Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 9 Ιουνίου 2017 ο Christoph Klein κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 28 Σεπτεμβρίου 2016 στην υπόθεση T-309/10 RENV, Christoph Klein κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-346/17 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Christoph Klein (εκπρόσωπος: H.-J. Ahlt, Rechtsanwalt)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Αιτήματα

Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2016 στην υπόθεση T-309/10 RENV·

να υποχρεώσει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.562.662,30 ευρώ πλέον τόκων υπολογιζομένων με το εκάστοτε ισχύον βασικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως·

να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή οφείλει, κατ’ αρχήν, να αποκαταστήσει στον ενάγοντα την επιπλέον επικληθείσα ζημία που υπέστη μετά την 15η Σεπτεμβρίου 2006, το ποσό της οποίας θα προσδιοριστεί μεταγενέστερα·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα·

επικουρικώς: να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2016 στην υπόθεση T-309/10 RENV και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει τους ακόλουθους λόγους αναιρέσεως:

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 61, παράγραφος 2, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, διότι παρέβλεψε την έκταση της δεσμευτικότητας της αποφάσεως του Δικαστηρίου και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, δεχόμενο ότι ο ενάγων, λόγω του απαραδέκτου του τετάρτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C-120/14 P δεν μπορεί να ζητήσει αποζημίωση όσον αφορά το προϊόν του «effecto».

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη εκ νέου το άρθρο 61, παράγραφος 2, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, διότι δεν συμμορφώθηκε προς την κρίση του Δικαστηρίου επί νομικού ζητήματος. Με τη σκέψη 95 της αποφάσεώς του, το Δικαστήριο έκρινε ότι η πρώτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ήταν αναιρετέα στο μέτρο που με αυτή το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως προς το αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία που φέρεται ότι υπέστη ο αναιρεσείων […]. Σε αντίθεση προς αυτή τη νομική κρίση, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, κατά νομικώς εσφαλμένο τρόπο, στο συμπέρασμα ότι δεν θεμελιώνεται κατ’ αρχήν αξίωση αποζημιώσεως λόγω μη συνδρομής των σχετικών προϋποθέσεων.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο, κατά παράβαση του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή, με την αδράνειά της κατά τη διαδικασία της ρήτρας διασφαλίσεως του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/42, παρέβη επίσης το άρθρο 41 του Χάρτη των Θμελιωδών Δικαιωμάτων, με το σκεπτικό ότι επρόκειτο για απαράδεκτο νέο ισχυρισμό. Τούτο είναι νομικώς εσφαλμένο, διότι ο ενάγων είχε ήδη στο δικόγραφο της αγωγής επικαλεστεί τις αρχές της χρηστής διακυβερνήσεως οι οποίες, ως προς το περιεχόμενο, αλληλοκαλύπτονται με τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Για τον λόγο αυτό δεν πρόκειται για απαράδεκτο νέο ισχυρισμό.

Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι η οδηγία δεν απονέμει δικαιώματα στον ενάγοντα προσωπικώς και στην εταιρία atmed AG. Με την αίτηση αναιρέσεως προβάλλεται ότι αυτό είναι αντίθετο στο δίκαιο της Ένωσης, διότι αμφότεροι είναι αποδέκτες σε διαδικασία ρήτρας διασφαλίσεως και μπορούν, ως κύριοι ενδιαφερόμενοι από οικονομικής απόψεως, να επικαλεστούν τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

Πέμπτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αρνούμενο την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής και της προβαλλομένης ζημίας. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε και χαρακτήρισε εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά. Περαιτέρω, παρέβη εκ νέου το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/42, δεν πρόεβη σε νομικό έλεγχο και δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του.

Έκτον, το Γενικό Δικαστήριο, παραλείποντας να λάβει υπόψη τα παραρτήματα KOM RENV 1 και. 2, παραβίασε τις αρχές της δίκαιης δίκης και της εκατέρωθεν ακροάσεως, παρέβη το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα.

Έβδομον, το Γενικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το αίτημα του ενάγοντος να κληθεί η Επιτροπή να προσκομίσει τα έγγραφα της ρήτρας διασφαλίσεως, παραβίασε τις αρχές της δίκαιης δίκης, παρέβη το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων καθώς και το άρθρο 64, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και το άρθρο 24 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

____________