Language of document : ECLI:EU:T:2011:419

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

της 6ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 1007/2009 – Εμπόριο προϊόντων φώκιας – Απαγόρευση εισαγωγής και πωλήσεως – Εξαίρεση υπέρ των κοινοτήτων Ιnuit – Εφαρμογή του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Έννοια της “κανονιστικής πράξεως” – Πράξη μη αφορώσα άμεσα και ατομικά τον προσφεύγοντα – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑18/10,

Inuit Tapiriit Kanatami, με έδρα την Οτάβα (Καναδάς),

Nattivak Hunters and Trappers Association, με έδρα το Qikiqtarjuaq (Καναδάς),

Pangnirtung Hunters’ and Trappers’ Association, με έδρα το Pangnirtung (Καναδάς),

Jaypootie Moesesie, κάτοικος Qikiqtarjuaq,

Allen Kooneeliusie, κάτοικος Qikiqtarjuaq,

Toomasie Newkingnak, κάτοικος Qikiqtarjuaq,

David Kuptana, κάτοικος Ulukhaktok (Καναδάς),

Karliin Aariak, κάτοικος Iqaluit (Καναδάς),

Ευστάθιος Ανδρέας Αγαθός, κάτοικος Αθηνών (Ελλάδα),

Canadian Seal Marketing Group, με έδρα το Κεμπέκ (Καναδάς),

Ta Ma Su Seal Products, Inc., με έδρα το Cap-aux-Meules (Καναδάς),

Fur Institute of Canada, με έδρα την Οτάβα,

NuTan Furs, Inc., με έδρα την Catalina (Καναδάς),

GC Rieber Skinn AS, με έδρα το Bergen (Νορβηγία),

Inuit Circumpolar Conference Greenland (ICC), με έδρα το Nuuk, Γροιλανδία (Δανία),

Johannes Egede, κάτοικος Nuuk,

Kalaallit Nunaanni Aalisartut Piniartullu Kattuffiat (KNAPK), με έδρα το Nuuk,

εκπροσωπούμενοι, αρχικώς, από τις J. Bouckaert, M. van der Woude και H. Viaene, στη συνέχεια, από τις J. Bouckaert και H. Viaene, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από την I. Αναγνωστοπούλου και τον L. Visaggio,

και

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τον M. Moore και την K. Michoel,

καθών,

υποστηριζόμενα από

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την C. Wissels, τους Y. de Vries, J. Langer και την M. Noort,

και από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους É. White, P. Oliver και J.-B. Laignelot, στη συνέχεια, από τους É. White, P. Oliver και K. Mifsud-Bonnici,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 1007/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, περί εμπορίας προϊόντων φώκιας (ΕΕ L 286, σ. 36),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, F. Dehousse, I. Wiszniewska-Białecka, M. Prek (εισηγητή) και A. Popescu, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Στις 16 Σεπτεμβρίου 2009, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εξέδωσαν τον κανονισμό (ΕΚ) 1007/2009, περί εμπορίου προϊόντων φώκιας (ΕΕ L 286, σ. 36, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), ο οποίος κατά το άρθρο 1 αυτού έχει ως αντικείμενο τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων που αφορούν τη διάθεση προϊόντων φώκιας στην αγορά.

2        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιανουαρίου 2010, οι προσφεύγοντες, Inuit Tapiriit Kanatami, Nattivak Hunters and Trappers Association, Pangnirtung Hunters’ and Trappers’ Association, Jaypootie Moesesie, Allen Kooneeliusie, Toomasie Newkingnak, David Kuptana, Karliin Aariak, Ευστάθιος Ανδρέας Αγαθός, Canadian Seal Marketing Group, Ta Ma Su Seal Products, Inc., Fur Institute of Canada, NuTan Furs, Inc., GC Rieber Skinn AS, Inuit Circumpolar Conference Greenland (ICC), Johannes Egede και Kalaallit Nunaanni Aalisartut Piniartullu Kattuffiat (KNAPK), άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή ζητώντας την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

3        Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 11η Φεβρουαρίου 2010, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ζήτησαν από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου την αναστολή εκτελέσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού.

4        Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υπέβαλαν παρατηρήσεις επί της εν λόγω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων εμπροθέσμως.

5        Με διάταξη της 30ής Απριλίου 2010, T‑18/10 R, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

6        Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 και 21 Μαΐου 2010, αντιστοίχως, προέβαλαν ενστάσεις περί απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

7        Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 και 21 Μαΐου 2010, αντιστοίχως, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα δίκη προς στήριξη των αιτημάτων του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Οι προσφεύγοντες και το Κοινοβούλιο υπέβαλαν παρατηρήσεις επί των υπομνημάτων αυτών εμπροθέσμως. Το Συμβούλιο δεν υπέβαλε παρατηρήσεις.

8        Με χωριστό δικόγραφο, κατατεθέν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Ιουνίου 2010, το Συμβούλιο ζήτησε το παράρτημα A 7 της προσφυγής, ήτοι η γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου της 18ης Φεβρουαρίου 2009 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί εμπορίου προϊόντων φώκιας, που υποβλήθηκε από την Επιτροπή [COM(2008) 469 τελικό, της 23ης Ιουλίου 2008], να αφαιρεθεί από τη δικογραφία, όπως επίσης και το απόσπασμα της προκείμενης γνωμοδοτήσεως που περιλαμβάνεται στο σημείο 46 της προσφυγής.

9        Με δικόγραφο κατατεθέν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Ιουλίου 2010, το Κοινοβούλιο υπέβαλε παρατηρήσεις επί του αιτήματος του Συμβουλίου περί αφαιρέσεως [εγγράφου] από τη δικογραφία.

10      Με διάταξη της 6ης Ιουλίου 2010, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών και στην Επιτροπή να παρέμβουν.

11      Στις 13 Ιουλίου 2010, οι προσφεύγοντες κατέθεσαν παρατηρήσεις επί των ενστάσεων απαραδέκτου του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

12      Στις 19 και 20 Αυγούστου 2010, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή κατέθεσαν υπομνήματα παρεμβάσεως περιοριζόμενα στις ενστάσεις απαραδέκτου.

13      Με δικόγραφο κατατεθέν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Ιουλίου 2010, οι προσφεύγοντες, πλην ενός εξ αυτών, υπέβαλαν νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τα άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 109 του Κανονισμού Διαδικασίας, με το οποίο ζήτησαν από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού έως ότου το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί επί της ασκηθείσας προσφυγής ακυρώσεως κατά του κανονισμού αυτού.

14      Με διάταξη της 19ης Αυγούστου 2010, T‑18/10 R II, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ανέστειλε την εφαρμογή των προϋποθέσεων που περιορίζουν, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού, τη διάθεση προϊόντων φώκιας στην αγορά, όσον αφορά τους προσφεύγοντες, έως την έκδοση διατάξεως για την περάτωση αυτής της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

15      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, όπως και η Επιτροπή, υπέβαλαν παρατηρήσεις επί της δεύτερης αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων στις 7 Σεπτεμβρίου 2010. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν υπέβαλε παρατηρήσεις.

16      Στις 5 Οκτωβρίου 2010, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 129 του Κανονισμού Διαδικασίας για την ερμηνεία της διατάξεως του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Αυγούστου 2010, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 14 ανωτέρω.

17      Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπέβαλαν παρατηρήσεις επί της αιτήσεως αυτής στις 14, 18 και 13 Οκτωβρίου 2010, αντιστοίχως.

18      Με διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2010, T‑18/10 RII‑INTP, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή), η αίτηση ερμηνείας απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

19      Με διάταξη της 25ης Οκτωβρίου 2010, T‑18/10 R II, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε τη δεύτερη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

20      Με χωριστά δικόγραφα, που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, στις 6 και 14 Οκτωβρίου 2010, αντιστοίχως, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπέβαλαν αίτηση παραπομπής της υπό κρίση υποθέσεως ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως. Επικουρικώς και επί της ουσίας, η Επιτροπή ζήτησε την παραπομπή της υποθέσεως σε τμήμα πενταμελούς συνθέσεως.

21      Στις 26 Οκτωβρίου 2010, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατόπιν των αιτήσεων αυτών και σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον του έβδομου πενταμελούς τμήματος.

22      Στις 19 Οκτωβρίου 2010, οι προσφεύγοντες και το Κοινοβούλιο υπέβαλαν αντιστοίχως παρατηρήσεις επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως που περιορίζονταν στις προβληθείσες από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και την Επιτροπή ενστάσεις απαραδέκτου.

23      Με το από 8 Φεβρουαρίου 2011 έγγραφο, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν επί ερωτήσεως σχετικής με τον άμεσο επηρεασμό των προσφευγόντων από τον προσβαλλόμενο κανονισμό. Οι προσφεύγοντες, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή απάντησαν στην ως άνω ερώτηση εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν κατάθεσε απάντηση επί της ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

24      Με την προσφυγή, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

25      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση που απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου ή επιφυλαχθεί συναφώς, να ορίσει για το ίδιο, καθώς και για το Συμβούλιο, προθεσμία ώστε να υποβάλουν υπόμνημα αντικρούσεως, σύμφωνα με το άρθρο 114, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

26      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και το Συμβούλιο ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

27      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

28      Με τις παρατηρήσεις τους επί των ενστάσεων απαραδέκτου, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να συνεξετάσει τις ενστάσεις απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως·

–        επικουρικώς, να κηρύξει την προσφυγή παραδεκτή·

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα·

–        να καταδικάσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και την Επιτροπή να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

 Σκεπτικό

29      Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφοι 1 και 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία.

30      Περαιτέρω, κατά το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί επί των δημοσίας τάξεως λόγων απαράδεκτου. Η παρούσα απόφαση λαµβάνεται σύµφωνα µε τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 114, παράγραφοι 3 και 4, του ιδίου κανονισμού.

31      Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει άλλως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τη δικογραφία και το αίτημα θα κριθεί χωρίς προφορική διαδικασία.

 Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

32      Παρατηρείται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε βάσει της Συνθήκης ΕΚ (άρθρο 95 ΕΚ), καθώς και ότι η προσφυγή ασκήθηκε μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΛΕΕ.

33      Οι διάδικοι φρονούν ότι το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

34      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, όσον αφορά τη δυνατότητα διαχρονικής εφαρμογής των κανόνων που ορίζουν τις προϋποθέσεις του παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως που ασκεί ιδιώτης ενώπιον δικαστή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, κατά πάγια νομολογία, αφενός, σύμφωνα με την αρχή tempus regit actum, το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής πρέπει να κριθεί βάσει των κανόνων που ισχύουν κατά την ημερομηνία που ασκήθηκε και, αφετέρου, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής εκτιμώνται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, δηλαδή κατά τον χρόνο καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής (βλ. διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑532/08, Norilsk Nickel Harjavalta και Umicore κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 70, και T‑539/08, Etimine και Etiproducts κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Εν προκειμένω, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, οι προϋποθέσεις παραδεκτού αυτής διέπονταν από το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, έχοντας υπόψη την υπομνησθείσα στην προηγούμενη σκέψη νομολογία, το ζήτημα του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής πρέπει να κριθεί βάσει του άρθρου αυτού.

 Επί του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής

36      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από Βασίλειο των Κάτω Χωρών και την Επιτροπή, προβάλλουν τρεις λόγους απαραδέκτου, αντλούμενους αντιστοίχως εκ του ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αποτελεί κανονιστική πράξη, περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα και δεν αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες.

37      Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν τα αιτήματα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, υποστηριζόμενα από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και την Επιτροπή.

 Επί της έννοιας της «κανονιστικής πράξεως» κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

38      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα».

39      Παρατηρείται ότι, καίτοι η διάταξη αυτή περιλαμβάνει μία καινοτομία σε σχέση με τα προβλεπόμενα στη Συνθήκη ΕΚ ως προς την πρόσβαση στον δικαστή της Ενώσεως, καθόσον, εφεξής, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν προσφυγή κατά κανονιστικών πράξεων που τα αφορούν άμεσα και δεν περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα, η έννοια της «κανονιστικής πράξεως» δεν ορίζεται στη Συνθήκη ΛΕΕ.

40      Συνεπώς, προκειμένου να κριθεί το παραδεκτό της παρούσας προσφυγής, πρέπει η διάταξη αυτή να ερμηνευθεί γραμματικώς, ιστορικώς και τελεολογικώς.

41      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ παρείχε στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά αποφάσεων που το αφορούσαν ατομικά καθώς και κατά πράξεων γενικής ισχύος, όπως κανονισμών που τα αφορούσαν άμεσα και τα έθιγαν λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που τους προσιδίαζαν ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα εξατομίκευαν σε σχέση με οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα και, ως εκ τούτου, τα εξατομίκευαν κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη αποφάσεως (βλ. υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 939, και της 25ης Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 36).

42      Το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καίτοι παραλείπει τον όρο «απόφαση», επαναλαμβάνει αυτές τις δύο δυνατότητες και προσθέτει μία τρίτη. Προβλέπει τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά των ατομικών αποφάσεων, κατά των αποφάσεων γενικής ισχύος που αφορούν φυσικό ή νομικό πρόσωπο άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα. Από τη συνήθη έννοια του όρου «κανονιστική» προκύπτει ότι οι πράξεις στις οποίες αναφέρεται η τελευταία αυτή δυνατότητα είναι επίσης γενικής ισχύος.

43      Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω δυνατότητα δεν αφορά το σύνολο των πράξεων γενικής ισχύος, αλλά πιο περιορισμένη κατηγορία αυτών, ήτοι τις κανονιστικές πράξεις.

44      Συγκεκριμένα, το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει διάφορες κατηγορίες πράξεων της Ενώσεως που δύνανται να υπαχθούν σε έλεγχο νομιμότητας, ήτοι, αφενός, τις νομοθετικές πράξεις και, αφετέρου, τις λοιπές δεσμευτικές πράξεις, που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, οι οποίες δύναται να είναι είτε ατομικές πράξεις είτε πράξεις γενικής ισχύος.

45      Συνάγεται ότι το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το πρώτο του εδάφιο, προβλέπει ότι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεων των οποίων είναι αποδέκτης, καθώς και, αφενός, κατά των γενικής ισχύος, νομοθετικών ή κανονιστικών, αποφάσεων που το αφορούν άμεσα και ατομικά και, αφετέρου, κατά ορισμένων πράξεων γενικής ισχύος, ήτοι κανονιστικών πράξεων, που το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα.

46      Εξάλλου, τέτοιου είδους ερμηνεία του όρου «κανονιστική» και του αντίστοιχου όρου στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις της Συνθήκης ΛΕΕ, σε αντίθεση με τον όρο «νομοθετική», προκύπτει επίσης από πλείστες άλλες διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, και δη από το άρθρο 114 ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά την προσέγγιση των «νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών».

47      Επιβάλλεται συναφώς η απόρριψη του επιχειρήματος των προσφευγόντων κατά το οποίο η διάκριση μεταξύ των νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων, όπως προτείνουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και εκτίθεται στις σκέψεις 42 έως 45 ανωτέρω, συνίσταται στην προσθήκη του επιθετικού προσδιορισμού «νομοθετικές» δίπλα στον όρο «πράξεις» όσον αφορά τις δύο πρώτες δυνατότητες του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη διαπίστωση στη σκέψη 45 ανωτέρω, ο όρος «πράξεις» αναφερόμενος σε αυτές τις δύο πρώτες δυνατότητες αφορά, εκτός από τις πράξεις των οποίων είναι αποδέκτης το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όλες τις πράξεις, νομοθετικές ή κανονιστικές, που το αφορούν άμεσα και ατομικά. Ειδικότερα, οι νομοθετικές πράξεις και οι κανονιστικές πράξεις που περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτής της τελευταίας δυνατότητας.

48      Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι, αντιθέτως προς τα προβαλλόμενα από τους προσφεύγοντες, από το γράμμα της τελευταίας περιόδου του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προκύπτει ότι σκοπός των κρατών μελών δεν ήταν να περιορίσουν την εμβέλεια της διατάξεως αυτής μόνο στις πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση κατά την έννοια του άρθρου 290 ΣΛΕΕ, αλλά γενικότερα, στις κανονιστικές πράξεις.

49      Δεύτερον, η ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ όπως εκτίθεται στις σκέψεις 42 έως 45 ανωτέρω, επιβεβαιώνεται από τη διαδικασία που οδήγησε στη θέσπιση αυτής της διατάξεως, η οποία αρχικώς είχε προταθεί ως άρθρο III‑365, τέταρτο εδάφιο, του σχεδίου συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη. Ειδικότερα, προκύπτει ιδίως από το διαβιβαστικό σημείωμα του Προεδρείου της Συνελεύσεως (Γραμματεία της Ευρωπαϊκής Συνελεύσεως, CONV 734/03), της 12ης Μαΐου 2003, ότι, καίτοι προτάθηκε η σχετική τροποποίηση του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ με αναφορά σε «πράξεις γενικής ισχύος», το Προεδρείο προέβη σε διαφορετική επιλογή, δηλαδή αναφέρθηκε σε «κανονιστικές πράξεις». Όπως προκύπτει από το προαναφερθέν διαβιβαστικό σημείωμα, αυτή η διατύπωση προέβλεπε τη δυνατότητα «διακρίσεως μεταξύ των νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων, διατηρώντας συσταλτική προσέγγιση όσον αφορά τις προσφυγές ιδιωτών κατά νομοθετικών πράξεων (για τις οποίες η προϋπόθεση περί του ότι τους “αφορούν άμεσα και ατομικά” παραμένει σε ισχύ)».

50      Τρίτον, καθόσον επελέγη να επαναληφθεί η διατύπωση αυτή στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, επιβάλλεται να διαπιστωθεί ότι σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να παράσχει τη δυνατότητα σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ασκήσει προσφυγή κατά πράξεων γενικής ισχύος που δεν είναι νομοθετικές πράξεις, οι οποίες το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα, αποφεύγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο περιπτώσεις όπου το πρόσωπο αυτό θα έπρεπε να ενεργήσει παρανόμως προκειμένου να έχει πρόσβαση σε δικαστή (βλέπε προαναφερθέν διαβιβαστικό σημείωμα του Προεδρείου της Συνελεύσεως). Όπως προκύπτει από την ανάλυση στις προηγηθείσες σκέψεις, το γράμμα του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει την άσκηση προσφυγής κατά όλων των πράξεων που πληρούν τις προϋποθέσεις άμεσου επηρεασμού και απουσίας εκτελεστικών μέτρων ούτε κατά όλων των πράξεων γενικής ισχύος που πληρούν τις εν λόγω προϋποθέσεις, αλλά αποκλειστικώς κατά συγκεκριμένης κατηγορίας των τελευταίων αυτών πράξεων, ήτοι κατά των κανονιστικών πράξεων. Κατά συνέπεια, οι προϋποθέσεις παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως κατά νομοθετικής πράξεως παραμένουν πιο περιοριστικές σε σχέση με την περίπτωση προσφυγής κατά κανονιστικής πράξεως.

51      Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων σχετικά με το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, ιδίως σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2007, C 303, σ. 1). Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, ο δικαστής της Ενώσεως δεν μπορεί, χωρίς να υπερβαίνει τις αρμοδιότητές του, να ερμηνεύει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες ιδιώτης μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονισμού, κατά τρόπο που καταλήγει να παρακάμπτει τις προϋποθέσεις αυτές, οι οποίες προβλέπονται ρητώς στη Συνθήκη, τούτο δε ακόμη και υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Απριλίου 2004, C‑263/02 P, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, Συλλογή 2004, σ. I‑3425, σκέψη 36, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 9ης Ιανουαρίου 2007, T‑127/05, Lootus Teine Osaühing κατά Συμβουλίου, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 50).

52      Ομοίως, επιβάλλεται η απόρριψη του επιχειρήματος των προσφευγόντων ότι η υποχρέωση «διασταλτικής» ερμηνείας του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προκύπτει επίσης από δύο διεθνείς συμβάσεις υπογραφείσες στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, ήτοι από τη σύμβαση για την Πρόσβαση στις Πληροφορίες, τη Δημόσια Συμμετοχή στη Λήψη των Αποφάσεων και την Πρόσβαση στην Δικαιοσύνη για Περιβαλλοντικά Ζητήματα, που υπογράφθηκε στο Aarhus στις 25 Ιουνίου 1998, καθώς και από τη σύμβαση για τη βιοποικιλότητα, που υπογράφθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο στις 5 Ιουνίου 1992.

53      Πρώτον, καίτοι οι προσφεύγοντες ζητούν να ερμηνευθεί το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ σύμφωνα με αυτές τις δύο συμβάσεις, ουδόλως επισημαίνουν με ποιον συγκεκριμένο τρόπο οι διάφορες προϋποθέσεις παραδεκτού κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ θα έπρεπε να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των επικαλούμενων διεθνών κανόνων, καθώς τα επιχειρήματά τους είναι ιδιαίτερα γενικόλογα και δεν επηρεάζουν τις εν λόγω προϋποθέσεις παραδεκτού.

54      Δεύτερον, η επικαλούμενη από τους προσφεύγοντες συναφής νομολογία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1998, C‑341/95, Bettati, Συλλογή 1998, σ. I‑4355, σκέψη 20, και της 1ης Απριλίου 2004, C‑286/02, Bellio F.lli, Συλλογή 2004, σ. I‑3465, σκέψη 33) αφορά την υποχρέωση του δικαστή της Ένωσης, ο οποίος καλείται να αποφανθεί επί ζητήματος σχετικού με το κύρος νομοθετήματος του παράγωγου δικαίου της Ενώσεως, να εξετάσει το κύρος αυτό και υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου.

55      Σε κάθε περίπτωση, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η Συνθήκη έχει καθιερώσει πλήρες σύστημα ενδίκων μέσων και διαδικασιών, βάσει του οποίου ανατέθηκε στον δικαστή της Ενώσεως ο έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων (βλ. υπό την έννοια αυτή, απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 40). Οι διατάξεις των επικαλούμενων διεθνών συμβάσεων δεν μπορούν να αποκλίνουν από αυτούς τους κανόνες του πρωτογενούς δικαίου της Ενώσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑6351, σκέψεις 306 έως 308, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3601, σκέψη 798).

56      Κατόπιν των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο όρος «κανονιστική πράξη» κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να νοηθεί ότι αφορά κάθε πράξη γενικής ισχύος πλην των νομοθετικών πράξεων. Κατά συνέπεια, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως κατά νομοθετικής πράξεως από φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκλειστικώς εφόσον η πράξη αυτή το αφορά άμεσα και ατομικά.

 Επί του χαρακτηρισμού του προσβαλλόμενου κανονισμού

57      Βάσει της εκτεθείσας στη σκέψη 56 ανωτέρω διαπιστώσεως όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, επιβάλλεται να εξετασθεί αν, εν προκειμένω, ο προσβαλλόμενος κανονισμός έχει χαρακτήρα νομοθετικής ή κανονιστικής πράξεως.

58      Επιβάλλεται επομένως να χαρακτηρισθεί ο προσβαλλόμενος κανονισμός σύμφωνα με τις κατηγορίες των πράξεων που προβλέπει η Συνθήκη ΛΕΕ.

59      Ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε βάσει του άρθρου 95 ΕΚ κατά τη διαδικασία της συναποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 251 ΕΚ.

60      Προκύπτει συναφώς από το άρθρο 289, παράγραφοι 1 και 3, ΣΛΕΕ ότι οι νομικές πράξεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία του άρθρου 294 ΣΛΕΕ, η οποία καλείται «συνήθης νομοθετική διαδικασία», συνιστούν νομοθετικές πράξεις.

61      Συνεπώς, δεδομένου ότι η στο άρθρο 294 ΣΛΕΕ οριζόμενη διαδικασία επαναλαμβάνει κατ’ ουσία την οριζόμενη στο άρθρο 251 ΕΚ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο των προβλεπόμενων στη Συνθήκη ΛΕΕ κατηγοριών νομικών πράξεων, ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να χαρακτηρισθεί ως νομοθετική πράξη.

62      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν συναφώς ότι η φύση συγκεκριμένης πράξεως προσδιορίζεται όχι βάσει του τρόπου εκδόσεώς της, αλλά της ισχύος, ατομικής ή γενικής, του μέτρου. Αναλόγως της ισχύος του μπορεί ή όχι να χαρακτηρισθεί συγκεκριμένος κανονισμός ως πράξη κανονιστική. Επιπλέον, το επίθετο «κανονιστική» θα έπρεπε να ερμηνεύεται κατά τη συνήθη έννοια, ήτοι ότι αφορά πράξη αποβλέπουσα στη θέσπιση γενικά εφαρμοστέων κανόνων.

63      Κατά πάγια νομολογία, το κριτήριο που διακρίνει έναν κανονισμό από μια απόφαση πρέπει να αναζητείται στη γενική ή μη ισχύ της επίμαχης πράξεως. Ειδικότερα, μια πράξη έχει γενική ισχύ αν εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς προσδιοριζόμενες καταστάσεις και αν παράγει τα έννομα αποτελέσματά της έναντι κατηγοριών προσώπων λαμβανομένων κατά τρόπο γενικό και in abstracto (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 30ής Νοεμβρίου 2009, T‑313/08, Veromar di Tudisco Alfio & Salvatore κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64      Η νομολογία αυτή είχε ειδικότερα ως αντικείμενο τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, περί προσφυγών κατά πράξεων που αφορούν φυσικό ή νομικό πρόσωπο άμεσα και ατομικά. Κατά τη νομολογία, σκοπός της διατάξεως αυτής ήταν, ιδίως, να εμποδίζει τα όργανα της Ενώσεως να αποκλείουν, με την απλή επιλογή της μορφής του κανονισμού, τη δυνατότητα των ιδιωτών να ασκούν προσφυγή κατ’ αποφάσεως που τους αφορά άμεσα και ατομικά και να διασαφηνίσει έτσι ότι η επιλογή της μορφής δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση μιας πράξεως (βλ. διάταξη Veromar di Tudisco Alfio & Salvatore κατά Επιτροπής, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65      Εν προκειμένω, όμως, δεν αμφισβητείται η γενική ισχύς του προσβαλλόμενου κανονισμού, αλλά ο φερόμενος χαρακτηρισμός του ως κανονιστικής πράξεως. Εφόσον το κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ πράξεως γενικής ισχύος και ατομικής πράξεως πρέπει να αναζητείται στην ενδεχόμενη γενική ισχύ της επίμαχης πράξεως, ο χαρακτηρισμός της ως νομοθετικής ή κανονιστικής πράξεως κατά τη Συνθήκη ΛΕΕ στηρίζεται στο κριτήριο της, νομοθετικής ή μη, διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοσή της.

66      Λαμβανομένων υπόψη της ερμηνείας του όρου «κανονιστική πράξη» κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οποία παρατίθεται στις σκέψεις 41 έως 56 ανωτέρω, και της διαπιστώσεως ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αποτελεί κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υπό κρίση προσφυγή δεν μπορεί να κριθεί παραδεκτή σύμφωνα με την τελευταία περίοδο του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα.

67      Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί εάν ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά τους προσφεύγοντες άμεσα και ατομικά.

 Επί του άμεσου επηρεασμού των προσφευγόντων

68      Με τις ενστάσεις απαραδέκτου, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και την Επιτροπή, δεν προέβαλαν λόγους απαραδέκτου όσον αφορά την απουσία άμεσου επηρεασμού, με εξαίρεση μία μόνο σχετική αναφορά, η οποία δεν αναπτύχθηκε ούτε περιλήφθηκε στην ένσταση απαραδέκτου του Κοινοβουλίου.

69      Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού προσφυγής περιλαμβάνονται μεταξύ των λόγων απαραδέκτου δημοσίας τάξεως (διάταξη του Δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου 1987, 108/86, G. d. M. κατά Συμβουλίου και OKE, Συλλογή 1987, σ. 3933, σκέψη 10· βλ. επίσης απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 2008, T‑309/04, T‑317/04, T‑329/04 και T‑336/04, TV 2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2935, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η προϋπόθεση περί άμεσου επηρεασμού κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πληρούται.

70      Οι προσφεύγοντες, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, όπως και η Επιτροπή, εξέφρασαν τις απόψεις τους ως προς το ζήτημα αυτό κατόπιν ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Φεβρουαρίου 2011 (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω).

71      Κατά πάγια νομολογία, ο άμεσος επηρεασμός ιδιώτη προϋποθέτει ότι, πρώτον, η προσβαλλόμενη πράξη της Ενώσεως παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη αυτού και, δεύτερον, δεν αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της, καθόσον αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ενώσεως, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων (βλ. διάταξη Lootus Teine Osaühing κατά Συμβουλίου, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

72      Από την ίδια νομολογία απορρέει επίσης ότι πρέπει να πληρούνται δύο σωρευτικές προϋποθέσεις ώστε συγκεκριμένη πράξη να μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά άμεσα φυσικό ή νομικό πρόσωπο (διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Μαΐου 2010, T‑441/08, ICO Services κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 56).

73      Πρέπει συναφώς να θεωρηθεί ότι οι παρεμβαλλόμενοι κανόνες κατά την προπαρατιθέμενη στη σκέψη 71 νομολογία αντιστοιχούν σε κανόνες που πρέπει να θεσπισθούν σε εθνικό επίπεδο ή σε επίπεδο Ενώσεως.

74      Εν προκειμένω, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο αποτελεί την κύρια διάταξη της οδηγίας αυτής, ορίζει ότι «[η] διάθεση προϊόντων φώκιας στην αγορά επιτρέπεται μόνον οσάκις τα προϊόντα φώκιας προέρχονται από θήρα στην οποία εκ παραδόσεως προβαίνουν οι Ιnuit και άλλες κοινότητες αυτοχθόνων πληθυσμών και η οποία συμβάλλει στην επιβίωσή τους».

75      Κατά συνέπεια, ο προσβαλλόμενος κανονισμός παράγει άμεσα αποτελέσματα αποκλειστικώς στη νομική κατάσταση των προσφευγόντων εκείνων που δραστηριοποιούνται στη διάθεση στην αγορά της Ενώσεως προϊόντων φώκιας. Συγκεκριμένα, ο κανονισμός αυτός ουδόλως απαγορεύει το κυνήγι της φώκιας, το οποίο διεξάγεται κυρίως εκτός της αγοράς της Ενώσεως, ούτε τη χρησιμοποίηση ή κατανάλωση προϊόντων φώκιας που δεν αποτελούν αντικείμενο εμπορίας. Έτσι, επισημαίνεται ότι, καίτοι δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η κατά τον προσβαλλόμενο κανονισμό γενική απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη δραστηριότητα προσώπων που παρεμβαίνουν σε προηγούμενο ή επόμενο στάδιο αυτής της διαθέσεως στην αγορά, γεγονός παραμένει ότι αυτές οι επιπτώσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απορρέουν άμεσα από αυτόν (βλ. υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2005, T‑40/04, Bonino κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II‑2685, σκέψη 56). Περαιτέρω, όσον αφορά τις ενδεχόμενες οικονομικές συνέπειες της απαγορεύσεως αυτής, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τη νομολογία, οι συνέπειες αυτές δεν αφορούν την οικονομική κατάσταση, αλλά αποκλειστικώς την πραγματική κατάσταση των προσφευγόντων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 2000, T‑172/98, T‑175/98 έως T‑177/98, Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II‑2487, σκέψη 62).

76      Δεύτερον, από το άρθρο 3, παράγραφος 4, του προσβαλλόμενου κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού, προκύπτει ότι «τα μέτρα για την εφαρμογή του [άρθρου 3], που έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά συμπληρώσεώς του, πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο» του άρθρου 5α της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184, σ. 23). Ομοίως από τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή «να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους επιτρέπεται να διατίθενται στην αγορά προϊόντα φώκιας που προέρχονται από θήρα στην οποία επιδίδονται παραδοσιακά οι Inuit και άλλες κοινότητες αυτοχθόνων πληθυσμών και που συμβάλλουν στην επιβίωσή τους».

77      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, καίτοι είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι, βάσει της διατάξεως αυτής του προσβαλλόμενου κανονισμού, απαγορεύεται η διάθεση στην αγορά προϊόντων φώκιας ως προς τα οποία αποδεικνύεται ότι δεν προέρχονται από θήρα στην οποία επιδίδονται παραδοσιακά οι Inuit και άλλες κοινότητες αυτοχθόνων πληθυσμών που συμβάλλει στην επιβίωσή τους, οι όροι διαθέσεως των προϊόντων στην αγορά που πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές δεν ορίζονται.

78      Συγκεκριμένα, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν διευκρινίζει ειδικότερα την έννοια του όρου «άλλες κοινότητες αυτοχθόνων πληθυσμών», τις οποίες μνημονεύει το άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτού, και ουδόλως επεξηγεί τις μορφές θήρας στις οποίες επιδίδονται παραδοσιακά για την επιβίωσή τους ούτε τον τρόπο με τον οποίο αποδεικνύεται η καταγωγή Inuit ή των άλλων κοινοτήτων αυτοχθόνων πληθυσμών. Έτσι, όσον αφορά τα προϊόντα που δύναται να υπαχθούν στο καθεστώς εξαιρέσεως, οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να εφαρμόσουν τον προσβαλλόμενο κανονισμό χωρίς εκτελεστικά μέτρα οριζόμενα με εκτελεστικό κανονισμό, τα οποία πρέπει ειδικότερα να ορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η διάθεση στην αγορά των προϊόντων αυτών (δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού). Συνεπώς, αυτή η διάταξη δεν συνιστά ολοκληρωμένη ρύθμιση η οποία αρκεί καθεαυτή, χωρίς να απαιτείται εκτελεστική διάταξη, με αποτέλεσμα να μπορεί να αφορά άμεσα ιδιώτες (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 1986, 294/83, Κόμμα Οικολόγων κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 1339, σκέψη 31). Μόνο βάσει των σχετικών εκτελεστικών μέτρων του προσβαλλόμενου κανονισμού μπορεί να εκτιμηθεί η κατάσταση των προσφευγόντων εν σχέσει με την εν προκειμένω εξαίρεση.

79      Επομένως, διαπιστώνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός επηρεάζει αποκλειστικώς τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων εκείνων που δραστηριοποιούνται στη διάθεση στην αγορά της Ενώσεως προϊόντων φώκιας και τους οποίους αφορά η γενική απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά των προϊόντων αυτών. Αντιθέτως, τούτο δεν ισχύει για τους προσφεύγοντες των οποίων η δραστηριότητα δεν συνίσταται στη διάθεση στην αγορά αυτών των προϊόντων και/ή για εκείνους που εμπίπτουν στην κατά τον προσβαλλόμενο κανονισμό εξαίρεση, καθώς, κατ’ αρχήν, η διάθεση στην αγορά της Ενώσεως προϊόντων φώκιας που προέρχονται από θήρα στην οποία επιδίδονται παραδοσιακά οι Inuit και άλλες κοινότητες αυτοχθόνων πληθυσμών που συμβάλλει στην επιβίωσή τους παραμένει επιτρεπτή.

80      Ειδικότερα, κατ’ αρχάς, η πρώτη κατηγορία προσφευγόντων, ήτοι οι κυνηγοί και παγιδευτές φώκιας καταγωγής Inuit, καθώς και η δεύτερη κατηγορία προσφευγόντων, που περιλαμβάνει τις οργανώσεις που εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους, δεν μπορούν να θεωρηθεί ότι δραστηριοποιούνται στη διάθεση στην αγορά των προϊόντων φώκιας.

81      Στις δύο αυτές κατηγορίες προσφευγόντων ανήκουν οι Jaypootie Moesesie, Allen Kooneeliusie, Toomasie Newkingnak, David Kuptana και Johannes Egede, καθώς και οι Inuit Tapiriit Kanatami, καναδικός εθνικός οργανισμός που εκπροσωπεί και προωθεί τα συμφέροντα των Inuit, ICC, εθνικός οργανισμός της Γροιλανδίας που εκπροσωπεί και προωθεί τα συμφέροντα αυτών των πληθυσμών, η Pangnirtung Hunters’ and Trapper’s Association, οργάνωση με αντικείμενο την προώθηση και προστασία των συμφερόντων των Inuit στην περιοχή Pangnirtung που επιδίδονται σε δραστηριότητες θήρας και θανατώσεως, η Nattivak Hunters and Trappers Association, οργάνωση που προωθεί και προστατεύει τα συμφέροντα των Inuit που ζουν στην περιοχή Broughton Island οι οποίοι επιδίδονται σε αυτού του είδους δραστηριότητες, και KNAPK, που εκπροσωπεί τους κυνηγούς και αλιευτές, Ιnuit και μη, της Γροιλανδίας.

82      Δεύτερον, η Karliin Aariak δραστηριοποιείται στη μεταποίηση προϊόντων φώκιας, ήτοι στη δημιουργία και πώληση ενδυμάτων κατασκευασμένων από δέρμα φώκιας. Προκύπτει πάντως από την προσφυγή, καθώς και από τις παρατηρήσεις των προσφευγόντων επί των ενστάσεων απαραδέκτου ότι και αυτή ανήκει στην κοινότητα Inuit. Η Κ. Aariak, καθόσον σε κανένα σημείο δεν υποστηρίζει ότι δραστηριοποιείται στη διάθεση στην αγορά προϊόντων άλλων από εκείνα που εμπίπτουν στην επίμαχη εξαίρεση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός την αφορά άμεσα.

83      Τρίτον, ο Ευστάθιος Ανδρέας Αγαθός είναι ιατρός ο οποίος διεξάγει κλινικές δοκιμές για τη χρησιμοποίηση βαλβίδων φώκιας για ιατρικούς σκοπούς και ο οποίος, κατά συνέπεια, δεν δραστηριοποιείται στη διάθεση στην αγορά προϊόντων φώκιας.

84      Τέταρτον, το ίδιο ισχύει για το Fur Institute of Canada, εθνικό οργανισμό μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που προστατεύει τη βιομηχανία γούνας του Καναδά, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνητικών ρυθμιστικών υπηρεσιών. Οι δραστηριότητές του συνίστανται στον συντονισμό, την επιστημονική έρευνα καθώς και την επικοινωνία με τα μέσα ενημερώσεως, το ευρύ κοινό και τις κυβερνήσεις όσον αφορά τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις που συνδέονται με το εμπόριο γούνας. Συνεπώς, το ινστιτούτο αυτό δεν εμπίπτει άμεσα στην απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά προϊόντων φώκιας.

85      Αντιθέτως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι Ta Ma Su Seal Products, NuTan Furs και GC Rieber Skinn, καθώς και ο οργανισμός όπου ανήκουν, ο Canadian Seal Marketing Group, δραστηριοποιούνται πράγματι στη μεταποίηση και/ή εμπορία προϊόντων φώκιας προερχόμενων από κυνηγούς και παγιδευτές Inuit και μη. Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η νομική τους κατάσταση επηρεάζεται από την κατά τον προσβαλλόμενο κανονισμό γενική απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά προϊόντων φώκιας.

86      Επομένως, με εξαίρεση τους Ta Ma Su Seal Products, NuTan Furs, GC Rieber Skinn και Canadian Seal Marketing Group, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες.

87      Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις άμεσου και ατομικού επηρεασμού είναι σωρευτικές προϋποθέσεις, απομένει να εξετασθεί αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικά τους Ta Ma Su Seal Products, NuTan Furs, GC Rieber Skinn και Canadian Seal Marketing Group.

 Επί του ατομικού επηρεασμού των Ta Ma Su Seal Products, NuTan Furs, GC Rieber Skinn και Canadian Seal Marketing Group

88      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 41 ανωτέρω, προκειμένου προσβαλλόμενη πράξη να αφορά ατομικά φυσικό ή νομικό πρόσωπο πλην του αποδέκτη της αποφάσεως, πρέπει η πράξη αυτήν να το θίγει λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που του προσιδιάζουν ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη αποφάσεως.

89      Όπως ορθώς τονίζουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υποστηριζόμενα από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και την Επιτροπή, ο προσβαλλόμενος κανονισμός εφαρμόζεται επί αντικειμενικώς προσδιοριζομένων καταστάσεων και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων που καθορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο. Ειδικότερα, η γενική απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά προϊόντων φώκιας, εξαιρουμένων εκείνων που προέρχονται από θήρα στην οποία επιδίδονται παραδοσιακά οι Inuit και άλλες κοινότητες αυτοχθόνων πληθυσμών που συμβάλλει στην επιβίωσή τους, διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και δύναται να εφαρμοστεί άνευ εξαιρέσεων σε κάθε οικονομικό παράγοντα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του προσβαλλόμενου κανονισμού.

90      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 85 ανωτέρω, οι Ta Ma Su Seal Products, NuTan Furs και GC Rieber Skinn, καθώς και ο οργανισμός όπου ανήκουν, ο Canadian Seal Marketing Group, δραστηριοποιούνται στη διάθεση στην αγορά προϊόντων φώκιας προερχομένων από κυνηγούς και παγιδευτές Inuit και μη. Υπό την ιδιότητα αυτή, ο προσβαλλόμενος κανονισμός τους αφορά, όπως αφορά κάθε άλλον οικονομικό παράγοντα που διαθέτει στην αγορά προϊόντα φώκιας.

91      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν συναφώς ότι οι οργανισμοί που εκπροσωπούν εταιρίες Inuit και μη που δραστηριοποιούνται στην αλυσίδα κατασκευής προϊόντων φώκιας, όπως και οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στη μεταποίηση προϊόντων φώκιας επηρεάζονται ατομικά τουλάχιστον όσον αφορά τα μέλη τους Inuit ή τα προϊόντα προελεύσεως Ιnuit.

92      Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Ειδικότερα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι εν λόγω προσφεύγοντες εμπίπτουν, εκτός της γενικής απαγορεύσεως, στην εξαίρεση που αφορά τα προϊόντα προελεύσεως Inuit, τούτο δεν αρκεί για να τους εξατομικεύσει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη αποφάσεως. Εξάλλου, οι προσφεύγοντες δεν εξηγούν τον λόγο για τον οποίο ο προσβαλλόμενος κανονισμός θίγει αυτούς τους οργανισμούς και εταιρίες λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που τους προσιδιάζουν ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τους χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο.

93      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά ατομικά τους Ta Ma Su Seal Products, NuTan Furs και GC Rieber Skinn, καθώς και τον Canadian Seal Marketing Group.

94      Κατόπιν των ανωτέρω, επιβάλλεται να κριθεί η παρούσα προσφυγή απαράδεκτη, παρελκομένης της εξετάσεως του αιτήματος του Συμβουλίου να αφαιρεθεί από τη δικογραφία το παράρτημα A 7 της προσφυγής και παραπομπή σε απόσπασμα αυτού του δικογράφου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

95      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά τους έξοδα και στα δικαστικά έξοδα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά τους.

96      Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή φέρουν τα δικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Οι Inuit Tapiriit Kanatami, Nattivak Hunters and Trappers Association, Pangnirtung Hunters’ and Trappers’ Association, Jaypootie Moesesie, Allen Kooneeliusie, Toomasie Newkingnak, David Kuptana, Karliin Aariak, Ευστάθιος Ανδρέας Αγαθός, Canadian Seal Marketing Group, Ta Ma Su Seal Products, Fur Institute of Canada, NuTan Furs, Inc., GC Rieber Skinn AS, Inuit Circumpolar Conference Greenland (ICC), Johannes Egede και Kalaallit Nunaanni Aalisartut Piniartullu Kattuffiat (KNAPK) καταδικάζονται στα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και στα έξοδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

3)      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικά τους έξοδα.

Λουξεμβούργο, 6 Σεπτεμβρίου 2011.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      A. Dittrich


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.