Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 28 Φεβρουαρίου 2014 η European Medical Association Asbl (EMA) κατά της απόφασης που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) στις 11 Δεκεμβρίου 2013 στην υπόθεση T-116/11, European Medical Association κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-100/14 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: European Medical Association Asbl (EMA) (εκπρόσωποι: A. Franchi, L. Picciano, G. Gangemi, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση T-116/11, η οποία δημοσιεύθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2013, και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των αμοιβών των δικηγόρων.

Λόγοι αναίρεσης και κύρια επιχειρήματα

Η EMA υποβάλλει στο Δικαστήριο αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2013 στην υπόθεση T-116/11, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή-αγωγή που είχε ασκήσει η EMA, σύμφωνα με τα άρθρα 268, 272 και 340 ΣΛΕΕ, με αίτημα να της επιστραφούν οι δαπάνες του προσωπικού που απασχολούσε για τις συμβάσεις 507760 (σχέδιο Dicoems) και 507126 (σχέδιο Cocoon).

Προς στήριξη της αίτησης αναίρεσης η EMA προβάλλει τους εξής λόγους:

Πρώτος λόγος: Εσφαλμένη ερμηνεία των συμβατικών ρητρών και των κανόνων δικαίου και προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων.

Η EMA υποστηρίζει ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των συμβατικών ρητρών και των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου και σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δέχτηκε ότι ορθώς η Επιτροπή συνήγαγε ότι η EMA δεν επιβαρύνθηκε με τις δαπάνες που είχαν χρεωθεί και δεν είχαν ακόμη εξοφληθεί και ότι οι δαπάνες αυτές δεν είχαν καταχωρισθεί λογιστικώς από την EMA μέχρι κατά το χρονικό σημείο της έκδοσης του πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου κατ’ εφαρμογή των βελγικών λογιστικών κανόνων.

Δεύτερος λόγος: Προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και ελλιπείς αιτιολογίες.

Η EMA υποστηρίζει ότι ορισμένα κεφάλαια της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου ενέχουν σοβαρές διαδικαστικές πλημμέλειες, καθόσον η αιτιολόγησή τους είναι ανύπαρκτη, ανεπαρκής ή αντιφατική. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε πολλές παραλείψεις ή σε προφανή σφάλματα κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του. Από την απόφαση προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε επανειλημμένα να εκτιμήσει το ίδιο τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η EMA, καθόσον παρέλειψε ουσιαστικά να αποφανθεί επί των πορισμάτων που εξέθεσε η προσφεύγουσα και νυν αναιρεσείουσα με το δικόγραφο της προσφυγής και το υπόμνημα απάντησης. Σε πολλά σημεία το Γενικό Δικαστήριο έδειξε πλήρη εμπιστοσύνη στα πορίσματα της τελικής έκθεσης οικονομικού ελέγχου που συντάχθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής σχετικά με τις συμβάσεις Cocoon και Dicoems, μολονότι η EMA, με την προσφυγή της, αμφισβητούσε επί της ουσίας την εγκυρότητα αυτών ακριβώς των πορισμάτων.

Τρίτος λόγος: Εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής της καλής πίστης και της ειλικρινούς συνεργασίας κατά την εκτέλεση των συμβάσεων.

Η EMA υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε εσφαλμένα το βελγικό δίκαιο, όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της καλής πίστης και της ειλικρινούς συνεργασίας κατά την εκτέλεση των συμβάσεων. Κατά την εκτέλεση των σχεδίων Dicoems και Cocoon, η Επιτροπή παρέλειψε να εκπληρώσει τα καθήκοντα ελέγχου που της είχαν ανατεθεί με το άρθρο 11.3.4 των γενικών όρων των συμβάσεων, το οποίο αναφέρει ρητά την υποχρέωση της Επιτροπής να εποπτεύει την ορθή εκτέλεση του σχεδίου από επιστημονική, τεχνολογική και οικονομική άποψη. Κακώς το Γενικό Δικαστήριο δέχτηκε ότι η Επιτροπή δεν είχε παραβεί αυτό το καθήκον εποπτείας ούτε καμία συγκεκριμένη διάταξη της σύμβασης, με αποτέλεσμα να έχει το δικαίωμα να προβεί σε άμεση καταγγελία των δύο συμβάσεων που αφορούσαν τα σχέδια Dicoems και Cocoon, και κακώς απέρριψε επίσης το αίτημα της EMA για αποζημίωσή της λόγω συμβατικής ευθύνης.

Τέταρτος λόγος: Παραβίαση των αρχών του κοινοτικού δικαίου.

Η EMA ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε από πολλές απόψεις το κοινοτικό δίκαιο, προβαίνοντας συγκεκριμένα σε εσφαλμένη εφαρμογή των αρχών της αναλογικότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων, και ότι πρόσβαλε το δικαίωμα άμυνας της νυν αναιρεσείουσας.