ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
dÁMASO Ruiz-Jarabo COLOMER
της 20ής Οκτωβρίου 2005 1(1)
Υπόθεση C-436/04
Léopold Henri van Esbroeck
κατά
Εισαγγελικής Αρχής
[αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του Hof van Cassatie (Βέλγιο)]
«Προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλονται βάσει του άρθρου 35 ΕΕ – Κεκτημένο του Σένγκεν – Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν – Ερμηνεία του άρθρου 54 – Αρχή του “non bis in idem” – Διαχρονική εφαρμογή – Έννοια “ίδια πραγματικά περιστατικά”– Μεταφορά ορισμένης ποσότητας ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών από ένα συμβαλλόμενο κράτος σε άλλο»
I – Εισαγωγή
1. Το κεκτημένο του Σένγκεν περιλαμβάνει:
α) τη Συμφωνία που συνήφθη στις 14 Ιουνίου 1985 στην πόλη Σένγκεν του Λουξεμβούργου από τα τρία κράτη που απαρτίζουν την οικονομική ένωση Benelux, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και τη Γαλλική Δημοκρατία, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά τους σύνορα (στο εξής: Συμφωνία του Σένγκεν) (2),
β) τη σύμβαση για την εφαρμογή της προαναφερθείσας Συμφωνίας που συνήφθη στις 19 Ιουνίου 1990 από τους ίδιους συμβαλλομένους (στο εξής: σύμβαση) (3) και,
γ) τα πρωτόκολλα και τις συμφωνίες προσχωρήσεως στα δύο αυτά κείμενα άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις αποφάσεις και δηλώσεις που εξέδωσε η εκτελεστική επιτροπή η οποία συστήθηκε από τη σύμβαση, καθώς και τις πράξεις που εκδόθηκαν από τα όργανα στα οποία η εν λόγω επιτροπή απένειμε εξουσία λήψεως αποφάσεων (4).
2. Το πρωτόκολλο (αριθ. 2) που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στο εξής: πρωτόκολλο) ενσωματώνει τα προαναφερθέντα κείμενα στο πλαίσιο της Ένωσης. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου, το κεκτημένο του Σένγκεν εφαρμόζεται στα δεκατρία κράτη μέλη που αναφέρονται στο άρθρο 1, μεταξύ των οποίων είναι το Βασίλειο του Βελγίου (5), από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ (1η Μαΐου 1999).
3. Δυνάμει του άρθρου 6 του πρωτοκόλλου, η Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας υποχρεούνται να θέσουν σε εφαρμογή και να αναπτύξουν το κεκτημένο του Σένγκεν, το οποίο έχει εφαρμογή στα κράτη αυτά από 25 Μαρτίου 2001 (6).
4. Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του Hof van Cassatie του Βελγίου (ακυρωτικό δικαστήριο) δίνει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να ερμηνεύσει για τρίτη φορά (7) το άρθρο 54 της σύμβασης, που διατυπώνει την αρχή non bis in idem, να αναλύσει την εφαρμογή του ratione temporis καθώς και να ερμηνεύσει τον όρο «ίδια πραγματικά περιστατικά».
II – Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
5. Οι διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν σκοπούν σύμφωνα με το προοίμιο του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και ιδίως την ταχύτερη ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.
6. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου, το Συμβούλιο εξέδωσε στις 20 Μαΐου 1999 τις αποφάσεις 1999/435/ΕΚ και 1999/436/ΕΚ για τον ορισμό του κεκτημένου του Σένγκεν προκειμένου να προσδιοριστεί, δυνάμει των οικείων διατάξεων της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η νομική βάση για καθεμία από τις διατάξεις ή αποφάσεις που συνιστούν το κεκτημένο (8).
7. Από το άρθρο 2 και από το παράρτημα A της δεύτερης των αποφάσεων αυτών προκύπτει ότι η νομική βάση των άρθρων 54 έως 58 της σύμβασης είναι τα άρθρα 34 ΕΕ και 31 ΕΕ που ανήκουν στον τίτλο VI («Διατάξεις για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις»).
8. Τα άρθρα αυτά της σύμβασης αποτελούν το κεφάλαιο 3 που φέρει τον τίτλο «Εφαρμογή της αρχής non bis in idem» και ανήκει στον τίτλο III («Αστυνομία και ασφάλεια»).
9. Το άρθρο 54 είναι το ακόλουθο:
«Όποιος καταδικάσθηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη.»
10. Το άρθρο 71, που ανήκει στο κεφάλαιο 6 («Ναρκωτικά») του ίδιου τίτλου III, έχει ως νομική βάση τα άρθρα 34 ΕΕ και 31 ΕΕ, αλλά και το άρθρο 30 ΕΕ. Οι δύο πρώτες παράγραφοι του άρθρου αυτού είναι οι ακόλουθες:
«1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση, όσον αφορά την άμεση ή έμμεση διάθεση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών οποιασδήποτε μορφής, περιλαμβανομένης και της ινδικής καννάβεως, καθώς και την κατοχή των εν λόγω προϊόντων και ουσιών με σκοπό τη διάθεση ή την εξαγωγή τους, να λάβουν σε συμφωνία με τις υφιστάμενες συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών (1), κάθε απαραίτητο μέτρο για την πρόληψη και την καταστολή της παράνομης διακινήσεως ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών.
2. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προλαμβάνουν και να καταστέλλουν με τη βοήθεια διοικητικών και ποινικών μέτρων την παράνομη εξαγωγή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, περιλαμβανομένης και της ινδικής καννάβεως, καθώς και την πώληση, την προμήθεια και την παράδοση των εν λόγω προϊόντων και ουσιών, με κάθε επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων των άρθρων 74, 75 και 76 [(9)].
[...]»
Β – Οι συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών
11. Το άρθρο 36 της ενιαίας σύμβασης για τα ναρκωτικά που υπεγράφη στη Νέα Υόρκη στις 30 Μαρτίου 1961 ορίζει ότι:
«1. α) Με την επιφύλαξη των οικείων συνταγματικών διατάξεων, έκαστο συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε η καλλιέργεια και η παραγωγή, η παρασκευή, η εξαγωγή, η κατοχή, η προσφορά, η διάθεση προς πώληση, η διανομή, η αγορά, η πώληση, η παράδοση για οποιαδήποτε αιτία ή πρακτόρευση, η αποστολή, η διαμετακόμιση, η μεταφορά, η εισαγωγή και η εξαγωγή ναρκωτικών που δεν συνάδουν με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης ή κάθε άλλη πράξη που κατά την άποψη του εν λόγω Μέρους αντιβαίνει στις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, να συνιστούν αξιόποινες πράξεις όταν διαπράττονται διεθνώς και ώστε οι βαριές αξιόποινες πράξεις να τιμωρούνται με την κατάλληλη ποινή, ιδίως με φυλάκιση και με άλλες ποινές στερητικές της ελευθερίας.
β) […]
2. Με την επιφύλαξη των συνταγματικών διατάξεων εκάστου συμβαλλομένου Μέρους, του νομικού συστήματος και της εθνικής νομοθεσίας του,
α) i) κάθε μια από τις αξιόποινες πράξεις που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 θα θεωρείται ως ξεχωριστή αξιόποινη πράξη αν διαπράττονται σε διαφορετικές χώρες·
[...]
3. Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν θίγει τις περί δικαιοδοσίας διατάξεις του ποινικού δικαίου συμβαλλομένου Μέρους.
4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου περιορίζονται, όσον αφορά τη δωσιδικία, από την ποινική νομοθεσία εκάστου συμβαλλομένου Μέρους.»
12. Το άρθρο 22 της σύμβασης του 1971 για τις ψυχότροπες ουσίες περιέχει διάταξη βασικά ίδια με το άρθρο 36 της σύμβασης του 1961.
III – Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας υπόθεσης και τα προδικαστικά ερωτήματα
13. Ο Van Esbroeck, Βέλγος υπήκοος, καταδικάστηκε στις 2 Οκτωβρίου 2000 από το Bergens tingrett [Πρωτοδικείο του Bergen (Νορβηγία)] σε πενταετή φυλάκιση για παράνομη εισαγωγή ναρκωτικών, ποινικό αδίκημα που διέπραξε την 1η Ιουνίου 1999.
14. Αφού εξέτισε το ήμισυ της ποινής του και αποφυλακίστηκε υπό όρους, επέστρεψε στη χώρα του, όπου στις 27 Νοεμβρίου 2002 του απαγγέλθηκε κατηγορία για εξαγωγή, στις 31 Μαΐου 1999, των ουσιών που εισήγαγε στη Νορβηγία την επομένη. Το Correctionele Rechtbank van Antwerpen (πλημμελειοδικείο Αμβέρσας) τον καταδίκασε σε φυλάκιση ενός έτους με απόφαση της 19ης Μαρτίου 2003, που επικυρώθηκε κατ’ έφεση από το Hof van Beroep te Antwerpen (Εφετείο Αμβέρσας) με απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2004.
15. Ο ενδιαφερόμενος άσκησε αίτηση αναιρέσεως και προέβαλε παραβίαση της αρχής non bis in idem, που διατυπώνει το άρθρο 54 της σύμβασης.
16. Πριν αποφανθεί, το Hof van Cassatie υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:
«1. Έχει το άρθρο 54 της συναφθείσας στις 19 Ιουνίου 1999 συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν την έννοια ότι ένα βελγικό δικαστήριο δύναται να το εφαρμόσει έναντι προσώπου το οποίο στο Βέλγιο μετά τις 25 Μαρτίου 2001 διώχθηκε ποινικώς για τις ίδιες πράξεις με εκείνες για τις οποίες δικάστηκε και καταδικάστηκε στις 2 Οκτωβρίου 2000 από νορβηγικό ποινικό δικαστήριο και εξέτισε την επιβληθείσα ποινή, ενώ κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, [της συμφωνίας] το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, όπως και άλλες διατάξεις, τέθηκε σε εφαρμογή από τη Νορβηγία μόλις στις 25 Μαρτίου 2001;
Στην περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική:
2. Έχει το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, σε συνδυασμό με το άρθρο 71 αυτής, την έννοια ότι οι αξιόποινες πράξεις της κατοχής, με σκοπό την εξαγωγή και την εισαγωγή, των ιδίων ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, οποιασδήποτε μορφής περιλαμβανομένης και της ινδικής καννάβεως, που διώκονται σε διάφορα κράτη που έχουν υπογράψει τη [ΣΕΣΣ] ή εφαρμόζουν το κεκτημένο του Σένγκεν, πρέπει να θεωρηθούν, ως τα “ίδια πραγματικά περιστατικά” κατά την έννοια του άρθρου 54;»
IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
17. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν ο αναιρεσείων της κύριας δίκης, η Επιτροπή καθώς και η Ολλανδική, Τσεχική, Αυστριακή, Πολωνική και Σλοβακική Κυβέρνηση. Οι εκπρόσωποι του Van Esbroeck, της Επιτροπής και των δύο πρώτων προαναφερθεισών κυβερνήσεων παρέστησαν στη συνεδρίαση στις 22 Σεπτεμβρίου 2005 και ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.
V – Ανάλυση των προδικαστικών ερωτημάτων
Η φύση και οι βάσεις της αρχής non bis in idem
18. Στις προτάσεις που ανέπτυξα στις υποθέσεις Gözütok και Brügge (σκέψεις 48 και επ.) παρατήρησα ότι το άρθρο 54 της σύμβασης αποτελεί αυθεντική έκφραση της αρχής που δεν επιτρέπει να διώκεται ποινικώς, και ενδεχομένως να καταδικάζεται, ένα άτομο πάνω από μια φορά για την ίδια παράνομη συμπεριφορά διότι αυτή η σώρευση διώξεων και ποινικών κυρώσεων έχει την ανεπίτρεπτη συνέπεια να ασκείται επανειλημμένα το jus puniendi.
19. Στη συνέχεια πρόσθεσα ότι η αρχή αυτή στηρίζεται στους δύο στυλοβάτες κάθε νομικού συστήματος: στην ασφάλεια δικαίου και στην επιείκεια. Ο δράστης της αξιόποινης πράξης πρέπει να γνωρίζει ότι με την έκτιση της ποινής του η ενοχή του εξαλείφθηκε και δεν έχει να φοβηθεί νέα κύρωση. Οσάκις απαλλάσσεται πρέπει να έχει τη βεβαιότητα ότι δεν θα αντιμετωπίσει καμιά άλλη διαδικασία για να δικαστεί και πάλι.
20. Ας μη λησμονούμε εξάλλου ότι κάθε κύρωση επιδιώκει διπλό σκοπό: την καταστολή και την αποτροπή. Σκοπός της κύρωσης είναι να επιβάλλεται τιμωρία για ορισμένη συμπεριφορά και να αποθαρρύνεται ο δράστης του ποινικού αδικήματος καθώς και άλλοι ενδεχόμενοι αυτουργοί να διαπράττουν πράξεις τις οποίες τιμωρεί ο νόμος. Η κύρωση πρέπει δηλαδή να είναι ανάλογη προς τους σκοπούς αυτούς και ισόρροπη προκειμένου να τιμωρήσει τη συγκεκριμένη συμπεριφορά και αφετέρου να είναι παραδειγματική. Η αρχή της επιείκειας, ένα μέσο εφαρμογής της οποίας είναι ο κανόνας της αναλογικότητας, δεν επιτρέπει δηλαδή τη σώρευση κυρώσεων.
21. Η απαγόρευση που διατυπώνει η αρχή non bis in idem έχει δηλαδή δύο βάσεις. Αφενός προβιβάζεται στην τάξη των συνταγματικών κανόνων σε ορισμένα κράτη που δεσμεύονται από το κεκτημένο του Σένγκεν (10) και αναλύεται ως έκφραση της δικαστικής προστασίας του πολίτη έναντι του jus puniendi, η οποία προκύπτει από το δικαίωμα για νομότυπη διαδικασία και δίκαιη δίκη (11). Αφετέρου ανταποκρίνεται σε μια νομική απαίτηση της έννομης τάξης η νομιμότητα της οποίας στηρίζεται στον σεβασμό του δεδικασμένου (12).
22. Αυτή η διττή βάση καθώς επίσης και ο σκοπός που επιδιώκει το άρθρο 54 της σύμβασης πρέπει να εμπνεύσουν την απάντηση στα ερωτήματα του Hof van Cassatie.
Ο σκοπός της αρχής non bis in idem στο πλαίσιο του Σένγκεν
23. Η προαναφερθείσα διάταξη (13), που αναγνωρίζει διεθνές κύρος στην αρχή non bis in idem, περιέχει έναν κανόνα ο οποίος επιδιώκει τη δημιουργία ενός κοινού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης πράγμα που αποτελεί στόχο της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
24. Η σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα σύνορα αποτελεί αναγκαίο στάδιο προς την πραγματοποίηση αυτού του κοινού χώρου έστω και αν η κατάργηση των διοικητικών εμποδίων ωφελεί όλους και ιδίως αυτούς που επωφελούνται από τη μείωση των ελέγχων για να επεκτείνουν τις παράνομες δραστηριότητές τους.
25. Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η συνεργασία –ιδίως στον τομέα της αστυνομίας και της ασφάλειας– μεταξύ των κρατών που μεταβάλλονται έτσι σε πρωταγωνιστές της καταπολέμησης του εγκλήματος σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή κοινωνία και συνεργάζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο για τη διατήρηση της τάξης. Ωστόσο αυτή η μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στην καταδίωξη των ποινικών αδικημάτων δεν πρέπει να θίγει τις αδιαπραγμάτευτες εγγυήσεις που αναγνωρίζονται υπέρ των πολιτών σε μια δημοκρατική κοινωνία δικαίου.
26. Αυτόν ακριβώς τον στόχο επιδιώκει το άρθρο 54 της σύμβασης, το οποίο, σύμφωνα με τις αποφάσεις Gözütok και Brügge, και Miraglia, κατοχυρώνει την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών εντός της Ενώσεως (σκέψεις 38 και 32, αντιστοίχως), στόχος τον οποίο διατυπώνει το άρθρο 2 ΕΕ, πρώτο εδάφιο, τέταρτη περίπτωση.
Η εφαρμογή ratione temporis του άρθρου 54 της σύμβασης (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)
27. Το κεκτημένο του Σένγκεν εφαρμόζεται στο Βέλγιο από 1ης Μαΐου 1999 και στη Νορβηγία από 25 Μαρτίου 2001. Η αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορήθηκε ο Van Esbroeck διαπράχθηκε στις 31 Μαΐου και την 1η Ιουνίου 1999. Ο ενδιαφερόμενος καταδικάστηκε στη Νορβηγία στις 2 Οκτωβρίου 2000 για παράνομη εισαγωγή απαγορευμένων ουσιών και στο Βέλγιο στις 19 Μαρτίου 2003 για παράνομη εξαγωγή των ίδιων προϊόντων.
28. Λόγω αυτής της χρονολογικής σειράς, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η απαγόρευση διπλής κυρώσεως που θεσπίζει το άρθρο 54 της σύμβασης, το οποίο δεν ίσχυε στη Νορβηγία όταν εκδόθηκε η πρώτη απόφαση, μπορεί να απαγορεύσει τη μεταγενέστερη επιβολή κύρωσης στο Βέλγιο.
29. Το κεκτημένο του Σένγκεν δεν περιέχει καμιά ειδική διάταξη σχετικά με τη θέση σε ισχύ του άρθρου 54 της σύμβασης ή των διαχρονικών αποτελεσμάτων του.
30. Η απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, ως προς την οποία συμφωνούν όλοι οι μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία εκτός της Σλοβακικής Κυβέρνησης, προκύπτει εξ ολοκλήρου από τη φύση και τις βάσεις της αρχής non bis in idem.
31. Το σχετικό δικαίωμα που είναι υποκειμενικό, ουσιαστικό δικαίωμα κατά την έννοια ότι ουδείς διώκεται και τιμωρείται εκ νέου αφού διέπραξε αξιόποινη πράξη και εξέτισε την ποινή του, βρίσκει την πλήρη έκφρασή του οσάκις πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, οπότε γεννάται ως επιστέγασμα του δικαιώματος αυτού η υποχρέωση των δημοσίων αρχών να μη λάβουν κανένα κατασταλτικό μέτρο. Η αρχή αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά μόνον αν ο κατηγορούμενος έχει ήδη καταδικαστεί αμετάκλητα.
32. Η βελγική δικαιοσύνη όμως άσκησε ποινική δίωξη κατά του Van Esbroeck και του επέβαλε ποινή παρά την προηγούμενη αλλοδαπή καταδικαστική απόφαση, τη στιγμή που το άρθρο 54 της σύμβασης δέσμευε τα δύο κράτη. Υπό τις συνθήκες αυτές προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Hof van Cassatie ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στην περίπτωση της κύριας δίκης.
33. Στις προτάσεις μου στις υποθέσεις Gözütok και Brügge παρατήρησα (παράγραφος 114) ότι η απαγόρευση της διπλής ποινής δεν αποτελεί δικονομικό κανόνα, αλλά ουσιώδη εγγύηση που παρέχουν στους πολίτες τα νομικά συστήματα τα οποία, όπως τα συστήματα των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στηρίζονται στην αναγνώριση υπέρ του ατόμου ενός συνόλου δικαιωμάτων και ελευθεριών έναντι της δράσεως των δημοσίων αρχών (14). Ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι, για την εφαρμογή της αρχής αυτής, το νομικό πλαίσιο της δεύτερης υπόθεσης είναι αυτό που είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο της πρώτης ή αυτό που ίσχυε κατά τον χρόνο της διαπράξεως του ποινικού αδικήματος, δεδομένου ότι το παρόν κανονιστικό πλαίσιο είναι ευνοϊκότερο για τον κατηγορούμενο πρέπει να εφαρμοστεί αναδρομικά σύμφωνα με μια βασική αρχή της ποινικής πολιτικής που γίνεται γενικώς δεκτή στα προαναφερθέντα νομικά συστήματα.
34. Αν εξετάσουμε το άρθρο 54 της σύμβασης από δικονομική σκοπιά, η λύση είναι η ίδια διότι, ελλείψει αντιθέτου διατάξεως, οι κανόνες αυτού του είδους διέπουν τις δίκες που κινούνται μετά την έναρξη ισχύος τους και η κύρια δίκη κινήθηκε στο Βέλγιο μετά την έναρξη εφαρμογής της διατάξεως αυτής στο κράτος αυτό και στη Νορβηγία.
Η έννοια του όρου «idem» (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)
1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
35. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία του όρου «ίδια πραγματικά περιστατικά», που περιέχει το άρθρο 54 της σύμβασης.
36. Το έργο του προσδιορισμού του ζητήματος αν τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την κίνηση ποινικής διαδικασίας είναι ίδια με αυτά προγενέστερης υπόθεσης βρίσκεται στο επίκεντρο της αποστολής του δικαστή και ο μόνος αρμόδιος είναι ο δικαστής που γνωρίζει άμεσα την πραγματική κατάσταση επί της οποίας προβάλλει την αξιολόγησή του, με την επιφύλαξη ενδεχόμενης επανεξέτασης σε δεύτερο βαθμό.
37. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο πρέπει να αντισταθεί στον πειρασμό να τον υποκαταστήσει. Η αποστολή του περιορίζεται στη διατύπωση των κριτηρίων ερμηνείας τα οποία, λαμβανομένων υπόψη των βάσεων και του σκοπού του κανόνα, δείχνουν την πλέον κατάλληλη κατεύθυνση για να επιτευχθεί ομοιόμορφη μεταχείριση στο σύνολο του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
38. Σ’ αυτό το στάδιο της ανάλυσης ομολογώ ότι μια γρήγορη ανάγνωση του δεύτερου ερωτήματος του Hof van Cassatie με ώθησε να προσπαθήσω να οριοθετήσω την αόριστη νομική έννοια «ίδια πραγματικά περιστατικά», προκειμένου να συναγάγω, από τη σκοπιά του κοινοτικού δικαίου, αυτοτελείς κανόνες που θα μου επιτρέψουν να διατυπώσω ένα γενικό κριτήριο ικανό να επιλύσει τις υποθέσεις που θα ανακύψουν ενδεχομένως στο μέλλον.
39. Το έργο αυτό, εκτός του ότι είναι φιλόδοξο, αποδεικνύεται αδύνατο διότι οι διαφορές της ποινικής πολιτικής και η φύση της ποινικής διαδικασίας δυσχεραίνουν τις θεωρητικές κατασκευές καθολικής αξίας, έτσι ώστε μια προσέγγιση κατάλληλη για ορισμένες αξιόποινες πράξεις ή ορισμένες μορφές συμμετοχής μπορεί να είναι ακατάλληλη για άλλες (15).
40. Είναι λογικότερο να τοποθετηθούμε σε μια ενδιάμεση προοπτική και να εξετάσουμε, χωρίς να χαθούμε στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης προκειμένου να βοηθήσουμε το εθνικό δικαστήριο παρέχοντάς του τους κανόνες με τους οποίους θα επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με το πνεύμα της διάταξης της οποίας ζητείται η ερμηνεία στην υπό κρίση υπόθεση.
2. Η αυστηρά πραγματική διάσταση του όρου
41. Αυτή η εκλεκτική προσέγγιση διαπνέει το ερώτημα του Hof van Cassatie που είναι να προσδιοριστεί αν, κατά την έννοια του άρθρου 54, η παράνομη εξαγωγή και εισαγωγή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών μεταξύ δύο κρατών συμβαλλομένων στη σύμβαση μπορούν να χαρακτηριστούν ως ίδια πραγματικά περιστατικά ή αν αντιθέτως κάθε κράτος οφείλει να τα καταστείλει ως ξεχωριστά ποινικά αδικήματα.
42. Η σημασία του ερωτήματος αυτού είναι προφανής όχι τόσο λόγω του περίπλοκου πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, αλλά διότι αυτή η μορφή εγκληματικότητας χαρακτηρίζεται από τη συχνή επανάληψη ανάλογης συμπεριφοράς. Η επιστήμη έχει επισημάνει τέτοιου είδους προβλήματα (16), την ύπαρξη των οποίων επιβεβαιώνει η πραγματικότητα (17).
43. Το ζήτημα είναι συνεπώς να οριοθετηθεί η έννοια που έχει το δεύτερο στοιχείο της αρχής non bis in idem. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να εξεταστούν τρεις πτυχές: αυτή των πραγματικών περιστατικών αποκλειομένης κάθε άλλης θεωρήσεως, η άποψη που δίνει προτεραιότητα στον νομικό χαρακτηρισμό τους και αυτή που τονίζει τα αγαθά τα οποία προστατεύει ο χαρακτηρισμός αυτός.
44. Η γλωσσολογική προσέγγιση επικυρώνει την πρώτη άποψη. Το ισπανικό κείμενο της σύμβασης που περιέχει την έκφραση «por los mismos hechos» δεν αφήνει έδαφος για αμφιβολία· το γερμανικό, το γαλλικό, το αγγλικό, το ιταλικό και το ολλανδικό κείμενο («wegen derselben Tat», «pour les mêmes faits», «for the same acts», «per i medesimi fatti» και «wegens dezelfde feiten», αντιστοίχως) δεν δημιουργούν διχογνωμία ούτε αυτά, διότι αναφέρονται όλα στο idem factum, δηλαδή στο σύνολο των γεγονότων τα οποία αφορά η ποινική δίωξη ως φαινόμενο που ο δικαστής οφείλει να αξιολογήσει προκειμένου να πράξει ανάλογα κατά νόμο.
45. Η προοπτική αυτή επιρρωννύεται αν εξετάσουμε τη βάση και την έννοια αυτής της βασικής εγγύησης που παρέχεται στους πολίτες: η ελεύθερη κυκλοφορία στον χώρο Σένγκεν απαιτεί να γνωρίζει ο αυτουργός της πράξης, αφού καταδικαστεί και εκτίσει την ποινή του ή ενδεχομένως αφού απαλλαχθεί αμετάκλητα σε ένα κράτος μέλος, ότι μπορεί να διακινηθεί εντός του χώρου αυτού χωρίς να φοβάται ότι θα διωχθεί σε άλλο κράτος για τον λόγο ότι η συμπεριφορά αυτή συνιστά ξεχωριστή αξιόποινη πράξη στην οικεία έννομη τάξη. Αν δεχτούμε την προσέγγιση αυτή ο στόχος του άρθρου 2 ΕΕ, πρώτο εδάφιο, τέταρτη περίπτωση, παραμένει νεκρό γράμμα και καταλήγουμε σε τόσα εμπόδια σ’ αυτή την ελευθερία κινήσεως εντός του εσωτερικού χώρου όσα είναι και τα ποινικά συστήματα τα οποία, επιπλέον και παρά την εναρμόνιση που επιτυγχάνουν οι αποφάσεις-πλαίσια του Συμβουλίου της Ένωσης, φέρουν έντονη εθνική σφραγίδα.
46. Για τους ίδιους λόγους πρέπει να απορριφθεί και το κριτήριο του προστατευομένου εννόμου αγαθού, διότι είναι τόσο συνδεδεμένο με τις θεμιτές επιλογές εσωτερικής ποινικής πολιτικής που δίνει τη δυνατότητα να καταστέλλεται πολλές φορές η ίδια συμπεριφορά και κατ’ αυτόν τον τρόπο θίγεται ο στόχος του άρθρου 54 της σύμβασης.
47. Αν τα στοιχεία αξιολογήσεως ήταν τα ποινικά αδικήματα ή οι αξίες που προστατεύονται διά της απαγορεύσεώς της αντί των απλών πραγματικών περιστατικών, η αρχή non bis in idem δεν θα μπορούσε ποτέ να εφαρμοστεί στη διεθνή πράξη (18).
48. Το στοιχείο αυτό εξηγεί ίσως το ότι, αντίθετα με το διεθνές σύμφωνο για τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα που απαγορεύει τη διπλή ποινική δίωξη για την ίδια «αξιόποινη πράξη» (άρθρο 14, παράγραφος 7), και με το πρωτόκολλο αριθ. 7 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που, με τον ίδιο στόχο, αναφέρεται στην «αξιόποινη πράξη» (άρθρο 4) (19) –δυο κείμενα που λαμβάνουν υπόψη την εσωτερική διάσταση της υπό εξέταση αρχής–, άλλες συμφωνίες, που προσεγγίζουν τη διεθνή του διάσταση, τοποθετούνται σε μια οπτική καθαρά πραγματική (20). Η πρωτοβουλία της Ελληνικής Δημοκρατίας για την έκδοση αποφάσεως-πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή της αρχής non bis in idem (21) περιέχει το ίδιο κριτήριο, ο δε όρος idem ορίζεται ως «η δεύτερη αξιόποινη πράξη που προκύπτει αποκλειστικά από τις ίδιες περιστάσεις ή από περιστάσεις βασικά παρόμοιες ανεξάρτητα του νομικού χαρακτηρισμού της» (άρθρο 1, στοιχείο ε΄).
49. Εξάλλου, στην υπό κρίση υπόθεση διαπιστώνεται ότι το Βελγικό Υπουργείο Εσωτερικών και το Υπουργείο Δικαιοσύνης δημοσίευσαν στις 10 Δεκεμβρίου 1998 εγκύκλιο (22) η οποία διευκρινίζει ότι κατά την έννοια του άρθρου 54 της σύμβασης αυτό που απαιτείται δεν είναι η ταυτότητα των νομικών χαρακτηρισμών αλλά μόνο η ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών (23). Ένα βελγικό δικαστήριο εφάρμοσε τον κανόνα αυτό (24).
3. Η κύρια υπόθεση
50. Οι προεκτεθείσες θεωρήσεις επιρρωννύονται όταν τις προβάλλουμε στις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης.
51. Είναι αναμφισβήτητο ότι από ουσιαστικής σκοπιάς το περιστατικό για το οποίο ο Van Esbroeck τιμωρήθηκε στη Νορβηγία είναι το ίδιο με αυτό για το οποίο δικάζεται στο Βέλγιο, δηλαδή η παράνομη μεταφορά ορισμένης ποσότητας ναρκωτικών από μια χώρα σε άλλη στις 31 Μαΐου και την 1η Ιουνίου 1999. Η συμπεριφορά αυτή αντιστοιχεί σε νομικό χαρακτηρισμό που διαφέρει από το ένα κράτος στο άλλο: εξαγωγή παρανόμων ουσιών για το Βέλγιο και εισαγωγή των ίδιων προϊόντων για τη Νορβηγία. Αν ο όρος idem έχει αυστηρά πραγματική έννοια ο Van Esbroeck επωφελείται από το άρθρο 54 της σύμβασης, ενώ αν έχει νομική έννοια τότε είναι δυνατή η διπλή ποινική κύρωση.
52. Θεωρώ επίμεμπτη την τελευταία περίπτωση για τρεις λόγους. Πρώτον, καταλήγει σε περιοριστική λύση που είναι ασυμβίβαστη με την εξ ορισμού επεκτατική ισχύ των βασικών εγγυήσεων που προστατεύουν την αξιοπρέπεια του ατόμου. Δεύτερον, έρχεται σε κατά μέτωπο αντίθεση με τον στόχο του άρθρου 54 της σύμβασης που είναι να εξασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών και επιτρέπει να κρέμεται πάνω από το πρόσωπο που καταδικάστηκε και εξέτισε την ποινή του η δαμόκλειος σπάθη, δηλαδή το ενδεχόμενο νέων κυρώσεων σε περίπτωση που διαβεί τα σύνορα του κράτους στο οποίο εξέτισε την ποινή του. Τέλος, είναι ειρωνεία να γίνεται λόγος για εισαγωγή και εξαγωγή σε ένα έδαφος που υπάγεται σε μια έννομη τάξη η οποία ακριβώς έχει ως στόχο από την ίδια τη φύση της να καταργήσει τα σύνορα τόσο για τα πρόσωπα όσο και για τα αγαθά (25).
4. Το άρθρο 71 της σύμβασης
53. Βάσει της διάταξης αυτής τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λάβουν κάθε απαραίτητο μέτρο για την πρόληψη και την καταστολή της παράνομης διακινήσεως ναρκωτικών σε συμφωνία με τις υφιστάμενες συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών και ιδίως τις συμβάσεις περί ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, που ορίζουν ότι οι αξιόποινες πράξεις πρέπει να θεωρούνται ξεχωριστές πράξεις αν διαπράττονται σε διαφορετικές χώρες (άρθρα 36 και 22, αντιστοίχως).
54. Εκ πρώτης όψεως οι προαναφερθείσες διατάξεις αντιστρατεύονται την προεκτεθείσα συλλογιστική, πλην όμως η προσεκτική εξέταση του περιεχομένου τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο δεν την αντιστρατεύονται αλλά την επιρρωννύουν.
55. Το άρθρο 71 επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη την υποχρέωση να μη μειώνουν τις προσπάθειές τους στο πλαίσιο του Σένγκεν για την καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών και προς τούτο υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις που υπέχουν από συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών στον τομέα αυτό. Η διάταξη αυτή έχει γενική έκταση και δεν περιορίζει ειδικά το άρθρο 54.
56. Στη συνέχεια οι εν λόγω συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών πρέπει να εξεταστούν στο οικείο ιστορικό και κανονιστικό πλαίσιο, διότι τα άρθρα 22 και 36 αυτών, βάσει των οποίων τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να λάβουν μέτρα για την καταστολή των πράξεων που συνδέονται με αυτό το παράνομο εμπόριο, δεν διατυπώνουν απόλυτη υποχρέωση και διατηρούν τους περιορισμούς που προκύπτουν από τα οικεία νομικά συστήματα. Το άρθρο 54 της σύμβασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης των κρατών που επικύρωσαν τη σύμβαση αυτή, οπότε οι περιορισμοί αυτοί δεν θίγουν την αποτελεσματικότητά του.
57. Δεν πρέπει εξάλλου να λησμονούμε ότι οι εν λόγω συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών καταρτίστηκαν για την καταπολέμηση σε παγκόσμια κλίμακα του παρανόμου εμπορίου ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών ελλείψει ισχυρής δράσης σε όλες τις χώρες. Αυτή η προοπτική παρέχει στα άρθρα 22 και 36 των συμβάσεων αυτών την πραγματική σημασία τους, δηλαδή ότι οσάκις οι πράξεις διαπράττονται σε πλείονα συμβαλλόμενα κράτη είναι δυνατόν να διωχθούν και να τιμωρηθούν οι δράστες σε οποιοδήποτε κράτος ώστε παρά την ενδεχόμενη ανεπάρκεια ορισμένου κράτους να μην παραμείνουν ατιμώρητοι. Η προσέγγιση αυτή όμως δεν έχει έννοια εντός του χώρου Σένγκεν που στηρίζεται, όπως παρατήρησα με τις προτάσεις μου στις υποθέσεις Gözütok και Brügge (παράγραφος 124) και όπως το Δικαστήριο δέχθηκε με την απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2003 (σκέψη 33), στην αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών μελών στα αντίστοιχα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης (26).
58. Τελικά τα άρθρα αυτά σκοπούν να αποτρέψουν την ουσιαστική αποποινικοποίηση μιας συμπεριφοράς, αλλά, άπαξ και επιβληθεί ποινή για αυτήν, στα νομικά συστήματα όπως το σύστημα του Σένγκεν που δέχονται τον κανόνα non bis in idem είναι αδύνατη η νέα ποινική δίωξη. Συνεπώς δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ αυτών των δύο συστημάτων κανόνων.
59. Συνεπώς, κατά την έννοια του άρθρου 54 της σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 71, η εξαγωγή και η εισαγωγή των ίδιων ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών ανεξαρτήτως φύσεως, περιλαμβανομένης και της ινδικής καννάβεως, μεταξύ δύο συμβαλλομένων στη σύμβαση κρατών ή δύο κρατών στα οποία εφαρμόζεται το κεκτημένο του Σένγκεν συνιστούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά κατά την έννοια της πρώτης των διατάξεων αυτών, ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτηρισμό που αποδίδουν στη συμπεριφορά αυτή οι οικείες έννομες τάξεις.
VI – Πρόταση
60. Βάσει των προεκτεθέντων προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα του Hof van Cassatie του Βελγίου:
«1. Το άρθρο 54 της σύμβασης για την εφαρμογή της Συμφωνίας του Σένγκεν έχει εφαρμογή στην ποινική δίωξη που κινήθηκε μετά την έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής για πραγματικά περιστατικά για τα οποία εκδόθηκε δικαστική απόφαση ανεξάρτητα από την ημερομηνία ασκήσεως της πρώτης ποινικής δίωξης.
2. Η εξαγωγή και η εισαγωγή των ίδιων ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών ανεξαρτήτως φύσεως, περιλαμβανομένης και της ινδικής καννάβεως, μεταξύ δύο συμβαλλομένων κρατών ή κρατών στα οποία εφαρμόζεται το κεκτημένο του Σένγκεν συνιστούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά κατά την έννοια του άρθρου 54 της σύμβασης αυτής σε συνδυασμό με το άρθρο 71 αυτής, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού που αποδίδουν στις πράξεις αυτές οι οικείες έννομες τάξεις.»