Language of document : ECLI:EU:C:2012:176

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 28ης Μαρτίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑171/11

Fra.bo SpA

κατά

Deutsche Vereinigung des Gas- und Wasserfaches eV (DVGW) —
Technisch-Wissenschaftlicher Verein

[αίτηση του Oberlandesgericht Düsseldorf (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Άρθρο 34 ΣΛΕΕ — Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Τριτενέργεια της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων — Κατάρτιση τεχνικών προτύπων από σωματείο ιδιωτικού δικαίου — Πιστοποίηση προϊόντων από το σωματείο αυτό — Νομικό τεκμήριο ότι τα πιστοποιημένα προϊόντα πληρούν τις απαιτήσεις για τη χρησιμοποίησή τους — Σημαντικά περιορισμένη εμπορευσιμότητα μη πιστοποιημένων προϊόντων»






I –    Εισαγωγή

1.        Στην υπό κρίση υπόθεση το Oberlandesgericht Düsseldorf ζητεί να διευκρινιστεί καταρχάς εάν ένα σωματείο ιδιωτικού δικαίου, το οποίο, μεταξύ άλλων, εκπονεί τεχνικά πρότυπα για προϊόντα στον τομέα της παροχής πόσιμου νερού και πιστοποιεί, το ίδιο ή μέσω τρίτων, προϊόντα με βάση τα πρότυπα αυτά, οφείλει να τηρεί κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του τους κανόνες της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, όταν τα φέροντα την ανωτέρω πιστοποίηση προϊόντα τεκμαίρεται κατά νόμο ότι πληρούν τις απαιτήσεις για τη χρησιμοποίησή τους στον τομέα της παροχής πόσιμου νερού. Θέτοντας το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο θίγει το αμφισβητούμενο θέμα της τριτενέργειας των θεμελιωδών ελευθεριών εν γένει και ειδικότερα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Σε περίπτωση που κριθεί ότι σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων δεν αναπτύσσει τριτενέργεια, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επικουρικά να διευκρινισθεί αν η δραστηριότητα του εν λόγω τεχνικού–επιστημονικού σωματείου ενδέχεται να εμπίπτει στην απαγόρευση των συμπράξεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

2.        Στη συνέχεια θα εξετάσω καταρχάς το ερώτημα αν οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση δραστηριότητες τυποποιήσεως και πιστοποιήσεως ενός σωματείου ιδιωτικού δικαίου ενδέχεται να εμπίπτουν στους κανόνες της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Δεδομένου ότι κατά την άποψή μου το εν λόγω ερώτημα, που αφορά στην τριτενέργεια της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης, επιδέχεται καταφατικής απαντήσεως, δεν θα ασχοληθώ με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που τίθεται επικουρικώς.

II – Εθνική νομοθεσία

3.        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της γερμανικής κανονιστικής αποφάσεως σχετικά με τους γενικούς όρους παροχής ύδατος (Verordnung über Allgemeine Bedingungen für die Versorgung mit Wasser, στο εξής: AVBWasserV) (2) ορίζει τα ακόλουθα:

«Στον βαθμό που επιχειρήσεις υδρεύσεως χρησιμοποιούν για τη σύνδεση στο δημόσιο δίκτυο υδρεύσεως και την παροχή νερού συμβάσεις προσχωρήσεως ή συμβατικούς όρους οι οποίοι έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για σημαντικό αριθμό συμβάσεων (γενικούς όρους παροχής) εφαρμόζονται τα άρθρα 2 έως 34. Εφόσον στην παράγραφο 3 και το άρθρο 35 δεν προβλέπεται διαφορετικά, τα εν λόγω άρθρα αποτελούν συστατικά μέρη της συμβάσεως παροχής.»

4.        Υπό τον τίτλο «Εγκατάσταση πελάτη» το άρθρο 12 της AVBWasserV, όπως ίσχυε έως τις 27 Ιανουαρίου 2010, όριζε τα εξής:

«(1)      Υπεύθυνος για την ορθή κατασκευή, επέκταση, τροποποίηση και συντήρηση της εγκαταστάσεως του κτιρίου μέχρι του σημείου συνδέσεως, εξαιρουμένων των συσκευών μετρήσεως της επιχειρήσεως υδρεύσεως, είναι ο πελάτης. Σε περίπτωση που αυτός έχει εκμισθώσει ή παραχωρήσει προς χρήση την εγκατάσταση ή μέρη αυτής σε τρίτο, ευθύνεται από κοινού με τον τελευταίο.

(2)      Η κατασκευή, επέκταση, μετατροπή και συντήρηση της εγκαταστάσεως γίνεται με τήρηση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και άλλων νομοθετικών ή διοικητικών διατάξεων και σύμφωνα με τους αναγνωρισμένους κανόνες της τεχνικής.

[…]

(4)      Επιτρέπεται μόνο η χρήση υλικών και συσκευών που πληρούν τους αναγνωρισμένους κανόνες της τεχνικής. Η πλήρωση της προϋποθέσεως αυτής πιστοποιείται με το σήμα αναγνωρισμένου φορέα πιστοποιήσεως (όπως DIN-DVGW, DVGW ή GS).

[…]»

5.        Η διάταξη του άρθρου 12, παράγραφος 4, AVBWasserV τροποποιήθηκε με κανονισμό της 13ης Ιανουαρίου 2010 και έχει πλέον ως εξής:

«Επιτρέπεται μόνο η χρήση υλικών και συσκευών τα οποία πληρούν τους αναγνωρισμένους κανόνες της τεχνικής. Η πλήρωση των προϋποθέσεων του πρώτου εδαφίου τεκμαίρεται όταν υπάρχει σήμανση CE για τη ρητή χρήση στον τομέα του πόσιμου νερού. Στις περιπτώσεις που δεν προβλέπεται σήμανση CE, η πλήρωση των προϋποθέσεων του πρώτου εδαφίου τεκμαίρεται και όταν το προϊόν ή η συσκευή φέρουν σήμανση διαπιστευμένου οργανισμού πιστοποιήσεως του κλάδου και ιδίως σήμανση DIN-DVGW ή DVGW. Τα προϊόντα και οι συσκευές που

1.       έχουν παραχθεί νόμιμα σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή

2.       έχουν νόμιμα παραχθεί ή τεθεί σε κυκλοφορία σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στην Τουρκία

και δεν πληρούν τις τεχνικές προδιαγραφές σημάνσεως του τρίτου εδαφίου, αντιμετωπίζονται, και ως προς τους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις που διενεργήθηκαν στα ανωτέρω κράτη, ως ισότιμα εφόσον μέσω αυτών επιτυγχάνεται κατά τρόπο διαρκή εξίσου υψηλό επίπεδο προστασίας με αυτό που απαιτείται στη Γερμανία.»

III – Κύρια δίκη και προδικαστικά ερωτήματα

6.        Η ενάγουσα είναι εταιρία με έδρα την Ιταλία, όπου παράγει, μεταξύ άλλων, συνδέσμους σωληνώσεων από χαλκό. Πρόκειται για τα εξαρτήματα που συνδέουν δύο τμήματα σωλήνων και φέρουν στις άκρες τους στεγανοποιητικούς δακτυλίους από ελαστομερές υλικό οι οποίες διασφαλίζουν τη στεγανότητα.

7.        Εναγόμενο στην κύρια δίκη είναι το καταχωρισμένο στη Γερμανία σωματείο με την επωνυμία «Deutsche Vereinigung des Gas- und Wasserfaches e.V.» (στο εξής: DVGW), καταστατικός σκοπός του οποίου είναι η προάσπιση των συμφερόντων του κλάδου του φυσικού αερίου και της ύδρευσης. Το DVGW καταρτίζει, στο πλαίσιο τυποποιημένης διαδικασίας, τεχνικά πρότυπα για προϊόντα στον τομέα του φυσικού αερίου και της ύδρευσης. Για τη χρησιμοποίηση του συνδέσμου που κατασκευάζει η ενάγουσα της κύριας δίκης ισχύει ως τεχνικό πρότυπο το καταρτισθέν από το DVGW φύλλο εργασίας W534.

8.        Η ενάγουσα της κύριας δίκης υπέβαλε στα τέλη του 1999 αίτηση για την πιστοποίηση από το DVGW του κατασκευαζόμενου από αυτήν χάλκινου συνδέσμου για τον τομέα της ύδρευσης. Το DVGW ανέθεσε την εκτέλεση των σχετικών δοκιμών βάσει του φύλλου ελέγχου DVGW W534 στον διαπιστευμένο από αυτό φορέα Materialprüfungsanstalt Darmstadt (στο εξής: MPA Darmstadt). Με τη σειρά του ο MPA Darmstadt ανέθεσε υπεργολαβικώς τις δοκιμές στο ιταλικό Cerisie Laboratorio, το οποίο δεν είναι διαπιστευμένο από το DVGW, αλλά από τις αντίστοιχες ιταλικές αρχές. Στη συνέχεια, τον Νοέμβριο του 2000, το εναγόμενο σωματείο χορήγησε στην ενάγουσα πιστοποιητικό πενταετούς ισχύος για τον τομέα της ύδρευσης.

9.        Κατόπιν προβολής αντιρρήσεων από τρίτους, το εναγόμενο σωματείο κίνησε διαδικασία επανελέγχου αναθέτοντας τη διεξαγωγή των ελέγχων και πάλι στον MPA Darmstadt. Μεταξύ των ελέγχων αυτών ήταν και το λεγόμενο τεστ όζοντος. Τον Ιούνιο του 2005, το DVGW ανακοίνωσε στην ενάγουσα της κύριας δίκης ότι ο σύνδεσμός της απέτυχε στο τεστ όζοντος, όμως αυτή είχε το δικαίωμα να καταθέσει θετική έκθεση δοκιμών εντός τριών μηνών. Η ενάγουσα κατέθεσε έκθεση δοκιμών του Cerisie Laboratorio, την οποία όμως το εναγόμενο σωματείο δεν έκανε δεκτή με το επιχείρημα ότι το Cerisie Laboratorio δεν ήταν αναγνωρισμένο από το DVGW εργαστήριο.

10.      Εν τω μεταξύ, στο πλαίσιο τυποποιημένης διαδικασίας στην οποία δεν συμμετείχε η ενάγουσα, το εναγόμενο σωματείο είχε προβεί σε τροποποίηση του φύλλου εργασίας DVGW W534. Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι τα προς πιστοποίηση προϊόντα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, καθιέρωσε τη διενέργεια της λεγόμενης «δοκιμής των 3 000 ωρών», στο πλαίσιο της οποίας το υλικό εμβαπτίζεται επί 3 000 ώρες σε βραστό νερό με θερμοκρασία 110°C. Σύμφωνα με τους κανονισμούς του εναγομένου σωματείου, οι κάτοχοι πιστοποιητικών υποχρεούνται εντός τριών μηνών από τη θέση σε ισχύ της τροποποιήσεως του φύλλου εργασίας να υποβάλουν αίτηση για χορήγηση πρόσθετης πιστοποιήσεως προς απόδειξη της συμμορφώσεως προς την τροποποιηθείσα απαίτηση. Η ενάγουσα της κύριας δίκης δεν υπέβαλε την αίτηση αυτή. Στην κύρια δίκη δεν αμφισβητείται ότι ο σύνδεσμος της ενάγουσας δεν πληροί τις απαιτήσεις της δοκιμής των 3 000 ωρών.

11.      Τον Ιούνιο του 2005, το DVGW αφαίρεσε το πιστοποιητικό από την εναγόμενη της κύριας δίκης με την αιτιολογία ότι αυτή δεν υπέβαλε θετική έκθεση δοκιμών όσον αφορά τη δοκιμή των 3 000 ωρών. Η σχετική αίτηση της εναγόμενης στην κύρια δίκη για παράταση της ισχύος του πιστοποιητικού απορρίφθηκε από το DVGW με το αιτιολογικό ότι δεν υφίστατο πλέον πιστοποιητικό του οποίου η διάρκεια μπορούσε να παραταθεί.

12.      Μετά την έκδοση απορριπτικής αποφάσεως από το Landgericht Köln επί της αγωγής της με την οποία διαμαρτυρόταν για την αφαίρεση και την άρνηση της παρατάσεως της ισχύος του πιστοποιητικού για τους χάλκινους συνδέσμους της, η ενάγουσα της κύριας δίκης άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

13.      Το αιτούν δικαστήριο, έχοντας αμφιβολίες ως προς το εάν το DVGW υπόκειται κατά τη διενεργούμενη από αυτό τυποποίηση και πιστοποίηση στο δίκαιο της Ένωσης και, εάν ναι, σε ποιες διατάξεις αυτού, υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1.      Έχει το άρθρο 28 ΕΚ (νυν άρθρο 34 ΣΛΕΕ), ενδεχομένως σε συνδυασμό με το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ (νυν άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ), την έννοια ότι οι οργανισμοί ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι συστάθηκαν με σκοπό την κατάρτιση τεχνικών προτύπων σε ορισμένο τομέα και την πιστοποίηση προϊόντων βάσει των εν λόγω τεχνικών προτύπων, δεσμεύονται κατά την κατάρτιση τεχνικών προτύπων και κατά τη διαδικασία πιστοποιήσεως από τις εν λόγω διατάξεις όταν ο εθνικός νομοθέτης αναγνωρίζει ρητώς ως σύννομα τα προϊόντα που φέρουν πιστοποίηση και για τον λόγο αυτόν η εμπορία προϊόντων που δεν φέρουν το εν λόγω πιστοποιητικό καθίσταται τουλάχιστο εξαιρετικά δυσχερής;

2.      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Έχει το άρθρο 81 ΕΚ (νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ) την έννοια ότι η δραστηριότητα των περιγραφέντων στο πρώτο ερώτημα οργανισμών ιδιωτικού δικαίου στον τομέα της καταρτίσεως τεχνικών προτύπων και της πιστοποιήσεως προϊόντων βάσει των εν λόγω προτύπων θα πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «οικονομική» όταν οι οργανισμοί ελέγχονται από επιχειρήσεις;

Σε περίπτωση θετικής απαντήσεως στο προηγούμενο υποερώτημα:

Έχει το άρθρο 81 ΕΚ την έννοια ότι η εκ μέρους ενώσεως επιχειρήσεων κατάρτιση τεχνικών προτύπων και η πιστοποίηση βάσει των προτύπων αυτών αποτελούν συνθήκη ικανή να περιορίσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, όταν στο κράτος μέλος εισαγωγής η εμπορία ενός προϊόντος, το οποίο παράγεται και πωλείται σύννομα σε άλλο κράτος μέλος, καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής ή αδύνατη διότι δεν πληροί τις απαιτήσεις του τεχνικού προτύπου, χωρίς δε το σχετικό πιστοποιητικό είναι σχεδόν αδύνατο να πωληθεί, καθόσον το τεχνικό πρότυπο έχει επιβληθεί σε εξαιρετικό βαθμό στην αγορά και υφίσταται διάταξη του εθνικού νομοθέτη κατά την οποία η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του νόμου αποδεικνύεται από πιστοποιητικό της ενώσεως επιχειρήσεων, η δε εφαρμογή του τεχνικού προτύπου, αν αυτό είχε εκδοθεί από τον ίδιο τον εθνικό νομοθέτη, θα απαγορευόταν λόγω παραβιάσεως των αρχών της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών;

IV – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

14.      Η από 30 Μαρτίου 2011 απόφαση περί παραπομπής περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Απριλίου 2011. Στο πλαίσιο της γραπτής διαδικασίας υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους η ενάγουσα της κύριας δίκης, το DVGW, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Τσεχική Δημοκρατία, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην προφορική συζήτηση που έλαβε χώρα στις 15 Φεβρουαρίου 2012 συμμετέσχον εκπρόσωποι της ενάγουσας της κύριας δίκης, του DVGW, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ και της Επιτροπής.

V –    Τα επιχειρήματα των μετεχόντων στην διαδικασία

15.      Όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Τσεχική Δημοκρατία, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επί της ουσίας συντάσσονται με την άποψη ότι σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση το DVGW δεσμεύεται από την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει εντούτοις ότι το DVGW θα μπορούσε να επικαλεστεί ως λόγο που δικαιολογεί τυχόν περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας την προστασία της υγείας κατά την έννοια του άρθρου 36 ΣΛΕΕ, στην περίπτωση δε αυτή θα πρέπει να του αναγνωρισθεί ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως. Την προστασία της δημόσιας υγείας ως πιθανό λόγο που δικαιολογεί περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων προβάλλει συναφώς και το DVGW.

16.      Προτάσεις για την απάντηση του δεύτερου ερωτήματος διατύπωσαν μόνο η ενάγουσα της κύριας δίκης, το DVGW και η Επιτροπή. Η ενάγουσα της κύριας δίκης και η Επιτροπή καταλήγουν εν προκειμένω στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στο ερώτημα πληρούν τα κριτήρια της απαγορευμένης συμπράξεως κατά το άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Το DVGW προτείνει να δοθεί αρνητική απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

VI – Νομική εκτίμηση

 Α       Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

17.      Με το πρώτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινισθεί αν και υπό ποιες προϋποθέσεις ένας οργανισμός του ιδιωτικού δικαίου ο οποίος καταρτίζει τεχνικά πρότυπα στον τομέα της παροχής πόσιμου νερού και βάσει των προτύπων αυτών πιστοποιεί προϊόντα, είτε ο ίδιος είτε μέσω τρίτων, δεσμεύεται κατά την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων από τις επιταγές του πρωτογενούς δικαίου περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων όταν τεχνικά πρότυπα που καταρτίζει δεν καλύπτουν μόνον αμιγώς τεχνικές γνώσεις αλλά η συμμόρφωση προς αυτά δημιουργεί τεκμήριο για την συμμόρφωση των ελεγχθέντων και πιστοποιηθέντων προϊόντων προς την κείμενη νομοθεσία ούτως ώστε τα προϊόντα που δεν διαθέτουν τέτοιου είδους πιστοποιητικό να είναι σχεδόν αδύνατο να διατεθούν στην αγορά.

18.      Για την καλύτερη κατανόηση του ανωτέρω ερωτήματος θα αναφερθώ καταρχάς στα σημεία της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που συνδέονται με το τεχνικό μέρος της τυποποιήσεως, ενώ στη συνέχεια θα αναλύσω τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την «τριτενέργεια» των θεμελιωδών δικαιωμάτων προκειμένου, βάσει των συλλογισμών αυτών, να απαντήσω, τέλος, στο ερώτημα αν σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση το DVGW δεσμεύεται από τις επιταγές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

1.      Επί του τεχνικού μέρους της τυποποιήσεως

 α)     Οι προβλέψεις του δικαίου της ΄Ενωσης σχετικά με τα εναρμονισμένα και μη εναρμονισμένα τεχνικά πρότυπα για δομικά υλικά

19.      Η θέσπιση τεχνικών προδιαγραφών για υλικά με ισχύ σε ολόκληρη την Ένωση, η συνεπής εποπτεία της τηρήσεώς τους καθώς και η σήμανση προϊόντων που πληρούν τα πρότυπα αυτά συμβάλλουν σε σημαντικό βαθμό στην επίτευξη υψηλού βαθμού ασφάλειας των προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αντικατάσταση αποκλινόντων εθνικών τεχνικών προτύπων από τεχνικές προδιαγραφές που ισχύουν σε ολόκληρη την Ένωση συμβάλλει επίσης στην προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της ΄Ενωσης. Υπό αυτά τα δεδομένα, η ενοποίηση των τεχνικών προτύπων για τα προϊόντα αποτελεί βασική μέριμνα του νομοθέτη της ΄Ενωσης. Για τον σκοπό αυτόν εφαρμόσθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά μια νέα προσέγγιση (New Approach) στον τομέα της τεχνικής εναρμονίσεως και της τυποποιήσεως, στο πλαίσιο της οποίας ο νομοθέτης της ΄Ενωσης καταρτίζει τις λεγόμενες οδηγίες νέας προσεγγίσεως με τις οποίες καθορίζει τις βασικές απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν τα υποκείμενα σε αυτές προϊόντα. Η εξειδίκευση των εν λόγω γενικών απαιτήσεων γίνεται από ιδιωτικούς οργανισμούς τυποποιήσεως στους οποίους η Επιτροπή αναθέτει την εκπόνηση τεχνικών προδιαγραφών που στη συνέχεια μπορεί να δημοσιεύονται ως εναρμονισμένα πρότυπα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Η τήρηση και εφαρμογή των εναρμονισμένων προτύπων από τους κατασκευαστές επαφίεται στην ελεύθερη βούλησή τους. Υπάρχει μαχητό τεκμήριο ότι προϊόντα τα οποία συμπίπτουν με τα εναρμονισμένα πρότυπα πληρούν και τις βασικές απαιτήσεις της αντίστοιχης οδηγίας (3).

20.      Στον τομέα των δομικών κατασκευών η εναρμόνιση των τεχνικών προδιαγραφών και προτύπων διέπεται από την οδηγία 89/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τα προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών (4). Η οδηγία αυτή παρεκκλίνει από τη «νέα προσέγγιση» στον βαθμό που δεν διαλαμβάνει συγκεκριμένες απαιτήσεις εν σχέσει προς τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται στον τομέα των δομικών έργων, αλλά ορίζει στο παράρτημα Ι τις βασικές απαιτήσεις οι οποίες εφαρμόζονται επί των δομικών έργων (5). Αυτές οι βασικές απαιτήσεις επηρεάζουν τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται στον τομέα των δομικών έργων υπό την έννοια ότι αυτά πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα στα δομικά έργα, στα οποία ενσωματώνονται, να πληρούν τις βασικές απαιτήσεις που θέτει το παράρτημα Ι της οδηγίας 89/106.

21.      Οι βασικές απαιτήσεις για τα προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών προκύπτουν από τις τεχνικές προδιαγραφές κατά τον ορισμό του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/106 και, με βάση τον ορισμό αυτόν, από τα εναρμονισμένα ευρωπαϊκά πρότυπα (6). Αυτό σημαίνει ότι οι διατάξεις της οδηγίας 89/106, των οποίων η εφαρμογή προϋποθέτει την ύπαρξη τεχνικών προδιαγραφών, δύνανται να εφαρμοσθούν ως προς μεμονωμένα προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών, κατά κανόνα μόνον εφόσον και στον βαθμό που υφίσταται εναρμονισμένο ευρωπαϊκό πρότυπο για τα προϊόντα αυτά (7). Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, για την καθιερωμένη διά του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/106 απαγόρευση παρεμποδίσεως (8).

22.      Η έλλειψη εναρμονισμένων ή αναγνωρισμένων σε επίπεδο ΄Ενωσης τεχνικών προδιαγραφών για μεμονωμένα προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι τα κράτη μέλη έχουν απεριόριστη διακριτική ευχέρεια στο πλαίσιο της θεσπίσεως εθνικών τεχνικών προτύπων για τη διάθεση των προϊόντων αυτών. Αντιθέτως, ένα κράτος μέλος μπορεί να υπαγάγει τη διάθεση στην εγχώρια αγορά ενός προϊόντος του τομέα των δομικών κατασκευών που δεν καλύπτεται από τεχνικές προδιαγραφές εναρμονισμένες ή αναγνωριζόμενες σε επίπεδο ΄Ενωσης μόνο σε ρυθμίσεις εθνικών διατάξεων που συνάδουν προς τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από τη Συνθήκη και ιδίως προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων που κατοχυρώνουν τα άρθρα 34 ΣΛΕΕ και 36 ΣΛΕΕ  (9).

 β)     Τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης εναρμονισμένα και εθνικά τεχνικά πρότυπα προϊόντων του τομέα των δομικών κατασκευών

23.      Κατά την κύρια δίκη, η ενάγουσα σε αυτήν ισχυρίστηκε ότι ο σύνδεσμος που κατασκευάζει υπάγεται στο εναρμονισμένο ευρωπαϊκό πρότυπο EN 681‑1 για τα ελαστομερή στεγανωτικά, το οποίο αφορά σε βασικές απαιτήσεις της οδηγίας 89/106. Με βάση όμως τα πραγματικά περιστατικά το αιτούν δικαστήριο έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω σύνδεσμοι δεν υπάγονται σε κανένα εναρμονισμένο ευρωπαϊκό πρότυπο.

24.      Στην κύρια δίκη δεν αμφισβητείται ότι η χρησιμοποίηση των εν λόγω συνδέσμων στον τομέα της παροχής πόσιμου νερού υπάγεται σε εθνικό επίπεδο σε τεχνικό πρότυπο καταρτισμένο από το DVGW και συγκεκριμένα στο φύλλο εργασίας DVGW W534.

25.      Ως προς τη νομική τους φύση, τα φύλλα εργασίας του DVGW εμφανίζουν υβριδική δομή. Αφενός, τα πρότυπα αυτά εκφράζουν τεχνικούς κανόνες οι οποίοι έχουν εκπονηθεί από φορέα του ιδιωτικού δικαίου. Από την άποψη αυτή, τα φύλλα εργασίας του DVGW έχουν τον χαρακτήρα της διατυπώσεως της σωρευμένης τεχνικής γνώσεως του DVGW στον τομέα του αερίου και της ύδρευσης. Αφετέρου, τα πρότυπα του DVGW στον τομέα της παροχής πόσιμου νερού συνδέονται με ένα σημαντικό έννομο αποτέλεσμα. Το άρθρο 12, παράγραφος 4, AVBWasserV ορίζει ότι ένα προϊόν που χρησιμοποιείται για την κατασκευή, επέκταση, τροποποίηση και συντήρηση των εγκαταστάσεων των πελατών που συνδέονται με το δημόσιο δίκτυο νερού τεκμαίρεται ότι συμμορφώνεται με τους αναγνωρισμένους κανόνες της τεχνικής αν φέρει πιστοποίηση DVGW. Πέραν αυτού, το άρθρο 12, παράγραφος 4, AVBWasserV υποχρεώνει εμμέσως (10) τον πελάτη έναντι της επιχειρήσεως υδρεύσεως να χρησιμοποιεί για το τμήμα της εγκαταστάσεως του κτιρίου μέχρι του σημείου συνδέσεως μόνο προϊόντα και συσκευές που πληρούν τους γενικώς αναγνωρισμένους κανόνες της τεχνικής. Με τα δεδομένα αυτά, η ρύθμιση του άρθρου 12, παράγραφος 4, AVBWasserV έχει κατά το αιτούν δικαστήριο ως συνέπεια να είναι σχεδόν αδύνατη η πώληση στη Γερμανία σωλήνων και εξαρτημάτων παροχής πόσιμου νερού, όταν αυτά δεν φέρουν πιστοποίηση DVGW.

26.      Το εναγόμενο σωματείο προβαίνει σε πιστοποιήσεις βάσει των τεχνικών προτύπων που έχει καταρτίσει το ίδιο. Έως τα μέσα του 2007, οι πιστοποιήσεις αυτές διενεργούνταν από το ίδιο το σωματείο, ενώ στη συνέχεια τις ανέλαβε μία κατά 100 % θυγατρική του εταιρία. Τα πιστοποιητικά έχουν διάρκεια ορισμένων ετών, η δε πρόωρη αφαίρεσή τους είναι δυνατή σε περίπτωση που δεν πληρούνται πλέον οι απαιτούμενες προδιαγραφές. Μέσα στο εν λόγω χρονικό διάστημα δεν αποκλείεται επίσης η κίνηση διαδικασίας επανελέγχου η οποία μπορεί να καταλήξει σε αφαίρεση του πιστοποιητικού. Βάσει των κανόνων του DVGW, οι απαραίτητοι έλεγχοι διεξάγονται μόνο σε αναγνωρισμένα από αυτό εργαστήρια.

2.      Η νομολογία σχετικά με την τριτενέργεια των θεμελιωδών ελευθεριών

27.      Ενόψει του ήδη αναλυθέντος υβριδικού νομικού χαρακτήρα του φύλλου εργασίας DVGW W534, το αιτούν δικαστήριο ζητεί με το πρώτο ερώτημά του να διευκρινισθεί εάν κατά την κατάρτιση του φύλλου εργασίας DVGW W534 και τη βάσει του πρωτοτύπου αυτού πιστοποίηση προϊόντων στον τομέα της παροχής πόσιμου νερού το DVGW υπόκειται, παρά τη νομική του μορφή ως ένωση του ιδιωτικού δικαίου, στις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων επιταγές του πρωτογενούς δικαίου. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο θέτει το ζήτημα της τριτενέργειας σε μία υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης.

28.      Προς απάντηση στο ερώτημα αυτό φρονώ ότι είναι σκόπιμο να υπενθυμίσω καταρχάς τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την τριτενέργεια των θεμελιωδών δικαιωμάτων και την εφαρμογή της.

 α)     Επί της τριτενέργειας των θεμελιωδών δικαιωμάτων

29.      Δεδομένου ότι κράτη μέλη είναι οι βασικοί αποδέκτες των θεμελιωδών ελευθεριών, μόνο μέτρα που τα ίδια λαμβάνουν μπορούν, καταρχήν, να κρίνονται με γνώμονα τις θεμελιώδεις ελευθερίες (11). Εντούτοις, το Δικαστήριο τείνει κατά πάγια νομολογία να ερμηνεύει διασταλτικά την έννοια του μέτρου κράτους μέλους· στο πλαίσιο δε αυτό, για τον χαρακτηρισμό της πράξεως ενός ατόμου ή οργανισμού ως μέτρου κράτους μέλους υπαγόμενου στις θεμελιώδεις ελευθερίες, δεν θέτει ως αναγκαία προϋπόθεση το συγκεκριμένο άτομο ή ο συγκεκριμένος οργανισμός να εντάσσεται τυπικά στην κρατική εξουσία ούτε να έχει τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Ενδεικτικώς, το Δικαστήριο ελέγχει ως προς τη συμβατότητά τους με τις θεμελιώδεις ελευθερίες ακόμη και τα μέτρα που θεσπίζονται από επαγγελματικές οργανώσεις, όταν στις οργανώσεις αυτές έχουν παραχωρηθεί, βάσει του εθνικού δικαίου, οιονεί κυριαρχικές εξουσίες (12). Ως δημόσια μέτρα που καταλογίζονται στα κράτη μέλη μπορεί επίσης να θεωρηθούν τα μέτρα που λαμβάνονται από νομικά πρόσωπα οργανωμένα κατά το ιδιωτικό δίκαιο, τα οποία όμως υπόκεινται στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του κράτους (13).

30.      Πέραν αυτού, από τη νομολογία διαφαίνεται μια τάση του Δικαστηρίου να επεκτείνει, σε συνέχεια της ανωτέρω διασταλτικής ερμηνείας της έννοιας του μέτρου κράτους μέλους και, κατά συνέπεια, και του συναρτώμενου με αυτήν ορισμού της επεμβάσεως στις θεμελιώδεις ελευθερίες, το πεδίο ισχύος των θεμελιωδών ελευθεριών προκειμένου υπό ορισμένες συνθήκες να καλύψει εμμέσως και ενέργειες προσώπων του ιδιωτικού δικαίου, ακόμη και αν αυτά δεν ασκούν οιονεί κυριαρχικές εξουσίες.

31.      Η τάση αυτή εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία τα κράτη μέλη οφείλουν με βάση το δίκαιο της ΄Ενωσης να προστατεύουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών από αθέμιτα εμπόδια οφειλόμενα σε ενέργειες ιδιωτών. Μεταξύ των πλέον γνωστών αποφάσεων της σειράς αυτής συγκαταλέγονται η απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1997 στην υπόθεση C‑265/95, Επιτροπή κατά Γαλλίας (14), και η απόφαση της 12ης Ιουνίου 2003 στην υπόθεση C‑112/00, Schmidberger (15). Από τις εν λόγω αποφάσεις συνεπάγεται κατ’ ουσίαν ότι οι ενέργειες ιδιωτών μπορεί υπό ορισμένες συνθήκες να εκτιμώνται υπό το πρίσμα μιας υποχρεώσεως των κρατών μελών προς προστασία των εγγυημένων θεμελιωδών ελευθεριών ήτοι, εμμέσως, των ίδιων των θεμελιωδών ελευθεριών (16).

32.      Εκτός της εν λόγω έμμεσης επεκτάσεως του πεδίου ισχύος των θεμελιωδών ελευθεριών στις ενέργειες ιδιωτών, το Δικαστήριο έχει κάνει δεκτή και την άμεση εφαρμογή των θεμελιωδών ελευθεριών επί ορισμένων μορφών συλλογικών ρυθμίσεων που θεσπίζονται από ιδιώτες. Ήδη το Δικαστήριο αποφαίνεται στο πλαίσιο αυτό παγίως ότι τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ, 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ δεν ισχύουν μόνον για πράξεις των δημοσίων αρχών αλλά καλύπτουν και άλλα είδη κανόνων, οι οποίοι θεσπίζονται για να ρυθμίσουν συλλογικά την εξαρτημένη εργασία, τη μη εξαρτημένη εργασία και την παροχή υπηρεσιών (17).

33.      Η νομολογία αυτή συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι οι κανόνες που συμφωνούνται από τους εταίρους στο πλαίσιο συλλογικής συμβάσεως εργασίας υπόκεινται σε έλεγχο ως προς τη συμβατότητά τους με τις αναφερθείσες θεμελιώδεις ελευθερίες (18). Πέραν αυτού, στην απόφαση-σταθμό που εξέδωσε στην υπόθεση Viking Line, το Δικαστήριο έκρινε ότι και συλλογική δράση αναληφθείσα από συνδικαλιστική οργάνωση ή ένωση συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες δεν συνιστούν οργανισμούς δημοσίου δικαίου, κατά επιχειρήσεως προκειμένου η τελευταία αυτή να αναγκαστεί να συνάψει συλλογική σύμβαση της οποίας το περιεχόμενο μπορεί να την αποτρέψει από το να κάνει χρήση της ελευθερίας εγκαταστάσεως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των περί ελευθερίας εγκαταστάσεως διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου (19).

34.      Η τοιουτοτρόπως άμεση εφαρμογή των θεμελιωδών ελευθεριών επί ορισμένων μορφών συλλογικών ρυθμίσεων οι οποίες δεν έχουν δημόσιο χαρακτήρα συνεπάγεται κατ’ ουσίαν ότι οι οργανισμοί οι οποίοι καταρτίζουν τέτοιου είδους ρυθμίσεις οφείλουν, παρά τον μη δημόσιο χαρακτήρα τους, να τηρούν στο πλαίσιο της ρυθμιστικής τους δραστηριότητας τις θεμελιώδεις ελευθερίες, εφόσον η εν λόγω δραστηριότητα άπτεται των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Πρόκειται για το φαινόμενο που αποκαλείται γενικώς τριτενέργεια των θεμελιωδών ελευθεριών. Επειδή, όμως, με βάση την εν λόγω νομολογία η τριτενέργεια αναπτύσσεται απέναντι στους ιδιώτες μόνο στο πλαίσιο μιας σαφώς προσδιορισμένης ρυθμιστικής δραστηριότητας, πρόκειται για περιορισμένη τριτενέργεια.

35.      Εντούτοις, στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων το Δικαστήριο, στην πολύκροτη απόφαση Angonese, έκανε ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της δεσμεύσεως των ιδιωτών από τις θεμελιώδεις ελευθερίες σε περιπτώσεις που δεν αφορούν στην κατάρτιση συγκεκριμένου είδους συλλογικών ρυθμίσεων. Ειδικότερα, στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ, εφαρμόζεται και στους ιδιώτες (20). Ωστόσο, η κρίση αυτή έχει μέχρι τούδε επιβεβαιωθεί ρητώς μία μόνο φορά με την απόφαση Raccanelli (21).

 β)     Περιορισμοί θεμελιωδών ελευθεριών από ιδιώτες και δικαιολόγησή τους

36.      Στον βαθμό που ορισμένα είδη συλλογικών ρυθμίσεων οι οποίες δεν έχουν δημόσιο χαρακτήρα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των θεμελιωδών ελευθεριών, οιαδήποτε μέτρα και κανόνες που περιέχουν και τα οποία, έστω και αν εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις, δύνανται να παρακωλύσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση ορισμένων θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνουν οι Συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστούν καταρχήν απαγορευμένο περιορισμό των συγκεκριμένων θεμελιωδών ελευθεριών (22).

37.      Τέτοιου είδους απαγορευμένοι, καταρχήν, περιορισμοί των θεμελιωδών ελευθεριών από συλλογικούς κανόνες οι οποίοι έχουν θεσπισθεί από ιδιώτες μπορεί να δικαιολογούνται τόσο από «γραπτούς» λόγους, προβλεπόμενους ρητώς στη ΣΛΕΕ, όσο και από «μη γραπτούς» επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, κατά την έννοια της αποφάσεως Cassis de Dijon. Κοινό χαρακτηριστικό των γραπτών λόγων δικαιολογήσεως και της γενικής έννοιας των επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος είναι ότι, για να μπορούν να τύχουν εφαρμογής, θα πρέπει οι περιορισμοί τους οποίους έρχονται να δικαιολογήσουν να ανταποκρίνονται στον έλεγχο με βάση την αρχή της αναλογικότητας (23), ήτοι να είναι κατάλληλοι, αναγκαίοι και μη δυσανάλογοι για την επίτευξη των σκοπών που αναγνωρίζονται ως λόγοι δικαιολογήσεως από τις Συνθήκες και τη νομολογία του Δικαστηρίου (24).

38.      Σε μεγάλο βαθμό αδιευκρίνιστο παραμένει το ερώτημα αν εκτός από τους γραπτούς λόγους και τους επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος υπάρχουν και άλλοι λόγοι που μπορούν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό των θεμελιωδών ελευθεριών διά συλλογικών ρυθμίσεων. Στη νομολογία του Δικαστηρίου διαφαίνονται εν προκειμένω δύο διαφορετικές τάσεις. Στις περισσότερες αποφάσεις του το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι και στις περιπτώσεις όπου πρόκειται για περιορισμούς των θεμελιωδών ελευθεριών από ορισμένα είδη συλλογικών ρυθμίσεων μη δημόσιου χαρακτήρα, για να είναι δικαιολογημένοι οι περιορισμοί αυτοί, θα πρέπει πάντως να έχει προβληθεί γραπτώς λόγος δικαιολογήσεως ή να συντρέχει αναγνωρισμένος επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος (25), ενώ σε άλλες αποφάσεις δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο τέτοιου είδους περιορισμοί να δικαιολογούνται από ιδιαίτερους λόγους ιδιωτικού συμφέροντος (26).

39.      Ένα ακόμη βήμα έκανε το Δικαστήριο στην απόφαση Angonese, με την οποία επέκτεινε το πεδίο εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ώστε να καταλαμβάνει ιδιώτες, ταυτόχρονα όμως μετρίασε εν μέρει την επέκταση αυτή διευρύνοντας τους λόγους που δικαιολογούν έναν περιορισμό. Ειδικότερα, κατά την εν λόγω απόφαση ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων από ιδιώτες μπορεί να είναι δικαιολογημένος αν στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους, άσχετους προς την ιθαγένεια των ενδιαφερομένων και ανάλογους προς τον νομίμως επιδιωκόμενο σκοπό (27). Αδιευκρίνιστο παραμένει όμως μέχρι σήμερα το κατά πόσον τέτοιοι «αντικειμενικοί λόγοι» μπορούν να δικαιολογήσουν και τον περιορισμό των θεμελιωδών ελευθεριών από ορισμένα είδη συλλογικών ρυθμίσεων μη δημόσιου χαρακτήρα.

3.      Επί της υποχρεώσεως του DVGW να τηρεί την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης

40.      Με βάση την προηγηθείσα ανάλυση της νομολογίας σχετικά με την τριτενέργεια των θεμελιωδών ελευθεριών, στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, εφόσον σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης το DVGW δεσμεύεται στο πλαίσιο της καταρτίσεως τεχνικών προτύπων και της πιστοποιήσεως προϊόντων βάσει των προτύπων αυτών από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, προσήκει κατ’ αποτέλεσμα καταφατική απάντηση.

41.      Για την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει καταρχάς να τονιστεί ότι ο εθνικός νομοθέτης παρέχει, μέσω της ρυθμίσεως του άρθρου 12, παράγραφος 4, AVBWasserV, στο DVGW τη δυνατότητα να καταρτίζει τεχνικούς κανόνες η συμμόρφωση προς τους οποίους αποτελεί νομικό τεκμήριο για την καταλληλότητα προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή, επέκταση, τροποποίηση και συντήρηση εγκαταστάσεων πόσιμου νερού μέχρι του σημείου συνδέσεως του κτιρίου με το δίκτυο υδρεύσεως. Όσον αφορά τους επίμαχους στην κύρια δίκη συνδέσμους, το DVGW έκανε χρήση της εν λόγω δυνατότητας καταρτίζοντας το φύλλο εργασίας DVGW W534 και με τον τρόπο αυτό απέκτησε de facto την αρμοδιότητα να καθορίζει ποιοι σύνδεσμοι μπορούν να διατίθενται στην αγορά σωλήνων και εξαρτημάτων για την παροχή πόσιμου νερού στην Γερμανία. Σύμφωνα με όσα εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, το τεκμήριο του άρθρου 12, παράγραφος 4, AVBWasserV, σε συνδυασμό με την αρμοδιότητα πιστοποίησης του DVGW ή/και της κατά 100 % θυγατρικής του εταιρίας βάσει του φύλλου εργασίας DVGW W534, καθιστά σχεδόν αδύνατη την πώληση σωλήνων και εξαρτημάτων παροχής πόσιμου νερού στη Γερμανία εάν δεν διαθέτουν πιστοποίηση του DVGW (28).

42.      Δεδομένης της εν λόγω de facto αρμοδιότητας του DVGW και της κατά 100 % θυγατρικής του εταιρίας να καθορίζουν, στο πλαίσιο της τυποποιήσεως και πιστοποιήσεως, ποια προϊόντα κατασκευής, επεκτάσεως, τροποποιήσεως και συντηρήσεως της εγκαταστάσεως του κτιρίου μέχρι του σημείου συνδέσεως μπορούν να διατίθενται επιτυχώς στην αγορά και συνεπώς είναι εμπορεύσιμα, η συγκεκριμένη δραστηριότητα τυποποιήσεως και πιστοποιήσεως του DVGW και της κατά 100 % θυγατρικής του εταιρίας δεν μπορεί να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

43.      Για τη θεμελίωση της τριτενέργειας της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στην περίπτωση αυτή ισχύουν αναλογικά τα επιχειρήματα που έχει αναπτύξει το Δικαστήριο σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 45 ΣΛΕΕ, 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ επί άλλων ειδών συλλογικών ρυθμίσεων, οι οποίες διέπουν τη μισθωτή εργασία, τη μη εξαρτημένη εργασία και την παροχή υπηρεσιών.

44.      Πρέπει εκ των προτέρων να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της νομολογίας του σχετικά με την περιορισμένη τριτενέργεια της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, δεν έχει απαντήσει ρητώς στο ερώτημα αν η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων και κεφαλαίων μπορεί να ισχύσει και επί συλλογικών κανόνων μη δημόσιου χαρακτήρα. Κατά την άποψή μου, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση. Η εφαρμογή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών επί συλλογικών κανόνων μη δημοσίου χαρακτήρα, οι οποίοι έχουν ως αντικείμενο τη μισθωτή εργασία, τη μη εξαρτημένη εργασία ή την παροχή υπηρεσιών, βασίζεται κατά το Δικαστήριο ιδίως στη συνεκτίμηση των συνεπειών των εν λόγω συλλογικών κανόνων. Από την άποψη αυτή δύσκολα θα γινόταν κατανοητός ο λόγος για τον οποίο πρέπει να υπάρχει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δυνατότητα άμεσης ισχύος της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών επί συλλογικών κανόνων μη δημόσιου χαρακτήρα, ενώ αντιθέτως πρέπει να αποκλείεται κατηγορηματικά η δυνατότητα αυτή στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων και κεφαλαίων (29).

45.      Με βάση τους ανωτέρω συλλογισμούς δεν υφίστανται καταρχήν λόγοι οι οποίοι εμποδίζουν την επίκληση των συναγομένων εκ της νομολογίας επιχειρημάτων σχετικά με την περιορισμένη τριτενέργεια της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, αντικείμενο της οποίας είναι η εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων επί δραστηριοτήτων ενώσεως ιδιωτικού δικαίου διαθέτουσας de facto ρυθμιστική αρμοδιότητα.

46.      Πρώτο βασικό επιχείρημα για τη θεμελίωση της τριτενέργειας των άρθρων 45 ΣΛΕΕ, 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ έναντι ορισμένων ειδών συλλογικών ρυθμίσεων μη δημόσιου χαρακτήρα αποτελεί κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου το γεγονός ότι η κατάργηση μεταξύ των κρατών μελών των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία και την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών θα διακυβευόταν αν η κατάργηση των φραγμών κρατικής προελεύσεως εξουδετερωνόταν από εμπόδια προερχόμενα από την εκ μέρους ενώσεων ή οργανισμών μη διεπομένων από το δημόσιο δίκαιο άσκηση της νομικής τους αυτονομίας (30).

47.      Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, αυτό το σκεπτικό που στηρίζεται στην πρακτική αποτελεσματικότητα (effet utile) του δικαίου της ΄Ενωσης μπορεί να εφαρμοσθεί επί των δραστηριοτήτων τυποποιήσεως και πιστοποιήσεως του DVGW και της 100  % θυγατρικής του εταιρίας. Όπως προκύπτει από την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το DVGW είναι σε θέση, μέσω της καταρτίσεως προτύπων και της πιστοποιήσεως προϊόντων κατασκευής, επεκτάσεως, τροποποιήσεως και συντηρήσεως της εγκαταστάσεως του κτιρίου μέχρι του σημείου συνδέσεως, να καθορίζει de facto ποια προϊόντα έχουν πρόσβαση στη γερμανική αγορά. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της εν λόγω de facto αρμοδιότητάς τους το DVGW και η κατά 100 % θυγατρική του εταιρία είναι σαφώς σε θέση να εγείρουν νέα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.

48.      Το δεύτερο βασικό επιχείρημα που επικαλείται το Δικαστήριο κατά την πάγια νομολογία του για την αιτιολόγηση της τριτενέργειας του άρθρου 45 ΣΛΕΕ επί συλλογικών ρυθμίσεων που διέπουν την εργασία είναι ότι, καθόσον οι όροι εργασίας στα διάφορα κράτη μέλη ρυθμίζονται σε ορισμένες περιπτώσεις με νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, ενώ σε άλλες με συλλογικές συμβάσεις ή άλλες πράξεις που συνάπτονται ή εκδίδονται από ιδιώτες, τυχόν περιορισμός των απαγορεύσεων που θέτει το άρθρο 45 ΣΛΕΕ μόνο στις πράξεις της δημόσιας αρχής θα προκαλούσε ανισότητες ως προς την εφαρμογή τους (31).

49.      Και αυτός ο συλλογισμός μπορεί να εφαρμοσθεί επί των δραστηριοτήτων τυποποιήσεως και πιστοποιήσεως του DVGW και της 100 % θυγατρικής του εταιρίας στον τομέα της παροχής πόσιμου νερού σε περιπτώσεις όπως η παρούσα. Όπως εξήγησα προηγουμένως, η έλλειψη ευρωπαϊκών εναρμονισμένων προτύπων για τους επίμαχους συνδέσμους στον τομέα της παροχής πόσιμου νερού δεν σημαίνει ότι τα κράτη μέλη έχουν απεριόριστη διακριτική ευχέρεια κατά την κατάρτιση εθνικών τεχνικών προτύπων για τα προϊόντα αυτά· αντιθέτως, τα κράτη μέλη δεσμεύονται κατά την τεχνική τυποποίηση σε εθνικό επίπεδο από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (32). Εάν τα κράτη μέλη μπορούσαν να αποφύγουν αυτή την υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών ελευθεριών κατά την κατάρτιση τεχνικών προτύπων μέσω μιας —de facto— μεταβιβάσεως των σχετικών αρμοδιοτήτων σε ενώσεις του ιδιωτικού δικαίου, η δυνατότητα αυτή θα οδηγούσε σε μη ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της ΄Ενωσης. Διότι στην περίπτωση αυτή, τα μεν κράτη μέλη στα οποία η τυποποίηση και πιστοποίηση θα παρέμενε στην αρμοδιότητα των δημοσίων αρχών θα υποχρεούντο να ασκούν την επίμαχη αρμοδιότητα μη παραβιάζοντας τις θεμελιώδεις ελευθερίες, ενώ αντιθέτως, στα κράτη μέλη στα οποία η σχετική αρμοδιότητα θα ανετίθετο —de facto— σε ενώσεις του ιδιωτικού δικαίου, οι θεμελιώδεις ελευθερίες δεν θα ασκούσαν ουδεμία επίδραση στο πεδίο αυτό.

50.      Με βάση τους ανωτέρω συλλογισμούς, η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να είναι ότι το άρθρο 34 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι οι οργανισμοί του ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι συστάθηκαν με σκοπό την κατάρτιση τεχνικών προτύπων σε ορισμένο τομέα και την πιστοποίηση προϊόντων βάσει των εν λόγω τεχνικών προτύπων, δεσμεύονται κατά την κατάρτιση τεχνικών προτύπων και κατά τη διαδικασία πιστοποιήσεως από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ όταν ο εθνικός νομοθέτης αναγνωρίζει ρητώς ως σύννομα τα προϊόντα που φέρουν πιστοποίηση και για τον λόγο αυτό η εμπορία προϊόντων που δεν φέρουν το εν λόγω πιστοποιητικό καθίσταται στην πράξη σχεδόν αδύνατη.

4.      Σκέψεις επί των εννόμων συνεπειών που απορρέουν για το DVGW από τη δέσμευσή του από την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων

51.      Παρά το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο δεν ζήτησε ρητά να διευκρινισθούν οι έννομες συνέπειες που συνεπάγεται σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης η υποχρέωση του DVGW και της κατά 100 % θυγατρικής του εταιρίας να καταρτίσουν το φύλλο εργασίας DVGW W534 και να προβούν σε πιστοποίηση των οικείων προϊόντων βάσει του εν λόγω τεχνικού προτύπου με πλήρη σεβασμό της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, θα αναφερθώ λίαν συντόμως σε ορισμένα σημαντικά σημεία που, λαμβάνοντας υπόψη όσα εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, ενδέχεται να εγείρουν προβλήματα κατά την περαιτέρω πορεία της κύριας δίκης.

 α)     Επί της υποχρεώσεως του DVGW να συνάδει με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στο πλαίσιο της τυποποιήσεως

52.      Όπως προκύπτει από την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το DVGW προέβη μετά τη χορήγηση του πιστοποιητικού καταλληλότητας των συνδέσμων της ενάγουσας για τον τομέα του νερού σε τροποποίηση του φύλλου εργασίας DVGW W534 εισάγοντας τη λεγόμενη «δοκιμή των 3 000 ωρών». Επειδή η ενάγουσα της κύριας δίκης δεν προσκόμισε θετική έκθεση δοκιμών για τη δοκιμή των 3 000 ωρών της αφαιρέθηκε το πιστοποιητικό, τον Ιούνιο του 2005 (33).

53.      Όπως αποδεικνύεται σαφώς από το παράδειγμα των συνδέσμων της ενάγουσας της κύριας δίκης, η ένταξη της δοκιμής των 3 000 ωρών στο φύλλο εργασίας DVGW W534 είναι ικανή να παρακωλύσει την υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων όσον αφορά τα προϊόντα που υπάγονται στο εν λόγω τεχνικό πρότυπο. Εξαιτίας της αποτυχίας των συνδέσμων της ενάγουσας της κύριας δίκης κατά τη συγκεκριμένη διαδικασία (άλλως, επειδή δεν προσκομίσθηκε σχετική απόδειξη) της αφαιρέθηκε το πιστοποιητικό για τους συνδέσμους, με συνέπεια η πώληση των συνδέσμων αυτών στη γερμανική αγορά να καταστεί για την εδρεύουσα στην Ιταλία ενάγουσα της κύριας δίκης de facto σχεδόν αδύνατη.

54.      Από τη σκοπιά αυτή, η ένταξη της δοκιμής των 3 000 ωρών στο φύλλο εργασίας DVGW W534 πρέπει να θεωρηθεί ως κάτι παραπάνω από παρεμπόδιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εκ μέρους του DVGW. Οι «γραπτοί» λόγοι του άρθρου 36 ΣΛΕΕ δεν φαίνεται κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου να δικαιολογούν την παρεμπόδιση αυτή, καθόσον, όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, η δοκιμή των 3 000 ωρών δεν εξυπηρετεί την προστασία της υγείας των καταναλωτών πόσιμου νερού, αλλά την επιμήκυνση της διάρκειας ζωής των σωλήνων (34).

55.      Αντιθέτως, δεν διευκρινίζεται αν ο εν λόγω περιορισμός δικαιολογείται από κάποιον μη γραπτό, αλλά αναγνωρισμένο νομολογιακά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος που δεν κρίνεται δυσανάλογος. Τούτο διότι, δεδομένου ότι δεν εισάγει διακρίσεις, ο συγκεκριμένος περιορισμός θα μπορούσε καταρχήν να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Στον βαθμό που το DVGW είναι σε θέση να αποδείξει την ύπαρξη μη γραπτού λόγου που δικαιολογεί τον περιορισμό και δεν είναι δυσανάλογος, η ένταξη της δοκιμής των 3 000 ωρών στο φύλλο εργασίας DVGW W534 θα μπορούσε να αξιολογηθεί ως θεμιτός περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

56.      Σε περίπτωση που το DVGW δεν είναι σε θέση να αποδείξει τη συνδρομή νομολογιακά αναγνωρισμένου μη γραπτού λόγου που δικαιολογεί τον περιορισμό, θα μπορούσε να προσπαθήσει, προτάσσοντας τη φύση του ως ένωση του ιδιωτικού δικαίου, να προβάλει κάποιον ιδιαίτερο λόγο ιδιωτικού συμφέροντος (35). Επικαλούμενο την απόφαση Angonese, το DVGW θα μπορούσε ενδεχομένως να προβάλει και «αντικειμενικούς λόγους» για να δικαιολογήσει τον υπό κρίση περιορισμό (36). Επίσης θα μπορούσε, λόγω της φύσεώς του ως ένωση του ιδιωτικού δικαίου, να επικαλεστεί την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγγυάται ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (37), όπως για παράδειγμα την κατοχυρωμένη στο άρθρο 16 του Χάρτη επιχειρηματική ελευθερία, και να προσπαθήσει να στηρίξει ισχυρισμό περί συγκρούσεως μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και ενός ή περισσοτέρων θεμελιωδών δικαιωμάτων, οπότε θα έπρεπε να βρεθεί τρόπος εξισορροπήσεως με δίκαιο τρόπο με βάση την αρχή της αναλογικότητας (38).

57.      Στην περίπτωση που για τη δικαιολόγηση του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εξαιτίας της εντάξεως της δοκιμής των 3 000 ωρών στο φύλλο εργασίας DVGW W534 το DVGW προβάλλει κατά την κύρια δίκη με τρόπο πειστικό είτε ιδιαίτερους λόγους ιδιωτικού συμφέροντος, είτε «αντικειμενικούς λόγους», είτε κάποιο καθεστώς προστατευόμενο από το δίκαιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να απευθύνει προς το Δικαστήριο νέα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως για να ζητήσει κατά τρόπο ορισμένο να διευκρινισθεί αν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να γίνουν δεκτοί αυτού του είδους οι ισχυρισμοί του DVGW σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης. Τούτο διότι υπό το πρίσμα της πρόσφατης νομολογίας περί της τριτενέργειας των θεμελιωδών ελευθεριών και της σχέσεως μεταξύ θεμελιωδών ελευθεριών και θεμελιωδών δικαιωμάτων φρονώ ότι δεν συνάγεται μέχρι τούδε σαφής απάντηση στα ερωτήματα αυτά.

 β)     Επί της υποχρεώσεως του DVGW να ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στο πλαίσιο της πιστοποιήσεως

58.      Από την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει περαιτέρω ότι το DVGW αρνήθηκε στο πλαίσιο της επανεξετάσεως του χορηγηθέντος ήδη πιστοποιητικού για τους επίμαχους συνδέσμους να λάβει υπόψη του την προσκομισθείσα από την ενάγουσα της κύριας δίκης έκθεση δοκιμών του ιταλικού Cerisie Laboratorio με την αιτιολογία ότι το τελευταίο δεν αποτελεί εργαστήριο διαπιστευμένο από το DVGW. Εν προκειμένω το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Cerisie Laboratorio είναι αναγνωρισμένο από τις αρμόδιες ιταλικές αρχές (39).

59.      Φρονώ ότι σε μία περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, μια τόσο απόλυτη άρνηση του DVGW να λάβει υπόψη την έκθεση δοκιμών του ιταλικού Cerisie Laboratorio δύναται να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων όσον αφορά τους επίμαχους συνδέσμους και ως εκ τούτου πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά καταρχήν απαγορευμένο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (40).

60.      Ως προς το ζήτημα της δικαιολογήσεως του εν λόγω περιορισμού παραπέμπω σε όσα εξέθεσα ανωτέρω στα σημεία 54 επ. Σημειώνω εντούτοις ότι θα πρέπει επιπλέον να ληφθεί υπόψη η διαφαινόμενη από την άρνηση αυτή τάση του DVGW να προβαίνει σε διακριτική μεταχείριση. Η τάση αυτή θα είχε ιδίως σημασία αν το DVGW επιχειρούσε να στηρίξει τη δικαιολογία του σε επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος. Τούτο διότι το Δικαστήριο δεν έχει κρίνει μέχρι σήμερα ρητώς αν και υπό ποιες συνθήκες δύναται να δικαιολογηθούν δυσμενείς περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων με την επίκληση επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος (41). Στον βαθμό που το ερώτημα αυτό τεθεί in concreto κατά την περαιτέρω πορεία της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να απευθύνει νέα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ζητώντας να διευκρινισθεί το ζήτημα αυτό.

 Β       Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

61.      Δεδομένου ότι το δεύτερο ερώτημα τίθεται μόνο σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως επί του πρώτου, λαμβάνοντας υπόψη την πρότασή μου για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα η ανάλυση του δεύτερου ερωτήματος παρέλκει.

VII – Πρόταση

62.      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα ως ακολούθως:

Οι οργανισμοί του ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι συστάθηκαν με σκοπό την κατάρτιση τεχνικών προτύπων σε ορισμένο τομέα και την πιστοποίηση προϊόντων βάσει των εν λόγω τεχνικών προτύπων, δεσμεύονται κατά την κατάρτιση τεχνικών προτύπων και κατά τη διαδικασία πιστοποιήσεως από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ όταν ο εθνικός νομοθέτης αναγνωρίζει ρητώς ως σύννομα τα προϊόντα που φέρουν πιστοποίηση και για τον λόγο αυτόν η εμπορία προϊόντων που δεν φέρουν το εν λόγω πιστοποιητικό καθίσταται στην πράξη σχεδόν αδύνατη.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 —      Verordnung über Allgemeine Bedingungen für die Versorgung mit Wasser της 20ής Ιουνίου 1980 (BGBl. I, σ. 750, 1067).


3 —      Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου στην υπόθεση της 28ης Απριλίου 2010 στην υπόθεση C‑185/08, Latchways και Eurosafe Solutions (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Συλλογή 2010, σ. Ι‑9983, σημεία 57 επ.).


4 —      ΕΕ L 40, σ. 12, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της από την οδηγία 93/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1993.


5 —            Άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/106.


6 —      Βλ., συναφώς, Jarass, H., «Probleme des Europäischen Bauproduktenrechts», NZBau 2008, σ. 145, 146.


7 —      Όπ.π., σ. 147 επ. Όταν δεν υπάρχει εναρμονισμένο ευρωπαϊκό πρότυπο για ένα συγκεκριμένο προϊόν είναι βεβαίως δυνατό να αχθεί το εν λόγω προϊόν στο πεδίο ισχύος του πυρήνα των υποχρεώσεων της οδηγίας 89/106 μέσω της υποβολής αιτήσεως για τη χορήγηση ευρωπαϊκής τεχνικής εγκρίσεως.


8 —      Στο άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/106 προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη δεν παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία, τη διάθεση στην αγορά ή τη χρήση στο έδαφός τους των προϊόντων που πληρούν τις διατάξεις της οδηγίας αυτής. Κατά το δεύτερο εδάφιο της ίδιας ως άνω διατάξεως, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η χρήση αυτών των προϊόντων για τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται δεν θα παρεμποδίζεται από κανόνες ή προϋποθέσεις που επιβάλλονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς οι οποίοι λειτουργούν ως δημόσια επιχείρηση ή ως δημόσιος οργανισμός βάσει της μονοπωλιακής τους θέσεως.


9 —      Απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2005, C‑432/03, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2005, σ. Ι‑9665, σκέψη 35).


10 —      Απαντώντας σε έγγραφη ερώτηση του Δικαστηρίου σχετικά με τον κύκλο αποδεκτών και τη νομική φύση της υποχρεώσεως που απορρέει από το άρθρο 12, παράγραφος 4, AVBWasserV η Γερμανική Κυβέρνηση διευκρίνισε με έγγραφο της 13ης Ιανουαρίου 2012 ότι η εν λόγω διάταξη καθίσταται μέρος της συμβάσεως συνδέσεως στο δημόσιο δίκτυο υδρεύσεως που συνάπτεται με κάποια επιχείρηση παροχής νερού εφόσον οι συμβαλλόμενοι δεν ορίσουν διαφορετικά. Εν προκειμένω το άρθρο 12, παράγραφος 4, AVBWasserV θεμελιώνει υποχρέωση του πελάτη έναντι της επιχειρήσεως παροχής νερού.


11 —      Σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, βλ. αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 1987, 311/85, van Vlaamse Reisbureaus (Συλλογή 1987, σ. 3801, σκέψη 30), και της 6ης Ιουνίου 2002, C‑159/00, Sapod Audic (Συλλογή 2002, σ. Ι‑5031, σκέψη 74).


12 —      Βλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 1989, 266/87 και 267/87, Association of PharmaceuticaL Importers κ.λπ. (Συλλογή 1989, σ. 1295, σκέψεις 13 επ.), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μέτρα που λαμβάνει η βρετανική επαγγελματική οργάνωση των φαρμακοποιών μπορεί, λαμβανομένων υπόψη των εξουσιών που της έχουν παραχωρηθεί, να αποτελούν μέτρα υπό την έννοια του άρθρου 34 ΣΛΕΕ. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε το Δικαστήριο και στην απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1993, C‑292/92, Hünermund κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. Ι‑6787, σκέψεις 12 επ.) σχετικά με μέτρα που έλαβε ο φαρμακευτικός σύλλογος της Βάδης-Βυρτεμβέργης.


13 —      Βλ. αποφάσεις της 5ης Νοεμβρίου 2002, C‑325/00, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2002, σ. Ι‑9977, σκέψεις 14 επ.), και της 12ης Δεκεμβρίου 1990, C‑302/88, Hennen Olie (Συλλογή 1990, σ. I‑4625, σκέψεις 13 επ.).


14 —      Συλλογή 1997, σ. Ι‑6959. Με την εν λόγω απόφαση διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου μη λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία και εύλογα μέτρα για την αποτροπή βίαιων πράξεων που διεπράχθησαν στη Γαλλία από ιδιώτες εις βάρος γεωργικών προϊόντων προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη και επηρέασαν αρνητικά το ενδοκοινοτικό εμπόριο των προϊόντων αυτών.


15 —      Συλλογή 2003, σ. Ι‑5659. Με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο εξέτασε αν η μη απαγόρευση εκ μέρους της Αυστρίας μιας συγκεντρώσεως ιδιωτών στον αυτοκινητόδρομο Brenner, η οποία οδήγησε σε πλήρη παράλυση της κυκλοφορίας επί 30 σχεδόν ώρες και συνεπώς σε περιορισμό της διασυνοριακής κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, ήταν συμβατή με τις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου.


16 —      Η γενική εισαγγελέας J. Kokott ερμηνεύει την εν λόγω νομολογία υπό την έννοια ότι η συμπεριφορά ιδιωτών μπορεί να καταλογιστεί σε κράτος μέλος στην περίπτωση που οι ιδιώτες αυτοί ενήργησαν άνευ υποδείξεως από κρατικό όργανο, πλην το κράτος μέλος υπείχε θετική υποχρέωση να απαγορεύσει τη συμπεριφορά αυτή των ιδιωτών. Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση C‑470/03, AGM-COS.MET (απόφαση της 17ης Απριλίου 2007, Συλλογή 2007, σ. Ι‑2749, σημείο 78).


17 —      Υπό αυτήν την έννοια, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑438/05, InternationaL Transport Workers’ Federation και Finnish Seamen’s Union, γνωστή ως «Viking Line» (Συλλογή 2007, σ. Ι‑10779, σκέψη 33). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2011, C‑379/09, Casteels (Συλλογή 2011, σ. Ι‑1379, σκέψη 19), της 16ης Μαρτίου 2010, C‑325/08, Olympique Lyonnais (Συλλογή 2010, σ. Ι‑2177, σκέψη 30), της 18ης Ιουλίου 2006, C‑519/04 P, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. Ι‑6991, σκέψη 24), της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C‑309/99, Wouters κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. Ι‑1577, σκέψη 120), της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C‑415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. Ι‑4921, σκέψη 82), και της 12ης Δεκεμβρίου 1974, 36/74, Walrave και Koch (Συλλογή τόμος 1974, σ. 563, σκέψεις 16 επ.).


18 —      Βλ. απόφαση Casteels (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψεις 17 επ.).


19 —      Απόφαση Viking Line (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 37).


20 —      Απόφαση της 6ης Ιουνίου 2000, C‑281/98, Angonese (Συλλογή 2000, σ. Ι‑4139, σκέψη 36).


21 —      Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, C‑94/07, Raccanelli (Συλλογή 2008, σ. Ι‑5939, σκέψη 46).


22 —      Βλ. αποφάσεις Casteels (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 22) και Olympique Lyonnais (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψεις 33 επ.).


23 —      Όσον αφορά τους γραπτούς λόγους του άρθρου 36 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο αποφαίνεται κατά πάγια νομολογία ότι το άρθρο 36, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ στηρίζεται στην αρχή της αναλογικότητας. Βλ. αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2008, C‑219/07, Nationale Raad van Dierenkwekers en Liefhebbers και AndibeL (Συλλογή 2008, σ. Ι‑4475, σκέψη 30), και της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C‑55/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2000, σ. Ι‑11499, σκέψη 29). Επίσης το Δικαστήριο έχει κρίνει γενικώς ότι ένα περιοριστικό κάποιας από τις διασφαλιζόμενες από τη Συνθήκη θεμελιώδεις ελευθερίες μέτρο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί παρά μόνον εφόσον τηρείται εν προκειμένω η αρχή της αναλογικότητας. Βλ. αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2006, C‑185/04, Öberg (Συλλογή 2006, σ. Ι‑1453, σκέψη 19), της 16ης Φεβρουαρίου 2006, C‑137/04, Rockler (Συλλογή 2006, σ. Ι‑1441, σκέψη 22), και της 26ης Νοεμβρίου 2002, C‑100/01, Oteiza OlazabaL (Συλλογή 2002, σ. Ι‑10981, σκέψη 43).


24 —      Καίτοι, κατά κανόνα, το Δικαστήριο κατονομάζει ρητώς ως συστατικά μέρη της αρχής της αναλογικότητας μόνο τον κατάλληλο και αναγκαίο χαρακτήρα του εξεταζόμενου μέτρου, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο έλεγχος με βάση την αρχή της αναλογικότητας εκτείνεται συνολικά σε τρία επίπεδα, περιλαμβανομένου και εκείνου κατά το οποίο εξετάζεται ο μη δυσανάλογος χαρακτήρας του μέτρου. Ως προς το εν λόγω τρίπτυχο ελέγχου της αρχής της αναλογικότητας βλ. τις προτάσεις μου της 8ης Μαρτίου 2011 στην υπόθεση C‑10/10, Επιτροπή κατά Αυστρίας (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Συλλογή 2011, σ. Ι‑5389, σημεία 67 επ.).


25 —      Βλ. αποφάσεις Casteels (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψεις 30 επ.) και Viking Line (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψεις 75 επ.)


26 —      Βλ., ιδίως, την απόφαση Olympique Lyonnais (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψεις 38 επ.), στην οποία το Δικαστήριο θεωρεί δεδομένο ότι μια ρύθμιση του Χάρτη Επαγγελματικού Ποδοσφαίρου της Γαλλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, η οποία παρακωλύει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, μπορεί να δικαιολογείται από τον σκοπό της ενθαρρύνσεως της προσλήψεως και καταρτίσεως νέων ποδοσφαιριστών υπό την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας. Βλ., επίσης, την απόφαση Bosman (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψεις 106 επ.), στην οποία το Δικαστήριο εξέτασε ένα λόγο δικαιολογήσεως της παρεμποδίσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων από τους επίμαχους στη συγκεκριμένη υπόθεση κανόνες μεταγραφής των ποδοσφαιρικών ενώσεων υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού ο οποίος συνίσταται στη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ των συλλόγων, διά της εξασφαλίσεως των ίσων ευκαιριών και του απρόβλεπτου των αποτελεσμάτων, καθώς και στην ενθάρρυνση της προσλήψεως και καταρτίσεως νέων παικτών.


27 —      Απόφαση Angonese (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 42).


28 —      Βλ. σημείο 25 των παρουσών προτάσεων.


29 —      Έτσι ο Forsthoff, U., σε: Grabitz/Hilf/Nettesheim, Das Recht der Europäischen Union, άρθρο 45 ΣΛΕΕ, σημείο 176 (46ο συμπλήρωμα, Οκτώβριος 2011).


30 —      Αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑341/05, LavaL un Partneri (Συλλογή 2007, σ. Ι‑11767, σκέψη 98), Viking Line (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 57), Wouters κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 120), Bosman (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 83) και Walrave (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψεις 16 επ.).


31 —      Αποφάσεις Olympique Lyonnais (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 31) και Bosman (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 84).


32 —      Βλ. σημείο 22 των παρουσών προτάσεων.


33 —      Βλ. σημεία 8 επ. των παρουσών προτάσεων.


34 —      Διάταξη περί παραπομπής, σ. 11 επ.


35 —      Βλ., συναφώς, σημείο 38 των παρουσών προτάσεων καθώς και τις παρατιθέμενες στην υποσημείωση 26 αποφάσεις.


36 —      Βλ. σημείο 39 των παρουσών προτάσεων.


37 —      Βλ. ιδίως Forsthoff, όπ.π. (υποσημείωση 29), σημείο 181.


38 —      Για το ζήτημα της συγκρούσεως μεταξύ θεμελιωδών ελευθεριών, βλ. τις προτάσεις μου της 14ης Απριλίου 2010 στην υπόθεση C‑271/08, Επιτροπή κατά Γερμανίας (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2010, Συλλογή 2010, σ. Ι‑7087, σημεία 178 επ.).


39 —      Διάταξη περί παραπομπής, σ. 4.


40 —      Βλ., συναφώς, αποφάσεις Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 9, σκέψεις 41 και 46), και της 17ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑400/96, Harpegnies (Συλλογή 1998, σ. Ι‑5121, σκέψη 35).


41 —      Σχετικά με την προβληματική αυτή, βλ. τις προτάσεις μου της 16ης Δεκεμβρίου 2010 στην υπόθεση C‑28/09, Επιτροπή κατά Αυστρίας (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2011, Συλλογή 2011, σ. Ι‑13525, σημεία 81 επ.).