Language of document : ECLI:EU:C:2010:14

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 14ης Ιανουαρίου 2010 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 2003/41/ΕΚ – Δραστηριότητες και εποπτεία των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων – Παράλειψη μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη ολόκληρης της οδηγίας εντός της ταχθείσας προθεσμίας – Απουσία επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων εγκατεστημένων εντός της εθνικής επικράτειας – Αρμοδιότητα των κρατών μελών να οργανώνουν τα εθνικά συνταξιοδοτικά συστήματα»

Στην υπόθεση C‑343/08,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 23 Ιουλίου 2008,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Šimerdová και N. Yerrell, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Τσεχικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον M. Smolek,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο του δεύτερου τμήματος, προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, P. Lindh, A. Rosas, U. Lõhmus και A. Ó Caoimh (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2009,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Οκτωβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι, παραλείποντας να μεταφέρει στο εθνικό της δίκαιο το σύνολο των διατάξεων της οδηγίας 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΕΕ L 235, σ. 10) και, ειδικότερα, παραλείποντας να μεταφέρει τα άρθρα 8, 9, 13, 15 έως 18 και 20, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία και ιδίως από το άρθρο της 22, παράγραφος 1.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

2        Η πρώτη, η έκτη, η όγδοη, η ένατη, η εικοστή, η τριακοστή έκτη και η τριακοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/41, η οποία εκδόθηκε βάσει των άρθρων 47, παράγραφος 2, ΕΚ, 55 ΕΚ και 95, παράγραφος 1, ΕΚ, ορίζουν:

«(1)      Μια γνήσια εσωτερική αγορά για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες είναι ουσιώδους σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης στην Κοινότητα.

[…]

(6)      Η παρούσα οδηγία αποτελεί, συνεπώς, ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση μιας εσωτερικής αγοράς επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, οργανωμένης σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Με τη θέσπιση του “κανόνα της συνετής διαχείρισης” ως βασικής αρχής για τις επενδύσεις κεφαλαίου, καθώς και με τη διευκόλυνση μιας διασυνοριακής δραστηριότητας των ιδρυμάτων, ενθαρρύνεται ο αναπροσανατολισμός της αποταμίευσης προς τον τομέα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, και προάγεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η οικονομική και κοινωνική πρόοδος.

[…]

(8)      Ιδρύματα εντελώς ξεχωριστά από οποιαδήποτε χρηματοδοτούσα επιχείρηση τα οποία ασκούν δραστηριότητες βάσει της αρχής της κεφαλαιοποίησης, με μοναδικό στόχο την προσφορά συνταξιοδοτικών παροχών, θα πρέπει να είναι ελεύθερα να παρέχουν υπηρεσίες και να προβαίνουν σε επενδύσεις, τηρουμένων απλώς συντονισμένων κανόνων εποπτείας, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για ιδρύματα που θεωρούνται νομικές οντότητες.

(9)      Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμένουν πλήρως υπεύθυνα για την οργάνωση των ιδίων συστημάτων συνταξιοδότησης καθώς και για τη λήψη απόφασης σχετικά με το ρόλο εκάστου των τριών “πυλώνων” του συνταξιοδοτικού συστήματος στα επί μέρους κράτη μέλη. Στα πλαίσια του δεύτερου πυλώνα, θα πρέπει επίσης να παραμένουν πλήρως υπεύθυνα για το ρόλο και τις λειτουργίες των διαφόρων ιδρυμάτων που προσφέρουν επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές, όπως τα ταμεία συντάξεων ολόκληρου του οικονομικού κλάδου, τα ταμεία συντάξεων των επιχειρήσεων και οι επιχειρήσεις ασφάλειας ζωής. Η παρούσα οδηγία δεν αποσκοπεί να αμφισβητήσει την εν λόγω αρχή.

[…]

(20)      Δεδομένου ότι τα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και αναλαμβάνουν μεγάλη ευθύνη όσον αφορά τη χορήγηση επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, θα πρέπει να ανταποκρίνονται σε ορισμένα ελάχιστα εποπτικά πρότυπα όσον αφορά τις δραστηριότητες και τους όρους λειτουργίας τους.

[…]

(36)      Με την επιφύλαξη της εθνικής κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την οργάνωση των συνταξιοδοτικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής ασφάλισης και των συνεπειών των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, τα ιδρύματα θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε άλλα κράτη μέλη. Θα πρέπει να τους επιτρέπεται να δέχονται χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη και να διαχειρίζονται συστήματα συνταξιοδότησης με μέλη σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. […]

(37)      Το δικαίωμα ενός ιδρύματος κράτους μέλους να διαχειρίζεται καθεστώς επαγγελματικής συνταξιοδότησης που έχει θεσπιστεί σε άλλο κράτος μέλος θα πρέπει να ασκείται τηρουμένων στο ακέραιο των διατάξεων της ισχύουσας κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον σχετίζεται με συνταξιοδοτικά καθεστώτα, για παράδειγμα με τον καθορισμό και την καταβολή συνταξιοδοτικών παροχών και με τους όρους για τη δυνατότητα μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.»

3        Αντικείμενο της οδηγίας 2003/41, κατά το πρώτο άρθρο της, είναι η θέσπιση κανόνων σχετικών με την πρόσβαση στις δραστηριότητες των ιδρυμάτων επαγγελματικών συντάξεων και στην άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων.

4        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής προβλέπει:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών. […]

2.      Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

α)      σε ιδρύματα που διαχειρίζονται συστήματα κοινωνικής ασφάλισης τα οποία εμπίπτουν στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 [του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 149, σ. 2)] και τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 [του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 (ΕΕ L 74, σ. 1)]·

β)      σε ιδρύματα που εμπίπτουν στην [πρώτη] οδηγία 73/239/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (ΕΕ L 228, σ. 3)], της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 375, σ. 3)], της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (ΕΕ L 141, σ. 27)], της οδηγίας 2000/12/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 126, σ. 1)] και της οδηγίας 2002/83/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345, σ. 1)]·

γ)      σε ιδρύματα που λειτουργούν σε διανεμητική βάση·

δ)      σε ιδρύματα όπου οι υπάλληλοι των χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων δεν έχουν εκ του νόμου δικαιώματα στα οφέλη και όπου η χρηματοδοτούσα επιχείρηση μπορεί να αποδεσμεύσει σε οιαδήποτε στιγμή τα στοιχεία του ενεργητικού και να μην ανταποκριθεί κατ’ ανάγκη στις υποχρεώσεις της προς καταβολή των συνταξιοδοτικών οφελών·

ε)      στις επιχειρήσεις οι οποίες, για την καταβολή των συντάξεων στους υπαλλήλους τους, προσφεύγουν στη σύσταση αποθεματικών στον ισολογισμό.»

5        Δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 2003/41, τα κράτη μέλη καταγωγής μπορούν να επιλέξουν να εφαρμόζουν ορισμένες διατάξεις της στις δραστηριότητες παροχής επαγγελματικών συντάξεων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που διέπονται από την οδηγία 2002/83.

6        Κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/41, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να μην εφαρμόσουν την παρούσα οδηγία, εν όλω ή εν μέρει, σε οποιοδήποτε ίδρυμα εγκατεστημένο στις επικράτειές τους το οποίο διαχειρίζεται συνταξιοδοτικά συστήματα που έχουν συνολικά λιγότερα από 100 μέλη και, κατά περίπτωση, σε ιδρύματα στα οποία η παροχή επαγγελματικών συνταξιοδοτήσεων έχει θεσπιστεί εκ του νόμου, και τυγχάνει της εγγύησης δημόσιας αρχής.

7        Κατά το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής:

«[...], νοούνται ως:

α)      “ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών” ή “ίδρυμα”: το ίδρυμα το οποίο λειτουργεί, ανεξαρτήτως της νομικής του μορφής, σε κεφαλαιοποιητική βάση και ιδρύεται, ξεχωριστά από οποιαδήποτε χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή επαγγελματική ένωση, με στόχο να χορηγεί συνταξιοδοτικές παροχές στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής δραστηριότητας με βάση συμφωνία ή σύμβαση η οποία έχει συναφθεί:

–        μεμονωμένα ή συλλογικά μεταξύ εργοδότη(-ών) και εργαζομένου(-ων) ή των αντίστοιχων εκπροσώπων τους, ή

–        με ελεύθερους επαγγελματίες, κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής,

και το οποίο αναπτύσσει δραστηριότητες που συνδέονται άμεσα με τον ανωτέρω στόχο·

β)      “συνταξιοδοτικό σύστημα”: η σύμβαση, η συμφωνία, το έγγραφο καταπιστεύματος (trust deed) και οι κανόνες διά των οποίων καθορίζεται ποιες συνταξιοδοτικές παροχές χορηγούνται και υπό ποιους όρους·

γ)      “χρηματοδοτούσα επιχείρηση”: οποιαδήποτε επιχείρηση, ή άλλος φορέας, ανεξαρτήτως του εάν περιλαμβάνει ή απαρτίζεται από ένα ή περισσότερα νομικά ή φυσικά πρόσωπα ενεργούντα υπό την ιδιότητα εργοδότη ή ελευθέρου επαγγελματία ή οποιουδήποτε συνδυασμού αυτών και που καταβάλλει εισφορές σε ίδρυμα για παροχή επαγγελματικής συνταξιοδότησης·

[…]

θ)      “κράτος μέλος καταγωγής”: το κράτος μέλος στο οποίο το ίδρυμα έχει την έδρα του ή το κύριο διοικητικό του κατάστημα ή, εφόσον δεν έχει έδρα, το κύριο διοικητικό του κατάστημα

ι)      “κράτος μέλος υποδοχής”: το κράτος μέλος του οποίου η κοινωνική και εργατική νομοθεσία σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις διέπει τις σχέσεις μεταξύ χρηματοδοτούσας επιχείρησης και μελών.»

8        Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει τον νομικό διαχωρισμό μεταξύ μιας χρηματοδοτούσας επιχείρησης και ενός ιδρύματος επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, ώστε, σε περίπτωση πτώχευσης της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, να διαφυλάσσονται τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος προς το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων.

9        Το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας ορίζει, στην πρώτη παράγραφό του, ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν για όλα τα εγκατεστημένα στην επικράτειά τους ιδρύματα ότι πληρούν ορισμένους όρους λειτουργίας, και, μεταξύ άλλων, ότι είναι καταχωρημένα ή εγκεκριμένα σε εθνικό μητρώο από την αρμόδια εποπτική αρχή, ότι διοικούνται από πρόσωπα έντιμα, τα οποία είτε διαθέτουν τα ίδια τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα και εμπειρία είτε προσλαμβάνουν συμβούλους με τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα και εμπειρία. Η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι, σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας, οι όροι λειτουργίας των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών εγκρίνονται προηγουμένως από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.

10      Κατά το άρθρο 10 της οδηγίας 2003/41, κάθε κράτος μέλος απαιτεί από όλα τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά του να καταρτίζουν ετήσιους λογαριασμούς και ετήσιες εκθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη κάθε συνταξιοδοτικό σύστημα που διαχειρίζεται το ίδρυμα.

11      Το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι κάθε ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην επικράτειά του καταρτίζει, και επανεξετάζει τουλάχιστον ανά τριετία, γραπτή δήλωση των αρχών επενδυτικής πολιτικής.

12      Δυνάμει του άρθρου 13 της εν λόγω οδηγίας, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν, για κάθε ίδρυμα εγκατεστημένο στην επικράτειά του, τις αναγκαίες εξουσίες και μέσα προκειμένου να ελέγχουν τις δραστηριότητες των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών.

13      Τα άρθρα 15 έως 18 της οδηγίας ορίζουν ότι τα κράτη μέλη καταγωγής πρέπει να μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα τα οποία διαχειρίζονται επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα, αντιστοίχως, συνιστούν τεχνικά αποθεματικά για τα διάφορα συνταξιοδοτικά καθεστώτα, έχουν περιουσιακά στοιχεία κατάλληλα και για την κάλυψη των εν λόγω αποθεματικών καθώς και συμπληρωματικά περιουσιακά στοιχεία προς κάλυψη των πρόσθετων κινδύνων και επενδύουν τα περιουσιακά τους στοιχεία σύμφωνα με τον κανόνα της συνετής διαχείρισης.

14      Το άρθρο 20, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας 2003/41 προβλέπει:

«1.      Με την επιφύλαξη της εθνικής κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σε θέματα οργάνωσης των συνταξιοδοτικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής συμμετοχής σε αυτά, αλλά και των αποτελεσμάτων των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις της επικράτειάς τους να χρηματοδοτούν ιδρύματα επαγγελματικής συνταξιοδότησης των οποίων η άδεια έχει εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη. Επιτρέπουν επίσης σε τέτοια ιδρύματα των οποίων η άδεια έχει εκδοθεί στις επικράτειές τους να δέχονται χρηματοδότηση από επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών.

2.      Ίδρυμα το οποίο επιθυμεί να δεχθεί χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσα επιχείρηση η οποία εδρεύει στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους χρειάζεται προηγούμενη έγκριση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, όπως αναφέρεται στο άρθρο 9, παράγραφος 5. Πρέπει όμως να γνωστοποιεί την επιθυμία του να δεχθεί χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσα επιχείρηση άλλου κράτους μέλους στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής όπου το ίδρυμα έχει εγκριθεί.

3.      Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά τους και προτίθενται να χρηματοδοτηθούν από επιχείρηση εγκατεστημένη στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους να παρέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες όταν προβαίνουν στη γνωστοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 2:

α)      το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη υποδοχής·

β)      την επωνυμία της χρηματοδοτούσας επιχείρησης·

γ)      τα κύρια χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που θα διαχειριστεί το ίδρυμα για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.

4)      Όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ειδοποιηθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 2, και εφόσον δεν υπάρχουν λόγοι αμφιβολίας για το αν η διοικητική ή η οικονομική κατάσταση του ιδρύματος ή η φήμη και τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των διαχειριστών του είναι συμβατά με τις πράξεις των οποίων προτείνεται η διενέργεια στο κράτος υποδοχής, θα πρέπει, εντός τριμήνου αφ’ ότου λάβει όλες τις πληροφορίες της παραγράφου 3, να τις ανακοινώνει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και να ενημερώνει αρμοδίως το ίδρυμα.»

15      Το άρθρο 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας ορίζει:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 23 Σεπτεμβρίου 2005. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.»

16      Δυνάμει των παραγράφων 3 και 4 του εν λόγω άρθρου, τα κράτη μέλη δύνανται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αναβάλουν μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου 2010 την εφαρμογή των άρθρων 17 και 18 της οδηγίας στα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά τους.

 Η εθνική νομοθεσία

17      Η οδηγία 2003/41 μεταφέρθηκε στην τσεχική έννομη τάξη με τον νόμο αριθ. 340/2006, της 24ης Μαΐου 2006, περί των δραστηριοτήτων των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος τροποποίησε τον νόμο αριθ. 48/1997 περί ασφαλίσεως δημόσιας υγείας, για την τροποποίηση και συμπλήρωση συναφών νόμων.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

18      Στις 11 Ιουλίου 2006, η Τσεχική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι μετέφερε την οδηγία 2003/41 στην εσωτερική έννομη τάξη με τον νόμο 340/2006.

19      Στις 18 Οκτωβρίου 2006 η Επιτροπή απηύθυνε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 226 ΕΚ, έγγραφο οχλήσεως στην Τσεχική Δημοκρατία με το οποίο διαπίστωνε ότι τα άρθρα 1 έως 5, 8, 9, 13 και 15 έως 21 της οδηγίας δεν είχαν μεταφερθεί ή είχαν μεταφερθεί μόνον εν μέρει στο εθνικό δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

20      Στην από 18 Δεκεμβρίου 2006 απάντησή της, η Τσεχική Δημοκρατία εξήγησε, κατ’ ουσίαν, ότι, δεδομένου ότι δεν υφίσταται κανένας επαγγελματικός συνταξιοδοτικός φορέας στο έδαφός της που να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, ο νόμος 340/2006 περιορίστηκε στη μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας οι οποίες καθιστούν δυνατή την άσκηση, από επαγγελματικούς συνταξιοδοτικούς φορείς εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη, διασυνοριακών δραστηριοτήτων μέσω της παροχής υπηρεσιών στο τσεχικό έδαφος και, κατά συνέπεια, καθιστούν δυνατό για τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός της να συνεισφέρουν στα συνταξιοδοτικά συστήματα που προτείνουν τα εν λόγω ιδρύματα. Η Τσεχική Δημοκρατία υπενθύμισε συναφώς ότι τα κράτη μέλη έχουν, δυνάμει του άρθρου 137, παράγραφος 4, πρώτη περίπτωση, ΕΚ, τη δυνατότητα να οργανώνουν ελευθέρως τα εθνικά τους συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως.

21      Μην έχοντας ικανοποιηθεί από την απάντηση αυτή, η Επιτροπή απηύθυνε, στις 23 Μαρτίου 2003, αιτιολογημένη γνώμη στην Τσεχική Δημοκρατία, καλώντας την να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να μεταφέρει στο σύνολό της την οδηγία 2003/41 και, ιδίως, τα άρθρα 8, 9, 13, 15 έως 18 καθώς και 20, παράγραφοι 2 και 4, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/41, εντός δίμηνης προθεσμίας από της παραλαβής της αιτιολογημένης γνώμης.

22      Το εν λόγω κράτος μέλος απάντησε στη γνώμη με επιστολή της 24ης Ιουλίου 2007, ισχυριζόμενο εκ νέου ότι η υποχρέωση μεταφοράς της οικείας οδηγίας δεν δύναται να θίξει το δικαίωμα των κρατών μελών να καθορίζουν τις θεμελιώδεις αρχές των εθνικών τους συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως.

23      Η Επιτροπή δεν ικανοποιήθηκε με την απάντηση αυτή και αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επί του παραδεκτού

24      Με την παρούσα προσφυγή, η Επιτροπή επιδιώκει να αναγνωριστεί, κατά το διατακτικό της προσφυγής της, ότι η Τσεχική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 2003/41, παραλείποντας «ιδίως» να μεταφέρει τα άρθρα 8, 9, 13, 15 έως 18 και 20, παράγραφοι 2 έως 4, αυτής.

25      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 226 ΕΚ για την άσκηση προσφυγής λόγω παραβάσεως (αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1992, C-362/90, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1992, σ. I-2353, σκέψη 8, της 15ης Ιανουαρίου 2002, C‑439/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2002, σ. I‑305, σκέψη 8, και της 4ης Μαΐου 2006, C‑98/04, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 2006, σ. Ι-4003, σκέψη 16).

26      Από το άρθρο 38, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και από τη σχετική νομολογία προκύπτει ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο πρέπει να εμφαίνει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή, προκειμένου ο καθού να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του και το Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Επομένως, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται μια προσφυγή πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, τα δε αιτήματα που περιλαμβάνει το δικόγραφο αυτό πρέπει να είναι διατυπωμένα κατά τρόπο μη διφορούμενο, ούτως ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος είτε να αποφανθεί το Δικαστήριο ultra petita είτε να παραλείψει να αποφανθεί επί κάποιας αιτιάσεως (βλ. αποφάσεις της 26ης Απριλίου 2007, C-195/04, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, Συλλογή 2007, σ. I-3351, σκέψη 22 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 21ης Φεβρουαρίου 2008, C-412/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2008, σ. I-619, σκέψη 103).

27      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, καίτοι η Επιτροπή, χρησιμοποιώντας τον όρο «ιδίως» στο διατακτικό του δικογράφου της προσφυγής της, επιδιώκει να περιλάβει στην προσφυγή της και άλλες διατάξεις της οδηγίας 2003/41, πέραν των ρητώς αναφερόμενων σε αυτή, το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές, καθόσον σε αυτό δεν προσδιορίζονται ούτε οι εν λόγω επιπλέον διατάξεις ούτε οι λόγοι για τους οποίους η Τσεχική Δημοκρατία δεν τις μετέφερε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

28      Κατά συνέπεια, η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον κατά το μέτρο που βάλλει κατά της φερόμενης παραλείψεως της Τσεχικής Δημοκρατίας να μεταφέρει τα άρθρα 8, 9, 13, 15 έως 18 και 20, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2003/41.

 Επί της ουσίας

29      Δεν αμφισβητείται ότι τα άρθρα 8, 9, 13, 15 έως 18 και 20, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2003/41 δεν μεταφέρθηκαν από την Τσεχική Δημοκρατία εντός της ταχθείσας από την οδηγία προθεσμίας ή κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας. Πράγματι, το εν λόγω κράτος μέλος, το οποίο δεν επικαλείται τη δυνατότητα μερικής αναβολής που προβλέπει το άρθρο 22, παράγραφοι 3 και 4, της εν λόγω οδηγίας, όσον αφορά ορισμένες διατάξεις των άρθρων 17 και 18 αυτής, αναγνωρίζει ότι οι διατάξεις που αναφέρονται ρητώς στην προσφυγή δεν έχουν τεθεί σε ισχύ στην εσωτερική του έννομη τάξη εντός των οικείων προθεσμιών. Εντούτοις, καμία διάταξη της οδηγίας 2003/41 δεν προβλέπει ότι τα κράτη μέλη ή ορισμένα εξ αυτών δύνανται να μην προβούν στην εν λόγω μεταφορά.

30      Η Τσεχική Δημοκρατία ισχυρίζεται εντούτοις ότι δεν υποχρεούται να μεταφέρει τις διατάξεις της οδηγίας 2003/41 που αναφέρονται ρητώς στην προσφυγή, επειδή, αν προέβαινε στην ενέργεια αυτή, θα αναγκαζόταν να τροποποιήσει τις θεμελιώδεις αρχές του εθνικού της συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, η οργάνωση του οποίου εμπίπτει, δυνάμει του άρθρου 137, παράγραφος 4, πρώτη περίπτωση, ΕΚ, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, εισάγοντας στο συνταξιοδοτικό σύστημά της καθεστώς επαγγελματικών συντάξεων, μολονότι στο εθνικό του δίκαιο δεν υπάρχει τέτοιου είδους καθεστώς.

31      Η Τσεχική Δημοκρατία διευκρινίζει συναφώς ότι το συνταξιοδοτικό σύστημά της απαρτίζεται από δύο μόνο σκέλη, συνιστάμενα αντιστοίχως στον πρώτο και στον τρίτο πυλώνα των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Ο πρώτος πυλώνας, διεπόμενος από τον νόμο αριθ. 155/1995 περί ασφαλίσεως συντάξεων, συνίσταται στην εκ του νόμου, γενική και υποχρεωτική ασφάλιση για όλους τους ασφαλισμένους και υπάγεται στο εθνικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως. Ο τρίτος πυλώνας, διεπόμενος από τον νόμο αριθ. 42/1994 περί συμπληρωματικής ασφαλίσεως συντάξεως τυγχάνουσας κρατικής χρηματοδοτήσεως, περιλαμβάνει ατομικές συμβάσεις κοινωνικής ασφαλίσεως που συνάπτουν προαιρετικώς οι ασφαλισμένοι με τα εγκατεστημένα δυνάμει του εν λόγω νόμου ταμεία συντάξεων. Η συμμετοχή στα ταμεία αυτά είναι ανεξάρτητη από τη θέση εργασίας, την ύπαρξη εργοδότη ή την άσκηση ανεξάρτητης δραστηριότητας. Αντιθέτως, το τσεχικό σύστημα συνταξιοδοτήσεως δεν περιλαμβάνει δεύτερο πυλώνα αποτελούμενο από τις επικουρικές συντάξεις, οι οποίες παρέχονται σε συνάρτηση με επαγγελματική δραστηριότητα, μισθωτή ή ανεξάρτητη.

32      Κατά τον τρόπο αυτόν, η Τσεχική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι, κατά τη νυν ισχύουσα εθνική νομοθεσία, επαγγελματικός συνταξιοδοτικός φορέας δεν θα μπορούσε να εγκατασταθεί στο τσεχικό έδαφος προκειμένου να ασκήσει τη δραστηριότητα αυτή, καθότι θα προσέκρουε στις νομικές διατάξεις που διέπουν την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας στον χρηματοπιστωτικό τομέα και θα εξετίθετο, κατά συνέπεια, στον κίνδυνο της επιβολής διοικητικών κυρώσεων ή της ασκήσεως ποινικών διώξεων εις βάρος του. Εξάλλου, δεν υπάρχει η πολιτική βούληση ούτε το οικονομικό δυναμικό που απαιτούνται για την εγκαθίδρυση ενός συστήματος ασφαλίσεως για την παροχή επαγγελματικών συντάξεων.

33      Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, δεδομένου ότι το άρθρο 137, παράγραφος 4, πρώτη περίπτωση, ΕΚ παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να καθορίζουν τις θεμελιώδεις αρχές του δικού τους συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, δεν είναι δυνατό να απαιτείται η μεταφορά οδηγίας που θίγει την ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος το οποίο εγγυάται το πρωτογενές δίκαιο. Δεδομένου δε ότι οι διατάξεις τις οποίες αφορά η παρούσα προσφυγή επιβάλλουν υποχρεώσεις στα κράτη μέλη στο έδαφος των οποίων είναι εγκατεστημένοι επαγγελματικοί συνταξιοδοτικοί φορείς, η μεταφορά τους θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα τη δημιουργία του νομοθετικού πλαισίου για τη λειτουργία τέτοιων επιχειρήσεων στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας και, επομένως, τη δημιουργία δεύτερου πυλώνα στο εν λόγω κράτος μέλος, γεγονός που θα διετάρασσε σοβαρά τη συνολική οικονομική ισορροπία του εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος του κράτους αυτού.

34      Ενδεικτικώς, η Τσεχική Δημοκρατία παραπέμπει στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/41, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση εγγραφής του ιδρύματος σε εθνικό μητρώο ή την έγκρισή του. Η δημιουργία του καταλλήλου μητρώου ή η οργάνωση καταλλήλου συστήματος εγκρίσεως απαιτεί οπωσδήποτε τη θέσπιση αντιστοίχων νομοθετικών μέτρων. Η μεμονωμένη υιοθέτηση τέτοιου είδους μέτρων, χωρίς να υιοθετηθεί ένα πολύπλοκο σύστημα επαγγελματικών συντάξεων, δηλαδή χωρίς να προσδιοριστούν, παραδείγματος χάριν, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, δεν είναι δυνατή.

35      Η Τσεχική Δημοκρατία διευκρινίζει ότι έχει επίγνωση του γεγονότος ότι, κατά κανόνα, επαγγελματικοί συνταξιοδοτικοί φορείς δεν πρέπει να συγχέονται με τον δεύτερο πυλώνα των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Ωστόσο, οι φορείς αυτοί αποτελούν ουσιώδες στοιχείο των συνταξιοδοτικών συστημάτων και η δημιουργία νομοθετικού πλαισίου ενόψει της εγκαταστάσεώς τους θα προκαλούσε οπωσδήποτε τροποποιήσεις στο εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα αυτό καθαυτό.

36      Η Τσεχική Δημοκρατία τονίζει, περαιτέρω, ότι η μεταφορά που πραγματοποιήθηκε με τον νόμο 340/2006 εξασφαλίζει την επίτευξη του επιδιωκόμενου από την οδηγία 2003/41 σκοπού. Με τον εν λόγω νόμο μεταφέρθηκαν, πράγματι, όλες οι διατάξεις που αφορούν τη διασυνοριακή προσφορά υπηρεσιών επαγγελματικών συντάξεων εκ μέρους εταιριών εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη, οπότε κατέστη δυνατό για τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός της να συνεισφέρουν στα συνταξιοδοτικά συστήματα που προτείνουν οι εν λόγω εταιρίες και, συγχρόνως, κατέστη δυνατό για τις τελευταίες να προσφέρουν τις κατάλληλες υπηρεσίες στην Τσεχική Δημοκρατία.

37      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι με την επιχειρηματολογία αυτή η Τσεχική Δημοκρατία αποσκοπεί κατ’ ουσία στο να δικαιολογήσει την παράλειψη μεταφοράς των επίμαχων διατάξεων της οδηγίας 2003/41, αφενός, επικαλούμενη το γεγονός ότι κανένας επαγγελματικός συνταξιοδοτικός φορέας δεν είναι εγκατεστημένος στο έδαφός της λόγω της απαγορεύσεως που θεσπίζει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τέτοιου είδους φορείς, και, αφετέρου, η ενσωμάτωση των διατάξεων αυτών θα την υποχρέωνε να τροποποιήσει το εθνικό συνταξιοδοτικό της σύστημα εισάγοντας δεύτερο πυλώνα, ενώ το άρθρο 137, παράγραφος 4, πρώτη περίπτωση, ΕΚ, παρέχει στα κράτη μέλη την αρμοδιότητα να οργανώνουν τα εθνικά τους συστήματα στον τομέα αυτόν.

38      Σκόπιμο είναι, συνεπώς, να εξεταστεί αν οι εκτιμήσεις που αντλούνται, αντιστοίχως, από το εθνικό και το κοινοτικό δίκαιο μπορούν να δικαιολογήσουν την παράλειψη μεταφοράς των διατάξεων της οδηγίας 2003/41 που αναφέρονται ρητώς στην υπό κρίση προσφυγή.

39      Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι κανένας επαγγελματικός συνταξιοδοτικός φορέας δεν είναι εγκατεστημένος στο έδαφός της, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η μη ύπαρξη εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους δραστηριότητας στην οποία αναφέρεται δεδομένη οδηγία δεν μπορεί να απαλλάξει το οικείο κράτος από την υποχρέωσή του να λάβει νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί η προσήκουσα μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη του συνόλου των διατάξεων της οδηγίας (αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-214/98, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2000, σ. I-9601, σκέψη 22, της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C-372/00, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 2001, σ. I-10303, σκέψη 11, της 30ής Μαΐου 2002, C-441/00, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 2002, σ. I-4699, σκέψη 15, και της 8ης Ιουνίου 2006, C‑71/05, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, σκέψη 12).

40      Ειδικότερα, τόσο η αρχή της ασφαλείας δικαίου όσο και η ανάγκη διασφαλίσεως της πλήρους εφαρμογής των οδηγιών, όχι μόνο στην πράξη αλλά και νομικώς, απαιτούν από τα κράτη μέλη να επαναλαμβάνουν τις συναφείς επιταγές της οδηγίας με δεσμευτικές νομικές διατάξεις στον τομέα που αφορά η οδηγία (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 1990, C-339/87, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 1990, σ. Ι-851, σκέψεις 22 και 25, καθώς και Επιτροπή κατά Ελλάδας, προαναφερθείσα, σκέψη 23).

41      Η υποχρέωση αυτή βαρύνει τα κράτη μέλη όχι μόνον προκειμένου να προλάβουν οποιαδήποτε τροποποίηση της ισχύουσας σε δεδομένο χρονικό σημείο καταστάσεως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι όλα τα υποκείμενα δικαίου στην Κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των υποκειμένων δικαίου των κρατών μελών στα οποία δεν υπάρχει συγκεκριμένη δραστηριότητα στην οποία αναφέρεται δεδομένη οδηγία, θα γνωρίζουν, εν πάση περιπτώσει, με σαφήνεια τα ακριβή δικαιώματα και τις ακριβείς υποχρεώσεις τους (βλ., συναφώς, προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 27, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 12, της 30ής Μαΐου 2002, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 16, και Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, σκέψη 13).

42      Κατά τη νομολογία, η μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν επιβάλλεται μόνο στην περίπτωση που η μεταφορά της δεν έχει νόημα για γεωγραφικούς λόγους (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 13, και της 30ής Μαΐου 2002, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 17).

43      Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει, ιδίως, από την πρώτη, την έκτη και την όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/41, αυτή, εκδοθείσα βάσει των άρθρων 47, παράγραφος 2, ΕΚ, 55 ΕΚ και 95 ΕΚ, αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση μιας εσωτερικής αγοράς για τα συστήματα επαγγελματικών συντάξεων, στο πλαίσιο της οποίας οι επαγγελματικοί συνταξιοδοτικοί φορείς πρέπει να απολαύουν της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας επενδύσεων.

44      Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/41 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν, αφενός, να καθιστούν δυνατή τη χρηματοδότηση των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων των οποίων η άδεια έχει εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη από επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός τους, και, αφετέρου, να καθιστούν δυνατή την παροχή υπηρεσιών εκ μέρους ιδρυμάτων επαγγελματικής συνταξιοδοτήσεως των οποίων η άδεια έχει εκδοθεί στο έδαφός τους σε επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.

45      Για την άσκηση των διασυνοριακών αυτών δραστηριοτήτων, η οδηγία 2003/41 υποχρεώνει τα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από την έβδομη και την εικοστή αιτιολογική της σκέψη, να υποβάλουν τους επαγγελματικούς συνταξιοδοτικούς φορείς που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους σε διάφορους κανόνες εποπτείας όσον αφορά τις δραστηριότητες και τους όρους λειτουργίας τους που σκοπό έχουν να διασφαλίσουν ένα υψηλό επίπεδο ασφαλείας για τους μελλοντικούς συνταξιούχους που θα είναι αποδέκτες των παροχών τους.

46      Οι κανόνες αυτοί αφορούν, ιδίως, κατά τα άρθρα 8, 9, 13 και 15 έως 18 της οδηγίας 2003/41, αντιστοίχως, τον νομικό διαχωρισμό μεταξύ των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων και των χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων που συμβάλλονται με αυτά, ώστε, σε περίπτωση πτώχευσης της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, να διαφυλάσσονται τα περιουσιακά στοιχεία των συνταξιοδοτικών ιδρυμάτων, τους όρους λειτουργίας που εγγυώνται τη σοβαρότητα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων, όπως η εγγραφή σε εθνικό μητρώο ή η έγκριση, η διαχείριση από έντιμα πρόσωπα, η ύπαρξη καταλλήλων κανόνων, τα τεχνικά αποθεματικά που πιστοποιούνται από ειδικό στον εν λόγω τομέα, η πληροφόρηση των μελών, τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές, καθώς και την παρουσίαση και τη διαχείριση επαρκών κεφαλαίων για την κάλυψη των υποχρεώσεών τους.

47      Εξάλλου, το άρθρο 20, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2003/41 προβλέπει τη διαδικασία την οποία πρέπει να τηρεί ένας επαγγελματικός συνταξιοδοτικός φορέας που προτίθεται να παράσχει υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος, καθώς και τον ρόλο των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος. Ειδικότερα, η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου, όπως και το άρθρο 9, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας ορίζουν ότι οι όροι λειτουργίας των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων που επιδιώκουν να ασκήσουν διασυνοριακές δραστηριότητες εγκρίνονται προηγουμένως από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, ήτοι εκείνου στο έδαφος του οποίου έχουν την έδρα τους ή/και το κύριο διοικητικό τους κατάστημά τους.

48      Εκ των ανωτέρω προκύπτει, όπως επισημαίνει η Τσεχική Δημοκρατία, ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2003/41 τις οποίες αναφέρεται ρητώς η υπό κρίση προσφυγή, ήτοι τα άρθρα 8, 9, 13, 15 έως 18, 20, παράγραφοι 2 έως 4, επιβάλλουν ουσιαστικά υποχρεώσεις στα κράτη μέλη, στο έδαφος των οποίων είναι εγκατεστημένοι επαγγελματικοί συνταξιοδοτικοί φορείς.

49      Ασφαλώς, κατά το εν λόγω κράτος μέλος, κανένας επαγγελματικός συνταξιοδοτικός φορέας δεν μπορεί νομίμως να εγκατασταθεί στο έδαφός του.

50      Εντούτοις, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στις σκέψεις 39 έως 41 της παρούσας αποφάσεως, και ελλείψει γεωγραφικού λόγου δυνάμενου να καταστήσει άνευ αντικειμένου τη μεταφορά των επίμαχων διατάξεων στην εσωτερική έννομη τάξη, είναι σημαντικό, σε περίπτωση κατά την οποία, ενδεχομένως, η Τσεχική Δημοκρατία αποφασίσει να συμπληρώσει το εθνικό της σύστημα συνταξιοδοτήσεως με σύστημα επαγγελματικής συντάξεως αντιστοιχούν στον δεύτερο πυλώνα, όλα τα υποκείμενα δικαίου στο εν λόγω κράτος μέλος, όπως ακριβώς και τα άλλα υποκείμενα δικαίου στην Κοινότητα, να γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.

51      Τέτοια εξέλιξη του εθνικού συστήματος επαγγελματικών συντάξεων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποκλειστεί ή να θεωρηθεί ως καθαρά υποθετική, όπως ισχυρίζεται η Τσεχική Δημοκρατία, επειδή θα απαιτούσε την τροποποίηση του εφαρμοστέου νομικού καθεστώτος και όχι απλώς την άρση ενός πραγματικού εμποδίου. Ειδικότερα, κάθε νομοθεσία είναι δυνατό να τροποποιηθεί. Εξάλλου, εν προκειμένω, προκύπτει από τα ίδια τα υπομνήματα του εν λόγω κράτους μέλους ότι σχέδια νομοθετικών ρυθμίσεων για την εισαγωγή δεύτερου πυλώνα στο εθνικό συνταξιοδοτικό της σύστημα εκπονήθηκαν στην Τσεχική Δημοκρατία πριν την έκδοση της οδηγίας 2003/41, το 1993, όταν ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων πρότεινε την ψήφιση σχετικού νόμου στην Τσεχική Κυβέρνηση, η οποία τελικά αποφάσισε διαφορετικά, ήτοι να εκδώσει νόμο περί συμπληρωματικής ασφαλίσεως συντάξεων τυγχάνουσας κρατικής χρηματοδοτήσεως, και το 2001, όταν η εν λόγω κυβέρνηση κατέθεσε στο τσεχικό κοινοβούλιο νομοσχέδιο περί επαγγελματικής συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως. Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Τσεχική Δημοκρατία δέχτηκε ότι θα ήταν δυνατό να εισαχθεί στο μέλλον δεύτερος πυλώνας αν υπάρξει η σχετική πολιτική βούληση.

52      Συνεπώς, καίτοι, κατά την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, κανένας επαγγελματικός συνταξιοδοτικός φορέας δεν μπορεί νομίμως να εγκατασταθεί στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας ελλείψει δεύτερου πυλώνα στο εθνικό σύστημα συντάξεων, το εν λόγω κράτος μέλος υποχρεούται να μεταφέρει πλήρως τις διατάξεις των άρθρων 8, 9, 13, 15 έως 18 και 20, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2003/41, θεσπίζοντας και θέτοντας σε ισχύ στο εσωτερικό της δίκαιο, κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, αυτής, τις αναγκαίες προς τούτο νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις.

53      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Τσεχική Κυβέρνηση, μια τέτοια υποχρέωση μεταφοράς δεν μπορεί να θίξει την αρμοδιότητα που διαθέτει όσον αφορά την οργάνωση του εν λόγω εθνικού συστήματος συντάξεων και τη διατήρηση της οικονομικής του ισορροπίας, υποχρεώνοντάς την να δημιουργήσει, στο πλαίσιο της μεταφοράς της, δεύτερο πυλώνα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα προνόμια που της αναγνωρίζει το άρθρο 137, παράγραφος 4, πρώτη περίπτωση, ΕΚ.

54      Πρώτον, η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των επίμαχων διατάξεων της οδηγίας 2003/41 δεν υποχρεώνει, κατά τον τρόπο αυτόν, σε καμία περίπτωση την Τσεχική Δημοκρατία να τροποποιήσει το εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημά της.

55      Συναφώς, αδίκως υποστηρίζει η Τσεχική Δημοκρατία ότι μια τέτοια μεταφορά συνεπάγεται ipso facto την εισαγωγή δεύτερου πυλώνα στο εθνικό συνταξιοδοτικό της σύστημα.

56      Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρέσχε το εν λόγω κράτος μέλος σε απάντηση των έγγραφων ερωτήσεων του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού, η δημιουργία δεύτερου πυλώνα, αντιστοιχούντος σε σύστημα περίπλοκο, προϋποθέτει όντως τη θέσπιση από τον εθνικό νομοθέτη πλήρους εσωτερικού νομοθετικού πλαισίου για τον προσδιορισμό, μεταξύ άλλων, των απαραίτητων προϋποθέσεων για την εγκατάσταση των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων στο έδαφός της καθώς και των νομικών σχέσεων τόσο μεταξύ δεύτερου πυλώνα και των λοιπών πυλώνων του εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος όσο και, στο πλαίσιο του ίδιου του δεύτερου πυλώνα, μεταξύ των διαφορετικών στοιχείων που τον συνθέτουν, ήτοι των εργοδοτών, των εργαζομένων, των οργάνων ελέγχου και εποπτείας, καθώς και, ενδεχομένως, άλλων κρατικών οργάνων.

57      Διαπιστώνεται συνεπώς ότι καμία από τις διατάξεις της οδηγίας 2003/41 στις οποίες αναφέρεται ρητώς η υπό κρίση προσφυγή ούτε κάποια άλλη διάταξή της δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη τη θέση σε εφαρμογή τέτοιου κανονιστικού πλαισίου.

58      Έτσι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Τσεχικής Δημοκρατίας, αν η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/41 επιβάλλει βεβαίως, μεταξύ άλλων, στα κράτη μέλη να προβλέπουν στην εθνική τους νομοθεσία την εγγραφή σε μητρώο ή την έγκριση των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συντάξεων στο έδαφός τους, η διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνει κανένα κανόνα που να υποχρεώνει τα εν λόγω κράτη να καταστήσουν δυνατή την εγκατάσταση τέτοιου είδους φορέων στο έδαφός τους.

59      Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 43 έως 47 της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία 2003/41 αποτελεί ένα πρώτο μόνο βήμα προς την κατεύθυνση μιας εσωτερικής αγοράς επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, μέσω της εφαρμογής, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, ενός ελάχιστου επιπέδου κανόνων εποπτείας. Αντιθέτως, δεν αποσκοπεί να εναρμονίσει, έστω μερικώς, τα εθνικά συνταξιοδοτικά συστήματα, υποχρεώνοντας τα κράτη μέλη να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν τους κανόνες του εθνικού τους δικαίου που καθορίζουν την οργάνωση καθαυτή των συστημάτων αυτών.

60      Ειδικότερα, στην ένατη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία υπογραμμίζει ρητώς ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη παραμένουν πλήρως υπεύθυνα για την οργάνωση των εθνικών συστημάτων συνταξιοδότησης καθώς και για τη λήψη αποφάσεως σχετικά με τον ρόλο εκάστου των πυλώνων του συνταξιοδοτικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένου του δεύτερου πυλώνα, και ότι αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θίξει τα προνόμια αυτά.

61      Υπ’ αυτό το πρίσμα, το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/41 προβλέπει, εξάλλου, ότι, κατά την τριακοστή έκτη και την τριακοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη αυτής, οι διασυνοριακές δραστηριότητες των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών ασκούνται με την επιφύλαξη των διατάξεων της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής που σχετίζονται με την οργάνωση των εθνικών συστημάτων συνταξιοδοτήσεως.

62      Κατά συνέπεια, και αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Επιτροπή με τα υπομνήματά της, η οδηγία δεν πρέπει να έχει την έννοια ότι υποχρεώνει ένα κράτος μέλος το οποίο, όπως και η Τσεχική Δημοκρατία, απαγορεύει την εγκατάσταση επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων στο έδαφός του λόγω της απουσίας δεύτερου πυλώνα στο εθνικό του σύστημα συνταξιοδοτήσεως, να καταργήσει την απαγόρευση αυτή, ούτως ώστε να καταστήσει δυνατή την εγκατάσταση των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων στο έδαφός του, προκειμένου αυτοί να παρέχουν υπηρεσίες οι οποίες αδιαμφισβήτητα εμπίπτουν στον δεύτερο πυλώνα των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων.

63      Βέβαια μια τέτοια προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία απαγόρευση πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας της Συνθήκης ΕΚ, ιδίως τις διατάξεις περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως, που απαγορεύουν καταρχήν τους περιορισμούς ασκήσεως της ελευθερίας αυτής (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2006, C-372/04, Watts, Συλλογή 2006, σ. I-4325, σκέψεις 92 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, C-228/07, Petersen, Συλλογή 2008, σ. Ι-6989, σκέψη 42), εκτός αν αυτοί μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει λόγων που προβλέπονται από τη Συνθήκη ΕΚ ή επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο κίνδυνος σοβαρού πλήγματος στη χρηματοοικονομική ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ. υπ’ αυτή την έννοια, ιδίως, αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1998, C-158/96, Kohll, Συλλογή 1998, σ. Ι-1931, σκέψη 41, και της 5ης Μαρτίου 2009, C-350/07, Kattner Stahlbau, που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 85).

64      Εντούτοις, προκειμένου να εκτιμηθεί το βάσιμο της υπό κρίση προσφυγής, καθότι αφορά μόνον την παράβαση των διατάξεων της οδηγίας 2003/41 και όχι την ενδεχόμενη παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης, τις οποίες ουδέποτε επικαλέστηκε η Επιτροπή προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν η απαγόρευση εγκαταστάσεως των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας που προβλέπει το τσεχικό δίκαιο αντιβαίνει προς τους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας και συνεπώς και η εξέταση κατά πόσο είναι δυνατό να υποχρεωθεί το εν λόγω κράτος μέλος να εισαγάγει, ενδεχομένως, δεύτερο πυλώνα στο εθνικό συνταξιοδοτικό του σύστημα, προκειμένου να συμμορφωθεί προς τους κανόνες αυτούς.

65      Δεύτερον, παρατηρείται ότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Τσεχική Δημοκρατία, η υποχρέωση πλήρους μεταφοράς της οδηγίας 2003/41, μέσω της μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των διατάξεων των άρθρων 8, 9, 13, 15 έως 18 και 20, παράγραφοι 2 έως 4, αυτής, ουδόλως παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 137, παράγραφος 4, πρώτη περίπτωση, ΕΚ.

66      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 137, παράγραφος 4, πρώτη περίπτωση, ΕΚ, οι διατάξεις που θεσπίζονται βάσει του άρθρου αυτού «δεν θίγουν την αναγνωρισμένη ευχέρεια των κρατών μελών να καθορίζουν τις θεμελιώδεις αρχές του δικού τους συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και δεν πρέπει να επηρεάζουν αισθητά την οικονομική ισορροπία του».

67      Επομένως, διαπιστώνεται ότι, κατά πρώτον, η οδηγία 2003/41 που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής δεν εκδόθηκε βάσει του άρθρου 137 ΕΚ, το οποίο συνιστά τη νομική βάση της Συνθήκης για την προσέγγιση των νομοθεσιών στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής. Όπως τονίστηκε ήδη στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία αυτή έχει ως βάση τα άρθρα 47, παράγραφος 2, ΕΚ, 55 ΕΚ και 95 ΕΚ, που αποσκοπούν στη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς μέσω της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

68      Δεύτερον, η οδηγία 2003/41, κατά το άρθρο της 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, δεν εφαρμόζεται σε ιδρύματα που διαχειρίζονται συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, οπότε τα εν λόγω ιδρύματα δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

69      Συνεπώς, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, παραλείποντας να θεσπίσει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς τα άρθρα 8, 9, 13, 15 έως 18 και 20, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2003/41, η Τσεχική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία και ιδίως από το άρθρο της 22, παράγραφος 1. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

70      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Τσεχικής Δημοκρατίας, αυτή δε ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Παραλείποντας να θεσπίσει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς τα άρθρα 8, 9, 13, 15 έως 18 και 20, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, η Τσεχική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία και ιδίως από το άρθρο της 22, παράγραφος 1.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Καταδικάζει την Τσεχική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.