Language of document : ECLI:EU:C:2014:1

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PEDRO CRUZ VILLALÓN

της 9ης Ιανουαρίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑435/12

ACI Adam BV,

Alpha International BV,

AVC Nederland BV,

BAS Computers & Componenten BV,

Despec BV,

Dexxon Data Media and Storage BV,

Fuji Magnetics Nederland,

Imation Europe BV,

Maxell Benelux BV,

Philips Consumer Electronics BV,

Sony Benelux BV,

Verbatim GmbH

κατά

Stichting de Thuiskopie,

Stichting Onderhandelingen Thuiskopie vergoeding

[αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής απόφασης]

«Πνευματική ιδιοκτησία — Δικαιώματα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα — Οδηγία 2001/29/ΕΚ — Εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας — Αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής — Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄ — Άρθρο 5, παράγραφος 5 — Εξαιρέσεις και περιορισμοί — Εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής — Πεδίο εφαρμογής — Αναπαραγωγές πραγματοποιούμενες από παράνομη πηγή — Καταβολή τέλους ιδιωτικής αντιγραφής — Οδηγία 2004/48/ΕΚ — Σεβασμός των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας — Άρθρο 14 — Δικαστικά έξοδα — Πεδίο εφαρμογής»





1.        Στην υπό κρίση υπόθεση υποβάλλεται στο Δικαστήριο νέα σειρά προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούν κυρίως την ερμηνεία της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (2), και, ειδικότερα, του άρθρου της 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, το οποίο παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν, στις περιπτώσεις αντιγράφων ιδιωτικής χρήσεως, εξαίρεση από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής των δικαιούχων του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων (3).

2.        Πιο συγκεκριμένα, το κύριο ερώτημα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο με την αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά το ζήτημα αν η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής τυγχάνει εφαρμογής μόνο στις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από νόμιμες πηγές και, κατ’ επέκταση, αν το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής πρέπει να υπολογίζεται και να εισπράττεται λαμβανομένων υπόψη μόνον των αναπαραγωγών που πραγματοποιούνται από νόμιμες πηγές (4).

3.        Επομένως, πρόκειται για ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία της οδηγίας 2001/29 (5) το οποίο έχει απασχολήσει πολλά εθνικά δικαστήρια, και το οποίο έχει επιλυθεί, σε ορισμένα κράτη μέλη, είτε από τον εθνικό νομοθέτη (6) είτε από τον εθνικό δικαστή (7), χωρίς όμως να έχει δοθεί ευκαιρία στο Δικαστήριο (8) να αποφανθεί συναφώς, και το οποίο παραμένει αμφιλεγόμενο στη θεωρία (9), αποκτώντας, κατά συνέπεια, ιδιαίτερη σημασία.

4.        Η σημασία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής προβάλλεται, τόσο από ορισμένους εκ των διαδίκων της κύριας δίκης όσο και από μερίδα της θεωρίας, ως μέσο αντιστάθμισης των ζημιών που υφίστανται οι δικαιούχοι από τη χωρίς άδεια διάδοση προστατευόμενων έργων και αντικειμένων στο διαδίκτυο, τουλάχιστον στις περιπτώσεις απουσίας τεχνικών μέτρων ικανών να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά την «πειρατεία».

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –       Το διεθνές δίκαιο

5.        Για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης επιρροή ασκούν τρεις διεθνείς συμβάσεις. Η πρώτη και κύρια είναι η Σύμβαση της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων, της 9ης Σεπτεμβρίου 1886, όπως αναθεωρήθηκε από την πράξη των Παρισίων της 24ης Ιουλίου 1971, μετά την τροποποίηση της 28ης Ιουλίου 1979 (στο εξής: Σύμβαση της Βέρνης) (10) (11).

6.        Οι δύο άλλες είναι, αφενός, η Συμφωνία περί των πτυχών των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που άπτονται του εμπορίου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 Γ της Συμφωνίας του Μαρακές για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), υπογραφείσας στο Μαρακές και εγκριθείσας με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (12), και, αφετέρου, η Συνθήκη του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) για τα δικαιώματα του δημιουργού, συναφθείσα στη Γενεύη στις 20 Δεκεμβρίου 1996, η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση 2000/278/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2000, σχετικά με την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία και της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (13), οι διατάξεις της οποίας παραπέμπουν στη Σύμβαση της Βέρνης (14).

 Β –       Το δίκαιο της Ένωσης

7.        Τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία, αφενός, των διατάξεων του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 και εκείνων του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής (15) και, αφετέρου, της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (16), και ειδικότερα του άρθρου της 14. Το κείμενο των κρίσιμων διατάξεων θα παρατίθεται κατά την ανάλυση που ακολουθεί, εφόσον κρίνεται απαραίτητο.

 Γ –       Το ολλανδικό δίκαιο

8.        Το άρθρο 1 του ολλανδικού νόμου για το δικαίωμα του δημιουργού (Auteurswet, στο εξής: ΑW) χορηγεί στον δημιουργό λογοτεχνικού, επιστημονικού ή καλλιτεχνικού έργου και σε όσους έλκουν δικαίωμα από αυτόν το αποκλειστικό δικαίωμα, μεταξύ άλλων, να αναπαράγουν το έργο αυτό, με την επιφύλαξη των περιορισμών που νόμος ορίζει. Ο AW περιλαμβάνει, εν προκειμένω, διατάξεις που προβλέπουν εξαίρεση ιδιωτικής αντιγραφής και δίκαιη αποζημίωση ως αντάλλαγμα, δηλαδή το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής.

9.        Το άρθρο 16c, παράγραφος 1, του AW, το οποίο μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29, προβλέπει τα κατωτέρω:

«Δεν θεωρείται προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί λογοτεχνικού, επιστημονικού ή καλλιτεχνικού έργου η εν όλω ή εν μέρει αναπαραγωγή του έργου σε υπόθεμα που προορίζεται για την αναπαράσταση ενός έργου, εφόσον η αναπαραγωγή γίνεται χωρίς άμεσο ή έμμεσο εμπορικό σκοπό και χρησιμεύει μόνο για ιδιωτική άσκηση, μελέτη ή χρήση από το φυσικό πρόσωπο που προβαίνει στην αναπαραγωγή.»

10.      Το άρθρο 16c, παράγραφος 2, του AW ορίζει τα εξής:

«Για την αναπαραγωγή υπό την έννοια [του άρθρου 16c, παράγραφος 1] οφείλεται δίκαιη αποζημίωση υπέρ του δημιουργού ή όσων έλκουν δικαιώματα από αυτόν. Η υποχρέωση καταβολής της αποζημίωσης βαρύνει τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα των υποθεμάτων που αφορά η παράγραφος 1.»

11.      Εκτός αυτού, το άρθρο 1019h του ολλανδικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48, έχει ως εξής:

«Εφόσον παρίσταται ανάγκη, κατά παρέκκλιση από το πρώτο βιβλίο, δεύτερος τίτλος, δωδέκατο τμήμα, δεύτερη παράγραφος και από το άρθρο 843a, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος υποχρεούται να φέρει τα εύλογα και αναλογικά δικαστικά έξοδα καθώς και τις λοιπές δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος, εκτός αν λόγοι επιεικείας επιβάλλουν άλλως.»

II – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαφορά της κύριας δίκης

12.      Οι αναιρεσίβλητες στη διαφορά της κύριας δίκης είναι η Stichting de Thuiskopie, ίδρυμα επιφορτισμένο με την είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής που προβλέπει το άρθρο 16c, παράγραφος 2, του ΑW και της διανομής του ποσού του, και η Stichting Onderhandelingen Thuiskopie vergoeding (17), ίδρυμα επιφορτισμένο με τον καθορισμό του ποσού του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής.

13.      Οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης εταιρίες είναι εισαγωγείς και/ή κατασκευάστριες υποθεμάτων προοριζόμενων για την αναπαραγωγή έργων κατά την έννοια του άρθρου 16c, παράγραφος 1, του AW, και οφείλουν, για τον λόγο αυτό, να καταβάλλουν τέλος ιδιωτικής αντιγραφής.

14.      Θεωρώντας ότι το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής προορίζεται αποκλειστικά και μόνον για την αντιστάθμιση της ζημίας την οποία υφίστανται οι δικαιούχοι εξαιτίας πράξεων αναπαραγωγής που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16c, παράγραφος 1, του AW, οι εν λόγω αναιρεσείουσες της κύριας δίκης προσέφυγαν κατά της Stichting de Thuiskopie και της SONT ενώπιον του Rechtbank te ’s-Gravenhage, υποστηρίζοντας ότι για τον υπολογισμό του ποσού του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η ζημία που οφείλεται σε αντίγραφα έργων πραγματοποιούμενα από παράνομη πηγή, κατά παράβαση των διατάξεων περί προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού.

15.      Το Rechtbank te ’s-Gravenhage απέρριψε την προσφυγή των αναιρεσειουσών της κύριας δίκης με απόφαση που εξέδωσε στις 25 Ιουνίου 2008 (18).

16.      Το Gerechtshof te ’s-Gravenhage, επιληφθέν σε δεύτερο βαθμό, απέρριψε με απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2010 (19) την έφεση που άσκησαν οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης, αποφαινόμενο ότι η δίκαιη αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 16c του AW σκοπό έχει να αντισταθμίσει τη ζημία την οποία υφίστανται οι δικαιούχοι εξαιτίας πράξεων αναπαραγωγής που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής.

17.      Παρατηρείται ότι, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής απόφασης, το Gerechtshof te ’s-Gravenhage διαπίστωσε ότι ούτε το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 ούτε το άρθρο 16c του AW κάνουν διάκριση αναλόγως της πηγής αναπαραγωγής του αντιγράφου. Εντούτοις, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του AW προκύπτει ότι το άρθρο του 16c έχει την έννοια ότι η αντιγραφή από παράνομη πηγή είναι επιτρεπτή για όσο χρονικό διάστημα τα διαθέσιμα τεχνικά μέσα δεν είναι επαρκή για την καταπολέμηση του φαινομένου της παραγωγής μη εγκεκριμένων αντιγράφων. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι ένα σύστημα που δεν απαγορεύει την αναπαραγωγή από παράνομη πηγή, επιβάλλοντας όμως συγχρόνως την καταβολή του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής για την αναπαραγωγή αυτή, εξασφαλίζει αποτελεσματικότερη προστασία των συμφερόντων των δικαιούχων, χωρίς να συνεπάγεται αδικαιολόγητη βλάβη τους κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29.

18.      Οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης άσκησαν αίτηση αναιρέσεως κατά της ανωτέρω απόφασης του Gerechtshof te ’s-Gravenhage ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden. Η Stichting de Thuiskopie άσκησε επίσης ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden αντίθετη αναίρεση.

III – Τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

19.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Ηoge Raad der Nederlanden αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 5, παράγραφος 2, αρχή και στοιχείο β΄, της οδηγίας [2001/29] την έννοια ότι ο εκεί προβλεπόμενος περιορισμός του δικαιώματος του δημιουργού ισχύει για τις αναπαραγωγές που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου αυτού, ανεξαρτήτως του αν τα αντίτυπα του έργου από το οποίο προέρχονται οι αναπαραγωγές αποκτήθηκαν από το ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο νόμιμα –δηλαδή, χωρίς προσβολή των δικαιωμάτων δημιουργού των δικαιούχων–, ή ισχύει μόνο για τις αναπαραγωγές που προέρχονται από αντίτυπα που αποκτήθηκαν από το ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο χωρίς προσβολή των δικαιωμάτων δημιουργού των δικαιούχων;

2)      α)      Σε περίπτωση που η απάντηση στο ερώτημα 1 είναι αυτή που περιγράφεται στο τέλος του ερωτήματος αυτού, μπορεί η εφαρμογή των κριτηρίων του “ελέγχου τριών σταδίων” που καθιερώνεται από το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας [2001/29] να οδηγήσει στη διεύρυνση του [περιεχομένου] του περιορισμού του άρθρου 5, παράγραφος 2, ή μήπως η εφαρμογή αυτή μπορεί να συνεπάγεται μόνον υποχώρηση του εν λόγω περιορισμού;

2)      β)      Σε περίπτωση που η απάντηση στο ερώτημα 1 είναι αυτή που περιγράφεται στο τέλος του ερωτήματος αυτού, αντιβαίνει προς το άρθρο 5 της οδηγίας [2001/29] ή προς [οποιονδήποτε] άλλον κανόνα του ευρωπαϊκού δικαίου ένας κανόνας εθνικού δικαίου που σκοπό έχει να επιβάλει την καταβολή δίκαιης αποζημίωσης για τις αναπαραγωγές που πραγματοποιεί φυσικό πρόσωπο για ιδιωτική χρήση και χωρίς τον παραμικρό άμεσο ή έμμεσο εμπορικό σκοπό, ανεξαρτήτως του αν η πραγματοποίηση των αναπαραγωγών επιτρέπεται δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, της [εν λόγω οδηγίας] –και χωρίς ο κανόνας αυτός να προσβάλει το δικαίωμα απαγόρευσης που έχουν οι δικαιούχοι ή να θίγει την αξίωσή τους για αποζημίωση;

Ασκεί επιρροή για την απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα, υπό το πρίσμα του “ελέγχου τριών σταδίων” που καθιερώνεται από το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας [2001/29], το γεγονός ότι τα διαθέσιμα τεχνικά μέσα δεν είναι (ακόμα) επαρκή για την καταπολέμηση του φαινομένου της παραγωγής μη εγκεκριμένων ιδιωτικών αντιγράφων;

3)      Έχει εφαρμογή η οδηγία [2004/48] σε [διαδικασία όπως αυτή της κύριας δίκης], στην οποία –αφού προηγουμένως το κράτος μέλος έχει επιβάλει, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας [2001/29], στους παραγωγούς και εισαγωγείς υποθεμάτων κατάλληλων και προορισμένων για την παραγωγή έργων την υποχρέωση μετακύλισης της κατά την έννοια της διάταξης αυτής δίκαιης αποζημίωσης και αφού έχει ορίσει ότι η εν λόγω δίκαιη αποζημίωση πρέπει να μετακυλιθεί σε οργανισμό οριζόμενο από το εν λόγω κράτος μέλος ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την είσπραξη και την κατανομή της εν λόγω αποζημίωσης– υπόχρεοι καταβολής ζητούν από το δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπόθεσης που θεωρούνται κρίσιμες για τον καθορισμό της δίκαιης αποζημίωσης, να εκδώσει απόφαση εις βάρος του εν λόγω οργανισμού, ο οποίος εναντιώνεται στο αίτημα αυτό;»

20.      Οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης, η Stichting de Thuiskopie, η Ολλανδική, η Ιταλική, η Λιθουανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις.

21.      Οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης, η Stichting de Thuiskopie, η Ολλανδική και η Ισπανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν επίσης προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Οκτωβρίου 2013.

IV – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

22.      Το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, τα οποία είναι στενά συνδεδεμένα (20), εμπεριέχουν στην πραγματικότητα πολλά ερωτήματα τα οποία χρήζουν ορισμένων προκαταρκτικών παρατηρήσεων, ενώ πρέπει να αναδιατυπωθούν και να καταταγούν σε κατηγορίες.

23.      Με το πρώτο ερώτημά του, το Hoge Raad der Nederlanden ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την οδηγία 2001/29. Διερωτάται κατ’ ουσίαν αν η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 εφαρμόζεται σε όλες τις αναπαραγωγές, ανεξαρτήτως της νομιμότητας της πηγής τους (πρώτη εναλλακτική), ή αν, αντιθέτως, έχει εφαρμογή μόνο στις αναπαραγωγές οι οποίες πραγματοποιούνται από νόμιμες πηγές (δεύτερη εναλλακτική). Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29 ασκεί επιρροή όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της ίδιας αυτής οδηγίας.

24.      Εν συνεχεία, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστούν δύο πρόσθετα ζητήματα, τούτο δε στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο ερμηνεύσει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται μόνο στις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από νόμιμες πηγές (δεύτερη εναλλακτική).

25.      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, καταρχάς (δεύτερο ερώτημα, υπό α), αν το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29, το οποίο εισάγει τον «έλεγχο των τριών σταδίων», μπορεί να οδηγήσει στη διεύρυνση του περιεχομένου της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής την οποία προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας αυτής, ή αν, αντιθέτως, συνεπάγεται μόνον περιορισμό του περιεχομένου αυτού.

26.      Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο (δεύτερο ερώτημα, υπό β) να διευκρινίσει αν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, την οδηγία 2001/29 ή οποιονδήποτε άλλον κανόνα δικαίου διάταξη του εθνικού δικαίου που επιβάλλει την καταβολή δίκαιης αποζημίωσης για τις αναπαραγωγές που πραγματοποιεί φυσικό πρόσωπο για ιδιωτική χρήση και χωρίς τον παραμικρό άμεσο ή έμμεσο εμπορικό σκοπό, ανεξαρτήτως του αν η πραγματοποίηση των αναπαραγωγών είναι νόμιμη ή όχι.

27.      Εντούτοις, για λόγους που θα εκθέσω κατωτέρω, το πρώτο ερώτημα και το δεύτερο ερώτημα, υπό α, μόνον από κοινού μπορούν να εξεταστούν, δεδομένου ότι και οι ίδιες οι διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφοι 2, στοιχείο β΄, και 5, της οδηγίας 2001/29 είναι τυπικά και άρρηκτα συνδεδεμένες, πράγμα που συνεπάγεται ότι η ερμηνεία τους μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον από κοινού και δυναμικά.

28.      Ως εκ τούτου, θα αρχίσω από την εξέταση του ζητήματος αν το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 στο σύνολό του έχει την έννοια ότι μπορεί να εισπράττεται τέλος ιδιωτικής αντιγραφής για αναπαραγωγές πραγματοποιούμενες από παράνομες πηγές, δηλαδή από πηγές που έχουν παραχθεί, διαδοθεί ή παρουσιαστεί στο κοινό χωρίς τη συναίνεση των δικαιούχων του αποκλειστικού δικαιώματος αναπαραγωγής (πρώτο ερώτημα και δεύτερο ερώτημα, υπό α).

29.      Λαμβανομένου υπόψη ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι αρνητική, θα εξετάσω ακολούθως επί τροχάδην το ζήτημα αν το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 μπορεί να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν παρά ταύτα (21) την εξουσία να αποφασίζουν ότι θα καταβάλλεται τέλος ιδιωτικής αντιγραφής για αναπαραγωγές πραγματοποιούμενες από παράνομες πηγές. Συγκεκριμένα, η απάντηση στο δεύτερο αυτό ερώτημα θα μπορέσει να συναχθεί εύκολα από την απάντηση που θα έχει δοθεί στο πρώτο ερώτημα.

30.      Τέλος, θα απαντήσω πολύ συνοπτικά στο τρίτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο αφορά την ερμηνεία του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/48.

V –    Επί του ζητήματος αν το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής μπορεί να εισπράττεται για αναπαραγωγές πραγματοποιούμενες από παράνομες πηγές (πρώτο ερώτημα και δεύτερο ερώτημα, υπό α)

 Α –       Περίληψη των παρατηρήσεων

31.      Οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης, η Ισπανική, η Ιταλική και η Λιθουανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή συμφωνούν ότι, λαμβανομένων υπόψη του γράμματος, του πνεύματος και του σκοπού της οδηγίας 2001/29, η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας αυτής δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε αναπαραγωγές πραγματοποιούμενες από παράνομες πηγές.

32.      Αφενός, το εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, δεν προβλέπει τέτοια δυνατότητα, οπότε, στο μέτρο που συνιστά εξαίρεση από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής που κατοχυρώνει το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, η δυνατότητα αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενά, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής.

33.      Αφετέρου, η περιοριστική αυτή ερμηνεία ανταποκρίνεται στον σκοπό της οδηγίας 2001/29, καθόσον η αντίθετη λύση ενδέχεται να διαταράξει την ορθή ισορροπία που πρέπει να διατηρείται μεταξύ των διαφόρων αντικρουόμενων δικαιωμάτων και συμφερόντων. Η δίκαιη αποζημίωση που προβλέπει η διάταξη αυτή έχει σκοπό να αντισταθμίσει αποκλειστικά και μόνον τη ζημία την οποία υφίστανται οι δικαιούχοι «εξαιτίας της θέσπισης» της ιδιωτικής αντιγραφής, και όχι τη ζημία η οποία προκαλείται στους τελευταίους από τις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από παράνομες πηγές ούτε, κατά μείζονα λόγο, τη ζημία η οποία οφείλεται στην κατά προηγούμενο στάδιο διάδοση παράνομων αντιγράφων των έργων τους.

34.      Επιπλέον, μολονότι η Επιτροπή παραδέχεται ότι, παραδόξως, η περιοριστική αυτή ερμηνεία μπορεί υπό ορισμένες συνθήκες να αποβεί δυσμενής για τους δικαιούχους, εντούτοις εκτιμά ότι το στοιχείο αυτό δεν είναι αρκετό ώστε να τεθεί υπό αμφισβήτηση η εγκυρότητα της ερμηνείας αυτής.

35.      Αντιθέτως, οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης καθώς και η Ολλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση θεωρούν, κατ’ ουσίαν, ότι η δυνατότητα των κρατών μελών να εφαρμόζουν την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής στις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από παράνομες πηγές δεν αποκλείεται ούτε από το γράμμα ούτε από την οικονομία της οδηγίας 2001/29, αλλά, αντιθέτως, εξυπηρετεί τον σκοπό της τελευταίας αυτής οδηγίας, δεδομένου ότι εξασφαλίζει την ορθή ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων και συμφερόντων, αφενός, των δικαιούχων και, αφετέρου, των χρηστών των προστατευόμενων έργων και αντικειμένων.

36.      Υποστηρίζουν, συναφώς, ότι δεν υπάρχουν τεχνικά μέσα επαρκή για την καταπολέμηση του φαινομένου της παραγωγής ιδιωτικών αντιγράφων από παράνομες πηγές και ότι η είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής ως προς τέτοιες αναπαραγωγές συμβάλλει στην κανονική εκμετάλλευση των αναπαραγόμενων έργων, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29, οπότε συνιστά το καταλληλότερο μέσο διασφάλισης της προστασίας των έννομων συμφερόντων των δικαιούχων, τούτο δε χωρίς να παρακάμπτεται ο έλεγχος των τριών σταδίων.

 Β –       Ανάλυση

37.      Υπό το πρίσμα των κατηγορηματικών απόψεων που διατύπωσαν οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή επί του κύριου ζητήματος που εγείρουν τα δύο πρώτα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί τι ακριβώς είναι η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής αλλά και η δίκαιη αποζημίωση που συναρτάται με αυτήν και την οποία προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29. Η ερμηνεία όμως της διάταξης αυτής συνδέεται άρρηκτα με την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας.

1.      Η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής κατά την οδηγία 2001/29

38.      Το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν, υπέρ των δικαιούχων του δικαιώματος του δημιουργού και των απαριθμούμενων στο άρθρο αυτό συγγενικών δικαιωμάτων, το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει, προστατευόμενων αντικειμένων, δηλαδή των έργων τους, των φωνογραφημάτων τους, των ταινιών τους ή των εκπομπών τους.

39.      Ωστόσο, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της ίδιας αυτής οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να προβλέπουν εξαίρεση από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής του άρθρου 2.

40.      Οσάκις τίθεται σε εφαρμογή από τα κράτη μέλη, η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής επιτρέπει (22) στα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν έργα ή αντικείμενα προστατευόμενα από το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα να παράγουν αντίγραφά τους για ιδιωτική χρήση και για μη άμεσους ή έμμεσους εμπορικούς σκοπούς (23). Εν είδει παραδείγματος, η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής πρέπει να παρέχει στον αγοραστή ενός ψηφιακού δίσκου ηχητικών δεδομένων (CD) τη δυνατότητα να παραγάγει αντίγραφο το οποίο θα μπορέσει, λόγου χάρη, να το ακούσει μέσω συσκευής MP3.

41.      Η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής επηρεάζει αναλόγως το μονοπώλιο αναπαραγωγής των δικαιούχων, προκαλώντας τους ζημία στην οποία λογίζεται ότι οι εν λόγω δικαιούχοι έχουν συναινέσει με αντάλλαγμα την καταβολή δίκαιης αποζημίωσης. Η αντιστάθμιση αυτή χαρακτηρίζεται μάλλον ως επαρκής αποζημίωση, χορηγούμενη στους δικαιούχους για τη ζημία που προξενείται από την αναπαραγωγή των προστατευόμενων έργων και αντικειμένων τους (24), παρά ως αμοιβή.

42.      Τέλος, η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής, καθόσον αποτελεί «εξαίρεση που παρέχει δικαίωμα καταβολής αποζημίωσης», επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση όχι μόνο να προβλέπουν ότι στους δικαιούχους οφείλεται δίκαιη αποζημίωση, αλλά και να εισπράττουν στην πράξη (25) το αντίστοιχο ποσό καθώς επίσης να μεριμνούν σε κάθε περίπτωση για τη διανομή του ποσού αυτού μεταξύ των δικαιούχων.

43.      Με το ποσό της δίκαιης αυτής αποζημίωσης πρέπει να βαρύνεται το φυσικό πρόσωπο που προξενεί τη ζημία στον δικαιούχο του αποκλειστικού δικαιώματος αναπαραγωγής πραγματοποιώντας, χωρίς να έχει ζητήσει σχετικά προηγούμενη άδεια, αντίγραφο προστατευόμενου έργου ή αντικειμένου για ιδιωτική χρήση και για μη εμπορικό σκοπό (26). Εντούτοις, για πρακτικούς λόγους, τα κράτη μέλη επιτρέπεται να εισπράττουν τέλος ιδιωτικής αντιγραφής από τα πρόσωπα τα οποία, όπως οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης, θέτουν στη διάθεση των υπόχρεων φυσικών προσώπων τα υποθέματα που τα τελευταία αυτά πρόσωπα χρησιμοποιούν προκειμένου να πραγματοποιήσουν τις αναπαραγωγές τους. Ωστόσο, η ορθή ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί μεταξύ των δικαιούχων και των χρηστών των προστατευόμενων έργων ή αντικειμένων συνεπάγεται, αφενός, ότι το πραγματικό βάρος της αμοιβής αυτής πρέπει να μπορεί να μετακυλισθεί στους εν λόγω χρήστες (27), και αφετέρου, ότι η αμοιβή αυτή πρέπει να εισπράττεται μόνον επί των υποθεμάτων που τίθενται στη διάθεση των τελευταίων για ιδιωτική τους χρήση (28).

44.      Εν τέλει, στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, η δίκαιη αποζημίωση στηρίζεται στο τεκμήριο ότι οι χρήστες υποθεμάτων αναπαραγωγής θα χρησιμοποιήσουν τα υποθέματα αυτά προκειμένου να πραγματοποιήσουν ιδιωτικές αντιγραφές προστατευόμενων έργων ή αντικειμένων.

2.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί των διατάξεων του άρθρου 5, παράγραφοι 2, στοιχείο β΄, και 5, της οδηγίας 2001/29.

45.      Προτού δοθεί συγκεκριμένη απάντηση στα ερωτήματα που τίθενται στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να εξεταστεί η σχέση που συνδέει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29, λαμβανομένου υπόψη ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ρητώς αν οι ανωτέρω διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται συνδυαστικά ή όχι.

46.      Το άρθρο 5, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας (29) εξαρτά τη θέσπιση των εξαιρέσεων του άρθρου της 5, παράγραφοι 1 έως 4, στις οποίες καταλέγεται και η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, από την τριπλή προϋπόθεση να ισχύει μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, να μην αντίκειται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου και, τέλος, να μη θίγει με αδικαιολόγητο τρόπο τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου του δικαιώματος του δημιουργού (30).

47.      Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις, οι οποίες δεν διευκρινίζονται περαιτέρω στην οδηγία 2001/29, ανταποκρίνονται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 44 της οδηγίας 2001/29, στις διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών μελών και της Ένωσης και, πιο συγκεκριμένα, στις προϋποθέσεις κάθε περιορισμού του δικαιώματος του δημιουργού που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 2, της Σύμβασης της Βέρνης, είναι δε γνωστές με την ονομασία «έλεγχος των τριών σταδίων» (31) την οποία χρησιμοποιεί το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής απόφασης, ενώ επαναλαμβάνονται τόσο στο άρθρο 13 της Συμφωνίας TRIPS όσο και στο άρθρο 10 της Συμφωνίας WCT.

48.      Αντιθέτως προς ό,τι φαίνεται να υπαινίσσεται το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η μόνη δυνατότητα που προσφέρεται είναι η συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 και του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής. Η θέση σε εφαρμογή της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής εκ μέρους του εθνικού νομοθέτη πρέπει, εν πάσει περιπτώσει, να συνάδει με τις επιταγές του εν λόγω άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, αλλά επίσης, και συγχρόνως, να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29, όπως υπαγορεύει η τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων (32). Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την εφαρμογή της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής από τα εθνικά δικαστήρια. Αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Ολλανδική Κυβέρνηση, οι διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29 δεν απευθύνονται αποκλειστικά και μόνο στον εθνικό νομοθέτη.

49.      Επιπλέον, και σε σχέση με το δεύτερο ερώτημα, υπό α, του αιτούντος δικαστηρίου, οι διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29 δεν μπορούν να ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι επιτρέπουν τη διεύρυνση του περιεχομένου της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, αλλ’ αντιθέτως συμβάλλουν αποφασιστικά, εφόσον συντρέχει λόγος, στον περιορισμό τόσο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας αυτής όσο και της έκτασής της.

50.      Εν προκειμένω, η πολύ συγκεκριμένη οριοθέτηση των εξαιρέσεων και των περιορισμών του δικαιώματος αναπαραγωγής που προβλέπονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 εκφράζει, από πολλές απόψεις, την ίδια την υλοποίηση του ελέγχου των τριών σταδίων (33).

51.      Συγκεκριμένα, ο ακριβής ορισμός των εξαιρέσεων και των περιορισμών του δικαιώματος αναπαραγωγής που προβλέπονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29, στις οποίες καταλέγεται και η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής, επιχειρεί να ανταποκριθεί εν πάση περιπτώσει στην πρώτη πτυχή του «ελέγχου των τριών σταδίων», που αφορά τον περιορισμό εφαρμογής της εξαίρεσης μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Συναφώς, μπορεί να επισημανθεί ότι η πρόβλεψη του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29, κατά την οποία το δικαίωμα της ιδιωτικής αντιγραφής περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στα φυσικά πρόσωπα που ενεργούν ιδιωτικά και όχι για εμπορικό σκοπό, ενισχύει την απαίτηση αυτή.

52.      Υπό το ίδιο πρίσμα, η αιτιολογική σκέψη 38 της οδηγίας 2001/29 διευκρινίζει επίσης ότι, μολονότι πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν, μέσω αποζημίωσης, την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής για ορισμένα είδη αναπαραγωγής ακουστικού, οπτικού και οπτικοακουστικού υλικού για ιδιωτική χρήση, εντούτοις πρέπει να ληφθούν δεόντως υπόψη οι διαφορές μεταξύ ψηφιακής και αναλογικής ιδιωτικής αντιγραφής και να γίνεται κάποια διάκριση μεταξύ αυτών σε ορισμένα σημεία, στο μέτρο κατά το οποίο η ψηφιακή ιδιωτική αντιγραφή αναμένεται να διαδοθεί περισσότερο και να έχει μεγαλύτερη οικονομική σημασία.

53.      Επομένως, η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής, η οποία ασφαλώς αποτελεί μία εκ των «περιπτώσεων» της εξαίρεσης από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπει το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29, πρέπει να διαμορφώνεται από τα κράτη μέλη και να εφαρμόζεται από τα εθνικά δικαστήρια λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων οι οποίες απορρέουν από τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της σε ειδικές περιπτώσεις (34).

54.      Ομοίως, και όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, τα κράτη μέλη που αποφασίζουν να θεσπίσουν την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής στο εσωτερικό τους δίκαιο υποχρεούνται να προβλέψουν την καταβολή «δίκαιης αποζημίωσης» προς τους δικαιούχους. Η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής δεν νοείται αν δεν προβλέπεται δίκαιη αποζημίωση η οποία να εισπράττεται και στην πράξη. Η αποζημίωση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 εντάσσεται στην τρίτη πτυχή του «ελέγχου των τριών σταδίων», η οποία αφορά την απαίτηση του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29 να μη θίγονται με αδικαιολόγητο τρόπο τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου (35).

55.      Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η οδηγία 2001/29 δεν περιέχει καμία ρητή παραπομπή στην προϋπόθεση του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29, κατά την οποία η εξαίρεση από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής ή ο περιορισμός του δεν πρέπει να αντίκειται στην κανονική εκμετάλλευση (36) των προστατευόμενων έργων ή αντικειμένων. Επομένως, η υπό κρίση υπόθεση παρέχει την ευκαιρία στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού (37), έχοντας ως γνώμονα, κατά το μέτρο του δυνατού, τη διεθνή πρακτική (38).

56.      Προκειμένου να δοθεί συγκεκριμένη απάντηση στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ανωτέρω εκτιμήσεις.

3.      Επί του περιορισμού του πεδίου εφαρμογής της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής στις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από νόμιμες πηγές

57.      Ως αφετηρία πρέπει να χρησιμοποιηθεί η διαπίστωση ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 δεν περιέχει ρητές διευκρινίσεις από τις οποίες να διαφαίνεται αν η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής μπορεί να έχει εφαρμογή σε όλες τις αναπαραγωγές, ανεξαρτήτως του αν πραγματοποιούνται από νόμιμες ή παράνομες πηγές ή αν, αντιθέτως, μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε αναπαραγωγές πραγματοποιούμενες από νόμιμες πηγές. Επιπλέον, και όπως ήδη επισήμανε το Δικαστήριο, ούτε το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ούτε οποιαδήποτε άλλη από τις διατάξεις της ορίζουν την έννοια της «αναπαραγωγής» (39) που περιλαμβάνει το άρθρο της 2, ενώ επίσης δεν ορίζονται οι έννοιες της «εν μέρει αναπαραγωγής» (40), της «αμοιβής» (41), της «εύλογης αμοιβής» (42) ή της «δίκαιης αποζημίωσης» (43) που περιλαμβάνει το άρθρο της 5, η έννοια «παρουσίαση στο κοινό» του άρθρου της 3, παράγραφος 1 (44) ή ακόμα η έκφραση «δι’ ιδίων μέσων» που περιλαμβάνει το άρθρο της 5, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄ (45).

58.      Δεδομένου εξάλλου ότι οι διατάξεις αυτές δεν περιλαμβάνουν καμία ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον καθορισμό της έννοιας και της έκτασής τους, η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης αλλά και η αρχή της ισότητας (46) επιτάσσουν να δοθεί στην έννοια αυτή, σε ολόκληρη την Ένωση, αυτοτελής και ομοιόμορφη ερμηνεία (47), η οποία πρέπει να αναζητηθεί λαμβανομένου υπόψη όχι μόνον του γράμματος των διατάξεων που χρησιμοποιούν την οικεία έννοια, αλλά επίσης του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται οι εν λόγω διατάξεις και του σκοπού που επιδιώκει η κανονιστική ρύθμιση της οποίας αποτελούν τμήμα (48), ή ακόμα και του συνόλου των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (49). Το ιστορικό θέσπισης των διατάξεων αυτών μπορεί επίσης να αποκαλύψει κρίσιμα στοιχεία για την ερμηνεία τους (50).

59.      Εκτός αυτού, οι πράξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου (51), ιδίως όταν οι πράξεις αυτές αποβλέπουν ακριβώς στο να θέσουν σε εφαρμογή διεθνή συμφωνία συναφθείσα από την Κοινότητα (52).

60.      Η αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2001/29 διευκρινίζει, συναφώς, ότι η οδηγία αυτή αποβλέπει στο να θέσει σε εφαρμογή τις διεθνείς υποχρεώσεις που απορρέουν από την εκ μέρους της Ένωσης έγκριση της συμφωνίας WCT (53), μεταξύ άλλων όσον αφορά τα μέσα καταπολέμησης της πειρατείας σε παγκόσμιο επίπεδο στο ψηφιακό περιβάλλον. Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/29, η Ένωση έχει υποκαταστήσει τα κράτη μέλη όσον αφορά τη θέση σε εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης της Βέρνης (54).

61.      Εν προκειμένω, η οδηγία 2001/29 ορίζει την εμβέλεια των πράξεων που καλύπτονται από το δικαίωμα αναπαραγωγής (55) και περιέχει εξαντλητικό κατάλογο εξαιρέσεων και περιορισμών από το δικαίωμα αυτό (56). Εκτός αυτού, η οδηγία επισημαίνει ότι θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν εξαίρεση ή περιορισμό από το δικαίωμα αναπαραγωγής, με εύλογη αποζημίωση, για ορισμένα είδη αναπαραγωγής ακουστικού, οπτικού και οπτικοακουστικού υλικού για ιδιωτική χρήση (57), ενώ διευκρινίζεται, όπως ήδη τόνισα, ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, αφενός, τις διαφορές μεταξύ ψηφιακής και αναλογικής ιδιωτικής αντιγραφής (58) και, αφετέρου, τις τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις, εφόσον υπάρχουν αποτελεσματικά τεχνολογικά μέτρα (59).

62.      Η οδηγία διευκρινίζει, επιπλέον, ότι η δίκαιη αποζημίωση την οποία προβλέπει το άρθρο της 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, λειτουργεί ως «επαρκής» αποζημίωση των δικαιούχων για τη χρήση των προστατευόμενων έργων ή λοιπών προστατευομένων αντικειμένων δυνάμει και κατ’ εφαρμογή της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής (60). Εκτός αυτού, η μορφή, οι λεπτομέρειες καταβολής και το ενδεχόμενο ύψος αυτής της δίκαιης αποζημίωσης πρέπει να καθορίζονται λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της κάθε περίπτωσης, οι οποίες μπορούν να αξιολογηθούν με κριτήριο την πιθανή ζημία των δικαιούχων (61).

63.      Επομένως, από το γράμμα της οδηγίας 2001/29 μπορεί να συναχθεί ότι η ζημία που υφίστανται οι δικαιούχοι, την οποία λογίζεται ότι αποκαθιστά επαρκώς η εν λόγω δίκαιη αποζημίωση, προκύπτει από την εκ μέρους των κρατών μελών διατήρηση ή θέσπιση της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής (62). Αντιθέτως, δεν υπάρχει κανένα ρητό ενδεικτικό στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να καθοριστεί αν η εν λόγω εξαίρεση μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από νόμιμες πηγές ή αν έχει επίσης εφαρμογή στις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από παράνομες πηγές.

64.      Παρά ταύτα, και αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την Ολλανδική Κυβέρνηση, η ασάφεια αυτή δεν μπορεί να εκληφθεί ως συνειδητή επιλογή (63) του νομοθέτη της Ένωσης να προβλέψει την είσπραξη δίκαιης αποζημίωσης για τις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από παράνομες πηγές. Η ερμηνεία αυτή δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στην οδηγία 2001/29 και, ακόμα σημαντικότερο, προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου της 5, παράγραφος 5, καθώς και στις επιταγές του ελέγχου των τριών σταδίων που επιβάλλει το άρθρο αυτό, σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ένωσης και των κρατών μελών της.

65.      Η Ολλανδική Κυβέρνηση, προκειμένου να αποδείξει τέτοια συνειδητή επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης, επικαλείται το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29, το οποίο κάνει αναφορά στη νομιμότητα των πηγών των αναπαραγωγών, του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄ (64), και του άρθρου 6, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, που δεν περιέχουν τέτοια αναφορά, ή ακόμα την οδηγία 91/250/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 1991, για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (65).

66.      Το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2001/29 επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν εξαίρεση από το δικαίωμα αναπαραγωγής εφόσον πρόκειται για παράθεση αποσπασμάτων με σκοπό την άσκηση κριτικής ή βιβλιοπαρουσίασης, μόνον όμως υπό τον όρο ότι, μεταξύ άλλων, αφορούν έργο ή άλλα αντικείμενα τα οποία έχουν ήδη καταστεί νομίμως προσιτά στο κοινό.

67.      Το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2001/29 προβλέπει, αντιθέτως, εξαίρεση από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής στην περίπτωση χρήσης προστατευόμενου έργου ή αντικειμένου για λόγους δημόσιας ασφάλειας ή για να διασφαλιστεί η ορθή διεξαγωγή ή η κατάλληλη κάλυψη διοικητικών, κοινοβουλευτικών ή δικαστικών διαδικασιών, χωρίς να κάνει αναφορά στη νομιμότητα της πηγής.

68.      Σε περίπτωση που οι δικαιούχοι δεν λάβουν σχετικά μέτρα εκουσίως, το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2001/29 προβλέπει, κατά γενικό τρόπο, τη δυνατότητα των κρατών μελών να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι δικαιούχοι θα παρέχουν στον επωφελούμενο των εξαιρέσεων ή των περιορισμών του άρθρου 5 τα μέσα προκειμένου να επωφεληθεί από την οικεία εξαίρεση ή περιορισμό. Ωστόσο, το δεύτερο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου 4, το οποίο αφορά την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής και μόνον, διακρίνεται από το πρώτο εδάφιο (66) κατά το μέτρο που δεν κάνει καμία αναφορά στη νομιμότητα της πρόσβασης στο προστατευόμενο έργο ή αντικείμενο.

69.      Τέλος, η οδηγία 91/250 θεσπίζει την αρχή του αποκλειστικού δικαιώματος του δημιουργού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή να επιτρέπει ή να απαγορεύει την αναπαραγωγή του εν λόγω προγράμματος, προβλέποντας ωστόσο εξαίρεση σύμφωνα με την οποία το «πρόσωπο που το απέκτησε νομίμως» μπορεί να δημιουργήσει εφεδρικό αντίγραφο (67).

70.      Εντούτοις, το πεδίο εφαρμογής και η έκταση της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής δεν μπορούν να καθοριστούν μέσω παραπομπής σε διατάξεις που έχουν εφαρμογή σε εντελώς διαφορετικά πλαίσια και επιδιώκουν δικούς τους σκοπούς.

71.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 πρέπει να ερμηνεύεται στενά, δεδομένου ότι συνιστά εξαίρεση (68) από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής που κατοχυρώνει το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας. Ως εκ τούτου, το πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής δεν μπορεί να επεκταθεί σε περιπτώσεις οι οποίες δεν προβλέπονται ρητώς από την οδηγία 2001/29 (69).

72.      Εν πάση περιπτώσει, η προτεινόμενη από την Ολλανδική Κυβέρνηση ερμηνεία αντιβαίνει προς τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29, όπως αυτές ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της Σύμβασης της Βέρνης και των Συμφωνιών WCT και TRIPS, και ειδικότερα προς την προϋπόθεση που αφορά την απαίτηση να μη θίγεται η κανονική εκμετάλλευση του προστατευόμενου έργου ή αντικειμένου.

73.      Συναφώς, η Stichting de Thuiskopie καθώς και η Ολλανδική και η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι μια κανονιστική ρύθμιση δυνάμει της οποίας επιτρέπεται να εισπράττεται τέλος ιδιωτικής αντιγραφής σε σχέση με αναπαραγωγές πραγματοποιούμενες από παράνομες πηγές συνιστά, ελλείψει αξιόπιστων τεχνικών μέτρων ικανών να παρεμποδίσουν αποτελεσματικά τη δημοσίευση ή τη διάδοση των εν λόγω παράνομων πηγών και την αέναη αναπαραγωγή τους, ιδιαίτερα στο ψηφιακό περιβάλλον, το μόνο μέσο επανόρθωσης ζημίας την οποία υφίστανται οι δικαιούχοι. Εκτός αυτού, μια τέτοια ρύθμιση συμβάλλει στην κανονική εκμετάλλευση των προστατευόμενων έργων και αντικειμένων περισσότερο από μια ρύθμιση που απαγορεύει οποιαδήποτε αναπαραγωγή από παράνομες πηγές, ενώ διασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων των δικαιούχων, αφενός, και των χρηστών των προστατευόμενων έργων και αντικειμένων, αφετέρου.

74.      Ακόμα και αν υποτεθεί ότι μια ρύθμιση αυτής της φύσης είναι σε θέση, γενικώς, να αντιμετωπίσει κατά τρόπο θεμιτό και ικανοποιητικό τις προσβολές του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων οι οποίες προκαλούνται από την παράνομη διάδοση στο Διαδίκτυο αντιγράφων προστατευόμενων έργων και αντικειμένων καθώς και από την αναπαραγωγή τους, είναι εντούτοις αναμφισβήτητο ότι η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής δεν θεσπίστηκε για τον σκοπό αυτό, ούτε μπορεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο να θεωρηθεί πιθανό χωρίς να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι ίδιες οι βάσεις στις οποίες στηρίζεται η εξαίρεση αυτή, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν υπάρχουν ή όχι τεχνικά μέσα επαρκή για την αποτελεσματική καταπολέμηση του φαινομένου της παραγωγής και διάδοσης παράνομων αντιγράφων προστατευόμενων έργων ή αντικειμένων.

75.      Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση αντλεί τα επιχειρήματά της από το γεγονός ότι η ολλανδική νομοθεσία επιτρέπει τη διαδικτυακή ανάκτηση (downloading, μεταφόρτωση ή «κατέβασμα») προστατευόμενων έργων ή αντικειμένων που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο, επιβάλλοντας κυρώσεις μόνον για τη διαδικτυακή φόρτωση (uploading, επιφόρτωση ή «ανέβασμα») των εν λόγω προστατευόμενων έργων ή αντικειμένων. Πράττοντας κατά τον τρόπο αυτό, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ευνοεί εμμέσως, πλην όμως κατ’ ανάγκη, τη μαζική διάδοση προϊόντων τα οποία προκύπτουν από την εκμετάλλευση προστατευόμενων έργων ή αντικειμένων, εκμετάλλευση που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί κανονική, δηλαδή ευνοεί την ίδια την αιτία του φαινομένου που προκαλεί στους δικαιούχους τη ζημία την οποία επιχειρεί να επανορθώσει το κράτος μέλος αυτό. Η απλούστευση της μεταφόρτωσης προστατευόμενων έργων ή αντικειμένων που έχουν διαδοθεί (μέσω διαδικτυακής φόρτωσης) παρανόμως στο διαδίκτυο δεν μπορεί παρά να θίγει την κανονική εκμετάλλευση των εν λόγω έργων ή αντικειμένων.

76.      Είναι επιπλέον αμφίβολο αν η είσπραξη τέλους ιδιωτικής αντιγραφής, ως έχει σήμερα, μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να αντισταθμίσει επαρκώς το διαφυγόν κέρδος των δικαιούχων το οποίο οφείλεται στη μαζική διάδοση στο διαδίκτυο των προστατευόμενων έργων ή αντικειμένων τους, με συνέπεια την προσβολή των αποκλειστικών δικαιωμάτων τους αναπαραγωγής, παρουσίασης στο κοινό (70) ή διάδοσης (71).

77.      Τα έσοδα από το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής δεν μπορούν να αντισταθμίσουν την απώλεια εσόδων που προκύπτει από την κανονική εκμετάλλευση των έργων των δικαιούχων στο διαδίκτυο, εκτός αν επαναπροσδιοριστούν εκ θεμελίων ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής και η βασική μέθοδος καθορισμού της δίκαιης αποζημίωσης που πρέπει να συνοδεύει την εξαίρεση αυτή. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα έπρεπε πιθανότατα να προβλεφθεί, μεταξύ άλλων, σημαντική αύξηση του ποσού του τέλους που οφείλει να καταβάλλει κάθε χρήστης υποθέματος, ακόμα και αν δεν πραγματοποιεί ποτέ αντίγραφα από παράνομες πηγές, με κίνδυνο να διαταραχθεί η ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων των δικαιούχων, αφενός, και των χρηστών προστατευόμενων έργων και αντικειμένων, αφετέρου.

78.      Η άποψη, την οποία υποστηρίζει η Ολλανδική Κυβέρνηση, ότι η είσπραξη του τέλους ιδιωτικής αντιγραφής για αναπαραγωγές πραγματοποιούμενες από παράνομες πηγές σέβεται, εξάλλου, το δικαίωμα των χρηστών προστατευόμενων έργων και αντικειμένων στην προστασία της ιδιωτικής ζωής περισσότερο απ’ ό,τι η επιβολή μέτρων ελέγχου της χρήσης των εν λόγω έργων στην ιδιωτική σφαίρα των εν λόγω χρηστών (72), εξασφαλίζοντας καλύτερη ισορροπία μεταξύ των εκατέρωθεν δικαιωμάτων, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της εν λόγω ερμηνείας του άρθρου 5 της οδηγίας 2001/29. Συναφώς, επισημαίνεται απλώς ότι δεν υπάρχει αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, του αποκλεισμού εφαρμογής της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής στις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από παράνομες πηγές και, αφετέρου, της ενδεχόμενης προσβολής του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής των χρηστών (73).

79.      Κατά συνέπεια, η απάντηση που προτείνω να δοθεί στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, υπό α, του αιτούντος δικαστηρίου είναι ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι η εκεί προβλεπόμενη εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής εφαρμόζεται μόνο στις αναπαραγωγές έργων ή αντικειμένων προστατευόμενων δυνάμει του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων οι οποίες πραγματοποιούνται από νόμιμες πηγές.

VI – Επί του ζητήματος αν ένα κράτος μέλος μπορεί να επιβάλει την καταβολή τέλους ιδιωτικής αντιγραφής σε σχέση με αναπαραγωγές πραγματοποιούμενες από παράνομες πηγές (δεύτερο ερώτημα υπό β)

80.      Στο πλαίσιο του δεύτερου ερωτήματός του, υπό β, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν η εκ μέρους κράτους μέλους θέσπιση εθνικής διάταξης η οποία επιβάλλει την καταβολή δίκαιης αποζημίωσης για ιδιωτική αντιγραφή, ανεξαρτήτως του αν η πραγματοποίηση των αναπαραγωγών είναι νόμιμη ή όχι, συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης.

81.      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

82.      Αφενός, και ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η οδηγία 2001/29 προέβη σε εξαντλητική εναρμόνιση της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής (74), η δυνατότητα αυτή θα επηρέαζε αισθητά έναν από τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η οδηγία 2001/29, δηλαδή τον σκοπό της εναρμονισμένης εφαρμογής των περιορισμών και των εξαντλητικά απαριθμούμενων εξαιρέσεων από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής που η οδηγία αυτή προβλέπει (75). Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο σκοπός αυτός θίγεται όταν τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν τις παραμέτρους της δίκαιης αποζημίωσης χωρίς συνοχή και εναρμόνιση (76). Ένα τέτοιο μέτρο όμως συνεπάγεται, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, τη δημιουργία αποζημίωσης sui generis για τις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από παράνομες πηγές.

83.      Αφετέρου, και κυρίως, η αναγνώριση τέτοιας δυνατότητας αντιβαίνει διπλά προς τις επιταγές του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29. Πρώτον, έχει ως συνέπεια η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής να υπερβαίνει κατά πολύ την ειδική περίπτωση την οποία προβλέπει η οδηγία αυτή, κατά παράβαση της πρώτης προϋπόθεσης που θέτει η διάταξη αυτή. Δεύτερον, νομιμοποιεί εμμέσως την κατάφωρη προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων η οποία συνίσταται σε χρήση αντίθετη προς την κανονική εκμετάλλευση των προστατευόμενων έργων και αντικειμένων, κατά πλήρη παράβαση της δεύτερης προϋπόθεσης που θέτει η ίδια διάταξη, διαταράσσοντας με τον τρόπο αυτό την ορθή ισορροπία που καθιερώνει η εν λόγω διάταξη μεταξύ, αφενός, του αποκλειστικού δικαιώματος αναπαραγωγής που χορηγείται στους δικαιούχους και, αφετέρου, των δικαιωμάτων των επωφελούμενων από την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής.

84.      Κατά συνέπεια, η απάντηση που προτείνω να δώσει το Δικαστήριο στο δεύτερο ερώτημα, υπό β, του αιτούντος δικαστηρίου είναι ότι, στο πλαίσιο της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής την οποία επιτρέπεται να προβλέπουν τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 5 της οδηγίας 2001/29, ένα κράτος μέλος μπορεί να εισπράττει την αμοιβή που συνοδεύει την εν λόγω εξαίρεση μόνον για τις αναπαραγωγές έργων ή αντικειμένων προστατευόμενων δυνάμει του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων οι οποίες πραγματοποιούνται από νόμιμες πηγές.

VII – Επί του ζητήματος αν η οδηγία 2004/48 έχει εφαρμογή στη διαδικασία της κύριας δίκης (τρίτο ερώτημα)

85.      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η οδηγία 2004/48 και, ειδικότερα, το άρθρο της 14 (77) έχουν εφαρμογή στη διαδικασία της κύριας δίκης.

86.      Με την αίτηση προδικαστικής απόφασης, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, στο πλαίσιο της αντίθετης αναίρεσής της, η Stichting de Thuiskopie ζήτησε αποζημίωση για το σύνολο των εξόδων της βάσει του άρθρου 1019h του ολλανδικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/48. Μολονότι είναι αληθές ότι τα αιτήματα της Stichting de Thuiskopie δεν απορρέουν από προσβολές δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, γεγονός παραμένει ότι το ίδρυμα αυτό, υποστηρίζοντας την άποψη ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 έχει εφαρμογή στις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται από παράνομες πηγές, επιδιώκει κάποια μορφή προστασίας των εν λόγω δικαιωμάτων.

87.      Όλοι οι διάδικοι που κατέθεσαν παρατηρήσεις, εξαιρουμένης της Stichting de Thuiskopie, καταλήγουν ότι η οδηγία 2004/48 δεν έχει εφαρμογή στη διαδικασία της κύριας δίκης.

88.      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, παρά το γεγονός ότι, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της (78) και του πεδίου εφαρμογής της (79), η οδηγία 2004/48 έχει ως γενικό σκοπό την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό, ισοδύναμο και ομοιογενές επίπεδο προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας (80), εντούτοις, η οδηγία αυτή δεν σκοπεί να ρυθμίσει όλα τα ζητήματα σχετικά με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά μόνον αυτά που είναι συμφυή, αφενός, με την προστασία των δικαιωμάτων αυτών και, αφετέρου, με τις προσβολές που στρέφονται κατά αυτών, επιβάλλοντας την ύπαρξη αποτελεσματικών μέσων παροχής ένδικης προστασίας με σκοπό την πρόληψη ή την παύση κάθε προσβολής υφισταμένου δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ή την αποκατάσταση των συνεπειών της προσβολής αυτής (81).

89.      Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 σκοπό έχει να ενισχύσει το επίπεδο προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, αποτρέποντας το ενδεχόμενο αποθάρρυνσης του θιγομένου να ασκήσει ένδικο βοήθημα για την προάσπιση των δικαιωμάτων του (82), πράγμα το οποίο σημαίνει ότι εκείνος που προσέβαλε δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας πρέπει, εν γένει, να φέρει στο ακέραιο τις οικονομικές συνέπειες της συμπεριφοράς του (83).

90.      Εν προκειμένω, μολονότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά ασφαλώς, κατά τρόπο πολύ γενικό, την προάσπιση των δικαιωμάτων των δικαιούχων, στο μέτρο που εγείρει το ζήτημα της έκτασης του πεδίου εφαρμογής της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29, εντούτοις, η αμφισβήτηση από την οποία ανέκυψε η διαφορά αυτή παραμένει εντελώς εκτός πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2004/48. Συγκεκριμένα, η αρχική προσφυγή στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς δεν ασκήθηκε από δικαιούχους του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων (84) με σκοπό την προάσπιση των εν λόγω δικαιωμάτων (85), αλλά από οικονομικούς φορείς οι οποίοι κλήθηκαν να καταβάλουν το τέλος που επέβαλε κράτος μέλος ως δίκαιη αποζημίωση για την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής την οποία προέβλεψε.

91.      Κατά συνέπεια, η απάντηση που προτείνω να δώσει το Δικαστήριο στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου είναι ότι το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται σε διαφορά η οποία, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, δεν αφορά την προάσπιση αυτή καθαυτή των εν λόγω δικαιωμάτων εκ μέρους των δικαιούχων τους.

VIII – Πρόταση

92.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden:

1)      Το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, έχει την έννοια ότι η εκεί προβλεπόμενη εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής εφαρμόζεται μόνο στις αναπαραγωγές έργων ή αντικειμένων προστατευόμενων δυνάμει του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων οι οποίες πραγματοποιούνται από νόμιμες πηγές.

2)      Το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής την οποία επιτρέπεται να προβλέπουν τα κράτη μέλη βάσει της διάταξης αυτής, ένα κράτος μέλος μπορεί να εισπράττει την αμοιβή που συνοδεύει την εν λόγω εξαίρεση μόνον για τις αναπαραγωγές έργων ή αντικειμένων προστατευόμενων δυνάμει του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων οι οποίες πραγματοποιούνται από νόμιμες πηγές.

3)      Το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται σε διαφορά η οποία, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, δεν αφορά την προάσπιση αυτή καθαυτή του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων εκ μέρους των δικαιούχων τους.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ L 167, σ. 10. Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2010, C‑467/08, Padawan (Συλλογή 2010, σ. I‑10055)· της 16ης Ιουνίου 2011, C‑462/09, Stichting de Thuiskopie (Συλλογή 2011, σ. I‑5331)· της 9ης Φεβρουαρίου 2012, C‑277/10, Luksan· της 26ης Απριλίου 2012, C‑510/10, DR και TV2 Danmark, καθώς και της 27ης Ιουνίου 2013, C‑457/11 έως C‑460/11, VG Wort κ.λπ.


3 – Στο εξής: δικαιούχοι.


4 – Υπογραμμίζεται, συναφώς, ότι τα ερωτήματα που υποβάλλονται στο Δικαστήριο ομοιάζουν πολύ με εκείνα δύο άλλων εκκρεμών υποθέσεων, δηλαδή με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα της υπόθεσης C-314/12, UPC Telekabel Wien, καθώς και με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα (υπό στ) της υπόθεσης C‑463/12, Copydan Båndkopi. Στην πρώτη υπόθεση, επί της οποίας ανέπτυξα τις από 26 Νοεμβρίου 2013 προτάσεις μου, διαπίστωσα ότι δεν χρειάζεται να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό προκειμένου να παρασχεθεί στο αιτούν δικαστήριο η δυνατότητα να αποφανθεί επί της διαφοράς της κύριας δίκης. Όσον αφορά τη δεύτερη υπόθεση, η επ’ ακροατηρίου συζήτηση θα πραγματοποιηθεί στις 16 Ιανουαρίου 2014, ενώ οι προτάσεις μου θα ακολουθήσουν εν ευθέτω χρόνω.


5 – Το ζήτημα αυτό τίθεται επίσης και εκτός συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ., για παράδειγμα, απόφαση του ομοσπονδιακού δικαστηρίου του Καναδά της 31ης Μαρτίου 2004, BMG Canada inc κατά Doe, 2004 FC 488, [2004] 3 FCR 241, το οποίο δέχτηκε την εφαρμογή της εξαίρεσης για ιδιωτική χρήση στις ανταλλαγές αρχείων στο διαδίκτυο και ειδικότερα στη μεταφόρτωση έργων σε δίκτυα «peer-to-peer»· εντούτοις, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η ανωτέρω απόφαση ανατρέπονται από την απόφαση του ομοσπονδιακού εφετείου του Καναδά της 19ης Μαΐου 2005, BMG Canada inc κατά Doe, 2005 FCA 193, [2005] 4 RCF 81 §§ 50-52.


6 – Συγκεκριμένα, σε ορισμένα κράτη μέλη (Βασίλειο της Δανίας, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Βασίλειο της Ισπανίας, Ιταλική Δημοκρατία, Πορτογαλική Δημοκρατία, Δημοκρατία της Φινλανδίας και Βασίλειο της Σουηδίας), ο νόμος μεταφοράς της οδηγίας 2001/29 στο εθνικό δίκαιο αποκλείει την εφαρμογή της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής σε αναπαραγωγές πραγματοποιούμενες από παράνομες πηγές. Βλ. Westkamp, G., The Implementation of Directive 2001/29/EC in the Member States, Μέρος II, Φεβρουάριος 2007 (http://ec.europa.eu/internal_market/copyright/docs/studies/infosoc-study-annex_en.pdf)· Commission Staff Working Document, Report to the Council, the European Parliament and the Economic and Social Committee on the Application of Directive 2001/29/EC on the harmonization of certain aspects of copyright and related rights in the information society, 30 Νοεμβρίου 2007 [SEC (2007) 1556]. Στην Ιρλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής δεν προβλέπεται· όσον αφορά την κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο, βλ. Torremans, P. L. C., «L’exception de copie privée au Royaume-Uni», σε Lucas, A. κ.λπ., Les exceptions au droit d’auteur – États des lieux et perspectives dans l’Union européenne, Dalloz, 2012, σ. 95.


7 – Για τη Γαλλία, βλ. ειδικότερα απόφαση του Conseil d’État της 11ης Ιουλίου 2008, Syndicat de l’industrie de matériels audiovisuels, αριθ. 298779, ECLI:FR:CESSR:2008:298779.20080711· RIDA, Ιούλιος 2008, αριθ. 217, σ. 279· για τα επακόλουθα της απόφασης αυτής, βλ. Sirinelli, P., Chroniquedejurisprudence, RIDA, Ιανουάριος 2013, αριθ. 235, σ. 275· για μια συνοπτική παρουσίαση της νομολογίας των πολιτικών δικαστηρίων, βλ. Thoumyre, L., «Peer-to-peer: l’exception pour copie privée s’applique bien au téléchargement», Revue Lam de l’immatériel, Ιούλιος-Αύγουστος 2005, σ. 23.


8 – Βλ., ωστόσο, σημείο 78 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak της 11ης Μαΐου 2010, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Padawan.


9 – Για μια επισκόπηση των σχετικών θέσεων και των επιχειρημάτων, βλ., μεταξύ άλλων, Colin, C., «Étude de faisabilité de systèmes de licences pour les échanges d’œuvres sur Internet», Rapport pour la SACD/SCAM – Belgique, 16 Σεπτεμβρίου 2011, CRIDS (http://www.crids.eu/recherche/publications/textes/synthese-sacd-scam.pdf/at_download/file), και More, K., Les dérogations au droit d’auteur – L’exception de copie privée, Presses universitaires de Rennes, 2009, σ. 101.


10 – Κρίσιμες είναι ιδιαιτέρως οι διατάξεις του άρθρου της 9, παράγραφοι 1 και 2, το οποίο ορίζει το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής που έχουν οι δημιουργοί προστατευόμενων λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων καθώς και τις εξαιρέσεις του.


11 – Δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του πρωτοκόλλου 28, σχετικά με την πνευματική ιδιοκτησία, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, της 3ης Ιανουαρίου 1994, σ. 194, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΧ), τα συμβαλλόμενα μέρη ανέλαβαν την υποχρέωση να προσχωρήσουν στη Σύμβαση της Βέρνης προ της 1ης Ιανουαρίου 1995. Βλ., επίσης, σημείο 1 του ψηφίσματος του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 1992, για την ενίσχυση της προστασίας των συγγραφικών και συγγενικών δικαιωμάτων (ΕΕ 1992, C 138, σ. 1). Όσον αφορά την εκ μέρους του Δικαστηρίου διαπίστωση παράβασης της υποχρέωσης αυτής, βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2002, C‑13/00, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2002, σ. I‑2943).


12 – ΕΕ L 336, σ. 1, στο εξής: Συμφωνία TRIPS.


13 – ΕΕ L 89, σ. 6, στο εξής: Συμφωνία WCT.


14 – Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της Συμφωνίας TRIPS παραπέμπει στη Σύμβαση της Βέρνης, και το άρθρο της 13 επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν το γράμμα του άρθρου 9 της τελευταίας. Το άρθρο 1, παράγραφος 4, της Συμφωνίας WCT επίσης παραπέμπει στη Σύμβαση της Βέρνης και το άρθρο της 10 επίσης επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν το γράμμα του άρθρου 9 της τελευταίας αυτής σύμβασης. Βλ., επίσης, τις συνημμένες στην εν λόγω Συμφωνία WCT κοινές δηλώσεις που ενέκρινε η Διπλωματική Διάσκεψη στις 20 Δεκεμβρίου 1996.


15 – Ερμηνεία η οποία πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, των αιτιολογικών σκέψεων 21, 22, 32, 38, 39, 44 και 52 της εν λόγω οδηγίας.


16 – ΕΕ L 157, σ. 45, και διορθωτικά ΕΕ L 195, σ. 16, και ΕΕ 2007, L 204, σ. 27.


17 – Στο εξής: SONT.


18 – Υπόθεση 246698/HA ZA 05-2233, LJN BD5690.


19 – Υπόθεση 200.018.226/01, LJN BO3982.


20 – Το ίδιο το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα ζητείται επικουρικώς και εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο πρώτο ερώτημα.


21 – Η υπογράμμιση δική μου.


22 – Η οδηγία 2001/29 δεν χρησιμοποιεί την έκφραση «δικαίωμα ιδιωτικής αντιγραφής», αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό να λάβει σαφή θέση επί του ζητήματος που διχάζει τη θεωρία σχετικά με τη φύση της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής. Βλ., μεταξύ άλλων, Sirinelli, P., Lareconnaissanced’unegarantied’exceptionprivée, Revue Lamy Droit de l’immatériel, Οκτώβριος 2006, σ. 21· βλ., επίσης, τη σχετική περίληψη του More, K., όπ.π., σ. 85 επ., όπου προτείνεται η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής να εξετάζεται υπό το πρίσμα του «προστατευόμενου έννομου συμφέροντος». Συναφώς επισημαίνεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η οδηγία 2001/29 επιβάλλει στα κράτη μέλη τα οποία επέλεξαν να προβλέψουν την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής την υποχρέωση να θεσπίσουν, εντός εύλογης προθεσμίας, μέτρα που να παρέχουν στα φυσικά πρόσωπα τη δυνατότητα να επωφελούνται από την εξαίρεση αυτή· βλ. αιτιολογική σκέψη 52 και άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2001/29.


23 – Η υπογράμμιση δική μου.


24 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας 2001/29· προπαρατεθείσα απόφαση Padawan (σκέψεις 41 και 42).


25 – Η υποχρέωση είσπραξης αποτελεί υποχρέωση επίτευξης ορισμένου αποτελέσματος· βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Stichting de Thuiskopie (σκέψη 34).


26 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Padawan (σκέψεις 43 και 44)


27 – Όπ.π. (σκέψεις 46 έως 49).


28 – Όπ.π. (σκέψεις 51 έως 59).


29 – Βλ., επίσης, άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/100/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1992, σχετικά με το δικαίωμα εκμισθώσεως, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (ΕΕ L 346, σ. 61), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29,


30 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Stichting de Thuiskopie (σκέψεις 19 έως 21).


31 – Οι προϋποθέσεις αυτές περιλαμβάνονταν ήδη στις προτάσεις της Επιτροπής· βλ. πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 1997, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας [COM(1997) 628 τελικό, (ΕΕ 1998, C 108, σ. 6)], καθώς και τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1999, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας [COM(1999) 250 τελικό (ΕΕ 1999, C 180, σ. 6)].


32 – Η σχέση αυτή μεταξύ των εν λόγω διατάξεων προκύπτει επίσης από το άρθρο 6, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2001/29 και από την αιτιολογική σκέψη 52 της οδηγίας αυτής.


33 – Βλ., συναφώς, More, K., όπ.π., σ. 48 επ· Senftleben, M., «Ni flexibilité ni sécurité juridique-Les exceptions au regard du triple test», σε Lucas., A., κ.λπ., Les exceptions au droit d’auteur – État des lieux et perspectives dans l’Union européenne, Lucas., A., Dalloz, 2012, σ. 63.


34 – Βλ., συναφώς, Gaubiac, Y., «La copie privée est-elle un cas spécial», σε Droit et technique, Études à la mémoire du professeur Xavier Linant de Bellefonds, Lexis Nexis, 2007, σ. 181.


35 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Stichting de Thuiskopie (σκέψη 22).


36 – Η υπογράμμιση δική μου.


37 – Επί της διαφωνίας σχετικά με την ερμηνεία του ελέγχου των τριών σταδίων και, ειδικότερα, με το ζήτημα αν οι προϋποθέσεις που επιβάλλει ο έλεγχος αυτός πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, ζήτημα το οποίο δεν χρήζει εξετάσεως εν προκειμένω, βλ., μεταξύ άλλων, Ficsor, M., «Le test des trois étapes: pourquoi on ne signe pas la Déclaration de Munich», σε Lucas., A., κ.λπ., Les exceptions au droit d’auteur – État des lieux et perspectives dans l’Union européenne, Dalloz, 2012, σ. 55.


38 –      Μπορεί, ιδιαίτερα, να παρατεθεί η Έκθεση της ειδικής ομάδας του ΠΟΕ, της 15ης Ιουνίου 2000, Ηνωμένες Πολιτείες – Άρθρο 110 5) του AW, WT/DS160/R. Η εν λόγω έκθεση επισημαίνει μεταξύ άλλων (§ 6.181) ότι «οι εξαιρέσεις ή οι περιορισμοί λογίζονται ότι δεν θίγουν την κανονική εκμετάλλευση έργων εάν περιορίζονται σε τέτοια έκταση ή βαθμό ώστε οι προκύπτουσες οικονομικές χρήσεις των έργων να μην είναι ανταγωνιστικές σε σχέση με εκείνες στις οποίες τυγχάνουν εφαρμογής οι εξαιρέσεις αυτές». Η έκθεση αυτή παραθέτει μεταξύ άλλων τις υποδείξεις που διατύπωσε μια ομάδα μελέτης συσταθείσα για την προετοιμασία της Διάσκεψης Αναθεώρησης της Σύμβασης της Βέρνης που διεξήχθη στη Στοκχόλμη το 1967, σύμφωνα με τις οποίες «είναι προφανές ότι πρέπει καταρχήν να εξασφαλίζονται, υπέρ των δημιουργών, όλες οι μορφές εκμετάλλευσης ενός έργου οι οποίες έχουν ή ενδέχεται να αποκτήσουν πρωταρχική σημασία, οικονομική ή πρακτική. Εξαιρέσεις οι οποίες ενδέχεται να περιορίσουν τις δυνατότητες που προσφέρονται στους δημιουργούς ως προς τα ανωτέρω ζητήματα είναι απαράδεκτες».


39 – Βλ. αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, C‑5/08, Infopaq International (Συλλογή 2009, σ. I‑6569, σκέψη 31), καθώς και της 4ης Οκτωβρίου 2011, C‑403/08 και C‑429/08, Football Association Premier League κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. I‑9083, σκέψη 154).


40 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Infopaq International (σκέψεις 27 έως 29, καθώς και 31 επ.).


41 – Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 2011, C‑271/10, VEWA (Συλλογή 2011, σ. I‑5815, σκέψη 25).


42 – Βλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2003, C‑245/00, SENA (Συλλογή 2003, σ. I-1251, σκέψη 24).


43 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Padawan (σκέψεις 29 έως 32).


44 – Βλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2006, C‑306/05, SGAE (Συλλογή 2006, σ. I‑11519, σκέψεις 31 και 33 επ.)· προπαρατεθείσα απόφαση Football Association Premier League κ.λπ. (σκέψη 184), καθώς και απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2011, C‑283/10, Circul Globus Bucureşti (Συλλογή 2011, σ. I‑12031, σκέψεις 31-32).


45 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση DR και TV2 Danmark (σκέψη 34).


46 – Βλ. αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 1984, 327/82, Ekro (Συλλογή 1984, σ. 107, σκέψη 11)· της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑287/98, Linster (Συλλογή 2000, σ. I‑6917, σκέψη 43)· προπαρατεθείσες αποφάσεις Infopaq International (σκέψη 27), VEWA (σκέψη 25), καθώς και DR και TV2 Danmark (σκέψη 33).


47 – Το Δικαστήριο έχει κρίνει, συναφώς, ότι οι απαιτήσεις αυτές επιβάλλονταν ιδιαιτέρως όσον αφορά την οδηγία 2001/29, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος των αιτιολογικών σκέψεων 6 και 21· Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Infopaq International (σκέψη 28). Η εν λόγω ομοιόμορφη ερμηνεία συνιστά επίσης προϋπόθεση της εκ μέρους των κρατών μελών εναρμονισμένης εφαρμογής των εξαιρέσεων και των περιορισμών της οδηγίας, η οποία μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας αυτής· βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Padawan (σκέψη 35).


48 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1983, 292/82, Merck (Συλλογή 1983, σ. 3781, σκέψη 12)


49 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81, Cilfit κ.λπ. (Συλλογή 1982, σ. 3415, σκέψη 20), καθώς και της 3ης Οκτωβρίου 2013, C‑583/11 P, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (σκέψη 50).


50 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, C‑370/12, Pringle (σκέψη 135), καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (σκέψη 50). Βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Circul Globus Bucureşti (σκέψεις 34 και 35)


51 – Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα Infopaq International (σκέψη 32), και απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012, C‑128/11, UsedSoft (σκέψη 42).


52 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1998, C‑341/95, Bettati (Συλλογή 1998, σ. I‑4355, σκέψη 20)· της 17ης Απριλίου 2008, C‑456/06, Peek & Cloppenburg (Συλλογή 2008, σ. I‑2731, σκέψη 30), καθώς και προπαρατεθείσα SGAE (σκέψη 35).


53 – Βλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑479/04, Laserdisken (Συλλογή 2006, σ. I‑8089, σκέψη 39).


54 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση DR και TV2 Danmark.


55 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 21 και άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29.


56 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 32 και άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29.


57 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 38 της οδηγίας 2001/29.


58 – Όπ.π.


59 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 39 της οδηγίας 2001/29.


60 – Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 35 και 38 της οδηγίας 2001/29. Η υπογράμμιση δική μου.


61 – Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το Δικαστήριο έκρινε ότι η δίκαιη αποζημίωση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29 πρέπει αναγκαστικά να υπολογίζεται με κριτήριο τη ζημία που υφίστανται οι δημιουργοί των προστατευόμενων έργων εξαιτίας της θέσπισης της εξαίρεσης της ιδιωτικής αντιγραφής· βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Padawan (σκέψεις 38 έως 42), η υπογράμμιση δική μου.


62 – Το ίδιο ακριβώς αποφάνθηκε και το Συμβούλιο της Επικρατείας της Γαλλίας ως προς τα άρθρα L. 122-5 και L. 311 του κώδικα πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία συνιστούν μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29: «το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής έχει μοναδικό σκοπό να αποζημιώσει τους δημιουργούς, καλλιτέχνες-ερμηνευτές και παραγωγούς, για την απώλεια εσόδων που προκαλείται από τη νόμιμη και χωρίς την άδειά τους χρήση αντιγράφων έργων που έχουν εγγραφεί σε φωνογραφήματα και μαγνητοσκοπήσεις η οποία γίνεται για σκοπούς αυστηρά ιδιωτικούς»· βλ. Conseil d’État, 11 Ιουλίου 2008, Syndicat de l’industrie de matériels audiovisuels, αριθ. 298779, ECLI:FR:CESSR:2008:298779.20080711· RIDA, Ιούλιος 2008, αριθ. 217, σ. 279· για τα επακόλουθα της απόφασης αυτής, βλ. Sirinelli, P., Chroniquedejurisprudence, όπ.π., σ. 275.


63 – Κατά τα λοιπά, τέτοια πρόθεση ουδόλως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2001/29.


64 – Το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2001/29 προβλέπει εξαίρεση από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής στην περίπτωση χρήσης προστατευόμενου έργου ή αντικειμένου για λόγους δημόσιας ασφάλειας ή για να διασφαλιστεί η ορθή διεξαγωγή ή η κατάλληλη κάλυψη διοικητικών, κοινοβουλευτικών ή δικαστικών διαδικασιών, χωρίς να κάνει αναφορά στη νομιμότητα της πηγής.


65 – ΕΕ L 122, σ. 42.


66 – Το εδάφιο αυτό αφορά τις εξαιρέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχεία α΄, γ΄, δ΄ και ε΄, και του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχεία α΄, β΄ ή ε΄, της οδηγίας 2001/29.


67 – Επισημαίνεται ότι και άλλα κείμενα παραπέμπουν επίσης στο «πρόσωπο που το απέκτησε νομίμως» [ή «νόμιμο χρήστη»]· βλ. αιτιολογικές σκέψεις 49 και 51 καθώς και άρθρο 6 της οδηγίας 96/9/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων (ΕΕ L 77, σ. 20).


68 – Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Infopaq International (σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


69 – Βλ., όσον αφορά τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπει η οδηγία 2001/29, προπαρατεθείσα απόφαση Luksan (σκέψη 101). Βλ., επίσης, ως προς άλλους τομείς, αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, C‑476/11, HK Danmark (σκέψεις 46 και 47), καθώς και C‑546/11, Dansk Jurist- og Økonomforbund (σκέψεις 41 και 42).


70 – Βλ. άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29.


71 – Βλ. άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας.


72 – Δύναται να υποστηριχθεί ότι η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής θεσπίστηκε ακριβώς για να αποσπάσει από το μονοπώλιο του δικαιούχου τα αντίγραφα που παράγουν οι χρήστες προς τους οποίους δεν θα μπορούσε να προσαφθεί αιτίαση χωρίς τούτο να συνεπάγεται προσβολή του δικαιώματος στην προστασία της ιδιωτικής ζωής: Βλ. Gaubiac, Y., όπ.π., καθώς και More, K., όπ.π., σ. 79 επ.


73 – Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 2001/29, μεταξύ άλλων, δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να ανακοινώνουν στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα προκειμένου να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος του δημιουργού στο πλαίσιο αστικής δίκης· βλ. απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2008, C‑275/06, Promusicae (Συλλογή 2008, σ. I‑271).


74 – Βλ., συναφώς, τις διιστάμενες γνώμες των γενικών εισαγγελέων V. Trstenjak (σημεία 102 έως 106 των προτάσεων της 11ης Μαΐου 2006 στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Padawan) και N. Jääskinen (σημείο 44 των προτάσεων της 10ης Μαρτίου 2011 στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Stichting de Thuiskopie).


75 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας 2001/29.


76 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Padawan (σκέψη 36).


77 – Το άρθρο αυτό, με τίτλο «Δικαστικά έξοδα», ορίζει ότι «τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα εύλογα και αναλογικά δικαστικά έξοδα και οι λοιπές δαπάνες στις οποίες υπεβλήθη ο νικήσας διάδικος να βαρύνουν κατά κανόνα τον ηττηθέντα διάδικο, εκτός εάν λόγοι επιεικίας επιβάλλουν άλλως».


78 – Το άρθρο 1 της οδηγίας 2004/48 ορίζει ότι η οδηγία αυτή «αφορά τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας».


79 – Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48 διευκρινίζει ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται «σε οποιαδήποτε προσβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας», ανεξαρτήτως του αν η προσβολή αυτή στοιχειοθετείται κατά το δίκαιο της Ένωσης και/ή κατά το δίκαιο κράτους μέλους.


80 – Βλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, C‑406/09, Realchemie Nederland (Συλλογή 2011, σ. I‑9773, σκέψη 47).


81 –      Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, C‑180/11, Bericap Záródástechnikai (σκέψη 75).


82 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Realchemie Nederland (σκέψη 48).


83 – Όπ.π. (σκέψη 49).


84 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Bericap Záródástechnikai (σκέψη 78).


85 – Όπ.π. (σκέψη 79).