Language of document : ECLI:EU:C:2013:604

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NILS WAHL

της 26ης Σεπτεμβρίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑363/12

Z

κατά

A Government department and the Board of management of a community school

[αίτηση του Equality Tribunal (Ιρλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική πολιτική – Παρένθετη μητρότητα – Δικαίωμα σε άδεια η οποία αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας ή σε άδεια υιοθεσίας – Οδηγία 2006/54/ΕΚ – Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών – Πεδίο εφαρμογής – Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρία – Οδηγία 2000/78/EΚ ­– Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της αναπηρίας – Συμμετοχή στον επαγγελματικό βίο – Άρθρο 5 – Υποχρέωση εύλογων προσαρμογών»





1.        Η παρένθετη μητρότητα, μια ολοένα και πιο διαδεδομένη μέθοδος ιατρικώς υποστηριζόμενης αναπαραγωγής, συνιστά ευαίσθητο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα σε πολλά κράτη μέλη. Η παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως του Equality Tribunal (Ιρλανδία) καταδεικνύει, από κοινού με την υπόθεση CD (2), τον επίκαιρο χαρακτήρα της παρένθετης μητρότητας, παρά τον ακόμα σχετικά περιορισμένο της ρόλο, και την πολυπλοκότητα των νομικών (και ηθικών) ζητημάτων που συνεπάγεται η ρύθμισή της. Πράγματι, η σχετική νομοθεσία ποικίλλει στα κράτη μέλη: η παρένθετη μητρότητα είτε έχει νομιμοποιηθεί και ειδικώς ρυθμιστεί είτε είναι παράνομη ή –όπως στην περίπτωση της Ιρλανδίας– δεν υφίσταται σχετικό ρυθμιστικό πλαίσιο, υπάρχουν δε σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών ως προς τον τρόπο που πρέπει να ρυθμίζονται οι συμφωνίες παρένθετης μητρότητας και, ιδίως, οι σχετικές διαδικασίες.

2.        Στην υπόθεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, μια γυναίκα που αδυνατεί να κυοφορήσει απέκτησε το βιολογικό της τέκνο κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας. Δικαιούται, βάσει του δικαίου της Ένωσης, άδεια μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας ή σε άδεια υιοθεσίας; Αυτή είναι η ουσία των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –      Διεθνές δίκαιο

3.        Στο στοιχείο ε΄ του προοιμίου της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, της 13ης Δεκεμβρίου 2006, για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες (3) αναγνωρίζεται ότι «η αναπηρία είναι έννοια που εξελίσσεται και είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα άτομα με μειωμένες δυνατότητες και στα συμπεριφορικά και περιβαλλοντικά εμπόδια που δυσχεραίνουν την πλήρη, πραγματική και ισότιμη συμμετοχή των ατόμων με αναπηρία στην κοινωνία».

4.        Το άρθρο 1 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών ορίζει ότι στα άτομα «με αναπηρία συμπεριλαμβάνονται άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, νοητικές, πνευματικές ή αισθητηριακές βλάβες, οι οποίες σε συνδυασμό με διάφορα εμπόδια μπορούν να δυσχεράνουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα».

 Β –      Δίκαιο της Ένωσης

1.      Οδηγία 92/85/ΕΟΚ

5.        Η όγδοη αιτιολογική σκέψη στο προοίμιο της οδηγίας 92/85 (4) τονίζει ότι οι έγκυοι, λεχώνες ή γαλουχούσες εργαζόμενες πρέπει να θεωρούνται ως ομάδα ειδικών κινδύνων και ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα όσον αφορά την υγεία και την ασφάλειά τους.

6.        Κατά τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη, η εύθραυστη υγεία της εγκύου, γαλουχούσας ή λεχώνας εργαζομένης καθιστά αναγκαίο δικαίωμα την άδεια μητρότητας.

7.        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 92/85, στόχος της είναι η «εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων ή γαλουχουσών εργαζομένων».

8.        Κατά το άρθρο 8, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου οι εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2 (5) να δικαιούνται άδεια μητρότητας διάρκειας 14 συναπτών εβδομάδων τουλάχιστον, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

9.        Το άρθρο 11, παράγραφος 2, ορίζει, σε σχέση με την άδεια μητρότητας του άρθρου 8, ότι πρέπει να εξασφαλίζονται κατά την περίοδο της άδειας μητρότητας η διατήρηση αμοιβής ή/και το ευεργέτημα κατάλληλου επιδόματος στις εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2.

2.      Οδηγία 2006/54/EΚ

10.      Η αιτιολογική σκέψη 23 στο προοίμιο της οδηγίας 2006/54 (6) παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου από την οποία καθίσταται σαφές ότι η δυσμενής μεταχείριση των γυναικών που συνδέεται με την εγκυμοσύνη ή τη μητρότητα συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση λόγω φύλου και αναφέρει, ως εκ τούτου, ότι η μεταχείριση καλύπτεται από την οδηγία. Η αιτιολογική σκέψη 24, η οποία παραπέμπει επίσης στη νομολογία του Δικαστηρίου, προσθέτει ότι είναι θεμιτή η προστασία της βιολογικής κατάστασης της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της λοχείας, καθώς και η θέσπιση μέτρων προστασίας της μητρότητας ως μέσο επίτευξης ουσιαστικής ισότητας.

11.      Κατά την αιτιολογική σκέψη 27, «στα κράτη μέλη εναπόκειται να προσδιορίσουν εάν θα χορηγήσουν [δικαίωμα] για άδεια πατρότητας ή/και υιοθεσίας». Επιπλέον, στα κράτη μέλη εναπόκειται να «προσδιορίσουν επίσης τυχόν όρους, εκτός από την απόλυση και την επιστροφή στην εργασία, που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής [της] οδηγίας».

12.      Το άρθρο 2 της οδηγίας 2006/54 προβαίνει στους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας.

13.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο α΄, της οδηγίας 2006/54, «άμεση διάκριση» συντρέχει όταν «ένα πρόσωπο υφίσταται, για λόγους φύλου, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο ένα άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση». Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο β΄, «έμμεση διάκριση» συντρέχει όταν «μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση πρόσωπα ενός φύλου σε σύγκριση με πρόσωπα του άλλου φύλου, εκτός αν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω στόχου είναι πρόσφορα και αναγκαία». Επιπλέον, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, ορίζει ότι η διάκριση, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, περιλαμβάνει «οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας κατά την έννοια της οδηγίας 92/85 […]».

14.      Το άρθρο 4 απαγορεύει κάθε δυσμενή διάκριση λόγω φύλου «όσον αφορά όλα τα στοιχεία και τους όρους αμοιβής».

15.      Το άρθρο 14 απαγορεύει κάθε δυσμενή διάκριση λόγω φύλου όσον αφορά την πρόσβαση στη μισθωτή εργασία, την πρόσβαση στην κατάρτιση, τους όρους απασχόλησης και εργασίας, καθώς και την ιδιότητα του μέλους και τη συμμετοχή σε οργάνωση εργαζομένων.

16.      Το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/54 αφορά την άδεια πατρότητας και υιοθεσίας. Ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να αναγνωρίζουν χωριστό δικαίωμα άδειας πατρότητας ή/και άδειας υιοθεσίας. Τα κράτη μέλη που αναγνωρίζουν τα εν λόγω δικαιώματα μεριμνούν ώστε οι εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες να μην απολύονται λόγω της άσκησης του δικαιώματος αυτού και να εξασφαλίζεται ότι, κατά το πέρας αυτής της άδειας, δικαιούνται να επιστρέφουν στην εργασία τους ή σε θέση ισοδύναμη υπό όρους και συνθήκες όχι λιγότερο ευνοϊκούς γι’ αυτούς και να επωφελούνται από οποιαδήποτε βελτίωση των όρων εργασίας, της οποίας θα εδικαιούντο κατά την απουσία τους.»

3.      Οδηγία 2000/78/EΚ

17.      Κατά την αιτιολογική σκέψη 20 στο προοίμιο της οδηγίας 2000/78 (7), πρέπει να προβλέπονται κατάλληλα μέτρα για τη διαμόρφωση της θέσης εργασίας ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες. Τα αποτελεσματικά και πρακτικά μέτρα περιλαμβάνουν, παραδείγματος χάριν, «τη διαμόρφωση του χώρου ή [την] προσαρμογή του εξοπλισμού, του ρυθμού εργασίας, της κατανομής καθηκόντων ή της παροχής μέσων κατάρτισης ή πλαισίωσης».

18.      Η αιτιολογική σκέψη 21 διευκρινίζει ότι «[γ]ια να διαπιστώνεται αν τα εν λόγω μέτρα συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση, πρέπει να λαμβάνεται ιδίως υπόψη το οικονομικό και άλλο κόστος που επιφέρουν, το μέγεθος και οι οικονομικοί πόροι του οργανισμού ή της επιχείρησης και η διαθεσιμότητα δημοσίων πόρων ή οιασδήποτε άλλης ενίσχυσης».

19.      Το άρθρο 3 καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78. Ορίζει τα εξής:

«1.      Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

α)      τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία […]

[…]

γ)      τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχολήσεως, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών, […]».

20.      Η έννοια των «εύλογων προσαρμογών» για τα πρόσωπα με αναπηρία καθορίζεται στο άρθρο 5 της οδηγίας. Η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι «ο εργοδότης λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα, ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, ώστε το άτομο με ειδικές ανάγκες να μπορεί να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας, να ασκεί ή να προάγεται στο επάγγελμά του, αρκεί τα μέτρα αυτά να μη συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη».

 Γ –      Ιρλανδικό δίκαιο

21.      Η παρένθετη μητρότητα δεν ρυθμίζεται στο ιρλανδικό δίκαιο. Δεν υφίσταται, επομένως, κάποια διάταξη για άδεια μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας ή σε άδεια υιοθεσίας για τους γονείς, τα τέκνα των οποίων γεννούνται βάσει συμφωνίας παρένθετης μητρότητας.

22.      Όσον αφορά την άδεια μητρότητας, το τμήμα 8 του Maternity Protection Act 1994 (8) (όπως έχει τροποποιηθεί) (νόμος περί προστασίας της μητρότητας του 1994) ορίζει ότι «έγκυος εργαζόμενη» (η υπογράμμιση δική μου) δικαιούται άδεια από τον εργοδότη της, η οποία αποκαλείται «άδεια μητρότητας». Η ελάχιστη νόμιμη διάρκεια της άδειας μητρότητας είναι 26 εβδομάδες. Προκειμένου να χορηγηθεί άδεια μητρότητας απαιτείται να ενημερωθεί ο εργοδότης σχετικά με την πρόθεση της εργαζόμενης να λάβει άδεια μητρότητας και να υποβληθεί στον εργοδότη ιατρικό ή άλλο κατάλληλο πιστοποιητικό που να επιβεβαιώνει την εγκυμοσύνη και να προσδιορίζει την εβδομάδα που αναμένεται ο τοκετός.

23.      Η άδεια υιοθεσίας ρυθμίζεται από τον Adoptive Leave Act 1995 (9) (όπως έχει τροποποιηθεί) (νόμος περί άδειας υιοθεσίας του 1995). Κατά το τμήμα 6 αυτού, η εργαζόμενη θετή μητέρα ή ο εργαζόμενος ανύπανδρος θετός πατέρας δικαιούται άδεια υιοθεσίας από την ημερομηνία αναλήψεως του υιοθετούμενου τέκνου. Η ελάχιστη νόμιμη διάρκεια της άδειας υιοθεσίας είναι 24 εβδομάδες από την ημερομηνία αναλήψεως. Προκειμένου να χορηγηθεί άδεια υιοθεσίας απαιτείται να ενημερωθεί ο εργοδότης σχετικά με την υιοθεσία, πριν αυτή πραγματοποιηθεί, και να υποβληθούν στον εργοδότη τα σχετικά έγγραφα που πιστοποιούν την υιοθεσία (10).

II – Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και υποβληθέντα ερωτήματα

24.      Η Z είναι καθηγήτρια σε σχολείο που διοικείται από δημόσιο οργανισμό στην Ιρλανδία. Βρίσκεται σε μια σπάνια κατάσταση συνεπεία της οποίας, παρότι έχει υγιείς ωοθήκες και είναι κατά τα άλλα γόνιμη, δεν έχει μήτρα και δεν μπορεί να κυοφορήσει.

25.      Προκειμένου να αποκτήσουν τέκνο, η Z και ο σύζυγός της συμφώνησαν να γεννηθεί το τέκνο από κυοφόρο μητέρα στην Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Τον Απρίλιο του 2010 γεννήθηκε το τέκνο βάσει της συμφωνίας παρένθετης μητρότητας. Το τέκνο είναι βιολογικό παιδί του ζεύγους, η δε κυοφόρος μητέρα δεν αναφέρεται στο αμερικανικό πιστοποιητικό γεννήσεως του τέκνου.

26.      Οι όροι και οι συνθήκες απασχόλησης της Ζ περιλαμβάνουν δικαίωμα σε άδεια υιοθεσίας και άδεια μητρότητας μετ’ αποδοχών. Δεν υπάρχει ρητή διάταξη στην ιρλανδική νομοθεσία ή στη σύμβαση εργασίας της Ζ αναφορικά με άδεια λόγω γέννησης τέκνου κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας.

27.      Εντούτοις, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της κυοφόρου μητέρας, η Z υπέβαλε αίτηση για χορήγηση άδειας υιοθεσίας. Δεδομένου ότι η αίτησή της για άδεια μετ’ αποδοχών απορρίφθηκε και της προσφέρθηκε μόνον γονική άδεια άνευ αποδοχών (11), η Z υπέβαλε καταγγελία ενώπιον του Equality Tribunal. Προέβαλε ότι είχε τύχει διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου, οικογενειακής κατάστασης και αναπηρίας.

28.      Διατηρώντας αμφιβολίες ως προς το περιεχόμενο και την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, το Equality Tribunal αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

«1.      Έχοντας υπόψη τις ακόλουθες διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

(i)       το άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

(ii)  τα άρθρα 8 και 157 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και/ή

(iii) τα άρθρα 21, 23, 33 και 34 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει η [οδηγία 2006/54], και ειδικότερα τα άρθρα 4 και 14 αυτής, την έννοια ότι υφίσταται δυσμενής διάκριση λόγω φύλου οσάκις εργοδότης αρνείται να χορηγήσει άδεια μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας και/ή σε άδεια υιοθεσίας σε εργαζόμενη, το βιολογικό τέκνο της οποίας γεννήθηκε κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας, και η οποία έχει την ευθύνη για τη φροντίδα του βιολογικού της τέκνου από τη γέννησή του;

2.       Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, είναι η [οδηγία 2006/54] συμβατή προς τις ανωτέρω διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

3.      Έχοντας υπόψη τις ακόλουθες διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

(i)      το άρθρο 10 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και/ή

(ii)      τα άρθρα 21, 26 και 34 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει η [οδηγία 2000/78], και ειδικότερα τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 5 αυτής, την έννοια ότι υφίσταται δυσμενής διάκριση λόγω αναπηρίας οσάκις εργοδότης αρνείται να χορηγήσει άδεια μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας και/ή σε άδεια υιοθεσίας σε εργαζόμενη, πάσχουσα από αναπηρία που καθιστά αδύνατη την κύηση, το βιολογικό τέκνο της οποίας γεννήθηκε κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας, και η οποία έχει την ευθύνη για τη φροντίδα του βιολογικού της τέκνου από τη γέννησή του;

4.       Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα, είναι η [οδηγία 2000/78] συμβατή προς τις ανωτέρω διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

5.       Χωρεί επίκληση της [Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών] προκειμένου να ερμηνευθεί και/ή να τεθεί υπό αμφισβήτηση το κύρος της [οδηγίας 2000/78];

6.       Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πέμπτο ερώτημα, είναι η [οδηγία 2000/78], και ειδικότερα τα άρθρα 3 και 5 αυτής, συμβατή προς τα άρθρα 5, 6, 27, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και 28, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της [Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών];»

29.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι Z, το A Government Department και το Board of Management of a Community School in Ireland (Διοικητικό Συμβούλιο δημόσιου σχολείου στην Ιρλανδία), καθώς και η Ιρλανδική Κυβέρνηση και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Μαΐου 2013, προφορικές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Z, η Ιρλανδική Κυβέρνηση, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή.

III – Ανάλυση

 Α –      Προκαταρκτικά ζητήματα

30.      Για την καλύτερη κατανόηση του κοινωνικού πλαισίου της παρούσας υποθέσεως, κρίνω ότι πρέπει απαραιτήτως να παρουσιαστούν εν συντομία οι βασικές (νομικές και ουσιαστικές) πτυχές της παρένθετης μητρότητας (12).

31.      Η παρένθετη μητρότητα εμφανίζεται υπό διάφορες μορφές. Στην «παραδοσιακή παρένθετη μητρότητα», οι κυοφόροι μητέρες (γυναίκες που βοηθούν τους αναθέτοντες γονείς (13) να γίνουν γονείς κυοφορώντας ένα τέκνο για αυτούς) καθίστανται έγκυοι μέσω της χρήσεως του σπέρματος του αναθέτοντος πατέρα και του δικού τους ωαρίου. Αντιθέτως, η παρένθετη μητρότητα υποδοχής ή κυήσεως προϋποθέτει εξωσωματική γονιμοποίηση, στο πλαίσιο της οποίας το ωράριο που χρησιμοποιείται στη διαδικασία γονιμοποιήσεως παρέχεται είτε από την αναθέτουσα μητέρα είτε από δωρήτρια. Κατά τις συμφωνίες παρένθετης μητρότητας κυήσεως, η κυοφόρος μητέρα δεν συνδέεται γενετικώς με το βρέφος που κυοφορεί.

32.      Οι λόγοι για την προσφυγή στην παρένθετη μητρότητα ποικίλλουν σημαντικά. Αφενός, υπάρχουν άτομα που αποφασίζουν να προβούν σε παρένθετη μητρότητα για προσωπικούς λόγους. Αφετέρου, υπάρχουν ζευγάρια τα οποία, για διάφορους λόγους αναγόμενους σε στειρότητα, ασθένεια ή αναπηρία, αδυνατούν να αποκτήσουν τέκνο με τους συμβατικούς τρόπους. Η παρένθετη μητρότητα συνιστά, επίσης, ένα μέσο με το οποίο τα ομόφυλα ζευγάρια εκπληρώνουν την επιθυμία τους να αποκτήσουν τέκνο το οποίο συνδέεται γενετικώς με έναν από τους αναθέτοντες γονείς.

33.      Η παρένθετη μητρότητα δεν συνεπάγεται μόνον περίπλοκα νομικά ζητήματα όσον αφορά τις συμβατικές πτυχές τέτοιων συμφωνιών (όπως το κατά πόσον η σύναψη τέτοιων συμβάσεων μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη ή μη και, περαιτέρω, ως προς τον βαθμό στον οποίο μπορούν οι κυοφόροι μητέρες να λαμβάνουν χρηματικό αντάλλαγμα για την υπηρεσία που παρέχουν). Μόλις γεννηθεί το τέκνο ανακύπτουν άλλα περίπλοκα ζητήματα.

34.      Αναλόγως με το οικείο κράτος μέλος, η γέννηση τέκνου μέσω παρένθετης μητρότητας εγείρει σειρά πολύπλοκων νομικών ζητημάτων, μεταξύ άλλων: ποιοι πρέπει να θεωρούνται νόμιμοι γονείς του τέκνου (14); Ειδικότερα: πώς θεμελιώνονται τα γονικά δικαιώματα των αναθετόντων γονέων; Ένα αυτοτελές, αν και στενά συνδεόμενο, ζήτημα είναι σε ποιο βαθμό πρέπει να αναγνωρίζονται στους γονείς που προβαίνουν σε παρένθετη μητρότητα δικαιώματα, όπως η μετ’ αποδοχών άδεια μητρότητας ή άδεια υιοθεσίας. Πέραν ορισμένων εξαιρέσεων, τα ως άνω και πολλά άλλα ζητήματα, τα οποία συνδέονται με την ιδιαίτερη αυτή μορφή ιατρικώς υποστηριζόμενης αναπαραγωγής, χρήζουν ακόμα επαρκούς ρυθμίσεως σε πολλά κράτη μέλη.

35.      Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο στις περιπτώσεις διασυνοριακής παρένθετης μητρότητας: το διασυνοριακό στοιχείο συνεπάγεται πολλά δυσχερή ζητήματα σχετικά, ιδίως, με το οικογενειακό και το μεταναστευτικό καθεστώς τέκνων που γεννούνται μέσω τέτοιων συμφωνιών. Προφανώς, η εμπορική φύση τέτοιων συμφωνιών δημιουργεί, επίσης, προβλήματα στα περισσότερα κράτη μέλη (15).

36.      Στις έννομες τάξεις στις οποίες η παρένθετη μητρότητα επιτρέπεται νομοθετικώς, όπως η Ουκρανία και η πολιτεία της Καλιφόρνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι αναθέτοντες γονείς αντιμετωπίζονται ως νόμιμοι γονείς του τέκνου. Αντιθέτως, συχνά το εθνικό δίκαιο κρατών μελών της Ένωσης προστατεύει κατά κύριο λόγο τη γυναίκα που γεννά (και τον σύζυγο ή σύντροφό της). Εξυπακούεται ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, η αυστηρή εφαρμογή κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και, κυρίως, παράγοντες σχετικοί με τη δημόσια τάξη κατά τη λήψη αποφάσεων για το καθεστώς των αναθετόντων γονέων και των τέκνων που γεννούνται κατόπιν συμφωνιών παρένθετης μητρότητας ενδέχεται να επιφέρουν ένα δυσμενές «νομικό κενό», όπου τα τέκνα στερούνται ενδεχομένως τους γονείς τους και νομικό καθεστώς (16).

37.      Αναμφισβήτητα, λοιπόν, η παρούσα υπόθεση –όπως κάθε υπόθεση που συνδέεται με την παρένθετη μητρότητα υπό το υφιστάμενο νομικό πεδίο– συνεπάγεται θεμελιώδη ερωτήματα αναφορικά με την οριοθέτηση αποδεκτών, από κοινωνικής και πολιτισμικής απόψεως, μορφών ιατρικώς υποστηριζόμενης αναπαραγωγής. Υπό το πνεύμα αυτό, ο διαχωρισμός των νομικών ζητημάτων που σκιαγραφήθηκαν ανωτέρω από το πολιτικό, ηθικό και πολιτισμικό υπόβαθρο της παρένθετης μητρότητας ενδέχεται να αποβεί δυσχερής.

38.      Κατόπιν τούτου, επισημαίνω ότι, στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται απλώς και μόνον να αποφασίσει κατά πόσον το δικαίωμα μιας γυναίκας, η οποία απέκτησε το βιολογικό της τέκνο μέσω παρένθετης μητρότητας, να λάβει άδεια μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας ή υιοθεσίας κατοχυρώνεται δυνάμει του δικαίου της Ένωσης. Ενώ το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κύρος του επίμαχου παράγωγου δικαίου, εκτιμώ ότι η εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως συνιστά, πρωτίστως, αίτηση ερμηνείας, που αφορά την ίδια τη θέσπιση του σχετικού παράγωγου δικαίου της Ένωσης.

39.      Κατ’ ουσίαν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί καθοδήγηση ως προς δύο ζητήματα. Πρώτον: απαγορεύει η οδηγία 2006/54, εξαιτίας δυσμενούς διάκρισης λόγω φύλου, τη μη χορήγηση άδειας μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας ή υιοθεσίας σε μητέρα η οποία απέκτησε τέκνο κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας; Δεύτερον: συνιστά η ως άνω άρνηση χορηγήσεως δυσμενή διάκριση λόγω αναπηρίας βάσει της οδηγίας 2000/78, δεδομένου ότι η αναθέτουσα μητέρα βρίσκεται σε μια κατάσταση εξαιτίας της οποίας δεν δύναται να γεννήσει;

40.      Τυχόν καταφατική απάντηση στα ερωτήματα αυτά προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι οι οδηγίες αυτές εφαρμόζονται σε περιστάσεις όπως εκείνες της υποθέσεως της κύριας δίκης. Ως εκ τούτου, η πεμπτουσία της υποθέσεως συνίσταται στον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής των εν λόγω οδηγιών.

41.      Για λόγους που θα παραθέσω λεπτομερώς κάτωθι, κρίνω ότι ούτε από την οδηγία 2006/54 ούτε από την οδηγία 2000/78 μπορεί να συναχθεί δικαίωμα σε άδεια μετ’ αποδοχών για μια γυναίκα όπως η Z. Καταρχάς, θα εξετάσω την οδηγία 2006/54 (και την οδηγία 92/85, η οποία διέπει ειδικότερα το ζήτημα της άδειας μητρότητας κατά το δίκαιο της Ένωσης). Εν συνεχεία, θα εξετάσω την οδηγία 2000/78.

 Β –      Δυσμενής διάκριση λόγω φύλου

1.      Το σκεπτικό στο οποίο βασίζεται η οδηγία 92/85 όσον αφορά την άδεια μητρότητας

42.      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον η μη χορήγηση άδειας μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας ή σε άδεια υιοθεσίας συνιστά, υπό περιστάσεις όπως εκείνες της ενώπιόν του υποθέσεως, δυσμενή διάκριση η οποία απαγορεύεται βάσει της οδηγίας 2006/54. Μολονότι η διάταξη περί παραπομπής δεν αναφέρεται ρητώς στην οδηγία 92/85, εκτιμώ ότι είναι απαραίτητο να αποσαφηνίσω καταρχάς την έκταση της προστασίας που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης σε σχέση με την άδεια μητρότητας. Τούτο, διότι η παρούσα υπόθεση εγείρει το ζήτημα κατά πόσον μια γυναίκα, η οποία αποκτά το βιολογικό της τέκνο κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας, πρέπει να χαίρει προστασίας συγκρίσιμης με εκείνη που παρέχει η οδηγία 92/85, κατά τον ίδιο τρόπο με μια γυναίκα που γεννά τέκνο.

43.      Η οδηγία 92/85 διέπει αποκλειστικά και μόνον το δικαίωμα σε άδεια μητρότητας κατά το δίκαιο της Ένωσης.

44.      Όπως η ίδια η Z παραδέχεται, δεν κυοφόρησε ούτε γέννησε κατά την έννοια της οδηγίας 92/85. Σε ό,τι αφορά την προστασία που παρέχει η εν λόγω οδηγία, η οποία θεσπίσθηκε βάσει του άρθρου 118 Α της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 153 ΣΛΕΕ), είναι αρκετά σαφές ότι η προστασία που προσφέρει αποβλέπει στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων εργαζομένων (17). Τουτέστιν, αποσκοπεί στην προστασία της φυσικής και διανοητικής τους κατάστασης. Αναφερόμενο στο στοιχείο αυτό, η όγδοη αιτιολογική σκέψη στο προοίμιο της οδηγίας προσδιορίζει τις εγκύους και λεχώνες ή γαλουχούσες εργαζόμενες ως μια ιδιαίτερα ευαίσθητη ομάδα κινδύνου και ορίζει ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα για την ασφάλεια και την υγεία τους (18).

45.      Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 14 στο προοίμιο της οδηγίας 92/85, η οποία τονίζει την εύθραυστη υγεία των λεχώνων εργαζομένων, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο αφορά την άδεια μητρότητας, είναι σαφές ότι η δυνάμει της οδηγίας παρεχόμενη προστασία της υγείας και της ασφάλειας προορίζεται για τεκούσες γυναίκες. Πράγματι, το δικαίωμα σε άδεια μητρότητας καθορίζεται ως περίοδος «διάρκειας 14 […] εβδομάδων τουλάχιστον, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό» (η υπογράμμιση δική μου). Επομένως, σκοπός του άρθρου 8 είναι η προστασία της γυναίκας κατά το διάστημα που η υγεία της είναι ιδιαιτέρως εύθραυστη τόσο πριν όσο και μετά τον τοκετό. Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει την πτυχή αυτή της άδειας μητρότητας παρατηρώντας ότι η άδεια μητρότητας, αντιθέτως προς τη γονική άδεια, σκοπεί στην προστασία της βιολογικής καταστάσεως της γυναίκας και της ειδικής σχέσεως μεταξύ της γυναίκας και του τέκνου της κατά τη διάρκεια της περιόδου που έπεται της εγκυμοσύνης και του τοκετού (19).

46.      Σε γενικότερο επίπεδο, η οδηγία 92/85 αποβλέπει, μεταξύ άλλων, μέσω της άδειας μητρότητας, στο να βοηθήσει τις εργαζόμενες γυναίκες να ανανήψουν από τη φυσική και πνευματική καταπόνηση της εγκυμοσύνης και του τοκετού, καθώς και στη διευκόλυνση της επιστροφής τους στην αγορά εργασίας μετά το τέλος της άδειάς τους. Η οδηγία λειτουργεί, επομένως, ως μέσο για την προώθηση ουσιαστικής ισότητας μεταξύ των φύλων.

47.      Κατά γενική ομολογία, όπως προαναφέρθηκε, ερμηνεύοντας τον κατά την οδηγία 92/85 δικαιολογητικό λόγο της άδειας μητρότητας, το Δικαστήριο αποδίδει επίσης σημασία στην ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσεται μετά τον τοκετό μεταξύ της γυναίκας και του τέκνου της. Εντούτοις, εκτιμώ ότι ο σκοπός αυτός μπορεί να γίνει κατανοητός μόνον εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, ως λογική συνέπεια του τοκετού (και του θηλασμού). Διαφορετικά, εάν αποδιδόταν αυτοτελής σημασία στον σκοπό αυτό, η έκταση της προστασίας που παρέχει το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85 δεν θα μπορούσε, κατά την άποψή μου, να περιορισθεί πράγματι μόνον στις τεκούσες γυναίκες, αλλά θα έπρεπε αναγκαστικά να καλύπτει, επίσης, τις θετές μητέρες ή, εν τέλει, κάθε άλλον γονέα που φροντίζει αποκλειστικώς το νεογέννητο τέκνο του.

48.      Ακριβώς λόγω του σαφώς καθοριζόμενου σκοπού περί προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων που βρίσκονται σε ευάλωτη κατάσταση, δεν μπορώ να ερμηνεύσω την οδηγία 92/85 υπό την έννοια ότι προστατεύει το δικαίωμα σε άδεια μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας στην περίπτωση μητέρας που απέκτησε το βιολογικό της τέκνο κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας. Πράγματι, παρότι η Z είναι η βιολογική μητέρα του τέκνου που γεννήθηκε μέσω παρένθετης μητρότητας, δεν είμαι πεπεισμένος ότι η περίσταση αυτή και μόνον μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 92/85, ούτως ώστε να προστατεύεται, εν γένει, η μητρότητα, ή εν τέλει η ιδιότητα του γονέα, κατά παρέκκλιση από το ίδιο το γράμμα της και από τους σκοπούς που αυτή σαφώς θέτει.

49.      Θα προσέθετα, εντούτοις, ότι, επειδή το επίπεδο προστασίας που εγγυάται η οδηγία 92/85 είναι μόνον το ελάχιστο αποδεκτό, τα κράτη μέλη μπορούν ασφαλώς να παρέχουν εκτενέστερη προστασία, τόσο για τις βιολογικές μητέρες όσο και για τις κυοφόρους και τις θετές μητέρες (και πατέρες). Κατά την άποψή μου, τα κράτη μέλη έχουν σημαντική διακριτική ευχέρεια να παρέχουν, πέραν του είδους αδείας που ρυθμίζει το άρθρο 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 92/85, δικαίωμα σε άδεια μετ’ αποδοχών που καλύπτει –εφόσον κρίνεται σκόπιμο– ακόμα και τις εργαζόμενες που δεν έχουν γεννήσει τέκνο.

50.      Εντούτοις, στο μέτρο που η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία δεν επεκτείνει το δικαίωμα άδειας στις αναθέτουσες μητέρες, τούτο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αντιβαίνον στην οδηγία 92/85. Τούτο δε, απλούστατα, επειδή η Z δεν εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/85.

51.      Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να τονίσω ότι η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 92/85 –και, συνεπώς, η επέκταση του δικαιώματος σε άδεια μετ’ αποδοχών σε εργαζόμενη γυναίκα το βιολογικό τέκνο της οποίας γεννάται από κυοφόρο μητέρα– θα είχε ως αποτέλεσμα μια αντιφατική κατάσταση, στην οποία η οδηγία 92/85 θα επέκτεινε το δικαίωμα άδειας μετ’ αποδοχών σε μια εργαζόμενη γυναίκα που προβαίνει σε παρένθετη μητρότητα, αλλά δεν θα επέκτεινε, αντιστοίχως, το εν λόγω δικαίωμα σε μια εργαζόμενη θετή μητέρα –ή ακόμα και στον πατέρα, είτε μέσω παρένθετης μητρότητας είτε διαφορετικά. Ως έχει σήμερα, δεν απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης υποχρέωση των κρατών μελών να χορηγούν άδεια υιοθεσίας μετ’ αποδοχών και/ή γονική άδεια.

52.      Όπως σαφώς προκύπτει από το άρθρο 1 της οδηγίας 92/85, σε συνδυασμό με την όγδοη αιτιολογική σκέψη αυτής, η εν λόγω οδηγία καλύπτει μόνον μιαν ειδική κατηγορία εργαζόμενων, ως προς τους οποίους ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι χρήζουν ειδικής προστασίας. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι μια γυναίκα που προβαίνει σε παρένθετη μητρότητα δεν μπορεί να συγκριθεί με μια γυναίκα η οποία, αφού κυοφόρησε και υπέστη τη σωματική και πνευματική καταπόνηση της εγκυμοσύνης, γεννά ένα τέκνο.

53.      Εντούτοις, όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, τα ανωτέρω δεν αποκλείουν per se την προστασία βάσει της οδηγίας 2006/54. Τούτο επιβεβαιώνεται στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Mayr (20), η οποία αφορά το χρονικό στοιχείο της έννοιας της εγκυμοσύνης στο πλαίσιο της διαδικασίας εξωσωματικής γονιμοποίησης.

2.      Εμπίπτει η περίπτωση της Z στην οδηγία 2006/54;

54.      Για να τύχει εφαρμογής η οδηγία 2006/54, πρέπει να αποδεικνύεται ότι η προβαλλόμενη διακριτική μεταχείριση στηρίζεται στο φύλο. Προκειμένου να καταστήσω σαφή τον λόγο για τον οποίο εκτιμώ ότι τούτο δεν συντρέχει εν προκειμένω, θα εξηγήσω, καταρχάς, γιατί η παρούσα υπόθεση πρέπει να διακριθεί από την υπόθεση Mayr. Εν συνεχεία, θα εξετάσω το ζήτημα του προσδιορισμού του ορθού μέτρου σύγκρισης.

55.      Προκαταρκτικώς, παρατηρώ ότι η εκτενής νομολογία του Δικαστηρίου διατηρεί έναν διαχωρισμό μεταξύ, αφενός, δυσμενούς διάκρισης λόγω εγκυμοσύνης και μητρότητας βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2006/54 και, αφετέρου, άλλων μορφών απαγορευόμενης δυσμενούς διάκρισης λόγω φύλου βάσει του άρθρού 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄ ή β΄, της οδηγίας αυτής (21). Πράγματι, κατά το αξίωμα «όμοιες καταστάσεις χρήζουν ίδιας μεταχείρισης» ή, αντιστρόφως, «διαφορετικές καταστάσεις δεν χρήζουν ίδιας μεταχείρισης», γίνεται δεκτό ότι, ενώ η διαπίστωση δυσμενούς διάκρισης λόγω εγκυμοσύνης ή μητρότητας δεν προαπαιτεί την ύπαρξη μέτρου σύγκρισης εξαιτίας της (αναγόμενης στο φύλο) ειδικής προϋπόθεσης εγκυμοσύνης ή μητρότητας (22), άλλα είδη δυσμενούς διάκρισης λόγω φύλου την προαπαιτούν.

56.      Όσον ειδικότερα αφορά την υπόθεση Mayr, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εργαζόμενη που προβαίνει σε διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης δεν μπορεί να επικαλεστεί την προστασία που παρέχει η οδηγία 92/85 σε σχέση με την απόλυση, εάν τα γονιμοποιημένα ωάρια δεν έχουν μεταφερθεί ακόμη στη μήτρα της (23). Εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε, στη συνέχεια, ότι μια τέτοια εργαζόμενη, η οποία δεν κυοφορεί κατά την έννοια της οδηγίας 92/85, μπορούσε, εντούτοις, να επικαλεστεί την προστασία από τις δυσμενείς διακρίσεις λόγω φύλου, την οποία παρέχει η οδηγία 76/207/ΕΟΚ (24) που έχει πλέον αντικατασταθεί από την οδηγία 2006/54 (25).

57.      Κατά το Δικαστήριο, η απόλυση εργαζόμενης γυναίκας επειδή υφίσταται μια ειδική θεραπεία (26), η οποία αποτελεί κρίσιμο στάδιο της διαδικασίας εξωσωματικής γονιμοποίησης και αφορά άμεσα μόνον τις γυναίκες, εισάγει άμεση δυσμενή διάκριση λόγω φύλου (27). Η συλλογιστική αυτή απορρέει από την απόφαση στην υπόθεση Dekker (28), στην οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι μόνον οι γυναίκες μπορούν να υφίστανται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση συνεπεία της εγκυμοσύνης. Διευρύνοντας τη συλλογιστική αυτή, καταδεικνύεται ότι, στην απόφαση Mayr, το Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ ιατρικής αγωγής που αφορά μόνον το ένα φύλο (σχετιζόμενη με την εγκυμοσύνη) και ασθένειας που αφορά μόνον το ένα φύλο (σχετιζόμενη με την εγκυμοσύνη, αλλά που παρουσιάζεται μετά το πέρας της άδειας μητρότητας) (29).

58.      Η προσέγγιση που υιοθετήθηκε στην απόφαση Mayr φαίνεται να σχετίζεται στενά με τον σκοπό της διαδικασίας εξωσωματικής γονιμοποίησης, ο οποίος έγκειται στην πρόκληση εγκυμοσύνης στην ενδιαφερόμενη γυναίκα μέσω ιατρικής παρεμβάσεως. Η παραπομπή στον σκοπό του άρθρου 2, παράγραφος 3 (30), της οδηγίας 76/207, ο οποίος έγκειται στην προστασία των γυναικών και, ιδίως, των εγκύων εργαζόμενων, φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι η απαγορευόμενη δυσμενής διάκριση στην υπόθεση αυτή οφειλόταν στον άμεσο σύνδεσμο που υφίσταται μεταξύ, αφενός, των (αφορόντων το ένα φύλο) ειδικών χαρακτηριστικών της κρίσιμης αγωγής, η οποία μπορεί να αφορά μόνον γυναίκες, και, αφετέρου, της εγκυμοσύνης, η οποία τυγχάνει ειδικής προστασίας βάσει του δικαίου της Ένωσης (31).

59.      Δεδομένου ότι η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση την οποία προβάλλει ότι υπέστη η Z δεν σχετίζεται με το γεγονός ότι είναι –ή πρόκειται να καταστεί– έγκυος συνεπεία της διαδικασίας τεχνητής γονιμοποίησης στην οποία προέβη, αλλά με το γεγονός ότι είναι γυναίκα γονέας ενός τέκνου, κρίνω ότι είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί ένας άνδρας-μέτρο σύγκρισης.

60.      Τονίζω, επιπλέον, ότι, σε αντιδιαστολή με την υπόθεση Mayr, η υπόθεση στην κύρια δίκη δεν αφορά απόλυση. Αφορά το δικαίωμα σε μια ειδική μορφή αμοιβής και σχετίζεται, επομένως, ειδικότερα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2006/54 (παρότι το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει επίσης το άρθρο 14 αυτής), που απαγορεύει κάθε δυσμενή διάκριση λόγω φύλου «για το σύνολο των στοιχείων και όρων αμοιβής».

61.      Στο πλαίσιο αυτό, δυσκολεύομαι να κάνω δεκτό ότι η Z υπέστη απαγορευόμενη δυσμενή διάκριση λόγω φύλου.

62.      Στην παρούσα υπόθεση, η διαφορετική μεταχείριση για την οποία διαμαρτύρεται η Z δεν βασίζεται στο φύλο, αλλά στην άρνηση των εθνικών αρχών να εξομοιώσουν την περίπτωση μιας αναθέτουσας μητέρας με εκείνην είτε μιας γυναίκας που έχει γεννήσει είτε μιας θετής μητέρας. Ως εκ τούτου, η οδηγία 2006/54 δεν εφαρμόζεται ως προς την λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση για την οποία διαμαρτύρεται η Z.

63.      Πράγματι, είναι προφανές ότι ένας άνδρας γονέας τέκνου που γεννήθηκε μέσω παρένθετης μητρότητας (ή έστω διαφορετικά) θα ετύγχανε της ίδιας ακριβώς μεταχείρισης όπως η Z σε μια συγκρίσιμη περίπτωση: πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως και μια γυναίκα αναθέτων γονέας, δεν θα δικαιούνταν άδεια μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας ή σε άδεια υιοθεσίας. Κατά την άποψή μου, τυχόν ερμηνεία της οδηγίας 2006/54 υπό την έννοια ότι αποκλείει τη μη χορήγηση άδειας μετ’ αποδοχών σε γυναίκα που προβαίνει σε παρένθετη μητρότητα θα ήταν, αυτή καθαυτήν, αντίθετη προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Τέτοια ερμηνεία θα είχε το αντιφατικό αποτέλεσμα της δυσμενούς διάκρισης εις βάρος ανδρών που γίνονται γονείς και φροντίζουν αποκλειστικά ένα τέκνο. Κατά την άποψή μου, μια διάκριση μεταξύ φύλων η οποία δεν σχετίζεται με την ειδική σωματική και πνευματική καταπόνηση της εγκυμοσύνης και της γέννησης ενός τέκνου θα αποτελούσε, επιπλέον, μια αξιολογική κρίση ως προς την ποιοτική διαφορά μεταξύ μητρότητας και ιδιότητας του γονέα εν γένει.

64.      Ως προς τούτο, φρονώ ότι, για μια γυναίκα που γίνεται μητέρα κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας, κατάλληλο σημείο σύγκρισης φαίνεται να είναι –όπως η ίδια η Z παραδέχεται– μια θετή μητέρα (ή, ανάλογα με την περίπτωση, ένας γονέας, άνδρας ή γυναίκα) που δεν έχει γεννήσει τέκνο. Όπως και η θετή μητέρα, έγινε μητέρα χωρίς να υποστεί τις φυσικές και πνευματικές συνέπειες της εγκυμοσύνης και της γέννας –αν και ουδόλως υποεκτιμώ τις δυσκολίες που συνεπάγεται η πρόσθετη μητρότητα (ή η υιοθεσία).

65.      Όσον αφορά την υιοθεσία, το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει διάταξη η οποία να συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να χορηγούν άδεια μετ’ αποδοχών σε θετούς γονείς. Το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/54 αναφέρεται μόνον στην προστασία έναντι δυσμενών διακρίσεων για άνδρες ή γυναίκες που κάνουν χρήση άδειας υιοθεσίας ή γονικής άδειας, σε κράτη μέλη στα οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα λήψεως τέτοιας άδειας. Πράγματι, όπως καθίσταται σαφές από το άρθρο 16 της οδηγίας 2006/54, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 27 αυτής, δυσμενής διάκριση κατά την έννοια της οδηγίας αυτής μπορεί να συντρέχει μόνον σε σχέση με την άσκηση δικαιώματος το οποίο αναγνωρίζεται κατά το εθνικό δίκαιο. Παράλληλα, η οδηγία παρέχει στα κράτη μέλη τη διακριτική ευχέρεια να προβούν στις ρυθμίσεις που κρίνονται κατάλληλες σε σχέση με τα είδη αυτά άδειας (32). Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η Z ουδόλως έτυχε λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης επειδή έλαβε άδεια υιοθεσίας.

66.      Εντούτοις, κατά την άποψή μου, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η μη ευνοϊκή μεταχείριση έναντι θετών μητέρων.

67.      Συναφώς, όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει άδεια μετ’ αποδοχών –ή άλλη μορφή άδειας που δεν εξαρτάται από την ειδική προϋπόθεση να έχει κυοφορήσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο– θα πρέπει να επαφίεται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα του εν λόγω εθνικού δικαίου, κατά πόσον η εφαρμογή διαφορετικών κανόνων στους θετούς γονείς και στους γονείς που απέκτησαν τέκνο κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας (και οι οποίοι αναγνωρίζονται ως νόμιμοι γονείς του τέκνου) εισάγει δυσμενή διάκριση (33).

68.      Συνοψίζοντας, φρονώ ότι, επειδή η διαφορετική μεταχείριση για την οποία διαμαρτύρεται η Z δεν συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, η οδηγία 2006/54 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική νομοθεσία, η οποία δεν προβλέπει άδεια μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας ή σε άδεια υιοθεσίας, για μια γυναίκα η οποία είναι η βιολογική μητέρα τέκνου γεννηθέντος κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας (34).

3.      Ο αντίκτυπος του πρωτογενούς δικαίου

69.      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, περαιτέρω, να διευκρινιστεί κατά πόσον η οδηγία 2006/54 είναι συμβατή προς το άρθρο 3 ΣΕΕ, το άρθρο 8 ΣΛΕΕ και το άρθρο 157 ΣΛΕΕ, καθώς και προς τα άρθρα 21, 23, 33 και 34 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

70.      Πρώτον, είναι προφανές ότι, σε συνδυασμό με τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης, οι μνημονευόμενες από το αιτούν δικαστήριο διατάξεις μπορούν να λειτουργήσουν ως βάση για την εξέταση του παράγωγου δικαίου της Ένωσης (35). Εντούτοις, όσον αφορά το άρθρο 3 ΣΕΕ (το οποίο καθορίζει γενικούς στόχους για την Ευρωπαϊκή Ένωση), και ιδίως την παράγραφο 3 αυτού, καθώς και τα άρθρα 8 και 157 ΣΛΕΕ, επισημαίνω ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν, στα συναφή τους μέρη, την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών. Δεδομένου του ανωτέρω συμπεράσματος, κατά το οποίο το δικαίωμα σε άδεια μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας ή σε άδεια υιοθεσίας για αναθέτουσες μητέρες δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 92/85 και 2006/54, δεν τίθεται, κατά την άποψή μου, ζήτημα συμβατότητας της οδηγίας 2006/54 προς τις μνημονευθείσες διατάξεις των Συνθηκών.

71.      Δεύτερον, σε σχέση με τις διατάξεις του Χάρτη (άρθρα 21, 23, 33 και 34) που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, πρέπει απαραιτήτως να ληφθεί υπόψη ότι, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι διατάξεις του ισχύουν για τα κράτη μέλη μόνον κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Τουτέστιν, για να ενεργοποιηθεί η εφαρμογή του Χάρτη, πρέπει να αποδεικνύεται ένας αρκούντως στενός σύνδεσμός με το δίκαιο της Ένωσης. Κατά την έννοια αυτή, η επίκληση διατάξεως του Χάρτη δεν αρκεί ώστε να μετατραπεί μια περίπτωση που εμπίπτει κατά τα άλλα στο εθνικό δίκαιο σε περίπτωση που καλύπτεται από το δίκαιο της Ένωσης (36). Τούτο συμβαίνει διότι ο Χάρτης εφαρμόζεται μόνον στο μέτρο που μια υπόθεση αφορά, όχι μόνον μια διάταξη του Χάρτη, αλλά επίσης έναν άλλο κανόνα του δικαίου της Ένωσης ο οποίος έχει άμεση σχέση με την υπόθεση (37). Όπως προσπάθησα να αποδείξω ανωτέρω, τέτοια σχέση δεν φαίνεται να υπάρχει εν προκειμένω.

72.      Θα προσέθετα, επίσης, ότι, σύμφωνα με την αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 51, παράγραφος 2, του Χάρτη, αυτός δεν διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης πέραν των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, δεν «θεσπίζει νέες αρμοδιότητες και καθήκοντα για την [Ευρωπαϊκή] Ένωση, ούτε τροποποιεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα, όπως ορίζονται στις Συνθήκες».

73.      Ενώ ο Χάρτης (και το συνολικό πρωτογενές δίκαιο) πρέπει αναμφισβητήτως να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία του παράγωγου δικαίου της Ένωσης (38), δεν αντιλαμβάνομαι πώς οι μνημονευόμενες από το αιτούν δικαστήριο διατάξεις του Χάρτη θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διευρυνθεί το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/54. Όπως προαναφέρθηκε, η επίμαχη καταγγελία περί δυσμενούς διάκρισης σχετίζεται με το γεγονός ότι η Z δεν έτυχε της ίδιας μεταχείρισης με μια γυναίκα που έχει γεννήσει ή με μια θετή μητέρα, περίπτωση που δεν καλύπτεται από την οδηγία αυτή. Τουτέστιν, ένα ειδικό νομοθετικό μέσο που αντανακλά τη θεμελιώδη επιλογή του νομοθέτη να προωθήσει την ουσιαστική ισότητα μεταξύ των φύλων –σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 23 του Χάρτη– δεν μπορεί να ερμηνευθεί, με την απλή επίκληση θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό την έννοια ότι καλύπτει κάθε (πιθανή) μορφή δυσμενούς διάκρισης (39). Ούτε μπορεί μια τέτοια επιλογή να επηρεάσει το κύρος της οδηγίας 2006/54.

74.      Κατά γενική ομολογία, οσάκις μια ειδική περίπτωση (ή μια κατηγορία προσώπων) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ενός νομοθετήματος της Ένωσης, το Δικαστήριο δύναται να επιχειρήσει να διορθώσει τις ανακολουθίες μεταξύ δευτερογενούς και πρωτογενούς δικαίου μέσω μιας «λίαν τελολογικής» (40) ερμηνείας. Τέτοια ήταν η περίπτωση στην υπόθεση Sturgeon (41), όπου οι σχετικές διατάξεις του κανονισμού (EΚ) 261/2004 (42) ερμηνεύθηκαν υπό το πρίσμα της γενικής αρχής της ίσης μεταχείρισης προκειμένου να διευρυνθεί το πεδίο προστασίας που παρέχει ο κανονισμός αυτός σε σχέση με επιβάτες των οποίων οι πτήσεις καθυστερούν (43). Εντούτοις, μια τέτοια ερμηνεία προϋποθέτει, καταρχάς, ότι η προβαλλόμενη διαφορετική μεταχείριση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του επίμαχου νομοθετήματος. Τούτο δεν συντρέχει εν προκειμένω (44).

75.      Όπως εξήγησα ανωτέρω, δεν μπορώ να ερμηνεύσω τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις υπό την έννοια ότι συνεπάγονται υποχρέωση χορηγήσεως άδειας μετ’ αποδοχών σε μια γυναίκα, όπως η Z, η οποία προσέφυγε σε παρένθετη μητρότητα προκειμένου να αποκτήσει τέκνο. Κατά το δίκαιο της Ένωσης, άδεια μητρότητας μετ’ αποδοχών προβλέπεται ρητώς για γυναίκες που έχουν γεννήσει τέκνο. Σε ό,τι αφορά τα άλλα είδη άδειας (άδεια υιοθεσίας ή γονική άδεια, ιδίως), τα κράτη μέλη διατηρούν ουσιαστική διακριτική ευχέρεια να προβούν στις ρυθμίσεις που κρίνουν κατάλληλες.

76.      Υπό το πρίσμα των ως άνω σκέψεων, φρονώ ότι στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2006/54 δεν εφαρμόζεται σε περιστάσεις, όπως εκείνες της υποθέσεως της κύριας δίκης, στις οποίες δεν χορηγήθηκε άδεια μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας και/ή σε άδεια υιοθεσίας σε γυναίκα, το βιολογικό τέκνο της οποίας γεννήθηκε κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας. Το συμπέρασμα αυτό δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος της οδηγίας αυτής.

 Γ –      Δυσμενής διάκριση λόγω αναπηρίας

1.      Προστασία που παρέχει η οδηγία 2000/78

77.      Το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο ερώτημα αφορούν το ζήτημα της αναπηρίας. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η μη χορήγηση άδειας μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας ή σε άδεια υιοθεσίας εισάγει δυσμενή διάκριση λόγω αναπηρίας βάσει της οδηγίας 2000/78 (ειδικότερα το τρίτο ερώτημα). Τούτο, διότι η ενδιαφερόμενη μητέρα βρίσκεται σε κατάσταση που δεν της επιτρέπει να κυοφορήσει.

78.      Στο πλαίσιο αυτό, το Equality Tribunal ζητεί, επίσης, να διευκρινιστεί ποια σημασία πρέπει να δοθεί στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά την ερμηνεία της οδηγίας 2000/78 και, περαιτέρω, κατά πόσον η Σύμβαση αυτή μπορεί να επηρεάσει το κύρος της εν λόγω οδηγίας (πέμπτο και έκτο ερώτημα). Επιπλέον, το τέταρτο ερώτημα θέτει ζήτημα κύρους σε σχέση με ορισμένες διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης.

79.      Καταρχάς, παρατηρώ ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί εν μέρει επί του πέμπτου ερωτήματος στην πρόσφατη απόφαση Ring (45). Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η οδηγία 2000/78 πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών (46). Δυνάμει του άρθρου 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύουν τα θεσμικά της όργανα. Κατά συνέπεια, οι συμφωνίες αυτές πρέπει να υπερισχύουν έναντι των πράξεων της Ένωσης (47).

80.      Πράγματι, στο μέτρο που η οδηγία 2000/78 αποτελεί μια εκ των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης που αφορούν ζητήματα που διέπονται από τη Σύμβαση αυτή (48)–σημείο ως προς το οποίον συμφωνούν όλα τα μέρη που υπέβαλαν παρατηρήσεις– είναι προφανές ότι η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών συνιστά παράμετρο που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνεται υπόψη για την ερμηνεία της οδηγίας 2000/78.

81.      Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα που τίθεται με το πέμπτο και με το έκτο ερώτημα, δηλαδή τη δυνατότητα να αμφισβητηθεί η συμβατότητα της οδηγίας 2000/78 προς τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει το κύρος του παράγωγου δικαίου της Ένωσης υπό το πρίσμα διεθνούς συμφωνίας μόνον εφόσον τούτο δεν προσκρούει «στη φύση και στην οικονομία» μιας τέτοιας συμφωνίας και εφόσον, επίσης, οι διατάξεις της διεθνούς συνθήκης κρίνονται, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου τους, ως άνευ αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς (49). Όπως θα εξηγήσω λεπτομερέστερα στη συνέχεια, φρονώ ότι η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών και, ειδικότερα, οι μνημονευόμενες από το αιτούν δικαστήριο διατάξεις δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση προκειμένου να αμφισβητηθεί το κύρος της οδηγίας 2000/78.

82.      Προκειμένου να καθορισθεί κατά πόσον η οδηγία 2000/78 έχει εφαρμογή στην περίπτωση της Ζ, θα περιγράψω καταρχάς συνοπτικά την εξέλιξη της έννοιας της αναπηρίας στο πλαίσιο της οδηγίας 2000/78. Ακολούθως, θα εξετάσω το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

 Εμπίπτει η περίπτωση της Z στην έννοια της αναπηρίας κατά την οδηγία 2000/78;

83.      Κατά κοινή παραδοχή, μπορούν να προσδιοριστούν (τουλάχιστον) δύο διαφορετικές έννοιες της αναπηρίας: η ιατρική (ή ατομική) και η κοινωνική έννοια της αναπηρίας (50).

84.      Η ιατρική έννοια δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο άτομο και στη μειονεκτικότητα, η οποία καθιστά δυσχερή για το οικείο άτομο την προσαρμογή ή την ένταξη στο άμεσο κοινωνικό περιβάλλον. Αντιθέτως προς το ιατρικό μοντέλο, η κοινωνική έννοια της αναπηρίας, η οποία βασίζεται σε μια κατά περίπτωση προσέγγιση, δίνει έμφαση στην αλληλεπίδραση μεταξύ της μειονεκτικότητας και της αντίδρασης της κοινωνίας ή εν τέλει, στην οργάνωση της κοινωνίας με αντικείμενο τη μέριμνα των ατόμων με μειονεκτικότητες. Σημαντικό είναι ότι το μοντέλο αυτό παρέχει μια πιο καθολική αντίληψη της αναπηρίας. Ιδιαίτερη σημασία έχει το ότι η αναπηρία εξαρτάται από το εκάστοτε πλαίσιο και από την εκάστοτε κατάσταση: παραδείγματος χάρη, μια μακροχρόνια ασθένεια, όπως ο διαβήτης, ή ακόμα και μια αλλεργία ενδέχεται, αναλόγως του άμεσου περιβάλλοντος, να συνιστά αναπηρία.

85.      Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών αντανακλά το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας. Αναγνωρίζει ότι η αναπηρία «είναι προϊόν της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ατόμων με μειονεκτικότητες και της αντιμετώπισης και του περιβάλλοντος που παρεμποδίζουν την πλήρη και ουσιαστική συμμετοχή τους στην κοινωνία, ισότιμα με τα άλλα μέλη της» (51). Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η αναπηρία προκύπτει από την αδυναμία του κοινωνικού περιβάλλοντος να προσαρμοστεί στις ανάγκες των ατόμων με μειονεκτικότητες και να μεριμνήσει για αυτές (52). Στον βαθμό που το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας υπερβαίνει τα όρια αυτού που στην καθομιλούμενη γίνεται κατανοητό ως αναπηρία (συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της διανοητικής αναπηρίας), η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών παρέχει λογικά μια πιο ισχυρή και εκτενή προστασία έναντι των δυσμενών διακρίσεων από ό,τι ένας στενός και επικεντρωμένος στο άτομο ορισμός. Πράγματι, αναγνωρίζει ότι η αναπηρία είναι «τόσο κοινωνικό μόρφωμα όσο και ιατρικό γεγονός» (53).

86.      Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζω ότι η έννοια της αναπηρίας έχει εξελιχθεί σημαντικά με τη νομολογία του Δικαστηρίου στο ειδικό πλαίσιο της οδηγίας 2000/78.

87.      Κατά την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Chacón Navas (54), η έννοια της αναπηρίας πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο, όχι μόνον για να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή, αλλά, επίσης, για να εξασφαλίζεται ότι η αρχή της ισότητας τηρείται στην ύψιστη έκφρασή της (55). Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο επέλεξε μια σαφώς στενή έννοια της αναπηρίας: την καθόρισε ως μια μειονεκτικότητα, οφειλόμενη σε πάθηση φυσική, διανοητική ή ψυχική, η οποία παρακωλύει τη συμμετοχή του ατόμου στον επαγγελματικό βίο (56).

88.      Εντούτοις, η απόφαση στην υπόθεση Ring σηματοδοτεί προφανώς μια αλλαγή πλεύσης στη νομολογία του Δικαστηρίου. Στην απόφαση αυτή, η κατά την Ένωση έννοια της αναπηρίας εξομοιώθηκε ρητώς με εκείνη της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών.

89.      Στηριζόμενο στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η αναπηρία πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως «εξελισσόμενη έννοια». Στο ειδικό πλαίσιο της οδηγίας 2000/78, η έννοια αυτή αφορά μια «μειονεκτικότητα, οφειλόμενη, ιδίως, σε πάθηση σωματική, διανοητική ή ψυχική, η οποία σε συνδυασμό με διάφορους περιορισμούς μπορεί να παρακωλύσει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του συγκεκριμένου ατόμου στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους» (57). Ενώ η αιτία της αναπηρίας (εκ γενετής, ατύχημα ή ασθένεια) δεν έχει σημασία, η μειονεκτικότητα πρέπει να είναι «μακροχρόνια» (58).

90.      Εντούτοις, φαίνεται να υφίσταται μια αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ του ορισμού στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών και εκείνου στην απόφαση Ring. Ενώ η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών αναφέρεται ευρέως στη συμμετοχή στην κοινωνία, ο ορισμός του Δικαστηρίου καλύπτει μόνον τη συμμετοχή στον επαγγελματικό βίο.

91.      Κατά την άποψή μου, η διαφορά αυτή υπαγορεύεται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 το οποίο καθορίζεται από τις επιλογές πολιτικής στις οποίες προέβη ο νομοθέτης στο ειδικό αυτό πεδίο. Εν τέλει, συνδέεται, επομένως, άρρηκτα με το ζήτημα του τι εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ένωσης και τι όχι . Η ουσία του ζητήματος είναι, ως εκ τούτου, η εξής: η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Z διακυβεύει τις προοπτικές της να συμμετάσχει στον επαγγελματικό βίο;

92.      Συναφώς, θα υπογράμμιζα ότι ο σκοπός που επιδιώκει η οδηγία 2000/78, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, είναι να καθιερώσει ένα γενικό πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων, όσον αφορά την απασχόληση και την εργασία, για οποιονδήποτε από τους λόγους που μνημονεύονται στη διάταξη αυτή. Στους λόγους αυτούς περιλαμβάνεται η αναπηρία. Όπως προαναφέρθηκε, η έννοια αυτή προσδιορίστηκε ακολούθως με τη νομολογία του Δικαστηρίου (59).

93.      Ουδόλως αμφισβητώ ότι μια κατάσταση, όπως αυτή στην οποία βρίσκεται η Z, ενδέχεται να συνιστά μακροχρόνια μειονεκτικότητα, «οφειλόμενη, ιδίως, σε πάθηση φυσική, διανοητική ή ψυχική». Δεδομένης της επιθυμίας της να αποκτήσει δικό της τέκνο, η κατάσταση της Z προκαλεί ασφαλώς μεγάλη δυσφορία. Πράγματι, βάσει της ευρύτερης κοινωνικής αντίληψης περί της αναπηρίας, η οποία απορρέει από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών, ενδέχεται, υπό ορισμένες συνθήκες, η μειονεκτικότητα αυτή να παρακωλύει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή ενός προσώπου στην κοινωνία.

94.      Εντούτοις, δεν είμαι πεπεισμένος ότι η οδηγία 2000/78 έχει εφαρμογή στις ειδικές περιστάσεις της υποθέσεως αυτής.

95.      Δεν φρονώ ότι η κατάσταση της Z παρακωλύει, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, «σε συνδυασμό με διάφορους περιορισμούς […] την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του συγκεκριμένου ατόμου στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους» (η υπογράμμιση δική μου). Πράγματι, όπως επισήμανε το Δικαστήριο, η έννοια της «αναπηρίας», όπως προκύπτει από την οδηγία 2007/78, πρέπει να γίνεται αντιληπτή σε σχέση με τις δυνατότητες του ατόμου αυτού να εργαστεί και να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα (60). Η προσέγγιση αυτή φαίνεται να συνάδει προς τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία, δηλαδή, την καταπολέμηση των δυσμενών διακρίσεων στο ειδικό πλαίσιο της απασχόλησης και, συνεπώς, την παροχή στα άτομα με αναπηρία της δυνατότητας να έχουν πρόσβαση και να συμμετέχουν στην απασχόληση.

96.      Τουτέστιν, εξαιτίας της εγγενώς εξαρτώμενης από το εκάστοτε πλαίσιο φύσεως της αναπηρίας, το ζήτημα τι συνιστά αναπηρία κατά την οδηγία 2000/78 πρέπει να εξετάζεται ανά περίπτωση υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει αυτό το νομοθέτημα. Κατά συνέπεια, το ζήτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η επίμαχη μειονεκτικότητα παρακωλύει –σε αλληλεπίδραση με ειδικά εμπόδια, είτε σωματικά, είτε οργανωτικά, είτε αναγόμενα στη συμπεριφορά– την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας.

97.      Καίτοι η αδυναμία απόκτησης τέκνου με συμβατικά μέσα μπορεί να εκλαμβάνεται ως άκρως άδικη από το άτομο που επιθυμεί να αποκτήσει δικό του τέκνο, δεν μπορώ να ερμηνεύσω το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο της Ένωσης υπό την έννοια ότι καλύπτει περιπτώσεις που δεν συνδέονται με την ικανότητα του οικείου ατόμου να εργαστεί (61). Ως προς τούτο, πρέπει απαραιτήτως να υπογραμμιστεί η εγγενής λειτουργική φύση της έννοιας της αναπηρίας κατά την οδηγία 2000/78. Κατά την άποψή μου, προκειμένου μια μειονεκτικότητα να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, πρέπει να αποδεικνύεται μια αλληλεξάρτηση μεταξύ της μειονεκτικότητας αυτής και της ικανότητας του οικείου ατόμου να εργαστεί. Ο σύνδεσμος αυτός φαίνεται να απουσιάζει σε περιστάσεις όπως εκείνες της υποθέσεως της κύριας δίκης (62). Από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η μειονεκτική θέση στην οποία βρίσκεται η Ζ θα είχε παρακωλύσει τη συμμετοχή της στον επαγγελματικό βίο.

98.      Φρονώ, επομένως, ότι η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση για την οποία διαμαρτύρεται η Z δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78.

99.      Εντούτοις, στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία 2000/78 έχει εφαρμογή στην ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου επίμαχη περίπτωση, θα προσθέσω τις ακόλουθες παρατηρήσεις σε σχέση με την απαίτηση περί «εύλογων προσαρμογών» κατά το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής.

 Εύλογες προσαρμογές: επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων του ατόμου με αναπηρία και αυτών του εργοδότη

100. Ακόμα και αν υποτεθεί, χάριν επιχειρηματολογίας, ότι η δυσμενής διάκριση για την οποία διαμαρτύρεται η Z εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, δεν αντιλαμβάνομαι πώς το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78 θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στον εργοδότη να χορηγήσει άδεια μετ’ αποδοχών σε έναν υπάλληλο που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με αυτήν. Πράγματι, κατά τη διάταξη αυτή, ο εργοδότης οφείλει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα ώστε το πρόσωπο με αναπηρία να μπορεί να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας, να ασκεί ή να προάγεται στο επάγγελμά του.

101. Κατά κοινή παραδοχή, ουδόλως το γράμμα του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78 ή της αιτιολογικής σκέψης 20 στο προοίμιο αυτής θα απέκλειε, εξ αρχής, το ενδεχόμενο να ερμηνευθεί το άρθρο 5 υπό την έννοια ότι επιβάλλει χορήγηση άδειας μετ’ αποδοχών προκειμένου να εξασφαλισθούν εύλογες προσαρμογές.

102. Ενώ το άρθρο 5 επιβάλλει απλώς στον εργοδότη να «λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα, ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση», η αιτιολογική σκέψη 20 παραθέτει έναν μη εξαντλητικό κατάλογο μέτρων που μπορεί να είναι κατάλληλα για τη διαμόρφωση του χώρου εργασίας ανάλογα με την αναπηρία: στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται τόσο οργανωτικά μέτρα όσο και μέτρα που αποβλέπουν στην προσαρμογή του χώρου στις ανάγκες του ατόμου με ειδικές ανάγκες. Επίσης, είναι σαφές ότι η ανάγκη και η καταλληλότητα των μέτρων πρέπει να αξιολογείται σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση (63). Επιπλέον, υπό το πρίσμα του σκοπού του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78 –να παρέχει στα άτομα με αναπηρία τη δυνατότητα να ξεκινήσουν ή να συνεχίσουν να εργάζονται– η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί διασταλτικά (64).

103. Ως εκ τούτου, οι εύλογες προσαρμογές για τους σκοπούς του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78 –και ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 2 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών– ενδέχεται να συνεπάγεται κόστος για τον εργοδότη (λόγω είτε της προσαρμογής του χώρου είτε οργανωτικών μέτρων). Εντούτοις, τονίζω ότι το άρθρο 5 ορίζει, επίσης, ότι τέτοιες προσαρμογές δεν πρέπει να συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη. Βάσει της αιτιολογικής σκέψης 21 στο προοίμιο της οδηγίας 2000/78, πρέπει να λαμβάνεται ιδίως υπόψη το «οικονομικό και άλλο κόστος που επιφέρουν [τα εν λόγω μέτρα], το μέγεθος και οι οικονομικοί πόροι του οργανισμού ή της επιχείρησης».

104. Συναφώς, ουδόλως αποκλείω ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, η χορήγηση άδειας (άνευ αποδοχών) μπορεί να κρίνεται κατάλληλη προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο οικείος υπάλληλος με αναπηρία μπορεί να συνεχίσει να εργάζεται και να συμμετέχει στην επαγγελματική δραστηριότητα σύμφωνα με τους σκοπούς της οδηγίας 2000/78. Εντούτοις, δυσκολεύομαι να δεχθώ ότι από το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78 μπορεί να συναχθεί υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί άδεια μετ’ αποδοχών.

105. Πράγματι, το σκεπτικό στο οποίο βασίζεται η απαίτηση περί εύλογων προσαρμογών είναι να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ των αναγκών του ατόμου με αναπηρία και αυτών του εργοδότη (65).

106. Στην απόφαση Ring, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μείωση του χρόνου εργασίας ενδέχεται να συνιστά μέσο εύλογων προσαρμογών κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78. Έκανε, επομένως, δεκτό ότι η υποχρέωση εύλογων προσαρμογών μπορεί να επηρεάσει την ελευθερία του εργοδότη να ασκεί την εμπορική του δραστηριότητα και να συνεπάγεται οικονομική επιβάρυνση.

107. Καίτοι η μείωση του χρόνου εργασίας ενδέχεται όντως να αποτελεί σημαντική επιβάρυνση για τον εργοδότη, εξασφαλίζει, εντούτοις, μια ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του εργοδότη και εκείνων του εργαζόμενου: πράγματι, ως αντιστάθμισμα για τις παρασχεθείσες εύλογες προσαρμογές, ο εργαζόμενος συνεχίζει να συμβάλλει στην αποδοτικότητα της επιχείρησης. Παρότι το ζήτημα δεν ετέθη ρητώς στην υπόθεση Ring, φρονώ ότι, προκειμένου να επιτευχθεί κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των εμπλεκόμενων συμφερόντων, η μείωση του χρόνου εργασίας ως μέτρο εύλογων προσαρμογών συνεπάγεται αναγκαστικά αντίστοιχη μείωση του μισθού του ενδιαφερόμενου ατόμου.

108. Αντιθέτως προς τη μείωση του χρόνου εργασίας, η χορήγηση άδειας μετ’ αποδοχών ευνοεί μόνον τα συμφέροντα του εργαζομένου. Σε αντιδιαστολή προς την ανωτέρω περιγραφείσα περίπτωση, η χορήγηση άδειας μετ’ αποδοχών όχι μόνον επιφέρει σημαντική οικονομική επιβάρυνση για τον εργοδότη, αλλά, δεν εξασφαλίζει, επίσης, ότι, σε αντάλλαγμα για την παρασχεθείσα προσαρμογή, ο εργαζόμενος με αναπηρία θα συνεχίσει να συμμετέχει στην επαγγελματική δραστηριότητα. Ουσιαστικά, αν η χορήγηση άδειας μετ’ αποδοχών εξομοιωνόταν με τη μείωση του χρόνου εργασίας, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι ο (ανάπηρος) εργαζόμενος θα επέστρεφε οπωσδήποτε στην εργασία του μετά την περίοδο της άδειας. Δεν θα μπορούσε, εξάλλου, να αποκλεισθεί η αναγκαστική χορήγηση περαιτέρω περιόδων άδειας, εάν ο εργαζόμενος αποφάσιζε να αποκτήσει περισσότερα τέκνα βάσει παρόμοιας συμφωνίας. Υπό το πρίσμα των διαφόρων αμφιβολιών ως προς τη χορήγηση άδειας μετ’ αποδοχών από τη σκοπιά του εργοδότη, τα μέτρα αυτά δεν μπορούν, κατά την άποψή μου, να τύχουν ουσιαστικής σύγκρισης (66).

109. Επιπλέον, η μειονεκτική θέση στην οποία βρίσκεται μια γυναίκα, όπως η Ζ, και η ανάγκη της να λάβει άδεια δεν φαίνεται να συνδέονται άμεσα. Οι εύλογες προσαρμογές απαιτούν, ουσιαστικά, από τον εργοδότη να λάβει μέτρα που διευκολύνουν την πρόσβαση και τη συμμετοχή στην επαγγελματική δραστηριότητα (67). Τούτο επιβεβαιώνεται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 20 αυτής.

110. Είναι, ασφαλώς, αληθές ότι η παρεχόμενη προσαρμογή πρέπει να είναι προσαρμοσμένη σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση. Εντούτοις, οσάκις τα κρίσιμα μέτρα δεν συνδέονται προφανώς με την εγγύηση ότι το οικείο άτομο με αναπηρία έχει πρόσβαση στον επαγγελματικό βίο ή δύναται να συμμετέχει σε αυτόν, το άρθρο 5 δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι συνεπάγεται υποχρέωση του εργοδότη να λάβει τέτοια μέτρα. Αυτό συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η ανάγκη απουσίας από την εργασία δεν είναι αναγκαίο επακόλουθο της παροχής στη Ζ της δυνατότητας να εξακολουθήσει να συμμετέχει στην επαγγελματική δραστηριότητα, αλλά μάλλον, συνέπεια της απόφασής της να προβεί σε παρένθετη μητρότητα.

2.      Ο αντίκτυπος του πρωτογενούς και του διεθνούς δικαίου

111. Το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο ερώτημα αφορούν το κύρος της οδηγίας 2000/78. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον η οδηγία είναι συμβατή, αφενός, προς το άρθρο 10 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 21, 26 και 34 του Χάρτη και, αφετέρου, προς τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών.

112. Το άρθρο 10 ΣΛΕΕ περιέχει μια γενική ρήτρα που αποτυπώνει έναν ιδιαίτερο σκοπό πολιτικής στον οποίο είναι προσηλωμένη η Ευρωπαϊκή Ένωση. Θέτει τον σκοπό της καταπολέμησης των διακρίσεων, μεταξύ άλλων, λόγω αναπηρίας: έναν σκοπό που διευρύνει η οδηγία 2000/78 στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης. Όπως αντιλαμβάνομαι, η εν λόγω διάταξη του πρωτογενούς δικαίου δεν δημιουργεί συγκεκριμένα δικαιώματα ή υποχρεώσεις που θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το κύρος της οδηγίας 2000/78.

113. Στο μέτρο που η οδηγία 2000/78 δεν έχει, κατά την άποψή μου, εφαρμογή στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, παραπέμπω –κατ’ αναλογίαν– στις παρατηρήσεις μου σχετικά με τον Χάρτη, στα σημεία 71 έως 75 ανωτέρω.

114. Όσον αφορά το ζήτημα της συμβατότητας μεταξύ της οδηγίας 2000/78 και της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, επισημαίνω ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η εν λόγω διεθνής πράξη απευθύνονται προφανώς στα συμβαλλόμενα κράτη. Αυτά οφείλουν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα –διά της νομοθετικής οδού, εφόσον είναι απαραίτητο– προκειμένου να διασφαλίσουν την άσκηση των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία όπως κατοχυρώνονται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών (68). Δεδομένου ότι έχει τη μορφή προγραμματικών δηλώσεων, δεν μπορώ να ερμηνεύσω τη Σύμβαση αυτή υπό την έννοια ότι περιέχει οιαδήποτε διάταξη η οποία να πληροί τον όρο ότι η διάταξη πρέπει να είναι άνευ αιρέσεων και αρκούντως ακριβής, όπως προαναφέρθηκε. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι δεν χωρεί επίκληση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών προκειμένου να αμφισβητηθεί το κύρος της οδηγίας 2000/78 (69).

115. Μολοταύτα, θα εξετάσω εν συντομία τις διατάξεις που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο.

116. Πρώτον, τα άρθρα 5, 6 και 28 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών (70) δεν σχετίζονται ειδικώς με την εργασία και την απασχόληση. Καθορίζουν γενικές υποχρεώσεις απευθυνόμενες στα συμβαλλόμενα μέρη προκειμένου αυτά να μεριμνήσουν ώστε να εξασφαλιστεί η επίτευξη των σκοπών της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών. Ως εκ τούτου, δεν μπορώ να αντιληφθώ πώς οι διατάξεις αυτές θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βάση για να τεθεί υπό αμφισβήτηση το κύρος της οδηγίας 2000/78.

117. Δεύτερον, το άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών ορίζει ότι τα «συμβαλλόμενα κράτη διασφαλίζουν και προωθούν την άσκηση του δικαιώματος στην εργασία και για τα άτομα που αποκτούν αναπηρία κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους, λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα, περιλαμβανομένων των νομοθετικών, που μεταξύ άλλων […] προστατεύουν τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, σε ισότιμη βάση με τα δικαιώματα των άλλων ατόμων, να απολαμβάνουν δίκαιες και ευνοϊκές συνθήκες εργασίας, όπως ίσες ευκαιρίες και ίση αμοιβή για εργασία ίσης αξίας […]».

118. Η διάταξη αυτή καταλείπει, επομένως, στη διακριτική ευχέρεια των συμβαλλόμενων μερών να καθορίσουν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Ως εκ τούτου, η ευχέρεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να λαμβάνει νομοθετικά μέτρα προκειμένου να διευκολύνει την άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών δεν περιορίζεται από το άρθρο 27, παράγραφος l, σημείο β΄, της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών.

119. Υπό το πρίσμα των προηγούμενων σκέψεων, φρονώ ότι στο τρίτο, στο τέταρτο, στο πέμπτο και στο έκτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2000/78 δεν εφαρμόζεται υπό περιστάσεις, όπως εκείνες στην υπόθεση της κύριας δίκης, στις οποίες δεν χορηγήθηκε άδεια μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας και/ή σε άδεια υιοθεσίας σε γυναίκα η οποία βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας να κυοφορήσει και το βιολογικό τέκνο της οποίας γεννήθηκε κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας. Το συμπέρασμα αυτό δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος της οδηγίας αυτής.

 Δ –      Τελικές παρατηρήσεις

120. Παρά το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα ανωτέρω, κατανοώ σε μεγάλο βαθμό τις δυσχέρειες που αναμφισβήτητα αντιμετωπίζουν οι αναθέτοντες γονείς εξαιτίας της νομικής αβεβαιότητας που επικρατεί σε πολλά κράτη μέλη σε σχέση με τις συμφωνίες παρένθετης μητρότητας. Εντούτοις, φρονώ ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να υποκαταστήσει τον νομοθέτη προβαίνοντας σε εποικοδομητική ερμηνεία η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να δοθεί στις οδηγίες 2006/54 και 2000/78 (ή, ακόμα, και στην οδηγία 92/85) ερμηνεία μη ευσταθούσα. Τούτο, κατά την άποψή μου, θα συνεπαγόταν σφετερισμό της νομοθετικής εξουσίας.

121. Πράγματι, το να ερμηνεύσει το Δικαστήριο το δικαίωμα σε άδεια μετ’ αποδοχών θα συνεπαγόταν ότι τοποθετείται επί ζητημάτων ηθικής φύσεως, για τα οποία πρέπει να ληφθεί απόφαση νομοθετικώς. Εάν η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της άδειας μητρότητας ή της άδειας υιοθεσίας (ή, πράγματι, η δημιουργία αυτοτελούς είδους άδειας για συμφωνίες παρένθετης μητρότητας) κρίνεται κοινωνικά επιθυμητή, θα εναπόκειται στα κράτη μέλη και/ή στον νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίσει τα απαραίτητα νομοθετικά μέτρα προς επίτευξη του σκοπού αυτού.

IV – Πρόταση

122. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα ερωτήματα του Equality Tribunal:

–        η οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (αναδιατύπωση) δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση μη χορηγήσεως άδειας μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας και/ή σε άδεια υιοθεσίας σε γυναίκα, το βιολογικό τέκνο της οποίας γεννήθηκε κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας.

Από την εξέταση των ερωτημάτων που τέθηκαν δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της οδηγίας 2006/54.

–        η οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία δεν εφαρμόζεται υπό περιστάσεις, όπως εκείνες στην υπόθεση της κύριας δίκης, στις οποίες δεν χορηγήθηκε άδεια μετ’ αποδοχών που αντιστοιχεί σε άδεια μητρότητας και/ή σε άδεια υιοθεσίας σε γυναίκα, η οποία βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας να κυοφορήσει και το βιολογικό τέκνο της οποίας γεννήθηκε κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας.

Από την εξέταση των ερωτημάτων που τέθηκαν δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της οδηγίας 2000/78.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Υπόθεση C‑167/12, CD, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.


3 – Επικυρώθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 23 Δεκεμβρίου 2010. Βλ. απόφαση 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σύναψη, από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία (ΕΕ L 23, σ. 35) (στο εξής, απόφαση 2010/48 του Συμβουλίου) .


4 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ L 348, σ. 1).


5 – Το άρθρο 2 ορίζει, πρώτον, ως έγκυο εργαζομένη κάθε εργαζόμενη γυναίκα που είναι έγκυος και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάστασή της, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική και, δεύτερον, ως λεχώνα εργαζομένη, κάθε εργαζόμενη γυναίκα που διανύει το στάδιο της λοχείας κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας ή/και πρακτικής και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάστασή της, σύμφωνα με την ανωτέρω νομοθεσία ή/και πρακτική.


6 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 204, σ. 23).


7 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16).


8 Irish Statute Book, No. 34, 1994.


9 – Irish Statute Book, No. 2, 1995.


10 – Σε ό,τι αφορά τα δύο αυτά είδη άδειας, το δικαίωμα σε αποδοχές εξαρτάται από τους όρους της σύμβασης εργασίας. Εντούτοις, το οικείο πρόσωπο μπορεί να δικαιούται επίδομα μητρότητας ή επίδομα υιοθεσίας. Το Social Welfare (Consolidation) Act 2005 (ενοποιημένος νόμος περί κοινωνικής πρόνοιας του 2005) προβλέπει την καταβολή επιδόματος μητρότητας (Κεφάλαιο 9) και επιδόματος υιοθεσίας (Κεφάλαιο 11), εφόσον πληρούνται ορισμένοι όροι.


11 – Το Ιρλανδικό Υπουργείο Παιδείας συμφώνησε να χορηγηθεί στη Ζ άδεια άνευ αποδοχών για το διάστημα παραμονής της στην Καλιφόρνια πριν από τη γέννηση του τέκνου της. Μετά τη γέννηση του τέκνου, η Ζ θα είχε επίσης τη δυνατότητα να κάνει χρήση της εκ του νόμου προβλεπόμενης γονικής άδειας για το διάστημα από τον τοκετό έως το τέλος Μαΐου του 2010 και, εκ νέου, από την έναρξη του επόμενου σχολικού έτους. Ο μέγιστος αριθμός εβδομάδων γονικής άδειας που δικαιούνταν ανερχόταν σε 14 εβδομάδες. Η Ζ δικαιούνταν, επίσης, κανονικές αποδοχές κατά τους θερινούς μήνες.


12 – Για μια επισκόπηση των συμφωνιών παρένθετης μητρότητας και των νομικών ζητημάτων που αυτές συνεπάγονται, βλ., π.χ., Trimmings, K., και Beaumont, P., «General Report on Surrogacy», στο Trimmings, K., και Beaumont, P. (εκδ.), International Surrogacy Arrangements. Legal Regulation at the International Level, Hart Publishing, Οξφόρδη: 2013, σ. 439 έως 549.


13 – Οι «αναθέτοντες γονείς» είναι τα ζεύγη που προβαίνουν σε παρένθετη μητρότητα για να αποκτήσουν τέκνο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται επίσης ο όρος «εκούσιοι γονείς».


14 – Τούτο αποτελεί ένα ιδιαιτέρως προβληματικό ζήτημα σε σχέση με τα δικαιώματα της αναθέτουσας μητέρας, όπως καταδεικνύει μια πρόσφατη υπόθεση επί της οποίας εξέδωσε απόφαση το High Court in Ireland. Βλ. M.R & Anor κατά An tArd Chlaraitheoir & Ors [2013] IEHC 91, στην οποία ασκήθηκε έφεση ενώπιον του Supreme Court. Πράγματι, καταδεικνύεται ότι, σε πολλά κράτη μέλη, η γυναίκα που γεννά το τέκνο θεωρείται, σύμφωνα με την αρχή mater semper certa est, ως η νόμιμη μητέρα παρά το γεγονός ότι το τέκνο δεν είναι απαραιτήτως βιολογικό της παιδί. Εντούτοις, το καθεστώς του βιολογικού πατέρα είναι λιγότερο περίπλοκο στο βαθμό που στις περισσότερες έννομες τάξεις το τεκμήριο πατρότητας είναι μαχητό. Ως προς τις νομικές λύσεις που γίνονται αποδεκτές στις διάφορες έννομες τάξεις, βλ. Monéger, F. (εκδ.), Surrogate motherhood: XVIIIth Congress, Washington, D.C. 25–30 July 2010, Société de legislation comparée, Παρίσι: 2011.


15 – Ως προς τη διεθνή εμπορική παρένθετη μητρότητα, βλ. Brugger, K., «International law in the gestational surrogacy debate», Fordham International Law Journal, 3(35) 2012, σ. 665 έως 697. Χρησιμοποιώντας σκληρή γλώσσα, αναφέρεται στο φαινόμενο αυτό, μεταξύ άλλων, ως «παγκόσμιο εμπόριο μήτρας» και «βιομηχανία» παρένθετης μητρότητας.


16 – Βλ., π.χ., Trimmings, K., και Beaumont, P., όπ.π., σ. 503 έως 528. Βλ. επίσης Gamble, N., «International surrogacy law conference in Las Vegas 2011», Family Law, Φεβρουάριος 2012, σ. 198 έως 201, ιδίως για τα παρατιθέμενα παραδείγματα.


17 – Βλ., ειδικότερα, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2008, C‑506/06, Mayr (Συλλογή 2008, σ. I‑1017, σκέψη 31).


18 – Βλ., επίσης, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Cólomer στην υπόθεση Mayr (σημεία 41 και 42).


19 – Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑116/06, Kiiski (Συλλογή 2007, σ. I‑7643, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


20 – Απόφαση Mayr (σκέψη 44).


21 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C‑342/93, Gillespie κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. I‑475, σκέψη 17)· απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1998, C‑411/96, Boyle κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I‑6401, σκέψη 40)· απόφαση της 30ής Μαρτίου 2004, C‑147/02, Alabaster (Συλλογή 2004, σ. I‑3101, σκέψη 46)· απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C-191/03, McKenna (Συλλογή 2005, σ. I‑7631, σκέψη 50), και απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, C‑471/08, Parviainen (Συλλογή 2010, σ. I‑6533, σκέψη 40). Πράγματι, το Δικαστήριο επισήμανε επανειλημμένως ότι οι γυναίκες που λαμβάνουν άδεια μητρότητας βάσει της οδηγίας 92/85 βρίσκονται σε ειδική θέση, η οποία επιτάσσει την παροχή προς αυτές ειδικής προστασίας, αλλά δεν είναι συγκρίσιμη ούτε με αυτή ενός άνδρα ούτε με αυτή μίας γυναίκας που εργάζεται ή τελεί σε άδεια ασθενείας. Βλ., επίσης, της προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑512/11 και C‑513/11, Terveys- ja sosiaalialan neuvottelujärjestö TSN, που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου (σημεία 47 και 48).


22 – Βλ., επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 23 και 24 στο προοίμιο της οδηγίας 2006/54.


23 – Απόφαση Mayr (σκέψη 53).


24 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70).


25 – Απόφαση Mayr (σκέψη 54).


26 – Δηλαδή η παρακέντηση στο ωοθυλάκιο και η μεταφορά στη μήτρα της γυναίκας των ωαρίων που προέκυψαν από την παρακέντηση αμέσως μετά τη γονιμοποίησή τους.


27 – Απόφαση Mayr (σκέψη 50).


28 – Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1990, C‑177/88 (Συλλογή 1990, σ. I‑3941, σκέψη 12). Κατά το Δικαστήριο, η απόφαση περί μη προσλήψεως γυναίκας επειδή είναι έγκυος συνιστά παράνομη δυσμενή διάκριση διότι άρνηση προσλήψεως λόγω εγκυμοσύνης δεν μπορεί να αντιταχθεί παρά μόνον στις γυναίκες.


29 – Βλ., ιδίως, απόφαση McKenna (σκέψεις 45 έως 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πράγματι, εξαιτίας της ειδικής καταστάσεως της εγκυμοσύνης, οι έγκυοι εργαζόμενες προστατεύονται έναντι της απολύσεως καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έως το πέρας της άδειας μητρότητας. Ωστόσο, μετά το πέρας της άδειας μητρότητας, ανακύπτει το ζήτημα κατά πόσον η γυναίκα εργαζόμενη τυγχάνει ίδιας μεταχείρισης με τον άνδρα εργαζόμενο όσον αφορά τις άδειες ασθενείας. Εάν τούτο ευσταθεί, δεν συντρέχει δυσμενής διάκριση λόγω φύλου.


30 – Το πρώην άρθρο 2, παράγραφος 3, όριζε ότι η οδηγία «δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα».


31 – Απόφαση Mayr (σκέψη 51).


32 – Συναφώς, η διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών περιορίζεται από την οδηγία 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια που συνήφθη από τις οργανώσεις BUSINESSEUROPE, UEAPME, CEEP και ETUC και με την κατάργηση της οδηγίας 96/34/EK (ΕΕ 2010, L 68, σ. 13). Κατά τη ρήτρα 2, παράγραφος 1, της συμφωνίας-πλαισίου, «[δ]υνάμει της […] συμφωνίας παρέχεται ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας στους εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες, λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, ώστε να μπορέσουν να ασχοληθούν με το παιδί αυτό, μέχρι μιας ορισμένης ηλικίας που μπορεί να φτάσει μέχρι τα οκτώ έτη και προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη και/ή τους κοινωνικούς εταίρους».


33 –      Προσφάτως, το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όπως κατοχυρώνεται στο δίκαιο της Ένωσης, δεν καλύπτει τη διαφορετική μεταχείριση βιολογικών πατέρων έναντι θετών πατέρων στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, C-5/12, Betriu Montull (σκέψεις 71 έως 73).


34 – Πάντως, η οδηγία 2006/54 μπορεί, εντούτοις, να έχει εφαρμογή υπό ορισμένες ειδικές περιστάσεις. Τούτο θα συνέβαινε οσάκις μια γυναίκα, η οποία έγινε μητέρα κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας και η οποία λαμβάνει άδεια μετ’ αποδοχών βάσει του εθνικού δικαίου, υφίσταται δυσμενή διάκριση επειδή άσκησε το εν λόγω δικαίωμα άδειας, ή οσάκις η ως άνω γυναίκα απολύεται, ουσιαστικώς επειδή έγινε μητέρα ή επειδή έλαβε, πράγματι, τέτοια άδεια. Μια τέτοια μεταχείριση δεν αποτελεί, όμως, αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης.


35 – Πράγματι, βάσει γενικής ερμηνευτικής αρχής, ένα μέτρο της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο ώστε να μη θίγεται το κύρος του και σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου. Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑149/10, Χατζή (Συλλογή 2010, σ. I‑8489, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


36 – Για πρόσφατες αποφάσεις στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε με αιτιολογημένη διάταξη εαυτό αναρμόδιο διότι δεν μπορούσε να αποδειχθεί τέτοιος σύνδεσμος, βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 12ης Ιουλίου 2012, C‑466/11, Currà κ.λπ., και διάταξη της 7ης Μαρτίου 2013, C‑128/12, Sindicato dos Bancários do Norte κ.λπ. Βλ., επίσης, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, C‑40/11, Iida (σκέψεις 78 έως 81).


37 – Προσφάτως, αρκούντως στενός σύνδεσμος με το δίκαιο της Ένωσης αποδείχθηκε, μεταξύ άλλων, στη διάταξη της 7ης Μαΐου 2013, C‑617/10, Åkerberg Fransson (βλ., ιδίως, σκέψη 27), και στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C‑411/10 και C‑493/10, N.S. κ.λπ. (σκέψη 68). Για το αντίθετο συμπέρασμα, βλ. απόφαση Betriu Montull, σκέψη 72.


38 – Απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2010, C‑400/10 PPU, McB. (Συλλογή 2010, σ. I‑8965, σκέψεις 51 και 52), και απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, C‑256/11, Dereci κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. I‑11315, σκέψη 71). Για να καταστεί σαφές κατά πόσον μια νομοθετική διάταξη της Ένωσης δεν μπορεί να ερμηνευθεί σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης, η διάταξη αυτή πρέπει να κηρυχθεί άκυρη. Βλ. απόφαση της 1ης Μαρτίου 2011, C‑236/09, Association belge des Consommateurs Test‑Achats κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. I‑773, σκέψεις 30 και 34).


39 – Βλ., ομοίως τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση C‑131/12, Google Spain και Google (που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, σημείο 54).


40 – Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Ε. Sharpston στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑402/07 και C‑432/07, Sturgeon κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I‑10923, σημείο 91).


41 – Όπ.π.


42 – Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 295/91 (ΕΕ L 46, σ. 1).


43 – Απόφαση Sturgeon κ.λπ. (βλ., ιδίως, σκέψη 60).


44 – Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Ιουνίου 1978, C-149/77, Defrenne (Συλλογή 1978, σ. 419, σκέψη 24).


45 – Απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, C‑335/11 και C-337/11.


46 – Όπ.π. (σκέψη 32).


47 – Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C‑366/10, Air Transport Association of America κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. Ι‑13755, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑320/11, C‑330/11, C‑382/11 και C‑383/11, Digitalnet (σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


48 – Βλ., επίσης, το παράρτημα της αποφάσεως 2010/48 του Συμβουλίου.


49 – Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, C‑59/11, Association Kokopelli (σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


50 – Βλ., π.χ., Oliver, M., Understanding Disability: From Theory to Practice, Palgrave Macmillan, Basingstoke: 2009 (2η έκδοση)· βλ., ιδίως, σ. 44 έως 46.


51 – Αιτιολογική σκέψη ε΄ στο προοίμιο της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών και άρθρο 1 αυτής.


52 – Βλ., π.χ., Waddington, L., «The European Union and the United Nations Convention on the Rights of Persons with Disabilities: A Story of Exclusive and Shared Competences», Maastricht Journal of European and Comparative Law, 4(18) 2011, σ. 431 έως 453, και σ. 436.


53 – Kelemen, R. D., Eurolegalism: The Transformation of Law and Regulation in the European Union, Harvard University Press, Cambridge Massachusetts: 2011, σ. 202.


54 – Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2006, C‑13/05 (Συλλογή 2006, σ. I‑6467).


55 – Όπ.π. (σκέψεις 40 και 41).


56 – Όπ.π. (σκέψη 43).


57 – Απόφαση Ring (σκέψη 38).


58 – Όπ.π. (σκέψη 39).


59 – Αποφάσεις Chacón Navas (σκέψη 41) και Ring (σκέψεις 38 και 39).


60 – Απόφαση Ring (σκέψη 44).


61 – Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να ήταν διαφορετικό το συμπέρασμα αυτό, εάν, παραδείγματος χάρη, η Z είχε απολυθεί για λόγους που αφορούσαν την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ή εάν δεν είχε προσληφθεί εξαιτίας και μόνον της μειονεκτικότητάς της.


62 – Για έναν τέτοιο σύνδεσμο στο πλαίσιο των αδειών οδήγησης, βλ. σημείο 31 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση C‑356/12, Glatzel, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.


63 – Βλ., επίσης, άρθρο 2 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, κατά το οποίο ο όρος «εύλογη διευκόλυνση» σημαίνει την «απαραίτητη και κατάλληλη τροποποίηση και προσαρμογή, η οποία δεν επιφέρει δυσανάλογο ή περιττό φόρτο εργασίας, όταν αυτό είναι απαραίτητο σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να μπορέσουν άτομα με αναπηρία να απολαύσουν ή να ασκήσουν όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα».


64 – Πιο προσφάτως η απόφαση της 4ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑312/11 (σκέψη 58). Βλ., επίσης, απόφαση Ring (σκέψη 56), και τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Ring (σημεία 54 έως 57).


65 – Βλ., επίσης, τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Ring (σημείο 59 στο τέλος: η οδηγία 2000/78 «επιδιώκει τη δέουσα ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του εργαζομένου με ειδικές ανάγκες, τα οποία συνίστανται στη λήψη μέτρων στηρίξεώς του, και του εργοδότη ο οποίος δεν πρέπει να υποστεί υποχρεωτικώς παρεμβάσεις στην επιχειρηματική του οργάνωση ή οικονομικές απώλειες»).


66 – Κατά την άποψή μου, καταλληλότερο σημείο σύγκρισης συνιστά ενδεχομένως η χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών. Στην περίπτωση αυτή, η διαφορά είναι εις βαθμό και όχι εις είδος. Ομοίως προς τη μείωση του χρόνου εργασίας, ο εργαζόμενος δεν λαμβάνει μισθό για το διάστημα κατά το οποίο δεν εκτελεί τα καθήκοντά του. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η Z είχε τη δυνατότητα να απουσιάσει από την εργασία τόσο πριν όσο και μετά τη γέννηση του τέκνου της.


67 – Ασφαλώς, οι επίμαχες προσαρμογές έχουν διάφορες μορφές. Πέραν των μέτρων που προαναφέρθηκαν (προσαρμογή του χώρου και οργανωτικά μέτρα), θα μπορούσε, επίσης, κάλλιστα να συνεπάγεται η προσαρμογή την αλλαγή των προτύπων εργασίας και την κατανομή των καθηκόντων κατά ειδικό τρόπο. Π.χ., σε περίπτωση κατάθλιψης, ο εργοδότης πρέπει ίσως να διασφαλίσει ότι οι πάσχοντες από κατάθλιψη δεν εκτίθενται σε αγχωτικές καταστάσεις.


68 – Βλ., ιδίως, άρθρο 4 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών που ορίζει, υπό τον τίτλο «Γενικές υποχρεώσεις» ότι «[τ]α συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν να διασφαλίζουν και να προωθούν την πλήρη ικανοποίηση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών για όλα τα άτομα με αναπηρία, χωρίς καμίας μορφής διάκριση λόγω αναπηρίας». Η διάταξη αυτή παραθέτει, επίσης, σειρά μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών.


69 – Κατά συνέπεια, δεν είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί κατά πόσον «η φύση και η οικονομία» της Συμβάσεως επιτρέπουν στο Δικαστήριο να εξετάσει το κύρος της οδηγίας 2000/78.


70 – Το άρθρο 5 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι τα συμβαλλόμενα κράτη «αναγνωρίζουν ότι όλα τα άτομα είναι ίσα ενώπιον και βάσει του νόμου και δικαιούνται ίση προστασία και ίση κάλυψη του νόμου χωρίς καμία διάκριση» και ότι «λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την παροχή εύλογων διευκολύνσεων». Το άρθρο 6 αναγνωρίζει ειδικότερα ότι οι γυναίκες και τα κορίτσια με αναπηρία υφίστανται πολλαπλές διακρίσεις και επιβάλλει στα συμβαλλόμενα κράτη να «λαμβάνουν μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα εν λόγω άτομα απολαμβάνουν πλήρως και ισότιμα όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους». Το άρθρο 28, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, αναγνωρίζει το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία για κοινωνική προστασία χωρίς διάκριση λόγω αναπηρίας και την υποχρέωση των κρατών να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίζουν και να προωθούν την υλοποίηση του δικαιώματος αυτού, μεταξύ άλλων, διασφαλίζοντας «την πρόσβαση των ατόμων με αναπηρία, ιδίως των γυναικών και κοριτσιών και των ηλικιωμένων ατόμων με αναπηρία, σε προγράμματα κοινωνικής προστασίας και προγράμματα μείωσης της φτώχειας».