚ έννοια της «επιχειρήσεως», ώστε να διαπιστώσει τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της υποτροπής. Ειδικότερα, παρά το γεγονός ότι στις επίμαχες παραβάσεις δεν εμπλέκονται τα ίδια νομικά πρόσωπα, η Επιτροπή εντούτοις εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι η ίδια επιχείρηση επανέλαβε τις παράνομες ενέργειες. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι ως επιχείρηση κατά το άρθρο 81 ΕΚ νοείται μια ενιαία οικονομική ενότητα, έστω και αν από νομική άποψη αυτή αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (βλ. τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 60 ανωτέρω). Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, οσάκις η Επιτροπή εκτιμά ότι υφίσταται «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, οφείλει να προσκομίζει εμπεριστατωμένα και ακριβή στοιχεία που τεκμηριώνουν την εκτίμησή της αυτή.

299    Πάντως, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, στην αιτιολογική σκέψη 487 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρεται στην «EniChem» γενικά, έχοντας διευκρινίσει, με την αιτιολογική σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο όρος αυτός καλύπτει «κάθε εταιρία ανήκουσα στην Eni SpA». Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι ο όρος που χρησιμοποιεί η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της υποτροπής, δεν είναι αρκετά ακριβής, τουλάχιστον όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα που απαρτίζουν την οικονομική οντότητα την οποία αφορούσαν οι αποφάσεις Πολυπροπυλένιο και PVC II. Επιπλέον, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι τα εν λόγω νομικά πρόσωπα είναι αυτά που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 26 έως 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να τονιστεί ότι η εταιρία για την οποία γίνεται λόγος στην απόφαση Πολυπροπυλένιο, δηλαδή η Anic, δεν συγκαταλέγεται στα πρόσωπα που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις αυτές. Εξάλλου, στις αιτιολογικές σκέψεις 26 έως 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως ουσιαστικά περιγράφεται η εξέλιξη των εταιριών που ανήκαν στην Eni κατά το χρονικό διάστημα της παραβάσεως, η οποία είναι μεταγενέστερη της εκδόσεως των αποφάσεων Πολυπροπυλένιο και PVC II. Επομένως, από τις αιτιολογικές σκέψεις αυτές δεν προκύπτουν αρκούντως εμπεριστατωμένα και ακριβή στοιχεία όσον αφορά την εξέλιξη των εταιριών που ανήκαν στην Eni πριν την παράβαση για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση.

300    Δεύτερον, στην υποσημείωση 262 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραπέμπει στις αποφάσεις Πολυπροπυλένιο και PVC II, αναφέροντας ότι η «Eni» είχε εμπλακεί στις υποθέσεις αυτές. Επισημαίνεται, πρώτον, ότι το «Eni» δεν χρησιμοποιείται στην προσβαλλόμενη απόφαση ως συμβατική επωνυμία, αντιθέτως προς το «EniChem». Ειδικότερα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 26 έως 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή, όταν αναφέρεται στην εταιρία Eni ως μητρική εταιρία των λοιπών εταιριών, χρησιμοποιεί την ονομασία «Eni SpA».

301    Τρίτον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, στην υποσημείωση 262 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τον όρο «Eni» προσδιορίζονται οι εταιρίες οι οποίες απαρτίζουν την κατά το άρθρο 81 ΕΚ «επιχείρηση» που αποτελείται από νομικά πρόσωπα ελεγχόμενα από την Eni, η Επιτροπή δεν παραθέτει στην προσβαλλόμενη απόφαση κανένα σχετικό εμπεριστατωμένο και ακριβές στοιχείο. Η Επιτροπή απλώς προβάλλει, με τα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η Eni έλεγχε «εξ ολοκλήρου» τις εταιρίες για τις οποίες γίνεται λόγος στις αποφάσεις Πολυπροπυλένιο και PVC II. Πάντως, η διαπίστωση αυτή της Επιτροπής, εκτός του ότι δεν τεκμηριώνεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, δεν είναι διατυπωμένη στην προσβαλλόμενη απόφαση.

302    Σημειωτέον, τέταρτον, ότι, εν προκειμένω, η εξέλιξη της διαρθρώσεως και της μετοχικής συνθέσεως των εμπλεκομένων εταιριών είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη. Ειδικότερα, η απόφαση Πολυπροπυλένιο απευθύνεται στην Anic, πλην όμως η επωνυμία της Eni δεν απαντά στο συγκεκριμένο κείμενο. Όσον αφορά την απόφαση PVC II, η Επιτροπή αναφέρει εκεί, στην αιτιολογική σκέψη 8, ότι η Anic «μετονομάστηκε» σε EniChem SpA και, στην αιτιολογική σκέψη 43, ότι η εξέλιξη αυτή είναι απόρροια «διαφόρων αναδιαρθρώσεων», χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Επιπλέον, η επωνυμία Eni δεν απαντά ούτε στην απόφαση αυτή. Επιπλέον, στην υπό κρίση υπόθεση, τη δραστηριότητα της Eni με αντικείμενο τα επίμαχα προϊόντα ασκούσε αρχικώς η EniChem Elastomeri (πριν τη συγχώνευσή της με την EniChem SpA το 1997, δηλαδή μετά την έκδοση της αποφάσεως PVC II), οι δε δραστηριότητες της EniChem SpA περιήλθαν κατόπιν στην Polimeri, οπότε η εξέλιξη της μετοχικής διαρθρώσεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων καθίσταται έτι πολυπλοκότερη. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή όφειλε να είναι ιδιαιτέρως συγκεκριμένη και να προσκομίσει όλα τα απαραίτητα εμπεριστατωμένα στοιχεία προκειμένου να τεκμηριώσει την εκτίμησή της ότι οι εταιρίες τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση και οι εταιρίες τις οποίες αφορούσαν οι αποφάσεις Πολυπροπυλένιο και PVC II αποτελούν την ίδια «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

303    Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αρκετά εμπεριστατωμένα και ακριβή στοιχεία που να τεκμηριώνουν τη διαπίστωσή της ότι η ίδια «επιχείρηση», κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, διέπραξε εκ νέου παράνομες πράξεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτός ο δέκατος τέταρτος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέτρο που επιβάλλεται στην Polimeri πρόστιμο 272,25 εκατομμυρίων ευρώ.

6.     Επί του δέκατου πέμπτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη μη συνεκτίμηση ελαφρυντικών περιστάσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

304    Η Polimeri υπενθυμίζει ότι η εικαζόμενη σύμπραξη, ακόμη και αν αποδειχθεί η ύπαρξη της, δεν τέθηκε σε εφαρμογή, υποστηρίζει δε ότι η Επιτροπή παρέλειψε παρανόμως να λάβει υπόψη της, ως ελαφρυντική περίσταση υπέρ της Polimeri, τη «μη ουσιαστική εφαρμογή των παράνομων συμφωνιών ή πρακτικών» (σημείο 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών). Το γεγονός ότι μια επιχείρηση μετέσχε σε συναντήσεις ή άλλες επαφές με τους ανταγωνιστές της δεν σημαίνει ότι όντως εφαρμόστηκαν τα όσα συζητήθηκαν κατά τις επαφές αυτές. Εν προκειμένω, κατά την Polimeri, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι επίμαχες συμφωνίες υπήρξαν, αποδείχθηκε ότι δεν τέθηκαν σε εφαρμογή.

305    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, βάσει των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, δεν μπορούσε να δεχθεί τη συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως που επικαλείται η Polimeri.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

306    Κατά το σημείο 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, η «μη ουσιαστική εφαρμογή των παράνομων συμφωνιών ή πρακτικών» μπορεί, επίσης, να συνιστά ελαφρυντική περίσταση. Ωστόσο, το γεγονός ότι μια επιχείρηση, που αποδεικνύεται ότι μετέχει με τους ανταγωνιστές της σε σύμπραξη, δεν συμπεριφέρθηκε στην αγορά όπως είχε συμφωνήσει με τους ανταγωνιστές της δεν συνιστά κατ’ ανάγκην στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, ως ελαφρυντική περίσταση, κατά τον καθορισμό του ύψους του επιβλητέου προστίμου (απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 101 ανωτέρω, σκέψη 490).

307    Συγκεκριμένα, επιχείρηση η οποία, παρά τη συνεννόηση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί μια κατά το μάλλον ή ήττον ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑327/94, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1373, σκέψη 142, και T‑308/94, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑925, σκέψη 230), και επιχείρηση η οποία δεν αποστασιοποιείται από τα αποτελέσματα συναντήσεως στην οποία παρέστη διατηρεί, κατ’ αρχήν, την πλήρη ευθύνη της για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη (βλ. απόφαση Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 101 ανωτέρω, σκέψη 491 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίζει ως ελαφρυντική περίσταση τη μη εφαρμογής της συμπράξεως, εκτός αν η επιχείρηση που επικαλείται την περίσταση αυτή μπορεί να αποδείξει ότι αντιτάχθηκε ρητώς και κατηγορηματικώς στην εφαρμογή της εν λόγω συμπράξεως, μέχρι σημείου ώστε να διαταράξει τη λειτουργία της, και ότι δεν προσχώρησε φαινομενικά στη συμφωνία ούτε, ως εκ τούτου, παρακίνησε άλλες επιχειρήσεις να θέσουν την εν λόγω σύμπραξη σε εφαρμογή. Θα ήταν, όντως, ιδιαίτερα ευχερές για τις επιχειρήσεις να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο να υποχρεωθούν να καταβάλουν βαρύ πρόστιμο αν μπορούσαν να επωφελούνται από παράνομη σύμπραξη και να επιτυγχάνουν στη συνέχεια μείωση του προστίμου με την αιτιολογία ότι δεν διαδραμάτισαν παρά περιορισμένο ρόλο στην υλοποίηση της παραβάσεως, ενώ η στάση τους παρότρυνε άλλες επιχειρήσεις να συμπεριφερθούν κατά τρόπο βλαπτικότερο για τον ανταγωνισμό (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψεις 277 έως 279, και Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 101 ανωτέρω, σκέψη 491).

308    Εν προκειμένω, η Polimeri δεν παραθέτει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι αντιτάχθηκε ρητώς και κατηγορηματικώς στην εφαρμογή της εν λόγω συμπράξεως, μέχρι σημείου ώστε να διαταράξει τη λειτουργία της, και ότι δεν προσχώρησε φαινομενικά στη συμφωνία ούτε, ως εκ τούτου, παρακίνησε άλλες επιχειρήσεις να θέσουν την εν λόγω σύμπραξη σε εφαρμογή. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν ήταν δυνατόν να της αναγνωρίσει η Επιτροπή κάποια ελαφρυντική περίσταση.

309    Εξάλλου, η απουσία επιπτώσεων στην αγορά, ακόμη και αν αποδειχθεί, δεν ασκεί επιρροή, διότι δεν αποδεικνύεται η μη εφαρμογή των συμφωνιών στην πράξη (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 160 ανωτέρω, σκέψη 389).

310    Βάσει των στοιχείων αυτών, ο δέκατος πέμπτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

7.     Επί του δέκατου έκτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση του ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

311    Η Polimeri υπενθυμίζει την εξαίρεση της Syndial από τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να περιορίσει το επιβληθέν στις Syndial/Polimeri πρόστιμο στα 86 εκατομμύρια ευρώ, δεδομένου ότι ο κύκλος εργασιών της Syndial ανήλθε το 2005 σε 860 εκατομμύρια ευρώ. Κατά την Polimeri, σε περίπτωση ενιαίου προστίμου, για την καταβολή του οποίου υπάρχει ευθύνη εις ολόκληρον, το πρόστιμο πρέπει να καθορίζεται με βάση τη μικρότερη επιχείρηση. Ειδάλλως, δεν είναι δυνατόν να απαιτηθεί από όλες τις επιχειρήσεις η πλήρης καταβολή του προστίμου. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή έπρεπε να επιβάλει δύο διαφορετικά πρόστιμα, λαμβάνοντας υπόψη της το διάστημα κατά το οποίο οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δραστηριοποιήθηκαν στον κλάδο των επίμαχων προϊόντων.

312    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Κατά την Επιτροπή, ακόμη και αν η Syndial συμπεριλαμβανόταν στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θα δεσμευόταν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, από το όριο των 86 εκατομμυρίων ευρώ όσον αφορά το πρόστιμο της Syndial, όχι όμως και όσον αφορά την Polimeri.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

313    Το γεγονός ότι πολλές εταιρίες υποχρεούνται εις ολόκληρον να καταβάλουν πρόστιμο με την αιτιολογία ότι αποτελούν μία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ δεν σημαίνει, όσον αφορά την εφαρμογή του ορίου που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, ότι η υποχρέωση καθεμίας από αυτές περιορίζεται στο 10 % του κύκλου εργασιών τον οποίο πραγματοποίησε κατά την τελευταία χρήση. Πράγματι, το προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή όριο του 10 % πρέπει να υπολογίζεται επί του συνολικού κύκλου εργασιών όλων των εταιριών που απαρτίζουν την ενιαία οικονομική οντότητα η οποία ενεργεί ως «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, διότι μόνον ο συνολικός κύκλος εργασιών των εταιριών που απαρτίζουν τον όμιλο μπορεί να αποτελέσει ένδειξη περί του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της εν λόγω επιχειρήσεως (αποφάσεις HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 253 ανωτέρω, σκέψεις 528 και 529, και της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 253 ανωτέρω, σκέψη 90).

314    Συνεπώς, ακόμη και αν η Syndial συγκαταλεγόταν στους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, το πρόστιμο για την καταβολή του οποίου η Polimeri θα ευθυνόταν εις ολόκληρον δεν θα περιοριζόταν στο 10 % του κύκλου εργασιών της Syndial. Επομένως, τα επιχειρήματα της Polimeri είναι αλυσιτελή.

315    Εξάλλου, είναι απορριπτέα τα επιχειρήματα της Polimeri σύμφωνα με τα οποία η Επιτροπή έπρεπε να επιβάλει δύο διαφορετικά πρόστιμα, λαμβάνοντας υπόψη της το διάστημα κατά το οποίο οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δραστηριοποιήθηκαν στον κλάδο των επίμαχων προϊόντων. Συγκεκριμένα, το επιβληθέν στην Polimeri πρόστιμο αντικατοπτρίζει την ευθεία συμμετοχή της στην παράβαση, καθώς και την ευθύνη της για την παράβαση που διέπραξε η EniChem SpA (κατόπιν Syndial). Το εν λόγω πρόστιμο δεν συναρτάται, συνεπώς, από το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Polimeri άσκησε τη σχετική με τα επίμαχα προϊόντα δραστηριότητα. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, με τα επιχειρήματά της, η Polimeri αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την ευθύνη που της καταλογίστηκε για παράβαση διαπραχθείσα από την EniChem SpA (κατόπιν Syndial), τα επιχειρήματα αυτά είναι απορριπτέα για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 120 έως 131 ανωτέρω.

316    Βάσει των στοιχείων αυτών, ο δέκατος έκτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Polimeri πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

317    Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να γίνει δεκτός ο δέκατος τέταρτος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέτρο που το επιβληθέν στην Polimeri πρόστιμο ορίστηκε σε 272,25 εκατομμύρια ευρώ, και να απορριφθούν τα λοιπά αιτήματα περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί της διεξαγωγής αποδείξεων

318    Φρονώντας ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προς στήριξη των αιτιάσεών της είναι ισχνά και διφορούμενα, η Polimeri ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει ως μάρτυρες πολλά στελέχη της Bayer, της Dow και της Shell.

319    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας και ότι συνεπώς παρέλκει η λήψη των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που ζητεί η Polimeri.

II –  Επί του αιτήματος περί μειώσεως του προστίμου

320    Για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 298 έως 303 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003, μεταρρυθμίζει το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που η Επιτροπή ορίζει το πρόστιμο σε 272,25 εκατομμύρια ευρώ, δεχόμενη, εσφαλμένως, ότι συντρέχει, ως προς την Polimeri επιβαρυντική περίσταση λόγω υποτροπής.

321    Υπό τις περιστάσεις αυτές, προκειμένου να καθορισθεί δεόντως το ύψος του προστίμου, επιβάλλεται να παραμείνει ως έχει, κατά τα λοιπά, η μέθοδος που εφάρμοσε η Επιτροπή.

322    Συνεπώς το ποσό του επιβληθέντος στην Polimeri προστίμου ορίζεται σε 181,5 εκατομμύρια ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

323    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 3, πρώτο εδάφιο, της ίδιας διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να κριθεί ότι έκαστος διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως C(2006) 5700 τελικό της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F/38.638 – Καουτσούκ από βουταδιένιο και καουτσούκ από στυρόλιο και βουταδιένιο παραγόμενο με πολυμερισμό γαλακτώματος), κατά το μέτρο που το ύψος του επιβληθέντος στην Polimeri Europa SpA προστίμου καθορίστηκε σε 272,25 εκατομμύρια ευρώ.

2)      Καθορίζει το ύψος του επιβαλλόμενου στην Polimeri Europa προστίμου σε 181,5 εκατομμύρια ευρώ.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

4)      Οι διάδικοι φέρουν έκαστος τα δικαστικά τους έξοδα.

Dehousse

Wiszniewska-Białecka

Wahl

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Ιουλίου 2011.

(Υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

I –  Επί των αιτημάτων περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

Α – Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν διαδικαστικές πλημμέλειες

1.  Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένη εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με μη δικαιολογημένη αποστολή δεύτερης ανακοινώσεως αιτιάσεων

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά, κατ’ ουσίαν, με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Polimeri

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Β – Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν την ουσία της προσβαλλομένης αποφάσεως

1.  Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο καθορισμό της επίμαχης αγοράς

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την εξέλιξη των τιμών κατά το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τον εφοδιασμό των σημαντικότερων πελατών

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

4.  Επί του έβδομου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με μη σύννομο καταλογισμό της παραβάσεως στην Polimeri

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

5.  Επί του όγδοου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με αβάσιμη διαπίστωση της υπάρξεως συμπράξεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Επί του πρώτου σκέλους του όγδοου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις πηγές των αποδεικτικών στοιχείων

Επί του δεύτερου σκέλους του όγδοου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη γενική παρουσίαση της συμπράξεως

–  Σχετικά με τις συμφωνίες επί των τιμών

–  Σχετικά με τις συμφωνίες περί κατανομής της αγοράς

–  Σχετικά με την ανταλλαγή απόρρητων εμπορικών στοιχείων

–  Σχετικά με την παρακολούθηση της εφαρμογής των συμφωνιών

–  Σχετικά με το περιγραφόμενο από τον Ν. γενικό πραγματικό πλαίσιο

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του παραδεκτού ορισμένων επιχειρημάτων που προβάλλει η Polimeri στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως

Επί του πρώτου σκέλους του όγδοου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις πηγές των αποδεικτικών στοιχείων

Επί του δεύτερου σκέλους του όγδοου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη γενική παρουσίαση της συμπράξεως

–  Σχετικά με τις συμφωνίες επί των τιμών

–  Σχετικά με τις συμφωνίες περί κατανομής της αγοράς

–  Σχετικά με την ανταλλαγή απόρρητων εμπορικών στοιχείων

–  Σχετικά με την παρακολούθηση της εφαρμογής των συμφωνιών

–  Σχετικά με το περιγραφόμενο από τον Ν. πραγματικό πλαίσιο

6.  Επί του ένατου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με αβάσιμη διαπίστωση περί συμμετοχής της Polimeri στην εικαζόμενη σύμπραξη

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Γ – Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τον καθορισμό του προστίμου

1.  Επί του δέκατου λόγου ακυρώσεως σχετικά με αβάσιμη εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί του ενδέκατου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράνομη διαφορετική μεταχείριση

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί του δωδέκατου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράνομη εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως, προς εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

4.  Επί του δέκατου τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο προσδιορισμό της διάρκειας της παραβάσεως ως προς την Polimeri

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

5.  Επί του δέκατου τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με μη δικαιολογημένη προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

Επιχειρήματα της Polimeri

Επιχειρήματα της Επιτροπής

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

6.  Επί του δέκατου πέμπτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη μη συνεκτίμηση ελαφρυντικών περιστάσεων

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

7.  Επί του δέκατου έκτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση του ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Δ – Επί της διεξαγωγής αποδείξεων

II –  Επί του αιτήματος περί μειώσεως του προστίμου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.