Language of document : ECLI:EU:T:2009:187

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 11ης Ιουνίου 2009 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν – Δέσμευση κεφαλαίων – Προσφυγή ακυρώσεως – Προσαρμογή των αιτημάτων – Θεμελιώδη δικαιώματα – Δικαίωμα σεβασμού της ιδιοκτησίας, δικαίωμα ακροάσεως και δικαίωμα σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο»

Στην υπόθεση T-318/01,

Omar Mohammed Othman, κάτοικος Λονδίνου (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενος, αρχικά, από τον J. Walsh, barrister, και τις F. Lindsley και S. Woodhouse, solicitors, και, στη συνέχεια, από τους S. Cox, barrister, και H. Miller, solicitor,

προσφεύγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου, αρχικά, από τους Μ. Βιτσεντζάτο και M. Bishop και, στη συνέχεια, από τον M. Bishop και την E. Finnegan,

και

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης, αρχικά, από τους A. van Solinge και C. Brown και, στη συνέχεια, από τους E. Paasivirta και P. Aalto,

καθών,

υποστηριζομένων από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο, αρχικά, από τον J. Collins, στη συνέχεια από τη C. Gibbs, στη συνέχεια από την E. O’Neill και, τέλος, από την I. Rao, επικουρούμενους, αρχικά, από την S. Moore και, στη συνέχεια, από τον M. Hoskins, barristers,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο, αρχικά, αίτημα ακυρώσεως, αφενός, του κανονισμού (ΕΚ) 467/2001 του Συμβουλίου, της 6ης Μαρτίου 2001, για την απαγόρευση της εξαγωγής ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών στο Αφγανιστάν, την ενίσχυση της απαγόρευσης πτήσεων και την παράταση της δέσμευσης κεφαλαίων και άλλων οικονομικών πόρων όσον αφορά την Ταλιμπάν του Αφγανιστάν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 337/2000 (ΕΕ L 67, σ. 1), και, αφετέρου, του κανονισμού (ΕΚ) 2062/2001 της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 2001, για την τροποποίηση, για τρίτη φορά, του κανονισμού 467/2001 (ΕΕ L 277, σ. 25), και κατόπιν, αίτημα ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 881/2002 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν και για την κατάργηση του κανονισμού 467/2001 (ΕΕ L 139, σ. 9), στο μέτρο που οι πράξεις αυτές αφορούν τον προσφεύγοντα,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, D. Šváby και E. Moavero Milanesi, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Ιανουαρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο και ιστορικό της διαφοράς

1        Το νομικό πλαίσιο που έχει εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά περιγράφεται στις σκέψεις 3 έως 10 της απόφασης του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση Kadi του Δικαστηρίου).

2        Τα προηγηθέντα της υπό κρίση διαφοράς, που καλύπτουν το χρονικό διάστημα από 15 Οκτωβρίου 1999 έως 8 Μαρτίου 2001 και αφορούν, ιδίως, την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) 467/2001 του Συμβουλίου, της 6ης Μαρτίου 2001, για την απαγόρευση της εξαγωγής ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών στο Αφγανιστάν, την ενίσχυση της απαγόρευσης πτήσεων και την παράταση της δέσμευσης κεφαλαίων και άλλων οικονομικών πόρων όσον αφορά την Ταλιμπάν του Αφγανιστάν, και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 337/2000 (ΕΕ L 67, σ. 1), εκτίθενται στις σκέψεις 13 έως 30 της απόφασης Kadi του Δικαστηρίου.

3        Στις 19 Οκτωβρίου 2001, η επιτροπή κυρώσεων που συστάθηκε με το ψήφισμα 1267 (1999) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (στο εξής: Συμβούλιο Ασφαλείας) δημοσίευσε μια προσθήκη του από 8 Μαρτίου 2001 ενοποιημένου καταλόγου προσώπων και οντοτήτων εις βάρος των οποίων πρέπει να επιβληθεί η δέσμευση κεφαλαίων δυνάμει των ψηφισμάτων 1267 (1999) και 1333 (2000) του Συμβουλίου Ασφαλείας (βλ. ανακοίνωση SC/7180), η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το όνομα του προσφεύγοντος, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως πρόσωπο συνδεόμενο με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν.

4        Με τον κανονισμό (ΕΚ) 2062/2001 της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 2001, για την τροποποίηση, για τρίτη φορά, του κανονισμού 467/2001 (ΕΕ L 277, σ. 25), το όνομα του προσφεύγοντος προστέθηκε, μαζί με άλλα ονόματα, στο παράρτημα Ι του εν λόγω κανονισμού.

5        Στις 16 Ιανουαρίου 2002, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 1390 (2002), που ορίζει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά του Οσάμα Μπιν Λάντεν, των μελών της οργάνωσης Αλ Κάιντα καθώς και των Ταλιμπάν και των λοιπών προσώπων, ομάδων, επιχειρήσεων και οντοτήτων που συνδέονται με αυτούς. Κατ’ ουσίαν, το ψήφισμα αυτό προβλέπει, στις παραγράφους 1 και 2, την παράταση της δέσμευσης κεφαλαίων που είχε επιβληθεί με την παράγραφο 4, στοιχείο b, του ψηφίσματος 1267 (1999) και την παράγραφο 8, στοιχείο c, του ψηφίσματος 1333 (2000).

6        Κρίνοντας αναγκαία την εκ μέρους της Κοινότητας λήψη μέτρων για την εφαρμογή αυτού του ψηφίσματος, το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 27 Μαΐου 2002, την κοινή θέση 2002/402/ΚΕΠΠΑ, περί περιοριστικών μέτρων κατά του Οσάμα Μπιν Λάντεν, των μελών της οργάνωσης Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν και των λοιπών προσώπων, ομάδων, επιχειρήσεων και άλλων φορέων που συνδέονται μαζί τους, και περί καταργήσεως των κοινών θέσεων 96/746/ΚΕΠΠΑ, 1999/727/ΚΕΠΠΑ, 2001/154/ΚΕΠΠΑ και 2001/771/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 139, σ. 4). Το άρθρο 3 της κοινής αυτής θέσης προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη συνέχιση της δέσμευσης των κεφαλαίων και των λοιπών οικονομικών πόρων και περιουσιακών στοιχείων των προσώπων, ομάδων, επιχειρήσεων και άλλων φορέων που περιλαμβάνονται στον καταρτισθέντα από την επιτροπή κυρώσεων κατάλογο σύμφωνα με τα ψηφίσματα 1267 (1999) και 1333 (2000) του Συμβουλίου Ασφαλείας.

7        Στις 27 Μαΐου 2002, το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει των άρθρων 60 ΕΚ, 301 ΕΚ και 308 ΕΚ, τον κανονισμό (ΕΚ) 881/2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, και για την κατάργηση του κανονισμού 467/2001 (ΕΕ L 139, σ. 9).

8        Το άρθρο 1 του κανονισμού 881/2002 ορίζει την έννοια των όρων «κεφάλαια» και «δέσμευση κεφαλαίων» κατά τρόπο ουσιαστικώς όμοιο με εκείνον του άρθρου 1 του κανονισμού 467/2001. Εξάλλου, ορίζει τι πρέπει να νοείται με τον όρο «οικονομικοί πόροι».

9        Το παράρτημα Ι του κανονισμού 881/2002 περιέχει κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και ομάδων που καταλαμβάνονται από το μέτρο της δέσμευσης κεφαλαίων που επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 2. Στον κατάλογο αυτόν περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το όνομα του προσφεύγοντος.

10      Στις 20 Δεκεμβρίου 2002, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 1452 (2002), το οποίο αποσκοπεί στη διευκόλυνση της τήρησης των υποχρεώσεων στον τομέα της καταστολής της τρομοκρατίας. Στην παράγραφο 1 αυτού του ψηφίσματος προβλέπονται ορισμένες παρεκκλίσεις και εξαιρέσεις από τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων που επιβλήθηκε με τα ψηφίσματα 1267 (1999) και 1390 (2002), τις οποίες μπορούν να χορηγούν τα κράτη για ανθρωπιστικούς λόγους, υπό την επιφύλαξη της έγκρισής τους από την επιτροπή κυρώσεων.

11      Στις 17 Ιανουαρίου 2003, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 1455 (2003), σκοπός του οποίου είναι η βελτίωση της εφαρμογής των μέτρων που επιβλήθηκαν με την παράγραφο 4, στοιχείο b, του ψηφίσματος 1267 (1999), την παράγραφο 8, στοιχείο c, του ψηφίσματος 1333 (2000) και τις παραγράφους 1 και 2 του ψηφίσματος 1390 (2002). Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ψηφίσματος 1455 (2003), τα μέτρα αυτά θα βελτιωθούν περαιτέρω εντός δωδεκαμήνου ή και νωρίτερα αν παραστεί ανάγκη.

12      Κρίνοντας αναγκαία την εκ μέρους της Κοινότητας λήψη μέτρων για την εφαρμογή του ψηφίσματος 1452 (2002), το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 27 Φεβρουαρίου 2003, την κοινή θέση 2003/140/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με εξαιρέσεις από τα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλει η κοινή θέση 2002/402 (ΕΕ L 53, σ. 62). Το άρθρο 1 της κοινής αυτής θέσης προβλέπει ότι, όταν εφαρμόσει τα μέτρα τα οποία προβλέπει το άρθρο 3 της κοινής θέσης 2002/402, η Κοινότητα θα λάβει υπόψη τις επιτρεπόμενες από το εν λόγω ψήφισμα εξαιρέσεις.

13      Στις 27 Μαρτίου 2003, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 561/2003, για την τροποποίηση, σε ό,τι αφορά τις εξαιρέσεις από τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων, του κανονισμού 881/2002 (ΕΕ L 82, σ. 1). Στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, το Συμβούλιο αναφέρει ότι, λαμβανομένου υπόψη του ψηφίσματος 1452 (2002), είναι αναγκαίο να προσαρμοστούν τα μέτρα που επιβλήθηκαν από την Κοινότητα.

14      Στις 30 Ιανουαρίου 2004, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 1526 (2004), σκοπός του οποίου είναι, αφενός, η βελτίωση της εφαρμογής των μέτρων που επιβλήθηκαν με την παράγραφο 4, στοιχείο b, του ψηφίσματος 1267 (1999), την παράγραφο 8, στοιχείο c, του ψηφίσματος 1333 (2000) και τις παραγράφους 1 και 2 του ψηφίσματος 1390 (2002) και, αφετέρου, η ενίσχυση της εντολής της επιτροπής κυρώσεων. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ψηφίσματος 1526 (2004), τα μέτρα αυτά θα βελτιωθούν περαιτέρω εντός 18 μηνών ή και νωρίτερα αν παραστεί ανάγκη.

15      Στις 29 Ιουλίου 2005, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 1617 (2005). Το ψήφισμα αυτό προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση των μέτρων που επιβλήθηκαν με την παράγραφο 4, στοιχείο b, του ψηφίσματος 1267 (1999), την παράγραφο 8, στοιχείο c, του ψηφίσματος 1333 (2000) και τις παραγράφους 1 και 2 του ψηφίσματος 1390 (2002). Σύμφωνα με την παράγραφο 21 του ψηφίσματος 1617 (2005), τα μέτρα αυτά θα επανεξεταστούν εντός 17 μηνών, ή και νωρίτερα αν παραστεί ανάγκη, για ενδεχόμενη ενίσχυσή τους.

16      Στις 22 Δεκεμβρίου 2006, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 1735 (2006). Το ψήφισμα αυτό προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση των μέτρων που επιβλήθηκαν με την παράγραφο 4, στοιχείο b, του ψηφίσματος 1267 (1999), την παράγραφο 8, στοιχείο c, του ψηφίσματος 1333 (2000) και τις παραγράφους 1 και 2 του ψηφίσματος 1390 (2002). Σύμφωνα με την παράγραφο 33 του ψηφίσματος 1735 (2006), τα μέτρα αυτά θα επανεξεταστούν εντός 18 μηνών, ή και νωρίτερα αν παραστεί ανάγκη, για ενδεχόμενη ενίσχυσή τους.

17      Με τον κανονισμό (ΕΚ) 374/2008 της Επιτροπής, της 24ης Απριλίου 2008, που τροποποιεί για ενενηκοστή τέταρτη φορά τον κανονισμό 881/2002 (ΕΕ L 113, σ. 15), η μνεία του ονόματος του προσφεύγοντος, στο παράρτημα Ι του κανονισμού 881/2002, τροποποιήθηκε μετά από αντίστοιχη τροποποίηση που επέφερε η επιτροπή κυρώσεων στον δικό της κατάλογο προσώπων και οντοτήτων εις βάρος των οποίων πρέπει να επιβληθεί η δέσμευση κεφαλαίων δυνάμει των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας.

18      Στις 30 Ιουνίου 2008, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 1822 (2008). Το ψήφισμα αυτό προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση των μέτρων που επιβλήθηκαν με την παράγραφο 4, στοιχείο b, του ψηφίσματος 1267 (1999), την παράγραφο 8, στοιχείο c, του ψηφίσματος 1333 (2000) και τις παραγράφους 1 και 2 του ψηφίσματος 1390 (2002). Σύμφωνα με την παράγραφο 40 του ψηφίσματος 1822 (2008), τα μέτρα αυτά θα επανεξεταστούν εντός 18 μηνών, ή και νωρίτερα αν παραστεί ανάγκη, για ενδεχόμενη ενίσχυσή τους.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Δεκεμβρίου 2001, ο προσφεύγων, Omar Mohammed Othman, άσκησε, κατά του Συμβουλίου και της Επιτροπής, προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ και ζήτησε από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει τους κανονισμούς 467/2001 και 2062/2001.

20      Με τα υπομνήματα αντίκρουσης που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Μαρτίου 2002, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζήτησαν από το Πρωτοδικείο να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 1η Μαΐου 2002, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Μαΐου 2002, ο προσφεύγων ζήτησε την παροχή του ευεργετήματος πενίας.

23      Με διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 31ης Μαΐου 2002, η έγγραφη διαδικασία ανεστάλη, κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος και χωρίς να εναντιωθούν οι λοιποί διάδικοι, μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης στην υπόθεση T‑306/01, Yusuf και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής.

24      Η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου μεταβλήθηκε και ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.

25      Η έγγραφη διαδικασία επαναλήφθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2005.

26      Με επιστολή του Γραμματέα του Πρωτοδικείου της 3ης Οκτωβρίου 2005, ο προσφεύγων κλήθηκε να λάβει θέση, με το υπόμνημα απάντησης, επί των νέων πραγματικών και νομικών στοιχείων που ανέκυψαν μετά την άσκηση της προσφυγής και τα οποία είναι ικανά να επηρεάσουν τη λύση της υπό κρίση διαφοράς. Ειδικότερα, κλήθηκε:

–        να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν, ως προς τη συνέχιση της εκδίκασης της υπό κρίση προσφυγής, από την κατάργηση του κανονισμού 467/2001 και την αντικατάστασή του από τον κανονισμό 881/2002·

–        να επανεξετάσει τα αιτήματα, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα της προσφυγής του υπό το φως των δύο αποφάσεων του Πρωτοδικείου της 21ης Σεπτεμβρίου 2005 στις υποθέσεις Τ-306/01, Yusuf και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II‑3533, στο εξής: απόφαση Yusuf του Πρωτοδικείου), και T‑315/01, Kadi κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II‑3649, στο εξής: απόφαση Kadi του Πρωτοδικείου).

27      Με την ίδια επιστολή του Γραμματέα, ο προσφεύγων κλήθηκε να υποβάλει νέα αίτηση παροχής του ευεργετήματος πενίας, στηριζόμενη σε επίκαιρα στοιχεία.

28      Με το υπόμνημα απάντησης, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Νοεμβρίου 2005, ο προσφεύγων δήλωσε ότι τροποποιούσε την προσφυγή του ώστε να περιλάβει και το αίτημα της ακύρωσης του κανονισμού 881/2002 (στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), καθόσον ο κανονισμός αυτός τον αφορά.

29      Με διάταξη της 2ας Δεκεμβρίου 2005, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Το παρεμβαίνον κατέθεσε το υπόμνημα παρέμβασης εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

30      Με το υπόμνημα ανταπάντησης που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Δεκεμβρίου 2005, το Συμβούλιο ενέμεινε στα αιτήματα που είχε διατυπώσει με το υπόμνημα αντίκρουσης.

31      Με το υπόμνημα ανταπάντησης που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Ιανουαρίου 2006, η Επιτροπή ζήτησε από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη στο μέτρο που στρέφεται κατ’ αυτής·

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

32      Με το υπόμνημα παρέμβασης που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 1η Μαρτίου 2006, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστήριξε τα αιτήματα του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

33      Με έγγραφο που επίσης κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 1η Μαρτίου 2006, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε αίτηση με την οποία ζήτησε να μη δημοσιοποιηθούν τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχονταν στα παραρτήματα του υπομνήματος παρέμβασης.

34      Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 3 Απριλίου 2006.

35      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Απριλίου 2006, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση παροχής του ευεργετήματος πενίας στηριζόμενη σε επίκαιρα στοιχεία.

36      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

37      Ενώ η επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου είχε οριστεί για τις 17 Οκτωβρίου 2006, ο προσφεύγων υπέβαλε, στις 22 Σεπτεμβρίου 2006, νέα αίτηση αναστολής της διαδικασίας μέχρι την έκδοση της απόφασης Kadi του Δικαστηρίου. Το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) ανακάλεσε την απόφασή του να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, με διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου της 9ης Νοεμβρίου 2006, η διαδικασία ανεστάλη, χωρίς να εναντιωθούν οι λοιποί διάδικοι, μέχρι την έκδοση της απόφασης Kadi του Δικαστηρίου.

38      Με διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου της 27ης Οκτωβρίου 2006, παρασχέθηκε στον προσφεύγοντα το ευεργέτημα πενίας.

39      Η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου μεταβλήθηκε και πάλι και ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έβδομο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης.

40      Η διαδικασία επαναλήφθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2008.

41      Με επιστολή του Γραμματέα του Πρωτοδικείου της 16ης Οκτωβρίου 2008, οι διάδικοι κλήθηκαν:

–        να λάβουν θέση επί των συνεπειών που πρέπει, κατά τη γνώμη τους, να αντληθούν από την απόφαση Kadi του Δικαστηρίου όσον αφορά την υπό κρίση προσφυγή·

–        να ενημερώσουν το Πρωτοδικείο σχετικά με την εξέλιξη της πραγματικής και νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος, στο μέτρο που το θεωρούν κρίσιμο για την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής.

42      Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό με επιστολές που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Οκτωβρίου 2008 από το Συμβούλιο και την Επιτροπή και στις 31 Οκτωβρίου 2008 από τον προσφεύγοντα και το Ηνωμένο Βασίλειο.

43      Κατόπιν νέας εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

44      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Ιανουαρίου 2009.

45      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων συμπλήρωσε τα αιτήματά του και ζήτησε να καταδικαστεί το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

 Πραγματικά περιστατικά

46      Ο προσφεύγων είναι Ιορδανός υπήκοος ο οποίος κατοικεί από το 1993 στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου του χορηγήθηκε προσωρινό πολιτικό άσυλο το 1994. Η αίτησή του για χορήγηση οριστικού ασύλου εξακολουθούσε να είναι υπό εξέταση κατά τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση προσφυγής. Ο προσφεύγων έχει σύζυγο και πέντε συντηρούμενα τέκνα.

47      Τον Φεβρουάριο του 2001, ο προσφεύγων συνελήφθη και ανακρίθηκε στο πλαίσιο έρευνας διεξαχθείσας δυνάμει του Prevention of Terrorism (Temporary Provisions) Act 1989 [νόμος του 1989 για την πρόληψη της τρομοκρατίας (προσωρινές διατάξεις)]. Κατά την έρευνα στην κατοικία του, η αστυνομία βρήκε και κατέσχεσε σημαντική ποσότητα μετρητών σε διάφορα νομίσματα (λίρες στερλίνες, γερμανικά μάρκα, ισπανικές πεσέτες και δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών), των οποίων η αξία αντιστοιχούσε περίπου σε 180 000 λίρες στερλίνες (GBP). Ο προσφεύγων δεν έδωσε καμία εξήγηση για την προέλευση αυτών των ποσών. Εξάλλου, οι δύο τραπεζικοί λογαριασμοί του προσφεύγοντος, των οποίων το πιστωτικό υπόλοιπο ανερχόταν σε 1 900 GBP περίπου, δεσμεύθηκαν στο πλαίσιο της εφαρμογής των μέτρων που αποφάσισε η επιτροπή κυρώσεων.

48      Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι ο προσφεύγων βγήκε στην παρανομία τον Δεκέμβριο του 2001, φοβούμενος μήπως συλληφθεί και κρατηθεί επ’ αόριστον δυνάμει του Anti-Terrorism, Crime and Security Act 2001 (νόμου του 2001 για την ασφάλεια και την καταστολή της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας), ο οποίος επρόκειτο να ψηφιστεί από το Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο προσφεύγων συνελήφθη από την αστυνομία και κρατήθηκε στις φυλακές του Belmarsh (Ηνωμένο Βασίλειο) από τις 23 Οκτωβρίου 2002 έως τις 13 Μαρτίου 2005, ημερομηνία κατά την οποία αφέθηκε ελεύθερος, υπό αυστηρή επιτήρηση, κατόπιν της αποφάσεως του House of Lords με την οποία κρίθηκε παράνομο το καθεστώς «φυλάκισης χωρίς δίκη» του Ηνωμένου Βασιλείου, που του είχε επιβληθεί. Ο προσφεύγων συνελήφθη εκ νέου στις 11 Αυγούστου 2005 και κρατήθηκε στις φυλακές του Long Lartin (Ηνωμένο Βασίλειο), δυνάμει των νέων αντιτρομοκρατικών μέτρων που θέσπισε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Κατά της απόφασης της εν λόγω κυβέρνησης να εκδοθεί ο προσφεύγων στην Ιορδανία και να παραμείνει εν τω μεταξύ υπό κράτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο στις 11 Αυγούστου 2005, ασκήθηκε προσφυγή η οποία απορρίφθηκε από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου. Η εν λόγω κυβέρνηση δέχθηκε, ωστόσο, να μην εκτελέσει την απόφαση αυτή εν αναμονή της έκβασης της προσφυγής που άσκησε ο προσφεύγων ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εν τω μεταξύ, ο προσφεύγων αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους στις 17 Ιουνίου 2008. Αυτή η απόφαση για την υπό όρους αποφυλάκισή του ανακλήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2008 από τη Special Immigration Appeals Commission (ειδική επιτροπή εφέσεων σε υποθέσεις μετανάστευσης). Έκτοτε, ο προσφεύγων βρίσκεται και πάλι υπό κράτηση.

 Σκεπτικό

 Επί των διαδικαστικών συνεπειών της θέσπισης του προσβαλλομένου κανονισμού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

49      Με το υπόμνημα απάντησης, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι έχει δικαίωμα να προσαρμόσει τα αιτήματά του ώστε να καλύπτουν και την ακύρωση του προσβαλλομένου κανονισμού, στο μέτρο που ο κανονισμός αυτός τον αφορά. Επικαλείται συναφώς τη σκέψη 55 της απόφασης Kadi του Πρωτοδικείου.

50      Με το υπόμνημα ανταπάντησης, το Συμβούλιο και οι Επιτροπή συμφωνούν ότι, σύμφωνα με τα κριθέντα με τις αποφάσεις Yusuf και Kadi του Πρωτοδικείου, πρέπει να επιτραπεί στον προσφεύγοντα να αναδιατυπώσει την προσφυγή του ώστε αυτή να βάλλει και κατά του προσβαλλομένου κανονισμού, στο μέτρο που τον αφορά.

51      Η Επιτροπή προσθέτει ότι, λόγω της νέας αυτής κατάστασης από πλευράς νομοθεσίας, η προσφυγή δεν είναι πλέον παραδεκτή καθόσον στρέφεται κατ’ αυτής. Ωστόσο, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας και ορθής απονομής της δικαιοσύνης, ζητεί να ληφθούν υπόψη τα αιτήματα, οι αμυντικοί ισχυρισμοί και τα επιχειρήματά της, χωρίς να απαιτείται να της επιτραπεί επισήμως να μετάσχει εκ νέου στη δίκη ως παρεμβαίνουσα. Η Επιτροπή επικαλείται συναφώς τις αποφάσεις Yusuf και Kadi του Πρωτοδικείου (αντιστοίχως, σκέψη 76 και σκέψη 57).

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

52      Οι κυρίως διάδικοι ομοφώνως αναγνωρίζουν ότι ο προσφεύγων έχει το δικαίωμα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του ώστε να σκοπείται δι’ αυτών η ακύρωση του προσβαλλομένου κανονισμού, ο οποίος καταργεί και αντικαθιστά τον κανονισμό 467/2001, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2062/2001. Όντως, με το υπόμνημα απάντησης, ο προσφεύγων δήλωσε ότι προσαρμόζει, υπ’ αυτή την έννοια, τα αρχικά του αιτήματα και τους αρχικούς του ισχυρισμούς.

53      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, οσάκις, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, απόφαση αντικαθίσταται με άλλη απόφαση έχουσα το ίδιο αντικείμενο, πρέπει αυτή να θεωρείται ως νέο γεγονός που παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του. Πράγματι, θα αντέβαινε στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης και στην επιταγή της οικονομίας της διαδικασίας να υποχρεωθεί ο προσφεύγων να ασκήσει νέα προσφυγή. Επιπροσθέτως, θα ήταν άδικο να έχει το καθού κοινοτικό όργανο τη δυνατότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αιτιάσεις που περιέχει η ενώπιον του Δικαστηρίου ασκηθείσα προσφυγή κατά αποφάσεως, να προσαρμόζει την προσβαλλομένη αυτή απόφαση ή να την αντικαθιστά με άλλη και να επικαλείται κατά τη δίκη αυτήν την τροποποίηση ή την αντικατάσταση για να στερήσει από τον αντίδικο τη δυνατότητα να εκτείνει τα αρχικά του αιτήματα και τους ισχυρισμούς του ώστε να καλύπτουν και τη μεταγενέστερη απόφαση ή να υποβάλει συμπληρωματικά αιτήματα και να αναπτύξει συμπληρωματικούς λόγους ακύρωσης κατά της απόφασης αυτής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 1982, 14/81, Alpha Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 749, σκέψη 8· της 29ης Σεπτεμβρίου 1987, 351/85 και 360/85, Fabrique de fer de Charleroi και Dillinger Hüttenwerke κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 3639, σκέψη 11, και της 14ης Ιουλίου 1988, 103/85, Stahlwerke Peine-Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 4131, σκέψεις 11 και 12· απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Φεβρουαρίου 2000, Τ-46/98 και Τ-151/98, CCRE κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-167, σκέψη 33).

54      Η νομολογία αυτή ισχύει και για την περίπτωση κατά την οποία κανονισμός ο οποίος αφορά άμεσα και ατομικά έναν ιδιώτη αντικαθίσταται, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, με κανονισμό έχοντα το ίδιο αντικείμενο.

55      Δεδομένου ότι η περίπτωση αυτή αντιστοιχεί πλήρως στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα του προσφεύγοντος, να θεωρηθεί ότι με την προσφυγή του διώκεται η ακύρωση του προσβαλλομένου κανονισμού καθόσον τον αφορά, και να παρασχεθεί στους διαδίκους η δυνατότητα να αναδιατυπώσουν τα αιτήματα, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματά τους υπό το φως του νέου αυτού στοιχείου.

56      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι το αρχικό αίτημα του προσφεύγοντος για μερική ακύρωση του κανονισμού 467/2001 έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, λόγω της κατάργησης αυτού του κανονισμού με τον προσβαλλόμενο κανονισμό. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο δεν χρειάζεται να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού ούτε επί του αιτήματος μερικής ακύρωσης του κανονισμού 2062/2001, καθόσον και αυτό έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

57      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο δεν χρειάζεται πλέον να αποφανθεί επί της προσφυγής στο μέτρο που αυτή στρέφεται κατά της Επιτροπής. Εντούτοις, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και η επιταγή της οικονομίας της διαδικασίας, επί των οποίων στηρίζεται η παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 53 νομολογία, δικαιολογούν επίσης να ληφθούν υπόψη τα αιτήματα, οι αμυντικοί ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα της Επιτροπής, αναδιατυπωθέντα όπως εκτίθεται ανωτέρω στη σκέψη 55, χωρίς να απαιτείται να επιτραπεί εκ νέου επισήμως στο θεσμικό αυτό όργανο να μετάσχει στη διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 115, παράγραφος 1, και του άρθρου 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ως παρεμβαίνον υπέρ του Συμβουλίου.

58      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι η υπό κρίση προσφυγή στρέφεται πλέον αποκλειστικώς κατά του Συμβουλίου, υποστηριζομένου από την Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο, και ότι έχει ως αποκλειστικό της αντικείμενο αίτημα ακύρωσης του προσβαλλομένου κανονισμού καθόσον αυτός αφορά τον προσφεύγοντα.

 Επί της ουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

59      Με το δικόγραφο της προσφυγής του, ο προσφεύγων επικαλείται, κατ’ ουσίαν, προς στήριξη των αιτημάτων ακύρωσης των κανονισμών 467/2001 και 2062/2001, τρεις λόγους ακύρωσης αντλούμενους, ο πρώτος, από την παράβαση των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ καθώς και από υπέρβαση εξουσίας, ο δεύτερος, από προσβολή των θεμελιωδών του δικαιωμάτων, που εγγυώνται, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 3 και 8 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), καθώς και από παραβίαση των γενικών αρχών της αναλογικότητας και της επικουρικότητας, και, ο τρίτος, από παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

60      Ωστόσο, με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 31 Οκτωβρίου 2008, ο προσφεύγων δήλωσε ότι, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης Kadi του Δικαστηρίου, παραιτείται από τον πρώτο και τον τρίτο λόγο ακύρωσης.

61      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή, με τα αντίστοιχα υπομνήματα αντίκρουσης, και το Ηνωμένο Βασίλειο, με το υπόμνημα παρέμβασης, αμφισβήτησαν τον δεύτερο λόγο ακύρωσης του προσφεύγοντος, αναπτύσσοντας επιχειρήματα κατ’ ουσίαν ταυτόσημα με εκείνα που είχαν επικαλεστεί απαντώντας σε παρόμοιους λόγους ακύρωσης προβληθέντες από τους προσφεύγοντες στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις του Πρωτοδικείου Yusuf, Kadi, της 12ης Ιουλίου 2006, T‑253/02, Ayadi κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. II‑2139), και T‑49/04, Hassan κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή).

62      Με το υπόμνημα απάντησης, ο προσφεύγων ανέπτυξε νέα επιχειρήματα, στο πλαίσιο του λόγου που αντλείται από την προσβολή των θεμελιωδών του δικαιωμάτων.

63      Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων αναγνώρισε ότι το άρθρο 2α του προσβαλλομένου κανονισμού, που προστέθηκε με τον κανονισμό 561/2003, επιτρέπει πλέον να τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερομένων κεφάλαια και οικονομικοί πόροι αναγκαίοι για την επιβίωσή τους και για άλλες δαπάνες πρώτης ανάγκης. Υποστήριξε, ωστόσο, ότι η διάταξη αυτή είναι διατυπωμένη με εξαιρετικά περιοριστικούς όρους και συνεπάγεται σοβαρότατη προσβολή της αξιοπρέπειας των ενδιαφερομένων.

64      Πρώτον, η επίμαχη διάταξη στερεί από τον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να διαθέτει τα μέσα ώστε να απολαμβάνει τις συνήθεις συνθήκες μιας πολιτισμένης ζωής.

65      Δεύτερον, η ίδια αυτή διάταξη απαγορεύει στον προσφεύγοντα να δεχθεί οποιαδήποτε απασχόληση, να ασκήσει οποιοδήποτε επάγγελμα ή να καταλάβει οποιαδήποτε αμειβόμενη θέση εργασίας.

66      Τρίτον, αντίθετα προς το ψήφισμα 1333 (2000), το οποίο έθεσε σε εφαρμογή ο κανονισμός 467/2001, το ψήφισμα 1390 (2002), που θέτει σε εφαρμογή ο προσβαλλόμενος κανονισμός, δεν έχει χρονικώς περιορισμένη ισχύ. Ο κανονισμός αυτός επιτρέπει, συνεπώς, τον διαρκή αποκλεισμό του προσφεύγοντος από όλες σχεδόν της πτυχές της κοινωνικής ζωής.

67      Τέλος, τέταρτον, ο προσφεύγων στερείται κάθε δυνατότητας να προσφύγει δικαστικώς κατά των περιοριστικών μέτρων που τον πλήττουν. Η απόφαση να περιληφθεί στον συνημμένο στον προσβαλλόμενο κανονισμό κατάλογο αποτελεί καθαρά πολιτική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, η οποία ελήφθη χωρίς να τηρηθούν οι κανόνες περί αποδείξεως ή οι κανόνες επιείκειας, με απολύτως εξωδικαστικές διαδικασίες. Δεν υφίσταται κανένα –έστω και οιονεί– ένδικο μέσο προστασίας που να μπορεί να ασκηθεί κατά αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας.

68      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή, με τα υπομνήματα ανταπάντησης, και το Ηνωμένο Βασίλειο, με το υπόμνημα παρέμβασης, αμφισβήτησαν τα νέα αυτά επιχειρήματα παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις Yusuf και Kadi του Πρωτοδικείου.

69      Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 31 Οκτωβρίου 2008, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με εκείνη των προσφευγόντων στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση Kadi του Δικαστηρίου. Κανένας από αυτούς δεν έλαβε ποτέ εκ μέρους του Συμβουλίου την παραμικρή ένδειξη σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν ληφθεί υπόψη εις βάρος τους προς δικαιολόγηση της θέσπισης των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν με τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

70      Κατά τον προσφεύγοντα, το Πρωτοδικείο οφείλει να αναγνωρίσει, υπό το φως της απόφασης Kadi του Δικαστηρίου (σκέψεις 336, 348, 349 και 370), ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνάς του, το δικαίωμά του στην άσκηση αποτελεσματικής προσφυγής και το δικαίωμά του στην ιδιοκτησία και ότι, ως εκ τούτου, η πράξη αυτή πρέπει να ακυρωθεί στο μέτρο που τον αφορά.

71      Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Οκτωβρίου 2008, το Συμβούλιο αναγνώρισε ότι, μετά την έκδοση της απόφασης Kadi του Δικαστηρίου, όφειλε να παράσχει στον προσφεύγοντα αιτιολογική έκθεση, να του δώσει τη δυνατότητα να διατυπώσει συναφώς τις παρατηρήσεις του και να τις λάβει υπόψη του προτού εκδώσει νέα απόφαση δέσμευσης κεφαλαίων που να τον αφορά.

72      Κατά το Συμβούλιο, έγιναν οι απαραίτητες ενέργειες για να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα για την κατάρτιση αυτής της αιτιολογικής έκθεσης στοιχεία, το Συμβούλιο δεν ήταν όμως τότε σε θέση να αναφέρει τον χρόνο κατά τον οποίο η έκθεση αυτή θα κοινοποιούνταν στον προσφεύγοντα. Το Συμβούλιο δεσμεύθηκε να ενεργήσει όσο το δυνατόν ταχύτερα ώστε να σεβαστεί τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος και να τηρήσει ενήμερο το Πρωτοδικείο για τις περαιτέρω εξελίξεις.

73      Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Οκτωβρίου 2008, η Επιτροπή αναγνώρισε και αυτή ότι η κατάσταση του προσφεύγοντος ήταν όμοια με εκείνη των προσφευγόντων στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, καθόσον τα κεφάλαιά του δεσμεύθηκαν, καταρχάς δυνάμει του κανονισμού 467/2001 και, στη συνέχεια, δυνάμει του κανονισμού 881/2002, χωρίς να του ανακοινωθούν οι λόγοι για τους οποίους λήφθηκε το μέτρο αυτό. Είναι, συνεπώς, απαραίτητο να επανεξεταστεί η κατάστασή του από πλευράς του τελευταίου αυτού κανονισμού, αφού του κοινοποιηθεί αιτιολογική έκθεση και του παρασχεθεί η δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του. Κατά την Επιτροπή, οι σχετικές ενέργειες προς την επιτροπή κυρώσεων είχαν ήδη αρχίσει, η διαδικασία όμως μπορούσε να διαρκέσει πολλές εβδομάδες.

74      Η Επιτροπή επέστησε, ωστόσο, την προσοχή του Πρωτοδικείου στο γεγονός ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζονταν στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί, με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, την εγγραφή του, αυτή καθαυτήν, στον επίδικο κατάλογο, αλλά μόνον τις συνέπειές της όσον αφορά τα μέσα διαβίωσής του, ιδίως τη διακοπή της καταβολής των επιδομάτων κοινωνικής ασφάλισης.

75      Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 31 Οκτωβρίου 2008, το Ηνωμένο Βασίλειο συντάχθηκε με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε το Συμβούλιο κατόπιν σχετικής πρόσκλησης του Πρωτοδικείου.

76      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αναγνώρισαν, υπό το φως της απόφασης Kadi του Δικαστηρίου, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας στη διάρκεια της οποίας δεν είχαν γίνει σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος.

77      Τα θεσμικά αυτά όργανα ανέφεραν, εξάλλου, ότι οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν, ιδίως, προς την επιτροπή κυρώσεων, προκειμένου οι κοινοτικές διαδικασίες δέσμευσης των κεφαλαίων να καταστούν σύμφωνες προς τις αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Kadi (βλ. ανωτέρω σκέψεις 71 και 72), δεν είχαν ακόμα καταλήξει σε αποτέλεσμα στην περίπτωση του προσφεύγοντος.

78      Το Συμβούλιο και οι παρεμβαίνοντες ζήτησαν, συνεπώς, από το Πρωτοδικείο, σε περίπτωση που ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό στο μέτρο που αφορά τον προσφεύγοντα, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματά του επί βραχύ χρονικό διάστημα, όπως έπραξε το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 231 ΕΚ, με την απόφαση Kadi.

79      Συναφώς, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστήριξε ειδικότερα, παραπέμποντας στη σκέψη 373 της εν λόγω απόφασης, ότι μια τέτοια ακύρωση με άμεση ισχύ θα μπορούσε να θίξει κατά τρόπο σοβαρό και μη αναστρέψιμο την αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων που επιβάλλει ο κανονισμός αυτός και τα οποία οφείλει να εφαρμόζει η Κοινότητα, καθόσον, στο διάστημα που θα μεσολαβήσει μέχρι την ενδεχόμενη αντικατάστασή του με νέο κανονισμό, ο προσφεύγων θα μπορούσε να λάβει μέτρα ώστε να μην μπορούν πλέον να εφαρμοστούν κατ’ αυτού μέτρα δέσμευσης κεφαλαίων.

80      Εξάλλου, στο μέτρο που η ακυρωτική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί θα στηρίζεται στις ίδιες, ουσιαστικά διαδικαστικής φύσεως, σκέψεις με εκείνες στις οποίες στηρίχθηκε η απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο υπενθύμισε ότι το Δικαστήριο, στη σκέψη 374 της εν λόγω απόφασης, φρόντισε να παρατηρήσει ότι δεν αποκλείεται, επί της ουσίας, η επιβολή τέτοιων μέτρων στους ενδιαφερομένους να αποδειχθεί ίσως δικαιολογημένη. Στην υπό κρίση υπόθεση συντρέχει αυτή ακριβώς η περίπτωση, όπως επιβεβαιώνουν πλείονες αποφάσεις τις οποίες έχουν λάβει έναντι του προσφεύγοντος τα αρμόδια επί θεμάτων τρομοκρατίας δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου.

81      Ο προσφεύγων εναντιώθηκε στο αίτημα αυτό του Συμβουλίου και των παρεμβαινόντων.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

82      Δεν αμφισβητείται ότι, όσον αφορά τόσο τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση του προσβαλλομένου κανονισμού όσο και το περιεχόμενο, τα αποτελέσματα και την ενδεχόμενη αιτιολογία του περιορισμού της άσκησης του δικαιώματος ιδιοκτησίας ο οποίος απορρέει από τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό αυτόν περιοριστικά μέτρα, ο προσφεύγων βρίσκεται σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των προσφευγόντων στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση Kadi του Δικαστηρίου.

83      Όσον αφορά, πρώτον, τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση του προσβαλλομένου κανονισμού, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ουδέποτε το Συμβούλιο ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ως προς τα εις βάρος του στοιχεία βάσει των οποίων αποφασίστηκε η αρχική συμπερίληψη του ονόματός του στο παράρτημα Ι του εν λόγω κανονισμού και, κατ’ επέκταση, η επιβολή των περιοριστικών μέτρων που αυτός προβλέπει.

84      Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι δεν παρασχέθηκε κανένα σχετικό πληροφοριακό στοιχείο στον προσφεύγοντα, είτε με τον κανονισμό 467/2001, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2062/2001, με τον οποίο περιελήφθη για πρώτη φορά το όνομά του στον κατάλογο προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που αφορούσε το μέτρο της δέσμευσης κεφαλαίων είτε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό είτε σε κάποιο άλλο μεταγενέστερο στάδιο.

85      Εφόσον το Συμβούλιο δεν γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα τα εις βάρος του στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκαν τα περιοριστικά μέτρα που του επιβλήθηκαν ούτε του παρέσχε το δικαίωμα να λάβει γνώση των εν λόγω στοιχείων εντός εύλογης προθεσμίας μετά την επιβολή των μέτρων αυτών, ο προσφεύγων στερήθηκε της δυνατότητας να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του ως προς το θέμα αυτό. Επομένως, τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος, ιδίως το δικαίωμα ακροάσεως, δεν έγιναν σεβαστά (βλ., συναφώς, απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, σκέψη 348).

86      Εξάλλου, εφόσον δεν ενημερώθηκε σχετικά με τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη εις βάρος του και λαμβανομένων υπόψη των σχέσεων, που επισημάνθηκαν από το Δικαστήριο στις σκέψεις 336 και 337 της απόφασης Kadi, μεταξύ των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ο προσφεύγων στερήθηκε επίσης της δυνατότητας να προασπίσει τα δικαιώματά του ως προς αυτά τα στοιχεία υπό όρους ικανοποιητικούς ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, οπότε πρέπει επίσης να διαπιστωθεί προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ., συναφώς, απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, σκέψη 349).

87      Τέλος, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η προσβολή αυτή δεν ήρθη στο πλαίσιο της εκδίκασης της παρούσας προσφυγής, καθόσον το Συμβούλιο δεν προσκόμισε κανένα σχετικό στοιχείο (βλ., συναφώς, απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, σκέψη 350).

88      Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν έχει άλλη επιλογή από το να διαπιστώσει ότι δεν είναι σε θέση να προβεί στον έλεγχο της νομιμότητας του προσβαλλομένου κανονισμού καθόσον αυτός αφορά τον προσφεύγοντα, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ότι, και για τον λόγο αυτόν, το θεμελιώδες δικαίωμά του στην άσκηση αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής δεν έγινε, εν προκειμένω, σεβαστό (βλ., συναφώς, απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, σκέψη 351).

89      Κατά συνέπεια, πρέπει να κριθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός, καθόσον αφορά τον προσφεύγοντα, εκδόθηκε χωρίς να του παρασχεθεί καμία εγγύηση ως προς τη γνωστοποίηση των εις βάρος του στοιχείων ή την ακρόασή του επί των στοιχείων αυτών, οπότε πρέπει να συναχθεί ότι ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε σύμφωνα με διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας δεν έγιναν σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος, πράγμα που είχε ως συνέπεια και την παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ., συναφώς, απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, σκέψη 352).

90      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι αιτιάσεις που προέβαλε ο προσφεύγων με το υπόμνημα απάντησης (βλ. ανωτέρω σκέψη 67) και με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 31 Οκτωβρίου 2008 (βλ. ανωτέρω σκέψη 69), προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης του προσβαλλομένου κανονισμού, και οι οποίες αντλούνται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς του, ειδικότερα των κανόνων περί διεξαγωγής των αποδείξεων, καθώς και του δικαιώματος σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, είναι βάσιμες (βλ., συναφώς, απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, σκέψη 353).

91      Όσον αφορά, δεύτερον, το περιεχόμενο, τα αποτελέσματα και την ενδεχόμενη αιτιολογία του περιορισμού της άσκησης του δικαιώματος ιδιοκτησίας, ο οποίος προκύπτει από τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπει ο προσβαλλόμενος κανονισμός, πρέπει να προστεθεί ότι ο κανονισμός αυτός, καθόσον αφορά τον προσφεύγοντα, εκδόθηκε χωρίς να του παρασχεθεί καμία εγγύηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του ενώπιον των αρμοδίων αρχών, και τούτο υπό περιστάσεις στις οποίες ο περιορισμός των δικαιωμάτων του στην ιδιοκτησία πρέπει να χαρακτηριστεί σημαντικός, λόγω της γενικής ισχύος και της ουσιαστικής διάρκειας της ισχύος των περιοριστικών μέτρων που του επιβλήθηκαν (βλ., συναφώς, απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, σκέψη 369).

92      Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η επιβολή των περιοριστικών μέτρων που συνεπάγεται ο προσβαλλόμενος κανονισμός έναντι του προσφεύγοντος, λόγω της εγγραφής του ονόματός του στον περιεχόμενο στο παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού κατάλογο, συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό του δικαιώματός του στην ιδιοκτησία (βλ., συναφώς, απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, σκέψη 370).

93      Ως εκ τούτου, στο μέτρο που ορισμένες αιτιάσεις που προέβαλε ο προσφεύγων με το υπόμνημα απάντησης (βλ. ανωτέρω σκέψεις 63 έως 66), προς στήριξη τους αιτήματος ακύρωσης του προσβαλλομένου κανονισμού, μπορούν να νοηθούν ως αντλούμενες από την προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος σεβασμού της ιδιοκτησίας, οι αιτιάσεις αυτές είναι επίσης βάσιμες (βλ., συναφώς, απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, σκέψη 371).

94      Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός, στο μέτρο που αφορά τον προσφεύγοντα, πρέπει να ακυρωθεί.

95      Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, δεν πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα που υπέβαλαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το Συμβούλιο και οι παρεμβαίνοντες να διατηρηθεί, δυνάμει του άρθρου 231 ΕΚ, η ισχύς των αποτελεσμάτων του προσβαλλομένου κανονισμού επί βραχύ χρονικό διάστημα.

96      Πράγματι, το διάστημα που παρήλθε από την έκδοση της απόφασης Kadi του Δικαστηρίου, στις 3 Σεπτεμβρίου 2008, υπερβαίνει κατά πολύ το ανώτατο χρονικό διάστημα των τριών μηνών από την έκδοση της απόφασης αυτής, το οποίο θεωρήθηκε εύλογο από το Δικαστήριο ώστε να μπορέσει το Συμβούλιο να άρει τις διαπιστωθείσες εν προκειμένω παραβάσεις, λαμβάνοντας συγχρόνως δεόντως υπόψη τις σημαντικές επιπτώσεις των περιοριστικών αυτών μέτρων στα δικαιώματα και τις ελευθερίες των ενδιαφερομένων (απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, σκέψεις 375 και 376).

97      Είναι μεν αληθές ότι το χρονικό αυτό διάστημα καθορίστηκε αποκλειστικά σε σχέση με την περίπτωση των δύο προσώπων που αφορούσαν οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, ήτοι του Y. A. Kadi και της Al Barakaat International Foundation· το Συμβούλιο, ωστόσο, δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η περίπτωση του προσφεύγοντος, η οποία είναι καθ’ όλα συγκρίσιμη (βλ. ανωτέρω σκέψη 82), επέβαλλε αναγκαστικά την ίδια αντίδραση εκ μέρους του. Κατά τα λοιπά, τα θεσμικά όργανα που είναι διάδικοι στην παρούσα διαδικασία ανέφεραν ότι προέβησαν σε ενέργειες, μεταξύ άλλων προς την επιτροπή κυρώσεων, αμέσως μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης, προκειμένου οι κοινοτικές διαδικασίες δέσμευσης των κεφαλαίων να καταστούν σύμφωνες προς τις αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο με την εν λόγω απόφαση (βλ. ανωτέρω σκέψεις 72 και 73).

98      Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, του οποίου η δυνατότητα εφαρμογής εν προκειμένω δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν από τους διαδίκους, που ερωτήθηκαν σχετικά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 244 ΕΚ, οι αποφάσεις του Πρωτοδικείου με τις οποίες ακυρώνεται κανονισμός δεν επιφέρουν αποτελέσματα παρά μόνον από τη λήξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης που αναφέρεται στο άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού ή, αν έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, από την απόρριψή της. Συνεπώς, πέραν του χρόνου που παρήλθε από την έκδοση της απόφασης Kadi του Δικαστηρίου, το Συμβούλιο διαθέτει, εν πάση περιπτώσει, ελάχιστη προθεσμία δύο μηνών, παρεκτεινόμενη λόγω απόστασης κατά δέκα ημέρες, από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, για να άρει τις διαπιστωθείσες παραβάσεις θεσπίζοντας, ενδεχομένως, νέο περιοριστικό μέτρο έναντι του προσφεύγοντος. Η περίσταση αυτή διακρίνει, άλλωστε, την υπό κρίση περίπτωση από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Kadi του Δικαστηρίου, η οποία ήταν άμεσα εκτελεστή σύμφωνα με το άρθρο 244 ΕΚ.

99      Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο κίνδυνος της σοβαρής και μη αναστρέψιμης βλάβης της αποτελεσματικότητας των περιοριστικών μέτρων που επιβάλλει ο προσβαλλόμενος κανονισμός και τα οποία οφείλει να εφαρμόζει η Κοινότητα, τον οποίο επικαλέστηκε το Δικαστήριο στην απόφαση Kadi (σκέψη 373), δεν φαίνεται να είναι αρκετά έντονος εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών επιπτώσεων των μέτρων αυτών στα δικαιώματα και τις ελευθερίες του προσφεύγοντος, ώστε να δικαιολογεί τη διατήρηση των αποτελεσμάτων του εν λόγω κανονισμού επί χρονικό διάστημα υπερβαίνον εκείνο που προβλέπει το άρθρο 60 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

100    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 6, σε περίπτωση κατάργησης της δίκης, το Πρωτοδικείο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

101    Εν προκειμένω, το Συμβούλιο ηττήθηκε, δεδομένου ότι ο κανονισμός 881/2002 είναι ακυρωτέος καθόσον αφορά τον προσφεύγοντα, σύμφωνα με τα αιτήματα του τελευταίου, ενώ το Πρωτοδικείο δεν χρειάζεται πλέον να αποφανθεί επί του αρχικού αιτήματος ακύρωσης του κανονισμού 467/2001, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2062/2001, ιδίως καθόσον στρεφόταν κατά της Επιτροπής.

102    Με τα δικόγραφα που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου, ο προσφεύγων δεν ζήτησε να καταδικαστεί το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα. Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων ανέφερε ότι ζητούσε να καταδικαστεί το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

103    Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το γεγονός ότι ο νικήσας διάδικος προέβαλε σχετικό αίτημα μόλις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν αποτελεί εμπόδιο για την αποδοχή του αιτήματός του [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Δεκεμβρίου 2008, T‑225/06, T‑255/06, T‑257/06 και T‑309/06, Budějovický Budvar κατά ΓΕΕΑ – Anheuser-Busch (BUD), η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 206 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

104    Υπό τις περιστάσεις αυτές, και λαμβανομένων υπόψη της μεταβολής του αντικειμένου της διαφοράς καθώς και της δικονομικής θέσης της Επιτροπής (βλ. ανωτέρω σκέψεις 56 έως 58), η ορθή εφαρμογή των προμνησθεισών διατάξεων επιβάλλουν να οριστεί ότι το Συμβούλιο θα φέρει, πέραν των δικών του δικαστικών εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή θα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

105    Σύμφωνα με το άρθρο 97, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεδομένου ότι στον προσφεύγοντα παρασχέθηκε το ευεργέτημα πενίας και το Πρωτοδικείο καταδίκασε το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος, το Συμβούλιο οφείλει να επιστρέψει στο ταμείο του Πρωτοδικείου τα ποσά που προκαταβλήθηκαν λόγω του ευεργετήματος πενίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Δεν χρειάζεται πλέον να αποφανθεί επί των αιτημάτων ακύρωσης, αφενός, του κανονισμού (ΕΚ) 467/2001 του Συμβουλίου, της 6ης Μαρτίου 2001, για την απαγόρευση της εξαγωγής ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών στο Αφγανιστάν, την ενίσχυση της απαγόρευσης πτήσεων και την παράταση της δέσμευσης κεφαλαίων και άλλων οικονομικών πόρων όσον αφορά την Ταλιμπάν του Αφγανιστάν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 337/2000, και, αφετέρου, του κανονισμού (ΕΚ) 2062/2001 της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 2001, για την τροποποίηση, για τρίτη φορά, του κανονισμού 467/2001.

2)      Ακυρώνει τον κανονισμό (ΕΚ) 881/2002 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν και για την κατάργηση του κανονισμού 467/2001, καθόσον ο κανονισμός αυτός αφορά τον Omar Mohammed Othman.

3)      Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να φέρει, πέραν των δικών του δικαστικών εξόδων, τα δικαστικά έξοδα του O. M. Othman, καθώς και τα ποσά που προκαταβλήθηκαν από το ταμείο του Πρωτοδικείου λόγω του ευεργετήματος πενίας.

4)      Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Forwood

Šváby

Moavero Milanesi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουνίου 2009.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.