Language of document : ECLI:EU:C:2018:1

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 10ης Ιανουαρίου 2018 (1)

Υπόθεση C-266/16

Western Sahara Campaign UK,

The Queen

κατά

Commissioners for Her Majesty’s Revenue and Customs,

Secretary of State for Environment, Food and Rural Affairs

[αίτηση του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών (διοικητικές διαφορές)], Ηνωμένο Βασίλειο,
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου – Πρωτόκολλο σχετικά με τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων που προβλέπονται από τη συμφωνία – Πράξεις με τις οποίες εγκρίνεται η σύναψη της συμφωνίας και του πρωτοκόλλου – Κανονισμοί που κατανέμουν μεταξύ των κρατών μελών τις αλιευτικές δυνατότητες που καθορίζονται από το πρωτόκολλο – Κύρος υπό το πρίσμα του άρθρου 3 ΣΕΕ και του διεθνούς δικαίου – Εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα και στα χωρικά της ύδατα»






Περιεχόμενα


I. Εισαγωγή

II. Το νομικό πλαίσιο

Α. Η αλιευτική συμφωνία

Β. Το πρωτόκολλο του 2013

Γ. Ο κανονισμός 764/2006

Δ. Η απόφαση 2013/785/ΕΕ

Ε. Ο κανονισμός 1270/2013

III. Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

V. Επί του τρίτου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

Α. Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

Β. Επί της ουσίας

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

2. Η δυνατότητα επικλήσεως των κανόνων του διεθνούς δικαίου ενόψει της αμφισβητήσεως του κύρους των επίμαχων πράξεων

α) Γενικές αρχές

β) Επί της δυνατότητας επικλήσεως των κανόνων του διεθνούς δικαίου που έχουν εφαρμογή στη σύναψη διεθνών συμφωνιών με αντικείμενο την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Δυτικής Σαχάρας

1) Το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως

i) Το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως συγκαταλέγεται στα δικαιώματα του ανθρώπου

ii) Το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως ως αρχή του γενικού διεθνούς δικαίου και του συμβατικού διεθνούς δικαίου και ως υποχρέωση erga omnes

– Η Ένωση δεσμεύεται από το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως

– Το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως αποτελεί κανόνα του διεθνούς δικαίου το περιεχόμενο του οποίου είναι απαλλαγμένο από αιρέσεις και αρκούντως ακριβές

– Ο δικαστικός έλεγχος των επίμαχων πράξεων δεν προσκρούει στη φύση και τον σκοπό του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως

2) Η αρχή της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων

3) Οι κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που έχουν εφαρμογή στη σύναψη των διεθνών συμφωνιών σχετικά με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της κατεχόμενης περιοχής

3. Επί του κύρους του κανονισμού 764/2006, της αποφάσεως 2013/785 και του κανονισμού 1270/2013 και επί της συμβατότητας της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013 με τους ισχύοντες κανόνες του διεθνούς δικαίου στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ

α) Επί του σεβασμού, με τις επίμαχες πράξεις, του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας καθώς και της υποχρεώσεως να μην αναγνωρίζεται παράνομη κατάσταση απορρέουσα από προσβολή του δικαιώματος αυτού και να μην παρέχεται βοήθεια ή αρωγή για τη διατήρηση της εν λόγω καταστάσεως

1) Επί της υπάρξεως ελεύθερης βουλήσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας να επιδιώξει, με τις επίμαχες πράξεις, την οικονομική του ανάπτυξη και να διαθέσει τον φυσικό πλούτο και τους φυσικούς πόρους του

2) Επί της υποχρεώσεως να μην αναγνωρίζεται παράνομη κατάσταση που απορρέει από προσβολή του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας και να μην παρέχεται βοήθεια ή αρωγή για τη διατήρηση της καταστάσεως αυτής

3) Μήπως οι διεθνείς συμφωνίες που έχουν εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα συνήφθησαν με το Βασίλειο του Μαρόκου επί βάσεως διαφορετικής από τον ισχυρισμό του τελευταίου περί κυριαρχίας του επί της εν λόγω περιοχής;

i) Το Βασίλειο του Μαρόκου ως de facto διοικούσα αρχή της Δυτικής Σαχάρας

ii) Το Βασίλειο του Μαρόκου ως κατέχουσα δύναμη της Δυτικής Σαχάρας

– Επί της εφαρμογής του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου στη Δυτική Σαχάρα

– Επί της υπάρξεως στρατιωτικής κατοχής στη Δυτική Σαχάρα

– Επί της ικανότητας της κατέχουσας δυνάμεως να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες που έχουν εφαρμογή στην κατεχόμενη περιοχή και επί των προϋποθέσεων στις οποίες υπόκειται η νόμιμη σύναψη τέτοιων συμφωνιών

β) Επί της τηρήσεως, με τις επίμαχες πράξεις, της αρχής της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων και των κανόνων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που έχουν εφαρμογή στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της κατεχόμενης περιοχής

1) Η αρχή της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων

2) Το άρθρο 55 του κανονισμού της Χάγης του 1907

3) Επί της τηρήσεως, με τις επίμαχες πράξεις, της αρχής της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων και του άρθρου 55 του κανονισμού της Χάγης του 1907

γ) Επί των ορίων της υποχρεώσεως μη αναγνωρίσεως

4. Σύνοψη

VI. Επί του αιτήματος του Συμβουλίου περί χρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων της κηρύξεως του ανισχύρου

VII. Πρόταση



I.      Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος της συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου (2) (στο εξής: αλιευτική συμφωνία), του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στην αλιευτική συμφωνία (3) (στο εξής: πρωτόκολλο του 2013), και του κανονισμού (ΕΕ) 1270/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων βάσει του πρωτοκόλλου του 2013 (4), καθόσον με τις πράξεις αυτές καθιερώνεται και τίθεται σε εφαρμογή εκμετάλλευση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων της Δυτικής Σαχάρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου.

2.        Πρόκειται για την πρώτη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με αντικείμενο το κύρος διεθνών συμφωνιών που έχει συνάψει η Ένωση καθώς και των πράξεων συνάψεώς τους. Υπό την έννοια αυτή, η εν λόγω αίτηση εγείρει νέα νομικά ζητήματα, τα οποία αφορούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί του κύρους των διεθνών συμφωνιών που έχει συνάψει η Ένωση, τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι ιδιώτες προκειμένου να επικαλεστούν κανόνες του διεθνούς δικαίου στο πλαίσιο της εξετάσεως του κύρους των εν λόγω διεθνών συμφωνιών, καθώς επίσης και την ερμηνεία των κανόνων αυτών. Τα ζητήματα αυτά είναι εξέχουσας σημασίας για τον δικαστικό έλεγχο της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης και για τη διαδικασία αποαποικιοποιήσεως της Δυτικής Σαχάρας, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη από τη δεκαετία του 1960.

3.        Είναι βέβαιο ότι οι απαντήσεις επί των ανωτέρω ζητημάτων θα έχουν σε μεγάλο βαθμό και πολιτικές προεκτάσεις. Ωστόσο, όπως έχει κρίνει το Διεθνές Δικαστήριο, «το γεγονός ότι ένα νομικό ζήτημα έχει και πολιτικές πτυχές, “όπως συμβαίνει, λόγω της φύσεως των πραγμάτων, σε πολλά ζητήματα που ανακύπτουν στον διεθνή βίο”, δεν αρκεί για να αναιρέσει τον χαρακτήρα του ως “νομικού ζητήματος” και για να “στερήσει από το Δικαστήριο μια αρμοδιότητα που του παρέχει ρητώς το καταστατικό του […]”. Ανεξαρτήτως των πολιτικών πτυχών του ζητήματος που τίθεται, το [Διεθνές] Δικαστήριο δεν είναι δυνατόν να μην αναγνωρίσει νομικό χαρακτήρα σε ένα ζήτημα το οποίο το καλεί να εκπληρώσει μια αποστολή ουσιωδώς δικαστική […]» (5).

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Η αλιευτική συμφωνία

4.        Η αλιευτική συμφωνία εντάσσεται στο πλαίσιο μιας σειράς συμφωνιών στον τομέα της αλιείας οι οποίες συνήφθησαν από το 1987 μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου. Η σύναψή της εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας δυνάμει του κανονισμού 764/2006. Σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού αυτού, η εν λόγω συμφωνία τέθηκε σε ισχύ στις 28 Φεβρουαρίου 2007 (6).

5.        Με βάση το προοίμιό της και τα άρθρα της 1 και 3, η αλιευτική συμφωνία καθιερώνει εταιρική σχέση με σκοπό να συμβάλει στην αποτελεσματική εφαρμογή της αλιευτικής πολιτικής του Βασιλείου του Μαρόκου και, ευρύτερα, στη διατήρηση και την αειφόρο και υπεύθυνη εκμετάλλευση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων, μέσω κανόνων σχετικά με την οικονομική, χρηματοοικονομική, τεχνική και επιστημονική συνεργασία μεταξύ των μερών, τους όρους πρόσβασης των αλιευτικών σκαφών που φέρουν τη σημαία κράτους μέλους της Ένωσης στις μαροκινές αλιευτικές ζώνες, τις ρυθμίσεις για την αστυνόμευση της αλιείας στις ζώνες αυτές καθώς και τη συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου της αλιείας.

6.        Το άρθρο 2, το οποίο τιτλοφορείται «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, του πρωτοκόλλου και του παραρτήματος, νοούνται ως:

α)      “μαροκινή αλιευτική ζώνη”: τα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου·

[…]».

7.        Το άρθρο 5, το οποίο τιτλοφορείται «Πρόσβαση των κοινοτικών σκαφών στην αλιεία εντός των μαροκινών αλιευτικών ζωνών», ορίζει τα εξής:

«1.      Το Μαρόκο αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιτρέπει στα [σκάφη της Ένωσης] να ασκούν αλιευτικές δραστηριότητες στις αλιευτικές του ζώνες σύμφωνα με την παρούσα συμφωνία, συμπεριλαμβανομένου του πρωτοκόλλου και του παραρτήματός του.

[…]

4.      Η [Ένωση] αναλαμβάνει την υποχρέωση να λάβει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα, για να εξασφαλίσει ότι τα σκάφη της τηρούν τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας και τη νομοθεσία που διέπει την αλιεία στα ύδατα που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Μαρόκου, σύμφωνα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας.»

8.        Το άρθρο 7, το οποίο τιτλοφορείται «Χρηματική αντιπαροχή», ορίζει τα εξής:

«1.      Η [Ένωση] χορηγεί στο Μαρόκο χρηματική αντιπαροχή σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο πρωτόκολλο και στο παράρτημα. Η εν λόγω αντιπαροχή απαρτίζεται από δύο συναφή στοιχεία, και συγκεκριμένα:

α)      χρηματική αποζημίωση για την πρόσβαση των κοινοτικών σκαφών στις μαροκινές αλιευτικές ζώνες, και χωρίς να θίγονται τα τέλη που οφείλονται από τα κοινοτικά σκάφη για την έκδοση των αδειών·

β)      οικονομική στήριξη της [Ένωσης] για την καθιέρωση της εθνικής αλιευτικής πολιτικής, η οποία βασίζεται στην υπεύθυνη αλιεία και την αειφόρο εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στα ύδατα του Μαρόκου.

2.      Η συνιστώσα της χρηματικής αντιπαροχής που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 καθορίζεται με κοινή συμφωνία και σύμφωνα με το πρωτόκολλο, σε συνάρτηση με στόχους που προσδιορίζονται από τα δύο μέρη, οι οποίοι θα επιτευχθούν στο πλαίσιο της τομεακής αλιευτικής πολιτικής του Μαρόκου και σύμφωνα με ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό για την εφαρμογή της.»

9.        Το άρθρο 11, το οποίο τιτλοφορείται «Περιοχή εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται, αφενός, στα εδάφη στα οποία εφαρμόζεται η συνθήκη [ΛΕΕ], υπό τους όρους που προβλέπονται στην εν λόγω συνθήκη και, αφετέρου, στο έδαφος του Μαρόκου και στα ύδατα υπό μαροκινή δικαιοδοσία.»

10.      Το άρθρο 13, το οποίο τιτλοφορείται «Επίλυση διαφορών», ορίζει ότι «[τ]α συμβαλλόμενα μέρη διαβουλεύονται σε περίπτωση διαφοράς σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας».

11.      Κατά το άρθρο 16, «[τ]ο πρωτόκολλο και το παράρτημα με τα προσαρτήματά του αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας συμφωνίας». Το εν λόγω πρωτόκολλο και το εν λόγω παράρτημα με τα προσαρτήματά του είχαν συναφθεί για περίοδο τεσσάρων ετών (7). Συνεπώς, δεν βρίσκονται πλέον σε ισχύ, αλλά έχουν αντικατασταθεί από το πρωτόκολλο του 2013 και από το παράρτημα αυτού με τα προσαρτήματά του.

2.      Το πρωτόκολλο του 2013

12.      Στις 18 Νοεμβρίου 2013, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου υπέγραψαν το πρωτόκολλο του 2013, το οποίο καθορίζει τις αλιευτικές δυνατότητες και τη χρηματική αντιπαροχή που προβλέπονται στην αλιευτική συμφωνία. Το εν λόγω πρωτόκολλο τέθηκε σε ισχύ στις 15 Ιουλίου 2014 (8).

13.      Το άρθρο του 1, το οποίο τιτλοφορείται «Γενικές αρχές», ορίζει τα εξής:

«Το πρωτόκολλο και το παράρτημα με τα προσαρτήματά του αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της [αλιευτικής συμφωνίας] η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της [συμφωνίας σύνδεσης]. […]

Η εφαρμογή του παρόντος πρωτοκόλλου είναι σύμφωνη με […] το άρθρο 2 της ίδιας συμφωνίας σχετικά με την τήρηση των δημοκρατικών αρχών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου».

14.      Το άρθρο 2, το οποίο τιτλοφορείται «Περίοδος εφαρμογής, διάρκεια και αλιευτικές δυνατότητες», ορίζει τα εξής:

«Από την έναρξη της εφαρμογής της και για περίοδο τεσσάρων ετών, οι αλιευτικές δυνατότητες που χορηγούνται δυνάμει του άρθρου 5 της αλιευτικής συμφωνίας καθορίζονται στον πίνακα που επισυνάπτεται στο παρόν πρωτόκολλο.

Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 5 του παρόντος πρωτοκόλλου.

[…]»

15.      Κατά το άρθρο 3, το οποίο τιτλοφορείται «Χρηματική αντιπαροχή»:

«1.      Η εκτιμώμενη συνολική ετήσια αξία του πρωτοκόλλου ανέρχεται σε 40 000 000 EUR για την περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 2. Το ποσό αυτό κατανέμεται ως εξής:

α)      30 000 000 EUR ως χρηματική αντιπαροχή που προβλέπεται στο άρθρο 7 της αλιευτικής συμφωνίας, το οποίο διατίθεται ως εξής:

i)      16 000 000 EUR ως χρηματική αποζημίωση για την πρόσβαση στους πόρους·

ii)      14 000 000 EUR ως στήριξη της τομεακής πολιτικής στον τομέα της αλιείας του Μαρόκου·

β)      10 000 000 EUR που αντιστοιχεί στο κατ’ εκτίμηση ποσό των τελών τα οποία οφείλουν οι εφοπλιστές για τις άδειες αλιείας που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 της συμφωνίας και σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου Ι, τμήματα Δ και Ε του παραρτήματος του παρόντος πρωτοκόλλου.

[…]

4.      Η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 στοιχείο α) χρηματική αντιπαροχή καταβάλλεται στο όνομα του Γενικού Ταμία του Βασιλείου του Μαρόκου σε λογαριασμό που ανοίγεται στο Γενικό Ταμείο του Βασιλείου του Μαρόκου, τα στοιχεία του οποίου ανακοινώνονται από τις μαροκινές αρχές.

5.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6 του παρόντος πρωτοκόλλου, η διάθεση της αντιπαροχής αυτής ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των αρχών του Μαρόκου.»

16.      Το άρθρο 6, το οποίο τιτλοφορείται «Στήριξη της τομεακής αλιευτικής πολιτικής στο Μαρόκο», ορίζει τα εξής:

«1.      Η χρηματική αντιπαροχή που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο (ii) του παρόντος πρωτοκόλλου συμβάλλει στην ανάπτυξη και την εφαρμογή της τομεακής αλιευτικής πολιτικής στο Μαρόκο στο πλαίσιο της στρατηγικής “Halieutis” για την ανάπτυξη του τομέα της αλιείας.

2.      Η διάθεση και η διαχείριση από το Μαρόκο αυτής της συνεισφοράς βασίζεται στον καθορισμό από τα δύο μέρη, με κοινή συμφωνία στο πλαίσιο της μεικτής επιτροπής, των προς υλοποίηση στόχων και του σχετικού ετήσιου και πολυετούς προγραμματισμού, σύμφωνα με τη στρατηγική “Halieutis”, και στην εκτίμηση του αναμενόμενου αντίκτυπου των έργων που θα υλοποιηθούν.

[…]

6.      Ανάλογα με τη φύση των έργων και την περίοδο υλοποίησής τους, το Μαρόκο θα υποβάλει στη μεικτή επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των έργων που ολοκληρώθηκαν στο πλαίσιο της προβλεπόμενης δυνάμει του παρόντος πρωτοκόλλου τομεακής στήριξης, η οποία θα περιλαμβάνει τις αναμενόμενες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, ιδίως τις επιπτώσεις στην απασχόληση, τις επενδύσεις, και κάθε ποσοτικά προσδιορίσιμο αντίκτυπο των υλοποιούμενων δράσεων καθώς και τη γεωγραφική κατανομή τους. Η επεξεργασία αυτών των στοιχείων θα βασίζεται σε δείκτες που θα καθορισθούν λεπτομερέστερα στο πλαίσιο της μεικτής επιτροπής.

7.      Επιπλέον, το Μαρόκο θα υποβάλει πριν από τη λήξη του πρωτοκόλλου, την τελική έκθεση αξιολόγησης σχετικά με την υλοποίηση της τομεακής στήριξης που προβλέπεται δυνάμει του παρόντος πρωτοκόλλου, η οποία θα περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους.

8.      Τα δύο μέρη θα συνεχίσουν να παρακολουθούν την εφαρμογή της τομεακής στήριξης, εάν είναι απαραίτητο και μετά τη λήξη του παρόντος πρωτοκόλλου, και, ενδεχομένως, σε περίπτωση αναστολής του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος πρωτοκόλλου.

[…]»

3.      Ο κανονισμός 764/2006

17.      Κατά την αιτιολογική σκέψη 1 του εν λόγω κανονισμού, «[η Ένωση] και το Βασίλειο του Μαρόκου διαπραγματεύτηκαν και μονογράφησαν συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης, η οποία χορηγεί στους αλιείς της [Ένωσης] αλιευτικές δυνατότητες στα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου».

18.      Κατά το άρθρο του 1, «[η αλιευτική συμφωνία ε]γκρίνεται εξ ονόματος της [Ένωσης]».

4.      Η απόφαση 2013/785/ΕΕ

19.      Κατά την αιτιολογική σκέψη 2 της εν λόγω αποφάσεως, «[η] Ένωση διαπραγματεύτηκε με το Βασίλειο του Μαρόκου ένα νέο πρωτόκολλο με το οποίο παραχωρούνται στα σκάφη της Ένωσης αλιευτικές δυνατότητες στα ύδατα τα οποία υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με την αλιεία».

20.      Κατά το άρθρο της 1, «[τ]ο πρωτόκολλο [του 2013] εγκρίνεται εξ ονόματος της Ένωσης».

5.      Ο κανονισμός 1270/2013

21.      Κατά την αιτιολογική σκέψη 2 του εν λόγω κανονισμού, «[η] Ένωση διαπραγματεύθηκε με το Βασίλειο του Μαρόκου ένα νέο πρωτόκολλο της συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης, με το οποίο παραχωρούνται στα σκάφη της Ένωσης αλιευτικές δυνατότητες στα ύδατα τα οποία υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με την αλιεία. Το νέο πρωτόκολλο μονογραφήθηκε στις 24 Ιουλίου 2013».

22.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, κατανέμει μεταξύ των κρατών μελών τις αλιευτικές δυνατότητες που καθορίστηκαν με το πρωτόκολλο του 2013. Σύμφωνα με την κατανομή αυτή, η ποσόστωση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας ανέρχεται σε 4.525 τόνους στη ζώνη της βιομηχανικής πελαγικής αλιείας.

III. Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

23.      Η Western Sahara Campaign UK (στο εξής: WSC) είναι ανεξάρτητη εθελοντική οργάνωση με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο και με σκοπό την υποστήριξη της αναγνωρίσεως του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας.

24.      Άσκησε δύο συναφείς μεταξύ τους προσφυγές κατά των Commissioners for Her Majesty’s Revenue and Customs (φορολογικής και τελωνειακής αρχής, Ηνωμένο Βασίλειο) και του Secretary of State for Environment, Food and Rural Affairs (Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων, Ηνωμένο Βασίλειο).

25.      Η φορολογική και τελωνειακή αρχή είναι η καθής στο πλαίσιο της πρώτης προσφυγής, με την οποία η WSC αμφισβητεί την προτιμησιακή δασμολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται στα εμπορεύματα με προέλευση τη Δυτική Σαχάρα, τα οποία πιστοποιούνται ως εμπορεύματα με προέλευση από το Βασίλειο του Μαρόκου. Ο Υφυπουργός Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων είναι ο καθού στο πλαίσιο της δεύτερης προσφυγής, με την οποία η WSC αμφισβητεί τη δυνατότητα που παρέχουν οι επίμαχες πράξεις στον εν λόγω Υφυπουργό να χορηγεί άδειες αλιεύσεως στα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας.

26.      Στις προσφυγές αυτές, η WSC αμφισβητεί τη νομιμότητα της ευρωμεσογειακής συμφωνίας συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους και του Βασιλείου του Μαρόκου, η οποία υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 26 Φεβρουαρίου 1996 (ΕΕ 2000, L 70, σ. 2, στο εξής: συμφωνία συνδέσεως), καθώς και της αλιευτικής συμφωνίας, καθόσον αυτές τυγχάνουν εφαρμογής στη Δυτική Σαχάρα. Κατά την WSC, οι συμφωνίες αυτές είναι ανίσχυρες καθότι αντίθετες προς τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και προς το άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ, το οποίο επιβάλλει στην Ένωση την υποχρέωση να σέβεται το διεθνές δίκαιο. Συναφώς, η WSC εκτιμά ότι οι εν λόγω συμφωνίες, οι οποίες συνήφθησαν στο πλαίσιο παράνομης κατοχής, παραβιάζουν πλείονες κανόνες του διεθνούς δικαίου, και ιδίως το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας, το άρθρο 73 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την αρχή της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων καθώς και τους κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις στρατιωτικής κατοχής.

27.      Η φορολογική και τελωνειακή αρχή και ο Υφυπουργός Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων απαντούν ότι η WSC δεν νομιμοποιείται να επικαλεστεί τους κανόνες του διεθνούς δικαίου προκειμένου να αμφισβητήσει το κύρος των εν λόγω συμφωνιών και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι προσφυγές της, με τις οποίες αμφισβητείται ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων η πολιτική του Βασιλείου του Μαρόκου έναντι της Δυτικής Σαχάρας, είναι ανεπίδεκτες δικαστικής εκτιμήσεως. Επί της ουσίας, ισχυρίζονται ότι από τις εν λόγω συμφωνίες ουδόλως συνάγεται ότι η Ένωση έχει αναγνωρίσει ή βοηθήσει σε οποιαδήποτε παραβίαση επιτακτικών κανόνων του διεθνούς δικαίου. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι η συνεχιζόμενη κατοχή της Δυτικής Σαχάρας από το Βασίλειο του Μαρόκου δεν απαγορεύει τη σύναψη συμφωνίας με το τελευταίο για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της εν λόγω περιοχής και ότι, εν πάση περιπτώσει, τα μέρη των εν λόγω συμφωνιών αναγνωρίζουν ότι η εκμετάλλευση αυτή πρέπει να διεξάγεται προς όφελος του λαού της περιοχής.

28.      Στο πλαίσιο αυτό, το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών (διοικητικές διαφορές), Ηνωμένο Βασίλειο], εκτιμά ότι «[τα θεσμικά όργανα της Ένωσης] δεν μπορούν πάντοτε να αδιαφορούν για το πού τελειώνουν τα σύνορα της κυριαρχίας μιας τρίτης χώρας, και ιδιαίτερα όταν υπάρχει παράνομη κατοχή εδάφους άλλου κράτους» (9), διότι ειδάλλως ενδέχεται να παραβιάσουν τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τις αρχές που δεσμεύουν την Ένωση, και τούτο όσο ευρεία κι αν είναι η διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στον τομέα των εξωτερικών υποθέσεων.

29.      Κατά την εκτίμηση του εν λόγω δικαστηρίου, μολονότι το Βασίλειο του Μαρόκου ισχυρίζεται ότι η Δυτική Σαχάρα αποτελεί μέρος του εδάφους κυριαρχίας του, η θέση αυτή δεν αναγνωρίζεται ούτε εν γένει από τη διεθνή κοινότητα ούτε ειδικότερα από την Ένωση. Αντίθετα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η παρουσία του Βασιλείου του Μαρόκου συνιστά κατοχή την οποία το ίδιο χαρακτηρίζει μάλιστα ως «συνεχιζόμενη κατοχή» (10). Συνεπώς, εγείρεται το ζήτημα αν ένας οργανισμός όπως η Ένωση, η οποία σέβεται τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, δύναται να συνάψει συμφωνία με τρίτο κράτος σχετικά με έδαφος εκτός των αναγνωρισμένων συνόρων του κράτους αυτού.

30.      Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι, μολονότι δεν είναι προδήλως εσφαλμένη η εκτίμηση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης κατά την οποία η συνεχιζόμενη κατοχή του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας από το Βασίλειο του Μαρόκου δεν απαγορεύει απολύτως, υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, τη σύναψη συμφωνιών για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της εν λόγω περιοχής, το ουσιαστικό ζήτημα που εγείρεται συνίσταται στο αν οι συγκεκριμένες ειδικές συμφωνίες αντιβαίνουν προς ορισμένες αρχές του διεθνούς δικαίου και αν ελήφθη επαρκώς υπόψη η βούληση του λαού της Δυτικής Σαχάρας και των αναγνωρισμένων εκπροσώπων του.

31.      Κατά το ίδιο δικαστήριο, ορισμένα επιχειρήματα συνηγορούν υπέρ του συμπεράσματος ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, καθώς οι εν λόγω συμφωνίες συνήφθησαν χωρίς το Βασίλειο του Μαρόκου να αναγνωρίσει την ιδιότητά του ως διοικούσας αρχής και χωρίς να τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 73 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών ούτε την υποχρέωση να προάγει την αυτοδιάθεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας.

32.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών (διοικητικές διαφορές), Ηνωμένο Βασίλειο], αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Μήπως οι αναφορές στο “Μαρόκο”, οι οποίες περιλαμβάνονται στα άρθρα 9, 17 και 94 της [συμφωνίας συνδέσεως] και στο πρωτόκολλο αριθ. 4 της συμφωνίας αυτής, αφορούν μόνο την επικράτεια του Μαρόκου όπως αυτή αναγνωρίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, οπότε αποκλείουν όπως προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας γίνουν δεκτά προς εισαγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς τελωνειακούς δασμούς όπως προβλέπει η συμφωνία συνδέσεως;

2)      Μήπως η συμφωνία συνδέσεως, αν προϊόντα καταγωγής Δυτικής Σαχάρας μπορούν να γίνουν δεκτά προς εισαγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς τελωνειακούς δασμούς δυνάμει της συμφωνίας αυτής, είναι ισχυρή λαμβανομένων υπόψη τόσο των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφος 5, [ΣΕΕ], οι οποίες επιβάλλουν υποχρέωση συμβολής στην τήρηση κάθε συναφούς αρχής του διεθνούς δικαίου και σεβασμού των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όσο και του βαθμού στον οποίο η συμφωνία συνδέσεως έχει συναφθεί προς όφελος του λαού των Σαχράουι, για λογαριασμό του, σύμφωνα με τις επιθυμίες του και/ή κατόπιν διαβουλεύσεως με τους αναγνωρισμένους εκπροσώπους του;

3)      Μήπως η [αλιευτική συμφωνία] (όπως εγκρίθηκε και εφαρμόστηκε με τον κανονισμό 764/2006, την απόφαση 2013/785 και τον κανονισμό 1270/2013) είναι ισχυρή, λαμβανομένων υπόψη τόσο των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφος 5, [ΣΕΕ], οι οποίες επιβάλλουν υποχρέωση συμβολής στην τήρηση κάθε συναφούς αρχής του διεθνούς δικαίου και σεβασμού των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όσο και του βαθμού στον οποίο η αλιευτική συμφωνία έχει συναφθεί προς όφελος του λαού των Σαχράουι, για λογαριασμό του, σύμφωνα με τις επιθυμίες του και/ή κατόπιν διαβουλεύσεως με τους αναγνωρισμένους εκπροσώπους του;

4)      Δικαιούται η προσφεύγουσα να αμφισβητήσει το κύρος πράξεων της Ένωσης προβάλλοντας φερόμενη παραβίαση του διεθνούς δικαίου από την Ένωση, λαμβανομένων υπόψη ιδίως:

α)      του γεγονότος ότι, μολονότι η προσφεύγουσα νομιμοποιείται κατά το εθνικό δίκαιο να αμφισβητήσει δικαστικώς το κύρος των επίμαχων πράξεων της Ένωσης, δεν επικαλείται κανένα δικαίωμα βάσει του δικαίου της Ένωσης· και/ή

β)      της αρχής που διατυπώθηκε στην υπόθεση Οr monétaire pris à Rome en 1943 (CIJ Recueil, 1954, σ. 19) ότι το Διεθνές Δικαστήριο δεν δύναται να προβεί σε διαπιστώσεις με τις οποίες επικρίνεται η συμπεριφορά ή θίγονται τα δικαιώματα κράτους που δεν είναι διάδικος ενώπιόν του και δεν έχει συναινέσει να δεσμεύεται από τις αποφάσεις του;»

33.      Με διάταξη της 23ης Νοεμβρίου 2016, το αιτούν δικαστήριο κάλεσε την Confédération marocaine de l’agriculture et du développement rural (Comader) (μαροκινή συνομοσπονδία γεωργίας και αγροτικής ανάπτυξης) να μετάσχει στην εκκρεμή ενώπιόν του διαδικασία.

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

34.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Μαΐου 2016. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Ισπανική, η Γαλλική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και το Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

35.      Με επιστολή της 17ης Ιανουαρίου 2017, το Δικαστήριο ρώτησε το αιτούν δικαστήριο αν, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C-104/16 P, EU:C:2016:973), επιθυμούσε να διατηρήσει ή να αποσύρει το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα.

36.      Με επιστολή της 3ης Φεβρουαρίου 2017, το αιτούν δικαστήριο απέσυρε το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα, εκτιμώντας ότι η απάντηση σε αυτά δεν του ήταν πλέον απαραίτητη.

37.      Με επιστολή της 17ης Φεβρουαρίου 2017, το Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους της υποθέσεως της κύριας δίκης καθώς και τους παρεμβαίνοντες να εκφράσουν ενώπιόν του τις απόψεις τους σχετικά με την ενδεχόμενη επιρροή της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C‑104/16 P, EU:C:2016:973), επί της απαντήσεως στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα και να απαντήσουν σε σειρά ερωτημάτων εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων, όπερ και έπραξαν η WSC, η Comader, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση (11) καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή.

38.      Στις 6 Σεπτεμβρίου 2017, έλαβε χώρα επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την οποία η WSC, η Comader, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή παρουσίασαν προφορικές παρατηρήσεις.

V.      Επί του τρίτου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

39.      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με το κύρος της αλιευτικής συμφωνίας, όπως εγκρίθηκε με τον κανονισμό 764/2006 και εφαρμόστηκε με το πρωτόκολλο του 2013 (το οποίο εγκρίθηκε με την απόφαση 2013/785) καθώς και του κανονισμού 1270/2013, λαμβανομένου υπόψη, αφενός, του άρθρου 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ, το οποίο επιβάλλει στην Ένωση την υποχρέωση να «[σ]υμβάλλει στην […] αυστηρή τήρηση […] του διεθνούς δικαίου και […] στον σεβασμό των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών», και, αφετέρου, του βαθμού στον οποίο η συμφωνία αυτή έχει συναφθεί προς όφελος του λαού των Σαχράουι, εξ ονόματός του, σύμφωνα με τη βούλησή του και/ή κατόπιν διαβουλεύσεως με τους αναγνωρισμένους εκπροσώπους του.

40.      Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή η επίκληση του διεθνούς δικαίου στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου των πράξεων της Ένωσης με αφορμή αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περί κύρους.

41.      Κατά τη γνώμη μου, τα ανωτέρω προδικαστικά ερωτήματα συνδέονται στενά μεταξύ τους και πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

1.      Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

42.      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά την αλιευτική συμφωνία (όπως συμπληρώθηκε με το πρωτόκολλο του 2013), το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί του κύρους της εν λόγω διεθνούς συμφωνίας που έχει συνάψει η Ένωση. Ωστόσο, το ερώτημα αυτό αφορά και τις πράξεις του Συμβουλίου με τις οποίες η εν λόγω συμφωνία εγκρίθηκε και τέθηκε σε εφαρμογή.

43.      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί, με προδικαστική απόφαση, επί του κύρους της αλιευτικής συμφωνίας, διότι αυτή, ως διεθνής συμφωνία, δεν συνιστά πράξη των θεσμικών οργάνων κατά την έννοια του άρθρου 267, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Κατά το Συμβούλιο, το κύρος διεθνούς συμφωνίας που έχει συνάψει η Ένωση μπορεί να εξετασθεί μόνο πριν από τη σύναψη της συμφωνίας αυτής, μέσω της γνωμοδοτικής διαδικασίας που καθιερώνει το άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ. Επικουρικώς, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή καθώς και από την Ισπανική και τη Γαλλική Κυβέρνηση, εκτιμά ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν έχει την έννοια ότι αφορά, στην πραγματικότητα, το κύρος των πράξεων με τις οποίες εγκρίθηκε η σύναψη της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013, δηλαδή του κανονισμού 764/2006 και της αποφάσεως 2013/785.

44.      Κατά τη γνώμη μου, η ανωτέρω ένσταση αναρμοδιότητας πρέπει να απορριφθεί για τους ακόλουθους λόγους.

45.      Κατά το άρθρο 267, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις «επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών [οργάνων] […] της Ένωσης».

46.      Κατά πάγια νομολογία, για τους σκοπούς της ανωτέρω διατάξεως, διεθνής συμφωνία που συνήφθη από την Ένωση αποτελεί, «όσον αφορά [την τελευταία], πράξη ενός [εκ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης]» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (12). Συνεπώς, το Δικαστήριο είχε συχνά την ευκαιρία να ερμηνεύσει, με προδικαστικές αποφάσεις, τις διατάξεις τέτοιων συμφωνιών που έχουν συναφθεί από την Ένωση (13), μεταξύ των οποίων και της αλιευτικής συμφωνίας (14).

47.      Επιπλέον, κατά το Δικαστήριο, ο προδικαστικός έλεγχος του κύρους εκτείνεται σε κάθε πράξη των θεσμικών οργάνων «χωρίς καμία εξαίρεση» (15), δεδομένου ότι η Συνθήκη ΛΕΕ, «με τα άρθρα της 263 και 277, αφενός, και με το άρθρο της 267, αφετέρου, καθιέρωσε ένα πλήρες σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, αναθέτοντας τον έλεγχο αυτόν στον δικαστή της Ένωσης» (16).

48.      Εντούτοις, οι διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί από την Ένωση ανήκουν ταυτόχρονα στη διεθνή έννομη τάξη, καθώς έχουν συναφθεί με τρίτον, και στην έννομη τάξη της Ένωσης.

49.      Μολονότι στη διεθνή έννομη τάξη το ανίσχυρο διεθνούς συμφωνίας μπορεί να κηρυχθεί μόνο για κάποιον από τους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικώς στα άρθρα 46 έως 53 της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, η οποία συνήφθη στη Βιέννη στις 23 Μαΐου 1969 (17) (στο εξής: Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών), από το άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι «[ο]ι διατάξεις […] συμφωνίας που συνάπτει η Ένωση […] πρέπει […] να είναι καθ’ όλα συμβατές με τις Συνθήκες και με τις συνταγματικές αρχές που απορρέουν από αυτές» (18).

50.      Προκειμένου να αποφεύγονται, στο μέτρο του δυνατού, οι νομικές δυσχέρειες και οι δυσχέρειες σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής τις οποίες συνεπάγεται η τυχόν ασυμβατότητα προς τις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ διεθνούς συμφωνίας που έχει συνάψει η Ένωση και που παραμένει ισχυρή κατά το διεθνές δίκαιο, οι συντάκτες των εν λόγω Συνθηκών καθιέρωσαν την προληπτική διαδικασία γνωμοδοτήσεως που προβλέπεται σήμερα στο άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ.

51.      Εξάλλου, το Δικαστήριο, προκειμένου να θεμελιώσει την αρμοδιότητά του να εξετάζει τη συμβατότητα των διεθνών συμφωνιών στο πλαίσιο της διαδικασίας γνωμοδοτήσεως, στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η αρμοδιότητα αυτή του απονέμεται, εν πάση περιπτώσει, με βάση τα άρθρα 258, 263 και 267 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, έκρινε ότι «[τ]ο ζήτημα αν η σύναψη μιας συγκεκριμένης συμφωνίας εμπίπτει ή όχι στις αρμοδιότητες της [Ένωσης] και αν, ενδεχομένως, οι αρμοδιότητες αυτές ασκήθηκαν κατά τρόπο σύμφωνο προς τις διατάξεις της Συνθήκης μπορεί να υποβληθεί στο Δικαστήριο, είτε κατά τρόπο άμεσο, σύμφωνα με τα άρθρα [258 ΣΛΕΕ] ή [263 ΣΛΕΕ], είτε μέσω αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως» (19).

52.      Επομένως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάζει «όλα τα ζητήματα που δύνανται να εγείρουν αμφιβολίες ως προς το ουσιαστικό ή το τυπικό κύρος της [διεθνούς] συμφωνίας έναντι των Συνθηκών [ΕΕ και ΛΕΕ]» (20).

53.      Κατά συνέπεια, προς αποφυγή των δυσχερειών που προαναφέρθηκαν, όταν το Δικαστήριο έχει γνωμοδοτήσει αρνητικά ως προς τη συμβατότητα «σχεδιαζόμενης» διεθνούς συμφωνίας με τις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ, η συμφωνία αυτή δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ, εκτός αν προηγουμένως τροποποιηθεί (21). Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο δύναται να ελέγξει ex post τη συμβατότητα (22), ουσιαστική ή τυπική, της συμφωνίας προς τις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ αν ασκηθεί ενώπιόν του προσφυγή ακυρώσεως ή αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περί κύρους.

54.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει το κύρος πράξεως του Συμβουλίου με την οποία εγκρίνεται η σύναψη διεθνούς συμφωνίας (23), όπερ περιλαμβάνει και τον έλεγχο της εσωτερικής νομιμότητας της πράξεως αυτής υπό το πρίσμα της επίμαχης συμφωνίας (24). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο δύναται να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξεως του Συμβουλίου (συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων της διεθνούς συμφωνίας η σύναψη της οποίας εγκρίνεται με την εν λόγω πράξη) υπό το πρίσμα των Συνθηκών ΕΕ και ΛΕΕ καθώς και των συνταγματικών αρχών που απορρέουν από αυτές, και μεταξύ αυτών της τηρήσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων (25) και του διεθνούς δικαίου (26) συμφώνως προς το άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ.

55.      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ακυρώσει (σε περίπτωση προσφυγής ακυρώσεως) ή να κηρύξει ανίσχυρη (σε περίπτωση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως) την απόφαση του Συμβουλίου με την οποία εγκρίνεται η σύναψη της επίμαχης διεθνούς συμφωνίας (27) και να κηρύξει την ασυμβατότητα της συμφωνίας αυτής με τις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ καθώς και με τις συνταγματικές αρχές που απορρέουν από αυτές.

56.      Σε μια τέτοια περίπτωση, η διεθνής συμφωνία εξακολουθεί να δεσμεύει τα μέρη από την άποψη του διεθνούς δικαίου, ενώ απόκειται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να άρουν τις ασυμβατότητες μεταξύ της συμφωνίας αυτής και των Συνθηκών ΕΕ και ΛΕΕ καθώς και των συνταγματικών αρχών που απορρέουν από τις τελευταίες (28). Αν η άρση των ασυμβατοτήτων είναι αδύνατη, οφείλουν να καταγγείλουν τη συμφωνία ή να αποχωρήσουν από αυτήν (29), συμφώνως προς τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 55 και 65 έως 68 της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών (30) και, εν προκειμένω, στο άρθρο 14 της αλιευτικής συμφωνίας. Υπό την έννοια αυτή, υφίσταται αναλογία με το άρθρο 351 ΣΛΕΕ, το οποίο ρυθμίζει την ίδια περίπτωση αναφορικά με τις συνθήκες που έχουν συναφθεί από τα κράτη μέλη πριν από την προσχώρησή τους στην Ένωση.

57.      Τέλος, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι η αρχή που διατύπωσε το Διεθνές Δικαστήριο στην υπόθεση Or monétaire pris à Rome en 1943 (31) και που μνημονεύεται στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, κατά την οποία το εν λόγω δικαστήριο δεν δύναται να ασκήσει την αρμοδιότητά του για την επίλυση διαφοράς μεταξύ δύο κρατών όταν, προς τούτο, οφείλει να εξετάσει τη συμπεριφορά τρίτου κράτους που δεν μετέχει στη διαδικασία (32), δεν είναι κρίσιμη εν προκειμένω, αντίθετα προς τα όσα υποστηρίζουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή. Ειδικότερα, η αρχή αυτή, η οποία κατοχυρώνεται στο Καταστατικό του Διεθνούς Δικαστηρίου, δεν περιέχεται στον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, σε κάθε περίπτωση, δεν δύναται να ισχύσει στο δίκαιο της Ένωσης, διότι θα απέκλειε αυτοδικαίως τη δυνατότητα ελέγχου της συμβατότητας με τις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ των διεθνών συμφωνιών που έχουν συναφθεί από την Ένωση εφόσον στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μετέχει το τρίτο κράτος που υπέγραψε τη συμφωνία με την Ένωση.

58.      Βάσει των ανωτέρω, με τα προδικαστικά ερωτήματα ζητείται να εξακριβωθεί:

–        το κύρος του κανονισμού 764/2006, καθόσον με αυτόν εγκρίνεται η αλιευτική συμφωνία «η οποία χορηγεί στους αλιείς της [Ένωσης] αλιευτικές δυνατότητες στα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου» (33

–        το κύρος της αποφάσεως 2013/785, καθόσον με αυτήν εγκρίνεται το πρωτόκολλο του 2013 «με το οποίο παραχωρούνται στα σκάφη της Ένωσης αλιευτικές δυνατότητες στα ύδατα τα οποία υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με την αλιεία» (34) και καθορίζεται η χρηματική αντιπαροχή για την εκμετάλλευση αυτή·

–        το κύρος του κανονισμού 1270/2013, καθόσον με αυτόν κατανέμονται μεταξύ των κρατών μελών οι αλιευτικές δυνατότητες με βάση το πρωτόκολλο του 2013, και

–        η συμβατότητα της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013 με τις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ καθώς και με τις συνταγματικές αρχές που απορρέουν από αυτές, ιδίως με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και την τήρηση του διεθνούς δικαίου, την οποία επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ όσον αφορά την εξωτερική δράση της Ένωσης.

59.      Στο εξής, όλες οι ανωτέρω πράξεις αποκαλούνται «επίμαχες πράξεις».

2.      Επί της ουσίας

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

60.      Κατά την άποψη τόσο των διαδίκων στη διαφορά της κύριας δίκης όσο και των παρεμβαινόντων ενώπιον του Δικαστηρίου, οι επίμαχες πράξεις έχουν εφαρμογή στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα χωρικά της ύδατα. Ωστόσο, αυτό δεν προκύπτει προδήλως από το γράμμα της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013. Πράγματι, στις διατάξεις τους δεν περιέχεται ρητή μνεία της Δυτικής Σαχάρας.

61.      Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί καταρχάς αν οι επίμαχες πράξεις έχουν εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα, διότι, στην αντίθετη περίπτωση, το κύρος τους δεν μπορεί να αμφισβητηθεί υπό το πρίσμα των κανόνων τους οποίους επικαλούνται το αιτούν δικαστήριο και η WSC (35).

62.      Κατά τη γνώμη μου, αν η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013 ερμηνευθούν σύμφωνα με τους κανόνες ερμηνείας των συνθηκών που διατυπώνονται στο άρθρο 31 της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω πράξεις έχουν εφαρμογή στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα χωρικά της ύδατα, και τούτο για τους εξής λόγους.

63.      Κατά το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Συμβάσεως αυτής, «[η] συνθηʹκη δεʹον να ερμηνευʹηται καληʹ τη πιʹστει, συμφωʹνως προς την συνηʹθη εʹννοιαν ηʹτις διʹδεται εις τους οʹρους της συνθηʹκης, εν τω συνοʹλω αυτωʹν και υποʹ το φως του αντικειμεʹνου και του σκοπουʹ της». Κατά την παράγραφο 2, «[τ]ο συʹνολον της συνθηʹκης [...], εκτοʹς του κειμεʹνου, περιεʹχοντος το προοιʹμιον και τα παραρτηʹματα αυτηʹς, περιλαμβαʹνει [...] [π]αʹσαν συμφωνιʹαν σχετικηʹν προς την συνθηʹκην, ηʹτις συνωμολογηʹθη μεταξυʹ οʹλων των μερωʹν, επ’ ευκαιριʹα της συναʹψεως της συνθηʹκης». Επομένως, το σύνολο αυτό περιλαμβάνει το πρωτόκολλο του 2006, το οποίο δεν βρίσκεται πλέον σε ισχύ, αλλά το περιεχόμενό του, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της αλιευτικής συμφωνίας, ήταν, κατ’ ουσίαν, όμοιο με το περιεχόμενο του πρωτοκόλλου του 2013.

64.      Το άρθρο 31, παράγραφος 3, της εν λόγω Συμβάσεως επιβάλλει, ταυτόχρονα με το σύνολο της συνθήκης, να λαμβάνεται επίσης υπόψη, μεταξύ άλλων, «[π]αʹσα μεταγενεστεʹρα συμφωνιʹα μεταξυʹ των μερωʹν, αφορωʹσα εις την ερμηνειʹαν της συνθηʹκης ηʹ την εφαρμογηʹν των διαταʹξεων ταυʹτης». Κατά συνέπεια, ενόψει της ερμηνείας του πεδίου εφαρμογής της αλιευτικής συμφωνίας, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι κρίσιμες διατάξεις του πρωτοκόλλου του 2013.

65.      Εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο της 11, η αλιευτική συμφωνία εφαρμόζεται, όσον αφορά το Βασίλειο του Μαρόκου, «στο έδαφος του Μαρόκου και στα ύδατα υπό μαροκινή δικαιοδοσία». Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας αυτής ορίζει την έννοια «μαροκινή αλιευτική ζώνη», στην οποία πραγματοποιείται η προβλεπόμενη από τη συμφωνία αυτή αλιευτική εκμετάλλευση, ως «τα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου» (36).

66.      Ο όρος αυτός εξειδικεύεται στα προσαρτήματα 2 και 4 του παραρτήματος του πρωτοκόλλου του 2013. Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, η Επιτροπή προσκόμισε έξι χάρτες που απεικονίζουν την έκταση των αλιευτικών ζωνών σύμφωνα με τις προδιαγραφές που καθορίζονται στα προσαρτήματα αυτά:

Image not found

67.      Όπως προκύπτει από τους ανωτέρω χάρτες, η αλιευτική ζώνη αριθ. 3 (κατ. 3: αλιεία μικρής κλίμακας στον Νότο) εκτείνεται νότια του παραλλήλου 30°40’00”N και πέραν των τριών ναυτικών μιλίων· η αλιευτική ζώνη αριθ. 4 (κατ. 4: βενθοπελαγική αλιεία) εκτείνεται νότια του παραλλήλου 29°N και πέραν της ισοβαθούς των 200 μέτρων για τις μηχανότρατες και πέραν των 12 ναυτικών μιλίων για τα παραγαδιάρικα· η αλιευτική ζώνη αριθ. 5 (κατ. 5: αλιεία τόνου) καλύπτει όλη την ατλαντική ζώνη του Μαρόκου πέραν των τριών ναυτικών μιλίων, με εξαίρεση την περίμετρο προστασίας που βρίσκεται ανατολικά της γραμμής που συνδέει τα σημεία 33°30’N/7°35’W και 35°48’N/6°20’W η δε αλιευτική ζώνη αριθ. 6 (κατ. 6: βιομηχανική πελαγική αλιεία) εκτείνεται νότια του παραλλήλου 29°N και πέραν των 15 ναυτικών μιλίων για τις μηχανότρατες-ψυγεία και πέραν των 8 ναυτικών μιλίων για τις μηχανότρατες RSW (37).

68.      Όσον αφορά την τελευταία αυτή αλιευτική ζώνη, από το πρακτικό της τρίτης μεικτής επιτροπής της αλιευτικής συμφωνίας, η οποία συνήλθε στις Βρυξέλλες στις 17 και 18 Μαρτίου 2008, προκύπτει ότι η Ένωση και το Βασίλειο του Μαρόκου συμφώνησαν ότι η δραστηριότητα της ζώνης αυτής μπορεί να λαμβάνει χώρα μόνο νότια του παραλλήλου 26°07’N. Ειδικότερα, το κεφάλαιο ΙΙΙ του παραρτήματος του πρωτοκόλλου του 2013 καθώς και το προσάρτημα 4 του παραρτήματος αυτού επιτρέπουν στο Βασίλειο του Μαρόκου να τροποποιεί μονομερώς τις ανωτέρω γεωγραφικές συντεταγμένες υπό τον όρο να γνωστοποιεί στην Επιτροπή την οποιαδήποτε τροποποίηση έναν μήνα νωρίτερα.

69.      Το νότιο όριο των αλιευτικών αυτών ζωνών δεν προσδιορίζεται ούτε στην αλιευτική συμφωνία ούτε στο πρωτόκολλο του 2013 (38). Δεδομένου ότι το σύνορο μεταξύ της Δυτικής Σαχάρας και του Βασιλείου του Μαρόκου βρίσκεται στον παράλληλο 27°42’N (Pointe Stafford) (39), μόνον η αλιευτική ζώνη αριθ. 6 καλύπτει ρητώς, δυνάμει μεταγενέστερης συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, τα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας. Ωστόσο, από τους χάρτες που προσκόμισε η Επιτροπή προκύπτει ότι οι αλιευτικές ζώνες αριθ. 3 έως 5 εκτείνονται μέχρι το θαλάσσιο σύνορο μεταξύ της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας και της Δυτικής Σαχάρας, και συνεπώς καλύπτουν τα χωρικά ύδατα της τελευταίας.

70.      Εξάλλου, οι ποσότητες αλιευμάτων ανά αλιευτική ζώνη τις οποίες παρουσίασε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επιβεβαιώνουν ότι η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013 έχουν εφαρμογή σχεδόν αποκλειστικά στα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας (40). Κατά τα αριθμητικά στοιχεία της Επιτροπής, τα αλιεύματα που αλιεύθηκαν μόνο στην αλιευτική ζώνη αριθ. 6 αντιπροσωπεύουν περίπου το 91,5% των συνολικών αλιευμάτων που αλιεύθηκαν στο πλαίσιο της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013. Τούτο αποδεικνύει σαφώς ότι η εφαρμογή της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013 στα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας αντιστοιχεί ακριβώς στην πρόθεση που είχαν εξαρχής τα μέρη.

71.      Όσον αφορά την εφαρμογή της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013 στην ξηρά, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο ii), του πρωτοκόλλου του 2013 προβλέπει ότι μέρος της χρηματικής αντιπαροχής που καταβάλλεται από την Ένωση στο Βασίλειο του Μαρόκου, το οποίο ανέρχεται σε 14 εκατομμύρια ευρώ, παρέχεται ως στήριξη της τομεακής πολιτικής του Μαρόκου στον τομέα της αλιείας, όπερ, κατά το Συμβούλιο και την Επιτροπή, περιλαμβάνει επενδύσεις σε εγκαταστάσεις που πραγματοποιούνται στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας. Επιπλέον, το κεφάλαιο X του παρατήματος του πρωτοκόλλου του 2013 προβλέπει ότι μέρος των αλιευμάτων πρέπει να εκφορτώνεται στα μαροκινά λιμάνια, όπερ, κατά το Συμβούλιο και την Επιτροπή, περιλαμβάνει τα λιμάνια της Δυτικής Σαχάρας. Τέλος, κατά το Συμβούλιο και την Επιτροπή, η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013 πρέπει να ωφελούν τον λαό της Δυτικής Σαχάρας, όπερ συνιστά, από μόνο του, εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας και του εν λόγω πρωτοκόλλου στην ξηρά.

72.      Δεύτερον, η άποψη ότι η αλιευτική συμφωνία έχει εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα και στα χωρικά της ύδατα επιρρωννύεται και από το ιστορικό της συνάψεώς της. Ειδικότερα, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η αλιευτική συμφωνία έλκει την καταγωγή της από τις αλιευτικές συμφωνίες που είχε συνάψει με το Βασίλειο του Μαρόκου το Βασίλειο της Ισπανίας πριν από την προσχώρησή του στην Ένωση (41), στις οποίες τα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας αντιμετωπίζονταν ως ύδατα υπό μαροκινή δικαιοδοσία (42). Σημειώνω, επίσης, ότι οι αλιευτικές συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου από το 1988 έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαφόρων υποθέσεων σχετικά με την αλιεία στα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας (43). Επομένως, φρονώ ότι η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013, όπως και τα προγενέστερά τους κείμενα, απλώς επαναλαμβάνουν και συνεχίζουν τις αλιευτικές δραστηριότητες του Βασιλείου της Ισπανίας στα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας οι οποίες υφίσταντο πριν από την προσχώρηση του εν λόγω κράτους μέλους στην Ένωση.

73.      Τρίτον και τελευταίον, το άρθρο 31, παράγραφος 4, της εν λόγω Συμβάσεως αποδίδει εξέχουσα σημασία στις προθέσεις των μερών, διευκρινίζοντας ότι «[ε]ιδική έννοια δύναται να δοθή εις έναν όρον εάν προκύπτη ότι αυτή ήτο η πρόθεσις των συμβαλλομένων μερών». Φρονώ ότι πρόθεση της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου ήταν η αλιευτική συμφωνία να έχει εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα και στα χωρικά της ύδατα ως ύδατα υπό μαροκινή κυριαρχία ή δικαιοδοσία. Το 1976 το Βασίλειο του Μαρόκου προσάρτησε το τμήμα της Δυτικής Σαχάρας το οποίο βρίσκεται βόρεια της ευθείας γραμμής που ξεκινά από το σημείο τομής της ατλαντικής όχθης με τον παράλληλο 24°N, με κατεύθυνση προς το σημείο τομής του παράλληλου 23°N με τον μεσημβρινό 13°W (44), συμφώνως προς τη συνθήκη σχετικά με τον καθορισμό των κρατικών συνόρων μεταξύ της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας και του Βασιλείου του Μαρόκου, η οποία συνήφθη στο Ραμπάτ στις 14 Απριλίου 1976 (45). Η προσάρτηση της Δυτικής Σαχάρας από το Βασίλειο του Μαρόκου συμπληρώθηκε το 1979 με την προσθήκη του νότιου τμήματος της Δυτικής Σαχάρας (46), το οποίο η ως άνω συνθήκη είχε παραχωρήσει στην Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας. Συνεπώς, το Βασίλειο του Μαρόκου θεωρεί ότι η Δυτική Σαχάρα υπάγεται στην κυριαρχία του και ότι, επομένως, τα χωρικά ύδατα αυτής καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013.

74.      Όσον αφορά την Ένωση, από τις δηλώσεις στις οποίες προέβησαν διάφορα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Συμβουλίου κατά την έγκριση του πρωτοκόλλου του 2013, προκύπτει ότι τόσο το πρωτόκολλο αυτό όσο και η αλιευτική συμφωνία έχουν εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα (47). Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο, όπως εξηγεί το αιτούν δικαστήριο και η Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε εμποδίσει αρχικά την επαναδιαπραγμάτευση του πρωτοκόλλου σχετικά με τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπει η αλιευτική συμφωνία. Για τον ίδιο λόγο, το Βασίλειο της Δανίας και το Βασίλειο της Σουηδίας ψήφισαν κατά της εγκρίσεως της συνάψεως του εν λόγω πρωτοκόλλου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών (48), η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο απείχαν, ενώ η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ιρλανδία και η Δημοκρατία της Αυστρίας διατύπωσαν επιφυλάξεις (49).

75.      Στο πλαίσιο αυτό, και σε αντίθεση προς τη συμφωνία συνδέσεως η οποία ήταν αντικείμενο της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C‑104/16 P, EU:C:2016:973), η πρόθεση των μερών είναι κατ’ εμέ σαφώς καθορισμένη: η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013 έχουν εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα και στα χωρικά της ύδατα. Συνεπώς, απόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει αν η πρόθεση αυτή, την οποία οι επίμαχες πράξεις θέτουν σε εφαρμογή, επηρεάζει τη νομιμότητα των εν λόγω πράξεων υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ και των κανόνων του διεθνούς δικαίου τους οποίους επικαλείται η WSC.

2.      Η δυνατότητα επικλήσεως των κανόνων του διεθνούς δικαίου ενόψει της αμφισβητήσεως του κύρους των επίμαχων πράξεων

1)      Γενικές αρχές

76.      Mε την επιχειρηματολογία της, η WSC επιδιώκει, κατ’ ουσίαν, να αμφισβητήσει τις επίμαχες πράξεις από διπλή σκοπιά. Πρώτον, η WSC υποστηρίζει ότι η Ένωση δεν νομιμοποιείται να συνάπτει με το Βασίλειο του Μαρόκου συμφωνίες που έχουν εφαρμογή στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα χωρικά της ύδατα. Δεύτερον, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η Ένωση νομιμοποιείται να συνάπτει τέτοιου είδους συμφωνίες, η WSC υποστηρίζει ότι οι επίμαχες πράξεις είναι, από την άποψη του περιεχομένου τους, ανίσχυρες υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ και του διεθνούς δικαίου. Για τους σκοπούς της επιχειρηματολογίας της, η WSC επικαλείται διάφορους κανόνες του διεθνούς δικαίου, και ιδίως το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως των λαών, το άρθρο 73 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την αρχή της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων και το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο καθόσον οι κανόνες του αφορούν τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών που έχουν εφαρμογή στις κατεχόμενες περιοχές καθώς και την εκμετάλλευση των φυσικών τους πόρων. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διευκρίνισε ότι δεν αμφισβητεί το κύρος των επίμαχων πράξεων υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου της θάλασσας.

77.      Στο πλαίσιο αυτό, και με βάση τις αρχές που διατυπώθηκαν στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864), ο Υφυπουργός Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων, η Comader, η Ισπανική, η Γαλλική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή αμφισβητούν τη δυνατότητα της WSC να επικαλεστεί τους ανωτέρω κανόνων του διεθνούς δικαίου.

78.      Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τις σκέψεις 51 έως 55 της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864), η δυνατότητα επικλήσεως των κανόνων του συμβατικού διεθνούς δικαίου υπόκειται στις εξής προϋποθέσεις: η Ένωση πρέπει να δεσμεύεται από τους κανόνες αυτούς το περιεχόμενό τους πρέπει να είναι απαλλαγμένο από αιρέσεις και αρκούντως ακριβές και, τέλος, ο δικαστικός έλεγχος της οικείας πράξεως δεν πρέπει να προσκρούει στη φύση και την οικονομία των εν λόγω κανόνων.

79.      Κατά τις σκέψεις 101 έως 103 και 107 της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864), η δυνατότητα επικλήσεως των κανόνων του εθιμικού διεθνούς δικαίου υπόκειται στις εξής προϋποθέσεις: οι κανόνες αυτοί πρέπει να είναι δυνατόν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα της Ένωσης να εκδώσει την οικεία πράξη και η πράξη αυτή πρέπει να ενδέχεται να θίγει δικαιώματα τα οποία αντλεί ο ιδιώτης από το δίκαιο της Ένωσης ή να συνεπάγεται, για τον ιδιώτη, υποχρεώσεις από πλευράς του δικαίου αυτού.

80.      Μολονότι οι ιδιώτες πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις προκειμένου να μπορούν να επικαλεστούν τους κανόνες του διεθνούς δικαίου στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου των πράξεων της Ένωσης, φρονώ ότι οι αρχές που διατυπώνονται στην ανωτέρω απόφαση δεν μπορούν να ισχύσουν αυτομάτως στην υπό κρίση υπόθεση. Ειδικότερα, οι αρχές αυτές αφορούν τον δικαστικό έλεγχο των αμιγώς εσωτερικών μονομερών πράξεων του παράγωγου δικαίου (κανονισμών, οδηγιών κ.λπ.) (50), ενώ, όπως επισημαίνει η Επιτροπή (51), στην υπό κρίση υπόθεση εγείρεται το διακριτό ζήτημα του κύρους διεθνούς συμφωνίας που έχει συναφθεί από την Ένωση μέσω της πράξεως με την οποία εγκρίνεται η σύναψή της (συμβατικό παράγωγο δίκαιο) (52).

81.      Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι μέλη του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) μπορούν να είναι μόνο τα κράτη (53). Η Ένωση, δεδομένου ότι δεν είναι μέλος του ΟΗΕ, δεν είναι μέρος του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, όπως προβλέπει το άρθρο 93 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών για τα μέλη του ΟΗΕ. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 34 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, η δυνατότητα παραστάσεως ενώπιον του δικαστηρίου αυτού επιφυλάσσεται μόνο στα κράτη.

82.      Επομένως, ο έλεγχος της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα διεθνούς δικαστηρίου, και μάλιστα ούτε του Διεθνούς Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, ακόμη και στην περίπτωση που η δράση της Ένωσης παραβιάζει τους επιτακτικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 53 της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών ή τις λεγόμενες «erga omnes» υποχρεώσεις του εθιμικού διεθνούς δικαίου (54), κανένα διεθνές δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της παραβιάσεως αυτής.

83.      Ωστόσο, ορισμένες διεθνείς συμφωνίες παρέχουν στην Ένωση ευχέρεια «συμμορφώσεώς της προς τις αποφάσεις δικαστηρίου που έχει συσταθεί ή ορισθεί βάσει τέτοιων συμφωνιών, καθόσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεών τους», ευχέρεια την οποία η νομολογία του Δικαστηρίου έχει αναγνωρίσει (55).

84.      Αυτό δεν ισχύει όσον αφορά την αλιευτική συμφωνία, της οποίας το άρθρο 13, τιτλοφορούμενο «Επίλυση διαφορών», ορίζει ότι «[τ]α συμβαλλόμενα μέρη διαβουλεύονται σε περίπτωση διαφοράς σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας». Εφόσον δεν ιδρύθηκε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, αρμόδιο για την επίλυση των ενδεχόμενων διαφορών που ανακύπτουν στο πλαίσιο της αλιευτικής συμφωνίας, η επίλυση των εν λόγω διαφορών εναπόκειται στην καλή θέληση των μερών, έκαστο των οποίων δύναται, συνεπώς, ευχερώς να την παρακωλύσει (56).

85.      Επομένως, μολονότι το Δικαστήριο είναι, κατά γενικό κανόνα, το δικαστήριο που έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να ελέγχει την εξωτερική δράση της Ένωσης και να εξακριβώνει ότι η δράση αυτή συμβάλλει «στην αυστηρή τήρηση […] του διεθνούς δικαίου και […] στον σεβασμό των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών» (57), ουδεμία έκπληξη προκαλεί η κρίση του ότι «η άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχουν εκχωρηθεί στα όργανα της [Ένωσης], στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, δεν μπορεί να εξαιρεθεί από τον δικαστικό έλεγχο νομιμότητας» (58).

86.      Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι οι ιδιώτες πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις προκειμένου να μπορούν να επικαλεστούν το διεθνές δίκαιο για να αμφισβητήσουν τη συμβατότητα διεθνούς συμφωνίας που έχει συναφθεί από την Ένωση προς το άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ, οι προϋποθέσεις αυτές δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατο τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης.

87.      Κατά την άποψή μου, αυτό θα συμβεί αν οι αρχές που διατυπώθηκαν στην υπόθεση την οποία αφορούσε η απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864), εφαρμοστούν αυτούσιες στον έλεγχο του κύρους των επίμαχων πράξεων.

88.      Ειδικότερα, ορισμένοι από τους κανόνες διεθνούς δικαίου των οποίων γίνεται επίκληση στην υπό κρίση υπόθεση ανήκουν ταυτόχρονα και στο εθιμικό και στο συμβατικό δίκαιο, καθώς κωδικοποιήθηκαν σε διάφορες διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις, ενώ άλλοι κανόνες, όπως το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως, ανήκουν στο γενικό διεθνές δίκαιο (59) και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν αποκλειστικά στο συμβατικό ή στο εθιμικό διεθνές δίκαιο, τη δυνατότητα επικλήσεως του οποίου πραγματεύθηκε το Δικαστήριο στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C-366/10, EU:C:2011:864).

89.      Επιπλέον, επειδή το Δικαστήριο, προκειμένου να μην αποκλείεται αυτοδικαίως η δυνατότητα επικλήσεως των κανόνων του εθιμικού διεθνούς δικαίου, καθιέρωσε συναφώς διαφορετικές προϋποθέσεις σε σχέση με τη δυνατότητα επικλήσεως του συμβατικού διεθνούς δικαίου, θα ήταν αντίθετο προς τον σκοπό αυτόν το να εξαρτηθεί η δυνατότητα επικλήσεως των κανόνων του γενικού διεθνούς δικαίου από τις προϋποθέσεις επικλήσεως των κανόνων του εθιμικού διεθνούς δικαίου οσάκις οι πρώτοι πληρούν τις προϋποθέσεις επικλήσεως που έχουν καθιερωθεί για τους κανόνες του συμβατικού διεθνούς δικαίου, όπως προτείνουν ο Υφυπουργός Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων, η Ισπανική, η Γαλλική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή.

90.      Μια τέτοια λύση θα απέκλειε αυτοδικαίως τη δυνατότητα των ιδιωτών να επικαλεστούν ακόμη και ουσιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου, όπως τους επιτακτικούς κανόνες του γενικού διεθνούς δικαίου ή τις λεγόμενες «erga omnes» υποχρεώσεις του διεθνούς δικαίου, και τούτο για τους ακόλουθους λόγους.

91.      Καταρχάς, σύμφωνα με την πρώτη προϋπόθεση για την επίκληση του εθιμικού διεθνούς δικαίου την οποία θέτει το Δικαστήριο σε περίπτωση που η οικεία πράξη είναι αμιγώς εσωτερική μονομερής πράξη του παράγωγου δικαίου, οι κανόνες των οποίων γίνεται επίκληση πρέπει να είναι δυνατόν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα της Ένωσης να εκδώσει την πράξη αυτή. Υπενθυμίζω ότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C-366/10, EU:C:2011:864), καθώς και στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 107 της αποφάσεως αυτής, αμφισβητούνταν η αρμοδιότητα της Ένωσης να εκδώσει την οικεία πράξη, η οποία, κατά τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς, παρήγε εξωεδαφικά αποτελέσματα.

92.      Στην υπό κρίση υπόθεση ουδόλως αμφισβητείται η αρμοδιότητα (60) της Ένωσης για τη σύναψη της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013 ή για την έκδοση του κανονισμού 764/2006, της αποφάσεως 2013/785 και του κανονισμού 1270/2013. Αντίθετα, η WSC αμφισβητεί τη συμβατότητα της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013 με το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης καθώς και την εσωτερική νομιμότητα του κανονισμού 764/2006, της αποφάσεως 2013/785 και του κανονισμού 1270/2013. Θα ήταν άτοπο ο έλεγχος των επίμαχων πράξεων να περιοριστεί αποκλειστικά στο ζήτημα της αρμοδιότητας της Ένωσης και να αποκλειστεί αυτοδικαίως ο ουσιαστικός τους έλεγχος υπό το πρίσμα των ουσιωδέστερων κανόνων του διεθνούς δικαίου των οποίων γίνεται επίκληση στην υπό κρίση υπόθεση.

93.      Έπειτα, η εφαρμογή της δεύτερης προϋποθέσεως για την επίκληση των κανόνων του εθιμικού διεθνούς δικαίου στο πλαίσιο υποθέσεως όπως η προκείμενη αποβαίνει ακόμη πιο προβληματική. Σύμφωνα με την προϋπόθεση αυτή, η οικεία πράξη πρέπει να ενδέχεται να θίγει δικαιώματα τα οποία αντλεί ο ιδιώτης από το δίκαιο της Ένωσης ή να συνεπάγεται, για τον ιδιώτη, υποχρεώσεις από πλευράς του δικαίου αυτού (61).

94.      Στην προκειμένη περίπτωση, οι επίμαχες πράξεις ιδρύουν δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνο για την Ένωση και για το Βασίλειο του Μαρόκου. Ειδικότερα, δεν εντοπίζω στις πράξεις αυτές καμία διάταξη που να ιδρύει δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τους ιδιώτες, παρά μόνον, δυνητικώς (αν και αμφιβάλλω), για τους εφοπλιστές της Ένωσης τα σκάφη των οποίων κατέχουν άδεια αλιεύσεως που έχει χορηγηθεί στο πλαίσιο της αλιευτικής συμφωνίας. Επομένως, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι κάποια κατηγορία ιδιωτών δύναται να προκαλέσει τον δικαστικό έλεγχο των επίμαχων πράξεων σύμφωνα με την εν λόγω προϋπόθεση, η κατηγορία αυτή απαρτίζεται αποκλειστικά από πρόσωπα που επωφελούνται από την αλιευτική συμφωνία και συνεπώς δεν έχουν συμφέρον να την αμφισβητήσουν δικαστικώς.

95.      Τέλος, για ποιον λόγο ο δικαστικός έλεγχος να περιοριστεί «στην εξέταση του ζητήματος αν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, εκδίδοντας την οικεία πράξη, υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής των αρχών αυτών» (62), όταν οι αρχές αυτές χαρακτηρίζονται, λόγω της κωδικοποιήσεώς τους, από «τον ίδιο βαθμό σαφήνειας με τις διατάξεις διεθνούς συμφωνίας» (63);

96.      Εν κατακλείδι, εκτιμώ ότι στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου των διεθνών συμφωνιών που έχουν συναφθεί από την Ένωση καθώς και των πράξεων της Ένωσης με τις οποίες εγκρίνονται ή τίθενται σε εφαρμογή οι συμφωνίες αυτές, η δυνατότητα επικλήσεως των κανόνων του διεθνούς δικαίου υπόκειται μεν σε ορισμένες προϋποθέσεις, είναι όμως ανεξάρτητη από την τυπική ένταξη των κανόνων αυτών σε μία ή σε περισσότερες πηγές του διεθνούς δικαίου με βάση την κατάταξη που περιέχεται στο άρθρο 38, παράγραφος 1, του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου. Οι προϋποθέσεις αυτές διατυπώνονται στις σκέψεις 53 έως 55 της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C-366/10, EU:C:2011:864), κατά τις οποίες η Ένωση πρέπει να δεσμεύεται από τον κανόνα του οποίου γίνεται επίκληση, το περιεχόμενο αυτού πρέπει να είναι απαλλαγμένο από αιρέσεις και αρκούντως ακριβές και, τέλος, ο δικαστικός έλεγχος της οικείας πράξεως δεν πρέπει να προσκρούει στη φύση και την οικονομία του εν λόγω κανόνα.

97.      Με βάση τις αρχές αυτές, θα εξετάσω τη δυνατότητα επικλήσεως των προβαλλόμενων από τη WSC κανόνων του διεθνούς δικαίου που είναι κρίσιμοι στην υπό κρίση υπόθεση.

2)      Επί της δυνατότητας επικλήσεως των κανόνων του διεθνούς δικαίου που έχουν εφαρμογή στη σύναψη διεθνών συμφωνιών με αντικείμενο την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Δυτικής Σαχάρας

98.      Με τις επίμαχες πράξεις, η Ένωση συνήψε με το Βασίλειο του Μαρόκου και έθεσε σε εφαρμογή διεθνή συμφωνία που προβλέπει την εκμετάλλευση, από την Ένωση, των αλιευτικών πόρων της Δυτικής Σαχάρας. Στο πλαίσιο αυτό, θα εξετάσω τη δυνατότητα επικλήσεως των κανόνων του διεθνούς δικαίου που ενδέχεται να θέσουν εν αμφιβόλω τόσο τη σύναψη, με το Βασίλειο του Μαρόκου, διεθνούς συμφωνίας που έχει εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα και στα χωρικά της ύδατα όσο και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της περιοχής αυτής. Κατά την εξέταση αυτή, λαμβάνω υπόψη το γεγονός ότι το Βασίλειο του Μαρόκου θεωρεί εαυτό κυρίαρχο επί της Δυτικής Σαχάρας, ότι, κατά την άποψη των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, το Βασίλειο του Μαρόκου είναι η de facto διοικούσα αρχή της Δυτικής Σαχάρας και ότι είναι, κατά το αιτούν δικαστήριο και την WSC, η κατέχουσα δύναμη της Δυτικής Σαχάρας.

1)      Το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως

i)      Το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως συγκαταλέγεται στα δικαιώματα του ανθρώπου

99.      Ευθύς εξαρχής, επισημαίνω ότι το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως δεν υπόκειται, κατ’ εμέ, στις προϋποθέσεις επικλήσεως των κανόνων του διεθνούς δικαίου, διότι συγκαταλέγεται στα δικαιώματα του ανθρώπου.

100. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στις σκέψεις 284 και 285 της αποφάσεως της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C-402/05 P και C-415/05 P, EU:C:2008:461), ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου συνιστά προϋπόθεση νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, ενώ μέτρα ασυμβίβαστα προς τον σεβασμό αυτών δεν μπορούν να επιτραπούν στην έννομη τάξη της Ένωσης. Επομένως, οι υποχρεώσεις που επιβάλλει διεθνής συμφωνία δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την προσβολή των συνταγματικών αρχών των Συνθηκών ΕΕ και ΛΕΕ, όπως του άρθρου 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ και του άρθρου 21 ΣΕΕ, κατά τα οποία η εξωτερική δράση της Ένωσης πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα. Επαφίεται στο Δικαστήριο να ελέγχει τον σεβασμό τους στο πλαίσιο του πλήρους συστήματος μέσων παροχής ενδίκου προστασίας που καθιερώνουν οι Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ.

101. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο. Προς τούτο, το Δικαστήριο εμπνέεται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και από τα στοιχεία που παρέχουν οι διεθνείς πράξεις περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, για τις οποίες έχουν συνεργαστεί ή στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη» (64).

102. Όλα τα κράτη μέλη (και το Βασίλειο του Μαρόκου) είναι μέρη του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα (ΔΣΟΙΚΠ) (65) και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΠ) (66), τα οποία υπεγράφησαν στη Νέα Υόρκη στις 16 Δεκεμβρίου 1966, και το κοινό άρθρο 1 των οποίων ορίζει τα εξής:

«1.      Όλοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως. Σύμφωνα με το δικαίωμα αυτό καθορίζουν ελεύθερα το πολιτικό καθεστώς τους και εξασφαλίζουν ελεύθερα την οικονομική, κοινωνική και μορφωτική ανάπτυξή τους.

2.      Για να επιτύχουν τους σκοπούς αυτούς, όλοι οι λαοί μπορούν να διαθέτουν ελεύθερα τον πλούτο και τους φυσικούς πόρους τους, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη διεθνή οικονομική συνεργασία που στηρίζεται στην αρχή του αμοιβαίου συμφέροντος και του διεθνούς δικαίου. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ένας λαός να στερηθεί από τα δικά του μέσα επιβιώσεως.

3.      Τα κράτη που συμβάλλονται με το Σύμφωνο αυτό, συμπεριλαμβανομένων και των κρατών που έχουν την ευθύνη διοικήσεως επαρχιών που δεν είναι αυτόνομες ή είναι κάτω από κηδεμονία, υποχρεώνονται να προωθούν την πραγματοποίηση του δικαιώματος των λαών για αυτοδιάθεση και να σέβονται το δικαίωμα αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.» (67)

103. Επιπλέον, ο τίτλος VIIΙ της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι του 1975, επιγραφόμενος «Ίσα δικαιώματα των λαών και δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση», πράξη την οποία μνημονεύει το άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΕΕ και στην οποία είναι μέρη όλα τα κράτη μέλη, κατοχυρώνει το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως με όρους σχεδόν πανομοιότυπους με τους όρους του κοινού άρθρου 1 του ΔΣΟΙΚΠ και του ΔΣΑΠ. Ο τίτλος αυτός ορίζει τα εξής:

«Τα συμμετέχοντα κράτη σέβονται τα ίσα δικαιώματα των λαών και το δικαίωμα αυτών στην αυτοδιάθεση, ενεργούν δε πάντοτε σύμφωνα με τους σκοπούς και τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και με τους ισχύοντες κανόνες του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που αφορούν την εδαφική ακεραιότητα των κρατών.

Με βάση την αρχή των ίσων δικαιωμάτων των λαών και το δικαίωμα αυτών στην αυτοδιάθεση, όλοι οι λαοί έχουν πάντοτε το δικαίωμα, εν πλήρη ελευθερία, να προσδιορίζουν, όταν και όπως το επιθυμούν, το εσωτερικό και εξωτερικό πολιτικό καθεστώς τους, χωρίς εξωτερική παρέμβαση, και να επιδιώκουν κατά βούληση την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική τους ανάπτυξη.

Τα συμμετέχοντα κράτη επιβεβαιώνουν την οικουμενική αξία του σεβασμού και της αποτελεσματικής ασκήσεως, από τους λαούς, ίσων δικαιωμάτων καθώς και του δικαιώματός τους στην αυτοδιάθεση, ενόψει της αναπτύξεως φιλικών σχέσεων μεταξύ τους και μεταξύ όλων των κρατών υπενθυμίζουν επίσης τη σημασία της άρσεως κάθε προσβολής της αρχής αυτής, υπό οποιαδήποτε μορφή.»

104. Συνεπώς, το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως είναι δικαίωμα του ανθρώπου το οποίο έχει αναγνωρισθεί ως τέτοιο από πλείονες διεθνείς αρχές και διεθνή κείμενα καθώς και από τη θεωρία (68). Κατά το Διεθνές Δικαστήριο, δικαιούχοι του δικαιώματος αυτού είναι οι λαοί των μη αυτόνομων περιοχών κατά την έννοια του άρθρου 73 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και οι λαοί που τελούν υπό ξένη «υποδούλωση» (69), κυριαρχία ή εκμετάλλευση (70).

ii)    Το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως ως αρχή του γενικού διεθνούς δικαίου και του συμβατικού διεθνούς δικαίου και ως υποχρέωση ergaomnes

105. Εν πάση περιπτώσει, το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως, ως κανόνας του γενικού διεθνούς δικαίου (71) και ως erga omnes υποχρέωση (72) που έχει κωδικοποιηθεί σε πλείονα διεθνή συμβατικά κείμενα (73), πληροί τις προϋποθέσεις επικλήσεως που εκτίθενται στο σημείο 96 των παρουσών προτάσεων, δηλαδή δεσμεύει την Ένωση, το περιεχόμενό του είναι απαλλαγμένο από αιρέσεις και αρκούντως ακριβές και ο δικαστικός έλεγχος των επίμαχων πράξεων δεν προσκρούει στη φύση και την οικονομία του.

–       Η Ένωση δεσμεύεται από το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως

106. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C-104/16 P, EU:C:2016:973), η Ένωση δεσμεύεται από το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως, το οποίο είναι δικαίωμα αντιτάξιμο erga omnes καθώς και μια από τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δίκαιου (74). Ως εκ τούτου, «[το δικαίωμα αυτό] εντάσσεται στους κανόνες του διεθνούς δικαίου που ισχύουν στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου» (75).

107. Ειδικότερα, το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως κατοχυρώνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (76). Ωστόσο, το άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ, το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΕΕ, το άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, ΣΕΕ και τα άρθρα 23 ΣΕΕ και 205 ΣΛΕΕ επιβάλλουν στην Ένωση να σέβεται τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η δήλωση αριθ. 13 σχετικά με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, η οποία προσαρτάται στην τελική πράξη της Διακυβερνητικής Διασκέψεως που υιοθέτησε τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, υπογραφείσα στις 13 Δεκεμβρίου 2007, ορίζει ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της θα εξακολουθήσουν να δεσμεύονται από τις διατάξεις του [Καταστατικού] Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών» (77).

108. Επιπλέον, το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως περιλαμβάνεται στις αρχές της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΕΕ (78).

109. Τέλος, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου του 2013, η εφαρμογή του πρωτοκόλλου αυτού υπόκειται στην τήρηση των δημοκρατικών αρχών και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπερ περιλαμβάνει τον σεβασμό του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως των λαών.

–       Το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως αποτελεί κανόνα του διεθνούς δικαίου το περιεχόμενο του οποίου είναι απαλλαγμένο από αιρέσεις και αρκούντως ακριβές

110. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 55 της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864), «[η] ως άνω προϋπόθεση πληρούται όταν η προβαλλόμενη διάταξη συνεπάγεται σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση που δεν εξαρτάται, ως προς την εκπλήρωση ή τα αποτελέσματά της, από την έκδοση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξεως».

111. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 90, 92 και 93 της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C-104/16 P, EU:C:2016:973), στην οποία το Δικαστήριο εφάρμοσε το εν λόγω δικαίωμα στη Δυτική Σαχάρα και στον λαό της χωρίς να διατυπώσει καμία αμφιβολία ως προς το περιεχόμενο ή την εμβέλειά του, το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως πληροί την προϋπόθεση αυτή.

112. Το γεγονός ότι το Διεθνές Δικαστήριο έκρινε ότι η ανέγερση τείχους στην περιοχή της Δυτικής Όχθης από το Ισραήλ συνιστούσε προσβολή του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του Παλαιστινιακού λαού, διότι ισοδυναμούσε με de facto προσάρτηση (79), αποδεικνύει ότι το εν λόγω δικαίωμα έχει, ενόψει της εφαρμογής του, αρκούντως σαφές και ακριβές περιεχόμενο.

113. Πράγματι, το περιεχόμενό του εξειδικεύεται επαρκώς σε διάφορα κείμενα.

114. Συναφώς, το Διεθνές Δικαστήριο θεμελίωσε στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών την ύπαρξη «δικαιώματος ανεξαρτησίας των λαών των μη αυτόνομων περιοχών και των λαών που τελούσαν υπό ξένη υποδούλωση, κυριαρχία ή εκμετάλλευση» (80).

115. Το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού εξειδικεύεται στο κοινό άρθρο 1 του ΔΣΟΙΚΠ και του ΔΣΑΠ (81) και οι λεπτομέρειες της εφαρμογής του σε διάφορα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, και ιδίως στα ψηφίσματα 1514 (XV), 1541 (XV) και 2625 (XXV), στα οποία το Διεθνές Δικαστήριο έχει αναφερθεί συχνά (82).

116. Συναφώς, στο ψήφισμα 1514 (XV) διακηρύσσονται τα εξής:

«1.      Η υπαγωγή των λαών σε ξένη υποδούλωση, κυριαρχία και εκμετάλλευση συνιστά άρνηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, αντιβαίνει στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και ματαιώνει τον σκοπό της παγκόσμιας ειρήνης και συνεργασίας.

2.      Όλοι οι λαοί έχουν δικαίωμα ελεύθερης αυτοδιαθέσεως δυνάμει του δικαιώματος αυτού, καθορίζουν ελεύθερα το πολιτικό καθεστώς τους και επιδιώκουν ελεύθερα την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική τους ανάπτυξη.

[…]

4.      Κάθε ένοπλη δράση και κάθε μέτρο καταστολής, οποιασδήποτε μορφής, σε βάρος των κατεχόμενων λαών πρέπει να τερματιστεί, προκειμένου οι λαοί αυτοί να μπορέσουν να ασκήσουν ειρηνικά και ελεύθερα το δικαίωμά τους σε πλήρη ανεξαρτησία, ενώ η ακεραιότητα του εθνικού τους εδάφους πρέπει να γίνει σεβαστή.

[…]»

117. Το ψήφισμα 1541 (XV) καθιερώνει τις αρχές που πρέπει να καθοδηγούν τις διοικούσες αρχές κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους οι οποίες απορρέουν από το άρθρο 73 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την αρχή VI, το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως θεωρείται ότι έχει ασκηθεί όταν η μη αυτόνομη περιοχή καθίσταται ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος ή όταν συνδέεται ελευθέρως με ανεξάρτητο κράτος ή όταν ενσωματώνεται σε ανεξάρτητο κράτος.

118. Όσον αφορά την ενσωμάτωση σε ανεξάρτητο κράτος, η αρχή IX, στοιχείο βʹ, ορίζει ότι «[η] ενσωμάτωση πρέπει να είναι συνέπεια της ελευθέρως εκφρασθείσας επιθυμίας των λαών της περιοχής, οι οποίοι έχουν πλήρη επίγνωση της μεταβολής του καθεστώτος τους και η γνώμη των οποίων εκφράζεται διά μεθόδων δημοκρατικών, ευρείας συμμετοχής, αμερόληπτων και βασιζομένων στην καθολική ψήφο των ενηλίκων. Ο [ΟΗΕ] δύναται, όταν το κρίνει απαραίτητο, να ελέγξει την τήρηση των μεθόδων αυτών».

119. Τέλος, το ψήφισμα 2625 (XXV) περιέχει τη διακήρυξη σχετικά με τις αρχές του διεθνούς δικαίου για τις φιλικές σχέσεις και για τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Υπό τον τίτλο του «Αρχή των ίσων δικαιωμάτων των λαών και του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως», το ψήφισμα αυτό επιβάλλει σε όλα τα κράτη «το καθήκον να προάγουν, από κοινού με άλλα κράτη ή ξεχωριστά, την υλοποίηση της αρχής των ίσων δικαιωμάτων των λαών και του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».

120. Επιβάλλει επίσης στα κράτη «το καθήκον να απέχουν από οποιοδήποτε μέτρο καταναγκασμού το οποίο θα στερούσε τους λαούς που μνημονεύονται ανωτέρω στο πλαίσιο της διατυπώσεως της παρούσας αρχής από το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως, την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους».

121. Όσον αφορά ειδικότερα τις μη αυτόνομες περιοχές, όπως η Δυτική Σαχάρα, το εν λόγω ψήφισμα ορίζει ότι αυτές έχουν «χωριστό και διακριτό καθεστώς από αυτό του εδάφους του Κράτους που τις διοικεί· το χωριστό και διακριτό καθεστώς με βάση τον Καταστατικό Χάρτη [των Ηνωμένων Εθνών] υφίσταται για όσο χρονικό διάστημα ο λαός […] της μη αυτόνομης περιοχής δεν ασκεί το δικαίωμά του αυτοδιαθέσεως συμφώνως προς τον Καταστατικό Χάρτη και, ειδικότερα, συμφώνως προς τις αρχές και τους σκοπούς του» (83).

122. Τέλος, στις γενικές διατάξεις του, το ψήφισμα 2625 (XXV) διακηρύσσει ότι «[ο]ι αρχές του Καταστατικού Χάρτη που περιλαμβάνονται στην παρούσα [δ]ιακήρυξη αποτελούν θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, και καλεί, συνεπώς, όλα τα κράτη να εμπνέονται από τις αρχές αυτές κατά τη διεθνή συμπεριφορά τους και να αναπτύσσουν τις αμοιβαίες σχέσεις τους με βάση την αυστηρή προσήλωση στις εν λόγω αρχές».

123. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως δεν εξαρτάται, ως προς την εκπλήρωση ή τα αποτελέσματά του, από την έκδοση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξεως.

124. Εν προκειμένω, όπως έχουν κρίνει το Διεθνές Δικαστήριο και το Δικαστήριο, ο λαός της Δυτικής Σαχάρας έχει το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως (84).

–       Ο δικαστικός έλεγχος των επίμαχων πράξεων δεν προσκρούει στη φύση και τον σκοπό του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως

125. Στη σκέψη 89 της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C-104/16 P, EU:C:2016:973), το Δικαστήριο έκρινε ότι «[το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως] έπρεπε να ληφθ[εί] υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο» στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως του Front Polisario κατά της συμφωνίας συνδέσεως. Επομένως, ο δικαστικός έλεγχος των πράξεων της Ένωσης δεν προσκρούει στη φύση και τον σκοπό του δικαιώματος αυτού.

126. Ειδικότερα, το άρθρο 103 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών ορίζει ότι, «[ε]ν περιπτώσει συγκρούσεως των κατά τον παρόντα Χάρτην υποχρεώσεων των Μελών των Ηνωμένων Εθνών προς τας υποχρεώσεις αυτών εξ οιασδήποτε άλλης Διεθνούς Συμφωνίας, θα προέχουσιν αι κατά τον παρόντα Χάρτην υποχρεώσεις αυτών».

127. Επιπλέον, κατά το Διεθνές Δικαστήριο, «το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως των λαών […] είναι δικαίωμα αντιτάξιμο erga omnes» (85). Αυτό σημαίνει ότι «οι συναφείς υποχρεώσεις, ως εκ της φύσεώς τους, “βαρύνουν όλα τα κράτη”, και ότι, “λόγω της σημασίας των εν λόγω δικαιωμάτων, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι όλα τα κράτη έχουν έννομο συμφέρον για την προστασία των δικαιωμάτων αυτών”» (86). Κατά συνέπεια, το Διεθνές Δικαστήριο έκρινε ότι «όλα τα κράτη υποχρεούνται να μην αναγνωρίζουν την παράνομη κατάσταση που απορρέει από την [παράβαση erga omnes υποχρεώσεως]. Επίσης, υποχρεούνται να μην παρέχουν βοήθεια ή αρωγή στη διατήρηση της καταστάσεως που δημιουργήθηκε λόγω της [παραβάσεως] αυτής. Εξάλλου, απόκειται σε όλα τα κράτη να μεριμνούν, τηρουμένου του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του διεθνούς δικαίου, ώστε να τερματισθούν τα εμπόδια, λόγω της [παραβάσεως], στην άσκηση από τον [οικείο λαό, εν προκειμένω τον παλαιστινιακό,] του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως» (87).

128. Τέλος, το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως μνημονεύεται συχνά ως επιτακτικός κανόνας του διεθνούς δικαίου, η παραβίαση του οποίου δύναται να επιφέρει την ακυρότητα διεθνούς συνθήκης σύμφωνα με το άρθρο 53 της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών (88). Τονίζω ότι, κατά τη διαδικασία γνωμοδοτήσεως ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου στην υπόθεση της Δυτικής Σαχάρας, το Βασίλειο της Ισπανίας αναγνώρισε ότι το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως αποτελεί, αυτό καθεαυτό, επιτακτικό κανόνα του διεθνούς δικαίου (89), ενώ το Βασίλειο του Μαρόκου αναγνώρισε τη φύση της αρχής της αποαποικιοποιήσεως, έκφανση της οποίας αποτελεί η αυτοδιάθεση, ως επιτακτικού κανόνα (90).

129. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο σκοπός και η φύση του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως όχι μόνο δεν αποκλείουν τον δικαστικό έλεγχο, αλλά επιβάλλουν στο Δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον η Ένωση, με τις επίμαχες πράξεις, σεβάστηκε το δικαίωμα αυτό, δεν αναγνώρισε παράνομη κατάσταση που απορρέει από προσβολή του εν λόγω δικαιώματος και δεν παρείχε βοήθεια ή αρωγή στη διατήρηση τέτοιας καταστάσεως (91).

2)      Η αρχή της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων

130. Η αρχή της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων εγγυάται το κυρίαρχο δικαίωμα κάθε κράτους και κάθε λαού να διαθέτει ελεύθερα τον φυσικό πλούτο και τους φυσικούς πόρους του εδάφους του προς το συμφέρον της εθνικής ανάπτυξης και της ευημερίας του λαού του (92). Αποτελεί αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου (93) και, ως τέτοια, δεσμεύει την Ένωση.

131. Όπως παρατήρησε ο αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας νομικών υποθέσεων του ΟΗΕ, νομικός σύμβουλος, Hans Corell, στην από 29 Ιανουαρίου 2002 επιστολή του προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, «[το] ακριβές περιεχόμενο και [οι] ακριβείς νομικές συνέπειες [της αρχής της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων] παραμένουν αδιευκρίνιστα» (94).

132. Πράγματι, αυτή η νομική γνωμοδότηση επιβεβαιώνει την εν λόγω δυσκολία, καθώς χρησιμοποιεί διάφορους όρους προκειμένου να προσδιορίσει σε τι συνίσταται η εκμετάλλευση φυσικών πόρων προς όφελος του λαού μιας μη αυτόνομης περιοχής. Ειδικότερα, κάνει λόγο για εκμετάλλευση που δεν πραγματοποιείται «παραγνωρίζοντας τις ανάγκες και τα συμφέροντα του πληθυσμού [της μη αυτόνομης περιοχής] και χωρίς αυτός να ωφελείται» (95), ή για εκμετάλλευση «προς όφελος των λαών [των μη αυτόνομων περιοχών], εξ ονόματός τους, ή σε διαβούλευση με τους εκπροσώπους τους» (96), ενώ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εκμετάλλευση δεν μπορεί να πραγματοποιείται «παραγνωρίζοντας τα συμφέροντα και τη βούληση του λαού [της μη αυτόνομης περιοχής]» (97).

133. Εντούτοις, παρά τις ποικίλλουσες διατυπώσεις, είναι βέβαιο ότι η εκμετάλλευση φυσικών πόρων πρέπει κατ’ ελάχιστον να πραγματοποιείται προς όφελος του λαού της μη αυτόνομης περιοχής, πράγμα που αρκεί για να διασφαλίσει επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια στο κριτήριο της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων.

134. Στην ίδια βάση μπορεί να θεμελιωθεί και ο δικαστικός έλεγχος των επίμαχων πράξεων. Ειδικότερα, το Κοινοβούλιο είχε εμποδίσει αρχικά τη σύναψη του πρωτοκόλλου που συνήφθη εν τέλει το 2013, εκτιμώντας ότι αυτό δεν προέβλεπε επαρκείς εγγυήσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η αλιευτική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Δυτικής Σαχάρας από τα σκάφη της Ένωσης θα πραγματοποιούνταν προς όφελος του λαού της περιοχής αυτής. Επιπλέον, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δέχονται ότι το κριτήριο του οφέλους για τον λαό της Δυτικής Σαχάρας αποτελεί προϋπόθεση της νομιμότητας των συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με την περιοχή αυτή.

3)      Οι κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που έχουν εφαρμογή στη σύναψη των διεθνών συμφωνιών σχετικά με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της κατεχόμενης περιοχής

135. Κατά το αιτούν δικαστήριο, την WSC καθώς και τη φορολογική και τελωνειακή αρχή και τον Υφυπουργό Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων, η παρουσία του Βασιλείου του Μαρόκου στη Δυτική Σαχάρα συνιστά κατοχή (98).

136. Συναφώς, επισημαίνω ότι το ζήτημα αν το Βασίλειο του Μαρόκου είναι ή όχι η κατέχουσα δύναμη της Δυτικής Σαχάρας και αν συνήψε την αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013 υπό την ιδιότητα αυτή αποτελεί ζήτημα ερμηνείας του διεθνούς δικαίου, κατά την οποία δεν έχουν εφαρμογή οι προϋποθέσεις επικλήσεως του δικαίου αυτού στο δίκαιο της Ένωσης.

137. Ωστόσο, αν το Βασίλειο του Μαρόκου είναι όντως η κατέχουσα δύναμη της Δυτικής Σαχάρας (ζήτημα επί του οποίου θα επανέλθω κατωτέρω (99)), πρέπει να είναι δυνατή η επίκληση των κανόνων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου οι οποίοι έχουν κωδικοποιηθεί στον κανονισμό που προσαρτάται στη Σύμβαση της Χάγης, της 18ης Οκτωβρίου 1907, περί των νόμων και εθίμων του κατά ξηράν πολέμου (στο εξής: κανονισμός της Χάγης του 1907), καθώς και στη Σύμβαση της Γενεύης, της 12ης Αυγούστου 1949, περί προστασίας του αμάχου πληθυσμού εν καιρώ πολέμου (στο εξής: Σύμβαση IV της Γενεύης), και οι οποίοι αφορούν τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών που έχουν εφαρμογή στην κατεχόμενη περιοχή (άρθρο 43 του κανονισμού της Χάγης του 1907 και άρθρο 64, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως IV της Γενεύης) και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της περιοχής αυτής (άρθρο 55 του κανονισμού της Χάγης του 1907).

138. Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή, οι ανωτέρω διατάξεις πληρούν τα κριτήρια περί της δυνατότητας επικλήσεως του διεθνούς δικαίου που εκτέθηκαν στο σημείο 96 των παρουσών προτάσεων.

139. Πρώτον, οι διατάξεις του κανονισμού της Χάγης του 1907 και της Συμβάσεως IV της Γενεύης αποτελούν απαραβίαστες και erga omnes αντιτάξιμες αρχές του εθιμικού διεθνούς δικαίου (100) και, ως τέτοιες, δεσμεύουν την Ένωση.

140. Δεύτερον, το περιεχόμενό τους είναι αρκούντως ακριβές και απαλλαγμένο από αιρέσεις, εφόσον οι υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλει στις κατέχουσες δυνάμεις δεν εξαρτώνται, ως προς την εκπλήρωση ή τα αποτελέσματά τους, από την έκδοση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξεως.

141. Τρίτον και τελευταίον, η φύση και ο σκοπός τους ως απαραβίαστων κανόνων δεν αποκλείει τον δικαστικό έλεγχο των επίμαχων πράξεων, και ειδικότερα του κανονισμού 764/2006, της αποφάσεως 2013/785 και του κανονισμού 1270/2013 καθόσον εγκρίνουν και θέτουν σε εφαρμογή την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Δυτικής Σαχάρας που συμφωνήθηκε μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου. Ωστόσο, η Ένωση υποχρεούται να μην αναγνωρίζει την παράνομη κατάσταση που απορρέει από παράβαση των διατάξεων αυτών και να μην παρέχει βοήθεια ή αρωγή για τη διατήρηση της καταστάσεως που προκλήθηκε από την εν λόγω παράβαση (101).

142. Αφού προσδιορίστηκαν οι κανόνες του διεθνούς δικαίου των οποίων μπορεί να γίνει επίκληση, θα εξεταστεί εφεξής η συμβατότητα των επίμαχων πράξεων προς τους κανόνες αυτούς.

3.      Επί του κύρους του κανονισμού 764/2006, της αποφάσεως 2013/785 και του κανονισμού 1270/2013 και επί της συμβατότητας της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013 με τους ισχύοντες κανόνες του διεθνούς δικαίου στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ

1)      Επί του σεβασμού, με τις επίμαχες πράξεις, του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας καθώς και της υποχρεώσεως να μην αναγνωρίζεται παράνομη κατάσταση απορρέουσα από προσβολή του δικαιώματος αυτού και να μην παρέχεται βοήθεια ή αρωγή για τη διατήρηση της εν λόγω καταστάσεως

143. Με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C-104/16 P, EU:C:2016:973), το Δικαστήριο έκρινε ότι η συμφωνία συνδέσεως που έχει συναφθεί μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου και που, κατά το γράμμα της, εφαρμόζεται στο «έδαφος του Βασιλείου του Μαρόκου», δεν έχει εφαρμογή στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας, διότι η εφαρμογή αυτή θα ήταν αντίθετη προς το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του λαού της εν λόγω περιοχής καθώς και προς τα άρθρα 29 (κατά τόπον εφαρμογή των συνθηκών) και 34 (αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, κατά την οποία οι συνθήκες δεν πρέπει ούτε να βλάπτουν ούτε να ωφελούν τρίτους άνευ της συναινέσεώς τους) της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών (102).

144. Κατά το Συμβούλιο και την Επιτροπή, η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να διακριθεί από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C-104/16 P, EU:C:2016:973), στο μέτρο που η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013, σε αντίθεση προς τη συμφωνία συνδέσεως, έχουν εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα. Ειδικότερα, κατά τη δική τους ερμηνεία της ανωτέρω αποφάσεως, το πρόβλημα της συμφωνίας συνδέσεως συνίστατο στο ότι αυτή εφαρμοζόταν στη Δυτική Σαχάρα μολονότι, από νομικής απόψεως, δεν είχε εφαρμογή εκεί, καθώς η εφαρμογή αυτή θα ήταν αντίθετη προς το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του λαού της εν λόγω περιοχής καθώς και προς τα άρθρα 29 (κατά τόπον εφαρμογή των συνθηκών) και 34 (αρχή του σχετικού αποτελέσματος των συνθηκών, κατά την οποία οι συνθήκες δεν πρέπει ούτε να βλάπτουν ούτε να ωφελούν τρίτους άνευ της συναινέσεώς τους) της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών. Με βάση την επιχειρηματολογία αυτή, η λύση που προτείνεται από το Συμβούλιο και την Επιτροπή προκειμένου η εφαρμογή της συμφωνίας συνδέσεως στη Δυτική Σαχάρα να καταστεί σύμφωνη με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C-104/16 P, EU:C:2016:973), έγκειται στην επέκταση του πεδίου εφαρμογής της δυνάμει συμφωνίας υπό μορφήν ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, ώστε να καλυφθεί ρητώς η Δυτική Σαχάρα.

145. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν με πείθει. Εάν η εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα διεθνούς συμφωνίας η οποία έχει συναφθεί με το Βασίλειο του Μαρόκου και το κατά τόπον πεδίο εφαρμογής της οποίας δεν περιλαμβάνει ρητώς την περιοχή αυτή είναι ασύμβατη με το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του λαού της εν λόγω περιοχής, ασύμβατη με το ίδιο δικαίωμα θα είναι, a fortiori, και διεθνής συμφωνία, όπως η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013, η οποία έχει εφαρμογή στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα χωρικά της ύδατα (103) και επιτρέπει την εκμετάλλευση, από την Ένωση (104), των αλιευτικών πόρων της Δυτικής Σαχάρας.

146. Το ανωτέρω a fortiori επιχείρημα αρκεί, κατά τη γνώμη μου, για να διαπιστωθεί προσβολή του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας. Χάριν πληρότητος, προσθέτω ότι οι επίμαχες πράξεις δεν σέβονται το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας στο μέτρο που δεν εκφράζουν ούτε την ελεύθερη επιδίωξη της οικονομικής ανάπτυξης του λαού αυτού ούτε την ελεύθερη διάθεση του φυσικού πλούτου και των φυσικών πόρων του (105), ενώ, σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν δεν προσβάλλουν, αυτές καθεαυτές, το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως, οι πράξεις αυτές δεν τηρούν την υποχρέωση της Ένωσης να μην αναγνωρίζει παράνομη κατάσταση που απορρέει από προσβολή του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας και να μην παρέχει βοήθεια ή αρωγή για τη διατήρηση της καταστάσεως αυτής (106).

1)      Επί της υπάρξεως ελεύθερης βουλήσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας να επιδιώξει, με τις επίμαχες πράξεις, την οικονομική του ανάπτυξη και να διαθέσει τον φυσικό πλούτο και τους φυσικούς πόρους του

147. Φρονώ ότι τα ακόλουθα γεγονότα (107), τα οποία κατά το ουσιώδες μέρος τους εκτέθηκαν από τη WSC ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και υπομνήσθηκαν από το τελευταίο (108), επιβεβαιώνουν την ανυπαρξία τέτοιας βουλήσεως.

148. Στις 20 Δεκεμβρίου 1966, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 2229 (XXI) επί του ζητήματος του Ifni και της ισπανικής Σαχάρας, με το οποίο «[δ]ιακήρυ[ξε] εκ νέου το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα περί αυτοδιαθέσεως τ[ου] λα[ού] […] της ισπανικής Σαχάρας» και κάλεσε το Βασίλειο της Ισπανίας, ως διοικούσα αρχή, να ρυθμίσει με πράξη του το ταχύτερο δυνατόν «τις λεπτομέρειες της διοργανώσεως δημοψηφίσματος το οποίο θα πραγματοποι[είτο] υπό την αιγίδα του [ΟΗΕ] προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στον αυτόχθονα πληθυσμό να ασκήσει ελεύθερα το δικαίωμά του περί αυτοδιαθέσεως».

149. Στις 20 Αυγούστου 1974, το Βασίλειο της Ισπανίας ενημέρωσε τον ΟΗΕ για την πρόθεσή του να διοργανώσει, υπό την αιγίδα του τελευταίου, δημοψήφισμα στη Δυτική Σαχάρα (109).

150. Τον Μάιο του 1975, και παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, η αποστολή επισκέψεως του ΟΗΕ στην ισπανική Σαχάρα «κατέληξε, κατόπιν της διαμονής της στην περιοχή, στο συμπέρασμα ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού εντός της ισπανικής Σαχάρας τασσόταν προφανώς υπέρ της ανεξαρτησίας» (110).

151. Στις 16 Οκτωβρίου 1975, το Διεθνές Δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στο πλαίσιο των εργασιών της σχετικά με την αποαποικιοποίηση της Δυτικής Σαχάρας, εξέδωσε γνωμοδότηση κατά την οποία, αφενός, η Δυτική Σαχάρα δεν αποτελούσε γη άνευ κυρίου (terra nullius) κατά τον χρόνο αποικισμού της από το Βασίλειο της Ισπανίας, και, αφετέρου, μολονότι από ορισμένα στοιχεία προέκυπτε η ύπαρξη, κατά τον χρόνο του ισπανικού αποικισμού, νομικών δεσμών πίστεως μεταξύ του Σουλτάνου του Μαρόκου και ορισμένων από τις φυλές που κατοικούν στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας, τα στοιχεία αυτά δεν τεκμηρίωναν την ύπαρξη οποιουδήποτε δεσμού εδαφικής κυριαρχίας μεταξύ της περιοχής της Δυτικής Σαχάρας και του Βασιλείου του Μαρόκου (111). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε την ύπαρξη νομικών δεσμών δυνάμενων να μεταβάλουν την εφαρμογή του ψηφίσματος 1514 (XV) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ ως προς την αποαποικιοποίηση της Δυτικής Σαχάρας και, ειδικότερα, ως προς την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιαθέσεως μέσω της ελεύθερης και αυθεντικής εκφράσεως της βουλήσεως των πληθυσμών της περιοχής (112).

152. Σε λόγο που εκφώνησε την ημέρα της δημοσιεύσεως της ως άνω γνωμοδοτήσεως, «ο Βασιλεύς του Μαρόκου διατύπωσε την εκτίμηση ότι “σύμπας ο κόσμος [είχε] αναγνωρίσει ότι η [Δυτική] Σαχάρα ανήκε” στο Βασίλειο του Μαρόκου και ότι “δεν απέμεν[ε] [στο τελευταίο] άλλο παρά να καταλάβει ειρηνικά το έδαφος αυτό”», ζήτησε δε, προς τούτο, να διοργανωθεί πορεία στην οποία συμμετείχαν 350.000 άτομα, η καλούμενη «Πράσινη Πορεία» (113).

153. Κατόπιν προσφυγής του Βασιλείου της Ισπανίας, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ζήτησε από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, K. Waldheim, να συντάξει έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών του με τα ενδιαφερόμενα μέρη, και ιδίως με το Βασίλειο του Μαρόκου (114).

154. Κατά τη θέση του τελευταίου, όπως αυτή καταγράφεται στην εν λόγω έκθεση, το δημοψήφισμα δεν ήταν απαραίτητο διότι το Διεθνές Δικαστήριο είχε αναγνωρίσει τους ιστορικούς δεσμούς πίστεως μεταξύ του Σουλτάνου του Μαρόκου και των φυλών που κατοικούν κατά παράδοση στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και, εν πάση περιπτώσει, «οι πληθυσμοί της περιοχής είχαν ήδη ασκήσει εν τοις πράγμασι το δικαίωμά τους αυτοδιαθέσεως και είχαν εκφραστεί υπέρ της επιστροφής στην επικράτεια του Μαρόκου», με πλέον πρόσφατη απόδειξη «τον όρκο πίστεως στον Βασιλέα του Μαρόκου τον οποίον έδωσε επ’ ονόματι των φυλών [Σ]αχράουι ο [Khatri Ould Said a Ould El Jomaini], πρόεδρος της Djemââ [(115)]», κατά τη διάρκεια τελετής που έλαβε χώρα στις 4 Νοεμβρίου 1975 στο παλάτι του Αγαδίρ (116).

155. Κατόπιν των διαμαρτυριών του Βασιλείου της Ισπανίας κατά της Πράσινης Πορείας, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξέδωσε, στις 6 Νοεμβρίου 1975, το ψήφισμα 380 (1975) για τη Δυτική Σαχάρα, με το οποίο «εξέφρασ[ε] τη λύπη του για τη διοργάνωση της πορείας» που είχε αναγγελθεί και «ζήτησ[ε] από το [Βασίλειο του] Μαρόκου την άμεση απόσυρση από το έδαφος της Δυτικής Σαχάρας όλων όσ[οι] είχαν συμμετάσχει στην πορεία [αυτή]». Το Βασίλειο του Μαρόκου συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό λίγες μέρες αργότερα.

156. Κατά τη διάρκεια της κρίσης που προκλήθηκε λόγω της Πράσινης Πορείας, το Βασίλειο της Ισπανίας, το Βασίλειο του Μαρόκου και η Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας ξεκίνησαν τριμερείς διαπραγματεύσεις οι οποίες κατέληξαν, στις 14 Νοεμβρίου 1975, στη διακήρυξη αρχών της Ισπανίας, του Μαρόκου και της Μαυριτανίας σχετικά με τη Δυτική Σαχάρα (117) (στο εξής: συμφωνία της Μαδρίτης). Κατά τη συμφωνία αυτή, «η Ισπανία θα προβεί αμέσως στην εγκατάσταση προσωρινής διοικήσεως στην περιοχή της [Δυτικής Σαχάρας], στην οποία θα συμμετέχουν το Μαρόκο και η Μαυριτανία σε συνεργασία με την Djemââ και στην οποία θα μεταβιβαστούν τα καθήκοντα και οι εξουσίες [που κατείχε η Ισπανία επί της περιοχής αυτής ως διοικούσα αρχή]», όπερ και εγένετο.

157. Η εν λόγω συμφωνία προέβλεπε επίσης ότι «[η] ισπανική παρουσία θα τερματιστεί οριστικά πριν από τις 28 Φεβρουαρίου 1976» και ότι «[η] γνώμη του λαού των Σαχράουι, όπως εκφράζεται μέσω της Djemââ, θα γίνει σεβαστή».

158. Στη συνέχεια, προέκυψε ότι η εν λόγω συμφωνία συνοδευόταν από σειρά συμφωνιών μεταξύ των τριών αυτών χωρών, επονομαζομένων επισήμως «πρακτικά συνομιλιών» και με αντικείμενο τη ρύθμιση ορισμένων οικονομικών πτυχών της μεταβιβάσεως της διοικήσεως της Δυτικής Σαχάρας, μεταξύ των οποίων και τα αλιευτικά δικαιώματα στα χωρικά ύδατα της εν λόγω περιοχής (118). Την ύπαρξη των συμφωνιών αυτών καθώς και το γεγονός ότι αυτές αφορούσαν την αλιεία επιβεβαίωσε ο Υπουργός Εξωτερικών του Βασιλείου της Ισπανίας, Oreja Aguirre, κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση σχετικά με την κύρωση της αλιευτικής συμφωνίας μεταξύ του Βασιλείου της Ισπανίας και του Βασιλείου του Μαρόκου του 1977 (119). Κατά τον ίδιο, επρόκειτο για «κατευθυντήριες γραμμές [ή] οδηγίες» (120).

159. Η ύπαρξη συμφωνίας σχετικά με τα αλιευτικά δικαιώματα στα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας καθώς και το γεγονός ότι η ύπαρξή της δεν είχε γνωστοποιηθεί στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ επιβεβαιώνεται και από τα διπλωματικά τηλεγραφήματα του Υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (121).

160. Στις 28 Νοεμβρίου 1975, 67 μέλη της Djemââ, μεταξύ των οποίων και ο αντιπρόεδρός της, τα οποία συνήλθαν στο El Guelta Zemmur (Δυτική Σαχάρα), διακήρυξαν ομόφωνα ότι η Djemââ, η οποία δεν είχε εκλεγεί δημοκρατικώς από τον λαό της Δυτικής Σαχάρας, δεν μπορούσε να αποφασίσει περί της αυτοδιαθέσεως του λαού αυτού. Αποφάσισαν δε ομόφωνα την οριστική διάλυσή της (122).

161. Στις 10 Δεκεμβρίου 1975, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ έθεσε σε ψηφοφορία δύο ψηφίσματα ανόμοιου περιεχομένου σχετικά με το ζήτημα της Δυτικής Σαχάρας (123), καθώς δεν υπήρχε ομοφωνία ως προς τις συνέπειες που έπρεπε να συναχθούν από τη συμφωνία της Μαδρίτης. Σε αυτό το πνεύμα, το ψήφισμα 3458 A (XXX) δεν μνημονεύει την εν λόγω συμφωνία και αναφέρεται στο Βασίλειο της Ισπανίας «ως διοικούσα αρχή» της Δυτικής Σαχάρας (124), ενώ το ψήφισμα 3458 B (XXX) «λαμβάνει υπόψη» (125) την εν λόγω συμφωνία και κάνει λόγο όχι για διοικούσα αρχή, αλλά για «μέρη της συμφωνίας της Μαδρίτης της 14ης Νοεμβρίου 1975» (126) και για «προσωρινή διοίκηση» (127).

162. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι, εκ των 144 κρατών που συμμετείχαν στην 2435η Ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης, 88 ψήφισαν υπέρ του ψηφίσματος 3458 A (XXX), κανένα κατά, 41 απείχαν και 15 δεν ψήφισαν. Τα σημερινά κράτη μέλη της Ένωσης ψήφισαν υπέρ του εν λόγω ψηφίσματος, με εξαίρεση την Πορτογαλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Ισπανίας, που απείχαν, καθώς και τη Δημοκρατία της Μάλτας, η οποία δεν ψήφισε. Ούτε το Βασίλειο του Μαρόκου ψήφισε.

163. Το ψήφισμα 3458 B (XXX), το οποίο αμφισβητήθηκε περισσότερο, εγκρίθηκε μόνον από 56 κράτη, ενώ 42 κράτη ψήφισαν κατά, 34 απείχαν και 12 δεν ψήφισαν. Μόνον 11 από τα σημερινά κράτη της Ένωσης ψήφισαν υπέρ του ψηφίσματος αυτού (128), 10 ψήφισαν κατά (129), 6 απείχαν (130) και ένα δεν ψήφισε (131). Το Βασίλειο του Μαρόκου ψήφισε υπέρ.

164. Παρά τις μεταξύ τους αποκλίσεις, τα δύο ψηφίσματα «επιβεβαιών[ουν] το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του λαού της [Δυτικής] Σαχάρας» (132), σύμφωνα με το ψήφισμα 1514 (XV) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, και συγκλίνουν στο ότι το δικαίωμα αυτό πρέπει να ασκηθεί ελευθέρως (133).

165. Επιπλέον, το ψήφισμα 3458 A (XXX) προβλέπει ότι το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως πρέπει να ασκηθεί «υπό την επίβλεψη του [ΟΗΕ]», ενώ «[κ]αλεί τον Γενικό Γραμματέα, σε διαβούλευση με την Ισπανική Κυβέρνηση, ως διοικούσα αρχή, […] να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την επίβλεψη της πράξεως αυτοδιαθέσεως» (134).

166. Στο ίδιο πνεύμα, το ψήφισμα 3458 B (XXX) προβλέπει την άσκηση του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας «μέσω ελεύθερης παροχής γνώμης, η οποία θα διοργανωθεί με τη συνδρομή εκπροσώπου του [ΟΗΕ] που θα οριστεί από τον Γενικό Γραμματέα» (135).

167. Από τα τέλη του 1975, το Βασίλειο της Ισπανίας ξεκίνησε την απόσυρση της διοικήσεώς του από τη Δυτική Σαχάρα. Ενώ τα ισπανικά στρατεύματα αποσύρονταν, οι μαροκινές και οι μαυριτανικές δυνάμεις εισχωρούσαν στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας. Σε ορισμένα σημεία σημειώθηκε ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ των εν λόγω δυνάμεων και των δυνάμεων του Front populaire pour la libération de la saguia-el-hamra et du rio de oro (Front Polisario) (136).

168. Κατά τη διάρκεια συνεντεύξεως τύπου τον Φεβρουάριο του 1976, ο Olof Rydbeck, Σουηδός πρέσβης στον ΟΗΕ και ειδικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για τη Δυτική Σαχάρα, δήλωσε ότι «η στρατιωτική κατάσταση [στη Δυτική Σαχάρα], ως [είχε], καθιστ[ούσε] ιδιαιτέρως δύσκολη, αν όχι αδύνατη, τη λυσιτελή παροχή γνώμης από τους Σαχράουι» (137).

169. Με το από 25 Φεβρουαρίου 1976 υπόμνημά του, το Βασίλειο της Ισπανίας ενημέρωσε τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ ότι είχε αποφασίσει να τερματίσει οριστικά την παρουσία του στη Δυτική Σαχάρα την επόμενη ημέρα (26 Φεβρουαρίου 1976) και ότι την ημέρα αυτή είχε συγκληθεί σύνοδος της Djemââ, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Ισπανός Κυβερνήτης, ως μέλος της προσωρινής διοικήσεως, θα ενημέρωνε την Djemââ για την απόφαση αυτή (138).

170. Στις 26 Φεβρουαρίου 1976, το Βασίλειο της Ισπανίας τερμάτισε οριστικά την παρουσία του στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και με επιστολή του της ίδιας ημέρας προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ δήλωσε ότι «αποδεσμευ[όταν] από κάθε διεθνή υποχρέωση όσον αφορά τη διοίκηση [της Δυτικής Σαχάρας], παύοντας να συμμετέχει στην εκεί εγκατασταθείσα προσωρινή διοίκηση» (139), ενώ επιβεβαίωσε ότι «[η] αποαποικιοποίηση της Δυτικής Σαχάρας θα ολοκληρωθεί μόλις ο λαός των Σαχράουι μπορέσει να εκφράσει εγκύρως τις απόψεις του» (140).

171. Την ίδια μέρα, παρά την αποφασισθείσα από 67 μέλη της διάλυσή της, η Djemââ ενέκρινε «[την] επανενσωμάτωση [της Δυτικής Σαχάρας] στο Μαρόκο και τη Μαυριτανία», «εκφράζ[οντας] έτσι την ομόφωνη θέση των λαών των Σαχράουι και όλων των φυλών των οποίων αποτελεί την απόρροια και τον αυθεντικό και νόμιμο εκπρόσωπο» (141). Κατά την άποψη του Βασιλείου του Μαρόκου, η απόφαση αυτή υλοποιεί τη διάταξη της συμφωνίας της Μαδρίτης κατά την οποία «[η] γνώμη του λαού των Σαχράουι, όπως εκφράζεται μέσω της Djemââ, θα γίνει σεβαστή».

172. Όσον αφορά την εν λόγω σύνοδο της Djemââ, ούτε το Βασίλειο της Ισπανίας ούτε ο ΟΗΕ την αναγνώρισαν ως άσκηση του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας συμφώνως προς τα ψηφίσματα 3458 A και B (XXX) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (142).

173. Κατά το υπόμνημα της 25ης Φεβρουαρίου 1975 που απηύθυνε το Βασίλειο της Ισπανίας προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, «η σύνοδος αυτή δεν [μπορεί να επέχει] θέση διαβουλεύσεως με τον λαό συμφώνως προς τα προβλεπόμενα στις συμφωνίες της Μαδρίτης της 14ης Νοεμβρίου 1975 και στο ψήφισμα 3458 B (XXX) της Γενικής Συνέλευσης, παρά μόνον εάν πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις, και μεταξύ αυτών, ειδικότερα, η παρουσία εκπροσώπου του [ΟΗΕ] που έχει ορισθεί από [τον Γενικό Γραμματέα] σύμφωνα με την παράγραφο 4 του προαναφερθέντος ψηφίσματος» (143).

174. Στην απάντησή του προς το υπόμνημα της 25ης Φεβρουαρίου 1975 του Βασιλείου της Ισπανίας, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ υπενθύμισε τις παραγράφους 7 και 8 του ψηφίσματος 3458 A (XXX) καθώς και την παράγραφο 4 του ψηφίσματος 3458 B (XXX) και κατέληξε στο ακόλουθο συμπέρασμα:

«Προκύπτει ότι ούτε η Ισπανική Κυβέρνηση, ως διοικούσα αρχή, ούτε η προσωρινή διοίκηση, μέλος της οποίας είναι [το Βασίλειο της] Ισπανία[ς], δεν έλαβαν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί στους λαούς της Δυτικής Σαχάρας η άσκηση του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως, σύμφωνα με τις προμνησθείσες παραγράφους. Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν ο χρόνος το είχε επιτρέψει και ακόμη κι αν είχαν παρασχεθεί οι απαραίτητες διευκρινίσεις σχετικά με τη σύνοδο της Djemââ, για την οποία η Κυβέρνησή σας δεν ήταν ενήμερη όπως με πληροφορήσατε εχθές, η παρουσία στη σύνοδο αυτή εκπροσώπου του [ΟΗΕ] διορισθέντος από εμένα δεν θα συνιστούσε, από μόνη της, εφαρμογή των προαναφερθέντων ψηφισμάτων της Γενικής Συνέλευσης» (144).

175. Στις 14 Απριλίου 1976, το Βασίλειο του Μαρόκου συνήψε με την Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας συνθήκη διανομής του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας (145) και προσήρτησε επισήμως τις επαρχίες που του παραχωρήθηκαν δυνάμει της Συνθήκης αυτής (146).

176. Εν τω μεταξύ, στην περιοχή αυτή είχε ξεσπάσει ένοπλη σύρραξη μεταξύ του Βασιλείου του Μαρόκου, της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας και του Front Polisario.

177. Τον Μάιο του 1979, η Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας ενημέρωσε τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ για την πρόθεσή της να εφαρμόσει της διατάξεις των ψηφισμάτων 3458 A (XXX) και 3458 B (XXX) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ και να μελετήσει τους τρόπους και τα μέσα για την επίτευξη της ασκήσεως του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως στη Δυτική Σαχάρα (147). Ωστόσο, «από τον Ιούλιο του 1978, η Μαροκινή Κυβέρνηση [είχε] δηλώσει επανειλημμένως ότι δεν θα παραχωρούσε καμία από τις “ανακτηθείσες επαρχίες της στη Σαχάρα” και ότι δεν θα δεχόταν τη δημιουργία μικρό-κράτους ελεγχόμενου από το Front [Polisario] στον μαυριτανικό τομέα της Δυτικής Σαχάρας» (148).

178. Στις 10 Αυγούστου 1979, η Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας συνήψε ειρηνευτική συμφωνία με το Front Polisario, δυνάμει της οποίας παραιτήθηκε από κάθε εδαφική διεκδίκηση στη Δυτική Σαχάρα (149). Το Βασίλειο του Μαρόκου ανέλαβε αμέσως τον έλεγχο του εδάφους που είχαν εκκενώσει οι μαυριτανικές δυνάμεις (150) και προέβη στην προσάρτησή του (151).

179. Στις 21 Νοεμβρίου 1979, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα 34/37 επί του ζητήματος της Δυτικής Σαχάρας, με το οποίο «διακήρυξ[ε] εκ νέου το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα περί αυτοδιαθέσεως και ανεξαρτησίας του λαού της Δυτικής Σαχάρας, σύμφωνα με τον [Καταστατικό] Χάρτη του [ΟΗΕ] […] και τους σκοπούς του ψηφίσματός [του] 1514 (XV)», «ε[ξέ]φρασε τη ζωηρή λύπη της για την επιδείνωση της καταστάσεως λόγω της εξακολουθούμενης κατοχής της Δυτικής Σαχάρας από το Μαρόκο», «ζήτη[σε] επιτακτικά από το Μαρόκο να δεσμευτεί και αυτό ότι θα συμβάλει ενεργητικά στην επίτευξη ειρήνης και θα τερματίσει την κατοχή του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας» και «πρότειν[ε] προς τούτο την πλήρη συμμετοχή του [Front Polisario], εκπροσώπου του λαού της Δυτικής Σαχάρας, σε οποιαδήποτε προσπάθεια εξευρέσεως δίκαιης, βιώσιμης και οριστικής πολιτικής λύσεως του ζητήματος της Δυτικής Σαχάρας, σύμφωνα με τα ψηφίσματα και τις διακηρύξεις του [ΟΗΕ]» (152).

180. Η ένοπλη σύρραξη μεταξύ του Front Polisario και του Βασιλείου του Μαρόκου εξακολούθησε να μαίνεται ώσπου, στις 30 Αυγούστου 1988, οι δύο πλευρές δέχθηκαν καταρχήν ορισμένες προτάσεις διευθετήσεως οι οποίες διατυπώθηκαν, μεταξύ άλλων, από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και προέβλεπαν, ειδικότερα, την κατάπαυση του πυρός καθώς και τη διοργάνωση δημοψηφίσματος περί αυτοδιαθέσεως υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ (153).

181. Έκτοτε δεν έχει καταγραφεί καμία πρόοδος όσον αφορά τη διασφάλιση, υπέρ του λαού της Δυτικής Σαχάρας, της δυνατότητας να ασκήσει το δικαίωμά του αυτοδιαθέσεως. Όπως επισήμανε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ στην πιο πρόσφατη έκθεσή του σχετικά με τη Δυτική Σαχάρα, «[η] δυσκολία [στην εξεύρεση λύσεως] οφείλεται κατ’ ουσίαν στην απόκλιση των απόψεων και των ερμηνειών των μερών ως προς το ιστορικό της συγκρούσεως και ως προς τα σχετικά έγγραφα. Το Μαρόκο υποστηρίζει ότι η Δυτική Σαχάρα αποτελεί ήδη μέρος του εθνικού του εδάφους και ότι οι διαπραγματεύσεις πρέπει να αφορούν αποκλειστικά την πρότασή του περί καθεστώτος αυτονομίας υπό μαροκινή κυριαρχία, εξυπακουομένου ότι στις διαπραγματεύσεις αυτές πρέπει να συμμετάσχει και η Αλγερία. Το Front Polisario υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η Γενική Συνέλευση έχει ορίσει τη Δυτική Σαχάρα ως μη αυτόνομη περιοχή, επαφίεται στον αυτόχθονα πληθυσμό να αποφασίσει για το μέλλον του στο πλαίσιο δημοψηφίσματος όπου η ανεξαρτησία θα συνιστά πιθανή επιλογή, ότι όλες οι προτάσεις και ιδέες που εκφράζονται από οποιαδήποτε πλευρά πρέπει να συζητηθούν και ότι στις διαπραγματεύσεις πρέπει να συμμετάσχουν μόνο το Μαρόκο καθώς και το ίδιο» (154).

182. Από όλα τα ανωτέρω στοιχεία συνάγεται ότι ο λαός της Δυτικής Σαχάρας, αντί να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμά του αυτοδιαθέσεως σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρείχε το Διεθνές Δικαστήριο στη γνωμοδότησή του για τη Δυτική Σαχάρα (155), έχει στερηθεί, μέχρι στιγμής, την ευκαιρία να ασκήσει το δικαίωμα αυτό υπό τους όρους που προβλέπονται στα ψηφίσματα 1514 (XV), 1541 (XV), 2625 (XXV) και 3458 A και B (XXX) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, λόγω των διαφόρων μέτρων που κατέληξαν στη διανομή του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας το 1976 και στην προσάρτησή του το 1976 και το 1979. Το γεγονός ότι ορισμένα από τα μέτρα αυτά καταλογίζονται σε διάφορα κράτη ουδόλως αναιρεί την ύπαρξη και την προσβολή του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του λαού αυτού.

183. Επιπλέον, μολονότι τα ψηφίσματα αυτά προβλέπουν ότι το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως συνεπάγεται ελεύθερη επιλογή μεταξύ τριών δυνατοτήτων (156), δηλαδή της ανεξαρτησίας (157), της συνδέσεως με άλλο ανεξάρτητο κράτος και της ενσωματώσεως σε ανεξάρτητο κράτος, καθώς και τη διοργάνωση δημοψηφίσματος (158) (αντί για διαβούλευση με την Djemââ), το Βασίλειο του Μαρόκου ενσωμάτωσε στο έδαφός του τη Δυτική Σαχάρα διά διανομής και προσαρτήσεως, χωρίς διαβούλευση με τον λαό της Δυτικής Σαχάρας και χωρίς την επίβλεψη του ΟΗΕ.

184. Συνεπώς, ο όρκος πίστεως στον Βασιλέα του Μαρόκου που έδωσε εξ ονόματος των φυλών Σαχράουι ο πρόεδρος της Djemââ στις 4 Νοεμβρίου 1975 και η σύνοδος της Djemââ στις 26 Φεβρουαρίου 1976, που δεν αναγνωρίστηκαν ούτε από τον ΟΗΕ ούτε από το Βασίλειο της Ισπανίας ως διοικούσα αρχή της Δυτικής Σαχάρας και ως μέλος της προσωρινής της διοικήσεως, δεν αποτελούν την απαιτούμενη από τα ψηφίσματα 1514 (XV), 1541 (XV), 2625 (XXV) και 3458 A και B (XXX) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ διαβούλευση με τον λαό της Δυτικής Σαχάρας περί της αυτοδιαθέσεων.

185. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Δυτική Σαχάρα ενσωματώθηκε στο Βασίλειο του Μαρόκου χωρίς ο λαός της περιοχής αυτής να εκφράσει συναφώς ελεύθερα τη βούλησή του. Δεδομένου ότι η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013 συνήφθησαν από το Βασίλειο του Μαρόκου με βάση τη μονομερή ενσωμάτωση της Δυτικής Σαχάρας στην επικράτειά του και την επιβεβαίωση της κυριαρχίας του επί της εν λόγω περιοχής, είναι σαφές ότι ο λαός της Δυτικής Σαχάρας δεν διέθεσε ελεύθερα τους φυσικούς πόρους του, όπως επιβάλλουν το κοινό άρθρο 1 του ΔΣΚΟΙΠ και του ΔΣΑΠ, η παράγραφος 2 του ψηφίσματος 1514 (XV) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ και ο τίτλος VII της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι του 1975.

186. Ως εκ τούτου, η αλιευτική εκμετάλλευση των χωρικών υδάτων της Δυτικής Σαχάρας την οποία καθιερώνουν και θέτουν σε εφαρμογή οι επίμαχες πράξεις προσβάλλει το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του λαού της εν λόγω περιοχής (159).

2)      Επί της υποχρεώσεως να μην αναγνωρίζεται παράνομη κατάσταση που απορρέει από προσβολή του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας και να μην παρέχεται βοήθεια ή αρωγή για τη διατήρηση της καταστάσεως αυτής

187. Ακόμη και στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι οι επίμαχες πράξεις δεν προσβάλλουν, αυτές καθεαυτές, το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας και ότι η προσβολή του δικαιώματος αυτού δεν καταλογίζεται στην Ένωση αλλά αποκλειστικά στο Βασίλειο του Μαρόκου, εντούτοις, με τις επίμαχες πράξεις δεν τηρείται η υποχρέωση της Ένωσης να μην αναγνωρίζει παράνομη κατάσταση που απορρέει από την προσβολή του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας και να μην παρέχει βοήθεια ή αρωγή για τη διατήρηση της καταστάσεως αυτής (160).

188. Η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013, όπως προκύπτει από το γράμμα τους, καλύπτουν τη Δυτική Σαχάρα και τα χωρικά της ύδατα όπως ακριβώς και μια συμφωνία που θα είχε εφαρμογή αποκλειστικά στο έδαφος το οποίο αναγνωρίζεται από τη διεθνή κοινότητα ως κυριαρχικό έδαφος του Βασιλείου του Μαρόκου.

189. Πρέπει συναφώς να τονιστεί ότι, όπως έκρινε το Διαρκές Διεθνές Δικαστήριο, «η δυνατότητα αναλήψεως διεθνών δεσμεύσεων συνιστά, ακριβώς, γνώρισμα της κυριαρχίας του κράτους» (161) επί του εδάφους το οποίο αφορούν οι δεσμεύσεις αυτές.

190. Το ίδιο ισχύει και για τις διεθνείς συμφωνίες που αφορούν τη θάλασσα. Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, «τα δικαιώματα επί της θάλασσας απορρέουν από την κυριαρχία του παράκτιου κράτους επί του εδάφους, αρχή που μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: “la terre domine la mer” […] Επομένως, βάση για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων παράκτιου κράτους στη θάλασσα είναι η κατάσταση της εδαφικής επικράτειας» (162).

191. Πάντα κατά το Διεθνές Δικαστήριο, «[δ]εν αμφισβητείται ότι “[τ]ο δικαίωμα κράτους επί […] της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης θεμελιώνεται στην αρχή la terre domine la mer, με βάση την προβολή των ακτών ή των ακτογραμμών” […]. Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο […], “το έδαφος αποτελεί τη νομική πηγή της εξουσίας που δύναται να ασκήσει ένα κράτος στις αντίστοιχες θαλάσσιες προεκτάσεις” […]» (163).

192. Συνεπώς, εφόσον la terre domine la mer, δεν χωρεί αμφιβολία ότι, όπως υποστηρίζει η Comader, το Βασίλειο του Μαρόκου συνήψε την αλιευτική συμφωνία θεωρώντας εαυτό κυρίαρχο επί της Δυτικής Σαχάρας και ως υπέχον, επί των χωρικών υδάτων της περιοχής αυτής, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απονέμει το διεθνές δίκαιο στο παράκτιο κράτος (164). Ειδικότερα, επ’ ευκαιρία της 39ης επετείου της Πράσινης Πορείας, ο Βασιλεύς Μοχάμεντ VI δήλωσε ότι «απορρίπτ[ει] την απόπειρα αλλοιώσεως της φύσεως αυτής της περιφερειακής συγκρούσεως και την παρουσίασή της ως ζητήματος αποαποικιοποιήσεως. Πράγματι, το Μαρόκο δεν υπήρξε ποτέ κατέχουσα δύναμη ή διοικούσα αρχή στο δικό του τμήμα της Σαχάρας. Ασκεί τα γνωρίσματα της εδαφικής κυριαρχίας του» (165).

193. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του Συμβουλίου και της Επιτροπής κατά το οποίο οι επίμαχες πράξεις, καθόσον αναφέρονται στα «ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου», ουδόλως αναγνωρίζουν την κυριαρχία που διεκδικεί το Βασίλειο του Μαρόκου επί του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας και την κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία που το κράτος αυτό ισχυρίζεται ότι ασκεί στα χωρικά ύδατα της εν λόγω περιοχής.

194. Πρώτον, η διαπραγμάτευση και η σύναψη με το Βασίλειο του Μαρόκου διεθνούς συμφωνίας που έχει εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα και στα χωρικά της ύδατα συνιστούν, αυτές καθεαυτές, de jure αναγνώριση της ενσωματώσεως (166) της Δυτικής Σαχάρας στο Βασίλειο του Μαρόκου διά της προσαρτήσεως η οποία έλαβε χώρα το 1976 και το 1979, όπερ συνεπάγεται αναγνώριση της κυριαρχίας του επί του εδάφους, επί των εσωτερικών υδάτων και επί της χωρικής θάλασσας της Δυτικής Σαχάρας καθώς και των κυρίαρχων δικαιωμάτων και της δικαιοδοσίας που απονέμει το διεθνές δίκαιο στο παράκτιο κράτος επί των θαλασσίων ζωνών οι οποίες εκτείνονται πέραν της χωρικής θάλασσας.

195. Υπενθυμίζω ότι, στην υπόθεση του Ανατολικού Τιμόρ, η οποία αφορούσε διαφορά μεταξύ της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ως διοικούσας αρχής που εκδιώχθηκε από το Ανατολικό Τιμόρ από τη Δημοκρατία της Ινδονησίας) και της Κοινοπολιτείας της Αυστραλίας (ως τρίτης χώρας που είχε συνάψει με τη Δημοκρατία της Ινδονησίας διεθνή συμφωνία η οποία είχε εφαρμογή στο Ανατολικό Τιμόρ), η Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας εκτίμησε ότι η έναρξη διαπραγματεύσεων για τη σύναψη της συνθήκης του 1989 σχετικά με το Timor Gap «[σήμαινε] την de jure αναγνώριση από την Αυστραλία της ενσωματώσεως του Ανατολικού Τιμόρ στην Ινδονησία» (167).

196. Από την ίδια την ιστορία της Δυτικής Σαχάρας προκύπτει ότι μια αλιευτική συμφωνία που έχει εφαρμογή σε κάποια περιοχή και στις θαλάσσιες ζώνες της μπορεί να αποτελέσει απόδειξη της αναγνωρίσεως κυριαρχίας. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι το Βασίλειο του Μαρόκου, ως απόδειξη της κυριαρχίας του επί της Δυτικής Σαχάρας, επικαλέστηκε τις διεθνείς συμφωνίες που είχε συνάψει με διάφορα κράτη, και ιδίως εμπορικές και αλιευτικές συμφωνίας τις οποίες είχε συνάψει με το Βασίλειο της Ισπανίας από το 1767 (168).

197. Ωστόσο, όπως έχει κρίνει το Διεθνές Δικαστήριο, η προσάρτηση περιοχής της οποίας ο λαός έχει δικαίωμα αυτοδιαθέσεως, ενώ ο λαός αυτός δεν έχει ασκήσει ακόμη το εν λόγω δικαίωμα, συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως σεβασμού του δικαιώματος αυτού (169). Κατά συνέπεια, τρίτος ο οποίος, διά της συνάψεως διεθνούς συμφωνίας, αναγνωρίζει de jure την προσάρτηση τέτοιας περιοχής παραβαίνει την υποχρέωσή του να μην αναγνωρίζει παράνομη κατάσταση που απορρέει από προσβολή του εν λόγω δικαιώματος.

198. Δεύτερον, ο όρος «ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου» δεν αρκεί για να αποκλειστεί η de jure αναγνώριση της κυριαρχίας του Βασιλείου του Μαρόκου επί της Δυτικής Σαχάρας, και τούτο για δύο κυρίως λόγους.

199. Ο πρώτος λόγος έγκειται στο γεγονός ότι η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013 δεν έχουν εφαρμογή μόνο στα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας, αλλά και στο έδαφός της (170). Υπό την έννοια αυτή, η χρήση του όρου «ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου» δεν μπορεί να αποκλείσει την de jure αναγνώριση της κυριαρχίας του Βασιλείου του Μαρόκου επί του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας, και συνεπώς την προσβολή του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του λαού της περιοχής αυτής.

200. Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με την εφαρμογή της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013 στα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας. Σε αντίθεση προς τα όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ο όρος «ύδατα υπό μαροκινή δικαιοδοσία» (171), ο οποίος προέρχεται από τις αλιευτικές συμφωνίες που είχαν συναφθεί μεταξύ του Βασιλείου της Ισπανίας και του Βασιλείου του Μαρόκου πριν από την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας στην Ένωση, δεν καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό των χωρικών υδάτων της Δυτικής Σαχάρας χωρίς την αναγνώριση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της δικαιοδοσίας που το Βασίλειο του Μαρόκου ισχυρίζεται ότι ασκεί επί των υδάτων αυτών ως παράκτιο κράτος (172). Όπως και η αρχή la terre domine la mer, έτσι και η αναγνώριση κυριαρχίας επί του εδάφους συνεπάγεται αναγνώριση κυριαρχικών δικαιωμάτων επί της θάλασσας, και το αντίστροφο.

201. Συναφώς, υπογραμμίζω ότι οι αλιευτικές συμφωνίες που συνήφθησαν από το Βασίλειο της Ισπανίας και το Βασίλειο του Μαρόκου είναι προγενέστερες της κυρώσεως της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, η οποία συνήφθη στο Μοντέγκο Μπέι στις 10 Δεκεμβρίου 1982 (173) (στο εξής: UNCLOS), από την Ένωση (174), από τα κράτη μέλη της και από το Βασίλειο του Μαρόκου, ενώ η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση αλιευτική συμφωνία υπεγράφη και κυρώθηκε υπό την ισχύ της εν λόγω Συμβάσεως, η οποία «υπερισχύει, μεταξύ των κρατών μερών, των συμβάσεων της Γενεύης, της 29ης Απριλίου 1958, για το δίκαιο της θάλασσας» (175).

202. Η σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των ζώντων πόρων της ανοικτής θάλασσας καθώς και η σύμβαση για την ανοικτή θάλασσα, οι οποίες υπεγράφησαν στη Γενεύη στις 29 Απριλίου 1958, δεν προέβλεπαν δικαίωμα των κρατών να ιδρύουν αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ), αλλά το άρθρο 2 της τελευταίας αυτής συμβάσεως όριζε ότι κανένα κράτος δεν μπορούσε να επιδιώξει την υπαγωγή της ανοικτής θάλασσας στην κυριαρχία του και ότι η ελευθερία της ανοικτής θάλασσας περιλάμβανε την ελεύθερη αλιεία. Επιπλέον, κατά το άρθρο 6 της ίδιας συμβάσεως, τα σκάφη ανοικτής θάλασσας τελούσαν υπό την αποκλειστική δικαιοδοσία του κράτους της σημαίας τους.

203. Αυτό το νομικό πλαίσιο, εντός του οποίου ο όρος «ύδατα υπό μαροκινή δικαιοδοσία» («aguas bajo juridiccíon marroqui») είχε κάποιο νόημα, όχι μόνο δεν υφίσταται πλέον μεταξύ της Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, αλλά αντικαταστάθηκε από την UNCLOS. Επομένως, η φράση «ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου» πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως του νομικού καθεστώτος που καθιερώνει η UNCLOS, η οποία κατοχύρωσε στο διεθνές δίκαιο την προϋπάρχουσα στην πρακτική των κρατών έννοια της ΑΟΖ.

204. Αυτή η ερμηνεία της αλιευτικής συμφωνίας υπό το φως της UNCLOS επιβεβαιώνεται τόσο από την αιτιολογική σκέψη 2 της αλιευτικής συμφωνίας (176) όσο και από το άρθρο 5, παράγραφος 4, της ίδιας συμφωνίας, το οποίο κάνει αναφορά στη μαροκινή νομοθεσία «που διέπει την αλιεία στα ύδατα που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Μαρόκου, σύμφωνα με την [UNCLOS]».

205. Κατά την UNCLOS, τα εσωτερικά ύδατα κράτους καθώς και η χωρική του θάλασσα αποτελούν ύδατα υπό την κυριαρχία του (177), ενώ η ΑΟΖ υπάγεται «[στις] δικαιοδοσίες» του παράκτιου κράτους (178). Υπό την έννοια αυτή, το πρώτο τμήμα της φράσεως «ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου», η οποία χρησιμοποιείται στις επίμαχες πράξεις, αφορά τα εσωτερικά ύδατα και τη χωρική θάλασσα του Βασιλείου του Μαρόκου (ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία του), ενώ το δεύτερο τμήμα αφορά την ΑΟΖ του (ύδατα που υπάγονται στη δικαιοδοσία του).

206. Ωστόσο, όπως δέχεται η Επιτροπή στο σημείο 14 των απαντήσεών της στα γραπτά ερωτήματα του Δικαστηρίου, σε αντίθεση προς την ΑΟΖ την οποία ίδρυσε η Λαϊκή Αραβική Δημοκρατία της Σαχάρας (οντότητα που δεν αναγνωρίζεται από την Ένωση και τα κράτη μέλη της), η σημερινή μαροκινή ΑΟΖ, η οποία ιδρύθηκε το 1981, ήτοι πριν από την κύρωση της UNCLOS από το Βασίλειο του Μαρόκου, δεν καλύπτει τα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας τα οποία αφορούν οι αλιευτικές ζώνες αριθ. 3 έως 6 της αλιευτικής συμφωνίας (179), και γι’ αυτόν εξάλλου τον λόγο το Κυβερνητικό Συμβούλιο του Βασιλείου του Μαρόκου ενέκρινε, στις 6 Ιουλίου 2017, το σχέδιο νόμου αριθ. 38-17 για την τροποποίηση και συμπλήρωση του νόμου αριθ. 1-18 σχετικά με την ίδρυση αποκλειστικής οικονομικής ζώνης 200 ναυτικών μιλίων ανοιχτά των ακτών του Μαρόκου και της Δυτικής Σαχάρας (180).

207. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αλιεία «στα ύδατα που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Μαρόκου, σύμφωνα με την [UNCLOS]» (181), θα έπρεπε να σταματά στον παράλληλο 27°42’N, ο οποίος αποτελεί τόσο το εξωτερικό όριο της σημερινής μαροκινής ΑΟΖ (182) όσο και το σύνορο μεταξύ του Βασιλείου του Μαρόκου και της Δυτικής Σαχάρας (183). Εντούτοις, οι αλιευτικές ζώνες αριθ. 3 έως 6 καλύπτουν κατ’ ουσίαν τα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας νότια του ορίου αυτού.

208. Όπως δέχεται η Επιτροπή, η αλιεία σε ΑΟΖ αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα του παράκτιου κράτους (184). Κατά συνέπεια, η Ένωση, με τη σύναψη της αλιευτικής συμφωνίας η οποία αφορά τα ύδατα που αποτελούν την ΑΟΖ της Δυτικής Σαχάρας, αναγνωρίζει de jure ότι το Βασίλειο του Μαρόκου ασκεί κυριαρχικό δικαίωμα στα ύδατα αυτά.

209. Τέλος, αντίθετα προς τα όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, οι όροι «ύδατα υπό τη δικαιοδοσία» και «ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία» δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο στις επίμαχες πράξεις, όπερ θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αυτοί αναφέρονται στην ιδιαίτερη κατάσταση της Δυτικής Σαχάρας. Τουναντίον, πρόκειται για κλασικές περιγραφές του πεδίου εφαρμογής των αλιευτικών συμφωνιών που έχουν συναφθεί από την Ένωση (185) και, υπό την έννοια αυτή, οι εν λόγω όροι αναφέρονται τόσο στα εσωτερικά ύδατα και στη χωρική θάλασσα της τρίτης χώρας (ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία της) όσο και στην ΑΟΖ της (ύδατα που υπάγονται στη δικαιοδοσία της).

210. Κατά συνέπεια, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η χρήση της φράσεως «ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου» συνιστά αναγνώριση της ασκήσεως κυριαρχικών δικαιωμάτων από το Βασίλειο του Μαρόκου στη Δυτική Σαχάρα και τα χωρικά της ύδατα. Η αναγνώριση αυτή θα καταστεί ακόμη σαφέστερη όταν τεθεί σε ισχύ το σχέδιο νόμου αριθ. 38-17, δυνάμει του οποίου το Βασίλειο του Μαρόκου πρόκειται να ιδρύσει ΑΟΖ στα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας.

211. Επιπλέον, με τις επίμαχες πράξεις, η Ένωση παρείχε βοήθεια και αρωγή για τη διατήρηση της παράνομης καταστάσεως που απορρέει από την προσβολή του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας. Η βοήθεια αυτή λαμβάνει τη μορφή οικονομικών ωφελημάτων (ιδίως με τη χρηματική αντιπαροχή), τα οποία χορηγούνται στο Βασίλειο του Μαρόκου με βάση την αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013 (186).

212. Δεδομένου ότι η μαροκινή κυριαρχία στη Δυτική Σαχάρα είναι απόρροια προσβολής του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του λαού της περιοχής αυτής για τους λόγους που εξέθεσα στα σημεία 147 έως 186 των παρουσών προτάσεων, η Ένωση παρέβη την υποχρέωσή της να μην αναγνωρίσει την παράνομη κατάσταση που απορρέει από την προσβολή του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως του λαού της Δυτικής Σαχάρας από το Βασίλειο του Μαρόκου καθώς και την υποχρέωσή της να μην παρέχει βοήθεια ή αρωγή για τη διατήρηση της καταστάσεως αυτής (187). Ως εκ τούτου, η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013, στο μέτρο που προβλέπεται ότι εφαρμόζονται στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα χωρικά της ύδατα, αντιβαίνουν στο άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ, στο άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, ΣΕΕ, καθώς και στα άρθρα 23 ΣΕΕ και 205 ΣΛΕΕ, τα οποία επιβάλλουν στην Ένωση την υποχρέωση προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και αυστηρής τηρήσεως του διεθνούς δικαίου στο πλαίσιο της εξωτερικής της δράσεως.

213. Συνεπώς, ο κανονισμός 764/2006, η απόφαση 2013/785 και ο κανονισμός 1270/2013, καθόσον εγκρίνουν και θέτουν σε εφαρμογή την αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013 στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα χωρικά της ύδατα, αντιβαίνουν στο άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ, στο άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, ΣΕΕ, καθώς και στα άρθρα 23 ΣΕΕ και 205 ΣΛΕΕ.

3)      Μήπως οι διεθνείς συμφωνίες που έχουν εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα συνήφθησαν με το Βασίλειο του Μαρόκου επί βάσεως διαφορετικής από τον ισχυρισμό του τελευταίου περί κυριαρχίας του επί της εν λόγω περιοχής;

214. Η προηγηθείσα ανάλυση βασίζεται στον ισχυρισμό του Βασιλείου του Μαρόκου περί κυριαρχίας του επί της Δυτικής Σαχάρας, η οποία του επέτρεψε να συνάψει με την Ένωση την αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013.

215. Ωστόσο, όπως επισήμανε η Comader κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Βασίλειο του Μαρόκου, ανεξάρτητα από τη θέση του επί του ζητήματος αυτού, αποδέχεται το ενδεχόμενο η Ένωση και τα κράτη μέλη της να έχουν διαφορετική άποψη.

216. Συνεπώς, θα εξετάσω το ζήτημα κατά πόσον η σύναψη της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013 μπορεί να δικαιολογηθεί επί τη βάσει άλλου ενδεχόμενου δικαιώματος του Βασιλείου του Μαρόκου έναντι της Δυτικής Σαχάρας, το οποίο προσδίδει σε αυτό, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την «ικανότητα συνάψεως συνθηκών» (treaty-making power) που δεσμεύουν την μη αυτόνομη περιοχή της Δυτικής Σαχάρας.

217. Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση, η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι το Βασίλειο του Μαρόκου αποτελεί την «de facto διοικούσα αρχή» της Δυτικής Σαχάρας, όπερ καθιστά δυνατή τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών που έχουν εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα και στα χωρικά της ύδατα χωρίς να προσβάλλεται το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του λαού της.

218. Αντίθετα, η WSC υποστηρίζει ότι το Βασίλειο του Μαρόκου, ως κατέχουσα δύναμη της Δυτικής Σαχάρας (188), δεν δύναται να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες που έχουν εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα και στα χωρικά της ύδατα.

219. Η Ισπανική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση δεν έλαβαν θέση επί του ζητήματος αυτού, ενώ η Ισπανική Κυβέρνηση περιορίστηκε στην επισήμανση ότι το Βασίλειο του Μαρόκου δεν αποτελεί κατέχουσα δύναμη της Δυτικής Σαχάρας, χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει υπό ποία ιδιότητα αυτό δύναται να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες που έχουν εφαρμογή στην εν λόγω περιοχή και στα χωρικά της ύδατα.

220. Το ζήτημα της υπάρξεως, στο διεθνές δίκαιο, νομικής βάσεως η οποία επιτρέπει στην Ένωση να συνάπτει με το Βασίλειο του Μαρόκου διεθνείς συμφωνίες που έχουν εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα και στα χωρικά της ύδατα αποτελεί ζήτημα ερμηνείας του διεθνούς δικαίου, κατά την οποία δεν έχουν εφαρμογή οι προϋποθέσεις επικλήσεως του διεθνούς δικαίου.

i)      Το Βασίλειο του Μαρόκου ως defacto διοικούσα αρχή της Δυτικής Σαχάρας

221. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να απορριφθεί η άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως, του Συμβουλίου και της Επιτροπής κατά την οποία το Βασίλειο του Μαρόκου είναι η «de facto διοικούσα αρχή» της Δυτικής Σαχάρας. Τονίζω ότι ούτε η Ισπανική ούτε η Πορτογαλική Κυβέρνηση υιοθέτησαν την ορολογία αυτή.

222. Από το γράμμα του άρθρου 73 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών προκύπτει ότι υπό την έννοια «διοικούσα αρχή» νοούνται «[τα [μ]έλη των Ηνωμένων Εθνών, που έχουν ή αναλαμβάνουν την ευθύνη να διοικούν [μη αυτόνομες] περιοχές». Το Βασίλειο του Μαρόκου δεν είχε την ευθύνη να διοικεί τη Δυτική Σαχάρα κατά τον χρόνο της προσχωρήσεώς του στον ΟΗΕ το 1956 και ουδέποτε ανέλαβε τέτοια ευθύνη, δεδομένου ότι θεωρεί εαυτό κυρίαρχο επί της περιοχής αυτής (189).

223. Εξάλλου, η έννοια της «de facto διοικούσας αρχής» δεν υφίσταται στο διεθνές δίκαιο, αλλά χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την Επιτροπή στην απάντηση την οποία έδωσε εξ ονόματος της τελευταίας η Ύπατη Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, αντιπρόεδρος της Επιτροπής, Catherine Ashton, στις κοινοβουλευτικές ερωτήσεις με αριθμό αναφοράς E-001004/11, P-001023/11 και E-002315/11 (190).

224. Πράγματι, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν μπόρεσαν να μνημονεύσουν κανένα άλλο παράδειγμα χρήσεως του εν λόγω όρου για την περιγραφή της σχέσεως μεταξύ κράτους και μη αυτόνομης περιοχής. Συναφώς, τονίζω ότι, στην ίδιας εποχής και παραπλήσια περίπτωση της προσαρτήσεως του Ανατολικού Τιμόρ από τη Δημοκρατία της Ινδονησίας, δεν χρησιμοποιήθηκε ο όρος «de facto διοικούσα αρχή» προκειμένου να περιγραφεί η ιδιότητα του κράτους αυτού ως προς τη σχέση του με το Ανατολικό Τιμόρ. Αντίθετα, το Διεθνές Δικαστήριο χαρακτήρισε τη στρατιωτική επέμβαση της Δημοκρατίας της Ινδονησίας στο Ανατολικό Τιμόρ ως κατοχή (191).

225. Ούτε το γεγονός ότι, δυνάμει της συμφωνίας της Μαδρίτης, το Βασίλειο του Μαρόκου έγινε μέλος της προσωρινής διοικήσεως της Δυτικής Σαχάρας μπορεί να προσδώσει σε αυτό την ιδιότητα της διοικούσας αρχής που δύναται να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες έχουσες εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα χωρίς να προσβάλλεται το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του λαού της εν λόγω περιοχής. Ειδικότερα, αφενός, η νομιμοποίηση της συμφωνίας της Μαδρίτης αμφισβητείται έντονα (192), όπως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το ψήφισμα 3458 B (XXX), το οποίο λαμβάνει υπόψη την εν λόγω συμφωνία, εγκρίθηκε μόνον από 56 κράτη, ενώ πλείονα κράτη μέλη της Ένωσης ψήφισαν κατά ή απείχαν (193). Αφετέρου, όπως προκύπτει από την παράγραφο 4 του ψηφίσματος 3458 B (XXX), η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ έλαβε υπόψη της τη συμφωνία της Μαδρίτης και την ύπαρξη της προσωρινής διοικήσεως μόνο στο μέτρο που η διοίκηση αυτή όφειλε να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να καταστήσει δυνατή για τον λαό της Δυτικής Σαχάρας την άσκηση του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως. Επομένως, ακόμη και τα κράτη τα οποία ψήφισαν υπέρ του εν λόγω ψηφίσματος, μεταξύ των οποίων οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν αναγνωρίζουν την ιδιότητα του Βασιλείου του Μαρόκου ως διοικούσας αρχής, αλλά αναγνωρίζουν ότι το Βασίλειο του Μαρόκου έχει υπαγάγει τη Δυτική Σαχάρα υπό τον «διοικητικό έλεγχό» του (administrative control) (194). Στο πλαίσιο αυτό, η σύναψη διεθνών συμφωνιών, και κατά μείζονα λόγο συμφωνιών σχετικά με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Δυτικής Σαχάρας, όπως της αλιευτικής συμφωνίας, υπερβαίνει κατά πολύ ακόμη και την ευρύτερη δυνατή ερμηνεία της εντολής που είχε ανατεθεί στην προσωρινή διοίκηση της Δυτικής Σαχάρας, μέλος της οποίας ήταν το Βασίλειο του Μαρόκου.

226. Εν πάση περιπτώσει, απόκειται αποκλειστικά στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ να αναγνωρίσει μια περιοχή ως μη αυτόνομη και, κατά συνέπεια, να προσδιορίσει τη διοικούσα αρχή της (195).

227. Τα δύο παραδείγματα που έδωσε η Επιτροπή, σχετικά με τα νησιά Κόκος (Keeling) και τη Δυτική Νέα Γουινέα (196), επιβεβαιώνουν τον εξέχοντα ρόλο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Στην περίπτωση των νησιών Κόκος (Keeling), το Ηνωμένο Βασίλειο είχε αποσύρει τα νησιά αυτά από την αποικία της Σιγκαπούρης και τα είχε θέσει υπό την εξουσία της Κοινοπολιτείας της Αυστραλίας (197). Μολονότι η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ δεν είχε δώσει την άδειά της πριν από τη μεταβίβαση αυτή, η Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας συνέχισε την πρακτική της γνωστοποιήσεως στον ΟΗΕ των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 73, στοιχείο εʹ, του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την οποία ακολουθούσε το Ηνωμένο Βασίλειο από το 1957 (198), ενώ η Γενική Συνέλευση ενέκρινε εκ των υστέρων τη μεταβίβαση αυτή, συμπεριλαμβάνοντας την Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας ως διοικούσα αρχή των νησιών Κόκος (Keeling) στον κατάλογο των μη αυτόνομων περιοχών (199).

228. Όσον αφορά τη Δυτική Νέα Γουινέα, διοικούσα αρχή της οποίας ήταν το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η μεταβίβαση της περιοχής αυτής από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στην Προσωρινή Εκτελεστική Αρχή των Ηνωμένων Εθνών και από αυτήν στη Δημοκρατία της Ινδονησίας πραγματοποιήθηκε, αντίθετα προς τα όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δυνάμει διεθνούς συνθήκης η οποία τέθηκε σε ισχύ μετά την έγκρισή της από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (200).

229. Εν προκειμένω, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, μολονότι αναγνώρισε τη Δυτική Σαχάρα ως μη αυτόνομη περιοχή ήδη από το 1960 (201), ουδέποτε αναγνώρισε στο Βασίλειο του Μαρόκου την ιδιότητα της διοικούσας αρχής (de jure ή de facto), και μάλιστα, ακόμη και σήμερα, ως τέτοια αρχή εξακολουθεί να περιλαμβάνει το Βασίλειο της Ισπανίας στον κατάλογο των μη αυτόνομων περιοχών και των διοικουσών αρχών (202).

230. Το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται και από την από 29 Ιανουαρίου 2002 επιστολή που απηύθυνε προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας ο αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας νομικών υποθέσεων, νομικός σύμβουλος, Hans Corell, κατά την οποία «[η] συμφωνία της Μαδρίτης δεν προέβλεπε μεταβίβαση κυριαρχίας επί της περιοχής ούτε απένειμε σε κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη την ιδιότητα της διοικούσας αρχής, ιδιότητα την οποία άλλωστε η Ισπανία δεν μπορούσε να μεταβιβάσει μονομερώς» (203). Επιπλέον, μολονότι ο ίδιος σημείωσε ότι «το Μαρόκο διοικεί μόνο του την περιοχή της Δυτικής Σαχάρας από [το 1976]», γεγονός αδιαμφισβήτητο, προσέθεσε ότι, «[ω]στόσο, καθώς το Μαρόκο δεν εμφανίζεται στον κατάλογο των μη αυτόνομων περιοχών του ΟΗΕ ως διοικούσα αρχή, [κατά συνέπεια,] δεν γνωστοποιεί πληροφορίες σχετικά με την περιοχή αυτή με βάση το εδάφιο εʹ του άρθρου 73 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών» (204).

231. Κατά τα λοιπά, ο αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας νομικών υποθέσεων ανέλυσε κατ’ αναλογίαν τη νομιμότητα των αποφάσεων των μαροκινών αρχών σχετικά με την πρόταση και την υπογραφή συμβάσεων για την αναζήτηση ορυκτών πόρων στη Δυτική Σαχάρα, οι οποίες είχαν συναφθεί με αλλοδαπές ιδιωτικές εταιρείες, με βάση τις αρχές που διέπουν τις εξουσίες και τα καθήκοντα των διοικουσών αρχών όσον αφορά τις δραστηριότητες σχετικά με τους ορυκτούς πόρους των μη αυτόνομων περιοχών (205). Αυτήν την αναλογία προς το νομικό καθεστώς που έχει εφαρμογή στις διοικούσες αρχές την θεμελίωσε στην ιδέα ότι, καθώς η Δυτική Σαχάρα αποτελεί μη αυτόνομη περιοχή και καθώς το εν λόγω καθεστώς υφίσταται προς όφελος του λαού της, το Βασίλειο του Μαρόκου πρέπει να υπέχει τουλάχιστον τις υποχρεώσεις μιας διοικούσας αρχής.

232. Ωστόσο, η επιστολή αυτή ουδόλως μπορεί να αποτελέσει βάση για τη θεμελίωση της υπάρξεως, στο διεθνές δίκαιο, της έννοιας της «de facto διοικούσας αρχής», ιδίως όσον αφορά το ζήτημα της συνάψεως διεθνών συμφωνιών, η οποία, σε αντίθεση προς τη σύναψη συμβάσεων με ιδιωτικές εταιρείες, αποτελεί «γνώρισμα κυριαρχίας» (206).

233. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η ικανότητα της διοικούσας αρχής να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες που έχουν εφαρμογή στην μη αυτόνομη περιοχή και αφορούν ουσιώδη σημεία του δικαίου των λαών, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και την αρχή της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων, περιορίζεται από τη στιγμή που «[η] δραστηριότητα [ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος] απέκτησε διεθνή εμβέλεια» (207). Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν αναγνωριζόταν στο Βασίλειο του Μαρόκου η ιδιότητα της διοικούσας αρχής, η ικανότητά του να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες έχουσες εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα θα είχε «περιοριστεί» (208).

ii)    Το Βασίλειο του Μαρόκου ως κατέχουσα δύναμη της Δυτικής Σαχάρας

234. Το αιτούν δικαστήριο και η WSC εκτιμούν ότι το Βασίλειο του Μαρόκου κατέχει τη Δυτική Σαχάρα. Ωστόσο, σε αντίθεση προς το αιτούν δικαστήριο, η WSC εκτιμά ότι, ως κατέχουσα δύναμη, το Βασίλειο του Μαρόκου δεν δύναται σε καμία περίπτωση να συνάψει με την Ένωση διεθνή συμφωνία που έχει εφαρμογή στη Δυτική Σαχάρα και στα χωρικά της ύδατα.

235. Όσον αφορά τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, οι απόψεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής διαφέρουν ουσιωδώς. Ειδικότερα, το Συμβούλιο απορρίπτει κατηγορηματικά την εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου που αφορούν τη στρατιωτική κατοχή στη Δυτική Σαχάρα, ενώ η Επιτροπή δεν την αποκλείει, υποστηρίζοντας ότι τα νομικά καθεστώτα που έχουν εφαρμογή στις διοικούσες αρχές και στις κατέχουσες δυνάμεις δεν αλληλοαποκλείονται.

236. Δεν συμμερίζομαι την άποψη της WSC, διότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η κατέχουσα δύναμη μπορεί να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες που έχουν εφαρμογή στην κατεχόμενη περιοχή. Συμβαίνει αυτό εν προκειμένω;

–       Επί της εφαρμογής του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου στη Δυτική Σαχάρα

237. Για την ανάλυση που ακολουθεί, κρίσιμες διατάξεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου (ή του δικαίου των ενόπλων συρράξεων) είναι τα άρθρα 42 και 43 του κανονισμού της Χάγης του 1907, τα άρθρα 2 και 64 της συμβάσεως ΙV της Γενεύης και το άρθρο 1, παράγραφος 4, του 1ου προσθέτου πρωτοκόλλου, της 8ης Ιουνίου 1977, στις συμβάσεις της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949 για την προστασία των θυμάτων των διεθνών ενόπλων συρράξεων (209) (στο εξής: πρόσθετο πρωτόκολλο Ι) (210).

238. Πρέπει να σημειωθεί ευθύς εξαρχής ότι, όπως έχει κρίνει το Διεθνές Δικαστήριο, «[οι θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, μεταξύ των οποίων ο κανονισμός της Χάγης του 1907,] είναι δεσμευτικοί για όλα τα κράτη, είτε αυτά έχουν κυρώσει τα διεθνή συμβατικά κείμενα που τους διατυπώνουν είτε όχι, διότι αποτελούν απαραβίαστες αρχές του εθιμικού διεθνούς δικαίου» (211) και «ενσωματώνουν υποχρεώσεις που ως εκ της φύσεώς τους ισχύουν erga omnes» (212).

239. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 1 της συμβάσεως ΙV της Γενεύης, διάταξη κοινή στις τέσσερις συμβάσεις της Γενεύης, «[τ]α Υψηλά Συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν να σεβασθούν και να καταστήσουν σεβαστήν την παρούσαν [σ]ύμβασιν εις πάσαν περίστασιν» (213).

240. Κατά το Διεθνές Δικαστήριο, «[α]πό τη διάταξη αυτή συνάγεται υποχρέωση κάθε κράτους που είναι μέρος στη σύμβαση αυτή, είτε συμμετέχει σε ορισμένη σύρραξη είτε όχι, να καθιστά σεβαστές τις επιταγές των οικείων κειμένων» (214).

241. Υπό την έννοια αυτή, και σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ, η Ένωση, τηρώντας αυστηρά το διεθνές δίκαιο, υποχρεούται να μην αναγνωρίζει παράνομη κατάσταση που απορρέει από παράβαση των κανόνων αυτών και να μην παρέχει βοήθεια ή αρωγή για τη διατήρηση της καταστάσεως αυτής (215).

242. Η σύμβαση IV της Γενεύης έχει εφαρμογή όταν πληρούνται δύο προϋποθέσεις, ήτοι όταν υφίσταται ένοπλη σύρραξη (είτε η κατάσταση πολέμου έχει αναγνωρισθεί είτε όχι) και η σύρραξη αυτή εκδηλώνεται μεταξύ δύο συμβαλλομένων μερών (216). Κατά το Διεθνές Δικαστήριο, «[σ]κοπός του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 2 δεν είναι να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως όπως αυτό καθορίζεται στο πρώτο εδάφιο, αποκλείοντας από το εν λόγω πεδίο εφαρμογής τις περιοχές που δεν υπάγονται στην κυριαρχία κάποιου από τα συμβαλλόμενα μέρη. Επιδιώκει απλώς και μόνον να διευκρινίσει ότι, ακόμη κι αν η κατοχή που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια της συρράξεως δεν συναντήσει στρατιωτική αντίσταση, η σύμβαση εξακολουθεί να έχει εφαρμογή» (217).

243. Επιπλέον, το άρθρο 1, παράγραφος 4, του προσθέτου πρωτοκόλλου Ι επεκτείνει την εφαρμογή των τεσσάρων συμβάσεων της Γενεύης του 1949 στις «ενόπλους συγκρούσεις κατά τις οποίες οι λαοί μάχονται κατά της αποικιοκρατικής κυριαρχίας και της ξένης κατοχής […] ασκώντας το δικαίωμά τους για αυτοδιάθεση» (218). Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του λαού της Δυτικής Σαχάρας, ο οποίος δεν έχει ασκήσει ακόμη το εν λόγω δικαίωμα και βρίσκεται σε διαδικασία αποαποικιοποιήσεως (219).

244. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η ένοπλη σύρραξη που εκδηλώθηκε στη Δυτική Σαχάρα μεταξύ των ετών 1976 και 1988 αποτελεί διεθνή ένοπλη σύρραξη, όπερ καθιστά τον κανονισμό της Χάγης του 1907 εφαρμοστέο στη Δυτική Σαχάρα.

–       Επί της υπάρξεως στρατιωτικής κατοχής στη Δυτική Σαχάρα

245. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η παρουσία του Βασιλείου του Μαρόκου στη Δυτική Σαχάρα αποτελεί κατοχή κατά την έννοια του άρθρου 42 του κανονισμού της Χάγης του 1907, την οποία η Ένωση δεν δύναται να αναγνωρίσει και για την οποία δεν δύναται να παράσχει βοήθεια ή αρωγή. Κατά τη διάταξη αυτή, «[μ]ια περιοχή θεωρείται κατεχόμενη όταν βρίσκεται εν τοις πράγμασιν υπό την εξουσία του εχθρικού στρατού».

246. Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι η ύπαρξη κατοχής αποτελεί πραγματικό ζήτημα (220). Το αιτούν δικαστήριο, όπως και η φορολογική και τελωνειακή διοίκηση και ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων, εκτιμούν ότι η Δυτική Σαχάρα τελεί υπό μαροκινή κατοχή (221), γεγονός που επιβεβαιώνεται από το ψήφισμα 34/37 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (222), το οποίο μνημονεύθηκε από το Δικαστήριο στις σκέψεις 35 και 105 της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβoύλιο κατά Front Polisario (C‑104/16 P, EU:C:2016:973).

247. Επιπλέον, η ύπαρξη μαροκινής κατοχής στη Δυτική Σαχάρα είναι ευρέως αναγνωρισμένη (223), και μάλιστα ακόμη και από τον Hans Corell (224), ο οποίος, ως αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας νομικών υποθέσεων του ΟΗΕ και νομικός σύμβουλος, είχε εκδώσει τη γνωμοδότηση σχετικά με τη νομιμότητα της αποφάσεως των μαροκινών αρχών περί της συνάψεως συμβάσεων με αλλοδαπές εταιρείες για την αναζήτηση ορυκτών πόρων στη Δυτική Σαχάρα (225).

248. Τέλος, κατά το Διεθνές Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμηθεί αν «ένα κράτος οι στρατιωτικές δυνάμεις του οποίου είναι παρούσες στο έδαφος άλλου κράτους στο πλαίσιο επεμβάσεως αποτελεί “κατέχουσα δύναμη” κατά την έννοια του jus in bello, [πρέπει να εξεταστεί] κατά πόσον υφίστανται επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι [η] εξουσία [του εχθρικού στρατού] είχε όντως εδραιωθεί στις επίμαχες ζώνες και ασκούνταν από το κράτος που είχε πραγματοποιήσει την επέμβαση» (226).

249. Αυτή η περίπτωση συντρέχει σαφώς όσον αφορά το μεγαλύτερο τμήμα της Δυτικής Σαχάρας, το οποίο εκτείνεται δυτικά του τείχους από άμμο που κατασκευάστηκε και φυλάσσεται από τον μαροκινό στρατό και το οποίο βρίσκεται υπό την εξουσία του Βασιλείου του Μαρόκου από την προσάρτησή του σε δύο στάδια (το 1976 και το 1979 (227)). Έκτοτε, το τμήμα αυτό διοικήθηκε κατά τρόπο οργανωμένο (228) από το Βασίλειο του Μαρόκου χωρίς τη συγκατάθεση του λαού της Δυτικής Σαχάρας, ο οποίος δεν έχει ασκήσει ακόμη το δικαίωμά του αυτοδιαθέσεως (229).

250. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η ύπαρξη κατοχής δεν περιορίζεται στην ηπειρωτική επικράτεια, αλλά εκτείνεται και στα εσωτερικά ύδατα και στη χωρική θάλασσα (230). Δεδομένου ότι η ΑΟΖ δεν υπάγεται στην κυριαρχία του παράκτιου κράτους, η κατοχή δεν εκτείνεται σε αυτήν, όμως η κατέχουσα δύναμη της παράκτιας περιοχής, εν προκειμένω το Βασίλειο του Μαρόκου, μπορεί να ασκεί στη ζώνη αυτή τη δικαιοδοσία που απονέμει το δίκαιο της θάλασσας στην παράκτια περιοχή (231).

–       Επί της ικανότητας της κατέχουσας δυνάμεως να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες που έχουν εφαρμογή στην κατεχόμενη περιοχή και επί των προϋποθέσεων στις οποίες υπόκειται η νόμιμη σύναψη τέτοιων συμφωνιών

251. Όσον αφορά την ικανότητα της κατέχουσας δυνάμεως να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες που έχουν εφαρμογή στην κατεχόμενη περιοχή, πρέπει να σημειωθεί ότι από το άρθρο 43 του κανονισμού της Χάγης του 1907 (232) και από το άρθρο 64, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως IV της Γενεύης (233) προκύπτει ότι η κατέχουσα δύναμη δύναται να εκδίδει νόμους προκειμένου να διασφαλίσει τον δημόσιο βίο και την εύρυθμη διοίκηση της κατεχόμενης περιοχής (234). Όπως παρατηρεί η Επιτροπή, η νόμιμη εξουσία την οποία διαθέτει η κατέχουσα δύναμη στην κατεχόμενη περιοχή περιλαμβάνει την ικανότητα συνάψεως διεθνών συμφωνιών που έχουν εφαρμογή στην εν λόγω περιοχή (235). Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το Διεθνές Δικαστήριο δεν έχει αποκλείσει αυτοδικαίως τη δυνατότητα των τρίτων να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες που έχουν εφαρμογή σε μη αυτόνομη κατεχόμενη περιοχή μόνο με τη διοικούσα αρχή η οποία, εξαιτίας της στρατιωτικής επεμβάσεως, δεν ασκεί πλέον τα καθήκοντά της (236).

252. Ωστόσο, όταν συνάπτει διεθνή συμφωνία που έχει εφαρμογή στην κατεχόμενη περιοχή, η κατέχουσα δύναμη πρέπει να δρα υπό την ιδιότητα της κατέχουσας δυνάμεως και όχι ως κυρίαρχος της κατεχόμενης περιοχής (237), διότι η προσάρτηση κατεχόμενης περιοχής απαγορεύεται αυστηρά (238).

253. Υπό την έννοια αυτή, για παράδειγμα, η Ελβετική Συνομοσπονδία συνήψε με την Προσωρινή Αρχή του Συνασπισμού (239), ενεργούσα ρητώς εξ ονόματος της Δημοκρατίας του Ιράκ, συμφωνία για την εξασφάλιση των κινδύνων των εξαγωγών (240), εκτιμώντας ότι «το κατέχον κράτος διαθέτει τη νόμιμη εξουσία στη χώρα την οποία κατέχει (άρθρο 43 της Συμβάσεως της Χάγης του 1907), [γεγονός που] σημαίνει, ειδικότερα, ότι η κατέχουσα δύναμη μπορεί να εκδίδει νόμους ή να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες εξ ονόματος του κατεχόμενου κράτους» (241). Η πρακτική αυτή υποστηρίχθηκε από τα ψηφίσματα 1483 (2003) της 23ης Μαΐου 2003 (242) και 1511 (2003) της 16ης Οκτωβρίου 2003 (243) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

254. Από το γράμμα της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου προκύπτει σαφώς ότι αυτή δεν συνήφθη με τις κατέχουσες δυνάμεις της Δημοκρατίας του Ιράκ, αλλά με την Προσωρινή Αρχή του Συνασπισμού, η οποία, «με βάση τους νόμους και τα έθιμα του πολέμου […], [είχε] προσωρινώς την εξουσία κυβερνητικής αρχής στο Ιράκ» (244). Κατά συνέπεια, δεν ετίθετο ζήτημα αναγνωρίσεως, από την Ελβετική Συνομοσπονδία, παράνομης καταστάσεως απορρέουσας από παραβίαση των απαραβίαστων κανόνων του εθιμικού διεθνούς δικαίου οι οποίοι περιλαμβάνουν erga omnes υποχρεώσεις.

255. Εν προκειμένω, στο γράμμα της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013 δεν δηλώνεται ρητώς η σύναψή τους με το Βασίλειο του Μαρόκου υπό την ιδιότητα της κατέχουσας δυνάμεως της Δυτικής Σαχάρας. Τουναντίον, όπως προκύπτει, το Βασίλειο του Μαρόκου συνήψε τις συμφωνίες αυτές ως κυρίαρχος της Δυτικής Σαχάρας. Κατά συνέπεια, αντίθετα προς τα όσα υποστηρίζει η Επιτροπή στο σημείο 139 των παρατηρήσεών της, ακόμη κι αν το Βασίλειο του Μαρόκου θεωρηθεί ως κατέχουσα δύναμη της Δυτικής Σαχάρας, το άρθρο 43 του κανονισμού της Χάγης του 1907 και το άρθρο 64, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως IV της Γενεύης δεν επιτρέπουν τη σύναψη της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013 υπό τη μορφή και με τον τρόπο με τον οποίο συνήφθησαν.

2)      Επί της τηρήσεως, με τις επίμαχες πράξεις, της αρχής της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων και των κανόνων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που έχουν εφαρμογή στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της κατεχόμενης περιοχής

1)      Η αρχή της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων

256. Η Δυτική Σαχάρα είναι μη αυτόνομη περιοχή σε διαδικασία αποαποικιοποιήσεως. Επομένως, η εκμετάλλευση του φυσικού της πλούτου εμπίπτει στο άρθρο 73 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και στην εθιμική αρχή της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων (245). Επιπλέον, η UNCLOS, στο ψήφισμα ΙΙΙ που προσαρτάται στην τελική πράξη της τρίτης συνδιασκέψεως των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, προβλέπει ότι, «στην περίπτωση περιοχής ο λαός της οποίας δεν έχει αποκτήσει πλήρη ανεξαρτησία ή άλλο καθεστώς αυτονομίας αναγνωρισμένο από τα Ηνωμένα Έθνη, ή περιοχής υπό αποικιοκρατική εξουσία, οι διατάξεις που αφορούν δικαιώματα ή συμφέροντα μνημονευόμενα στην [UNCLOS] εφαρμόζονται προς όφελος του λαού της εν λόγω περιοχής με σκοπό την προαγωγή της ευημερίας και της αναπτύξεώς του».

257. Στο πλαίσιο αυτό, η εκμετάλλευση φυσικών πόρων μη αυτόνομης περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της αλιευτικής εκμεταλλεύσεως των χωρικών υδάτων της περιοχής αυτής, πρέπει να ωφελεί τον λαό της εν λόγω περιοχής (246).

2)      Το άρθρο 55 του κανονισμού της Χάγης του 1907

258. Το Βασίλειο του Μαρόκου, ως η κατέχουσα δύναμη της Δυτικής Σαχάρας (247), δεσμεύεται από το άρθρο 55 του κανονισμού της Χάγης του 1907 σχετικά με την εκμετάλλευση της δημόσιας ιδιοκτησίας της κατεχόμενης χώρας. Κατά το άρθρο αυτό, «[τ]ο κατέχον κράτος θα θεωρεί εαυτό μόνον ως διαχειριστή και επικαρπωτή των δημοσίων κτιρίων, ακινήτων, δασών και γεωργικών εκμεταλλεύσεων που ανήκουν στο εχθρικό κράτος και βρίσκονται εντός της κατεχόμενης χώρας. Οφείλει να διαφυλάσσει την αξία των ιδιοκτησιών αυτών και να τις διαχειρίζεται σύμφωνα με τους κανόνες της επικαρπίας».

259. Εκτιμώ, όπως και η Επιτροπή, ότι το άρθρο 55 του κανονισμού της Χάγης του 1907 μπορεί να εφαρμοστεί και στην εκμετάλλευση των αλιευτικών αποθεμάτων θαλασσίων ζωνών που βρίσκονται ανοιχτά των ακτών της κατεχόμενης περιοχής.

260. Η επικαρπία είναι το δικαίωμα χρήσεως πραγμάτων (jus utendi) τρίτου και λήψεως των καρπών τους (jus fruendi), χωρίς αλλοίωση της ουσίας τους (248). Αυτό σημαίνει ότι η κατέχουσα δύναμη δεν μπορεί να διαθέτει τα δημόσια αγαθά της κατεχόμενης χώρας, αλλά μπορεί να τα εκμεταλλεύεται, να λαμβάνει και να πωλεί τους καρπούς τους καθώς και να χρησιμοποιεί τα κέρδη που προκύπτουν από τη διάθεση των καρπών της εκμεταλλεύσεως αυτής, χωρίς ωστόσο η εκμετάλλευση αυτή να διασπαθίζει, να απεμπολεί ή να καταστρέφει την οικονομική αξία των εν λόγω αγαθών ή να υπερβαίνει το αναγκαίο ή το σύνηθες μέτρο (249).

261. Το γράμμα του άρθρου 55 δεν προβλέπει κανέναν ειδικό περιορισμό όσον αφορά τους σκοπούς για τους οποίους διατίθενται οι καρποί της εκμεταλλεύσεως της δημόσιας ιδιοκτησίας (250). Ωστόσο, έχει κριθεί ότι «από τα άρθρα 53, 55 και 56 [του κανονισμού της Χάγης του 1907] σχετικά με τη δημόσια ιδιοκτησία προκύπτει σαφώς ότι, σύμφωνα με το δίκαιο του πολέμου, η οικονομία κατεχόμενης χώρας πρέπει να υφίσταται μόνο τις δαπάνες κατοχής […] επιπλέον, πρέπει να βαρύνεται με αυτές μόνο στο μέτρο κατά το οποίο μπορεί ευλόγως να ανταποκριθεί» (251).

262. Επιπλέον, η εκμετάλλευση της δημόσιας ιδιοκτησίας ενόψει της ικανοποιήσεως των αναγκών του λαού της κατεχόμενης περιοχής επιτρέπεται και με βάση το άρθρο 55 του κανονισμού της Χάγης του 1907, κατά μείζονα λόγο στο πλαίσιο παρατεινόμενης κατοχής (252).

263. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια της κατοχής του Ιράκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, το Ηνωμένο Βασίλειο και τα μέλη του Συνασπισμού δέχτηκαν ευθύς ότι «το πετρέλαιο του Ιράκ θα προστατεύεται και θα χρησιμοποιείται προς όφελος του Ιρακινού λαού» (253) και, συμφώνως προς την παράγραφο 20 του ψηφίσματος 1483 (2003) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ίδρυσαν το Ταμείο Ανάπτυξης για το Ιράκ (254), προκειμένου να του μεταβιβάζουν όλα τα προϊόντα των πωλήσεων κατά την εξαγωγή πετρελαίου, πετρελαϊκών προϊόντων και φυσικού αερίου του Ιράκ, εν αναμονή της συγκροτήσεως αντιπροσωπευτικής Ιρακινής Κυβερνήσεως αναγνωρισμένης από τη διεθνή κοινότητα.

3)      Επί της τηρήσεως, με τις επίμαχες πράξεις, της αρχής της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων και του άρθρου 55 του κανονισμού της Χάγης του 1907

264. Καταρχάς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, και μεταξύ άλλων το άρθρο 55 του κανονισμού της Χάγης του 1907, συνιστά lex specialis σε σχέση με τους υπόλοιπους κανόνες του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων του ανθρώπου, οι οποίοι μπορούν επίσης να τύχουν εφαρμογής στο ίδιο πραγματικό πλαίσιο (255).

265. Βεβαίως, όσον αφορά την αρχή της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων, το Διεθνές Δικαστήριο έκρινε ότι «από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι αυτή έχει εφαρμογή στην ειδική περίπτωση της λεηλασίας και της εκμεταλλεύσεως ορισμένων φυσικών πόρων από μέλη του στρατού του κράτους που επεμβαίνει στρατιωτικά στην επικράτεια άλλου κράτους» (256).

266. Ωστόσο, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά περίπτωση λεηλασίας και εκμεταλλεύσεως φυσικών πόρων από ιδιώτες μέλη του στρατού, αλλά μια επίσημη και συστηματική πολιτική εκμεταλλεύσεως των αλιευτικών πόρων (257), την οποία έχουν θέσει από κοινού σε εφαρμογή το Βασίλειο του Μαρόκου και η Ένωση.

267. Επομένως, ορισμένες καταστάσεις ενδέχεται να εμπίπτουν αποκλειστικά στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο ή αποκλειστικά στο δίκαιο που έχει εφαρμογή στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των μη αυτόνομων περιοχών ενώ άλλες καταστάσεις ενδέχεται να εμπίπτουν ταυτόχρονα και στους δύο αυτούς κλάδους του διεθνούς δικαίου (258).

268. Όπως παρατηρεί η Επιτροπή στο σημείο 43 των απαντήσεών της στα γραπτά ερωτήματα του Δικαστηρίου, τα νομικά καθεστώτα που έχουν εφαρμογή στις μη αυτόνομες περιοχές και στις κατεχόμενες περιοχές δεν αλληλοαποκλείονται. Επιπλέον, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, η αρχή της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων και το άρθρο 55 του κανονισμού της Χάγης του 1907 συγκλίνουν σε ένα σημείο, ήτοι στο ότι η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Δυτικής Σαχάρας (ως μη αυτόνομης περιοχής και ως κατεχόμενης περιοχής) δεν μπορεί να πραγματοποιείται προς οικονομικό όφελος του Βασιλείου του Μαρόκου (πέρα από τις δαπάνες κατοχής, στο μέτρο που η Δυτική Σαχάρα μπορεί εύλογα να ανταποκριθεί σε αυτές), αλλά πρέπει να πραγματοποιείται προς όφελος του λαού της Δυτικής Σαχάρας.

269. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή συμφωνούν στο ότι η εκμετάλλευση των αλιευτικών ζωνών που βρίσκονται ανοιχτά των ακτών της Δυτικής Σαχάρας πρέπει να ωφελεί τον λαό της περιοχής αυτής, ενώ εκτιμούν ότι οι διατάξεις της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013 είναι ικανές τα διασφαλίσουν ότι τούτο πράγματι συμβαίνει.

270. Δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή για τους ακόλουθους λόγους.

271. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αλιευτική συμφωνία προβλέπει βιώσιμη εκμετάλλευση (στα αγγλικά «sustainable exploitation») των αλιευτικών αποθεμάτων (259) και, υπό την έννοια αυτή, δεν οδηγεί στην εξάντληση του συγκεκριμένου πόρου. Επομένως, η αλιευτική συμφωνία φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να είναι σύμφωνη τόσο προς τους κανόνες της επικαρπίας, στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 55 του κανονισμού της Χάγης του 1907 (260), όσο και προς την αρχή της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων. Ειδικότερα, αν η εκμετάλλευση των χωρικών υδάτων της Δυτικής Σαχάρας εξαντλούσε τα αλιευτικά αποθέματα, δεν θα θεωρούνταν ότι πραγματοποιείται προς όφελος του λαού της εν λόγω περιοχής.

272. Ωστόσο, από το άρθρο 2 του κανονισμού 764/2006, τα τεχνικά στοιχεία των αλιευτικών ζωνών αριθ. 3 έως 6 (261) και τις πληροφορίες που παρείχε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (262), προκύπτει ότι, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, η εκμετάλλευση που προβλέπεται από την αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013 αφορά σχεδόν αποκλειστικά τα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας. Ειδικότερα, τα αλιεύματα που αλιεύθηκαν μόνο στην αλιευτική ζώνη αριθ. 6 (η οποία καλύπτει μόνο τα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας) αντιπροσωπεύουν περίπου το 91,5 % των συνολικών αλιευμάτων που αλιεύθηκαν στο πλαίσιο της αλιευτικής εκμεταλλεύσεως που καθιερώνει η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013.

273. Επομένως, εφόσον η αλιευτική συμφωνία εφαρμόζεται σχεδόν αποκλειστικά στη Δυτική Σαχάρα και στα χωρικά της ύδατα, έπεται ότι η χρηματική αντιπαροχή που καταβάλλεται από την Ένωση στο Βασίλειο του Μαρόκου σύμφωνα με το άρθρο 7 της αλιευτικής συμφωνίας πρέπει επίσης, όπως δέχονται το Συμβούλιο και η Επιτροπή, να ωφελεί σχεδόν αποκλειστικά τον λαό της Δυτικής Σαχάρας (εκτός εάν χρησιμοποιείται για την κάλυψη των δαπανών κατοχής, στο μέτρο που η εν λόγω περιοχή μπορεί ευλόγως να ανταποκριθεί σε αυτές (263)).

274. Ωστόσο, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου του 2013 ορίζει ότι η συνολική ετήσια χρηματική αντιπαροχή των 40 εκατομμυρίων ευρώ χωρίζεται σε δύο επιμέρους τμήματα, ένα τμήμα ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο καταβάλλεται με βάση το άρθρο 7 της αλιευτικής συμφωνίας (16 εκατομμύρια ευρώ ως χρηματική αποζημίωση για την πρόσβαση στους πόρους και 14 εκατομμύρια ευρώ ως στήριξη της τομεακής πολιτικής στον τομέα της αλιείας του Μαρόκου), και ένα τμήμα ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο κατ’ εκτίμηση ποσό των τελών τα οποία οφείλουν οι Ευρωπαίοι εφοπλιστές για τις άδειες αλιείας που εκδίδονται με βάση το άρθρο 6 της αλιευτικής συμφωνίας.

275. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, του πρωτοκόλλου του 2013, η εν λόγω αντιπαροχή καταβάλλεται στο όνομα του Γενικού Ταμία του Βασιλείου του Μαρόκου σε λογαριασμό που ανοίγεται στο Γενικό Ταμείο του Βασιλείου του Μαρόκου (ενώ στην περίπτωση της κατοχής του Ιράκ, το προϊόν των πωλήσεων πετρελαίου καταβαλλόταν στο Ταμείο Ανάπτυξης για το Ιράκ).

276. Όσον αφορά τη διάθεσή της, το άρθρο 3, παράγραφος 5, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου του 2013 προβλέπουν ότι η ετήσια χρηματική αντιπαροχή των 40 εκατομμυρίων ευρώ ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των μαροκινών αρχών, ενώ για τα 14 εκατομμύρια ευρώ (στήριξη της τομεακής πολιτικής στον τομέα της αλιείας του Μαρόκου) καθιερώνουν μηχανισμό παρακολούθησης και εποπτείας εκ μέρους της Ένωσης, στο πλαίσιο μεικτής επιτροπής, της χρήσεώς τους από τις μαροκινές αρχές.

277. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 6, του πρωτοκόλλου του 2013, ο μηχανισμός αυτός καθιστά δυνατή μόνο τη γενική παρακολούθηση των «αναμενόμεν[ων] [από την αλιευτική συμφωνία] οικονομικ[ών] και κοινωνικ[ών] επιπτώσε[ων], ιδίως τ[ων] επιπτώσε[ων] στην απασχόληση, τις επενδύσεις, και κάθε ποσοτικά προσδιορίσιμ[ου] αντίκτυπ[ου] των υλοποιούμενων δράσεων καθώς και τη[ς] γεωγραφική[ς] κατανομή[ς] τους».

278. Κατά την Επιτροπή, ο εν λόγω μηχανισμός παρακολούθησης της επέτρεψε να βεβαιωθεί ότι, κατά την περίοδο ισχύος του πρωτοκόλλου του 2013 (2014‑2018), 54 εκατομμύρια ευρώ δαπανήθηκαν ή πρόκειται να δαπανηθούν για την κατασκευή ιχθυοσκαλών νέας γενιάς, εγκαταστάσεων για τους αλιείς καθώς και διαρρυθμισμένων σημείων εκφορτώσεως και υδατοκαλλιεργειών, και ότι περίπου το 80 % των έργων που χρηματοδοτούνται από την αντιπαροχή αυτή βρίσκονται στη Δυτική Σαχάρα.

279. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει, κατ’ εμέ, ότι ούτε η αλιευτική συμφωνία ούτε το πρωτόκολλο του 2013 περιέχουν τις απαραίτητες νομικές εγγυήσεις ώστε η αλιευτική εκμετάλλευση να ικανοποιεί τις επιταγές του κριτηρίου κατά το οποίο η εν λόγω εκμετάλλευση πρέπει να πραγματοποιείται προς όφελος του λαού της Δυτικής Σαχάρας.

280. Πρώτον, το πρωτόκολλο του 2013 δεν περιλαμβάνει καμία δέσμευση του Βασιλείου του Μαρόκου να χρησιμοποιεί την καταβαλλόμενη από την Ένωση χρηματική αντιπαροχή προς όφελος του λαού της Δυτικής Σαχάρας κατά τρόπο αναλογικό προς τις ποσότητες των αλιευμάτων που αλιεύονται στα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας. Τουναντίον, ενώ το 91,5 % των αλιευμάτων αλιεύονται αποκλειστικά και μόνο στην αλιευτική ζώνη αριθ. 6 (η οποία καλύπτει μόνο τα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας), μόνο το 35 % της χρηματικής αντιπαροχής (14 επί των 40 εκατομμυρίων ευρώ) υπάγεται στον μηχανισμό παρακολούθησης που καθιερώνει το άρθρο 6 του πρωτοκόλλου του 2013.

281. Δεύτερον, ουδόλως αποδεικνύεται ότι τα 14 εκατομμύρια ευρώ χρησιμοποιούνται πραγματικά προς όφελος του λαού της Δυτικής Σαχάρας. Τουναντίον, από τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προκύπτει ότι επί των 160 εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία πρόκειται να καταβληθούν σε διάστημα τεσσάρων ετών (2014-2018), μόνο 54 εκατομμύρια ευρώ (ήτοι το 33,75 %) χρησιμοποιήθηκαν για την υλοποίηση των έργων, το 80 % των οποίων βρίσκεται στη Δυτική Σαχάρα.

282. Τρίτον, το γεγονός ότι το 80 % των έργων που στηρίζονται σε αυτά τα 54 εκατομμύρια ευρώ βρίσκονται στη Δυτική Σαχάρα, από μόνο του, δεν σημαίνει τίποτα. Σημασία έχει ποιο μέρος του ποσού των 54 εκατομμυρίων ευρώ διατίθεται για τη χρηματοδότηση των έργων που βρίσκονται στη Δυτική Σαχάρα, ωστόσο η Επιτροπή δεν έδωσε την πληροφορία αυτή.

283. Τέλος, επισημαίνω ότι το άρθρο 49, παράγραφος 6, της συμβάσεως IV της Γενεύης απαγορεύει στην κατέχουσα δύναμη να «μεταφέρη μέρος του ιδικού της αμάχου πληθυσμού εις το κατεχόμενον υπ’ αυτής έδαφος» (264). Ωστόσο, καμία διάταξη της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013 δεν υποχρεώνει το Βασίλειο του Μαρόκου να χρησιμοποιεί το μέρος της χρηματικής αντιπαροχής που αντιστοιχεί στην αλιευτική εκμετάλλευση των αλιευτικών ζωνών οι οποίες βρίσκονται ανοιχτά των ακτών της Δυτικής Σαχάρας κατά τρόπον ώστε να ωφελούνται πρωτίστως οι «Σαχράουι που κατάγονται από την περιοχή» (265) ή οι «πληθυσμοί των Σαχράουι που κατάγονται από την περιοχή» (266).

284. Για παράδειγμα, τα τεχνικά στοιχεία σχετικά με την αλιευτική ζώνη αριθ. 6 (βιομηχανική πελαγική αλιεία) προβλέπουν υποχρέωση ναυτολογήσεως 2 έως 16 «Μαροκινών ναυτικών» στα σκάφη της Ένωσης ανάλογα με τη χωρητικότητα του σκάφους (267), μολονότι η συγκεκριμένη αλιευτική ζώνη αφορά αποκλειστικά τα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας.

285. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι οι διατάξεις της αλιευτικής συμφωνίας και του πρωτοκόλλου του 2013 ουδόλως εγγυώνται ότι η αλιευτική εκμετάλλευση των χωρικών υδάτων της Δυτικής Σαχάρας πραγματοποιείται προς όφελος του λαού της εν λόγω περιοχής. Επομένως, οι επίμαχες πράξεις δεν τηρούν ούτε την αρχή της διαρκούς κυριαρχίας επί των φυσικών πόρων (268) ούτε το άρθρο 55 του κανονισμού της Χάγης του 1907 ούτε την υποχρέωση της Ένωσης να μην αναγνωρίζει παράνομη κατάσταση η οποία απορρέει από την παράβαση των διατάξεων αυτών και να μην παρέχει βοήθεια ή αρωγή για τη διατήρηση της καταστάσεως αυτής.

286. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013, καθόσον τυγχάνουν εφαρμογής στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα χωρικά της ύδατα, είναι ασύμβατα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ, το άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, το άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, ΣΕΕ, καθώς και τα άρθρα 23 ΣΕΕ και 205 ΣΛΕΕ, τα οποία επιβάλλουν στην Ένωση την αυστηρή τήρηση του διεθνούς δικαίου κατά την εξωτερική της δράση.

287. Ο κανονισμός 764/2006, η απόφαση 2013/785 και ο κανονισμός 1270/2013, καθόσον εγκρίνουν και θέτουν σε εφαρμογή την αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013 στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα χωρικά της ύδατα, αντιβαίνουν στο άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ, στο άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, ΣΕΕ καθώς και στα άρθρα 23 ΣΕΕ και 205 ΣΛΕΕ.

3)      Επί των ορίων της υποχρεώσεως μη αναγνωρίσεως

288. Συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τόσο η Comader όσο και η Επιτροπή υποστήριξαν ότι η υποχρέωση μη αναγνωρίσεως παράνομης καταστάσεως που απορρέει από παραβίαση κανόνων erga omnes του διεθνούς δικαίου καθώς και από την παράβαση της υποχρεώσεως μη παροχής βοήθειας ή αρωγής για τη διατήρηση της καταστάσεως αυτής δεν συνεπάγεται απαγόρευση συνάψεως διεθνών συμφωνιών που προάγουν την οικονομική ανάπτυξη του λαού της Δυτικής Σαχάρας, διότι μια τέτοια απαγόρευση θα απέβαινε εν τέλει σε βάρος του λαού αυτού.

289. Επικαλούνται συναφώς τη σκέψη 125 της γνωμοδοτήσεως σχετικά με τη Ναμίμπια (269), στην οποία το Διεθνές Δικαστήριο έκρινε ότι «η μη αναγνώριση της νοτιοαφρικανικής διοικήσεως στην περιοχή δεν πρέπει να οδηγήσει σε αποστέρηση του Ναμιμπιανού λαού από τα πλεονεκτήματα που μπορεί να αντλήσει από τη διεθνή συνεργασία» (270).

290. Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο περιορισμός της υποχρεώσεως μη αναγνωρίσεως δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση.

291. Πρώτον, η Επιτροπή είχε ήδη επιχειρήσει να επικαλεστεί την εν λόγω σκέψη 125 της γνωμοδοτήσεως σχετικά με τη Ναμίμπια προκειμένου να δικαιολογήσει την αποδοχή, εκ μέρους των βρετανικών τελωνειακών αρχών, των πιστοποιητικών κυκλοφορίας των αγροτικών προϊόντων με προέλευση από την κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου που είχαν εκδοθεί από τη λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», οντότητα που δεν αναγνωρίζεται από την Ένωση και τα κράτη μέλη της (271). Ωστόσο, το Δικαστήριο απέρριψε την προσέγγιση αυτή κρίνοντας ότι δεν υφίσταται αναλογία μεταξύ της καταστάσεως της Ναμίμπιας και της συνεχιζόμενης στρατιωτικής κατοχής της Βόρειας Κύπρου (272). Κατά τη γνώμη μου, το ίδιο ισχύει και στην υπό κρίση περίπτωση.

292. Δεύτερον, ο περιορισμός της υποχρεώσεως μη αναγνωρίσεως τον οποίο καθιέρωσε το Διεθνές Δικαστήριο στη σκέψη 125 της γνωμοδοτήσεώς του σχετικά με τη Ναμίμπια, προκειμένου ο Ναμιμπιανός λαός να μην στερηθεί τα πλεονεκτήματα που μπορούσε να αντλήσει από τη διεθνή συνεργασία, δεν δύναται να δικαιολογήσει τη σύναψη διεθνών εμπορικών συμφωνιών. Αφενός, η σύναψη τέτοιων συμφωνιών καλυπτόταν από την υποχρέωση μη αναγνωρίσεως (273). Αφετέρου, οι διεθνείς εμπορικές συμφωνίες δεν συγκαταλέγονται στα παραδείγματα πλεονεκτημάτων από τα οποία ο Ναμιμπιανός λαός έπρεπε να εξακολουθήσει να ωφελείται. Πράγματι, τα παραδείγματα που έδωσε το Διεθνές Δικαστήριο αφορούν την καταχώριση των γεννήσεων, των γάμων ή των θανάτων στο ληξιαρχείο, «η τυχόν παραγνώριση των συνεπειών της οποίας θα απέβαινε οπωσδήποτε σε βάρος των κατοίκων της περιοχής» (274).

4.      Σύνοψη

293. Από τα προηγηθέντα συνάγεται ότι οι επίμαχες πράξεις, οι οποίες έχουν εφαρμογή στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα χωρικά της ύδατα καθόσον αυτά υπάγονται στην κυριαρχία ή στη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου, παραβαίνουν την υποχρέωση της Ένωσης να σέβεται το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως του λαού της περιοχής αυτής καθώς και την υποχρέωσή της να μην αναγνωρίζει παράνομη κατάσταση που απορρέει από προσβολή του δικαιώματος αυτού και να μην παρέχει βοήθεια ή αρωγή για τη διατήρηση της καταστάσεως αυτής. Επιπλέον, όσον αφορά την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Δυτικής Σαχάρας, οι επίμαχες πράξεις δεν καθιερώνουν τις απαραίτητες εγγυήσεις προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η εκμετάλλευση αυτή πραγματοποιείται προς όφελος του λαού της εν λόγω περιοχής.

VI.    Επί του αιτήματος του Συμβουλίου περί χρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων της κηρύξεως του ανισχύρου

294. Το Συμβούλιο ζήτησε από το Δικαστήριο «να περιορίσει κατά χρόνον τα αποτελέσματα της κηρύξεως του ανισχύρου [του κανονισμού 764/2006, της αποφάσεως 2013/785 και του κανονισμού 1270/2013], ούτως ώστε η Ένωση να μπορέσει να λάβει τα επιβαλλόμενα μέτρα συμφώνως προς τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει με βάση το διεθνές δίκαιο» (275).

295. Το Συμβούλιο, χωρίς να αιτιολογήσει περαιτέρω το αίτημά του, ζητεί τη διατήρηση των αποτελεσμάτων των επίμαχων πράξεων για περιορισμένο χρονικό διάστημα, όπως συνέβη, για παράδειγμα, στην απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C-402/05 P και C-415/05 P, EU:C:2008:461) (276). Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι η ισχύς του πρωτοκόλλου του 2013, το οποίο αποτελεί μέρος της αλιευτικής συμφωνίας (277) και είναι απαραίτητο για την εφαρμογή της, πρόκειται να λήξει στις 14 Ιουλίου 2018 (278). Δεδομένου ότι το χρονικό διάστημα μεταξύ της δημοσιεύσεως της αποφάσεως εντός του 2018 και της λήξεως της ισχύος του πρωτοκόλλου αυτού είναι ιδιαιτέρως σύντομο, φρονώ ότι η διατήρηση των αποτελεσμάτων των επίμαχων πράξεων δεν έχει νόημα. Εν πάση περιπτώσει, οι λόγοι που δικαιολόγησαν τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης πράξεως για χρονικό διάστημα τριών μηνών στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C-402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461) (279), δεν συντρέχουν εν προκειμένω.

VII. Πρόταση

296. Με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει καταρχάς στο τέταρτο και έπειτα στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα που του υπέβαλε το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Administrative Court) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών (διοικητικές διαφορές), Ηνωμένο Βασίλειο], ως εξής:

1)      α) Στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου των διεθνών συμφωνιών που έχουν συναφθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και των πράξεων της Ένωσης με τις οποίες εγκρίνονται ή τίθενται σε εφαρμογή οι συμφωνίες αυτές, η επίκληση των κανόνων του διεθνούς δικαίου υπόκειται στις εξής προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως του αν οι κανόνες αυτοί ανήκουν σε μία ή σε περισσότερες πηγές του διεθνούς δικαίου: η Ένωση πρέπει να δεσμεύεται από τον κανόνα του οποίου γίνεται επίκληση, το περιεχόμενο αυτού πρέπει να είναι απαλλαγμένο από αιρέσεις και αρκούντως ακριβές και, τέλος, ο δικαστικός έλεγχος της επίμαχης πράξεως δεν πρέπει να προσκρούει στη φύση και τον σκοπό του εν λόγω κανόνα.

β) Η αρχή που διατύπωσε το Διεθνές Δικαστήριο στην υπόθεση Οr monétaire pris à Rome en 1943, κατά την οποία το δικαστήριο αυτό δεν δύναται να ασκήσει τη δικαιοδοσία του έναντι κράτους που δεν μετέχει στην ενώπιόν του διαδικασία χωρίς τη συναίνεση του κράτους αυτού, δεν έχει εφαρμογή κατά τον δικαστικό έλεγχο των διεθνών συμφωνιών που έχουν συναφθεί από την Ένωση και των πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις οποίες εγκρίνονται ή τίθενται σε εφαρμογή οι συμφωνίες αυτές.

2)      α) Η συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου και το πρωτόκολλο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στην εν λόγω συμφωνία, καθόσον τυγχάνουν εφαρμογής στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας και στα χωρικά της ύδατα, είναι ασύμβατα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ, το άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, το άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, ΣΕΕ καθώς και τα άρθρα 23 ΣΕΕ και 205 ΣΛΕΕ.

β) Ο κανονισμός (ΕΚ) 764/2006 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2006, σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου, η απόφαση 2013/785/ΕΕ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2013, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στη συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, και ο κανονισμός (ΕΕ) 1270/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων βάσει του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στη συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου, είναι ανίσχυροι.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2006, L 141, σ. 4. Η σύναψη της συμφωνίας αυτής εγκρίθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 764/2006 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2006, σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου (ΕΕ 2006, L 141, σ. 1).


3      ΕΕ 2013, L 328, σ. 2. Η σύναψη του πρωτοκόλλου αυτού εγκρίθηκε δυνάμει της αποφάσεως 2013/785/ΕΕ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2013, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου σχετικά με τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στη συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου (ΕΕ 2013, L 349, σ. 1).


4      ΕΕ 2013, L 328, σ. 40.


5      Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σκέψη 41).


6      Βλ. ΕΕ 2007, L 78, σ. 31.


7      Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου σχετικά με τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στη συμφωνία αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου (ΕΕ 2006, L 141, σ. 9).


8      ΕΕ 2014, L 228, σ. 1.


9      Βλ. απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2015 στην υπόθεση Western Sahara Campaign UK, R (on the application of) v HM Revenue and Customs [2015] EWHC 2898 (Admin), σκέψη 39. Πρόκειται για την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου στην οποία βασίστηκε η αίτηση του ίδιου δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.


10      Βλ. απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2015 στην υπόθεση Western Sahara Campaign UK, R (on the application of) v HM Revenue and Customs [2015] EWHC 2898 (Admin), σκέψεις 40, 43, 48 και 49.


11      Στη Γαλλική Κυβέρνηση χορηγήθηκε παράταση της προθεσμίας κατά μία εβδομάδα.


12      Απόφαση της 30ής Απριλίου 1974, Haegeman (181/73, EU:C:1974:41, σκέψη 4). Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, Demirel (12/86, EU:C:1987:400, σκέψη 7)· της 15ης Ιουνίου 1999, Andersson και Wåkerås-Andersson (C-321/97, EU:C:1999:307, σκέψη 26), και της 25ης Φεβρουαρίου 2010, Brita (C-386/08, EU:C:2010:91, σκέψη 39).


13      Εσχάτως, βλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft (C-72/15, EU:C:2017:236, σκέψεις 108 έως 117).


14      Βλ. απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2014, Ahlström κ.λπ. (C-565/13, EU:C:2014:2273).


15      Βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1989, Grimaldi (C-322/88, EU:C:1989:646, σκέψη 8). Βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 11ης Μαΐου 2006, Friesland Coberco Dairy Foods (C-11/05, EU:C:2006:312, σκέψη 36), και της 13ης Ιουνίου 2017, Florescu κ.λπ. (C-258/14, EU:C:2017:448, σκέψη 30).


16      Απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft (C-72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η υπογράμμιση δική μου.


17      Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1155, σ. 331.


18      Βλ. γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592, σκέψη 67).


19      Γνωμοδότηση 1/75 (Διευθέτηση ΟΟΣΑ – Κανόνας για τα τοπικά έξοδα), της 11ης Νοεμβρίου 1975 (EU:C:1975:145).


20      Γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592, σκέψη 70).


21      Βλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C-402/05 P και C-415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 309), και άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ.


22      Αναφέρομαι στη «συμβατότητα» και όχι στο «κύρος», προς αποφυγή των συγχύσεων με τους λόγους ανισχύρου των συνθηκών που απαριθμούνται περιοριστικώς στα άρθρα 46 έως 53 της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών.


23      Βλ. απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, Γαλλία κατά Επιτροπής (C-327/91, EU:C:1994:305, σκέψεις 13 έως 17), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η Γαλλική Δημοκρατία έπρεπε να στραφεί κατά της πράξεως με την οποία η Επιτροπή είχε επιτρέψει τη σύναψη της επίμαχης διεθνούς συμφωνίας και όχι κατά της ίδιας της συμφωνίας.


24      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P και C-415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 289), η οποία παραπέμπει στην απόφαση της 10ης Μαρτίου 1998, Γερμανία κατά Συμβουλίου (C-122/95, EU:C:1998:94).


25      Βλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C-402/05 P και C-415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψεις 283, 284, 289, 304, 308, 316 και 326).


26      Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ και απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ.(C-366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 101 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


27      Βλ. Etienne, J., «L’accord de pêche CE-Maroc: quels remèdes juridictionnels européens à quelle illicéité internationale?», Revue belge de droit international, 2010, σ. 77 έως 107, ιδίως σ. 104 και 105.


28      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks (C-333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 124 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


29      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑170/98, EU:C:1999:411, σκέψη 42), καθώς και της 4ης Ιουλίου 2000, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (C-84/98, EU:C:2000:359, σκέψη 40).


30      Η διαδικασία αυτή προβλέπει την κοινοποίηση εγγράφου με το οποίο κηρύσσεται ανίσχυρη η συνθήκη ή η απόφαση περί αποχωρήσεως από αυτήν. Αν το άλλο μέρος προβάλει αντίρρηση και δεν μπορεί να επιτευχθεί λύση μεταξύ των μερών, προβλέπεται προσφυγή ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου ή σε ad hoc διαιτητικό δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τη Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών μεταξύ κρατών και διεθνών οργανισμών ή μεταξύ διεθνών οργανισμών, η οποία συνήφθη στη Βιέννη στις 21 Μαρτίου 1986, αλλά δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ (βλ. τα άρθρα της 65 έως 68). Δεδομένου ότι οι διεθνείς οργανισμοί δεν μπορούν να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο, η σύμβαση αυτή προβλέπει ότι η προσφυγή στο εν λόγω δικαστήριο μπορεί να γίνει μέσω της διαδικασίας γνωμοδοτήσεως που καθιερώνεται στο άρθρο 96 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Αν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ή το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν κάνουν δεκτή την αίτηση ενεργοποιήσεως της διαδικασίας αυτής, η διαφορά μπορεί να υποβληθεί σε διαιτησία.


31      CIJ Recueil 1954, σ. 19.


32      Όπως υπενθύμισε το Διεθνές Δικαστήριο, «μία από τις θεμελιώδεις αρχές του Καταστατικού του είναι ότι το ίδιο δεν δύναται να επιλύσει διαφορά μεταξύ κρατών που δεν έχουν συναινέσει στη δικαιοδοσία του» [Ανατολικό Τιμόρ (Πορτογαλία κατά Αυστραλίας), απόφαση (CIJ Recueil 1995, σ. 90, σημείο 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)].


33      Βλ. αιτιολογική σκέψη 1 και άρθρο 1 του κανονισμού 764/2006.


34      Βλ. αιτιολογική σκέψη 2 και άρθρο 1 της αποφάσεως 2013/785.


35      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C-104/16 P, EU:C:2016:973).


36      Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 764/2006.


37      Βλ. προσάρτημα 2 του παραρτήματος του πρωτοκόλλου του 2013.


38      Βλ. προσάρτημα 4 του παραρτήματος του πρωτοκόλλου του 2013.


39      Βλ. Bennafla, K., «Illusion cartographique au Nord, barrière de sable à l’Est: les frontières mouvantes du Sahara occidental», L’Espace politique, 2013, σημείο 212, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://espacepolitique.revues.org/2644.


40      Κατά την Επιτροπή, τα αλιευθέντα αλιεύματα κατανέμονται μεταξύ των έξι αλιευτικών ζωνών που καθορίζει η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013 ως εξής: 1.138 τόνοι στην αλιευτική ζώνη αριθ. 1· 406 τόνοι στην αλιευτική ζώνη αριθ. 2· 191 τόνοι στην αλιευτική ζώνη αριθ. 3· 5.035 τόνοι στην αλιευτική ζώνη αριθ. 4· 234 τόνοι στην αλιευτική ζώνη αριθ. 5· και 75.686 τόνοι στην αλιευτική ζώνη αριθ. 6. Μολονότι οι αλιευθέντες τόνοι δεν είναι όλοι της ίδιας αξίας, είναι προφανές ότι η αλιευτική συμφωνία και το πρωτόκολλο του 2013 έχουν εφαρμογή σχεδόν αποκλειστικά στα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας.


41      Την ύπαρξη άμεσου συνδέσμου μεταξύ της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης αλιευτικής συμφωνίας και των αλιευτικών συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ του Βασιλείου της Ισπανίας και του Βασιλείου του Μαρόκου επιβεβαιώνει η πράξη για τους όρους προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και για τις προσαρμογές των Συνθηκών (ΕΕ 1985, L 302, σ. 23), της οποίας «τα άρθρα 167, παράγραφος 3, και 354, παράγραφος 3 […], κατά το μέτρο που αναφέρονται στις αλιευτικές δραστηριότητες, επιβάλλουν στο Συμβούλιο να διατηρήσει τις αλιευτικές δραστηριότητες που ασκούσαν η Ισπανία και η Πορτογαλία βάσει των συμφωνιών περί αλιείας που είχαν συνάψει πριν από την προσχώρησή τους [στην Ένωση]» (απόφαση της 8ης Μαρτίου 1995, Hansa-Fisch κατά Επιτροπής, T-493/93, EU:T:1995:47, σκέψη 37).


42      Βλ. συμφωνία συνεργασίας στον τομέα της θαλάσσιας αλιείας μεταξύ της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της Κυβερνήσεως του Βασιλείου του Μαρόκου, που υπεγράφη στο Ραμπάτ στις 17 Φεβρουαρίου 1977 (και δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ), και πρωτόκολλο μεταβατικής συμφωνίας στον τομέα της θαλάσσιας αλιείας, που υπεγράφη στο Ραμπάτ στις 29 Ιουνίου 1979 (BOE αριθ. 253 της 22ας Οκτωβρίου 1979, σ. 24551), τα οποία αναφέρονται στην αλιευτική ζώνη νότια του Cap Noun (το ακρωτήριο αυτό βρίσκεται στον παράλληλο 29°N, όπερ αντιστοιχεί στη βασική γραμμή των αλιευτικών ζωνών αριθ. 4 και 6 της αλιευτικής συμφωνίας) και χαρακτηρίζουν τη ζώνη αυτή ως ύδατα υπό μαροκινή δικαιοδοσία («aguas bajo jurisdicción marroquí»). Βλ., επίσης, συμφωνία της 1ης Αυγούστου 1983 για συνεργασία θαλάσσιας αλιείας μεταξύ του Βασιλείου της Ισπανίας και του Βασιλείου του Μαρόκου (BOE αριθ. 243 της 11ης Οκτωβρίου 1983, p. 27588), το άρθρο 1 της οποίας αναφέρεται στα ύδατα υπό μαροκινή δικαιοδοσία («aguas bajo jurisdicción marroquí»). Το παράρτημα ΙΙ της συμφωνίας αυτής διακρίνει επίσης δύο αλιευτικές ζώνες, μία βόρεια και μία νότια του Cap Noun. Η νότια ζώνη κάλυπτε τα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας.


43      Βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C‑104/16 P, EU:C:2016:973, σκέψη 17). Βλ., επίσης, διάταξη της 30ής Απριλίου 1999, Pescados Congelados Jogamar κατά Επιτροπής (T-311/97, EU:T:1999:89, σκέψη 6), σχετικά με αλιευτικό σκάφος Ισπανού εφοπλιστή το οποίο δέχτηκε έλεγχο από μαροκινό περιπολικό σκάφος και ανακατευθύνθηκε προς το λιμάνι της πόλεως El Aaiun, η οποία βρίσκεται στη Δυτική Σαχάρα.


44      Βλ. dahir αριθ. 1-76-468 για τη θέσπιση του νόμου, της 6ης Αυγούστου 1976, το οποίο τροποποίησε το dahir n° 1-59-351 της 2ας Δεκεμβρίου 1959 σχετικά με τη διοικητική διαίρεση του Βασιλείου, Bulletin officiel du Royaume du Maroc, αριθ. 3328, σ. 914.


45      Βλ. συνθήκη σχετικά με τον καθορισμό των κρατικών συνόρων μεταξύ της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας και του Βασιλείου του Μαρόκου, η οποία υπεγράφη στο Ραμπάτ στις 14 Απριλίου 1976, Annuaire de l’Afrique du Nord, 1976, τόμος 15, σ. 848 και 849, και dahir αριθ. 1-76-380 της 16ης Απριλίου 1976 για την κύρωση και δημοσίευση της συνθήκης αυτής, Bulletin officiel du Royaume du Maroc, αριθ. 3311-bis, σ. 499.


46      Βλ. dahir αριθ. 2-79-430 της 14ης Αυγούστου 1979, το οποίο τροποποίησε και συμπλήρωσε τα άρθρα 1 και 2 του dahir αριθ. 1-59-351 της 2ας Δεκεμβρίου 1959 σχετικά με τη διοικητική διαίρεση του Βασιλείου, Bulletin officiel du Royaume du Maroc, αριθ. 3485, σ. 489.


47      Διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου (http://register.consilium.europa.eu/doc/srv?l=EN&f=ST%2015723%202013%20ADD%201).


48      Κατά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, «[τ]ο πρωτόκολλο του 2013 δεν αναφέρεται ρητώς στη Δυτική Σαχάρα, αλλάεπιτρέπει την εφαρμογή του στις παρακείμενες της Δυτικής Σαχάρας θαλάσσιες ζώνες οι οποίες δεν υπάγονται στην κυριαρχία ή στη δικαιοδοσία του Βασιλείου του Μαρόκου» («The protocol does not explicitly refer to […] Western Sahara, but allows for its application to maritime areas adjacent to […] Western Sahara that are not under the sovereignty or juridiction of Morocco»). Βλ. δήλωση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών που περιέχεται στο έγγραφο του Συμβουλίου 15723/13 Add 1, της 14ης Νοεμβρίου 2013, το οποίο είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου http://register.consilium.europa.eu/doc/srv?l=EN&f=ST%2015723%202013%20ADD%201. Η υπογράμμιση δική μου.


49      Βλ. δηλώσεις που περιέχονται στο έγγραφο του Συμβουλίου 15723/13 Add 1, της 14ης Νοεμβρίου 2013, το οποίο είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου http://register.consilium.europa.eu/doc/srv?l=EN&f=ST%2015723%202013%20ADD%201.


50      Βλ. σκέψεις 48, 74, 84, 102 της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ.(C-366/10, EU:C:2011:864), όπου το Δικαστήριο κάνει λόγο για τη «νομιμότητα», το «κύρος» ή το «ανίσχυρο πράξεως της Ένωσης, όπως η οδηγία 2008/101». Η υπογράμμιση δική μου.


51      Βλ. σημεία 23 και 24 των απαντήσεών της στις γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου.


52      Βλ., υπό την έννοια αυτή, τη διάκριση μεταξύ του ελέγχου του κύρους των διεθνών συμφωνιών που συνάπτει η Ένωση (και υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ) και του ελέγχου του κύρους των εσωτερικών πράξεων της Ένωσης υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, σε Lenaerts, K., Maselis, I., και Gutman, K., EU Procedural Law, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2014, § 10.05 και 10.08.


53      Βλ. άρθρα 3 έως 6 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.


54      Για την έννοια των erga omnes υποχρεώσεων, βλ. γνωμοδότηση της 9ης Ιουλίου 2004 σχετικά με τις έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημείο 155). Την έννοια αυτή αναγνώρισε και το Δικαστήριο στη σκέψη 88 της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C‑104/16 P, EU:C:2016:973).


55      Γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη), της 16ης Μαΐου 2017 (EU:C:2017:376, σκέψη 298 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


56      Βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 30ής Απριλίου 1999, Pescados Congelados Jogamar κατά Επιτροπής(T-311/97, EU:T:1999:89, σκέψη 12): «Με έγγραφο της 29ης Ιουλίου 1997, καθώς και κατά τη διάρκεια συσκέψεως που πραγματοποιηʹθηκε την ιʹδια ημεʹρα μεταξυʹ του Gallimore, chargé d’affaires της αντιπροσωπειʹας της Επιτροπηʹς στο Ραμπαʹτ[,] και του Rhanmi, γενικουʹ γραμματεʹα του μαροκινουʹ Υπουργειʹου Αλιειʹας, οι [αρχές της Ένωσης] συγκαʹλεσαν εʹκτακτη συʹνοδο της προβλεπομεʹνης αποʹ το αʹρθρο 10 της [αλιευτικής συμφωνίας ΕΕ-Μαρόκου του 1996] μεικτηʹς επιτροπηʹς. Η προʹσκληση αυτηʹ επαναληʹφθηκε αρκετεʹς φορεʹς. Παρ’ οʹλ’ αυταʹ, οι μαροκινεʹς αρχεʹς απεʹρριπταν καʹθε φοραʹ την προʹσκληση θεωρωʹντας οʹτι δεν εʹχει υπαʹρξει παραʹβαση της Συμφωνιʹας». Η υπογράμμιση δική μου.


57      Άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ. Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., επίσης, άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕE, άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και άρθρα 23 ΣΕΕ και 205 ΣΛΕE. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι προγραμματικές, αλλά επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου «σε κάθε δράση της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της ΚΕΠΠΑ» (βλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-263/14, EU:C:2016:435, σκέψη 47).


58      Απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, Γαλλία κατά Επιτροπής (C-327/91, EU:C:1994:305, σκέψη 16).


59      Βλ. Συμβατότητα προς το διεθνές δίκαιο της μονομερούς διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2010, σ. 403, σημείο 79).


60      Για μια ιδιαιτέρως ευέλικτη ερμηνεία της προϋποθέσεως αυτής, η οποία ωστόσο δεν φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στη διατύπωση της σκέψεως 107 της εν λόγω αποφάσεως, βλ. Lenaerts, K., «Direct applicability and direct effect of international law in the EU legal order», σε Govaere, I., Lannon, E., van Elsuwege, P., και Adam, S. (επιμ.), The European Union in the World:Essays in Honour of Marc Maresceau, Brill, Leyde, 2013, σ. 45 έως 64, ιδίως σ. 61.


61      Το κριτήριο αυτό προσομοιάζει με το κριτήριο της ενεργητικής νομιμοποιήσεως και του εννόμου συμφέροντος, τα οποία, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, φρονώ ότι πρέπει να εξετάζονται αποκλειστικά υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου.


62      Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C-366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 110).


63      Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C-366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 110).


64      Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής(C-402/05 P και C-415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 283 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η υπογράμμιση δική μου. Το γεγονός ότι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέστη δεσμευτικός το 2009 δεν αναιρεί τη σημασία της αναφοράς στα διεθνή κείμενα που δεσμεύουν άπαντα τα κράτη μέλη.


65      Recueil des traitésdes Nations unies, τόμος 993, σ. 3.


66      Recueil des traités des Nations unies, τόμος 999, σ. 171.


67      Η υπογράμμιση δική μου.


68      Βλ. σημείο 1 της Διακηρύξεως περί παραχωρήσεως ανεξαρτησίας στις αποικιοκρατούμενες χώρες και λαούς, η οποία εγκρίθηκε με το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ 1514 (XV) της 20ής Δεκεμβρίου 1960· γνωμοδότηση αριθ. 2 της Επιτροπής διαιτησίας της Ευρωπαϊκής συνδιασκέψεως για την ειρήνη στη Γιουγκοσλαβία [συγκείμενης από τους Robert Badinter, πρόεδρο του Conseil constitutionnel (γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου), Roman Herzog, πρόεδρο του Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, Γερμανία), Aldo Corasaniti, πρόεδρο της Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ιταλία), Francisco Tomás y Valiente, πρόεδρο του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ισπανία) και Irène Petry, πρόεδρο της Cour d’arbitrage (βελγικού διαιτητικού δικαστηρίου)], 1993, International Law Reports, τόμος 92, σ. 168 έως 169, σημεία 2 και 3· Gros-Espiell, H., Le droit à l’autodétermination Application des résolutions de l’ONU, 1980, E/CN.4/Sub.2/405/Rev.1., σημείο 57)· Doehring, K., «Self-Determination», σε Simma, B. (επιμ.), The Charter of the United Nations:A Commentary, 2η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2002, τόμος 1, σ. 48 έως 53· Dobelle, J.-F., «Article 1, paragraphe 2», σε Cot, J.-P., Pellet, A., και Forteau, M., La Charte des Nations unies:commentaire article par article, 3η έκδ., Economica, Παρίσι, 2005, σ. 337 έως 356, ιδίως σ. 340 έως 341· Dinstein, Y., The International Law of Belligerent Occupation, Cambridge University Press, Cambridge, 2009, σ. 51· Saxer, U., Die international Steuerung der Selbstbestimmung und der Staatssentstehung, Springer, Χαϊδελβέργη, 2010, σ. 238 έως 249· Oeter, S., «Self-Determination», σε Simma, B., Khan, D.-E., Nolte, G., και Paulus, A. (επιμ.), The Charter of the United Nations:A Commentary, 3η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, τόμος I, σ. 313 έως 333, ιδίως σ. 322, και Crawford, J., «Third Party Obligations with respect to Israeli Settlements in the Occupied Palestinian Territories», γνωμοδότηση της 24ης Ιανουαρίου 2012, σημείο 26, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα (https://www.tuc.org.uk/sites/default/files/tucfiles/LegalOpinionIsraeliSettlements.pdf).


69      Μετάφραση πιθανώς του αγγλικού όρου «subjugation».


70      Βλ. Συμβατότητα προς το διεθνές δίκαιο της μονομερούς διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2010, σ. 403, σημείο 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


71      Βλ. Συμβατότητα προς το διεθνές δίκαιο της μονομερούς διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2010, σ. 403, σημείο 79).


72      Βλ. Ανατολικό Τιμόρ (Πορτογαλία κατά Αυστραλίας), απόφαση (CIJ Recueil 1995, σ. 90, σημείο 29), και Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημεία 88 και 156).


73      Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 1, παράγραφος 2, του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και κοινό άρθρο 1 του ΔΣΟΙΚΠ και του ΔΣΑΠ.


74      Σκέψη 88 της αποφάσεως αυτής.


75      Σκέψη 89 της αποφάσεως αυτής.


76      «Οι σκοποί των Ηνωμένων Εθνών είναι: […] [ν]α αναπτύσσουν ανάμεσα στα έθνη φιλικές σχέσεις που θα βασίζονται στο σεβασμό της αρχής των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως των λαών και να παίρνουν άλλα μέτρα κατάλληλα για την ενίσχυση της παγκόσμιας ειρήνης. […]». Η υπογράμμιση δική μου.


77      Η υπογράμμιση δική μου. Η χρήση του ρήματος «δεσμεύονται» είναι σημαντική, δεδομένου ότι η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.


78      Βλ. τίτλο VIII, επιγραφόμενο «Ίσα δικαιώματα των λαών και δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση».


79      Βλ. έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημεία 121 και 122).


80      Βλ. συμβατότητα προς το διεθνές δίκαιο της μονομερούς διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2010, σ. 403, σημείο 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


81      Βλ. σημεία 102 έως 103 των παρουσών προτάσεων, καθώς και Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημείο 88).


82      Βλ. Νομικές συνέπειες για τα κράτη της διαρκούς παρουσίας της Νότιας Αφρικής στη Ναμίμπια (Νοτιοδυτική Αφρική) παρά το ψήφισμα 276 (1970) του Συμβουλίου Ασφαλείας, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 1971, σ. 16, σημείο 52)· Δυτική Σαχάρα, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 1975, σ. 12, σημεία 55 έως 58), και Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημείο 88). Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, Oeter, S., «Self-Determination», σε Simma, B., Khan, D.-E., Nolte, G., και Paulus, A. (επιμ.), The Charter of the United Nations:A Commentary, 3η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, τόμος I, σ. 313 έως 333, ιδίως σ. 320 και 321, και Dobelle, J.‑F., «Article 1, paragraphe 2», σε Cot, J.-P., Pellet, A., και Forteau, M., La Charte des Nations unies:commentaire article par article, 3η έκδ., Economica, Παρίσι, 2005, σ. 337 έως 356.


83      Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C-104/16 P, EU:C:2016:973, σκέψεις 90 έως 92).


84      Βλ. Δυτική Σαχάρα, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 1975, σ. 12), και απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C‑104/16 P, EU:C:2016:973).


85      Βλ. Ανατολικό Τιμόρ (Πορτογαλία κατά Αυστραλίας), απόφαση (CIJ Recueil 1995, σ. 90, σημείο 29), και Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημεία 88 και 156).


86      Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημείο 155). Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, Barcelona Traction, Light and Power Company, Limited, δεύτερο στάδιο, απόφαση (CIJ Recueil 1970, σ. 32, σημείο 33).


87      Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημείο 159). Κατά τη γνώμη μου, η εν λόγω υποχρέωση μη αναγνωρίσεως συνιστά, αυτή καθεαυτή, αρχή του διεθνούς δικαίου η οποία πληροί τα κριτήρια περί της δυνατότητας επικλήσεως που εκτίθενται στο σημείο 96 των παρουσών προτάσεων.


88      Βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 1985 n° 1981 του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία) στην υπόθεση Yasser Arafat, Rivista di Diritto Internazionale, 1986, σ. 885 έως 889· διάταξη της 26ης Οκτωβρίου 2004 του Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, Γερμανία), 2 BvR 955/00, 1038/01, σκέψη 97· ατομική γνώμη του αντιπροέδρου Ammoun, Νομικές συνέπειες για τα κράτη της διαρκούς παρουσίας της Νότιας Αφρικής στη Ναμίμπια (Νοτιοδυτική Αφρική) παρά το ψήφισμα 276 (1970) του Συμβουλίου Ασφαλείας, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 1971, σ. 16, 77 και 78)· Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου, «Projet d’articles sur le droit des traités et commentaires», Annuaire de la Commission du droit international, 1966, τόμος II, σ. 270 [σ. 248 στην αγγλική έκδοση]· Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου, «Projet d’articles sur la responsabilité de l’État pour fait internationalement illicite et commentaires», Annuaire de la Commission du droit international, 2001, τόμος II, δεύτερο μέρος, σ. 91 [σ. 85 στην αγγλική έκδοση]· σημείο 3.2 του γραπτού υπομνήματος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, Συμβατότητα προς το διεθνές δίκαιο της μονομερούς διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2010, σ. 403)· Cassese, A., Self-Determination of Peoples:A Legal Reappraisal, Cambridge University Press, Cambridge, 2005, σ. 133 και 136· Raič, D., Statehood and the Law of Self-Determination, Kluwer Law International, Alphen-sur-le-Rhin, 2012, σ. 218 και 219· Oeter, S., «Self-Determination», σε Simma, B., Khan, D.-E., Nolte, G., και Paulus, A. (επιμ.), The Charter of the United Nations:A Commentary, 3η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, τόμος I, σ. 313 έως 333, σ. 316.


89      Βλ. CIJ Mémoires, Δυτική Σαχάρα, τόμος I, σ. 207, σημείο 344.


90      Βλ. CIJ Mémoires, Δυτική Σαχάρα, τόμος V, σ. 179. Το Βασίλειο του Μαρόκου επέμεινε στην ακεραιότητα του εδάφους του προκειμένου να θεμελιώσει τη διεκδίκηση του εδάφους της Δυτικής Σαχάρας, εντούτοις το Διεθνές Δικαστήριο απέρριψε τη θέση αυτή, κρίνοντας ότι ο λαός της Δυτικής Σαχάρας απολαύει πλήρως του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως.


91      Και η παρατιθέμενη στο σημείο 127 των παρουσών προτάσεων νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου μνημονεύει την υποχρέωση των κρατών να μεριμνούν ώστε να τερματισθούν τα εμπόδια στην άσκηση του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως ενός λαού. Σχετική μνεία δεν είναι απαραίτητη εν προκειμένω.


92      Βλ. ψήφισμα 1803 (XVII) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.


93      Βλ. Ένοπλες δραστηριότητες στο έδαφος του Κονγκό (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό κατά Ουγκάντας), απόφαση (CIJ Recueil 2005, σ. 168, σημείο 244).


94      S/2002/161, σημείο 14.


95      S/2002/161, σημείο 14


96      S/2002/161, σημείο 24.


97      S/2002/161, σημείο 25.


98      Βλ. σημεία 27, 44.1 και 47.4 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, καθώς και σκέψεις 40, 43, 48 και 49 της αποφάσεως της 19ης Οκτωβρίου 2015 στην υπόθεση Western Sahara Campaign UK, R (on the application of) v HM Revenue and Customs [2015] EWHC 2898 (Admin).


99      Βλ. σημεία 234 έως 255 των παρουσών προτάσεων.


100      Βλ. σημείο 238 των παρουσών προτάσεων.


101      Βλ. σημείο 127 των παρουσών προτάσεων.


102      Βλ. σκέψεις 87, 92, 93, 97, 106 έως 108, 114, 116, 123 και 125.


103      Βλ. σημεία 60 έως 74 των παρουσών προτάσεων.


104      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2014, Ahlström κ.λπ. (C‑565/13, EU:C:2014:2273, σκέψη 33).


105      Βλ. κοινό άρθρο 1 του ΔΣΟΙΚΠ και του ΔΣΑΠ, σημείο 2 του ψηφίσματος 1514 (XV) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ και τίτλο VIII της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι του 1975.


106      Βλ. Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημείο 159).


107      Για μια πλήρη παράθεση των γεγονότων, βλ. Rapport du comité spécial chargé d’étudier la situation en ce qui concerne l’application de la déclaration sur l’octroi de l’indépendance aux pays et aux peuples coloniaux (A/31/23/Rev.1), Documents officiels de l’Assemblée générale, 1977, τόμος II, σ. 203 έως 225· Rapport du comité spécial chargé d’étudier la situation en ce qui concerne l’application de la déclaration sur l’octroi de l’indépendance aux pays et aux peuples coloniaux (A/31/23/Rev.1), Documents officiels de l’Assemblée générale, 1980, τόμος II, σ. 105 έως 117.


108      Βλ. σκέψεις 12 έως 18 της αποφάσεως της 19ης Οκτωβρίου 2015 στην υπόθεση Western Sahara Campaign UK, R (on the application of) v HM Revenue and Customs [2015] EWHC 2898 (Admin).


109      Η ιδέα του δημοψηφίσματος δεν έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής από το Βασίλειο του Μαρόκου. Κατά τη διάρκεια ιδιωτικής συζητήσεως με τον H. Κissinger, Υπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Βασιλεύς του Μαρόκου, Χασάν ΙΙ, δήλωσε στον πρώτο τα εξής: «Είπα [στον Ισπανό Υπουργό Εξωτερικών] ότι συμφωνώ με την παραμονή της Ισπανίας, αλλά δεν συμφωνώ με την αυτονόμηση της Δυτικής Σαχάρας. Προτιμώ την παρουσία της Ισπανίας από την αυτοδιάθεση 30.000 ατόμων». Ο H. Κissinger απάντησε: «[Ο Αλγερινός Πρόεδρος] με ρώτησε εχθές σχετικά με την άποψή μου επ’ αυτού και εγώ του είπα: αυτοδιάθεση για 30-40 000 άτομα τα οποία δεν γνωρίζουν καν πού κατοικούν;». Βλ. ενθύμιο συνομιλίας (Ραμπάτ, 15 Οκτωβρίου 1974, 13:15ʹ), δημοσιευμένο σε Burton, M. F., Foreign Relations of the United States, 1969-1976, United States Government Printing Office, Ουάσιγκτον, 2014, τόμος E-9, μέρος 1 (Έγγραφα σχετικά με τη Βόρειο Αφρική, 1973-1976), σ. 258 έως 261, ιδίως σ. 258.


110      Βλ. έκθεση της 10ης Οκτωβρίου 1975 της αποστολής επισκέψεως των Ηνωμένων Εθνών στην ισπανική Σαχάρα, δημοσιευμένη στο «Rapport du comité spécial chargé d’étudier la situation en ce qui concerne l’application de la déclaration sur l’octroi de l’indépendance aux pays et aux peuples coloniaux» (A/10023/Rev.1), Documents officiels de l’Assemblée générale, 1977, τόμος III, σ. 12 έως 133, σημείο 229.


111      Βλ. Δυτική Σαχάρα, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 1975, σ. 12, σημείο 162).


112      Βλ. Δυτική Σαχάρα, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 1975, σ. 12, σημείο 162).


113      Βλ. σκέψη 30 της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario (C‑104/16 P, EU:C:2016:973).


114      Βλ. ψήφισμα 379 (1975) της 2ας Νοεμβρίου 1975 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.


115      Η Djemââ, η οποία ιδρύθηκε το 1967 από την ισπανική διοίκηση, ήταν συμβουλευτικό όργανο αποτελούμενο από 103 μέλη που περιλάμβαναν τους δημάρχους σημαντικών πόλεων, 40 αρχηγούς φυλών (cheikhs), 40 εκπροσώπους ομάδων οικογενειών και 16 εκπροσώπους επαγγελματικών ομάδων. Βλ. έκθεση της 10ης Οκτωβρίου 1975 της αποστολής επισκέψεως των Ηνωμένων Εθνών στην ισπανική Σαχάρα, δημοσιευμένη στο «Rapport du comité spécial chargé d’étudier la situation en ce qui concerne l’application de la déclaration sur l’octroi de l’indépendance aux pays et aux peuples coloniaux» (A/10023/Rev.1), Documents officiels de l’Assemblée générale, 1977, τόμος III, σ. 12 έως 133, σημεία 126 έως 142.


116      Βλ. έκθεση της 8ης Νοεμβρίου 1975 την οποία συνέταξε ο Γενικός Γραμματέας κατ’ εφαρμογήν του ψηφίσματος 379 (1975) σχετικά με την κατάσταση στη Δυτική Σαχάρα (S/11874), σημείο 17. Βλ., επίσης, πρακτικό της 1854ης συνεδριάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας η οποία έλαβε χώρα στις 6 Νοεμβρίου 1975 (S/PV.1854), σημεία 47 και 48.


117      Recueil des traités des Nations unies, τόμος 988, σ. 259.


118      Κατά τις συμφωνίες αυτές, η ισπανική, η μαροκινή και η μαυριτανική αντιπροσωπεία συμφώνησαν στην αναγνώριση αλιευτικών δικαιωμάτων στα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας υπέρ 800 ισπανικών σκαφών για διάρκεια 20 ετών και υπό τους όρους που ίσχυαν στις 14 Νοεμβρίου 1975. Βλ. Cortes, Diario de sesiones del Congreso de los diputados, 1978, αριθ. 15, σ. 498 (ομιλία του Manuel Marín González, βουλευτή του Partido Socialista Obrero Español και μετέπειτα αντιπροέδρου και προσωρινού προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, Dessaints, J., «Chronique politique Maroc», Annuaire de l’Afrique du Nord, 1975, τόμος 14, σ. 457 έως 476, ιδίως σ. 463· Alemany Torres, F., «Acuerdo de pesca con Marruecos», El País, 8 Φεβρουαρίου 1978.


119      Βλ. Cortes, Diario de sesiones del Congreso de los diputados, 1978, αριθ. 15, σ. 522 και 546.


120      Βλ. Cortes, Diario de sesiones del Congreso de los diputados, 1978, αριθ. 15, σ. 546.


121      Βλ. τηλεγράφημα 1975MADRID08029 της 15ης Νοεμβρίου 1975 του πρέσβη W. Stabler προς τον Υπουργό H. Kissinger («[ο Υπουργός Esteban] Herrera ανέφερε επίσης ότι «“συμφωνίες‑πλαίσια” έχουν καταρτιστεί με το Μαρόκο και τη Μαυριτανία και σε άλλους κρίσιμους τομείς: […] και τα αλιευτικά δικαιώματα»)· τηλεγράφημα 1975STATE276309 της 21ης Νοεμβρίου 1975 του Υπουργού H. Kissinger προς τη διαρκή αντιπροσωπεία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στον ΟΗΕ («[κατά τον Μαροκινό πρέσβη Abdelhadi Boutaleb], τα συμβαλλόμενα μέρη πρόκειται να καταθέσουν αντίγραφο της συμφωνίας στον Γενικό Γραμματέα [του ΟΗΕ] K. Waldheim, αλλά τα υποβληθησόμενα έγγραφα δεν θα περιλαμβάνουν τις δευτερεύουσες συμφωνίες δυνάμει των οποίων παρέχονται στην Ισπανία αλιευτικά δικαιώματα στα ύδατα της Δυτικής Σαχάρας και προβλέπεται ισπανική συμμετοχή κατά 35 % στα ορυχεία φωσφόρου»). Τα διπλωματικά τηλεγραφήματα είναι διαθέσιμα στον δικτυακό τόπο https://wikileaks.org/.


122      Βλ. «Ιστορικό έγγραφο του El Guelta (Δυτική Σαχάρα), το οποίο υπεγράφη στις 28 Νοεμβρίου 1975 από 67 μέλη της Γενικής Συνέλευσης των Σαχράουι, 3 μέλη Σαχράουι των Cortes (ισπανικού Κοινοβουλίου), τους αντιπροσώπους των υπολοίπων μελών της Djemââ και πάνω από 60 σεΐχηδες και αξιωματούχους των φυλών Σαχράουι», το οποίο προσαρτάται στην από 9 Δεκεμβρίου 1975 επιστολή του μονίμου αντιπροσώπου της Αλγερίας στον ΟΗΕ προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ (S/11902).


123      Βλ. ψηφίσματα 3458 A και B (XXX) της 10ης Δεκεμβρίου 1975.


124      Βλ. παράγραφο 8 του ψηφίσματος αυτού.


125      Βλ. παράγραφο 1 του ψηφίσματος αυτού.


126      Βλ. παράγραφο 3 του ψηφίσματος αυτού.


127      Βλ. παράγραφο 4 του ψηφίσματος αυτού.


128      Τα τότε εννέα κράτη μέλη και επιπλέον το Βασίλειο της Ισπανίας και η Δημοκρατία της Μάλτας.


129      Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, η Κυπριακή Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Πολωνίας, η Τσεχική Δημοκρατία και η Σλοβακική Δημοκρατία, οι οποίες την εποχή εκείνη συγκροτούσαν την Τσεχοσλοβακία, καθώς και η Δημοκρατία της Σλοβενίας και η Δημοκρατία της Κροατίας (ως ομόσπονδα κράτη της Γιουγκοσλαβίας) και η Εσθονία, η Δημοκρατία της Λεττονίας και η Δημοκρατία της Λιθουανίας (ως ομόσπονδα κράτη της ΕΣΣΔ).


130      Η Ελληνική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Φινλανδία και το Βασίλειο της Σουηδίας.


131      H Ρουμανία.


132      Παράγραφος 1 του ψηφίσματος 3458 A (XXX). Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, παράγραφο 2 του ψηφίσματος 3458 B (XXX).


133      Βλ. παράγραφο 7 του ψηφίσματος 3458 A (XXX) και παράγραφο 4 του ψηφίσματος 3458 B (XXX).


134      Βλ. παραγράφους 7 και 8 του ψηφίσματος αυτού.


135      Βλ. παράγραφο 4 του ψηφίσματος αυτού.


136      Βλ. «Rapport du comité spécial chargé d’étudier la situation en ce qui concerne l’application de la déclaration sur l’octroi de l’indépendance aux pays et aux peuples coloniaux» (A/31/23/Rev.1), Documents officiels de l’Assemblée générale, 1977, τόμος II, σ. 203 έως 225, σημείο 44· Dessaints, J., «Chronique politique Maroc», Annuaire de l’Afrique du Nord, 1975, τόμος 14, σ. 457 έως 476, ιδίως σ. 464.


137      Βλ. Keesing’s Record of World Events, 13 Φεβρουαρίου 1976, σ. 27746.


138      «Rapport du comité spécial chargé d’étudier la situation en ce qui concerne l’application de la déclaration sur l’octroi de l’indépendance aux pays et aux peuples coloniaux» (A/31/23/Rev.1), Documents officiels de l’Assemblée générale, 1977, τόμος II, σ. 203 έως 225, σημείο 45.


139      Αυτό δεν είναι απολύτως ακριβές. Ειδικότερα, το Βασίλειο της Ισπανίας εξακολουθεί να διοικεί τον εναέριο χώρο της Δυτικής Σαχάρας, ο οποίος αποτελεί μέρος του τομέα «OCE» της «περιοχής πληροφοριών πτήσεων» [Flight Information Region (FIR)] των Καναρίων νήσων. Βλ. χάρτες δημοσιευμένους στην ιστοσελίδα της ENAIRE (http://www.enaire.es/csee/ccurl/130/603/fir_canarias.swf).


140      Επιστολή της 26ης Φεβρουαρίου 1976 του μονίμου αντιπροσώπου της Ισπανίας στον ΟΗΕ προς τον Γενικό Γραμματέα (S/11997).


141      Πρόταση της 27ης Φεβρουαρίου 1976 η οποία ψηφίστηκε από την Djemââ, Annuaire de l’Afrique du Νord, 1976, τόμος 15, σ. 847 και 848. Με μήνυμά του προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, ο Khatri Ould Said a Ould El Jomaini, πρόεδρος της Djemââ, ανακοίνωσε στον πρώτο ότι «η Djemââ των Σαχράουι, συνελθούσα σε έκτακτη σύνοδο σήμερα Πέμπτη, 26 Φεβρουαρίου 1976, στο El Aaiun, ενέκρινε ομόφωνα την επανενσωμάτωση της περιοχής της Σαχάρας στο Μαρόκο και τη Μαυριτανία, συμφώνως προς την ιστορική πραγματικότητα και προς τους διαχρονικούς δεσμούς του λαού των Σαχράουι με τις δύο αυτές χώρες». Βλ. «Rapport du comité spécial chargé d’étudier la situation en ce qui concerne l’application de la déclaration sur l’octroi de l’indépendance aux pays et aux peuples coloniaux» (A/31/23/Rev.1), Documents officiels de l’Assemblée générale, 1977, τόμος II, σ. 203 έως 225, σημείο 51.


142      Κατά τον Υπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Cyrus Vance, «ο Waldheim [μου] είπε ότι […], κατά την εκτίμηση του Βασιλέως Χασάν, το πρόβλημα επιλύθηκε, το δε κριτήριο της αυτοδιαθέσεως ικανοποιήθηκε μέσω της διαβουλεύσεως με τη Συνέλευση των Σαχράουι. Ωστόσο, αυτό δεν το δέχονται ούτε η Ισπανία ούτε η Αλγερία, επισημαίνοντας ότι [ο Βασιλεύς] Χασάν διαβουλεύτηκε με ένα κακέκτυπο συνελεύσεως αποτελούμενης από μαροκινά ανδρείκελα [a rump assembly consisting of Moroccan stooges]». Βλ. τηλεγράφημα του Υπουργού Εξωτερικών Vance προς την πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών στο Μαρόκο, της 20ής Μαΐου 1977, δημοσιευμένο σε Burton, M. F., Foreign Relations of the United States, 1977-1980, United States Government Printing Office, Ουάσιγκτον, 2017, τόμος XVII, μέρος 3 (Έγγραφα σχετικά με τη Βόρειο Αφρική), σ. 507 έως 508, ιδίως σ. 508.


143      Το ίδιο ζήτημα τέθηκε εκ νέου στο ισπανικό Κοινοβούλιο κατά τη συζήτηση σχετικά με την κύρωση της αλιευτικής συμφωνίας μεταξύ του Βασιλείου της Ισπανίας και του Βασιλείου του Μαρόκου του 1977, κατά την οποία ο Υπουργός Εξωτερικών του Βασιλείου της Ισπανίας, Oreja Aguirre, επιβεβαίωσε ότι η Ισπανία δεν αναγνωρίζει την κυριαρχία του Βασιλείου του Μαρόκου επί της Δυτικής Σαχάρας και ότι η διαδικασία αποαποικιοποιήσεως της Δυτικής Σαχάρας θα ολοκληρωθεί μόνον όταν ο λαός της περιοχής αυτής ασκήσει το δικαίωμά του για αυτοδιάθεση συμφώνως προς το ψήφισμα 1514 (XV) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Βλ. Cortes, Diario de sesiones del Congreso de los diputados, 1978, αριθ. 15, σ. 522 και 523. Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, «Contestacíon del Gobierno a la pregunta formulada por don Gregorio Lopez Raimundo, del Grupo Parlamentario Mixto del, sobre política espanola hacia el Sahara», Boletin oficial de las Cortes generales, Σειρά D, 23 Σεπτεμβρίου 1983, σ. 223 και 224.


144      «Rapport du comité spécial chargé d’étudier la situation en ce qui concerne l’application de la déclaration sur l’octroi de l’indépendance aux pays et aux peuples coloniaux» (A/31/23/Rev.1), Documents officiels de l’Assemblée générale, 1977, τόμος II, σ. 203 έως 225, σημείο 46.


145      Βλ. συνθήκη σχετικά με τον καθορισμό των κρατικών συνόρων μεταξύ της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας και του Βασιλείου του Μαρόκου, η οποία υπεγράφη στο Ραμπάτ στις 14 Απριλίου 1976, Annuaire de l’Afrique du Νord, 1976, τόμος 15, σ. 848 και 849.


146      Βλ. σημείο 73 των παρουσών προτάσεων και τα εκεί μνημονευόμενα έγγραφα. Στις 14 Απριλίου 1976, το Βασίλειο του Μαρόκου και η Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας υπέγραψαν τη συνθήκη συνεργασίας για την αξιοποίηση των ανακτηθέντων εδαφών της Σαχάρας (Annuaire de l’Afrique du Νord, 1976, τόμος 15, σ. 849 και 850), η οποία προέβλεπε συμμετοχή της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας στο κεφάλαιο της Société Fos Bucraâ (η οποία εκμεταλλευόταν τον φώσφορο της Δυτικής Σαχάρας) καθώς και συνεργασία στον τομέα της αλιείας.


147      Βλ. επιστολή της 23ης Μαΐου 1979 του αναπληρωτή εντεταλμένου της μόνιμης αντιπροσωπείας της Μαυριτανίας στον ΟΗΕ προς τον Γενικό Γραμματέα του τελευταίου (A/34/276).


148      «Rapport du comité spécial chargé d’étudier la situation en ce qui concerne l’application de la déclaration sur l’octroi de l’indépendance aux pays et aux peuples coloniaux» (A/34/23/Rev.1), Documents officiels de l’Assemblée générale, 1977, τόμος II, σ. 105 έως 117, σημείο 32. Κατά την έκθεση αυτή, «ο Βασιλεύς Χασάν ΙΙ δήλωσε ότι “η υιοθετηθείσα ειρηνευτική λύση δεν πρέπει […] να έχει ως συνέπεια τη δημιουργία ξένου κράτους μεταξύ του Μαρόκου και της Μαυριτανίας”» (σημείο 32).


149      Βλ. συμφωνία Μαυριτανών και Σαχράουι, η οποία υπεγράφη στο Αλγέρι στις 10 Αυγούστου 1979, και η οποία προσαρτάται στην επιστολή της 18ης Αυγούστου 1979 που απηύθυνε στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας στον ΟΗΕ (A/34/427).


150      Βλ. Hodges, T., «The Western Sahara», Chicago Review Press, Σικάγο, 1984, σ. 12.


151      Βλ. σημείο 73 των παρουσών προτάσεων και τα εκεί μνημονευόμενα έγγραφα.


152      85 κράτη ψήφισαν υπέρ, 6 κατά, 41 απείχαν και 20 δεν ψήφισαν. Τα σημερινά κράτη μέλη της Ένωσης ψήφισαν υπέρ ή απείχαν. Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, την παράγραφο 3 του ψηφίσματος 35/19 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (88 κράτη ψήφισαν υπέρ, 8 κατά, 43 απείχαν και 15 δεν ψήφισαν).


153      Βλ. ψήφισμα 621 (1988) της 20ής Σεπτεμβρίου 1988 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και ψήφισμα 43/33 της 22ας Νοεμβρίου 1988 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.


154      Έκθεση της 10ης Απριλίου 2017 του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ σχετικά με την κατάσταση στη Δυτική Σαχάρα (S/2017/307), σημείο 82.


155      Σημειώνω με ενδιαφέρον ότι, μετά τη λήξη της θητείας του, ο Ολλανδός πρέσβης, Peter van Walsum, ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για τη Δυτική Σαχάρα (2005-2008), αναγνώρισε ότι, «με βάση τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου, το Front Polisario κατέχει την ισχυρότερη θέση από απόψεως διεθνούς δικαίου». Βλ. van Walsum, P., «The question of Western Sahara», 16 Δεκεμβρίου 2012, και «The question of Western Sahara (II)», 7 Φεβρουαρίου 2013, δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα του ιδίου http://www.petervanwalsum.com/the-question-of-western-sahara/.


156      Βλ. αρχή VI του ψηφίσματος 1541 (XV) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.


157      Βλ. παραγράφους 3 και 4 του ψηφίσματος 1514 (XV) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ· Bedjaoui, M., «Article 73», σε Cot, J.-P., Pellet, A., και Forteau, M., La Charte des Nations unies:commentaire article par article, 3η έκδ., Economica, Παρίσι, 2005, σ. 1751 έως 1767, ιδίως σ. 1761· Fastenrath, U., «Chapter XI Declaration Regarding Non-self-governing Territories», σε Simma, B., Khan, D.-E., Nolte, G., και Paulus, A. (επιμ.), The Charter of the United Nations:A Commentary, 3η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, τόμος II, σ. 1829 έως 1839, ιδίως σ. 1834 και 1835.


158      Βλ. ψήφισμα 2351 (2017) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο «υπενθυμίζει και επιβεβαιώνει όλα τα προγενέστερα ψηφίσματα σχετικά με τη Δυτική Σαχάρα» και «αποφασίζει να παρατείνει την εντολή της [αποστολής των Ηνωμένων Εθνών για τη διοργάνωση δημοψηφίσματος στη Δυτική Σαχάρα (MINURSO)]». Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, ψήφισμα 2229 (XXI), της 20ής Δεκεμβρίου 1966, της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, παράγραφοι 4 και 5· ψήφισμα 621 (1988), της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, παράγραφος 2, καθώς και το ψήφισμα 43/33, της 22ας Νοεμβρίου 1988, της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.


159      Βλ. Crawford, J., «Third Party Obligations with respect to Israeli Settlements in the Occupied Palestinian Territories», γνωμοδότηση της 24ης Ιανουαρίου 2012, σημείο 131, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα https://www.tuc.org.uk/sites/default/files/tucfiles/LegalOpinionIsraeliSettlements.pdf.


160      Βλ. Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημείο 159).


161      Υπόθεση Vapeur Wimbledon (Ηνωμένο Βασίλειο κ.λπ. κατά Γερμανίας), απόφαση της 17ης Αυγούστου 1923 (CPJI Série A, αριθ. 1, σ. 25).


162      Θαλάσσια οριοθέτηση και εδαφικά ζητήματα μεταξύ Κατάρ και Μπαχρέιν, ουσία, απόφαση (CIJ Recueil 2001, σ. 40, σημείο 185). Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, Υφαλοκρηπίδα της Βόρειας Θάλασσας, απόφαση (CIJ Recueil 1969, σ. 3, σημείο 96)· Υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου πελάγους, απόφαση (CIJ Recueil 1978, σ. 3, σημείο 86)· Θαλάσσια οριοθέτηση στη Μαύρη Θάλασσα (Ρουμανία κατά Ουκρανίας), απόφαση (CIJ Recueil 2009, σ. 61, σημείο 77), καθώς και Εδαφική και θαλάσσια διαφορά (Νικαράγουα κατά Κολομβίας), απόφαση (CIJ Recueil 2012, σ. 624, σημείο 140).


163      Εδαφική και θαλάσσια διαφορά (Νικαράγουα κατά Κολομβίας), απόφαση (CIJ Recueil 2012, σ. 624, σκέψη 140 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


164      Βλ., υπό την έννοια αυτή, σημείο 73 των παρουσών προτάσεων και την εκεί μνημονευόμενη μαροκινή νομοθεσία.


165      Ομιλία της Αυτού Εξοχότητος του Βασιλέως Μοχάμεντ VI επ’ ευκαιρία της 39ης επετείου της Πράσινης Πορείας, 6 Νοεμβρίου 2014, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα (http://www.sahara.gov.ma/blog/messages-royaux/discours-de-sa-majeste-le-roi-mohammed-vi-a-loccasion-du-39eme-anniversaire-de-la-marche-verte/).


166      Κατά την έννοια που έχει ο όρος αυτός στο πλαίσιο της ασκήσεως του δικαιώματος αυτοδιαθέσεως. Βλ. αρχές VI, VIII και IX, μεταξύ των αρχών που πρέπει να καθοδηγούν τα κράτη μέλη του ΟΗΕ προκειμένου να εκτιμήσουν αν υπόκεινται στην προβλεπόμενη στο εδάφιο εʹ του άρθρου 73 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών υποχρέωση γνωστοποιήσεως πληροφοριών, οι οποίες εγκρίθηκαν με το ψήφισμα 1541 (XV) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (βλ. σημεία 117 και 118 των παρουσών προτάσεων).


167      Βλ. Ανατολικό Τιμόρ (Πορτογαλία κατά Αυστραλίας), απόφαση (CIJ Recueil 1995, σ. 90, σημείο 17) (η υπογράμμιση δική μου). Βλ., επίσης, σημείο 69 του υπομνήματος απαντήσεως που υπέβαλε η Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας στην υπόθεση αυτή. Το Διεθνές Δικαστήριο δεν απεφάνθη επί της ουσίας της υποθέσεως, διότι έκρινε ότι δεν μπορούσε να ασκήσει τη δικαιοδοσία του, λόγω της μη συμμετοχής της Δημοκρατίας της Ινδονησίας στην ένδικη διαφορά.


168      Βλ. Δυτική Σαχάρα, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 1975, σ. 12, σημεία 108 έως 127 και, ιδίως, σημεία 109, 110, 113 και 121).


169      Βλ. Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημεία 121 και 122).


170      Βλ. σημείο 71 των παρουσών προτάσεων.


171      Άρθρο 11 της αλιευτικής συμφωνίας.


172      Βλ. Cortes, Diario de sesiones del Congreso de los diputados, 1978, n° 15, σ. 523, 546 και 547 (ομιλία του Oreja Aguirre, Υπουργού Εξωτερικών), σχετικά με τη συμφωνία συνεργασίας στον τομέα της θαλάσσιας αλιείας μεταξύ της Κυβερνήσεως του Βασιλείου του Μαρόκου και της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας, η οποία υπεγράφη στο Ραμπάτ στις 17 Φεβρουαρίου 1977, και «Contestacíon del Gobierno a la pregunta formulada por don Gregorio Lopez Raimundo, del Grupo Parlamentario Mixto del, sobre política espanola hacia el Sahara», Boletin oficial de las Cortes generales, Σειρά D, 23 Σεπτεμβρίου 1983, σ. 224, σχετικά με όλες τις αλιευτικές συμφωνίες που είχαν συναφθεί μέχρι τότε μεταξύ του Βασιλείου της Ισπανίας και του Βασιλείου του Μαρόκου.


173      Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1834, σ. 3.


174      Βλ. απόφαση 98/392/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1998 (ΕΕ 1998, L 179, σ. 1).


175      Βλ. άρθρο 311, παράγραφος 1, της UNCLOS. Οι συμβάσεις της Γενεύης για το δίκαιο της θάλασσας είναι η σύμβαση για την αιγιαλίτιδα ζώνη και τη συνορεύουσα ζώνη, υπογραφείσα στη Γενεύη στις 29 Απριλίου 1958 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 516, σ. 205), η σύμβαση για την ανοικτή θάλασσα, υπογραφείσα στη Γενεύη στις 29 Απριλίου 1958 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 450, σ. 11), η σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των ζώντων πόρων της ανοικτής θάλασσας, υπογραφείσα στη Γενεύη στις 29 Απριλίου 1958 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 559, σ. 258), καθώς και η σύμβαση για την υφαλοκρηπίδα, υπογραφείσα στη Γενεύη στις 29 Απριλίου 1958 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 499, σ. 311).


176      «[Έχοντας υπόψη] τις διατάξεις της [Σ]ύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το [δ]ίκαιο της [θ]άλασσας».


177      Βλ. άρθρο 2, παράγραφος 1, της UNCLOS, κατά το οποίο «[η] κυριαρχία του παράκτιου κράτους εκτείνεται, πέρα από την ηπειρωτική του επικράτεια και τα εσωτερικά του ύδατα και, στην περίπτωση αρχιπελαγικού κράτους, πέρα από τα αρχιπελαγικά του ύδατα, στην παρακείμενη θαλάσσια ζώνη που ορίζεται ως χωρική θάλασσα».


178      Βλ. άρθρο 55 της UNCLOS, κατά το οποίο «[ω]ς [ΑΟΖ ορίζεται η πέραν και παρακείμενη της χωρικής θάλασσας περιοχή, η υπαγόμενη στο ειδικό νομικό καθεστώς που καθιερώνεται στ[α άρθρα 55 έως 75 της εν λόγω Συμβάσεως], δυνάμει του οποίου τα δικαιώματα και οι δικαιοδοσίες του παράκτιου κράτους και τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των άλλων κρατών διέπονται από τις σχετικές διατάξεις της παρούσας [Σ]ύμβασης». Η υπογράμμιση δική μου.


179      Βλ. άρθρα 8 και 9 του dahir αριθ. 1-81-179 της 8ης Απριλίου 1981 περί κυρώσεως του νόμου αριθ. 1-81 σχετικά με την ίδρυση αποκλειστικής οικονομικής ζώνης 200 ναυτικών μιλίων ανοιχτά των μαροκινών ακτών, Bulletin officiel du Royaume du Maroc, αριθ. 3575, σ. 232, και άρθρο 4 του διατάγματος αριθ. 2-75-311, της 21ης Ιουλίου 1975, σχετικά με τον προσδιορισμό των οριογραμμών των κόλπων στις μαροκινές ακτές και των γεωγραφικών συντεταγμένων του ορίου των μαροκινών χωρικών υδάτων και της μαροκινής αποκλειστικής αλιευτικής ζώνης, Bulletin officiel du Royaume du Maroc, αριθ. 3276, σ. 996. Κατά τις διατάξεις αυτές, η μαροκινή ΑΟΖ δεν εκτείνεται νότια του Cap Juby/Pointe Stafford, όπερ αντιστοιχεί στο σύνορο μεταξύ του Βασιλείου του Μαρόκου και της Δυτικής Σαχάρας.


180      Βλ. «Domaine maritime: Le Conseil de gouvernement adopte deux projets de lois», Huffington Post Maroc, 7 Ιουλίου 2017, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.huffpostmaghreb.com/2017/07/07/loi-domaine-maritime-_n_17422798.html. Κατά τον Υπουργό Εξωτερικών και Διεθνούς Συνεργασίας του Βασιλείου του Μαρόκου, η ίδρυση ΑΟΖ ανοιχτά των ακτών της Δυτικής Σαχάρας ήταν απαραίτητη προκειμένου να «εδραιωθεί η νομική εποπτεία του Μαρόκου επί των υδάτων αυτών και να αναχαιτιστούν οι αμφισβητήσεις της κυριαρχίας του Βασιλείου επί του χώρου αυτού».


181      Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 4, της αλιευτικής συμφωνίας.


182      Βλ. υποσημείωση 179.


183      Συνεπώς, δεν αντιλαμβάνομαι τον λόγο για τον οποίο η Ένωση καταβάλλει στο Βασίλειο του Μαρόκου πολλά εκατομμύρια ευρώ ετησίως ως χρηματική αντιπαροχή για τη δυνατότητα αλιείας στα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας, επί των οποίων το Βασίλειο του Μαρόκου δεν έχει ιδρύσει θαλάσσια ζώνη, ούτε βεβαίως και ΑΟΖ, ενώ οι πράξεις τις οποίες αυτό έχει υποβάλει στον ΟΗΕ συμφώνως προς το άρθρο 75, παράγραφος 2, της UNCLOS δεν περιλαμβάνουν τα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας στις μαροκινές θαλάσσιες ζώνες.


184      Βλ. άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της UNCLOS («[σ]την [ΑΟΖ], το παράκτιο κράτος έχει […] κυριαρχικά δικαιώματα που αποσκοπούν στην εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πόρων, ζωντανών ή μη, των υπερκειμένων του βυθού της θάλασσας υδάτων, του βυθού της θάλασσας και του υπεδάφους αυτού […]»). Η υπογράμμιση δική μου.


185      Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας των Σεϋχελλών (ΕΕ 2006, L 290, σ. 2)· άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και άρθρο 11 της συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας (ΕΕ 2006, L 343, σ. 4)· άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και άρθρο 11 της συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξηςμεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Γουινέας-Μπισσάου για την περίοδο από 16 Ιουνίου 2007 έως 15 Ιουνίου 2011 (ΕΕ 2007, L 342, σ. 5)· άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της συμφωνίας αλιευτικής σύμπραξης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ακτής του Ελεφαντοστού (ΕΕ 2008, L 48, σ. 41)· άρθρο 1, στοιχείο στʹ, της συμφωνίας σύμπραξης στον τομέα της αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Σενεγάλης (ΕΕ 2014, L 304, σ. 3).


186      Βλ. άρθρο 7 της αλιευτικής συμφωνίας καθώς και άρθρο 3, παράγραφοι 1, 4 και 5, και άρθρο 6 του πρωτοκόλλου του 2013. Οι διατάξεις αυτές δεν διασφαλίζουν ότι η οικονομική αντιπαροχή ωφελεί τον λαό της Δυτικής Σαχάρας κατά τρόπο αναλογικό προς τις ποσότητες αλιευμάτων που αλιεύονται στα χωρικά ύδατα της Δυτικής Σαχάρας. Βλ. σημεία 271 έως 285 των παρουσών προτάσεων.


187      Βλ. Milano, E., «The New Fisheries Partnership Agreement between the EC and Morocco: Fishing too South?», Anuario español de derecho internacional, 2006, τόμος 22, σ. 413 έως 457, ιδίως σ. 442 έως 447, και Dawidowicz, M., «Trading Fish or Human Rights in Western Sahara? Self-Determination, Non-Recognition and the EC-Morocco Fisheries Agreement», σε French, D. (επιμ.), Statehood, Self-Dtermination and Minorities:Reconciling Tradition and Modernity in International Law, Cambridge University Press, Cambridge, 2013, σ. 250 έως 276.


188      Το αιτούν δικαστήριο συμφωνεί με την εκτίμηση αυτή. Το ίδιο ισχύει και για τη φορολογική και τελωνειακή διοίκηση καθώς και για τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων. Βλ. σκέψεις 27 και 44.1, 47.4 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως καθώς και σκέψεις 40, 43, 48 και 49 της αποφάσεως της 19ης Οκτωβρίου 2015 στην υπόθεση Western Sahara Campaign UK, R (on the application of) v HM Revenue and Customs [2015] EWHC 2898 (Admin). Η Επιτροπή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο το Βασίλειο του Μαρόκου να δύναται να θεωρηθεί ως κατέχουσα δύναμη της Δυτικής Σαχάρας. Βλ. σημείο 43 των απαντήσεών της στις γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου.


189      Βλ. σημείο 192 των παρουσών προτάσεων. Βλ. Milano, E., «The New Fisheries Partnership Agreement between the EC and Morocco: Fishing too South?», Anuario español de derecho internacional, 2006, τόμος 22, σ. 413 έως 457, ιδίως σ. 430.


190      ΕΕ 2011, C 286 E, σ. 1. Κατά την απάντηση αυτή, «[σ]ύμφωνα με τη θέση των Ηνωμένων Εθνών για το θέμα αυτό, την οποία συμμερίζεται η ΕΕ, η Δυτική Σαχάρα θεωρείται “μη αυτόνομη περιοχή” και το Μαρόκο αποτελεί de facto τη διοικούσα αρχή της».


191      Βλ. Ανατολικό Τιμόρ (Πορτογαλία κατά Αυστραλίας), απόφαση (CIJ Recueil 1995, σ. 90, σημείο 13). Στην υπόθεση αυτή, η Πορτογαλία είχε υποστηρίξει ότι, παρά την κατοχή του Ανατολικού Τιμόρ από τη Δημοκρατία της Ινδονησίας, η Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας μπορούσε να συνάψει διεθνή συνθήκη έχουσα εφαρμογή στο Ανατολικό Τιμόρ μόνο με την Πορτογαλική Δημοκρατία, λόγω της ιδιότητας της τελευταίας ως διοικούσας αρχής της εν λόγω περιοχής. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, στις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η Πορτογαλική Κυβέρνηση δεν έλαβε θέση όσον αφορά το κύρος των επίμαχων πράξεων, αλλά περιορίστηκε στον ισχυρισμό ότι το κύρος τους δεν μπορεί να κριθεί στο πλαίσιο του άρθρου 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ και ότι οι κανόνες του διεθνούς δικαίου που προβάλλει η WSC δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο επικλήσεως. Εξάλλου, δεν απάντησε στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου ούτε έλαβε μέρος στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.


192      Βλ. απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2015 στην υπόθεση Western Sahara Campaign UK, R (on the application of) v HM Revenue and Customs [2015] EWHC 2898 (Admin), σκέψη 40, και ψήφισμα 3458 A (XXX) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, το οποίο δεν μνημονεύει τη συμφωνία αυτή και αναφέρεται στο Βασίλειο της Ισπανίας ως διοικούσα αρχή. Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, Brownlie, I., African Boundaries:a Legal and Diplomatic Encyclopaedia, C. Hurst & Company, Λονδίνο, 1979, σ. 149 έως 158, κατά τον οποίο «[τ]ο 1976, η Ισπανία μεταβίβασε το έδαφος της Ισπανικής Σαχάρας στο Μαρόκο και τη Μαυριτανία και διοργανώθηκε διανομή του εδάφους αυτού […]. Δεδομένου ότι η νομιμοποίηση της διευθετήσεως της διανομής αμφισβητείται και ότι αυτή στερείται νομίμου ερείσματος, τα σύνορα της Δυτικής Σαχάρας χρήζουν εξετάσεως» (σ. 149) («In 1976 Spain transferred the territorry of Spanish Sahara to Morocco and Mauritania and a partition was arranged […] Since the legitimacy of the partition arrangement is in question and lacks a legal basis, the frontiers of Western Sahara merit examination»). Κατά τον ίδιο συγγραφέα, «[ε]ίναι επικίνδυνη η αποδοχή του τετελεσμένου γεγονότος (εφόσον βεβαίως πρόκειται περί αυτού) που προκάλεσαν η Ισπανία, το Μαρόκο και η Μαυριτανία όσο η πολιτική κατάσταση δεν εξελίσσεται. Η μη αναγνώριση του αποτελέσματος αυτού από τα υπόλοιπα κράτη βρίσκει έρεισμα στο διεθνές δίκαιο.» (σ. 157) [« Until the political situation evolves further, it is unsafe to accept the fait accompli (if that is what it is) arranged by Spain, Morocco and Mauritania. Non-recognition of the outcome by other States has a basis in International Law»]. Βλ., τέλος, Soroeta Liceras, J., «La posicíon de la Unión Europea en el conflicto del Sahara Occidental, una muestra palpable (más) de la primacía de sus intereses económicos y políticos sobre la promoción de la democracia y de los derechos humanos», Revista de Derecho Comunitario Europeo, 2009, τόμος 34, σ. 823 έως 864, σ. 832, και Saul, B., «The Status of Western Sahara as Occupied Territory under International Humanitarian Law and the Exploitation of Natural Ressources», Sydney Law School Legal Studies Research Paper, αριθ. 15/81 (Σεπτέμβριος 2015), σ. 18.


193      Βλ. σημείο 163 των παρουσών προτάσεων. Αντίθετα, το ψήφισμα 3458 A (XXX), το οποίο δεν αναγνώρισε τη συμφωνία της Μαδρίτης, εγκρίθηκε από 88 κράτη, χωρίς καμία ψήφο εναντίον του, τα δε σημερινά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ψήφισαν υπέρ του εν λόγω ψηφίσματος, με εξαίρεση το Βασίλειο της Ισπανίας και την Πορτογαλική Δημοκρατία, που απείχαν, καθώς και τη Δημοκρατία της Μάλτας, που δεν ψήφισε.


194      Βλ., για παράδειγμα, Burton, M. F., Foreign Relations of the United States, 1977-1980, United States Government Printing Office, Ουάσιγκτον, 2017, τόμος XVII, μέρος 3 (Έγγραφα σχετικά με τη Βόρειο Αφρική), σ. 90, 371, 372 και 575.


195      Βλ. Bedjaoui, M., «Article 73», σε Cot, J.-P., Pellet, A., και Forteau, M., La Charte des Nations unies:commentaire article par article, 3η έκδ., Economica, Παρίσι, 2005, σ. 1751 έως 1767, ιδίως σ. 1763· Fastenrath, U., «Chapter XI Declaration Regarding Non-self-governing Territories», σε Simma, B., Khan, D.-E., Nolte, G., και Paulus, A. (επιμ.), The Charter of the United Nations:A Commentary, 3η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, τόμος II, σ. 1829 έως 1839, ιδίως σ. 1836. Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, σημείο 3 του ψηφίσματος 742 (VIII), της 27ης Νοεμβρίου 1953, της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.


196      Βλ. σημείο 57 των απαντήσεων της Επιτροπής στις γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου.


197      Βλ. νόμο σχετικά με τα νησιά Κόκος του 1955 (Cocos Islands Act 1955) και διάταξη εν συμβουλίω σχετικά με τα νησιά Κόκος του 1955 (Cocos Islands Order in Council 1955, SI 1955/1642). Βλ., υπό την έννοια αυτή, Kerr, A., A Federation in These Seas, Attorney General’s Department of the Commonwealth of Australia, 2009, σ. 271 έως 273 και 308 έως 310· Spagnolo, B., The Continuity of Legal Systems in Theory and Practice, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2015, σ. 62.


198      Βλ. Répertoire de la pratique suivie par les organes des Nations unies, συμπλήρωμα αριθ. 2 (1955-1959), τόμος 3, σημείο 6.


199      Βλ. Répertoire de la pratique suivie par les organes des Nations unies, συμπλήρωμα αριθ. 3 (1959-1966), τόμος 3, σημείο 215. Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, ψήφισμα 39/30 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, το οποίο αναφέρεται στην Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας ως διοικούσα αρχή.


200      Βλ. άρθρα I και XXVII της συμφωνίας μεταξύ της Δημοκρατίας της Ινδονησίας και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών σχετικά με τη Δυτική Νέα Γουινέα (Δυτική Παπούα), η οποία υπεγράφη στην έδρα του ΟΗΕ, τη Νέα Υόρκη, στις 15 Αυγούστου 1962, Recueil des traités des Nations unies, τόμος 437, σ. 274. Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, ψήφισμα 1752 (XVII) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.


201      Βλ. Répertoire de la pratique suivie par les organes des Nations unies, συμπλήρωμα αριθ. 3 (1959-1966), τόμος 3, σημεία 52 έως 55.


202      Βλ. έκθεση της 3ης Φεβρουαρίου 2017 του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για τις πληροφορίες σχετικά με τις μη αυτόνομες περιοχές που γνωστοποιούνται με βάση το άρθρο 73, σημείο εʹ, του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (A72/62).


203      S/2002/161, σημείο 6.


204      S/2002/161, σημείο 7.


205      S/2002/161, σημεία 8 και 21.


206      Υπόθεση Vapeur Wimbledon (Ηνωμένο Βασίλειο κ.λπ. κατά Γερμανίας), απόφαση της 17ης Αυγούστου 1923 (CPJI Série A, αριθ. 1, σ. 25).


207      Βλ. υπόθεση της οριοθετήσεως των θαλασσίων συνόρων μεταξύ Γουινέας-Μπισσάου και Σενεγάλης, διαιτητική απόφαση της 31ης Ιουλίου 1989, Recueil des sentences arbitrales, τόμος XX, σ. 119 έως 213, σκέψεις 51 και 52. Το κύρος της διαιτητικής αυτής αποφάσεως επιβεβαιώθηκε από το Διεθνές Δικαστήριο (βλ. Διαιτητική απόφαση της 31ης Ιουλίου 1989, απόφαση (CIJ Recueil 1991, σ. 53). Κατά το διαιτητικό δικαστήριο, οι δραστηριότητες του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος «έχουν διεθνή εμβέλεια από τη στιγμή που συνιστούν ασυνήθιστο γεγονός στον θεσμικό βίο του κράτους εντός του οποίου εκδηλώνονται, αναγκάζοντας το τελευταίο να λάβει έκτακτα μέτρα, όταν δηλαδή το κράτος αυτό, προκειμένου να κυριαρχήσει ή να επιχειρήσει να κυριαρχήσει επί των γεγονότων, αναγκάζεται να καταφύγει σε μέσα διαφορετικά από εκείνα που χρησιμοποιεί συνήθως για να αντιμετωπίσει περιστασιακές διαταραχές». Λόγω της ένοπλης συρράξεως η οποία ξέσπασε μεταξύ του Front Polisario και του μαροκινού και του μαυριτανικού στρατού, το κριτήριο αυτό πληρούται.


208      Βλ. υπόθεση της οριοθετήσεως των θαλασσίων συνόρων μεταξύ Γουινέας-Μπισσάου και Σενεγάλης, διαιτητική απόφαση της 31ης Ιουλίου 1989, Recueil des sentences arbitrales, τόμος XX, σ. 119 έως 213, σκέψη 52.


209      Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1125, σ. 3.


210      Εν πάση περιπτώσει, οι κανόνες αυτοί πληρούν τα κριτήρια περί της δυνατότητας επικλήσεως που εκτίθενται στο σημείο 96 των παρουσών προτάσεων για τους ίδιους λόγους με αυτούς που εκτίθενται στο σημείο 139 των παρουσών προτάσεων.


211      Νομιμότητα της απειλής ή της χρήσεως πυρηνικών όπλων, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 1996, σ. 226, σημείο 79). Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1946 του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης στην υπόθεση Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κ.λπ. κατά Goering κ.λπ., δημοσιευμένη σε Trial of the Major War Criminals before the International Military Tribunal (Nuremberg, 14 November 1945 – 1 October 1946), 1947, σ. 171 έως 341, ιδίως σ. 253 και 254· Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημεία 89 και 157).


212      Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημείο 157).


213      Η υπογράμμιση δική μου. Όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης καθώς και το Βασίλειο του Μαρόκου είναι μέρη αυτών των συμβάσεων και του προσθέτου πρωτοκόλλου Ι. Επιπλέον, με την από 23 Ιουνίου 2015 μονομερή δήλωσε που κατέθεσε στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο ως θεματοφύλακα των συμβάσεων της Γενεύης, η οποία κοινοποιήθηκε στα κράτη που είναι μέρη των εν λόγω συμβάσεων, το Front Polisario δεσμεύτηκε να εφαρμόζει τις τέσσερις συμβάσεις της Γενεύης του 1949 και το πρόσθετο πρωτόκολλο Ι του 1977 στη σύγκρουσή του με το Βασίλειο του Μαρόκου.


214      Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημείο 158).


215      Βλ. σημείο 127 των παρουσών προτάσεων.


216      Βλ. άρθρο 2 της συμβάσεως αυτής, καθώς και Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημείο 95).


217      Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημείο 95).


218      Άρθρο 1, παράγραφος 4, του προσθέτου πρωτοκόλλου I και σχόλια της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (CIRC) του 1987, σημείο 114. Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, Roberts, A., «What is military occupation?», British Yearbook of International Law, 1985, τόμος 55, σ. 249 έως 305, ιδίως σ. 254 και 255.


219      Βλ. David, É., Principes de droit des conflits armés, 5η έκδ., Bruylant, Βρυξέλλες, 2012, σ. 189 και 190· Milanovic, M., «The Applicability of the Conventions to “Transnational” and “Mixed” Conflicts», σε Clapham, A., Gaeta, P., και Sassòli, M. (επιμ.), The 1949 Geneva Conventions:A commentary, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2015, σ. 27 έως 50, σημείο 43· Saul, B., «The Status of Western Sahara as Occupied Territory under International Humanitarian Law and the Exploitation of Natural Resources», Sydney Law School Legal Studies Research Paper, No 15/81, Σεπτέμβριος 2015, σ. 5 και 6.


220      Βλ. απόφαση της 31ης Μαρτίου 2003 του πρωτοβάθμιου τμήματος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία στην υπόθεση Εισαγγελέας κατά Mladen Naletilić και Vinko Martinović (αριθ. IT-98-34-T), σκέψη 211· Stato maggiore de la difesa, Manuale di diritto umanitario, 1991, τόμος I, σημείο 32· Federal Ministry of Defence of the Federal Republic of Germany, Humanitarian Law in Armed Conflicts Manual, 1992, σημείο 526· Γραφείο του δικαστή-γενικού εισαγγελέα του Καναδά, Law of Armed Conflict, 2001, σημείο 1203(1)· UK Ministry of Defence, The Manual of the Law of Armed Conflict, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2004, σημείο 11.2· Ministerio de defensa, El derecho de los conflictos armados, 2η έκδ., Centro Geográfico del Ejército, Μαδρίτη, 2007, τόμος I, σ. 2-20· U.S. Department of Defense, Law of War Manual, 2015, σ. 744· Dinstein, Y., The International Law of Belligerent Occupation, Cambridge University Press, Cambridge, 2009, σ. 42, σημείο 96· Sassòli, M., «The Concept and the Beginning of Occupation», σε Clapham, A., Gaeta, P., και Sassòli, M. (επιμ.), The 1949 Geneva Conventions:A commentary, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2015, σ. 1389 έως 1419, σημείο 8.


221      Βλ. σημεία 27, 44.1 και 47.4 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως καθώς και σκέψεις 40, 43, 48 και 49 της αποφάσεως της 19ης Οκτωβρίου 2015 στην υπόθεση Western Sahara Campaign UK, R (on the application of) v HM Revenue and Customs [2015] EWHC 2898 (Admin).


222      Βλ. παραγράφους 5 και 6. 85 κράτη ψήφισαν υπέρ, 6 κατά, 41 απείχαν και 20 δεν ψήφισαν. Τα σημερινά κράτη μέλη της Ένωσης ψήφισαν υπέρ ή απείχαν. Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, ψήφισμα 35/19 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.


223      Βλ., μεταξύ άλλων, Roberts, A., «What is military occupation?», British Yearbook of International Law, 1985, τόμος 55, σ. 249 έως 305, ιδίως σ. 280 έως 281· Gasser, H.P., «The Conflict in Western Sahara – An Unresolved Issue from the Decolonization Period», Yearbook of International Humanitarian Law, 2002, τόμος 5, σ. 375 έως 380, ιδίως σ. 379· Arai-Takahashi, Y., The Law of Occupation:Continuity and Change of International Humanitarian Law, and its Interaction with International Human Rights Law, Martinus Nijhoff, Χάγη, 2009, σ. 140· Chinkin, C., «Laws of occupation», σε Botha, N., Olivier, M., και van Tonder, D. (επιμ.), Multilateralism and International Law with Western Sahara as a Case Study, VerLoren van Themaat Centre, Πρετόρια, 2010, σ. 197 έως 221, ιδίως σ. 197 έως 200· Benvenisti, E., The International Law of Occupation, 2η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, σ. 171· Fastenrath, U., «Chapter XI Declaration Regarding Non-self-governing Territories», σε Simma, B., Khan, D.-E., Nolte, G., και Paulus, A. (επιμ.), The Charter of the United Nations:A Commentary, 3η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, τόμος II, σ. 1829 έως 1839, ιδίως σ. 1837· Koutroulis, V., «The application of international humanitarian law and international human rights law in prolonged occupation: only a matter of time?», International Review of the Red Cross, 2012, τόμος 94, σ. 165 έως 205, ιδίως σ. 171· David, É., Principes de droit des conflits armés 5η έκδ., Bruylant, Βρυξέλλες, 2012, σ. 192· Ruiz Miguel, C., «La responsabilité internationale et les droits de l’homme: le cas du Sahara occidental», Cahiers de la recherche sur les droits fondamentaux, 2013, τόμος 11, σ. 105 έως 130, ιδίως σ. 107· Dawidowicz, M., «Trading Fish or Human Rights in Western Sahara? Self-Determination, Non-Recognition and the EC-Morocco Fisheries Agreement», σε French, D. (επιμ.), Statehood, Self-Dtermination and Minorities:Reconciling Tradition and Modernity in International Law, Cambridge University Press, Cambridge, 2013, σ. 250 έως 276· Bothe, M., «The Administration of Occupied Territory», σε Clapham, A., Gaeta, P., και Sassòli, M. (επιμ.), The 1949 Geneva Conventions:A commentary, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2015, σ. 1455 έως 1484, ιδίως σ. 1459· Kontorovich, E., «Economic Dealings with Occupied Territories», Columbia Journal of Transnational Law, 2015, τόμος 53, σ. 584 έως 637, ιδίως σ. 611 και 612· Saul, B., «The Status of Western Sahara as Occupied Territory under International Humanitarian Law and the Exploitation of Natural Ressources», Sydney Law School Legal Studies Research Paper, n° 15/81 (Σεπτέμβριος 2015). Βλ., επίσης, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017 του High Court of South Africa (Ανώτερου Δικαστηρίου της Νότιας Αφρικής) στην υπόθεση αριθ. 1487/17, The Saharawi Arab Democratic Republic and Front Polisario v The Owner and charterers of the MV “NM Cherry Blossom”, σκέψη 29.


224      Βλ. Corell, H., «Western Sahara – status and resources», New Routes, 2010, τόμος 15, σ. 10 έως 13, ιδίως σ. 11.


225      Βλ. επιστολή της 29ης Ιανουαρίου 2002 του αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα νομικών υποθέσεων, νομικού συμβούλου, προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας (S/2002/161).


226      Ένοπλες δραστηριότητες στο έδαφος του Κονγκό (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό κατά Ουγκάντας), απόφαση (CIJ Recueil 2005, σ. 168, σημείο 173). Η ίδια αρχή ισχύει και για την κατοχή των μη αυτόνομων περιοχών με βάση το άρθρο 1, παράγραφος 4, του προσθέτου πρωτοκόλλου Ι.


227      Υπενθυμίζω ότι η Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας αποσύρθηκε από τη Δυτική Σαχάρα στις 14 Αυγούστου 1979, μετά τη σύναψη ειρηνευτικής συμφωνίας με το Front Polisario. Την ίδια μέρα, το Βασίλειο του Μαρόκου προσήρτησε το τμήμα της Δυτικής Σαχάρας που κατείχε αρχικά η Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας. Η τελευταία αναγνώρισε την εν λόγω «αναγκαστική κατοχή» μέσω της από 14 Αυγούστου 1979 δηλώσεως του Πρωθυπουργού της, η οποία προσαρτάται στην από 18 Αυγούστου 1979 επιστολή του μονίμου αντιπροσώπου της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας στον ΟΗΕ προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ (A/34/427).


228      Για μια λεπτομερή εξιστόρηση της υπαγωγής της Δυτικής Σαχάρας στη μαροκινή εξουσία, βλ. Dessaints, J., «Chronique politique Maroc», Annuaire de l’Afrique du Νord, 1975, τόμος 14, σ. 457 έως 476, ιδίως σ. 463 έως 465· Santucci, J.-C., «Chronique politique Maroc», Annuaire de l’Afrique du Νord, 1976, τόμος 15, σ. 357 έως 379, ιδίως σ. 359 έως 361.


229      Τονίζω επίσης ότι η συμφωνία της Μαδρίτης, ακόμη κι αν θεωρούνταν ισχυρή, ουδόλως επέτρεπε τη μαροκινή στρατιωτική παρουσία στο έδαφος της Δυτικής Σαχάρας χωρίς τη συγκατάθεση του λαού της, συγκατάθεση που ουδέποτε δόθηκε.


230      Βλ. Dinstein, Y., The International Law of Belligerent Occupation, Cambridge University Press, Cambridge, 2009, σ. 47 και 48· Benvenisti, E., The International Law of Occupation, 2η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, σ. 55· Sassòli, M., «The Concept and the Beginning of Occupation», σε Clapham, A., Gaeta, P., και Sassòli, M. (επιμ.), The 1949 Geneva Conventions:A commentary, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2015, σ. 1389 έως 1419, σημείο 15.


231      Βλ. Benvenisti, E., The International Law of Occupation, 2η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, σ. 55.


232      «Από τη στιγμή που η νόμιμη εξουσία περιέλθει εν τοις πράγμασι στην κατέχουσα δύναμη, αυτή λαμβάνει κάθε δυνατό μέτρο προκειμένου να αποκαταστήσει και να διασφαλίσει, στο μέτρο του εφικτού, τη δημόσια τάξη και τον δημόσιο βίο, τηρώντας τους ισχύοντες στη χώρα νόμους, εκτός αν συντρέχει ανυπέρβλητο κώλυμα».


233      «Ουχ’ ήττον η κατέχουσα [δ]ύναμις θα δύναται να υποβάλη τον πληθυσμόν του κατεχομένου εδάφους εις διατάξεις απαραιτήτους διά να αποβή δυνατή η εκτέλεσις των υποχρεώσεών της των απορρεουσών εκ της παρούσης [σ]υμβάσεως και διά να εξασφαλισθή η κανονική διοίκησις της περιοχής ως και η ασφάλεια τόσον της κατεχούσης [δ]υνάμεως όσον και των μελών και των ιδιοκτησιών των δυνάμεων ή της διοικήσεως κατοχής ως επίσης και των εγκαταστάσεων και των γραμμών συγκοινωνίας αίτινες χρησιμοποιούνται υπ’ αυτής».


234      Βλ. Sassòli, M., «Legislation and Maintenance of Public Order and Civil Life by Occupying Powers», European Journal of International Law, 2005, τόμος 16, σ. 661 έως 694· Dinstein, Y., The International Law of Belligerent Occupation, Cambridge University Press, Cambridge, 2009, σ. 115 και 116· Arai-Takahashi, Y., The Law of Occupation:Continuity and Change of International Humanitarian Law, and itsInteraction with International Human Rights Law, Martinus Nijhoff, Χάγη, 2009, σ. 120 και 121.


235      Βλ. Benvenisti, E., The International Law of Occupation, 2η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, σ. 83 έως 86· Bothe, M., «The Administration of Occupied Territory», σε Clapham, A., Gaeta, P., και Sassòli, M. (επιμ.), The 1949 Geneva Conventions:A commentary, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2015, σ. 1455 έως 1484, σημείο 98.


236      Βλ. Ανατολικό Τιμόρ (Πορτογαλία κατά Αυστραλίας), απόφαση (CIJ Recueil 1995, σ. 90, σκέψεις 13 και 32). Το Δικαστήριο δεν άσκησε τη δικαιοδοσία του στην υπόθεση αυτή, διότι θα έπρεπε να αποφανθεί επί της νομιμότητας της ενσωματώσεως του Ανατολικού Τιμόρ στη Δημοκρατία της Ινδονησίας. Ωστόσο, τούτο δεν το εμπόδισε να χαρακτηρίσει την ινδονησιακή στρατιωτική επέμβαση ως κατοχή (βλ. σκέψη 13 της αποφάσεως), όπερ αποτελεί άλλωστε πραγματικό ζήτημα (βλ. σημείο 246 των παρουσών προτάσεων).


237      Βλ. Benvenisti, E., The International Law of Occupation, 2η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, σ. 85· Bothe, M., «The Administration of Occupied Territory», σε Clapham, A., Gaeta, P., και Sassòli, M. (επιμ.), The 1949 Geneva Conventions:A commentary, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2015, σ. 1455 έως 1484, σημείο 98.


238      Βλ. άρθρο 4 του προσθέτου πρωτοκόλλου I· άρθρο 47 της συμβάσεως IV της Γενεύης· διαιτητική απόφαση της 18ης Απριλίου 1925 στην υπόθεση του οθωμανικού δημοσίου χρέους (Βουλγαρία, Ιράκ, Παλαιστίνη, Τρανσιορδανία, Ελλάδα, Ιταλία και Τουρκία), Recueil des sentences arbitrales, τόμος 1, σ. 529 έως 614, ιδίως σ. 555· απόφαση της 10ης Μαρτίου 1948 του Στρατιωτικού Δικαστηρίου αριθ. I στην υπόθεση RuSHA (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατά Greifelt κ.λπ.), Trials of War Criminals before the Nuerenberg Military Tribunals, U.S. Government Printing Office, Ουάσιγκτον, 1950, τόμος V, σ. 154· Oppenheim, L., «The Legal Relations between an Occupying Power and the Inhabitants», Law Quarterly Review, 1917, τόμος 33, σ. 363, 364· Dinstein, Y., The International Law of Belligerent Occupation, Cambridge University Press, Cambridge, 2009, σ. 49 έως 51· David, É., Principes de droit des conflits armés, 5η έκδ., Bruylant, Βρυξέλλες, 2012, σ. 582 και 583· Benvenisti, E., The International Law of Occupation, 2η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, σ. 85· Bothe, M., «The Administration of Occupied Territory», σε Clapham, A., Gaeta, P., και Sassòli, M. (επιμ.), The 1949 Geneva Conventions:A commentary, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2015, σ. 1455 έως 1484, σημείο 10.


239      Πρόκειται για την κατέχουσα αρχή την οποία εγκατέστησαν στο Ιράκ οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και ο συνασπισμός τους προκειμένου να κυβερνήσει τη χώρα μεταξύ των ετών 2003 και 2004.


240      Βλ. συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ της Προσωρινής Αρχής του Συνασπισμού («Αρχή»), η οποία, με βάση τους νόμους και τα έθιμα του πολέμου καθώς και τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, και ιδίως το ψήφισμα 1483 (2003), έχει προσωρινώς την εξουσία κυβερνητικής αρχής στο Ιράκ, της Trade Bank of Iraq (TBI), συσταθείσας με βάση τον κανονισμό αριθ. 20 της Αρχής, και του Bureau pour la garantie contre les risques à l’exportation (GRE), ενεργούντος για λογαριασμό της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 5 Δεκεμβρίου 2003, Recueil systématique du droit fédéral, 0.946.144.32.


241      Σημείωμα της 15ης Δεκεμβρίου 2003 της Διευθύνσεως δημοσίου διεθνούς δικαίου της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, το οποίο αναπαράγεται σε Ferraro, T. (επιμ.), Rapport des experts du CIRC, «Occupation and other forms of administration of foreign territory», 2012, σ. 59. Βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, Caflisch, L.C., «La pratique suisse en matière de droit international public 2003», Revue suisse de droit international et de droit européen, 2004, τόμος 5, σ. 661 έως 719, ιδίως σ. 663 και 664.


242      Βλ. παράγραφο 4, κατά την οποία το Συμβούλιο Ασφαλείας «[ζήτησε] από την [Προσωρινή Αρχή του Συνασπισμού], σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τις σχετικές διατάξεις του διεθνούς δικαίου, να προάγει την ευημερία του Ιρακινού πληθυσμού διασφαλίζοντας αποτελεσματική διοίκηση της περιοχής, και ιδίως προσπαθώντας να αποκαταστήσει την ασφάλεια και τη σταθερότητα και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν στον Ιρακινό λαό να καθορίσει ελεύθερα το πολιτικό του μέλλον». Η υπογράμμιση δική μου.


243      Βλ. παράγραφο 1, κατά την οποία το Συμβούλιο Ασφαλείας «επιβεβ[αίωσε] εκ νέου την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα του Ιράκ και υπογρ[άμμισε], στο πλαίσιο αυτό, ότι η Προσωρινή Αρχή του Συνασπισμού (Αρχή) έχει προσωρινώς τα καθήκοντα, τις εξουσίες και τις υποχρεώσεις του ισχύοντος διεθνούς δικαίου που αναγνωρίζονται και διατυπώνονται στο ψήφισμα 1483 (2003), μέχρις ότου ο Ιρακινός λαός εγκαταστήσει διεθνώς αναγνωρισμένη αντιπροσωπευτική κυβέρνηση η οποία θα αναλάβει τα καθήκοντα της Αρχής». Η υπογράμμιση δική μου.


244      Βλ. τίτλο της συμφωνίας-πλαισίου (Recueil systématique du droit fédéral, 0.946.144.32).


245      Βλ. Ένοπλες δραστηριότητες στο έδαφος του Κονγκό (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό κατά Ουγκάντας), απόφαση (CIJ Recueil 2005, σ. 168, σημείο 244).


246      Βλ. σημεία 130 έως 134 των παρουσών προτάσεων.


247      Βλ. σημεία 245 έως 249 των παρουσών προτάσεων.


248      Βλ. «Iustiniani Institutiones», Βιβλίο II, κεφάλαιο IV «(De usu fructu), principium», σε Krueger, P. (επιμ.), Corpus Iuris Civilis, Weidmann, Βερολίνο, 1889, τόμος I· U.S. Department of State, «Memorandum of Law on Israel’s right to develop new oil field in Sinai and the Gulf of Suez», 1 Οκτωβρίου 1976, International Law Materials, 1977, τόμος 16, σ. 733 έως 753, ιδίως σ. 736· Ministry of Foreign Affairs of Israel, «Memorandum of Law on the Right to develop new oil fields in Sinai and the Gulf of Suez», 1 Αυγούστου 1977, International Law Materials, 1978, τόμος 17, σ. 432 έως 444, σημείο 2· Dinstein, Y., The International Law of Belligerent Occupation, Cambridge University Press, Cambridge, 2009, σ. 214· Van Engeland, A., «Protection of Public Property», σε Clapham, A., Gaeta, P., και Sassòli, M. (επιμ.), The 1949 Geneva Conventions:A commentary, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2015, σ. 1535 έως 1550, σημεία 20 έως 22.


249      Βλ. Dinstein, Y., The International Law of Belligerent Occupation, Cambridge University Press, Cambridge, 2009, σ. 215· Γραφείο του δικαστή-γενικού εισαγγελέα του Καναδά, Law of Armed Conflict, 2001, σημείο 1243· UK Ministry of Defence, The Manual of the Law of Armed Conflict, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2004, σημείο 11.86· U.S. Department of Defense, Law of War Manual, 2015, σ. 793.


250      Βλ. Ministry of Foreign Affairs of Israel, «Memorandum of Law on the Right to develop new oil fields in Sinai and the Gulf of Suez», 1 Αυγούστου 1977, International Law Materials, 1978, τόμος 17, σ. 432 έως 444, σημείο 12· Cassese, A., «Powers and Duties of an Occupant in Relation to Land and Natural Resources», σε Cassese, A., Gaeta, P., και Zappalà, S. (επιμ.), The Human Dimension of International Law:Selected Papers of Antonio Cassese, 2008, Oxford University Press, Οξφόρδη, σ. 250 έως 271, ιδίως σ. 258· Dinstein, Y., The International Law of Belligerent Occupation, Cambridge University Press, Cambridge, 2009, σ. 217.


251      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1946 του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης στην υπόθεση Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κ.λπ. κατά Goering κ.λπ., σε Trial of the Major War Criminals before the International Military Tribunal (Nuremberg, 14 November 1945 – 1 October 1946), 1947, σ. 171 έως 341, ιδίως σ. 239. Βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, U.S. Department of State, «Memorandum of Law on Israel’s right to develop new oil field in Sinai and the Gulf of Suez», 1 Οκτωβρίου 1976, International Law Materials, 1977, τόμος 16, σ. 733 έως 753, ιδίως σ. 743· Ministry of Foreign Affairs of Israel, «Memorandum of Law on the Right to develop new oil fields in Sinai and the Gulf of Suez», 1 Αυγούστου 1977, International Law Materials, 1978, τόμος 17, σ. 432 έως 444, ιδίως σ. 437.


252      Βλ. U.S. Department of State, «Memorandum of Law on Israel’s right to develop new oil field in Sinai and the Gulf of Suez», 1 Οκτωβρίου 1976, International Law Materials, 1977, τόμος 16, σ. 733 έως 753, ιδίως σ. 743 έως 745· Cassese, A., «Powers and Duties of an Occupant in Relation to Land and Natural Resources», σε Cassese, A., Gaeta, P., και Zappalà, S. (επιμ.), The Human Dimension of International Law:Selected Papers of Antonio Cassese, 2008, Oxford University Press, Οξφόρδη, σ. 250 έως 271, ιδίως σ. 257 και 261· Benvenisti, E., The International Law of Occupation, 2η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, σ. 82.


253      Βλ. επιστολή της 8ης Μαΐου 2003 των μονίμων αντιπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας (S/2003/538).


254      Βλ. κανονισμό της 15ης Ιουνίου 2003 της Προσωρινής Αρχής Συνασπισμού αριθ. 2, σχετικά με το Ταμείο Αναπτύξεως για το Ιράκ.


255      Βλ. Νομιμότητα της απειλής ή της χρήσεως πυρηνικών όπλων, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 1996, σ. 226, σημείο 25)· Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημεία 105 και 106).


256      Ένοπλες δραστηριότητες στο έδαφος του Κονγκό (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό κατά Ουγκάντας), απόφαση (CIJ Recueil 2005, σ. 168, σημείο 244).


257      Βλ., υπό την έννοια αυτή, Dinstein, Y., The International Law of Belligerent Occupation, Cambridge University Press, Cambridge, 2009, σ. 219 και 220.


258      Βλ. Έννομες συνέπειες της ανεγέρσεως τείχους στο κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 2004, σ. 136, σημείο 106)· Ένοπλες δραστηριότητες στο έδαφος του Κονγκό (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό κατά Ουγκάντας), απόφαση (CIJ Recueil 2005, σ. 168, σημεία 216, 217 και 220).


259      Βλ. προοίμιο καθώς και άρθρο 1, άρθρο 3, παράγραφος 1, και άρθρα 4, 8 και 9 της αλιευτικής συμφωνίας. Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, άρθρα 4 και 5 του πρωτοκόλλου του 2013.


260      Βλ. σημεία 258 και 260 των παρουσών προτάσεων.


261      Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται στο προσάρτημα 2 του παραρτήματος της αλιευτικής συμφωνίας, Σύμφωνα με το άρθρο 16 της αλιευτικής συμφωνίας, το παράρτημα με τα προσαρτήματά του αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας.


262      Βλ. σημείο 70 των παρουσών προτάσεων.


263      Βλ. σημείο 261 των παρουσών προτάσεων. Η δικογραφία δεν περιέχει συναφώς κανένα στοιχείο, καθώς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, εκτιμώντας ότι το Βασίλειο του Μαρόκου είναι η «de facto διοικούσα αρχή» της Δυτικής Σαχάρας, δεν ασχολήθηκαν με το ζήτημα αυτό.


264      Η εν λόγω μεταφορά συνιστά σοβαρή παραβίαση του προσθέτου πρωτοκόλλου Ι (βλ. άρθρο 85, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου αυτού) καθώς και έγκλημα πολέμου (άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο viii, του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, Recueil des traités des Nations unies, τόμος 2187, σ. 3). Σημειωτέον ότι το Βασίλειο του Μαρόκου υπέγραψε το Καταστατικό της Ρώμης, αλλά δεν το κύρωσε.


265      Βλ. παράγραφο 7 του ψηφίσματος 3458 A (XXX) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.


266      Βλ. παραγράφους 2 και 4 του ψηφίσματος 3458 B (XXX) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.


267      Βλ. προσάρτημα 2 του παραρτήματος του πρωτοκόλλου του 2013.


268      Βλ. Milano, E., «The New Fisheries Partnership Agreement between the EC and Morocco: Fishing too South?», Anuario español de derecho internacional, 2006, τόμος 22, σ. 413 έως 457, ιδίως σ. 435 έως 442· Soroeta Liceras, J., «La posicíon de la Unión Europea en el conflicto del Sahara Occidental, una muestra palpable (más) de la primacía de sus intereses económicos y políticos sobre la promoción de la democracia y de los derechos humanos», Revista de Derecho Comunitario Europeo, 2009, τόμος 34, σ. 823 έως 864, ιδίως σ. 829 έως 837 και σ. 844 έως 847· Corell, H., «The legality of exploring and exploiting natural resources in Western Sahara», σε Botha, N., Olivier, M., και van Tonder, D. (επιμ.), Multilateralism and International Law with Western Sahara as a Case Study, VerLoren van Themaat Centre, Πρετόρια, 2010, σ. 231 έως 247, ιδίως σ. 242· Etienne, J., «L’accord de pêche CE-Maroc: quels remèdes juridictionnels européens à quelle illicéité internationale», Revue belge de droit international, 2010, σ. 77 έως 107, ιδίως σ. 86 έως 88· Saul, B., «The Status of Western Sahara as Occupied Territory under International Humanitarian Law and the Exploitation of Natural Ressources», Sydney Law School Legal Studies Research Paper, n° 15/81 (Σεπτέμβριος 2015), σ. 29 έως 31. Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, «Γνωμοδότηση του γραφείου του νομικού συμβούλου της Αφρικανικής Ένωσης για τη νομιμότητα, υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, και ιδίως των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και των αποφάσεων του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας και της Αφρικανικής Ένωσης, των αποφάσεων των μαροκινών αρχών ή οποιουδήποτε άλλου κράτους, ομάδας κρατών, αλλοδαπής επιχειρήσεως ή άλλης οντότητας σχετικά με την εξερεύνηση ή την εκμετάλλευση ανανεώσιμων ή μη φυσικών πόρων ή οποιαδήποτε άλλη οικονομική δραστηριότητα στη Δυτική Σαχάρα», η οποία προσαρτάται στην από 9 Οκτωβρίου 2015 επιστολή του μονίμου αντιπροσώπου της Ζιμπάμπουε στον ΟΗΕ προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας (S/2015/786).


269      Το 1970, η Νότια Αφρική δεν είχε αποσύρει ακόμη τη διοίκησή της από τη Ναμίμπια, και τούτο παρά το γεγονός ότι η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ είχε παύσει την εντολή που της είχε ανατεθεί στην περιοχή αυτή από την Κοινωνία των Εθνών και είχε αναλάβει η ίδια την ευθύνη διοικήσεως της Ναμίμπιας και παρά το γεγονός ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είχε ζητήσει από τη Νότια Αφρική να αποσύρει αμέσως της διοίκησή της από τη Ναμίμπια. Πρέπει να υπομνησθεί ότι η Νότια Αφρική είχε καθιερώσει στη Ναμίμπια, όπως και στη δική της επικράτεια, καθεστώς φυλετικών διακρίσεων. Για τους λόγους αυτούς, με το ψήφισμα 276 (1970), το Συμβούλιο Ασφαλείας δήλωσε ότι «η συνεχιζόμενη παρουσία των νοτιοαφρικανικών αρχών στη Ναμίμπια είναι παράνομη και ότι, συνεπώς, όλα τα μέτρα που έχει λάβει η Νοτιοαφρικανική Κυβέρνηση εξ ονόματος της Ναμίμπιας ή σε σχέση με αυτήν, μετά τη λήξη της εντολής, είναι παράνομα» (παράγραφος 2). Ζήτησε επίσης «από όλα τα κράτη, και ιδίως από όσα διατηρούν οικονομικά και άλλα συμφέροντα στη Ναμίμπια, να απέχουν από οποιαδήποτε σχέση με τη Νοτιοαφρικανική Κυβέρνηση που είναι ασύμβατη με την παράγραφο 2 του παρόντος ψηφίσματος» (παράγραφος 5). Ακολούθως, το Συμβούλιο Ασφαλείας υπέβαλε στο Διεθνές Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με τις συνέπειες για τα κράτη της διαρκούς παρουσίας της Νότιας Αφρικής στη Ναμίμπια παρά το ψήφισμα 276 (1970).


270      Νομικές συνέπειες για τα κράτη της διαρκούς παρουσίας της Νότιας Αφρικής στη Ναμίμπια (Νοτιοδυτική Αφρική) παρά το ψήφισμα 276 (1970) του Συμβουλίου Ασφαλείας, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 1971, σ. 16).


271      Βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 1994, Αναστασίου κ.λπ. (C-432/92, EU:C:1994:277, σκέψη 35).


272      Βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 1994, Αναστασίου κ.λπ. (C-432/92, EU:C:1994:277, σκέψη 49).


273      Βλ. Νομικές συνέπειες για τα κράτη της διαρκούς παρουσίας της Νότιας Αφρικής στη Ναμίμπια (Νοτιοδυτική Αφρική) παρά το ψήφισμα 276 (1970) του Συμβουλίου Ασφαλείας, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 1971, σ. 16, σημείο 125).


274      Βλ. Νομικές συνέπειες για τα κράτη της διαρκούς παρουσίας της Νότιας Αφρικής στη Ναμίμπια (Νοτιοδυτική Αφρική) παρά το ψήφισμα 276 (1970) του Συμβουλίου Ασφαλείας, γνωμοδότηση (CIJ Recueil 1971, σ. 16, σκέψη 124).


275      Βλ. σημείο 59 των γραπτών παρατηρήσεών του.


276      Βλ. σκέψεις 373 έως 376 της αποφάσεως αυτής.


277      Βλ. άρθρο 16 της αλιευτικής συμφωνίας και άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου του 2013.


278      Βλ. άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου του 2013.


279      Βλ. σκέψεις 373 και 374 της αποφάσεως εκείνης. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στον κίνδυνο οι αποδέκτες των περιοριστικών μέτρων να λάβουν μέτρα ώστε να μην μπορεί να τους επιβληθεί εκ νέου δέσμευση κεφαλαίων, καθώς και στο ενδεχόμενο η επιβολή περιοριστικών μέτρων στους αναιρεσείοντες να αποδειχθεί δικαιολογημένη, παρά τις διαδικαστικές πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν στην απόφασή του.