Language of document : ECLI:EU:C:2013:884

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 (*)

«Αίτηση αναίρεσης – Άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Προδήλως αβάσιμη αίτηση αναίρεσης – Άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Προθεσμία άσκησης προσφυγής»

Στην υπόθεση C‑616/12 P,

με αντικείμενο αίτηση αναίρεσης δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2012,

Ελληνικά Ναυπηγεία AE, με έδρα τον Σκαραμαγκά (Ελλάδα),

2. Hoern Beteiligungs GmbH, με έδρα το Kiel (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες από τους Κ. Χρυσόγονο και Α. Καϊδατζή, δικηγόρους,

αναιρεσείουσες,

αντίδικος κατ’ αναίρεση:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Μ. Κωνσταντινίδη και B. Stromsky, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Jarašiūnas, A. Ó Caoimh, C. Toader και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: A. Calot Escobar

κατόπιν της απόφασης που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, σύμφωνα με το άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την αίτησή τους, η ναυπηγοκατασκευαστική εταιρία Ελληνικά Ναυπηγεία AE (στο εξής: EN) και ο κύριος μέτοχός της, η εταιρία 2. Hoern Beteiligungs GmbH (στο εξής: Hoern), ζητούν την αναίρεση της διάταξης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Οκτωβρίου 2012, T‑466/11, Ελληνικά Ναυπηγεία και Hoern κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους για την ακύρωση της επιστολής της Επιτροπής Ε(2010) 8274 τελικό, της 1ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με την «Κρατική ενίσχυση CR 16/2004 – εκτέλεση της αρνητικής αποφάσεως και ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην [Ελληνικά Ναυπηγεία AE] – επίκληση εκ μέρους της Ελλάδας του άρθρου 346, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ και διαδικασία του άρθρου 348, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ» (στο εξής: επίμαχη επιστολή), όπως η επιστολή αυτή συμπληρώνεται από τα έγγραφα και λοιπά στοιχεία του φακέλου.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 2 Ιουλίου 2008 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε την απόφαση 2009/610/ΕΚ, για τις ενισχύσεις C 16/04 (πρώην NN 29/04, CP 71/02 και CP 133/05) που η Ελλάδα χορήγησε στην επιχείρηση Hellenic Shipyards SA (ΕΕ 2009, L 225, σ. 104). Η απόφαση αυτή διέταζε την ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παρανόμως στην ΕΝ ή χρησιμοποιήθηκαν καταχρηστικώς από αυτήν (στο εξής: απόφαση της 2ας Ιουλίου 2008).

3        Στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 η EN άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή με αίτημα τη μερική ακύρωση της απόφασης της 2ας Ιουλίου 2008. Η προσφυγή της απορρίφθηκε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2012, T-391/08, Ελληνικά Ναυπηγεία κατά Επιτροπής. Η EN άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής, η οποία απορρίφθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Φεβρουαρίου 2013, C‑246/12 P, Ελληνικά Ναυπηγεία κατά Επιτροπής.

4        Στις 30 Ιανουαρίου 2009 η Ελληνική Κυβέρνηση απέστειλε στην Επιτροπή επιστολή, στην οποία επικαλέστηκε το άρθρο 296 ΕΚ [νυν άρθρο 346 ΣΛΕΕ], προκειμένου να διασφαλίσει ότι η εφαρμογή της απόφασης της 2ας Ιουλίου 2008 δεν θα υπονομεύσει την ικανότητα της ΕΝ να κατασκευάζει στρατιωτικό υλικό. Την αποστολή της επιστολής αυτής ακολούθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών, σύμφωνα με το άρθρο 348 ΣΛΕΕ. Κατά το τελικό στάδιο των διαπραγματεύσεων, στις 29 Οκτωβρίου 2010, το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών απέστειλε σχέδιο ανάκτησης των ενισχύσεων, στηριζόμενο ιδίως στα έγγραφα που είχαν διαβιβασθεί στο εν λόγω Υπουργείο από την ΕΝ στις 27 Οκτωβρίου 2010.

5        Την 1η Δεκεμβρίου 2010 η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία την επίμαχη επιστολή, επισημαίνοντας τα εξής:

«13.      Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη ότι η [Ελληνική Δημοκρατία] επικαλείται την εξαίρεση η οποία προβλέπεται στο άρθρο 346 ΣΛΕΕ.

14.      Η Επιτροπή επίσης λαμβάνει υπόψη τις δεσμεύσεις της [Ελληνικής Δημοκρατίας] αναφορικά με την εφαρμογή της απόφασης της 2ας Ιουλίου 2008, όπως συμφωνήθηκε στα πλαίσια της διαδικασίας, την οποία προβλέπει το άρθρο 348, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και όπως περιγράφεται λεπτομερώς στην επιστολή της [Ελληνικής Δημοκρατίας] της 29ης Οκτωβρίου 2010, καθώς και στην εμπεριεχόμενη επιστολή [της ΕΝ] προς την [Ελληνική Δημοκρατία] της 27ης Οκτωβρίου 2010 [...].

15.      Η Επιτροπή θεωρεί πως, στην περίπτωση πλήρους εφαρμογής εντός των επιβληθεισών προθεσμιών, τα προς λήψη μέτρα και οι δεσμεύσεις της [Ελληνικής Δημοκρατίας] θα αποτελέσουν μια τελική, βιώσιμη και πλήρη εφαρμογή της απόφασης [της 2ας Ιουλίου 2008]».

6        Το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών διαβίβασε την επίμαχη επιστολή στην ΕΝ με τηλεομοιοτυπία της 13ης Δεκεμβρίου 2010.

7        Εκτιμώντας ότι η επιστολή αυτή δεν ήταν αρκούντως σαφής και συγκεκριμένη, η ΕΝ ζήτησε από το Υπουργείο Οικονομικών να της παράσχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και στοιχεία του φακέλου που σχετίζονταν με την εφαρμογή της απόφασης της 2ας Ιουλίου 2008. Η ΕΝ υπέβαλε σχετική επίσημη αίτηση στο Υπουργείο Οικονομικών στις 30 Μαΐου 2011, ενώ την ίδια μέρα η ΕΝ και η Hoern ζήτησαν επίσης από την Επιτροπή να τους παράσχει πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα και στοιχεία.

8        Κατά τη διάρκεια του Ιουνίου 2011, το Υπουργείο Οικονομικών δέχθηκε εν μέρει το σχετικό αίτημα της ΕΝ και της παρέσχε πρόσβαση σε ορισμένα από τα έγγραφα που ζητήθηκαν. Στις 13 Ιουλίου 2011 η Επιτροπή δέχθηκε επίσης εν μέρει το αντίστοιχο αίτημα πρόσβασης της ΕΝ στα έγγραφα.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

9        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Αυγούστου 2011, η EN κα η Hoern ζήτησαν την ακύρωση της επίμαχης επιστολής, «όπως συμπληρώνεται από τα έγγραφα και λοιπά στοιχεία του φακέλου».

10      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

11      Οι αναιρεσείουσες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί της ένστασης απαραδέκτου στις 16 Ιανουαρίου 2012.

12      Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 114 του Κανονισμού του Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, χωρίς να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

13      Στις σκέψεις 21 έως 23 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αναιρεσείουσες δεν είχαν προσδιορίσει ποια ήταν τα «έγγραφα και λοιπά στοιχεία του φακέλου» τα οποία, κατά την άποψή τους, συμπλήρωναν την επίμαχη επιστολή και, ως εκ τούτου, έκρινε την προσφυγή τους απαράδεκτη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, ελλείψει καθορισμού του αντικειμένου της διαφοράς.

14      Στις σκέψεις 24 έως 26 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης τα εξής:

«24      Επαλλήλως επισημαίνεται ότι, όσον αφορά το τμήμα της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο προσδιορίστηκε στην προσφυγή, ήτοι [η επίμαχη επιστολή], η προσφυγή είναι εν πάση περιπτώσει απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη. Οι προσφεύγουσες αναγνωρίζουν ότι, στις 13 Δεκεμβρίου 2010, το Υπουργείο Οικονομικών διαβίβασε με τηλεομοιοτυπία [την επιστολή αυτή] στην [EN]. Επομένως, οι προσφεύγουσες αναγνωρίζουν ότι έλαβαν γνώση του οικείου εγγράφου κατά την ανωτέρω ημερομηνία.

25      Κατά το άρθρο 263, [έκτο εδάφιο], ΣΛΕΕ, η προσφυγή ακύρωσης πρέπει να ασκείται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξης, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσίευσης ή κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξης. Κατά το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προθεσμία αυτή παρεκτείνεται λόγω απόστασης κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.

26      Επομένως συνάγεται ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ακύρωσης κατά [της επίμαχης επιστολής] έληξε στις 23 Φεβρουαρίου 2011. Η προσφυγή, όμως, ασκήθηκε στις 23 Αυγούστου 2011.»

 Αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

15      Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και να κρίνει βάσιμη την προσφυγή που άσκησαν πρωτοδίκως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναίρεσης·

–        να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αίτησης αναίρεσης

17      Κατά το άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναίρεσης είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, οποτεδήποτε, κατόπιν έκθεσης του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την ολική ή μερική απόρριψη της αίτησης αναίρεσης με αιτιολογημένη διάταξη, τούτο δε χωρίς προφορική διαδικασία.

18      Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στην υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.

19      Εν προκειμένω, οι αναιρεσείουσες προέβαλαν τέσσερις λόγους αναίρεσης προς στήριξη της αίτησής τους. Με τον πρώτο λόγο προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ανεπίτρεπτη μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του δικογράφου της προσφυγής. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Ο τρίτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και από παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ενώ με τον τέταρτο λόγο οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς απέρριψε τα αιτήματά τους για τη λήψη μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας και για τη διεξαγωγή αποδείξεων.

20      Πρέπει να εξετασθεί κατά προτεραιότητα ο τρίτος λόγος αναίρεσης, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και από παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

21      Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι η επίμαχη επιστολή, την οποία η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία μετά το πέρας της προβλεπόμενης στο άρθρο 348, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εξέτασης, συνιστά απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 288 ΣΛΕΕ.

22      Όμως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο χαρακτηρισμός αυτός είναι ορθός και ότι οι αναιρεσείουσες νομιμοποιούνται ενεργητικώς βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η προσφυγή τους θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να κριθεί παραδεκτή μόνον εφόσον είχε ασκηθεί, κατά το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξης, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσίευσης ή κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξης».

23      Όσον αφορά την προθεσμία αυτή, από την αίτηση αναίρεσης προκύπτει ότι οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν ότι έλαβαν γνώση του περιεχομένου της επίμαχης επιστολής στις 13 Δεκεμβρίου 2010.

24      Ομοίως δεν αμφισβητείται από τις αναιρεσείουσες ότι αν, όπως έπραξε το Γενικό Δικαστήριο, ως αφετηρία της προθεσμίας προσφυγής κατ’ άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ληφθεί υπόψη η ημερομηνία της 13ης Δεκεμβρίου 2010, τότε η ασκηθείσα στις 23 Αυγούστου 2011 προσφυγή τους θα πρέπει να κριθεί απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη.

25      Εξάλλου, οι αναιρεσείουσες ουδέποτε ισχυρίσθηκαν ότι η επίμαχη επιστολή συνιστά προπαρασκευαστική πράξη. Αντιθέτως, με την αίτηση αναίρεσης τονίζουν ότι η επιστολή αυτή επιφέρει έννομα αποτελέσματα και συνιστά, ως εκ τούτου, απόφαση.

26      Κατά τις αναιρεσείουσες, η πλάνη περί το δίκαιο που βαρύνει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη έγκειται στο γεγονός ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο εξέλαβε τη 13η Δεκεμβρίου 2010 ως αφετηρία της προθεσμίας προσφυγής, διότι κατά το χρονικό αυτό σημείο η επίμαχη επιστολή δεν ήταν αρκούντως σαφής και συγκεκριμένη ώστε να μπορέσουν οι αναιρεσείουσες να αντιληφθούν το ακριβές περιεχόμενό της και να πληροφορηθούν την αιτιολογία της απόφασης που περιείχε. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι έλαβαν γνώση του περιεχομένου της επίμαχης επιστολής, η γνώση αυτή δεν ήταν πλήρης λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας.

27      Οι αναιρεσείουσες καταλήγουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, εκτιμώντας ότι στις 13 Δεκεμβρίου 2010 έλαβαν «γνώση» της επίμαχης επιστολής κατά την έννοια του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, παρέβη τη διάταξη αυτή και παραβίασε την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Κατά τις αναιρεσείουσες, η προθεσμία προσφυγής μπορούσε να αρχίσει να τρέχει μόνον από τη στιγμή που θα ελάμβαναν γνώση του συνόλου των εγγράφων και των στοιχείων του φακέλου, καθώς και της αιτιολογίας της απόφασης της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, η άσκηση της προσφυγής τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όχι μόνον δεν ήταν εκπρόθεσμη, αλλά αντιθέτως ήταν πρόωρη, πράγμα όμως που δεν απαγορεύεται.

28      Τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως προδήλως αβάσιμα. Κατ’ ουσίαν οι αναιρεσείουσες συγχέουν, αφενός, το γεγονός ότι μια βλαπτική πράξη εκδίδεται και μπορεί να προσβληθεί –υπό την προϋπόθεση ότι έχει λάβει χώρα δημοσίευση ή κοινοποίηση της πράξης ή ότι αυτή έχει γίνει γνωστή– με το ζήτημα, αφετέρου, κατά πόσον η πράξη βαρύνεται με πλημμέλεια ικανή να επιφέρει την ακύρωσή της, όπως η έλλειψη αιτιολογίας ή πρόσβασης στον φάκελο.

29      Πράγματι, η έλλειψη ή η ανεπάρκεια αιτιολογίας εμπίπτει στην παράβαση ουσιώδους τύπου κατά την έννοια του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 67· της 10ης Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. I‑4951, σκέψη 174, και της 11ης Απριλίου 2013, C‑652/11 P, Mindo κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 30). Ομοίως, η αδυναμία πρόσβασης στον φάκελο μπορεί να συνιστά διαδικαστική πλημμέλεια και να επιφέρει την ακύρωση της απόφασης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, C‑109/10 P, Solvay κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνάγεται επομένως από τη νομολογία ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, η ενδεχόμενη έλλειψη σαφήνειας ή αιτιολογίας μιας πράξης, όπως άλλωστε και η ενδεχόμενη διαδικαστική πλημμέλεια λόγω αδυναμίας πρόσβασης στον φάκελο, εμπίπτει στον έλεγχο νομιμότητας της πράξης αυτής και δεν αφορά τον καθορισμό της αφετηρίας της προθεσμίας προσφυγής.

30      Η ευδοκίμηση του επιχειρήματος των αναιρεσειουσών, σύμφωνα με το οποίο η προθεσμία προσφυγής αρχίζει να τρέχει μόνον από την δημοσιοποίηση εγγράφων και στοιχείων που καθιστούν δυνατή, κατά τη γνώμη τους, την καλύτερη κατανόηση του ακριβούς περιεχομένου και της αιτιολογίας της απόφασης, προσκρούει στον σκοπό του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο οποίος συνίσταται στην κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου μέσω της αποτροπής της επ’ αόριστον δυνατότητας προσβολής των πράξεων της Ένωσης που παράγουν έννομα αποτελέσματα (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 2002, C‑241/01, National Farmers’ Union, Συλλογή 2002, σ. I‑9079, σκέψη 34· της 11ης Νοεμβρίου 2010, C‑36/09 P, Transportes Evaristo Molina, σκέψη 37, και της 23ης Απριλίου 2013, C‑478/11 P έως C‑482/11 P, Gbagbo κ.λπ. κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 62). Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, καθώς και του γράμματος του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η αφετηρία της προθεσμίας προσφυγής πρέπει να καθορίζεται κατά τρόπο αντικειμενικό, με κριτήριο το αν ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση του περιεχομένου της απόφασης όπως αυτή εκδόθηκε, χωρίς να συνεκτιμώνται υποκειμενικά στοιχεία, όπως οι προβαλλόμενες πλημμέλειες της απόφασης.

31      Καθορίζοντας την αφετηρία της προθεσμίας προσφυγής κατά τρόπο αντικειμενικό, το Γενικό Δικαστήριο δεν παραβίασε ούτε την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο απλώς μερίμνησε για την τήρηση αυτής της προθεσμίας προσφυγής, η οποία συνιστά, για τους λόγους ασφάλειας δικαίου που υπομνήσθηκαν ανωτέρω, εγγενή περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

32      Δεδομένου ότι ο τρίτος λόγος αναίρεσης είναι προδήλως αβάσιμος και ότι κανένας άλλος λόγος δεν προβλήθηκε κατά της διαπίστωσης του Γενικού Δικαστηρίου περί του εκπρόθεσμου χαρακτήρα της προσφυγής, το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης έχει εν πάση περιπτώσει νόμιμη βάση για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 24 έως 26 της εν λόγω διάταξης. Δεδομένου ότι ο εκπρόθεσμος χαρακτήρας της προσφυγής συνεπάγεται εν πάση περιπτώσει ότι, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, η προσφυγή δεν μπορούσε να εξετασθεί από το ίδιο επί της ουσίας, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος αναίρεσης που αντλούνται αντιστοίχως από εσφαλμένη ερμηνεία του δικογράφου της προσφυγής, από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και από εσφαλμένη απόρριψη των αιτημάτων λήψης μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας και διεξαγωγής αποδείξεων.

33      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

34      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στην κατ’ αναίρεση δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα και αυτές ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης.

2)      Καταδικάζει την Ελληνικά Ναυπηγεία AE και την 2. Hoern Beteiligungs GmbH στα δικαστικά τους έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.