ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
NIILO JÄÄSKINEN
της 11ης Ιουλίου 2013 (1)
Υπόθεση C‑22/12
Katarína Haasová
κατά
Rastislav Petrík,
Blanka Holingová
[αίτηση του Krajský súd v Prešove (Σλοβακία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
Υπόθεση C‑277/12
Vitālijs Drozdovs, εκπροσωπούμενος από τη Valentīna Balakireva,
κατά
AAS Baltikums
[αίτηση του Augstākās tiesas Senāts (Λεττονία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προσέγγιση των νομοθεσιών – Υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων – Ζημίες που καλύπτονται από την εν λόγω ασφάλιση – Οδηγία 72/166/ΕΟΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Οδηγία 84/5/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2 – Οδηγία 90/232/ΕΟΚ – Άρθρο 1 – Έννοια της “σωματικής βλάβης” – Κάλυψη και μη περιουσιακής ζημίας – Αποζημίωση για μη περιουσιακή ζημία που προκαλείται από τον θάνατο οικείου προσώπου σε κυκλοφοριακό ατύχημα – Ελάχιστα ποσά εγγυήσεως»
I – Εισαγωγή
1. Οι δύο υποθέσεις που αποτελούν το αντικείμενο των παρουσών προτάσεων αφορούν την ενδεχόμενη αποζημίωση, με βάση την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων, για θάνατο οικείου προσώπου σε τροχαίο ατύχημα (2). Λαμβανομένου υπόψη ότι οι εν λόγω υποθέσεις έχουν κοινά στοιχεία και ιδίως ότι το κεντρικό νομικό ζήτημα που θέτουν είναι το ίδιο, κρίθηκε σκόπιμο να αναπτυχθούν κοινές προτάσεις γι’ αυτές, μολονότι, λόγω ελλείψεως πραγματικής συναφείας μεταξύ τους, δεν εξετάστηκε το ενδεχόμενο συνεκδίκασής τους από το Δικαστήριο.
2. Η πρώτη υπόθεση, που καταχωρίσθηκε με τον αριθμό C‑22/12 (στο εξής: υπόθεση Haasová), αφορά την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Krajský súd v Prešove (Σλοβακία) με την οποία ζητείται να ερμηνευθεί το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 1972, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (3) (στο εξής: πρώτη οδηγία), και το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της τρίτης οδηγίας 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 1990, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (4) (στο εξής: τρίτη οδηγία).
3. Η δεύτερη υπόθεση, που καταχωρίσθηκε με τον αριθμό C‑277/12 (στο εξής: υπόθεση Drozdovs), αφορά την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Augstākās tiesas Senāts (Λεττονία) με την οποία ζητείται να ερμηνευθεί και πάλι το άρθρο 3 της πρώτης οδηγίας, καθώς και το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της δεύτερης οδηγίας 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Δεκεμβρίου 1983, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (5) (στο εξής: δεύτερη οδηγία).
4. Από τον συνδυασμό των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στο πλαίσιο των υποθέσεων Haasová και Drozdovs προκύπτουν τρία ζητήματα.
5. Πρώτον, το κύριο ζήτημα το οποίο τίθεται στο πλαίσιο αμφοτέρων των υποθέσεων είναι αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας, το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της δεύτερης οδηγίας και το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της τρίτης οδηγίας (6) έχουν την έννοια ότι μια μη περιουσιακή βλάβη ή ηθική βλάβη (στο εξής: μη περιουσιακή βλάβη (7)) όπως αυτή που προκαλείται συνεπεία του θανάτου συγγενικού προσώπου ή συζύγου σε τροχαίο ατύχημα, αποτελεί μέρος των ζημιών που πρέπει να καλύπτονται από την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων. Σχετικώς απαιτείται, ιδίως, να προσδιοριστεί το νόημα και το εύρος του όρου «σωματικές βλάβες» που περιέχεται στις δύο τελευταίες αυτές διατάξεις, ούτως ώστε να διευκρινιστεί αν ο όρος αυτός μπορεί να συμπεριλαμβάνει τη μη περιουσιακή ζημία την οποία υφίστανται οι οικείοι προσώπου που έχασε τη ζωή του σε τροχαίο ατύχημα στο οποίο αυτοί δεν εμπλέκονται άμεσα.
6. Δεύτερον, με το δεύτερο ερώτημα που υποβλήθηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως Drozdovs, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί αν, στην περίπτωση που θα γινόταν δεκτό ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λάβουν πρόσφορα μέτρα προκειμένου η αποζημίωση σε μια τέτοια περίπτωση να καλύπτεται από την υποχρεωτική ασφάλιση που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας και το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της δεύτερης οδηγίας, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να θεσπίσουν ρύθμιση η οποία θέτει ορισμένο όριο στο ποσό της εν λόγω αποζημιώσεως που υποχρεούται να καλύψει ο ασφαλιστής και η οποία μάλιστα ορίζει το ποσό αυτό σε επίπεδο σαφώς χαμηλότερο των ελαχίστων ποσών αποζημιώσεως που προβλέπουν οι εν λόγω οδηγίες.
7. Τρίτον, το δεύτερο ερώτημα που υποβλήθηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως Haasová αφορά, κατ’ ουσίαν, την αντίθετη από την προηγούμενη περίπτωση, ήτοι την περίπτωση όπου μια εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει την υποχρέωση μιας τέτοιας αποζημιώσεως θεωρείται ότι συμβιβάζεται με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας και το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της τρίτης οδηγίας. Το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί αν, στην περίπτωση αυτή, δικαστήριο κράτους μέλους θα μπορούσε να ερμηνεύσει την εν λόγω ρύθμιση υπό το πρίσμα των διατάξεων αυτών του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να επιδικάσει μια τέτοια αποζημίωση παρά το αντίθετο γράμμα των διατάξεων του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου.
II – Το νομικό πλαίσιο
Α – Το δίκαιο της Ένωσης (8)
1. Η πρώτη οδηγία
8. Στις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3 της πρώτης οδηγίας τονίζεται, αφενός, ότι οι συνοριακοί έλεγχοι της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων έχει ως σκοπό τη διαφύλαξη των συμφερόντων των προσώπων τα οποία είναι δυνατόν να καταστούν θύματα ατυχημάτων που προξενούνται από τέτοια οχήματα και, αφετέρου, ότι οι διαφορές μεταξύ των σχετικών εθνικών ρυθμίσεων είναι δυνατόν να παρακωλύσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων και των προσώπων εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητος και, ως εκ τούτου, έχουν άμεση επίπτωση στην εγκαθίδρυση και στη λειτουργία της κοινής αγοράς.
9. Στο άρθρο 1, σημείο 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζεται ότι, κατ’ αυτήν, ως «ζημιωθείς» νοείται «το πρόσωπο το οποίο δικαιούται αποκαταστάσεως της ζημίας που προεκλήθη από οχήματα».
10. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι «[κ]άθε κράτος μέλος λαμβάνει […] όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από ασφάλιση. Η έκταση της καλυπτομένης ευθύνης και οι όροι και συνθήκες της καλύψεως καθορίζονται με βάση τα μέτρα αυτά».
2. Η δεύτερη οδηγία
11. Κατά την αιτιολογική σκέψη 3 της δεύτερης οδηγίας, οι μεγάλες αποκλίσεις που εξακολουθούν να υφίστανται όσον αφορά την έκταση της υποχρεώσεως ασφαλίσεως μεταξύ των νομοθεσιών των διαφόρων κρατών μελών έχουν άμεση επίπτωση στην εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της κοινής αγοράς.
12. Οι αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας προσθέτουν ότι «δικαιολογείται ιδιαίτερα να διευρυνθεί η υποχρέωση ασφαλίσεως και στην ευθύνη που γεννάται στην περίπτωση υλικών ζημιών» και ότι «τα ποσά μέχρι τα οποία είναι υποχρεωτική η ασφάλιση πρέπει να διασφαλίζουν οπωσδήποτε στα θύματα ικανοποιητική αποζημίωση όποιο κι αν είναι το κράτος μέλος στο οποίο έγινε το ατύχημα».
13. Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«1. Η ασφάλιση που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της [πρώτης οδηγίας] καλύπτει υποχρεωτικά τις υλικές ζημίες και τις σωματικές βλάβες.
3. 2. Με την επιφύλαξη μεγαλύτερων ποσών εγγυήσεως, που ενδεχομένως απαιτούνται από τα κράτη μέλη, κάθε κράτος μέλος απαιτεί τα ποσά υποχρεωτικής ασφαλίσεως να ανέρχονται τουλάχιστο σε:
– 350 000 ECU για τις σωματικές βλάβες όταν υπάρχει ένα μόνο θύμα· όταν υπάρχουν περισσότερα θύματα, στο ίδιο ατύχημα, το ποσό αυτό πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμό των θυμάτων,
– 100 000 ECU ανά ατύχημα για τις υλικές ζημίες, ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων.
Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν αντί των προηγούμενων ελάχιστων ποσών ελάχιστο ποσό 500 000 ECU για τις σωματικές βλάβες, όταν υπάρχουν πολλά θύματα στο ίδιο ατύχημα, ή ένα ελάχιστο συνολικό ποσό 600 000 ECU ανά ατύχημα, για σωματικές βλάβες ή υλικές ζημίες, ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων ή τη φύση των ζημιών» (9).
4. Η τρίτη οδηγία
14. Στην αιτιολογική σκέψη 4 της τρίτης οδηγίας υπογραμμίζεται ότι «θα πρέπει να διασφαλιστεί παρόμοια μεταχείριση των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων άσχετα με το που λαμβάνει χώρα το ατύχημα στο εσωτερικό της Κοινότητας». Κατά την αιτιολογική σκέψη 5 αυτής, «υπάρχουν [ειδικότερα] κενά στην υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη των επιβατών των αυτοκινήτων οχημάτων σε ορισμένα κράτη μέλη [και] πρέπει να πληρωθούν τα κενά αυτά ώστε να προστατευθεί αυτή η ιδιαίτερα τρωτή κατηγορία δυνητικών θυμάτων».
15. Το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ιδίως ότι «η ασφάλιση που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας καλύπτει την ευθύνη για σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού, που προκύπτουν από την κυκλοφορία ενός οχήματος».
Β – Το εθνικό δίκαιο
1. Το δίκαιο της Τσεχίας (υπόθεση Haasová)
16. Μολονότι τα προδικαστικά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στο πλαίσιο της υπόθεσης Haasová αφορούν τόσο διατάξεις του δικαίου της Τσεχίας όσο και διατάξεις του δικαίου της Σλοβακίας (10), στις παρούσες προτάσεις μνημονεύονται μόνο οι πρώτες, δεδομένου ότι είναι εφαρμοστέες ratione materiae όσον αφορά την αστική ευθύνη που προκύπτει από το ατύχημα για το οποίο πρόκειται, δυνάμει της Συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στα τροχαία ατυχήματα, η οποία συνήφθη στη Χάγη στις 4 Μαΐου 1971 (11) (στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 1971), διευκρινιζομένου, ωστόσο, ότι τούτο δεν προδικάζει ποιο δίκαιο είναι εφαρμοστέο όσον αφορά άλλα θέματα που διέπονται από την ασφαλιστική σύμβαση (12).
α) Ο τσεχικός αστικός κώδικας
17. Το άρθρο 11 του νόμου 40/1964 (13) περί του αστικού κώδικα (στο εξής: τσεχικός Αστικός Κώδικας) ορίζει ιδίως ότι «κάθε φυσικό πρόσωπο έχει δικαίωμα για προστασία της προσωπικότητάς του και ιδίως της ζωής του».
18. Κατά το άρθρο 13 του ως άνω κώδικα:
«1) Πάν φυσικό πρόσωπο έχει ιδίως το δικαίωμα να απαιτήσει την παύση των παρανόμων προσβολών του δικαιώματος για προστασία της προσωπικότητάς του, την άρση των συνεπειών των προσβολών αυτών και την προσήκουσα ικανοποίηση των αιτημάτων του.
2) Στον βαθμό που δεν έχει λάβει επαρκή ικανοποίηση κατά την έννοια της παραγράφου 1, ιδίως επειδή εθίγη ουσιωδώς η αξιοπρέπειά του ή η κοινωνική του υπόληψη, το φυσικό πρόσωπο δικαιούται επίσης να του παρασχεθεί χρηματική αποκατάσταση της μη περιουσιακής του ζημίας.
3) Το ύψος της αποκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 προσδιορίζεται από το δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους της προκληθείσης ζημίας και των περιστάσεων υπό τις οποίες προκλήθηκε η εν λόγω προσβολή του δικαιώματος».
19. Στο άρθρο 444, παράγραφος 3, στοιχείο a, του εν λόγω κώδικα ορίζεται ότι, σε περίπτωση θανάτου, ο/η επιβιώσας/ασα σύζυγος δικαιούται αποζημιώσεως ποσού 240 000 τσεχικών κορώνων (CZK), ήτοι περίπου 9 300 ευρώ, για την απώλεια της/του συζύγου του/της.
Ο τσεχικός νόμος περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως
20. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου 168/1999 (14) για την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (στο εξής: τσεχικός νόμος για την υποχρεωτική ασφάλιση) ορίζει ιδίως ότι η εν λόγω ασφάλιση «καλύπτει κάθε πρόσωπο που ευθύνεται για τη ζημία που προκύπτει από την κυκλοφορία του οχήματος στο οποίο αναφέρεται η ασφαλιστική σύμβαση».
21. Στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου διευκρινίζεται ότι, με την επιφύλαξη αντιθέτων διατάξεων του ιδίου νόμου, «ο ασφαλισμένος δικαιούται να αξιώσει από τον ασφαλιστή να αποζημιώσει για λογαριασμό του το ζημιωθέν πρόσωπο, εντός του πλαισίου και για το ποσό που προβλέπει ο αστικός κώδικας, [ιδίως] για την προκληθείσα σωματική βλάβη ή τον θάνατο […], εφόσον το ζημιωθέν πρόσωπο θεμελίωσε και απέδειξε το δικαίωμά του και το ζημιογόνο γεγονός το οποίο προξένησε τη ζημία και για το οποίο παρέχει κάλυψη ο ασφαλιστής επήλθε κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως, εξαιρουμένης τυχόν περιόδου διακοπής».
2. Το λεττονικό δίκαιο (υπόθεση Drozdovs)
α) Ο λεττονικός νόμος για την υποχρεωτική ασφάλιση
22. Ο λεττονικός νόμος για την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης των ιδιοκτητών τροχαίων οχημάτων (15), γνωστός ως «νόμος OCTA» (στο εξής: λεττονικός νόμος για την υποχρεωτική ασφάλιση), έφερε στο εθνικό δίκαιο, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης οδηγίας. Οι ακόλουθες διατάξεις παρατίθενται όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο επελεύσεως των πραγματικών περιστατικών.
23. Κατά το άρθρο 15 του εν λόγω νόμου, που φέρει τον τίτλο «Όρια της ευθύνης του ασφαλιστή»:
«(1) Σε περίπτωση ατυχήματος, ο ασφαλιστής ο οποίος έχει αναλάβει την ασφάλιση της αστικής ευθύνης του κυρίου του οχήματος το οποίο προκάλεσε το ατύχημα […] [υποχρεούται] να καταβάλει τη σχετική αποζημίωση, εντός των ορίων της ευθύνης του ασφαλιστή:
1) μέχρι του ποσού των 250 000 λεττονικών λάτς [LVL] για κάθε πρόσωπο που υπέστη προσωπική ζημία,
2) μέχρι του ποσού των 70 000 λεττονικών λάτς [LVL] για υλική ζημία, ανεξαρτήτως του αριθμού των τρίτων ζημιωθέντων,
(2) Οι τρίτοι μπορούν να απαιτήσουν αποζημίωση, με βάση το κοινό δίκαιο, για τις ζημίες που δεν αποκαθίστανται δυνάμει του παρόντος νόμου και που υπερβαίνουν τα όρια της ευθύνης του ασφαλιστή.»
24. Το άρθρο 19 του εν λόγω νόμου παραθέτει τα είδη των βλαβών, περιουσιακών ή μη, θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων εμπίπτοντων στον νόμο. Μεταξύ των μη περιουσιακών βλαβών, που ορίζονται ως «βλάβες συνδεόμενες με τον πόνο και την ψυχική οδύνη», η παράγραφος 2, σημείο 3, αναφέρει, ιδίως, «τον θάνατο του προσώπου από το οποίο συντηρείται ο παθών». Στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού διευκρινίζεται ότι «[τ]ο ποσό και ο τρόπος υπολογισμού των ασφαλιστικών αποζημιώσεων για περιουσιακές και μη περιουσιακές ζημίες των προσώπων ορίζονται από το Συμβούλιο των Υπουργών».
25. Στο άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο a, του ιδίου νόμου προβλέπεται ότι τα ανήλικα τέκνα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν υιοθετηθεί, έχουν δικαίωμα στην ασφαλιστική αποζημίωση σε περίπτωση θανάτου του προσώπου από το οποίο συντηρούνται.
Το λεττονικό διάταγμα 331
26. Το διάταγμα 331 του Συμβουλίου των Υπουργών της 17ης Μαΐου 2005, σχετικά με το ύψος και τον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών αποζημιώσεων για την ηθική βλάβη που προκαλείται εις βάρος προσώπων (16) (στο εξής: λεττονικό διάταγμα 331) εκδόθηκε για τους σκοπούς θέσεως σε εφαρμογή του άρθρου 19, παράγραφος 3, του λεττονικού νόμου για την υποχρεωτική ασφάλιση.
27. Τα άρθρα 7 και 10 του εν λόγω διατάγματος ορίζουν ότι το ύψος των ασφαλιστικών αποζημιώσεων που καταβάλλονται για την ψυχική οδύνη που συνεπάγεται ο θάνατος προσώπου από το οποίο συντηρείτο ο ζημιωθείς ανέρχεται σε 100 LVL για κάθε αιτούντα και ανά άτομο, κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 1, του λεττονικού νόμου για την υποχρεωτική ασφάλιση, και ότι το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων που καταβάλλονται από τον ασφαλιστή δεν υπερβαίνει τα 1000 LVL για κάθε θύμα τροχαίου ατυχήματος όταν καταβάλλεται αποζημίωση για όλα τα είδη ζημιών στα οποία αναφέρονται τα σημεία 3, 6, 7 και 8.
III – Οι κύριες δίκες, τα προδικαστικά ερωτήματα και οι διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου
Α – Η υπόθεση Haasová (17)
28. Στις 7 Αυγούστου 2008, ο V. Haas έχασε τη ζωή του στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας σε τροχαίο ατύχημα το οποίο προκάλεσε ο R. Petrík. Ο τελευταίος οδηγούσε αυτοκίνητο όχημα ταξινομημένο και ασφαλισμένο στη Σλοβακία, το οποίο ανήκε στην B. Holingová. Ο V. Haas επέβαινε του οχήματος αυτού το οποίο συγκρούστηκε με φορτηγό ταξινομημένο στην Τσεχική Δημοκρατία. Ήταν παντρεμένος με την K. Haasová και είχε μια θυγατέρα, γεννηθείσα στις 22 Απριλίου 1999, οι οποίες δεν ήταν παρούσες στον τόπο του ατυχήματος. Όλοι οι ενδιαφερόμενοι ήταν ή είναι Σλοβάκοι πολίτες και κατοικούσαν ή κατοικούν στη Σλοβακία.
29. Με απόφαση του ποινικού δικαστηρίου εκδοθείσα κατά το πέρας ποινικής διαδικασίας ενώπιον του Okresný súd Vranov nad Topľou (Σλοβακία), ο R. Petrík, κριθείς ένοχος ιδίως για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών με αναστολή και περίοδο επιτήρησης δύο ετών. Κατ’ εφαρμογήν του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας της Σλοβακίας καταδικάστηκε επίσης να αποκαταστήσει, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής και ανάλογα με τις δυνατότητές του, τις προκληθείσες ζημίες, μία εκ των οποίων ήταν η ζημία που υπέστη η K. Haasová, την οποία το δικαστήριο αποτίμησε στο ποσό των 1 057,86 ευρώ.
30. Ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, η Κ. Haasová, ενεργούσα ιδίω ονόματι και επ’ ονόματι της ανήλικης θυγατέρας της, άσκησε αγωγή κατά του R. Petrík και της B. Holingová με αντικείμενο την χρηματική αποκατάσταση της χαρακτηρισθείσας ως «μη περιουσιακής» βλάβης που προκλήθηκε από την απώλεια του συζύγου και πατέρα των εναγουσών, με βάση το άρθρο 13, παράγραφοι 2 και 3, του σλοβακικού Αστικού Κώδικα. Σε πρώτο βαθμό, ο οδηγός και η ιδιοκτήτρια του οχήματος καταδικάστηκαν να της καταβάλουν αποζημίωση ύψους 15 000 ευρώ προς αποκατάσταση της ως άνω βλάβης.
31. Όλοι οι διάδικοι άσκησαν έφεση ενώπιον του Krajský súd v Prešove. Το δικαστήριο αυτό διευκρινίζει ότι, ως παρεμβαίνων στη δίκη, ο ασφαλιστής της Β. Holingová, η εταιρία Allianz-Slovenská poisťovňa a.s., αρνήθηκε να αποκαταστήσει την βλάβη αυτή, με την αιτιολογία ότι το προβληθέν δικαίωμα για αποζημίωση δεν καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση με βάση τους νόμους της Τσεχίας και της Σλοβακίας για την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων.
32. Κατά το αιτούν δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστάσεων της διαφοράς, πρέπει να εφαρμοστεί το τσεχικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Συμβάσεως της Χάγης του 1971 και ειδικότερα το άρθρο 444, παράγραφος 3, του τσεχικού Αστικού Κώδικα ο οποίος, σε αντίθεση με τον Αστικό Κώδικα της Σλοβακίας, προβλέπει ρητώς την αποζημίωση για τη μη περιουσιακή βλάβη στο πλαίσιο της αποκατάστασης της βλάβης που προκλήθηκε εις βάρος των επιζώντων οικείων, με καταβολή των ποσών που ορίζει ο νόμος, ιδίως δε κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ύψους 240 000 CZK, ήτοι περίπου 9 300 ευρώ, για την απώλεια συζύγου.
33. Περαιτέρω, το δικαστήριο αυτό θεωρεί, αφενός, ότι το δικαίωμα για αποζημίωση για τη μη περιουσιακή βλάβη απορρέει από το δικαίωμα για αποκατάσταση της ζημίας που καλύπτεται από τη σύμβαση υποχρεωτικής ασφαλίσεως και, αφετέρου, ότι οι αξιώσεις της Κ. Haasová θεμελιώνονται σε ένα δικαίωμα το οποίο αυτή έλκει από το θύμα του τροχαίου ατυχήματος, αφού η ζωή του αποβιώσαντος V. Haas προστατευόταν από το άρθρο 11 του τσεχικού Αστικού Κώδικα.
34. Παρά τις σκέψεις αυτές, το Krajský súd v Prešove διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν η αποζημίωση αυτή είναι επαρκής από την άποψη του δικαίου της Ένωσης, ενώ διευκρινίζει ότι από διάφορες αποφάσεις δικαστηρίων της Σλοβακίας αποκαλύπτεται η ύπαρξη αντιφατικών απόψεων στον τομέα αυτό όσον αφορά τις διατάξεις του εθνικού σλοβακικού δικαίου. Προσθέτει ότι η απάντηση του Δικαστηρίου θα έχει καθοριστική σημασία για την εκτίμηση της νομιμότητας της παρέμβασης του ασφαλιστή στην κυρία δίκη και, κατά συνέπεια, για το αν η απόφαση που θα εκδοθεί κατά το πέρας της εν λόγω δίκης θα τον δεσμεύει ή όχι.
35. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Krajský soud v Brně αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Πρέπει το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της [τρίτης οδηγίας], σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της [πρώτης οδηγίας], να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει ρύθμιση εθνικού δικαίου (όπως η ρύθμιση του άρθρου 4 του σλοβακικού νόμου [για την υποχρεωτική ασφάλιση] [(18)] και η ρύθμιση του άρθρου 6 του τσεχικού νόμου [για την υποχρεωτική ασφάλιση]), σύμφωνα με την οποία η αστική ευθύνη που προκύπτει από τη χρήση αυτοκινήτων οχημάτων δεν καλύπτει τη χρηματική ικανοποίηση λόγω της μη περιουσιακής βλάβης των επιζώντων μελών της οικογένειας των θυμάτων τροχαίου ατυχήματος που προκύπτει από τη χρήση αυτοκινήτου οχήματος;
2) Εάν στο ανωτέρω ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι ο προαναφερθείς κανόνας εσωτερικού δικαίου δεν αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο, πρέπει οι διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1, 2 και 4, του σλοβακικού νόμου [για την υποχρεωτική ασφάλιση] και του άρθρου 6 του τσεχικού νόμου [για την υποχρεωτική ασφάλιση] να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύουν στο εθνικό δικαστήριο να αναγνωρίσει, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της [τρίτης οδηγίας], σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της [πρώτης οδηγίας] ότι τα επιζώντα μέλη της οικογένειας θύματος τροχαίου ατυχήματος που προέκυψε από τη χρήση αυτοκινήτου οχήματος, υπό την ιδιότητα των ζημιωθέντων, δικαιούνται και χρηματική ικανοποίηση της μη περιουσιακής βλάβης;»
36. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στο Δικαστήριο η Σλοβακική, η Γερμανική και η Εσθονική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (19). Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
Β – Η υπόθεση Drozdovs
37. Στις 14 Φεβρουαρίου 2006, οι γονείς του Vitālijs Drozdovs, γεννηθέντος στις 25 Αυγούστου 1995, έχασαν τη ζωή τους σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη στη Ρίγα (Λεττονία). Δεδομένου ότι ήταν ανήλικο, το τέκνο τέθηκε υπό την επιτροπεία της προμήτορος V. Balakireva (στο εξής: επίτροπος του Vitālijs Drozdovs).
38. Το ατύχημα προκλήθηκε από τον οδηγό αυτοκινήτου οχήματος ο οποίος ήταν ασφαλισμένος στην ασφαλιστική εταιρία AAS Baltikums (στο εξής: Baltikums). Με απόφαση του ποινικού δικαστηρίου που επικυρώθηκε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι ετών και αναστολή της αδείας του οδήγησης για πέντε έτη (20).
39. Στις 13 Δεκεμβρίου 2006, η επίτροπος του Vitālijs Drozdovs γνωστοποίησε το ατύχημα στην ασφαλιστική εταιρία και την κάλεσε να αποζημιώσει τον ανήλικο, ιδίως για τη χαρακτηρισθείσα ως «ηθική» βλάβη του, αποτιμηθείσα σε 200 000 LVL. Στις 29 Ιανουαρίου 2007, η Baltikums κατέβαλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 του λεττονικού διατάγματος 331, αποζημίωση ύψους 200 LVL για την ψυχική οδύνη του τέκνου (21), καθώς και αποζημίωση ύψους 4 497,47 LVL για την περιουσιακή του βλάβη, ποσό επί του οποίου δεν υφίσταται αντιδικία.
40. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2007, η επίτροπος άσκησε αγωγή κατά της Baltikums με την οποία ζητούσε την καταβολή αποζημιώσεως 200 000 LVL για την ηθική βλάβη που είχε υποστεί ο Vitālijs Drozdovs λόγω του θανάτου των γονέων του σε τόσο μικρή ηλικία, στηριζόμενη στα άρθρα 15, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, 19, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, και 39, παράγραφοι 1 και 6, του λεττονικού νόμου για την υποχρεωτική ασφάλιση, καθώς και στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της δεύτερης οδηγίας.
41. Η αγωγή και η έφεση που άσκησε η επίτροπος του Vitālijs Drozdovs απορρίφθηκαν με αποφάσεις εκδοθείσες στις 27 Νοεμβρίου 2008 και στις 16 Νοεμβρίου 2010 αντιστοίχως, με το σκεπτικό ότι η Baltikums είχε καταβάλει το ποσό που προβλέπεται στο άρθρο 7 του λεττονικού διατάγματος 331.
42. Η εν λόγω επίτροπος άσκησε αναίρεση ενώπιον του Augstākās tiesas Senāts κατά της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ζητώντας επίσης την αναπομπή της υποθέσεως στο εν λόγω δικαστήριο για επανεξέταση. Υποστηρίζει ότι το εφετείο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του λεττονικού νόμου για την υποχρεωτική ασφάλιση, καθότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα, ιδίως, με την πρώτη και τη δεύτερη οδηγία. Από τις οδηγίες δε αυτές προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να προβλέπει όρια αποζημιώσεως τα οποία υπολείπονται των ελαχίστων ποσών που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, το άρθρο 7 του λεττονικού διατάγματος 331 αντίκειται στα όρια που προβλέπει η εν λόγω διάταξη του λεττονικού νόμου για την υποχρεωτική ασφάλιση και οι προαναφερθείσες οδηγίες, τις οποίες μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο ο εν λόγω νόμος.
43. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Augstākās tiesas Senāts αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Συμπεριλαμβάνεται η αποζημίωση για ηθική βλάβη στο ποσό της υποχρεωτικής αποζημιώσεως για τις σωματικές βλάβες που προβλέπεται από το άρθρο 3 της [πρώτης οδηγίας] και [από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2,] [(22)] της [δεύτερης οδηγίας];
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει το άρθρο 3 της [πρώτης οδηγίας] και [το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2,] [(23)] της [δεύτερης οδηγίας] να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπουν σε κράτος μέλος να περιορίζει το ανώτατο ύψος αποζημιώσεως για άυλες ζημίες (ηθική βλάβη), θεσπίζοντας όριο πολύ κατώτερο του ορίου ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρίας που προβλέπουν οι οδηγίες και ο εθνικός νόμος;»
44. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στο Δικαστήριο η επίτροπος του Vitālijs Drozdovs, η Baltikums, η Λεττονική, η Γερμανική και η Λιθουανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.
45. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Μαρτίου 2013, παρέστησαν διά των εκπροσώπων τους η επίτροπος του Vitālijs Drozdovs, η Baltikums, η Λεττονική και η Γερμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.
IV – Ανάλυση
Α – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο
46. Ο προσδιορισμός του εφαρμοστέου σε διασυνοριακή διαφορά δικαίου αποτελεί προαπαιτούμενο της αναλύσεως επί τη βάσει του ουσιαστικού δικαίου. Ο προσδιορισμός αυτός είναι ιδιαίτερα κρίσιμος στην προκειμένη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών που υφίστανται μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά την αποζημίωση με βάση την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (24).
47. Ο προσδιορισμός αυτός δεν παρουσιάζει δυσκολίες στην υπόθεση Drozdovs, αφού από τα στοιχεία που περιλήφθηκαν στη δικογραφία δεν προκύπτει ότι ένας παράγοντας διακρατικότητας θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύνδεση της επίδικης κατάστασης με κάποιο κράτος μέλος εκτός της Δημοκρατίας της Λεττονίας.
48. Αντιθέτως, πρόβλημα μπορεί να προκύψει στην υπόθεση Haasová, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων του τροχαίου ατυχήματος το οποίο βρίσκεται στη βάση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί ένα δικαστήριο της Σλοβακίας. Πράγματι, ο τόπος του ατυχήματος αυτού βρίσκεται στην επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας και το ένα από τα εμπλεκόμενα σ’ αυτό οχήματα είναι ταξινομημένο στο εν λόγω κράτος, ενώ τα άλλα συνδετικά στοιχεία, ήτοι ο τόπος ταξινόμησης του οχήματος στο οποίο βρισκόταν το άμεσο θύμα, καθώς και η κατοικία των εμπλεκομένων προσώπων, συνδέουν τη διαφορά με τη Σλοβακική Δημοκρατία.
49. Το άρθρο 28, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 (25) ορίζει ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή διεθνών συμβάσεων των οποίων ένα ή περισσότερα κράτη μέλη είναι μέρη κατά τον χρόνο εκδόσεως αυτού και οι οποίες θεσπίζουν κανόνες περί συγκρούσεως δικαίων στον τομέα των εξωσυμβατικών ενοχών, ενώ, μεταξύ κρατών μελών, ο κανονισμός υπερισχύει των συμβάσεων που έχουν συναφθεί αποκλειστικά μεταξύ δύο ή περισσότερων εξ αυτών στο μέτρο που οι εν λόγω συμβάσεις διέπουν θέματα τα οποία ρυθμίζονται με τον κανονισμό.
50. Όσον αφορά την εξωσυμβατική αστική ευθύνη που προκύπτει από τροχαίο ατύχημα, οι κανόνες περί συγκρούσεως δικαίων που περιέχονται στη Σύμβαση της Χάγης του 1971, η οποία, κατά τον χρόνο εκδόσεως του ως άνω κανονισμού, δέσμευε τόσο κράτη μέλη όσο και τρίτες χώρες, πρέπει να υπερισχύουν των διατάξεων του κανονισμού σε όλα τα κράτη τα οποία έχουν κυρώσει την εν λόγω Σύμβαση, όπως συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση της Σλοβακικής Δημοκρατίας (26) .
51. Κατά το άρθρο 3 της Συμβάσεως της Χάγης του 1971, το εφαρμοστέο εν προκειμένω δίκαιο (27) είναι, κατ’ αρχήν, το εθνικό δίκαιο του κράτους στο έδαφος του οποίου συνέβη το ατύχημα. Έτσι, στην υπόθεση Haasová, το σλοβακικό αιτούν δικαστήριο ορθώς εκτιμά ότι η διάταξη αυτή οδηγεί στον ορισμό του τσεχικού δικαίου ως εφαρμοστέου δικαίου (28). Υπενθυμίζω ότι στο άρθρο 4 της εν λόγω Συμβάσεως προβλέπονται παρεκκλίσεις από την εφαρμογή του κανόνα του lex loci delicti, υπέρ του δικαίου του κράτους ταξινόμησης. Συγκεκριμένα, το σημείο β΄ του εν λόγω άρθρου αναφέρεται στην περίπτωση όπου εμπλέκονται πλείονα οχήματα σε ορισμένο ατύχημα και είναι όλα ταξινομημένα στο αυτό κράτος. Ωστόσο, η τελευταία αυτή προϋπόθεση δεν φαίνεται να πληρούται στη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου (29).
52. Διευκρινίζεται ότι οι σκέψεις αυτές σχετικά με την εφαρμογή του τσεχικού δικαίου στην εξωσυμβατική αστική ευθύνη που προκύπτει από το επίδικο ατύχημα ουδόλως προδικάζουν τον προσδιορισμό του δικαίου που πρέπει να διέπει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τη σύμβαση ασφαλίσεως αυτοκινήτων προκειμένου για καταστάσεις που θέτουν ζητήματα συγκρούσεως νόμων (30).
Β – Επί του ζητήματος αν περιλαμβάνεται η αποκατάσταση της μη περιουσιακής βλάβης εμμέσου θύματος στο πεδίο εφαρμογής της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (το πρώτο ερώτημα στις υποθέσεις Haasová και Drozdovs)
53. Στην υπόθεση Haasová, με το πρώτο του προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας και το άρθρο 1 της τρίτης οδηγίας έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία έχει ως συνέπεια να μην καλύπτεται από την υποχρεωτική ασφάλιση την οποία έχει συνάψει το πρόσωπο που είναι αστικώς υπεύθυνο η χρηματική αποκατάσταση της μη περιουσιακής βλάβης την οποία υπέστησαν οι επιζώντες του θύματος τροχαίου ατυχήματος.
54. Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση Drozdovs είναι παραπλήσιο, λαμβανομένου υπόψη ότι ανέκυψε στο πλαίσιο παρόμοιων πραγματικών περιστατικών (31), μολονότι οι διατάξεις τις οποίες αφορά και η χρησιμοποιούμενη διατύπωση δεν είναι ακριβώς ίδιες, αφού το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 3 της πρώτης οδηγίας και το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της δεύτερης οδηγίας έχουν την έννοια ότι στην υποχρεωτική αποζημίωση για αποκατάσταση των σωματικών βλαβών περιλαμβάνεται και η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο.
55. Λαμβανομένης υπόψη της ουσιαστικής συναφείας τους, τα ερωτήματα αυτά θα εξεταστούν μαζί στις παρούσες προτάσεις, πράγμα που σημαίνει ότι η ερμηνεία που θα προταθεί θα συνδυάζει τις προαναφερθείσες διατάξεις της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης οδηγίας.
56. Οι διατυπωθείσες σχετικώς απόψεις που υποβλήθηκαν με τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου διίστανται. Η επίτροπος του Vitālijs Drozdovs και η Επιτροπή θεωρούν ότι οι εν λόγω διατάξεις επιβάλλουν η μη περιουσιακή βλάβη την οποία υφίσταται ένα πρόσωπο του οποίου οικείος απεβίωσε σε τροχαίο ατύχημα να υπάγεται στο πεδίο της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης που προβλέπεται από τα νομοθετικά αυτά κείμενα, σε αντίθεση με την Baltikums και τις παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις, ήτοι τη Σλοβενική, τη Γερμανική και την Εσθονική Κυβέρνηση στην υπόθεση Haasová και τη Λεττονική, τη Γερμανική και τη Λιθουανική Κυβέρνηση στην υπόθεση Drozdovs.
57. Ενώ κάποιες πρώτες απαντήσεις μπορούν να συναχθούν με ευκολία από τη νομολογία που θα παρατεθεί στη συνέχεια, δύο πτυχές του ανακύψαντος εν προκειμένω προβλήματος είναι μάλλον καινοφανείς και πρέπει κατά τη γνώμη μου να εξεταστούν χωριστά. Πρόκειται, αφενός, για το ζήτημα της υπαγωγής της μη περιουσιακής βλάβης στο σύστημα της υποχρεωτικής ασφαλίσεως το οποίο καθιερώνουν οι εν λόγω οδηγίες και, αφετέρου, για το ζήτημα της επέκτασης της υπαγωγής αυτής στα πρόσωπα που δεν εμπλέκονται τα ίδια στο τροχαίο ατύχημα το οποίο τους προκάλεσε μια τέτοια βλάβη.
1. Γενικές σκέψεις αντλούμενες από τα νομολογιακά προηγούμενα
58. Θα τονίσω ευθύς εξ αρχής ότι, στις παρούσες υποθέσεις, ενδείκνυται, κατά τη γνώμη μου, η αναδρομή όχι μόνο στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (32) (στο εξής: Δικαστήριο ΕΖΕΣ), μια από τις αποφάσεις του οποίου (33) (στο εξής: απόφαση Nguyen του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ), την οποία επικαλέστηκαν ευρέως οι διάδικοι και οι παρεμβαίνοντες στις παρούσες διαδικασίες, αφορά τα ζητήματα που μας απασχολούν εν προκειμένω (34).
59. Όπως έχει τονίσει κατ’ επανάληψη το Δικαστήριο, η πρώτη, η δεύτερη και η τρίτη οδηγία σκοπό έχουν, αφενός (35), να εξασφαλίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία τόσο των αυτοκινήτων που συνήθως σταθμεύουν στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και των προσώπων που επιβαίνουν των αυτοκινήτων αυτών και, αφετέρου (36), να εγγυηθούν ότι τα θύματα των ατυχημάτων που προκαλούνται από τα πιο πάνω αυτοκίνητα θα έχουν παρόμοια μεταχείριση, ανεξαρτήτως του σημείου του εδάφους της Κοινότητας όπου έλαβε χώρα το ατύχημα (37), ούτως ώστε να προαχθεί η υλοποίηση της κοινής αγοράς.
60. Το Δικαστήριο συνήγαγε από τις οδηγίες αυτές ότι η πρώτη οδηγία, όπως διευκρινίστηκε και συμπληρώθηκε με τη δεύτερη και την τρίτη οδηγία, επιβάλλει στα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ότι η αστική ευθύνη που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός τους καλύπτεται από ασφάλιση και προσδιορίζει, ιδίως, τα είδη ζημιών και τους τρίτους, θύματα ατυχήματος, που η ασφάλιση αυτή πρέπει να καλύπτει (38).
61. Υπενθύμισε ότι, ωστόσο, η υποχρέωση ασφαλιστικής καλύψεως της αστικής ευθύνης εξ αυτοκινήτων για ζημίες σε βάρος τρίτων διαφέρει από την έκταση της αποζημιώσεως των τελευταίων βάσει της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου. Πράγματι, ενώ η υποχρέωση ασφαλιστικής καλύψεως προβλέπεται και καθορίζεται από το δίκαιο της Ένωσης, το περιεχόμενο της αποζημιώσεως διέπεται, κυρίως, από το εθνικό δίκαιο (39).
62. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι από το αντικείμενο της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης οδηγίας και από το γράμμα τους προκύπτει ότι οι οδηγίες αυτές δεν έχουν σκοπό να εναρμονίσουν τα συστήματα αστικής ευθύνης των κρατών μελών και ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη αυτά εξακολουθούν να είναι ελεύθερα να καθορίζουν το εφαρμοστέο σύστημα αστικής ευθύνης στα ατυχήματα που προκύπτουν από την κυκλοφορία οχημάτων (40).
63. Διευκρίνισε ότι, πάντως, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να διασφαλίζουν ότι η ισχύουσα κατά το εθνικό τους δίκαιο αστική ευθύνη που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων καλύπτεται από ασφάλιση σύμφωνη με τις διατάξεις των τριών ανωτέρω οδηγιών (41).
64. Τέλος, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν τις αρμοδιότητές τους στον τομέα αυτόν τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης και ότι οι εθνικοί κανόνες που διέπουν την αποζημίωση των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων δεν πρέπει να καταστήσουν την πρώτη, τη δεύτερη και την τρίτη οδηγία άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας (42).
65. Εντούτοις, για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια, οι εν λόγω οδηγίες θα καθίσταντο, κατά τη γνώμη μου, άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, αν το δικαίωμα για αποκατάσταση βλάβης όπως αυτή για την οποία πρόκειται στις διαφορές που εκκρεμούν ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων (43) υπέκειτο σε εθνικές διατάξεις περί ασφαλίσεως οι οποίες περιορίζουν την κάλυψη της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων. Αντιθέτως, αυτό δεν θα συνέβαινε αν το εν λόγω δικαίωμα για αποζημίωση περιοριζόταν με βάση όχι διατάξεις σχετικές με την ασφάλιση αλλά διατάξεις αφορώσες το κατά το εθνικό δίκαιο καθεστώς της αστικής ευθύνης που εφαρμόζεται στα τροχαία ατυχήματα (44).
2. Εμπίπτει η μη περιουσιακή ζημία στο πεδίο του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως που προβλέπουν η πρώτη, η δεύτερη και η τρίτη οδηγία;
66. Στην προπαρατεθείσα απόφασή του Nguyen, το Δικαστήριο ΕΖΕΣ κλήθηκε να απαντήσει σε ερώτημα αφορών το συμβατό προς την πρώτη, τη δεύτερη και την τρίτη οδηγία μιας εθνικής ρυθμίσεως, στην συγκεκριμένη περίπτωση νορβηγικής (45), η οποία απέκλειε την αποκατάσταση της μη περιουσιακής βλάβης (46) («πόνος και οδύνη» ή «pretium doloris») του πεδίου του προβλεπομένου στο εθνικό δίκαιο συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως. Ερμήνευσε τις εν λόγω οδηγίες υπό την έννοια ότι ένας τέτοιος αποκλεισμός δεν συμβιβάζεται με τα νομοθετήματα αυτά, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η αποζημίωση για μη περιουσιακή βλάβη συνιστά μορφή αστικής ευθύνης (47).
67. Το Δικαστήριο ΕΖΕΣ στήριξε την απόφαση αυτή όχι μόνο στις γενικές σκέψεις που άντλησε από τα νομολογιακά προηγούμενα που υπενθύμισα ανωτέρω, αλλά και στους παρακάτω λόγους με τους οποίους συντάσσομαι από πάσης απόψεως.
68. Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο αυτό επισήμανε ορθώς ότι οι εν λόγω οδηγίες δεν περιέχουν καμία διάταξη αποκλείουσα ρητώς του πεδίου εφαρμογής τους την αποκατάσταση της μη περιουσιακής βλάβης. Σημείωσε, συναφώς, ότι το άρθρο 1, σημείο 2, της πρώτης οδηγίας, ορίζει ως «ζημιωθέντα» «το πρόσωπο το οποίο δικαιούται αποκαταστάσεως της ζημίας που προεκλήθη από οχήματα». Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας και το άρθρο 1 της τρίτης οδηγίας κάνουν ιδίως λόγο για «σωματικές βλάβες» ή «personal injuries» στο αγγλικό κείμενο (48), προκειμένου να προσδιορίσουν τι πρέπει να υπάγεται στο σύστημα της υποχρεωτικής ασφαλίσεως. Το Δικαστήριο ΕΖΕΣ έκρινε ότι η ως άνω φράση εμπερικλείει όλα τα είδη βλαβών, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για περιουσιακή ή μη βλάβη, και, συνεπώς, δεν ενισχύει την άποψη κατά την οποία το δεύτερο αυτό είδος βλάβης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω οδηγιών (49).
69. Από τα προεκτεθέντα συνήγαγε ότι οι διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 1, παράγραφοι 1 και 2, της δεύτερης οδηγίας και 1 της τρίτης οδηγίας πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι καλύπτουν τόσο την περιουσιακή όσο και τη μη περιουσιακή βλάβη, συμπεριλαμβανομένης της ψυχικής οδύνης. Διαφορετική ερμηνεία θα αντέκειτο στον σκοπό των εν λόγω οδηγιών που είναι να διασφαλίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία και να εγγυηθούν στα θύματα παρόμοια μεταχείριση άσχετα με το πού λαμβάνει χώρα το ατύχημα στο εσωτερικό του ΕΟΧ (50).
70. Το Δικαστήριο ΕΖΕΣ προσέθεσε, ορθώς, ότι αποζημίωση όπως αυτή την οποία αφορούσε η κυρία δίκη, ως εκ της φύσεώς της, παρέχει σε ένα πρόσωπο το δικαίωμα να λάβει αντιστάθμισμα εκ μέρους ενός άλλου προσώπου και συνιστά, επομένως, μια μορφή αστικής ευθύνης. Εξάλλου, από την προαναφερθείσα νομολογία (51) προκύπτει ότι οι οδηγίες για τις οποίες πρόκειται δεν έχουν ως σκοπό να επιβάλουν την καθιέρωση συγκεκριμένων μορφών ευθύνης αλλά απαιτούν κάθε αστική ευθύνη σχετική με την κυκλοφορία αυτοκινήτου οχήματος να καλύπτεται από ασφάλιση, χωρίς να ενδιαφέρει αν η ευθύνη αυτή θεμελιώνεται στην υπαιτιότητα ή στη διακινδύνευση. Πράγματι, οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα καθιστούσε το άρθρο 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας, όπως αυτό συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με τη δεύτερη και την τρίτη οδηγία, άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, η οποία συνίσταται ακριβώς στην προστασία των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων μέσω της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης (52).
71. Κατά τη γνώμη μου, με όμοιο τρόπο θα πρέπει να απαντηθούν και τα ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στις υποθέσεις Haasová και Drozdovs, λαμβανομένου υπόψη τόσο του γράμματος όσο και των σκοπών και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των οδηγιών για τις οποίες πρόκειται, ούτως ώστε να αποφανθεί το Δικαστήριο ότι η αποκατάσταση μιας μη περιουσιακής βλάβης υπάγεται στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων, το οποίο καθιερώνεται από την πρώτη, τη δεύτερη και την τρίτη οδηγία.
72. Σημειώνεται ότι στην υπόθεση Drozdovs, το αιτούν δικαστήριο θέτει ειδικότερα το ζήτημα αν η υποχρεωτική ασφάλιση των «σωματικών βλαβών» την οποία απαιτεί ιδίως το άρθρο 1 της δεύτερης οδηγίας, μπορεί να περιλαμβάνει και την ηθική βλάβη. Τονίζω συναφώς ότι ο όρος «σωματικές βλάβες» που χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων (53), στο γαλλικό κείμενο της δεύτερης και της τρίτης οδηγίας, δεν μπορεί να συνιστά αυτός καθαυτόν εμπόδιο στην αποδοχή της ευρείας ερμηνείας που προτείνεται εν προκειμένω.
73. Πράγματι, η έκφραση που έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές άλλες γλώσσες (54) επιτρέπει, κατά τη γνώμη μου, την αναγωγή σε μια ευρύτερη έννοια, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις σωματικές βλάβες, και επομένως προσβολές της ατομικής ακεραιότητας του θύματος, αλλά και κάθε ζημία που έχει «προσωπικό» χαρακτήρα, με άλλα λόγια, μη περιουσιακό, που περιλαμβάνει δηλαδή τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική οδύνη (55). Τούτο μπορεί να συναχθεί, κατά τη γνώμη μου, αφενός, από την αντιπαραβολή που γίνεται, ιδίως στο άρθρο 1 της δεύτερης οδηγίας, μεταξύ αυτού του είδους βλαβών και των «υλικών ζημιών», ήτοι των ζημιών που έχουν σχέση με τα αγαθά ή την περιουσία του ενδιαφερομένου (56) και, αφετέρου, της μέριμνας να βελτιωθεί η προστασία των θυμάτων, που σαφώς αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα της εξέλιξης του εν λόγω άρθρου (57).
74. Επομένως, είναι σχετικά εύκολο να δοθεί μια πρώτη απάντηση, υπό τον όρο ότι το Δικαστήριο θα δεχθεί, όπως προτείνω, να ακολουθήσει τη μέχρι τούδε νομολογία του και να υιοθετήσει τη συλλογιστική που ανέπτυξε συναφώς το Δικαστήριο ΕΖΕΣ στην προπαρατεθείσα απόφασή του Nguyen.
75. Ωστόσο, ακόμη και αν προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, από τα νομολογιακά αυτά προηγούμενα ότι οι διατάξεις των εξεταζομένων οδηγιών πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων που αυτές προβλέπουν πρέπει να καλύπτει τη μη περιουσιακή βλάβη την οποία υπέστη ένα πρόσωπο που υπήρξε θύμα τροχαίου ατυχήματος, όπως συνέβη στην περίπτωση την οποία αφορούσε η εν λόγω απόφαση (58), απομένει ακόμη να κριθεί αν η προσέγγιση αυτή ισχύει και για τα θύματα που δεν εθίγησαν άμεσα, όπως στις περιπτώσεις τις οποίες αφορούν οι υποθέσεις Haasová και Drozdovs.
3. Η επέκταση της κάλυψης της μη περιουσιακής βλάβης και στα έμμεσα θύματα τροχαίων ατυχημάτων
76. Στις διαφορές που αποτελούν το αντικείμενο των κυρίων δικών, τη μη περιουσιακή ζημία που επικαλούνται οι ενάγοντες την υπέστησαν πρόσωπα τα οποία δεν ενεπλάκησαν τα ίδια στα ατυχήματα, ήτοι, στην υπόθεση Haasová, η σύζυγος και η θυγατέρα του αμέσου θύματος και, στην υπόθεση Drozdovs, το τέκνο των συζύγων που υπήρξαν τα άμεσα θύματα. Ο θάνατος ενός ανθρώπου, ιδίως υπό τέτοιες περιστάσεις, επιφέρει ασφαλώς ανατροπές στον τρόπο ζωής και τη συναισθηματική ισορροπία των προσώπων με τα οποία ο αποβιώσας είχε πραγματικά στενή σχέση. Για να κριθεί αν μια τέτοια βλάβη μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις των οδηγιών τις οποίες αφορούν τα προδικαστικά ερωτήματα, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να εφαρμοστούν τα κριτήρια εκτιμήσεως που έγιναν δεκτά κατά το παρελθόν, στο πλαίσιο μιας ερμηνείας που θα είναι συγχρόνως γραμματική, τελολογική και θα έχει ως γνώμονα την πρακτική αποτελεσματικότητα των εν λόγω διατάξεων.
77. Πρώτον, η εξέταση του γράμματος των σχετικών διατάξεων δεν επιτρέπει να τεθεί η αποκατάσταση της επίμαχης ζημίας εκτός του πεδίου εφαρμογής της κάλυψης από την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προβλέπουν η πρώτη, η δεύτερη και η τρίτη οδηγία. Όντως, ο ορισμός του όρου «ζημιωθείς» που περιέχεται στο άρθρο 1, σημείο 2, της πρώτης οδηγίας είναι αρκετά ευρύς ώστε να συμπεριλάβει τα έμμεσα θύματα, υπό τη μόνη προϋπόθεση ότι «δικαιούνται αποκαταστάσεως της ζημίας που προεκλήθη από οχήματα» με βάση τους εφαρμοστέους εθνικούς κανόνες.
78. Είναι αληθές ότι, αφιστάμενο από την ορολογία που χρησιμοποιούσαν τα προηγούμενα νομοθετικά κείμενα (59), το άρθρο 1 της τρίτης οδηγίας κάνει λόγο για τις «σωματικές βλάβες όλων των επιβατών, πλην του οδηγού», πράγμα που επιτρέπει να υποτεθεί ότι πρόσωπο το οποίο δεν εμπλέκεται στο ατύχημα δεν θα έπρεπε να καλύπτεται από την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης. Ωστόσο, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας, από όπου συνάγεται ότι τα θύματα τα οποία αφορούν οι προστατευτικοί κανόνες του δικαίου της Ένωσης δεν περιορίζονται στους επιβάτες, οι οποίοι φαίνεται ότι αποτελούν μια μόνο ειδική κατηγορία μεταξύ του συνόλου των τρίτων που προστατεύονται από την ασφάλεια του κυρίου του οχήματος το οποίο προκάλεσε το ατύχημα (60). Το εν λόγω άρθρο έχει ως σκοπό να αποσαφηνίσει το πεδίο εφαρμογής ratione personae της εγγυήσεως που προσφέρει η υποχρεωτική ασφάλιση και όχι να περιορίσει το εν λόγω πεδίο στους επιβάτες στους οποίους αναφέρεται ρητώς (61). Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη που σημειώθηκε επί του θέματος (62).
79. Δεύτερον, η κάλυψη από την ασφάλιση της αστικής ευθύνης και της μη περιουσιακής βλάβης των προσώπων που ζημιώνονται έμμεσα από τροχαίο ατύχημα επιβάλλεται λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκουν η πρώτη, η δεύτερη και η τρίτη οδηγία, που είναι να προαγάγουν τις ελευθερίες κυκλοφορίας καθώς και να διασφαλίσουν στα θύματα παρόμοια μεταχείριση όποιο κι αν είναι το κράτος μέλος στο οποίο έλαβε χώρα το ατύχημα που τους εζημίωσε (63). Αν τα άρθρα 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας, 1, παράγραφοι 1 και 2, της δεύτερης οδηγίας και 1 της τρίτης οδηγίας ερμηνεύονταν διαφορετικά, τα εν λόγω πρόσωπα θα εξηρτώντο από το τι προβλέπουν οι κανόνες του εθνικού δικαίου περί ασφαλίσεως, το περιεχόμενο των οποίων θα μπορούσε να ποικίλλει ανάλογα με τον τόπο επελεύσεως του ατυχήματος ελλείψει προσεγγίσεως επιβαλλομένης από το δίκαιο της Ένωσης.
80. Τρίτον, όπως προκύπτει από την πάγια ως άνω νομολογία (64), καίτοι η πρώτη, η δεύτερη και η τρίτη οδηγία δεν έχουν ως σκοπό να εναρμονίσουν τα ισχύοντα στα κράτη μέλη συστήματα αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων, επιβάλλουν, ωστόσο, στα εν λόγω κράτη να διασφαλίζουν ότι η αστική ευθύνη που υφίσταται σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο καλύπτεται από ασφάλιση σύμφωνη με τις διατάξεις των εν λόγω οδηγιών. Επομένως, εφόσον το δικαίωμα για αποζημίωση θεμελιώνεται με βάση την αστική ευθύνη ενός ασφαλισμένου δυνάμει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου (65), πρέπει να εφαρμοστεί επ’ αυτής η κάλυψη από την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προβλέπεται από τις εν λόγω οδηγίες.
81. Επισημαίνω ότι το δικαίωμα για αποκατάσταση της μη περιουσιακής βλάβης που προκλήθηκε από την απώλεια οικείου προσώπου σε τροχαίο ατύχημα αναγνωρίζεται στις έννομες τάξεις πολλών κρατών μελών (66), καίτοι το πόσο εύκολη είναι η πρόσβαση στο δικαίωμα αυτό ποικίλλει, αφού ορισμένες από τις έννομες αυτές τάξεις παρέχουν τη δυνατότητα αυτή αποζημιώσεως μόνο υπό εξαιρετικές περιστάσεις (67), ενώ άλλες προβλέπουν απλοποιημένο βάρος αποδείξεως (68). Δεδομένου, συνεπώς, ότι οι νομοθετικές αρχές των κρατών μελών εξακολουθούν να έχουν αρμοδιότητα σε θέματα αστικής ευθύνης, εναπόκειται σ’ αυτά να ορίζουν αν το δικαίωμα για αποκατάσταση μιας τέτοιας βλάβης αναγνωρίζεται επί της αρχής και, αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις. Ιδίως το αν πρόκειται για δικαίωμα του ιδίου του θύματος εξ αντανακλάσεως ή για δικαίωμα παράγωγο του δικαιώματος του αποβιώσαντος προσώπου υπάγεται στο πεδίο της δικής τους εκτιμήσεως.
82. Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία (69), τα κράτη μέλη πρέπει να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή κατά τρόπο που συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, κατά τρόπο διασφαλίζοντα την πρακτική αποτελεσματικότητα της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης οδηγίας. Η αποτελεσματικότητα δε αυτή θα υπονομευόταν κατά τη γνώμη μου ουσιωδώς αν επιτρεπόταν να μην προστατεύονται μέσω της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης τα έμμεσα θύματα τροχαίων ατυχημάτων όπως αυτά που αφορούν οι κύριες δίκες, καίτοι στοιχειοθετείται σαφώς η ευθύνη του ασφαλισμένου έναντι αυτών.
83. Με βάση το σύνολο των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας, το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της δεύτερης οδηγίας και το άρθρο 1 της τρίτης οδηγίας έχουν την έννοια ότι, εφόσον, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, στοιχειοθετείται η αστική ευθύνη ενός ασφαλισμένου για την μη περιουσιακή βλάβη που υπέστη πρόσωπο, οικείος του οποίου απεβίωσε σε τροχαίο ατύχημα, η σχετική αποζημίωση πρέπει να καλύπτεται από το σύστημα της υποχρεωτικής ασφαλίσεως που προβλέπουν οι εν λόγω οδηγίες.
Γ – Επί της αδυναμίας των κρατών μελών να ορίζουν ανώτατα ποσά ασφαλιστικής αποζημιώσεως τα οποία υπολείπονται των ελαχίστων ποσών εγγυήσεως που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης (δεύτερο ερώτημα στην υπόθεση Drozdovs)
1. Το περιεχόμενο του υποβληθέντος ερωτήματος
84. Στην υπόθεση Drozdovs, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει επικουρικώς ένα δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, για την περίπτωση που το Δικαστήριο θα απαντούσε καταφατικά στο πρώτο του ερώτημα, δηλαδή αν η υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης, που προβλέπεται στο άρθρο 3 της πρώτης οδηγίας και στο άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της δεύτερης οδηγίας, περιλαμβάνει και την αποκατάσταση ηθικής βλάβης όπως αυτή την οποία επικαλείται η ενάγουσα και νυν αναιρεσείουσα της κυρίας δίκης.
85. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα προαναφερθέντα άρθρα απαγορεύουν την εφαρμογή κανόνα του εθνικού δικαίου που προβλέπει, για την αποζημίωση που οφείλει ο ασφαλιστής για την αποκατάσταση μη περιουσιακής βλάβης, ανώτατο ποσό το οποίο υπολείπεται σαφώς, αφενός, των ελαχίστων ορίων του υποχρεωτικά ασφαλιζομένου κεφαλαίου που επιβάλλει η δεύτερη οδηγία και, αφετέρου, των ορίων της ευθύνης των ασφαλιστών που ορίζει η εθνική νομοθεσία.
86. Όπως προκύπτει, πράγματι, από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, με το ερώτημα αυτό ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της νομιμότητας του ανωτάτου ορίου αποζημιώσεως για ηθική βλάβη όπως αυτή που υπέστη ο Vitālijs Drozdovs, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 7 του λεττονικού διατάγματος 331 (70), λαμβανομένων υπόψη όχι μόνο των ελαχίστων ποσών αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της δεύτερης οδηγίας (71), αλλά και αυτού που ορίζεται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του λεττονικού νόμου για την υποχρεωτική ασφάλιση (72), με τον οποίο μεταφέρθηκε η εν λόγω οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη.
87. Το τελευταίο αυτό σκέλος της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η επίτροπος του Vitālijs Drozdovs, η οποία υποστηρίζει ιδίως ότι το όριο αποζημιώσεως που προβλέπεται στο λεττονικό διάταγμα 331 είναι απαράδεκτα χαμηλό και αντίθετο προς τις διατάξεις του λεττονικού νόμου για την υποχρεωτική ασφάλιση, κατ’ εφαρμογήν του οποίου εκδόθηκε το εν λόγω κυβερνητικό διάταγμα (73). Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της συνταγματικότητας ή της νομιμότητας κανόνων του εθνικού δικαίου, ιδίως δε να κρίνει αν εθνικές κανονιστικές διατάξεις είναι σύμφωνες προς εθνικές νομοθετικές διατάξεις. Συνεπώς, το σκέλος αυτό του ερωτήματος δεν θα εξεταστεί.
2. Ο δεσμευτικός χαρακτήρας των ελαχίστων ποσών κάλυψης της αστικής ευθύνης που καθορίζονται από τη δεύτερη οδηγία
88. Τόσο η επίτροπος του Vitālijs Drozdovs όσο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το άρθρο 3 της πρώτης οδηγίας και το άρθρο 1 της δεύτερης οδηγίας δεν επιτρέπουν σε κράτος μέλος να περιορίζει την καλυπτόμενη από την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης αποζημίωση για μη περιουσιακή βλάβη σε ποσό το οποίο υπολείπεται του προβλεπόμενου από τις εν λόγω διατάξεις ορίου της ευθύνης του ασφαλιστή. Δηλώνω ευθύς ότι συντάσσομαι με την άποψη αυτή, για τους λόγους που ακολουθούν.
89. Από τις απαρχές, τη γένεση και την εξέλιξη των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τις οποίες αφορά το δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε το Augstākās tiesas Senāts προκύπτει πληθώρα στοιχείων χρήσιμων για την ερμηνεία τους.
90. Όπως τόνισε το Δικαστήριο, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1 in fine, της πρώτης οδηγίας, ως αρχικώς είχε, τα κράτη μέλη παρέμεναν αρμόδια να καθορίζουν τις καλυπτόμενες ζημίες καθώς και τις λεπτομέρειες εφαρμογής και λειτουργίας της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης (74). Κατά την αιτιολογική σκέψη 3 της δεύτερης οδηγίας, η μείωση των αποκλίσεων που υφίσταντο όσον αφορά την έκταση της υποχρεώσεως ασφαλίσεως μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών ήταν ο σκοπός για τον οποίο το άρθρο 1 της δεύτερης οδηγίας επέβαλε, όσον αφορά την αστική ευθύνη, την υποχρεωτική κάλυψη των υλικών ζημιών και των σωματικών βλαβών, σε συγκεκριμένο ύψος, ώστε τα ποσά αυτά να εγγυώνται ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας υπέρ των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων (75).
91. Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες που προηγήθηκαν της εκδόσεως της δεύτερης οδηγίας προκύπτει ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, αυτής, το οποίο ορίζει τα εν λόγω ελάχιστα ποσά αποζημιώσεως, ήταν μια από τις πιο συχνά τροποποιηθείσες διατάξεις κατά τη διάρκεια της αρχικής νομοθετικής διαδικασίας (76). Το ίδιο συνέβη κατά τις διαδοχικές αναθεωρήσεις της οδηγίας (77), ας μου επιτραπεί δε σχετικώς να διευκρινίσω ότι, κατά την άποψή μου, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα μεταγενέστερα αυτά νομοθετήματα (78), καθόσον αντικατοπτρίζουν τον προσανατολισμό των νομοθετικών οργάνων, καίτοι δεν είναι εφαρμοστέα ratione temporis στην υπόθεση Drozdovs. Από το σύνολο των στοιχείων αυτών προκύπτει ότι το άρθρο 1 της δεύτερης οδηγίας έτυχε ιδιαίτερης προσοχής εκ μέρους του κοινοτικού νομοθέτη. Εξάλλου, η εξέλιξη της διατάξεως αυτής, προς την κατεύθυνση της σταδιακής ενισχύσεως των απαιτήσεων που καθιερώνει, καταδεικνύει την ολοένα αυξανόμενη μέριμνα για προστασία των θυμάτων. Πράγματι, όπως επισήμανε ρητώς ο νομοθέτης, «η υποχρέωση των κρατών μελών να εγγυώνται την ασφαλιστική κάλυψη τουλάχιστον ορισμένων ελάχιστων ποσών αποτελεί σημαντικό στοιχείο» για την επίτευξη του σκοπού αυτού (79).
92. Ακολουθώντας την προσέγγιση αυτή, το Δικαστήριο απεφάνθη ρητώς ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της δεύτερης οδηγίας αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ανώτατα ποσά αποζημιώσεως κατώτερα από τα ελάχιστα εγγυημένα ποσά ασφαλιστικής καλύψεως που ορίζει το εν λόγω άρθρο (80).
93. Αιτιολογώντας τις σχετικές αποφάσεις του, δέχθηκε, όπως υπενθύμισα ήδη απαντώντας στα πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εγγυώνται ότι η συναρτώμενη με τα τροχαία ατυχήματα αστική ευθύνη, κατά το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους για το οποίο πρόκειται, καλύπτεται από ασφάλιση σύμφωνη με τις διατάξεις της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης οδηγίας. Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν τις αρμοδιότητές τους στον τομέα αυτόν τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης, αυτό προϋποθέτει, ιδίως, ότι η κάλυψη από την ασφάλεια της αστικής ευθύνης τηρεί τα ελάχιστα ποσά αποζημιώσεως που ορίζει η δεύτερη οδηγία και, συνεπώς, ότι καμία εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να περιορίζει την απορρέουσα από την οδηγία αυτή προστασία ορίζοντας ανώτατα ποσά αποζημιώσεως υπολειπόμενα των ελαχίστων αυτών ποσών (81).
94. Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι «κάθε άλλη ερμηνεία θα στερούσε τα άρθρα 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας και 1, παράγραφος 2, της δεύτερης οδηγίας της πρακτικής τους αποτελεσματικότητας. Πράγματι, ο σκοπός των διατάξεων αυτών, που είναι να προστατεύουν τα θύματα τροχαίων ατυχημάτων μέσω της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης, θα διακυβευόταν αν η κάλυψη της εν λόγω ευθύνης από την ασφάλεια αφηνόταν στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη» (82).
95. Το σύνολο των σκέψεων αυτών μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να ισχύσει και για διατάξεις όπως αυτές που περιέχει το λεττονικό διάταγμα 331, με τις οποίες ορίζεται πολύ χαμηλό ανώτατο όριο καλύψεως, ιδίως για τη μη περιουσιακή ζημία που προκαλείται από τον θάνατο του προσώπου από το οποίο συντηρείται ο ζημιωθείς, δεδομένου ότι η επίτευξη του σκοπού και η διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των εν λόγω διατάξεων επιβάλλει την εξασφάλιση επαρκούς ικανοποιήσεως των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων όποιο κι αν είναι το κράτος μέλος όπου συνέβη το ατύχημα (83). Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα του Augstākās tiesas Senāts πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.
96. Διευκρινίζω ότι, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει καθοριστική σημασία το ότι το ανεπαρκές ποσό που προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο υπολείπεται, κατά το ήττον ή μάλλον, του ορίου της ευθύνης των ασφαλιστών που ορίζεται στις οδηγίες, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο στο προδικαστικό του ερώτημα (84). Αρκεί το προβλεπόμενο από τον εθνικό κανόνα ποσό να υπολείπεται του ελαχίστου ποσού κάλυψης για να μην είναι ο κανόνας αυτός σύμφωνος με τις εν λόγω απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης. Αντιστρόφως, η επιφύλαξη που διατυπώνεται στην αρχή του άρθρου 1, παράγραφος 2, της δεύτερης οδηγίας (85) επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ποσά κάλυψης μεγαλύτερα από τα κατώτατα προβλεπόμενα όρια, διευκρινιζομένου ότι μπορούν είτε να απαιτούν απεριόριστη εγγύηση είτε να καθορίζουν ποσά για τα οποία η ασφάλιση είναι υποχρεωτική, υπό τον μοναδικό όρο ότι τα ποσά αυτά δεν υπολείπονται των ελαχίστων προβλεπομένων ποσών (86).
97. Λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου να υπάρξουν αμφιβολίες, όπως διαφαίνεται από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, διευκρινίζω ότι, κατά τη γνώμη μου, στο δίκαιο της Ένωσης δεν αντίκειται μόνο ο περιορισμός των ποσών αποζημιώσεως (87), αλλά και το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος ορίζει το ανώτατο όριο της αποζημιώσεως σε επίπεδο κατώτερο του επιπέδου των ελαχίστων ποσών που προβλέπουν οι εξεταζόμενες οδηγίες.
98. Βεβαίως, κατά την προπαρατεθείσα πάγια νομολογία, κάθε αστική ευθύνη από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων την οποία προβλέπει εθνική έννομη τάξη πρέπει να καλύπτεται από ασφάλιση. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, η αρχή αυτή πρέπει να νοείται μόνον υπό την έννοια ότι κανόνας του εθνικού δικαίου αφορών την ασφάλιση δεν μπορεί να αποκλείει ορισμένου είδους ζημίες ή ορισμένες κατηγορίες των βλαπτομένων προσώπων όταν τα θύματα μπορούν να επικαλεστούν την αστική ευθύνη του ασφαλισμένου προκειμένου να τύχουν στη βάση αυτή αποζημιώσεως. Η απόφαση του κοινοτικού νομοθέτη να θεσπίσει επίπεδα ασφαλιστικής αποζημιώσεως ανερχόμενα «κατ’ ελάχιστον» στα ποσά που προβλέπουν οι οικείες οδηγίες δεν έχει νόημα παρά μόνον αν γίνεται δεκτό ότι οι οδηγίες αυτές επιτρέπουν, αντιθέτως, να ορίζουν τα κράτη μέλη υψηλότερα ανώτατα όρια και, συνεπώς, ότι η πέραν των ανωτάτων αυτών εθνικών ορίων αστική ευθύνη δεν απαιτείται να καλύπτεται από την υποχρεωτική ασφάλιση (88). Επομένως, οι έννομες τάξεις των κρατών μελών όπου η νομοθεσία που διέπει την αστική ευθύνη εν γένει δεν προβλέπει ανώτατα όρια αποζημιώσεως μπορούν, εντούτοις, να περιορίζουν την κάλυψη της εν λόγω ευθύνης από την υποχρεωτική ασφάλιση καθιερώνοντας ανώτατα όρια καλύψεως μεγαλύτερα από τα ελάχιστα ποσά που προβλέπουν οι εν λόγω οδηγίες.
3. Οι συνέπειες της προτεινομένης απαντήσεως
99. Αιτιολογώντας την αίτησή του, το Augstākās tiesas Senāts τονίζει τη σημασία επιτεύξεως ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων εμπλεκομένων συμφερόντων. Επισημαίνει ότι το συμφέρον των θυμάτων, που είναι να επιτύχουν την πληρέστερη δυνατή αποκατάσταση της ζημίας τους, διαφέρει τόσο από το συμφέρον του κυρίου του οχήματος το οποίο προκάλεσε το ατύχημα, που είναι να καταβάλλει όσο το δυνατόν χαμηλότερα ασφάλιστρα για την υποχρεωτική του ασφάλιση, όσο και από τον σκοπό του ασφαλιστή, που είναι να αποκομίσει εισόδημα το οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διαφορά μεταξύ των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και των αποζημιώσεων που καταβάλλει οσάκις συμβαίνουν ατυχήματα (89). Θεωρεί ότι η συμφιλίωση των δύο αυτών αποκλινόντων συμφερόντων προϋποθέτει τον σαφή προσδιορισμό των ορίων της αποζημιώσεως που οφείλει ο ασφαλιστής, ούτως ώστε να μπορεί ο ιδιοκτήτης του οχήματος να συνάψει σύμβαση ασφαλίσεως με λογικό ασφάλιστρο (90) και, συνεπώς να λάβει εν τέλει το θύμα την προβλεπόμενη αποζημίωση για αποκατάσταση της ζημίας του.
100. Η Λεττονική και η Λιθουανική Κυβέρνηση συντάσσονται με την άποψη αυτή. Προσθέτουν ότι ο καθορισμός τέτοιων ορίων από το νόμο παρουσιάζει επίσης το πλεονέκτημα ότι εγγυάται την ασφάλεια δικαίου, ενώ η καταβολή μεγάλων αποζημιώσεων για τη μη περιουσιακή ζημία θα κινδύνευε, σε περίπτωση πολυπροσώπων ατυχημάτων, να παρεμποδίσει τη δίκαιη κατανομή των περιορισμένων ποσών που είναι διαθέσιμα (91). Συνάγουν δε εξ αυτού ότι η εφαρμογή στην ηθική βλάβη των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 1 της δεύτερης οδηγίας θα δημιουργούσε δυσκολίες από την άποψη της αποτελεσματικότητας του συστήματος ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης που ενδιαφέρει εν προκειμένω.
101. Είναι αληθές ότι, εκ πρώτης όψεως, η λειτουργία της ευρωπαϊκής ασφαλιστικής αγοράς θα μπορούσε να επηρεαστεί από την επιβολή στους ασφαλιστές της υποχρεώσεως να καλύπτουν ζημίες σε ευρύτερη έκταση και σε υψηλότερο επίπεδο, όταν πρόκειται για οχήματα που σταθμεύουν συνήθως στο έδαφος των κρατών μελών, πράγμα που θα προκαλούσε ενδεχομένως αύξηση των ασφαλίστρων που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι.
102. Ωστόσο, επισημαίνω ότι, ευθύς εξ αρχής, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή είχε διαβλέψει «[τα] προβλήματα τα οποία θα προκαλέσει αναπόφευκτα ο καθορισμός των ελαχίστων αυτών ποσών σε ορισμένες χώρες (ιδίως την αύξηση των σημερινών ασφαλίστρων)» αλλά εκτίμησε, ορθώς κατά τη γνώμη μου, ότι επρόκειτο για «μια προσπάθεια που είναι αναγκαίο να καταβληθεί προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, ήτοι η καλύτερη προστασία των θυμάτων» και γι αυτό υποστήριξε την πρόταση για καθιέρωση των ελαχίστων ποσών αποζημιώσεως (92). Προκειμένου να λάβει υπόψη την υφιστάμενη σε ορισμένα κράτη μέλη κατάσταση όσον αφορά τα εν λόγω ποσά, η δεύτερη οδηγία περιέχει μεταβατικά μέτρα αφορώντα τη σταδιακή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων στα εν λόγω κράτη μέλη (93).
103. Κατά τα λοιπά, στην πράξη αποδεικνύεται ότι η ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης δεν έχει κατ’ ανάγκην τόσο σημαντικές επιπτώσεις όσο προβλεπόταν στο ύψος των ασφαλίστρων (94). Συγκεκριμένα, στη Βουλγαρία, η πρόσφατη τροποποίηση του νόμου σχετικά με τα ποσά που καλύπτονται από την εν λόγω ασφάλιση, όπου περιλαμβάνεται η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης (95), δεν είχε αξιόλογη επίπτωση στο ύψος των σχετικών ασφαλίστρων (96). Ομοίως, στη Σουηδία, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες που κατέληξαν στην καθιέρωση στη νομοθεσία του δικαιώματος αποζημιώσεως για τις σωματικές βλάβες σε περίπτωση θανάτου οικείου προσώπου σε τροχαίο ατύχημα (97), η εν λόγω μεταρρύθμιση δεν θα πρέπει να έχει παρά ασήμαντες επιπτώσεις στις δαπάνες των ασφαλιστικών εταιριών και, συνεπώς, στα ασφάλιστρα, τα οποία δεν θα χρειαστεί να αυξηθούν παρά μόνο κατά 1 έως 1,5 %, ή ακόμη και λιγότερο (98).
104. Εξάλλου, οι φόβοι που εξέφρασαν οι κυβερνήσεις που περενέβησαν στην παρούσα υπόθεση δεν θεωρώ ότι είναι δικαιολογημένοι δεδομένου ότι, όπως προανέφερα, δεν απαγορεύεται κατά τη γνώμη μου στα κράτη μέλη να ορίζουν ανώτατα όρια προκειμένου η αποζημίωση που οφείλεται από τους ασφαλιστές να μην είναι απεριόριστη, καθόσον η μόνη απαίτηση που προκύπτει από το άρθρο 1 της δεύτερης οδηγίας είναι ότι τα εν λόγω ανώτατα όρια θα είναι υψηλότερα από τα ελάχιστα ποσά που προβλέπει το άρθρο αυτό.
105. Έχοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, η απάντηση που πρέπει κατά τη γνώμη μου να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση Drozdovs είναι ότι το άρθρο 3 της πρώτης οδηγίας και το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της δεύτερης οδηγίας αντιτίθεται σε εθνικό κανόνα ο οποίος, για να περιορίσει την αποζημίωση για μη περιουσιακή ζημία που μπορεί να οφείλεται με βάση την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης, προβλέπει ανώτατα ποσά αποζημιώσεως τα οποία υπολείπονται των ελαχίστων ποσών αποζημιώσεως που προβλέπει για την αποκατάσταση των σωματικών βλαβών το άρθρο 1 της δεύτερης οδηγίας.
Δ – Επί του δευτέρου ερωτήματος στην υπόθεση Haasová
106. Όπως αναφέρεται στο δεύτερο ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο στην υπόθεση Haasová, το Krajský súd v Prešove εκκινεί από την υπόθεση ότι το Δικαστήριο θα αποφανθεί, απαντώντας στο πρώτο ερώτημα, ότι δεν αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης εθνικές διατάξεις περί ασφαλίσεως οι οποίες δεν επιτρέπουν τη χρηματική αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας την οποία υφίστανται οι επιζώντες θυμάτων ατυχήματος που προκαλείται από την κυκλοφορία αυτοκινήτου οχήματος.
107. Δηλαδή, το αιτούν δικαστήριο στηρίζεται σε υπόθεση που είναι αντίθετη προς την απάντηση την οποία προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της απαντήσεως που πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να δοθεί στο ερώτημα αυτό, θεωρώ ότι παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, το οποίο υποβλήθηκε επικουρικώς.
108. Παρά ταύτα, σημειώνω ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να προβεί στην ερμηνεία διατάξεων του εθνικού δικαίου (99), πράγμα που δεν επιτρέπεται, σύμφωνα με πάγια νομολογία (100).
109. Στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν θα υιοθετούσε την πρότασή μου, το ερώτημα θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να αναδιατυπωθεί ώστε να αφορά, κατ’ ουσίαν, το αν δικαστήριο κράτους μέλους θα μπορούσε να προβεί ενδεχομένως σε ερμηνεία κανόνα του εθνικού δικαίου που θα ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις της πρώτης και της τρίτης οδηγίας. Εν πάση περιπτώσει, η αρχή της σύμφωνης με τις κοινοτικές διατάξεις ερμηνείας δεν θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου, που θα είχε εν προκειμένω ως αποτέλεσμα να υποχρεώσει έναν ασφαλιστή να αναλάβει την αποκατάσταση μιας ζημίας σε αντίθεση με τα οριζόμενα σε κανόνα του εθνικού δικαίου (101).
V – Πρόταση
110. Στην υπόθεση Haasová (C‑22/12), λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων που προηγήθηκαν, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Krajský súd v Prešove:
1) Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 1972, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής, αφενός, και το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της τρίτης οδηγίας 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 1990, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων, αφετέρου, έχουν την έννοια ότι η υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων που σταθμεύουν συνήθως στο έδαφος κράτους μέλους καλύπτει την αποκατάσταση των μη περιουσιακών βλαβών τις οποίες υφίστανται οι οικείοι θυμάτων που έχασαν τη ζωή τους σε τροχαίο ατύχημα επελθόν υπό τέτοιες περιστάσεις, εφόσον το εφαρμοστέο στη διαφορά εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι η αποκατάσταση αυτή εμπίπτει στο πεδίο της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου.
2) Παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.
111. Στην υπόθεση Drozdovs (C‑277/12), λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το Augstākās tiesas Senāts ως εξής:
1) Το άρθρο 3 της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 1972, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής, αφενός, και το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της δεύτερης οδηγίας 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Δεκεμβρίου 1983, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων, αφετέρου, έχουν την έννοια ότι η υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων που σταθμεύουν συνήθως στο έδαφος κράτους μέλους καλύπτει την αποκατάσταση των μη περιουσιακών ζημιών τις οποίες υφίστανται οι οικείοι θυμάτων που αποβίωσαν σε τροχαίο ατύχημα επελθόν υπό τέτοιες περιστάσεις, εφόσον το εφαρμοστέο στη διαφορά εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι η αποκατάσταση αυτή εμπίπτει στο πεδίο της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου.
2) Το άρθρο 3 της οδηγίας 72/166 και το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 84/5 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν την εφαρμογή εθνικού κανόνα ο οποίος προβλέπει, για την αποζημίωση για μη περιουσιακή ζημία που μπορεί να οφείλεται από τον ασφαλιστή για την αποκατάσταση μη περιουσιακής ζημίας που προκύπτει από τον θάνατο σε τροχαίο ατύχημα προσώπου από το οποίο συντηρείτο ο ζημιωθείς, ανώτατα ποσά αποζημιώσεως τα οποία υπολείπονται των ελαχίστων ποσών αποζημιώσεως που προβλέπει για την αποκατάσταση των σωματικών βλαβών το τελευταίο αυτό άρθρο.