Language of document : ECLI:EU:C:2016:493

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 30ής Ιουνίου 2016 (1)

Υπόθεση C‑443/15

Dr. David L. Parris

κατά

Trinity College Dublin κ.λπ.

[αίτηση του Labour Court (δικαστήριο εργατικών διαφορών, Ιρλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Θεμελιώδη δικαιώματα – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Διάκριση λόγω ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού – Πολλαπλές διακρίσεις – Συμβίωση ομόφυλων – Επαγγελματική σύνταξη – Σύνταξη επιζώντος – Χορήγηση συντάξεως επιζώντος στον/στην σύζυγο ή σύντροφο – Απαίτηση συνάψεως γάμου ή συμφώνου συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας – Εμπόδια στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου»





I –    Εισαγωγή

1.        Τα γενέθλια αποτελούν, κατά κανόνα, λόγο χαράς και εορτασμού. Συγχρόνως όμως μπορούν να είναι αφορμή για μια ανασκόπηση στο παρελθόν που ενδέχεται να αναδείξει, πέρα από τις θετικές αναμνήσεις, και δυσάρεστες σκέψεις σχετικά με όσα έχει παραλείψει ένας άνθρωπος στη ζωή του ή όσα έχει στερηθεί λόγω των περιστάσεων κατά τα παρελθόντα έτη.

2.        Αυτό συνέβη προφανώς και στην περίπτωση του Dr. David Parris όταν εόρτασε πριν από μερικές εβδομάδες τα εβδομηκοστά του γενέθλια. Η χαρά που του προκάλεσε η αναγνώριση από το κράτος το 2011, μετά από σχετική νομοθετική μεταβολή, της μακρόχρονης συμβιώσεώς του με άλλον άνδρα συνοδεύτηκε και από αρκετή πικρία. Συγκεκριμένα, το επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα στο οποίο υπάγεται ο D. Parris ως πρώην λέκτορας του Trinity College Dublin δεν αναγνωρίζει στον σύντροφό του το δικαίωμα λήψεως συντάξεως επιζώντος. Ως αιτιολογία για αυτό προβάλλεται το γεγονός ότι το ζευγάρι συνήψε σχέση συμβιώσεως πολύ αργά –δηλαδή μετά τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του D. Parris. Ο D. Parris αντιτείνει ότι, λόγω του νομικού καθεστώτος στην Ιρλανδία, δεν ήταν δυνατό να συνάψει γάμο ομοφύλων ή σύμφωνο συμβιώσεως πριν από τα εξηκοστά του γενέθλια.

3.        Με αφετηρία την περίπτωση του D. Parris, η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει περαιτέρω την ιδιαιτέρως πολύπλευρη νομολογία του σε σχέση με την απορρέουσα από το δίκαιο της Ένωσης αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανεξαρτήτως ηλικίας και γενετήσιου προσανατολισμού. Όπως και η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών, πρόκειται για μία από τις βασικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, η οποία, σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου, κατοχυρώνεται από το άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (2) και συγκεκριμενοποιείται με την οδηγία (3) 2000/78/ΕΚ (4).

4.        Στην προκειμένη περίπτωση χρήζει ιδιαίτερης προσοχής το γεγονός ότι η ενδεχόμενη διάκριση σε βάρος του ενδιαφερόμενου οφείλεται πιθανώς στον συνδυασμό δύο παραγόντων –της ηλικίας και του γενετήσιου προσανατολισμού. Επομένως, το Δικαστήριο μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που απορρέουν από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, μόνον αν εκτιμήσει δεόντως τους παράγοντες της ηλικίας και του γενετήσιου προσανατολισμού συνδυαστικά και όχι τον καθένα μεμονωμένα. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η επίμαχη προϋπόθεση συνάψεως γάμου ή σχέσης συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας έχει αποδειχθεί ως ανυπέρβλητο εμπόδιο για μια ολόκληρη ομάδα πληθυσμού στην Ιρλανδία.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α –      Το δίκαιο της Ένωσης

5.        Το νομικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, όσον αφορά το δίκαιο της Ένωσης, οριοθετείται από την οδηγία 2000/78, η οποία, κατά το άρθρο 20, τέθηκε σε ισχύ στις 2 Δεκεμβρίου 2000, ημερομηνία δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

6.        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας, ο σκοπός αυτής είναι:

«η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη».

7.        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78, το οποίο επιγράφεται «Η έννοια των διακρίσεων», προβλέπει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

β)      συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν,

i)      η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, […]

[…]

5.      Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που προβλέπει ο εθνικός νόμος και τα οποία σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαία για την ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.»

8.        Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 ορίζεται στο άρθρο 3 αυτής:

«1.      Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

[…]

γ)      τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,

[…]

3.      Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις πάσης φύσεως παροχές που καταβάλλουν τα δημόσια συστήματα ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ή προστασίας.»

9.        Το άρθρο 6 της οδηγίας 2000/78, το οποίο αφορά τη «[δ]ικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας», προβλέπει μεταξύ άλλων τα εξής:

«1.      Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

[…]

2.      Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζομένους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.»

10.      Τέλος, πρέπει να επισημανθεί και η αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2000/78, όπου το Συμβούλιο εκθέτει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές νομοθεσίες περί την οικογενειακή κατάσταση και τις παροχές που εξαρτώνται από αυτήν.»

11.      Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, η οδηγία 2000/78 έπρεπε να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών έως τις 2 Δεκεμβρίου 2003.

 Β –      Το εθνικό δίκαιο

12.      Από το ιρλανδικό δίκαιο κρίσιμος είναι, πρωτίστως, ο Pensions Act 1990 (5) όπως τροποποιήθηκε το 2004 (6). Το άρθρο 66 του Pensions Act περιέχει γενική απαγόρευση των διακρίσεων στο πλαίσιο επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, ιδίως λόγω ηλικίας, γενετήσιου προσανατολισμού και οικογενειακής καταστάσεως.

13.      Το άρθρο 72 του Pensions Act θεσπίζει ορισμένες εξαιρέσεις από την απαγόρευση των διακρίσεων στα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα και ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«(1)      Δεν υφίσταται παραβίαση της αρχής της ίσης συνταξιοδοτικής μεταχειρίσεως λόγω ηλικίας, όταν ένα σύστημα:

[…]

c)      καθορίζει ηλικιακό όριο ή ορισμένη προϋπηρεσία, ή ένα συνδυασμό των δύο, ως προϋπόθεση ή κριτήριο για τη λήψη παροχών στο πλαίσιο του συστήματος […] υπό τον όρο ότι αυτό δεν συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της ίσης συνταξιοδοτικής μεταχειρίσεως λόγω φύλου.

[…]

(3)      Η χορήγηση ευνοϊκότερων επαγγελματικών παροχών στη χήρα ή στον χήρο αποβιώσαντος ασφαλισμένου δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης συνταξιοδοτικής μεταχειρίσεως λόγω συζυγικής καταστάσεως ή γενετήσιου προσανατολισμού υπό τον όρο ότι δεν συνεπάγεται την παραβίαση της αρχής αυτής λόγω φύλου.

[…]»

14.      Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη και ο Civil Partnership and Certain Rights and Obligations of Cohabitants Act 2010 (7). Με τον νόμο αυτόν παρασχέθηκε για πρώτη φορά σε ομόφυλα ζευγάρια στην Ιρλανδία, από το 2011, η δυνατότητα συνάψεως συμφώνου συμβιώσεως. Η υπουργική απόφαση του 2010 (8) που εκδόθηκε σε εκτέλεση του νόμου αυτού κατέστησε δυνατή την αναγνώριση συμφώνων συμβιώσεως που έχουν συναφθεί στην αλλοδαπή, αλλά με δυνατότητα να παράγουν αποτελέσματα μόνο για το μέλλον.

15.      Τέλος, κατόπιν συνταγματικής αναθεωρήσεως που αποφασίσθηκε διά δημοψηφίσματος στις 22 Μαΐου 2015, παρασχέθηκε στα ομόφυλα ζευγάρια, στην Ιρλανδία, η δυνατότητα συνάψεως γάμου. Μετά την έναρξη ισχύος των αναγκαίων νομοθετικών τροποποιήσεων, η σύναψη γάμου είναι δυνατή από τις 16 Νοεμβρίου 2015.

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η κύρια δίκη

16.      Ενώπιον του ιρλανδικού Labour Court (9), αιτούντος δικαστηρίου, εκκρεμεί διαδικασία η οποία κινήθηκε από τον D. Parris ο οποίος επιθυμεί να εξασφαλίσει τη χορήγηση επαγγελματικής συντάξεως επιζώντος στον ομόφυλο σύντροφό του, σε περίπτωση που εκείνος ζήσει περισσότερο από τον ίδιο. Ο D. Parris προσέφυγε, αφενός, κατά του Trinity College Dublin, ήτοι του πρώην εργοδότη του, και αφετέρου, κατά της Higher Education Authority, του Department of Public Expenditure and Reform, καθώς και του Department of Education and Skills (οι τρεις τελευταίες υπηρεσίες θα αναφέρονται στο εξής, από κοινού, ως «εφεσίβλητες αρχές»).

 Α –      Επί του προσώπου του D. Parris και επί της οικογενειακής του καταστάσεως

17.      Ο D. Parris γεννήθηκε στις 21 Απριλίου 1946 και έχει τόσο την ιρλανδική όσο και τη βρετανική ιθαγένεια. Ζει σε σταθερή σχέση με τον ομόφυλο σύντροφό του για διάστημα άνω των 30 ετών. Το αιτούν δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι ο D. Parris και ο σύντροφός του θα είχαν συνάψει ήδη γάμο ή σύμφωνο συμβιώσεως προ πολλών ετών, εάν τούτο ήταν νομικώς εφικτό.

18.      Δεδομένου ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο υφίσταται, από τον Δεκέμβριο του 2005, η δυνατότητα συνάψεως συμφώνου συμβιώσεως (10), ο D. Parris και ο σύντροφός του συνήψαν εκεί τέτοιο σύμφωνο συμβιώσεως στις 21 Απριλίου 2009, στα εξηκοστά τρίτα γενέθλια του D. Parris. Ωστόσο, η αναγνώριση του συμφώνου αυτού στην Ιρλανδία ήταν ακόμη αδύνατη κατά τον χρόνο εκείνο. Εν τέλει, το καθεστώς συμβιώσεως του D. Parris αναγνωρίσθηκε μόνον με ισχύ από τη 12η Ιανουαρίου 2011 και με δυνατότητα να παράγει μόνο μελλοντικά αποτελέσματα, όπως προβλέπει η υπουργική απόφαση του 2010.

19.      Επίσης, τέσσερα έτη μετά από την αναγνώριση αυτή, στις 12 Ιανουαρίου 2015, ο D. Parris συνήψε γάμο με τον σύντροφό του στο Ηνωμένο Βασίλειο.

 Β –      Επί της υπαγωγής του D. Parris στο επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα του Trinity College

20.      Από το 1972 έως το 2010 ο D. Parris εργαζόταν ως λέκτορας («Lecturer») στο Trinity College. Με την ιδιότητα αυτή υπήχθη χωρίς υποχρέωση εισφοράς στο συνταξιοδοτικό σύστημα του Trinity College.

21.      Ο D. Parris λαμβάνει επαγγελματική σύνταξη γήρατος από το συνταξιοδοτικό σύστημα αυτό, με αφετηρία τον χρόνο πρόωρης συνταξιοδοτήσεώς του, την 31η Δεκεμβρίου 2010. Περίπου ένα έτος νωρίτερα, στις 3 Δεκεμβρίου 2009, το ταμείο συντάξεων του εν λόγω συστήματος μεταβιβάσθηκε σε φορέα του Δημοσίου, τη National Treasury Management Agency, λόγω σημαντικών οικονομικών δυσχερειών (11). Έκτοτε, οι παροχές του ανωτέρω συνταξιοδοτικού συστήματος χρηματοδοτούνται από πόρους του Δημοσίου.

22.      Το άρθρο 5 («Rule 5») των ασφαλιστικών όρων του επίμαχου συνταξιοδοτικού συστήματος προβλέπει την καταβολή, στον σύζυγο ή στον καταχωρισθέντα σύντροφο ασφαλισμένου, ισόβιας συντάξεως ανερχόμενης στα δύο τρίτα του ποσού που λάμβανε ο ασφαλισμένος πριν από τον θάνατό του, όταν αυτός αποβιώνει πριν από τον σύζυγο ή σύντροφό του. Τέτοιο δικαίωμα όμως υφίσταται μόνον εφόσον ο γάμος ή το σύμφωνο συμβιώσεως έχει συναφθεί πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του ασφαλισμένου ή πριν από τη συνταξιοδότησή του, εάν αυτή έχει προηγηθεί. Σε περίπτωση μεταγενέστερου γάμου ή συμφώνου συμβιώσεως, ο επιζών σύζυγος ή σύντροφος έχει μόνο δικαίωμα σε μειωμένη σύνταξη επιζώντος για χρονική περίοδο πέντε ετών και τούτο, μάλιστα, μόνον εφόσον ο θάνατος επέλθει εντός πενταετίας από την ημέρα συνταξιοδοτήσεως του ασφαλισμένου.

 Γ –      Επί της αιτήσεως του D. Parris περί χορηγήσεως συντάξεως επιζώντος στον σύντροφό του

23.      Στις 17 Σεπτεμβρίου 2010 ο D. Parris υπέβαλε επίσημη αίτηση στο Trinity College προκειμένου να αναγνωρισθεί το δικαίωμα του συντρόφου του σε σύνταξη επιζώντος.

24.      Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε, κατ’ επίκληση του άρθρου 5 των όρων του συνταξιοδοτικού συστήματος, για τον λόγο ότι το σύμφωνο συμβιώσεως του D. Parris δεν είχε συναφθεί πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας του. Η Higher Education Authority επιβεβαίωσε την απόφαση του Trinity College.

25.      Ο D. Parris προσέφυγε κατά των απορριπτικών αποφάσεων ενώπιον του Equality Tribunal, οργάνου επιλύσεως διαφορών σε ζητήματα ισότητας, και υποστήριξε ότι υπέστη άμεση και/ή έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω της ηλικίας του και του γενετήσιου προσανατολισμού του κατά παράβαση του Pensions Act 1990, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Δεδομένου ότι και η προσφυγή του αυτή δεν ευδοκίμησε, ο D. Parris άσκησε, εν τέλει, την έφεση που εκκρεμεί ενώπιον του Labour Court.

IV – Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

26.      Με διάταξη της 11ης Αυγούστου 2015, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Αυγούστου 2015, το Labour Court (δικαστήριο εργατικών διαφορών) υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)      Συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, αντίθετη προς το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, η εφαρμογή κανόνα στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, ο οποίος, σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου, εξαρτά τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος στον επιζώντα καταχωρισμένο σύντροφό του από την προϋπόθεση ο ασφαλισμένος και ο καταχωρισμένος σύντροφός του να έχουν συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του ασφαλισμένου, εφόσον αυτοί δεν είχαν τη δυνατότητα, βάσει του εθνικού δικαίου, να συνάψουν σύμφωνο συμβιώσεως παρά μόνον αφού ο ασφαλισμένος είχε ήδη συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του και εφόσον μεταξύ του ιδίου και του συντρόφου του υπήρχε σταθερή σχέση συμβιώσεως πριν από την ημερομηνία αυτή;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Υφίσταται δυσμενής διάκριση λόγω ηλικίας, αντίθετη προς το άρθρο 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, στην περίπτωση που ο φορέας χορηγήσεως παροχών στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος εξαρτά, σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου, το δικαίωμα του καταχωρισμένου συντρόφου του σε σύνταξη επιζώντος από την προϋπόθεση ο ασφαλισμένος και ο καταχωρισμένος σύντροφός του να έχουν συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του ασφαλισμένου, όταν:

α)      ο καθορισμός της ηλικίας μέχρι τη συμπλήρωση της οποίας ο ασφαλισμένος υποχρεούται να έχει συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως δεν αποτελεί κριτήριο το οποίο χρησιμοποιείται σε αναλογιστικούς υπολογισμούς, και

β)      βάσει του εθνικού δικαίου, ο ασφαλισμένος και ο καταχωρισμένος σύντροφός του δεν είχαν τη δυνατότητα να συνάψουν σύμφωνο συμβιώσεως παρά μόνον αφού ο ασφαλισμένος είχε ήδη συμπληρώσει το 60ό έτος ηλικίας και μεταξύ του ιδίου και του συντρόφου του υπήρχε σταθερή σχέση συμβιώσεως πριν από την ημερομηνία αυτή;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα:

Θα μπορούσε να υφίσταται διάκριση, αντίθετη προς το άρθρο 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, στην περίπτωση που οι περιορισμοί των δικαιωμάτων σε παροχές στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος, όπως αυτό περιγράφεται ανωτέρω στο πρώτο ή στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, οφείλονταν στον συνδυασμό της ηλικίας και του γενετήσιου προσανατολισμού του ασφαλισμένου;

27.      Στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ο D. Parris, το Trinity College και οι εφεσίβλητες αρχές, καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πλην της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, οι ίδιοι μετέχοντες στη διαδικασία παρέστησαν και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Απριλίου 2016.

V –    Νομική εκτίμηση

28.      Το Δικαστήριο δεν εξετάζει για πρώτη φορά το ζήτημα αν οι επιζώντες ομόφυλοι σύντροφοι εργαζομένων έχουν δικαίωμα να λάβουν σύνταξη επιζώντος από επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα (12). Στην εξεταζόμενη περίπτωση όμως, αντιθέτως προς προγενέστερες υποθέσεις, δεν είναι πλέον αναγκαίο να διευκρινισθεί αν οι σύντροφοι αυτοί εξομοιώνονται, συναφώς, προς τις χήρες ή τους χήρους στο πλαίσιο των συνήθων συζυγικών σχέσεων. Πράγματι, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης αναγνωρίζεται ότι όλοι οι επιζώντες σύζυγοι ή σύντροφοι εργαζομένων –ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για ομόφυλα ή ετερόφυλα ζευγάρια– μπορούν να λάβουν επαγγελματική σύνταξη επιζώντος. Αμφιβολίες δημιουργεί, εν προκειμένω, μόνον ένας εκ των ασφαλιστικών όρων ο οποίος προβλέπει ότι ο εργαζόμενος πρέπει να έχει συνάψει τον γάμο ή το σύμφωνο συμβιώσεως πριν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του (στο εξής, επίσης: ηλικιακό όριο των 60 ετών ή επίμαχο ηλικιακό όριο).

29.      Με την υποβληθείσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να αποσαφηνισθεί αν το εν λόγω ηλικιακό όριο εισάγει απαγορευόμενη από το δίκαιο της Ένωσης διάκριση κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78, εάν ληφθεί υπόψη ότι, μέχρι πριν από λίγα έτη, τα ομόφυλα ζευγάρια στην Ιρλανδία δεν είχαν τη δυνατότητα να συνάψουν ούτε γάμο ούτε σύμφωνο συμβιώσεως. Πιο συγκεκριμένα, οι ομοφυλόφιλοι εργαζόμενοι, όπως ο D. Parris, που έχουν γεννηθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 1951 ήταν νομικώς αδύνατον στην Ιρλανδία να πληρούν την προϋπόθεση της συνάψεως γάμου ή συμφώνου συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους. Ασφαλώς, ο D. Parris θα μπορούσε να συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως στην αλλοδαπή –συγκεκριμένα στο Ηνωμένο Βασίλειο– πριν από τα εξηκοστά του γενέθλια, αλλά το σύμφωνο αυτό, όπως τονίζει το αιτούν δικαστήριο, δεν θα αναγνωριζόταν στην Ιρλανδία πριν από τη συμπλήρωση του ηλικιακού ορίου των 60 ετών.

30.      Εν προκειμένω, το ζήτημα της δυσμενούς διακρίσεως παρουσιάζεται στο Δικαστήριο από τρεις οπτικές γωνίες καθεμία από τις οποίες αποτελεί αντικείμενο χωριστού προδικαστικού ερωτήματος: πρώτον, από τη σκοπιά του γενετήσιου προσανατολισμού του ενδιαφερόμενου ασφαλισμένου (βλ., κατωτέρω, ενότητα B), δεύτερον, υπό το πρίσμα της ηλικίας του (βλ., κατωτέρω, ενότητα Γ) και, τρίτον, λαμβανομένου υπόψη του συνδυασμού του γενετήσιου προσανατολισμού και της ηλικίας (βλ., κατωτέρω, ενότητα Δ).

 Α –      Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 (προκαταρκτικό ζήτημα)

31.      Πριν εξετάσω το περιεχόμενο των τριών προδικαστικών ερωτημάτων, επιβάλλονται ορισμένες σύντομες προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.

1.      Το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής

32.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, η οδηγία 2000/78 εφαρμόζεται «εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα […] σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά […] τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών».

33.      Στην έννοια της «αμοιβής» κατά το δίκαιο της Ένωσης, όπως αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 157 ΣΛΕΕ και στις οδηγίες κατά των διακρίσεων (13), εμπίπτουν κατά πάγια νομολογία και οι επαγγελματικές συντάξεις, καθόσον συνιστούν ένα είδος ετεροχρονισμένης αμοιβής (14). Ειδικά σε σχέση με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78, το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι οι συντάξεις επιζώντων που χορηγούνται από επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα εμπίπτουν στην έννοια της αμοιβής (15). Το Trinity College και η Επιτροπή δέχθηκαν επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η επίμαχη σύνταξη επιζώντος συνιστά αμοιβή.

34.      Βεβαίως, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2000/78, οι παροχές που καταβάλλουν τα δημόσια συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (16). Εντούτοις, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύνταξη επιζώντος συνιστά συστατικό στοιχείο του επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος του Trinity College, στο οποίο ο D. Parris είναι ασφαλισμένος δυνάμει της συμβάσεως εργασίας του.

35.      Τον χαρακτηρισμό του εν λόγω συνταξιοδοτικού συστήματος ως επαγγελματικού δεν αποκλείει ιδίως το γεγονός ότι το ταμείο συντάξεων του Trinity College μεταβιβάσθηκε, εν τω μεταξύ, σε εθνική αρχή και έκτοτε οι παροχές χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι το ζήτημα του αν συνταξιοδοτικό σύστημα καλύπτεται από την έννοια της αμοιβής δεν εξαρτάται από τον τρόπο χρηματοδοτήσεως και διαχειρίσεώς του (17). Κρίσιμο είναι μόνο να καταβάλλεται η σύνταξη επιζώντος βάσει της προγενέστερης σχέσης εργασίας, εφόσον η σύνταξη αφορά μόνο μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων, τελεί σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας και το ύψος της υπολογίζεται βάσει των τελευταίων αποδοχών του υπαλλήλου (18). Όπως προκύπτει από τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχονται στη διάταξη περί παραπομπής, οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται, εν προκειμένω, στο σύνολό τους.

36.      Επομένως, σύνταξη επιζώντος όπως αυτή της οποίας τη χορήγηση επιθυμεί να εξασφαλίσει εν προκειμένω ο D. Parris στον σύντροφό του εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.

2.      Το διαχρονικό πεδίο εφαρμογής

37.      Η οδηγία 2000/78 τέθηκε σε ισχύ στις 2 Δεκεμβρίου 2000 (άρθρο 20 της οδηγίας). Τα κράτη μέλη έπρεπε να τη μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο το αργότερο έως τις 2 Δεκεμβρίου 2003 (άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας).

38.      Η αίτηση του D. Parris περί αναγνωρίσεως του δικαιώματος του συντρόφου του να λάβει σύνταξη επιζώντος έφερε ημερομηνία 17 Σεπτεμβρίου 2010, δηλαδή υποβλήθηκε αφού είχε παρέλθει περίοδος άνω των έξι ετών από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2000/78 στο εθνικό δίκαιο. Συνεπώς, η αίτηση αυτή καλύπτεται από την οδηγία, όπως και η ενδεχόμενη μελλοντική χορήγηση συντάξεως επιζώντος στον σύντροφο του D. Parris.

39.      Το Ηνωμένο Βασίλειο αντιτείνει ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του D. Parris ανάγονται, σχεδόν εξ ολοκλήρου, σε χρόνο υπηρεσίας που καλύφθηκε κατά την περίοδο πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2000/78 και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσαν να υπαχθούν στο καθεστώς της ίσης μεταχειρίσεως που θεσπίζει η οδηγία.

40.      Η αντίρρηση αυτή όμως δεν ευσταθεί. Πιο συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, ένας νέος κανόνας δικαίου έχει εφαρμογή από της ενάρξεως ισχύος της πράξεως η οποία τον θεσπίζει και μολονότι δεν εφαρμόζεται επί εννόμων σχέσεων οι οποίες γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν οριστικώς υπό το κράτος του προγενέστερου νομικού πλαισίου, εφαρμόζεται εντούτοις στα μελλοντικά τους αποτελέσματα, καθώς και στις νέες έννομες σχέσεις. Το αντίθετο ισχύει, –υπό την επιφύλαξη της αρχής της μη αναδρομικότητας των νομικών πράξεων– μόνο σε περίπτωση που ο νέος αυτός κανόνας συνοδεύεται από ειδικές διατάξεις οι οποίες καθορίζουν συγκεκριμένα τις προϋποθέσεις διαχρονικής του εφαρμογής (19).

41.      Οι αρχές αυτές διέπουν και τη διαχρονική εφαρμογή της οδηγίας 2000/78. Για τον περιορισμό του διαχρονικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας κατά παρέκκλιση από τις εν λόγω γενικές αρχές θα απαιτούνταν ρητή πρόβλεψη από τον νομοθέτη της Ένωσης. Δεν υφίσταται όμως τέτοια ειδική διάταξη.

42.      Ως εκ τούτου, ορθώς το Δικαστήριο έχει κρίνει ήδη ότι η οδηγία 2000/78 εφαρμόζεται σε περιπτώσεις επαγγελματικών συντάξεων και συντάξεων επιζώντων στις οποίες τα σχετικά δικαιώματα είχαν γεννηθεί –ακριβώς όπως και εν προκειμένω– πολύ πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας και οι τυχόν καταβολές εισφορών ή οι περίοδοι αναφοράς ανάγονταν επίσης σε χρόνο προγενέστερο της ενάρξεως ισχύος της οδηγίας (20). Το Δικαστήριο –σε αντίθεση με την υπόθεση Barber (21) η οποία αφορούσε το άρθρο 119 Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 157 ΣΛΕΕ)– δεν προέβη σε ρητό χρονικό περιορισμό των αποτελεσμάτων της νομολογίας του σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις υπό το καθεστώς της οδηγίας 2000/78 (22). Πρέπει να σημειωθεί, άλλωστε, ότι δεν συνέτρεχε λόγος για τέτοιον περιορισμό, διότι μετά την απόφαση Barber ήταν αρκούντως σαφές για όλους τους ενδιαφερόμενους, ότι οι επαγγελματικές συντάξεις εμπίπτουν στην έννοια της αμοιβής κατά το δίκαιο της Ένωσης και ότι οι τυχόν απαγορεύσεις διακρίσεων εφαρμόζονται και ως προς αυτές.

43.      Ασφαλώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η απαγόρευση διακρίσεων που θεσπίζει η οδηγία 2000/78 δεν μπορεί να θεμελιώσει απαιτήσεις καταβολής για παρελθούσες περιόδους, οι οποίες προηγούνται της εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο (23). Τούτο όμως δεν θίγει την επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση αναγνώριση του δικαιώματος σε μελλοντική σύνταξη επιζώντος, διότι αυτή αφορά μόνο συνταξιοδοτικές παροχές καταβλητέες στο μέλλον, ακόμη και αν ο υπολογισμός των παροχών στηρίζεται σε προγενέστερο χρόνο υπηρεσίας ή προγενέστερες καταβολές εισφορών (24).

44.      Συνεπώς, τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης καλύπτονται από το διαχρονικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.

 Β –      Δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)

45.      Με το πρώτο του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, κατ’ ουσία, αν υφίσταται απαγορευόμενη από την οδηγία 2000/78 διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, σε περίπτωση που, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, αναγνωρίζεται δικαίωμα σε σύνταξη επιζώντος για τους ομόφυλους συντρόφους υπό τον όρο ότι έχουν συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του εργαζόμενου που είναι ασφαλισμένος στο οικείο σύστημα, όταν η σύναψη τέτοιου συμφώνου ή γάμου ήταν νομικώς αδύνατη για τους ενδιαφερόμενους πριν από τη συμπλήρωση του εν λόγω ηλικιακού ορίου.

46.      Δυσμενή διάκριση συνιστά μια άνιση μεταχείριση η οποία δεν είναι δικαιολογημένη (25). Από το γράμμα της οδηγίας 2000/78 δεν προκύπτει μεν σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών «άνιση μεταχείριση» και «διάκριση», πλην όμως ο νομοθέτης της Ένωσης δέχεται προφανώς ότι «ο διαχωρισμός μεταξύ της διαφορετικής μεταχείρισης που δικαιολογείται […] και των απαγορευμένων διακρίσεων είναι ουσιαστικής σημασίας» (26).

1.      Επί της οριοθετήσεως μεταξύ άμεσης και έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως

47.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, σκοπός της οδηγίας 2000/78 είναι η καταπολέμηση, στην απασχόληση και την εργασία, τόσο των άμεσων όσο και των έμμεσων δυσμενών διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.

48.      Από νομικής απόψεως, η οριοθέτηση μεταξύ άμεσης και έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως έχει καθοριστική σημασία πρωτίστως διότι οι δυνατότητες δικαιολογήσεώς της μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με το εάν η άνιση μεταχείριση που προϋποθέτουν συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τον γενετήσιο προσανατολισμό. Ιδίως, οι πιθανοί σκοποί που είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προκειμένου να δικαιολογηθεί άμεση άνιση μεταχείριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού παρουσιάζουν πολύ μικρότερη ποικιλία από εκείνους που μπορούν να δικαιολογήσουν την έμμεση άνιση μεταχείριση (27).

 α)      Επί της άμεσης δυσμενούς διακρίσεως λόγω γενετήσιου προσανατολισμού

49.      Άμεση δυσμενής διάκριση, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78, υφίσταται όταν σε ένα πρόσωπο επιφυλάσσεται, λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη η οποία επιφυλάσσεται, επιφυλάχθηκε ή θα επιφυλασσόταν, επί ανάλογης καταστάσεως, σε ένα άλλο πρόσωπο (άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1)· συνεπώς, η περίπτωση αυτή άνισης μεταχειρίσεως συνδέεται άμεσα με τον γενετήσιο προσανατολισμό.

50.      Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει εν προκειμένω, αντιθέτως προς την άποψη του D. Parris. Συγκεκριμένα, ασφαλιστικός όρος όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν συνδέεται άμεσα με τον γενετήσιο προσανατολισμό των εργαζομένων. Αντιθέτως, ο όρος αυτός είναι διατυπωμένος κατά τρόπο ουδέτερο και αφορά τόσο τους ομοφυλόφιλους όσο και τους ετεροφυλόφιλους εργαζομένους, αποκλείοντας εξίσου τους συντρόφους τους από τη λήψη συντάξεως επιζώντος, όταν ο γάμος ή το σύμφωνο συμβιώσεως δεν έχει συναφθεί πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του εργαζόμενου.

51.      Ασφαλώς, το Δικαστήριο, στη μέχρι τούδε νομολογία του επί διαφόρων απαγορευόμενων από το δίκαιο της Ένωσης διακρίσεων, έχει στηριχθεί κατά κανόνα στην ευρεία ερμηνεία της έννοιας της άμεσης διακρίσεως και έχει διαπιστώσει τέτοια διάκριση σε κάθε περίπτωση στην οποία ορισμένο μέτρο συνδεόταν άρρηκτα με τον εξεταζόμενο λόγο άνισης μεταχειρίσεως (28).

52.      Πάντως, στην εξεταζόμενη περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοιο άρρηκτο σύνδεσμο με τον γενετήσιο προσανατολισμό: το γεγονός και μόνον ότι εργαζόμενος δεν έχει συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας του –είτε λόγω νομικών κωλυμάτων είτε από ελεύθερη επιλογή– δεν τελεί σε άμεση σχέση με τον γενετήσιο προσανατολισμό του. Η μη σύναψη γάμου ή η σύναψη σχέσεως σε προχωρημένη ηλικία μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους. Παραδείγματος χάρη, εάν ο D. Parris είχε συνάψει γάμο με γυναίκα μετά τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας του, αυτή θα αποκλειόταν εξίσου από τη λήψη συντάξεως επιζώντος βάσει των σχετικών ασφαλιστικών όρων, όπως και ο τωρινός σύντροφός του.

53.      Επομένως, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την ευρέως γνωστή περίπτωση της εγκυμοσύνης η οποία, κατά τη νομολογία, συνδέεται τόσο άρρηκτα με το φύλο των εργαζομένων, ώστε κάθε αναφορά σε εγκυμοσύνη δύναται να θίξει, όπως είναι φυσικό, μόνον γυναίκες και επομένως μπορεί να οδηγήσει σε άμεση δυσμενή διάκριση (29).

 β)      Επί της έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως λόγω γενετήσιου προσανατολισμού

54.      Ωστόσο, πρέπει να εξετασθεί επίσης αν ασφαλιστικός όρος, όπως ο επίμαχος στην υπό κρίση υπόθεση, μπορεί να έχει ως συνέπεια την έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού. Τέτοια έμμεση διάκριση υφίσταται όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου με συγκεκριμένο γενετήσιο προσανατολισμό, σε σχέση με άλλα πρόσωπα (άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78).

55.      Αναμφίβολα, η απαίτηση συνάψεως γάμου ή συμφώνου συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του εργαζόμενου συνιστά κατά τα φαινόμενα ένα ουδέτερο κριτήριο, το οποίο δεν τελεί σε άμεση σχέση με τον γενετήσιο προσανατολισμό του εργαζόμενου, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω.

56.      Επίσης, δημιουργείται εκ πρώτης όψεως η εντύπωση ότι το κριτήριο αυτό έχει τις ίδιες ακριβώς συνέπειες για όλους τους εργαζομένους: όποιος έχει συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας του μπορεί να εξασφαλίσει, σε περίπτωση θανάτου, για τον επιζώντα σύντροφό του τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος από το επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, ενώ όποιος συνάπτει σχέση σε πιο προχωρημένη ηλικία στερείται τη δυνατότητα αυτή.

57.      Εντούτοις, κατόπιν προσεκτικότερης εξετάσεως, προκύπτει ότι το ως άνω ηλικιακό όριο των 60 ετών θίγει πολυάριθμους ομοφυλόφιλους εργαζομένους στην Ιρλανδία εντονότερα και με πιο δυσμενή τρόπο σε σχέση με τους ετεροφυλόφιλους συναδέλφους τους.

58.      Πράγματι, ενώ για τους ετεροφυλόφιλους η σύναψη γάμου πριν ή μετά το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους ήταν και είναι αποκλειστικώς ζήτημα προσωπικού σχεδιασμού και ελεύθερης επιλογής, οι ομοφυλόφιλοι στην Ιρλανδία ουδόλως είχαν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, την επιλογή να συνάψουν με τον σύντροφό τους κάποιου είδους σχέση αναγνωριζόμενη από την κρατική εξουσία. Συγκεκριμένα, στην Ιρλανδία, όλοι οι γεννηθέντες προ του 1951 ομοφυλόφιλοι εργαζόμενοι δεν επιτρεπόταν γενικώς να συνάψουν επίσημο δεσμό εγκαίρως μέχρι τα εξηκοστά τους γενέθλια, δεδομένου ότι στο κράτος μέλος αυτό ο θεσμός του συμφώνου συμβιώσεως εφαρμόζεται από το 2011, ενώ προηγουμένως ήταν δυνατή μόνον η συμβίωση ομόφυλων ζευγαριών υπό καθεστώς «παράνομων γάμων». Επομένως, τα πρόσωπα αυτά αδυνατούσαν, για νομικούς λόγους, να εξασφαλίσουν στους συντρόφους τους τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος από επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα και να τους παράσχουν, κατά τον τρόπο αυτό, ένα είδος ασφαλιστικής καλύψεως, πράγμα το οποίο ήταν αυτονόητο για τους ετεροφυλόφιλους συναδέλφους τους και τους συζύγους τους.

59.      Επομένως, η εξάρτηση της χορηγήσεως συντάξεως επιζώντος, όπως είναι η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, από τη σύναψη γάμου ή συμφώνου συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του εργαζόμενου μπορεί στην Ιρλανδία να λειτουργήσει ιδίως σε βάρος των ομοφυλόφιλων εργαζομένων που έχουν γεννηθεί πριν από το 1951.

60.      Το συμπέρασμα αυτό αρκεί για να διαπιστωθεί έμμεση διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού η οποία απαγορεύεται –υπό την επιφύλαξη τυχόν δικαιολογήσεως– βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78.

61.      Πράγματι, η διαπίστωση έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως δεν προϋποθέτει ούτε τη μειονεκτική μεταχείριση όλων των ομοφυλόφιλων εργαζομένων ούτε απαιτεί να μην προκαλείται ποτέ μειονέκτημα στους ετεροφυλόφιλους εργαζομένους (30). Αντιθέτως, σύμφωνα με τον ορισμό της έννοιας της έμμεσης διακρίσεως κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, αρκεί η σχετική διάταξη, κριτήριο ή πρακτική να «ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού» (εν προκειμένω: ομοφυλόφιλου εργαζομένου), «σε σχέση με άλλα άτομα» (εν προκειμένω: ετεροφυλόφιλους εργαζομένους).

62.      Αυτό ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω. Πράγματι, ακόμη και αν υπάρχουν ενδεχομένως ορισμένοι ετεροφυλόφιλοι εργαζόμενοι που δεν μπόρεσαν να τηρήσουν την απαίτηση του ηλικιακού ορίου των 60 ετών ή, αντιστρόφως, ορισμένοι ομοφυλόφιλοι εργαζόμενοι οι οποίοι ευνοήθηκαν από το ισχύον μετά το 2010/2011 νομικό καθεστώς και συνήψαν γάμο ή σύμφωνο συμβιώσεως πριν συμπληρώσουν το 60ό έτος της ηλικίας τους, ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση θίγει ιδιαιτέρως σοβαρά την ομάδα των ομοφυλόφιλων εργαζομένων, διότι πολλοί εξ αυτών, χωρίς υπαιτιότητά τους, αδυνατούσαν να τύχουν κρατικής αναγνωρίσεως για τη σχέση συμβιώσεως που διατηρούσαν και, ως εκ τούτου, να πληρούν τη βασική προϋπόθεση για τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος από το επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα.

63.      Τυχόν χρήση αυστηρότερων κριτηρίων για τη διαπίστωση έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως στην υπό κρίση υπόθεση δεν θα ήταν μόνον αντίθετη προς το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78 («ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση») και προς την επιταγή της ευρείας ερμηνείας των οδηγιών κατά των διακρίσεων (31), αλλά θα ήταν προ παντός δυσχερώς συμβιβάσιμη με τη μακρά νομολογία το Δικαστηρίου σε ζητήματα διακρίσεων –κυρίως όσον αφορά τις διακρίσεις λόγω ιθαγενείας (32) ή λόγω φύλου (33).

64.      Συνεπώς, ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση εμπίπτει στην κατηγορία της έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως λόγω γενετήσιου προσανατολισμού κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78.

2.      Εξέταση των δυνατοτήτων δικαιολογήσεως

65.      Εάν θεωρηθεί, σύμφωνα με την πρότασή μου, ότι ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, πρέπει περαιτέρω να εξετασθεί αν η σχετική άνιση μεταχείριση δύναται να δικαιολογηθεί με βάση την οδηγία 2000/78 ή αν, ελλείψει δυνατότητας δικαιολογήσεως, πρόκειται για απαγορευόμενη δυσμενή διάκριση.

66.      Έμμεση δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού μπορεί, από απόψεως περιεχομένου, να δικαιολογηθεί με βάση κάθε θεμιτό (νόμιμο) σκοπό, εφόσον το επίμαχο μέσο –εν προκειμένω: ο αποκλεισμός της χορηγήσεως συντάξεως επιζώντος σε περιπτώσεις συνάψεως γάμου ή συμφώνου συμβιώσεως μετά τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του εργαζόμενου– είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/78).

 α)      Θεμιτός σκοπός

67.      Από τους ασφαλιστικούς όρους του οικείου επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος δεν προκύπτει, κατά τα φαινόμενα, κανένα στοιχείο σχετικά με τους επιδιωκόμενους σκοπούς της επίμαχης ρυθμίσεως. Εκ πρώτης όψεως δεν καθίσταται σαφές για ποιον λόγο οι επιζώντες σύντροφοι των εργαζομένων που συνήψαν γάμο ή σύμφωνο συμβιώσεως μετά τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους δεν πρέπει να δικαιούνται σύνταξη επιζώντος.

68.      Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι μια τέτοια ρύθμιση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογηθεί με βάση το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/78. Ωστόσο, σε τέτοιες περιπτώσεις είναι σημαντικό να μπορεί να διαπιστωθεί βάσει άλλων στοιχείων, συναγόμενων από το γενικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η επίμαχη ρύθμιση, ο σκοπός τον οποίο αυτή ουσιαστικά επιδιώκει, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά τόσο η νομιμότητα του εν λόγω σκοπού όσο και ο πρόσφορος και αναγκαίος χαρακτήρας των μέσων που εφαρμόζονται για την επίτευξή του (34).

69.      Οπωσδήποτε, το γεγονός και μόνο ότι το ηλικιακό όριο των 60 ετών αποτελούσε το «σύνηθες» όριο κατά τον χρόνο δημιουργίας του επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι ο σκοπός που επιδιώκεται είναι θεμιτός (35).

70.      Μπορεί να γίνει δεκτό ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το ηλικιακό όριο για τη σύναψη γάμου ή συμφώνου συμβιώσεως έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι τη σύνταξη επιζώντος θα λάβουν μόνον οι επιζώντες σύζυγοι ή σύντροφοι που «αξίζουν» αυτήν την εξασφάλιση, διότι συμπαραστάθηκαν στον εργαζόμενο σε ιδιωτικό επίπεδο, κατά τον χρόνο ασκήσεως του επαγγέλματός του, παραιτούμενοι ενδεχομένως από την προοπτική ίδιας, ακόμη και αξιόλογης, βιοποριστικής δραστηριότητας. Τούτο ίσχυε κλασικά για τη σύζυγο που αναλάμβανε τον ρόλο της «νοικοκυράς» στο πλαίσιο του γάμου, σύμφωνα με το παραδοσιακό πρότυπο, και επικεντρωνόταν στις οικιακές εργασίες και στην ανατροφή των παιδιών. Αν το συνταξιοδοτικό σύστημα διαμορφωνόταν με βάση το ανωτέρω πρότυπο, ο επιζών σύζυγος ή σύντροφος ο οποίος συνδέθηκε με τον εργαζόμενο όταν αυτός βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία, προς το τέλος της επαγγελματικής του δραστηριότητας, θα αποκλειόταν από οποιοδήποτε πλεονέκτημα.

71.      Τούτο όμως δεν συμβαίνει στην εξεταζόμενη περίπτωση. Αντιθέτως, με αφετηρία την επιχειρηματολογία του Trinity College, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ρητώς ότι το ηλικιακό όριο των 60 ετών είχε ως σκοπό να αποτρέψει την «πρόσβαση στο εν λόγω σύστημα σε άτομα τα οποία λόγω της καταστάσεως της υγείας τους θα έθεταν σε κίνδυνο την οικονομική ισορροπία του συστήματος ή θα ήταν επιζήμια για άλλους ασφαλισμένους». Όπως προσέθεσε το Trinity College κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, η ανωτέρω προσέγγιση στηρίζεται στην παραδοχή ότι η υγεία των μετεχόντων σε συνταξιοδοτικό σύστημα επιδεινώνεται όσο αυξάνει η ηλικία τους και, επομένως, αυτοί ενδεχομένως θα δελεάζονταν να εξασφαλίσουν, για τους εκτός γάμου συντρόφους τους, τα πλεονεκτήματα του συνταξιοδοτικού συστήματος διά της συνάψεως γάμου σκοπιμότητας.

72.      Σε διαφορετικό τόνο, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το ηλικιακό όριο των 60 ετών έχει ως σκοπό να αποτρέψει το ενδεχόμενο οι εργαζόμενοι που συμμετέχουν στο επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα να συνάψουν γάμο –ή, από το 2011, σύμφωνο συμβιώσεως– όντας «ετοιμοθάνατοι», με μοναδικό σκοπό να εξασφαλίσουν σε οικείο τους πρόσωπο τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος με έξοδα του εργοδότη και όλων των λοιπών ασφαλισμένων (36).

73.      Υπό την επιφύλαξη σχετικής εξετάσεως εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, η επίμαχη ρύθμιση επιδιώκει, με πιο απλή διατύπωση, να εμποδίσει τυχόν καταχρηστικές ενέργειες σε βάρος της οικονομικής σταθερότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος. Σε αυτήν την επιδίωξη, η οποία ασφαλώς μπορεί να θεωρηθεί ως θεμιτός σκοπός (37), θα εστιάσω ακολούθως την ανάλυσή μου ως προς τον έλεγχο αναλογικότητας.

 β)      Έλεγχος αναλογικότητας

74.      Απομένει να εξετασθεί αν η επίμαχη ρύθμιση ήταν «πρόσφορη και αναγκαία» για την αποτροπή καταχρηστικών ενεργειών. Οι δύο αυτοί επιθετικοί προσδιορισμοί τους οποίους χρησιμοποιεί το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/78 παραπέμπουν εν τέλει στην αρχή της αναλογικότητας.

75.      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας συγκαταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Η αρχή αυτή απαιτεί τα λαμβανόμενα μέτρα να είναι πρόσφορα για την επίτευξη των νομίμως επιδιωκόμενων από την οικεία ρύθμιση σκοπών και να μην υπερβαίνουν αυτό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών (38). Συναφώς, εάν υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσότερων του ενός πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές· επιπροσθέτως, τα επιβαλλόμενα βάρη δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (39).

i)      Πρόσφορος χαρακτήρας

76.      Πρώτον, επιβάλλεται να διευκρινισθεί αν ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση είναι πρόσφορη (40) για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού –δηλαδή της αποτροπής καταχρηστικών ενεργειών.

77.      Αναμφίβολα, τέτοια ρύθμιση περιορίζει τις υποχρεώσεις που αφορούν τις παροχές του οικείου επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος και, κατ’ επέκταση, τις δυνατότητες καταχρηστικών ενεργειών.

78.      Εντούτοις, πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, μια ρύθμιση μπορεί να κριθεί πρόσφορη για τη διασφάλιση της επιτεύξεως του επιδιωκόμενου σκοπού μόνον αν αποσκοπεί όντως στην επίτευξή του κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό (41).

79.      Ως προς τούτο, μπορεί να δημιουργηθούν ορισμένες αμφιβολίες στην υπό κρίση υπόθεση, εάν ληφθεί υπόψη ότι μεμονωμένοι εργαζόμενοι ενδέχεται να βρίσκονται σε τόσο δεινή κατάσταση υγείας και πριν από το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους, ώστε να δελεασθούν να συνάψουν, καταχρηστικά, γάμο σκοπιμότητας προκειμένου να διασφαλίσουν την ασφαλιστική κάλυψη του συντρόφου τους. Αντιστρόφως, δεδομένης της γενικής αυξήσεως του προσδόκιμου ζωής του πληθυσμού και της τάσεως προς αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδοτήσεως (42), θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το αν υφίσταται πράγματι γενικός κίνδυνος καταχρήσεως ήδη από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας ή αν τέτοιος κίνδυνος θα ήταν, σήμερα, πιθανός μετά τη συμπλήρωση του 65ου ή ακόμη και του 70ού έτους ηλικίας.

80.      Εντούτοις, πρέπει συναφώς να υπομνησθεί ότι ο πρόσφορος χαρακτήρας ενός μέτρου πρέπει να κρίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει. Εφόσον το μέτρο έχει ως σκοπό, όπως εν προκειμένω, να αποκλείσει δυνητικές καταχρηστικές ενέργειες σχετικά με τη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών, ο πρόσφορος χαρακτήρας του δύσκολα μπορεί να εξαρτηθεί από την παντελή έλλειψη, στο εξής, περιπτώσεων καταχρήσεως (43).

81.      Αφετέρου, ο εργοδότης ο οποίος καθιερώνει προαιρετικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα και, επομένως, έχει καταρχήν το δικαίωμα να εξαρτά τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος από πρόσθετες προϋποθέσεις, πρέπει να διαθέτει ευρεία ευχέρεια για την επιλογή των μέτρων μέσω των οποίων θα επιτύχει τους σκοπούς του. Κατά συνέπεια, για τη διαπίστωση του πρόσφορου χαρακτήρα ασφαλιστικών όρων, όπως των επίμαχων στην υπό κρίση υπόθεση, θα πρέπει να ελέγχεται μόνο αν οι ρυθμίσεις που αυτοί περιλαμβάνουν είναι προδήλως απρόσφορες ή παράλογες για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού που επιδιώκει ο εργοδότης (44).

82.      Ασφαλώς, ρύθμιση όπως η επίμαχη δεν είναι προδήλως απρόσφορη για την αποτροπή καταχρηστικών ενεργειών.

ii)    Αναγκαίος χαρακτήρας

83.      Δεύτερον, επιβάλλεται να εξετασθεί αν ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, ήταν αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Ένα μέτρο είναι αναγκαίο όταν ο επιδιωκόμενος θεμιτός σκοπός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλο ηπιότερο και εξίσου πρόσφορο μέσο (45). Πρέπει, λοιπόν, να ερευνηθεί κατά πόσον υπήρχαν λιγότερο επαχθή μέσα προκειμένου να αποτραπεί η καταχρηστική χορήγηση συντάξεως επιζώντος.

84.      Οι ενδιαφερόμενοι θα υπέκειντο βεβαίως σε λιγότερο επαχθείς όρους, εάν στο πλαίσιο του επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος δεν προβλεπόταν κανένα γενικό ηλικιακό όριο για τη σύναψη γάμου ή συμφώνου συμβιώσεως, αλλά σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση επαληθευόταν χωριστά ότι δεν πρόκειται για γάμο ή σύμφωνο συμβιώσεως σκοπιμότητας και, επομένως, ότι δεν συντρέχει κίνδυνος καταχρηστικής χορηγήσεως συντάξεως επιζώντος. Λαμβανομένης υπόψη όμως της υπερβολικής διοικητικής επιβαρύνσεως που θα συνεπαγόταν μια τέτοια πρακτική, είναι μάλλον αμφίβολο κατά πόσον αυτή θα ήταν εξίσου πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού με το επίμαχο ηλικιακό όριο.

85.      Προκειμένου οι όροι χορηγήσεως συντάξεως επιζώντος από επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα να μπορούν να διαμορφωθούν κατά τρόπο προβλέψιμο και πρακτικά εφαρμόσιμο, ο εργοδότης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να τυποποιεί καταστάσεις βάσει γενικών κριτηρίων και να προβλέπει, για τον σκοπό αυτόν, κατηγορίες περιπτώσεων (46). Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται στον βαθμό που ο εργοδότης διαθέτει, όπως επισημάνθηκε ήδη, ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως κατά τη διαμόρφωση του προαιρετικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος που προσφέρει. Επομένως, τέτοιο σύστημα δεν μπορεί καταρχήν να αμφισβητηθεί, όταν οι ασφαλιστικοί όροι του έχουν διαμορφωθεί βάσει αξιών συναγόμενων από την κοινή πείρα, οι οποίες καθιστούν πιθανή την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού, εν πάση περιπτώσει στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων.

86.      Ωστόσο, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο εργοδότης δύναται να τυποποιεί τις διάφορες καταστάσεις βάσει γενικών κριτηρίων, το απόλυτο ηλικιακό όριο των 60 ετών είναι, προφανώς, ιδιαιτέρως επαχθές μέτρο. Κατά την εκτίμησή μου, ηπιότερο και εξίσου πρόσφορο μέσο θα συνιστούσε ο καθορισμός ελάχιστου χρόνου αναμονής μεταξύ της συνάψεως γάμου ή συμφώνου συμβιώσεως και της γενέσεως του δικαιώματος προς λήψη συντάξεως επιζώντος.

87.      Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να επιτευχθεί, με την ίδια ή και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, ο σκοπός της αποτροπής καταχρηστικής λήψεως παροχών του συνταξιοδοτικού συστήματος, εάν, αντί του απόλυτου ηλικιακού ορίου, προβλεπόταν ότι ο επιζών σύντροφος μπορεί να λάβει σύνταξη επιζώντος μόνον όταν μεταξύ του χρόνου συνάψεως γάμου ή συμφώνου συμβιώσεως με τον εργαζόμενο και του χρόνου θανάτου του εργαζόμενου μεσολαβεί ένας ελάχιστος αριθμός ετών –παραδείγματος χάρη, περίοδος τουλάχιστον πέντε ετών. Εξάλλου, τέτοιου είδους πρακτική δεν θα ήταν μόνον απλή και μη γραφειοκρατική στην εφαρμογή της, αλλά και συνεπής, από συστηματικής απόψεως, δεδομένου ότι αντίστοιχη προϋπόθεση χρονικής αποστάσεως μεταξύ δύο γεγονότων προβλέπεται, ούτως ή άλλως, και σε άλλο σημείο των ασφαλιστικών όρων (47).

88.      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, φρονώ ότι το επίμαχο ηλικιακό όριο των 60 ετών συνιστά μέτρο το οποίο –ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως και οι πρακτικές ανάγκες λειτουργίας του συνταξιοδοτικού συστήματος– υπερβαίνει αυτό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού που επιδιώκει ο εργοδότης.

iii) Μέτρο που θίγει υπέρμετρα τους εργαζομένους

89.      Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι το επίμαχο ηλικιακό όριο είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, επιβάλλεται, σε τρίτο στάδιο, να εξετασθεί η αναλογικότητά του εν στενή εννοία.

90.      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι τα λαμβανόμενα μέτρα, ακόμη και όταν είναι πρόσφορα και αναγκαία για την επίτευξη θεμιτών σκοπών, δεν επιτρέπεται να επάγονται μειονεκτήματα δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Με άλλη διατύπωση, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, δεν θίγει υπέρμετρα τα θεμιτά συμφέροντα των εργαζομένων (48). Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται εν τέλει η εξισορρόπηση των αντικρουόμενων συμφερόντων των εργαζομένων, όπως είναι ο D. Parris, και των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων.

91.      Σε περίπτωση όπως η εξεταζόμενη, η εξισορρόπηση πρέπει να επιτευχθεί μεταξύ, αφενός, των θεμιτών συμφερόντων του εργοδότη για την αποτροπή καταχρηστικών ενεργειών κατά τη λήψη παροχών του επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος και, αφετέρου, των εξίσου θεμιτών συμφερόντων των εργαζομένων για τη χορήγηση εύλογης συντάξεως επιζώντος στους επιζώντες συντρόφους τους.

92.      Εάν καταρχάς εξετασθούν οι αμιγώς οικονομικές επιπτώσεις της απαιτήσεως του D. Parris για την παροχή συντάξεως επιζώντος στον σύντροφό του, πρέπει ασφαλώς να ληφθεί υπόψη ότι η καταβολή κάθε επιπλέον παροχής εντείνει την πίεση στο επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα το οποίο αντιμετωπίζει, ούτως ή άλλως, σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες. Επίσης, τα οικονομικά του ιρλανδικού Δημοσίου, το οποίο έχει αναλάβει τις υποχρεώσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος από τα τέλη του 2009, είναι αναμφίβολα ιδιαιτέρως επιβαρυμένα κατόπιν της παγκόσμιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσεως που ξέσπασε το 2008.

93.      Περαιτέρω όμως πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι, βάσει των υφιστάμενων πληροφοριακών στοιχείων, το επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, από τον χρόνο ενάρξεως της λειτουργίας του, αναγνώριζε καταρχήν σε κάθε μετέχοντα εργαζόμενο και δικαίωμα λήψεως συντάξεως επιζώντος για τον επιζώντα σύζυγο του –ή, πλέον, και για τον επιζώντα καταχωρισμένο σύντροφό του– και μάλιστα χωρίς να επιβάλλεται η καταβολή επιπλέον ασφαλιστικών εισφορών προς τον σκοπό τούτο.

94.      Συνεπώς, εάν εργαζόμενος, όπως ο D. Parris, ζητεί σήμερα την αναγνώριση του δικαιώματος του συντρόφου του να λάβει επαγγελματική σύνταξη επιζώντος, δεν μπορεί να του αντιταχθεί ότι για τον σύντροφό του δεν έχουν καταβληθεί κατά το παρελθόν οι αναγκαίες εισφορές στο επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν ο D. Parris είχε συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβιώσεως πολύ πριν από τα εξηκοστά του γενέθλια, δεν θα είχαν καταβληθεί επιπλέον εισφορές και, ως εκ τούτου, το συνταξιοδοτικό σύστημα δεν θα ήταν πιο ενισχυμένο, από οικονομικής απόψεως, σε σύγκριση με την παρούσα κατάσταση, ώστε να καλύψει την καταβολή τυχόν συντάξεως επιζώντος (49).

95.      Εξάλλου, σε γενικές γραμμές γίνεται δεκτό ότι δυσμενείς διακρίσεις δεν δύνανται να στηριχθούν σε αμιγώς οικονομικές εκτιμήσεις. Κατά συνέπεια, η μη τήρηση της απαγορεύσεως διακρίσεων κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78 δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον κατ’ επίκληση οικονομικών επιβαρύνσεων ή ενδεχόμενων διοικητικών δυσχερειών (50).

96.      Επιπλέον, σε περίπτωση όπως η εξεταζόμενη, το επίμαχο ηλικιακό όριο θα είχε ως συνέπεια τον γενικό αποκλεισμό ολόκληρης ομάδας εργαζομένων από τη λήψη παροχών καταβαλλόμενων από επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα (51). Πράγματι, όλοι οι ομοφυλόφιλοι εργαζόμενοι που έχουν γεννηθεί πριν από το 1951 αδυνατούν εκ προοιμίου να εξασφαλίσουν στους επιζώντες συντρόφους τους ασφαλιστική κάλυψη υπό μορφή συντάξεως επιζώντος από το επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Ως προς αυτούς, το συνταξιοδοτικό σύστημα θέτει έναν όρο, ήτοι τη σύναψη γάμου ή συμφώνου συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους, τον οποίο αυτοί είναι αδύνατον να εκπληρώσουν –ανεξαρτήτως της βουλήσεώς τους ή του προσωπικού σχεδιασμού της ζωής τους.

97.      Τέτοιου είδους σοβαρή προσβολή των συμφερόντων ολόκληρης ομάδας εργαζομένων είναι εντελώς δυσανάλογη προς τον σκοπό του επίμαχου ηλικιακού ορίου, ο οποίος συνίσταται απλώς στην αποτροπή καταχρηστικών ενεργειών εκ μέρους μεμονωμένων ασφαλισμένων.

98.      Τούτο ισχύει οπωσδήποτε σε περιπτώσεις όπως η εξεταζόμενη η οποία, βάσει των διαπιστώσεων που περιέχονται στη διάταξη περί παραπομπής, δεν αφορά γάμο (ή σύμφωνο συμβιώσεως) σκοπιμότητας. Συγκεκριμένα, ο D. Parris και ο σύντροφός του είναι ζευγάρι τουλάχιστον επί 30 έτη και, κατά την πεποίθηση του αιτούντος δικαστηρίου, θα είχαν συνάψει γάμο προ πολλών ετών, εάν υφίστατο τέτοια νομική δυνατότητα.

99.      Με βάση τα ανωτέρω, το επίμαχο ηλικιακό όριο δεν στηρίζεται σε δίκαιη στάθμιση συμφερόντων και θίγει υπέρμετρα τα θεμιτά συμφέροντα των εργαζομένων. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να κριθεί σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, υφίσταται έμμεση δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού η οποία απαγορεύεται δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78.

 γ)      Επί της αυτονομίας των κρατών μελών ως προς τη ρύθμιση της οικογενειακής καταστάσεως

100. Το Trinity College, οι εφεσίβλητες αρχές, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η διαπίστωση δυσμενούς διακρίσεως λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα μπορούσε να προσδώσει, εν τοις πράγμασι, αναδρομική ισχύ στον θεσμό του συμφώνου συμβιώσεως που καθιερώθηκε από τον Ιρλανδό νομοθέτη το 2010 –και μόνον με χρονική ισχύ από το 2011. Το αποτέλεσμα αυτό δεν συνάδει με την αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2000/78.

101. Ωστόσο, η αντίρρηση αυτή είναι αβάσιμη.

102. Με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2000/78, ο νομοθέτης της Ένωσης διευκρίνισε ότι η οδηγία 2000/78 δεν θίγει τις εθνικές νομοθεσίες που αφορούν την οικογενειακή κατάσταση και τις παροχές που εξαρτώνται από αυτήν.

103. Εντούτοις, ερμηνεία και εφαρμογή της οδηγίας 2000/78, όπως αυτή που προτείνω εν προκειμένω, επ’ ουδενί υποχρεώνει το ιρλανδικό κράτος να μεταβάλει αναδρομικώς την οικογενειακή κατάσταση εργαζόμενου όπως ο D. Parris. Η προτεινόμενη ερμηνεία και εφαρμογή δεν έχει ιδίως ως αποτέλεσμα να θεωρηθούν ο D. Parris και ο σύντροφός του ως έγγαμοι σύζυγοι ή καταχωρισμένοι σύντροφοι για παρελθούσες χρονικές περιόδους. Ομοίως, η οδηγία 2000/78 δεν επιβάλλει στις εθνικές αρχές να χορηγήσουν στους ενδιαφερόμενους οποιαδήποτε παροχή που δεν αντιστοιχεί στην οικογενειακή τους κατάσταση.

104. Ο D. Parris και ο σύντροφός του συζούν σήμερα ως ζευγάρι αναγνωριζόμενο από το ιρλανδικό κράτος και ζητούν σήμερα –με ισχύ μόνο για το μέλλον– ορισμένη παροχή από το επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα η οποία αντιστοιχεί στην τωρινή οικογενειακή τους κατάσταση. Σε καμία περίπτωση δεν ζητούν τη χορήγηση πλεονεκτήματος το οποίο δεν δικαιούνται βάσει της οικογενειακής τους καταστάσεως. Ουδόλως ζητούν, μάλιστα, την αναδρομική χορήγηση τέτοιου πλεονεκτήματος. Επίσης δεν απαιτούν την αναδρομική μεταβολή της οικογενειακής τους καταστάσεως. Αντιθέτως, βάλλουν μόνον κατά ενός ασφαλιστικού όρου, του ηλικιακού ορίου των 60 ετών, το οποίο προβλέφθηκε στο παρελθόν και σήμερα εισάγει πλέον δυσμενή διάκριση σε βάρος τους.

105. Επομένως, η εξεταζόμενη περίπτωση δεν διαφέρει από τις υποθέσεις Maruko και Römer (52), στις οποίες διεκδικούνταν επίσης ορισμένες παροχές μόνο για τον χρόνο μετά την αναγνώριση εκ μέρους του κράτους των σχέσεων συμβιώσεως μεταξύ ομοφύλων, μολονότι οι λόγοι που θεμελίωναν δικαίωμα στις εν λόγω παροχές (καταβολές εισφορών ή σχετικοί χρόνοι υπηρεσίας) ανάγονταν στο μακρινό παρελθόν, και συγκεκριμένα σε χρόνο προγενέστερο της καθιερώσεως του θεσμού του συμφώνου συμβιώσεως.

106. Η οδηγία 2000/78 δεν περιέχει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι οι διατάξεις της παρέχουν προστασία αποκλειστικώς για έννομες σχέσεις που προέκυψαν μετά την έναρξη ισχύος της ή μετά την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο. Εάν τα έννομα αποτελέσματα μιας θεμελιώδους αρχής, όπως η απορρέουσα από το δίκαιο της Ένωσης αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, περιορίζονταν μόνο σε εντελώς νέες έννομες σχέσεις, θα απαιτούνταν πολλά έτη –και σε περίπτωση όπως η εξεταζόμενη πολλές δεκαετίες– έως ότου όλοι οι πολίτες της Ένωσης επωφεληθούν από την προστασία της.

107. Για τον λόγο αυτόν, όπως επισημάνθηκε ήδη (53), αποτελεί γενική αρχή ότι ένας νέος κανόνας δικαίου, όπως η απαγόρευση διακρίσεων με βάση το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78, δεν εφαρμόζεται μόνον επί εντελώς νέων εννόμων σχέσεων, αλλά και επί των παρόντων και μελλοντικών αποτελεσμάτων των εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν κατά το προγενέστερο δίκαιο. Συνέπεια της εν λόγω αρχής μπορεί επιπλέον να είναι ότι προγενέστερες διατάξεις οι οποίες εισάγουν διακρίσεις οφείλουν να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται στο εξής κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης ή και να μην εφαρμόζονται καθόλου (54).

108. Τούτο ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω. Το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί επανειλημμένως στο πνεύμα αυτό, εφαρμόζοντας τις διατάξεις των οδηγιών κατά των διακρίσεων σε παρούσες ή μελλοντικές πτυχές καταστάσεων των οποίων η αφετηρία εντοπίζεται ενίοτε στο απώτερο παρελθόν και σε κάθε περίπτωση πριν από την έναρξη ισχύος των εν λόγω οδηγιών (55).

109. Από νομικής απόψεως, δεν ευσταθεί ούτε η αντίρρηση ότι, σε περίπτωση όπως η εξεταζόμενη, το ιρλανδικό κράτος θα βρισκόταν σε ευνοϊκότερη θέση –τουλάχιστον σε οικονομικό επίπεδο–, εάν δεν καθιερωνόταν ο θεσμός του συμφώνου συμβιώσεως και δεν επιτρεπόταν ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών. Πιο συγκεκριμένα, το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει επί του παρόντος την αρμοδιότητα των κρατών μελών σε σχέση με την οικογενειακή κατάσταση και τις παροχές που εξαρτώνται από αυτήν. Τα κράτη μέλη όμως οφείλουν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας τους, να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων (56). Επομένως, εφόσον κράτος μέλος αναγνωρίζει επισήμως τη σχέση των ομόφυλων συντρόφων και παρέχει στους ενδιαφερομένους δικαιώματα και υποχρεώσεις παρόμοια με εκείνα των συζύγων, δεν επιτρέπεται πλέον να εισάγει διακρίσεις σε βάρος τους έναντι των συζύγων (57).

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

110. Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι υφίσταται έμμεση δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, η οποία απαγορεύεται βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, όταν στο πλαίσιο συστήματος επαγγελματικής συνταξιοδοτήσεως το δικαίωμα σε σύνταξη επιζώντος για ομόφυλους συντρόφους παρέχεται υπό τον όρο ότι το σχετικό σύμφωνο συμβιώσεως έχει συναφθεί πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του εργαζομένου που είναι ασφαλισμένος στο οικείο σύστημα, εφόσον συγχρόνως η σύναψη τέτοιου συμφώνου συμβιώσεως ή γάμου ήταν νομικώς αδύνατη για τους ενδιαφερόμενους πριν από τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου ηλικιακού ορίου.

 Γ –      Δυσμενής διάκριση λόγω ηλικίας (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

111. Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινισθεί αν υφίσταται απαγορευόμενη βάσει της οδηγίας 2000/78/ΕΚ διάκριση λόγω ηλικίας, όταν στο πλαίσιο συστήματος επαγγελματικής συνταξιοδοτήσεως το δικαίωμα σε σύνταξη επιζώντος για ομόφυλους συντρόφους παρέχεται υπό τον όρο ότι το σχετικό σύμφωνο συμβιώσεως έχει συναφθεί πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του εργαζόμενου που είναι ασφαλισμένος στο οικείο σύστημα, εφόσον συγχρόνως η σύναψη τέτοιου συμφώνου συμβιώσεως ή γάμου ήταν νομικώς αδύνατη για τους ενδιαφερόμενους πριν από τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου ηλικιακού ορίου.

112. Το ερώτημα τούτο υποβάλλεται μόνο για την περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα. Δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του πρώτου ερωτήματος, δέχθηκα ότι υφίσταται απαγορευόμενη κατά το δίκαιο της Ένωσης δυσμενής διάκριση, τυπικώς παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα. Χάριν πληρότητας όμως θα εξετάσω και αυτό το ερώτημα.

1.      Επί της οριοθετήσεως μεταξύ άμεσης και έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως

113. Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, σκοπός της οδηγίας 2000/78 είναι η καταπολέμηση, στην απασχόληση και την εργασία, τόσο των άμεσων όσο και των έμμεσων δυσμενών διακρίσεων λόγω ηλικίας.

114. Άμεση δυσμενής διάκριση λόγω ηλικίας κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78 υφίσταται όταν σε ένα πρόσωπο επιφυλάσσεται, λόγω ηλικίας, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη η οποία επιφυλάσσεται, επιφυλάχθηκε ή θα επιφυλασσόταν, επί ανάλογης καταστάσεως, σε ένα άλλο πρόσωπο (άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1)· συνεπώς, η περίπτωση αυτή άνισης μεταχειρίσεως συνδέεται άμεσα με την ηλικία. Αντιθέτως, υφίσταται απλώς έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας, όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση προσώπου μιας ορισμένης ηλικίας σε σχέση με άλλα πρόσωπα (άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ).

115. Το επίμαχο ηλικιακό όριο συνδέεται άμεσα με την ηλικία, καθόσον προβλέπει ρητώς ότι οι εργαζόμενοι που συμμετέχουν στο επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα πρέπει να έχουν συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους, προκειμένου ο επιζών σύντροφός τους να δικαιούται σύνταξη επιζώντος.

116. Συνεπώς, υφίσταται άμεση δυσμενής διάκριση λόγω ηλικίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78: εργαζόμενοι οι οποίοι έχουν συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβιώσεως μετά από τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους, υφίστανται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από τους εργαζομένους που έχουν συνάψει τέτοια σχέση σε νεότερη ηλικία.

117. Κατά της διαπιστώσεως άμεσης δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας σε βάρος του εργαζομένου –δηλαδή του D. Parris στην προκειμένη περίπτωση– δεν μπορεί να προβληθεί το επιχείρημα ότι το πραγματικό οικονομικό μειονέκτημα σε σχέση με το επίμαχο ηλικιακό όριο δεν θίγει τον ίδιο αλλά τον επιζώντα σύντροφό του ο οποίος θα στερηθεί τη σύνταξη επιζώντος. Συγκεκριμένα, από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης, η σύνταξη επιζώντος συνιστά ετεροχρονισμένη αμοιβή του εργαζόμενου, μολονότι η αμοιβή αυτή δεν καταβάλλεται όσο αυτός είναι εν ζωή, αλλά παρέχεται στον επιζώντα σύντροφό του (58). Πέραν τούτου, όπως καταδεικνύει με ιδιαίτερη σαφήνεια η υπό κρίση υπόθεση, το επίμαχο ηλικιακό όριο στερεί από έναν εργαζόμενο, όπως είναι ο D. Parris, ακόμη και σε εντελώς προσωπικό επίπεδο, το μη οικονομικής φύσεως πλεονέκτημα να μπορεί να διασφαλίσει την ασφαλιστική κάλυψη του συντρόφου του όσο είναι εν ζωή, δηλαδή να «τακτοποιήσει τα του οίκου του».

118. Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι το επίμαχο ηλικιακό όριο θίγει μόνον τον επιζώντα σύντροφο εργαζόμενου όπως ο D. Parris –δηλαδή τον επιζώντα σύζυγο ή τον καταχωρισμένο σύντροφο–, τούτο δεν θα ανέτρεπε εν προκειμένω τη διαπίστωση άμεσης δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας. Πιο συγκεκριμένα, στη νομολογία έχει διευκρινισθεί ότι άμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 υφίσταται και όταν σε ένα πρόσωπο επιφυλάσσεται μειονεκτική μεταχείριση συνδεόμενη άμεσα με έναν από τους λόγους δυσμενούς διακρίσεως που παρατίθενται στην οδηγία (59). Με πιο απλή διατύπωση, ένα πρόσωπο μπορεί να υπάρξει θύμα άμεσης δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας ακόμη και αν δεν πρόκειται για τη δική του ηλικία αλλά για την ηλικία ενός οικείου του. Πράγματι, η οδηγία 2000/78 δεν προστατεύει μόνο μια συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων, αλλά απαγορεύει απλώς τις δυσμενείς διακρίσεις λόγω της ηλικίας, χωρίς να τις συναρτά κατ’ ανάγκη με την ηλικία του προσώπου που υφίσταται τη δυσμενή διάκριση (60).

2.      Εξέταση των δυνατοτήτων δικαιολογήσεως

119. Εντούτοις, ηλικιακό όριο, όπως το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση, μπορεί να συνεπάγεται απαγορευόμενη από την οδηγία 2000/78 δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας μόνο στον βαθμό που η προβλεπόμενη με αυτό άμεση άνιση μεταχείριση λόγω ηλικίας δεν είναι δικαιολογημένη. Οι απαιτήσεις που θέτει το δίκαιο της Ένωσης σε σχέση με τους λόγους που δικαιολογούν τέτοια άνιση μεταχείριση απορρέουν από το άρθρο 2, παράγραφος 5, το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 6 της οδηγίας 2000/78 (61).

120. Μόνον η τελευταία διάταξη έχει σημασία στην προκειμένη περίπτωση. Στα προδικαστικά του ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται μόνο στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 (βλ. σχετικά, ακολούθως, ενότητα α). Ωστόσο, όπως προκύπτει από το σύνολο της διατάξεως περί παραπομπής, καθώς και από τις διευκρινιστικές παρατηρήσεις του Labour Court, είναι χρήσιμη και η εξέταση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας (βλ. σχετικά, κατωτέρω, ενότητα β).

 α)      Αδυναμία δικαιολογήσεως βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78

121. Στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 προβλέπονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να καθορίζονται όρια ηλικίας και να χρησιμοποιούνται κριτήρια ηλικίας στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, χωρίς τούτο να συνεπάγεται απαγορευόμενη κατά το δίκαιο της Ένωσης διάκριση λόγω ηλικίας.

122. Η διάταξη ισχύει ρητώς μόνο για επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που καλύπτουν τους κινδύνους του γήρατος και της αναπηρίας (62). Τέτοιο σύστημα είναι και το εξεταζόμενο, εν προκειμένω, καθόσον η σύνταξη επιζώντος που διεκδικεί ο D. Parris για τον σύντροφό του αποτελεί ένα είδος συντάξεως γήρατος.

i)      Επί των τριών ομάδων περιπτώσεων του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78

123. Από απόψεως περιεχομένου, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας επιτρέπει ακριβώς τρία είδη παρεκκλίσεων από την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, της οδηγίας: πρώτον, τον καθορισμό ηλικιακών ορίων ως προϋπόθεση για την ένταξη σε επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, δεύτερον, τον καθορισμό ηλικιακών ορίων για τη χορήγηση παροχών συνταξιοδοτήσεως ή αναπηρίας και, τρίτον, τη χρήση κριτηρίων ηλικίας στο πλαίσιο αναλογιστικών υπολογισμών (63). Σε αντίθεση με την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, πρόκειται συναφώς για τρεις ανεξάρτητες ομάδες περιπτώσεων. Εάν το ηλικιακό όριο καλύπτεται από μία εξ αυτών των ομάδων περιπτώσεων, η οικεία ρύθμιση μπορεί να κριθεί δικαιολογημένη δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας.

124. Εντούτοις, ηλικιακό όριο όπως το επίμαχο δεν μπορεί να υπαχθεί άμεσα σε καμία από αυτές τις τρεις ομάδες περιπτώσεων.

125. Καταρχάς, το επίμαχο ηλικιακό όριο δεν συνιστά προϋπόθεση για την ένταξη σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα (πρώτη ομάδα περιπτώσεων). Συγκεκριμένα, ασφαλισμένος στο συνταξιοδοτικό σύστημα είναι ο D. Parris, όπως τόνισαν και το Trinity College και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ο D. Parris έχει ενταχθεί στο σύστημα από το 1972, λόγω της σχέσεως εργασίας με το Trinity College, και η ένταξη αυτή δεν εξαρτήθηκε ποτέ από το αν και πότε συνήψε γάμο ή σύμφωνο συμβιώσεως.

126. Ομοίως, το εν λόγω ηλικιακό όριο δεν καθορίζει την απαιτούμενη ηλικία για τη λήψη παροχών (δεύτερη ομάδα περιπτώσεων). Το αν η ηλικία του συντρόφου του D. Parris του εξασφαλίζει το δικαίωμα να λάβει σύνταξη επιζώντος δεν προκύπτει από το επίμαχο ηλικιακό όριο των 60 ετών, διότι αυτό δεν συνδέεται με τη δική του ηλικία, αλλά με την ηλικία του D. Parris κατά τον χρόνο συνάψεως του συμφώνου συμβιώσεως ή του γάμου τους.

127. Τέλος, κατά τις ρητές διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, το ηλικιακό όριο των 60 ετών δεν συνιστά επίσης κριτήριο το οποίο χρησιμοποιείται για αναλογιστικούς υπολογισμούς στο πλαίσιο του επίμαχου επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος (64) (τρίτη ομάδα περιπτώσεων).

ii)    Επί του ζητήματος της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78

128. Ασφαλώς, θα μπορούσε να μην αποκλειστεί ευρύτερη ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 και το ηλικιακό όριο των 60 ετών να εκληφθεί ως προϋπόθεση για την ένταξη σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα (πρώτη ομάδα περιπτώσεων) ή για τη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών (δεύτερη ομάδα περιπτώσεων). Άλλωστε δεν χωρεί αμφιβολία ότι το επίμαχο ηλικιακό όριο συνιστά όρο που πρέπει να πληρούται, ώστε το συνταξιοδοτικό σύστημα να καλύψει και τον επιζώντα σύζυγο ή σύντροφο εργαζόμενου (κατ’ αναλογία προς την «προϋπόθεση για την ένταξη» κατά την έννοια της πρώτης ομάδας περιπτώσεων) και ο επιζών σύζυγος ή σύντροφος να μπορεί να λάβει σύνταξη επιζώντος (κατ’ αναλογία προς την «προϋπόθεση για την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδοτήσεως» κατά την έννοια της δεύτερης ομάδας περιπτώσεων).

129. Κατόπιν προσεκτικής αναλύσεως, όμως, δεν χωρεί αναλογική εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας στην περίπτωση ηλικιακού ορίου όπως το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση.

130. Συγκεκριμένα, αφενός, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 εισάγει εξαίρεση η οποία χρήζει στενής ερμηνείας (65) και δεν μπορεί να επεκτείνεται, κατ’ αναλογία, σε περισσότερες περιπτώσεις από εκείνες που έχει προβλέψει με συγκεκριμένο τρόπο ο νομοθέτης της Ένωσης (66). Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται στον βαθμό που η απαρίθμηση των μέτρων τα οποία επιτρέπονται κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας είναι εξαντλητική και όχι ενδεικτική όπως εκείνη του άρθρου 6, παράγραφος 1 (67).

131. Αφετέρου, το επίμαχο στην προκειμένη περίπτωση ηλικιακό όριο δεν έχει τον ίδιο σκοπό με τα κλασικά όρια ηλικίας για την ένταξη σε συνταξιοδοτικό σύστημα ή για τη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας. Τέτοια κλασικά όρια ηλικίας εξασφαλίζουν την τήρηση ισορροπημένης αντιστοιχίας μεταξύ του προβλεπόμενου προσδόκιμου ζωής του προσώπου που θα λάβει συνταξιοδοτικές παροχές –και, επομένως, της προβλεπόμενης διάρκειας λήψεως των παροχών–, αφενός, και των καταβληθεισών εισφορών, αφετέρου. Ηλικιακό όριο, όπως το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση, είναι εκ προοιμίου αδύνατον να εκπληρώσει τέτοιον σκοπό. Συγκεκριμένα, από το όριο αυτό δεν προκύπτει κανένα στοιχείο σχετικά με τη διάρκεια ασφαλίσεως του εργαζόμενου (εν προκειμένω, δηλαδή, του D. Parris) στο επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, ούτε σχετικά με την ηλικία –και εμμέσως σχετικά με το προσδόκιμο ζωής– του προσώπου που θα λάβει συνταξιοδοτικές παροχές (εν προκειμένω, δηλαδή, του συντρόφου D. Parris).

132. Συνεπώς, ηλικιακό όριο, όπως το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση, δεν δύναται να δικαιολογηθεί με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας, ακόμη και αν η διάταξη αυτή εφαρμοσθεί κατ’ αναλογία.

 β)      Αδυναμία δικαιολογήσεως βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78

133. Απομένει να εξετασθεί αν ένα ηλικιακό όριο των 60 ετών, όπως το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση, δύναται να δικαιολογηθεί με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

134. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας επιτρέπει, κατ’ ουσία, άνιση μεταχείριση λόγω ηλικίας εφόσον επιδιώκεται θεμιτός σκοπός και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, ενώ ως θεμιτοί σκοποί νοούνται οι «θεμιτ[οί] στόχ[οι] της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης».

135. Ωστόσο, ηλικιακό όριο, όπως το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση, είναι πρόδηλο ότι δεν επιδιώκει την επίτευξη κανενός σκοπού της πολιτικής στους τομείς της απασχολήσεως, της εργασίας ή της καταρτίσεως. Ομοίως, όπως προκύπτει από όλα τα διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία, δεν αποσκοπεί στην «κοινωνική αναγνώριση» της μακρόχρονης συμβιώσεως με τον εργαζόμενο –βλ. «ανάληψη ρόλου νοικοκυράς στο πλαίσιο του γάμου» (68). Αντιθέτως, έχει ως μοναδικό σκοπό την αποτροπή καταχρηστικών ενεργειών στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος και, ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει να εξεταστεί μόνον ως προς αυτόν τον σκοπό.

136. Ασφαλώς, εκ πρώτης όψεως, ένα μέτρο για την καταπολέμηση των καταχρηστικών ενεργειών δεν αποκλείεται να στηρίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας. Πράγματι, η χρήση του επιρρήματος «ιδίως» από την εν λόγω διάταξη θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ρητή αναφορά του νομοθέτη της Ένωσης σε «θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης» συνιστά απλώς ενδεικτική και όχι εξαντλητική απαρίθμηση, η οποία δεν αποκλείει τον καθορισμό ορίων ηλικίας για την επιδίωξη άλλων θεμιτών σκοπών.

137. Εντούτοις, όπως έχει κρίνει επανειλημμένως το Δικαστήριο (69), κοινό στοιχείο όλων των «θεμιτών στόχων» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αποτελεί ο κοινωνικοπολιτικός τους χαρακτήρας. Μόνο σε σχέση με τους κοινωνικοπολιτικούς σκοπούς στερείται η απαρίθμηση του άρθρου 6, παράγραφος 1, εξαντλητικού χαρακτήρα. Αντιθέτως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεν παρέχει κανένα νομικό έρεισμα για άνιση μεταχείριση λόγω ηλικίας που δεν εξυπηρετεί κοινωνικοπολιτικούς σκοπούς.

138. Η νομολογία αυτή γίνεται αντιληπτή εάν ληφθεί υπόψη η λειτουργία και η συστηματική ένταξη του άρθρου 6, παράγραφος 1, στο συνολικό πλαίσιο της οδηγίας 2000/78. Πρόκειται για ειδική διάταξη η οποία αποσκοπεί, πρωτίστως, στη δικαιολόγηση άμεσης άνισης μεταχειρίσεως λόγω ηλικίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας.

139. Μολονότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας μπορεί να δικαιολογήσει, αναμφίβολα, πολυάριθμες περιπτώσεις τέτοιας άνισης μεταχειρίσεως, η εν λόγω διάταξη δεν επιτρέπεται να ερμηνευθεί κατά τρόπο τόσο ευρύ ώστε να καθιστά δυνατή την επιδίωξη οποιουδήποτε θεμιτού (νόμιμου) σκοπού. Ειδάλλως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας θα είχε το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας, το οποίο δικαιολογεί περιπτώσεις έμμεσης άνισης μεταχειρίσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα καταργούνταν η διαφοροποίηση μεταξύ άμεσης και έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας και οι ενδεχόμενοι δικαιολογητικοί λόγοι θα ήταν οι ίδιοι και για τις δύο κατηγορίες. Αυτό δεν θα ήταν ορθό από συστηματικής απόψεως.

140. Πιο συγκεκριμένα, βάσει της συστηματικής διαρθρώσεως της οδηγίας –όπως ισχύει, εν γένει, και στο δίκαιο της Ένωσης– έμμεση άνιση μεταχείριση δύναται να δικαιολογηθεί κατ’ επίκληση κάθε θεμιτού σκοπού, υπό την προϋπόθεση τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, ενώ για τη δικαιολόγηση άμεσης άνισης μεταχειρίσεως ισχύουν αυστηρότερα κριτήρια, με αποτέλεσμα να επιτρέπεται μόνον η επιδίωξη σκοπών που προβλέπονται ρητώς στο δίκαιο της Ένωσης.

141. Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν μπορεί να καλύπτει θεμιτούς σκοπούς οποιουδήποτε άλλου είδους πέραν εκείνων του τομέα κοινωνικής πολιτικής που προβλέπονται ρητώς στην εν λόγω διάταξη.

142. Επομένως, ηλικιακό όριο, όπως το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση, το οποίο δεν εξυπηρετεί αυθεντικούς κοινωνικοπολιτικούς σκοπούς, σύμφωνα με τα διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία, δεν δύναται να δικαιολογηθεί με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας.

 γ)      Τελική παρατήρηση επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

143. Μόνο για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν θα συμφωνήσει με την εκτίμησή μου και θα δεχθεί πιο ευρεία ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, ή παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78, επισημαίνω ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (70).

144. Φρονώ ότι ο έλεγχος αναλογικότητας σε σχέση με τη δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο που συνήγαγα ανωτέρω (71) ως προς τη δυσμενή διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.

145. Δεν διαφαίνεται κανένας λόγος για τον οποίο το ηλικιακό όριο των 60 ετών θα έπρεπε να κριθεί ευνοϊκότερα, από απόψεως αναλογικότητας, όταν η δυσμενής διάκριση συνδέεται με την ηλικία και όχι με τον γενετήσιο προσανατολισμό. Αν επιβαλλόταν πάντως διαφορετική προσέγγιση, αυτή θα συνίστατο στον αυστηρότερο έλεγχο αναλογικότητας στο πλαίσιο της δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας, διότι πρόκειται συναφώς για άμεση άνιση μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, ενώ σε σχέση με τον γενετήσιο προσανατολισμό υφίσταται μόνον έμμεση άνιση μεταχείριση κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας. Υπέρ της εφαρμογής αυστηρού κριτηρίου κατά τον έλεγχο αναλογικότητας συνηγορεί, εξάλλου, το γεγονός ότι η δυσμενής μεταχείριση εργαζομένων όπως ο D. Parris, στην προκειμένη περίπτωση, δεν συνδέεται μόνο με τον παράγοντα της ηλικίας, αλλά και με τον γενετήσιο προσανατολισμό των ενδιαφερομένων, δηλαδή ενισχύεται και από έναν δεύτερο παράγοντα από εκείνους που παρατίθενται στο άρθρο 1 της οδηγίας.

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

146. Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω, ως προς το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται άμεση δυσμενής διάκριση λόγω ηλικίας, η οποία απαγορεύεται βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, όταν στο πλαίσιο συστήματος επαγγελματικής συνταξιοδοτήσεως το δικαίωμα σε σύνταξη επιζώντος για ομόφυλους συντρόφους παρέχεται υπό τον όρο ότι το σχετικό σύμφωνο συμβιώσεως έχει συναφθεί πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του εργαζόμενου που είναι ασφαλισμένος στο οικείο σύστημα, εφόσον συγχρόνως η σύναψη τέτοιου συμφώνου συμβιώσεως ή γάμου ήταν νομικώς αδύνατη για τους ενδιαφερόμενους πριν από τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου ηλικιακού ορίου.

 Δ       Δυσμενής διάκριση ως αποτέλεσμα του συνδυασμού περισσότερων παραγόντων (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)

147. Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν στο πλαίσιο της οδηγίας 2000/78 μπορεί να διαπιστωθεί απαγορευόμενη δυσμενής διάκριση ακόμη και όταν η δυσμενής διάκριση που οφείλεται σε ορισμένο μέτρο δεν δύναται να στηριχθεί μόνο στην ηλικία ή μόνο στον γενετήσιο προσανατολισμό, αλλά οφείλεται στον συνδυασμό αυτών των δύο λόγων άνισης μεταχειρίσεως.

148. Το ερώτημα αυτό υποβάλλεται μόνο για την περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα. Δεδομένου ότι στο πλαίσιο και των δύο προηγούμενων ερωτημάτων δέχθηκα ότι υφίσταται απαγορευόμενη κατά το δίκαιο της Ένωσης δυσμενής διάκριση, αφενός, λόγω γενετήσιου προσανατολισμού (έμμεση δυσμενής διάκριση) (72) και, αφετέρου, λόγω ηλικίας (άμεση δυσμενής διάκριση) (73), τυπικώς παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα. Χάριν πληρότητας όμως θα εξετάσω συμπληρωματικώς και αυτό το ερώτημα.

149. Με το ερώτημα αυτό ζητείται, κατ’ ουσία, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται, βάσει της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά το δίκαιο της Ένωσης, η μειονεκτική μεταχείριση προσώπων η οποία απορρέει από τον συνδυασμό δύο ή περισσότερων λόγων άνισης μεταχειρίσεως (74). Μολονότι το Δικαστήριο έχει εξετάσει στο παρελθόν περιπτώσεις στις οποίες υποκρυπτόταν τέτοιος συνδυασμός παραγόντων (75), δεν έχει παρασχεθεί μέχρι σήμερα σε καμία υπόθεση –από όσα δύναμαι να γνωρίζω– η συγκεκριμένη δυνατότητα για να λάβει θέση το Δικαστήριο επί του ζητήματος αυτού.

150. Το εν λόγω ζήτημα έχει απασχολήσει προ πολλού τη θεωρία τόσο εντός όσο και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης (76). Παραδείγματος χάρη, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής συζητούνταν, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο τρόπος διαχειρίσεως των περιπτώσεων στις οποίες ορισμένα μέτρα είχαν επιπτώσεις ιδίως σε βάρος των γυναικών με συγκεκριμένο χρώμα δέρματος (77).

151. Τα τελευταία έτη, το εν λόγω ζήτημα εξετάσθηκε παρεμπιπτόντως και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (78) και από την Επιτροπή (79). Για τον λόγο αυτό, προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή δεν έλαβε συγκεκριμένη θέση επί τούτου.

152. Ασφαλώς, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει θεσπίσει ρητό κανόνα για το εξεταζόμενο ζήτημα. Ωστόσο, δεν θα έπρεπε να συναχθεί το πρόωρο συμπέρασμα ότι η οδηγία 2000/78 δεν παρέχει καμία λύση σε περίπτωση συνδυασμού διαφόρων λόγων άνισης μεταχειρίσεως. Πιο συγκεκριμένα, αρκετά σημεία της οδηγίας μαρτυρούν ότι οι συντάκτες της γνώριζαν οπωσδήποτε το ζήτημα και θεώρησαν δεδομένο ότι αυτό δύναται να επιλυθεί δεόντως με τις ρυθμίσεις που περιλαμβάνει η οδηγία (80).

153. Ο συνδυασμός δύο ή περισσότερων λόγων άνισης μεταχειρίσεως αποτελεί ιδιαιτερότητα η οποία προσδίδει νέα διάσταση σε περίπτωση όπως η υπό κρίση και πρέπει να ληφθεί δεόντως υπόψη κατά την εξέτασή της υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα, με βάση τη σημασία της απαγορεύσεως που θεσπίζεται στο άρθρο 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78, δεν θα ήταν εύλογος ο κατακερματισμός πραγματικών περιστατικών όπως αυτών της εξεταζόμενης περιπτώσεως και η χωριστή εξέτασή τους αποκλειστικώς και μόνον υπό το πρίσμα του ενός ή του άλλου λόγου άνισης μεταχειρίσεως. Επομένως, ο βασικός κανόνας της οδηγίας, κατά τον οποίο δεν επιτρέπεται καμία δυσμενής διάκριση για έναν από τους προβλεπόμενους λόγους άνισης μεταχειρίσεως (άρθρο 2, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 της οδηγίας), πρέπει να εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις στις οποίες τυχόν δυσμενής διάκριση οφείλεται σε συνδυασμό περισσότερων του ενός λόγων.

154. Εάν δεν μπορεί να διαπιστωθεί μειονεκτική μεταχείριση με βάση έναν μόνον από τους λόγους άνισης μεταχειρίσεως που παρατίθενται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 (θρησκεία, πεποιθήσεις, ειδικές ανάγκες, ηλικία ή γενετήσιος προσανατολισμός), όπως θεωρεί δεδομένο και το αιτούν δικαστήριο για την υποβολή του τρίτου ερωτήματος, φρονώ ότι τα πραγματικά περιστατικά οφείλουν να διερευνηθούν υπό το πρίσμα της έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως. Σε τέτοια περίπτωση, δηλαδή, πρέπει να εξετασθεί με βάση το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας, αν ειδικά ο συνδυασμός δύο ή περισσότερων λόγων άνισης μεταχειρίσεως ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση των προσώπων τα οποία αφορά το επίμαχο μέτρο.

155. Εάν η μειονεκτική μεταχείριση η οποία οφείλεται σε έναν από τους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, επαρκεί προκειμένου να υπαχθούν ορισμένα πραγματικά περιστατικά στην κατηγορία της έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας (81), δεν νοείται διαφορετική αντιμετώπιση όταν η μειονεκτική μεταχείριση των οικείων προσώπων δεν προκαλείται μόνον από έναν παράγοντα, αλλά από το συνδυασμό δύο ή περισσότερων τέτοιων παραγόντων. Πράγματι, η εμβέλεια της απαγορεύσεως διακρίσεων που θεσπίζει η οδηγία 2000/78 δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενώς, δεδομένου του θεμελιώδους χαρακτήρα της (82).

156. Επομένως, σε περίπτωση όπως η εξεταζόμενη, η εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78 θα είχε ως αποτέλεσμα τη διαπίστωση μειονεκτικής μεταχειρίσεως εργαζομένων, όπως ο D. Parris, λόγω του συνδυασμού του γενετήσιου προσανατολισμού και της ηλικίας τους και μάλιστα για τον λόγο ότι οι ασφαλιστικοί όροι δημιουργούν de facto ένα καθεστώς στο πλαίσιο του οποίου ειδικά οι επιζώντες σύντροφοί τους αποκλείονται συστηματικώς από τη λήψη συντάξεως επιζώντος (83): ασφαλώς, το πλεονέκτημα της συντάξεως επιζώντος υπέρ του επιζώντος συντρόφου τους εξαρτάται για όλους τους εργαζομένους από την (φαινομενικώς ουδέτερη) προϋπόθεση συνάψεως γάμου ή συμφώνου συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους. Στην πραγματικότητα όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκλείονται συστηματικώς από την ανωτέρω συνταξιοδοτική παροχή ειδικά οι ομοφυλόφιλοι εργαζόμενοι που έχουν γεννηθεί πριν από το 1951 –εν αντιθέσει προς τις λοιπές κατηγορίες εργαζομένων– και μάλιστα για τον λόγο ότι ακόμη και αν το ήθελαν δεν θα μπορούσαν να πληρούν αυτήν την προϋπόθεση.

157. Υπάρχει όμως και άλλο ένα στοιχείο: ο συνδυασμός δύο ή περισσότερων λόγων άνισης μεταχειρίσεως από αυτούς που παρατίθενται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 μπορεί να προκαλέσει επίσης, στο πλαίσιο του ελέγχου αναλογικότητας, κατά τη στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων, μεγαλύτερη επιβάρυνση των εργαζομένων που υφίστανται μειονεκτική μεταχείριση, αυξάνοντας την πιθανότητα τα πρόσωπα αυτά να θίγονται υπέρμετρα και επομένως, να παραβιάζονται οι απαιτήσεις της αναλογικότητας εν στενή εννοία.

158. Ακριβώς αυτό συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση: όπως επισήμανα ανωτέρω (84), το επίμαχο ηλικιακό όριο των 60 ετών είναι δυσανάλογο, διότι επιφέρει υπέρμετρη επιβάρυνση για τους εργαζομένους τους οποίους θίγει, όπως τον D. Parris, οι οποίοι είναι ομοφυλόφιλοι και έχουν γεννηθεί πριν από το 1951.

159. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, θα έπρεπε να διαπιστωθεί απαγορευόμενη έμμεση δυσμενής διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, στην περίπτωση που οι επίμαχοι ασφαλιστικοί όροι του επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος συνεπάγονταν μειονεκτική μεταχείριση η οποία δεν θα μπορούσε να στηριχθεί μόνο στην ηλικία ή μόνο στον γενετήσιο προσανατολισμό, αλλά θα προκαλούνταν από τον συνδυασμό αυτών των δύο λόγων άνισης μεταχειρίσεως.

 Ε –      Τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην εξεταζόμενη υπόθεση

160. Όπως υποστηρίζουν οι εφεσίβλητες αρχές, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο δύναται, καταρχήν, σε άκρως εξαιρετικές περιπτώσεις για επιτακτικούς λόγους ασφάλειας δικαίου, να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεώς του, ώστε αυτά να ισχύουν μόνο για το μέλλον, ιδίως όταν θίγονται πολυάριθμες έννομες σχέσεις που στηρίχθηκαν στην καλή πίστη και όταν αναμένονται σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις (85).

161. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίστανται συγκεκριμένα στοιχεία που θα δικαιολογούσαν τέτοιο περιορισμό. Ειδικότερα, ελλείψει άλλων δεδομένων, πρέπει να θεωρηθεί ότι ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία συνεπάγεται ειδικά μειονεκτική μεταχείριση των ομοφυλόφιλων που έχουν γεννηθεί πριν από το 1951, θίγει σαφώς λιγότερους εργαζομένους και επιζώντες σε σύγκριση, παραδείγματος χάρη, με περίπτωση δυσμενούς διακρίσεως λόγω φύλου όπως αυτή την οποία αφορούσε η απόφαση Barber (86). Κατά συνέπεια, η ενδεχόμενη επιπρόσθετη επιβάρυνση για το επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα και άλλα παρόμοια συνταξιοδοτικά συστήματα θα μπορούσε να συγκρατηθεί, στην προκειμένη περίπτωση, εντός λογικών ορίων. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι η χρηματοδότηση του εν λόγω συστήματος στηριζόταν εξαρχής στο δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι θα συνήπταν γάμο. Όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία, εάν ο D. Parris είχε συνάψει γάμο με γυναίκα, η χρηματοδότηση της δικής της συντάξεως επιζώντος θα περιλαμβανόταν ούτως ή άλλως στους υπολογισμούς του συνταξιοδοτικού συστήματος.

162. Πέραν τούτου, το Δικαστήριο απορρίπτει κατά κανόνα τον χρονικό περιορισμό των αποτελεσμάτων αποφάσεώς του, όταν δεν πρόκειται για την πρώτη του απόφαση επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος (87). Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω: η εφαρμογή της οδηγίας 2000/78 για συντάξεις επιζώντων από συστήματα επαγγελματικής συνταξιοδοτήσεως έχει καθιερωθεί ήδη με την απόφαση Maruko. Δεδομένου ότι στην υπόθεση εκείνη ο περιορισμός των αποτελεσμάτων της σχετικής αποφάσεως αποκλείσθηκε ρητώς (88), αντίστοιχος περιορισμός δεν μπορεί να γίνει δεκτός ούτε στην υπό κρίση υπόθεση.

163. Πάντως, εάν το Δικαστήριο προβεί σε τέτοιο περιορισμό, θα πρέπει τουλάχιστον να εξαιρεθούν από αυτόν, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, οι απαιτήσεις των προσώπων που κίνησαν εγκαίρως τις δέουσες διαδικασίες για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων τους, ασκώντας είτε προσφυγή, είτε άλλο ισοδύναμο μέσο έννομης προστασίας (89). Στα πρόσωπα αυτά περιλαμβάνεται κυρίως ο D. Parris.

VI – Πρόταση

164. Κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως του ιρλανδικού Labour Court (δικαστήριο εργατικών διαφορών) ως εξής:

Όταν, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, το δικαίωμα σε σύνταξη επιζώντος για ομόφυλους συντρόφους παρέχεται υπό τον όρο ότι το σχετικό σύμφωνο συμβιώσεως έχει συναφθεί πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του εργαζόμενου που είναι ασφαλισμένος στο οικείο σύστημα, εφόσον συγχρόνως η σύναψη τέτοιου συμφώνου συμβιώσεως ή γάμου ήταν νομικώς αδύνατη για τους ενδιαφερομένους πριν από τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου ηλικιακού ορίου, υφίσταται έμμεση δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, η οποία απαγορεύεται βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 –      Βλ. απόφαση Kücükdeveci (C‑555/07, EU:C:2010:21, σκέψη 21) επί της διακρίσεως λόγω ηλικίας και απόφαση Léger (C‑528/13, EU:C:2015:288, σκέψη 48) σε σχέση με τον γενετήσιο προσανατολισμό.


3 –      Οδηγία του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16)· στο εξής, επίσης: οδηγία 2000/78 ή, απλώς, οδηγία.


4 –      Αποφάσεις Kücükdeveci (C‑555/07, EU:C:2010:21, σκέψη 21), Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 38), και DI (C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 22).


5 –      Νόμος περί συντάξεων του 1990.


6 –      Οι τροποποιήσεις πραγματοποιήθηκαν διά του Social Welfare (Miscellaneous Provisions) Act 2004 [νόμου περί κοινωνικής πρόνοιας (διάφορες διατάξεις) του 2004], με τον οποίο προστέθηκε νέο κεφάλαιο VII στον Pensions Act 1990 για τη μεταφορά της οδηγίας 2000/78 στο εθνικό δίκαιο.


7 –      Νόμος του 2010 περί συμφώνου συμβιώσεως και ορισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συντρόφων.


8 – Civil Partnership (Recognition of Registered Foreign Relationships) Order 2010, S.I. 649.


9 –      Δικαστήριο εργατικών διαφορών με έδρα στο Δουβλίνο.


10 –      Κρίσιμος, στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι ο Civil Partnership Act 2004 (νόμος του 2004 περί συμφώνου συμβιώσεως).


11 –      Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, αναλογιστική μελέτη του 2008 κατέδειξε ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα μπορούσε να καλύψει πλέον μόνον το 37 % περίπου των παροχών προς τους ασφαλισμένους.


12 –      Βλ. απόφαση Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179)· ομοίως, απόφαση Römer (C‑147/08, EU:C:2011:286, σκέψη 66).


13 –      Ως προς τον παραλληλισμό με την έννοια της αμοιβής κατά το άρθρο 157 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 119 Συνθήκης ΕΟΚ ή άρθρο 141 ΕΚ), βλ. αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 2000/78.


14 –      Αποφάσεις Bilka-Kaufhaus (170/84, EU:C:1986:204, σκέψεις 22 και 23), Barber (C‑262/88, EU:C:1990:209, σκέψεις 28 έως 30), και Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 45)· στο ίδιο πνεύμα, η απόφαση Römer (C‑147/08, EU:C:2011:286, σκέψεις 30 έως 33).


15 –      Απόφαση Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 45)· στο ίδιο πνεύμα –σε σχέση με το νυν άρθρο 157 ΣΛΕΕ– αποφάσεις Ten Oever (C‑109/91, EU:C:1993:833, σκέψεις 12 και 13), Coloroll Pension Trustees (C‑200/91, EU:C:1994:348, σκέψη 18), και Menauer (C‑379/99, EU:C:2001:527, σκέψη 18).


16 –      Βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 2000/78.


17 –      Βλ. αποφάσεις Beune (C‑7/93, EU:C:1994:350, σκέψη 38), Griesmar (C‑366/99, EU:C:2001:648, σκέψη 37), Niemi (C‑351/00, EU:C:2002:480, σκέψη 43) και Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑559/07, EU:C:2009:198, σκέψη 46).


18 –      Αποφάσεις Beune (C‑7/93, EU:C:1994:350, σκέψεις 43 και 45), Griesmar (C‑366/99, EU:C:2001:648, σκέψεις 28 και 30), Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψεις 46 και 48), και Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑559/07, EU:C:2009:198, σκέψεις 47 και 50).


19 –      Αποφάσεις Brock (68/69, EU:C:1970:24, σκέψη 6), Licata κατά ΟΚΕ (270/84, EU:C:1986:304, σκέψη 31), Pokrzeptowicz-Meyer (C‑162/00, EU:C:2002:57, σκέψη 50), Monsanto Technology (C‑428/08, EU:C:2010:402, σκέψη 66), και Επιτροπή κατά Moravia Gas Storage (C‑596/13 P, EU:C:2015:203, σκέψη 32).


20 –      Βλ. απόφαση Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179, ιδίως σκέψεις 19, 20 και 79)· ομοίως απόφαση Römer (C‑147/08, EU:C:2011:286, ιδίως σκέψεις 22 και 66).


21 –      Απόφαση Barber (C‑262/88, EU:C:1990:209, σκέψεις 40 έως 45).


22 –      Αποφάσεις Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψεις 77 έως 79) και Römer (C‑147/08, EU:C:2011:286, σκέψη 66).


23 –      Απόφαση Römer (C‑147/08, EU:C:2011:286, σκέψεις 57 έως 64).


24 –      Απόφαση Römer (C‑147/08, EU:C:2011:286, σκέψη 66).


25 –      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Andersen (C‑499/08, EU:C:2010:248, σημείο 28).


26 –      Βλ. συναφώς –σε σχέση όμως με τη διάκριση λόγω ηλικίας– την τελευταία περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 25 της οδηγίας 2000/78. Βλ. επίσης το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, κατά το οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, υπό τις προϋποθέσεις δικαιολογήσεως που ορίζει η διάταξη αυτή, «η διαφορετική μεταχείριση […] δεν συνιστά διάκριση». Ομοίως και η –όχι πάντοτε ομοιόμορφη– νομολογία, βλ. παραδείγματος χάρη, σχετικά με τη διάκριση λόγω ηλικίας, απόφαση Vital Pérez (C‑416/13, EU:C:2014:2371, σκέψη 27).


27 –      Ομοίως, οι προτάσεις μου στην υπόθεση Andersen (C‑499/08, EU:C:2010:248, σημείο 31) και –σε σχέση με τη συναφή οδηγία 2000/43/ΕΚ– οι προτάσεις μου στην υπόθεση CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:170, σημείο 73)· βλ., επίσης, απόφαση Hay (C‑267/12, EU:C:2013:823, σκέψη 45).


28 –      Βλ., παραδείγματος χάρη, αποφάσεις Dekker (C‑177/88, EU:C:1990:383, σκέψεις 12 και 17), Handels- og Kontorfunktionærernes Forbund (C‑179/88, EU:C:1990:384, σκέψη 13), Busch (C‑320/01, EU:C:2003:114, σκέψη 39), Kiiski (C‑116/06, EU:C:2007:536, σκέψη 55), Kleist (C‑356/09, EU:C:2010:703, σκέψη 31), Ingeniørforeningen i Danmark (C‑499/08, EU:C:2010:600, σκέψεις 23 και 24), Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 72), Römer (C‑147/08, EU:C:2011:286, σκέψη 52), και Hay (C‑267/12, EU:C:2013:823, σκέψεις 41 και 44)· στο ίδιο πνεύμα και η απόφαση CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψεις 76, 91 και 95).


29 –      Σχετικά με τη διάκριση λόγω φύλου στην περίπτωση της εγκυμοσύνης, βλ. αποφάσεις Dekker (C‑177/88, EU:C:1990:383, σκέψεις 12 και 17), Handels- og Kontorfunktionærernes Forbund (C‑179/88, EU:C:1990:384, σκέψη 13), και Busch (C‑320/01, EU:C:2003:114, σκέψη 39).


30 –      Για τον λόγο αυτόν δεν είναι πειστικό το επιχείρημα που αντιτάσσουν οι εφεσίβλητες αρχές, δηλαδή ότι και οι ετεροφυλόφιλοι εργαζόμενοι που γεννήθηκαν πριν από το 1951 κωλύονταν ενδεχομένως, σε ορισμένες περιπτώσεις, να συνάψουν γάμο εγκαίρως με τον σύντροφο που επιθυμούσαν πριν από τα εξηκοστά τους γενέθλια, διότι δεν πληρούνταν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τον σκοπό αυτόν. Πράγματι, πρόκειται είτε για σπάνιες εξαιρέσεις (παραδείγματος χάρη, εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν είχε ενηλικιωθεί ή στερούνταν δικαιοπρακτικής ικανότητας) ή για περιπτώσεις στις οποίες, κατά την ελεύθερη επιλογή του εργαζόμενου είχε προηγηθεί ένας –έστω και αποτυχημένος– γάμος και δεν μπορούσε να συναφθεί δεύτερος. Τέτοιες περιπτώσεις ουδόλως είναι συγκρίσιμες με την κατάσταση των ομοφυλόφιλων εργαζομένων που έχουν γεννηθεί πριν από το 1951, διότι αυτοί δεν αποτελούσαν απλώς σπάνιες εξαιρέσεις, αλλά κωλύονταν εν γένει στο σύνολό τους, ως ομάδα προσώπων, να συνάψουν επίσημη σχέση πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους.


31 –      Βλ., σχετικά, αποφάσεις Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 43), καθώς και CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψεις 42 και 66), οι οποίες αφορούν τη συναφή οδηγία 2000/43.


32 –      Βλ., ιδίως, απόφαση O’Flynn (C‑237/94, EU:C:1996:206, σκέψη 18) σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, πρέπει να θεωρείται ότι συνεπάγονται έμμεσες δυσμενείς διακρίσεις όχι μόνον οι προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου οι οποίες, μολονότι εφαρμόζονται χωρίς διάκριση λόγω ιθαγενείας, θίγουν, κυρίως ή στη μεγάλη πλειονότητά τους, τους διακινούμενους εργαζομένους, αλλά και οι αδιακρίτως εφαρμοζόμενες προϋποθέσεις των οποίων η πλήρωση είναι ευκολότερη για τους ημεδαπούς εργαζομένους απ’ ό,τι για τους διακινούμενους εργαζομένους καθώς και οι προϋποθέσεις οι οποίες ενέχουν τον κίνδυνο να λειτουργήσουν σε βάρος ειδικά των διακινουμένων εργαζομένων.


33 –      Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ευρέως γνωστή περίπτωση της διακρίσεως σε βάρος μερικώς απασχολούμενων γυναικών: εάν οι μερικώς απασχολούμενοι στερούνται ορισμένη παροχή –παραδείγματος χάρη την εξακολούθηση καταβολής του μισθού σε περίπτωση ασθένειας, στο πλαίσιο της αποφάσεως Rinner-Kühn (171/88, EU:C:1989:328)–, η διαπίστωση έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως λόγω φύλου μπορεί να στηριχθεί και μόνον στο ότι η σχετική ρύθμιση λειτουργεί ιδίως σε βάρος των γυναικών. Το γεγονός ότι ορισμένοι άνδρες ενδέχεται να θίγονται επίσης, εφόσον δηλαδή εργάζονται υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως, εκτιμώ ότι δεν αποκλείει τη διαπίστωση έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως λόγω φύλου, όπως ακριβώς δεν την αποκλείει, αντιστρόφως, το γεγονός ότι ορισμένες γυναίκες μπορεί να αποφεύγουν το εν λόγω μειονέκτημα, συγκεκριμένα όταν εργάζονται με πλήρες ωράριο.


34 –      Αποφάσεις Palacios de la Villa (C‑411/05, EU:C:2007:604, σκέψεις 56 και 57), Age Concern England (C‑388/07, EU:C:2009:128, σκέψεις 44 και 45), και Rosenbladt (C‑45/09, EU:C:2010:601, σκέψη 58).


35 –      Στο ίδιο πνεύμα η απόφαση CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψη 83 σε συνδυασμό με τη σκέψη 80), όπου το Δικαστήριο εκλαμβάνει ως ένδειξη καταστρατηγήσεως των σκοπών των οδηγιών κατά των διακρίσεων το ότι επιχείρηση δεν είναι σε θέση να παράσχει συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με τον αναγκαίο χαρακτήρα ενός μέτρου, αλλά περιορίζεται στην επισήμανση ότι αυτά είναι «παγκοίνως γνωστά».


36 –      Επισημαίνω, συμπληρωματικώς, ότι το ηλικιακό όριο των 60 ετών θα μπορούσε, θεωρητικώς, να έχει ως σκοπό τον αποκλεισμό των υπερβολικών συνταξιοδοτικών παροχών, καθόσον τα περισσότερα άτομα αυτής της ηλικίας έχουν ήδη μεριμνήσει με διαφορετικό τρόπο για την τελευταία περίοδο της ζωής τους. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, δεν υφίστανται ενδείξεις ότι υφίσταται τέτοιος σκοπός, ιδίως μάλιστα εφόσον το εξεταζόμενο ηλικιακό όριο των 60 ετών δεν αφορά την ηλικία του συντρόφου που πρόκειται να λάβει τη συνταξιοδοτική παροχή, αλλά την ηλικία του εργαζόμενου που είναι ασφαλισμένος στο συνταξιοδοτικό σύστημα.


37 –      Επί της οικονομικής ισορροπίας των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, βλ. ιδίως αποφάσεις Kohll (C‑158/96, EU:C:1998:171, σκέψη 41) και Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 77)· επί της απαγορεύσεως καταχρηστικών ενεργειών, βλ. αποφάσεις Halifax κ.λπ. (C‑255/02, EU:C:2006:121, σκέψη 68) και Torresi (C‑58/13 και C‑59/13, EU:C:2014:2088, σκέψη 42).


38 –      Αποφάσεις Maizena κ.λπ. (137/85, EU:C:1987:493, σκέψη 15), Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (C‑84/94, EU:C:1996:431, σκέψη 57), British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco (C‑491/01, EU:C:2002:741, σκέψη 122), Digital Rights Ireland (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 46), και Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 67).


39 –      Αποφάσεις Schräder HS Kraftfutter (265/87, EU:C:1989:303, σκέψη 21), Jippes κ.λπ. (C‑189/01, EU:C:2001:420, σκέψη 81) και ERG κ.λπ. (C‑379/08 και C‑380/08, EU:C:2010:127, σκέψη 86)· στο ίδιο πνεύμα και η απόφαση Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 91).


40 –      Η χρήση του επιθέτου «angemessen» στο γερμανικό κείμενο του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/78 είναι ασυνήθιστη. Από μια επισκόπηση του κειμένου σε άλλες γλώσσες (στην αγγλική: «appropriate», στη γαλλική: «appropriés», στην ιταλική: «appropriate», στην ισπανική: «adecuados», στην πορτογαλική: «apropriados», στην ολλανδική: «passend»), συνάγεται ότι στο γερμανικό κείμενο θα ήταν ορθότερη η χρήση του επιθέτου «geeignet».


41 –      Συναφώς, ειδικά για την οδηγία 2000/78, αποφάσεις Petersen (C‑341/08, EU:C:2010:4, σκέψη 53), και HK Danmark (C‑476/11, EU:C:2013:590, σκέψη 67)· βλ., επίσης, τις θεμελιώδεις για την αναγκαιότητα συνοχής αποφάσεις Hartlauer (C‑169/07, EU:C:2009:141, σκέψη 55) και Hiebler (C‑293/14, EU:C:2015:843, σκέψη 65).


42 –      Στην Ιρλανδία, το κατώτατο γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως έχει ορισθεί, εν τω μεταξύ, στα 66 έτη· βλ. The 2015 Ageing Report, Underlying Assumptions and Projection Methodologies, Joint Report prepared by the European Commission (DG ECFIN) and the Economic Policy Committee (AWG), τμήμα II, σ. 199 (ISSN 0379-0991, διατίθεται στο διαδίκτυο στη διεύθυνση http://ec.europa.eu/economy_finance/publications/european_economy/2014/pdf/ee8_en.pdf, τελευταία επίσκεψη στις 19 Απριλίου 2016).


43 –      Βλ., σχετικά, προτάσεις μου στις υποθέσεις CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:170, σημείο 123) και Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημείο 108).


44 –      Συναφώς, –σε σχέση με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78– αποφάσεις HK Danmark (C‑476/11, EU:C:2013:590, σκέψη 66) και Dansk Jurist- og Økonomforbund (C‑546/11, EU:C:2013:603, σκέψη 58).


45 –      Συναφώς, παραδείγματος χάρη –σε σχέση με τον έλεγχο αναλογικότητας στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78– απόφαση Dansk Jurist- og Økonomforbund (C‑546/11, EU:C:2013:603, σκέψη 69).


46 –      Βλ. στο πνεύμα αυτό, τις αποφάσεις Dansk Jurist- og Økonomforbund (C‑546/11, EU:C:2013:603, σκέψη 70) και Specht κ.λπ. (C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005, σκέψεις 78 και 79)· βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Hlozek (C‑19/02, EU:C:2004:204, σημείο 58).


47 – Πρόκειται για τη χρονική απόσταση μεταξύ της συνταξιοδοτήσεως του εργαζόμενου και του χρόνου αποβιώσεώς του (βλ. σχετικά, ανωτέρω, τελευταίο τμήμα του σημείου 22 των παρουσών προτάσεων).


48 –      Συναφείς οι αποφάσεις Palacios de la Villa (C‑411/05, EU:C:2007:604, σκέψη 73) και Ingeniørforeningen i Danmark (C‑499/08, EU:C:2010:600, σκέψη 47), οι οποίες αφορούν το ζήτημα της διακρίσεως λόγω ηλικίας στο πλαίσιο της οδηγίας 2000/78· βλ., επίσης, απόφαση CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψη 123), καθώς και τις προτάσεις μου στην ίδια υπόθεση (EU:C:2015:170, σημείο 131) και στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημείο 117), που αφορούν την οδηγία 2000/43.


49 –      Στο ίδιο πνεύμα η απόφαση Römer (C‑147/08, EU:C:2011:286, σκέψη 51).


50 –      Αποφάσεις Specht κ.λπ. (C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005, σκέψη 77) και Schmitzer (C‑530/13, EU:C:2014:2359, σκέψη 41)· στο ίδιο πνεύμα –επί της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών– οι αποφάσεις Hill και Stapleton (C‑243/95, EU:C:1998:298, σκέψη 40), Jørgensen (C‑226/98, EU:C:2000:191, σκέψη 39), καθώς και Schönheit και Becker (C‑4/02 και C‑5/02, EU:C:2003:583, σκέψη 85).


51 –      Τούτο ισχύει, ιδίως, εφόσον το επίμαχο ηλικιακό όριο, όπως επισημαίνεται στη διάταξη περί παραπομπής, ήταν σύνηθες εν γένει για τη διαμόρφωση των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων στην Ιρλανδία κατά τη δεκαετία του 1970.


52 –      Βλ., σχετικά τις αποφάσεις Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179) και Römer (C‑147/08, EU:C:2011:286).


53 –      Βλ. σχετικά σημείο 40 των παρουσών προτάσεων με την υποσημείωση 19.


54 –      Πάγια νομολογία, βλ. τελευταία απόφαση DI (C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψεις 29 έως 37 και 43), επί της απαγορεύσεως της διακρίσεως λόγω ηλικίας που προβλέπεται στην οδηγία 2000/78.


55 –      Βλ., παραδείγματος χάρη, αποφάσεις Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179, ιδίως σκέψεις 19, 20 και 79) και Römer (C‑147/08, EU:C:2011:286, ιδίως σκέψεις 22 και 66) σε σχέση με την οδηγία 2000/78, καθώς και την απόφαση CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, ιδίως σκέψη 22) σε σχέση με την οδηγία 2000/43.


56 –      Αποφάσεις Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψεις 58 έως 60) και Römer (C‑147/08, EU:C:2011:286, σκέψεις 34 έως 36).


57 –      Αποφάσεις Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 73), Römer (C‑147/08, EU:C:2011:286, σκέψη 52) και Hay (C‑267/12, EU:C:2013:823, σκέψη 47).


58 –      Συναφώς, αποφάσεις Ten Oever (C‑109/91, EU:C:1993:833, σκέψη 13), Coloroll Pension Trustees (C‑200/91, EU:C:1994:348, σκέψη 18) και Menauer (C‑379/99, EU:C:2001:527, σκέψη 18), επί του παρεμφερούς ζητήματος σε σχέση με το άρθρο 119 Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 157 ΣΛΕΕ).


59 –      Συναφώς, απόφαση Coleman (C‑303/06, EU:C:2008:415, ιδίως σκέψεις 38, 43, 48, 50 και 51), όπου διαπιστώθηκε η άμεση δυσμενής διάκριση σε βάρος εργαζομένης λόγω ειδικών αναγκών, όχι της ιδίας, αλλά του τέκνου της που έχρηζε ιδιαίτερης φροντίδας.


60 –      Πέραν της αναφερθείσας στην υποσημείωση 59 αποφάσεως Coleman (C‑303/06, EU:C:2008:415), το συμπέρασμα αυτό μπορεί να συναχθεί και από την εκδοθείσα επί της συναφούς οδηγίας 2000/43 αποφάσεως CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, ιδίως σκέψεις 56, 59 και 60), όπου αναγνωρίζεται ότι ένα πρόσωπο ενδέχεται να υφίσταται δυσμενή διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής, ακόμη και αν δεν είναι μέλος της επίμαχης εθνοτικής ομάδας, αλλά «υφίσταται δυσμενή διάκριση εξ αντανακλάσεως».


61 –      Συναφώς, παραδείγματος χάρη, απόφαση Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψεις 52 έως 83)· βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση Andersen (C‑499/08, EU:C:2010:248, σημείο 31).


62 –      Αποφάσεις HK Danmark (C‑476/11, EU:C:2013:590, σκέψη 48) και Dansk Jurist- og Økonomforbund (C‑546/11, EU:C:2013:603, σκέψη 43).


63 –      Απόφαση HK Danmark (C‑476/11, EU:C:2013:590, σκέψη 49)· βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση αυτή (C‑476/11, EU:C:2013:65, σκέψη 36).


64 –      Τέτοιος αναλογιστικός παράγοντας δεν μπορούσε τουλάχιστον να διαπιστωθεί εν προκειμένω, κατά το Labour Court (δικαστήριο εργατικών διαφορών).


65 –      Αποφάσεις HK Danmark (C‑476/11, EU:C:2013:590, σκέψεις 46 και 52) και Dansk Jurist- og Økonomforbund (C‑546/11, EU:C:2013:603, σκέψη 41).


66 –      Όπως μαρτυρά η απόφαση HK Danmark (C‑476/11, EU:C:2013:590, σκέψεις 51 και 52, πρώτο εδάφιο), η απαγόρευση της κατ’ αναλογία διευρυμένης εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 ισχύει ακόμη και όταν πρέπει να δικαιολογηθούν «λιγότερο σοβαρές μορφές διακρίσεων λόγω ηλικίας».


67 –      Απόφαση Dansk Jurist- og Økonomforbund (C‑546/11, EU:C:2013:603, σκέψη 39). Δεν είναι τυχαίο ότι στο γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 παραλείπεται το επίρρημα «ιδίως» το οποίο χρησιμοποιείται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας.


68 –      Βλ. σχετικά σημεία 70 και 71 των παρουσών προτάσεων.


69 –      Αποφάσεις Age Concern England (C‑388/07, EU:C:2009:128, σκέψη 46), Hütter (C‑88/08, EU:C:2009:381, σκέψη 41) και Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψεις 80 έως 82)· βλ., επίσης, τς προτάσεις μου στην υπόθεση Andersen (C‑499/08, EU:C:2010:248, σημείο 31 με υποσημείωση 29).


70 –      Υπό αυτό το πρίσμα δεν ευσταθεί το επιχείρημα των εφεσίβλητων αρχών ότι τα όρια ηλικίας κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, δεν χρήζουν «καμίας δικαιολογήσεως». Είναι αυτονόητο ότι και αυτά τα όρια ηλικίας υπόκεινται σε έλεγχο αναλογικότητας.


71 –       Βλ. σημεία 74 έως 99 των παρουσών προτάσεων.


72 –      Βλ. σημείο 110 των παρουσών προτάσεων.


73 –      Βλ. σημείο 146 των παρουσών προτάσεων.


74 –      Ενίοτε χρησιμοποιείται για την περίπτωση αυτή η έννοια «πολλαπλή διάκριση». Ωστόσο, η έννοια αυτή μπορεί να λειτουργήσει παραπλανητικά, καθόσον υποδηλώνει την ύπαρξη δύο άνισων μεταχειρίσεων, εκ των οποίων η καθεμία –απολύτως ανεξάρτητα από την άλλη– θα έπρεπε να θεωρηθεί ως δυσμενής διάκριση και θα ενισχυόταν, το πολύ, από τη συνδρομή επιπρόσθετων λόγων άνισης μεταχειρίσεως. Εντούτοις, το εξεταζόμενο, εν προκειμένω, ζήτημα αφορά τον συνδυασμό δύο ή περισσότερων παραγόντων εκ των οποίων καθένας χωριστά δεν συνεπάγεται δυσμενή διάκριση σε βάρος των οικείων προσώπων.


75 –      Παραδείγματος χάρη οι αποφάσεις Kleist (C‑356/09, EU:C:2010:703, συνδυασμός ηλικίας και φύλου), Odar (C‑152/11, EU:C:2012:772, συνδυασμός ηλικίας και ειδικών αναγκών) και Z (C‑363/12, EU:C:2014:159, συνδυασμός φύλου και ενδεχόμενων ειδικών αναγκών), καθώς και η εκκρεμής υπόθεση Milkova (C‑406/15, συνδυασμός ειδικών αναγκών και υπαλληλικής ιδιότητας).


76 –      Burri/Schiek, «Multiple Discrimination in EU Law – Opportunities for legal responses to intersectional gender discrimination?», 2009, εκδόθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σ. 3-4· Baer/Bittner/Götsche, «Mehrdimensionale Diskriminierung – Begriffe, Theorien und juristische Analyse», Βερολίνο 2010, σ. 10 επ.· Bamforth/Malik/O’Cinneide, «Discrimination Law: Theory and Context», Λονδίνο 2008, σ. 541· βλ., επίσης, και την έκθεση που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2007, κατόπιν αναθέσεως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Bekämpfung von Mehrfachdiskriminierung – Praktiken, Politikstrategien und Rechtsvorschriften».


77 – Crenshaw, K., «Demarginalizing the Intersection of Race and Sex: A Black Feminist Critique of Antidiscrimination Doctrine», σε The University of Chicago Legal Forum, 1989, σ. 139-167.


78 –      Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Απριλίου 2009 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου που αφορά την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης των προσώπων ανεξαρτήτως θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού, P6_TA(2009) 0211, σ. 21-22.


79 –      Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο – Κοινή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας [2000/43] και της οδηγίας [2000/78], υποβλήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2014, COM(2014) 2 τελικό, σ. 11· ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών – Καταπολέμηση των διακρίσεων και ίσες ευκαιρίες: ανανεωμένη δέσμευση, υποβλήθηκε στις 2 Ιουλίου 2008, COM(2008) 420 τελικό, σ. 10.


80 –      Παραδείγματος χάρη, ο νομοθέτης θέσπισε, προς όφελος επιχειρήσεων που δεν έχουν αμιγώς οικονομικό σκοπό τον ειδικό δικαιολογητικό λόγο για άνισες μεταχειρίσεις λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 υπό τη ρητή επιφύλαξη ότι «δεν μπορεί να αιτιολογεί διάκριση η οποία βασίζεται σε άλλους λόγους». Ομοίως, ο νομοθέτης της Ένωσης επιτρέπει στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας τον καθορισμό συγκεκριμένων ορίων ηλικίας και τη χρήση συγκεκριμένων κριτηρίων ηλικίας «υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου». Επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας τονίζεται ιδιαιτέρως ότι «οι γυναίκες είναι συχνά τα θύματα πολλαπλών διακρίσεων». Κατά τα λοιπά, και η Επιτροπή εκφράζει, στο περιθώριο της εκθέσεως της 17ης Ιανουαρίου 2014, την εκτίμηση ότι η οδηγία 2000/78 επιτρέπει ήδη, σε ορισμένο βαθμό, «την εξέταση του συνδυασμού δύο ή περισσοτέρων λόγων διακριτικής μεταχείρισης στην ίδια περίπτωση»· βλ. COM(2014) 2 τελικό, σ. 11.


81 –      Βλ. σχετικά σημεία 54 έως 64 των παρουσών προτάσεων.


82 –      Στο ίδιο πνεύμα, σε σχέση με τη συναφή οδηγία 2000/43, οι αποφάσεις Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 43) και CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψεις 42 και 66).


83 –      Πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί δυσμενής διάκριση εάν ληφθεί υπόψη χωριστά καθένας εκ των δύο παραγόντων, όπως συμβαίνει στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος.


84 –      Βλ., σχετικά, σημεία 74 έως 99 των παρουσών προτάσεων.


85 –      Αποφάσεις Defrenne (καλούμενη «Defrenne II», 43/75, EU:C:1976:56, σκέψεις 69 και 70), Barber (C‑262/88, EU:C:1990:209, σκέψη 44) και Bosman (C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 144).


86 –      Απόφαση Barber (C‑262/88, EU:C:1990:209).


87 –      Αποφάσεις Barber (C‑262/88, EU:C:1990:209, σκέψη 41), Bosman (C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 142), Meilicke κ.λπ. (C‑292/04, EU:C:2007:132, σκέψη 36) και Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 77).


88 –      Απόφαση Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψεις 77 έως 79).


89 –      Αποφάσεις Barber (C‑262/88, EU:C:1990:209, σκέψη 44) και Bosman (C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 144)· ομοίως, απόφαση UNIS και Beaudout Père et Fils (C‑25/14 και C‑26/14, EU:C:2015:821, σκέψη 53).