Language of document : ECLI:EU:T:2011:114

Υπόθεση T-385/06

Aalberts Industries NV κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Τομέας των συνδέσμων σωληνώσεων από χαλκό και κράματα χαλκού – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Συμμετοχή στην παράβαση»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόδειξη

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Απόδειξη

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγορεύονται – Παραβάσεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που μπορούν να θεωρηθούν ως αποτελούσες μία και μόνη παράβαση – Έννοια

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Επιχειρήσεις στις οποίες μπορεί να καταλογιστεί παράβαση συνιστάμενη σε συμμετοχή σε συνολική σύμπραξη – Κριτήρια

Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών – Όριο προβλεπόμενο από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

1.      Όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να εξασφαλίσει ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διεπράχθη. Τυχόν αμφιβολία του δικαστή της Ένωσης είναι υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση. Συνεπώς, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να συμπεράνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου. Πάντως, κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται αναγκαστικά στα κριτήρια αυτά σε σχέση προς κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή.

Εξάλλου, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Επομένως, ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, όπως τα πρακτικά συσκέψεων, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Κατά συνέπεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 44-46)

2.      Οι δηλώσεις που γίνονται στο πλαίσιο της πολιτικής περί επιείκειας έχουν ιδιαίτερη σημασία. Οι δηλώσεις αυτές οι οποίες γίνονται στο όνομα επιχειρήσεων έχουν σημαντική αποδεικτική αξία, εφόσον ενέχουν σημαντικούς νομικούς και οικονομικούς κινδύνους. Εντούτοις, η δήλωση μιας επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη περί της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 47, 66)

3.      Η έννοια της ενιαίας παραβάσεως αναφέρεται σε μια κατάσταση στην οποία πολλές επιχειρήσεις μετείχαν σε παράβαση που συνίστατο σε διαρκή συμπεριφορά με ένα και μόνο οικονομικό σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού, αλλά και σε μεμονωμένες παραβάσεις που συνδέονται λόγω ταυτότητας αντικειμένου (ίδιος σκοπός του συνόλου των στοιχείων) και υποκειμένων (ταυτότητα των οικείων επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν συνείδηση της συμμετοχής τους στον κοινό σκοπό). Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της διαρκούς αυτής συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, αφ’ εαυτών και μεμονωμένως εξεταζόμενα, παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή νομιμοποιείται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση θεωρούμενη συνολικά. Προκειμένου να χαρακτηριστούν διάφορες ενέργειες ως ενιαία και αδιάλειπτη παράβαση, πρέπει να επαληθεύεται αν εμφανίζουν μεταξύ τους δεσμό συμπληρωματικότητας υπό την έννοια ότι κάθε μία από αυτές σκοπεί στην αντιμετώπιση μιας ή περισσοτέρων συνεπειών της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού και συντείνουν, μέσω της αλληλεπιδράσεώς τους, στην επέλευση του συνόλου των αντιθέτων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων τα οποία επιδίωξαν όσοι ενήργησαν στο πλαίσιο ενός σφαιρικού σχεδίου διώκοντος ενιαίο σκοπό. Συναφώς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι δυνάμενες να αποδείξουν ή να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον εν λόγω δεσμό περιστάσεις, όπως το χρονικό διάστημα εφαρμογής, το περιεχόμενο, περιλαμβανομένων των χρησιμοποιηθεισών μεθόδων και, συνακόλουθα, ο σκοπός των διαφόρων επιδίκων ενεργειών.

Όσον αφορά συμπεριφορές συνιστάμενες στην τακτική οργάνωση, επί σειρά ετών, διμερών και πολυμερών συναντήσεων μεταξύ ανταγωνιστών παραγωγών με αντικείμενο την καθιέρωση αθεμίτων πρακτικών που σκοπούν στην τεχνητή οργάνωση της λειτουργίας της αγοράς των συνδέσμων σωληνώσεων, ιδίως στο επίπεδο των τιμών, το γεγονός ότι, σε συνέχεια ελέγχων που πραγματοποίησε η Επιτροπή, ορισμένα χαρακτηριστικά ή η ένταση των πρακτικών αυτών μεταβλήθηκαν δεν είναι καθοριστικό, δεδομένου ότι ο σκοπός των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών παρέμεινε ο ίδιος, ήτοι ο συντονισμός όσον αφορά τις τιμές των συνδέσμων σωληνώσεων. Συναφώς, δεν αποκλείεται, μετά τους ελέγχους της Επιτροπής, η σύμπραξη να προσέλαβε λιγότερο οργανωμένη μορφή και να άσκησε δραστηριότητες μεταβλητής εντάσεως. Εντούτοις, το γεγονός ότι μια σύμπραξη διέρχεται περιόδους δραστηριότητας μεταβλητής εντάσεως δεν σημαίνει ότι μπορεί να συναχθεί ότι αυτή έπαυσε.

(βλ. σκέψεις 86-88, 91, 105)

4.      Προς απόδειξη της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως σε αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνία, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι η επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επεδίωκε το σύνολο των μετεχόντων και ότι είχε γνώση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων συμπεριφοράς τις οποίες είχαν κατά νουν ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο. Το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν συμμετείχε σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής. Το στοιχείο αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 89-90)

5.      Σε περίπτωση που πλείονες αποδέκτες αποφάσεως περί επιβολής προστίμου λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού συνιστούσαν «επιχείρηση», υπό την έννοια της υπεύθυνης για τη διαπιστωθείσα παράβαση οικονομικής οντότητας, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ανώτατο όριο του 10 % που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 μπορεί να υπολογισθεί με βάση τον συνολικό κύκλο εργασιών της οικείας επιχειρήσεως. Αντιθέτως, σε περίπτωση που η οικονομική αυτή οντότητα διασπάστηκε για να δημιουργηθούν δύο διαφορετικές οντότητες κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως, κάθε αποδέκτης της αποφάσεως δικαιούται να τύχει ατομικώς εφαρμογής του εν λόγω ανωτάτου ορίου.

(βλ. σκέψη 125)