Language of document : ECLI:EU:T:2012:673

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 12ης Δεκεμβρίου 2012(*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά του ανθρακασβεστίου και του μαγνησίου για τη βιομηχανία φυσικού αερίου και τη χαλυβουργία εντός του ΕΟΧ, πλην της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός τιμών και κατανομή της αγοράς – Πρόστιμα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αναλογικότητα – Ίση μεταχείριση – Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων – Ικανότητα πληρωμής»

Στην υπόθεση T‑352/09,

Novácke chemické závody a.s., με έδρα το Nováky (Σλοβακία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από την A. Černejová, στη συνέχεια, από τους M. Bol’oš και L. Bányaiová, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από τη

Σλοβακική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την B. Ricziová,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους F. Castillo de la Torre, N. Von Lingen και A. Tokár,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως κατά της αποφάσεως C(2009) 5791 τελικό της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.396 – Αντιδραστήρια με βάση ανθρακασβέστιο και μαγνήσιο για τη βιομηχανία φυσικού αερίου και τη χαλυβουργία), κατά το μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα, καθώς και, επικουρικώς, αίτηση ακυρώσεως ή μειώσεως του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με την απόφαση αυτή,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz, πρόεδρο, I. Labucka και Δ. Γρατσία (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Απριλίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την απόφασή της C(2009) 5791 τελικό, της 22ας Ιουλίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.396 – Αντιδραστήρια με βάση ανθρακασβέστιο και μαγνήσιο για τη βιομηχανία φυσικού αερίου και τη χαλυβουργία) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε ότι οι κύριοι προμηθευτές ανθρακασβεστίου και μαγνησίου για τους τομείς της χαλυβουργίας και της βιομηχανίας φυσικού αερίου παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ενιαίο Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) μετέχοντας, από τις 7 Απριλίου 2006 μέχρι τις 16 Ιανουαρίου 2007, σε ενιαία και διαρκή παράβαση. Η παράβαση αυτή συνίστατο σε κατανομή της αγοράς, καθορισμό ποσοστώσεων, κατανομή των πελατών, καθορισμό των τιμών και ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών σχετικών με τις τιμές, τους πελάτες και τους όγκους πωλήσεων εντός του ΕΟΧ, με εξαίρεση την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

2        Η διαδικασία κινήθηκε κατόπιν αιτήσεως που υπέβαλε η Akzo Nobel NV για την απαλλαγή από την επιβολή προστίμου, κατά την έννοια της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3).

3        Η Novácke chemické závody a.s., προσφεύγουσα, παράγει, μεταξύ άλλων, ανθρακασβέστιο. Με το άρθρο 1, στοιχείο ε΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα μετείχε στην παράβαση καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής, ενώ με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ε΄, της ίδιας αποφάσεως, της επέβαλε πρόστιμο 19,6 εκατομμυρίων ευρώ, από κοινού και εις ολόκληρον με την 1. garantovaná a.s., μητρική της εταιρία κατά τον χρόνο της παραβάσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

4        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 14 Οκτωβρίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

5        Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την ίδια ημέρα και πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑352/09 R, η προσφεύγουσα υπέβαλε επίσης αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, κατά τα άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ και τα άρθρα 104 επ. του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Με διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 29ης Οκτωβρίου 2009, T‑352/09 R, Novácke chemické závody κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), η αίτηση αυτή απορρίφθηκε.

6        Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 Οκτωβρίου 2009, η προσφεύγουσα γνωστοποίησε στο τότε Πρωτοδικείο ότι είχε κηρυχθεί σε πτώχευση. Με άλλο έγγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Νοεμβρίου 2009, ενημέρωσε το Πρωτοδικείο για τον διορισμό νέου εκπροσώπου από τον σύνδικο της πτωχεύσεως. Η προσφεύγουσα προσέθεσε ότι, κατά τις διατάξεις του σλοβακικού δικαίου που έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις πτωχεύσεως διαδίκου σε διαφορά εκκρεμούσα ενώπιον δικαστηρίου, έπρεπε να ανασταλεί η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση. Το τότε Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι το έγγραφο αυτό περιέχει κατ’ ουσίαν αίτηση αναστολής της διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση, κάλεσε την Επιτροπή να καταθέσει τις παρατηρήσεις της συναφώς. Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Δεκεμβρίου 2009, το θεσμικό αυτό όργανο αντιτάχθηκε στη ζητούμενη αναστολή της διαδικασίας.

7        Με διάταξη που εξέδωσε ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Ιανουαρίου 2010, η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση ανεστάλη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 77, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να παρασχεθεί στον σύνδικο της πτωχεύσεως της προσφεύγουσας η δυνατότητα να αποφασίσει αν επιθυμούσε να συνεχίσει την εν λόγω διαδικασία στο όνομα της προσφεύγουσας ή να παραιτηθεί από την προσφυγή.

8        Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Μαρτίου 2010, η Επιτροπή ζήτησε τη συνέχιση της διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση. Με διάταξη της 11ης Μαΐου 2010, και δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν κατέθεσε σχετικές παρατηρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος αποφάσισε τη συνέχιση της διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση.

9        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου στις 25 Νοεμβρίου 2009, η Σλοβακική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της προσφεύγουσας. Με διάταξη της 24ης Ιουνίου 2010, που διορθώθηκε με διάταξη της 26ης Ιουλίου 2010, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή. Η Σλοβακική Δημοκρατία υπέβαλε υπόμνημα παρέμβασης στις 14 Σεπτεμβρίου 2010.

10      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο αρχικώς ορισθείς εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τρίτο τμήμα, στο οποίο συνακολούθως ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση. Λόγω της μερικής ανανεώσεως των μελών του Γενικού Δικαστηρίου, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή, μέλος του ίδιου τμήματος.

11      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε, πρώτον, την προσφεύγουσα και την Επιτροπή να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα, δεύτερον, την προσφεύγουσα να απαντήσει σε μία ερώτηση και, τρίτον, όλους τους διαδίκους να απαντήσουν σε μία περαιτέρω ερώτηση. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα του Γενικού Δικαστηρίου, εκτός από το αίτημα σχετικά με την προσκόμιση ορισμένου εγγράφου που είχε απευθυνθεί στην Επιτροπή.

12      Με διάταξη της 27ης Μαρτίου 2012, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή, στο πλαίσιο διεξαγωγής αποδείξεων του άρθρου 65 του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει το έγγραφο που δεν είχε προσκομίσει στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη. Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση αυτή εντός της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας.

13      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 25ης Απριλίου 2012.

14      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Σλοβακική Δημοκρατία ζήτησε να της επιτραπεί η προσκόμιση νέου εγγράφου. Οι λοιποί διάδικοι δεν αντιτάχθηκαν και το Γενικό Δικαστήριο επέτρεψε την κατάθεση του εν λόγω εγγράφου τάσσοντας στους λοιπούς διαδίκους προθεσμία για να υποβάλουν συναφώς τις γραπτές τους παρατηρήσεις. Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 15 Μαΐου 2012, κατόπιν της υποβολής των παρατηρήσεων των λοιπών διαδίκων επί του εγγράφου που είχε καταθέσει η Σλοβακική Δημοκρατία.

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που την αφορά και, κατά συνέπεια, να ακυρώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

–        επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει σημαντικά το πρόστιμο που της επιβλήθηκε,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Σλοβακική Δημοκρατία στηρίζει το αίτημα της προσφεύγουσας σχετικά με την ακύρωση ή τη σημαντική μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στην τελευταία.

17      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

18      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους αντλούμενους, πρώτον, από παραβίαση των γενικών αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, δεύτερον, από παράβαση ουσιώδους τύπου, από πλάνη περί τα πράγματα καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον η Επιτροπή αρνήθηκε να συνεκτιμήσει την αδυναμία πληρωμής της προσφεύγουσας κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 35 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές) και, τρίτον, από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ.

 Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση των γενικών αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου

 Οι κατευθυντήριες γραμμές

19      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 285 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα και στους λοιπούς μετέχοντες στην επίμαχη σύμπραξη καθορίστηκε κατ’ εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών που δημοσίευσε η Επιτροπή.

20      Όπως προκύπτει από τις παραγράφους 9 έως 11 των κατευθυντηρίων γραμμών, ο καθορισμός του ποσού του προστίμου πραγματοποιείται σύμφωνα με μέθοδο που περιλαμβάνει δύο στάδια.

21      Πρώτον, η Επιτροπή καθορίζει ένα βασικό ποσό για κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων. Προς τούτο, η Επιτροπή χρησιμοποιεί την αξία των πραγματοποιηθεισών από την επιχείρηση πωλήσεων προϊόντων ή υπηρεσιών με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα στον σχετικό γεωγραφικό χώρο (παράγραφος 13). Το βασικό ποσό του προστίμου συνδέεται με ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, το οποίο καθορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας της παραβάσεως, πολλαπλασιασμένο με τον αριθμό των ετών της παραβάσεως (παράγραφος 19). Οι περίοδοι που υπερβαίνουν το εξάμηνο αλλά είναι μικρότερες του έτους υπολογίζονται ως ένα πλήρες έτος (παράγραφος 24). Κατά γενικό κανόνα, το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη μπορεί να ανέρχεται έως το 30 % της αξίας των πωλήσεων (παράγραφος 21).

22      Η παράγραφος 22 των κατευθυντηρίων γραμμών ορίζει ότι «για να αποφασιστεί εάν το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη σε μια συγκεκριμένη υπόθεση θα πρέπει να είναι χαμηλά ή υψηλά στην κλίμακα αυτή, η Επιτροπή θα συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, όπως το είδος της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και το εάν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι».

23      Η παράγραφος 25 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει, επιπροσθέτως, ότι «ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής μιας επιχείρησης στην παράβαση, η Επιτροπή θα περιλαμβάνει στο βασικό ποσό ένα ποσό που θα κυμαίνεται μεταξύ 15 % και 25 % της αξίας των πωλήσεων […], προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις και από το να εισέρχονται απλώς σε οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής».

24      Δεύτερον, η Επιτροπή μπορεί να αναπροσαρμόζει προς τα πάνω ή προς τα κάτω το βασικό ποσό του προστίμου που καθορίστηκε κατά το πρώτο στάδιο. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 28 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει τη δυνατότητα αυξήσεως του εν λόγω ποσού όταν η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη επιβαρυντικών περιστάσεων, όπως οι απαριθμούμενες στην ίδια παράγραφο. Η υποτροπή, δηλαδή το γεγονός ότι μια «επιχείρηση συνεχίζει ή επαναλαμβάνει την ίδια ή παρόμοια παράβαση, μετά τη διαπίστωση από την Επιτροπή ή από εθνική αρχή ανταγωνισμού ότι η εν λόγω επιχείρηση παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 81 [ΕΚ] ή 82 [ΕΚ]», καταλέγεται μεταξύ των επιβαρυντικών περιστάσεων που περιλαμβάνει η παράγραφος αυτή και δικαιολογεί προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου έως και 100 % (βλ. παράγραφο 28, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών). Το γεγονός ότι η επιχείρηση είχε ηγετικό ρόλο ή ρόλο υποκινητή της παραβάσεως συνιστά επίσης επιβαρυντική περίσταση, κατά την τρίτη περίπτωση της παραγράφου 28 των κατευθυντηρίων γραμμών.

25      Επιπλέον, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 30 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπεται και ειδική προσαύξηση του ποσού του προστίμου για αποτρεπτικούς λόγους, καθόσον «η Επιτροπή θα προσδίδει ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγκη να διασφαλιστεί ότι τα πρόστιμα θα έχουν επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα· για τον σκοπό αυτό, θα μπορεί να αυξήσει το πρόστιμο που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν ένα ιδιαίτερα μεγάλο κύκλο εργασιών πέραν των πωλήσεων των προϊόντων και υπηρεσιών με τα οποία σχετίζεται η παράβαση».

26      Εκτός αυτού, η παράγραφος 29 των κατευθυντηρίων γραμμών ορίζει ότι το βασικό ποσό του προστίμου μπορεί να μειωθεί όταν η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων, όπως οι απαριθμούμενες στην ίδια παράγραφο. Κατά τη δεύτερη περίπτωση της παραγράφου αυτής, η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση αποδεικνύει ότι η παράβαση διαπράχθηκε από αμέλεια. Επιπλέον, κατά την τέταρτη περίπτωση της ίδιας παραγράφου, η Επιτροπή διαπιστώνει ελαφρυντικές περιστάσεις «όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση συνεργάστηκε αποτελεσματικά με την Επιτροπή, πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης περί επιείκειας και πέραν των νόμιμων υποχρεώσεών της να συνεργαστεί».

27      Ως προς το ζήτημα αυτό, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 339 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η συνεργασία των επιχειρήσεων με την Επιτροπή διεπόταν, από τις 14 Φεβρουαρίου 2002, από την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση του 2002 για την επιείκεια), την οποία αντικατέστησε, από τις 8 Δεκεμβρίου 2006, νέα ανακοίνωση της Επιτροπής (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17, στο εξής: ανακοίνωση του 2006 για την επιείκεια). Λαμβανομένου υπόψη ότι η Akzo Nobel υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση επιείκειας στις 20 Νοεμβρίου 2006, δηλαδή πριν τη θέση σε ισχύ της ανακοίνωσης του 2006 για την επιείκεια, συνάγεται ότι εφαρμογή εν προκειμένω έχει η ανακοίνωση του 2002 για την επιείκεια καθώς και, κατ’ εξαίρεση, δυνάμει του σημείου 37 της ανακοίνωσης του 2006 για την επιείκεια, τα σημεία 31 έως 35 της τελευταίας αυτής ανακοίνωσης.

28      Τέλος, η παράγραφος 35 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει τη συνεκτίμηση, σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο, της αδυναμίας μιας επιχείρησης να πληρώσει το πρόστιμο, προκειμένου να χορηγηθεί ενδεχομένως μείωση του ποσού του προστίμου αυτού.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

29      Η αξία των πωλήσεων που πραγματοποίησε κάθε επιχείρηση μετέχουσα στην παράβαση κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους συμμετοχής της σε αυτήν, αξία την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, εμφαίνεται σε πίνακα περιλαμβανόμενο στην αιτιολογική σκέψη 288 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Από τον εν λόγω πίνακα προκύπτει ότι η αξία των πωλήσεων ανθρακασβεστίου σε σκόνη που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα το 2006 κυμαίνεται μεταξύ των 5 και των 10 εκατομμυρίων ευρώ. Η αντίστοιχη αξία των πωλήσεων ανθρακασβεστίου σε κόκκους κυμαίνεται μεταξύ των 20 και των 25 εκατομμυρίων ευρώ.

30      Από την αιτιολογική σκέψη 294 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η επίμαχη παράβαση συγκαταλέγεται, λόγω της φύσεώς της, μεταξύ των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού.

31      Επιπλέον, με την αιτιολογική σκέψη 299 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η επίμαχη σύμπραξη αφορά πελάτες εντός του ΕΟΧ, με την εξαίρεση της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας.

32      Με την αιτιολογική σκέψη 301 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καθόρισε στο 17 % το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για όλους τους μετέχοντες στη σύμπραξη, υπό το πρίσμα των «ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως» και συνεκτιμώντας «τα κριτήρια που εξετάστηκαν με τις αιτιολογικές σκέψεις 294 και 299».

33      Λαμβάνοντας υπόψη τις εκτιμήσεις σχετικά με τη διάρκεια της παραβάσεως, οι οποίες εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 302 και 303 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέγραψε, σε πίνακα περιλαμβανόμενο στην αιτιολογική σκέψη 304 της ιδίας αποφάσεως, τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή που καθόρισε με κριτήριο τα έτη συμμετοχής στην παράβαση τα οποία έλαβε ως βάση για κάθε επιχείρηση την οποία αφορούσε η απόφαση αυτή. Στην περίπτωση της προσφεύγουσας, η Επιτροπή καθόρισε πολλαπλασιαστικό συντελεστή 2,5 % για το ανθρακασβέστιο σε σκόνη και 3 για το ανθρακασβέστιο σε κόκκους.

34      Επιπλέον, με την αιτιολογική σκέψη 306 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καθόρισε το ποσοστό της αξίας των αγορών που αντιστοιχεί στο πρόσθετο ποσό που πρέπει να περιληφθεί στο πρόστιμο σύμφωνα με την παράγραφο 25 των κατευθυντηρίων γραμμών, εν προκειμένω 17 %, «δεδομένων των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως και συνεκτιμώμενων των κριτηρίων που εξετάστηκαν ανωτέρω και τα οποία αφορούν τη φύση της παραβάσεως και τη γεωγραφική της έκταση».

35      Η αιτιολογική σκέψη 308 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνει πίνακα στον οποίο αναγράφονται τα βασικά ποσά των προστίμων για κάθε μετέχοντα. Στην περίπτωση της προσφεύγουσας, το ποσό αυτό ανέρχεται στα 19,6 εκατομμύρια ευρώ.

36      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 309 έως 312 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα κατά πόσον επιβάλλεται αναπροσαρμογή του βασικού ποσού του προστίμου προς τα πάνω λόγω επιβαρυντικών περιστάσεων. Το θεσμικό αυτό όργανο κατέληξε ότι συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις όσον αφορά δύο άλλους μετέχοντες στην παράβαση, τις εταιρίες Akzo Nobel και Degussa AG, με την τελευταία να έχει μετονομαστεί, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε Evonik Degussa GmbH, για τον λόγο ότι αυτές ενήργησαν καθ’ υποτροπή. Καμία επιβαρυντική περίσταση δεν διαπιστώθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας.

37      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 313 έως 333 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε αν συντρέχει λόγος να διαπιστωθεί η ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων ως προς έναν ή περισσότερους μετέχοντες στην παράβαση. Ειδικότερα, το θεσμικό αυτό όργανο εξέτασε τα επιχειρήματα που προέβαλαν όλοι οι μετέχοντες σχετικά με περιορισμένη συμμετοχή τους στην παράβαση (αιτιολογικές σκέψεις 313 έως 316), τα επιχειρήματα που προέβαλαν ορισμένοι μετέχοντες σχετικά με τη μη εφαρμογή των συμφωνιών της σύμπραξης και τη μη αποκόμιση οφέλους από τη συμμετοχή τους σε αυτήν (αιτιολογικές σκέψεις 317 έως 320), τα επιχειρήματα που προέβαλαν ορισμένοι μετέχοντες, εκ των οποίων και η προσφεύγουσα, σχετικά με την αποτελεσματική τους συνεργασία με την Επιτροπή πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης του 2006 για την επιείκεια (αιτιολογικές σκέψεις 321 έως 327 της προσβαλλομένης αποφάσεως) καθώς και τα επιχειρήματα που προέβαλαν διάφοροι μετέχοντες σχετικά με τη δυσχερή οικονομική κατάσταση των προμηθευτών ανθρακασβεστίου και μαγνησίου πριν και κατά τη διάρκεια της περιόδου της παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 328 έως 331). Σε όλες τις περιπτώσεις, η Επιτροπή κατέληξε ότι δεν συντρέχει λόγος να διαπιστωθεί η ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων (αιτιολογικές σκέψεις 314, 320, 327 και 331 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

38       Με τις αιτιολογικές σκέψεις 335 έως 360 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε αν συντρέχει λόγος εφαρμογής της ανακοίνωσης του 2002 για την επιείκεια ως προς έναν ή περισσότερους από τους μετέχοντες στην σύμπραξη. Από την αιτιολογική σκέψη 358 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε σχετική αίτηση στις 6 Φεβρουαρίου 2008 (στο εξής: αίτηση επιείκειας). Η Επιτροπή έκρινε, με την ίδια αιτιολογική σκέψη, ότι η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε μετά έτος και πλέον από τις έρευνες και αφού είχαν απευθυνθεί στην προσφεύγουσα αιτήσεις παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003. Η αίτηση δεν προσέφερε σημαντική προστιθέμενη αξία δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ανακοίνωσε αποκλειστικά και μόνον πραγματικά περιστατικά σχετικά με το ανθρακασβέστιο σε σκόνη, ως προς το οποίο η Επιτροπή διέθετε ήδη τότε στην κατοχή της επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Ως εκ τούτου, το θεσμικό αυτό όργανο έκρινε ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα δεν ήταν πλέον σε θέση, από τη φύση τους ή τον βαθμό ακρίβειάς τους, να ενισχύσουν την ικανότητά του να αποδείξει τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να χορηγηθεί μείωση του ποσού του προστίμου στην προσφεύγουσα.

39      Αντιθέτως, η Επιτροπή χορήγησε απαλλαγή από την επιβολή προστίμου στην Akzo Nobel (αιτιολογικές σκέψεις 335 και 336 της προσβαλλομένης αποφάσεως), μείωση του ποσού του προστίμου κατά 35 % στην Donau Chemie AG (αιτιολογική σκέψη 346 της προσβαλλομένης αποφάσεως) καθώς και μείωση του ποσού του προστίμου κατά 20 % στην Evonik Degussa (αιτιολογική σκέψη 356 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμου ή μειώσεως του ποσού του που είχε υποβάλει η Almamet GmbH (αιτιολογική σκέψη 349) ενώ, επιπλέον, έκρινε ότι οι SKW Stahl‑Metallurgie GmbH, SKW Stahl‑Metallurgie AG και Arques Industries AG δεν μπορούσαν να τύχουν της μειώσεως του ποσού του προστίμου που είχε χορηγηθεί στην Evonik Degussa, καθόσον η τελευταία είχε υποβάλει την αίτηση επιείκειας μόνον επ’ ονόματί της (αιτιολογική σκέψη 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

40      Τα ποσά των προς επιβολή προστίμων περιέχονται στην αιτιολογική σκέψη 361 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το αναγραφόμενο για την προσφεύγουσα ποσό ανέρχεται στο ποσό των 19,6 εκατομμυρίων ευρώ.

41      Τέλος, με τις αιτιολογικές σκέψεις 362 έως 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε τις αιτήσεις διαφόρων μετεχόντων στη σύμπραξη με τις οποίες ζητούσαν να τύχουν εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών. Η Επιτροπή απέρριψε τη σχετική αίτηση της προσφεύγουσας (αιτιολογική σκέψη 377 της προσβαλλομένης αποφάσεως) καθώς και τις αιτήσεις άλλων μετεχόντων στη σύμπραξη, εντούτοις χορήγησε μείωση του ποσού του προστίμου κατά 20 % στην Almamet (αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Επί των αιτιάσεων που προβάλλει η προσφεύγουσα

42      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ποσό του προστίμου που της επέβαλε η Επιτροπή καθορίστηκε κατά παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης. Προβάλλει συναφώς πέντε αιτιάσεις σχετικές, πρώτον, με τον αποτρεπτικό χαρακτήρα του προστίμου, δεύτερον, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις, τρίτον, με τις ελαφρυντικές περιστάσεις, τέταρτον, με τη μείωση του ποσού του προστίμου που χορηγήθηκε στην Almamet και, πέμπτον, με το ίδιο το πρόστιμο, κατά το μέτρο που υπολογίστηκε κατ’ αναλογία των συνολικών κύκλων εργασιών των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι αιτιάσεις αυτές θα εξεταστούν διαδοχικά, αφού προηγουμένως εκτεθούν ορισμένες προκαταρκτικές εκτιμήσεις. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα προέβαλε αιτίαση σχετική με την αξία των αγορών που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου. Κατά την προσφεύγουσα, η αιτίαση αυτή περιλαμβανόταν ήδη στο δικόγραφο της προσφυγής. Από την πλευρά της, η Επιτροπή υποστήριξε ότι πρόκειται για νέα αιτίαση, μη στηριζόμενη σε στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη. Η αιτίαση αυτή θα εξεταστεί τελευταία.

–       Προκαταρκτικές εκτιμήσεις

43      Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψη 216 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Εντούτοις, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οσάκις η Επιτροπή αποφασίζει να επιβάλει πρόστιμα δυνάμει του δικαίου του ανταγωνισμού, οφείλει να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου, μεταξύ των οποίων καταλέγονται οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, όπως αυτές ερμηνεύονται από τα δικαστήρια της Ένωσης (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2011, T‑138/07, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑4819, σκέψη 105).

45      Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τόσο τη σοβαρότητα όσο και τη διάρκεια της παραβάσεως. Από τη νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή οφείλει, μεταξύ άλλων, να μεριμνά ώστε η δράση της να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 106, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑897, σκέψη 272).

46      Η ανάγκη εξασφαλίσεως του αρκούντως αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου, αν δεν δικαιολογεί την αύξηση του γενικού επιπέδου των προστίμων στο πλαίσιο της εφαρμογής μιας πολιτικής ανταγωνισμού, επιβάλλει την κατάλληλη προσαρμογή του ύψους του προστίμου ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο επιδιωκόμενος αντίκτυπος στην επιχείρηση στην οποία επιβάλλεται το εν λόγω πρόστιμο, τούτο δε προκειμένου το πρόστιμο αυτό να μην είναι αμελητέο ή, αντιθέτως, υπερβολικά υψηλό, ιδίως σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα της εν λόγω επιχείρησης, σύμφωνα με τις επιταγές, αφενός, εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας του προστίμου και, αφετέρου, τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας (απόφαση Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 283, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Ιουνίου 2008, T‑410/03, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑881, σκέψη 379).

47      Όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα επισύρει ακύρωση της αποφάσεώς της λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 211· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2567, σκέψη 44, και του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑446/05, Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1255, σκέψη 146).

48      Επομένως, όπως άλλωστε παραδέχεται και η προσφεύγουσα, κατά τον καθορισμό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί σε επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003, η συνεκτίμηση των κατευθυντηρίων γραμμών δεν συνιστά, αυτή καθαυτή, παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης αλλά, αντιθέτως, ενδέχεται να επιβάλλεται, ιδιαιτέρως για να εξασφαλιστεί η τήρηση της δεύτερης από τις αρχές αυτές. Ωστόσο, αντιστρόφως, η τήρηση της προβλεπόμενης από τις κατευθυντήριες γραμμές μεθόδου καθορισμού του ποσού των προστίμων δεν αρκεί από μόνη της για να απαλλαγεί η Επιτροπή από την υποχρέωση να εξασφαλίσει ότι το πρόστιμο που επιβάλλεται σε συγκεκριμένη περίπτωση συνάδει με τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης. Επιπλέον, με την παράγραφο 37 των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή επιφυλάχθηκε να αποκλίνει από τη μέθοδο ή τα όρια που προβλέπουν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, εφόσον τούτο δικαιολογείται από τις ιδιάζουσες περιστάσεις της υποθέσεως ή την ανάγκη επιτεύξεως υψηλού βαθμού αποτρεπτικότητας.

49      Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι, όσον αφορά προσφυγές στρεφόμενες κατά αποφάσεων της Επιτροπής που επιβάλλουν πρόστιμα σε επιχειρήσεις λόγω παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού, το Γενικό Δικαστήριο είναι διττώς αρμόδιο (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑297/98 P, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑10101, σκέψη 53).

50      Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγχει τη νομιμότητα των αποφάσεων αυτών και, στο πλαίσιο αυτό, οφείλει να ελέγχει αν έχει τηρηθεί η υποχρέωση αιτιολογήσεως (απόφαση SCA Holding κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 54) ενώ καλείται επίσης να προβαίνει, βάσει των στοιχείων που προσκομίζει ο προσφεύγων προς στήριξη των λόγων που επικαλείται, σε διεξοδικό έλεγχο τόσο των νομικών όσο και των πραγματικών ζητημάτων (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑389/10 P, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι‑13125, σκέψη 129).

51      Αφετέρου, ο έλεγχος νομιμότητας συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία που απονέμει στον δικαστή της Ένωσης το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ (απόφαση KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 50 ανωτέρω, σκέψη 130). Πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας, βάσει του οποίου μπορεί απλώς να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρωθεί εν όλω ή εν μέρει η προσβαλλόμενη πράξη, η πλήρης δικαιοδοσία της οποίας απολαύει ο δικαστής της Ένωσης του παρέχει τη δυνατότητα να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς ακύρωση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 692, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 86). Ο δικαστής της Ένωσης μπορεί επίσης να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατ’ επέκταση, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν (απόφαση KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 50 ανωτέρω, σκέψη 130).

52      Οι αιτιάσεις που προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των ανωτέρω γενικών εκτιμήσεων.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως, σχετικά με τον αποτρεπτικό χαρακτήρα του προστίμου

53      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν έλαβε δεόντως υπόψη το γεγονός ότι το πρόστιμο που επιβάλλεται σε επιχείρηση που μετέσχε σε σύμπραξη πρέπει να έχει ειδικό αποτρεπτικό χαρακτήρα για την ενδιαφερόμενη επιχείρηση. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι για τον σκοπό αυτό απαιτείται εξατομικευμένη προσέγγιση, δεδομένου ότι ένα πρόστιμο ορισμένου ύψους μπορεί να συνεπάγεται αποτρεπτικό αποτέλεσμα για μια επιχείρηση, αλλά όχι για άλλη. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, το ποσό που προβλέπει η παράγραφος 25 των κατευθυντηρίων γραμμών δεν πρέπει να καθορίζεται στο ίδιο ύψος για όλους τους μετέχοντες στη σύμπραξη. Η αναγκαιότητα χρήσης διαφορετικών πολλαπλασιαστικών συντελεστών αποτροπής για κάθε μετέχοντα επιβεβαιώθηκε και από το Πρωτοδικείο με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 45 ανωτέρω απόφαση Degussa κατά Επιτροπής.

54      Επιπλέον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν έκανε χρήση, στην υπό κρίση υπόθεση, της ευχέρειας που διαθέτει, κατά την παράγραφο 30 των κατευθυντηρίων γραμμών, να αυξάνει το ποσό του προστίμου προς εξασφάλιση αρκούντως αποτρεπτικού αποτελέσματος. Κατά την προσφεύγουσα, μια τέτοια αύξηση θα μπορούσε να έχει γίνει δεκτή ως προς ορισμένους μετέχοντες στη σύμπραξη των οποίων οι συνολικοί κύκλοι εργασιών ήταν οι μεγαλύτεροι, δηλαδή για τις Akzo Nobel, Ecka Granulate GmbH & Co KG (στο εξής: Ecka) και Evonik Degussa. Τέλος, στους υπότροπους, δηλαδή στις Akzo Nobel και Evonik Degusa, έπρεπε να έχουν επιβληθεί υψηλότερα πρόστιμα από εκείνο της προσφεύγουσας, η οποία διαδραμάτισε μικρό μόνο ρόλο στην παράβαση. Η συνεκτίμηση της υποτροπής, ως επιβαρυντικής περίστασης προβλεπόμενης στην παράγραφο 28 των κατευθυντηρίων γραμμών, είναι από μόνη της ανεπαρκής.

55      Προκαταρκτικώς, όσον αφορά τον λυσιτελή χαρακτήρα του επιχειρήματος που συνοψίζεται στην προηγούμενη σκέψη, επισημαίνεται ότι, ασφαλώς, η πλήρης δικαιοδοσία που διαθέτει ο δικαστής της Ένωσης περιλαμβάνει ρητώς την εξουσία αυξήσεως του επιβληθέντος προστίμου, εφόσον παρίσταται ανάγκη προς τούτο. Επομένως, στην περίπτωση άνισης μεταχείρισης μεταξύ περισσότερων μετεχόντων στην ίδια παράβαση, συνιστάμενης στο γεγονός ότι η σοβαρότητα της παραβατικής συμπεριφοράς των μεν υποτιμήθηκε σε σχέση με τη σοβαρότητα της παραβατικής συμπεριφοράς των δε, η πλέον ενδεδειγμένη λύση προς αποκατάσταση της δέουσας ισορροπίας θα ήταν να αυξηθεί το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στους πρώτους (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 576).

56      Εντούτοις, τέτοια προσαύξηση επιτρέπεται μόνον εφόσον οι μετέχοντες στην παράβαση των οποίων το πρόστιμο πρέπει να αυξηθεί προσέβαλαν την εγκυρότητα του προστίμου αυτού ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και τους παρασχέθηκε η δυνατότητα να υποβάλουν σχετικώς τις παρατηρήσεις τους (βλ., συναφώς, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψεις 577 και 578). Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το πλέον ενδεδειγμένο μέσο αποκαταστάσεως της διαπιστωθείσας άνισης μεταχείρισης είναι η μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στους λοιπούς μετέχοντες στην παράβαση (βλ., συναφώς, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 579). Ως εκ τούτου, το επιχείρημα που συνοψίζεται στην ανωτέρω σκέψη 54 δεν μπορεί να απορριφθεί εκ προοιμίου ως αλυσιτελές.

57      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή έχει επίγνωση της ανάγκης να εξασφαλιστεί όχι μόνον ο γενικώς αποτρεπτικός χαρακτήρας της δράσης της στον τομέα των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού αλλά, ιδιαίτερα, το ειδικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου που επιβάλλει σε επιχείρηση που διέπραξε τέτοια παράβαση. Τούτο επιβεβαιώνεται από την παράγραφο 4 των κατευθυντηρίων γραμμών που ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «τα πρόστιμα πρέπει να έχουν ένα επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα, […] ως κύρωση που επιβάλλεται στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (ειδικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα)».

58      Παρά ταύτα, υπενθυμίζεται ότι το ποσό που προβλέπει η παράγραφος 25 των κατευθυντηρίων γραμμών αποτελεί τμήμα του βασικού ποσού του προστίμου το οποίο, όπως προκύπτει από την παράγραφο 19 των ίδιων κατευθυντηρίων γραμμών (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω), πρέπει να αντανακλά τη σοβαρότητα της παραβάσεως και όχι τη σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής στην παράβαση καθεμίας από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Κατά τη νομολογία, το τελευταίο αυτό ζήτημα πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο της ενδεχόμενης εφαρμογής επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 100). Κατά συνέπεια, και όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, επιτρέπεται στο θεσμικό αυτό όργανο να καθορίζει το ποσοστό της αξίας των αγορών που προβλέπει η παράγραφος 25 των κατευθυντηρίων γραμμών, όπως άλλωστε και αυτό της παραγράφου 21 των ίδιων κατευθυντηρίων γραμμών, στο ίδιο ύψος για όλους τους μετέχοντες στη σύμπραξη. Ο καθορισμός ίδιου ποσοστού για όλους τους μετέχοντες στη σύμπραξη δεν συνεπάγεται, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τον καθορισμό, δυνάμει της παραγράφου 25 των κατευθυντηρίων γραμμών, ίδιου ποσού για όλους τους μετέχοντες στη σύμπραξη. Λαμβανομένου υπόψη ότι το ποσό αυτό συνίσταται σε ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε σχέση με την παράβαση από κάθε μετέχοντα στη σύμπραξη, θα είναι κατ’ ανάγκη διαφορετικό για τον καθένα, αναλόγως της αξίας των πραγματοποιηθεισών από αυτούς πωλήσεων.

59      Από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 45 ανωτέρω απόφαση Degussa κατά Επιτροπής που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν μπορεί να συναχθεί διαφορετικό συμπέρασμα. Είναι ασφαλώς αληθές ότι, με τη σκέψη 335 της αποφάσεως αυτής, το τότε Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε, χωρίς να παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, να προσαυξήσει το ποσό του προστίμου που καθορίστηκε σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, εφαρμόζοντας το ίδιο ποσοστό στους δύο μετέχοντες στη σύμπραξη που είχαν πραγματοποιήσει σημαντικά διαφορετικούς κύκλους εργασιών.

60      Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 20, 21, 326 και 327 της ιδίας αποφάσεως, το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στους διάφορους μετέχοντες στη σύμπραξη της υποθέσεως εκείνης είχε καθοριστεί βάσει διαφορετικής μεθόδου από εκείνη που θεσπίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές και την οποία εφάρμοσε η Επιτροπή εν προκειμένω. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα στη σκέψη 45 ανωτέρω απόφαση Degussa κατά Επιτροπής, η Επιτροπή είχε κατατάξει τους μετέχοντες στη σύμπραξη σε διάφορες ομάδες αναλόγως του κύκλου τους εργασιών και είχε καθορίσει το ίδιο βασικό ποσό προστίμου ως προς όλα τα μέλη της κάθε ομάδας. Η προσφεύγουσα της υποθέσεως εκείνης είχε καταταγεί στην ίδια ομάδα με μια άλλη επιχείρηση η οποία είχε πραγματοποιήσει υψηλότερο κύκλο εργασιών με αποτέλεσμα το βασικό ποσό του προστίμου να καθοριστεί στο ίδιο ύψος για τις δύο αυτές επιχειρήσεις. Εν συνεχεία, προκειμένου να εξασφαλιστεί επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα, η Επιτροπή προσαύξησε το ποσό αυτό κατά το ίδιο ποσοστό, εν προκειμένω κατά 100 %, τούτο δε ως προς αμφότερες τις επιχειρήσεις. Το τότε Πρωτοδικείο επέκρινε ακριβώς αυτή την τελευταία πτυχή της μεθόδου της Επιτροπής (βλ. απόφαση Degussa κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψεις 328 έως 335).

61      Εν προκειμένω, αφενός, όπως επισημάνθηκε, το βασικό ποσό του προστίμου είναι διαφορετικό για τους δύο μετέχοντες στη σύμπραξη, αντανακλώντας τη διαφορά στον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησαν οι εν λόγω επιχειρήσεις. Αφετέρου, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, το θεσμικό αυτό όργανο δεν προέβη σε ειδική προσαύξηση του βασικού ποσού προκειμένου να εξασφαλίσει τον επαρκή αποτρεπτικό χαρακτήρα του προστίμου. Κατά συνέπεια, οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συγκριθούν με εκείνες της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα στη σκέψη 45 ανωτέρω απόφαση Degussa κατά Επιτροπής.

62      Η προσφεύγουσα αιτιάται επίσης το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προέβη, δυνάμει της παραγράφου 30 των κατευθυντηρίων γραμμών, σε αύξηση του ποσού του προστίμου το οποίο επέβαλε στους μετέχοντες στη σύμπραξη που είχαν πραγματοποιήσει τους μεγαλύτερους συνολικούς κύκλους εργασιών. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι από την εν λόγω παράγραφο των κατευθυντηρίων γραμμών όντως προκύπτει ότι η αύξηση του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί σε επιχείρηση η οποία έχει ιδιαίτερα μεγάλο κύκλο εργασιών πέραν των πωλήσεων των προϊόντων και υπηρεσιών με τα οποία σχετίζεται η παράβαση ενδέχεται να είναι αναγκαία προκειμένου να εξασφαλιστεί επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα στο πρόστιμο αυτό, εντούτοις, δεν συνάγεται από αυτό ότι, αντιστρόφως, το πρόστιμο που δεν αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό του συνολικού κύκλου εργασιών της οικείας επιχείρησης δεν θα παραγάγει επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα έναντι της εν λόγω επιχείρησης.

63      Συγκεκριμένα, το πρόστιμο που καθορίζεται βάσει της μεθόδου που καθιερώνουν οι κατευθυντήριες γραμμές αντιπροσωπεύει, καταρχήν, σημαντικό ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που έχει πραγματοποιήσει η οικεία επιχείρηση στον τομέα που αφορά η παράβαση. Επομένως, εξαιτίας του προστίμου, τα οφέλη της εν λόγω επιχείρησης στον τομέα αυτόν θα μειωθούν σημαντικά, ενώ ενδέχεται να υποστεί και ζημίες. Ακόμη και αν ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε η επιχείρηση στον τομέα αυτό αντιπροσωπεύει μικρό μόνο τμήμα του συνολικού κύκλου εργασιών της, δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλειστεί ότι η μείωση των κερδών που πραγματοποιούνται στον οικείο τομέα, και κατά μείζονα λόγο η μετατροπή τους σε ζημίες, θα έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα κατά το μέτρο που, καταρχήν, μια εμπορική επιχείρηση δραστηριοποιείται σε συγκεκριμένο τομέα με σκοπό την αποκόμιση κέρδους.

64      Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η παράγραφος 30 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει τη δυνατότητα και όχι την υποχρέωση της Επιτροπής να αυξάνει το πρόστιμο που επιβάλλει σε επιχείρηση η οποία έχει ιδιαίτερα μεγάλο κύκλο εργασιών πέραν των πωλήσεων των προϊόντων και υπηρεσιών με τα οποία σχετίζεται η παράβαση. Εκτός όμως από μια αόριστη παραπομπή στον φερόμενο ως σημαντικό συνολικό κύκλο εργασιών ορισμένων μετεχόντων στη σύμπραξη, παραπομπή η οποία απλώς αντανακλά την επιχειρηματολογία που προβάλλεται στο πλαίσιο εξετάσεως της πέμπτης αιτιάσεως κατωτέρω, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται κανένα συγκεκριμένο στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η Επιτροπή όφειλε εν προκειμένω να έχει κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής. Κατά συνέπεια, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί για τον λόγο αυτό να προσαφθεί στην Επιτροπή παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας.

65      Όσον αφορά, τέλος, τη συνεκτίμηση της υποτροπής, επισημαίνεται ότι, όπως παραδέχεται και η ίδια η προσφεύγουσα, η υποτροπή λαμβάνεται υπόψη κατά το στάδιο της προσαρμογής του βασικού ποσού του προστίμου λόγω επιβαρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 28, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, και μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του ποσού αυτού, μέχρι ακόμα και σε διπλασιασμό του. Αντιθέτως, ο καθορισμός του βασικού ποσού, στο πλαίσιο του οποίου εντάσσεται ο προσδιορισμός του ποσοστού που προβλέπει η παράγραφος 25 των κατευθυντηρίων γραμμών, πραγματοποιείται, όπως ήδη επισημάνθηκε (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω), λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της παραβάσεως. Η μη συνεκτίμηση, κατά το στάδιο αυτό, επιβαρυντικής περίστασης που θα ληφθεί υπόψη σε μεταγενέστερο στάδιο δεν συνιστά σε καμία περίπτωση πλάνη περί το δίκαιο (βλ., συναφώς, διάταξη του Δικαστηρίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑468/07 P, Coats Holdings και Coats κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 28).

66      Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων συνάγεται ότι η πρώτη αιτίαση είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως, σχετικά με τις επιβαρυντικές περιστάσεις

67      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εξέτασε το ζήτημα ποια μέλη της σύμπραξης διαδραμάτιζαν ηγετικό ρόλο στην παράβαση και διευκρινίζει ότι η ίδια είχε παθητική συμμετοχή. Η προσφεύγουσα παραδέχεται μεν ότι δεν είναι δυνατόν σε όλες τις περιπτώσεις συμπράξεων να προσδιορίζονται μία ή περισσότερες ηγετικές επιχειρήσεις. Εντούτοις, στην περίπτωση σύνθετης σύμπραξης όπως η επίμαχη εν προκειμένω, δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι η σύμπραξη θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς μία ή περισσότερες επιχειρήσεις να προτείνουν και να προβούν στις απαιτούμενες προετοιμασίες. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν κατέβαλε επαρκείς προσπάθειες προκειμένου να προσδιορίσει τις επιχειρήσεις αυτές. Αναφέρει δε συναφώς, ως παραδείγματα σχετικά με το τι όφειλε να έχει εξετάσει η Επιτροπή, το ζήτημα ποιος οργάνωσε τις πρώτες συσκέψεις και προσκάλεσε σε αυτές τα παθητικά μέλη της σύμπραξης ή το ζήτημα σε ποιας επιχείρησης εγκαταστάσεις διεξήχθησαν οι εν λόγω συσκέψεις. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας καθόσον επιφύλαξε στα παθητικά μέλη την ίδια μεταχείριση με εκείνη της οποίας έτυχαν οι επιχειρήσεις με ηγετικό ρόλο ή ρόλο υποκινητή.

68      Από την πλευρά της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αιτίαση αυτή είναι αλυσιτελής. Θεωρεί δε ότι, ακόμα και αν πρέπει να διαπιστωθεί ότι μία ή περισσότερες άλλες επιχειρήσεις διαδραμάτισαν ηγετικό ρόλο στην παράβαση, εντούτοις, η διαπίστωση αυτή δεν ασκεί επιρροή επί του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου αλλά ότι, ενδέχεται, το πολύ, να συνεπάγεται αύξηση των προστίμων που επιβλήθηκαν στις άλλες αυτές επιχειρήσεις.

69      Για τους λόγους που εκτέθηκαν με τις σκέψεις 55 και 56 ανωτέρω, η υπό κρίση αιτίαση δεν μπορεί να απορριφθεί εκ προοιμίου ως αλυσιτελής. Επιπλέον, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί το ζήτημα αν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που τίθενται με τη σκέψη 56 ανωτέρω για την αύξηση του ποσού του προστίμου, η αιτίαση αυτή πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αβάσιμη.

70      Συναφώς, διευκρινίζεται προκαταρκτικώς ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι αυτή υιοθέτησε παθητική συμπεριφορά στο εσωτερικό της σύμπραξης δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτιάσεως, αλλά πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της ανάλυσης της τρίτης αιτιάσεως σχετικά με τις ελαφρυντικές περιστάσεις, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον, στην επιχειρηματολογία που διατυπώνει προς στήριξη της εν λόγω τρίτης αιτιάσεως, η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει και αναπτύσσει το επιχείρημα αυτό.

71      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι τα ζητήματα που εγείρει η προσφεύγουσα με την επιχειρηματολογία της εξετάστηκαν, κατά το ουσιώδες μέρος τους, με την προσβαλλόμενη απόφαση. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 177 της αποφάσεως αυτής, η επίμαχη παράβαση αφορούσε τρία προϊόντα, δηλαδή το ανθρακασβέστιο σε σκόνη, το μαγνήσιο σε κόκκους και το ανθρακασβέστιο σε κόκκους, και δύο αγορές, δηλαδή την αγορά των δύο πρώτων προϊόντων, που μπορούν να υποκατασταθούν αμοιβαία και προορίζονται για τη χαλυβουργία, και την αγορά του τρίτου, που προορίζεται για τη βιομηχανία φυσικού αερίου. Η Επιτροπή παραπέμπει σε δύο χωριστές συμφωνίες σχετικές με καθένα από τα προϊόντα αυτά (βλ., αντιστοίχως, αιτιολογικές σκέψεις 54 έως 91, 113 έως 135 και 92 έως 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αλλά καταλήγει, με την αιτιολογική σκέψη 177 της αποφάσεως αυτής, ότι οι τρεις αυτές συμφωνίες εντάσσονται στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

72      Όσον αφορά, ειδικότερα, το ανθρακασβέστιο σε σκόνη, η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 56 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «οι πρώτες δύο συσκέψεις διεξήχθησαν στις εγκαταστάσεις της Almamet». Επιπλέον, προς στήριξη της διαπίστωσης αυτής, το θεσμικό αυτό όργανο παρέπεμψε, με την υποσημείωση 106, μεταξύ άλλων, στην αίτηση επιείκειας. Η διεξαγωγή της πρώτης σύσκεψης περιγράφεται λεπτομερέστερα στις αιτιολογικές σκέψεις 64 έως 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Από την περιγραφή αυτή μπορεί να συναχθεί ότι η πρόσκληση συμμετοχής στη σύσκεψη αυτή είχε απευθυνθεί στους λοιπούς μετέχοντες από την Almamet, δεδομένου όχι μόνον ότι η επίμαχη σύσκεψη πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις της, αλλά και ότι τη συζήτηση προλόγισε ο εκπρόσωπος της ίδιας αυτής εταιρίας (βλ. αιτιολογική σκέψη 65 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

73      Η δεύτερη σύσκεψη σχετικά με το ίδιο προϊόν διεξήχθη επίσης, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 67), στις εγκαταστάσεις της Almamet. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τη διάρκεια της εν λόγω δεύτερης σύσκεψης, οι μετέχοντες, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, αποφάσισαν την οργάνωση ανάλογων συσκέψεων ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο μέλλον, αναλαμβάνοντας εκ περιτροπής την ευθύνη για τη διεξαγωγή τους. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει εν συνεχεία, με τις αιτιολογικές σκέψεις 70 έως 89, σε εννέα άλλες συσκέψεις που οργάνωσαν διάφοροι μετέχοντες στη σύμπραξη, εκ των οποίων δύο, δηλαδή εκείνες της 7ης Απριλίου 2005 και της 26ης Απριλίου 2006, έλαβαν χώρα στη Σλοβακία και οργανώθηκαν από την προσφεύγουσα (βλ., αντιστοίχως, αιτιολογικές σκέψεις 74 και 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

74      Όσον αφορά το ανθρακασβέστιο σε κόκκους, η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πρώτη σύσκεψη διεξήχθη στις 7 Απριλίου 2004, σε ένα ξενοδοχείο στη Σλοβενία και οργανώθηκε από την TDR‑Metalurgija d.d. Η προσφεύγουσα και η Donau Chemie ήταν οι μόνες δύο άλλες επιχειρήσεις που μετείχαν στη σύσκεψη αυτή. Με την αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραπέμπει σε δύο άλλες συσκέψεις στην Μπρατισλάβα (Σλοβακία) μεταξύ των τριών ίδιων παραγωγών του εν λόγω προϊόντος. Εντούτοις, το θεσμικό αυτό όργανο προσθέτει ότι τα ζητήματα σχετικά με το ανθρακασβέστιο σε κόκκους θίγονταν επίσης είτε στο πλαίσιο των συσκέψεων σχετικά με το ανθρακασβέστιο σε σκόνη είτε κατά τη διάρκεια ειδικών συσκέψεων διεξαγόμενων στο περιθώριο των πρώτων (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 101 και 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

75      Τέλος, η συμφωνία σχετικά το μαγνήσιο αφορούσε αποκλειστικά τις εταιρίες Almamet, Donau Chemie και Ecka. Οι λοιποί αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, δεν παρήγαν μαγνήσιο. Από την αιτιολογική σκέψη 125 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η πρώτη σύσκεψη μεταξύ των τριών επιχειρήσεων-παραγωγών μαγνησίου πραγματοποιήθηκε κατά τα τέλη του 2004 ή τις αρχές του 2005, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιοριστεί η ακριβής ημερομηνία διεξαγωγής της. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει σε πέντε άλλες συσκέψεις σχετικές με το προϊόν αυτό. Με την εξαίρεση της σύσκεψης της 2ας Μαΐου 2006, η οποία οργανώθηκε από την Ecka που ανέλαβε και τα σχετικά έξοδα (βλ. αιτιολογική σκέψη 129 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεν διευκρινίζεται ποια επιχείρηση οργάνωσε τις συσκέψεις. Εντούτοις, η αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως επισημαίνει ότι οι τρεις επιχειρήσεις που μετείχαν στις εν λόγω συσκέψεις αναλάμβαναν εκ περιτροπής την ευθύνη διεξαγωγής τους καθώς και τα αντίστοιχα έξοδα.

76      Όλες οι ανωτέρω εκτιμήσεις τάσσονται κατά της άποψης που υποστηρίζει η προσφεύγουσα, σύμφωνα με την οποία, κατ’ ουσίαν, η επίμαχη παράβαση, ως εκ της φύσεώς της, απαιτούσε την ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων ηγετικών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, από τις εκτιμήσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως που εκτίθενται με τις σκέψεις 71 έως 73 ανωτέρω προκύπτει ότι όλοι οι μετέχοντες στη σύμπραξη βρίσκονταν σε σχέση ισότητας μεταξύ τους. Το γεγονός ότι η Almamet οργάνωσε την πρώτη σύσκεψη σχετικά με το ανθρακασβέστιο σε σκόνη και η TDR‑Metalurgija έπραξε αναλόγως ως προς το ανθρακασβέστιο σε κόκκους δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Δεν υπάρχουν στοιχεία στην προσβαλλόμενη απόφαση εκ των οποίων να προκύπτει ότι ο ρόλος των δύο αυτών επιχειρήσεων στο πλαίσιο της σύμπραξης ήταν σημαντικότερος από εκείνον των λοιπών.

77      Αντιθέτως, από την αιτιολογική σκέψη 54 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, η συμφωνία σχετικά με το ανθρακασβέστιο σε κόκκους οφείλει την προέλευσή της στην αρνητική τάση που εμφάνιζε η τιμή του προϊόντος αυτού από την αρχή του εικοστού πρώτου αιώνα, συνδυαζόμενη με την αύξηση του κόστους παραγωγής και την πτώση της ζήτησης.

78      Κατά την αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ανάλογη αίσθηση επικρατούσε και στην αγορά του ανθρακασβεστίου σε κόκκους. Η αιτιολογική αυτή σκέψη παραθέτει τη δήλωση ενός «υπαλλήλου της Akzo Nobel» ο οποίος φέρεται να ισχυρίστηκε ότι «παρίσταται ανάγκη αυξήσεων στις τιμές» για όλους τους προμηθευτές του οικείου προϊόντος. Όσον αφορά το μαγνήσιο, που επίσης προορίζεται για τη χαλυβουργία ενώ μπορεί να υποκατασταθεί αμοιβαία με το ανθρακασβέστιο σε σκόνη, η Επιτροπή αναγνωρίζει, με την αιτιολογική σκέψη 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ζήτηση του προϊόντος αυτού αυξανόταν, αλλά προσθέτει, χωρίς να αντικρούεται από την προσφεύγουσα, ότι «οι προμηθευτές είχαν επίσης επίγνωση της αυξήσεως της ισχύος των πελατών τους στην αγορά» ενώ υφίσταντο, επιπλέον, ολοένα μεγαλύτερη πίεση ως αποτέλεσμα της εισόδου στην αγορά νέων ανταγωνιστών από την Κίνα.

79      Στο πλαίσιο αυτό, είναι άνευ σημασίας το ζήτημα ποιος είχε την πρωτοβουλία διεξαγωγής της πρώτης σύσκεψης, κατά το μέτρο που η πρωτοβουλία αυτή αντικατόπτριζε απλώς το κοινό αίσθημα περισσοτέρων παραγωγών του οικείου προϊόντος. Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα ούτε διευκρίνισε το επιχείρημά της ότι δύσκολα μπορεί να νοηθεί παράβαση όπως η επίμαχη εν προκειμένω χωρίς την ύπαρξη μίας ή περισσοτέρων ηγετικών επιχειρήσεων ούτε επικαλέστηκε συγκεκριμένα στοιχεία προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού. Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 71 ανωτέρω, τα μόνα συγκεκριμένα ζητήματα που έθεσε η προσφεύγουσα με την επιχειρηματολογία της, ανεξαρτήτως της επιρροής που ασκούν για τη διαπίστωση της ύπαρξης ενδεχόμενων επιβαρυντικών περιστάσεων, εξετάστηκαν εν πάση περιπτώσει, κατά το ουσιώδες μέρος τους, με την προσβαλλόμενη απόφαση.

80      Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει την ύπαρξη ενδεχόμενων επιβαρυντικών περιστάσεων ως προς ορισμένους άλλους μετέχοντες στη σύμπραξη, παραβιάζοντας ως αποτέλεσμα την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Ως εκ τούτου, η δεύτερη αιτίαση είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της τρίτης αιτιάσεως, σχετικά με τις ελαφρυντικές περιστάσεις

81      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν αναγνώρισε την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων που δικαιολογούν τη μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε, σύμφωνα με την παράγραφο 29 των κατευθυντηρίων γραμμών. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, τη φερόμενη ως εξ αμελείας συμμετοχή της στη σύμπραξη, δεύτερον, το γεγονός ότι η συμμετοχή αυτή υπήρξε παθητική και περιορισμένης έκτασης και, τρίτον, τη φερόμενη συνεργασία της με την Επιτροπή, μη συνεκτιμηθείσα από την τελευταία, πέραν του πεδίου εφαρμογής της «ανακοίνωσης του 2000/2006 για την επιείκεια» και πέραν των νόμιμων υποχρεώσεών της να συνεργαστεί.

82      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά τον χρόνο των επίδικων πραγματικών περιστατικών, τα μέλη της διοίκησής της ήταν πρόσωπα που είχαν εκπαιδευθεί και σταδιοδρομήσει υπό συνθήκες αυστηρά ελεγχόμενης οικονομίας υπό το κομμουνιστικό καθεστώς που κατείχε την εξουσία πριν το 1989. Επομένως, τουλάχιστον στην αρχή της σύμπραξης, τα διευθυντικά στελέχη της προσφεύγουσας δεν είχαν καν επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς τους. Θεώρησαν τις συσκέψεις της σύμπραξης ως συνήθεις επιχειρηματικές συσκέψεις και δέχθηκαν επικρίσεις από τους λοιπούς μετέχοντες λόγω έλλειψης διακριτικότητας. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι ποτέ στο παρελθόν δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο έρευνας ούτε της είχε επιβληθεί κύρωση από οποιαδήποτε αρχή ανταγωνισμού και ότι, κατά τη γνώμη της, το γεγονός ότι η συμμετοχή της στη σύμπραξη οφειλόταν σε αμέλεια θα έπρεπε να έχει ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση.

83      Η Επιτροπή απαντά ότι η προβαλλόμενη παράβαση διαπράχθηκε δεκατέσσερα και πλέον έτη μετά την πτώση του τσεχοσλοβακικού κομμουνιστικού καθεστώτος, η δε Σλοβακική Δημοκρατία θέσπισε νομοθεσία που απαγορεύει ανάλογες συμφωνίες πριν καν προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η προσφεύγουσα αντιτείνει, με το υπόμνημά της απαντήσεως, ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις συνέπειες που είχε για τα διευθυντικά της στελέχη κατά τον χρόνο της παραβάσεως το γεγονός ότι είχαν διανύσει ένα σημαντικό και καίριο για τη διαμόρφωσή τους μέρος της σταδιοδρομίας τους υπό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο της οικονομίας της αγοράς.

84      Χωρίς να απαιτείται να υπεισέλθει στις λεπτομέρειες της συζήτησης αυτής μεταξύ των διαδίκων, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που διαπράττουν παραβάσεις των διατάξεων του άρθρου 81 ΕΚ τόσο στις περιπτώσεις που η παράβαση διαπράχθηκε εκ προθέσεως όσο και σε εκείνες που διαπράχθηκε εξ αμελείας.

85      Κατά πάγια νομολογία, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι μια παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού διαπράχθηκε εκ προθέσεως και όχι εξ αμελείας, δεν είναι απαραίτητο η επιχείρηση να έχει επίγνωση ότι παραβαίνει τους κανόνες αυτούς, αλλά αρκεί το ότι δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η συμπεριφορά της είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1989, 246/86, Belasco κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2117, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψη 205 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

86      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη συμμετοχή της στην παράβαση, αλλ’ αντιθέτως, με την επιχειρηματολογία της προς στήριξη της υπό κρίση αιτιάσεως, «παραδέχεται και δεν αμφισβητεί [την ευθύνη της για] την αντίθετη προς ανταγωνισμό συμπεριφορά της προηγούμενης διοίκησής της». Δεδομένων όμως των πραγματικών περιστατικών στα οποία συνίσταται η επίμαχη παράβαση, όπως αυτά συνοψίζονται στη σκέψη 1 ανωτέρω, είναι πρόδηλο ότι τα μέλη της διοίκησης της προσφεύγουσας τα οποία μετείχαν για λογαριασμό της στις διάφορες συσκέψεις που διεξάγονταν στο πλαίσιο της σύμπραξης και, κατά συνέπεια, υλοποιούσαν τις αποφάσεις που λαμβάνονταν κατά τη διάρκεια των εν λόγω συσκέψεων, δεν μπορούσαν να αγνοούν ότι η συμπεριφορά τους είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Συγκεκριμένα, τέτοιος περιορισμός του ανταγωνισμού αποτελεί ευθεία και άμεση συνέπεια πρακτικών όπως η κατανομή της αγοράς, ο καθορισμός ποσοστώσεων, η κατανομή των πελατών και ο καθορισμός τιμών μεταξύ περισσοτέρων μετεχόντων στις ίδιες αγορές, καθόσον όλες οι ανωτέρω συμπεριφορές εμπίπτουν στο αντικείμενο της παραβάσεως για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση.

87      Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 85 ανωτέρω, είναι αδιάφορο, στο πλαίσιο αυτό, αν τα μέλη της διοίκησης της προσφεύγουσας αγνοούσαν, εξαιτίας των βιωμάτων τους υπό το παλαιό κομμουνιστικό καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ότι η επίμαχη συμπεριφορά συνιστούσε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, εθνικών ή προβλεπόμενων από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

88      Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το συμπέρασμα ότι τα μέλη της διοίκησης της προσφεύγουσας είχαν επίγνωση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου της συμπεριφοράς τους επιβεβαιώνεται από τα όσα προβάλλει η προσφεύγουσα στην αίτηση επιείκειας. Με την αίτηση αυτή, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι τα μέλη της διοίκησής της που μετείχαν στις συσκέψεις της σύμπραξης δεν είχαν περιλάβει τις σχετικές πληροφορίες στις «εκθέσεις ταξιδίου στο εξωτερικό» που είχαν συντάξει, εκ των οποίων ορισμένες περιήλθαν στην κατοχή της Επιτροπής κατόπιν έρευνας που διενήργησε στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας. Για να μην αφήσουν γραπτά τεκμήρια, τα εν λόγω μέλη γνωστοποιούσαν προφορικά τις πληροφορίες αυτές στον γενικό διευθυντή και στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας. Η συμπεριφορά αυτή των εν λόγω μελών της διοίκησης της προσφεύγουσας δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένδειξη ότι τα πρόσωπα αυτά είχαν επίγνωση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό, αν όχι παράνομου, χαρακτήρα της συμμετοχής τους στις επίμαχες συσκέψεις, άλλως είναι δύσκολο να κατανοηθεί ο λόγος για τον οποίο δεν ήθελαν να αφήσουν κανένα γραπτό τεκμήριο.

89      Επομένως, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν χορήγησε στην προσφεύγουσα μείωση του ποσού του προστίμου για τον λόγο ότι η τελευταία διέπραξε την παράβαση εξ αμελείας δεν οφείλεται σε πλάνη του θεσμικού αυτού οργάνου.

90      Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη, ως ελαφρυντικές περιστάσεις, τον παθητικό χαρακτήρα της συμμετοχής της στην παράβαση. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα μέλη της διοίκησής της που την εκπροσωπούσαν στις διάφορες συσκέψεις της σύμπραξης δεν χειρίζονταν ευχερώς καμία ξένη γλώσσα, οπότε έπρεπε να χρησιμοποιούν υπηρεσίες διερμηνείας. Επιπλέον, τα λοιπά μέλη της σύμπραξης σχολίασαν ότι ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας στις διάφορες συσκέψεις υιοθετούσε παθητική συμπεριφορά και ότι δεν επικοινωνούσε με τους λοιπούς μετέχοντες. Η ίδια η Επιτροπή αναγνώρισε, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι η προσφεύγουσα ήταν το λιγότερο ενεργό μέλος της σύμπραξης, καθόσον δεν κατάρτιζε ποτέ πίνακες, δεν συνέλεγε δεδομένα προερχόμενα από μέλη της σύμπραξης που απουσίαζαν από συγκεκριμένη σύσκεψη, αλλά ούτε και ανακοίνωνε τέτοια δεδομένα στα λοιπά μέλη. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι στη σύμπραξη απέδιδε πολύ μεγαλύτερη σημασία η Almamet, ο διανομέας των προϊόντων της, οπότε η προσφεύγουσα θα μπορούσε να αντλεί όφελος από τη σύμπραξη χωρίς καν να συμμετέχει σ’ αυτήν. Εξάλλου, η προσφεύγουσα προσκλήθηκε να μετάσχει στην σύμπραξη από την ίδια την Almamet. Προτού λάβει την πρόσκληση αυτή, η προσφεύγουσα δεν είχε καμία τακτική επαφή με τα λοιπά μέλη της σύμπραξης.

91      Λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας αυτής, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν μια παράβαση έχει διαπραχθεί από περισσότερες επιχειρήσεις, για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων πρέπει να εξετάζεται η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής καθεμίας από αυτές, πράγμα που προϋποθέτει, ειδικότερα, ότι προσδιορίζεται ο αντίστοιχος ρόλος τους στην παράβαση καθ’ όσον χρόνο συμμετείχαν σ’ αυτήν. Το συμπέρασμα αυτό συνιστά τη λογική συνέπεια της αρχής του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών και των κυρώσεων δυνάμει της οποίας σε μια επιχείρηση μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις μόνο για τα πραγματικά περιστατικά που της προσάπτονται ατομικώς και η οποία είναι εφαρμοστέα σε κάθε διοικητική διαδικασία που ενδέχεται να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων δυνάμει των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού (απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψεις 277 και 278 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92      Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν, στην παράγραφο 29, τη διαβάθμιση του βασικού ποσού του προστίμου αναλόγως ορισμένων επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων, οι οποίες είναι ιδιάζουσες για κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση. Η παράγραφος αυτή καταρτίζει, ειδικότερα, ένα μη εξαντλητικό κατάλογο ελαφρυντικών περιστάσεων που δύνανται να ληφθούν υπόψη. Διαπιστώνεται ωστόσο ότι ο «αποκλειστικά παθητικός ή μιμητικός ρόλος» μιας επιχείρησης στη διάπραξη της παραβάσεως δεν απαριθμείται στον μη εξαντλητικό αυτό κατάλογο, παρά το γεγονός ότι προβλεπόταν ρητώς ως ελαφρυντική περίσταση από την παράγραφο 3, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3), οι οποίες αντικαταστάθηκαν από τις κατευθυντήριες γραμμές που έχουν εφαρμογή εν προκειμένω.

93      Συναφώς, επισημαίνεται ότι μολονότι, όπως εκτέθηκε και στη σκέψη 47 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες που η ίδια επιβάλλει στον εαυτό της, αντιθέτως, έχει την εξουσία να τροποποιεί και να αντικαθιστά τους κανόνες αυτούς. Σε μια περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των νέων κανόνων, όπως είναι η περίπτωση της επίμαχης παραβάσεως η οποία εμπίπτει στο χρονικό πεδίο εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών όπως προκύπτει από την παράγραφο 38 αυτών, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν συνεκτίμησε ελαφρυντική περίσταση μη προβλεπόμενη από τους νέους κανόνες, για τον λόγο και μόνον ότι προβλεπόταν από τους παλαιούς. Συγκεκριμένα, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή είχε θεωρήσει, κατά την πρακτική που ακολουθούσε προηγουμένως για τη λήψη των αποφάσεών της, ότι ορισμένα στοιχεία συνιστούσαν ελαφρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση του προστίμου δεν συνεπάγεται ότι είναι υποχρεωμένη να εκφέρει την ίδια κρίση και σε μεταγενέστερη απόφασή της (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑347/94, Mayr‑Melnhof κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1751, σκέψη 368, και της 20ής Μαρτίου 2002, T‑23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1705, σκέψη 337).

94      Γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 92 ανωτέρω, η απαρίθμηση της παραγράφου 29 των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις που μπορούν να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή δεν είναι εξαντλητική. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν περιλαμβάνουν, μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων, τον παθητικό ρόλο μιας επιχείρησης που μετέσχε σε παράβαση δεν εμποδίζει τη συνεκτίμηση του γεγονότος αυτού, εφόσον είναι ικανό να αποδείξει ότι η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής της εν λόγω επιχείρησης στην παράβαση είναι ελάσσονος σημασίας.

95      Χωρίς όμως να απαιτείται να καθοριστεί αν συντρέχει εν προκειμένω η τελευταία αυτή προϋπόθεση, επιβάλλεται εν πάση περιπτώσει η διαπίστωση ότι ουδόλως συνάγεται εκ των στοιχείων που προσκόμισε ή εκ των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα ότι ο ρόλος της στην παράβαση υπήρξε παθητικός ή μιμητικός.

96      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως έκρινε και το Πρωτοδικείο με την απόφαση που εξέδωσε στις 9 Ιουλίου 2003 στην υπόθεση T‑220/00, Cheil Jedang κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑2473, σκέψεις 167 και 168), και την οποία επικαλείται η ίδια η προσφεύγουσα προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, ο παθητικός αυτός ρόλος συνεπάγεται ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση έχει υιοθετήσει «χαμηλό προφίλ», ότι δηλαδή δεν υφίσταται ενεργός συμμετοχή της στην κατάρτιση της αντίθετης ή των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμφωνιών. Μεταξύ των στοιχείων από τα οποία μπορεί να προκύψει ο παθητικός ρόλος μιας επιχείρησης στο εσωτερικό της σύμπραξης μπορούν να ληφθούν υπόψη ο αισθητά σποραδικότερος χαρακτήρας των συμμετοχών της στις συσκέψεις σε σχέση με τα τακτικά μέλη της σύμπραξης καθώς και η όψιμη είσοδός της στην αγορά που αποτέλεσε το αντικείμενο της παραβάσεως, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής της σ’ αυτήν, ή ακόμη η ύπαρξη ρητών σχετικών δηλώσεων προερχόμενων από εκπροσώπους τρίτων επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση.

97      Εν προκειμένω όμως, πρώτον, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, η προσφεύγουσα μετέσχε σε δέκα από τις έντεκα συσκέψεις σχετικά με το ανθρακασβέστιο σε σκόνη (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 64 έως 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και μάλιστα οργάνωσε δύο από αυτές. Η προσφεύγουσα μετέσχε επίσης σε όλες τις συσκέψεις σχετικά με το ανθρακασβέστιο σε κόκκους που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 98 και 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

98      Δεύτερον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η συμβολή της προσφεύγουσας στις συσκέψεις κατά τη διάρκεια των οποίων ήταν παρούσα ήταν συγκρίσιμη με εκείνη των λοιπών μετεχόντων. Συγκεκριμένα, από τις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως διαφαίνεται ότι οι μετέχοντες στις διάφορες συσκέψεις ανακοίνωναν πληροφορίες σχετικές με τους όγκους των πωλήσεών τους, κατόπιν δε επικαιροποιείτο ο πίνακας κατανομής της αγοράς. Εκτός αυτού, συζητούνταν οι τιμές που επρόκειτο να εφαρμοστούν ενώ, περιστασιακά, αποφασίζονταν και αυξήσεις τιμών (βλ., για παράδειγμα, αιτιολογικές σκέψεις 67 και 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Από κανένα εκ των ανωτέρω στοιχείων δεν μπορεί να συναχθεί ότι η συμπεριφορά της προσφεύγουσας ήταν παθητική ή, γενικότερα, διαφορετική από εκείνη που υιοθετούσαν οι λοιποί μετέχοντες. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην εσωτερική έκθεση που συνέταξε σχετικά με τη σύσκεψη της 24ης Ιανουαρίου 2005, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι είχε επιτύχει να αντισταθμίσει μια αύξηση της τιμής του οπτάνθρακα (κωκ) αυξάνοντας τις τιμές του ανθρακασβεστίου. Επιπλέον, κατά την αιτιολογική σκέψη 110 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα συναίνεσε να χορηγηθούν στην Donau Chemie αντισταθμίσεις για τις απώλειες όγκου που σημείωσε στην Αυστρία μέσω της παραχώρησης σε αυτήν πρόσθετων όγκων στη Γερμανία. Τα ανωτέρω αποτελούν αποχρώσες ενδείξεις για συμμετοχή της προσφεύγουσας στις συσκέψεις η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί τουλάχιστον ως εξίσου ενεργός με εκείνη των λοιπών μελών της σύμπραξης.

99      Τρίτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι αυτή ουδέποτε ανακοίνωσε, κατά τη διάρκεια σύσκεψης, τα στοιχεία που παρείχε άλλο μέλος της σύμπραξης απόν από την κρίσιμη σύσκεψη μπορεί μεν να ευρίσκει έρεισμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά δεν μπορεί εξ αυτού να συναχθεί ότι η συμμετοχή της στη σύμπραξη ήταν παθητική. Συγκεκριμένα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η πλειονότητα των μελών της σύμπραξης ήταν παρόντα στις συσκέψεις. Το γεγονός ότι, περιστασιακά, κάποιο μέλος κωλυόταν να παραστεί σε ορισμένη σύσκεψη και διαβίβαζε τα στοιχεία που το αφορούσαν σε έτερο μέλος το οποίο, εν συνεχεία, τα παρουσίαζε στην εν λόγω σύσκεψη (βλ., για παράδειγμα, την αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η Akzo Nobel αδυνατούσε μεν να μετάσχει στη σύσκεψη της 25ης Απριλίου 2006, αλλά ανακοίνωσε εκ των προτέρων τα αριθμητικά στοιχεία που την αφορούσαν στην Donau Chemie) δεν αποκτά ιδιαίτερη σημασία και δεν συνιστά, αφ’ εαυτού, ένδειξη ότι το μέλος της σύμπραξης που διευκόλυνε κατ’ αυτόν τον τρόπο έτερο απουσιάζον μέλος έχει και πιο ενεργό συμμετοχή στη σύμπραξη αυτή.

100    Τέταρτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα λοιπά μέλη της σύμπραξης υπαινίχθηκαν την παθητική συμπεριφορά του εκπροσώπου της κατά τις συσκέψεις δεν τεκμηριώνεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

101    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι με την ανακοίνωση των αιτιάσεων αναγνωρίστηκε ότι η αυτή αποτελούσε το λιγότερο ενεργό μέλος της σύμπραξης, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την προσφεύγουσα, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, να προσκομίσει το απόσπασμα του κειμένου της εν λόγω ανακοίνωσης στο οποίο στηρίζει το επιχείρημα αυτό. Προς απάντηση στο αίτημα αυτό, η προσφεύγουσα τόνισε κατ’ ουσίαν ότι η επισήμανση, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι η Almamet είχε αναλάβει την πρωτοβουλία οργανώσεως των συσκέψεων της σύμπραξης, ότι στις μεταγενέστερες συσκέψεις προήδρευε ο εκπρόσωπος της SKW Stahl‑Metallurgie και το ότι ο εκπρόσωπος της Donau Chemie ήταν συχνά επιφορτισμένος με την επικαιροποίηση και διανομή των πινάκων που αντάλλασσαν οι μετέχοντες, ενώ συνήθως, κατά την περιγραφή των διαφόρων συσκέψεων, δεν γινόταν καμία ειδική μνεία στην ίδια την προσφεύγουσα, συνιστά ένδειξη του παθητικού ρόλου της τελευταίας στη σύμπραξη.

102    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν παραθέτει κανένα απόσπασμα της ανακοίνωσης των αιτιάσεων το οποίο να αναγνωρίζει ρητώς τον φερόμενο ως παθητικό ρόλο της στη σύμπραξη. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα παραδέχεται εμμέσως ότι το επιχείρημα περί του οποίου πρόκειται στην προηγούμενη σκέψη δεν περιλαμβάνεται αυτούσιο σε κανένα σημείο του κειμένου της ανακοίνωσης των αιτιάσεων, αλλά συνιστά απλώς δική της ερμηνεία του εν λόγω κειμένου. Η ερμηνεία όμως αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 99 ανωτέρω, το γεγονός ότι ορισμένοι μετέχοντες στη σύμπραξη είχαν αναλάβει συγκεκριμένα διοικητικά καθήκοντα στο πλαίσιο διεξαγωγής των διαφόρων συσκέψεων της σύμπραξης δεν αρκεί για να συναχθεί ότι ο ρόλος των λοιπών ήταν παθητικός. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το ότι και η ίδια οργάνωσε δύο συσκέψεις με θέμα την πτυχή της σύμπραξης που αφορούσε το ανθρακασβέστιο σε σκόνη (βλ. αιτιολογική σκέψη 73 ανωτέρω).

103    Πέμπτον, το ζήτημα του επιπέδου γνώσης ξένων γλωσσών που είχαν τα δύο μέλη της διοίκησης της προσφεύγουσας που την εκπροσωπούσαν στις συσκέψεις ουδεμία επιρροή ασκεί. Συγκεκριμένα, όποιες και αν ήταν αυτές οι γνώσεις, αυτό που έχει σημασία είναι ότι, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 98 ανωτέρω, η προσφεύγουσα μετείχε στις εν λόγω συσκέψεις εξίσου ενεργά με τα λοιπά μέλη της σύμπραξης, δηλαδή ανακοίνωνε τα σχετικά με τις πωλήσεις της δεδομένα, λάμβανε γνώση των αντίστοιχων δεδομένων των λοιπών μελών της σύμπραξης και αναλάμβανε δεσμεύσεις όσον αφορά την κατανομή των σχετικών αγορών, τον καθορισμό ποσοστώσεων, την κατανομή των αγορών και τον καθορισμό των τιμών. Συναφώς, είναι παντελώς αδιάφορο το γεγονός, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, ότι οι κοινωνικές επαφές μεταξύ των εκπροσώπων της προσφεύγουσας και εκείνων των λοιπών μελών της σύμπραξης ήταν περιορισμένες λόγω της έλλειψης γνώσεων ξένων γλωσσών των πρώτων.

104    Έκτον, ακόμα και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο το γεγονός ότι, λόγω της συμμετοχής της Almamet, η προσφεύγουσα θα είχε ωφεληθεί από τη σύμπραξη χωρίς να μετάσχει σε αυτήν, τούτο δεν συνιστά ούτε δικαιολογητικό λόγο της συμμετοχής της στη σύμπραξη ούτε ελαφρυντική περίσταση.

105    Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό της προσφεύγουσας αντιφάσκει προς τις δικές της δηλώσεις που περιλαμβάνονται στην αίτηση επιείκειας, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, από την αίτηση αυτή προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε πρόθεση να αυξήσει την τιμή πώλησης των προϊόντων της στην Almamet. Η τελευταία αυτή επιχείρηση απάντησε, κατ’ ουσίαν, ότι η αύξηση αυτή θα την υποχρέωνε να αυξήσει τις τιμές στις οποίες πωλούσε στους τελικούς πελάτες και ότι αυτοί θα αντιτάσσονταν προς την αύξηση αυτή. Κατά συνέπεια, η Almamet επισήμανε ότι η μοναδική λύση ήταν να οργανωθεί σύσκεψη των ενδιαφερόμενων παραγωγών και προμηθευτών, με σκοπό την αύξηση των τιμών. Η προσφεύγουσα απάντησε ότι, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο η Almamet είχε αποφασίσει να χειριστεί το πρόβλημα, η τελευταία αυτή ήταν υποχρεωμένη να δεχτεί την αύξηση τιμών που πρότεινε η προσφεύγουσα. Τα επιχειρήματα αυτά της προσφεύγουσας αποτελούν ένδειξη ότι η Almamet ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη διεξαγωγή της πρώτης σύσκεψης σχετικά με το ανθρακασβέστιο σε σκόνη κατόπιν της πίεσης που της ασκήθηκε από την προσφεύγουσα και ότι η τελευταία, που ήταν ενημερωμένη για την πρωτοβουλία αυτή, όχι μόνο δεν την αποθάρρυνε και δεν διαχώρισε τη θέση της, αλλ’ αντιθέτως, εξακολούθησε να ασκεί πίεση εμμένοντας στην αύξηση των τιμών. Τα επιχειρήματα αυτά δεν επιβεβαιώνουν τη θέση ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας ήταν παθητική, αλλά την αποδυναμώνουν σημαντικά.

106    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρων εκτιμήσεων, συνάγεται ότι ορθώς η Επιτροπή δεν συνεκτίμησε, ως ελαφρυντική περίσταση, τον φερόμενο ως παθητικό χαρακτήρα της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση.

107    Τρίτον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η αποτελεσματική της συνεργασία με την Επιτροπή όφειλε να έχει ληφθεί υπόψη από το θεσμικό αυτό όργανο ως ελαφρυντική περίσταση. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δέχτηκε το μερίδιο ευθύνης που της αναλογεί για την παράβαση, εκφράζοντας ταυτόχρονα τη διαφωνία της με την υπερβολική βαρύτητα που αποδόθηκε στη συμμετοχή της στην παράβαση αυτή καθώς και με το υπερβολικό ύψος του επιβληθέντος σ’ αυτήν προστίμου. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι τόσο οι ομολογίες της όσον αφορά τη συμμετοχή των μελών της διοίκησής της στις συσκέψεις της σύμπραξης όσο και το γεγονός ότι επιβεβαίωσε την ίδια την ύπαρξη οριζόντιας σύμπραξης με σκοπό τον καθορισμό των τιμών δεν συνιστούν απλώς μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών που απέδειξε η Επιτροπή, όπως υπονοεί η αιτιολογική σκέψη 327 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Προσθέτει δε ότι όχι μόνο δεν επιχείρησε να αμφισβητήσει κανένα από τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με την επίμαχη παράβαση, αλλά ότι πρόθεσή της ήταν μάλλον να συνδράμει την Επιτροπή στις έρευνές της. Η προσφεύγουσα επισημαίνει μάλιστα ότι πολλές από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπέμπουν στις δηλώσεις της ως αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα αναφέρει ως παράδειγμα τις υποσημειώσεις 100, 104, 106, 111, 118, 146 έως 150, 158, 161, 174, 180, 182 έως 185, 188, 190, 194 και 617 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

108    Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η επιχειρηματολογία της επιβεβαιώνεται επίσης από το υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής το οποίο περιλαμβάνει, κατ’ αυτήν, πλήθος παραπομπών στην αίτηση επιείκειας. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, επιβάλλοντας κύρωση σε επιχείρηση λόγω της συνεργασίας της αντί να την ανταμείψει, έρχεται σε αντίθεση με τον σκοπό των διατάξεων περί συνεργασίας που προβλέπει η «ανακοίνωση του 2002/2006 για την επιείκεια» και παραβιάζει την αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και την αρχή «ουδείς εαυτόν ένοχον ποιεί». Φρονεί δε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, τόσο τα επιχειρήματα της Επιτροπής που τεκμηριώνονται από παραπομπές στην αίτηση επιείκειας όσο και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

109    Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που συνοψίζεται στην προηγούμενη σκέψη, επισημαίνεται ότι είναι ασφαλώς αληθές, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποίησε στα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατατεθέντα έγγραφά της την αίτηση επιείκειας της προσφεύγουσας δεν μπορεί ούτε να επηρεάσει το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αυτή είναι προγενέστερη, ούτε να αποτελέσει πρόσφορο στοιχείο εκτιμήσεως της προστιθέμενης αξίας της δήλωσης αυτής σε σχέση με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που διέθετε η Επιτροπή. Γεγονός ωστόσο παραμένει ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας θέτει το ζήτημα του θεμιτού της χρήσεως της αιτήσεως επιείκειας στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί καταρχάς το ζήτημα αυτό, δεδομένου ότι στην επιχειρηματολογία της η Επιτροπή αναφέρεται επανειλημμένως στην αίτηση επιείκειας.

110    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η συνεργασία βάσει της ανακοίνωσης του 2002 για την επιείκεια έχει αμιγώς εκούσιο χαρακτήρα ως προς την ενδιαφερόμενη επιχείρηση. Συγκεκριμένα, η επιχείρηση ουδόλως υποχρεούται να παράσχει στοιχεία ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη σύμπραξης. Επομένως, ο βαθμός συνεργασίας που επιθυμεί να επιδείξει η επιχείρηση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας εμπίπτει στην ελεύθερη επιλογή της και σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλεται από την εν λόγω ανακοίνωση (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2005, C‑65/02 P και C‑73/02 P, ThyssenKrupp κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑6773, σκέψη 52, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην ίδια υπόθεση, Συλλογή 2005, σ. I‑6777, σημείο 140).

111    Επιπλέον, το σημείο 31 της ανακοίνωσης του 2006 για την επιείκεια, που έχει εφαρμογή εν προκειμένω (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω), επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι «κάθε δήλωση προς την Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης, αποτελεί μέρος του φακέλου της Επιτροπής, και επομένως μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο». Επομένως, από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης του 2006 για την επιείκεια και εντεύθεν, μια επιχείρηση η οποία, όπως η προσφεύγουσα εν προκειμένω, αποφασίζει να υποβάλει δήλωση με σκοπό να της χορηγηθεί μείωση του ποσού του προστίμου έχει επίγνωση του γεγονότος ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι η μείωση θα της χορηγηθεί μόνον αν πληρούνται, κατά την Επιτροπή, οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ανακοίνωση, η εν λόγω δήλωση θα αποτελέσει εν πάση περιπτώσει στοιχείο του φακέλου δυνάμενο να προβληθεί ως αποδεικτικό στοιχείο, ακόμη και κατά του συντάκτη της.

112    Επομένως, έχοντας επιλέξει ελεύθερα και με πλήρη επίγνωση να υποβάλει τέτοια δήλωση, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν μπορεί βασίμως να επικαλείται τη νομολογία σχετικά με την αρχή «ουδείς εαυτόν ένοχον ποιεί». Από τη νομολογία αυτή προκύπτει μεταξύ άλλων ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει σε μια επιχείρηση την υποχρέωση να δώσει απαντήσεις από τις οποίες το θεσμικό αυτό όργανο θα μπορούσε να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι έχει διαπραχθεί παράβαση, το υποστατό της οποίας οφείλει να αποδεικνύει η ίδια η Επιτροπή (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 1989, 374/87, Orkem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3283, σκέψεις 34 και 35, της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψεις 61 και 65, και ThyssenKrupp κατά Επιτροπής, σκέψη 110 ανωτέρω, σκέψη 49). Εν προκειμένω όμως, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε την αίτηση επιείκειας αυτοβούλως και χωρίς να έχει σχετική υποχρέωση, δεν μπορεί βασίμως να προβάλει το δικαίωμά της να μην υποχρεωθεί από την Επιτροπή να ομολογήσει τη συμμετοχή της στην παράβαση (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑829, σκέψη 35).

113    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή την αιτίαση ότι στηρίχθηκε στην αίτηση επιείκειας με τα έγγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

114    Όσον αφορά, εν συνεχεία, το ζήτημα αν η εν λόγω αίτηση επιείκειας συνιστά αποτελεσματική συνεργασία δυνάμενη να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση, κατά την παράγραφο 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, επισημαίνεται ότι η εφαρμογή της διάταξης αυτής των κατευθυντηρίων γραμμών δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας την ανακοίνωση του 2002 για την επιείκεια. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι η ανακοίνωση του 2002 για την επιείκεια θεσπίζει ένα πλαίσιο που παρέχει τη δυνατότητα να ανταμείβονται για τη συνεργασία τους στην έρευνα που διεξάγει η Επιτροπή οι επιχειρήσεις οι οποίες είναι ή υπήρξαν μέλη μυστικών συμπράξεων που δρουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως, από το γράμμα και την οικονομία της εν λόγω ανακοίνωσης συνάγεται ότι οι επιχειρήσεις δεν μπορούν, καταρχήν, να τύχουν μειώσεως του ποσού του προστίμου λόγω της συνεργασίας τους παρά μόνον όταν πληρούν τις αυστηρές προϋποθέσεις της εν λόγω ανακοίνωσης (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2011, T‑343/08, Arkema France κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑2287, σκέψη 169· της 5ης Οκτωβρίου 2011, T‑39/06, Transcatab κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑6831, σκέψη 329, και της 30ής Νοεμβρίου 2011, T‑208/06, Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑7953, σκέψη 271).

115    Επομένως, προκειμένου να διαφυλαχθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της ανακοίνωσης του 2002 για την επιείκεια, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να χορηγείται μείωση του ποσού του προστίμου σε μια επιχείρηση βάσει του σημείου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών. Τέτοια περίπτωση συντρέχει ιδίως όταν η συνεργασία μιας επιχείρησης υπερβαίνει τη νόμιμη υποχρέωσή της συνεργασίας, χωρίς όμως να της παρέχει δικαίωμα σε μείωση του ποσού του προστίμου δυνάμει της ανακοίνωσης του 2002 για την επιείκεια, ενώ ταυτοχρόνως είναι αντικειμενικά επωφελής για την Επιτροπή. Διαπιστώνεται δε τέτοια ωφέλεια όταν η Επιτροπή θεμελιώνει την οριστική της απόφαση σε αποδεικτικά στοιχεία που της προσκόμισε μια επιχείρηση στο πλαίσιο της συνεργασίας της, εφόσον, χωρίς τα στοιχεία αυτά, η Επιτροπή δεν θα ήταν σε θέση να επιβάλει κυρώσεις για το σύνολο ή για μέρος της επίδικης παραβάσεως (αποφάσεις Arkema France κατά Επιτροπής, σκέψη 114 ανωτέρω, σκέψη 170, Transcatab κατά Επιτροπής, σκέψη 114 ανωτέρω, σκέψη 330, και Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 114 ανωτέρω, σκέψη 270).

116    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 358 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στην αίτηση επιείκειας της προσφεύγουσας δεν παρείχαν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα στοιχεία που ήδη διέθετε το θεσμικό αυτό όργανο με αποτέλεσμα να αρνηθεί να χορηγήσει στην προσφεύγουσα μείωση του ποσού του προστίμου της (βλ., επίσης, σκέψη 38 ανωτέρω).

117    Στην προσφεύγουσα απόκειται να προσδιορίσει τα αμφισβητούμενα στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία μπορεί να συνίστανται σε σοβαρές ενδείξεις, πρόσφορες να αποδείξουν το βάσιμο των αιτιάσεών της (βλ. συναφώς, απόφαση KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 50 ανωτέρω, σκέψη 132). Όπως όμως προκύπτει από τη σύνοψη της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας με τη σκέψη 107 ανωτέρω, το μόνο συγκεκριμένο επιχείρημα που επικαλείται η προσφεύγουσα για να αντικρούσει την εκτίμηση της προσβαλλομένης αποφάσεως η οποία συνοψίζεται στην προηγούμενη σκέψη αφορά το γεγονός ότι διάφορα χωρία της αποφάσεως αυτής παραπέμπουν στις δηλώσεις που περιέλαβε η προσφεύγουσα στην αίτησή της επιείκειας.

118    Επισημαίνεται ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η προσφεύγουσα και η μητρική της εταιρία προέβαλαν ανάλογο επιχείρημα, αντλούμενο από την εκ μέρους της Επιτροπής χρήση των πληροφοριών που είχε παράσχει η προσφεύγουσα. Το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε από την Επιτροπή με τη σκέψη 359 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή εξήγησε ότι το κρίσιμο κριτήριο δεν είναι τόσο η εκ μέρους της χρήση της πληροφορίας που παρέχει ο μετέχων σε σύμπραξη, αλλά μάλλον η σημαντική προστιθέμενη αξία που ενδεχομένως παρουσιάζει η πληροφορία αυτή. Η παροχή περαιτέρω πληροφοριών σχετικών με γεγονότα ήδη γνωστά δεν συνιστά σημαντική προστιθέμενη αξία. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης, με την ίδια αιτιολογική σκέψη, ότι η προσφεύγουσα παρέλειψε να αναφέρει, μεταξύ των πληροφοριών που παρέσχε, το γεγονός ότι η αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά εκτεινόταν και στο ανθρακασβέστιο σε κόκκους, τούτο δε μολονότι η εμπλοκή της και σε αυτή την πτυχή της παραβάσεως μπορούσε εγγράφως να τεκμηριωθεί.

119    Η εκτίμηση ότι οι πληροφορίες που παρέχουν οι μετέχοντες στην παράβαση δεν έχουν αντικειμενική χρησιμότητα όταν αφορούν γεγονότα γνωστά στην Επιτροπή για τα οποία η τελευταία διαθέτει ήδη επαρκή αποδεικτικά στοιχεία συνάδει με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 115 ανωτέρω και πρέπει να γίνει δεκτή.

120    Τίθεται επομένως το ερώτημα αν τούτο ισχύει όσον αφορά τις πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα, ειδικότερα δε τις περιεχόμενες στην αίτηση επιείκειας. Όσον αφορά όμως το ζήτημα αυτό, η προσφεύγουσα περιορίζεται στο να επικαλείται τις παραπομπές στις δηλώσεις της που περιλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να διευκρινίζει τα συγκεκριμένα πληροφοριακά ή αποδεικτικά στοιχεία που ισχυρίζεται ότι παρέσχε στην Επιτροπή και τα οποία η τελευταία δεν είχε ήδη στην κατοχή της.

121    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, μεταξύ των πολλών υποσημειώσεων της προσβαλλομένης αποφάσεως στις οποίες αναφέρεται η προσφεύγουσα στην επιχειρηματολογία της, μόνον τρεις παραπέμπουν αποκλειστικά στις δηλώσεις της προσφεύγουσας. Οι υπόλοιπες υποσημειώσεις μνημονεύουν επίσης είτε έγγραφα που περιήλθαν στην κατοχή της Επιτροπής κατά τις έρευνες είτε δηλώσεις των Akzo Nobel και Evonik Degussa οι οποίες, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 39 ανωτέρω, έτυχαν, αντιστοίχως, απαλλαγής από την επιβολή προστίμου και μειώσεως του ποσού του, ακριβώς λόγω της συνεργασίας τους. Επομένως, οι υπόλοιπες αυτές υποσημειώσεις επιβεβαιώνουν τη θέση της Επιτροπής ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα αφορούσαν γεγονότα ήδη γνωστά και επαρκώς τεκμηριωμένα από αποδεικτικά στοιχεία.

122    Οι τρεις υποσημειώσεις που παραπέμπουν αποκλειστικά και μόνο σε δηλώσεις της προσφεύγουσας είναι οι υποσημειώσεις 111, 118 και 617. Η υποσημείωση 111 παραπέμπει στην αίτηση επιείκειας για να στηρίξει το επιχείρημα που περιέχει η αιτιολογική σκέψη 56, τελευταία περίοδος, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι κατά τη διάρκεια κάθε σύσκεψης της σύμπραξης οι μετέχοντες συμφωνούσαν, κατά κανόνα, για την ημερομηνία και τον τόπο της επόμενης σύσκεψης. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η πληροφορία αυτή γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή μόνον εκ μέρους της προσφεύγουσας, είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για σημαντικό στοιχείο αντικειμενικής χρησιμότητας, αλλά μάλλον για στοιχείο εντελώς δευτερεύουσας σημασίας.

123    Η υποσημείωση 118 παραπέμπει σε δήλωση στην οποία προέβη η προσφεύγουσα στις 18 Φεβρουαρίου 2008 για να στηρίξει τις πληροφορίες που περιλαμβάνει η αιτιολογική σκέψη 57, πέμπτη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως και οι οποίες αφορούν τα καθήκοντα που ασκούσαν τα πρόσωπα που εκπροσώπησαν την προσφεύγουσα στις συσκέψεις σχετικά με το ανθρακασβέστιο σε σκόνη. Δεδομένου ότι τα ενδεικτικά αυτά στοιχεία αφορούσαν συγκεκριμένα την προσφεύγουσα, είναι κατανοητό να παραπέμπεται, ως προς τα εν λόγω στοιχεία, σε έγγραφο προσκομισθέν από αυτήν και μόνον. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα των καθηκόντων που ασκούσαν τα πρόσωπα που εκπροσώπησαν την προσφεύγουσα στις επίμαχες συσκέψεις οριακή μόνο χρησιμότητα είχε για την Επιτροπή, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ότι μετέσχε στις εν λόγω συσκέψεις ή, γενικότερα, στη συγκεκριμένη πτυχή της παραβάσεως.

124    Τέλος, η υποσημείωση 617 συμπληρώνει το επιχείρημα που περιλαμβάνει η αιτιολογική σκέψη 294 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η επίμαχη παράβαση καταλέγεται μεταξύ των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού με μία παραπομπή σε ανάλογο επιχείρημα περιεχόμενο στην απάντηση της προσφεύγουσας στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, η παραπομπή στα έγγραφα της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας δεν αφορά καν πραγματικό ή αποδεικτικό στοιχείο, αλλά απλή εκτίμηση σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Είναι σαφές ότι ούτε στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει λόγος για στοιχείο αντικειμενικής χρησιμότητας.

125    Κατά συνέπεια, δεν ευσταθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι διάφορες παραπομπές της προσβαλλομένης αποφάσεως στις δηλώσεις της αποδεικνύουν ότι υπήρξαν χρήσιμες για την έρευνα της Επιτροπής.

126    Επισημαίνεται επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το επιχείρημα που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 359 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η προσφεύγουσα απέφυγε να μνημονεύσει, με την αίτηση επιείκειας, το γεγονός ότι η αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά περί της οποίας πρόκειται αφορούσε και το ανθρακασβέστιο σε κόκκους. Συγκεκριμένα, οι αιτιολογικές σκέψεις 92 έως 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αφορούν τις συσκέψεις σχετικά με το ανθρακασβέστιο σε κόκκους, περιέχουν τρεις μόνον παραπομπές στην αίτηση επιείκειας (υποσημειώσεις 241, 249 και 276) εκ των οποίων καμία δεν φαίνεται να παρουσίασε αντικειμενική χρησιμότητα για την έρευνα της Επιτροπής ως προς τη συγκεκριμένη πτυχή της παραβάσεως. Ειδικότερα, η παραπομπή της υποσημειώσεως 249 αφορά μία ασήμαντη πληροφορία, ειδικότερα το γεγονός ότι είχε προγραμματιστεί δείπνο για την παραμονή της σύσκεψης της 7ης Απριλίου 2004, ενώ οι παραπομπές των υποσημειώσεων 241 και 276 αναφέρονται στο γεγονός ότι, σε δύο περιπτώσεις, ορισμένοι μετέχοντες στη σύμπραξη, εκ των οποίων και η προσφεύγουσα, αρνήθηκαν πρόταση της Donau Chemie να συζητήσουν την τιμή του ανθρακασβεστίου σε κόκκους (βλ., αντιστοίχως, αιτιολογικές σκέψεις 95 και 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

127    Επομένως η προσφεύγουσα, παρά το γεγονός ότι δεν αμφισβήτησε τη συμμετοχή της στην πτυχή της παραβάσεως που αφορούσε το ανθρακασβέστιο σε κόκκους, παρέλειψε να αποκαλύψει, με την αίτηση επιείκειας, πραγματικά και αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να παρουσιάσουν χρησιμότητα για την έρευνα της Επιτροπής σχετικά με την εν λόγω πτυχή της παραβάσεως. Τούτο συνιστά περαιτέρω στοιχείο κατά της αναγνωρίσεως του αντικειμενικώς χρήσιμου χαρακτήρα της φερόμενης συνεργασίας της προσφεύγουσας.

128    Από τις εκτιμήσεις που προεκτέθηκαν προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η φερόμενη ως αποτελεσματική συνεργασία της με την Επιτροπή όφειλε να έχει ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση.

129    Δεδομένου ότι δεν έγινε δεκτό κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα για να αποδείξει ότι έπρεπε να διαπιστωθεί ως προς αυτήν η συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων, συνάγεται ότι η τρίτη αιτίαση της προσφεύγουσας είναι αβάσιμη και επομένως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της τέταρτης αιτιάσεως, σχετικά με τη μείωση του ποσού του προστίμου που χορηγήθηκε στην Almamet

130    Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή χορήγησε, χωρίς την παραμικρή εύλογη αιτία, μείωση του ποσού του προστίμου στην Almamet (βλ. σκέψη 41 ανωτέρω) απορρίπτοντας αντίστοιχο αίτημα της προσφεύγουσας, λόγω της φερόμενης αδυναμίας της Almamet να πληρώσει, πράγμα που άλλωστε η προσφεύγουσα αμφισβητεί στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Η μείωση της οποίας έτυχε η Almamet συνιστά σοβαρή παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης, κατά μείζονα δε λόγο καθόσον η εταιρία αυτή υπήρξε ένας από τους υποκινητές της παραβάσεως.

131    Η Επιτροπή διευκρίνισε, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η μείωση του ποσού του προστίμου που χορηγήθηκε στην Almamet στηρίχθηκε στην παράγραφο 37 των κατευθυντηρίων γραμμών και όχι στην παράγραφο 35. Η προσφεύγουσα απάντησε ότι η διευκρίνιση αυτή καθιστά ακόμη πειστικότερη την αιτίασή της που αντλείται από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης. Από τις επεξηγήσεις που παρατίθενται με τις αιτιολογικές σκέψεις 369 έως 371 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο κίνδυνος πτωχεύσεως της Almamet ήταν περιορισμένος και ότι ακόμη και το ενδεχόμενο αυτό δεν συνεπαγόταν την ολική απώλεια της αξίας του ενεργητικού της εν λόγω εταιρίας. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι απέδειξε ότι η οικονομική κατάστασή της ήταν χειρότερη από εκείνη της Almamet. Περαιτέρω, τα χαρακτηριστικά της Almamet, που απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως προς αιτιολόγηση της χορηγηθείσας μειώσεως του ποσού του προστίμου, είναι παρόμοια με εκείνα της προσφεύγουσας, οπότε η Επιτροπή όφειλε να χορηγήσει στην τελευταία ανάλογη μείωση του ποσού προστίμου, άλλως θα παραβίαζε προδήλως την αρχή της αναλογικότητας.

132    Διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι, όπως συνάγεται από τις αιτιολογικές σκέψεις 369 έως 371 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αίτηση της Almamet, η οποία στηριζόταν στην παράγραφο 35 των κατευθυντηρίων γραμμών, δεν μπορούσε να γίνει δεκτή.

133    Παρά ταύτα, με την αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι, «με την επιφύλαξη της ανωτέρω ανάλυσης», έπρεπε να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι η Almamet αποτελούσε ανεξάρτητο έμπορο ελάχιστου μεγέθους που δεν ανήκε σε κανένα μεγάλο όμιλο εταιριών. Η Almamet δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο υλικών υψηλής αξίας με μάλλον περιορισμένο περιθώριο κέρδους και διέθετε «σχετικά στοχευμένο φάσμα προϊόντων». Η Επιτροπή προσέθεσε ότι ελήφθη υπόψη και «το γεγονός ότι το επιβληθέν πρόστιμο είχε σχετικά σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομική κατάσταση τέτοιου τύπου εταιρίας». Καταλήγοντας, η Επιτροπή έκρινε ότι, υπό το πρίσμα των εν λόγω «ειδικών χαρακτηριστικών» της Almamet, ενδεικνυόταν μείωση του ποσού του προστίμου κατά 20 %, δεδομένου ότι ένα πρόστιμο του ύψους αυτού ήταν εν πάση περιπτώσει επαρκώς αποτρεπτικό για την Almamet. Η Επιτροπή παρέπεμψε με την υποσημείωση 685, στην παράγραφο 37 των κατευθυντηρίων γραμμών. Επισήμανε επίσης, με την τελευταία πρόταση της αιτιολογικής σκέψης 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λαμβανομένης υπόψη της προσαρμογής του προστίμου που έπρεπε να επιβληθεί στην Almamet, «εξακολουθεί να ισχύει και το συμπέρασμα [που παρατίθεται] με την αιτιολογική σκέψη 371 [ότι] το επιβληθέν πρόστιμο έχει μικρή πιθανότητα να θέσει ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της Almamet».

134     Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλείται άνιση μεταχείριση σε σχέση με την Almamet στο πλαίσιο εξετάσεως των αιτήσεων των δύο εταιριών για τη μείωση του ποσού του προστίμου βάσει της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών, καθόσον αμφότερες οι αιτήσεις απορρίφθηκαν. Όπως διευκρίνισε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, χορηγώντας στην Almamet μείωση κατά 20 %, έκανε χρήση του δικαιώματος του οποίου επιφυλάχθηκε με την παράγραφο 37 των κατευθυντηρίων γραμμών και το οποίο συνίσταται στη δυνατότητά της να αποκλίνει από τη μέθοδο που προβλέπουν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές για τον καθορισμό των προστίμων, προκειμένου να συνεκτιμήσει τις ιδιάζουσες περιστάσεις συγκεκριμένης υποθέσεως. Η παραπομπή, με την υποσημείωση 685, στην εν λόγω παράγραφο 37 επιβεβαιώνει το συμπέρασμα αυτό, το οποίο επαληθεύεται και από την αιτιολογική σκέψη 361 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου αναγράφεται ότι το ποσό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στην Almamet ανέρχεται στα 3,8 εκατομμύρια ευρώ «πριν τη μείωση [σύμφωνα με την παράγραφο] 37» των κατευθυντηρίων γραμμών.

135    Από τη νομολογία όμως που παρατέθηκε με τη σκέψη 47 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να αποκλίνει από τις κατευθυντήριες γραμμές που η ίδια έχει θεσπίσει μόνο στις περιπτώσεις που η συνακόλουθη διαφοροποίηση στη μεταχείριση μεταξύ περισσότερων μετεχόντων σε παράβαση συμβιβάζεται με την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Κατά πάγια νομολογία, η αρχή αυτή επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑106/01, Novartis Pharmaceuticals, Συλλογή 2004, σ. I‑4403, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

136    Υπό τις συνθήκες αυτές, η υπό κρίση αιτίαση της προσφεύγουσας μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνον υπό την έννοια ότι με αυτήν προβάλλεται ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει αποκλίνει από τις κατευθυντήριες γραμμές της και στην περίπτωση της προσφεύγουσας, χορηγώντας της ως εκ τούτου την ίδια μείωση προστίμου με εκείνη της οποίας έτυχε η Almamet. Η αιτίαση αυτή μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο στην περίπτωση που η διαφαινόμενη άνιση μεταχείριση μεταξύ της Almamet, στην οποία χορηγήθηκε μείωση του προστίμου κατά 20 %, και της προσφεύγουσας, που δεν έτυχε ανάλογης μειώσεως, δεν συνάδει με την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Από τη νομολογία που παρατέθηκε στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι, για να ισχύσει τούτο, οι δύο αυτές εταιρίες πρέπει να βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση.

137    Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω (σκέψη 133), η προσβαλλόμενη απόφαση απαριθμεί ορισμένα «ειδικά χαρακτηριστικά» της Almamet για να δικαιολογήσει τη μείωση του ποσού του προστίμου που χορηγήθηκε στην εν λόγω εταιρία. Επισημαίνεται ότι, συγκεκριμένα, μια επιχείρηση η οποία παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά αυτά βρίσκεται, όσον αφορά το ενδεχόμενο να της χορηγηθεί μείωση του ποσού του προστίμου πέραν των περιπτώσεων που προβλέπονται ειδικά στις κατευθυντήριες γραμμές, σε διαφορετική κατάσταση από εκείνη μιας επιχείρησης που δεν παρουσιάζει τα εν λόγω χαρακτηριστικά.

138    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι για καθεμία από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 ΕΚ, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Κατά τη νομολογία, το όριο που αφορά τον κύκλο εργασιών σκοπό έχει να αποτρέψει το ενδεχόμενο τα πρόστιμα που επιβάλλονται από την Επιτροπή να είναι δυσανάλογα σε σχέση με το μέγεθος της οικείας επιχείρησης (απόφαση του Δικαστηρίου Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 119, και απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4405, σκέψη 24).

139    Το ανώτατο αυτό όριο, όμως, δεν είναι αρκετό για να αποτραπεί ο ενδεχομένως δυσανάλογος χαρακτήρας του επιβληθέντος προστίμου στην περίπτωση εμπόρου δραστηριοποιούμενου στην πώληση υλικών υψηλής αξίας με περιορισμένο περιθώριο κέρδους, όπως δηλαδή είναι η Almamet. Συγκεκριμένα, λόγω ακριβώς της υψηλής αξίας των οικείων υλικών, η επιχείρηση αυτή ενδέχεται να εμφανίζει κύκλο εργασιών δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με τα κέρδη και το ενεργητικό της, που αποτελούν τα στοιχεία από τα οποία θα προέλθει η κάλυψη του ποσού του προστίμου.

140    Δεύτερον, δεδομένου ότι, κατά τη μέθοδο των κατευθυντηρίων γραμμών, το πρόστιμο καθορίζεται αφού χρησιμοποιηθεί ως βάση ένα ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποίησε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση στην αγορά που αφορά η παράβαση (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω), ο κίνδυνος το πρόστιμο να είναι δυσανάλογο, διότι αντιπροσωπεύει πολύ σημαντικό μερίδιο του συνολικού κύκλου εργασιών της εν λόγω επιχείρησης, είναι κατά μείζονα λόγο μεγαλύτερος στην περίπτωση μιας επιχείρησης η οποία, όπως ακριβώς η Almamet, διαθέτει «σχετικά στοχευμένο φάσμα προϊόντων».

141    Τρίτον, είναι επίσης κρίσιμο το γεγονός ότι η Almamet ήταν μια επιχείρηση πολύ μικρού μεγέθους που δεν ανήκε σε κανένα μεγάλο όμιλο, διότι η επιχείρηση αυτή έπρεπε να επωμιστεί μόνη της το βάρος της καταβολής του προστίμου, εφόσον καμία άλλη εταιρία δεν ήταν από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνη για την εν λόγω καταβολή ή, γενικότερα, σε θέση να της παράσχει σχετική συνδρομή.

142    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι η Almamet όντως παρουσίαζε τα ειδικά χαρακτηριστικά που απαριθμεί η αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως προς δικαιολόγηση της μειώσεως του ποσού του προστίμου που της χορηγήθηκε. Κατά συνέπεια, για να δοθεί απάντηση στην υπό κρίση αιτίαση της προσφεύγουσας, πρέπει να εξεταστεί μόνον το ζήτημα αν και η τελευταία παρουσίαζε τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά.

143    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να είναι καταφατική, η επιχειρηματολογία όμως που προβάλλει συναφώς είναι ασαφής και αόριστη, ενώ δεν προβαίνει σε λεπτομερή σύγκριση μεταξύ της δικής της κατάστασης και αυτής της Almamet ως προς τα χαρακτηριστικά της τελευταίας αυτής επιχείρησης τα οποία παρατίθενται με την αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, η ίδια η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι το φάσμα προϊόντων της δεν είναι τόσο συγκεντρωμένο όσο το αντίστοιχο της Almamet. Κατά τα λοιπά, μολονότι η προσφεύγουσα προέβαλε το επιχείρημα ότι έχει πολύ μικρό περιθώριο κέρδους από την πώληση των προϊόντων της, εντούτοις, δεν εξειδίκευσε το επιχείρημα αυτό αλλά ούτε και προσκόμισε το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο προς τεκμηρίωσή του. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα είναι παραγωγός και όχι έμπορος, όπως η Almamet, καθώς και ότι, αντιθέτως προς την περίπτωση της τελευταίας, η προσφεύγουσα ανήκε σε όμιλο εταιριών κατά τον χρόνο διάπραξης της παραβάσεως με αποτέλεσμα το πρόστιμο να επιβληθεί σε αυτήν και στη μητρική της εταιρία από κοινού και εις ολόκληρον.

144    Εξάλλου, η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει επίσης ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών της προσφεύγουσας κατά την τελευταία πλήρη διαχειριστική περίοδο πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως ανερχόταν στα 205 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ενώ ο αντίστοιχος της Almamet κυμαινόταν μεταξύ 45 και 50 εκατομμυρίων ευρώ (αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εν ολίγοις, παρατηρείται μια σημαντική διαφορά μεγέθους μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων. Από τις ίδιες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι, στην περίπτωση της Almamet, σχεδόν το 50 % του συνολικού κύκλου εργασιών της είχε πραγματοποιηθεί σε σχέση με τα προϊόντα που αφορούσε η παράβαση, ενώ, στην περίπτωση της προσφεύγουσας, το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 10 %, ήταν δηλαδή σαφώς χαμηλότερο.

145    Αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα με την απάντησή της σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ο σημαντικά χαμηλότερος συνολικός κύκλος εργασιών της Almamet δεν αποτέλεσε το αποφασιστικό κριτήριο στο οποίο στηρίχθηκε η Επιτροπή για να χορηγήσει στην Almamet μείωση του ποσού του προστίμου. Όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 133 ανωτέρω, η απόφαση αυτή παραθέτει ως αιτιολογία ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά της Almamet, τα οποία απουσιάζουν στην περίπτωση της προσφεύγουσας. Η διαφορά των συνολικών κύκλων εργασιών και, ως εκ τούτου, η διαφορά μεγέθους μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων συνιστά πρόσθετο στοιχείο, το οποίο προβάλλει η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για να αποδείξει ότι οι δύο εν λόγω εταιρίες δεν βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση. Εκτός αυτού, προστίθεται ότι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι οι οικονομικές δυσχέρειες τις οποίες αντιμετώπιζε η Almamet διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο ώστε να αποφασίσει η Επιτροπή να της χορηγήσει μείωση του ποσού του προστίμου δυνάμει της παραγράφου 37 των κατευθυντηρίων γραμμών.

146    Η Επιτροπή επικαλέστηκε επίσης με τα έγγραφά της τις ετήσιες εκθέσεις της προσφεύγουσας για τις διαχειριστικές περιόδους 2007 και 2008 και, κατόπιν προσκλήσεως που της απηύθυνε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, προσκόμισε τις εκθέσεις αυτές. Από τις εν λόγω εκθέσεις προκύπτει ότι, το 2007, το ανθρακασβέστιο και τα τεχνικά αέρια αντιπροσώπευαν το 30,63 % των πωλήσεων της προσφεύγουσας και ότι τα ίδια προϊόντα συνέβαλαν στο 28,95 % των εξαγωγών της. Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνουν το συμπέρασμα ότι το φάσμα των προϊόντων της προσφεύγουσας ήταν σε σημαντικό βαθμό λιγότερο συγκεντρωμένο από το αντίστοιχο της Almamet.

147    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Almamet υπήρξε ένας από τους υποκινητές της επίμαχης παραβάσεως, αρκεί η υπενθύμιση ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 76 έως 79 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν κατέληξε ότι συντρέχει τέτοια επιβαρυντική περίσταση ως προς την Almamet ή άλλον μετέχοντα στην παράβαση, ενώ κανένα από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν παρέχει τη δυνατότητα να συναχθεί ότι το συμπέρασμα αυτό είναι εσφαλμένο.

148    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, η τέταρτη αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

–       Επί της πέμπτης αιτιάσεως, σχετικά με το ότι το πρόστιμο υπολογίστηκε κατ’ αναλογία των συνολικών κύκλων εργασιών που πραγματοποίησαν οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως

149    Προς στήριξη της πέμπτης αιτιάσεως που προβάλλεται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει με το δικόγραφό της, πρώτον, τη νομολογία σύμφωνα με την οποία ο καθορισμός του κατάλληλου προστίμου για μια παράβαση δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα απλού υπολογισμού στηριζόμενου στον συνολικό κύκλο εργασιών της οικείας επιχείρησης, παραπέμποντας στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 45 ανωτέρω απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (σημείο 121), και, δεύτερον, τη νομολογία σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τον καθορισμό του προστίμου αναλόγως της σοβαρότητας και της διάρκειας της επίμαχης παραβάσεως, να εξασφαλίζει, σε περίπτωση που επιβάλλει πρόστιμα σε πολλές επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των ποσών των προστίμων στα οποία καταλήγει ο υπολογισμός της για τις οικείες επιχειρήσεις αντανακλούν κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών όσον αφορά τον συνολικό ή τον σχετικό με την παράβαση κύκλο εργασιών τους, παραπέμποντας στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 47 ανωτέρω απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (σημείο 312). Η προσφεύγουσα παραπέμπει επίσης στις παραγράφους 6 και 27 των κατευθυντηρίων γραμμών από τις οποίες προκύπτει, κατ’ αυτήν, ότι ο καθορισμός του ποσού του προστίμου δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα αυτόματης και αριθμητικής μεθόδου υπολογισμού, αλλά πρέπει να πραγματοποιείται στο πλαίσιο σφαιρικής εκτιμήσεως η οποία να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων και επομένως, εν τέλει, να διασφαλίζει την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας.

150    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, εν προκειμένω, τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στους μετέχοντες στην επίμαχη παράβαση αντανακλούν τον σχετικό κύκλο εργασιών και όχι άλλους, σημαντικότερους παράγοντες, πράγμα που οδήγησε στο «άδικο και παράλογο» αποτέλεσμα να της επιβληθεί μακράν το υψηλότερο πρόστιμο, τόσο ως απόλυτη τιμή όσο και ως ποσοστό επί του συνολικού κύκλου εργασιών. Προς στήριξη των επιχειρημάτων αυτών, η προσφεύγουσα παραπέμπει σε συγκριτικό πίνακα των προστίμων που επιβλήθηκαν στους διάφορους μετέχοντες στην παράβαση. Υποστηρίζει δε ότι, μολονότι η Επιτροπή συμμορφώθηκε κατά τα φαινόμενα με τις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τον αριθμητικό υπολογισμό του προστίμου που της επέβαλε και ότι το υψηλό ποσό του εν λόγω προστίμου σε σχέση με εκείνα που επιβλήθηκαν στους λοιπούς μετέχοντες στην παράβαση αντανακλά το γεγονός ότι τα οικεία προϊόντα συνιστούν τον πυρήνα των πωλήσεών της, εντούτοις δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι υπάρχει πρόδηλη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

151    Η προσφεύγουσα επικαλείται, συναφώς, το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τον πίνακα που προσκομίζει, το πρόστιμο που θα είχε επιβληθεί ακόμα και σε «μια εταιρία-γίγαντα όπως η Akzo Nobel», αν η αίτησή της επιείκειας δεν είχε γίνει δεκτή, θα ήταν, σε απόλυτους όρους, μικρότερο από εκείνο το οποίο επιβλήθηκε σε αυτήν, αντιπροσωπεύοντας μόλις το 0,113 % του παγκόσμιου κύκλου εργασιών της, τούτο δε παρά το γεγονός ότι η εταιρία αυτή υπήρξε ένα από τα πιο ενεργά μέλη της σύμπραξης και επίσης υπότροπος. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι σε ορισμένα μέλη της σύμπραξης που είχαν συνολικούς κύκλους εργασιών κατά πολύ υψηλότερους από τον δικό της επιβλήθηκαν πρόστιμα που έχουν συμβολικό μόνον αντίκτυπο στους προϋπολογισμούς τους, ενώ το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην ίδια θα την αναγκάσει, εφόσον καταβληθεί, να παύσει τις δραστηριότητές της.

152    Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει επίσης, στο πλαίσιο αυτό, ότι ο καθορισμός του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων που έπρεπε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο εφαρμογής των παραγράφων 21 και 25 των κατευθυντηρίων γραμμών στο 17 % μπορεί μεν να υποδηλώνει την επιλογή επιεικούς προσέγγισης εκ μέρους της Επιτροπής, αλλά ότι τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της προσφεύγουσας, καθόσον η εφαρμογή υψηλότερου ποσοστού θα είχε οδηγήσει, στην περίπτωσή της, σε υπέρβαση του ορίου του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της. Αντιθέτως, η φαινομενική αυτή επιείκεια τονίζει απλώς τον δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου που της επιβλήθηκε σε σχέση με εκείνο που επιβλήθηκε σε άλλους μετέχοντες.

153    Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι «η διάρθρωση και το ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν» από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση δίδουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι η προσφεύγουσα ήταν η επιχείρηση με την εντονότερη συμμετοχή στην παράβαση, ότι είχε τον υψηλότερο κύκλο εργασιών και ότι μάλιστα είχε τον ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη όντας το πιο ενεργό μέλος της. Διερωτάται δε τι πρόστιμο θα της είχε επιβληθεί αν όλες αυτές οι υποθετικές καταστάσεις ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε ήδη προσεγγίζει κατά πολύ το όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της.

154    Υπό το πρίσμα της ανωτέρω επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας, επισημαίνεται ότι αυτή προμήθευε δύο από τα τρία προϊόντα που αφορούν την παράβαση, δηλαδή το ανθρακασβέστιο σε σκόνη και το ανθρακασβέστιο σε κόκκους. Όπως προκύπτει από τον πίνακα που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 288 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αξία των πωλήσεων που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους έτους συμμετοχής της στην παράβαση ανερχόταν, για το πρώτο από τα δύο αυτά προϊόντα, σε ποσό κυμαινόμενο μεταξύ 5 και 10 εκατομμυρίων ευρώ και για το δεύτερο σε ποσό κυμαινόμενο μεταξύ 20 και 25 εκατομμυρίων ευρώ. Όσον αφορά το πρώτο προϊόν, η αξία των πωλήσεων της προσφεύγουσας μπορούσε να συγκριθεί με την αντίστοιχη τριών άλλων μετεχόντων στη σύμπραξη, εν προκειμένω των Donau Chemie, Evonik Degussa και Holding Slovenske elektrarne d.o.o., ενώ υψηλότερη ήταν μόνον η αξία των πωλήσεων δύο άλλων μετεχόντων. Όσον αφορά το δεύτερο προϊόν, η αξία των πωλήσεων της προσφεύγουσας υπερέβαινε κατά πολύ την αντίστοιχη άλλων μετεχόντων στη σύμπραξη. Μόνο τρεις άλλοι μετέχοντες στη σύμπραξη προμήθευαν το προϊόν αυτό και η αξία των πωλήσεών τους κυμαινόταν μεταξύ 3 και 5 εκατομμυρίων ευρώ, στην περίπτωση της Akzo Nobel, και μεταξύ 5 και 10 εκατομμυρίων ευρώ, στις περιπτώσεις των Donau Chemie και Holding Slovenske elektrarne. Άλλωστε, όπως προκύπτει από τον πίνακα που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην προσφεύγουσα εφαρμόστηκαν, για τα δύο αυτά προϊόντα, πολλαπλασιαστικοί συντελεστές που καθορίστηκαν βάσει των ετών συμμετοχής στην παράβαση και οι οποίοι ήταν οι υψηλότεροι μεταξύ των εφαρμοσθέντων στους μετέχοντες στη σύμπραξη, δηλαδή 2,5 για το ανθρακασβέστιο σε σκόνη και 3 για το ανθρακασβέστιο σε κόκκους (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω).

155    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, τα οποία ουδόλως αμφισβητεί η προσφεύγουσα, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι της επιβλήθηκε το υψηλότερο σε απόλυτη τιμή πρόστιμο μεταξύ των επιβληθέντων με την προσβαλλόμενη απόφαση. Επισημαίνεται επίσης ότι το δεύτερο υψηλότερο πρόστιμο, ήτοι εκείνο των 13,3 εκατομμυρίων, επιβλήθηκε από κοινού και εις ολόκληρον στις SKW Stahl‑Metallurgie GmbH, SKW Stahl‑Metallurgie AG και Arques Industries, δηλαδή στον όμιλο επιχειρήσεων του οποίου η αξία πωλήσεων ανθρακασβεστίου ήταν η υψηλότερη μεταξύ όλων των μετεχόντων στη σύμπραξη. Εντούτοις, ο εν λόγω όμιλος δεν προμήθευε ανθρακασβέστιο σε κόκκους, αλλά μαγνήσιο σε κόκκους, πραγματοποιώντας αξία πωλήσεων κυμαινόμενη μεταξύ 5 και 10 εκατομμυρίων ευρώ. Ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής που εφαρμόστηκε για το τελευταίο αυτό προϊόν είχε καθοριστεί στο 1,5, ήταν δηλαδή σημαντικά χαμηλότερος από τον εφαρμοσθέντα στην προσφεύγουσα για τις πωλήσεις ανθρακασβεστίου σε κόκκους. Οι διαφορές αυτές εξηγούν την απόκλιση μεταξύ του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην επιχείρηση αυτή και του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα.

156    Όσον αφορά την Akzo Nobel, αν η εταιρία αυτή δεν είχε τύχει απαλλαγής από την επιβολή προστίμου λόγω της συνεργασίας της με την Επιτροπή, θα της είχε επιβληθεί πρόστιμο ύψους 8,7 εκατομμυρίων ευρώ, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 308 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το χαμηλότερο ποσό του προστίμου αυτού σε σχέση με εκείνο του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα εξηγείται από το γεγονός ότι, ενώ η αξία των πωλήσεων της Akzo Nobel σε ανθρακασβέστιο σε σκόνη, ανερχόμενη σε ποσό κυμαινόμενο μεταξύ 10 και 15 εκατομμυρίων ευρώ, ήταν ασφαλώς υψηλότερη από εκείνη των πωλήσεων του ίδιου προϊόντος που είχε πραγματοποιήσει η προσφεύγουσα, αντιθέτως, η αξία των πωλήσεων της Akzo Nobel σε ανθρακασβέστιο σε κόκκους ήταν σημαντικά χαμηλότερη από εκείνη των πωλήσεων του ίδιου προϊόντος που είχε πραγματοποιήσει η προσφεύγουσα (βλ. σκέψη 154 ανωτέρω). Επιπλέον, η διάρκεια συμμετοχής της Akzo Nobel στην παράβαση ήταν μικρότερη από την αντίστοιχη της προσφεύγουσας ενώ ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής που εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Akzo Nobel ήταν μόνο 2 για καθένα από τα προϊόντα που προμήθευε η εταιρία αυτή.

157    Οι εκτιμήσεις αυτές αποδυναμώνουν τη θέση της προσφεύγουσας ότι το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε ήταν δυσανάλογο. Αποδεικνύουν δε ότι το υψηλό ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε δεν ήταν τυχαίο, αλλά εξηγείται από το ότι η εν λόγω εταιρία ήταν μακράν ο πιο σημαντικός προμηθευτής ενός από τα τρία προϊόντα που αφορούσε η παράβαση, καθώς και σημαντικός προμηθευτής ενός άλλου από τα προϊόντα αυτά και ότι, εκτός των άλλων, η διάρκεια της δικής της συμμετοχής στην παράβαση ήταν η μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή των λοιπών μετεχόντων. Εν ολίγοις, το υψηλό πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα εξηγείται από τη σχετική βαρύτητα της συμμετοχής της στην παράβαση, λαμβανομένης υπόψη και της διάρκειας, σε σύγκριση με τους λοιπούς μετέχοντες. Διαπιστώνεται συναφώς ότι, πλην της 1. garantovaná, μητρικής εταιρίας της προσφεύγουσας, μόνο σε άλλη μία εταιρία, εν προκειμένω την Donau Chemie, εφαρμόστηκαν οι ίδιοι συντελεστές με αυτούς της προσφεύγουσας. Εντούτοις, ενώ η αξία των πωλήσεων ανθρακασβεστίου σε σκόνη που πραγματοποίησε η εταιρία αυτή ήταν παρόμοια με εκείνη της προσφεύγουσας, η αξία των πωλήσεων ανθρακασβεστίου σε κόκκους της ίδιας εταιρίας ήταν σαφώς χαμηλότερη, δηλαδή κυμαινόταν μεταξύ 5 και 10 εκατομμυρίων ευρώ. Επιπλέον, στην Donau Chemie χορηγήθηκε μείωση προστίμου της τάξης του 35 % λόγω της συνεργασίας της με την Επιτροπή (βλ. αιτιολογική σκέψη 346 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα που είχε ως συνέπεια να της επιβληθεί τελικώς πρόστιμο 5 εκατομμυρίων ευρώ, αντί 7,7 εκατομμυρίων ευρώ (βλ. αιτιολογική σκέψη 308 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

158    Από τις εκτιμήσεις αυτές συνάγεται ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε ήταν δυσανάλογο στηρίζεται, εν τέλει, σε σύγκριση μεταξύ των ποσών των προστίμων που επιβλήθηκαν στους διάφορους μετέχοντες στην παράβαση, υπό τη μορφή ποσοστών επί των αντίστοιχων συνολικών κύκλων εργασιών τους. Από τη νομολογία όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συναχθεί ότι επιτρέπεται να γίνεται τέτοια σύγκριση, κατά τον τρόπο που το έπραξε η προσφεύγουσα, ώστε να εξακριβωθεί αν το επιβληθέν ποσό του προστίμου είναι ανάλογο ή όχι.

159    Αφενός, η νομολογία που επικαλείται η ίδια η προσφεύγουσα και υπενθυμίζεται με τη σκέψη 149 ανωτέρω απαγορεύει σαφώς τη σύγκριση αυτή.

160    Αφετέρου, από πάγια επίσης νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 δεν απαιτεί, σε περίπτωση κατά την οποία επιβάλλονται πρόστιμα σε περισσότερες επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται σε επιχείρηση μικρού ή μεσαίου μεγέθους να μην είναι υψηλότερο, σε ποσοστό επί του κύκλου εργασιών, από τα επιβληθέντα στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις πρόστιμα. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη, τόσο για τις μικρού ή μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις όσο και για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, η σοβαρότητα και η διάρκεια της παραβάσεως. Στο μέτρο που η Επιτροπή επιβάλλει στις επιχειρήσεις οι οποίες ενέχονται στην ίδια παράβαση δικαιολογημένα πρόστιμα για καθεμία από αυτές, σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι, για ορισμένες από αυτές, το ποσό του προστίμου είναι υψηλότερο, σε σχέση με τον κύκλο εργασιών, από εκείνο που επιβάλλεται σε άλλες επιχειρήσεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2006, T‑303/02, Westfalen Gassen Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4567, σκέψη 174, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑456/05 και T‑457/05, Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1443, σκέψη 280).

161    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από το γεγονός ότι το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε προσέγγιζε κατά πολύ το ανώτατο όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της (βλ. σκέψεις 152 και 153 ανωτέρω), επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό αγνοεί τη φύση του ορίου αυτού. Συγκεκριμένα, το ποσό που αντιστοιχεί στο 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών ενός μετέχοντος σε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού δεν συνιστά, αντιθέτως προς όσα πιστεύει η προσφεύγουσα, το ανώτατο πρόστιμο, που πρέπει να επιβάλλεται μόνο στην περίπτωση των σοβαρότερων παραβάσεων. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, πρόκειται μάλλον για ανώτατο όριο προσαρμογής το οποίο έχει ως μοναδική συνέπεια το ότι το ύψος του προστίμου που υπολογίζεται με βάση τα κριτήρια της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως μειώνεται μέχρι το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο. Η εφαρμογή του συνεπάγεται ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν καταβάλλει το πρόστιμο το οποίο θα οφειλόταν, καταρχήν, με βάση μια εκτίμηση στηριζόμενη στα εν λόγω κριτήρια (απόφαση Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 283).

162    Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το όριο αυτό δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να χρησιμοποιεί ως σημείο αναφοράς, κατά τον υπολογισμό του προστίμου, ένα ενδιάμεσο ποσό που υπερβαίνει το εν λόγω όριο. Ομοίως, το όριο αυτό δεν απαγορεύει οι ενδιάμεσες πράξεις υπολογισμού που λαμβάνουν υπόψη τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως να πραγματοποιούνται επί ενός ποσού που είναι ανώτερο από το εν λόγω όριο. Αν μετά τον υπολογισμό προκύψει ότι το τελικό ποσό του προστίμου πρέπει να μειωθεί κατά το ποσό που υπερβαίνει το εν λόγω ανώτατο όριο, το γεγονός ότι ορισμένοι παράγοντες όπως η σοβαρότητα και η διάρκεια της παραβάσεως δεν επηρεάζουν πραγματικά το ύψος του επιβληθέντος προστίμου αποτελεί απλή συνέπεια της εφαρμογής του ανωτάτου αυτού ορίου στο εν λόγω τελικό ποσό (βλ. απόφαση Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψεις 278 και 279).

163    Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα προσεγγίζει κατά πολύ το όριο του 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της, ενώ το ποσοστό αυτό είναι πολύ μικρότερο στην περίπτωση των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη, δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης ή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, η συνέπεια αυτή είναι σύμφυτη με την ερμηνεία του ορίου του 10 % ως απλού ανώτατου ορίου προσαρμογής το οποίο εφαρμόζεται μετά από την ενδεχόμενη μείωση του ποσού του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων ή της αρχής της αναλογικότητας (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2011, T‑211/08, Putters International κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑3729, σκέψη 74).

164    Για τον ίδιο λόγο, το γεγονός και μόνον ότι, εξαιτίας της εφαρμογής του ορίου αυτού, έστω και στην υποθετική περίπτωση ακόμα σοβαρότερης παραβάσεως, στην προσφεύγουσα δεν θα επιβαλλόταν σημαντικά υψηλότερο πρόστιμο, δεν αποδεικνύει ότι το ποσό του προστίμου που όντως της επέβαλε η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δυσανάλογο. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται, κατά γενικότερο τρόπο, ότι η εκτίμηση του ζητήματος αν το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε σε επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού είναι ανάλογο ή όχι δεν μπορεί να στηρίζεται σε σύγκριση μεταξύ του όντως επιβληθέντος προστίμου και εκείνου που όφειλε να έχει επιβληθεί για ακόμη σοβαρότερη υποθετική παράβαση, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις υποτίθεται ότι οφείλουν να τηρούν τους κανόνες ανταγωνισμού και όχι να τους παραβαίνουν. Διαπιστώνεται επίσης ότι, για να τεκμηριώσει τη θέση της ότι η σοβαρότητα της παραβάσεως που διέπραξε δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο θα μπορούσε να είναι, η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει επιχειρήματα τα οποία, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 86 έως 89 και 97 έως 106 ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

165    Επομένως, η πέμπτη αιτίαση δεν ευσταθεί.

–       Επί της έκτης αιτιάσεως, που προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και αφορά την αξία των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου

166    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι υπέστη δυσμενή μεταχείριση ως συνέπεια του γεγονότος ότι, κατά τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων της Almamet που έλαβε υπόψη για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου που επρόκειτο να επιβάλει στην εταιρία αυτή, η Επιτροπή αφαίρεσε την αξία του ανθρακασβεστίου που είχε αγοράσει η εταιρία αυτή από την προσφεύγουσα και, εν συνεχεία, είχε μεταπωλήσει στους δικούς της πελάτες. Κατά την προσφεύγουσα, όφειλε να έχει αφαιρεθεί, κατ’ αναλογία, και η αξία των δικών της πωλήσεων, πράγμα που θα είχε οδηγήσει σε σημαντική μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε.

167    Η Επιτροπή υποστήριξε, όπως ήδη επισημάνθηκε (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω), ότι η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη, καθόσον προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μη στηριζόμενη σε στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Κληθείσα δε να υποβάλει παρατηρήσεις συναφώς, η προσφεύγουσα απάντησε ότι η αιτίαση που συνοψίζεται στην προηγούμενη σκέψη είχε ήδη προβληθεί με το σημείο 17 του δικογράφου της προσφυγής. Όλες αυτές οι δηλώσεις καταχωρίστηκαν στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

168    Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση, ενώ απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός και αν οι ισχυρισμοί αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εντούτοις, ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος αποτελεί ανάπτυξη λόγου που έχει προβληθεί προηγουμένως άμεσα ή έμμεσα με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο και εμφανίζει στενό δεσμό με αυτόν πρέπει να κηρύσσεται παραδεκτός (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, T‑37/89, Hanning κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1990, σ. II‑463, σκέψη 38, και της 15ης Οκτωβρίου 2008, T‑345/05, Mote κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II‑2849, σκέψη 85). Ανάλογη λύση επιβάλλεται όταν πρόκειται για αιτίαση προβαλλόμενη προς στήριξη ενός λόγου ακυρώσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Μαρτίου 2002, T‑231/99, Joynson κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2085, σκέψη 156, και προπαρατεθείσα απόφαση Mote κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 85).

169    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν διατείνεται ότι η έκτη αιτίαση στηρίζεται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Συγκεκριμένα, η αιτίαση αυτή αντλείται από τη μέθοδο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να υπολογίσει το ποσό του προστίμου που επέβαλε στην Almamet. Τα στοιχεία όμως του υπολογισμού αυτού περιγράφονται με σαφήνεια στη αιτιολογική σκέψη 288, δεύτερη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως, οπότε ήταν γνωστά στην προσφεύγουσα κατά τον χρόνο κατάθεσης του δικογράφου της προσφυγής.

170    Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί του παραδεκτού της έκτης αιτιάσεως, πρέπει να εξετάσει αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η αιτίαση αυτή περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της προσφυγής.

171    Τούτο όμως δεν συμβαίνει. Το σημείο 17 του εν λόγω δικογράφου, το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα, δεν αφορά αυτό το θέμα. Το σημείο αυτό αρχίζει με μια δήλωση σύμφωνα με την οποία «ο υπολογισμός της αξίας των πωλήσεων, ο καθορισμός του βασικού ποσού του προστίμου ως ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων και ο πολλαπλασιασμός με τον αριθμό των ετών συνιστούν πράξεις της Επιτροπής που δεν αμφισβητούνται, καταρχήν, με την παρούσα προσφυγή». Το ίδιο αυτό σημείο συνεχίζει παραθέτοντας το επιχείρημα της προσφεύγουσας που συνοψίζεται με τη σκέψη 152 ανωτέρω. Το επιχείρημα όμως αυτό δεν εμφανίζει καμία συνάφεια με την έκτη αιτίαση, όπως προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

172    Επιπλέον, μόνον η τέταρτη αιτίαση που εξετάστηκε και απορρίφθηκε, με τις σκέψεις 130 έως 148 ανωτέρω, αντλείται από δυσμενή μεταχείριση εις βάρος της προσφεύγουσας σε σχέση με τη μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στην Almamet. Παρά ταύτα, η αιτίαση αυτή αφορά εντελώς διαφορετικό ζήτημα από αυτό του υπολογισμού του βασικού ποσού του προστίμου. Συγκεκριμένα, η τέταρτη αιτίαση αφορά τη μείωση του ποσού του προστίμου που χορηγήθηκε στην Almamet δυνάμει της παραγράφου 37 των κατευθυντηρίων γραμμών και η έκτη αιτίαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλή ανάπτυξή της. Επιπλέον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας που περιέχεται στο δικόγραφο της προσφυγής της και αναπαράγεται στην προηγούμενη σκέψη, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό παρά μόνον υπό την έννοια ότι η προσφεύγουσα δεν είχε την πρόθεση να επικαλεστεί, με το δικόγραφο της προσφυγής της, αιτίαση σχετική με το βασικό ποσό του προστίμου και με τον καθορισμό του ποσού αυτού βάσει της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε σχέση με την παράβαση.

173    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η έκτη αιτίαση πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη. Δεδομένου ότι όλες οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως απορρίφθηκαν, ο λόγος αυτός πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου, από πλάνη περί τα πράγματα καθώς και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον η Επιτροπή αρνήθηκε να συνεκτιμήσει την αδυναμία πληρωμής της προσφεύγουσας

 Οι κατευθυντήριες γραμμές

174    Η παράγραφος 35 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων έχει ως εξής:

«Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται, εφόσον αυτό της ζητηθεί, να συνεκτιμήσει την αδυναμία της επιχείρησης να πληρώσει το πρόστιμο σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Η Επιτροπή δεν θα βασίζει καμία μείωση του προστίμου που χορηγείται για αυτό το λόγο στην απλή διαπίστωση μιας προβληματικής ή ελλειμματικής οικονομικής κατάστασης. Μία τέτοια μείωση θα μπορεί να χορηγείται μόνο βάσει αντικειμενικών αποδείξεων ότι η επιβολή του προστίμου, σύμφωνα με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της.»

 Προσβαλλόμενη απόφαση

175    Η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση με την οποία ζήτησε να ληφθεί υπόψη η αδυναμία πληρωμής της κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, η δε αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την αιτιολογία που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 377 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη έχει ως ακολούθως:

«Μετά την εξέταση των δεδομένων που ανακοίνωσε η NCHZ [Novácke Chemické Závody], η Επιτροπή καταλήγει ότι δεν αποδεικνύεται ότι το πρόστιμο που επιβάλλεται με την παρούσα απόφαση θέτει ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της NCHZ και οδηγεί στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της. Ως εκ τούτου, η αίτηση της NCHZ σχετικά με την αδυναμία της να πληρώσει πρέπει να απορριφθεί.»

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

176    Προς αμφισβήτηση της απόρριψης αυτής, η προσφεύγουσα εκθέτει, προκαταρκτικώς, ορισμένες γενικές εκτιμήσεις σχετικές με τον σκοπό και την ερμηνεία της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών. Εν συνεχεία, περιγράφει την οικονομική της κατάσταση πριν την επιβολή του προστίμου επισημαίνοντας ότι εδώ και αρκετό καιρό βρίσκεται «στο χείλος της χρεοκοπίας». Συγκεκριμένα, το έτος 2004 υπήρξε ιδιαίτερα κρίσιμο δεδομένου ότι διάφοροι πιστωτές θεωρούσαν ότι τελεί υπό καθεστώς στάσης πληρωμών. Παρά την εξακολούθηση της κρίσιμης αυτής κατάστασης, ένας νέος μέτοχος, που απέκτησε μερίδιο στο εταιρικό κεφάλαιο το 2008, καθώς και μια νέα διοίκηση έλαβαν μέτρα με σκοπό τη σταθεροποίηση της παραγωγής και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της διοίκησης. Η νέα αυτή διεύθυνση κατόρθωσε να συνομολογήσει ορισμένους όρους με τους εμπορικούς εταίρους της προσφεύγουσας προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβίωσή της κατά την ευαίσθητη περίοδο που διένυε, να ανασυνταχθεί και να μετάσχει ενεργά στην αγορά. Η προσφεύγουσα τονίζει ότι τα οικονομικά της προβλήματα δεν συνδέονται με την ανταγωνιστικότητά της στην αγορά του ανθρακασβεστίου, στην οποία θεωρείται σεβαστός ανταγωνιστής, αλλά οφείλονται στα προβλήματα που κληροδότησε η προηγούμενη διοίκηση στον τομέα της μόλυνσης του περιβάλλοντος καθώς και με άστοχες στρατηγικές επενδυτικές αποφάσεις.

177    Η προσφεύγουσα συνεχίζει επισημαίνοντας ότι είχε εκθέσει τη δυσχερή οικονομική της κατάσταση με την από 3 Οκτωβρίου 2008 απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων στην οποία είχε επισυνάψει έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Κατόπιν αναλύσεως, μεταξύ άλλων, των χρηματοοικονομικών λογαριασμών της προσφεύγουσας, η έκθεση αυτή κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η εταιρία αυτή βρισκόταν σε δεινή χρηματοοικονομική κατάσταση και ότι δεν μπορούσε να επιβιώσει ως ενεργός επιχείρηση παρά μόνον αν πληρούνταν τρεις προϋποθέσεις που αφορούσαν, αντιστοίχως, την αύξηση του εταιρικού της κεφαλαίου κατά τουλάχιστον 400 εκατομμύρια σλοβακικές κορόνες (SKK), την ευνοϊκή έκβαση ένδικης διαδικασίας στην οποία εμπλεκόταν με αντίδικο σλοβακική κρατική οντότητα και, τέλος, την παραίτηση της Επιτροπής από την επιβολή προστίμου για την επίμαχη παράβαση. Κατά την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, αν δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις αυτές, θα επιδεινωνόταν σημαντικά η άσχημη κατάσταση της προσφεύγουσας, πράγμα που θα οδηγούσε σχετικά γρήγορα στη χρεοκοπία της.

178    Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα αναλύει τις σχετικές διατάξεις της σλοβακικής πτωχευτικής νομοθεσίας. Επιπλέον, περιγράφει την επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, λόγω της «νευρικότητας» των πιστωτών της και της παύσεως χορηγήσεως πιστώσεων εκ μέρους των τραπεζών και των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η ανάλυση αυτή προέβλεπε ότι η προσφεύγουσα θα εξαναγκαζόταν να υποβάλει αίτηση για την κίνηση πτωχευτικής διαδικασίας μόλις το πρόστιμο εγγραφόταν στα λογιστικά της βιβλία και καθίστατο απαιτητό.

179    Τέτοια αίτηση όντως υποβλήθηκε μετά την άσκηση της προσφυγής (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω) και οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το ζήτημα αν η επιβολή του προστίμου υπήρξε η αιτία της πτωχεύσεως της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή αμφισβητεί τη θέση αυτή, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι η αίτηση κήρυξης πτωχεύσεως υποβλήθηκε πριν καν το πρόστιμο καταστεί απαιτητό. Η Επιτροπή προσάπτει επίσης στην προσφεύγουσα ότι δεν ζήτησε να της επιτραπεί η καταβολή του προστίμου σε δόσεις ούτε επιδίωξε να λάβει τραπεζική εγγύηση. Η προσφεύγουσα απαντά στις αιτιάσεις αυτές με το υπόμνημά της απαντήσεως, υποστηρίζοντας ότι, ως συνέπεια της «νευρικότητας» και της απώλειας εμπιστοσύνης των πιστωτών της και των προμηθευτών της μετά την επιβολή του προστίμου, τα μέλη της διοίκησής της εξαναγκάστηκαν, κατά τα οριζόμενα στην εφαρμοστέα σλοβακική νομοθεσία, να υποβάλουν αίτηση κήρυξης πτωχεύσεως. Επιπλέον επισημαίνει ότι ενδεχόμενη αίτησή της για καταβολή του προστίμου σε δόσεις κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ευδοκιμούσε και ότι, ακόμα και στην αντίθετη περίπτωση, η ευκολία αυτή δεν θα ήταν αρκετή για να αποτρέψει την πτώχευση. Προσθέτει τέλος ότι αδυνατούσε να λάβει τραπεζική εγγύηση.

180    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι η πτώχευσή θα είχε αρνητικές συνέπειες και στο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο, τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με την παράγραφο 35 των κατευθυντηρίων γραμμών. Συναφώς, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι αποτελεί έναν από τους κύριους εργοδότες στη Σλοβακία και ότι κατέχει θέση στρατηγικής σημασίας για την οικονομική ζωή της σλοβακικής περιφέρειας της Hornonitra, όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της παραγωγής. Η ενδεχόμενη παύση λειτουργίας των εν λόγω εγκαταστάσεων θα είχε ως συνέπεια όχι μόνον την απόλυση των 2 000 υπαλλήλων της προσφεύγουσας, αλλά επίσης το κλείσιμο ή την ουσιαστική μείωση της δραστηριότητας πολλών άλλων επιχειρήσεων της ίδιας περιοχής, ειδικότερα δε των προμηθευτών της.

181    Τα επιχειρήματα αυτά της προσφεύγουσας στηρίζει και η Σλοβακική Δημοκρατία, η οποία αφιέρωσε το σύνολο του υπομνήματός της παρεμβάσεως στην απόδειξη των αρνητικών συνεπειών που θα είχε η ενδεχόμενη παύση των δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας για την κοινωνική συνοχή της περιοχής Prievidza, που αποτελεί το τμήμα της περιφέρειας Hornonitra όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας. Το ενδεχόμενο αυτό θα συνεπαγόταν αύξηση της ανεργίας τόσο κατ’ άμεσο τρόπο, εξαιτίας της απόλυσης των μισθωτών εργαζομένων της προσφεύγουσας, όσο και κατ’ έμμεσο τρόπο, εξαιτίας της «αλυσιδωτής αντίδρασης» που θα έθετε σε κίνδυνο τις θέσεις εργασίας στους προμηθευτές της προσφεύγουσας. Η Σλοβακική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι ορισμένοι από τους ανέργους αυτούς δεν θα είχαν πραγματική προοπτική εξεύρεσης νέας εργασίας. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Σλοβακική Δημοκρατία κατέθεσε νέα έγγραφα προκειμένου να επικαιροποιήσει τις πληροφορίες που είχε προσκομίσει με το υπόμνημά της παρεμβάσεως.

182    Η προσφεύγουσα δηλώνει πεπεισμένη ότι απέδειξε, με τα επιχειρήματα που συνοψίζονται ανωτέρω, ότι στην περίπτωσή της συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών. Προσάπτει επομένως στην Επιτροπή παράβαση «ουσιώδους τύπου», στο μέτρο που το θεσμικό αυτό όργανο δεν διευκρίνισε, ούτε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ούτε με την προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε ότι τα στοιχεία που προσκομίστηκαν προς στήριξη της αίτησής της να εφαρμοστεί η παράγραφος 35 των κατευθυντηρίων γραμμών δεν απέδειξαν ότι το πρόστιμο έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητά της και συνεπαγόταν την ολική απώλεια της αξίας του ενεργητικού της. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η σύντομη δήλωση που περιέχει η αιτιολογική σκέψη 377 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής αιτιολογία.

183    Η προσφεύγουσα εκτιμά επίσης ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε δεόντως τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα προς στήριξη της αίτησής της να εφαρμοστεί η παράγραφος 35 των κατευθυντηρίων γραμμών και ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των στοιχείων αυτών, καθόσον δεν έκρινε ότι η πτώχευση της προσφεύγουσας ήταν επικείμενη, αρνούμενη να εφαρμόσει την εν λόγω παράγραφο των κατευθυντηρίων γραμμών. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του, να εξετάσει το ίδιο τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, παραγγέλλοντας ενδεχομένως τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσον το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα θα έχει ως συνέπεια την κήρυξή της σε πτώχευση και την παύση λειτουργίας της, η δε πραγματογνωμοσύνη αυτή θα μπορούσε, εφόσον παραστεί ανάγκη, να συμπληρωθεί από την εξέταση πραγματογνώμονα στο σλοβακικό δίκαιο, ιδιαίτερα δε το πτωχευτικό δίκαιο.

184    Επισημαίνεται επίσης ότι, όπως υπογράμμισαν η Σλοβακική Δημοκρατία και η προσφεύγουσα, η τελευταία έτυχε εφαρμογής του zákon o niektorých opatreniach týkajúcich sa strategických spoločností a o zmene a doplnení niektorých zákonov (νόμου σχετικά με ορισμένα μέτρα που αφορούν τις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας, Z.z. αριθ. 493/2009, της 5ης Νοεμβρίου 2009). Ο νόμος αυτός προβλέπει ότι ο σύνδικος της πτωχεύσεως μιας επιχείρησης που θεωρείται «στρατηγικής σημασίας» έχει νομική υποχρέωση να τη διατηρήσει εν ενεργεία, ενώ το Σλοβακικό Δημόσιο μπορεί να ασκήσει προτιμησιακό δικαίωμα εξαγοράς του ενεργητικού τέτοιας επιχείρησης. Η προσφεύγουσα χαρακτηρίστηκε επιχείρηση στρατηγικής σημασίας κατά την έννοια του εν λόγω νόμου με απόφαση που εξέδωσε η αρμόδια σλοβακική αρχή στις 2 Δεκεμβρίου 2009. Κατά τη Σλοβακική Δημοκρατία, αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο μπόρεσε η προσφεύγουσα να εξακολουθήσει τις δραστηριότητές της ακόμη και μετά την κήρυξη πτωχεύσεως και αποφεύχθηκε η ομαδική απόλυση των απασχολούμενων σε αυτήν. Εντούτοις, οι εξελίξεις αυτές είναι προφανώς μεταγενέστερες από την προσβαλλόμενη απόφαση και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο εκδόσεώς της, με αποτέλεσμα να καθίσταται άνευ αντικειμένου το μέτρο της πραγματογνωμοσύνης που ζητεί η προσφεύγουσα καθόσον η κήρυξη πτωχεύσεως έχει ήδη επέλθει. Επομένως, οι περιστάσεις αυτές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο εξετάσεως του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

185    Πριν εξεταστούν οι αιτιάσεις που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να αναλυθεί ο σκοπός και η ερμηνεία της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών.

186    Έχει επανειλημμένως κριθεί ότι η Επιτροπή δεν είναι καταρχήν υποχρεωμένη, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, να λαμβάνει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης, καθόσον η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα συνεπαγόταν αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις που είναι λιγότερο προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς (σκέψη 47 ανωτέρω απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 327, απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑913, σκέψη 351, και απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 370).

187    Επιπλέον, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει το ενδεχόμενο ένα μέτρο λαμβανόμενο από αρχή της Ένωσης να προκαλέσει την πτώχευση ή την εκκαθάριση επιχείρησης. Συγκεκριμένα, η εκκαθάριση επιχείρησης με την υπό εξέταση νομική της μορφή μολονότι μπορεί να θίξει τα οικονομικά συμφέροντα των κυρίων, των μετόχων ή των κατόχων μεριδίων, εντούτοις δεν συνεπάγεται ότι τα προσωπικά, υλικά και άυλα στοιχεία της επιχείρησης χάνουν και αυτά την αξία τους (βλ. απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 372, απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑64/02, Heubach κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5137, σκέψη 163, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑452/05, BST κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1373, σκέψη 96).

188    Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, με τη θέσπιση της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή επέβαλε στον εαυτό της υποχρέωση που προσκρούει προς την ανωτέρω νομολογία. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η εν λόγω παράγραφος δεν μνημονεύει την πτώχευση επιχείρησης, αλλά αφορά μια κατάσταση, επελθούσα «σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο», κατά την οποία η επιβολή προστίμου «θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της».

189    Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι η επιβολή προστίμου για παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού ενδέχεται να προκαλέσει πτώχευση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης δεν αρκεί, όσον αφορά την εφαρμογή της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία που παρατίθεται με τη σκέψη 187 ανωτέρω προκύπτει ότι, μολονότι η πτώχευση επιχείρησης θίγει τα οικονομικά συμφέροντα των ενδιαφερόμενων κυρίων ή μετόχων, δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την εξαφάνιση της οικείας επιχείρησης. Η εν λόγω επιχείρηση μπορεί να εξακολουθεί να υφίσταται είτε, σε περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης της κηρυχθείσας σε πτώχευση εταιρίας, ως νομικό πρόσωπο που ασκεί την εκμετάλλευση της επιχείρησης, είτε, σε περίπτωση ολικής εξαγοράς των στοιχείων του ενεργητικού της και, κατά συνέπεια, της επιχείρησης, ως οντότητας που ασκεί οικονομική δραστηριότητα από μια άλλη οντότητα. Η ολική αυτή εξαγορά μπορεί να είναι αποτέλεσμα είτε εκούσιας αγοράς είτε αναγκαστικής εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων της πτωχεύσασας εταιρίας, με εξασφάλιση της συνεχούς λειτουργίας της επιχείρησης.

190    Ως εκ τούτου, η παράγραφος 35 των κατευθυντηρίων γραμμών έχει την έννοια, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα της παραπομπής στην ολική απώλεια της αξίας του ενεργητικού της οικείας εταιρίας, ότι αφορά την κατάσταση κατά την οποία είναι απίθανη, αν όχι αδύνατη, η κατά την προηγούμενη σκέψη εξαγορά της επιχείρησης, ή τουλάχιστον των στοιχείων του ενεργητικού της. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της πτωχεύσασας επιχείρησης προσφέρονται προς πώληση ένα προς ένα και είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα ευρεθεί ενδιαφερόμενος αγοραστής ή ότι, στην καλύτερη περίπτωση, θα πωληθούν σε κατά πολύ μειωμένη τιμή, οπότε είναι θεμιτό να γίνεται λόγος, όπως στην παράγραφο 35 των κατευθυντηρίων γραμμών, για ολική απώλεια της αξίας τους.

191    Το συμπέρασμα αυτό βρίσκει έρεισμα στις εξηγήσεις που παρέσχε η ίδια Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν εφάρμοζε κατά γράμμα την προβλεπόμενη στην παράγραφο 35 των κατευθυντηρίων γραμμών προϋπόθεση ότι πρέπει να υφίσταται κίνδυνος ολικής απώλειας της αξίας των στοιχείων ενεργητικού της ενδιαφερόμενης εταιρίας, αλλά επιχείρησε να καθορίσει αν τα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται για την παρασκευή προϊόντων. Οι δηλώσεις αυτές καταχωρίστηκαν στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Από τα εν λόγω πρακτικά προκύπτει ότι η ερμηνεία της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών που επέλεξε η Επιτροπή είναι εκείνη που εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη.

192    Εκτός αυτού, υπενθυμίζεται ότι η εφαρμογή της εν λόγω παραγράφου των κατευθυντηρίων γραμμών απαιτεί επίσης, σύμφωνα με το γράμμα της, την ύπαρξη «συγκεκριμένου κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου». Κατά τη νομολογία, το πλαίσιο αυτό μπορεί να το διαμορφώνουν οι συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η πληρωμή του προστίμου, ιδίως δε όσον αφορά την αύξηση της ανεργίας ή την επιδείνωση των οικονομικών κλάδων από τους οποίους προμηθεύεται και τους οποίους προμηθεύει η σχετική επιχείρηση (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2006, C‑308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5977, σκέψη 106).

193    Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που εκτίθενται με τις τρεις προηγούμενες σκέψεις, είναι όντως δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η επιβολή προστίμου που θα μπορούσε να προκαλέσει την εξαφάνιση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας την οποία οφείλει πάντοτε να τηρεί η Επιτροπή όταν αποφασίζει να επιβάλει πρόστιμα δυνάμει του δικαίου του ανταγωνισμού (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω).

194    Η επιχειρηματολογία που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένων υπόψη αυτών ακριβώς των γενικών εκτιμήσεων.

195    Συναφώς, διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι, με την επιχειρηματολογία της, η προσφεύγουσα προβάλλει αιτιάσεις τόσο ως προς τον τύπο, προσάπτοντας στην Επιτροπή παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (βλ. σκέψη 182 ανωτέρω), όσο και ως προς την ουσία, προσάπτοντας στην Επιτροπή πλάνη περί τα πράγματα και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (βλ. σκέψη 183 ανωτέρω). Επιπλέον, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία που διαθέτει στον τομέα των προστίμων και να ακυρώσει ή να μειώσει το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε.

196    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τόσο η αίτηση με την οποία η προσφεύγουσα ζήτησε να εφαρμοστεί στην περίπτωσή της η παράγραφος 35 των κατευθυντηρίων γραμμών όσο και η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για να αμφισβητήσει την απόρριψη της αιτήσεως αυτής στηρίζονται σε εσφαλμένη κατανόηση των προϋποθέσεων εφαρμογής της εν λόγω παραγράφου.

197    Βεβαίως, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς της με την οποία ζήτησε να συνεκτιμηθεί η αδυναμία πληρωμής της, η προσφεύγουσα είχε επίγνωση της αναγκαιότητας να αποδείξει την ύπαρξη «συγκεκριμένου οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου», κατά την έννοια της ανωτέρω παρατεθείσας νομολογίας (βλ. σκέψη 192) αφιερώνοντας στο ζήτημα αυτό τμήμα του από 27 Μαρτίου 2009 εγγράφου της που περιέχει την εν λόγω αίτηση. Με την αίτηση αυτή, η προσφεύγουσα εκθέτει, κατ’ ουσίαν, τα ίδια επιχειρήματα με εκείνα που προέβαλαν η ίδια και η Σλοβακική Δημοκρατία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψεις 180 και 181 ανωτέρω). Η επιχειρηματολογία αυτή, που κατά τα λοιπά ουδόλως αμφισβητείται από την Επιτροπή, αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη ειδικού πλαισίου όπως εκείνο που απαιτεί η παράγραφος 35 των κατευθυντηρίων γραμμών, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούται η συγκεκριμένη αυτή προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω παραγράφου.

198    Αντιθέτως, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς της με την οποία ζήτησε να συνεκτιμηθεί η αδυναμία πληρωμής της, η προσφεύγουσα φαίνεται να στηρίχθηκε στην εσφαλμένη υπόθεση ότι για την ευδοκίμηση της αιτήσεως αρκούσε να αποδειχθεί ότι η επιβολή προστίμου θα προκαλούσε την πτώχευσή της. Επομένως, η έκθεση πραγματογνωμοσύνης που επισύναψε η προσφεύγουσα στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και την οποία επικαλείται με τη σκέψη 177 ανωτέρω επικεντρώνεται στη «διατήρηση της οικονομικής βιωσιμότητας της εταιρίας NCHZ».

199    Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρείται ότι η προσφεύγουσα παραμορφώνει σε ορισμένο βαθμό τα συμπεράσματα της εν λόγω εκθέσεως, καθόσον υποστηρίζει ότι από αυτήν συνάγεται ότι πρέπει να συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις ώστε να είναι εφικτή η «επιβίωσή της ως ενεργού εταιρίας». Από το γράμμα της εκθέσεως προκύπτει σαφώς ότι οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν τη συνέχιση της οικονομικής βιωσιμότητας της προσφεύγουσας ως εμπορικής εταιρίας. Η έκθεση επισημαίνει περαιτέρω ότι, αν δεν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, «μπορούμε να αναμένουμε σημαντική επιδείνωση της ύφεσης στην επιχείρηση με τάση εξέλιξης προς το στάδιο σχετικά πρόωρης χρεοκοπίας». Εντούτοις, η έκθεση δεν θίγει το θέμα των συνεπειών μιας ενδεχόμενης πτωχεύσεως στη διατήρηση της προσφεύγουσας ως επιχείρησης ούτε εξετάζει, ειδικότερα, την πιθανότητα εκούσιας ή όχι μεταβίβασης του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού της σε άλλη εταιρία, επιφορτισμένη με την εξασφάλιση της συνεχούς λειτουργίας της επιχείρησης.

200    Η προσφεύγουσα δεν έθιξε το ζήτημα αυτό ούτε με το από 27 Μαρτίου 2009 έγγραφό της το οποίο επικαλείται με τη σκέψη 197 ανωτέρω και με το οποίο, πλην της αναφοράς στο συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της υπόθεσης, παρέσχε μόνο νέα δεδομένα προκειμένου να αποδείξει την «κρίσιμη οικονομική της κατάσταση». Το ζήτημα αυτό δεν θίγεται ούτε και με το δικόγραφο της προσφυγής. Μόνο με το υπόμνημά της απαντήσεως ανέπτυξε η προσφεύγουσα ειδική επιχειρηματολογία για να απαντήσει στο επιχείρημα της Επιτροπής ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείκνυαν, μεταξύ άλλων, την ολική απώλεια της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της.

201    Όπως όμως ήδη επισημάνθηκε (βλ. σκέψεις 189 και 190 ανωτέρω), για την εφαρμογή της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών δεν αρκεί απλώς να αποδειχθεί ότι, στην περίπτωση επιβολής προστίμου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση θα κηρυχθεί σε πτώχευση. Κατά το γράμμα της ίδιας της παραγράφου 35, πρέπει να υπάρχουν «αντικειμενικ[ές] αποδείξε[ις] ότι η επιβολή του προστίμου […] θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της», πράγμα το οποίο δεν ισχύει αυτοδικαίως στην περίπτωση πτωχεύσεως της εταιρίας που εκμεταλλεύεται την εν λόγω επιχείρηση. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αξιώνει την εφαρμογή της παραγράφου αυτής των κατευθυντηρίων γραμμών παρά μόνο στην περίπτωση που προσκομίζει αντικειμενικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν το ενδεχόμενο αυτό, πράγμα που συνιστά ουσιώδη προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω παραγράφου.

202    Αυτή η εσφαλμένη αντίληψη που έχει η προσφεύγουσα όσον αφορά την ερμηνεία των προϋποθέσεων εφαρμογής της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών πρέπει να συνεκτιμηθεί κατά την εξέταση των αιτιάσεων που προβάλλονται στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

203    Συναφώς, όσον αφορά τη φερόμενη παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, από την αιτιολογία που επιβάλλει το άρθρο 253 ΕΚ πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, ώστε να καθίσταται δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, δεδομένου ότι το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 6 Δεκεμβρίου 2005, T‑48/02, Brouwerij Haacht κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5259, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

204    Όσον αφορά, ειδικότερα, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως σχετικά με τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου που επιβάλλεται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο συνιστάμενος στην υποχρέωση αιτιολογήσεως ουσιώδης τύπος τηρείται όταν η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία της έδωσαν τη δυνατότητα να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως καθώς και τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία έλαβε υπόψη για τον σκοπό αυτό, κατ’ εφαρμογή των ενδεικτικών κανόνων που περιέχουν οι δικές της κατευθυντήριες γραμμές (βλ. απόφαση Brouwerij Haacht κατά Επιτροπής, σκέψη 203 ανωτέρω, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

205    Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία αυτή, διαπιστώνεται ότι η αιτιολογία που παρέθεσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση για να απορρίψει την αίτηση με την οποία η προσφεύγουσα ζήτησε την εφαρμογή της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών είναι αρκετά συνοπτική, περιοριζόμενη στην απλή επισήμανση ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύουν ότι το επιβληθέν πρόστιμο θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική της βιωσιμότητα και θα οδηγούσε στην ολική απώλεια της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της.

206    Αν, όπως εσφαλμένα φρονεί η προσφεύγουσα, η πιθανότητα να κηρυχθεί σε πτώχευση κατόπιν επιβολής προστίμου αρκούσε για να αποδειχθεί ότι συντρέχει η προϋπόθεση εφαρμογής της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την απειλή της οικονομικής της βιωσιμότητας και την ολική απώλεια της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της, θα μπορούσε ασφαλώς να συναχθεί ότι η αιτιολογική σκέψη 377 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αφορά την απόρριψη της αιτήσεως με την οποία η προσφεύγουσα ζήτησε την εφαρμογή της εν λόγω παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών, είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

207    Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η λήψη της αποφάσεως, το οποίο χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από ανταλλαγή επικοινωνίας μεταξύ του εκδότη της πράξεως και του ενδιαφερόμενου μέρους, μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να καταστήσει τις απαιτήσεις αιτιολογίας πιο επαχθείς [αποφάσεις του Πρωτοδικείου 6ης Απριλίου 2000, T‑188/98, Kuijer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II‑1959, σκέψεις 44 και 45, και της 3ης Δεκεμβρίου 2003, T‑16/02, Audi κατά ΓΕΕΑ (TDI), Συλλογή 2003, σ. II‑5167, σκέψη 89]. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε λεπτομερείς πληροφορίες, περιλαμβανομένης μιας εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, οι οποίες αποδείκνυαν, κατά την προσφεύγουσα, ότι, σε περίπτωση επιβολής προστίμου, η κήρυξή της σε πτώχευση ήταν πολύ πιθανή αν όχι αναπόφευκτη, η Επιτροπή, αν σκόπευε να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα, όφειλε τουλάχιστον να εκθέσει συνοπτικά τα στοιχεία και τις εκτιμήσεις που τεκμηρίωναν το εν λόγω συμπέρασμα.

208    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εξέτασε ενδελεχώς την οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας, ειδικότερα αφού προέβη σε ανάλυση στηριζόμενη στο πρότυπο βαθμολόγησης «Altman Z» και ότι υπολόγισε, βάσει των δεδομένων που προσκόμισε η προσφεύγουσα, τον δείκτη πιθανότητας πτωχεύσεως που προβλέπει το πρότυπο αυτό. Η τιμή του δείκτη αυτού υπερέβαινε, για την προσφεύγουσα, την οριακή τιμή που υποδηλώνει μεγάλη πιθανότητα πτωχεύσεως. Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των διαδίκων σχετικά με την ακρίβεια του υπολογισμού του εν λόγω δείκτη, που υπολογίζεται επίσης στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης που προσκόμισε η προσφεύγουσα, αλλά εσφαλμένα κατά την Επιτροπή, και γενικότερα σχετικά με την εκτίμηση στην οποία προέβη το θεσμικό αυτό όργανο ως προς την εν λόγω έκθεση πραγματογνωμοσύνης που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα προσκόμισε και νέα έκθεση πραγματογνωμοσύνης όσον αφορά την οικονομική της κατάσταση.

209    Εντούτοις, η υποθετική περίπτωση που περιγράφει η προσφεύγουσα με τη σκέψη 206 ανωτέρω δεν είναι ακριβής. Όπως ήδη επισημάνθηκε (βλ. σκέψη 201 ανωτέρω), για την εφαρμογή της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αρκείται στην επισήμανση ότι η επιβολή προστίμου θα προκαλούσε την κήρυξή της σε πτώχευση, αλλά οφείλει επίσης να εξηγήσει και να αποδείξει με ποιον τρόπο το ενδεχόμενο αυτό θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητά της και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της.

210    Το τελευταίο όμως αυτό ζήτημα δεν θίγεται ρητώς στην αίτηση με την οποία η προσφεύγουσα ζήτησε να εφαρμοστεί η παράγραφος 35 των κατευθυντηρίων γραμμών (βλ. σκέψεις 198 έως 200 ανωτέρω). Επομένως, επί του ζητήματος αυτού δεν υπήρξε καμία ανταλλαγή επικοινωνίας μεταξύ της προσφεύγουσας και της Επιτροπής, οπότε η νομολογία που παρατέθηκε με τη σκέψη 207 ανωτέρω δεν έχει εφαρμογή. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως καθόσον αρκέστηκε να διαπιστώσει, με την αιτιολογική σκέψη 377 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν συνέτρεχε η ουσιώδης προϋπόθεση για την εφαρμογή της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την απειλή της οικονομικής βιωσιμότητας της ενδιαφερόμενης επιχείρησης και την ολική απώλεια της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της. Ως εκ τούτου, η αιτίαση της προσφεύγουσας που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθεί.

211    Εν πάση περιπτώσει, από τη νομολογία που παρατίθεται με τις σκέψεις 49 έως 51 ανωτέρω προκύπτει ότι, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο καλείται όχι μόνο να ελέγξει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τον τύπο και την ουσία αλλά και να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του, πράγμα που συνεπάγεται ότι υποκαθιστά την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του.

212    Η εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του ενδέχεται να δικαιολογεί την προσκόμιση και συνεκτίμηση πρόσθετων πληροφοριακών στοιχείων, των οποίων η αυτούσια μνεία στην απόφαση δεν απαιτείται δυνάμει της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑248/98 P, KNP BT κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9641, σκέψη 40· αποφάσεις SCA Holding κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 55, και Cheil Jedang κατά Επιτροπής, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 215). Λαμβάνοντας υπόψη, αναλόγως της περιπτώσεως, και τέτοια συμπληρωματικά στοιχεία που δεν μνημονεύονται ρητώς στην απόφαση της Επιτροπής, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να συμπεράνει ειδικότερα, στο πλαίσιο άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του, ότι το ποσό του επιβληθέντος προστίμου είναι κατάλληλο (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψεις 71 και 72), τούτο δε ακόμη και αν η απόφαση της Επιτροπής είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑30/05, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 190).

213    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, όσον αφορά την ουσία, την εκτίμηση της Επιτροπής που οδήγησε το θεσμικό αυτό όργανο να απορρίψει την αίτηση με την οποία η προσφεύγουσα ζήτησε να ληφθεί υπόψη η αδυναμία της να πληρώσει. Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν περιορίζεται στην επίκληση πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά ή πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, αλλά ζητεί επίσης από το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του. Η δε Επιτροπή, με το υπόμνημα αντικρούσεως που κατέθεσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ζητεί, στην περίπτωση που το τελευταίο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη, να διατηρήσει ως έχει το ποσό του προστίμου ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του.

214    Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη στο μέτρο που απέρριψε την προαναφερθείσα αίτηση της προσφεύγουσας, πρέπει, πριν την ενδεχόμενη ακύρωσή της για τον λόγο αυτό, να εξεταστεί η επιχειρηματολογία με την οποία η προσφεύγουσα αμφισβητεί επί της ουσίας την απόρριψη της ανωτέρω αιτήσεως, προκειμένου να καθοριστεί όχι μόνον αν η εν λόγω απόρριψη βαρύνεται με τις ουσιαστικές πλημμέλειες που προβάλλει η προσφεύγουσα, αλλά και αν παρίσταται ανάγκη, στο πλαίσιο άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας που διαθέτει συναφώς το Γενικό Δικαστήριο, να καταργηθεί το πρόστιμο ή να μειωθεί το ποσό του, σύμφωνα με τα αιτήματα της προσφεύγουσας, ή να διατηρηθεί ως έχει, όπως ζητεί η Επιτροπή.

215    Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι τόσο η έκθεση πραγματογνωμοσύνης που επισύναψε η προσφεύγουσα στην απάντησή της στις ανακοινώσεις των αιτιάσεων όσο και το έγγραφο της 27ης Μαρτίου 2009 όχι μόνο δεν θίγουν ρητώς το ζήτημα της βιωσιμότητας της επιχείρησης της προσφεύγουσας και της ενδεχόμενης ολικής απώλειας της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της ως συνέπεια της επιβολής του προστίμου (βλ. σκέψεις 199 και 200 ανωτέρω), αλλά ούτε καν περιέχουν στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ της πιθανότητας αυτής.

216    Δεύτερον, υπέρ του ενδεχομένου αυτού δεν συνηγορούν ούτε τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής της, αντιθέτως υποδεικνύουν ότι, ακόμα και στην περίπτωση πτωχεύσεως, ήταν πιθανή η συνέχιση λειτουργίας της επιχείρησης μετά την ανακεφαλαιοποίηση της προσφεύγουσας ή την εξαγορά του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού της από άλλη οντότητα με εξασφάλιση της συνεχούς λειτουργίας της επιχείρησης. Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν, σύμφωνα με τις δικές της δηλώσεις, «εδώ και αρκετό καιρό στο χείλος της χρεοκοπίας», το 2008, ένας νέος μέτοχος απέκτησε μερίδιο του εταιρικού κεφαλαίου, πράγμα που αποδεικνύει ότι υπήρχαν επενδυτές που ενδιαφέρονταν να μετάσχουν στο εταιρικό κεφάλαιο της προσφεύγουσας. Τούτο μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα αποτελούσε, όπως η ίδια υποστηρίζει, σεβαστό ανταγωνιστή στην αγορά του ανθρακασβεστίου και ότι τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε δεν συνδέονταν με την ανταγωνιστικότητά της στην εν λόγω αγορά.

217    Τρίτον, το κείμενο μιας δήλωσης στην οποία προέβη το διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας στις 17 Σεπτεμβρίου 2009, απευθυνόμενης στους «εμπορικούς της εταίρους» και επισυναφθείσας από την Επιτροπή στο υπόμνημά της απαντήσεως, επιβεβαιώνουν την εντύπωση αυτή. Με τη δήλωση αυτή επισημαίνεται ότι η αίτηση για την κήρυξη πτωχεύσεως της προσφεύγουσας σκοπό είχε να προφυλάξει τα στοιχεία του ενεργητικού της προκειμένου να διατηρήσει την παραγωγική της λειτουργία. Το διοικητικό συμβούλιο δηλώνει ότι η προσφεύγουσα είναι ικανή να διατηρήσει τη θέση της στην αγορά, πράγμα που αποτελεί «σημάδι ζωτικότητας και εσωτερικής δύναμης» προτείνοντας μια «διαδικασία αναζωογόνησης της εταιρίας» η οποία ουδόλως θα υπονόμευε τη «δυνατότητα λειτουργίας και πληρωμής» της επιχείρησης αυτής.

218    Τέταρτον, δεν πείθει ούτε και η επιχειρηματολογία που προβάλλει η προσφεύγουσα με το υπόμνημά της απαντήσεως για να αποδείξει ότι η θέση της υπό εκκαθάριση ήταν αναπόφευκτη και ότι τα στοιχεία του ενεργητικού της επρόκειτο να απολέσουν το σύνολο της αξίας τους. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα απαντά καταρχάς σε ένα επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή με το υπόμνημά της αντικρούσεως και σύμφωνα με το οποίο η προσφεύγουσα είχε ήδη προνοήσει να εξασφαλίσει πόρους ύψους σχεδόν 11 εκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να καλύψει το πρόστιμο. Το επιχείρημα όμως αυτό δεν είναι πρόσφορο δεδομένου ότι δεν αφορά την ενδεχόμενη συνέχιση λειτουργίας της επιχείρησης μετά την κήρυξη σε πτώχευση της προσφεύγουσας, αλλά το ζήτημα αν η πτώχευση αυτή συνιστούσε αναπόφευκτη συνέπεια της επιβολής του προστίμου.

219    Η προσφεύγουσα υπεισέρχεται σε δύο άλλα ζητήματα με το τμήμα αυτό της επιχειρηματολογίας της. Πρώτον, απαντά στους ισχυρισμούς της Επιτροπής σχετικά με την ενδεχόμενη αγορά των στοιχείων του ενεργητικού της από άλλη επιχείρηση. Αφετέρου, απαντά στο επιχείρημα της Επιτροπής ότι δεν είχε ζητήσει την κίνηση διαδικασίας εξυγίανσης.

220    Όσον αφορά το πρώτο από τα δύο ζητήματα που τίθενται στην ανωτέρω σκέψη, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι είναι «δύσκολο να αποδειχθεί ότι ένα γεγονός δεν θα συμβεί ποτέ» αλλά ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν γνωρίζει καμία επιχείρηση «η οποία να ενδιαφέρεται να εξαγοράσει τα στοιχεία του ενεργητικού της (και του παθητικού της)». Η απάντηση όμως αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη. Συγκεκριμένα, η πώληση του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού μιας πτωχεύσασας εταιρίας για να εξασφαλιστεί συνεχής λειτουργία της επιχείρησης, όπως περιγράφεται με τη σκέψη 189 ανωτέρω, δεν συνεπάγεται, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, ότι στον αγοραστή μεταβιβάζεται και το παθητικό της εν λόγω επιχείρησης. Τα χρέη που περιλαμβάνει το παθητικό ικανοποιούνται από το προϊόν της πώλησης. Είναι πιθανό η ικανοποίηση αυτή να είναι μόνο μερική, άλλως η εταιρία δεν θα είχε κηρυχθεί σε πτώχευση. Γεγονός παραμένει ωστόσο ότι, κατά γενικό κανόνα, η συνολική πώληση όλων των στοιχείων του ενεργητικού μιας πτωχεύσασας εταιρίας με σκοπό την εξασφάλιση της συνεχούς λειτουργίας της επιχείρησης ενδέχεται να οδηγήσει σε καλύτερο αποτέλεσμα από εκείνο της χωριστής πώλησης κάθε στοιχείου του ενεργητικού, δεδομένου ότι η συνολική πώληση όλων των στοιχείων του ενεργητικού μιας πτωχεύσασας εταιρίας καθιστά δυνατή την αξιοποίηση άυλων στοιχείων όπως η φήμη που έχει η εν λόγω επιχείρηση στην αγορά ενώ, κατά τα λοιπά, παρέχει τη δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο αγοραστή να αναπτύξει δραστηριότητα στον οικείο τομέα, απαλλάσσοντάς τον από την προσπάθεια, τα έξοδα και τις περιπλοκές που συνεπάγεται η δημιουργία μιας εντελώς νέας επιχείρησης.

221    Υπό τις συνθήκες αυτές, εύλογα θα αναμενόταν από την προσφεύγουσα να εξηγήσει για ποιο λόγο η αγορά της επιχείρησής της από άλλη οντότητα αποκλείστηκε στην παρούσα περίπτωση, κατά μείζονα δε λόγο καθόσον η ίδια η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι αποτελούσε σεβαστό ανταγωνιστή στην αγορά. Η προσφεύγουσα όμως περιορίζεται στην επισήμανση ότι η εξακολούθηση των δραστηριοτήτων της εξαρτάται από τη γνώμη μιας «συνέλευσης πιστωτών» και ότι αν οι εν λόγω πιστωτές θεωρούσαν ότι «είναι πιο αποδοτική η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της εταιρίας αυτής από τη διατήρησή της σε λειτουργία […], οι εγκαταστάσεις παραγωγής θα έπαυαν να λειτουργούν και η επανεκκίνηση της δραστηριότητας θα συνιστούσε υπερβολικά δυσβάσταχτο βάρος, τόσο από οικονομικής όσο και από τεχνικής πλευράς» με αποτέλεσμα να «αναμένεται εύλογα ότι τουλάχιστον ένα τμήμα των στοιχείων του ενεργητικού και των εγκαταστάσεων παραγωγής δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον, χάνοντας, κατά συνέπεια, το σύνολο της τωρινής τους αξίας».

222    Συναφώς, η προσφεύγουσα προσκομίζει επίσης μια έκθεση πραγματογνωμοσύνης που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δραστηριότητές της παραγωγής θα μπορούσαν να παύσουν εντός προθεσμίας 10 έως 18 εβδομάδων χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η ασφάλεια των εργαζομένων της, αλλά ότι οι ουσίες που θα παρέμεναν στις εγκαταστάσεις της θα είχαν «σοβαρές επιπτώσεις» στο περιβάλλον καθώς και ότι η αποσυναρμολόγηση των εν λόγω εγκαταστάσεων, η διάρκεια και το κόστος της οποίας είναι δύσκολο να εκτιμηθούν, θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί από ειδικούς.

223    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που συνοψίζεται στις δύο προηγούμενες σκέψεις εμφανίζει κενά, αν όχι αντιφάσεις. Τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα καθώς και η έκθεση πραγματογνωμοσύνης που προσκομίζει υποδηλώνουν ότι η πώληση του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού της, με σκοπό την εξασφάλιση της συνεχούς λειτουργίας της επιχείρησης, θα ήταν, ακόμα και από τους πιστωτές της, ως η προτιμότερη λύση. Η προσφεύγουσα όμως δεν διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους η συνέλευση των πιστωτών θα μπορούσε, παρά την παρουσία των στοιχείων αυτών, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της και η παύση των δραστηριοτήτων της συνιστά αποδοτικότερη εναλλακτική.

224    Όσον αφορά τη διαδικασία εξυγίανσης, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή επανέλαβε, με το υπόμνημά της αντικρούσεως, ένα επιχείρημα ήδη προβληθέν στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων. Εντούτοις, από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 5 ανωτέρω διάταξη Novácke chemické závody κατά Επιτροπής (σκέψεις 25 και 49) προκύπτει ότι η διαδικασία εξυγίανσης έπρεπε να κινηθεί πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως. Επομένως, το επιχείρημα αυτό αφορά το κατά πόσον θα μπορούσε να αποφευχθεί η κήρυξη της πτωχεύσεως και όχι τις συνέπειες τέτοιας κήρυξης. Ως εκ τούτου, ούτε αυτό το επιχείρημα ασκεί επιρροή (βλ., επίσης, σκέψη 218 ανωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα αρκείται στο να υποστηρίζει, απαντώντας στο επιχείρημα αυτό, ότι ορισμένοι από τους πιστωτές της μπορούσαν να συναινέσουν σε σχέδιο εξυγίανσης μόνον αν αυτό ήταν σύμφωνο με τους κανόνες που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις, χωρίς να εξηγεί τον λόγο για τον οποίο αποκλειόταν η συμφωνία του σχεδίου με τους εν λόγω κανόνες. Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει τα αόριστα και μη τεκμηριωμένα επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία η αγορά των μετοχών της ή της επιχείρησής της από τρίτον «δεν παρουσίαζε ουσιαστικό ενδιαφέρον».

225    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η άρνηση της Επιτροπής να λάβει υπόψη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την κατά την έννοια της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών αδυναμία της να πληρώσει ενείχε πλάνη.

226    Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από την απάντηση της προσφεύγουσας στην ερώτηση που απηύθυνε το Γενικό Δικαστήριο στους διαδίκους στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, καλώντας τους να συμπληρώσουν την επιχειρηματολογία τους σχετικά με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, ειδικότερα όσον αφορά τις προοπτικές πώλησης του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας με εξασφάλιση της συνεχούς λειτουργίας της επιχείρησης.

227    Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε ότι, στις 16 Ιανουαρίου 2012, στο πλαίσιο της διαδικασίας πτωχεύσεως, όλα τα στοιχεία του ενεργητικού της πωλήθηκαν απαλλαγμένα από κάθε βάρος, πλην αυτών που γεννήθηκαν μετά την κήρυξή της σε πτώχευση, έναντι τιμήματος 2,2 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο η προσφεύγουσα χαρακτηρίζει ως «αμελητέο». Κατά την προσφεύγουσα, το γεγονός ότι το τίμημα αυτό αντιπροσωπεύει τμήμα μόνον του επιβληθέντος προστίμου επιβεβαιώνει την ολική απώλεια της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της.

228    Ανεξαρτήτως του ζητήματος αν το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας θα μπορούσε να έχει πωληθεί έναντι υψηλότερου τιμήματος από εκείνο που όντως επιτεύχθηκε, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του τιμήματος αυτού, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για ολική απώλεια της αξίας των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα όχι μόνο δεν απέδειξε ότι το ενδεχόμενο πώλησης του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού της με εξασφάλιση της συνεχούς λειτουργίας της επιχείρησης ήταν απίθανο, αν όχι αδύνατο, αλλ’ αντιθέτως, επιβεβαίωσε ότι, στην πράξη, έλαβε χώρα τέτοια πώληση.

229    Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν συνέτρεχαν στην περίπτωση της προσφεύγουσας οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την ενδεχόμενη εφαρμογή της παραγράφου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών και διαπιστώνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας που διαθέτει το Γενικό Δικαστήριο, η επιχειρηματολογία που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως δεν δικαιολογεί την κατάργηση ή τη μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε αλλ’ αντιθέτως, τη διατήρησή του ως έχει. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ

230    Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που της επιβάλλει υπερβολικό πρόστιμο, ενδέχεται να προκαλέσει στρέβλωση ή εξάλειψη του ανταγωνισμού στην αγορά του ανθρακασβεστίου με αποτέλεσμα την παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ. Στηριζόμενη στην απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 1973, 6/72, Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 445, σκέψεις 23 και 24), η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού απαγορεύεται στην περίπτωση που τούτο θα είχε ως συνέπεια τη στρέβλωση ή την εξάλειψη του ανταγωνισμού, έστω και αν η απαγόρευση αυτή δεν προβλέπεται ρητώς από το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η διάταξη αυτή δεσμεύει όχι μόνον τις επιχειρήσεις, αλλά επίσης τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και ότι, κατά συνέπεια, αν ένα τέτοιο όργανο λάβει μέτρο που νοθεύει ή εξαλείφει τον ανταγωνισμό, ενεργεί κατά παράβαση της ανωτέρω διάταξης, έστω και αν τούτο δεν συνεπάγεται παράβαση άλλου κανόνα του δικαίου του ανταγωνισμού.

231    Η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το επιχείρημα που ήδη προέβαλε προς στήριξη του δεύτερου λόγου και σύμφωνα με το οποίο το πρόστιμο που της επιβλήθηκε θα έχει ως συνέπεια την κήρυξή της σε πτώχευση και την αποχώρησή της από την οικεία αγορά. Επιπλέον, επισημαίνει, παραπέμποντας σε συγκεκριμένα στοιχεία αντλούμενα από την προσβαλλόμενη απόφαση και στηριζόμενη στον δείκτη Herfindahl‑Hirschman που χρησιμοποιούν οι αρχές ανταγωνισμού, περιλαμβανομένης και της Επιτροπής, για να εξακριβώσουν το επίπεδο συγκέντρωσης σε δεδομένη αγορά, ότι οι επίμαχες εν προκειμένω αγορές του ανθρακασβεστίου σε σκόνη και σε κόκκους εμφάνιζαν ήδη υψηλό επίπεδο συγκέντρωσης. Επομένως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η ίδια αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ανταγωνιστές στις αγορές αυτές, η περιθωριοποίησή της θα είχε ως συνέπεια να καταστεί πιθανότερος ο συντονισμός μεταξύ των λοιπών ανταγωνιστών, παρά τις επιβληθείσες σε αυτούς κυρώσεις. Τα μερίδια αγοράς της προσφεύγουσας θα κατανέμονταν πιθανότητα μεταξύ των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη, πράγμα που θα οδηγούσε σε αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης και, τελικώς, στην εξάλειψη του ανταγωνισμού στις εν λόγω αγορές.

232    Η προσφεύγουσα αναφέρεται, ειδικότερα, στο ενδεχόμενο απόκτησης των επίμαχων μεριδίων της αγοράς από την Akzo Nobel και υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση αυτή, η τιμή του δείκτη Herfindahl‑Hirschman εμφανίζει σημαντική αύξηση. Κατά την προσφεύγουσα, η περίπτωση αυτή καταδεικνύει το «παράλογο και άδικο αποτέλεσμα» στο οποίο μπορεί να οδηγήσει η «μηχανική και άστοχη εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης». Η Akzo Nobel, ένας «οικονομικός γίγαντας» ο οποίος κατέχει σημαντικά μερίδια αγοράς στις επίμαχες αγορές, στην οποία έχουν ήδη επιβληθεί κυρώσεις για τη συμμετοχή της σε άλλες συμπράξεις και η οποία υπήρξε ενεργό μέλος της επίμαχης εν προκειμένω σύμπραξης, θα αποκόμιζε, εν τέλει, όφελος από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι όχι μόνο θα τύχαινε απαλλαγής από την επιβολή προστίμων αλλά θα αποκτούσε και τους πελάτες της προσφεύγουσας. Κατά την τελευταία, το αποτέλεσμα αυτό αντιβαίνει προδήλως τόσο προς τους σκοπούς του δικαίου του ανταγωνισμού όσο και προς τις στοιχειώδεις περί ισότητας αρχές.

233    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν ευσταθεί.

234    Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ.

235    Είναι ασφαλώς αληθές ότι, όπως έκρινε και το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 230 ανωτέρω απόφαση Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής (σκέψεις 23 και 24), και την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, η διάταξη αυτή θέτει στόχο που υλοποιείται με διάφορες διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ, των οποίων καθορίζει την ερμηνεία. Προβλέποντας τη θέσπιση καθεστώτος που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ απαιτεί, κατά μείζονα λόγο, τη μη εξάλειψη του ανταγωνισμού. Αυτή η απαίτηση είναι τόσο ουσιώδης, ώστε χωρίς αυτή πολυάριθμες διατάξεις της Συνθήκης δεν θα είχαν αντικείμενο. Επομένως, οι περιορισμοί του ανταγωνισμού που επιτρέπει η Συνθήκη υπό ορισμένες προϋποθέσεις, για λόγους που απορρέουν από την ανάγκη συμβιβασμού των διαφόρων επιδιωκόμενων σκοπών, έχουν ως όριο την ανωτέρω απαίτηση, η υπέρβαση δε του ορίου αυτού θα ενείχε τον κίνδυνο να θιγούν οι σκοποί της κοινής αγοράς από την κάμψη της λειτουργίας του ανταγωνισμού.

236    Εντούτοις, οι εκτιμήσεις αυτές, κατά τ’ άλλα ορθές, δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο επιβολής κύρωσης σε επιχείρηση που παρέβη τους κανόνες του ανταγωνισμού μέσω συμμετοχής της σε συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων ή σε εναρμονισμένη πρακτική που έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Συγκεκριμένα, με την επιχειρηματολογία της, η προσφεύγουσα αγνοεί παντελώς το γεγονός ότι, μετά τη θέση σε λειτουργία της σύμπραξης για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο ανταγωνισμός στις επίμαχες εν προκειμένω αγορές νοθεύτηκε, ή μάλλον εξαλείφθηκε. Η προσβαλλόμενη απόφαση αποβλέπει ακριβώς στην επανόρθωση της κατάστασης, μεταξύ άλλων και με την επιβολή των κατάλληλων κυρώσεων.

237    Επισημαίνεται ότι η επιβολή κυρώσεων από την Επιτροπή, εφόσον διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, αποτελεί μέσο επιτεύξεως ακριβώς του σκοπού που θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ και σαφώς δεν μπορεί να θεωρείται ότι συνιστά παράβαση της διάταξης αυτής. Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι, στο πλαίσιο της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας που πρέπει πάντοτε να αποτελεί γνώμονα για τη δράση της Επιτροπής στον τομέα αυτό (βλ. σκέψεις 44 και 46 ανωτέρω), πρέπει να αποφεύγονται οι υπερβολικές κυρώσεις που δεν κρίνονται αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Επομένως, η επιχειρηματολογία που προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα ενδεχόμενης παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας.

238    Δεύτερον, για τον σκοπό της κατά τα ανωτέρω εξετάσεως της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας, επισημαίνεται ότι η πάγια νομολογία που παρατίθεται με τη σκέψη 186 ανωτέρω και σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται και να το πράξει (βλ. απόφαση Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψη 314). Συγκεκριμένα, η ανάγκη τήρησης της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να απαγορεύει την επιβολή προστίμου το οποίο υπερβαίνει τα όρια της κύρωσης που θεωρείται κατάλληλη για τη διαπιστωθείσα παράβαση και το οποίο θα έθετε ενδεχομένως σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της οικείας επιχείρησης. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον η εξαφάνιση μιας επιχείρησης από την επίμαχη αγορά θα έχει κατ’ ανάγκη βλαβερές συνέπειες στον ανταγωνισμό.

239    Παρά ταύτα, κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε εμπίπτει στην περίπτωση που εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη και ότι, κατά συνέπεια, το ποσό του καθορίστηκε κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

240    Αφενός, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας στηρίζεται στην υπόθεση ότι η επιβολή του προστίμου αυτού θα οδηγήσει στην αποχώρησή της από τις οικείες αγορές, υπόθεση η οποία αποδεικνύεται εσφαλμένη για τους λόγους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο εξετάσεως του δεύτερου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 215 έως 228 ανωτέρω).

241    Αφετέρου, ακόμα και αν γίνει δεκτή η υπόθεση της αποχώρησης της προσφεύγουσας από τις οικείες αγορές, κανένα από τα προβαλλόμενα επιχειρήματα δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι, στην περίπτωση αυτή, θα εξαλειφόταν ή θα μειωνόταν σημαντικά ο ανταγωνισμός στις αγορές αυτές.

242    Συναφώς, επισημαίνεται ότι από την αιτιολογική σκέψη 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία ουδόλως αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα, προκύπτει ότι το ανθρακασβέστιο συνιστά εκρηκτικό προϊόν και, για τον λόγο αυτό, είναι σχετικά δυσχερές στη μεταφορά. Κατά συνέπεια, η δημιουργία δεσπόζουσας θέσης ή μονοπωλίου στην αγορά αυτή παρουσιάζει μια πρόσθετη δυσκολία, στο μέτρο κατά το οποίο ο παραγωγός θα πρέπει να διαθέτει πολλές εγκαταστάσεις παραγωγής, διεσπαρμένες στη σχετική εδαφική περιοχή, προκειμένου να αποκτήσει δεσπόζουσα θέση στην αγορά.

243    Επιπλέον, προς στήριξη της απόψεώς της ότι η αποχώρησή της από τις οικείες αγορές θα συνεπαγόταν για τις τελευταίες περιορισμό, αν όχι εξάλειψη, του ανταγωνισμού, η προσφεύγουσα προβάλλει το ενδεχόμενο να αναλάβει τους πελάτες της η Akzo Nobel. Εντούτοις, η προσφεύγουσα ουδόλως εξηγεί γιατί θεωρεί πιθανότερο το ενδεχόμενο να αναλάβει τους πελάτες της η Akzo Nobel και όχι κάποιος άλλος επιχειρηματίας δραστηριοποιούμενος στις ίδιες αγορές.

244    Εξάλλου, από τον πίνακα που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Akzo Nobel κατείχε μεταξύ 20 και 25 % του μεριδίου της αγοράς του ανθρακασβεστίου σε σκόνη και μεταξύ 5 και 10 % του μεριδίου της αγοράς του ανθρακασβεστίου σε κόκκους. Κατά συνέπεια, στην υποθετική περίπτωση που αναλάμβανε τους πελάτες της προσφεύγουσας, η Akzo Nobel σε καμία περίπτωση δεν θα αποκτούσε μονοπώλιο στις δύο αυτές αγορές. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την υποσημείωση 80, στην οποία παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Akzo Nobel δεν συνιστούσε τον κύριο προμηθευτή «στην αγορά της Ηπειρωτικής Ευρώπης», στην οποία συμμετείχε η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, μεγάλο τμήμα του μεριδίου αγοράς της Akzo Noblel οφείλεται στο γεγονός ότι, κατά την ίδια υποσημείωση, η εταιρία αυτή αποτελούσε τον μόνο παραγωγό που ήταν εγκατεστημένος «στη Σκανδιναβία». Τα στοιχεία αυτά, που δεν αμφισβητούνται από την προσφεύγουσα, δεν στηρίζουν ούτε την υπόθεση ότι η Akzo Nobel θα αναλάμβανε τους πελάτες της προσφεύγουσας σε περίπτωση εξόδου της τελευταίας από τις εν λόγω αγορές, αλλά ούτε και το ενδεχόμενο απόκτησης δεσπόζουσας θέσης στις αγορές αυτές από την Akzo Nobel σε περίπτωση που η εταιρία αυτή επιτύγχανε να αναλάβει την πελατεία της προσφεύγουσας.

245    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, συνάγεται ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος οπότε πρέπει να απορριφθεί. Κατά τα λοιπά, το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας που διαθέτει όσον αφορά το ποσό του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου, κρίνει, εν πάση περιπτώσει, ότι το ποσό αυτό είναι ενδεδειγμένο, λαμβανομένων υπόψη τόσο των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως που αφορούν τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως την οποία διαπίστωσε η Επιτροπή όσο και των οικονομικών πόρων της προσφεύγουσας. Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

246    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επιπλέον, κατά την παράγραφο 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου άρθρου, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

247    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής. Η Σλοβακική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Novácke chemické závody a.s. φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Η Σλοβακική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Δεκεμβρίου 2012.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση των γενικών αρχών
της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης κατά τον καθορισμό του ποσού
του προστίμου

Οι κατευθυντήριες γραμμές

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Επί των αιτιάσεων που προβάλλει η προσφεύγουσα

– Προκαταρκτικές εκτιμήσεις

– Επί της πρώτης αιτιάσεως, σχετικά με τον αποτρεπτικό χαρακτήρα
του προστίμου

– Επί της δεύτερης αιτιάσεως, σχετικά με τις επιβαρυντικές περιστάσεις

– Επί της τρίτης αιτιάσεως, σχετικά με τις ελαφρυντικές περιστάσεις

– Επί της τέταρτης αιτιάσεως, σχετικά με τη μείωση του ποσού
του προστίμου που χορηγήθηκε στην Almamet

– Επί της πέμπτης αιτιάσεως, σχετικά με το ότι το πρόστιμο υπολογίστηκε κατ’ αναλογία των συνολικών κύκλων εργασιών που πραγματοποίησαν
οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως

– Επί της έκτης αιτιάσεως, που προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και αφορά την αξία των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου, από πλάνη περί τα πράγματα καθώς και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον η Επιτροπή αρνήθηκε να συνεκτιμήσει την αδυναμία πληρωμής
της προσφεύγουσας

Οι κατευθυντήριες γραμμές

Προσβαλλόμενη απόφαση

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.