Language of document : ECLI:EU:C:2016:69

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 2ας Φεβρουαρίου 2016 (1)

Υπόθεση C421/14

Banco Primus SA

κατά

Jesús Gutiérrez García

[αίτηση του Juzgado de Primera Instancia n° 2 de Santander (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 2 του Santander, Ισπανία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές — Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου — Μεταβατική εθνική διάταξη που προβλέπει αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατά της εκτελέσεως στηριζόμενης στον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας — Αρχή της αποτελεσματικότητας — Ρήτρα περί πρόωρης λήξεως — Ρήτρα σχετικά με τον υπολογισμό των νομίμων τόκων — Υποχρεώσεις του εθνικού δικαστηρίου»






I –    Εισαγωγή

1.        Στην υπό κρίση υπόθεση το Δικαστήριο καλείται εκ νέου να αποφανθεί επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (2) στο πλαίσιο συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου.

2.        Στο πλαίσιο διαφοράς σχετικής με έκτακτη ανακοπή κατά της διαδικασίας κατασχέσεως ενυπόθηκου ακινήτου (στο εξής: διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως), με την οποία ο οφειλέτης προβάλλει τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας, τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο από το Juzgado de Primera Instancia n° 2 de Santander (πρωτοβάθμιο δικαστήριο αριθ. 2 του Santander) αφορούν τα κριτήρια εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένων ρητρών της συμβάσεως και το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που υπέχει το εθνικό δικαστήριο κατά την εκτίμηση αυτή. Συνεπώς, το Δικαστήριο βρίσκεται αντιμέτωπο με μια προβληματική η οποία εντάσσεται μεν στο πλαίσιο πλούσιας ήδη νομολογίας, εμφανίζεται όμως υπό καινοφανή εκδοχή, καθώς η επίμαχη έκτακτη ανακοπή παρέχει στο αιτούν δικαστήριο την ευκαιρία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως άλλες, μη αποτελούσες αντικείμενο της ανακοπής, συμβατικές ρήτρες.

3.        Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο καλείται, μεταξύ άλλων, να κρίνει αν η παρεχόμενη από τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13 προστασία συνεπάγεται ότι η άσκηση ενός αρχικού αυτεπάγγελτου ελέγχου αναφορικά με μία ή περισσότερες συμβατικές ρήτρες περιορίζει την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των υπόλοιπων ρητρών της συμβάσεως.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α —      Το δίκαιο της Ένωσης

4.        Η δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 έχει ως εξής:

«[Εκτιμώντας ό]τι, για τις ανάγκες της παρούσας οδηγίας, η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα δεν πρέπει να αφορά τις ρήτρες που περιγράφουν το βασικό αντικείμενο της σύμβασης ούτε τη σχέση ποιότητας τιμής του προμηθευομένου αγαθού ή της παροχής· ότι το βασικό αντικείμενο της σύμβασης και η σχέση ποιότητας/τιμής μπορούν, ωστόσο, να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα άλλων ρητρών· […]».

5.        Το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.

2.      Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»

6.        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

7.        Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

 Β —      Το ισπανικό δίκαιο

8.        Ο νόμος 1/2013, περί μέτρων για την ενίσχυση της προστασίας των ενυπόθηκων οφειλετών, την αναδιάρθρωση χρέους και τις μισθώσεις εργατικών κατοικιών (Ley 1/2013 de medidas para reforzar la protección a los deudores hipotecarios, reestructuración de deuda y alquiler social), της 14ης Μαΐου 2013 (3), τροποποίησε τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Ley de enjuiciamiento civil, στο εξής: Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας), της 7ης Ιανουαρίου 2000 (4).

9.        Η διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων διέπεται από τα άρθρα 681 έως 698 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Το άρθρο 695 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως ισχύει και μετά τον νόμο 1/2013, έχει ως εξής:

«1.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτελέσεως του παρόντος κεφαλαίου, η ανακοπή που ασκείται από τον καθού η εκτέλεση μπορεί να γίνει δεκτή μόνον εφόσον στηρίζεται στους ακόλουθους λόγους:

[…]

(4)      τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία αποτελεί τη βάση της εκτελέσεως ή βάσει της οποίας υπολογίστηκε το ποσό της οφειλής.

[…]

4.      Η απόφαση που διατάσσει την κατάργηση της εκτελέσεως ή τη μη εφαρμογή καταχρηστικής ρήτρας υπόκειται σε έφεση.

Εκτός από τις ανωτέρω περιπτώσεις, η απόφαση που εκδίδεται επί της ανακοπής του παρόντος άρθρου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο και τα αποτελέσματά της περιορίζονται αποκλειστικώς στη διαδικασία εκτελέσεως στο πλαίσιο της οποίας εκδίδεται η απόφαση αυτή.»

10.      Κατά το άρθρο 556, παράγραφος 1, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η ανακοπή του άρθρου 695 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως αυτό ισχύει και μετά τον νόμο 1/2013, ασκείται εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την κοινοποίηση της πράξεως με την οποία διατάσσεται η εκτέλεση. Η προθεσμία αυτή έχει εφαρμογή στις εκτελέσεις ενυπόθηκων απαιτήσεων, καθώς παραπομπή στην εν λόγω προθεσμία περιέχεται στο άρθρο 557 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο επίσης τροποποιήθηκε με τον νόμο 1/2013 και αφορά τη διαδικασία ανακοπής κατά της εκτελέσεως που στηρίζεται σε μη δικαστικούς ή σε διαιτητικούς τίτλους (στους οποίους συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, τα δημόσια έγγραφα σχετικά με ενυπόθηκα δάνεια βάσει των οποίων πραγματοποιούνται οι εκτελέσεις ενυπόθηκων απαιτήσεων).

11.      Κατά το άρθρο 693, παράγραφος 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ως αυτό έχει κατόπιν του νόμου 1/2013, και το οποίο αφορά την πρόωρη λήξη των οφειλών που εξοφλούνται σε δόσεις:

«2.      Αν έχει συνομολογηθεί ότι η οφειλή καθίσταται ληξιπρόθεσμη στο σύνολό της σε περίπτωση μη καταβολής τουλάχιστον τριών μηνιαίων δόσεων ή αριθμού δόσεων τέτοιου ώστε να συνάγεται ότι ο οφειλέτης δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή του για χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί τουλάχιστον σε τρεις μήνες, και εφόσον η συμφωνία αυτή αναγράφεται στο έγγραφο καταρτίσεως του δανείου, ο δανειστής μπορεί να αξιώσει το σύνολο του οφειλομένου κεφαλαίου και των οφειλομένων τόκων.»

12.      Η πρώτη μεταβατική διάταξη του νόμου 1/2013 ορίζει:

«Ο παρών νόμος εφαρμόζεται στις εν εξελίξει κατά την έναρξη ισχύος του δικαστικές ή εξωδικαστικές διαδικασίες εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων, εφόσον η έξωση δεν έχει λάβει χώρα.»

13.      Η τέταρτη μεταβατική διάταξη του νόμου 1/2013 (στο εξής: τέταρτη μεταβατική διάταξη) αφορά τις διαδικασίες εκτελέσεως που είχαν αρχίσει πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου 1/2013 και δεν είχαν ακόμη περατωθεί. Η διάταξη αυτή έχει ως εξής:

«1.      Οι τροποποιήσεις που εισάγει ο παρών νόμος στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έχουν εφαρμογή στις εν εξελίξει, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, διαδικασίες εκτελέσεως αποκλειστικά ως προς τις εκκρεμείς πράξεις εκτελέσεως.

2.      Σε κάθε περίπτωση, στις εν εξελίξει, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, διαδικασίες εκτελέσεως ως προς τις οποίες έχει παρέλθει η προθεσμία των δέκα ημερών που προβλέπει το άρθρο 556, παράγραφος 1, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την άσκηση ανακοπής, τάσσεται στους καθών η εκτέλεση αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός για την άσκηση έκτακτης ανακοπής στηριζόμενης στους νέους λόγους ανακοπής που προβλέπονται στα άρθρα 557, παράγραφος 1, σημείο 7, και 695, παράγραφος 1, σημείο 4, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Η αποκλειστική προθεσμία του ενός μηνός άρχεται την επομένη της θέσεως σε ισχύ του παρόντος νόμου και η άσκηση της ανακοπής από τους καθών η εκτέλεση αναστέλλει τη διαδικασία εκτελέσεως έως την έκδοση αποφάσεως επί της ανακοπής, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 558 επ. και 695 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Η παρούσα μεταβατική διάταξη καταλαμβάνει κάθε διαδικασία εκτελέσεως που δεν έχει περατωθεί με την περιέλευση του ακινήτου στην κατοχή του υπερθεματιστή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 675 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

3.      Ομοίως, στις εν εξελίξει διαδικασίες εκτελέσεως ως προς τις οποίες η προβλεπόμενη στο άρθρο 556, παράγραφος 1, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προθεσμία των δέκα ημερών για την άσκηση της ανακοπής είχε ήδη κινηθεί κατά τη έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, τάσσεται στους καθών η εκτέλεση η αυτή αποκλειστική προθεσμία του ενός μηνός που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο για την άσκηση ανακοπής στηριζόμενης σε οιονδήποτε από τους προβλεπόμενους στα άρθρα 557 και 695 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λόγους ανακοπής.

4.      Η δημοσίευση της παρούσας διατάξεως λογίζεται, για τους σκοπούς της επιδόσεως και του υπολογισμού των προβλεπομένων στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου προθεσμιών, ως πλήρης και έγκυρη κοινοποίηση, παρελκούσης σε κάθε περίπτωση της εκδόσεως ρητής προς τούτο αποφάσεως.

[…]»

14.      Εξάλλου, το άρθρο 136 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«Εφόσον παρέλθει η προθεσμία που ορίζεται για την τέλεση διαδικαστικής πράξεως, ο διάδικος εκπίπτει από το οικείο δικαίωμα. Ο γραμματέας του δικαστηρίου βεβαιώνει την παρέλευση της προθεσμίας, διατάσσει τα προσήκοντα μέτρα ή ενημερώνει το δικαστήριο προκειμένου να κρίνει αυτό προσηκόντως.»

15.      Το άρθρο 207 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζει τα εξής:

«[…]

3.      Οι αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις έχουν ισχύ δεδικασμένου και το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκαν οι εν λόγω αποφάσεις δεσμεύεται σε κάθε περίπτωση από τα οριζόμενα σε αυτές.

4.      Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία προσβολής τους, οι δικαστικές αποφάσεις καθίστανται αμετάκλητες και αποκτούν ισχύ δεδικασμένου, το δε δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκαν οι εν λόγω αποφάσεις δεσμεύεται σε κάθε περίπτωση από τα οριζόμενα σε αυτές.»

16.      Το άρθρο 222, παράγραφος 1, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζει ότι «[τ]ο δεδικασμένο οριστικής αποφάσεως, είτε αυτή κάνει δεκτό είτε απορρίπτει το αίτημα, αποκλείει, κατά τα οριζόμενα στον νόμο, τη μεταγενέστερη κίνηση διαδικασίας με αντικείμενο όμοιο προς αυτό της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η απόφαση».

III – Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

17.      Στις 12 Ιουνίου 2008 η Banco Primus SA (στο εξής: Banco Primus) συνήψε με τον J. Gutiérrez García σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με αντικείμενο την υποθήκη της κατοικίας του οφειλέτη. Το εν λόγω δάνειο χορηγήθηκε για 47 έτη και θα εξοφλούνταν τμηματικώς σε 564 μηνιαίες δόσεις.

18.      Στις 23 Μαρτίου 2010, λόγω της αθετήσεως από τον καθού της κύριας δίκης της υποχρεώσεώς του να καταβάλει επτά διαδοχικές μηνιαίες δόσεις προς εξόφληση του ως άνω δανείου, η τράπεζα ζήτησε, κατ’ εφαρμογήν της περιλαμβανόμενης στη δανειακή σύμβαση ρήτρας περί πρόωρης λήξεως, την καταβολή του συνόλου του κεφαλαίου πλέον των νομίμων τόκων, των τόκων υπερημερίας και διαφόρων εξόδων, καθώς και τον εκπλειστηριασμό του ενυπόθηκου ακινήτου.

19.      Στις 11 Ιανουαρίου 2011 έλαβε χώρα ο εν λόγω πλειστηριασμός χωρίς όμως να εμφανιστούν προσφέροντες. Κατόπιν τούτου, με εκτελεστή απόφαση της 21ης Μαρτίου 2011, το αιτούν δικαστήριο κατακύρωσε το ακίνητο στην Banco Primus έναντι ποσού 78 482,34 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο 50 % της εκτιμηθείσας αξίας του ακινήτου. Στις 6 Απριλίου 2011 η Banco Primus ζήτησε να αποκτήσει την κατοχή του ακινήτου, αλλά η ικανοποίηση του αιτήματός της αναβλήθηκε λόγω της ασκήσεως τριών διαδοχικών ανακοπών, εκ των οποίων η τελευταία περατώθηκε με απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, με την οποία τερματίστηκε η παρεμπίπτουσα διαδικασία αναστολής της εξώσεως.

20.      Στις 11 Ιουνίου 2014 ο J. Gutiérrez García, με βάση το άρθρο 695 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, άσκησε έκτακτη ανακοπή κατά της διαδικασίας εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως, στηριζόμενη στον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας της δανειακής συμβάσεως σχετικά με τους τόκους υπερημερίας. Ωστόσο, η ρήτρα αυτή είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο αυτεπάγγελτου ελέγχου κατόπιν του οποίου οι εν λόγω τόκοι μειώθηκαν, δυνάμει διατάξεως της 12ης Ιουνίου 2013, στο μηδέν (5).

21.      Το αιτούν δικαστήριο, με απόφαση της 16ης Ιουνίου 2014, κήρυξε παραδεκτή την ανακοπή και ανέστειλε τη διαδικασία κατασχέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως, ενημέρωσε δε συναφώς το Δικαστήριο με επιστολή της 29ης Σεπτεμβρίου 2014.

22.      Στο πλαίσιο της εξετάσεως της ανακοπής, το εν λόγω δικαστήριο επισήμανε ότι μπορούν ενδεχομένως να θεωρηθούν καταχρηστικές, κατά την έννοια της οδηγίας 93/13, ορισμένες ρήτρες της δανειακής συμβάσεως πέραν της ρήτρας σχετικά με τους τόκους υπερημερίας, ήτοι, αφενός, η ρήτρα περί πρόωρης λήξεως, με βάση την οποία η Banco Primus δύναται να αξιώσει την άμεση εξόφληση του κεφαλαίου, των τόκων και των διαφόρων εξόδων σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, μη καταβολής κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού κεφαλαίου, τόκων ή προκαταβολών, και, αφετέρου, η ρήτρα σχετικά με τους νόμιμους τόκους, η οποία προβλέπει τον υπολογισμό των τελευταίων βάσει ενός τύπου που διαιρεί το υπόλοιπο οφειλόμενο κεφάλαιο και τους ληξιπρόθεσμους τόκους διά του αριθμού των ημερών ενός οικονομικού έτους, ήτοι 360 ημέρες.

23.      Ωστόσο, η ανακοπή ασκήθηκε έναν περίπου χρόνο μετά την παρέλευση της οριζόμενης στην τέταρτη μεταβατική διάταξη αποκλειστικής προθεσμίας. Ως εκ τούτου, η εν λόγω διάταξη εμποδίζει, εν προκειμένω, τον έλεγχο από το αιτούν δικαστήριο ορισμένων ρητρών της δανειακής συμβάσεως οι οποίες ενδέχεται να θεωρηθούν καταχρηστικές κατά την έννοια της οδηγίας 93/13. Το αιτούν δικαστήριο τρέφει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της διατάξεως αυτής με την οδηγία 93/13. Ζητεί επίσης να διευκρινιστούν τα κριτήρια εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένων ρητρών καθώς και οι υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει το εθνικό δικαστήριο όταν διαπιστώνει την ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας.

24.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de Primera Instancia n° 2 de Santander (πρωτοβάθμιο δικαστήριο αριθ. 2 του Santander), με απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε αυθημερόν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, αποφάσισε να διατηρήσει την αναστολή της διαδικασίας εκτελέσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      α)      Έχει η τέταρτη μεταβατική διάταξη […] την έννοια ότι δεν αποτελεί εμπόδιο για την προστασία του καταναλωτή;

β)      Δυνάμει της οδηγίας [93/13], και ιδίως των άρθρων της 6, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, επιτρέπεται στον καταναλωτή, προς διασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών και των χρηστών βάσει των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, να προσφύγει ενώπιον των δικαστηρίων επικαλούμενος την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών και μετά την προθεσμία που προβλέπεται προς τούτο στην εθνική νομοθεσία, με συνέπεια να οφείλει το εθνικό δικαστήριο να ελέγξει τις εν λόγω ρήτρες;

γ)      Δυνάμει της οδηγίας [93/13], και ιδίως των άρθρων της 6, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, οφείλει το εθνικό δικαστήριο, προς διασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών και των χρηστών βάσει των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας, συνάγοντας τα δέοντα συμπεράσματα, έστω και αν προηγουμένως είχε αρνηθεί να προβεί στην εξέταση αυτή ή είχε καταλήξει στο αντίθετο συμπέρασμα με απόφαση η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη σύμφωνα με το εθνικό δικονομικό δίκαιο;

2)      Δύναται το δικαστήριο, κατά τον έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα μη ουσιωδών όρων της συμβάσεως, να λάβει υπόψη τη σχέση ποιότητας-τιμής, και βάσει ποιων κριτηρίων; Οφείλει, κατά τον έλεγχο αυτό, να λάβει υπόψη τα όρια τιμών τα οποία επιβάλλονται από την εθνική νομοθεσία; Είναι δυνατόν συμβατικές ρήτρες, αυτές καθεαυτές έγκυρες, να χάνουν το κύρος τους για τον λόγο ότι καθιερώνουν για την οικεία συναλλαγή τίμημα σημαντικά υψηλότερο από το σύνηθες αγοραίο τίμημα;

3)      Είναι δυνατόν, για τους σκοπούς του άρθρου 4 της οδηγίας [93/13], να ληφθούν υπόψη περιστάσεις μεταγενέστερες της συνάψεως της συμβάσεως αν σε αυτό οδηγεί η εξέταση της εθνικής νομοθεσίας;

4)      α)      Έχει το άρθρο 693, παράγραφος 2, του ισπανικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 1/2013, την έννοια ότι δεν αποτελεί εμπόδιο στην προστασία των συμφερόντων του καταναλωτή;

β)      Δυνάμει της οδηγίας [93/13], και ιδίως των άρθρων της 6, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, οφείλει το εθνικό δικαστήριο, προς διασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών και των χρηστών βάσει των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, όταν κρίνει ως καταχρηστική μια ρήτρα περί πρόωρης λήξεως με καταγγελία, να θεωρεί τη ρήτρα αυτή ως άκυρη και μη γεγραμμένη, με τις προκύπτουσες εξ αυτού συνέπειες, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο επαγγελματίας ανέμεινε επί ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία;»

25.      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να εκδικάσει την υπόθεση κατά την ταχεία διαδικασία του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 2014 για τον λόγο, μεταξύ άλλων, ότι το εν λόγω δικαστήριο, όπως ενημέρωσε το Δικαστήριο με επιστολή της 29ης Σεπτεμβρίου 2014, ανέστειλε τη διαδικασία εκτελέσεως δυνάμει αποφάσεως της 16ης Ιουνίου 2014, με αποτέλεσμα ο J. Gutiérrez García να μη διατρέχει άμεσο κίνδυνο απώλειας της κατοικίας του.

26.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Banco Primus, η Ισπανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

27.      Η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν και προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Σεπτεμβρίου 2015.

IV – Ανάλυση

 Α —      Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

28.      Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό των υποβληθέντων ερωτημάτων για τον λόγο ότι οι απαντήσεις του Δικαστηρίου δεν είναι χρήσιμες για την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου επί της ενώπιόν του διαφοράς. Ειδικότερα, το εν λόγω δικαστήριο στερείται πλέον αρμοδιότητας, εφόσον περάτωσε τη διαδικασία εκτελέσεως διατάσσοντας την έξωση του οφειλέτη και των ενοίκων με διάταξη της 8ης Απριλίου 2014 η οποία απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.

29.      Η Banco Primus δεν προτείνει ρητώς το απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, προβάλλει όμως αντίστοιχα επιχειρήματα.

30.      Φρονώ ότι τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το αιτούν δικαστήριο δεν μπορούν να κηρυχθούν απαράδεκτα. Ειδικότερα, από την περιγραφή της εθνικής νομοθεσίας εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου συνάγεται σαφώς ότι η επίμαχη διαδικασία εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως δεν έχει περατωθεί. Η τέταρτη μεταβατική διάταξη ορίζει ότι ο νόμος 1/2013 εφαρμόζεται «σε κάθε διαδικασία εκτελέσεως που δεν έχει περατωθεί με την περιέλευση του ακινήτου στην κατοχή του υπερθεματιστή». Η διαδικασία εκτελέσεως δεν έχει περατωθεί, καθώς το ακίνητο δεν περιήλθε στην κατοχή της Banco Primus, γεγονός το οποίο επιβεβαίωσε η ίδια η Ισπανική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της (6).

31.      Επιπλέον, η τέταρτη μεταβατική διάταξη επιτρέπει ακριβώς την προσβολή αποφάσεως περί εκτελέσεως η οποία κατέστη αμετάκλητη λόγω της παρελεύσεως, πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, της συνήθους προθεσμίας ανακοπής.

32.      Κατά συνέπεια, οι αντιρρήσεις που διατυπώνουν η Ισπανική Κυβέρνηση και η Banco Primus δεν ανατρέπουν το τεκμήριο λυσιτέλειας του οποίου απολαύουν οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως (7) και άρα τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά στο σύνολό τους.

 Β —      Επί της ουσίας

1.      Επί του πρώτου ερωτήματος

 α)      Επί του πρώτου ερωτήματος, υπό αʹ και βʹ

33.      Με το πρώτο ερώτημά του, υπό αʹ και βʹ, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να πληροφορηθεί αν, βάσει των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, αντιβαίνει στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13 εθνική μεταβατική δικονομική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία τάσσει στους καταναλωτές αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός, από την επομένη της δημοσιεύσεως του σχετικού νόμου, για την άσκηση ανακοπής που στηρίζεται στον προβαλλόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο εν εξελίξει διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως.

34.      Το Δικαστήριο εξέτασε προσφάτως ένα κατ’ ουσίαν όμοιο ερώτημα στο πλαίσιο της υποθέσεως BBVA (8), στην οποία πρότεινα, στις 13 Μαΐου 2015 (9), να διαπιστωθεί ότι η αποκλειστική προθεσμία που καθιερώνει ο νόμος 1/2013 δεν είναι σύννομη. Ακολουθώντας τη θέση αυτή, το Δικαστήριο, στην απόφασή του BBVA (C‑8/14, EU:C:2015:731), έκρινε ότι «τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας [93/13] έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική μεταβατική διάταξη […] με την οποία τάσσεται αποκλειστική προθεσμία ενός μήνα από την επομένη της δημοσιεύσεως του νόμου στον οποίο αυτή περιλαμβάνεται, για την άσκηση ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως λόγω καταχρηστικότητας των συμβατικών ρητρών, από τους καταναλωτές κατά των οποίων είχε κινηθεί προ της ενάρξεως ισχύος του εν λόγω νόμου διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως η οποία δεν είχε περατωθεί ως την ημερομηνία αυτή».

35.      Δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί κατά της νομιμότητας της εν λόγω προθεσμίας, οι παρούσες προτάσεις αφορούν μόνο τις πτυχές οι οποίες δεν εξετάστηκαν στο πλαίσιο της αποφάσεως BBVA (10). Για τις υπόλοιπες πτυχές, παραπέμπω στην απόφαση του Δικαστηρίου καθώς και στις προτάσεις μου στην υπόθεση αυτή.

 β)      Επί του πρώτου ερωτήματος, υπό γʹ

i)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

36.      Πριν εξετάσω το ερώτημα αυτό, θεωρώ χρήσιμο να υπενθυμίσω ότι, μετά την έκδοση της αποφάσεως Aziz (11), ο νόμος 1/2013 τροποποίησε τα άρθρα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη διαδικασία κατασχέσεως ενυπόθηκων ή ενεχυριασμένων πραγμάτων, προκειμένου να προσαρμόσει τη διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων στην ανωτέρω νομολογία. Ειδικότερα, ο Ισπανός νομοθέτης τροποποίησε τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αφενός, επιτρέποντας στο δικαστήριο της εκτελέσεως να εκτιμά αυτεπαγγέλτως, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών (12) και, αφετέρου, προσθέτοντας νέο λόγο ανακοπής, στηριζόμενο στον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία αποτελεί τη βάση της εκτελέσεως ή βάσει της οποίας υπολογίστηκε το ύψος της οφειλής (13).

37.      Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξεταστεί το πρώτο ερώτημα, υπό γʹ, που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

ii)    Αναδιατύπωση του πρώτου ερωτήματος, υπό γʹ

38.      Το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί, κατ’ ουσίαν, να πληροφορηθεί αν με βάση τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13 το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών, έστω και αν προηγουμένως δεν είχε προβεί στην εξέταση αυτή ή αν είχε καταλήξει συναφώς σε αρνητική απάντηση, με απόφαση η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

39.      Στο πλαίσιο του ερωτήματος αυτού, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται σε δύο περιπτώσεις, ήτοι στην περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δικαστήριο δεν είχε εξετάσει προηγουμένως κάποια ρήτρα και στην περίπτωση κατά την οποία έκρινε ότι η εν λόγω ρήτρα δεν είναι καταχρηστική, με διάταξή του που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

40.      Ωστόσο, με βάση την εθνική δικογραφία που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, παρατηρώ ότι, στο κείμενο της μνημονευόμενης από το αιτούν δικαστήριο δικαστικής αποφάνσεως, δηλαδή της διατάξεως της 12ης Ιουνίου 2013, το εν λόγω δικαστήριο περιορίστηκε στην αυτεπάγγελτη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας σχετικά με τους τόκους υπερημερίας, χωρίς να αποφανθεί επί των υπόλοιπων ρητρών της συμβάσεως και χωρίς ούτε καν να τις αναφέρει (14). Κατά συνέπεια, δεν θα περιλάβω στην ανάλυσή μου τη δεύτερη περίπτωση στην οποία αναφέρεται το υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο ερώτημα, εφόσον αυτή έχει προδήλως υποθετικό χαρακτήρα.

41.      Για τον λόγο αυτό, δεν μπορώ να συμμεριστώ το επιχείρημα που προβάλλει η Ισπανική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, κατά το οποίο το αιτούν δικαστήριο προτίθεται να εξετάσει εκ νέου τον υποθηκικό τίτλο για τον οποίο κρίθηκε, με διάταξη που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (15), ότι δεν περιλαμβάνει καταχρηστική ρήτρα.

42.      Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου και σύμφωνα με το πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να επιδεικνύει το Δικαστήριο έναντι του εθνικού δικαστηρίου, προτείνω να αναδιατυπωθεί το ερώτημα υπό την έννοια ότι αυτό αφορά το αν η παρεχόμενη από τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13 προστασία συνεπάγεται ότι η άσκηση ενός αρχικού αυτεπάγγελτου ελέγχου αναφορικά με μία ή περισσότερες συμβατικές ρήτρες περιορίζει την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των υπόλοιπων ρητρών της συμβάσεως.

43.      Θα εξετάσω στη συνέχεια το ερώτημα αυτό, αφού πρώτα υπενθυμίσω την κρίσιμη νομολογία του Δικαστηρίου.

iii) Σύντομη υπόμνηση της κρίσιμης νομολογίας

44.      Είναι σημαντικό να υπομνησθεί καταρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία, το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 βασίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και ως προς το επίπεδο της πληροφορήσεως (16).

45.      Το Δικαστήριο κρίνει παγίως ότι, όσον αφορά τέτοιες καταστάσεις όπου υπάρχει κάποιο ασθενές μέρος στη σύμβαση, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή. Πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου, η οποία τείνει να αναπληρώσει την τυπική ισορροπία που εγκαθιδρύει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με πραγματική ισορροπία ικανή να αποκαταστήσει την ισότητα μεταξύ τους (17).

46.      Όσον αφορά την υποχρέωση αυτεπάγγελτου ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών (18), το Δικαστήριο, αρχικώς, αναγνώρισε τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να ασκεί τέτοιου είδους έλεγχο (19), ενώ, στη συνέχεια, έκρινε ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και, πράττοντας τούτο, να αίρει την ανισότητα μεταξύ των συμβαλλομένων, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία (20). Επομένως, το Δικαστήριο μετασχημάτισε τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών σε υποχρέωση βαρύνουσα το εν λόγω δικαστήριο. Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι ο ρόλος τον οποίο αναθέτει το δίκαιο της Ένωσης στο εθνικό δικαστήριο στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών «δεν περιορίζεται απλώς στην ευχέρειάτου να αποφαίνεται επί της ενδεχόμενης καταχρηστικής φύσεως συμβατικής ρήτρας, αλλά συμπεριλαμβάνει και την υποχρέωση να εξετάζει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα αυτό» (21).

47.      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η ανωτέρω υποχρέωση δικαιολογείται από τη φύση και τη σπουδαιότητα του δημοσίου συμφέροντος επί του οποίου εδράζεται η προστασία που διασφαλίζει η οδηγία 93/13 υπέρ των καταναλωτών (22). Το επιλαμβανόμενο δικαστήριο καλείται επομένως να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της επιδιωκόμενης με τις διατάξεις της οδηγίας αυτής προστασίας.

48.      Κατά συνέπεια, είμαι της γνώμης ότι, στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13, το γεγονός ότι το επιληφθέν, κατά τα προβλεπόμενα στην εσωτερική έννομη τάξη, εθνικό δικαστήριο δεν εξέτασε κάποια συμβατική ρήτρα σε ορισμένο στάδιο της διαδικασίας δεν το εμποδίζει να εξετάσει άλλες ρήτρες σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (23).

49.      Υπό το φως όλων των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό γʹ, του αιτούντος δικαστηρίου η απάντηση ότι η παρεχόμενη από τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13 προστασία υπέρ των καταναλωτών συνεπάγεται ότι η άσκηση ενός αρχικού αυτεπάγγελτου ελέγχου αναφορικά με μία ή περισσότερες συμβατικές ρήτρες δεν δύναται να περιορίζει την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των υπόλοιπων ρητρών της συμβάσεως.

2.      Επί του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος

50.      Με τα δύο αυτά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αναφορικά με τα κριτήρια εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα των σχετικών με τον υπολογισμό των νομίμων τόκων και με την πρόωρη λήξη ρητρών, όπως αυτές που περιλαμβάνονται στην επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση, καθώς και αναφορικά με τις υποχρεώσεις που υπέχει το εθνικό δικαστήριο από το άρθρο 4 της οδηγίας 93/13, προκειμένου να πληροφορηθεί αν το ως άνω δικαστήριο οφείλει, κατά τον έλεγχο τέτοιων συμβατικών ρητρών, να λάβει υπόψη την προκύπτουσα από τη δανειακή σύμβαση στο σύνολό της σχέση ποιότητας-τιμής του οικείου αγαθού ή της οικείας παροχής, τα όρια τιμών τα οποία επιβάλλονται από την εθνική νομοθεσία καθώς και περιστάσεις μεταγενέστερες της συνάψεως της συμβάσεως.

51.      Προκειμένου να απαντήσω στα ερωτήματα αυτά, θα υπενθυμίσω καταρχάς τα γενικά κριτήρια εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, όπως αυτά έχουν καθιερωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου. Έπειτα, υπό το φως της νομολογίας αυτής, θα εξετάσω, αφενός, τη ρήτρα σχετικά με τους νόμιμους τόκους υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 και, αφετέρου, τη ρήτρα περί πρόωρης λήξεως υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

 α)      Υπόμνηση της νομολογίας σχετικά με τα κριτήρια εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών

52.      Κατά πρώτον, το Δικαστήριο τόνισε επανειλημμένως ότι είναι αρμόδιο, αφενός, για την ερμηνεία της έννοιας «καταχρηστική ρήτρα» του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 και του παραρτήματός της και, αφετέρου, για τη θέσπιση των κριτηρίων που το εθνικό δικαστήριο μπορεί ή πρέπει να εφαρμόζει κατά την εξέταση συμβατικής ρήτρας υπό το πρίσμα της εν λόγω οδηγίας. Αντιθέτως, το Δικαστήριο έκρινε ότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια αυτά, επί του επιμέρους χαρακτηρισμού συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων της εκάστοτε υποθέσεως (24). Η συνολική εκτίμηση των συνεπειών που μπορεί να έχει η κάθε ρήτρα στο πλαίσιο της διέπουσας τη σύμβαση νομοθεσίας συνεπάγεται εξέταση του συστήματος της εθνικής νομοθεσίας στην οποία δύναται να προβεί μόνο το εθνικό δικαστήριο (25). Στο τελευταίο απόκειται επίσης να αποφανθεί επί του καταχρηστικού χαρακτήρα των επίμαχων ρητρών (26), ενώ το Δικαστήριο οφείλει μόνο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα στοιχεία τα οποία το τελευταίο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της οικείας ρήτρας (27).

53.      Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο τόνισε ότι, όσον αφορά τις έννοιες της «καλής πίστεως» και της «σημαντικής ανισορροπίας» εις βάρος του καταναλωτή μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών τα οποία απορρέουν από τη σύμβαση, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν προσδιορίζει επακριβώς τα στοιχεία που καθιστούν καταχρηστική μια ρήτρα η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως (28).

54.      Συναφώς, όπως υπογράμμισε η γενική εισαγγελέας J. Kokott στις προτάσεις της στην υπόθεση Aziz (29), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το αν μια ρήτρα δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή «σημαντική ανισορροπία» μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών από τη σύμβαση δεν μπορεί να εκτιμηθεί παρά μόνο σε σύγκριση προς το νομικό καθεστώς το οποίο ισχύει κατά το εθνικό δίκαιο, σε περίπτωση που οι ίδιοι οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν προβλέψει κανένα σχετικό συμβατικό όρο. Κατά το Δικαστήριο, μέσω της συγκριτικής αυτής αναλύσεως θα μπορέσει ο εθνικός δικαστής να εκτιμήσει αν, και, ενδεχομένως, σε ποιο βαθμό η σύμβαση θέτει τον καταναλωτή σε νομική κατάσταση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που προβλέπει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία. Ομοίως, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι είναι προς τούτο χρήσιμη η εξέταση της νομικής καταστάσεως στην οποία βρίσκεται ο εν λόγω καταναλωτής από την άποψη των μέσων που διαθέτει, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, για την παύση της χρήσεως καταχρηστικών ρητρών (30).

55.      Τρίτον, όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργείται η εν λόγω ανισορροπία «παρά την απαίτηση καλής πίστης», το Δικαστήριο έκρινε, λαμβάνοντας υπόψη τη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει προς τούτο να εξακριβώσει αν ο επαγγελματίας, έχοντας συμπεριφερθεί κατά τρόπο έντιμο και δίκαιο έναντι του καταναλωτή, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο καταναλωτής θα δεχθεί την οικεία ρήτρα κατόπιν ατομικής διαπραγματεύσεως (31).

56.      Εξάλλου, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το παράρτημα στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13 περιέχει ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών οι οποίες είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές (32). Διευκρίνισε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως και με αναφορά, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, σε όλες τις περιστάσεις που ανάγονται στη σύναψή της. Εντεύθεν προκύπτει ότι, υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει επίσης να εκτιμώνται οι συνέπειες που μπορεί να έχει η εν λόγω ρήτρα στο πλαίσιο της εφαρμοστέας νομοθεσίας, εκτίμηση η οποία προϋποθέτει την εξέταση του εθνικού νομικού συστήματος (33).

57.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω γενικών κριτηρίων οφείλει το αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας σχετικά με τον υπολογισμό των νομίμων τόκων και της ρήτρας περί πρόωρης λήξεως, στις οποίες το ίδιο αναφέρεται.

 β)      Επί της ρήτρας σχετικά με τους νόμιμους τόκους

58.      Η ρήτρα 3 της επίμαχης συμβάσεως προβλέπει ότι «ο μαθηματικός τύπος υπολογισμού των τόκων που γεννώνται στο οικείο χρονικό διάστημα βάσει του ετήσιου ονομαστικού επιτοκίου είναι ο εξής: C x d x r/360 x 100· όπου C = το ανεξόφλητο κεφάλαιο του δανείου κατά την έναρξη της περιόδου εκκαθαρίσεως, d = ο αριθμός των ημερών που αποτελούν την περίοδο εκκαθαρίσεως, r = το ετήσιο ονομαστικό επιτόκιο. […] Για τον υπολογισμό των τόκων, θεωρείται ότι το έτος αποτελείται από 360 ημέρες».

59.      Η επίμαχη ρήτρα εμπίπτει στην κατηγορία των ρητρών του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, οι οποίες εξαιρούνται του ελέγχου του εθνικού δικαστηρίου. Εντούτοις, το άρθρο αυτό επιτρέπει τον έλεγχο των εν λόγω συμβατικών ρητρών μόνον εφόσον αυτές δεν είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

60.      Το αιτούν δικαστήριο και η Επιτροπή αμφιβάλλουν κατά πόσον η επίμαχη ρήτρα, καθόσον βασίζεται σε έναν πολύπλοκο μαθηματικό τύπο του οποίου το περιεχόμενο πιθανόν δεν γίνεται κατανοητό από τον μέσο καταναλωτή, πληροί τις απαιτήσεις διατυπώσεως και διαφάνειας του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13. Ειδικότερα, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο υπολογισμός των εν λόγω τόκων με βάση το οικονομικό έτος των 360 ημερών συνεπάγεται υψηλότερο επιτόκιο σε σχέση με το επιτόκιο που θα υπολογιζόταν με αναφορά στο ημερολογιακό έτος των 365 ημερών (34).

61.      Κατά συνέπεια, αν το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω ρήτρα δεν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό και ότι, ως εκ τούτου, εμπίπτει στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, θα απόκειται στο ίδιο να την εξετάσει με βάση τα γενικά κριτήρια εκτιμήσεως που υπομνήσθηκαν στα σημεία 52 έως 56 των παρουσών προτάσεων και, πιο συγκεκριμένα, να εξακριβώσει αν, υπό το πρίσμα των κριτηρίων αυτών, η επίμαχη ρήτρα δημιουργεί, εις βάρος του καταναλωτή, σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών από τη σύμβαση. Επομένως, η εκτίμηση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί με γνώμονα το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, σε περίπτωση που οι ίδιοι οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν προβλέψει κανέναν σχετικό συμβατικό όρο, καθώς και με γνώμονα τα μέσα που διαθέτει ο καταναλωτής, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, για την παύση της χρήσεως τέτοιων ρητρών.

62.      Κατά την εκτίμηση αυτή, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη όλα τα κριτήρια που θεσπίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ήτοι να κρίνει λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως και με αναφορά, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, σε όλες τις περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη καθώς και σε όλες τις υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται. Συναφώς, ενδέχεται να είναι σημαντικό, μεταξύ άλλων, να λάβει υπόψη τα όρια τιμών τα οποία επιβάλλονται από την εθνική νομοθεσία καθώς και να εξακριβώσει αν ο συγκεκριμένος μαθηματικός τύπος είναι ασύμβατος με άλλον ενδοτικού δικαίου κανόνα του ισπανικού δικαίου.

63.      Αντικείμενο της εκτιμήσεως του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει, επίσης, να είναι η εξακρίβωση των περιστάσεων υπό τις οποίες δημιουργείται πιθανή ανισορροπία «παρά την απαίτηση καλής πίστης». Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, η απαίτηση καλής πίστεως συνεπάγεται ότι ο επαγγελματίας, έχοντας συμπεριφερθεί κατά τρόπο έντιμο και δίκαιο έναντι του καταναλωτή, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο καταναλωτής θα δεχθεί την οικεία ρήτρα κατόπιν ατομικής διαπραγματεύσεως (35).

64.      Εν πάση περιπτώσει, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 δεν μεταφέρθηκε από τον εθνικό νομοθέτη στην εσωτερική έννομη τάξη. Αν όντως είναι έτσι, υπενθυμίζω ότι η μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο έχει ως συνέπεια ότι, παρέχοντας τη δυνατότητα ασκήσεως πλήρους δικαστικού ελέγχου της καταχρηστικότητας των προβλεπομένων σε σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή ρητρών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ισπανική ρύθμιση συμβάλλει στη διασφάλιση υπέρ του καταναλωτή, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13 (36), ενός επιπέδου προστασίας υψηλότερου, στην πράξη, από εκείνο που προβλέπει η ίδια οδηγία (37), ακόμα κι αν η οικεία ρήτρα αφορά το βασικό αντικείμενο της συμβάσεως ή τη σχέση ποιότητας‑τιμής της παροχής.

 γ)      Επί της ρήτρας περί της πρόωρης λήξεως

65.      Η ρήτρα 6bis της επίμαχης συμβάσεως (38) επιτρέπει στην τράπεζα να αξιώσει την πρόωρη επιστροφή του κεφαλαίου καθώς και την καταβολή των τόκων και των διαφόρων εξόδων σε περίπτωση μη καταβολής οποιουδήποτε ποσού που οφείλεται για κεφάλαιο ή για τόκους (39).

66.      Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Aziz (40), η ρήτρα αυτή πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα ορισμένων κριτηρίων. Μεταξύ άλλων, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, πρώτον, αν η δυνατότητα του επαγγελματία να κηρύξει ληξιπρόθεσμο το σύνολο του οφειλόμενου ποσού του δανείου εξαρτάται από την εκ μέρους του καταναλωτή παράβαση μιας ουσιώδους υποχρεώσεως στο πλαίσιο της επίμαχης συμβατικής σχέσεως, δεύτερον, αν η δυνατότητα αυτή προβλέπεται για τις περιπτώσεις στις οποίες η παράβαση είναι αρκούντως σοβαρή σε σχέση με τη διάρκεια και το ποσό του δανείου, τρίτον, αν η εν λόγω δυνατότητα παρεκκλίνει από τους ισχύοντες στον τομέα αυτό κανόνες και, τέλος, τέταρτον, αν το εθνικό δίκαιο προβλέπει κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα τα οποία καθιστούν δυνατόν για τον καταναλωτή που θίγεται από την εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας να αντισταθμίσει τις συνέπειες του ληξιπρόθεσμου χαρακτήρα του δανείου (41).

67.      Στο πλαίσιο της εξακριβώσεως των κριτηρίων που υπομνήσθηκαν στο προηγούμενο σημείο, το αιτούν δικαστήριο τρέφει αμφιβολίες σχετικά με τη δυνατότητα επικλήσεως του προβλέψιμου ή μη χαρακτήρα της μη εκπληρώσεως με βάση το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13. Ειδικότερα, επειδή δεν πρόκειται για σοβαρή περίπτωση μη εκπληρώσεως, διερωτάται, υπό το πρίσμα του τρίτου κριτηρίου που εκτέθηκε ανωτέρω, σχετικά με τη δυνατότητα να λάβει υπόψη του —προκειμένου να εκτιμήσει αν η επίμαχη ρήτρα περιάγει τον καταναλωτή σε κατάσταση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που προβλέπουν οι ενδοτικού δικαίου διατάξεις— περιστάσεις μεταγενέστερες της συνάψεως της συμβάσεως, και διερωτάται επομένως σχετικά με τον προβλέψιμο ή μη χαρακτήρα της μη εκπληρώσεως, ενώ το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 αναφέρεται στις περιστάσεις που περιβάλλουν τη σύναψη της συμβάσεως «κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης».

68.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, το ισπανικό δίκαιο επιτρέπει, ελλείψει αντίθετης ρήτρας, την πρόωρη καταγγελία της συμβάσεως στο μέτρο που είναι προβλέψιμο (περίσταση μεταγενέστερη της συνάψεως της συμβάσεως) ότι ο καταναλωτής θα υπέπιπτε σε ουσιώδη μη εκπλήρωση (42). Συνεπώς, μολονότι η μη καταβολή επτά μηνιαίων δόσεων επί συνόλου 564 δεν ήταν, κατά το αιτούν δικαστήριο, αρκούντως σοβαρή, η μη καταβολή αυτή κατέστησε προβλέψιμη την μη ουσιώδη εκπλήρωση (43).

69.      Όσον αφορά τους κανόνες ενδοτικού δικαίου βάσει των οποίων δύναται να εκτιμηθεί η ύπαρξη σημαντικής ανισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, όπως απαιτεί η νομολογία, φρονώ ότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη την ισχύουσα κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως νομοθεσία, ως περίσταση που περιβάλλει τη σύναψη αυτή. Ειδικότερα, κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη περιστάσεις μεταγενέστερες της συνάψεως της συμβάσεως, εφόσον η παραπομπή στις μελλοντικές αυτές περιστάσεις προκύπτει από την εξέταση της ενδοτικού δικαίου εθνικής νομοθεσίας κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως.

70.      Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί, όπως εύστοχα προβλήθηκε από την Επιτροπή, ότι οι περιστάσεις που περιβάλλουν τη σύναψη συμβάσεως περιλαμβάνουν και τις ευχερώς προβλέψιμες μελλοντικές περιστάσεις και τις ήδη υφιστάμενες, αλλά γνωστές σε ένα μόνον εκ των συμβαλλομένων μερών, περιστάσεις. Από την άποψη αυτή, κατά την εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προβλέψεις σχετικά με την εξέλιξη των αγορών, τις οποίες ο καταναλωτής αγνοεί, αλλά των οποίων ο επαγγελματίας ενδέχεται να τελεί σε πλήρη γνώση.

 δ)      Επί της δυνατότητας του εθνικού δικαστηρίου να λάβει υπόψη τη σχέση ποιότητας-τιμής κατά τον έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών

71.      Όσον αφορά τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να λάβει υπόψη τη σχέση ποιότητας-τιμής κατά τον έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστήριξε στις γραπτές παρατηρήσεις της ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, η εξέταση της σχέσεως ποιότητας‑τιμής κατά τον έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιας ρήτρας είναι δυνατή μόνον αν η ρήτρα αυτή δεν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, κάτι το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

72.      Δεν συμφωνώ με το επιχείρημα αυτό. Πρέπει να υπομνησθεί, κατά πρώτον, ότι εδώ πρόκειται όχι για την εξέταση ρήτρας σχετικής με τη σχέση ποιότητας-τιμής της παροχής αλλά για τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να λάβει εν γένει υπόψη τη σχέση ποιότητας-τιμής κατά τον έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, κατά τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, μολονότι η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα δεν πρέπει να αφορά τις ρήτρες που περιγράφουν το βασικό αντικείμενο της σύμβασης ούτε τη σχέση ποιότητας τιμής του προμηθευομένου αγαθού ή της παροχής, το βασικό αντικείμενο της σύμβασης και η σχέση ποιότητας-τιμής μπορούν, ωστόσο, να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα άλλων ρητρών. Κατά συνέπεια, τίποτε δεν εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο να λάβει υπόψη τον παράγοντα αυτό.

 ε)      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

73.      Πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας περί πρόωρης λήξεως, όπως αυτή που περιλαμβάνεται στην επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, πρώτον, αν η εφαρμογή της ρήτρας αυτής εξαρτάται από τη μη εκπλήρωση από τον καταναλωτή ουσιώδους συμβατικής υποχρεώσεως, δεύτερον, αν η εν λόγω μη εκπλήρωση είναι αρκούντως σοβαρή σε σχέση με τη διάρκεια και το ύψος του δανείου, τρίτον, αν αποκλίνει από τους εθνικούς κανόνες ενδοτικού δικαίου οι οποίοι έχουν εφαρμογή συναφώς, και, τέταρτον, αν το εθνικό δίκαιο προβλέπει κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα τα οποία καθιστούν δυνατό για τον καταναλωτή να αντισταθμίσει τις συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας.

74.      Επιπλέον, το άρθρο 4 της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο, κατά την εξέταση των συμβατικών ρητρών, να λάβει υπόψη την προκύπτουσα από τη δανειακή σύμβαση στο σύνολό της σχέση ποιότητας-τιμής του οικείου αγαθού ή της οικείας παροχής, τα όρια τιμών τα οποία επιβάλλονται από την εθνική νομοθεσία, τις ευχερώς προβλέψιμες μελλοντικές περιστάσεις και τις ήδη υφιστάμενες, αλλά γνωστές σε ένα μόνον εκ των συμβαλλομένων μερών, περιστάσεις, καθώς και τις μεταγενέστερες της συνάψεως της συμβάσεως περιστάσεις, εφόσον η παραπομπή στις μελλοντικές αυτές περιστάσεις προκύπτει από την εξέταση της εθνικής νομοθεσίας κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως.

3.      Επί του τέταρτου ερωτήματος

75.      Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, αφενός, επί του ζητήματος αν η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι αντίκειται σε εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 693, παράγραφος 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σχετικά με την πρόωρη λήξη στο πλαίσιο συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου και, αφετέρου, επί της υποχρεώσεως του εθνικού δικαστηρίου να θεωρεί άκυρη και μη γεγραμμένη ρήτρα περί πρόωρης λήξεως την οποία έκρινε καταχρηστική, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία ο δανειστής τήρησε, εν τοις πράγμασι, τις προβλεπόμενες από την εθνική αυτή διάταξη προϋποθέσεις.

76.      Όσον αφορά, κατά πρώτον, τη συμβατότητα του άρθρου 693, παράγραφος 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με την οδηγία 93/13, υπενθυμίζω καταρχάς ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, «[ο]ι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου […] δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας». Εξάλλου, κατά τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της ίδιας οδηγίας, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 «καλύπτει και τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά [τον εθνικό] νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως».

77.      Στο πλαίσιο αυτό, τίθεται προκαταρκτικώς το ερώτημα αν το άρθρο 693, παράγραφος 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13.

78.      Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, πρώτον, ότι η επίμαχη ρήτρα, η οποία επαναλαμβάνει το άρθρο 693, παράγραφος 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στην προϊσχύσασα εκδοχή του, δεν απηχεί νομοθετική ή κανονιστική διάταξη «αναγκαστικού δικαίου». Δεύτερον, από την απόφαση περί παραπομπής και από τις παρατηρήσεις της Ισπανικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής προκύπτει ότι το εν λόγω άρθρο δεν συνιστά ούτε ενδοτικού δικαίου διάταξη, εφόσον δεν μπορεί να εφαρμοστεί ελλείψει συμφωνίας μεταξύ του επαγγελματία και του καταναλωτή. Αντιθέτως, το άρθρο αυτό ορίζει ότι, για να παραγάγει τα αποτελέσματά του, είναι απαραίτητη ρητή συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών (44). Κατόπιν της τροποποιήσεώς του δυνάμει του νόμου 1/2013, το άρθρο αυτό επιτρέπει στην τράπεζα να επισπεύσει διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως προκειμένου να αξιώσει την εξόφληση του συνόλου του οφειλόμενου για κεφάλαιο και τόκους ποσού σε περίπτωση μη καταβολής τουλάχιστον τριών μηνιαίων δόσεων, εφόσον η ρήτρα αυτή αναγράφεται στον υποθηκικό τίτλο που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο.

79.      Κατά συνέπεια, μολονότι είναι βεβαίως αληθές ότι το άρθρο 693, παράγραφος 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως ίσχυε πριν από τον νόμο 1/2013 (45), επαναλαμβάνεται στην επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση, και πιο συγκεκριμένα στην επίμαχη ρήτρα περί πρόωρης λήξεως, διαπιστώνω ότι, παρά τη νομοθετική ή κανονιστική φύση της, η εν λόγω εθνική διάταξη δεν είναι ούτε αναγκαστικού ούτε ενδοτικού δικαίου. Συνεπώς, σύμφωνα με τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, η διάταξη αυτή δεν εμπίπτει στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, η οποία άρα έχει εφαρμογή (46).

80.      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο μέτρο που το άρθρο 693, παράγραφος 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο το οποίο εξετάζει ζήτημα καταχρηστικής ρήτρας να αποφασίσει να μην εφαρμόσει τη ρήτρα αυτή, η οδηγία 93/13 δεν αντίκειται στην εφαρμογή της εν λόγω εθνικής διατάξεως (47). Ωστόσο, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή απαιτεί ρητή συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, από το γράμμα της συνάγεται ότι, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δεν έχει εφαρμογή.

81.      Από τα ανωτέρω προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι δεν αντίκειται σε εθνική διάταξη περί πρόωρης λήξεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου εφόσον, πρώτον, η διάταξη αυτή δεν είναι ούτε αναγκαστικού ούτε ενδοτικού δικαίου, δεύτερον, η εφαρμογή της εξαρτάται αποκλειστικώς από συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, τρίτον, δεν προδικάζει την εκτίμηση, εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου που επιλαμβάνεται διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως, περί του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας σχετικά με την πρόωρη λήξη και, τέταρτον, δεν εμποδίζει το δικαστήριο αυτό να μην εφαρμόσει την εν λόγω ρήτρα αν την κρίνει καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής (48).

82.      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το ερώτημα αν η μη εφαρμογή από την τράπεζα, ήδη από την πρώτη μη καταβολή, ρήτρας την οποία το εθνικό δικαστήριο έκρινε καταχρηστική καθιστά περιττό τον δικαστικό έλεγχο της εν λόγω ρήτρας, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι είναι καταχρηστική η ρήτρα 6bis της επίμαχης στην κύρια δίκη δανειακής συμβάσεως, η οποία προβλέπει την πρόωρη λήξη του ενυπόθηκου δανείου σε περίπτωση καθυστερήσεως καταβολής.

83.      Το αιτούν δικαστήριο στηρίζεται στο γεγονός ότι η εν λόγω συμβατική ρήτρα επιτρέπει στην τράπεζα να δημιουργήσει μια κατάσταση σημαντικής ανισορροπίας εις βάρος του καταναλωτή, εφόσον ορίζει ότι η τράπεζα δύναται να αξιώσει την άμεση εξόφληση του κεφαλαίου, των τόκων και των διαφόρων εξόδων σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, μη καταβολής κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού κεφαλαίου, τόκων ή προκαταβολών. Το αιτούν δικαστήριο τονίζει, συναφώς, ότι η τράπεζα έχει 564 ευκαιρίες να προκαλέσει έννομα αποτελέσματα ασύμβατα με τις απαιτήσεις της καλής πίστεως. Με άλλα λόγια, η ρήτρα αυτή επιτρέπει στην τράπεζα όχι μόνο να αξιώσει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής επιβάλλοντας μάλιστα διάφορες επιβαρύνσεις, αλλά και να κινήσει μια έκτακτη και συνοπτική δικαστική διαδικασία περιορίζουσα τις δυνατότητες ασκήσεως ενδίκων μέσων.

84.      Παρατηρώ, όπως υπομνήσθηκε στο σημείο 44 των παρουσών προτάσεων, ότι το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 βασίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και ως προς το επίπεδο της πληροφορήσεως (49). Επομένως, και προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτρεπτική λειτουργία του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13, οι εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου το οποίο διαπιστώνει την ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, δεν μπορούν να εξαρτώνται από την εν τοις πράγμασι εφαρμογή ή μη εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας (50).

85.      Εν προκειμένω, το γεγονός ότι η τράπεζα κίνησε τη διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως μόνο κατόπιν της μη καταβολής επτά συνεχόμενων μηνιαίων δόσεων συνιστά πραγματικό στοιχείο που δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση μιας συμβατικής ρήτρας η οποία σκοπούσε, στην πραγματικότητα, να επιτρέψει στην τράπεζα να επισπεύσει την εκτέλεση ενυπόθηκης απαιτήσεως σε περίπτωση μη καταβολής έστω και μίας μόνο μηνιαίας δόσεως. Συναφώς, σημειώνω ότι, στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών, η υιοθέτηση εύλογης συμπεριφοράς εντός ενός καταχρηστικού συμβατικού πλαισίου δεν δύναται να απαλλάξει μια ρήτρα από τον καταχρηστικό χαρακτήρα της.

86.      Επιπλέον, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι παρέχει στον εθνικό δικαστή τη δυνατότητα, σε περίπτωση που διαπιστώσει την ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, να αναθεωρήσει το περιεχόμενο της επίμαχης ρήτρας, αντί να την αφήσει απλώς ανεφάρμοστη ως προς τον οικείο καταναλωτή (51). Η δυνατότητα αυτή έχει γίνει δεκτή από το Δικαστήριο μόνο στην περίπτωση της ακυρώσεως της συμβάσεως στο σύνολό της, προκειμένου να αποτραπούν οι ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες που θα συνεπαγόταν δυνητικώς η ακύρωση αυτή για τον καταναλωτή (52), κάτι το οποίο δεν συντρέχει στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η επίμαχη ρήτρα είναι μη ουσιώδης και διακριτή από την υπόλοιπη δανειακή σύμβαση.

87.      Κατά συνέπεια, είμαι της γνώμης ότι η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι εθνική διάταξη σχετικά με την πρόωρη λήξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν μεταβάλλει την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να κηρύσσει άκυρη και μη γεγραμμένη ρήτρα την οποία έκρινε καταχρηστική, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία ο δανειστής τήρησε, εν τοις πράγμασι, τις προβλεπόμενες από την εθνική αυτή διάταξη προϋποθέσεις.

V –    Πρόταση

88.      Με βάση το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το Juzgado de Primera Instancia n° 2 de Santander (πρωτοβάθμιο δικαστήριο n° 2 του Santander, Ισπανία) ως εξής:

1.         H προστασία που παρέχεται υπέρ των καταναλωτών από τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, συνεπάγεται ότι η άσκηση ενός αρχικού αυτεπάγγελτου ελέγχου αναφορικά με μία ή περισσότερες συμβατικές ρήτρες δεν δύναται να περιορίζει την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των υπόλοιπων ρητρών της συμβάσεως.

2.         Στο πλαίσιο της εξετάσεως του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περί πρόωρης λήξεως, όπως αυτή που περιλαμβάνεται στην επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, πρώτον, αν η εφαρμογή της ρήτρας αυτής εξαρτάται από την μη εκπλήρωση από τον καταναλωτή ουσιώδους συμβατικής υποχρεώσεως, δεύτερον, αν η εν λόγω μη εκπλήρωση είναι αρκούντως σοβαρή σε σχέση με τη διάρκεια και το ύψος του δανείου, τρίτον, αν η εν λόγω μη εκπλήρωση αποκλίνει από τους εθνικούς κανόνες ενδοτικού δικαίου οι οποίοι έχουν εφαρμογή συναφώς, και, τέταρτον, αν το εθνικό δίκαιο προβλέπει κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα τα οποία καθιστούν δυνατό για τον καταναλωτή να αντισταθμίσει τις συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας.

3.         Το άρθρο 4 της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο, κατά την εξέταση των συμβατικών ρητρών, να λάβει υπόψη την προκύπτουσα από τη δανειακή σύμβαση στο σύνολό της σχέση ποιότητας-τιμής του οικείου αγαθού ή της οικείας παροχής, τα όρια τιμών τα οποία επιβάλλονται από την εθνική νομοθεσία, τις ευχερώς προβλέψιμες μελλοντικές περιστάσεις και τις ήδη υφιστάμενες, αλλά γνωστές σε ένα μόνο εκ των συμβαλλομένων μερών, περιστάσεις, καθώς και τις μεταγενέστερες της συνάψεως της συμβάσεως περιστάσεις, εφόσον η παραπομπή στις μελλοντικές αυτές περιστάσεις προκύπτει από την εξέταση της εθνικής νομοθεσίας κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως.

4.         Η οδηγία 93/13 έχει την εξής έννοια:

–        αφενός, δεν αντίκειται σε εθνική διάταξη περί πρόωρης λήξεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, εφόσον, πρώτον, η διάταξη αυτή δεν είναι ούτε αναγκαστικού ούτε ενδοτικού δικαίου, δεύτερον, η εφαρμογή της εξαρτάται αποκλειστικώς από συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, τρίτον, δεν προδικάζει την εκτίμηση, εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου που επιλαμβάνεται διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως, περί του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας σχετικά με την πρόωρη λήξη και, τέταρτον, δεν εμποδίζει το δικαστήριο αυτό να μην εφαρμόσει την εν λόγω ρήτρα αν την κρίνει καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, και,

–        αφετέρου, η ίδια διάταξη δεν μεταβάλλει την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να κηρύσσει άκυρη και μη γεγραμμένη ρήτρα την οποία έκρινε καταχρηστική, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία ο δανειστής τήρησε, εν τοις πράγμασι, τις προβλεπόμενες από την εθνική αυτή διάταξη προϋποθέσεις.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 —      Οδηγία του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).


3 —      BOE αριθ. 116, της 15ης Μαΐου 2013, σ. 36373.


4 —      BOE αριθ. 7, της 8ης Ιανουαρίου 2000, σ. 575.


5 —      Ο υπολογισμός των τόκων αναθεωρήθηκε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου 1/2013.


6 —      Από το εκτιθέμενο από το αιτούν δικαστήριο νομικό πλαίσιο προκύπτει ότι η τέταρτη μεταβατική διάταξη αφορά τις διαδικασίες εκτελέσεως που είχαν αρχίσει πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου 1/2013 και δεν είχαν ακόμη περατωθεί.


7 —      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 34).


8 —      Απόφαση BBVA (C‑8/14, EU:C:2015:731).


9 —      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση BBVA (C‑8/14, EU:C:2015:321). Στην υπόθεση αυτή, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, «[λ]αμβανομένης υπόψη της αρχής της αποτελεσματικότητας, είναι αντίθετη στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας [93/13] εθνική μεταβατική διάταξη […] η οποία προβλέπει για τους καταναλωτές αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός από την επομένη της ημέρας δημοσιεύσεως του σχετικού νόμου, για την άσκηση ανακοπής που στηρίζεται στον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο μιας εν εξελίξει εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως».


10 —      Απόφαση BBVA (C‑8/14, EU:C:2015:731).


11 —      C‑415/11, EU:C:2013:164. Βλ., συναφώς, προτάσεις μου στην υπόθεση BBVA (C‑8/14, EU:C:2015:321, σημεία 30 έως 33).


12 —      Βλ. άρθρο 552, παράγραφος 1, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Το άρθρο αυτό συγκαταλέγεται στις γενικές διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε διαδικασία εκτελέσεως. Συνεπώς, ο αυτεπάγγελτος έλεγχος του δικαστηρίου αφορά τόσο τις διαδικασίες κοινής εκτελέσεως όσο και τις διαδικασίες εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων.


13 —      Όσον αφορά τη διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων, βλ. άρθρο 695, παράγραφος 1, σημείο 4, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Όσον αφορά τη διαδικασία κοινής εκτελέσεως, βλ. άρθρο 557, παράγραφος 1, σημείο 7, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.


14 —      Επιβάλλεται η επισήμανση ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 36 των παρουσών προτάσεων καθώς και από τα σημεία 30 έως 33 των προτάσεών μου στην υπόθεση BBVA (C‑8/14, EU:C:2015:321), πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου 1/2013, το δικαστήριο της εκτελέσεως δεν μπορούσε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών δανειακής συμβάσεως. Δεδομένου ότι η οικεία διάταξη του δικαστηρίου εκδόθηκε στις 12 Ιουνίου 2013, συνάγεται ότι η έναρξη ισχύος του νόμου 1/2013, στις 15 Μαΐου 2013, ήταν αυτή ακριβώς που επέτρεψε στο ως άνω δικαστήριο να προβεί αυτεπαγγέλτως στον έλεγχο ο οποίος οδήγησε στη μείωση των τόκων υπερημερίας στο μηδέν. Σημειώνω επίσης ότι η διάταξη αυτή κάνει αναφορά στις αποφάσεις Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164) και Jőrös (C‑397/11, EU:C:2013:340).


15 —      Ειδικότερα, η Ισπανική Κυβέρνηση επικαλείται το τυπικό δεδικασμένο της διατάξεως αυτής και μνημονεύει, συναφώς, το άρθρο 207 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ωστόσο, όσον αφορά το ουσιαστικό δεδικασμένο, πρόβλεψη περί του οποίου περιλαμβάνεται στο άρθρο 222 του εν λόγω Κώδικα, σημειώνω, ιδίως, ότι μερίδα της θεωρίας αρνείται το ουσιαστικό δεδικασμένο διατάξεως που περατώνει την ανακοπή κατά της εκτελέσεως. Η άρνηση αυτή θεμελιώνεται, αφενός, στο άρθρο 561, παράγραφος 1, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο αφορά την ανακοπή που στηρίζεται σε ουσιαστικούς λόγους και το οποίο ορίζει ότι, «αφού ακούσει τους διαδίκους σχετικά με την μη στηριζόμενη σε διαδικαστικές πλημμέλειες ανακοπή κατά της εκτελέσεως και μετά την ενδεχόμενη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το δικαστήριο λαμβάνει, διά διατάξεως, και αποκλειστικά για τους σκοπούς της εκτελέσεως, μία εκ των εξής αποφάσεων» (η υπογράμμιση δική μου). Αφετέρου, η θεωρία εκτιμά ότι η εν λόγω άρνηση του ουσιαστικού δεδικασμένου διατάξεως που περατώνει την ανακοπή κατά της εκτελέσεως θεμελιώνεται στο γεγονός ότι οι αμετάκλητες αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται κατόπιν συνοπτικής διαδικασίας στερούνται ουσιαστικού δεδικασμένου. Βλ., συναφώς, De la Oliva Santos, A., Objeto del proceso y cosa juzgada en el proceso civil, Thomson-Civitas, 2005, σ. 119 έως 124.


16 —      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C‑240/98 έως C‑244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 25)· Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 44)· διάταξη Banco Popular Español και Banco de Valencia (C‑537/12 και C‑116/13, EU:C:2013:759, σκέψη 39), καθώς και απόφαση Sánchez Morcillo και Abril García (C‑169/14, EU:C:2014:2099, σκέψη 22).


17 —      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 36) και Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 30).


18 —      Σημειώνω ότι, εν προκειμένω, δεν πρόκειται για περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο διαπίστωσε ήδη τον καταχρηστικό ή όχι χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, δεν πρόκειται δηλαδή για διπλό αυτεπάγγελτο έλεγχο της καταχρηστικότητας των συμβατικών ρητρών, στο πλαίσιο του οποίου το Δικαστήριο έκρινε ότι «η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας παρέχει στον πολίτη δικαίωμα πρόσβασης όχι σε περισσότερους βαθμούς δικαιοδοσίας αλλ’ απλώς σε δικαστήριο». Βλ. απόφαση Sánchez Morcillo και Abril García, (C‑169/14, EU:C:2014:2099, σκέψη 36). Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την εθνική δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, πρόκειται για αυτεπάγγελτο έλεγχο της καταχρηστικότητας διαφορετικών ρητρών σε δύο διαφορετικά στάδια της διαδικασίας εκτελέσεως από το ίδιο δικαστήριο. Βλ., συναφώς, σημείο 42 των παρουσών προτάσεων.


19 —      Απόφαση Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C‑240/98 έως C‑244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 29).


20 —      Απόφαση Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και διάταξη Banco Popular Español και Banco de Valencia (C‑537/12 και C‑116/13, EU:C:2013:759, σκέψη 41).


21 —      Η υπογράμμιση δική μου. Απόφαση Pannon GSM (C‑243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 32) καθώς και Banif Plus Bank (C‑472/11, EU:C:2013:88, σκέψεις 22 και 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


22 —      Απόφαση Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 38).


23 —      Όσον αφορά τη διαδικασία διαταγής πληρωμής, βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Finanmadrid E.F.C. (C‑49/14, EU:C:2015:746, σημεία 72 έως 74).


24 —      Αποφάσεις Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 22) και Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 66).


25 —      Απόφαση Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 30). Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Aziz (C‑415/11, EU:C:2012:700, σημείο 66).


26 —      Αποφάσεις Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 22) και Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 66).


27 —      Απόφαση Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 66).


28 —      Όπ.π. (σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


29 —      C‑415/11 (EU:C:2012:700, σημείο 71).


30 —      Απόφαση Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 68).


31 —      Όπ.π. (σκέψη 69) και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Aziz (C‑415/11, EU:C:2012:700, σημείο 74).


32 —      Αποφάσεις Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 25) και Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 70).


33 —      Απόφαση Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


34 —      Κατά το αιτούν δικαστήριο, «[δ]ιαιρώντας διά του 360 αλλά πολλαπλασιάζοντας με τις πραγματικές ημέρες του μήνα (365, ή 366 για τα δίσεκτα έτη), [η τράπεζα] κερδίζει 5 ημέρες ανά έτος ισχύος της υποθήκης».


35 —      Απόφαση Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 69) καθώς και διάταξη Banco Popular Español και Banco de Valencia (C‑537/12 και C‑116/13, EU:C:2013:759, σκέψη 66).


36 —      Το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13 ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή».


37 —      Βλ. απόφαση Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid (C‑484/08, EU:C:2010:309, σκέψεις 42 και 43), η οποία διευκρινίζει ότι «στην ισπανική έννομη τάξη, όπως υπογράμμισε το Tribunal Supremo [(Ανώτατο δικαστήριο)], τα εθνικά δικαστήρια μπορούν σε όλες τις περιπτώσεις να εκτιμούν, στο πλαίσιο διαφοράς σχετικής με σύμβαση που συνήφθη μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρητρών οι οποίες δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και αφορούν, μεταξύ άλλων, την κύρια παροχή της συμβάσεως αυτής, ακόμη και αν έχουν καταρτιστεί εκ των προτέρων από τον επαγγελματία με τρόπο σαφή και κατανοητό».


38 —      Η Επιτροπή υπενθύμισε, ορθώς, ότι οι ρήτρες περί πρόωρης λήξεως επέτρεπαν στην τράπεζα να επισπεύσει κατάσχεση προς ικανοποίηση του συνόλου της οφειλής, ακόμα κι αν η μη καταβολή αφορούσε μόνο μία μηνιαία δόση, υπό την προϋπόθεση ότι η οικεία ρήτρα αναγραφόταν στο έγγραφο καταρτίσεως του δανείου. Ωστόσο, κατόπιν της αποφάσεως Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164), ο Ισπανός νομοθέτης τροποποίησε το άρθρο 693, παράγραφος 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προβλέποντας ότι η μη καταβολή πρέπει να αφορά τουλάχιστον τρεις μηνιαίες δόσεις.


39 —      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η επίμαχη ρήτρα είναι ασύμβατη με το άρθρο 693, παράγραφος 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον νόμο 1/2013, διότι το άρθρο αυτό επιτρέπει την αξίωση εξοφλήσεως του συνόλου της οφειλής μόνον όταν κάτι τέτοιο έχει συνομολογηθεί από τα μέρη για την περίπτωση μη καταβολής τριών μηνιαίων δόσεων ή μη καταβολής αριθμού δόσεων τέτοιου ώστε να συνάγεται ότι ο οφειλέτης δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή του για χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί τουλάχιστον σε τρεις μήνες.


40 —      C‑415/11, EU:C:2013:164.


41 —      Όπ.π. (σκέψη 73).


42 —      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η προβλεπόμενη από την οικεία σύμβαση δυνατότητα πρόωρης λήξεως αποκλίνει από τους ενδοτικού δικαίου κανόνες, μεταξύ άλλων από τα άρθρα 1124, 1467 και 1504 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με συνέπεια να περιορίζονται τα δικαιώματα τα οποία θα διέθετε ο καταναλωτής αν δεν υφίστατο η επίμαχη ρήτρα.


43 —      Πρέπει να σημειωθεί, όπως επισήμανε η Επιτροπή, ότι είναι τουλάχιστον αμφίβολος ο αρκούντως σοβαρός χαρακτήρας της μη καταβολής μίας μόνον εκ των 564 μηνιαίων δόσεων που προβλέπονται σε σύμβαση διάρκειας 47 ετών. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, συναφώς, ότι η μη καταβολή μίας μηνιαίας δόσεως ύψους 448,62 ευρώ για δάνειο ύψους 81 600 ευρώ δεν δύναται να χαρακτηριστεί ως ουσιώδης μη εκπλήρωση.


44 —      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή εξήγησε ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει στον δανειστή να αξιώσει το σύνολο του οφειλόμενου για το κεφάλαιο και τους τόκους ποσού στο πλαίσιο συνοπτικής διαδικασίας όπως η διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως.


45 —      Σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, μη καταβολής μίας μηνιαίας δόσεως.


46 —      Βλ., a contrario, απόφαση Barclays Bank (C‑280/13, EU:C:2014:279, σκέψη 42).


47 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (C‑602/13, EU:C:2015:397, σκέψη 45).


48 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, όπ.π. (σκέψη 46).


49 —      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Barclays Bank (C‑280/13, EU:C:2014:279, σκέψη 32).


50 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (C‑602/13, EU:C:2015:397, σκέψη 50).


51 —      Απόφαση Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 71).


52 —      Απόφαση Kásler και Káslerné Rábai (C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 83).