Language of document : ECLI:EU:C:2002:607

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 23ης Οκτωβρίου 2002(1)

«Απόσυρση εγγράφου»

Στην υπόθεση C-445/00,

Δημοκρατία της Αυστρίας, εκπροσωπούμενη από τον H. Dossi, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τους A. Lopes Sabino και G. Houttuin,

καθού,

υποστηριζομένου από

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον W.-D. Plessing, επικουρούμενο από τον J. Sedemund, Rechtsanwalt,

την Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον U. Leanza, επικουρούμενο από τον M. Fiorilli, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

και από

την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη, αρχικώς, από τις M. Wolfcarius και C. Schmidt και, στη συνέχεια, από την C. Schmidt και τον W. Wils, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνουσες,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 2012/2000 του Συμβουλίου, της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, για την τροποποίηση του παραρτήματος 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 9 της πράξης προσχώρησης του 1994 και του κανονισμού (ΕΚ) 3298/94 όσον αφορά το σύστημα των οικοσημείων για βαρέα φορτηγά οχήματα διερχόμενα από την Αυστρία (EE L 241, σ. 18),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, Πρόεδρο, J.-P. Puissochet, M. Wathelet και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, D. A. O. Edward, A. La Pergola, P. Jann, Β. Σκουρή, F. Macken, N. Colneric, S. von Bahr και J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: R. Grass

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Δεκεμβρίου 2000, η Δημοκρατία της Αυστρίας ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 2012/2000 του Συμβουλίου, της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, για την τροποποίηση του παραρτήματος 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 9 της πράξης προσχώρησης του 1994 και του κανονισμού (ΕΚ) 3298/94 όσον αφορά το σύστημα των οικοσημείων για βαρέα φορτηγά οχήματα διερχόμενα από την Αυστρία (EE L 241, σ. 18, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

2.
    Η Δημοκρατία της Αυστρίας επισήναψε, ως παράρτημα 3 του δικογράφου της προσφυγής, γνωμοδότηση σχετική με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, την οποία η νομική υπηρεσία της Επιτροπής είχε υποβάλει στον γενικό διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως «Ενέργεια και Μεταφορές» του ιδίου οργάνου στις 11 Απριλίου 2000 (στο εξής: νομική γνωμοδότηση της 11ης Απριλίου 2000).

3.
    Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Δεκεμβρίου 2000, η Δημοκρατία της Αυστρίας ζήτησε, δυνάμει των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ, την αναστολή εκτελέσεως του προσβαλλομένου κανονισμού και τη λήψη προσωρινών μέτρων.

4.
    Με διάταξη της 23ης Φεβρουαρίου 2001 (Συλλογή 2001, σ. Ι-1461), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε την αναστολή της εκτελέσεως του άρθρου 2, σημείο 1, του προσβαλλομένου κανονισμού μέχρις εκδόσεως της αποφάσεως επί της ουσίας, απέρριψε δε την αίτηση κατά τα λοιπά και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

5.
    Στις 8 Μαρτίου 2001, το Συμβούλιο απέστειλε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου το υπόμνημα αντικρούσεως επί της ουσίας.

6.
    Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 26ης Ιανουαρίου 2001, επιτράπηκε στην Επιτροπή να παρέμβει στη δίκη υπέρ του Συμβουλίου. Στις 10 Μα.ου 2001, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου το υπόμνημα παρεμβάσεως.

7.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και ζήτησε να μη χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως η νομική γνωμοδότηση της 11ης Απριλίου 2000. Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι γνωμοδοτήσεις που εκδίδει η νομική της υπηρεσία προορίζονται αποκλειστικά για εσωτερική χρήση και ότι η κυκλοφορία τους εκτός του οργάνου μπορεί να έχει επιζήμιες συνέπειες για την εύρυθμη λειτουργία των κοινοτικών οργάνων. Συγκεκριμένα, η κυκλοφορία αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει την ανταλλαγή απόψεων εντός της Επιτροπής, καθόσον οι υπηρεσίες της θα δίσταζαν να ζητήσουν γραπτή γνωμοδότηση από τη νομική υπηρεσία.

8.
    Με παρατηρήσεις που διαβίβασε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Ιουλίου 2002, το Συμβούλιο συντάχθηκε με τα επιχειρήματα αυτά της Επιτροπής.

9.
    Με παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Αυγούστου 2002, η Δημοκρατία της Αυστρίας υποστήριξε ότι επισύναψε στο δικόγραφο της προσφυγής της τη νομική γνωμοδότηση της 11ης Απριλίου 2000 διότι οι απόψεις τις οποίες διατυπώνει συναφώς η νομική υπηρεσία της Επιτροπής όχι μόνον ήταν γνωστές σε επίπεδο επιτροπής οικοσημείων, αλλά είχαν αποτελέσει μάλιστα και αντικείμενο συζητήσεων. Ενόψει των ανωτέρω, η Δημοκρατία της Αυστρίας δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι το έγγραφο αυτό είχε εμπιστευτικό χαρακτήρα.

10.
    Εξάλλου, η Δημοκρατία της Αυστρίας υποστηρίζει ότι η ένσταση της Επιτροπής στερείται αντικειμένου, καθόσον, κατά τη συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2001 στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δήλωσε ότι η νομική γνωμοδότηση της 11ης Απριλίου 2000 δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας.

11.
    Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η προφορική εντολή, που δόθηκε στους διαδίκους από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση επί των ασφαλιστικών μέτρων της 5ης Φεβρουαρίου 2001, να μην επανέλθουν επί της νομικής γνωμοδοτήσεως της 11ης Απριλίου 2000 αφορούσε μόνο τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Στο πλαίσιο της κύριας δίκης, είναι απαραίτητο να λάβει επισήμως θέση το Δικαστήριο επί της ενστάσεως της Επιτροπής.

12.
    Θα ήταν αντίθετο προς το δημόσιο συμφέρον, που επιβάλλει να μπορούν τα κοινοτικά όργανα να επωφελούνται από τις γνωμοδοτήσεις της νομικής τους υπηρεσίας, γνωμοδοτήσεις που παρέχονται με πλήρη ανεξαρτησία, να γίνει δεκτό ότι τέτοιου είδους εσωτερικά έγγραφα είναι δυνατόν να προσκομίζονται, στο πλαίσιο διαφοράς ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς η προσκόμιση να έχει επιτραπεί από το οικείο όργανο ή να έχει διαταχθεί από το Δικαστήριο.

13.
    Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι αυστριακές αρχές αναφέρουν απλώς ότι έλαβαν γνώση, σε επίπεδο της επιτροπής οικοσημείων, των απόψεων που διατυπώνει η νομική υπηρεσία της Επιτροπής, αλλά δεν ισχυρίζονται ότι η νομική γνωμοδότηση της 11ης Απριλίου 2000 τους κοινοποιήθηκε από την Επιτροπή στο πλαίσιο της εν λόγω επιτροπής οικοσημείων. Η Επιτροπή, από την πλευρά της, εμμένει στην άποψη ότι οι αυστριακές αρχές έχουν παρανόμως στην κατοχή τους τη γνωμοδότηση αυτή. Από τα ανωτέρω, θα πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή ούτε κοινοποίησε τη γνωμοδότηση στις αυστριακές αρχές ούτε επέτρεψε την κοινοποίησή της στις εν λόγω αρχές.

14.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της Επιτροπής και να αποσυρθεί από τη δικογραφία η νομική γνωμοδότηση της 11ης Απριλίου 2000.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

διατάσσει:

1)    Η γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 11ης Απριλίου 2000, την οποία επισύναψε ως παράρτημα 3 στο δικόγραφο της προσφυγής της η Δημοκρατία της Αυστρίας, αποσύρεται από τη δικογραφία.

2)    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 23 Οκτωβρίου 2002.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

R. Grass

G. C. Rodríguez Iglesias


1: Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.