Language of document : ECLI:EU:T:2011:701

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 30ής Νοεμβρίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των μεθακρυλικών ενώσεων – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 EK και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Έννοια της ενιαίας παραβάσεως – Διάρκεια της παραβάσεως – Πρόστιμα – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις»

Στην υπόθεση T‑208/06,

Quinn Barlo Ltd, με έδρα το Cavan (Ιρλανδία),

Quinn Plastics NV, με έδρα το Geel (Βέλγιο),

Quinn Plastics GmbH, με έδρα το Mainz (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες από τους W. Blau, F. Wijckmans και F. Tuytschaever, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους V. Bottka και S. Noë και εν συνεχεία από τους V. Bottka και N. Khan,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως των άρθρων 1 και 2 της αποφάσεως Ε(2006) 2098 τελικό της Επιτροπής, της 31ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/F/38.645 – Μεθακρυλικές ενώσεις), καθόσον αφορούν τις προσφεύγουσες, καθώς και, επικουρικώς, αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της ως άνω αποφάσεως καθόσον επιβάλλει πρόστιμο στις προσφεύγουσες ή, έτι επικουρικότερον, αίτημα περί μειώσεως του ως άνω προστίμου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Μαΐου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την απόφαση Ε(2006) 2098 τελικό της Επιτροπής, της 31ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/F/38.645 – Μεθακρυλικές ενώσεις) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε μεταξύ άλλων ότι ορισμένες επιχειρήσεις είχαν παραβεί το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), μετέχοντας, σε διάφορα χρονικά διαστήματα μεταξύ 23ης Ιανουαρίου 1997 και 12ης Σεπτεμβρίου 2002, σε ένα σύνολο αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των μεθακρυλικών ενώσεων, οι οποίες κάλυπταν ολόκληρο το έδαφος του ΕΟΧ (άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

2        Η προσβαλλόμενη απόφαση έκανε λόγο για ενιαία και διαρκή παράβαση, η οποία αφορούσε τα ακόλουθα τρία προϊόντα από πολυμεθακρυλικό μεθύλιο (στο εξής: PMMA): τις ενώσεις για χύτευση, τα στερεά φύλλα και τα είδη υγιεινής. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι τα τρία αυτά προϊόντα από PMMA είναι διακριτά τόσο από φυσικής όσο και από χημικής απόψεως και έχουν διαφορετικές χρήσεις, αλλά μπορούν να θεωρηθούν ως ομοιογενής ομάδα προϊόντων λόγω της χρησιμοποιήσεως κοινής πρώτης ύλης, του μεθακρυλικού μεθυλίου (στο εξής: MMA) (αιτιολογικές σκέψεις 4 έως 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

3        Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η επίδικη παράβαση συνίστατο σε συζητήσεις σχετικά με τις τιμές καθώς και στη σύναψη, την εφαρμογή και την παρακολούθηση συμφωνιών για τις τιμές είτε υπό τη μορφή αυξήσεων των τιμών, είτε, τουλάχιστον, σταθεροποιήσεως των υφιστάμενων τιμών, στην εξέταση της μετακυλίσεως του κόστους των πρόσθετων υπηρεσιών στους αγοραστές, στην ανταλλαγή εμπορικώς σημαντικών και εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικών με τις αγορές και/ή τις επιχειρήσεις, καθώς και στη συμμετοχή σε τακτικές συναντήσεις και σε άλλες επαφές προς διευκόλυνση της παραβάσεως (άρθρο 1 και αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

4        Η προσβαλλόμενη απόφαση απευθυνόταν στις Degussa AG, Röhm GmbH & Co. KG και Para-Chemie GmbH (στο εξής καλούμενες από κοινού: Degussa), Total SA, Elf Aquitaine SA, Arkema SA (πρώην Atofina SA), Altuglas International SA και Altumax Europe SAS (στο εξής καλούμενες από κοινού: Atofina), Lucite International Ltd και Lucite International UK Ltd (στο εξής καλούμενες από κοινού: Lucite), ICI plc, καθώς και στις προσφεύγουσες Quinn Barlo Ltd, Quinn Plastics NV και Quinn Plastics GmbH.

5        Οι προσφεύγουσες ανήκουν στον ιρλανδικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων Quinn Group Ltd, ο οποίος στις 7 Μαΐου 2004, μετά το κρίσιμο όσον αφορά την τέλεση της παραβάσεως χρονικό διάστημα, απέκτησε το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της μητρικής εταιρίας που ηγείτο του ομίλου Barlo (Barlo Group plc, μετονομασθείσα εν συνεχεία σε Barlo Group Ltd) (αιτιολογική σκέψη 299 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι προσφεύγουσες προήλθαν από την ενσωμάτωση των δραστηριοτήτων τριών πρώην εταιριών του ομίλου Barlo (στο εξής καλούμενες από κοινού: Barlo) στον όμιλο Quinn τον Ιανουάριο του 2005:

–        η Quinn Plastics GmbH είναι η διάδοχος εταιρία της Barlo Plastics GmbH. Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η Barlo Plastics GmbH μετέσχε στις συμπαιγνίες που διαπιστώθηκαν στον τομέα των μεθακρυλικών ενώσεων (αιτιολογική σκέψη 297 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        η Quinn Plastics NV είναι η διάδοχος εταιρία της Barlo Plastics NV. Η τελευταία ήταν η μητρική εταιρία της Barlo Plastics GmbH και κατείχε εμμέσως το 100 % του κεφαλαίου της (αιτιολογικές σκέψεις 38, 43 και 301 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        η Quinn Barlo είναι η διάδοχος εταιρία της Barlo Group Ltd. Πρόκειται για τη μητρική εταιρία του πρώην ομίλου Barlo, η οποία κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, το 100 % του κεφαλαίου των πρώην εταιριών Barlo (αιτιολογικές σκέψεις 300 και 301 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

6        Και οι τρεις προσφεύγουσες είναι αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η Επιτροπή εκτίμησε ότι η Quinn Barlo και η Quinn Plastics NV ευθύνονταν για τη συμπεριφορά της Quinn Plastics GmbH (πρώην Barlo Plastics GmbH) κατά τη διάρκεια της παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 301 και 304 και άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

7        Η έρευνα που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως κινήθηκε έπειτα από την υποβολή εκ μέρους της Degussa, στις 20 Δεκεμβρίου 2002, αιτήσεως περί μη επιβολής προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως της Επιτροπής της 19ης Φεβρουαρίου 2002 σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (EE C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας).

8        Στις 25 και 26 Μαρτίου 2003 η Επιτροπή προέβη σε έρευνες στις εγκαταστάσεις των Atofina, Barlo, Degussa και Lucite (αιτιολογική σκέψη 59 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Έπειτα από τις έρευνες αυτές, η Atofina και η Lucite υπέβαλαν, αντιστοίχως, στις 3 Απριλίου και στις 11 Ιουλίου 2003, αιτήσεις περί μη επιβολής ή μειώσεως του προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας (αιτιολογικές σκέψεις 60 και 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στις 18 Οκτωβρίου 2004, η ICI υπέβαλε αίτηση περί μειώσεως του προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας (αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Barlo δεν υπέβαλε αίτηση δυνάμει της εν λόγω ανακοινώσεως.

9        Από τις 9 Απριλίου 2003 έως τις 29 Ιουλίου 2004, η Επιτροπή απηύθυνε στην Barlo διάφορες αιτήσεις παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), εν συνεχεία δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (EE 2003, L 1, σ. 1) (αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 79 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Στις 17 Αυγούστου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων σχετικά με ενιαία και διαρκή παράβαση όσον αφορά το MMA, καθώς και τις ενώσεις για χύτευση από PMMA, τα στερεά φύλλα από PMMA και τα είδη υγιεινής από PMMA και την απηύθυνε μεταξύ άλλων στις προσφεύγουσες και στην Quinn Plastics, SA (αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Στις 15 και 16 Δεκεμβρίου 2005 πραγματοποιήθηκε ακρόαση.

12      Βάσει των στοιχείων που παρεσχέθησαν από τις επιχειρήσεις με τις απαντήσεις που έδωσαν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και κατά την ακρόαση, η Επιτροπή αποφάσισε να παραιτηθεί από ορισμένες αιτιάσεις, και ειδικότερα από τις ακόλουθες:

–        τις αιτιάσεις εις βάρος όλων των εταιριών που ήταν αποδέκτριες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων για το μέρος της παραβάσεως που αφορούσε το MMA·

–        τις αιτιάσεις εις βάρος των προσφευγουσών και της Quinn Plastics, SA όσον αφορά τις ενώσεις για χύτευση από PMMA·

–        τις αιτιάσεις εις βάρος της Quinn Plastics, SA σχετικά με τα στερεά φύλλα από PMMA (αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Στις 31 Μαΐου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Ως προς τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι είχαν μετάσχει στις θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που αναφέρθηκαν στις σκέψεις 1 έως 3 ανωτέρω κατά το διάστημα από 30 Απριλίου 1998 έως 21 Αυγούστου 2000 (άρθρο 1, στοιχεία ιβ΄ έως ιδ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως) και τους επέβαλε πρόστιμο 9 εκατομμυρίων ευρώ, για την καταβολή του οποίου ευθύνονταν εις ολόκληρον (άρθρο 2, στοιχείο ε΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Όσον αφορά την επιμέτρηση του προστίμου, κατά πρώτον, η Επιτροπή εξέτασε τη σοβαρότητα της παραβάσεως και διαπίστωσε πρώτον ότι, δεδομένης της φύσεως της παραβάσεως και του γεγονότος ότι εκτεινόταν στο σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ, αποτελούσε πολύ σοβαρή παράβαση κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 65 παράγραφος 5 της συνθήκης ΕΚΑΧ (EE 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές) (αιτιολογικές σκέψεις 319 έως 331 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Εν συνεχεία, εκτίμησε ότι, στην κατηγορία των πολύ σοβαρών παραβάσεων, μπορούσε να διαφοροποιήσει τη μεταχείριση των επιχειρήσεων έτσι ώστε να λάβει υπόψη την πραγματική οικονομική ικανότητα των παραβατών να πλήξουν σε σημαντικό βαθμό τον ανταγωνισμό. Συναφώς, διαπίστωσε ότι, εν προκειμένω, οι οικείες επιχειρήσεις «[μπορούσαν] να υποδιαιρεθούν σε [τρεις] κατηγορίες ανάλογα με τη σχετική βαρύτητά τους στον κύκλο εργασιών που πραγματοποιούνταν από την πώληση προϊόντων από PMMA για τα οποία [είχαν] μετάσχει στη σύμπραξη». Η Επιτροπή έκρινε ότι η Barlo, με κύκλο εργασιών σε επίπεδο ΕΟΧ 66,37 εκατομμύρια ευρώ το 2000 για τα στερεά φύλλα από PMMA, έπρεπε να καταταγεί στην τρίτη κατηγορία.

16      Εξάλλου, στο πλαίσιο πάντοτε της διαφοροποιημένης μεταχειρίσεως, η Επιτροπή μείωσε κατά 25 % το αρχικό ποσό του προστίμου που υπολόγισε για τις προσφεύγουσες, αιτιολογώντας τη μείωση αυτή ως εξής (αιτιολογική σκέψη 335 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

«[Η] Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι δεν είναι σαφές κατά πόσον η Barlo έλαβε μέρος σε επαφές με χαρακτήρα συμπαιγνίας όσον αφορά τις ενώσεις για χύτευση ή τα είδη υγιεινής από PMMA. Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι η Barlo δεν είχε γνώση ή ενδέχετο να μην είχε λάβει οπωσδήποτε γνώση του συνολικού σχεδίου των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμφωνιών […]».

17      Οι εκτιμήσεις αυτές οδήγησαν την Επιτροπή στο να καθορίσει το αρχικό ποσό του προστίμου που θα επέβαλλε στις προσφεύγουσες σε 15 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 336 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Κατά δεύτερον, η Επιτροπή εξέτασε τη διάρκεια της παραβάσεως και διαπίστωσε ότι, εφόσον οι προσφεύγουσες είχαν μετάσχει στην παράβαση επί δύο έτη και τρεις μήνες, το αρχικό ποσό έπρεπε να προσαυξηθεί κατά 20 % (10 % για κάθε συμπληρωμένο έτος συμμετοχής) (αιτιολογικές σκέψεις 351 έως 353 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Έτσι, το βασικό ποσό του προστίμου των προσφευγουσών καθορίστηκε σε 18 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 354 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

19      Κατά τρίτον, η Επιτροπή εξέτασε τις επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις. Δεν διαπίστωσε καμία επιβαρυντική περίσταση εις βάρος των προσφευγουσών. Όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, η Επιτροπή δέχθηκε το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι είχαν μόνο παθητικό και ήσσονος σημασίας ρόλο στην παράβαση και, κατά συνέπεια, τους χορήγησε μείωση του προστίμου κατά 50 % (αιτιολογικές σκέψεις 372 έως 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Η Επιτροπή απέρριψε τις λοιπές ελαφρυντικές περιστάσεις που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες (αιτιολογικές σκέψεις 375 έως 396 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και καθόρισε έτσι το πρόστιμο σε 9 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 397 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν έτυχαν εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, το ανωτέρω ποσό είναι και το τελικό ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 8 Αυγούστου 2006, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

22      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, η εισηγήτρια δικαστής τοποθετήθηκε στο τρίτο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

23      Κατόπιν εκθέσεως της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, να καλέσει την Επιτροπή να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις και να προσκομίσει έγγραφα. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

24      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Μαΐου 2011. Εξάλλου, η Επιτροπή υπέβαλε πρόσθετα έγγραφα σε απάντηση του αιτήματος που αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη, τα οποία περιλήφθηκαν στη δικογραφία. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες βεβαίωσαν ότι μπόρεσαν να εκφέρουν γνώμη επί των εγγράφων αυτών κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προφορική διαδικασία περατώθηκε με την ολοκλήρωση της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

25      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τα άρθρα 1 και 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον τις αφορούν·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον τις αφορά·

–        έτι επικουρικότερον, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον τους επιβάλλει πρόστιμο 9 εκατομμυρίων ευρώ και να μειώσει το πρόστιμο βάσει των επιχειρημάτων που προέβαλαν προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

27      Προς στήριξη της προσφυγής, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και από παραβίαση των κατευθυντηρίων γραμμών και της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ

28      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε επαρκώς τον λόγο για τον οποίο η συμπεριφορά της Barlo στοιχειοθετούσε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Ο λόγος αυτός υποδιαιρείται, κατ’ ουσίαν, σε τρία σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με πέντε συναντήσεις στις οποίες στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση σε ό,τι τις αφορά και της προσάπτουν ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι δεν υπήρχαν άλλες επαφές ή συναλλαγές στις οποίες να ενέχονται. Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η Barlo είχε μετάσχει σε «ενιαίο και κοινό επιζήμιο για τον ανταγωνισμό σχέδιο». Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η Barlo είχε μετάσχει σε διαρκή παράβαση.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των συναντήσεων και των άλλων επαφών ή συναλλαγών στις οποίες ενεχόταν η Barlo

29      Το σκέλος αυτό του πρώτου λόγου στηρίζεται σε τρεις αιτιάσεις.

30      Καταρχάς οι προσφεύγουσες, ενώ παραδέχονται ότι η Barlo ήταν παρούσα σε τέσσερις από τις πέντε επίμαχες συναντήσεις (ήτοι στις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Γερμανία, στο Dernbach τον Απρίλιο του 1998, στο Darmstadt στις 29 Ιουνίου 1998, στη Χαϊδελβέργη στις 24 Φεβρουαρίου 2000 και στο Deidesheim στις 21 Αυγούστου 2000), υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η παρουσία της Barlo στις συναντήσεις αυτές στοιχειοθετούσε ουσιώδη περιορισμό του ανταγωνισμού και παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι η Barlo ήταν παρούσα στην πέμπτη επίμαχη συνάντηση, ήτοι στη συνάντηση της Βαρκελώνης κατά τον Μάιο-Ιούνιο του 1999, και φρονούν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι είχε λάβει χώρα τέτοια συνάντηση. Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι, πέρα από την παρουσία ενός εκπροσώπου της Barlo στις τέσσερις προαναφερθείσες συναντήσεις, δεν είχε αποδείξει την ύπαρξη καμίας άλλης αντιβαίνουσας στον ανταγωνισμό επαφής ή συναλλαγής στην οποία να ενέχονται οι προσφεύγουσες.

–       Επί των τεσσάρων συναντήσεων στις οποίες αναγνωρίζεται ότι παρέστη η Barlo

31      Οι προσφεύγουσες δεν δέχονται ότι παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ επειδή ένας εκπρόσωπος της Barlo μετέσχε στις τέσσερις επίμαχες συναντήσεις. Αφενός, αμφισβητούν την περιγραφή των συναντήσεων αυτών στην προσβαλλόμενη απόφαση υποστηρίζοντας ότι δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με αποδεικτικά στοιχεία. Αφετέρου, υποστηρίζουν ότι υπήρχε «εύλογη εξήγηση» για τη συμπεριφορά της Barlo. Επισημαίνουν ότι τα συμφέροντα των μετεχόντων στη σύμπραξη δεν ευθυγραμμίζονταν κατ’ ανάγκην προς εκείνα της Barlo εφόσον αυτή δεν ασκούσε δραστηριότητα ούτε στον τομέα του MMA ούτε στον τομέα όλων των προϊόντων από PMMA. Κατά τις προσφεύγουσες, δεδομένου ότι η πολιτική τιμών της Barlo ήταν ασυμβίβαστη προς τους στόχους της συμπράξεως, το δε μερίδιό της στην αγορά αυξανόταν, οι μετέχοντες στη σύμπραξη πιθανότατα θέλησαν να ελέγξουν αν η Barlo μπορούσε να ενταχθεί στη σύμπραξη, καλώντας τη σε συναντήσεις με «αθώα» ημερήσια διάταξη ή σε περιπτώσεις στις οποίες δεν προβλεπόταν συνάντηση. Τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής δείχνουν ότι οι απόπειρες αυτές απέτυχαν και η Barlo συνέχισε να ακολουθεί τη δική της εμπορική πολιτική με σκοπό την αύξηση του μεριδίου της στην αγορά.

32      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι, κατά το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, «μετέχοντας […] σε σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των μεθακρυλικών ενώσεων, οι οποίες κάλυπταν ολόκληρο το έδαφος του ΕΟΧ και συνίσταντο σε συζητήσεις σχετικά με τις τιμές καθώς και στη σύναψη, την εφαρμογή και την παρακολούθηση συμφωνιών για τις τιμές με τις οποίες είτε αυξάνονταν είτε, τουλάχιστον, σταθεροποιούνταν οι υφιστάμενες τιμές, στην εξέταση της μετακυλίσεως του κόστους πρόσθετων υπηρεσιών στους αγοραστές, στην ανταλλαγή σημαντικών πληροφοριών εμπορικού περιεχομένου και εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικών με τις αγορές και/ή τις επιχειρήσεις, καθώς και στη συμμετοχή σε τακτικές συναντήσεις και άλλες επαφές προς διευκόλυνση της παραβάσεως, περιλαμβανομένου του ελέγχου εφαρμογής».

33      Κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

34      Κατά πάγια νομολογία, οι έννοιες συμφωνία και εναρμονισμένη πρακτική κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ καταλαμβάνουν μορφές συμπαιγνίας που είναι της ίδιας φύσεως, διακρινόμενες μόνον ως προς την ένταση και τις μορφές υπό τις οποίες εκδηλώνονται (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψεις 131 και 132, και της 4ης Ιουνίου 2009, C‑8/08, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑4529, σκέψη 23).

35      Για να υφίσταται συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, αρκεί οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να έχουν εκφράσει την κοινή τους βούληση να συμπεριφέρονται στην αγορά καθ’ ορισμένο τρόπο (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1711, σκέψη 256, και της 20ής Μαρτίου 2002, T‑9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1487, σκέψη 199).

36      Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής αφορά μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων που, χωρίς να φθάνει μέχρι τη σύναψη κατά κυριολεξίαν συμβάσεως, αντικαθιστά ηθελημένα τους κινδύνους που ενέχει ο ανταγωνισμός με την έμπρακτη συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών (αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 115 και της 8ης Ιουλίου 1999, C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψη 158).

37      Συναφώς, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ αντιτίθεται αυστηρώς σε οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των ως άνω επιχειρηματιών δυνάμενη είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υφισταμένου ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε ένα τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται να ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν συμβαδίζουν με τις κανονικές συνθήκες της εν λόγω αγοράς (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψεις 115 έως 117, και T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 33).

38      Εξ αυτού συνάγεται ιδίως ότι η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών μπορεί να αντίκειται στους κανόνες του ανταγωνισμού όταν μετριάζει ή εξαλείφει τον βαθμό αβεβαιότητας για τη λειτουργία της εν λόγω αγοράς με συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων (απόφαση T-Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 35).

39      Εξάλλου, τονίζεται ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν εναρμονισμένη πρακτική απαγορεύεται από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν χρειάζεται να ληφθούν υπόψη τα συγκεκριμένα αποτελέσματά της όταν προκύπτει ότι έχει ως σκοπό την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται η εξέταση των αποτελεσμάτων μιας εναρμονισμένης πρακτικής εφόσον αποδεικνύεται ο αντίθετος προς τον ανταγωνισμό σκοπός της (βλ., επ’ αυτού, απόφαση T-Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Επιπλέον, έστω και αν η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής συνεπάγεται, πέραν της συνεννοήσεως μεταξύ των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, συμπεριφορά στην αγορά συνακόλουθη προς τη συνεννόηση αυτή και σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων, πρέπει να τεκμαίρεται, υπό την επιφύλαξη της περί του αντιθέτου αποδείξεως η οποία βαρύνει τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες, ότι όσες επιχειρήσεις μετέχουν στη διαβούλευση και εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις ανταλλαγείσες με τους ανταγωνιστές τους πληροφορίες προκειμένου να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην ως άνω αγορά (βλ., επ’ αυτού, απόφαση T-Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Στο πλαίσιο σύνθετης παραβάσεως, στην οποία εμπλέκονται πολλές επιχειρήσεις επί πολλά έτη, με σκοπό την από κοινού ρύθμιση της αγοράς, δεν είναι δυνατό να απαιτείται από την Επιτροπή να χαρακτηρίσει επακριβώς την παράβαση, όσον αφορά κάθε επιχείρηση και σε κάθε δεδομένη στιγμή, ως συμφωνία ή ως εναρμονισμένη πρακτική, εφόσον, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 81 ΕΚ αφορά αμφότερες τις μορφές παραβάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψεις 111 έως 114, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψη 696).

42      Στο πλαίσιο αυτό, ο διττός χαρακτηρισμός μιας ενιαίας παραβάσεως ως «συμφωνίας και εναρμονισμένης πρακτικής» πρέπει να νοείται υπό την έννοια ότι προσδιορίζει ένα σύνθετο όλον, που περιέχει πραγματικά στοιχεία από τα οποία ορισμένα χαρακτηρίστηκαν ως συμφωνία και άλλα ως εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το οποίο δεν προβλέπει κάποιον ειδικό χαρακτηρισμό γι’ αυτού του είδους τη σύνθετη παράβαση (αποφάσεις Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 264, και HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 187).

43      Όσον αφορά την απόδειξη της παραβάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίσει τα στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη των περιστατικών που στοιχειοθετούν παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 58). Συναφώς, οφείλει να επικαλεσθεί ακριβείς και συγκλίνουσες αποδείξεις ώστε να θεμελιώσει την πεποίθηση ότι διαπράχθηκε η παράβαση (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2000, T‑62/98, Volkswagen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2707, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑54/03, Lafarge κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 55).

44      Εντούτοις, δεν χρειάζεται κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή να ικανοποιεί οπωσδήποτε τα κριτήρια αυτά όσον αφορά κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 180 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Οι ενδείξεις τις οποίες επικαλείται στην απόφασή της η Επιτροπή για να αποδείξει ότι μια επιχείρηση παρέβη το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να εκτιμώνται όχι μεμονωμένα, αλλά στο σύνολό τους (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑53/03, BPB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1333, σκέψη 185 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι δραστηριότητες οι οποίες θίγουν τον ανταγωνισμό ασκούνται λαθραίως και, επομένως, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψεις 55 έως 57).

47      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι η οικεία επιχείρηση μετέσχε σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες θίγουσες τον ανταγωνισμό, χωρίς να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές, προκειμένου να αποδείξει επαρκώς τη συμμετοχή της εν λόγω επιχειρήσεως στη σύμπραξη. Όταν έχει αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συναντήσεις, στην επιχείρηση αυτή απόκειται να προσκομίσει στοιχεία εκ των οποίων να προκύπτει ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συναντήσεις δεν στρεφόταν κατά του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συναντήσεις αυτές με διαφορετικό πνεύμα απ’ ό,τι εκείνοι (αποφάσεις Hüls κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 155· Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 96, και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 81).

48      Η συλλογιστική επί της οποίας στηρίζεται η νομική αυτή αρχή είναι ότι η επιχείρηση, εφόσον μετέσχε στην εν λόγω συνάντηση χωρίς να λάβει δημοσίως αποστάσεις από το περιεχόμενό της, έδωσε στους λοιπούς μετασχόντες στη συνάντηση την εντύπωση ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμά της και θα συμμορφωνόταν προς αυτό (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 82).

49      Επιπλέον, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν δίνει συνέχεια στα αποτελέσματα μιας συναντήσεως με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο δεν αποκλείει την απορρέουσα από τη συμμετοχή της σε σύμπραξη ευθύνη, εκτός αν έχει λάβει δημοσίως αποστάσεις από το περιεχόμενό της (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 85).

50      Εξάλλου, έχει κριθεί ότι ο όρος δημόσια αποστασιοποίηση, ως στοιχείο απαλλαγής από την ευθύνη, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Ειδικότερα, η σιωπή που τηρεί ένας επιχειρηματίας σε συνάντηση κατά την οποία πραγματοποιείται παράνομη συνεννόηση επί συγκεκριμένου ζητήματος που αφορά την πολιτική τιμών δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς την έκφραση σταθερής και απερίφραστης αποδοκιμασίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2006, T‑303/02, Westfalen Gassen Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4567, σκέψεις 103 και 124).

51      Εντούτοις, επισημαίνεται ακόμη ότι η προπαρατεθείσα νομολογία για τη σιωπηρή έγκριση στηρίζεται στην παραδοχή ότι η οικεία επιχείρηση μετέσχε σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες θίγουσες τον ανταγωνισμό (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 81) ή οι οποίες είχαν χαρακτήρα στρεφόμενο προδήλως κατά του ανταγωνισμού (απόφαση Hüls κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 155). Κατά συνέπεια, εφόσον ο στρεφόμενος κατά του ανταγωνισμού χαρακτήρας μιας συναντήσεως δεν αποδεικνύεται κατά τρόπο αναμφισβήτητο, η ως άνω νομολογία δεν έχει εφαρμογή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑36/05, Coats Holdings και Coats κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 91).

52      Όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ως προς την αξία των δηλώσεων που γίνονται στο πλαίσιο των αιτήσεων δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, καμία διάταξη ή γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται, εναντίον μιας επιχειρήσεως, δηλώσεις άλλων κατηγορουμένων επιχειρήσεων (απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 512). Επομένως, οι δηλώσεις που γίνονται στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας δεν πρέπει να θεωρούνται ως στερούμενες αποδεικτικής αξίας για τον λόγο αυτό και μόνο (απόφαση Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψεις 57 και 58).

53      Κάποια δυσπιστία για τις εκούσιες καταθέσεις των κυρίων μετεχόντων σε παράνομη σύμπραξη είναι κατανοητή, δεδομένου ότι οι μετέχοντες αυτοί θα μπορούσαν να ελαχιστοποιήσουν τη σημασία της συμβολής τους στην παράβαση και να μεγιστοποιήσουν τη συμβολή των άλλων. Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της εγγενούς λογικής της διαδικασίας που προβλέπεται από την ανακοίνωση περί συνεργασίας, το γεγονός ότι ορισμένοι μετέχοντες ζητούν υπέρ αυτών την εφαρμογή της ως άνω ανακοινώσεως για να επιτύχουν μείωση του προστίμου δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε παρότρυνση να προσκομίσουν παραποιημένα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τους λοιπούς μετέχοντες στην επίδικη σύμπραξη. Ειδικότερα, κάθε προσπάθεια να παραπλανηθεί η Επιτροπή θα μπορούσε να δημιουργήσει αμφιβολίες για την ειλικρίνεια και την πληρότητα της συνεργασίας της επιχειρήσεως με συνέπεια να εκτεθεί σε κίνδυνο η δυνατότητά της να επωφεληθεί πλήρως της ανακοινώσεως περί συνεργασίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Νοεμβρίου 2006, T‑120/04, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4441, σκέψη 70, και Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 58).

54      Ειδικότερα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο ομολογεί ότι έχει διαπράξει παράβαση και αναγνωρίζει έτσι πραγματικά περιστατικά πέραν εκείνων που θα μπορούσαν να συναχθούν άμεσα από τα επίμαχα έγγραφα συνεπάγεται a priori, ελλείψει ιδιαιτέρων ενδείξεων περί του αντιθέτου, ότι το πρόσωπο αυτό έλαβε την απόφαση να πει την αλήθεια. Έτσι, οι δηλώσεις που αντίκεινται στα συμφέροντα του δηλούντος πρέπει, καταρχήν, να θεωρούνται ως ιδιαιτέρως αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία (αποφάσεις του Πρωτοδικείου JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψεις 211 και 212· της 26ης Απριλίου 2007, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑947, σκέψη 166, και Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 59).

55      Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, η δήλωση μιας επιχειρήσεως κατηγορουμένης για συμμετοχή σε σύμπραξη, της οποίας η ορθότητα αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη για την ύπαρξη παραβάσεως που διεπράχθη από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (αποφάσεις του Πρωτοδικείου JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 219· της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 285, και Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 293).

56      Προκειμένου να εξετασθεί η αποδεικτική αξία των δηλώσεων των επιχειρήσεων που υπέβαλαν αίτηση δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ιδίως τη σημασία των συγκλινουσών ενδείξεων υπέρ της σοβαρότητας των δηλώσεων αυτών (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 220, και Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, σκέψη 53 ανωτέρω, σκέψη 70) και την έλλειψη ενδείξεων ότι οι επιχειρήσεις αυτές έτειναν να υποβαθμίζουν τη σημασία της συμβολής τους στην παράβαση και να διογκώνουν τη συμβολή των άλλων επιχειρήσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψεις 62 και 295).

57      Τέλος, όσον αφορά την έκταση του ασκούμενου εν προκειμένω δικαστικού ελέγχου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως που έχει εκδοθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, οφείλει να ασκεί εν γένει πλήρη έλεγχο ως προς το αν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 2000, T‑41/96, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3383, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58      Επιπλέον, η αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως που είναι αποδέκτρια της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση, σύμφωνα με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η οποία, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που αφορούν παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (απόφαση Hüls κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψεις 149 και 150).

59      Στο πλαίσιο των γενικών αυτών εκτιμήσεων πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η συμμετοχή της Barlo στις επίμαχες τέσσερις συναντήσεις στοιχειοθετούσε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

60      Κατά πρώτον, όσον αφορά τη συνάντηση του Απριλίου του 1998 στο Dernbach, η συνάντηση αυτή περιγράφεται ως εξής στην αιτιολογική σκέψη 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«Τον Απρίλιο του 1998, πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο […] στο Dernbach η δεύτερη από τις συναντήσεις που προαναφέρθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 144. Κατά την Atofina, η συνάντηση αυτή είχε επίσης ως σκοπό την εφαρμογή των νέων τιμολογιακών διαρθρώσεων στη Γερμανία και οι μετασχόντες έλαβαν μέτρα για να εξασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία και την τήρηση των διαρθρώσεων αυτών, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή υψηλότερων τιμών για τις μικρές ποσότητες και τις μειώσεις κόστους το οποίο θα μετακυλιόταν στους πελάτες […] Η Barlo επιβεβαιώνει την πραγματοποίηση της συναντήσεως αυτής και την παρουσία του [B.], αναφέρει δε ότι σκοπός της συναντήσεως ήταν αρχικώς η εξέταση των ζητημάτων σχετικά με τις εξελίξεις της αγοράς, αλλά η ημερήσια διάταξη στην πραγματικότητα επεκτάθηκε στην αναγγελία νέων τιμολογιακών διαρθρώσεων υπό τη μορφή της χρεώσεως στους πελάτες υψηλότερου κόστους υπηρεσιών. Επειδή οι μετασχόντες δεν μπόρεσαν να έρθουν σε συμφωνία όσον αφορά τη χρέωση του κόστους των υπηρεσιών στους πελάτες, η Barlo δεν έκανε καμία απόπειρα να αυξήσει τη μέση τιμή των στερεών φύλλων από PMMA μετά τη συνάντηση […] Έστω και αν η Degussa θεωρεί ότι είναι πιθανό η συνάντηση αυτή να ταυτίζεται με εκείνη της 16ης Μαρτίου 1998 που προαναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 148 […] η Επιτροπή συμπεραίνει, βάσει των δηλώσεων της Atofina και της Barlo, ότι η συνάντηση που μνημονεύεται στην ως άνω αιτιολογική σκέψη στην πραγματικότητα έλαβε χώρα τον Απρίλιο του 1998.»

61      Από τη δικογραφία, καθώς και από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι, προκειμένου να καθορίσει το περιεχόμενο της επίμαχης συναντήσεως, η Επιτροπή βασίστηκε σε δύο στοιχεία, ήτοι σε δήλωση της Atofina που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της αιτήσεώς της δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας και στην απάντηση των προσφευγουσών στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

62      Βάσει όμως αυτών των στοιχείων διαπιστώνεται πρώτον ότι αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμο ότι η επίμαχη συνάντηση είχε σκοπό ο οποίος προδήλως στρεφόταν κατά του ανταγωνισμού.

63      Αφενός, εσφαλμένως οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η πραγματοποιηθείσα από τον B. περιγραφή αποτελεί το μόνο αποδεικτικό στοιχείο όσον αφορά τον θίγοντα τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της συναντήσεως αυτής. Ειδικότερα, από τη δήλωση της Atofina προκύπτει ότι η συνάντηση αυτή είχε σκοπό να εξακριβωθεί ότι λειτουργούσαν και τηρούνταν οι νέες τιμολογιακές διαρθρώσεις, ο σκοπός δε αυτός πρέπει να χαρακτηρισθεί ως προδήλως στρεφόμενος κατά του ανταγωνισμού. Το γεγονός και μόνον ότι πρόκειται για γενική περιγραφή που ισχύει για περισσότερες συναντήσεις δεν μπορεί να μεταβάλει το συμπέρασμα αυτό.

64      Αφετέρου, τονίζεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την ορθότητα της περιγραφής στην οποία προέβη ο ίδιος ο εκπρόσωπός τους B. αντιθέτως όμως προς ό,τι υποστηρίζουν, από την περιγραφή αυτή διαπιστώνεται επίσης ότι η συνάντηση είχε χαρακτήρα συμπράξεως. Από αυτή συνάγεται, ειδικότερα, ότι ανακοινώθηκαν οι νέες τιμολογιακές διαρθρώσεις και ότι υπήρξε συζήτηση γι’ αυτές, έστω και αν, σύμφωνα με τον B., οι μετασχόντες δεν κατέληξαν συναφώς σε συμφωνία. Το γεγονός ότι, κατά τον B., η συζήτηση αυτή δεν οδήγησε σε συμφωνία δεν αίρει τον προδήλως στρεφόμενο κατά του ανταγωνισμού χαρακτήρα της συναντήσεως αυτής, εφόσον επρόκειτο, το λιγότερο, για ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών.

65      Επιπλέον, τονίζεται ότι τα δύο αυτά στοιχεία επιβεβαιώνουν το ένα το άλλο, ιδίως σε ό,τι αφορά τη συζήτηση για τις «νέες τιμολογιακές διαρθρώσεις» και την παρουσία της Barlo κατά τη συζήτηση αυτή. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το γεγονός ότι η Atofina ανέφερε ότι παρέστησαν και άλλες επιχειρήσεις στη συνάντηση αυτή, αλλά στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν γίνεται πλέον λόγος για την παρουσία των επιχειρήσεων αυτών, δεν θίγει το συμπέρασμα της Επιτροπής σε ό,τι αφορά τις προσφεύγουσες.

66      Εξάλλου, η περιγραφή στην οποία προέβησαν η Atofina και ο B. δεν μπορεί να αμφισβητηθεί βάσει των όσων υποστηρίζει η Degussa στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Ειδικότερα, η Degussa απλώς δήλωσε ότι δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει ειδικώς ότι είχε λάβει χώρα συνάντηση τον Απρίλιο του 1998, εμμένοντας όμως στο γεγονός ότι δεν το απέκλειε. Ανέφερε ότι ήταν πιθανό η συνάντηση αυτή να ταυτίζεται με εκείνη της 16ης Μαρτίου 1998. Τονίζεται όμως ότι, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 92 υποσημείωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Degussa έκανε και αυτή λόγο για την παρουσία ενός εκπροσώπου της Barlo κατά την τελευταία αυτή συνάντηση.

67      Πάντως, με μεταγενέστερη δήλωσή της σε απάντηση αιτήσεως της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών, η Atofina τοποθέτησε επίσης χρονικά την επίμαχη συνάντηση όχι πλέον στον Απρίλιο, αλλά στις 16 Μαρτίου 1998, επιβεβαιώνοντας όμως την περιγραφή της συναντήσεως αυτής. Εντούτοις, η αβεβαιότητα αυτή όσον αφορά την ακριβή ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η επίμαχη συνάντηση δεν είναι ικανή να απαλλάξει τις προσφεύγουσες, δεδομένων των δηλώσεων στις οποίες προέβησαν και του γεγονότος ότι η ημερομηνία η οποία έγινε δεκτή, ήτοι Απρίλιος του 1998 αντί της 16ης Μαρτίου 1998, είναι ευνοϊκή για τις ίδιες, εφόσον η ημερομηνία αυτή (η τελευταία ημέρα του Απριλίου) θεωρήθηκε από την Επιτροπή ως χρόνος ενάρξεως της συμμετοχής τους στην παράβαση.

68      Δεύτερον, όσον αφορά την εκτίμηση της συμπεριφοράς της Barlo κατά τη συνάντηση του Dernbach, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν αρνούνται ότι παρέστη στην επίμαχη συνάντηση και ότι δεν ισχυρίζονται ότι έλαβε δημοσίως αποστάσεις από το περιεχόμενό της (βλ. σκέψη 47 ανωτέρω).

69      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η παρουσία και μόνο της Barlo στη συνάντηση αρκεί για τη διαπίστωση ότι η συμπεριφορά της αντέβαινε στο άρθρο 81 ΕΚ, εφόσον, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η συνάντηση αυτή αφορούσε, το λιγότερο, συζητήσεις σχετικά με τις τιμές και πρέπει επομένως να θεωρηθεί ότι ήταν προδήλως αντίθετη στον ανταγωνισμό (βλ. σκέψεις 37 και 38 ανωτέρω). Σε μια τέτοια περίπτωση, παρά τα όσα προβάλλουν οι προσφεύγουσες, ο B. όφειλε να αντιληφθεί ότι παρευρισκόταν σε συνάντηση με χαρακτήρα συμπράξεως και να λάβει δημοσίως αποστάσεις από αυτήν (βλ. σκέψεις 47, 48 και 51 ανωτέρω).

70      Όσον αφορά το γεγονός ότι η Barlo δεν αύξησε τις τιμές της κατόπιν της εν λόγω συναντήσεως, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν αρκεί για να άρει την ευθύνη των προσφευγουσών (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι η Barlo δεν έλαβε υπόψη της τις πληροφορίες που αντηλλάγησαν κατά τη συνάντηση, στο πλαίσιο της συμπεριφοράς της στην αγορά (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω).

71      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη συνάντηση της 29ης Ιουνίου 1998 στο Darmstadt, για την οποία κάνει λόγο η αιτιολογική σκέψη 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τον θίγοντα τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της. Επισημαίνουν όμως ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Barlo είχε την πρόθεση να συμβάλει μέσω της δικής της συμπεριφοράς στην επίτευξη των κοινών σκοπών των λοιπών μετεχόντων, οπότε η παρουσία της Barlo στη συνάντηση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

72      Η επιχειρηματολογία αυτή όμως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

73      Αρκεί η διαπίστωση ότι, λαμβανομένης υπόψη της περιγραφής της συναντήσεως αυτής στην αιτιολογική σκέψη 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την οποία δεν αμφισβητούν οι προσφεύγουσες, επρόκειτο για συνάντηση προδήλως αντίθετη στον ανταγωνισμό. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, κατ’ εφαρμογήν της παρατιθέμενης στη σκέψη 47 ανωτέρω νομολογίας, ήταν ευθύνη της Barlo να λάβει δημοσίως αποστάσεις από το περιεχόμενο της συναντήσεως αυτής.

74      Ειδικότερα, το γεγονός ότι η Barlo δεν δημιούργησε την εντύπωση ότι επρόκειτο να μεταβάλει την τιμολογιακή της πολιτική (αιτιολογική σκέψη 155, in fine, της προσβαλλομένης αποφάσεως) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δημόσια αποστασιοποίηση (βλ. σκέψη 50 ανωτέρω).

75      Ομοίως, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη κάλεσαν την Barlo στη συνάντηση αυτή με σκοπό να την εμπλέξουν στη σύμπραξη και ότι η απόπειρα αυτή απέτυχε. Ειδικότερα, ελλείψει δημόσιας αποστασιοποιήσεως, δεν αποδεικνύεται ότι η Barlo δεν προκάλεσε στους λοιπούς μετασχόντες την εσφαλμένη εντύπωση ότι συμφωνούσε με τα αποφασισθέντα ή ότι θα συμμορφωνόταν προς αυτά, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες.

76      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, είναι εσφαλμένα τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι, αφενός, επρόκειτο για την πρώτη συνάντηση με αντικείμενο διαπραγματεύσεις σχετικά με τις τιμές κατά την οποία παρίστατο εκπρόσωπος της Barlo και ότι ο εν λόγω εκπρόσωπος δεν περίμενε ένα τέτοιο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό περιεχόμενο, αφετέρου, ότι η Barlo αρνήθηκε ότι είχε μετάσχει ενεργά στη συνάντηση και ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Barlo είχε μεταβάλει την τιμολογιακή της πολιτική κατόπιν της συναντήσεως αυτής και, τέλος, ότι ο εκπρόσωπος της Barlo δεν μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με καμία από τις συναντήσεις επίβλεψης. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, δεν επρόκειτο για την πρώτη συνάντηση στην οποία είχε λάβει μέρος ο εκπρόσωπος της Barlo. Τα όσα σχετικώς υποστηρίζει η Lucite αντιφάσκουν, όπως προαναφέρθηκε, προς τα όσα υποστηρίζουν η Atofina, η Degussa, καθώς και οι ίδιες οι προσφεύγουσες.

77      Κατά τρίτον, όσον αφορά τη συνάντηση της 24ης Φεβρουαρίου 2000 στη Χαϊδελβέργη, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η περιγραφή που έγινε από την Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 167 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι ορθή και ότι δεν επρόκειτο για συνάντηση με χαρακτήρα συμπράξεως, αλλά για «μη αναμενόμενη απόπειρα» να καταρτισθεί συμφωνία για τις τιμές και να εμπλακεί η Barlo, η δε απόπειρα αυτή απέτυχε.

78      Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι η αιτιολογική σκέψη 167 της προσβαλλομένης αποφάσεως επαναλαμβάνει ορθά το περιεχόμενο της δηλώσεως στην οποία προέβησαν οι προσφεύγουσες με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, της οποίας η ορθότητα δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Αντιθέτως όμως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η δήλωση αυτή αρκεί αφεαυτής για να αποδείξει ότι η επίμαχη συνάντηση είχε χαρακτήρα στρεφόμενο προδήλως κατά του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, από τη δήλωση αυτή προκύπτει σαφώς ότι η Degussa και η Atofina παρουσίασαν τις νέες τιμολογιακές διαρθρώσεις τους για να ενθαρρύνουν τους λοιπούς μετασχόντες να τις ακολουθήσουν και ότι υπήρξε «συζήτηση» μεταξύ των μετασχόντων ως προς το ζήτημα αυτό. Έστω και αν υποτεθεί αποδεδειγμένο το ότι, όπως προβάλλουν οι προσφεύγουσες, η ως άνω «συζήτηση» τερματίσθηκε χωρίς απτό αποτέλεσμα, αυτό δεν θα αρκούσε για να αναιρέσει τον θίγοντα τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της εν λόγω συναντήσεως, εφόσον υπήρξε, το λιγότερο, συζήτηση σχετικά με τις τιμές και ανταλλαγή σημαντικών πληροφοριών εμπορικού περιεχομένου. Δεδομένου όμως ότι η Barlo δεν έλαβε δημοσίως αποστάσεις από το περιεχόμενο αυτό της συναντήσεως, η συμμετοχή των προσφευγουσών στη σύμπραξη αποδεικνύεται και μόνο από την παρουσία της Barlo στη συνάντηση αυτή (βλ. σκέψεις 37 και 47 έως 51 ανωτέρω).

79      Αφετέρου, τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή ότι οι επιχειρήσεις «[είχαν] συναντηθεί για να ελέγξουν την εφαρμογή των συμφωνιών για τις αυξήσεις τιμών», ότι «κατά τους προηγούμενους μήνες είχε διαπιστωθεί ότι οι τιμές σε ορισμένες εθνικές αγορές δεν είχαν αυξηθεί ή είχαν αυξηθεί μόνο εν μέρει» και ότι οι «μετασχόντες [είχαν] επίσης ανταλλάξει πληροφορίες όσον αφορά την αγορά» αποδεικνύονται από το περιεχόμενο των δηλώσεων της Degussa, τις οποίες προσκόμισε η Επιτροπή κατόπιν της αιτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω). Εξάλλου, στο μέτρο που η Επιτροπή υποστηρίζει, παραπέμποντας στην αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ανταλλαγή πληροφοριών αφορούσε ιδίως τις τιμές στην αγορά, το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από τη δήλωση των προσφευγουσών που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, στο πλαίσιο της οποίας αναφέρεται ότι η Degussa και η Atofina παρουσίασαν τα νέα τιμολόγιά τους.

80      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της δηλώσεως των ίδιων των προσφευγουσών, η οποία δεν αμφισβητείται, όσον αφορά το περιεχόμενο της επίμαχης συναντήσεως, τα λοιπά επιχειρήματά τους δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Ειδικότερα, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μνημονεύει την επιχείρηση «Repsol» μεταξύ των μετασχόντων στη συνάντηση, ενώ η Degussa ανέφερε ότι η επιχείρηση αυτή παρέστη, ή ότι η Lucite δεν θυμάται καμία συνάντηση που να έλαβε χώρα κατά την ημερομηνία αυτή. Το ίδιο ισχύει και για τα επιχειρήματα που αντλούνται από το ότι στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων η Degussa διόρθωσε ορισμένα σημεία των προηγούμενων δηλώσεών της. Άλλωστε, η Degussa δεν αμφισβήτησε τον θίγοντα τον ανταγωνισμό χαρακτήρα των συζητήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το επιχείρημα της Επιτροπής που συνίσταται στο ότι η ανταλλαγή πληροφοριών αφορούσε στοιχεία «όπως αυτά που αναφέρθηκαν […] στην αιτιολογική σκέψη 117» δεν ευσταθεί, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι ίδιες οι προσφεύγουσες δέχθηκαν ότι η Degussa και η Atofina είχαν παρουσιάσει τα νέα τιμολόγιά τους. Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν είχε αποδειχθεί ανταλλαγή πληροφοριών ως προς όλα τα είδη στοιχείων που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τούτο δεν θα μετέβαλλε το συμπέρασμα ότι κατά την επίμαχη συνάντηση πράγματι έλαβε χώρα ανταλλαγή σημαντικών πληροφοριών εμπορικού περιεχομένου.

81      Κατά τέταρτον, όσον αφορά τη συνάντηση της 21ης Αυγούστου 2000 στο Deidesheim, επισημαίνεται ότι η αιτιολογική σκέψη 168 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιέχει λεπτομερή περιγραφή της συναντήσεως αυτής που βασίζεται κυρίως στις χειρόγραφες σημειώσεις του εκπροσώπου της Lucite κατά τη συνάντηση, οι οποίες ανευρέθησαν στις εγκαταστάσεις της Lucite κατά τον έλεγχο και στις οποίες αναφέρεται μεταξύ άλλων μια προβλεπόμενη για την Barlo αύξηση τιμών. Τη συνάντηση αυτή, καθώς και τον θίγοντα τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της, επιβεβαίωσαν εν συνεχεία η Lucite στο πλαίσιο της αιτήσεώς της δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, καθώς και η Degussa και η Atofina. Η δε Barlo επιβεβαίωσε την παρουσία της στην επίμαχη συνάντηση, καθώς και τον στρεφόμενο προδήλως κατά του ανταγωνισμού χαρακτήρα της, δηλώνοντας τα ακόλουθα:

«Στις 21 Αυγούστου 2000, έλαβε χώρα τέταρτη συνάντηση στο Deidesheim […], στην ημερήσια διάταξη της οποίας βρισκόταν το “ηλεκτρονικό εμπόριο”, θέμα το οποίο, κατά την εποχή εκείνη, αποτελούσε επίσης αντικείμενο πολυάριθμων συζητήσεων στις συναντήσεις του CEFIC. Η πρόσκληση στη συνάντηση προήλθε και πάλι από την Degussa. Αντί να συζητηθεί το ηλεκτρονικό εμπόριο, η Degussa και η Atofina μετέβαλαν την ημερήσια διάταξη της συναντήσεως ώστε να προτείνουν αύξηση των τιμών για τον Νοέμβριο του 2000. Η Degussa και η Atofina, αφού αντήλλαξαν λεπτομερείς πληροφορίες για τις τιμές τους, ανήγγειλαν την πρόθεσή τους να αυξήσουν τις τιμές τον Νοέμβριο του 2000. Κατά τα στοιχεία που διαθέτουν [οι προσφεύγουσες], ο Bernard δεν δέχθηκε αύξηση των τιμών […]».

82      Βάσει των στοιχείων αυτών, διαπιστώνεται ότι αποδείχθηκαν επαρκώς κατά νόμο ο στρεφόμενος προδήλως κατά του ανταγωνισμού χαρακτήρας της συναντήσεως, καθώς και η παρουσία της Barlo σε αυτήν.

83      Εξάλλου, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την περιγραφή που έγινε στην αιτιολογική σκέψη 168 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά υποστηρίζουν απλώς ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η παρουσία της Barlo στη συνάντηση αυτή αντέβαινε στο άρθρο 81 ΕΚ, δεδομένου ότι η Barlo δεν συγκατατέθηκε στις προτάσεις της Atofina και της Degussa. Έτσι, κατά τις προσφεύγουσες, η συνάντηση αυτή αποτελούσε «μη αναμενόμενη» από την Barlo «απόπειρα» στρατολογήσεώς της στη σύμπραξη. Υπογραμμίζουν επίσης ότι δεν υπάρχει απόδειξη για το ότι η Barlo έθεσε σε εφαρμογή την αύξηση που αποφασίστηκε κατά τη συνάντηση αυτή, πράγμα που δέχεται η Επιτροπή, δεδομένου ότι η ημερομηνία της συναντήσεως αυτής αντιστοιχεί στο τέλος της συμμετοχής της στην παράβαση.

84      Εντούτοις, το συμπέρασμα της Επιτροπής όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί βάσει της επιχειρηματολογίας αυτής.

85      Αφενός, το επιχείρημα ότι η Barlo δεν συγκατατέθηκε στις αυξήσεις των τιμών αντικρούεται από το περιεχόμενο των χειρόγραφων σημειώσεων του εκπροσώπου της Lucite, το οποίο επιβεβαίωσαν αργότερα οι Lucite, Degussa και Atofina.

86      Αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Barlo δεν συγκατατέθηκε ρητώς σε αύξηση των τιμών, εντούτοις παρευρέθη σε συνάντηση προδήλως αντίθετη στον ανταγωνισμό, κατά τη διάρκεια της οποίας συζητήθηκαν και αποφασίσθηκαν αυξήσεις τιμών και αντηλλάγησαν εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες, χωρίς να λάβει δημοσίως αποστάσεις από το περιεχόμενό της. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού αποδεικνύεται, βάσει των αρχών που προκύπτουν από την παρατιθέμενη στη σκέψη 49 ανωτέρω νομολογία. Ιδίως, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι το περιεχόμενο της συναντήσεως ήταν «μη αναμενόμενο» για την Barlo και ότι αυτή δεν έλαβε μέτρα σε συνέχεια των πορισμάτων της συναντήσεως.

87      Άλλωστε, η δήλωση της Atofina ότι «η συνάντηση είχε ως σκοπό να υπάρξει προσπάθεια αποκαταστάσεως της εμπιστοσύνης μεταξύ των Degussa/Ato[fina]/Lucite/Barlo ώστε να καταστεί δυνατή η αύξηση των τιμών», όχι μόνο δεν αποδεικνύει ότι η συνάντηση δεν είχε προβλεφθεί ως συνάντηση με χαρακτήρα συμπράξεως, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, αλλ’ αντιθέτως επιβεβαιώνει τον στρεφόμενο προδήλως κατά του ανταγωνισμού χαρακτήρα της συναντήσεως, την παρουσία της Barlo κατά τη συνάντηση αυτή, καθώς και το γεγονός ότι η Barlo είχε εμπλακεί στη σύμπραξη πριν από τη συνάντηση αυτή.

88      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί ότι ορθώς θεώρησε η Επιτροπή ότι η συμμετοχή της Barlo στις τέσσερις προαναφερθείσες συναντήσεις στοιχειοθετούσε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

89      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι εν προκειμένω πρέπει να δοθεί «ιδιαίτερη προσοχή» στο βάρος αποδείξεως, το οποίο η Επιτροπή προσπαθεί να αντιστρέψει, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες απέκτησαν την Barlo τέσσερα έτη μετά τον τερματισμό της παραβάσεως και ως εκ τούτου αδυνατούσαν να προσκομίσουν ίδια αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικότερα, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ αποδείχθηκε σύμφωνα με την πάγια νομολογία σε θέματα αποδείξεως.

90      Ομοίως, δεδομένου ότι το συμπέρασμα που αντλείται στη σκέψη 88 ανωτέρω βασίζεται στις σαφείς αποδείξεις που συγκέντρωσε η Επιτροπή, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που έχουν ως σκοπό, κατ’ ουσίαν, να αντικαταστήσουν την εξήγηση των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε η Επιτροπή με άλλη «εύλογη εξήγηση» δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Coats Holdings και Coats κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψεις 72 και 74).

91      Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της αμφισβητούμενης συναντήσεως της Βαρκελώνης (Ισπανία) κατά τον Μάιο‑Ιούνιο του 1999 (αιτιολογική σκέψη 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

92      Σε αντίθεση με τις τέσσερις συναντήσεις που εξετάσθηκαν ανωτέρω, οι προσφεύγουσες αρνούνται ότι η Barlo μετέσχε σε οποιαδήποτε συνάντηση κατά τον Μάιο ή τον Ιούνιο του 1999 και υποστηρίζουν επιπλέον ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ούτε καν την πραγματοποίηση τέτοιας συναντήσεως. Η συνάντηση όμως αυτή είχε «αποφασιστική σημασία» σε ό,τι τις αφορά, εφόσον αποτελεί σύνδεσμο μεταξύ δύο συναντήσεων του 1998 και των δύο συναντήσεων του 2000 στις οποίες παρέστη η Barlo.

93      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι στην αιτιολογική σκέψη 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρονται τα εξής:

«Τον Μάιο ή τον Ιούνιο του 1999 έλαβε χώρα συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων της Atofina, της ICI, της Degussa, της Barlo και της Irpen (τοπικού παραγωγού) σε ξενοδοχείο της Βαρκελώνης. Σκοπός της συναντήσεως ήταν να ενημερωθεί η Irpen για τις συμφωνίες για τις τιμές και να συμπεριληφθούν στις συμφωνίες. Οι συζητήσεις αφορούσαν επίσης τον καθορισμό των ελάχιστων τιμών, περιλαμβανομένων των τιμών ανά παλέττα. Οι συζητήσεις διεξήχθησαν ανά χώρα και ανά πελάτη, το δε χρονοδιάγραμμα των αυξήσεων τιμών καθορίστηκε επακριβώς για την κάθε χώρα.»

94      Όπως τονίζουν οι προσφεύγουσες, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή δεν διέθετε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία για τη συνάντηση αυτή, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τον θίγοντα τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της, αλλά και σε ό,τι αφορά την πραγματοποίησή της και τα πρόσωπα που μετείχαν σε αυτή. Ειδικότερα, προκειμένου να τεκμηριώσει την περιγραφή της συναντήσεως αυτής, η Επιτροπή απλώς παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση μια δήλωση της Atofina στο πλαίσιο της αιτήσεώς της δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας και την επιβεβαίωση που παρέσχε η Degussa με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

95      Πρέπει επομένως να εξακριβωθεί αν βάσει των δηλώσεων αυτών μπορούσε να αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο η συμμετοχή της Barlo στην προβαλλόμενη συνάντηση.

96      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 52 έως 54 ανωτέρω, οι δηλώσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της πολιτικής επιείκειας έχουν ιδιαίτερη σημασία. Οι δηλώσεις αυτές που πραγματοποιούνται στο όνομα επιχειρήσεων έχουν σημαντική αποδεικτική αξία, εφόσον ενέχουν σημαντικούς νομικούς και οικονομικούς κινδύνους (βλ., επίσης, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2011, T‑385/06, Aalberts Industries κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 47). Εντούτοις, από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 53 και 55 ανωτέρω προκύπτει επίσης ότι οι δηλώσεις στις οποίες προβαίνουν κατηγορούμενες επιχειρήσεις στο πλαίσιο αιτήσεων που υποβάλλονται δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας πρέπει να εκτιμώνται με σύνεση και, στην περίπτωση που αμφισβητούνται, γενικώς δεν μπορούν να γίνουν δεκτές χωρίς τεκμηρίωση.

97      Εξάλλου, προκειμένου να εξετασθεί η αποδεικτική αξία των δηλώσεων των επιχειρήσεων που υπέβαλαν αίτηση δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ιδίως τη σημασία των συγκλινουσών ενδείξεων υπέρ της σοβαρότητας των δηλώσεων αυτών (αποφάσεις JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 220, και Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, σκέψη 53 ανωτέρω, σκέψη 70). Ομοίως, η σοβαρότητα της δηλώσεως επηρεάζει, ενδεχομένως, τον βαθμό τεκμηριώσεως που απαιτείται (βλ., επ’ αυτού, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 220).

98      Εν προκειμένω, όσον αφορά τη δήλωση της Atofina στο πλαίσιο της αιτήσεως που υπέβαλε δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι στερείται αποδεικτικής αξίας διότι δεν είναι αρκούντως ακριβής.

99      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Atofina εντάσσει την επίμαχη συνάντηση στο πλαίσιο σειράς συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν από το καλοκαίρι του 1997 μέχρι το 1999, οι οποίες περιγράφονται σε σελίδα της αιτήσεώς της δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, η οποία προσαρτάται στο υπόμνημα αντικρούσεως. Στο πάνω μέρος της εν λόγω σελίδας, υπό τον τίτλο «Φορείς», η Atofina ανέγραψε τις οικείες επιχειρήσεις, ήτοι Atoglas, Röhm, Degussa, Lucite (ICI), Repsol και Barlo, καθώς και τους εκπροσώπους τους, ειδικότερα τους «W. [B.] + E. [S.] από το 99» όσον αφορά την Barlo. Εν συνεχεία, η Atofina περιέγραψε διάφορες συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Γερμανία, εκ των οποίων δύο στο Darmstadt το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1998, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Τέλος, στο κάτω μέρος της εν λόγω σελίδας, η Atofina ανέφερε τα ακόλουθα:

«Μάιος/Ιούνιος 99

Συνάντηση σε ξενοδοχείο του κέντρου της Βαρκελώνης: οι προαναφερθέντες καθώς και η Irpen (τοπικός παραγωγός), παρουσία των εκπροσώπων των τοπικών δικτύων.

Περιεχόμενο των συζητήσεων στο Darmstadt και στο τοπικό επίπεδο:

Τα επίπεδα τιμών για διανομείς (70 % της αγοράς), καθορισμός επιδιωκόμενων ελάχιστων τιμών για τους μεταποιητές, καθορισμός ελάχιστων τιμών ανά παλέττα.»

100    Διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η δήλωση αυτή επέτρεπε να προσδιοριστούν τόσο οι μετασχόντες στη συνάντηση όσο και το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό περιεχόμενο αυτής. Ειδικότερα, η φράση «οι προαναφερθέντες καθώς και η Irpen» πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της παραθέσεως των μετασχόντων στις διάφορες συναντήσεις, στο πάνω μέρος της σελίδας της δηλώσεως της Atofina, στην οποία αυτή μεταξύ άλλων ανέγραψε « Barlo[:] W. [B.] + E. [S.] από το 99». Ομοίως, η φράση «περιεχόμενο των συζητήσεων […] στο τοπικό επίπεδο», στο πλαίσιο της σελίδας αυτής, πρέπει υποχρεωτικά να νοείται υπό την έννοια ότι αναφέρεται μεταξύ άλλων στην επίμαχη συνάντηση στη Βαρκελώνη. Έτσι, κατά την Atofina, το περιεχόμενο της συναντήσεως αυτής συνίστατο στον καθορισμό των «[επιπέδων] τιμών για [τους] διανομείς», στον «καθορισμό επιδιωκόμενων ελάχιστων τιμών για τους μεταποιητές» και στον «καθορισμό ελάχιστων τιμών ανά παλέττα». Εξάλλου, έστω και αν το έγγραφο αυτό δεν παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι αργότερα, σε απάντηση αιτήσεως της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών, η Atofina προέβη σε συμπληρωματικά σχόλια για την επίδικη συνάντηση, αναφερόμενη ρητώς στην παρουσία του εκπροσώπου της Barlo. Επιπλέον, η Atofina παρέσχε συμπληρωματική διευκρίνιση όσον αφορά το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό περιεχόμενο της συναντήσεως, βεβαιώνοντας ότι «σκοπός [της] […] ήταν να επεκτείνει τη διάρθρωση των τιμολογίων σε Ισπανία/Πορτογαλία και να πείσει τους τοπικούς παραγωγούς να συμμετάσχουν».

101    Εξ αυτού συνάγεται με απόλυτη σαφήνεια ότι, κατά την Atofina, ο εκπρόσωπος της Barlo ευρισκόταν μεταξύ των μετασχόντων στην επίμαχη συνάντηση και ότι η συνάντηση αυτή είχε χαρακτήρα στρεφόμενο κατά του ανταγωνισμού.

102    Εντούτοις, επισημαίνεται ακόμη ότι ορθώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η δήλωση της Atofina δεν περιέχει πολλές διευκρινίσεις όσον αφορά την προβαλλόμενη συνάντηση της Βαρκελώνης. Έτσι, δεν καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό ούτε της ημερομηνίας ούτε του ακριβούς τόπου της συναντήσεως, ούτε των θεμάτων που εθίγησαν συγκεκριμένα σε αυτήν. Διευκρινίσεις ως προς το τελευταίο αυτό σημείο δεν δόθηκαν παρά αργότερα (βλ. σκέψη 100 ανωτέρω). Η ως άνω περιγραφή αντιδιαστέλλεται προς την περιγραφή των άλλων συναντήσεων που μνημονεύονται στην εν λόγω σελίδα, στο πλαίσιο της οποίας αναγράφονται τα ονόματα των ξενοδοχείων στα οποία έλαβαν χώρα οι συναντήσεις αυτές, τα συγκεκριμένα θέματα που συζητήθηκαν και ενίοτε παρέχονται και άλλες διευκρινίσεις, όπως μνεία της επιχειρήσεως που κατέβαλε τα έξοδα του ξενοδοχείου. Ομοίως, πλην της αναφοράς του εκπροσώπου της Barlo μεταξύ των μετασχόντων στη συνάντηση, η δήλωση της Atofina δεν περιέχει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο ως προς αυτήν.

103    Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η δήλωση της Atofina μπορεί να θεωρηθεί ως έχουσα μικρότερη βαρύτητα εφόσον ληφθεί υπόψη η εκτίμηση από την Επιτροπή των άλλων συναντήσεων που ανέφερε η Atofina. Επισημαίνεται, ειδικότερα, ότι όσον αφορά τις οκτώ άλλες συναντήσεις που περιλαμβάνονται στη σειρά που αναφέρεται στη δήλωση της Atofina [συναντήσεις τον Σεπτέμβριο του 1997 στο Dernbach, τον Απρίλιο του 1998 στο Dernbach, τον Ιούνιο του 1998 στο Idstein (Γερμανία), την άνοιξη του 1998 στο Παρίσι (Γαλλία), το καλοκαίρι του 1998 στο Darmstadt, το φθινόπωρο του 1998 στο Darmstadt και δύο συναντήσεις στο Μιλάνο ή πλησίον του Μιλάνου (Ιταλία) το 1999], μόνο δύο, ως προς τις οποίες η Barlo παραδέχθηκε τη συμμετοχή της, ήτοι η συνάντηση του Dernbach τον Απρίλιο του 1998 και η συνάντηση του Darmstadt τον Ιούνιο του 1998, ελήφθησαν υπόψη εις βάρος των προσφευγουσών στην προσβαλλόμενη απόφαση. Υπενθυμίζεται όμως ότι, κατά την Atofina, οι «φορείς», μεταξύ των οποίων και η Barlo, τους οποίους αναφέρει στο πάνω μέρος της σελίδας της δηλώσεώς της μετείχαν σε όλες τις συναντήσεις της ως άνω σειράς.

104    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ελλείψει οποιουδήποτε εγγράφου αποδεικτικού στοιχείου όσον αφορά την επίδικη συνάντηση, πρέπει να εξετασθεί με ιδιαίτερη προσοχή η επιβεβαίωση την οποία παρέσχε η Degussa όσον αφορά την παρουσία της Barlo στην επίδικη συνάντηση.

105    Διαπιστώνεται όμως καταρχάς ότι η επιβεβαίωση εκ μέρους της Degussa έχει περιορισμένη βαρύτητα, δεδομένου του περιεχομένου της, αφενός, και των περιστάσεων υπό τις οποίες παρεσχέθη, αφετέρου.

106    Ειδικότερα, αφενός, η Degussa επιβεβαίωσε, εντελώς γενικόλογα, «την πραγματοποίηση, το περιεχόμενο και τους μετασχόντες» στη συνάντηση και δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με την Barlo. Η μόνη διευκρίνιση που περιλαμβάνει η δήλωση αυτή είναι σχετική με το αντικείμενο της συναντήσεως (την εμπλοκή της Irpen στις συμφωνίες) και δεν αφορά ειδικώς την Barlo. Άλλωστε, η Degussa δήλωσε ρητώς ότι δεν θυμόταν πλέον τις λεπτομέρειες και, ιδίως, ότι δεν μπορούσε να γνωστοποιήσει την ημερομηνία της συναντήσεως εφόσον δεν υπήρχε πιστοποίηση των οδοιπορικών εξόδων του F. ως προς το διάστημα εκείνο.

107    Διαπιστώνεται επομένως ότι ο βαθμός τεκμηριώσεως της δηλώσεως αυτής όσον αφορά την παρουσία της Barlo στην επίδικη συνάντηση είναι σχετικά χαμηλός.

108    Αφετέρου, όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αντλούνται από το ότι η επιβεβαίωση αυτή παρεσχέθη σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, ήτοι με την απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, επισημαίνεται ότι το γεγονός αυτό και μόνο δεν αρκεί ώστε να θεωρηθεί ως στερούμενη κάθε αποδεικτικής αξίας η δήλωση της Degussa, η οποία πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα όλων των κρίσιμων περιστάσεων της υποθέσεως.

109    Εντούτοις, μια τέτοια δήλωση έχει, ανεξάρτητα από τη δήλωση της Atofina, μικρότερη αποδεικτική αξία απ’ ό,τι αν είχε γίνει αυθόρμητα. Ειδικότερα, όταν η επιχείρηση που υποβάλει αίτηση περί μη επιβολής προστίμου έχει γνώση των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνάς της, η λογική που είναι σύμφυτη στη διαδικασία την οποία προβλέπει η ανακοίνωση περί συνεργασίας, κατά την οποία κάθε προσπάθεια να παραπλανηθεί η Επιτροπή θα μπορούσε να δημιουργήσει αμφιβολίες για την ειλικρίνεια και την πληρότητα της συνεργασίας της επιχειρήσεως (βλ. σκέψη 53 ανωτέρω), δεν ισχύει στον βαθμό που ισχύει στην περίπτωση αυθόρμητης δηλώσεως, χωρίς γνώση των αιτιάσεων που διατυπώνονται από την Επιτροπή. Ομοίως, οι εκτιμήσεις ότι οι δηλώσεις δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας αντίκεινται στα συμφέροντα του δηλούντος και πρέπει, καταρχήν, να θεωρούνται ως ιδιαιτέρως αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. σκέψη 54 ανωτέρω) ενδέχεται να μην έχουν πλήρη εφαρμογή σε σχέση με την απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων που διατυπώνεται από επιχείρηση η οποία υποβάλλει αίτηση περί μη επιβολής προστίμου, όπως η Degussa.

110    Εξάλλου, δεν αποκλείεται η έκταση μιας τέτοιας επιβεβαιώσεως να επηρεάζεται από το περιεχόμενο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων εφόσον πρόκειται, όπως εν προκειμένω, για εντελώς γενική επιβεβαίωση της «πραγματοποιήσεως», του «περιεχομένου» και των «μετασχόντων» σε μια συνάντηση. Παράδειγμα γι’ αυτό αποτελεί η αντιμετώπιση δύο συναντήσεων στο Μιλάνο ή πλησίον του Μιλάνου που πραγματοποιήθηκαν, κατά τη δήλωση της Atofina, το 1999. Απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή εξήγησε ότι «δεν [είχε] λάβει υπόψη της [αυτές τις] δύο συναντήσεις που ανέφερε η Atofina [με τη δήλωσή της] εις βάρος [των προσφευγουσών], καθόσον η δεύτερη αίτηση περί επιείκειας, η αίτηση της Degussa, δεν επιβεβαίωνε ρητώς την παρουσία της Barlo στις συναντήσεις αυτές». Διευκρίνισε επιπλέον ότι «[σ]το σημείο 160 της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Degussa αρκ[έσθηκε] να υπενθυμίσει την παρουσία της Atofina, της Degussa, της Lucite, της Madreperla και της Plastidit, όπως αναφερόταν στο σημείο 240 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων». Η Επιτροπή δεν εξήγησε όμως γιατί στο σημείο 240 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων είχε επιλέξει να μην αναφέρει την Barlo μεταξύ των μετασχόντων σε δύο συναντήσεις στο Μιλάνο ή πλησίον του Μιλάνου, ενώ την είχε αναφέρει σε σχέση με την επίδικη συνάντηση της Βαρκελώνης, και μάλιστα εφόσον και στις δύο περιπτώσεις η Atofina είχε αναφερθεί στην παρουσία της Barlo με την ίδια φρασεολογία («προαναφερθέντες καθώς και […]»). Επομένως δεν αποκλείεται η Degussa να εμπιστεύθηκε σε κάποιο βαθμό, όσον αφορά την ταυτότητα των μετασχόντων σε αντιβαίνουσες στον ανταγωνισμό συναντήσεις, το γράμμα της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, αντί να προβεί στην αντικειμενική ανασύνθεση των πραγματικών περιστατικών.

111    Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν σταθερά τα περί παρουσίας της Barlo στην επίδικη συνάντηση, ενώ ρητώς δέχονται ότι παρέστη σε όλες τις άλλες συναντήσεις που ελήφθησαν υπόψη εις βάρος τους στην προσβαλλόμενη απόφαση, και, αφετέρου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν κάνει λόγο για καμία άλλη επιβεβαίωση της συναντήσεως αυτής στην οποία ενέχονταν, κατά την Atofina, επιπλέον οι ICI (νυν Lucite), καθώς και οι επιχειρήσεις Repsol και Irpen, έστω και αν οι ICI και Lucite υπέβαλαν και αυτές αιτήσεις δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

112    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που εξετάσθηκαν ανωτέρω και ιδίως της αδυναμίας της Επιτροπής να συγκεντρώσει έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την επίμαχη συνάντηση ή πιο εμπεριστατωμένες δηλώσεις όσον αφορά την παρουσία της Barlo σε αυτή και δεδομένης της αρχής ότι η αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως που είναι αποδέκτρια της αποφάσεως (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω), διαπιστώνεται ότι η συνάντηση της Βαρκελώνης για την οποία κάνει λόγο η αιτιολογική σκέψη 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη εις βάρος των προσφευγουσών.

113    Συναφώς, επισημαίνεται βεβαίως ότι ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εφόσον οφείλει να επικαλεσθεί ακριβείς και συγκλίνουσες αποδείξεις ώστε να θεμελιώσει την πεποίθηση ότι διαπράχθηκε η παράβαση (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Volkswagen κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 55), δεν χρειάζεται κάθε απόδειξη που προσκομίζει να ικανοποιεί οπωσδήποτε τα κριτήρια αυτά όσον αφορά κάθε στοιχείο της παραβάσεως, αλλά αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 180 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ομοίως, ορθώς η Επιτροπή επιμένει ότι οι αποδείξεις πρέπει να εκτιμώνται στο σύνολό τους λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων πραγματικών περιστάσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψη 175).

114    Εντούτοις, κατά το μέτρο που η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η συνάντηση της Βαρκελώνης κατά τον Μάιο-Ιούνιο του 1999 πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα της συνεχούς συνεργασίας μεταξύ των μελών της συμπράξεως η οποία, κατά την Degussa, ξεκίνησε από το 1984-1985, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή δέχθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι «η συμμετοχή της Barlo στη σύμπραξη δεν μπορ[ούσε] να συγκριθεί προς τη συμμετοχή της πλειοψηφίας των άλλων επιχειρήσεων», λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι «οι αποδεδειγμένες θίγουσες τον ανταγωνισμό επαφές [έδειχναν] μάλλον ότι η Barlo παρευρισκόταν σποραδικά στις συναντήσεις οι οποίες περιορίζονταν σε ενημέρωση της επιχειρήσεως για τις θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες ή πρακτικές που είχαν συνομολογηθεί όσον αφορά τα στερεά φύλλα από PMMA» (αιτιολογική σκέψη 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, η Επιτροπή δέχθηκε επίσης ότι η Barlo είχε μετάσχει στην παράβαση για μικρότερο χρονικό διάστημα απ’ ό,τι οι άλλες επιχειρήσεις, ήτοι από τις 30 Απριλίου 1998 έως τις 21 Αυγούστου 2000, ενώ ο προσδιορισμός της καθαυτό παραβάσεως έγινε για το διάστημα από 23 Ιανουαρίου 1997 έως 12 Σεπτεμβρίου 2002. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, πιθανότατα η συμμετοχή της Barlo στη σύμπραξη περιορίστηκε στις τέσσερις συναντήσεις για τις οποίες οι προσφεύγουσες δέχθηκαν ότι είχε παραστεί. Κατά συνέπεια, το συμπέρασμα που διατυπώνεται στη σκέψη 112 ανωτέρω δεν μπορεί να μεταβληθεί ούτε βάσει της συνολικής εκτιμήσεως της δέσμης ενδείξεων που συγκέντρωσε η Επιτροπή εις βάρος των προσφευγουσών, ούτε βάσει του πλαισίου της υποθέσεως.

115    Εξ αυτού συνάγεται ότι η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.

–       Επί της απουσίας άλλων επαφών ή συναλλαγών στις οποίες να έχει μετάσχει η Barlo

116    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ορθότητα των όσων διατυπώνονται στην αιτιολογική σκέψη 227 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αφενός, επισημαίνουν ότι η λεπτομερής περιγραφή των συναντήσεων στις οποίες μετέσχε η Barlo δείχνει ότι οι εν λόγω συναντήσεις δεν προορίζονταν για την ενημέρωσή της ως προς το περιεχόμενο των συναντήσεων στις οποίες δεν είχε παραστεί. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως αναφέρεται η ύπαρξη άλλων επαφών ή συναλλαγών στις οποίες να έλαβε μέρος η Barlo και ότι δεν παρέχεται καμία απόδειξη για την ύπαρξη τέτοιων επαφών ή συναλλαγών.

117    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι στην αιτιολογική σκέψη 227 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρονται τα ακόλουθα:

«[…] το γεγονός ότι η Barlo ενδεχομένως δεν μετέσχε σε όλες τις συναντήσεις που αφορούσαν το προϊόν στο οποίο ειδικεύεται η ως άνω επιχείρηση (ήτοι τα στερεά φύλλα από PMMA) δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση της συμμετοχής της στη σύμπραξη, εφόσον μετέσχε σε συναντήσεις προγενέστερες και μεταγενέστερες εκείνων στις οποίες δεν παρέστη και ήταν σε θέση να πληροφορηθεί και να λάβει υπόψη τα στοιχεία που αντηλλάγησαν με τους ανταγωνιστές της για να καθορίσει την εμπορική συμπεριφορά της στην αγορά […]».

118    Διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών στηρίζεται σε εσφαλμένη ανάγνωση της ως άνω αιτιολογικής σκέψεως. Ειδικότερα, σε αυτήν η Επιτροπή περιορίστηκε να απορρίψει την άποψη ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για την ενιαία και διαρκή παράβαση λόγω του περιορισμένου αριθμού συναντήσεων στις οποίες είχε μετάσχει η Barlo. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν ισχυρίστηκε ούτε ότι η Barlo είχε πράγματι ενημερωθεί για το περιεχόμενο των συναντήσεων στις οποίες δεν είχε παραστεί, ούτε ότι υπήρχαν άλλες επαφές ή συναλλαγές στις οποίες ενεχόταν η Barlo. Περιορίστηκε να αναφερθεί στη δυνατότητα που είχε η Barlo να ενημερωθεί («ήταν σε θέση»), η οποία άλλωστε δεν αμφισβητείται με το δικόγραφο της προσφυγής.

119    Η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών είναι επομένως αλυσιτελής.

120    Εξάλλου, δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι οι αιτιάσεις της Επιτροπής εις βάρος των προσφευγουσών στηρίζονται στη συμμετοχή της Barlo σε πέντε αντιβαίνουσες στον ανταγωνισμό συναντήσεις όσον αφορά τα στερεά φύλλα από PMMA, οι οποίες εξετάσθηκαν ανωτέρω.

121    Κατά τα λοιπά, κατά το μέτρο που οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ευθύνη τους για την ενιαία παράβαση, γίνεται παραπομπή στην εξέταση του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου, που γίνεται κατωτέρω.

122    Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Συμπέρασμα για το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως

123    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των συναντήσεων και άλλων επαφών ή συναλλαγών στις οποίες ενεχόταν η Barlo, πρέπει να γίνει δεκτό όσον αφορά την εκτίμηση της προβαλλόμενης συμμετοχής της Barlo στη συνάντηση του Μαΐου ή Ιουνίου του 1999 στη Βαρκελώνη και να απορριφθεί κατά τα λοιπά. Η ενδεχόμενη σημασία του συμπεράσματος αυτού για τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως και την επιμέτρηση του προστίμου θα εξετασθεί κατωτέρω.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της συμμετοχής της Barlo σε «ενιαίο και κοινό επιζήμιο για τον ανταγωνισμό σχέδιο» το οποίο αφορούσε τρία προϊόντα από PMMA

124    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή εσφαλμένως εκτίμησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι είχαν παραβεί το άρθρο 81 ΕΚ λόγω προσχωρήσεως ή συμβολής τους σε «ενιαίο και κοινό επιζήμιο για τον ανταγωνισμό σχέδιο» το οποίο αφορούσε τρεις κατηγορίες προϊόντων, ήτοι τις ενώσεις για χύτευση από PMMA, τα στερεά φύλλα από PMMA και τα είδη υγιεινής από PMMA.

125    Συναφώς, πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι, δεδομένης της φύσεως των παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων που επισύρουν, η ευθύνη εκ της διαπράξεως των παραβάσεων αυτών έχει προσωποπαγή χαρακτήρα (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 78).

126    Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι οι κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές προκύπτουν κατ’ ανάγκην από τη συντρέχουσα δράση πλειόνων επιχειρήσεων, που είναι όλες συναυτουργοί της παραβάσεως, πλην όμως η συμμετοχή τους μπορεί να προσλάβει διαφορετικές μορφές, αναλόγως ιδίως των χαρακτηριστικών της οικείας αγοράς και της θέσεως κάθε επιχειρήσεως στην αγορά αυτή, των σκοπών που επιδιώκει και των τρόπων εκτελέσεως τους οποίους έχει επιλέξει ή έχει κατά νου. Εντούτοις, το γεγονός και μόνον ότι κάθε επιχείρηση μετέχει στην παράβαση με τον δικό της τρόπο δεν αρκεί για να αποκλείσει την ευθύνη της για ολόκληρη την παράβαση, περιλαμβανομένης και της συμπεριφοράς που υλοποιείται από άλλες μετέχουσες επιχειρήσεις, έχει όμως τον ίδιο αντίθετο στον ανταγωνισμό σκοπό ή αποτέλεσμα (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψεις 79 και 80).

127    Η παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ μπορεί να απορρεύσει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από διαρκή συμπεριφορά. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με το επιχείρημα ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή αυτής της διαρκούς συμπεριφοράς μπορούν να στοιχειοθετήσουν, αφ’ εαυτών και μεμονωμένως εξεταζόμενα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 81). Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε «συνολικό σχέδιο» λόγω του ταυτόσημου σκοπού τους που συνίσταται στη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή νομιμοποιείται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση θεωρούμενη ως όλον (βλ. απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 258 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), έστω και αν αποδεδειγμένα η οικεία επιχείρηση μετέσχε ευθέως μόνο σε ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που συνιστούν την παράβαση (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψη 161 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

128    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προς τεκμηρίωση της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως σε τέτοια ενιαία συμφωνία, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι η εν λόγω επιχείρηση προετίθετο να συμβάλει, με τη συμπεριφορά της, στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επεδίωκε το σύνολο των μετεχόντων και ότι είχε γνώση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων συμπεριφοράς τις οποίες είχαν κατά νου ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι είχε λογικά τη δυνατότητα να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 87, και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 83).

129    Τέλος, τονίζεται ότι το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν μετέσχε σε όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τη σύμπραξη, ή ότι διαδραμάτισε ήσσονα ρόλο σ’ εκείνες τις εκφάνσεις της συμπράξεως στις οποίες μετέσχε, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, στο πλαίσιο της επιμετρήσεως του προστίμου (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 90, και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 86).

130    Εν προκειμένω, κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν διευκρινίζει την ακριβή έκταση της παραβάσεως για την οποία θεωρήθηκαν υπεύθυνες οι αποδέκτριές της, δεδομένου ότι το άρθρο 1 αναφέρεται μόνο σε «σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των μεθακρυλικών ενώσεων», χωρίς να μνημονεύει ειδικώς τα επίμαχα προϊόντα.

131    Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το διατακτικό μιας πράξεως συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της και πρέπει να ερμηνεύεται, αν παρίσταται ανάγκη, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων που οδήγησαν στην έκδοσή της (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3601, σκέψη 1258 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

132    H αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρει πάντως σαφώς ότι η ενιαία και διαρκής παράβαση αφορά τρία προϊόντα από PMMA, έχει δε ως εξής:

«Οι αποδέκτριες της παρούσας αποφάσεως μετείχαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ στον τομέα των μεθακρυλικών ενώσεων όσον αφορά τα ακόλουθα τρία προϊόντα:

–        ενώσεις για χύτευση από PMMA·

–        στερεά φύλλα από PMMA, και

–        είδη υγιεινής από PMMA.»

133    Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 222 έως 226 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους είχε εκτιμήσει ότι η επίμαχη σύμπραξη μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ενιαία και διαρκής παράβαση όσον αφορά τα τρία προαναφερθέντα προϊόντα. Στο πλαίσιο αυτό, η ειδική περίπτωση των προσφευγουσών αναλύεται ως εξής:

«Το γεγονός ότι οι οικείες επιχειρήσεις δεν μετείχαν σε όλα τα στοιχεία που συνέθεταν τη συνολική σύμπραξη δεν τις απαλλάσσει από την ευθύνη τους όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 81 [ΕΚ]. Εν προκειμένω, το γεγονός ότι η Barlo δεν παράγει και τα τρία προϊόντα από PMMA, σε αντίθεση προς τους λοιπούς μετέχοντες στους αντίθετους προς τον ανταγωνισμό διακανονισμούς, δεν μεταβάλλει ούτε τη φύση ούτε τον σκοπό της παραβάσεως, που ήταν να στρεβλώσει την κανονική εξέλιξη των τιμών όλων των ως άνω προϊόντων. Από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο τμήμα 3 [της προσβαλλομένης αποφάσεως] προκύπτει σαφώς ότι όλοι οι μετέχοντες στις θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες προσχωρούσαν και συνεισέφεραν, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων τους (δηλαδή αναλόγως του αν ειδικεύονταν σε ένα ή περισσότερα από τα προϊόντα που αφορούσαν οι ως άνω συμφωνίες), στο κοινό αυτό επιζήμιο για τον ανταγωνισμό σχέδιο.» (Αιτιολογική σκέψη 226 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

134    Διαπιστώνεται συνεπώς ότι, δεδομένης της ως άνω αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 1 αυτής χαρακτηρίζει τις προσφεύγουσες ως υπεύθυνες για συμμετοχή σε ενιαία και διαρκή παράβαση όσον αφορά τις ενώσεις για χύτευση από PMMA, τα στερεά φύλλα από PMMA και τα είδη υγιεινής από PMMA.

135    Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι το ζήτημα που υποβλήθηκε στην εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι αν υπήρξε ενιαία παράβαση όσον αφορά τα τρία επίμαχα προϊόντα, αλλά το αν οι προσφεύγουσες ευθύνονταν για το σύνολο της ως άνω παραβάσεως. Ειδικότερα, μόνο στο υπόμνημα απαντήσεως οι προσφεύγουσες διατύπωσαν την επιχειρηματολογία που απέβλεπε στο να αμφισβητηθεί η ύπαρξη, αυτή καθεαυτή, ενιαίας παραβάσεως. Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως νέος ισχυρισμός και να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Εξάλλου, βάσει των σκέψεων που ακολουθούν, εν πάση περιπτώσει δεν θα έπρεπε να εξετασθεί.

136    Πρέπει επομένως να διερευνηθεί αν, λόγω της συμπεριφοράς των προσφευγουσών, η συμμετοχή τους στην παράβαση ήταν δυνατό να επάγεται ευθύνη τους για το σύνολο της παραβάσεως που τελέσθηκε κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους.

137    Συναφώς, πρώτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι η Barlo δεν ασκούσε δραστηριότητα στον τομέα μιας εκ των κατηγοριών προϊόντων, ήτοι όσον αφορά τα είδη υγιεινής από PMMA. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως έχει κρίνει το Γενικό Δικαστήριο, μια επιχείρηση μπορεί να παραβαίνει τον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ όταν η συμπεριφορά της, εναρμονιζόμενη με τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων, σκοπεί στον περιορισμό του ανταγωνισμού στην οικεία ειδική αγορά στο εσωτερικό της κοινής αγοράς, χωρίς αυτό να προϋποθέτει αναγκαστικώς ότι η ίδια δραστηριοποιείται στην εν λόγω επίμαχη αγορά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑99/04, AC-Treuhand κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1501, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑29/05, Deltafina κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 48). Κατά συνέπεια, το γεγονός και μόνον ότι η Barlo δεν ασκούσε δραστηριότητα στον τομέα των ειδών υγιεινής από PMMA δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνες για παράβαση που διαπράχθηκε όσον αφορά το προϊόν αυτό.

138    Δεύτερον, ούτε το γεγονός ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή «εγκατ[έλειψε] τις αιτιάσεις εις βάρος [των προσφευγουσών] όσον αφορά τις ενώσεις για χύτευση από PMMA» (αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλομένης αποφάσεως) σημαίνει ότι αυτές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνες για την ενιαία παράβαση που αφορούσε, μεταξύ άλλων, το προϊόν αυτό.

139    Βεβαίως, η διατύπωση που επέλεξε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ατυχής και θα μπορούσε να φανεί ότι βρίσκεται σε αντίφαση με την ευθύνη των προσφευγουσών για την ως άνω ενιαία παράβαση, την οποία δέχεται στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 2 και 226 αυτής (βλ. σκέψεις 130 έως 134 ανωτέρω). Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αιτιολογική σκέψη 93 αυτής πρέπει υποχρεωτικά να νοείται υπό την έννοια ότι, κατά την Επιτροπή, δεν είχε αποδειχθεί άμεση συμμετοχή της Barlo στο σκέλος της συμπράξεως που αφορούσε τις ενώσεις για χύτευση από PMMA. Το γεγονός όμως αυτό και μόνο δεν αποκλείει την ευθύνη των προσφευγουσών για την ενιαία παράβαση όσον αφορά και τα τρία επίμαχα προϊόντα (βλ. σκέψη 126 ανωτέρω).

140    Τρίτον, ούτε το γεγονός ότι, όσον αφορά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή ανέφερε στην προσβαλλόμενη απόφαση πέντε μόνο συναντήσεις, που πραγματοποιήθηκαν εντός χρονικού διαστήματος δύο και πλέον ετών, από τις δε συναντήσεις αυτές καμία μάλιστα δεν αποτέλεσε «συνάντηση κορυφής» στο πλαίσιο των οποίων συνάπτονταν οι «βασικές συμφωνίες συνεργασίας» (αιτιολογική σκέψη 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αρκεί προς αποκλεισμό της ευθύνης τους για ενιαία παράβαση.

141    Ειδικότερα, από τη νομολογία προκύπτει ότι το γεγονός ότι διάφορες επιχειρήσεις διαδραμάτισαν διαφόρους ρόλους κατά την επιδίωξη ενός κοινού σκοπού δεν εξαλείφει το ταυτόσημο του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό σκοπού και, ως εκ τούτου, της παραβάσεως, εφόσον κάθε επιχείρηση συνέβαλε, εντός της δικής της σφαίρας επιρροής, στην επιδίωξη του κοινού σκοπού (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑452/05, BST κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιπλέον, έχει κριθεί ότι, στο πλαίσιο συνολικής συμφωνίας εφαρμοζομένης επί σειρά ετών, η απόσταση κάποιων μηνών μεταξύ των εκδηλώσεων της συμπράξεως είναι αμελητέα. Το γεγονός ότι οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο λόγω του ταυτόσημου σκοπού τους έχει αντιθέτως αποφασιστική σημασία (αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 260, και Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 483).

142    Μένει έτσι να εξακριβωθεί, τέταρτον, υπό το φως των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι προσφεύγουσες, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρατεθείσας στη σκέψη 128 ανωτέρω νομολογίας.

143    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι μια επιχείρηση μπορούσε να θεωρηθεί ως υπαίτια συνολικής συμπράξεως έστω και αν αποδεδειγμένα δεν μετέσχε ευθέως παρά σε ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που τη συνέθεταν, εφόσον, αφενός, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπαιγνία στην οποία μετείχε, ειδικότερα μέσω τακτικών συναντήσεων που οργανώνονταν επί σειρά ετών, αποτελούσε μέρος συνολικού σχεδίου με στόχο τη στρέβλωση της φυσιολογικής λειτουργίας του ανταγωνισμού και, αφετέρου, ότι το συνολικό αυτό σχέδιο θα κάλυπτε όλα τα στοιχεία που συνέθεταν τη σύμπραξη (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑48/00, Corus UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2325, σκέψη 176, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου BST κατά Επιτροπής, σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 32).

144    Έτσι, η απλή ταυτότητα σκοπού μεταξύ μιας συμφωνίας στην οποία μετέσχε η επιχείρηση και μιας συνολικής συμπράξεως δεν αρκεί ώστε να καταλογιστεί στην ως άνω επιχείρηση συμμετοχή στην συνολική σύμπραξη. Ειδικότερα, μόνον αν η επιχείρηση, όταν μετείχε στη συμφωνία αυτή, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι, πράττοντάς το, εντασσόταν στη συνολική σύμπραξη θα μπορούσε η συμμετοχή της στην εν λόγω συμφωνία να αποτελέσει την έκφραση της προσχωρήσεώς της στην συνολική αυτή σύμπραξη (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑28/99, Sigma Tecnologie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1845, σκέψη 45 και Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψη 209).

145    Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε και ούτε καν ισχυρίστηκε, ότι η Barlo γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι μετέχοντας σε σύμπραξη όσον αφορά τα στερεά φύλλα από PMMA, εντασσόταν σε συνολική σύμπραξη που αφορούσε και τα τρία προϊόντα από PMMA.

146    Απεναντίας, όπως ορθώς τονίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δέχθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι «η Barlo δεν είχε γνώση ή ενδέχετο να μην είχε λάβει οπωσδήποτε γνώση του συνολικού σχεδίου των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμφωνιών» (αιτιολογική σκέψη 335 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

147    Ομοίως, η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι η Barlo είχε γνώση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων συμπεριφοράς τις οποίες είχαν κατά νου ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο. Αντιθέτως, ισχυρίζεται στο υπόμνημα αντικρούσεως ότι η Barlo ήταν ενήμερη για τις ενέργειες των ανταγωνιστών της προς επίτευξη αυτού του ενιαίου σκοπού «τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα στερεά φύλλα από PMMA».

148    Η άποψη την οποία υποστηρίζει η Επιτροπή βασίζεται ειδικότερα μόνο στον εκτίμηση ότι η παράβαση για την οποία η Barlo ενδέχεται να «είχε την υποκειμενική αντίληψη» ότι κάλυπτε μόνο τα στερεά φύλλα από PMMA στην πραγματικότητα αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα μιας ευρύτερης ενιαίας παραβάσεως η οποία αφορούσε και τα τρία προϊόντα από PMMA.. Από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 128, 143 και 144 ανωτέρω προκύπτει όμως σαφώς ότι η υποκειμενική αντίληψη της παραβάσεως αποτελεί κρίσιμο στοιχείο υπό το πρίσμα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, ειδικότερα, ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνον εφόσον υπάρχει σύμπτωση βουλήσεων των ενδιαφερομένων (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2010, T‑18/05, IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

149    Επιπλέον, τονίζεται ότι το γεγονός και μόνον ότι η Barlo γνώριζε και επεδίωκε τους θίγοντες τον ανταγωνισμό σκοπούς στον τομέα των στερεών φύλλων από PMMA δεν επέτρεπε να συναχθεί ότι είχε γνώση του ενιαίου σκοπού που επιδιωκόταν από την ενιαία σύμπραξη στον τομέα των μεθακρυλικών ενώσεων. Ειδικότερα, όπως έχει κριθεί, η έννοια του ενιαίου σκοπού δεν μπορεί να προσδιοριστεί μέσω γενικής αναφοράς στη στρέβλωση του ανταγωνισμού σε συγκεκριμένο τομέα, εφόσον το γεγονός ότι επηρεάζεται ο ανταγωνισμός συνιστά, είτε ως σκοπός είτε ως αποτέλεσμα, αναπόσπαστο στοιχείο κάθε συμπεριφοράς η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας του ενιαίου σκοπού θα ενείχε τον κίνδυνο να στερήσει την έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως από μέρος της σημασίας της, διότι θα είχε ως συνέπεια ότι πολλές σχετικές με κάποιον οικονομικό τομέα συμπεριφορές που απαγορεύονται από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ θα έπρεπε συστηματικά να θεωρούνται ως συστατικά στοιχεία ενιαίας παραβάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου BASF και UCB κατά Επιτροπής, σκέψη 127 ανωτέρω, σκέψη 180, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑446/05, Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 92).

150    Ειδικότερα, η άποψη της Επιτροπής θα καθιστούσε δυνατό να καταλογιστεί σε μια επιχείρηση ενιαία παράβαση για τον λόγο και μόνο ότι θα διαπιστώνονταν αντικειμενικοί σύνδεσμοι μεταξύ της εν λόγω παραβάσεως και της συμφωνίας στην οποία μετέσχε η ως άνω επιχείρηση, όπως το ότι ενέπιπταν στον ίδιο οικονομικό τομέα, χωρίς καν να αποδεικνύεται ότι η επιχείρηση γνώριζε την ύπαρξη μιας τέτοιας ενιαίας παραβάσεως ή μπορούσε ευλόγως να την προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο.

151    Διαπιστώνεται επομένως ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η συμμετοχή της Barlo στην παράβαση που αφορούσε τα στερεά φύλλα από PMMA επαγόταν, ως εκ της ιδιαίτερης συμπεριφοράς της, ευθύνη των προσφευγουσών για το σύνολο της ενιαίας παραβάσεως και ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι ως εκ τούτου βάσιμο.

152    Κατά συνέπεια, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέτρο που διαπιστώνει ότι οι προσφεύγουσες παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ μετέχοντας σε σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών οι οποίες αφορούσαν όχι μόνο τα στερεά φύλλα από PMMA, αλλά και τις ενώσεις για χύτευση από PMMA και τα είδη υγιεινής από PMMA.

153    Όσον αφορά την ενδεχόμενη επίδραση της διαπιστώσεως αυτής στο ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες, αυτή θα εξετασθεί κατωτέρω, στο πλαίσιο της αναλύσεως του δευτέρου σκέλους του δεύτερου λόγου, που αντλείται από εσφαλμένη αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της συμμετοχής της Barlo σε διαρκή παράβαση

154    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι είχαν υποπέσει σε διαρκή παράβαση. Τονίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην παρουσία της Barlo σε πέντε συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν εντός χρονικού διαστήματος δύο και πλέον ετών, οπότε αποκλείεται πρακτικά οποιαδήποτε μορφή διαρκούς συμμετοχής στη σύμπραξη. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι, εφόσον δεν ληφθεί υπόψη η υποτιθέμενη συνάντηση στη Βαρκελώνη τον Μάιο ή τον Ιούνιο του 1999, την πραγματοποίηση της οποίας αμφισβητούν, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε τέσσερις συναντήσεις εκ των οποίων οι δύο πρώτες θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 1998 ενώ οι άλλες δύο έλαβαν χώρα το 2000, οπότε μεταξύ των συναντήσεων αυτών μεσολάβησε διάστημα 20 μηνών.

155    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διάρκεια της παραβάσεως αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιάς της δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το βάρος αποδείξεως του οποίου φέρει, κυρίως, η Επιτροπή. Όπως επιτάσσει η νομολογία, όταν δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν άμεσα τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή στηρίζεται, τουλάχιστον, σε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιάλειπτα μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2009, T‑450/05, Peugeot και Peugeot Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑2533, σκέψη 220 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

156    Εξάλλου, έχει κριθεί ότι το γεγονός ότι το καρτέλ καθεαυτό λειτούργησε αδιαλείπτως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ένας ή περισσότεροι από τους μετέχοντες σ’ αυτό να διέκοψαν τη συμμετοχή τους για ορισμένο διάστημα (απόφαση IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 83).

157    Επιπλέον, όσον αφορά την άποψη της Επιτροπής ότι ο διαρκής χαρακτήρας της παραβάσεως πρέπει να εξετάζεται λαμβάνοντας υπόψη τη μη αποστασιοποίηση από τη σύμπραξη και τη μη επανέναρξη μιας πραγματικά αυτόνομης πολιτικής, και όχι απλώς τη μη συμμετοχή στις δραστηριότητες της συμπράξεως για σύντομο χρονικό διάστημα, η άποψη αυτή ευσταθεί μόνον στην περίπτωση που η Επιτροπή έχει ανταποκριθεί στο βάρος αποδείξεως που φέρει, προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιαλείπτως μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών (βλ. απόφαση IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, το να γίνει δεκτή η άποψη της Επιτροπής χωρίς να υπάρχουν τέτοια αποδεικτικά στοιχεία θα συνεπαγόταν μετακύλιση του βάρους αποδείξεως όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως στις προσφεύγουσες, κατά παραβίαση των αρχών που υπενθυμίστηκαν στις σκέψεις 43 και 155 ανωτέρω.

158    Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθεί αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή προσκόμισε, όπως υποστηρίζει, αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους.

159    Συναφώς, επισημαίνεται ακόμη ότι, μολονότι το διάστημα μεταξύ δύο εκδηλώσεων μιας παραβατικής συμπεριφοράς αποτελεί κρίσιμο κριτήριο προκειμένου να εξακριβωθεί ο διαρκής χαρακτήρας της παραβάσεως, γεγονός παραμένει ότι το ζήτημα αν το εν λόγω διάστημα είναι αρκούντως μακρό ώστε να αποτελεί διακοπή της παραβάσεως δεν μπορεί να εξετάζεται αφηρημένα. Απεναντίας, πρέπει να εκτιμάται στο πλαίσιο της λειτουργίας της επίμαχης συμπράξεως (απόφαση IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 89), περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, των ειδικών όρων συμμετοχής της οικείας επιχειρήσεως στη σύμπραξη.

160    Λαμβανομένης υπόψη της εκτιμήσεως του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου, διαπιστώνεται ότι οι αιτιάσεις της Επιτροπής που διατυπώνονται εις βάρος των προσφευγουσών στηρίζονται στην παρουσία της Barlo στις εξής τέσσερις συναντήσεις: τη συνάντηση του Απριλίου του 1998 στο Dernbach (αιτιολογική σκέψη 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τη συνάντηση της 29ης Ιουνίου 1998 στο Darmstadt (αιτιολογική σκέψη 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τη συνάντηση της 24ης Φεβρουαρίου 2000 στη Χαϊδελβέργη (αιτιολογική σκέψη 167 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και τη συνάντηση της 21ης Αυγούστου 2000 στο Deidesheim (αιτιολογική σκέψη 168 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

161    Κατά πρώτον, διαπιστώνεται ότι μεταξύ της συναντήσεως του Dernbach και της συναντήσεως του Darmstadt, αφενός, και της συναντήσεως της Χαϊδελβέργης και της συναντήσεως του Deidesheim, αφετέρου, μεσολάβησαν μόνο μερικοί μήνες. Τα διαλείμματα αυτά που εντοπίζονται στο πλαίσιο της λειτουργίας της συμπράξεως δεν είναι τόσο μακρά ώστε να διαπιστώνεται διακοπή της συμμετοχής της Barlo στη σύμπραξη. Οι προσφεύγουσες δεν ισχυρίζονται άλλωστε το αντίθετο.

162    Πρέπει επομένως να καθοριστεί, κατά δεύτερον, αν η Επιτροπή απέδειξε τη διαρκή συμμετοχή της Barlo στη σύμπραξη μεταξύ της συναντήσεως της 29ης Ιουνίου 1998 στο Darmstadt (αιτιολογική σκέψη 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και της συναντήσεως της 24ης Φεβρουαρίου 2000 στη Χαϊδελβέργη (αιτιολογική σκέψη 167 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

163    Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι από την αιτιολογική σκέψη 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά τη συνάντηση της 29ης Ιουνίου 1998 στο Darmstadt, οι μετέχοντες συμφώνησαν για αύξηση τιμών τον Οκτώβριο του 1998. Έστω και αν στην ως άνω αιτιολογική σκέψη αναφέρεται ότι η Barlo δεν δημιούργησε την εντύπωση ότι επρόκειτο να μεταβάλει την τιμολογιακή της πολιτική, στη δε αιτιολογική σκέψη 157 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Barlo δεν μνημονεύεται μεταξύ των επιχειρήσεων που συνήψαν πράγματι συμφωνία κατά τη συνάντηση της 29ης Ιουνίου 1998 στο Darmstadt, εντούτοις μπορούσε να αξιοποιήσει τις πληροφορίες σχετικά με την αύξηση τιμών που είχε προβλεφθεί για τον Οκτώβριο του 1998 και να προσαρμόσει αναλόγως την εμπορική συμπεριφορά της. Διαπιστώνεται επομένως ότι η Barlo μετείχε στη σύμπραξη κατά τρόπο διαρκή μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 1998.

164    Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κάνει λόγο για δέκα συναντήσεις όσον αφορά τα στερεά φύλλα από PMMA κατά το διάστημα αυτό, οι οποίες έλαβαν χώρα μετά τη συνάντηση του Darmstadt και με αρκετή κανονικότητα τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 1999 (ήτοι για τις συναντήσεις της 18ης Αυγούστου, της 11ης Σεπτεμβρίου και της 10ης Δεκεμβρίου 1998, τις συναντήσεις της 20ής Ιανουαρίου, της 4ης και της 19ης Μαρτίου και της 5ης Μαΐου 1999, τις συναντήσεις του Μαΐου ή του Ιουνίου του 1999, καθώς και δύο πρόσθετες συναντήσεις στην Ιταλία το 1999, χωρίς ακριβή ημερομηνία· αιτιολογικές σκέψεις 157 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, στις συναντήσεις αυτές οι μετασχόντες συμφώνησαν για αυξήσεις τιμών και για τη μετακύλιση του κόστους υπηρεσιών στους πελάτες και αντήλλαξαν πληροφορίες για την αγορά. Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 166 της προσβαλλομένης αποφάσεως κάνει λόγο για αύξηση τιμών που προαναγγέλθηκε την 1η Νοεμβρίου 1999 και τέθηκε σε εφαρμογή τον Ιανουάριο του 2000 (αιτιολογική σκέψη 166 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

165    Από τα ανωτέρω προκύπτει, αφενός, ότι η περίοδος κατά την οποία δεν υπήρξαν επαφές ή εκδηλώσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως εκ μέρους της Barlo διήρκεσε σχεδόν δεκαέξι μήνες (μεταξύ του τέλους Οκτωβρίου του 1998 και της 24ης Φεβρουαρίου 2000) και, αφετέρου, ότι η περίοδος αυτή υπερέβη κατά πολύ τα διαστήματα ανά τα οποία οι επιχειρήσεις μέλη του καρτέλ εκδήλωναν τη βούλησή τους να περιορίσουν τον ανταγωνισμό. Διαπιστώνεται επομένως ότι για την περίοδο αυτή δεν αποδείχθηκε η διαρκής συμμετοχή της Barlo στη σύμπραξη.

166    Επιπλέον, έστω και αν, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η συμμετοχή της Barlo στη σύμπραξη περιορίστηκε, εν πάση περιπτώσει, σε «σποραδική» συμμετοχή «στις συναντήσεις» η οποία συνίστατο μόνο στην «ενημέρωσή της για θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες ή πρακτικές που είχαν συνομολογηθεί για τα στερεά φύλλα από PMMA» (αιτιολογική σκέψη 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τούτο δεν αναιρεί τη διαπίστωση περί διακοπής της συμμετοχής της στην παράβαση κατά την προαναφερθείσα περίοδο. Ειδικότερα, εφόσον δεν αποδεικνύεται καμία θίγουσα τον ανταγωνισμό επαφή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Barlo ήταν δυνατό να έχει ενημερωθεί για τις συμφωνίες που είχαν καταρτισθεί κατά την περίοδο εκείνη.

167    Η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει συνεπώς να ακυρωθεί κατά το μέτρο που κρίνει ότι οι προσφεύγουσες ευθύνονται για συμμετοχή στο καρτέλ μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 1998 και 23ης Φεβρουαρίου 2000. Η ενδεχόμενη επίδραση του συμπεράσματος αυτού στην επιμέτρηση του προστίμου θα εξετασθεί κατωτέρω.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, των κατευθυντηρίων γραμμών και της αρχής της αναλογικότητας

168    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι διαπιστώνεται η ενοχή τους για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε δεν είναι σύμφωνο προς τους κανόνες του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και των κατευθυντηρίων γραμμών και αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας.

 Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της διάρκειας της προβαλλομένης παραβάσεως

169    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η διάρκεια της συμμετοχής τους στην παράβαση, που καθορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση σε δύο έτη και τρεις μήνες, είναι εσφαλμένη, διότι η Επιτροπή κακώς εξέλαβε τις ημερομηνίες της 30ής Απριλίου 1998 και της 21ης Αυγούστου 2000, αντιστοίχως, ως ημερομηνία ενάρξεως και ημερομηνία τερματισμού της συμμετοχής τους στην παράβαση και ιδίως διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει αρκετές αποδείξεις προς τεκμηρίωση της εκτιμήσεως ότι κατά το διάστημα αυτό η παράβαση ήταν συνεχής και αδιάλειπτη.

170    Συναφώς, κατά πρώτον, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες οι επικρίσεις των προσφευγουσών όσον αφορά τις ημερομηνίες που δέχθηκε η Επιτροπή σχετικά με την έναρξη και το τέλος της συμμετοχής τους στην παράβαση.

171    Αφενός, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η συμμετοχή της Barlo στη αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συνάντηση του Απριλίου του 1998 στο Dernbach αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμο. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν μπόρεσε να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία της συναντήσεως αυτής δεν ασκεί επιρροή στο ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες, εφόσον έγινε δεκτή η ευνοϊκότερη για τις ίδιες ημερομηνία (30 Απριλίου 1998).

172    Αφετέρου, όσον αφορά την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η συμμετοχή των προσφευγουσών στην παράβαση (21 Αυγούστου 2000), από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι κατά την ημερομηνία εκείνη η Barlo μετέσχε σε αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό συνάντηση από την οποία δεν έλαβε αποστάσεις. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το επιχείρημα που αντλείται από το ότι η Barlo δεν είχε συγκατατεθεί στις αυξήσεις τιμών, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν ασκεί επιρροή. Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε παράνομη συμπεριφορά της Barlo κατόπιν της συναντήσεως αυτής.

173    Κατά δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι έχει κριθεί, στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου, ότι η συμμετοχή των προσφευγουσών στη σύμπραξη μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 1998 και 23ης Φεβρουαρίου 2000 δεν αποδείχθηκε και ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που η Επιτροπή δέχθηκε ευθύνη τους για την περίοδο εκείνη. Κατά συνέπεια, πρέπει επίσης να κριθεί ότι κακώς η Επιτροπή έλαβε υπόψη την ως άνω περίοδο για να καθορίσει τη διάρκεια της συμμετοχής τους στην παράβαση στο πλαίσιο της επιμετρήσεως του προστίμου.

174    Πρέπει να απορριφθεί η άποψη της Επιτροπής ότι η διακοπή της συμμετοχής στη σύμπραξη θα οδηγούσε σε δύο πρόστιμα, το άθροισμα των οποίων θα ήταν μάλιστα υψηλότερο. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, οι προσφεύγουσες μετείχαν σε μία και μοναδική παράβαση, έστω και αν διεκόπη η συμμετοχή τους. Συνεπώς, η επιμέτρηση του προστίμου πρέπει να γίνει με βάση ιδίως τη σοβαρότητα της ως άνω παραβάσεως και όχι δύο χωριστών παραβάσεων. Εξάλλου, η σοβαρότητα της παραβάσεως, η οποία εκτιμάται ιδίως σε συνάρτηση με τη φύση της και τη γεωγραφική της έκταση, παραμένει αμετάβλητη, παρά τη διακοπή της συμμετοχής των προσφευγουσών σε αυτήν.

175    Πρέπει επομένως, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου, να γίνει νέα επιμέτρηση του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας της πραγματικής συμμετοχής τους στην παράβαση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψεις 96, 97 και 190).

176    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η διάρκεια της ως άνω συμμετοχής στην παράβαση ανέρχεται σε 11 μήνες και 28 ημέρες. Συνεπώς, κατά τη μεθοδολογία της επιμετρήσεως του προστίμου η οποία εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές και εφαρμόσθηκε από την Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, μια τέτοια συμμετοχή αποτελεί παράβαση σύντομης διάρκειας, για την οποία δεν προβλέπεται καταρχήν προσαύξηση του προστίμου (σημείο 1 B των κατευθυντηρίων γραμμών). Εντούτοις, η τελευταία αυτή διάταξη δεν θέτει κανόνα δημοσίας τάξεως και, εν πάση περιπτώσει, δεν δεσμεύει το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του.

177    Δεδομένων όμως των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και ιδίως του ότι η διάρκεια που αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη υπολογίζεται αναγκαστικά κατά προσέγγιση, εφόσον η ημερομηνία της 30ής Οκτωβρίου 1998 λαμβάνεται υπόψη ως τέλος της πρώτης περιόδου συμμετοχής των προσφευγουσών στη σύμπραξη, και δεδομένου ότι η συμμετοχή αυτή επαναλήφθηκε στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι προσαύξηση κατά 10 % του αρχικού ποσού του προστίμου αντικατοπτρίζει δεόντως τη διάρκεια της ως άνω συμμετοχής στην παράβαση.

178    Κατά συνέπεια, πρέπει να μειωθεί το ύψος του προστίμου, με αντικατάσταση της προσαυξήσεως του αρχικού ποσού κατά 20 % που εφάρμοσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 353 της προσβαλλομένης αποφάσεως με προσαύξηση κατά 10 %, και να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως κατά τα λοιπά.

 Επί του δευτέρου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη αξιολόγηση της σοβαρότητας της προβαλλομένης παραβάσεως

179    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου περί του καθορισμού της σοβαρότητας της παραβάσεως, πρέπει να προσδιοριστεί η ατομική ευθύνη των οικείων επιχειρήσεων και η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής της καθεμιάς τους. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση είτε δεν πραγματοποίησε τέτοιο ατομικό έλεγχο ή πραγματοποίησε τον έλεγχο αυτό κατά τρόπο εσφαλμένο. Κατά συνέπεια, είναι αδικαιολόγητο το αρχικό ποσό του προστίμου (15 εκατομμύρια ευρώ).

180    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι, στην περίπτωση που μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, πρέπει να εξετάζεται η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής καθεμιάς απ’ αυτές (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 153 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον υπάρχουν, ως προς τις επιχειρήσεις αυτές, επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 190).

181    Το συμπέρασμα αυτό συνιστά τη λογική συνέπεια της αρχής της προσωποπαγούς των ποινών και κυρώσεων, δυνάμει της οποίας μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις σε μια επιχείρηση μόνο για τις πράξεις που της προσάπτονται ατομικώς, αρχή η οποία είναι εφαρμοστέα σε κάθε διοικητική διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεως δυνάμει των κανόνων ανταγωνισμού της Ενώσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψη 261).

182    Σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εκτιθέμενη σε αυτές μέθοδος για την επιμέτρηση του προστίμου ακολουθεί ένα σύστημα το οποίο στηρίζεται στον προσδιορισμό ενός βασικού ποσού, συναρτώμενου προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, επί του οποίου εφαρμόζονται προσαυξήσεις, εάν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, και μειώσεις, εάν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις.

183    Έτσι, από τη νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, που χρησιμεύει για τον καθορισμό του γενικού αρχικού ποσού του προστίμου, και της εκτιμήσεως της σχετικής βαρύτητας της συμμετοχής στην παράβαση εκάστης των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η οποία πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο της ενδεχόμενης εφαρμογής επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων (απόφαση Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 180 ανωτέρω, σκέψη 100· βλ. επίσης, επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑220/00, Cheil Jedang κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2473, σκέψη 189, και της 30ής Απριλίου 2009, T‑18/03, CD-Contact Data κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1021, σκέψη 95).

184    Ειδικότερα, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα σημεία 2 και 3 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπουν διαβάθμιση του βασικού ποσού του προστίμου ανάλογα με ορισμένες επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, που αφορούν κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση χωριστά. Ειδικότερα, το σημείο 3 των κατευθυντηρίων γραμμών περιέχει, υπό τον τίτλο «Ελαφρυντικές περιστάσεις», μη εξαντλητικό κατάλογο των περιστάσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση του βασικού ποσού του προστίμου. Έτσι, γίνεται αναφορά στον παθητικό ρόλο επιχειρήσεως, στη μη ουσιαστική εφαρμογή των συμφωνιών, στην παύση των παραβάσεων ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής, στο ότι η επιχείρηση αμφέβαλε δικαιολογημένα σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της πρακτικής που ακολουθούσε, στο ότι η παράβαση διαπράχθηκε από αμέλεια, καθώς και στην ουσιαστική συνεργασία της επιχειρήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας, πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

185    Αντιστρόφως, στο πλαίσιο του καθορισμού του αρχικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εκτιμήσει τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς ειδικά μιας επιχειρήσεως. Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, τα αποτελέσματα που πρέπει να λαμβάνει υπόψη για να καθορίσει το γενικό επίπεδο των προστίμων δεν είναι εκείνα που απορρέουν από την πραγματική συμπεριφορά που υποστηρίζει ότι επέδειξε μία επιχείρηση, αλλά εκείνα του συνόλου της παραβάσεως στην οποία μετέσχε (αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 152, και της 12ης Νοεμβρίου 2009, C‑554/08 P, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 21 και 24).

186    Εν προκειμένω, κατά πρώτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή, κατ’ ουσίαν, ότι δεν εξέτασε τη συμπεριφορά τους στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως. Ειδικότερα, τονίζουν ότι, χαρακτηρίζοντας την παράβαση ως «πολύ σοβαρή» στις αιτιολογικές σκέψεις 319 έως 331 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επικεντρώθηκε στη σύμπραξη αυτή καθεαυτή, χωρίς να σταθεί στην ατομική συμπεριφορά των διαφόρων ανταγωνιστών, και ειδικότερα της Barlo. Κατά τις προσφεύγουσες όμως, η παραβατική συμπεριφορά της Barlo δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «πολύ σοβαρή», ιδίως βάσει των κύριων χαρακτηριστικών της παραβάσεως που εξετάσθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 320 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

187    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, στο πλαίσιο της εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών, τέτοια στοιχεία σχετικά με την ιδιαίτερη συμπεριφορά μιας επιχειρήσεως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, όταν απαιτείται, κατά το στάδιο της εκτιμήσεως των επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων (σημεία 2 και 3 των κατευθυντηρίων γραμμών), προκειμένου να διαβαθμιστεί το ύψος του βασικού ποσού του προστίμου που καθορίζεται ιδίως σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως στην οποία μετέσχε η επιχείρηση. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι η Επιτροπή όφειλε, κατά το στάδιο αυτό της επιμετρήσεως του προστίμου, να εξετάσει ειδικώς την ατομική συμπεριφορά των προσφευγουσών.

188    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν πραγματικά καθαυτή τη σοβαρότητα της παραβάσεως, όπως προσδιορίστηκε από την Επιτροπή. Ειδικότερα, έστω και αν υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε καθόλου το μέγεθος της οικείας γεωγραφικής αγοράς, δεν προβάλλουν κανένα στοιχείο για να αμφισβητήσουν το βάσιμο του συμπεράσματος της Επιτροπής ότι η ως άνω αγορά εκτεινόταν σε ολόκληρο το έδαφος του ΕΟΧ.

189    Εν πάση περιπτώσει, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, από τις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι οι οριζόντιες συμπράξεις περί τιμών ή περί κατανομής των αγορών μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πολύ σοβαρές παραβάσεις βάσει της φύσεώς τους και μόνο, χωρίς να υποχρεούται η Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη συγκεκριμένου αντίκτυπου της παραβάσεως στην αγορά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 75, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 103). Ειδικότερα, οι συμπράξεις αυτές είναι ορθό να επισύρουν, λόγω της ιδιάζουσας φύσεώς τους, τα αυστηρότερα πρόστιμα. Ο ενδεχόμενος συγκεκριμένος αντίκτυπός τους στην αγορά, ειδικότερα δε το ερώτημα σε ποιο μέτρο ο περιορισμός του ανταγωνισμού κατέληξε σε αγοραία τιμή υψηλότερη από εκείνη που θα είχε επικρατήσει σε περίπτωση που δεν υπήρχε η σύμπραξη, δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαΐου 2009, T‑127/04, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1167, σκέψη 64). Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι η συμπεριφορά τους δεν είχε αντίκτυπο στην αγορά εν πάση περιπτώσει δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής».

190    Διαπιστώνεται επομένως ότι η Επιτροπή βασίμως κατέληξε στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 331 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη σύμπραξη αποτελούσε «πολύ σοβαρή» παράβαση με βάση τη φύση της και μόνο και το γεγονός ότι εκτεινόταν στο σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ.

191    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 332 έως 336 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο πλαίσιο «διαφοροποιημένης μεταχειρίσεως», που την οδήγησε στο να τους χορηγήσει μείωση του προστίμου κατά 25 %.

192    Αφενός, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το ύψος του προστίμου, πριν την εφαρμογή της μειώσεως κατά 25 %, δεν αντανακλά διαφοροποιημένη μεταχείριση, διότι είναι το αποτέλεσμα της εφαρμογής του ίδιου «μαθηματικού τύπου» σε όλες τις οικείες επιχειρήσεις. Κατά τις προσφεύγουσες, για τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή εφάρμοσε ποσοστό περίπου 30 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν στον ΕΟΧ οι οικείες επιχειρήσεις επί των προϊόντων από PMMA (αιτιολογική σκέψη 334 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

193    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το έκτο εδάφιο του σημείου 1 A των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει δυνατότητα διαφοροποιήσεως των αρχικών ποσών που πρέπει να εφαρμοσθούν στις επιχειρήσεις οι οποίες εμπλέκονται στην ίδια παράβαση «προκειμένου να ληφθεί υπόψη το ειδικό βάρος κάθε επιχείρησης και, κατ’ επέκταση, ο πραγματικός αντίκτυπος της παράνομης συμπεριφοράς της για τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα αν υφίστανται σημαντικές διαφορές ως προς το μέγεθος μεταξύ επιχειρήσεων που διαπράττουν το ίδιο είδος παράβασης». Κατ’ αυτόν τον τρόπο ενήργησε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 332 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως. Έκρινε ότι «η κλίμακα των προστίμων που μπορούν να επιβληθούν επ[έτρεπε] τη διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των επιχειρήσεων έτσι ώστε να ληφθεί υπόψη η πραγματική οικονομική ικανότητα των παραβατών να πλήξουν σε σημαντικό βαθμό τον ανταγωνισμό» και ότι «τούτο ενδείκν[υτο] σε περίπτωση υπάρξεως, όπως εν προκειμένω, μεγάλων διαφορών ως προς τους κύκλους εργασιών που πραγματοποιήθηκαν με τα υποκείμενα σε καρτέλ προϊόντα των επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση» (αιτιολογική σκέψη 332 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επισημαίνεται ακόμη ότι, έστω και αν από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τον «μαθηματικό τύπο» τον οποίο επικαλούνται οι προσφεύγουσες, εντούτοις συνάγεται από αυτήν σαφώς ότι, προκειμένου να καθορίσει το αρχικό ποσό του προστίμου, η Επιτροπή εφάρμοσε το αυτό κριτήριο σε όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, ήτοι το κριτήριο της «σχετικής βαρύτητας στον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε από την πώληση προϊόντων από PMMA για τα οποία μετείχαν στη σύμπραξη» (αιτιολογική σκέψη 333 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

194    Εντούτοις, αυτός ο τρόπος ενέργειας δεν είναι κατακριτέος. Απεναντίας, επέτρεψε να ληφθούν υπόψη, χωρίς να εισάγονται διακρίσεις, αντικειμενικές διαφορές που υφίσταντο μεταξύ των μετεχόντων στη σύμπραξη υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι της επιμετρήσεως των προστίμων λαμβανομένης υπόψη της πραγματικής οικονομικής ικανότητας των παραβατών να βλάψουν τον ανταγωνισμό. Κατά το μέτρο που από την αντιμετώπιση αυτή προέκυψαν διαφορετικά αρχικά ποσά, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή ασφαλώς εφάρμοσε μια πραγματικά «διαφοροποιημένη μεταχείριση», κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών.

195    Εξάλλου, πρέπει να τονισθεί ότι το επιλεγέν από την Επιτροπή κριτήριο λαμβάνει υπόψη επίσης το γεγονός ότι η άμεση συμμετοχή των προσφευγουσών στη σύμπραξη αποδείχθηκε μόνο σε σχέση με τα στερεά φύλλα από PMMA. Ειδικότερα, η Επιτροπή δήλωσε σαφώς ότι «[ό]σον αφορά την Barlo, [η συμμετοχή στη σύμπραξη αφορούσε] μόνο τα στερεά φύλλα από PMMA» (αιτιολογική σκέψη 333 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και έλαβε έτσι υπόψη τον κύκλο εργασιών στο επίπεδο του ΕΟΧ το 2000 που πραγματοποιήθηκε όσον αφορά το προϊόν αυτό. Όπως όμως προκύπτει από τη δικογραφία, οι προσφεύγουσες δραστηριοποιούνταν επίσης στον τομέα των ενώσεων για χύτευση από PMMA. Κατά συνέπεια, το βάσιμο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ. ιδίως σκέψη 152 ανωτέρω) δεν θίγει την εκτίμηση της Επιτροπής ως προς το σημείο αυτό.

196    Αφετέρου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η μείωση του προστίμου κατά 25 %, που εφαρμόζεται στην αιτιολογική σκέψη 335 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς και είναι ανεπαρκής. Κατά τις προσφεύγουσες, στο πλαίσιο της ως άνω μειώσεως έπρεπε να ληφθεί υπόψη το ότι δεν ευθύνονταν για ολόκληρη τη σύμπραξη, και όχι μόνο το ότι δεν είχαν σχετική γνώση, ενώ ταυτοχρόνως θεωρήθηκαν υπεύθυνες για το σύνολο της ενιαίας παραβάσεως. Θεωρούν, κατά συνέπεια, ότι μείωση η οποία θα αντικατόπτριζε την κατανομή του MMA μεταξύ των διαφόρων επίμαχων κατηγοριών προϊόντων θα ήταν «το απόλυτα στοιχειώδες». Υπενθυμίζουν ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ως άνω κατανομή ήταν η ακόλουθη: 49 % για τα στερεά φύλλα, 36 % για τις ενώσεις για χύτευση από PMMA και 15 % για τα είδη υγιεινής.

197    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ορθώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι δεν ευθύνονταν για ολόκληρη τη σύμπραξη, όπως προκύπτει από την εξέταση του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου, έπρεπε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του καθορισμού του αρχικού ποσού του προστίμου.

198    Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, σε αντίθεση με τις άλλες αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις προσφεύγουσες μπορούσε να καταλογισθεί μόνο ένα σκέλος της συμπράξεως, ήτοι το σχετικό με τα στερεά φύλλα από PMMA. Έτσι, η παράβαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού ήταν αναγκαστικά λιγότερο σοβαρή από την καταλογιζόμενη στους παραβάτες που μετείχαν σε όλα τα σκέλη της παραβάσεως, οι οποίοι είχαν σημαντικότερη συμβολή στην αποτελεσματικότητα και στη σοβαρότητα της συμπράξεως αυτής απ’ ό,τι παραβάτιδα επιχείρηση η οποία εμπλεκόταν αποκλειστικώς και μόνο σε ένα σκέλος της ως άνω συμπράξεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψεις 162 και 164).

199    Ουδέποτε όμως μπορεί να επιβληθεί σε επιχείρηση πρόστιμο του οποίου το ποσό υπολογίζεται με γνώμονα τη συμμετοχή σε σύμπραξη για την οποία δεν έχει κριθεί υπεύθυνη (αποφάσεις Sigma Tecnologie κατά Επιτροπής, σκέψη 144 ανωτέρω, σκέψεις 79 έως 82, και IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 157).

200    Στο πλαίσιο της εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών, η εκτίμηση αυτή πρέπει οπωσδήποτε να πραγματοποιείται στο στάδιο του καθορισμού του συγκεκριμένου αρχικού ποσού, δεδομένου ότι η συνεκτίμηση ελαφρυντικών περιστάσεων καθιστά δυνατή μόνον τη διαβάθμιση του βασικού ποσού του προστίμου με γνώμονα τους όρους συμμετοχής του παραβάτη στη σύμπραξη. Ο παραβάτης όμως που δεν κρίνεται υπεύθυνος για ορισμένα σκέλη της συμπράξεως αυτής δεν μπορεί να είχε μετάσχει στην εφαρμογή των εν λόγω σκελών της συμπράξεως (απόφαση IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 148 ανωτέρω, σκέψη 164).

201    Διαπιστώνεται όμως ότι, εν προκειμένω, έστω και αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη σε ό,τι αφορά τον καθορισμό της ευθύνης των προσφευγουσών για τη σύμπραξη, εντούτοις προέβη σε ορθή επιμέτρηση του προστίμου, σύμφωνα με τις αρχές που εκτέθηκαν ανωτέρω.

202    Αφενός, όπως προκύπτει από τα προαναφερθέντα (βλ. σκέψη 195 ανωτέρω), το στάδιο της επιμετρήσεως του προστίμου που συνίσταται στην κατάταξη των οικείων επιχειρήσεων σε διάφορες κατηγορίες, αναλόγως της σχετικής βαρύτητάς τους στον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε από την πώληση προϊόντων από PMMA για τα οποία μετείχαν στη σύμπραξη, δεν θίγεται από την πλάνη κατά τον καθορισμό της ευθύνης για την παράβαση.

203    Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι από τον κύκλο εργασιών που λαμβάνεται υπόψη έπρεπε να εξαιρεθεί ο κύκλος εργασιών της Quinn Plastics, SA, εφόσον, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παραιτήθηκε από όλες τις αιτιάσεις κατά της εταιρίας αυτής, αρκεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την εκτίμηση της Επιτροπής ότι το γεγονός ότι η εταιρία αυτή δεν είναι αποδέκτρια της προσβαλλομένης αποφάσεως ουδόλως μεταβάλλει τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε όσον αφορά τα στερεά φύλλα από PMMA ο οποίος αποδίδεται στην επιχείρηση Barlo, που περιλαμβάνει και την αποδέκτρια της αποφάσεως μητρική εταιρία, ήτοι την Quinn Barlo, η οποία κατείχε το 100 % της Quinn Plastics, SA κατά τον χρόνο της παραβάσεως.

204    Αφετέρου, στην αιτιολογική σκέψη 335 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή χορήγησε στις προσφεύγουσες ιδιαίτερη μείωση κατά 25 % του αρχικού ποσού του προστίμου με το σκεπτικό ότι «δεν [ήταν] σαφές κατά πόσον η Barlo [είχε] λάβει μέρος σε επαφές με χαρακτήρα συμπαιγνίας όσον αφορά τις ενώσεις για χύτευση ή τα είδη υγιεινής από PMMA» και ότι, κατά συνέπεια, «φαιν[όταν] ότι η Barlo δεν είχε γνώση ή ενδέχετο να μην είχε λάβει οπωσδήποτε γνώση του συνολικού σχεδίου των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμφωνιών».

205    Ασφαλώς, η ως άνω μείωση δεν θεμελιώνεται στο ότι οι προσφεύγουσες δεν ευθύνονταν για τα σκέλη της συμπράξεως που αφορούσαν τις ενώσεις για χύτευση από PMMA ή τα είδη υγιεινής από PMMA, αλλά μόνο στο ότι δεν εμπλέκονταν άμεσα στα ως άνω σκέλη ή ότι δεν είχαν γνώση αυτών.

206    Εντούτοις, η ως άνω εκτίμηση δεν είναι ικανή από μόνη της να θέσει υπό αμφισβήτηση τη χορηγηθείσα μείωση, εφόσον η Επιτροπή δικαίως χορήγησε μείωση του προστίμου επί του θεμελίου αυτού.

207    Μένει λοιπόν να εξακριβωθεί αν η εν λόγω μείωση, καθώς και το προκύψαν εξ αυτής συγκεκριμένο αρχικό ποσό (15 εκατομμύρια ευρώ) αντικατοπτρίζουν αρκούντως τη σοβαρότητα της παραβάσεως που διέπραξαν οι προσφεύγουσες, λαμβανομένης υπόψη, κατά την εκτίμησή της, της μερικής ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 152 ανωτέρω).

208    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, έστω και αν η λόγω παράβαση αφορούσε μόνον ένα από τα τρία επίμαχα προϊόντα, εντούτοις εξακολουθούσε να αποτελεί παράβαση εκ φύσεως πολύ σοβαρή (βλ. σκέψη 189 ανωτέρω), που επιπλέον αφορούσε το σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η ενιαία παράβαση, συνολικώς εξεταζόμενη, αποτελούσε ακόμη πιο κατάφωρη παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού δεν σημαίνει ότι η παράβαση των προσφευγουσών δεν είναι, αυτή καθεαυτή, «πολύ σοβαρή» (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑448/05, Oxley Threads κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 37).

209    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα των προσφευγουσών κατά τα οποία δεν αποδείχθηκε ότι είχαν λάβει μέρος στις κύριες δραστηριότητες που χαρακτήριζαν τη σύμπραξη, οι οποίες εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 320 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, λαμβανομένων υπόψη των όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 180 έως 187 ανωτέρω, κρίσιμο κατά το στάδιο του καθορισμού του αρχικού ποσού του προστίμου δεν ήταν το ζήτημα της ιδιαίτερης συμπεριφοράς των προσφευγουσών, αλλά των χαρακτηριστικών της παραβάσεως στην οποία είχαν μετάσχει. Αφενός όμως, οι προσφεύγουσες δεν ισχυρίζονται ότι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμπράξεως που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 320 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ισχύουν για την επίδικη παράβαση κατά το μέτρο που αφορούσε μόνο τα στερεά φύλλα από PMMA. Αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν έλαβαν άμεσα μέρος σε όλα τα είδη συμπεριφορών που έθιγαν τον ανταγωνισμό τα οποία αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 320 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι μετείχαν στις συναντήσεις για τα στερεά φύλλα από PMMA, κατά τη διάρκεια των οποίων συνήφθησαν μεταξύ άλλων συμφωνίες για τις τιμές, έγιναν συζητήσεις για τις τιμές και αντηλλάγησαν πληροφορίες όσον αφορά την αγορά (βλ. σκέψεις 60 έως 78 ανωτέρω), και ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο έλαβαν γνώση των εν λόγω συμπεριφορών που έθιγαν τον ανταγωνισμό, περιλαμβανομένων εκείνων στις οποίες δεν μετείχαν άμεσα, ή είχαν λογικά τη δυνατότητα να προβλέψουν τις συμπεριφορές αυτές (βλ. σκέψη 128 ανωτέρω).

210    Διαπιστώνεται επομένως ότι η παράβαση που διέπραξαν οι προσφεύγουσες πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «πολύ σοβαρή» κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών. Υπενθυμίζεται όμως ότι σε αυτές προβλέπεται καταρχήν το ποσό των 20 εκατομμυρίων ευρώ ως ελάχιστο αρχικό ποσό για τέτοιες παραβάσεις.

211    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, κατ’ ουσίαν, το αρχικό ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε θα έπρεπε να αντανακλά τη σημασία των στερεών φύλλων από PMMA σε σχέση με το σύνολο των προϊόντων από PMMA που αποτέλεσαν αντικείμενο της ενιαίας παραβάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της αναλογικότητας σημαίνει ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει το πρόστιμο κατ’ αναλογίαν προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως και ότι οφείλει συναφώς να εφαρμόζει τα εν λόγω στοιχεία κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο (βλ. απόφαση BST κατά Επιτροπής, σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

212    Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη νομολογία, το μέγεθος της οικείας αγοράς δεν αποτελεί, κατ’ αρχήν, υποχρεωτικό στοιχείο, αλλά ένα μόνον από τα κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και την επιμέτρηση του προστίμου (απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 189 ανωτέρω, σκέψη 55). Ομοίως, κατά τη μεθοδολογία η οποία εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές, δεν πρόκειται για στοιχείο αποφασιστικής σημασίας στο πλαίσιο του καθορισμού του αρχικού ποσού του προστίμου (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαΐου 2009, T‑116/04, Wieland-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1087, σκέψεις 62 έως 64).

213    Εξ αυτού συνάγεται ότι η μείωση του αρχικού ποσού του προστίμου στην οποία είχαν αξίωση οι προσφεύγουσες για τον λόγο ότι μετείχαν στη σύμπραξη μόνον όσον αφορά τα στερεά φύλλα από PMMA δεν έπρεπε να αντικατοπτρίζει αναλογικά τη σπουδαιότητα του προϊόντος αυτού σε σύγκριση με το σύνολο των προϊόντων από PMMA που αποτέλεσαν αντικείμενο της ενιαίας παραβάσεως. Απεναντίας, μια τέτοια μείωση δεν θα ήταν σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας που υπενθυμίζεται στη σκέψη 211 ανωτέρω, εφόσον δεν θα είχε λάβει επαρκώς υπόψη το γεγονός ότι, όπως και οι λοιπές αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες είχαν μετάσχει σε εκ φύσεως πολύ σοβαρή σύμπραξη η οποία αφορούσε το σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ.

214    Επισημαίνεται άλλωστε ότι η αίτηση των προσφευγουσών με αντικείμενο, κατ’ ουσίαν, τη μείωση κατά 51 % του αρχικού ποσού του προστίμου, αντί της μειώσεως κατά 25 % την οποία χορήγησε η Επιτροπή (βλ. σκέψη 196 ανωτέρω) δεν στηρίζεται στους κύκλους εργασιών που πραγματοποιήθηκαν από τις πωλήσεις καθενός εκ των επίμαχων τριών προϊόντων από PMMA, αλλά στην κατανομή της πρώτης ύλης (MMA) μεταξύ των τριών αυτών προϊόντων, χωρίς οι προσφεύγουσες να εξηγούν για ποιο λόγο το κριτήριο αυτό είναι λυσιτελές για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως που διέπραξαν. Όσον αφορά όμως το ζήτημα ποιο μερίδιο του κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται από τις πωλήσεις και των τριών επίμαχων προϊόντων από PMMA στο επίπεδο του ΕΟΧ το 2000 μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στα στερεά φύλλα από PMMA, από τα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή σε απάντηση του αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η πλειοψηφία των οικείων επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων των προσφευγουσών, υπολόγισαν το μερίδιο αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία περίπου στο 60 %, αν όχι περισσότερο, ενώ μόνο μια επιχείρηση το υπολόγισε περίπου στο 50 %.

215    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι η μείωση κατά 25 % του αρχικού ποσού του προστίμου των προσφευγουσών, που χορηγήθηκε με την αιτιολογική σκέψη 335 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αντικατοπτρίζει δεόντως τη σοβαρότητα της παραβάσεως στην οποία μετείχαν. Εξ αυτού συνάγεται, αφενός, ότι, παρά την πλάνη στην οποία υπέπεσε κατά τον καθορισμό της ευθύνης των προσφευγουσών για τη σύμπραξη (βλ. σκέψη 152 ανωτέρω), η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου τους και, αφετέρου, ότι το ποσό αυτό δεν πρέπει να μειωθεί περαιτέρω, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου.

216    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων

217    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η εκτίμηση στην οποία προβαίνει η προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις δεν είναι αρκούντως αιτιολογημένη και αντιβαίνει στις κατευθυντήριες γραμμές, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας.

–       Επί του παθητικού και ήσσονος σημασίας ρόλου κατά την τέλεση της παραβάσεως

218    Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η εκτίμηση της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τη μείωση κατά 50 % λόγω παθητικού και ήσσονος σημασίας ρόλου αιτιολογείται εσφαλμένα, καθόσον η εν λόγω αιτιολογική σκέψη περιέχει ανακριβείς και αναπόδεικτες διαπιστώσεις. Κατά συνέπεια, η ως άνω μείωση είναι ανεπαρκής.

219    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, εκ προοιμίου, ότι κατά πάγια νομολογία, όταν η Επιτροπή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό να διευκρινίσει, τηρουμένης της Συνθήκης, τα κριτήρια που σκοπεί να εφαρμόσει στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας της εκτιμήσεως, προκύπτει αυτοδέσμευση της ως άνω εξουσίας καθόσον στην Επιτροπή εναπόκειται να συμμορφωθεί προς τους ενδεικτικούς κανόνες με τους οποίους αυτοδεσμεύθηκε (βλ. απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2008, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 180 ανωτέρω, σκέψη 192 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

220    Πάντως, η αυτοδέσμευση της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής λόγω της θεσπίσεως των κατευθυντηρίων γραμμών δεν είναι ασυμβίβαστη με το γεγονός ότι διατηρεί σημαντικό περιθώριο εκτιμήσεως. Ειδικότερα, οι κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν διάφορα στοιχεία ευελιξίας τα οποία παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1/2003, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου Wieland-Werke κατά Επιτροπής, σκέψη 212 ανωτέρω, σκέψη 31, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑161/05, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑3555, σκέψη 129).

221    Έτσι, ελλείψει δεσμευτικών στοιχείων στις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις που δύνανται να ληφθούν υπόψη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή έχει διατηρήσει ορισμένο περιθώριο για τη συνολική εκτίμηση του ύψους μιας ενδεχόμενης μειώσεως των προστίμων λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων.

222    Όσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση που αφορά το ότι η επιχείρηση είχε αποκλειστικά παθητικό ρόλο ή απλώς ακολουθούσε τους υπολοίπους στην τέλεση της παραβάσεως, η οποία προβλέπεται στο σημείο 3, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή ανέφερε στην αιτιολογική σκέψη 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως τα εξής:

«[…] Από τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 137 και 223 προκύπτει σαφώς ότι η συμμετοχή της Barlo στη σύμπραξη δεν μπορεί να συγκριθεί προς εκείνη της πλειοψηφίας των άλλων επιχειρήσεων. Δεν φαίνεται να υπάρχουν πολλά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η Barlo μετείχε ενεργά στην κατάρτιση τυχόν συμφωνιών ή πρακτικών που έθιγαν τον ανταγωνισμό. Οι αποδεδειγμένες θίγουσες τον ανταγωνισμό επαφές δείχνουν μάλλον ότι η Barlo παρευρισκόταν σποραδικά στις συναντήσεις, οι οποίες περιορίζονταν στην ενημέρωση της επιχειρήσεως για τις θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες ή πρακτικές που είχαν συνομολογηθεί όσον αφορά τα στερεά φύλλα από PMMA. Φαίνεται επίσης ότι η Barlo δεν μετείχε σε μεγάλο αριθμό πολυμερών συναντήσεων υψηλής σημασίας κατά τις οποίες καθορίστηκαν οι κύριες πτυχές των συμφωνιών για τις τιμές και των πρακτικών που έθιγαν τον ανταγωνισμό.»

223    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι προσφεύγουσες είχαν «παθητικό και ήσσονος σημασίας ρόλο» και τους χορήγησε μείωση κατά 50 % του προστίμου που θα τους είχε επιβληθεί διαφορετικά (αιτιολογική σκέψη 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

224    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, κατά τη νομολογία, ο παθητικός ρόλος σημαίνει ότι η οικεία επιχείρηση υιοθετεί «χαμηλό προφίλ», δηλαδή δεν συμμετέχει ενεργά στην κατάρτιση της συμφωνίας ή των συμφωνιών οι οποίες θίγουν τον ανταγωνισμό. Μεταξύ των στοιχείων από τα οποία μπορεί να προκύψει ο παθητικός ρόλος μιας επιχειρήσεως εντός της συμπράξεως μπορούν να ληφθούν υπόψη ο αισθητά σποραδικότερος χαρακτήρας των συμμετοχών της στις συσκέψεις σε σχέση με τα τακτικά μέλη της συμπράξεως, καθώς και η μεταγενέστερη είσοδός της στην αγορά που αποτέλεσε το αντικείμενο της παραβάσεως, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής της σ’ αυτήν, ή ακόμη η ύπαρξη ρητών σχετικών δηλώσεων εκπροσώπων τρίτων επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑456/05 και T‑457/05, Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 184 και 185 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

225    Διαπιστώνεται επομένως ότι ορθώς εκτίμησε η Επιτροπή την ελαφρυντική περίσταση σχετικά με τον παθητικό ρόλο που είχαν εν προκειμένω οι προσφεύγουσες. Ειδικότερα, ανέφερε, κατ’ ουσίαν, ότι η συμμετοχή των προσφευγουσών στη σύμπραξη δεν μπορούσε να συγκριθεί προς εκείνη της πλειοψηφίας των άλλων επιχειρήσεων, εφόσον οι αποδεδειγμένες θίγουσες τον ανταγωνισμό επαφές έδειχναν μάλλον ότι η Barlo είχε παρευρεθεί σποραδικά στις συναντήσεις, οι οποίες περιορίζονταν στην ενημέρωση της επιχειρήσεως για τις θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες ή πρακτικές που είχαν συνομολογηθεί όσον αφορά τα στερεά φύλλα από PMMA.

226    Εξάλλου, από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη μόνο τα πραγματικά περιστατικά που αναλύθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου. Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ιδίως ότι η αιτιολογική σκέψη 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπέμπει ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 137 αυτής, κατά την οποία, «[σ]την απάντησή [τους] στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, [οι προσφεύγουσες] αρν[ούνται] την παρουσία του [B.] στην πλειοψηφία των συναντήσεων στις οποίες θεωρείται ότι παρέστη», ενώ «επιβεβαιώνουν την παρουσία του [B.] σε τέσσερις συναντήσεις». Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι διαπιστώσεις ότι «δεν φαίνεται να υπάρχουν πολλά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η Barlo μετείχε ενεργά στην κατάρτιση τυχόν συμφωνιών ή πρακτικών που έθιγαν τον ανταγωνισμό» ή ότι «φαίνεται επίσης ότι η Barlo δεν μετείχε σε μεγάλο αριθμό πολυμερών συναντήσεων υψηλής σημασίας» δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι καταλογίζουν στις προσφεύγουσες ενεργό συμμετοχή στην κατάρτιση των συμφωνιών ή πρακτικών που έθιγαν τον ανταγωνισμό ή συμμετοχή σε πολυμερείς συναντήσεις υψηλής σημασίας. Επομένως, οι σχετικές επικρίσεις των προσφευγουσών είναι αλυσιτελείς.

227    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες περιορίζονται να αμφισβητήσουν το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να εκθέτουν τον λόγο για τον οποίο τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως δικαιολογούν ακόμη μεγαλύτερη μείωση λόγω της ελαφρυντικής περιστάσεως που εξετάσθηκε.

228    Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της μη εφαρμογής στην πράξη των παράνομων συμφωνιών ή πρακτικών

229    Οι προσφεύγουσες θεωρούν εσφαλμένους τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή δεν δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το επιχείρημά τους που αντλείτο από ότι η μη εφαρμογή στην πράξη των παράνομων συμφωνιών ή πρακτικών αποτελούσε ελαφρυντική περίσταση (αιτιολογική σκέψη 381 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

230    Στην αιτιολογική σκέψη 381 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε τα ακόλουθα:

«Ενώ δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η Barlo απέφευγε συστηματικά να εφαρμόσει τις συμφωνίες για τις τιμές ή να μετακυλίσει το κόστος των συμπληρωματικών υπηρεσιών στους πελάτες, είναι αντιθέτως φανερό ότι μπορούσε να αξιοποιήσει τις πληροφορίες που αντηλλάγησαν σχετικά με την αγορά και να τροποποιήσει αναλόγως την εμπορική συμπεριφορά της (διευκολύνοντας ενδεχομένως την αύξηση μεριδίων αγοράς). Επιπλέον, η Barlo δεν απείχε ρητώς, όσον αφορά τις λοιπές επιχειρήσεις, από το να επιδιώξει τους κοινούς σκοπούς τους οποίους πρότειναν και αποφάσιζαν όλες οι επιχειρήσεις (ανεξαρτήτως του αν οι σκοποί αυτοί ενίοτε δεν αποκαλύπτονταν παρά μόνο απροσδόκητα κατά τη διάρκεια μιας συναντήσεως). Η Επιτροπή απορρίπτει συνεπώς το επιχείρημα της Barlo ότι η εκ μέρους της μη εφαρμογή στην πράξη των παράνομων συμφωνιών ή πρακτικών αποτελεί ελαφρυντική περίσταση.»

231    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, για τη χορήγηση του ευεργετήματος της ελαφρυντικής περιστάσεως που αφορά τη μη ουσιαστική εφαρμογή των παράνομων συμφωνιών ή πρακτικών, το οποίο προβλέπεται στο σημείο 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι περιστάσεις που επικαλείται η οικεία επιχείρηση μπορούν να αποδείξουν ότι, κατά την περίοδο κατά την οποία συμμετείχε στις παράνομες συμφωνίες, δεν τις εφάρμοσε πραγματικά, αλλά υιοθέτησε ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά ή, τουλάχιστον, ότι παραβίασε σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της εν λόγω συμπράξεως, σε σημείο που να διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της συμπράξεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑26/02, Daiichi Pharmaceutical κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑713, σκέψη 113, και της 8ης Οκτωβρίου 2008, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 180 ανωτέρω, σκέψη 196).

232    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 381 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεμελίωσε την εκτίμησή της σε ορθά κριτήρια βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη.

233    Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να επικρίνουν την Επιτροπή για τον λόγο ότι έλαβε υπόψη το γεγονός ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι η Barlo απέφευγε συστηματικά να εφαρμόσει τις συμφωνίες για τις τιμές ή να μετακυλίσει το κόστος των συμπληρωματικών υπηρεσιών στους πελάτες, εφόσον επρόκειτο για προδήλως κρίσιμο στοιχείο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως. Εξάλλου, αντιθέτως προς τα όσα υπονοούν οι προσφεύγουσες, από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 381 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι το στοιχείο αυτό ήταν μόνο ένα από περισσότερα στοιχεία των οποίων η συνολική εκτίμηση οδήγησε την Επιτροπή στο να μη χορηγήσει το ωφέλημα της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως.

234    Τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν είναι όμως ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ως άνω συνολική εκτίμηση της Επιτροπής.

235    Κατά πρώτον, οι περιστάσεις τις οποίες επικαλέσθηκαν οι προσφεύγουσες δεν αρκούν για να αποδείξουν ότι η Barlo πράγματι απέφευγε να εφαρμόσει τις συμφωνίες για τις τιμές ή να μετακυλίσει το κόστος των συμπληρωματικών υπηρεσιών στους πελάτες.

236    Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες επικαλούνται απλώς, αφενός, τις δηλώσεις του B. ότι η Barlo δεν προέβη σε καμία ενέργεια κατόπιν των συναντήσεων στις οποίες παρίστατο και, αφετέρου, την άποψη της Atofina, στην οποία παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 326 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά τα λοιπά, δέχονται ρητώς ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχουν σαφή αποδεικτικά στοιχεία για την πολιτική τιμών όσον αφορά το διάστημα 1999-2000.

237    Επισημαίνεται όμως ότι η άποψη της Atofina αφορά αύξηση του μεριδίου αγοράς της Barlo για τα στερεά φύλλα από PMMA κατά το διάστημα από το 2000 έως το 2002. Δεδομένου ότι η περίοδος συμμετοχής της Barlo στην παράβαση εκτείνεται μεταξύ 30ής Απριλίου 1998 και 21ης Αυγούστου 2000, δεν πρόκειται για στοιχείο το οποίο αποδεικνύει τη μη εφαρμογή των συμφωνιών για τις τιμές, και μάλιστα τη συστηματική μη εφαρμογή τους. Όσον αφορά τις δηλώσεις του εκπροσώπου της Barlo, δεν μπορούν να θεωρηθούν αφεαυτών ως έχουσες επαρκή αποδεικτική αξία, εφόσον δεν υπάρχουν αντικειμενικά έγγραφα στοιχεία προς επίρρωσή τους.

238    Ομοίως, αυτό καθαυτό το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η Barlo εφάρμοσε τις συμφωνίες για τις τιμές δεν είναι καθοριστικό. Ειδικότερα, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, εφόσον δεν αποδεικνυόταν ότι η επιχείρηση εφάρμοσε τις παράνομες συμφωνίες ή πρακτικές, η Επιτροπή υποχρεούτο, για τον λόγο αυτό και μόνο, να χορηγήσει στις προσφεύγουσες μείωση προστίμου.

239    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η Barlo ήταν σε θέση να αξιοποιήσει τις πληροφορίες για την αγορά που αντηλλάγησαν κατά τη διάρκεια των συναντήσεων και να τροποποιήσει αναλόγως την εμπορική συμπεριφορά της. Υποστηρίζουν απλώς ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τον ισχυρισμό αυτόν. Κατά τη νομολογία που παρατίθεται όμως στη σκέψη 231 ανωτέρω, εναπόκειτο στις προσφεύγουσες να επικαλεσθούν τις περιστάσεις που είναι ικανές να δικαιολογήσουν την αναγνώριση της αιτούμενης ελαφρυντικής περιστάσεως και, ιδίως, εκείνες που αφορούν την τυχόν μη εφαρμογή του μέρους της παραβάσεως που είχε σχέση με την ανταλλαγή εμπορικώς σημαντικών και εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικών με τις αγορές και/ή τις οικείες επιχειρήσεις.

240    Κατά τρίτον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την εκτίμηση της Επιτροπής που περιλαμβάνεται στη δεύτερη περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 381 της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τον λόγο ότι κατά τις συναντήσεις στις οποίες παρίστατο η Barlo δεν ορίστηκε κάποιος κοινός σκοπός. Εντούτοις, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου, τούτο δεν αληθεύει.

241    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν υποστήριξαν ότι η Barlo είχε τουλάχιστον παραβεί σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της εν λόγω συμπράξεως, σε σημείο που να διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της συμπράξεως (βλ. σκέψη 231 ανωτέρω).

242    Εξ αυτού συνάγεται ότι οι επικρίσεις των προσφευγουσών σε ό,τι αφορά την εκτίμηση της Επιτροπής που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 381 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αβάσιμες.

243    Ως εκ περισσού, τονίζεται ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η άρνηση να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση που εξετάσθηκε δικαιολογείται και από την οικονομία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

244    Ειδικότερα, αφενός, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι, σε ορισμένες περιόδους, η σύμπραξη στο σύνολό της δεν ήταν πλήρως αποτελεσματική, δεδομένου ότι οι μετέχοντες, περιλαμβανομένης της Barlo, παρέκκλιναν από τις συμφωνίες που είχαν συναφθεί (βλ., παραδείγματος χάριν, αιτιολογική σκέψη 329 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εφόσον όμως τούτο αποτελούσε χαρακτηριστικό της λειτουργίας του καρτέλ αυτού καθεαυτού, μπορούσε να ληφθεί υπόψη όχι ως ελαφρυντική περίσταση, αλλά, το πολύ, στο πλαίσιο της αναλύσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως. Συναφώς, τονίζεται ότι, στο πλαίσιο του καθορισμού του αρχικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή εξέτασε επιχειρήματα που αφορούσαν την αναποτελεσματικότητα της συμπράξεως (αιτιολογικές σκέψεις 321 έως 329 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, στο πλαίσιο αυτό, ιδίως τη δήλωση της Atofina, την οποία επικαλέσθηκαν οι προσφεύγουσες (βλ. σκέψη 236 ανωτέρω). Μολονότι εκτίμησε ότι η παράβαση μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως πολύ σοβαρή, εντούτοις υποστήριξε ρητώς ότι δεν βασιζόταν «συγκεκριμένα σε ιδιαίτερο αντίκτυπο [της παραβάσεως στην αγορά]» (αιτιολογική σκέψη 321 της προσβαλλομένης αποφάσεως), στο πλαίσιο της επιμετρήσεως του προστίμου.

245    Αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η συμπεριφορά της Barlo στην αγορά διέφερε ουσιωδώς από εκείνη των άλλων επιχειρήσεων που ήταν αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν αναφέρεται στις κατευθυντήριες γραμμές ότι η Επιτροπή πρέπει πάντοτε να λαμβάνει υπόψη χωριστά καθεμία από τις ελαφρυντικές περιστάσεις που απαριθμούνται στο σημείο 3 των ως άνω κατευθυντηρίων γραμμών (απόφαση KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 189 ανωτέρω, σκέψη 114). Κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως ώστε να εκτιμά σφαιρικώς την έκταση της ενδεχόμενης μειώσεως των προστίμων, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ελαφρυντικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψεις 274 και 275, και T‑50/00, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2395, σκέψεις 325 και 326· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑30/05, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 204).

246    Λαμβανομένων όμως υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, τη σχετική βαρύτητα της συμμετοχής της Barlo στη σύμπραξη αντικατοπτρίζει καλύτερα η αναγνώριση του παθητικού και ήσσονος σημασίας ρόλου στην τέλεση της παραβάσεως, για τον λόγο ιδίως ότι η συμμετοχή της Barlo στη σύμπραξη δεν μπορούσε να συγκριθεί προς τη συμμετοχή της πλειοψηφίας των άλλων επιχειρήσεων (αιτιολογική σκέψη 373 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εν πάση περιπτώσει, τα στοιχεία που επικαλέσθηκαν οι προσφεύγουσες και τα οποία εξετάσθηκαν στις σκέψεις 236 έως 241 ανωτέρω δεν αρκούν ώστε να δικαιολογήσουν επιπλέον μείωση του βασικού ποσού του προστίμου πέραν εκείνης που χορήγησε η Επιτροπή λόγω του παθητικού ρόλου.

247    Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της πρώιμης διακοπής της παραβάσεως

248    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι η παράβαση που καταλογίζεται στην Barlo έληξε πολύ πριν τις πρώτες έρευνες της Επιτροπής. Θεωρούν ότι η απόρριψη της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως από την Επιτροπή αντιβαίνει προδήλως στις κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες προβλέπουν, ως ελαφρυντική περίσταση, «[τ]ην παύση των παραβάσεων ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής (π.χ. επιτόπιοι έλεγχοι)» και αντικρούουν την αιτιολογία που διατύπωσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 384 και 385 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

249    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η λήξη της συμμετοχής της Barlo στην παράβαση έχει προσδιοριστεί στις 21 Αυγούστου 2000. Δεν αμφισβητείται επομένως ότι η Barlo έπαυσε να μετέχει στην παράβαση πριν τις πρώτες ενέργειες στις οποίες προέβη η Επιτροπή εν προκειμένω, ήτοι τους επιτόπιους ελέγχους της 25ης και της 26ης Μαρτίου 2003 (αιτιολογική σκέψη 59 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

250    Εντούτοις, όσον αφορά την αίτηση να μειωθεί το πρόστιμο για τον λόγο αυτό, αρκεί η διαπίστωση ότι, κατά τη νομολογία, δεν μπορεί να αναγνωρισθεί ελαφρυντική περίσταση δυνάμει του σημείου 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών στην περίπτωση που η παράβαση έληξε πριν από τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής και ανεξαρτήτως αυτών (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 189 ανωτέρω, σκέψεις 105 και 106).

251    Εξάλλου, το γεγονός ότι η Barlo έθεσε αυτοβούλως τέρμα στην παράβαση πριν την έναρξη της έρευνας της Επιτροπής ελήφθη αρκούντως υπόψη κατά τον υπολογισμό της διάρκειας της παραβάσεως ως προς τις προσφεύγουσες, οπότε αυτές δεν δύνανται να επικαλεσθούν το σημείο 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, σκέψη 149 ανωτέρω, σκέψη 260, και της 19ης Μαΐου 2010, T‑21/05, Chalkor κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 152).

252    Κατά συνέπεια, οι επικρίσεις των προσφευγουσών όσον αφορά την εκτίμηση που διατυπώνει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 384 και 385 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αβάσιμες και η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της θεσπίσεως προγράμματος συμμορφώσεως προς τους κανόνες του ανταγωνισμού

253    Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι η πρώτη απόφαση περί εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού της Ενώσεως που εκδόθηκε εις βάρος του ομίλου Quinn. Αναφέρουν ότι, αφότου ο όμιλος πληροφορήθηκε την ύπαρξη της έρευνας, εφάρμοσε πρόγραμμα συμμορφώσεως προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, του οποίου όλες οι λεπτομέρειες γνωστοποιήθηκαν στην Επιτροπή. Υπό τις ιδιαίτερες αυτές περιστάσεις, δεν είναι βάσιμη η άρνηση συνεκτιμήσεως του προγράμματος αυτού ως ελαφρυντικής περιστάσεως.

254    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

255    Πρώτον, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι η πρώτη απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ενώσεως εις βάρος των προσφευγουσών δεν δικαιολογεί μείωση του βασικού ποσού του προστίμου. Το γεγονός αυτό, αντιθέτως, συνεκτιμήθηκε κατά το μέτρο που η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη υποτροπή ως επιβαρυντική περίσταση όσον αφορά τις προσφεύγουσες.

256    Δεύτερον, τονίζεται ότι η λήψη μέτρων για να παρεμποδιστεί η διάπραξη νέων παραβάσεων, έστω και αν είναι σημαντική, δεν αναιρεί το γεγονός ότι υφίσταται η διαπιστωθείσα παράβαση.

257    Τρίτον, έχει κριθεί ότι η απλή υιοθέτηση, εκ μέρους μιας επιχειρήσεως, προγράμματος συμμορφώσεως προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν μπορεί να συνιστά έγκυρη και βέβαιη εγγύηση της μελλοντικής σταθερής τηρήσεως των εν λόγω κανόνων από την επιχείρηση αυτή, οπότε ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν μπορεί να υποχρεώσει την Επιτροπή να μειώσει το πρόστιμο με την αιτιολογία ότι ο σκοπός της προλήψεως που επιδιώκεται από το ως άνω θεσμικό όργανο έχει ήδη, τουλάχιστον εν μέρει, επιτευχθεί (απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑897, σκέψη 361· βλ., επίσης, απόφαση BASF και UCB κατά Επιτροπής, σκέψη 127 ανωτέρω, σκέψη 52).

258    Για τους λόγους αυτούς, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της απουσίας οφέλους, επί της μη υπάρξεως ανάγκης αποτροπής και επί της αναλογικότητας

259    Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι τα πρόστιμα που προβλέπονται από το δίκαιο του ανταγωνισμού έχουν σκοπό, αφενός, να στερήσουν τους υπεύθυνους από το όφελος που άντλησαν από την παράβαση και, αφετέρου, να παραγάγουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα (αιτιολογική σκέψη 388 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εν προκειμένω, όμως, το πρόστιμο που επιβλήθηκε δεν τελεί σε αναλογία προς τους σκοπούς αυτούς εφόσον, αφενός, οι προσφεύγουσες δεν άντλησαν όφελος από την προβαλλόμενη παράβαση και, αφετέρου, ούτε η Barlo, ούτε ο όμιλος Quinn είχαν καταδικαστεί ποτέ για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

260    Καταρχάς, τονίζεται ότι οι περιστάσεις τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτιάσεως δεν προβλέπονται ρητώς ως ελαφρυντικές περιστάσεις στο σημείο 3 των κατευθυντηρίων γραμμών.

261    Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι ορθώς θεώρησε η Επιτροπή ότι τα στοιχεία αυτά δεν δικαιολογούσαν μείωση του προστίμου.

262    Αφενός, δεν αποδεικνύονται τα προβληθέντα περί απουσίας οφέλους. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες μάλλον αποδέχονται την πιθανότητα αποκομίσεως τέτοιου οφέλους, επιμένοντας ταυτοχρόνως ότι τούτο θα είχε αποβεί υπέρ των πρώην μετόχων της επιχειρήσεως, και όχι υπέρ των σημερινών μετόχων που πρέπει να φέρουν τις οικονομικές συνέπειες του προστίμου. Το επιχείρημα όμως αυτό, πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται, είναι και αλυσιτελές. Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι είναι οι νόμιμοι διάδοχοι της Barlo, ούτε το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να απευθυνθεί στις ίδιες, σε περίπτωση που διαπιστωνόταν η παράβαση (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω).

263    Εν πάση περιπτώσει, ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 388, in fine, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τυχόν απουσία οφέλους δεν θα μετέβαλλε τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παραβάσεως, όπως αυτή διαπιστώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση.

264    Αφετέρου, όσον αφορά το γεγονός ότι ούτε η Barlo ούτε ο όμιλος Quinn καταδικάστηκαν ποτέ για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ενώσεως, γίνεται παραπομπή στη σκέψη 255 ανωτέρω και διαπιστώνεται ότι η μη ύπαρξη υποτροπής δεν συνιστά αφεαυτής ελαφρυντική περίσταση.

265    Όσον αφορά τον μη αποδεικνυόμενο ισχυρισμό ότι, λόγω της κτήσεως της Barlo μέσω επιθετικής δημόσιας προσφοράς εξαγοράς, οι νυν μέτοχοι δεν ήταν σε θέση να προβούν σε ουσιαστικό έλεγχο και αγνοούσαν την πιθανή ύπαρξη της παραβάσεως, ούτε ο ισχυρισμός αυτός είναι ικανός να μειώσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως που διαπράχθηκε ή να επηρεάσει το ύψος του προστίμου, κατά το μέτρο που με αυτό επιδιώκεται σκοπός αποτροπής.

266    Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της ενεργού συνεργασίας στο πλαίσιο της διαδικασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

267    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι συνεργάστηκαν πλήρως με την Επιτροπή καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Η συνεργασία αυτή συνίστατο στο ότι επεδίωξαν να επιβεβαιώσουν τα πραγματικά στοιχεία τα οποία δεν είχαν άμεσα στη διάθεσή τους και ανέπτυξαν προς τούτο σημαντικές προσπάθειες. Κατά τις προσφεύγουσες, αβασίμως αρνήθηκε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση να λάβει υπόψη την παράμετρο αυτή ως ελαφρυντική περίσταση.

268    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο σημείο 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή προέβλεψε ελαφρυντική περίσταση η οποία αφορά την ουσιαστική συνεργασία της επιχειρήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας, πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

269    Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 392 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι είχε εξετάσει, δυνάμει της ως άνω διατάξεως, αν η συνεργασία κάποιας εκ των οικείων επιχειρήσεων της είχε επιτρέψει να διαπιστώσει με μικρότερη δυσχέρεια την ύπαρξη της παραβάσεως. Στην αιτιολογική σκέψη 393 της προσβαλλομένης αποφάσεως, θεώρησε ότι, δεδομένης της εκτάσεως και της πολύ μικρής αξίας της συνεργασίας τους και δεδομένου ότι, πέραν αυτής της περιορισμένης συνεργασίας, προέβησαν σε αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών, δεν υφίστατο άλλη περίσταση που να συνεπάγεται μείωση των προστίμων πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, η οποία, στις υποθέσεις μυστικών συμπράξεων, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να χορηγηθεί μόνο κατ’ εξαίρεση.

270    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι το σημείο 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών πρέπει, στην περίπτωση των μυστικών συμπράξεων, να εφαρμόζεται κατ’ εξαίρεση.

271    Ειδικότερα, η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας την ανακοίνωση περί συνεργασίας. Από την εν λόγω ανακοίνωση προκύπτει όμως σαφώς ότι θεσπίζει πλαίσιο ώστε να ανταμείβονται για τη συνεργασία τους στην έρευνα που διεξάγει η Επιτροπή οι επιχειρήσεις οι οποίες είναι ή υπήρξαν μέλη μυστικών συμπράξεων (καρτέλ) που δρουν στην Κοινότητα. Εξ αυτού συνάγεται ότι οι επιχειρήσεις δεν μπορούν, καταρχήν, να τύχουν μειώσεως του προστίμου λόγω της συνεργασίας τους παρά μόνον όταν πληρούν τις προϋποθέσεις της εν λόγω ανακοινώσεως.

272    Έτσι, έχει κριθεί, παραδείγματος χάριν, ότι η Επιτροπή μπορούσε να εφαρμόσει το σημείο 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών μόνο στην επιχείρηση που της παρέσχε πρώτη πληροφορίες οι οποίες της έδωσαν τη δυνατότητα να διευρύνει την έρευνά της και να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποδείξει παράβαση σοβαρότερη ή μεγαλύτερης διάρκειας (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2010, T‑11/05, Wieland-Werke κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 232· βλ. επίσης σκέψη 234).

273    Εν προκειμένω, αφενός, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν εκθέτουν κατά τρόπο επαρκώς εμπεριστατωμένο πώς και σε ποιο βαθμό η συνεργασία τους έδωσε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποδείξει τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά.

274    Αφετέρου, έστω και αν από την εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου προκύπτει ότι η επιβεβαίωση ορισμένων στοιχείων στην οποία προέβησαν οι προσφεύγουσες με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων βοήθησε την Επιτροπή να αποδείξει ότι η Barlo ενεχόταν σε διάφορες αντιβαίνουσες στον ανταγωνισμό συναντήσεις, εντούτοις τονίζεται ότι οι προσφεύγουσες εξακολουθούν να αμφισβητούν ακριβώς το ότι η εν λόγω απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων μπορούσε να αποδείξει την ευθύνη τους για τη σύμπραξη.

275    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν αποδεικνύεται ότι συντρέχουν περιστάσεις που να δικαιολογούν την αναγνώριση της αιτούμενης ελαφρυντικής περιστάσεως.

276    Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

277    Εν τέλει, κατά το μέτρο που ορισμένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου πρέπει να εκληφθούν υπό την έννοια ότι αναφέρονται στην παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά την επιμέτρηση του προστίμου και ιδίως τις χορηγηθείσες μειώσεις (βλ. σκέψεις 196, 217 και 218 ανωτέρω), τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέθεσε επαρκώς τα στοιχεία βάσει των οποίων εκτίμησε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως που διέπραξαν οι προσφεύγουσες, περιλαμβανομένων, στις αιτιολογικές σκέψεις 335 και 372 έως 374, των λόγων για τους οποίους αποφάσισε να τους χορηγήσει τις μειώσεις του προστίμου. Έτσι, τήρησε τον ουσιώδη τύπο που συνίσταται στην υποχρέωση αιτιολογήσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑248/98 P, KNP BT κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9641, σκέψη 42). Διαπιστώνεται ειδικότερα ότι δεν εναπόκειται στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της υποχρεώσεως αυτής, να παραθέτει στην απόφασή της τα αριθμητικά στοιχεία της επιμετρήσεως των προστίμων (βλ. απόφαση Microsoft κατά Επιτροπής, σκέψη 131 ανωτέρω, σκέψη 1361 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και ότι ως εκ τούτου δεν όφειλε να αιτιολογήσει περαιτέρω το ύψος των μειώσεων που χορήγησε.

 Συμπέρασμα

278    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, αφενός, κατά το μέτρο που κρίνει ότι οι προσφεύγουσες ευθύνονται για συμμετοχή στη σύμπραξη μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 1998 και 23ης Φεβρουαρίου 2000 και, αφετέρου, κατά το μέτρο που διαπιστώνει ότι οι προσφεύγουσες παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, μετέχοντας σε σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών οι οποίες αφορούσαν όχι μόνο τα στερεά φύλλα από PMMA, αλλά και τις ενώσεις για χύτευση από PMMA και τα είδη υγιεινής από PMMA. Τα αιτήματα ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν κατά τα λοιπά.

279    Ως προς την επιμέτρηση του προστίμου, από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι, αφενός, πρέπει να εφαρμοσθεί, αντί της προσαυξήσεως του αρχικού ποσού κατά 20 % την οποία εφάρμοσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 353 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προσαύξηση 10 % και, αφετέρου, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα περί μειώσεως του προστίμου κατά τα λοιπά.

280    Κατά συνέπεια, το πρόστιμο που επιβάλλεται στις προσφεύγουσες δυνάμει του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθορίζεται σε 8 250 000 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

281    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

282    Εν προκειμένω, τα αιτήματα των προσφευγουσών έγιναν μερικώς δεκτά, οπότε η Επιτροπή ηττήθηκε κατά το μέτρο που ζητούσε την πλήρη απόρριψη της προσφυγής. Εντούτοις, οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν κατά το μέτρο που ζητούσαν την ολική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέτρο που τις αφορά. Κατά δικαία εκτίμηση των επιδίκων περιστατικών αποφασίζεται επομένως ότι οι προσφεύγουσες θα φέρουν το 60 % των δικών τους δικαστικών εξόδων και το 60 % των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής, ενώ η Επιτροπή θα φέρει το 40 % των δικών της δικαστικών εξόδων και το 40 % των δικαστικών εξόδων των προσφευγουσών.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1 της αποφάσεως Ε(2006) 2098 τελικό της Επιτροπής, της 31ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/F/38.645 – Μεθακρυλικές ενώσεις), αφενός, κατά το μέτρο που διαπιστώνει ότι οι Quinn Barlo Ltd, Quinn Plastics NV και Quinn Plastics GmbH παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) μετέχοντας σε σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών οι οποίες αφορούσαν όχι μόνο τα στερεά φύλλα από πολυμεθακρυλικό μεθύλιο, αλλά και τις ενώσεις για χύτευση από πολυμεθακρυλικό μεθύλιο και τα είδη υγιεινής από πολυμεθακρυλικό μεθύλιο και, αφετέρου, κατά το μέτρο που κρίνει ότι οι ως άνω εταιρίες ευθύνονται για συμμετοχή στη σύμπραξη μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 1998 και 23ης Φεβρουαρίου 2000.

2)      Καθορίζει το πρόστιμο για την καταβολή του οποίου ευθύνονται εις ολόκληρον οι Quinn Barlo, Quinn Plastics NV και Quinn Plastics GmbH, δυνάμει του άρθρου 2 της αποφάσεως Ε(2006) 2098 τελικό, σε 8 250 000 ευρώ.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

4)      Οι Quinn Barlo, Quinn Plastics NV και Quinn Plastics GmbH φέρουν το 60 % των δικών τους δικαστικών εξόδων και το 60 % των δικαστικών εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

5)      Η Επιτροπή φέρει το 40 % των δικών της δικαστικών εξόδων και το 40 % των δικαστικών εξόδων της Quinn Barlo, της Quinn Plastics NV και της Quinn Plastics GmbH.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Νοεμβρίου 2011.

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των συναντήσεων και των άλλων επαφών ή συναλλαγών στις οποίες ενεχόταν η Barlo

– Επί των τεσσάρων συναντήσεων στις οποίες αναγνωρίζεται ότι παρέστη η Barlo

– Επί της αμφισβητούμενης συναντήσεως της Βαρκελώνης (Ισπανία) κατά τον Μάιο‑Ιούνιο του 1999 (αιτιολογική σκέψη 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

– Επί της απουσίας άλλων επαφών ή συναλλαγών στις οποίες να έχει μετάσχει η Barlo

– Συμπέρασμα για το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως

Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της συμμετοχής της Barlo σε «ενιαίο και κοινό επιζήμιο για τον ανταγωνισμό σχέδιο» το οποίο αφορούσε τρία προϊόντα από PMMA

Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της συμμετοχής της Barlo σε διαρκή παράβαση

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, των κατευθυντηρίων γραμμών και της αρχής της αναλογικότητας

Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της διάρκειας της προβαλλομένης παραβάσεως

Επί του δευτέρου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη αξιολόγηση της σοβαρότητας της προβαλλομένης παραβάσεως

Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων

– Επί του παθητικού και ήσσονος σημασίας ρόλου κατά την τέλεση της παραβάσεως

– Επί της μη εφαρμογής στην πράξη των παράνομων συμφωνιών ή πρακτικών

– Επί της πρώιμης διακοπής της παραβάσεως

– Επί της θεσπίσεως προγράμματος συμμορφώσεως προς τους κανόνες του ανταγωνισμού

– Επί της απουσίας οφέλους, επί της μη υπάρξεως ανάγκης αποτροπής και επί της αναλογικότητας

– Επί της ενεργού συνεργασίας στο πλαίσιο της διαδικασίας πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

Συμπέρασμα

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.